τοῦ ἀειμνήστου Φωτίου Κόντογλου
Γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν,
γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν,
γι’ αὐτὰ τὰ δύο πολεμῶ,
γι’ αὐτὰ νὰ ζήσω ἐπιθυμῶ,
κι ἂν δὲν τὰ ἀποκτήσω
τί μ’ ὠφελεῖ νὰ ζήσω;
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ τοῦ 1821 ἔχει μία πνοὴ ἁγιασμένη, κι ἡ ἱστορία τῆς εἶνε σὰν συναξάρι. Ἡ Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ παρασταθεῖ σὰν τὴ μητέρα τῶν Μακκαβαίων ποὺ εἶδε νὰ βασανίζονται καὶ νὰ σφάζονται μπροστά της τὰ παιδιὰ τῆς ἕνα-ἕνα. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ χάθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ πατρίδα μᾶς μαυροφόρεσε σὰν χαροκαμένη χήρα· οἱ ἄνδρες ἤτανε σὰν ἀσκητές, οἱ γυναῖκες σὰν καλογρηές, τὰ τραγούδια μᾶς γεμάτα πόνο καὶ ἐλπίδα, τὴ λεγόμενη «χαρμολύπη», σὰν χερουβικά, σὰν τροπάρια.
Μία ἁγιωσύνη τὰ τύλιγε ὅλα. Οἱ καρδιὲς ἤτανε, μὲ ὅλη τὴν παληκαριά τους, συντετριμμένες καὶ ταπεινωμένες. Γι’ αὐτὸ κι ἡ θρησκεία μᾶς ἤτανε ἀληθινή, ἐπειδὴ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ δὲν ταιριάζει σὲ ἀνθρώπους ἀπίκραντους καὶ καλοπερασμένους, κατὰ τὰ λόγια του Χριστοῦ ποὺ λέγει: «ἐν τῷ κόσμω θλίψιν ἔξετε», καὶ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός».
Μὰ ὅσα χάνει ὁ ἄνθρωπος σὲ καλοπέραση, τὰ κερδίζει «ἑκατονταπλασίονα» σὲ βάθος πνευματικό. Καὶ τὸ ἔθνος μας ποὺ στάθηκε κακότυχο καὶ βασανισμένο, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ στάθηκε εὐλογημένο, κατὰ τὸν λόγο ποὺ λέγει ὁ Σολομῶν γιὰ ὅσους μαρτυροῦνε γιὰ τὴν ἀλήθεια: «καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης· καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται». Και ποιὰ εἶνε αὐτὴ ἡ ἀντάμειψη; Ἡ ἀντάμειψη ἤτανε πὼς ντυθήκανε μὲ κάποια στολὴ ἀφθαρσίας αὐτοὶ ποὺ ζούσανε «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γής».
Γιὰ τοῦτο, ὅποιος ἄνθρωπος ἔχει καρδιὰ καθαρή, καὶ νιώσει τὴν...
Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, σὰν νὰ τραβιέται ἀπὸ κάποιον μαγνήτη, ἂς εἶνε κι ἄλλης φυλῆς ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ γνωρίζει καλὰ- καλὰ ἀπὸ ποῦ βγαίνει αὐτὴ ἡ γλυκύτητα καὶ ἡ κατανυκτικὴ ἀγάπη, μ’ ὅλο ποὺ ἀκούει σκοτωμούς, μαρτύρια καὶ μοιρολόγια, ποὺ σὲ ἄλλη περίσταση ἀγριεύουνε τὸν ἄνθρωπο. Θαρρεῖ πὼς δὲν γινήκανε στ’ ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ ἀκούει, ἀλλὰ πὼς εἶνε κάποιο ἔμορφο παραμύθι.Τὰ πιὸ σκληρὰ πράγματα χάνουνε τὴ σκληρότητά τους, καν φονικά, καν ἀγωνίες κάθε λογής, φτώχια, κρύο, πείνα, ἀρρώστεια, ὀρφάνια. Κάποιος μυστικὸς πλοῦτος τὰ χρυσώνει ὅλα, ὁ τῆς ἀφθαρσίας ὁ Παράκλητος (ὁ Παρηγορητής), τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Αὐτὴ εἶναι ποὺ λέγω στολὴ Ἀφθαρσίας κι ἐλπίδα Ἀθανασίας.
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση εἶνε σὰν τὸ χάλκινο μοσχάρι ποὺ ἔκανε ἕνας τεχνίτης γιὰ τὸν τύραννο Φάλαρη καὶ ποὺ τὸ πύρωνε μὲ φωτιὰ καὶ σφαλοῦσε στὴν κοιλιὰ τοῦ ὅσους ἤθελε νὰ βασανίσει γιὰ νὰ ψηθοῦνε ζωντανοί. Μὰ ἀντὶ ν’ ἀκούγονται βογκητὰ καὶ φρικτοὶ θρῆνοι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ, ἔβγαιναν τραγούδια χαρούμενα, ἐπειδὴ ὁ τεχνίτης εἶχε βάλει ἐπιτήδεια στὸ λαρύγγι τοῦ βοδιοῦ κάποιο ὄργανο ποὺ ἄλλαζε τοὺς θρήνους σὲ χαρούμενη μουσική. Ο
Ἀθανάσιος Διάκος τραγουδοῦσε περασμένος στὴ σούβλα, κι οἱ γυναῖκες τοῦ Ζαλόγγου χορεύανε καὶ πέφτανε στὸν γκρεμνό. Κι ὅλοι οἱ Ἕλληνες, ἄνδρες, γυναῖκες, μικροί, μεγάλοι, δεσποτάδες, παπάδες, λαϊκοί, ψέλνανε σὰν νὰ τραγουδούσανε καὶ τραγουδούσανε σὰν νὰ ψέλνανε, ὅπως οἱ τρεῖς Παῖδες τῆς καμίνου ποὺ δοξολογούσανε τὸν Θεὸ χορεύοντας μέσα στὴ φωτιὰ σὰν νὰ δροσολογιότανε.
Ἀπ’ ὅλη τὴν αἱματοβαμμένη Ἑλλάδα ἀκουγότανε «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων», κι οἱ Ἕλληνες τρέχανε στὸν θάνατο «ἀγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον». Γι’ αὐτὸ μαγεύθηκε ὁ κόσμος, χωρὶς νὰ ξέρει γιατί. Ἐκεῖνο ποὺ τοὺς μάγευε ἤτανε ἡ Ἐλπίδα τῆς Ἀθανασίας ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ποὺ τὰ σκεπάζει ὅλα μὲ τὴν χαρούμενη πνοή της.
Η χαρὰ τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἕνα ἄνθος ποὺ φυτρώνει μοναχὰ στὶς καρδιὲς ποὺ πονοῦν. Γιὰ τοῦτο ὁ Δαυΐδ ἔλεγε: «Κύριε ἐν θλίψει ἐπλάτυνας μέ». Κι οἱ ἀσκηταὶ τῆς Ὀρθοδοξίας τὴ λέγανε «Χαρμολύπη» ἢ «Χαροποιὸν πένθος», αὐτὴ τὴ χαρὰ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ συντριμμένη καρδιά. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ἤτανε τὰ χαρούμενα ὁρμήματα τοῦ Ποταμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτὸ τὴ μισήσανε καὶ τὴν πολεμήσανε οἱ «ψευδάδελφοι», ἐκεῖνοι ποὺ ἱδρύσανε στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἕνα σύστημα ἐγκόσμιας εὐδαιμονίας, κάποιον «ἀριστοκρατικὸ χριστιανισμὸ» ποὺ τραβᾶ τὶς ματαιόδοξες ψυχές, καὶ τὶς ξεραίνει ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴ «χαρμολύπη»[1].
Οἱ Ἕλληνες τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἤτανε «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», κατὰ τοὺς ἔξυπνούς του κόσμου. Ἤτανε ἁπλοὶ καὶ φυσικοί, κι ἡ ὄψη τους, τὰ λόγια τους, οἱ συνήθειές τους, τὰ φερσίματά τους ἤτανε ἀληθινά, δηλαδὴ Ἑλληνικά. Ἡ ψυχὴ τοὺς ἤτανε δεμένη μὲ τὴ φύση καὶ τὴ θρησκεία τους. Λεοντόκορμοι ἄνδρες ποὺ βαστούσανε ἀπὸ ἀρχαία αἵματα, ζούσανε στὸν ἀνοιχτὸν ἀγέρα ὅπως τοὺς ἔπλασε ὁ Θεός, μὲ γένεια, μὲ μουστάκια, μὲ μακρυὰ μαλλιὰ σὰν τὸ Χριστό, γοργοπόδαροι, λιγόφαγοι, θρῆσκοι, ταπεινοὶ μπροστὰ στοὺς γεροντότερους καὶ στοὺς παπάδες, μὲ ψυχὴ γεμάτη κρυφὰ πλούτη.
Ἀπάνω ἀπ’ ὅλα ἤτανε ἡ Θρησκεία, ἡ Πίστις τῶν Πατέρων μας. Κι οἱ λειτουργοί της ἤτανε οἱ πνευματικοί τους, οἱ δάσκαλοί τους, οἱ προστάτες τους, οἱ παρηγορητές τους, οἱ δικαστές τους, οἱ ἐξομολόγοι τους. Ὁ πιὸ ἀγαπημένος ἀρματωλὸς γιὰ τὸ λαό, ὁ πιὸ ἁγνὸς πολεμιστής, ὁ καινούριος ἅγιος Γιώργης, στάθηκε ἕνας παπάς, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος, ποὺ σουβλίσθηκε γιὰ τὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλοι τέτοιοι ἁγιασμένοι ποῦ ἀγωνισθήκανε γιὰ τὴν Πίστη, εἴνε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ἐ’, ὁ Ἠσαΐας Σαλώνων, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Κυπριανὸς στὴν Κύπρο· τί λέγω; Νέφος ὁλόκληρο ρασοφορεμένοι, Ὀρθόδοξον Ἱεράτευμα. Πρὶν νὰ γίνει ἡ Ἐπανάσταση, χιλιάδες Νεομάρτυρες μαρτυρήσανε γιὰ τὴν Πίστη, κι ὕστερα ἤρθανε οἱ ἀρματωλοί. Οἱ δεσποτάδες, οἱ παπάδες κι οἱ καλόγεροι εἴχανε γίνει σὰν τοὺς προφῆτες ποὺ ὁδηγούσανε τὸν νέον Ἰσραὴλ στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.
Οἱ ἀρματωλοὶ γινήκανε σὰν ἀσκητὲς καὶ ψέλνανε ἀπάνω στὸ μετερίζι, καὶ ξεστηθίζανε τὸ Ψαλτήρι γιὰ παρηγοριά, μὲ τὰ χαϊμαλιὰ στὸ στῆθος ποὺ παριστάνανε τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τὸν ἄη Γιώργη, τὸν ἄη Δημήτρη. Γιὰ φυλαχτὸ εἴχανε ἢ τίμιο ξύλο, ἢ ἅγιο λείψανο, ἢ ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ παλιοράσο τοῦ ἅγιου Κοσμᾶ. Πολλοὶ ἀρματωλοὶ ἤτανε ζωγραφισμένοι στὰ ἐρημοκκλήσια μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους. Ἡ ζωγραφιὰ τοῦ Μεϊντάνη βρισκότανε στὴν ἐκκλησιὰ τῆς Κατούνας, τοῦ Ἀνδρούτσου στὸ Μεγάλο Μετέωρο, τοῦ Διαμαντῆ Σπατούλη στὴν ἐκκλησιὰ στ’ Ἀλεποχώρι Μπότσαρη. Καὶ τοὺς σκοτωμένους τοὺς θάβανε κοντὰ στὴν ἐκκλησιά.
Λοιπόν, δὲν εἶνε ἁγιασμένη ἡ Ἐπανάστασή μας, δὲν εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία ματωμένη γιὰ νὰ φυλάξη τὴν πίστη μας; Ἡ Ὀρθοδοξία ἔγινε ἕνας λόγος ἄδειος στὰ στόματα τῶν σημερινῶν φραγκοδασκαλευμένων δασκάλων. Μὰ ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία ποὺ εἶνε πλοῦτος καὶ ρίζα ἀθανασίας, εἶνε φυτρωμένη βαθειὰ στὴν καρδιὰ τοῦ ὀρθοδοξώτατου λαοῦ μας, ποὺ ὅσο δὲν ἤθελε νὰ τουρκέψει, ἄλλο τόσο δὲν θέλει νὰ φραγκέψει.
Φώτης Κόντογλους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά