Γέροντας Παΐσιος
Στήν Πνευματική ζωή, εἶναι ἀνάποδά τα πράγματα. Ἅμα κρατᾶς ἐσύ τό ἄσχημο , τότε νοιώθεις ὄμορφα. Ἅμα τό δίνεις στόν ἄλλον, τότε νοιώθεις ἄσχημα. Ὅταν δέχεσαι τήν ἀδικία καί δικαιολογεῖς τόν πλησίον σου, δέχεσαι τόν πολυαδικημένο Χριστό, στήν καρδιά σου. Τότε ὁ Χριστός μένει μέ τό ἐνοικιοστάσιο [1] ,μέσα σου καί σέ γεμίζει μέ εἰρήνη καί ἀγαλλίαση. Γιά δοκιμάστε, βρέ παιδιά, νά ζήσετε αὐτήν τήν χαρά! Νά μάθετε νά χαίρεσθε μέ αὐτήν τήν πνευματική χαρά, ὄχι μέ τήν κοσμική. Πάσχα θά ἔχετε τότε κάθε μέρα.
Ἕνα πρωϊ στό καλύβι χτύπησε κάποιος τό σιδεράκι στήν πόρτα. Κοίταξα ἀπό τό παράθυρο νά δῶ ποιός εἶναι, γιατί δέν ἦταν ἀκόμα ἡ ὥρα νά ἀνοίξω. Εἶδα ἕναν νέο μέ φωτεινό πρόσωπο καί κατάλαβα ὅτι εἶχε βιώμαα πνευματικά, ἀφοῦ τόν προδιδε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, ἄν καί ἤμουν ἀπασχολημένος, διέκοψα αὐτό πού ἔκανα, ἄνοιξα τήν πόρτα, τόν πῆρα μέσα, τοῦ πρόσφερα νερό καί μέ τρόπο ἄρχισα νά τόν ρωτάω γιά τήν ζωή του, γιατί ἔβλεπα ὅτι εἶχε πνευματικό περιεχόμενο. «Τί δουλειά κάνεις, παλληκάρι;» τόν ρώτησα. «Τί δουλειά, πάτερ; μοῦ λέει. Ἐγώ στήν φυλακή μεγάλωσα. Τά περισσότερα χρόνια της ζωῆς μου ἐκεῖ τα πέρασα. Τώρα εἶμαι εἴκοσι ἕξι χρονῶν». «Καλά βρέ παλληκάρι, τί ἔκανες καί σέ ἔκλειναν φυλακή;», τόν ρώτησα. Κι ἐκεῖνος μου ἄνοιξε τήν καρδιά του: «Ἀπό μικρός, μοῦ εἶπε, πονοῦσα πολύ, ὅταν ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Ἤξερα ὅλους τους πονεμένους, ὄχι μόνον ἀπό τήν ἐνορία μου ἀλλά καί ἀπό ἄλλες ἐνορίες.
Στήν Πνευματική ζωή, εἶναι ἀνάποδά τα πράγματα. Ἅμα κρατᾶς ἐσύ τό ἄσχημο , τότε νοιώθεις ὄμορφα. Ἅμα τό δίνεις στόν ἄλλον, τότε νοιώθεις ἄσχημα. Ὅταν δέχεσαι τήν ἀδικία καί δικαιολογεῖς τόν πλησίον σου, δέχεσαι τόν πολυαδικημένο Χριστό, στήν καρδιά σου. Τότε ὁ Χριστός μένει μέ τό ἐνοικιοστάσιο [1] ,μέσα σου καί σέ γεμίζει μέ εἰρήνη καί ἀγαλλίαση. Γιά δοκιμάστε, βρέ παιδιά, νά ζήσετε αὐτήν τήν χαρά! Νά μάθετε νά χαίρεσθε μέ αὐτήν τήν πνευματική χαρά, ὄχι μέ τήν κοσμική. Πάσχα θά ἔχετε τότε κάθε μέρα.
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρά ἀπό τήν χαρά πού νοιώθεις, ὅταν δέχεσαι τήν ἀδικία. Μακάρι νά μέ ἀδικοῦσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι! Εἰλικρινά, σᾶς λέω, τήν γλυκύτερη πνευματική χαρά τήν ἔνοιωσα μέσα στήν ἀδικία. Ξέρετε πόσο χαίρομαι , ὅταν κάποιος μέ πεῖ πλανεμένο; «Δόξα σοί ὁ Θεός, λέω, ἀπό αὐτό ἔχω μισθό, ἐνῶ ἄν μέ ποῦν ἅγιο, χρωστάω». Γλυκύτερο πράγμα ἀπό τήν ἀδικία δέν ὑπάρχει!
Ἕνα πρωϊ στό καλύβι χτύπησε κάποιος τό σιδεράκι στήν πόρτα. Κοίταξα ἀπό τό παράθυρο νά δῶ ποιός εἶναι, γιατί δέν ἦταν ἀκόμα ἡ ὥρα νά ἀνοίξω. Εἶδα ἕναν νέο μέ φωτεινό πρόσωπο καί κατάλαβα ὅτι εἶχε βιώμαα πνευματικά, ἀφοῦ τόν προδιδε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, ἄν καί ἤμουν ἀπασχολημένος, διέκοψα αὐτό πού ἔκανα, ἄνοιξα τήν πόρτα, τόν πῆρα μέσα, τοῦ πρόσφερα νερό καί μέ τρόπο ἄρχισα νά τόν ρωτάω γιά τήν ζωή του, γιατί ἔβλεπα ὅτι εἶχε πνευματικό περιεχόμενο. «Τί δουλειά κάνεις, παλληκάρι;» τόν ρώτησα. «Τί δουλειά, πάτερ; μοῦ λέει. Ἐγώ στήν φυλακή μεγάλωσα. Τά περισσότερα χρόνια της ζωῆς μου ἐκεῖ τα πέρασα. Τώρα εἶμαι εἴκοσι ἕξι χρονῶν». «Καλά βρέ παλληκάρι, τί ἔκανες καί σέ ἔκλειναν φυλακή;», τόν ρώτησα. Κι ἐκεῖνος μου ἄνοιξε τήν καρδιά του: «Ἀπό μικρός, μοῦ εἶπε, πονοῦσα πολύ, ὅταν ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Ἤξερα ὅλους τους πονεμένους, ὄχι μόνον ἀπό τήν ἐνορία μου ἀλλά καί ἀπό ἄλλες ἐνορίες.
Ἐπειδή ὁ παπάς τῆς ἐνορίας μας μέ τούς ἐπιτρόπους μάζευαν συνέχεια χρήματα καί ἔφτιαχναν κτήρια, αἴθουσες κτλ, ἤ ἔκαναν διάφορους ἐξωραϊσμούς, εἶχαν παραμεληθεῖ τελείως οἱ φτωχές οἰκογένειες. Ἐγώ δέν κρίνω ἐάν ἦταν ἀπαραίτητα αὐτά πού ἔφτιαχναν, ἀλλά ἔβλεπα νά ὑπάρχουν πολλοί δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Πήγαινα λοιπόν κρυφά καί ἔκλεβα ἀπό τά χρήματα πού μάζευαν ἀπό τούς ἐράνους. Ἔπαιρνα ἀρκετά, δέν τά ἔπαιρνα ὅλα. Ὕστερα ἀγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τά ἄφηνα κρυφά ἔξω ἀπό τά σπίτια τῶν φτωχῶν καί ἀμέσως, γιά νά μήν πιάσουν ἄλλον ἄδικα, πήγαινα στήν ἀστυνομία καί ἔλεγα: «Ἐγώ ἔκλεψα τά χρήματα ἀπό τήν ἐκκλησία καί τά ξόδεψα», χωρίς νά πῶ τίποτε ἄλλο. Μέ ἄρχιζαν στό ξύλο καί στό βρισίδι, «ἀλήτη, κλέφτη», ἐγώ σιωποῦσα.
Μέ ἔκλειναν μετά στήν φυλακή. Αὐτή ἡ δουλειά γινόταν γιά χρόνια. Ὅλη ἡ πόλη ὅπου ἔμενα - τριάντα χιλιάδες κάτοικοι – καί ἄλλες πόλεις μέ εἶχαν μάθει, καί «ἀλήτη» μέ ἀνέβαζαν, «κλέφτη» μέ κατέβαζαν. Ἐγώ σιωποῦσα καί ἔνοιωθα χαρά. Κάποτε μάλιστα μέ εἶχαν κλείσει στήν φυλακή τρία ὁλόκληρα χρόνια. Μερικές φορές μέ ἔκλειναν ἄδικα στήν φυλακή καί, ὅταν ἐπίαναν τόν ἔνοχο, μέ ἄφηναν. Ἄν δέν τόν ἐπίαναν καθόμουν μέσα, ὅσο ἔπρεπε νά καθίσει ἐκεῖνος. Γι’ αὐτό σου εἶπα, πάτερ μου, ὅτι τά περισσότερα χρόνια της ζωῆς μου τά πέρασα στίς φυλακές».
Ἀφοῦ τόν ἄκουσα μέ προσοχή, τοῦ εἶπα: «Βρέ παλληκάρι, ὅσο καλά καί ἄν φαίνεται αὐτό, δέν εἶναι καλό καί νά μήν τό ξανακάνης. Ἄκου τί θά σοῦ πῶ. Θά μέ ἀκούσης;». «Θά σέ ἀκούσω πάτερ» μου λέει. «Νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό αὐτή τήν πόλη, τοῦ λέω, νά πᾶς σέ ἄγνωστο περιβάλλον, στήν τάδε πόλη, καί ἐγώ θά φροντίσω νά συνδεθῆς μέ καλούς ἀνθρώπους. Νά ἐργάζεσαι καί νά βοηθᾶς, ὅσο μπορεῖς, τούς πονεμένους ἀπό τό ὑστέρημά σου, ἐπειδή αὐτό ἔχει μεγαλύτερη ἀξία. Ἀλλά, καί ὅταν κανείς δέν ἔχει τίποτα νά δώσει σέ ἕναν φτωχό καί πονάει ἡ καρδιά του, τότε κάνει ἀνώτερη ἐλεημοσύνη, διότι κάνει ἐλεημοσύνη μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του. Γιατί ἐάν εἶχε κάτι καί τό ἔδινε, θά αἰσθανόταν καί χαρά, ἐνῶ, ὅταν δέν ἔχει νά δώσει, αἰσθάνεται πόνο στήν καρδιά». Μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἀκούσει τήν συμβουλή μου καί ἔφυγε χαρούμενος.
Ἔπειτα ἀπό ἑπτά μῆνες παίρνω ἕνα γράμμα ἀπό τίς φυλακές Κορυδαλλοῦ, στό ὁποῖο ἔγραφε τά ἑξῆς; «Ἀσφαλῶς, πάτερ μου, θά ἀπορήσεις πού σου γράφω πάλι ἀπό τήν φυλακή μετά ἀπό τόσες συμβουλές πού μου ἔδωσες καί μετά τίς ὑποσχέσεις πού σου ἔδωσα. Μάθε ὅτι αὐτή τήν φορά ὑπηρετῶ μία φυλάκιση τήν ὁποία εἶχα ὑπηρετήσει, κάποιο λάθος ἔγινε. Εὐτυχῶς πού δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, γιατί θά ἀδικοῦνταν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι ἐπειδή θά ἔχαναν τόν οὐράνιο μισθό». Ὅταν διάβασα αὐτά τά τελευταῖα λόγια, θαύμασα αὐτόν τόν νέο, πού εἶχε πάρει τόσο ζεστά τήν πνευματική ζωή καί εἶχε συλλάβει τόσο βαθιά το βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς! Δία Χριστόν κλέφτης! Μέσα του εἶχε Χριστό. Δέν μποροῦσε νά φρενάρει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν χαρά πού ἔνοιωθε. Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι εἶχε!
Γέροντα, ἀπό τό ρεζίλι ἐρχόταν ἡ χαρά;
Ἀπό τήν ἀδικία ἐρχόταν ἡ χαρά. Κοσμικός ἄνθρωπος ἦταν, οὔτε συναξάρια, οὔτε Πατερικά εἶχε διαβάσει καί, ἐνῶ ἔτρωγε ἄδικα ξύλο, τόν ἔκλειναν στήν φυλακή, τόν εἶχαν μέσα στήν πόλη γιά ἀλήτη, γιά παλιόπαιδο, γιά κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αὐτός δέν μιλοῦσε καί τά ἀντιμετώπιζε ὅλα τόσο πνευματικά! Νέος ἄνθρωπος, καί δέν φρόντιζε νά ἀποκατασταθῆ, ἀλλά πῶς νά βοηθήσει τούς ἄλλους! Τούς μεγάλους κλέφτες πολλές φορές δέν τούς κλείνουν οὔτε μία φορά στή φυλακή, ἐνῶ αὐτόν τόν δόλιο τόν φυλάκισαν γιά τήν ἴδια κλοπή δύο φορές καί γιά ἄλλες κλοπές τόν φυλάκισαν ἄδικα, μέχρι νά βροῦν τόν πραγματικό κλέφτη! Τήν χαρά ὅμως πού εἶχε αὐτός δέν τήν εἶχαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης. Τριάντα χιλιάδες χαρές δέν συμπλήρωναν τήν δική του χαρά.
Γι’ αὐτό λέω ὅτι ἕνας πνευματικός ἄνθρωπος δέν ἔχει θλίψεις. Ὅταν ἡ ἀγάπη αὐξηθεῖ καί καεῖ ἡ καρδιά ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα, δέν μπορεῖ νά σταθεῖ πλέον ἡ θλίψη. Ἡ μεγάλη ἀγάπη πρός τόν Χριστό ὑπερνικᾶ τούς πόνους καί τίς ταλαιπωρίες πού τοῦ προξενοῦν οἱ ἄνθρωποι.
[1] «Ἐνοικιοστάσιο»: Νομική διάταξη σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἐνοικιαστές στέγης γιά κατοικία ἡ ἐπαγγελματική δραστηριότητα ἔχουν τό δικαίωμα νά παρατείνουν τήν διαμονή τους καί μετά τήν λήξη τῆς μισθώσεως.
Πηγή: Γ. Παϊσίου Ἁγιορείτου, «Λόγοι», τ. Γ’, σέλ. 74-77, Β’ Ἔκδοση, Ἔκδοση Ι. Ἡσυχαστήριο «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά