Ἀπὸ τὸ 200 π.Χ. ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ Παλαιστίνη, μετὰ τὴ μάχη στὸ ΠάνειονὌρος ἀνάμεσα στοὺς Σελευκίδες καὶ στοὺς Πτολεμαίους, προσαρτήθηκε στὸ κράτος τῶν Σελευκιδῶν τῆς Συρίας, επιγόνων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, παρατηρεῖται μία ἐντονώτατη ἀλληλεπίδραση ἀνάμεσα στὸν ἑλληνισμὸ καὶ στὸν ἰουδαϊσμό.
Μία ἀπὸ τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀλληλεπίδρασης ἦταν οἱ ἑλληνιστὲς Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ εἶχαν ἀνατραφεῖ μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου εἶχαν ἐνσωματώσει σὲ αὐτὸν πλῆθος ξένων, κυρίως ἑλληνικῶν στοιχείων. Ὁ βαθμὸς ἐξελληνισμοῦ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ ἦταν σημαντικός, ἤδη ἀπὸ τὴν προμακκαβαϊκὴ περίοδο καὶ παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν Μακκαβαίων δὲν ἀνακόπηκε οὔτε ἀπὸ τὴν ἐπανάστασή τους καὶ ἔπειτα.
Οἱ ἑλληνοϊουδαϊκὲς σχέσεις κατὰ τὸν 2ο π.Χ. αἰῶνα ἀποτελοῦν παράδειγμα ἔντονης ἀλληλεπιδράσεως πολιτισμῶν. Στὴν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ μείξη δὲν ἐμφανίσθηκε ξαφνικά, οὔτε ξεκίνησε ἀπὸ τὴν κατάκτηση τῆς γῆς τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὸ Μ. Ἀλέξανδρο. Εἶχε προηγηθεῖ μακρὰ προπαρασκευὴ μέσῳ τοῦ ἐμπορίου καὶ τῶν μισθοφόρων, οἱ ὁποῖοι στὴν πλειοψηφία τους ἦταν Ἕλληνες.
Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς τὰ σημάδια τῆς ἐπιδράσεως πύκνωσαν καὶ ἔγιναν σαφέστερα ὁρατά. Τὸ πρῶτο καὶ ἰδαίτερα σημαντικὸ σημεῖο ἦταν ὁ ἐμπλουτισμὸς τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας μὲ πλῆθος ἑλληνικῶν λέξεων. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἰσχώρησε ἰδιαίτερα βαθιὰ στὶς ἀνώτερες κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ πληθυσμιακὲς ὁμάδες καὶ ἀπὸ τὸ μέσο τοῦ 3ου π.Χ. αἰῶνα ἐξαπλώθηκε σὲ εὐρύτερα στρώματα. Ἡ ταλμουδικὴ γραμματεία περιέχει περισσότερες ἀπὸ 2.500-3.000 ἑλληνικὲς λέξεις, ἐνῶ ἀκόμη καὶ ἀρχιερεῖς ἔφεραν ἑλληνικὰ ὀνόματα (Ἰάσων, Μενέλαος, Ὀνίας).
Χαρακτηριστικὰ τῆς ἔκτασης τοῦ ἐξελληνισμοῦ τῆς Παλαιστίνης εἶναι τὰ στοιχεῖα ποὺ μᾶς παρέχει ἡ μελέτη τῶν ἐπιγραφῶν ποὺ ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη ἀπεκάλυψε στὰ ὀστεοφυλάκια τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἡ συνήθεια τῆς ἀποθέσεως τῶν ὀστῶν σὲ πήλινα ἢ λίθινα ὀστεοφυλάκια προέρχεται ἀπὸ τοὺς φαρισαϊκοὺς κύκλους, οἱ ὁποῖοι ἀνέμεναν ἐνσώματη ἀνάσταση, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Σαδδουκαίους, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ διατηροῦσαν τὰ κατάλοιπα τοῦ σώματος γιὰ τὴ στιγμὴ τῆς ἐγέρσεως.
Φαίνεται ὅτι ὀστεοφυλάκια ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸ 20-15 π.Χ.. Πολὺ ἐνδιαφέρον ὑλικὸ ἀπὸ 897 ὀστεοφυλάκια περιλαμβάνει τὸ ἔργο τοῦ L.Y. Rahmani A Catalogue of Jewish Ossuaries in the Collections of the State of Israel, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ στὴν Ἰερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν Ἀρχαιολογικὴ Ὑπηρεσία τοῦ Ἰσραήλ. Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν 897 ὀστεοφυλακίων ποὺ μελετήθηκαν τὰ 233 εἶναι ἐνεπίγραφα καὶ προέρχονται ἀπὸ τὴν περίοδο ἀνάμεσα στὸ θάνατο τοῦ Ἡρώδη (4 π.Χ.) καὶ στὴν καταστροφὴ τῆς Ἰερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους (70 μ.Χ.). Ἀπὸ αὐτὰ τὰ 143 ἔχουν ἰουδαϊκὲς ἐπιγραφές, τὰ 73 ἑλληνικές, 14 ἢ 15 εἶναι δίγλωσσα, τὰ 2 λατινικὲς καὶ 1 ἀπὸ τὴν Παλμύρα.
Δηλαδὴ ποσοστὸ 38% τοῦ συνόλου ἔφερε ἑλληνικὴ ἢ δίγλωσση ἐπιγραφή. Ἀντιστοίχως, ἀπὸ τὰ 147 ὀνόματα ποὺ καταγράφονται τὰ 53 εἶναι ἑλληνικά, 80 ἑβραϊκὰ καὶ 7 λατινικά.
Τὸ 1989 ἀνακαλύφθηκαν στὴν κοιλάδα Κιδρὼν 23 ὀστεοφυλάκια, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν τὸ 1996 ἀπὸ τοὺς G. Avni καὶ Z. Greenhut σὲ τόμο μὲ τίτλο The Akeldama Tombs: Three Burial caves in the Kidron Valley. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ 13 ἔχουν ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, τὰ 5 ἑβραϊκὲς καὶ τὰ 5 εἶναι δίγλωσσα. Τὰ ποσοστὰ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση εἶναι 56% ἑλληνικές, 22% ἑβραϊκὲς καὶ 22% δίγλωσσες ἐπιγραφές. Ἄρα τὸ 78% περιεῖχε ἑλληνικὲς καὶ μόνο τὸ 22% ἀποκλειστικὰ ἑβραϊκές.
Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὅταν στὴν Ἰερουσαλήμ, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τὸ κέντρο τοῦ ἰουδαϊσμοῦ ὑπῆρχε τέτοιας ἔκτασης ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ἐπίδρασή του στὶς κοινότητες τῆς διασπορᾶς ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονη. Ἡ λατρεία καὶ ἡ προσευχὴ στὶς συναγωγὲς αὐτῶν τῶν κοινοτήτων γινόταν παράλληλα στὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα. Κατὰ τὸν 1ο π.Χ. αἰῶνα ὁ ραββὶ Γαμαλιὴλ εἶχε 500 μαθητὲς τῆς ἑλληνικῆς σοφίας καὶ 500 τῆς Τορά. Αὐτὸ δείχνει τὴν ἀδιαμφισβήτητη ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἀπὸ προσωπικότητες ἐγνωσμένου κύρους, ὅπως ὁ Γαμαλιήλ. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἀπώλεσαν τὴν ἐθνική τους συνείδηση καὶ τὴν ἀντίστοιχη πολιτιστική τους ταυτότητα.
Ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα ποὺ παρουσιάζουν τὴν ἐκταση τοῦ ἐξελληνισμοῦ τῆς Παλαιστίνης κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχή. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι τὸ ἀκόλουθο:
Κατὰ τὸ ἔτος 175 π.Χ. ὁ ἀρχιερέας Ἰάσων ἵδρυσε «γυμνάσιο» στὴν Ἰερουσαλήμ, σὲ περιοχὴ πλησίον τοῦ Ναοῦ. Τὸ «γυμνάσιο» ἦταν ἕνας πολύπλευρος θεσμός, ὁ ὁποῖος περιελάμβανε τὴν καλλιέργεια τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ (γλώσσα, διανόηση, ἄθληση, τέχνη, ἤθη) καὶ τὴν προώθησή του σὲ περιοχὲς ποὺ δὲν εἶχε ἐξαπλωθεῖ. Ἡ ἵδρυση «γυμνασίου» ἀποτελοῦσε δήλωση τῆς ἐπιθυμίας μίας πόλεως νὰ χαρακτηριστεῖ ἑλληνική. Στὴν Ἰερουσαλήμ, κατὰ τὸ Β´ Μακκαβαίων, ὄχι ἁπλῶς οἰκοδομήθηκε «γυμνάσιο», ἀλλὰ ἡ θέση του ἦταν δίπλα στὸ Ναό, σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ ἡ ἀκάθαρτη ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς πρακτικὲς περιοχὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπομονωθεῖ, ἀλλὰ ἐπηρέαζε καὶ τὸ πλάτωμα τοῦ Ναοῦ. Τὸ Β´ Μακκαβαίων, θέλοντας νὰ δείξει τὴν ἔσχατη ἀλλοτρίωση ποὺ εἶχε ἐπέλθει, σημειώνει τὰ ἑξῆς: «μηκέτι περὶ τὰς τοῦ θυσιαστηρίου λειτουργίας προθύμους εἶναι τοὺς ἱερεῖς ἀλλὰ τοῦ μὲν νεὼ καταφρονοῦντες καὶ τῶν θυσιῶν ἀμελοῦντες ἔσπευδον μετέχειν τῆς ἐν παλαίστρῃ παρανόμου χορηγίας μετὰ τὴν τοῦ δίσκου πρόσκλησιν» (4:14). Ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιερέας Ἰάσων πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἀντίοχο Δ´ νὰ ἐπανιδρύσει τὴν Ἰερουσαλὴμ ὡς ἑλληνικὴ «πόλιν». Αὐτὸ σήμαινε ὅτι πολλὰ θὰ ἄλλαζαν. Μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἀλλαγὲς ἦταν ὅτι ἡ ἐκπαίδευση τῶν νέων δὲν θὰ βασιζόταν πλέον στὴν ἐκμάθηση τοῦ Νόμου, ἀλλὰ θὰ ἀκολουθοῦσε τὰ πρότυπα τῆς Ἑλλάδας.
Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὴ μακκαβαϊκὴ ἐπανάσταση ἔγινε σοβαρὴ προσπάθεια νὰ ἀλλάξουν αὐτὲς οἱ συνήθειες, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ ἐξαλειφθοῦν πλήρως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά