Οι πιστοί κάθε θρησκείας επιθυμούν να μυήσουν τα παιδιά τους στη θρησκεία τους, που τη θεωρούν ως ένα δρόμο προς τη σωτηρία. Αυτό σημαίνει να κάνουν τα παιδιά τους πιστούς της θρησκείας τους και να τους διδάξουν τις διδασκαλίες της και τους τρόπους που προτείνει η θρησκεία αυτή για την επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό ή τους θεούς. Ανάλογα με το αν η κοινωνία όπου ζουν είναι πιο ελεύθερη ή πιο καταπιεστική (δηλαδή αν οι άνθρωποι είναι πιο σκληροί ή πιο ανεκτικοί), το παιδί, μεγαλώνοντας, μπορεί ευκολότερα ή δυσκολότερα ν’ αλλάξει θρήσκευμα (πράγμα που βέβαια δε σημαίνει οπωσδήποτε ότι έκανε «ελεύθερη επιλογή», γιατί πάντα οι επιλογές μας εξαρτώνται από τις συνθήκες).
Ο φυσικός χώρος, στον οποίο ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται στη θρησκευτική του παράδοση, είναι η οικογένειά του. Και ο χώρος, στον οποίο διδάσκεται τις λατρευτικές πρακτικές και τη διδασκαλία της θρησκείας του, είναι οι ναοί και τα μοναστήρια της θρησκείας του.
Ο φυσικός χώρος, στον οποίο ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται στη θρησκευτική του παράδοση, είναι η οικογένειά του. Και ο χώρος, στον οποίο διδάσκεται τις λατρευτικές πρακτικές και τη διδασκαλία της θρησκείας του, είναι οι ναοί και τα μοναστήρια της θρησκείας του.
Στην παράδοση του ορθόδοξου χριστιανισμού, το παιδί κανονικά μαθαίνει από τους γονείς και τους συγγενείς του (ιδιαίτερα από τη μητέρα του, τη γιαγιά του και τις άλλες γυναίκες της οικογένειας) τις προσευχές, τις γιορτές και τις νηστείες, το βίο του αγίου που φέρει το όνομά του και τα έθιμα που σχετίζονται με την εκκλησιαστική ζωή. Αποχτά τη «συνήθεια» να πηγαίνει στην εκκλησία και να συναντά εκεί τους συνανθρώπους του, στην πιο σημαντική ώρα της εβδομάδας, να συμμετέχει μαζί τους στα μυστήρια και μάλιστα στη θεία Μετάληψη, να καταθέτει το περιεχόμενο της καρδιάς του στο Θεό κατά την ώρα της εξομολόγησης, να σέβεται το Θεό, την Παναγία και τα άλλα ιερά πρόσωπα και φυσικά να σέβεται και ν’ αγαπά το συνάνθρωπό του. Το τελευταίο σημαίνει: αποχτά τη συνήθεια να μην κάνει «ό,τι θέλει», να μην απαιτεί αποκλειστικά την ικανοποίηση των ατομικών του επιθυμιών, αλλά ν’ αφήνει όσο γίνεται περισσότερο χώρο στην ψυχή του για την παρουσία και το θέλημα των άλλων, τους οποίους αγαπά.
Όλα αυτά είναι μια τεράστια άσκηση αγάπης, που κατορθώνεται με την πράξη, όχι με τη θεωρία. Η θεωρία είναι απαραίτητη, για να ξέρουμε ποιος είναι ο σκοπός της πράξης, αλλά το ν’ αποχτήσουμε «θρησκευτικές γνώσεις» δεν είναι η ίδια η σχέση μας με το Θεό, δεν είναι η παγκόσμια εν Χριστώ αγάπη, στην οποία καλούμαστε να συμμετέχουμε.
Φυσικά, επειδή οι οικείοι του συνήθως δεν έχουν εμβαθύνει στη χριστιανική διδασκαλία ούτε έχουν κάποια ιδιαίτερη γνώση γι’ αυτήν, είναι πιθανόν να του τη μεταφέρουν λάθος. Να το πείσουν π.χ. ότι είναι σωστό και δίκαιο να μισεί εκείνους που έκαναν ή θέλουν να κάνουν κακό στο ίδιο ή την οικογένειά του – ότι είναι σωστό να περιφρονεί τους «κακούς», τους «αμαρτωλούς», εκείνους που είναι παραδομένοι στα πάθη τους – να το πιέζουν να προσεύχεται ή να εκκλησιάζεται με την ψευδαίσθηση ότι έτσι η ζωή του θα γίνει ευκολότερη γιατί «θα το αγαπάει ο Θεός» (ενώ η αγάπη του Θεού δεν απαλλάσσει από τα βάσανα, αλλά καθαγιάζει τη συμμετοχή μας σ’ αυτά) – να του μάθουν ότι ο Θεός εκδικείται και πρέπει να Τον φοβόμαστε ή ότι Τον δοξάζουμε όταν όλα πηγαίνουν στη ζωή μας καλά, αλλά γινόμαστε εχθροί Του όταν μας βρίσκουν συμφορές, αφού δε φρόντισε να μας προστατεύσει…
Γι’ αυτό, στο θέμα του χριστιανισμού, δεν είναι ασφαλές να εμπιστευόμαστε πάντα τους δικούς μας. Είναι πιο ασφαλές να εμπιστευόμαστε αυτά που ακούμε μέσα στο ναό σε συνδυασμό με τις συζητήσεις μας μ’ έναν έμπειρο ορθόδοξο πνευματικό δάσκαλο που έχουμε διαλέξει και που συνήθως είναι ο εξομολόγος μας. Σιγά σιγά βέβαια αποκρυσταλλώνουμε τη δική μας άποψη για τα πράγματα, που καλό είναι πάντα να τη φιλτράρουμε μέσα από τις απόψεις άλλων (κυρίως των αγίων, που τις βρίσκουμε από τους βίους και τα έργα τους), γιατί ο ένας άνθρωπος, ο «σίγουρος» για τις απόψεις του, μπορεί πολύ εύκολα να πλανηθεί.
Φυσικά, επειδή οι οικείοι του συνήθως δεν έχουν εμβαθύνει στη χριστιανική διδασκαλία ούτε έχουν κάποια ιδιαίτερη γνώση γι’ αυτήν, είναι πιθανόν να του τη μεταφέρουν λάθος. Να το πείσουν π.χ. ότι είναι σωστό και δίκαιο να μισεί εκείνους που έκαναν ή θέλουν να κάνουν κακό στο ίδιο ή την οικογένειά του – ότι είναι σωστό να περιφρονεί τους «κακούς», τους «αμαρτωλούς», εκείνους που είναι παραδομένοι στα πάθη τους – να το πιέζουν να προσεύχεται ή να εκκλησιάζεται με την ψευδαίσθηση ότι έτσι η ζωή του θα γίνει ευκολότερη γιατί «θα το αγαπάει ο Θεός» (ενώ η αγάπη του Θεού δεν απαλλάσσει από τα βάσανα, αλλά καθαγιάζει τη συμμετοχή μας σ’ αυτά) – να του μάθουν ότι ο Θεός εκδικείται και πρέπει να Τον φοβόμαστε ή ότι Τον δοξάζουμε όταν όλα πηγαίνουν στη ζωή μας καλά, αλλά γινόμαστε εχθροί Του όταν μας βρίσκουν συμφορές, αφού δε φρόντισε να μας προστατεύσει…
Γι’ αυτό, στο θέμα του χριστιανισμού, δεν είναι ασφαλές να εμπιστευόμαστε πάντα τους δικούς μας. Είναι πιο ασφαλές να εμπιστευόμαστε αυτά που ακούμε μέσα στο ναό σε συνδυασμό με τις συζητήσεις μας μ’ έναν έμπειρο ορθόδοξο πνευματικό δάσκαλο που έχουμε διαλέξει και που συνήθως είναι ο εξομολόγος μας. Σιγά σιγά βέβαια αποκρυσταλλώνουμε τη δική μας άποψη για τα πράγματα, που καλό είναι πάντα να τη φιλτράρουμε μέσα από τις απόψεις άλλων (κυρίως των αγίων, που τις βρίσκουμε από τους βίους και τα έργα τους), γιατί ο ένας άνθρωπος, ο «σίγουρος» για τις απόψεις του, μπορεί πολύ εύκολα να πλανηθεί.
Τι είναι αυτό που έκανε το Ματέγια Κέζμαν να κατεβεί σε τούρκικο γήπεδο φορώντας μια φανέλα με την ορθόδοξη εικόνα του Χριστού; Ίσως το ίδιο μυστικό που έκανε 15χρονες κοπέλεςνα προτιμήσουν βασανιστήρια μέχρι θανάτου παρά ν' αρνηθούν την πίστη τους... |
Όλα αυτά έχουν διαμορφώσει, νομίζω, την απάντηση στο ερώτημα γιατί υπάρχει στο σχολείο το μάθημα των Θρησκευτικών. Επειδή η οικογένεια δεν είναι πάντα σε θέση να διδάξει την εκκλησιαστική παράδοση και τη θεολογία στα παιδιά της, το κράτος αναθέτει σε ειδικούς δασκάλους το έργο αυτό. Ο καθηγητής των Θρησκευτικών επιτελεί ένα έργο που ανήκει, στην πραγματικότητα, στην οικογένεια. Εξυπακούεται ότι απευθύνεται σε παιδιά ορθόδοξων, που οι γονείς τους του τα έχουν εμπιστευθεί για να τους προσφέρει γνώση για την πνευματική κληρονομιά τους.
Υπάρχουν βέβαια δύο προβλήματα. Το πρώτο πρόβλημα: στην εποχή μας πάρα πολλοί άνθρωποι, που είναι βαφτισμένοι στη βρεφική τους ηλικία, δεν αισθάνονται μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα παιδιά τους πρέπει να κάνουν το μάθημα των Θρησκευτικών; Σ’ αυτό το ερώτημα απαντώ απλώς ότι οι άνθρωποι που, ενώ ανήκουν σε χώρο ιστορικά ορθόδοξο (είναι π.χ. Έλληνες, Ρώσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Γεωργιανοί κ.τ.λ.), έχουν στη συνείδησή τους αποχωρήσει από την Εκκλησία και «τραβάνε το δρόμο τους», τις πιο πολλές φορές είναι πληγωμένοι και κάποιες άλλες φορές έχουν κάνει το λάθος να εμπιστευτούν κάποιον πάρα πολύ (ίσως τον εαυτό τους) κι έτσι πείστηκαν ότι κάποιος άλλος, έξω απ’ την Εκκλησία, «ξέρει καλύτερα». Σίγουρα δεν ξέρουν –κι ας νομίζουν ότι ξέρουν– τι είναι η ορθοδοξία, τι εκφράζουν οι άγιοί της και ποια είναι η διδασκαλία τους.
Έτσι, το ερώτημα τίθεται ως εξής: τα παιδιά τους δικαιούνται να μάθουν τι είναι η ορθοδοξία πριν ακολουθήσουν τους γονείς τους στην άρνησή της; Το να μάθουν την ορθόδοξη παράδοση είναι δικαίωμα, δεν είναι υποχρέωση κανενός. Η κρίσιμη επιλογή είναι αν αυτό το δικαίωμα θα το ασκήσουν ή θα το απεμπολήσουν. Αν, μετά από ένα και μόνο μάθημα, αυτά τα παιδιά και οι γονείς τους αποφασίσουν ότι δε θέλουν να μάθουν τι είναι η ορθοδοξία, ίσως πρέπει να τα απαλλάξουμε από το μάθημα θεωρώντας τα «μη ορθόδοξα» (πρέπει βέβαια να προσέξουν, να μη δηλώσουν «μη ορθόδοξα» απλώς επειδή θέλουν ν’ απαλλαγούν από ένα μάθημα, αρνούμενα έτσι από επιπολαιότητα την πίστη τους, δηλαδή κάνοντας κάτι που πολλοί πρόγονοί τους προτίμησαν να υποστούν φρικιαστικά βασανιστήρια παρά να το κάνουν).
Έτσι, το ερώτημα τίθεται ως εξής: τα παιδιά τους δικαιούνται να μάθουν τι είναι η ορθοδοξία πριν ακολουθήσουν τους γονείς τους στην άρνησή της; Το να μάθουν την ορθόδοξη παράδοση είναι δικαίωμα, δεν είναι υποχρέωση κανενός. Η κρίσιμη επιλογή είναι αν αυτό το δικαίωμα θα το ασκήσουν ή θα το απεμπολήσουν. Αν, μετά από ένα και μόνο μάθημα, αυτά τα παιδιά και οι γονείς τους αποφασίσουν ότι δε θέλουν να μάθουν τι είναι η ορθοδοξία, ίσως πρέπει να τα απαλλάξουμε από το μάθημα θεωρώντας τα «μη ορθόδοξα» (πρέπει βέβαια να προσέξουν, να μη δηλώσουν «μη ορθόδοξα» απλώς επειδή θέλουν ν’ απαλλαγούν από ένα μάθημα, αρνούμενα έτσι από επιπολαιότητα την πίστη τους, δηλαδή κάνοντας κάτι που πολλοί πρόγονοί τους προτίμησαν να υποστούν φρικιαστικά βασανιστήρια παρά να το κάνουν).
Ένας από τους σύγχρονους "Εραστές της Αλήθειας", ο Αμερικανός ιερομόναχος π. Σεραφείμ Ρόουζ. Άθεος φιλόσοφος, με μια ζωή γεμάτη αμαρτωλές εμπειρίες, και τελικά άγιος πνευματικός αγωνιστής και συγγραφέας που ξεχώρισε στην αμερικανική ήπειρο (γνώρισέ τον εδώ). |
Το δεύτερο πρόβλημα: κανονικά, όπως είπαμε, ο άνθρωπος μυείται στην εκκλησιαστική παράδοση συμμετέχοντας στις τελετές στο ναό και στο μυστήριο της εξομολόγησης, επισκεπτόμενος μοναστήρια, μαθαίνοντας το βίο και τη διδασκαλία των αγίων, προσευχόμενος και συνομιλώντας με έμπειρους ορθόδοξους πνευματικούς οδηγούς. Όχι σ’ ένα μαζικό, άψυχο και απρόσωπο σχολείο, όχι σ’ ένα υποχρεωτικό σχολείο, και μάλιστα σ’ ένα σχολείο που τον φορτώνει μ’ ένα σωρό πληροφορίες για ετερόκλητα αντικείμενα και, επιπλέον, τον πιέζει μέχρι εξόντωσης να τις αποστηθίζει για να δοκιμαστεί στην παράλογη αρένα των μυθοποιημένων Πανελλαδικών Εξετάσεων! Αυτό το σύστημα δεν αφήνει περιθώρια σε κανέναν ν’ αγαπήσει αυτό που μαθαίνει –επομένως δεν πρόκειται να γίνει ένα μαζί του, δε θα το κάνει πνευματική του τροφή, δε θα το μάθει ποτέ αληθινά.
Το μάθημα των Θρησκευτικών ακολουθεί αυτή την αφύσικη «εκπαιδευτική» μέθοδο. Συχνά μάλιστα γίνεται καταπιεστικό, πράγμα για το οποίο ευθύνονται και οι διδάσκοντες. Αιτία αυτού του παραλογισμού είναι ότι το μάθημα μπήκε στα σχολεία αμέσως μετά την απελευθέρωση από την οθωμανική αυτοκρατορία με τρόπο όχι ορθόδοξο, αλλά επηρεασμένο από την ευρωπαϊκή νοησιαρχία (την ιδέα ότι όλα πρέπει να γίνουν ορθολογική γνώση και να τα «μάθουμε» με το νου μας). Η κυβέρνηση Καποδίστρια, η βαυαρική Αντιβασιλεία και οι κατοπινές ελληνικές κυβερνήσεις, επηρεασμένες από προτεσταντικά κυρίως πρότυπα, είδαν το χριστιανισμό απλά ως μέσο για την «ηθική καλλιέργεια» των μαθητών, όχι ως ερωτική σχέση Θεού και ανθρώπων, όπως τον βλέπουν οι ορθόδοξοι άγιοι! Ενέταξαν λοιπόν στο σχολικό πρόγραμμα την εκμάθηση των διαφόρων στοιχείων της χριστιανικής διδασκαλίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας, σαν ο έρωτας να ήταν κάτι που το μαθαίνεις καθισμένος στο θρανίο και μετά το παπαγαλίζεις και βαθμολογείσαι για τις επιδόσεις σου.
Θα ήταν μάλλον πολύ πιο σύμφωνο με το πνεύμα της ορθοδοξίας και πιο αποτελεσματικό παιδαγωγικά να πηγαίναμε εκδρομή σ’ ένα ήσυχο και όμορφο μοναστήρι, να συμμετείχαμε στη λειτουργία μιας μεγάλης γιορτής, Χριστουγέννων ή Πάσχα π.χ. (και να εξηγεί ο καθηγητής τούς πολλούς και βαθύτατους συμβολισμούς της λειτουργίας αυτής), να παρατηρούσαμε τους συμβολισμούς που είναι ενσωματωμένοι στο χτίσιμο του ναού και στις αγιογραφίες, ν’ ακούγαμε τους βίους των αγίων, τον απόστολο και το ευαγγέλιο (εξηγημένα), και να φεύγαμε χωρίς να βαθμολογηθούμε για τη συμμετοχή μας.
Παρ’ όλα αυτά, είναι αλήθεια ότι το μάθημα των Θρησκευτικών υπάρχει στο σχολικό πρόγραμμα. Και δεν περιλαμβάνει συμμετοχή στη λατρεία ούτε εκδρομές στις πηγές του χριστιανικού βιώματος. Και καταλήγει σε βαθμολόγηση των επιδόσεών μας, δηλαδή του πόσο διαβάσαμε και κατά πόσο «αποδείξαμε» στον διδάσκοντα ή τη διδάσκουσα ότι έχουμε διαβάσει. Τι να κάνουμε; Αυτά έχει η ζωή… Μια συμβουλή: ας αξιοποιήσουμε την παρουσία μας σ’ αυτό το μάθημα, για να φύγουμε έχοντας κερδίσει τη γνώση της πνευματικής μας κληρονομιάς. Αυτή η γνώση δε θα μας βοηθήσει να αποκατασταθούμε επαγγελματικά (όπως και η γνώση της Ιστορίας ή των αρχαίων ελληνικών κειμένων δε θα μας βοηθήσει σ’ αυτό τον τομέα), θα μας βοηθήσει όμως σε κάτι πολύ πιο δύσκολο και πιο σημαντικό: να είμαστε ελεύθεροι –μάλιστα σε μια εποχή, όπου πολλοί θέλουν και συχνά καταφέρνουν να μας αφαιρέσουν την ελευθερία μας, χωρίς να το καταλάβουμε διόλου.
Το μάθημα των Θρησκευτικών ακολουθεί αυτή την αφύσικη «εκπαιδευτική» μέθοδο. Συχνά μάλιστα γίνεται καταπιεστικό, πράγμα για το οποίο ευθύνονται και οι διδάσκοντες. Αιτία αυτού του παραλογισμού είναι ότι το μάθημα μπήκε στα σχολεία αμέσως μετά την απελευθέρωση από την οθωμανική αυτοκρατορία με τρόπο όχι ορθόδοξο, αλλά επηρεασμένο από την ευρωπαϊκή νοησιαρχία (την ιδέα ότι όλα πρέπει να γίνουν ορθολογική γνώση και να τα «μάθουμε» με το νου μας). Η κυβέρνηση Καποδίστρια, η βαυαρική Αντιβασιλεία και οι κατοπινές ελληνικές κυβερνήσεις, επηρεασμένες από προτεσταντικά κυρίως πρότυπα, είδαν το χριστιανισμό απλά ως μέσο για την «ηθική καλλιέργεια» των μαθητών, όχι ως ερωτική σχέση Θεού και ανθρώπων, όπως τον βλέπουν οι ορθόδοξοι άγιοι! Ενέταξαν λοιπόν στο σχολικό πρόγραμμα την εκμάθηση των διαφόρων στοιχείων της χριστιανικής διδασκαλίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας, σαν ο έρωτας να ήταν κάτι που το μαθαίνεις καθισμένος στο θρανίο και μετά το παπαγαλίζεις και βαθμολογείσαι για τις επιδόσεις σου.
Θα ήταν μάλλον πολύ πιο σύμφωνο με το πνεύμα της ορθοδοξίας και πιο αποτελεσματικό παιδαγωγικά να πηγαίναμε εκδρομή σ’ ένα ήσυχο και όμορφο μοναστήρι, να συμμετείχαμε στη λειτουργία μιας μεγάλης γιορτής, Χριστουγέννων ή Πάσχα π.χ. (και να εξηγεί ο καθηγητής τούς πολλούς και βαθύτατους συμβολισμούς της λειτουργίας αυτής), να παρατηρούσαμε τους συμβολισμούς που είναι ενσωματωμένοι στο χτίσιμο του ναού και στις αγιογραφίες, ν’ ακούγαμε τους βίους των αγίων, τον απόστολο και το ευαγγέλιο (εξηγημένα), και να φεύγαμε χωρίς να βαθμολογηθούμε για τη συμμετοχή μας.
Παρ’ όλα αυτά, είναι αλήθεια ότι το μάθημα των Θρησκευτικών υπάρχει στο σχολικό πρόγραμμα. Και δεν περιλαμβάνει συμμετοχή στη λατρεία ούτε εκδρομές στις πηγές του χριστιανικού βιώματος. Και καταλήγει σε βαθμολόγηση των επιδόσεών μας, δηλαδή του πόσο διαβάσαμε και κατά πόσο «αποδείξαμε» στον διδάσκοντα ή τη διδάσκουσα ότι έχουμε διαβάσει. Τι να κάνουμε; Αυτά έχει η ζωή… Μια συμβουλή: ας αξιοποιήσουμε την παρουσία μας σ’ αυτό το μάθημα, για να φύγουμε έχοντας κερδίσει τη γνώση της πνευματικής μας κληρονομιάς. Αυτή η γνώση δε θα μας βοηθήσει να αποκατασταθούμε επαγγελματικά (όπως και η γνώση της Ιστορίας ή των αρχαίων ελληνικών κειμένων δε θα μας βοηθήσει σ’ αυτό τον τομέα), θα μας βοηθήσει όμως σε κάτι πολύ πιο δύσκολο και πιο σημαντικό: να είμαστε ελεύθεροι –μάλιστα σε μια εποχή, όπου πολλοί θέλουν και συχνά καταφέρνουν να μας αφαιρέσουν την ελευθερία μας, χωρίς να το καταλάβουμε διόλου.
***
Το μάθημα των Θρησκευτικών: τι απωθημένα πληρώνουμε
Για τις απαλλαγές στα Θρησκευτικά (& όχι μόνο)...
Η αγία Φιλοθέη η Αθηναία (που έκανε μια κοινωνική & πνευματική επανάσταση μόνη της κατά την Τουρκοκρατία) διδάσκει το λαό (από εδώ) |
Η περιφρονητική στάση μιας μάλλον μεγάλης μερίδας Νεοελλήνων απέναντι στην πνευματική κληρονομιά του χριστιανισμού, η αρνητική στάση μερίδας της ελληνικής αριστεράς απέναντι στην Εκκλησία, καθώς και η στάση του ελληνικού κράτους απέναντι στο μάθημα των Θρησκευτικών είναι απόρροιες σοβαρών αθεράπευτων απωθημένων, που ταλαιπωρούν την Ελλάδα και την Ευρώπη εδώ και πολλές γενιές, μερικά μάλιστα εδώ και αιώνες.
Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια σύντομη «ψυχανάλυση» στον εαυτό μας και να δούμε τι απωθημένα πληρώνουμε.
Πληρώνουμε, πρώτον, τα αθεράπευτα απωθημένα των λαών της Ευρώπης από το φρικτό μεσαίωνα και την προτεσταντική μεταρρύθμιση του 16ουαιώνα. Οι τραυματικές αυτές εμπειρίες ώθησαν τους Ευρωπαίους σε κάθετο αρνητισμό απέναντι στο χριστιανισμό και τις «Εκκλησίες» –ρωμαιοκαθολική και προτεσταντικές– που τον εκπροσωπούσαν επίσημα στη Δύση. Προϊόντα της τρομερής αυτής σύγκρουσης είναι και ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός, ο μαρξισμός, ο ορθολογισμός (ως σκληροπυρηνική ιδεολογία –κατά της οποίας αναπτύχθηκαν ο υπερρεαλισμός, ο ντανταϊσμός και άλλα μοντέρνα καλλιτεχνικά ρεύματα), ο αθεϊσμός, ο μηδενισμός, ο αναρχισμός και πολλά ακόμη φιλοσοφικά, ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα.
Πληρώνουμε επίσης τα απωθημένα των μορφωμένων Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, που, σπουδάζοντας σε δυτικές χώρες (όπως η Ιταλία και η Γαλλία), κληρονόμησαν την αντίθετη προς το χριστιανισμό ιδεολογία των Ευρωπαίων του 18ου και 19ου αιώνα, κι έτσι γύρισαν στην Ελλάδα με περιφρόνηση προς την ορθοδοξία, την οποία επί της ουσίας αγνοούσαν, γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να την ξεχωρίσουν από τις κατάφωρες διαστρεβλώσεις του χριστιανισμού, τις οποίες αντιμάχονταν οι Ευρωπαίοι. Ακόμη σήμερα πολλοί μορφωμένοι Έλληνες –ευρωπαϊκά προσανατολισμένοι με θρησκευτική, θα έλεγα, ευλάβεια– πέφτουν στην ίδια παγίδα. Για την ακρίβεια, ισχυρίζομαι ότι όλοι οι Έλληνες που, ενώ βαφτίστηκαν όταν ήταν μικροί, τώρα νιώθουν άπιστοι, είναι θύματα σύγχυσης και κακής πληροφόρησης.
Ο άγιος φιλόσοφος και μάρτυρας των Ρουμανικών αθεϊστικών φυλακών Κωνσταντίν Οπρισάν(αξίζει να τον γνωρίσεις) |
Πληρώνουμε ακόμη τα απωθημένα αμέτρητων Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, που έπεσαν θύματα κακής πληροφόρησης ή συμπεριφοράς από αγράμματους ή ανήθικους ιερείς και από τις ρωμαιοκαθολικές και προτεσταντικές επιδράσεις, που τρύπωσαν στην Ελλάδα από τους «ιεραποστόλους» («μισσιονάριους») που έρχονταν από την Ευρώπη για να μας «διαφωτίσουν» σε ζητήματα πίστης. Αυτό ήταν και το πρώτο βήμα για να νοθευτεί η αγνή πίστη των πατέρων μας με ιδέες ευσεβισμού, ηθικισμού, αμαρτωλών ενοχών και ένα σωρό άλλα προϊόντα που μας ήρθαν από τη δύση.
Πληρώνουμε επίσης τα απωθημένα αμέτρητων Ελλήνων του 19ου και 20ουαιώνα, που καταπιέστηκαν από ένα ανελέητο σχολείο (σχεδιασμένο κατά τα τότε ευρωπαϊκά πρότυπα, ξεκινώντας μάλιστα από τη Βαυαροκρατία), που τους πίεζε αφόρητα να «συμμορφωθούν» με μια υποχρεωτική θρησκευτικότητα, που δεν τους πρόσφερε καμιά χαρά – δεν είχε την περίφημη «χαρά Θεού», που ζούσαν και ζουν μέσα στην καρδιά τους οι αληθινοί χριστιανοί και κυρίως οι άγιοι. Και φυσικά αυτή την υποχρεωτική και ανούσια θρησκευτικότητα τη μίσησαν με όλη τους την ψυχή. Και τώρα, ακούνε «Θρησκευτικά» και τρέπονται σε φυγή.
Ο ταπεινός αυτός παπάς διάλεξε να ζήσει όλη τη ζωή του στο νοσοκομείο λοιμωδών νοσημάτων, στην Αγία Βαρβάρα Αττικής, για να συμπαρασταθεί ηθικά & πνευματικά στους λεπρούς. Έφτασε σε μεγάλο ύψος αγιότητας, ενώ το τρανταχτό γέλιο του έγινε ξακουστό (αλλά και τα δάκρυά του όταν λειτουργούσε)! Είναι ο Γέροντας Ευμένιος, ο "Γελαστός Άγιος". |
Πληρώνουμε επιπλέον τα πολιτικά απωθημένα των συμπατριωτών μας, που ένιωσαν στο πετσί τους το φασισμό, συχνά και μέσα από τη συμπεριφορά και τους λόγους ρασοφόρων εκπροσώπων της Εκκλησίας, πολλές φορές και της ίδιας της επίσημης Εκκλησίας, που αγκαλιάστηκαν με το κράτος ή έστω το ανέχτηκαν, όταν το κράτος εγκληματούσε σε βάρος της ελευθερίας του ελληνικού λαού. Αυτός ο αμαρτωλός εναγκαλισμός δύσκολα ξεπερνιέται – και είναι εκείνο που στρέφει τους πιο ευαίσθητους και επαναστατημένους αδελφούς μας εναντίον της Εκκλησίας, φυσικά μιας «Εκκλησίας» όπως την έχουν στη φαντασία τους και όχι της αληθινής χριστιανικής πνευματικής κληρονομιάς.
Τέλος, πληρώνουμε τα απωθημένα πολλών σημερινών γονιών και μαθητών, που είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια ακατάλληλων θεολόγων, οι οποίοι δεν τους μετέδωσαν τη «χαρά Θεού», τη χαρά που δίνει στον άνθρωπο η αγάπη. Έτσι, ενώ πιστεύουν πως η αγάπη βρίσκεται στη μουσική, στη ρομαντική λογοτεχνία, ακόμη συχνά και σε μια συμβολική «θρησκεία της φύσης»ειδωλολατρικού τύπου (με μύθους για ξωτικά κ.λ.π.), αγνοούν το μέγεθος της αγάπης που βρίσκεται στους βίους και τη διδασκαλία των δικών μας αγίων.
Αν και η γενιά μας έχει επιτέλους αποτινάξει τις δυτικές επιρροές και έχει διδαχθεί την επιστροφή στους ορθόδοξους αγίους Πατέρες, όμως η ορθοδοξία, στη φαντασία πολλών, συνδέεται εσφαλμένα με το φανατισμό και το φονταμενταλισμό, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετό τους. Έτσι, αγνοούμε π.χ. πως ο άγιος Νήφων, τον 4ο αι. μ.Χ., διακήρυξε πως «όπως η Γη παράγει και άσπρα και μαύρα σταφύλια, έτσι διαμορφώνει και άσπρους και μαύρους ανθρώπους, όμως όλοι είναι παιδιά του Θεού και προορίζονται για τον παράδεισο».
Μαύροι ορθόδοξοι άγιοι, από την ιστοσελίδα του παπά Μωυσή Μπέρυ, πρώην συμμορίτη που ανακάλυψε την αγάπη και τη ζωή βλέποντας μια εικόνα του αγίου Μωυσή του Αιθίοπα |
Αγνοούμε επίσης πως ο άγιος Κάθμπερτ της Βρετανίας –πριν από το σχίσμα του 1054, όταν όλη η Ευρώπη ήταν ορθόδοξη– είναι ο πρώτος που θέσπισε μέτρα προστασίας για ένα απειλούμενο είδος ζώου (ένα είδος αγριόχηνας). Ότι πατέρας του θεσμού των νοσοκομείων είναι ο άγιος ανάργυρος Σαμψών ο Ξενοδόχος τον 6ο αι. μ.Χ. (ο «Ξενών» του ήταν νοσοκομείο). Ότι ο Μέγας Βασίλειος ήταν ο πρώτος που καλούσε τους λεπρούς, για να τους περιθάλψει στα ιδρύματα της Καισάρειας, και μάλιστα τους υποδεχόταν με φίλημα. Ότι ο άγιος Μαρτίνος της Τουρ διέσχισε απόσταση πολλών χιλιομέτρων για να σώσει έναν αιρετικό από τα χέρια ενός παρανοϊκού φανατικού κυβερνήτη. Ότι στην έρημο της Αιγύπτου και στη συνέχεια της Παλαιστίνης, στα δάση της Γαλατίας, της Ρωσίας κ.α., υπήρξε η μακροβιότερη «αναρχική κοινωνία» όλων των εποχών: οι χριστιανοί αναχωρητές (άντρες και γυναίκες), που ζούσαν σε ιδιότυπες κοινότητες χωρίς καμιά απολύτως εξουσιαστική δομή, εκτός από την ελεύθερη και προαιρετική σχέση δασκάλου και μαθητή, μια σχέση δομημένη έτσι, που να εξυπηρετεί την πνευματική πρόοδο και την ηθική ανάπτυξη…
Τρεις μεγάλες αγίες του 20ού αιώνα - εικόνα από τον ορθόδοξο ναό του αγίου Ιννοκέντιου του Ιρκούτσκ, στο Ντητρότιτ των ΗΠΑ. Η αγία Μαρία Σκόμπτσοβα (ακτιβίστρια της Γαλλίας που βοήθησε πολύ κόσμο και τελικά θανατώθηκε από τους ναζί), η τυφλή οσία της ΜόσχαςΜατρώνα και η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη, φυσιοθεραπεύτρια που πήγε στην Ινδία και σε άλλες φτωχές χώρες για να υπηρετήσει "τους πιο βασανισμένους ανθρώπους της γης". |
Όλα αυτά είναι μέρος της πνευματικής μας κληρονομιάς, που την αγνοούμε και ως Ευρωπαίοι και ως Έλληνες. Κοντόφθαλμα και στενοκέφαλα μιλάμε για «θρησκευτικό φανατισμό» και δεν καταλαβαίνουμε ότι εμείς είμαστε φανατικοί ενάντια στο πιο αγνό και υψηλό ιδανικό που υπήρξε ποτέ πάνω στη Γη –και «πάνω από τη Γη»: τον αρχαίο χριστιανισμό και την ιστορική του συνέχεια, την Ορθοδοξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά