«Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων ». Τὸ Πάσχα τοῦτο ἦτο τὸ τέταρτον Πάσχα τοῦ δημοσίου βίου τοῦ Κυρίου.«Ἀνέβησαν πολλοὶ» Ἰουδαῖοι «ἐκ τῆς χώρας πρὸ τοῦ Πάσχα, ἵνα ἀγνίσωσιν ἑαυτούς». Ὁ ἀγνισμός οὗτος ἦτο καθαρισμὸς νομικὸς ἐκ μολυσμάτων νομικῶν (Ἐξοδ. 19,10. Ἀρίθμ. 9,10).Οἱ Ἰουδαῖοι « ἐζήτουν οὖν» ἐζήτουν λοιπὸν νὰ εὕρουν « τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔλεγον μετ' ἀλλήλων » ὀλίγοι μεταξύ τους «ἐν τῷ ἱερῷ» χώρῳ τῶν προαυλίων τοῦ Ναοῦ «ἑστηκότες» εὑρισκόμενοι. «Τί δοκεῖ ὑμῖν» τί νομίζετε; «Οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τήν ἑορτήν» δὲν θὰ ἔλθῃ κατὰ τὴν ἑορτήν τοῦ Πάσχα; Τοῦτο ἔλεγον διὰ τὸν Ἰησοῦν, διότι «δεδώκεισαν οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ἐντολάς, ἵνα, ἐάν τις γνῷ ποῦ ἔστιν, μηνύσῃ, ὅπως πιάσωσιν Αὐτὸν». Εἶχε δώσει ἐντολήν τὸ Μέγα Συνέδριον, ὅπως, ἐὰν τις μάθῃ ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, καταγγείλῃ Τοῦτον καὶ Τὸν συλλάβωσιν.
Ὁ Κύριος προχωρῶν πρὸς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὴν Ἱεριχώ ἔρχεται εἰς Βηθανίαν, τὴν πατρίδα τῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καὶ Μαρίας. Ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγει: «Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν».Ἡ ἕκτη αὕτη ἡμέρα πρὸ τοῦ Πάσχα συνέπιπτε μὲ τὸ Σάββατον. Εἰς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ ἀδελφοῦ των Λαζάρου αἱ δύο ἀδελφαί «ἐποίησαν δεῖπνον καί ἡ Μὰρθα» ἡ ἀγαπῶσα τὴν διακονίαν «διηκόνει. Ὁ δέ Λάζαρος ἦν εἷς τῶν συνανακειμένων» ἦτο εἷς ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων. Ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου «λαβοῦσα λίτρην μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὑτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ» ἐσπόγγισε τούς πόδας Του διὰ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς της. Τὸ μῦρον τοῦτο ἦτο βάρους μέν, μιᾶς λίτρας ἤτοι 325 γραμμαρίων, ποιότητος δὲ ἀρίστης, διότι ὀνομάζεται μῦρον «νάρδου πιστικῆς». Νάρδος ἦτο ὀνομασία περίφημου ἀρώματος, τὸ ὁποῖον προήρχετο ἐκ τινος ὁμωνύμου φυτοῦ φυομένου εἰς τὰς Ἰνδίας. Τὸ ἄρωμα τοῦτο ἦτο «πιστικὸν» δηλαδὴ πιστόνι γνήσιον, καθαρόν. Τόσον δὲ ἦτο ἡ ποιότης τοῦ ἀρώματος καλή, ὥστε «ἡ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου».
Ὁ παριστάμενος Ἰούδας παραξενεύεται διὰ τὴν σπατάλην ταύτην καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει: «Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας» ὁ υἱός τοῦ «Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης» ὁ καταγόμενος ἐκ τῆς πόλεως Καριὼθ τῆς Ἰουδαίας «ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι» ὁ μέλλων προδότης. «Διατί τοῦτο τὸ μῦρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;» Διατί τὸ μῦρον τοῦτο δὲν ἐπωλήθη ἀντὶ 300 δηναρίων καὶ τὸ προϊόν τῆς πωλήσεως νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς; «εἶπε δὲ τοῦτο, οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ» δὲν τὸν ἐνδιέφερε διὰ τοὺς πτωχοὺς «ἀλλ' ὃτι κλέπτης ἦν» ἦτο κλέπτης «καὶ τὸ γλωσσόκομον» τὸ ταμεῖον «εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» κατεκράτει τὰ ῥιπτόμενα ἐκεῖ χρήματα. Τὰ τριακόσια δηνάρια εἶναι, ἂν λάβωμεν ὑπ' ὄψιν μας τὴν παραβολὴν τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, 300 ἡμερομίσθια ! Πολὺ πολύτιμον ἦτο τὸ μῦρον !
Ὁ Κύριος εἶπεν : «ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιαμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό». Τοὺς νεκροὺς τότε ἤλειφον διὰ μύρων. Αἱ μυροφόροι δὲν ἐπρόλαβον νὰ μυρίσωσι τὸ πτῶμα τοῦ Ἰησοῦ, διότι τὸ μὲν ἑσπέρας τοῦ θανάτου Του ἔκλεισαν τὰ μαγαζιὰ καὶ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἀγοράσωσιν ἀρκετὰ ἀρώματα, τὴν δὲ Κυριακὴν πρωΐ εὗρον Αὐτὸν ἀναστάντα. Ἑπομένως ἡ Μαρία προέλαβεν εἰς τὸ μύρωμα.
Ὁ Κύριος συνεχίζει : «Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμέ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε». Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον κοιλία, ὥστε νὰ τρώγῃ, ἀλλά καὶ καρδία, ὥστε νὰ λατρεύῃ, λέγει ὁ Κύριος. Ὁ πόνος τοῦ θανάτου τοῦ Διδασκάλου σας ἔπρεπε νὰ σᾶς ἀπορρόφησῃ περισσότερον ἀπό τούς πόνους τῶν ἄλλων πτωχῶν, διότι ἡ πρὸς τὸν Διδάσκαλόν σας ἀγάπη πρέπει νὰ εἶναι ἀνωτέρα τῆς ἀγάπης ὅλων τῶν πτωχῶν. Ὅπως οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ εἰς μίαν γυναίκα ἐξουδετερώνουν ὅλους τοὺς ἄλλους πόνους τοῦ πάσχοντος σώματός της ἐξ ἄλλων νόσων, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ πόνος τοῦ θανάτου τοῦ Διδασκάλου των ἔπρεπε νὰ εἶχεν ἀπορροφήσει τοὺς πόνους τῶν πτωχῶν. Ἡ ὑποφέρουσα καρδία τοῦ Διδασκάλου των εἶναι ἀνωτέρα τῆς πείνης τῆς κοιλίας τῶν πτωχῶν.
Ἐνταῦθα πλὴν τῶν ἄλλων προσώπων ἔχομεν τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν Ἰούδαν. Καί ὁ μέν ,Ἰούδας δεικνύεται, ὅτι ἔχει φιλοπτωχείαν, πράγματι ὅμως ἦτο ὑποκριτής, διότι ἦτο κλέπτης. Ὁ δὲ Κύριος ἐκδηλῶν καὶ πάλιν τὴν μακροθυμίαν Του φέρεται εὐγενής πρὸς αὐτον. Ἄς ἴδωμεν τὴν εὐγένειαν τοῦ ἑνός, τὴν ὑποκρισίαν τοῦ ἄλλου καί τὸν ἑαυτόν μας.
Ά) Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου: Ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ.Ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Ἰούδα εἶναι πολυποίκιλος. Ἰδού. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε πρὸ ἑνὸς ἔτους, ὅτι ὅποιος δὲν φάγει τὴν σάρκα Του καὶ δὲν πίει τὸ αἷμά Του, δὲν ἔχει ζωὴν αἰώνιον καί ἐσκανδαλίσθησαν μερικοί, ἐδήλωσεν, ὅτι «εἷς ἐξ ὑμῶν διάβολος ἐστιν». Διάβολον ἐθεώρει τὸν Ἰούδαν. Δὲν ἤλεγξε προσωπικῶς τότε τὸν Ἰούδαν, ἀλλά εὐγενῶς φερόμενος ὡμίλησε διὰ τοῦ «εἷς ἐξ ὑμῶν» συνεσκιάσμενως, ἵνα δηλώσῃ, ὅτι οὐδὲν διαφεύγει τοῦ βλέμματός Του. Ἰδοὺ εἷς τρόπος εὐγενείας. Ἄλλος τρόπος. Ὁ Χριστὸς ἐγνώριζεν, ὅτι ὁ Ἰούδας ἦτο φιλάργυρος καὶ κλέπτης, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ παρὸν Εὐαγγέλιον. Διατί ὁ Κύριος ἀναθέτει εἰς αὐτόν τὸ «γλωσσόκομον» τὸ ταμεῖον τῶν Ἀποστόλων; Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀπαντᾷ: «Τὸν μὲν ἀπόρρητον λόγον ὁ Θεὸς οἶδε. Εἰ δὲ χρὴ ἡμᾶς στοχαζομένους εἰπεῖν, ἵνα πᾶσαν ἐκκόψῃ πρόφασιν. Οὐ γὰρ εἶχε εἰπεῖν, ὅτι διὰ χρημάτων ἔρωτα ἐποίησε τὴν προδοσίαν—εἶχε ἐκ τοῦ γλωσσοκόμου τὴν παρηγορίαν τῆς ἐπιθυμίας—ἀλλά διὰ πονηρίαν ψυχῆς πολλήν. Ὁ Χριστὸς πολλῇ συγκαταβάσει πρός αὐτὸν κεχρημένος οὐδὲ ἐνεκάλει αὐτῷ κλὲπτοντι». Προκειμένου δηλαδὴ νὰ προβῇ ὁ Ἰούδας εἰς τὴν προδοσίαν διὰ φυλαργυρίαν καὶ ἵνα ἀποτρέψῃ αὐτόν ὁ Χριστὸς ταύτης, ἀφῆκεν εἰς αὐτὸν τὸ ταμεῖον, ἵνα ἔχῃ παρηγορίαν ἐκ τῶν χρημάτων, τὰ ὀποῖα ἐπόθει. Διά τὸν αὐτὸν λόγον δὲν ἤλεγχεν ὁ Κύριος καὶ τὴν κλοπήν του. Δεύτερος ὁ τρόπος οὗτος εὐγενείας τοῦ Κυρίου:
Καὶ συνεχίζεται. Βλέπων ὁ Κύριος τὴν ἐσωτερικὴν κακουρ-γίαν τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν ἐξωτερικὴν δῆθεν φιλοπτωχείαν ἀπήντησε κυρίως πρός τόν Ἰούδαν:« Ἄφετε αὐτὴν εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου ἐποίησεν». Εἶναι ὡς ἐὰν ἔλεγε εἰς τὸν Ἰούδαν, κατὰ τὸν Χρυσόστομον: «Ἐπαχθής εἴμι καὶ φορτικός, ἀνάμεινον ὀλίγον καὶ ἀπελεύσομαι». Σοῦ ἔγινα βάρος, περίμενε ὀλίγον καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω τῆς παρουσίας μου. Πόση εὐγένεια!
Μετ' ὀλίγον πλύνει ὁ Κύριος τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, ἴσως καὶ πρώτου αὐτοῦ ὡς ἀπ' αὐτοῦ ἀρξάμενος. Μεταδίδει εἰς αὐτόν τὸ σῶμά Του καί τὸ αἷμά Του. Δηλοῖ εἰς τὴν Τράπεζαν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν θὰ μὲ προδώσῃ. Δὲν ἀπευθύνεται προσωπικῶς καὶ πάλιν πρὸς τὸν Ἰούδαν, ἀλλά γενικῶς εἰς ὅλους. Πόση ἡ εὐγένεια τοῦ Κυρίου λόγοις καὶ ἕργοις! Καὶ τέλος τὸ κορύφωμα τῆς εὐγενείας τοῦ Κυρίου εἶναι, ὅταν ἐφιλήθη ὑπὸ τοῦ Ἰούδα. Τότε εἶπεν εἰς αὐτὸν «ἑταῖρε ἒφ' ᾦ πάρει;» Τὸν ὀνομάζει ἑταῖρον, φίλον, καὶ τὸν ἐρωτᾷ: Φίλε, δὶ' αὐτὸν τὸν σκοπὸν ἦλθες ; Ἦλθες νὰ μὲ φιλήσῃς ἤ δι’ ἄλλον τινὰ λόγον ; Ὁποία εὐγένεια! Ὁποία μακροθυμία !
Ἡ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα. Καὶ αὕτη εἶναι πολλαπλῆ, μεγάλη! Ἐνῷ σκέπτεται νὰ λάβῃ 30 ἀργύρια, ἐνῷ ἦτο κλέπτης τοῦ ταμείου τῶν Ἀποστόλων, λέγει, ὅτι φροντίζει διὰ τοὺς πτωχοὺς! Ὁποία ὑποκρισία! Ἐνῷ φροντίζει νὰ φονεύσῃ τὸν Διδάσκαλόν του, ἰσχυρίζεται ὅτι ἐνδιαφέρεται μήπως πεινάσουν οἱ πτωχοὶ! Ἀντὶ 300 δηναρίων ἐξετίμησε τὸ μῦρον διὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀντὶ 30 ἀργυρίων τὴν τιμὴν τοῦ Διδασκάλου Του! Ὁποία ὑποκρισία! Ὁ μὲν Ἀπόστ. Πέτρος ἀφοῦ διεμαρτυρήθη, ἐδέχθη νὰ τοῦ πλύνῃ τὰ πόδια ὁ Χριστός. Ὁ Ἰούδας ὅμως ἄνευ διαμαρτυρίας ἔπειτα ἀπὸ τόσα ποὺ εἶχε εἰς τὴν ψυχὴν του διὰ τὸν Ἰησοῦν δέχεται νὰ πλυθῇ ὑπὸ τοῦ Διδασκάλου Του. Ποίαν πώρωσιν ἔφερεν εἰς αὐτὸν ἡ ὑποκρισία !
Εἰς τὴν τράπεζαν μιμεῖται τοὺς ἄλλους κατὰ τοὺς τρόπους οὐχὶ ὅμως καὶ κατὰ τὴν γνώμην, διότι ὅπως ἐρωτοῦν οἱ ἄλλοι τὸν Ἰησοῦν «μὴ τι ἐγώ Κύριε εἰμὶ» ἐρωτᾷ ὁμοίως καὶ ὁ Ἰούδας. Εἶναι ὑποκρισία κρυμμένη˙ εἰς ὁμαδικὴν ἐνέργειαν, ὁμαδικὴν ὑποβολήν. Ἀλλά ,τὸ ὕψος τῆς ὑποκρισίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἵσταται μόνος του ὁ Ἰούδας εἶναι, ὅταν φιλῇ τὸν Διδάσκαλόν του καὶ λέγῃ εἰς Αὐτὸν τὸ «χαῖρε Ραββὶ» καί ταὐτοχρόνως Τὸν παραδίδει εἰς τὰ χέρια τῶν δημίων καὶ ἐκτελεστῶν Ἑβραίων!
Ποίαν ὅμως κακίαν ἔχει ὡς ἐπιφάνειαν ἡ μεγάλη αὐτὴ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα; Τὴν φιλαργυρίαν τῶν 30 ἀργυρίων! Ποίαν ἔχει ὡς βάθος ἡ εὐγένεια καὶ μακροθυμία τοῦ Κυρίου ἔναντι τοῦ Ἰούδα; Τὴν αὐταπάρνησιν τοῦ Διδασκάλου!
Β.' Ἐκ τῆς Ζωῆς. Ἡ φιλαργυρία κατὰ βάθος εἶναι μεγάλη ὑποκρισία διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: Ὁ φιλάργυρος εἶναι ψεύτης μετὰ δακρύων. Οὐδεὶς ἄλλος κλαίεται τόσον, ὅσον ὁ φιλάργυρος. Οὗτος κλαίεται, μοιρολογεῖται μόνος του καὶ ζωντανός.Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὁ χειρότερος κλέπτης, διότι δὲν κλέπτει μόνον τοὺς ἄλλους, ἀλλά καὶ τὸν ἑαυτόν του. Ἄν πρόκειται νὰ πάρῃ μίαν δραχμήν, ἔχει τὴν ἀπαίτησιν, ὅπως, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ τὴν δώσῃ, νὰ μὴν δίδῃ εἰς αὐτὴν ἀξίαν. Ἄν πρόκειται ὅμως νὰ δώσῃ οὗτος, ἡ μία δραχμὴ ἀξίζει δι' αὐτὸν 100 δραχμάς. Ταὐτοχρόνως, ὅταν ἔχῃ χρήματα,.νομίζει, ὅτι δὲν ἔχει τίποτε, διότι πάντοτε παραπονεῖται καὶ λέγει, ὅτι δὲν ἔχει. Καὶ ἔτσι γίνεται καταβόθρα τῶν ἀγαθῶν του. Ὅταν δὲν ἔχῃ χρήματα νομίζει ὅτι, ἂν τὰ ἀποκτήσῃ θὰ εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔτσι γελᾷ τὸν ἑαυτόν του, ὑποκρίνεται εἰς.τὸν ἑαυτόν του! Ὑπάρχει ἑπομένως μεγαλύτερα ὑποκρισία ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν;
Ἡ ὑποκρισία τῆς φιλαργυρίας συνεχίζεται. Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος ὑποκριτὴς διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ἔχει συγκεντρώσει 19 λίρες. Εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ἀγορὰσῃ κάτι. Ἐπειδὴ βιάζεται πότε νὰ κάμῃ τὶς 19 λίρες 20 διὰ τὸ στρογγυλόν τοῦ ἀριθμοῦ, δανείζεται ξένα λεπτὰ προχείρως καὶ ἀτόκως διὰ νὰ μὴ χαλάση ὁ στρογγυλὸς ἀριθμὸς 20! Τὸ 20 γίνεται βάσις ἐξορμήσεως δὶ' ἄλλους στρογγυλοὺς ἀριθμοὺς 25, 30 κ.λ.π. Ὁ τοιοῦτος εἶναι ψεύτης καὶ κλέπτης ὄχι φανερῶς ἀλλά κρυφῶς, ὑποκριτικῶς. Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὄχι μόνον ψεύτης καὶ κλέπτης, ἀλλά καὶ ὁ χειρότερος εἰδωλολάτρης εἰς τὸν ὁποῖον ἅγιαι εἰκόνες εἶναι τὸ χρῆμα καὶ ναὸς τὸ κιβώτιον, ἡ ντουλάπα, τὸ χρηματοκιβώτιον, ὅπου εὑρίσκονται αἱ λίραι Ἀγγλίας ἀρσενικαί ἤ θηλυκαί, Τουρκίας ἤ Αἰγύπτου κ.λ.π.
Θὰ μοῦ εἴπῃς, φιλάργυρε, ὅτι δὲν προσκυνᾷς τὸν χρυσόν, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι τὰ εἴδωλα. Μὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι δὲν προσεκὺνουν τὰ εἴδωλα, τὸ ξόανον, ἀλλά τὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε ὄπισθεν τοῦ ξοάνου. Οὕτω καὶ σύ. Δὲν προσκυνεῖς τὸν χρυσόν, ἀλλά τὸν ἐνοικοῦντα δαίμονα. Δὲν βλέπετε πόσον ευλαβῶς ἅπτονται τῶν χρημάτων των; Δὲν τολμῶσι νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν. Εἰς ἐγγονοὺς ἀφίνουσι ταῦτα ἀνέπαφα σὰν τὰς ἱερωτέρας καὶ θαυματουργικωτέρας εἰκόνας ! Ὁποία ὑποκρισία ἐν τῇ εἰδωλολατρικῇ φιλαργυρίᾳ!
Ἔναντι τῆς φιλαργυρίας—ὑποκρισιάς τοῦ Ἰούδα, ἵσταται ὁ εὐγενὴς καὶ αὐταπάρνησιν ἔχων Κύριος. Τὴν ποικίλην εὐγένειαν καὶ αὐταπάρνησιν τοῦ Κυρίου εἴδομεν προηγουμένως. Καὶ παρ’ ἡμῖν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ εἶναι εὐγενής, πρέπει νὰ ἔχῃ αὐταπάρνησιν. Ἄνευ αὐταπαρνήσεως οὐδέποτε θὰ γίνωμεν εὐγενεῖς καὶ οὐδέποτε θὰ ἀποφύγωμεν τὴν ὑποκρισίαν! Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θα θελήσουν νὰ εἶναι εὐγενεῖς χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχωσιν αὐταπάρνησιν, γίνονται περισσότερον ὑποκριταί. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ εἶναι φιλάργυρος καὶ εὐγενής, θέτει εἰς ὑπηρεσίαν τῆς φιλαργυρίας του τὴν εὐγένειάν του καὶ μειδιᾷ εὐγενῶς διὰ νὰ ἀπόκτησῃ περισσότερα χρήματα. Πόση ὑποκρισία εἰς τὴν εὐγένειαν ταύτην! Ἑπομένως γίνεται καὶ πάλιν περισσότερον ὑποκριτής. Συνεπῶς μόνον ἡ αὐταπάρνησις δύναται νὰ συνδυασθῇ μὲ τὴν εὐγένειαν.
Παράδειγμα σπουδαιότατον, ὅπου συναντᾶται φιλαργυρία καὶ ὑποκρισία εἶναι τὸ τοῦ ποιητοῦ τῆς ἀρχαιότητος Σιμωνίδου. Οὗτος ἦτο τόσον φιλάργυρος, ὥστε παρακληθείς νὰ ἐπαινέσῃ διὰ στίχων ἄνθρωπον εὐγνώμονα ἔλεγεν εἰρωνικῶς τὸ ἑξῆς: Ἔχω δύο κιβώτια. Εἰς τὸ ἕν ἐξ αὐτῶν ῥίπτω τὰ χρήματα καὶ εἰς τὸ ἄλλο τὴν εὐγνωμοσύνην. Ὅταν ἀνοίγω τὸ δεύτερον κιβώτιον τῆς εὐγνωμοσύνης εἶναι πάντοτε ἄδειον. Διά τοῦτο προτιμῶ τὸ κιβώτιον τῶν χρημάτων. Ὡμολόγει δέ, ὅτι ἡ μόνη ἡδονή, ἡ ὁποία ἀπέμεινεν εἰς αὐτόν, ἦτο ἡ τοῦ θησαυρισμοῦ. Οὗτος ἦτο καὶ τόσον ὑποκριτής, ὥστε τὰ τρόφιμα τὰ ὁποῖα ἔστελλεν εἰς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς τῶν Συρακουσῶν Ἱέρων, ἐπώλει καὶ εἰσέπραττε πρὸς ἴδιον ὄφελος τὰ χρήματα. Ἐρωτώμενος ὅμως διὰ τὴν πώλησιν ἔλεγεν, ὅτι ἔδιδεν αὐτὰ δωρεὰν ἵνα δείξῃ τὴν ἰδικήν του ἐγκράτειαν καὶ τὴν γενναιοδωρίαν τοῦ Βασιλέως. Πόση φιλαργυρία καὶ ὑποκρισία! Ἄς ἔχωμεν λοιπὸν αὐταπάρνησιν, ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα εὐγενεῖς, ὅπως ὁ Κύριος καὶ ὄχι φιλαργυρίαν καὶ ὑποκρισίαν, ὅπως εἶχεν ὁ Ἰούδας. Γένοιτο!
Α'. ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΪΩΝ
1ον
Ἡ Θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Κυρίου
εἰς Ἱεροσόλυμα: (Ματθ. 21, 1—11. 14—16. Μάρκ. 11, 1—11 Λουκ. 19, 28-44. Ἰωάν. 12, 9-19.)
Ἡ Θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Κυρίου
εἰς Ἱεροσόλυμα: (Ματθ. 21, 1—11. 14—16. Μάρκ. 11, 1—11 Λουκ. 19, 28-44. Ἰωάν. 12, 9-19.)
Εἴδομεν εἰς τὸ τέλος τοῦ προηγουμένου τόμου, ὅτι ὁ Κύριος πρὸ ἕξ ἠμερῶν τοῦ Πάσχα παρεκάθησεν εἰς δεῖπνον, τὸ ὁποῖον παρέθεσαν εἰς Αὐτὸν αἱ ἀδελφαί τοῦ Λαζάρου. Τὴν αὐτήν ἡμέραν «Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐκεῖ ἔστι καί ἦλθον οὐ διὰ τόν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ' ἵνα καί τὸν Λάζαρον ἴδωσιν, ὅν ἤγειρεν ἒκ νεκρῶν». Ἔμαθον πολλοὶ Ἰουδαῖοι, ὅτι ὁ Κύριος εὑρίσκετο ἐν Βηθανίᾳ καὶ μεταβαίνουσιν ἐκεῖ, ἵνα ἴδωσι τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἀναστάντα Λάζαρον. «Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς, ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δὶ' αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν». Ἐσκέφθησαν καὶ ἀπεφάσισαν οἱ Ἀρχιερεῖς ,νὰ δολοφονήσουν τὸν Λάζαρον, διότι ἐξ αἰτίας του μετέβησαν πολλοί Ἰουδαῖοι εἰς τὴν Βηθανίαν, εἶδον αὐτὸν ἀναστάντα καὶ ἐπὶστευσαν εἰς τὸν Χριστόν.
«Tῇ ἐπαύριον» τὴν ἑπομένην ἡμέραν τῆς παραθέσεως τοῦ δείπνου τούτου, τὴν Κυριακὴν 10ην τοῦ μηνὸς Νισᾶν, ὅτε ὁ Πασχάλιος ἀμνὸς στολιζόμενος ὡδηγεῖτο εἰς τὴν οἰκίαν, ὁ Κύριος «ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα». Ὁ Κύριος δήλ. μετὰ τῶν μαθητῶν Του καὶ ἄλλου κόσμου συρρεύσαντος εἰς Βηθανίαν βαδίζει πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. «Καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθφαγῆ καί Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ καί λέγει αὐτοῖς: ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, ἐν ᾖ εἰσπορευόμενοι εὐθύς εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καί πῶλον μὲτ αὐτῆς, ἒφ' ὅν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὔπω κεκὰθικεν λύσατε αὐτὴν καί φέρετε». Ὁ Κύριος δηλαδὴ βαδίζων μετὰ τῶν μαθητῶν Του καὶ ἄλλου κόσμου ἐκ τῆς Βηθανίας ἔφθασεν εἰς τοποθεσίαν τινα κειμένην ἐπὶ τοῦ ὀρους τῶν ἐλαιῶν, μεταξὺ τῶν χωρίων Βηθανίας καὶ Βηθφαγής. Ἐκεῖθεν ἀπέστειλε δύο μαθητάς Του εἰς τὴν ἀπέναντι κώμην, πιθανὸν τὴν Βηθφαγῆ μὲ τὴν ἐντολήν, ὅπως φέρωσι πρὸς Αὐτὸν πῶλόν τινα (γαϊδουρόπουλον), μετὰ τῆς ὄνου (τῆς γαϊδούρας) τὰ ὁποῖα ἦσαν κατὰ τὴν εἴσοδον τῆς κώμης δεμένα εἰς θύραν τινά, ὡς θὰ ἴδωμεν κατωτέρω. Ὁ Κύριος, ὅπως παρθένος ἦτο ἡ Θεοτόκος ἐξ ἧς ἐγεννήθη καὶ καινὸς ὁ τάφος ὅπου ἐνεταφιάσθη, οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ πώλου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου οὐδεὶς ἄνθρωπος εἶχε καθίσει, ἐπεθύμησε νὰ καθίσῃ. Ἡ ἱερὰ χρῆσις ζητεῖ καινουργῆ πράγματα! Ὁ Κύριος δίδει τὴν ἐντολήν μετὰ τοῦ πώλου νὰ φὲρωσι καὶ τὴν μητέρα του, τὴν ὄνον, διότι ὁ πῶλος ἦτο περισσὸτερον εὐάγωγος ἔχων μαζί του καὶ τὴν μητέρα του.
Ὁ Κύριος ἔχων ὑπ' ὄψιν Του τὴν ἠθικήν Του ἐπιρροὴν ἰδίᾳ μετὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου εἰς τὰ μέρη αὐτά, εἰδοποιεῖ τοὺς δύο μαθητάς Του, ὅτι «ἐὰν τὶς ὑμῖν εἴπῃ», ἐάν σᾶς ἐρωτήσῃ τις «τὶ ποιεῖτε τοῦτο» διατὶ λύετε ταῦτα «εἴπατε ὁ Κὺριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει καί εὐθέως αὐτός ἀποστελεῖ πάλιν ὧδε» τὸν χρειάζεται ὁ Κύριος καὶ θὰ σᾶς τὸν ἐπιστρέψῃ ἀμέσως. Μὲ τὴν ἐντολήν ταύτην τοῦ Σωτῆρος ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἐνθυμεῖται τὴν σχετικὴν προφητείαν Ζαχαρίου 9, 9 καὶ Ἡσαΐου 62, II καὶ λέγει: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν» ἡ ἐντολὴ αὕτη τῆς μεταφορᾶς τῶν δύο ζῴων τούτων ἔγινε «ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν» ἵνα ἐκπληρωθῇ ἡ προφητεία «διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος εἴπατε τῇ θυγατρί Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταὶ σοὶ πραΰς καί ἐπιβεβηκώς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱόν ὑποζυγίου». Σιών εἶναι λόφος κείμενος Ν. Δ. τῆς Ἱερουσαλήμ, θυγάτηρ δὲ Σιών εἶναι ἡ Ἱερουσαλὴμ μετὰ τῶν κατοίκων, ἡ ὁποία πατέρα εἶχε τὸν Θεόν. Δία τῆς προφητείας ταύτης προλέγεται εἰς τοὺς Ἰουδαίους καὶ εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον, ὅτι ὁ Βασιλεύς, ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, εἰσερχόμενος εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ὄνου καὶ οὐχὶ ἐπὶ πολεμικοῦ κέλητος, θὰ ἔχῃ χαρακτῆρα εἰρηνικόν, πρᾶον, ταπεινὸν καὶ οὐχὶ ἐγωϊστικόν καὶ πολεμικόν. Οἱ δύο μαθηταὶ λαβόντες τὴν ἐντολήν ταύτην «ἀπῆλθον καί εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπί τοῦ ἀμφόδου καί λύουσιν αὐτόν». Ἄμφοδος εἶναι ὁ στενὸς δρόμος ἤ δίοδος, δίστρατὸν ὅπου συναντῶνται δύο ὁδοὶ τοῦ χωρίου καὶ τῆς εἰσόδου τοῦ οἴκου. Ἐπὶ τοῦ δρόμου τούτου εὑρίσκετο οἰκία τις, ἐκ τῆς θύρας τῆς ὁποίας εἶχον δεθῆ ὁ πῶλος καὶ πλησίον ἐκείνου ἡ ὄνος.
«Λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον» ἐνῶ ἔλυον τὸν πῶλον οἱ δύο μαθηταὶ «εἶπόν τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων» ἠρώτησαν μερικοί τῶν εὑρισκομένων «οἱ κύριοι» τοῦ πώλου «αὐτοῦ» οἱ ἔνοικοι τοῦ οἴκου ὅπου ἦτο ὁ πῶλος «πρὸς αὐτούς.τί λύετε τὸν πῶλον; οἱ δὲ εἶπον, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει» ὁ Κύριος ἔχει ἀνάγκην αὐτοῦ, Οἱ ἐρωτήσαντες «ἀφῆκαν αὐτούς». Οἱ δύο μαθηταὶ λύσαντες τὸν πῶλον λύουσι καὶ τὴν ὄνον. Μετὰ ταῦτα «ἤγαγον» ὡδήγησαν «τὴν ὄνον» τὴν γαϊδούρα «καί τὸν πῶλον» τὸ πουλαράκι της «πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Ὅταν ὡδήγησαν οἱ δύο μαθηταὶ οὗτοι τὰ δύο αὐτὰ ζῷα πρὸς τὸν Ἰησοῦν «ἐπέθηκαν ἒπ’αὐτῶν τὰ ἱμάτια». Τιμῆς ἕνεκεν καὶ χάριν ἀνέτου καθίσματος τοῦ Κυρίου, οἱ μαθηταὶ κὰτ’ ἀρχὰς ἔθεσαν τὰ ἱμάτιά των καὶ εἰς τὰ δύο ζῷα, διότι δὲν ἐγνώριζον ποῦ θὰ καθίσῃ ὁ Χριστός. Μετὰ ταῦτα ὅμως δηλώσαντος τοῦ Κυρίου, ὅτι θὰ καθίσῃ ἐπὶ τοῦ πώλου, ὅπου οὐδεὶς ἄνθρωπος εἶχε καθίσει «φέρουσι τὸν πῶλον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, ἐπιρρίψαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἒπ' αὐτοῦ». Μετὰ ταῦτα οἱ μαθηταὶ «ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν». Ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν σημαίνει ἐβοήθησαν νὰ καβαλικεύσῃ ὁ Χριστός «καί ἐπεκάθισεν ἐπάνω αὐτῶν». Ὁ Κύριος ἐκάθισεν εἰς τὰ ἐπὶ τοῦ πώλου ῥιφθέντα ἐνδύματα τῶν μαθητῶν. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἱππεύς περίφημος νὰ πηδᾷ ἄνευ ἀναβατήρων ἐπί του ἵππου καὶ νὰ κάθηται ἐπὶ σέλλας πολυτελοῦς. Βοηθεῖται ὑπὸ τῶν μαθητῶν Του καὶ κάθηται ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων των. Ὁποία μαγευτικὴ ἁπλότης καὶ φυσικότης δεικνύουσαι στενωτάτην ψὺχικὴν ἐπαφήν διδασκάλου καὶ μαθητῶν!
Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐκάθισεν, ἡ πομπὴ ἐκκινεῖ. «Πορευομένου δὲ Αὐτοῦ, ὁ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ». Καθ' ὁδόν ἐνῷ ἐβάδιζον ὁ περισσότερος λαὸς ἔστρωνον κατὰ γῆς τὰ ἱμάτιά των, ἵνα πατήσῃ ἒπ' αὐτῶν ὁ πῶλος, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐκάθητο ὁ Ἰησοῦς. Ὁποία τιμή! «Ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ». Ἄλλοι δὲ κόψαντες ἐκ τῶν παρακειμένων ἀγρῶν διαφόρους κλάδους κατεσκεύαζον καθ’ ὁδόν τιμῆς ἕνεκεν «στιβάδας» ἤτοι στρώματα κλάδων, ἵνα ἐπ’ αὐτῶν πατήσῃ ὁ πῶλος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πομπὴ αὕτη προχωροῦσα φθάνει εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν. «Ἐγγίζοντος δὲ Αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν», ὅτε δηλαδὴ ἤρχισαν νὰ καταβαίνωσι τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ὁ Χριστὸς καὶ ἡ λοιπὴ πομπὴ ἤ ὅταν καταβαίνοντες ἀπό τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους ἔφθασαν πλησίον τοῦ μέρους, ὅπου τελειώνει ὁ κατηφορικὸς δρόμος τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν καὶ ἤρχισαν νὰ βαδίζωσι πρὸς τὴν Ἁγίαν πόλιν, ἰδόν «ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν» τὴν Ἱερουσαλὴμ «ἤρξατο χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν, ὧν εἶδον δυνάμεων». Εἰς τὴν κατάβασιν δηλαδὴ ταύτην τοῦ λόφου τῶν ἐλαιῶν ἀντικρύσαντες τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐνθυμηθέντες οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν Χριστὸν Ἰουδαῖοι τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ θεωροῦντες Αὐτὸν Μεσσίαν, Λυτρωτὴν ἐκ τοῦ Ρωμαϊκοῦ ζυγοῦ πλήρεις χαρᾶς ὕμνουν τὸν Θεόν, διότι θὰ ἀπελευθερωθῇ, ὡς ἐνόμιζον, ἡ ὑπόδουλος Ἱερουσαλήμ. Καὶ συγκεκριμένως δὲ «oἱ προάγοντες αὐτῶν» οἱ προπορευόμενοι τῆς πομπῆς «καί ἀκολουθοῦντες ὄχλοι καὶ οἱ ἐρχόμενοι ὄπισθεν τοῦ Ἰησοῦ ἔκραζον λέγοντες˙ ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» βασιλεὺς «ἐν ὀνόματι Κυρίου. Εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρὸς ἡμῶν Δαυίδ. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις». Τὸ ὡσαννὰ κατὰ λέξιν σημαίνει «σῶσον λοιπόν». Ἐχρησιμοποιεῖτο δὲ καὶ ὡς εἶδος ζητωκραυγῆς. Ἑπομένως «ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυὶδ» σημαίνει «ζήτω ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαυὶδ» ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός. Οὗτος εἶναι «εὐλογημένος» δοξασμένος, διότι τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐπετέλει μέχρι τότε, ἐδείκνυον, ὅτι ἔρχεται ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ὡς ἀπεσταλμένος δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Δοξασμένη εἶναι καὶ ἡ τοιαύτη βασιλεία τοῦ Δαυὶδ ἔχουσα τοιοῦτον ἀπόγονον, τὸν Χριστόν. Μετὰ τὴν δοξολογίαν αὐτὴν ἔρχεται ἡ εὐχὴ «ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις», τὸ ὁποῖον σημαίνει: Σῶσον ἡμᾶς ὁ ἐν ὑψίστοις Θεός, ὅπου ὑπάρχει εἰρήνη καὶ δόξα, διότι γῆ καὶ οὐρανὸς συμφιλιώνονται σήμερον. Ὅλα αὐτὰ ἐγένοντο καί ἐλέγοντο, διότι ἐθεώρουν τὸν Χριστὸν ὡς Λυτρωτὴν των ἐκ τοῦ Ρωμαϊκοῦ ζυγοῦ. Τινὲς ὅμως τῶν προσκυνητῶν ἠγνόουν τὸν Χριστόν. Οἱ γνωρίζοντες Αὐτὸν ἔλεγον πρὸς αὐτούς: «οὗτος ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὀ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας».
Ἐκ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐκκινεῖ ἄλλη πομπὴ πρὸς ὑπάντησιν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωάννης λέγει: «Ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθών εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν ἑορτήν» τοῦ Πάσχα «ἀκούσαντες, ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν Φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν.Αὐτῷ καὶ ἐκραύγαζον ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Ἡ πομπὴ αὕτη ἐξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διότι ἐπληροφορήθη τὴν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου καὶ ὁ λαὸς ἐσχημάτισε τὴν γνώμην, ὅτι Αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μεσσίας, ὅπως λέγει ῥητῶς ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. «Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὤν μετ’ Αὐτοῦ» ὡμολόγει ὁ κόσμος ὁ ὁποῖος ἦτο μαζί Του «ὅτι τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν. Διά τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος» διὰ τοῦτο προϋπήντησε Αὐτόν ὁ λαὸς «ὅτι ἤκουσαν τοῦτο Αὐτὸν πεποιηκέναι τό σημεῖον» διότι ἐπληροφορήθη, ὅτι ἔκαμε τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Χριστὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου.
Ὁ εὐαγγελιστὴς προσθέτει: «Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ Αὐτοῦ τό πρῶτον, ἀλλ' ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν, ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ Αὐτῷ γεγραμμένα καὶ ταῦτα ἐποίησαν Αὐτῷ" Τὸν χαρακτῆρα τῆς ἐπὶ πώλου ὄνου εἰσόδου τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα δὲν ἐνόησαν τότε οἱ μαθηταί, πολὺ δὲ περισσότερον ὁ λαός καὶ διὰ τοῦτο ἐνόμιζον, ὅτι ἐπρόκειτο περί ἐθνικοῦ Λυτρωτοῦ. Ὅτε ὅμως ἐδοξάσθη ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἀνάστασιν καὶ ἰδίᾳ τὴν Πεντηκοστήν,τότε ἤνοιξεν αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἐγνώρισαν τὸν πραγματικὸν χαρακτῆρα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο οὐχί ἐθνικὸς λυτρωτὴς ἀλλά σωτὴρ τῶν ψυχῶν. Ἤδη ἠνώθησαν αἱ δύο πομπαὶ καὶ ἦτο τεραστία συγκέντρωσις κόσμου. Ἐνῷ ὁ λαὸς θαυμάζει, οἱ Φαρισαῖοι βλέποντες, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκτελεσθῇ ἡ διαταγὴ τῆς συλλήψεώς Του, διότι ἐβράδυναν νὰ ἐκτελέσωσι ταύτην καὶ ταυτοχρόνως φθονοῦντες τὸν Ἰησοῦν λέγουν μεταξὺ των: «Θεωρεῖτε, ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν;» Προσέχετε καλῶς ὅτι δὲν κάμνωμεν τίποτε; «ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω Αὐτοῦ ἀπῆλθε». Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι μαζί Του «Τινὲς ὅμως τῶν Φαρισαίων» ἐξελθόντες «ἀπό τοῦ ὄχλου» μετὰ τοῦ ὁποίου εἶχον ἀναμιχθῆ φοβηθέντες μήπως ἡ ὑπὲρ Αὐτοῦ ζητωκραυγὴ τοῦ λαοῦ θεωρηθῇ ὑπὸ τῶν Ρωμαϊκῶν ἀρχῶν κατοχῆς ὡς ἐπανάστασις καὶ ἔχῃ σκληράς συνεπείας «εἶπον πρός Αὐτόν Διδάσκαλε ἐπιτίμησον» ἐπίπληξον «τοῖς μαθηταῖς σου». Ἔχασαν τὸ κῦρος εἰς τὸν λαὸν καὶ ἀπευθύνονται εἰς τὸν Χριστόν. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ:«λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κράξουσι», Καὶ πράγματι! Κατὰ τὴν σταύρωσιν τοῦ Κυρίου «αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καὶ τὰ μνημεῖα ἠνεῴχθησαν».
Ὁ σκοπὸς τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα ἦτο νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς Μεσσίας ἔπειτα ἀπὸ τόσα θαύματα, τὰ ὁποῖα εἶχε κάμει. Δία τοῦτο «ὡς ἤγγισεν», ὅταν ἐπλησίασε τὴν Ἱερουσαλὴμ «ἰδών τὴν πόλιν» Ἱερουσαλὴμ «ἔκλαυσεν ἒπ' αὐτῇ» μετὰ φωνῶν διακοπτουσῶν τὴν φωνὴν ἐθρήνησε τὴν Ἱερουσαλὴμ «λέγων, ὅτι εἰ ἔγνως καὶ σύ καὶ γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτη τὰ πρός εἰρήνην σου» ἐὰν ἐγνώριζες καὶ σὺ ὅπως καὶ οἱ μαθηταί μου ἔστω καὶ σήμερον ποίαν σημασίαν ἔχει διὰ τὴν εἰρήνην σου, διὰ τὴν σωτηρίαν σου ἡ σημερινὴ ἐπίσημος εἴσοδός Μου ὡς Μεσσίου καὶ Πνευματικοῦ Λυτρωτοῦ, ἀφοῦ μέχρι τώρα μὲ παρεγνώρισες, θὰ ἐφέρεσο πρὸς Ἐμέ διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι θὰ φερθῇς μετ' ὀλίγας ἡμέρας σταυρώνουσα Ἐμέ καὶ δὲν θὰ ἐχάνεσο δυστυχῶς! «Νῦν» καὶ τώρα «ἐκρύβη ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν σου» ἡ σημασία τῆς ἡμέρας ταύτης! Ἐτυφλώθητε καὶ δὲν βλέπετε. Δία τοῦτο «ἥξουσιν ἡμέραι ἐπὶ σὲ καὶ περιβαλοῦσιν οἱ ἐχθροί σου χάρακά σοι καὶ περικυκλώσουσι σε καὶ συνέξουσι σε πάντοθεν καὶ ἐδαφιοῦσι σε καὶ τὰ τέκνα σου ἐν σοί καί οὐκ ἀφήσουσιν ἐν σοί λίθον ἐπὶ λίθῳ, ἀνθ' ὧν οὐκ ἔγνως τόν καιρὸν τῆς ἐπισκοπῆς σου», θὰ ἔλθωσιν ἡμέραι κακαί, ὅτε οἱ ἐχθροί σου «περιβαλοῦσι» θὰ σὲ περικυκλώσουσι καὶ θὰ ἀνοίξωσι γύρω σου «χάρακα» χαράκωμα, χάνδακα καὶ «συνέξουσί σὲ» ἀπὸ παντοῦ ὅλα θὰ εἶναι κλεισμένα, θὰ σὲ στενοχωροῦν, ὥστε νὰ μὴ δύνασαι νά διαφύγῃς. Οἱ ἐχθροὶ οὗτοι «ἐδαφιοῦσι σε» θα κατεδαφίσωσι τὰ τείχη καὶ τὰ τέκνα σου, τὸν λαόν σου θὰ καταστρέψωσι. Τόση δὲ θὰ εἶναι ἡ καταστροφή σου, ὥστε δὲν θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον, πέτρα ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν. Θὰ γίνουν δὲ ὅλα αὐτά, διότι δὲν ἀνεγνώρισες ἐμέ ὡς Μεσσίαν, ὁ ὁποῖος οὐχὶ ἅπαξ σᾶς ἐπεσκέφθην νὰ σᾶς λυτρώσω ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. «Εἰσελθόντος δὲ Αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα» ὅταν ὁ Χριστὸς εἰσῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα «ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα» ἀνεταρὰχθησαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ λέγοντες «τίς ἐστιν οὗτος;» ποῖος εἶναι Αὐτός; «οἱ δὲ ὄχλοι» οἱ ἔχοντες γνῶσιν τινα Αὐτοῦ «ἔλεγον οὗτος ἐστὶν Ἰησοῦς ὁ προφήτης» ὁ καταγόμενος «ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας». Ὁ Κύριος προχωρῶν «εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ» εἰς τὸν ἱερὸν δηλαδὴ περίβολον τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ «προσῆλθον αὐτῷ» τὸν ἐπλησίασαν «χωλοὶ καί τυφλοί καί ἐθεράπευσεν αὐτούς». Ταυτοχρόνως τὰ παιδιὰ ἐφώναζον εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν χῶρον ὅ,τι ἤκουσαν ἀπό τούς μεγάλους «ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυίδ». Ζήτω τοῦ ἀπογόνου τοῦ Δαυίδ, τοῦ Χριστοῦ. «Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἰδόντες τὰ θαύματα, ἅ ἐποίησε» τὰ ὁποῖα ἔκαμεν ὁ Χριστὸς ἤτοι: τὴν θεραπείαν τυφλῶν καὶ χωλῶν «καί τοὺς παῖδας κράζοντας ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ, ἠγανάκτησαν» ἀντὶ νὰ πιστεύσωσι, καὶ εἶπον εἰς Αὐτὸν «ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς ναί». Ἀκούω τί λέγουσι. Ἀλλά σεῖς «οὐδέποτε ἀνέγνωτε» δὲν ἐδιαβάσατε ποτὲ τὸ τοῦ ψαλμοῦ «ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον;» Τὸ ψαλμικὸν τοῦτο χωρίον 8, 3 ἀναφέρεται κατὰ λέξιν εἰς τὴν λαμπρότητα τοῦ ἐνάστρου οὐρανοῦ, ἡ ὁποία θὰ θέλξῃ καὶ αὐτὰ τὰ μικρὰ παιδία, τὰ ὁποῖα θὰ ἐκσπάσουν εἰς ἀγαλλίασιν. Ὁ ἐνθουσιασμὸς οὗτος θὰ ἐντροπιάσῃ τοὺς ἀπίστους τους ἀρνούμενους τὸν Θεόν. Καὶ ἐδῶ τὰ παιδία ἐντροπιάζουν τοὺς τυφλοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, διότι ἀναγνωρίζουσι τὸν Χριστόν, ὡς ἀπόγονον τοῦ Δαυΐδ, ὡς Μεσσίαν.
Παρατήρησις:
Ἡ θεραπεία τῶν τυφλῶν καὶ χωλῶν ὑπό του Κυρίου, ἡ κραυγὴ τῶν παίδων, ἡ ἀγανάκτησις τῶν ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου ἀναφέρονται μόνον ὑπὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου μετὰ τὴν θριαμβευτικὴν εἴσοδον τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ μετὰ τὴν ἐκδίωξιν τῶν ἐμπόρων ἐκ τοῦ ναοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἐκδίωξις τῶν ἐμπόρων ἐκ τοῦ ναοῦ ἔγινε κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴν Μᾶρκον τὴν ἑπόμενην τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου, ὑπὸ τινων τοποθετεῖται ἡ θεραπεία τῶν τυφλῶν καὶ χωλῶν καὶ ἡ ζητωκραυγὴ τῶν παίδων τὴν ἑπόμενην ἡμέραν. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ζητωκραυγὴ τοῦ ὡσαννὰ τῶν παίδων εἶναι φυσικώτερον νὰ ἔγινε τὴν ἡμέραν τῆς εἰσόδου εἰς τὴν πόλιν, τοποθετεῖται ὑπὸ ἄλλων τὴν ἡμέραν τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου. Προτιμοτέραν θεωροῦν τὴν δευτέραν γνώμην.
Θέμα: Ἁπλότης—πλοῦτος
Ἔχομεν ἐνώπιόν μας τὸν Ἰησοῦν καθήμενον ἐπὶ ὄνου, ἐνῶ πάσα ἡ πόλις σείεται ἐκ συγκινήσεως. Ἑπομένως ὁ Χριστός εἶναι πλοῦτος ψυχικῆς συγκινήσεως καὶ ἁπλότης ζωῆς. Πρέπει καὶ ὁ ἰδικὸς μᾶς βίος νὰ εἶναι ἁπλότης-πλοῦτος.
Α. Πλοῦτος-ἁπλότης τοῦ Κυρίου.
Ὅλος ὁ βίος τοῦ Κυρίου εἰς τὰς ἀνθρωπίνας ἀνάγκας, χαράς καὶ λύπας Του ὑπῆρξεν ἁπλοῦς. Ὡς ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἔπρεπε νὰ γεννηθῇ. Ἐγεννήθη εἰς τὸν ἁπλούστερον τόπον, τόν σταῦλον. Ὡς βρέφος ἔπρεπε νὰ ἀνακλιθῇ ἤτοι νὰ φασκιωθῇ καὶ νὰ τεθῇ εἰς λίκνον, σὲ μπεσίκι μὲ ὡρισμένην θερμοκρασίαν. Ἀνεκλίθη εἰς τὴν φάτνην, τὸ παχνὶ τῶν ζώων ἔχων ὡς θέρμανσιν τὰ χνῶτα τῶν ζώων. Ποία φυσικότης ! Ποία ἁπλότης! Ἔπρεπε νὰ γεννηθῇ ἀπὸ μητέρα, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ ἔχη μνηστῆρα. Ἐγεννήθη ἀπὸ μητέρα ἄσημον καὶ μνηστῆρα τέκτονα. Ποία ἁπλότης! Ἔπρεπε νὰ ἐκλέξῃ μαθητάς. Ἐξέλεξεν ὄχι ρήτορας καὶ σοφούς, ἀλλά πτωχοὺς καὶ ἁλιεῖς. Ποία ἁπλότης. Παραθέτει τράπεζαν διὰ 5.000 ἀνθρώπους ἀπὸ ἄρτους κριθίνους καὶ μερικὰ ψάρια, παραθέτει δὲ τούτους χωρὶς προετοιμασίαν, ἀλλά προχείρως. Ποία ἁπλότης! Ἄλλοτε, ὅτε ἐπείνασε, ἀποστέλλει τοὺς μαθητάς Του εἰς τὴν Συχὲμ νὰ ἀγοράσωσι τροφάς, αὐτὴν τὴν ὥραν τῆς πείνας του. Πόση ἁπλότης ! Ὡς καθίσματα χρησιμοποεῖ διὰ τοὺς 5.000 οἱ ὁποῖοι ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν 5 ἄρτων, τὸν χόρτον τῶν ἀγρῶν, διὰ τὸν ἑαυτὸν Του τὸ ἔδαφος, ὅτε εἰς τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ «ἐκαθέζετο οὕτως» ἤτοι ἀφελῶς «ἐπὶ τῇ πηγῇ». Ποία φυσικότης!Ποία ἁπλότης!
Ἐνδύματα εἶχε ἁπλᾶ σπίτι δὲν εἶχε! Ὅταν μετέβαινεν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, μετέβαινεν ὁδοιπορῶν καὶ κεκοπιακώς. «Καθήμενος οὐ θρόνων δεῖται οὐδὲ προσκεφαλαίου ἀλλά ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κάθηται, πότε μὲν ἐν τῷ ὄρει πότε δὲ παρὰ τῇ πηγῇ» ὡς λέγει ὁ Χρυσόστομος. Καὶ ἐκεῖ μόνος! Πόση ἁπλότης! Ὅταν δακρύῃ, δακρύει ἠρέμᾳ καὶ «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι» δακρύων διὰ τὸν Λάζαρον. Ἀλλά καὶ κατὰ τὸν θρίαμβόν Του πόσον ἁπλοῦς εἶναι! Δὲν ἐκλέγει ὁ ἴδιος κέλητα πολεμικόν, ἀλλά ὄνον, οἱ δὲ μαθηταί Του δὲν στρώνουσι τάπητας, ἀλλά ἐνδύματα καὶ κλάδους δένδρων. Ἡ δὲ ὑποδοχὴ τοῦ λαοῦ δὲν ἦτο ὠργανωμένη, ἀλλά αὐθόρμητος. Ποία φυσικότης!Ποία ἁπλότης!
Ἀλλά καὶ πόσος πλοῦτος! Ποῖος πλοῦτος, ὅταν εἰς τὴν ὁρατήν ἁπλότητα τῆς γεννήσεως Του ἄγγελοι ψάλλουσιν ἐν οὐρανῷ ἐπὶ τῇ γεννήσει Του, τὸ «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γὴς εἰρήνῃ! Τί πλοῦτος ὅταν ἡ ἁπλῆ Μαρία κοκκινίζῃ, ὅταν ὁ ἄγγελος ὁμιλῇ περὶ γεννήσεως τέκνου! Τί πλοῦτος εὐγενείας εἰς τὸν τέκτονα Ἰωσήφ, ὅταν ἰδών αὐτὴν ἔγγυον «ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν», ὥστε νὰ συμβιβάση τὸν νόμον μὲ τὴν ἀγάπην του πρὸς τὴν μνηστήν του! Ποῖος πλοῦτος, ὅταν τρὲφωνται μὲ 5 ἄρτους 5.000 ἄνθρωποι καθήμενοι εἰς χορτάρια ! Ποῖος πλοῦτος ὅταν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ καὶ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων κάθηται ἐπὶ ἐδάφους ἄνευ πολυθρόνας οὐδὲ ἐπὶ προσκεφαλαίου καὶ βαδίζῃ κοπιάζων ἐκ τῆς ὁδοιπορίας Του! Ποῖος πλοῦτος, ὅταν δὶ' ἁπλῶν, ἀγραμμάτων Ἀποστόλων φωτίζῃ τοὺς σοφούς τῆς γῆς! Πόσος πλοῦτος, ὅταν ἐμβριμᾶται ὁ Κύριος συγκρατῶν τὰ δάκρυά Του διὰ τὸν θάνατον τοῦ φίλου Του Λαζάρου! Πόσον πλουσία εἶναι ἡ πτωχεία Του καὶ τὰ ἁπλᾶ ἐνδύματα Του! Πόσος πλοῦτος ἡ φυσικότης καὶ αὐθορμησία τῆς ὑποδοχῆς κατὰ τὴν εἴσοδόν Του εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα! Ὁ Κύριος θρηνεῖ μετὰ λυγμῶν τὴν πώρωσιν τῶν Ἰουδαίων. Πόσος ψυχικὸς πλοῦτος! Ἄφθαστος εἶναι ἡ ποικιλία τῆς ἁπλότητος καὶ τοῦ πλούτου τοῦ Ἰησοῦ!
Β. Ἁπλότης—πλοῦτος ἡμῶν:
Μεγάλοι σκιτσογράφοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μὲ δύο ἡ τρεῖς γραμμὲς ἐπιτυγχάνουν πλουσίαν ἀπόδοσιν. Μεγάλοι ζωγράφοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μὲ ὀλίγες πινελιὲς ζωγραφίζουν ὅ,τι δὲν δύνανται νὰ κάμωσιν ἄλλοι μὲ πολλὲς πινελιές. Ρήτωρ καὶ σοφὸς ὀνομάζεται ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος λέγει ὀλίγα καὶ σὲ ἀναγκάζει νὰ σκέπτεσαι πολλά. Ἡ λαϊκὴ παροιμία δὲν λέγει, ὅτι τὰ πολλὰ στολίδια χαλᾶνε τὴν νύμφη; Ἑπομένως ἡ καλὴ τέχνη καὶ μεγάλη σοφία εἶναι ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἁπλότης—πλοῦτος!
Πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ εἶναι ἁπλότης—πλοῦτος ὁ χριστιανός. Τοῦτο ἐπιτυγχάνει οὗτος ὅταν ἐξωτερικῶς εἶναι ἁπλοῦς καὶ ἐσωτερικῶς πλούσιος. Καὶ συγκεκριμένως. Βλέπετε μίαν χριστιανὴν κόρην, ἡ ὁποία ἐνδύεται ἀπλᾶ, ἀλλά κοκκινίζει, ὅταν τῆς ὁμιλῇς. Πόσος πλοῦτος εἰς τὴν μεγάλην ἁπλότητα καὶ ἐντροπήν της! Τὴν προσέχουν ἀνήθικοι καὶ ἠθικοὶ ἄνδρες. Βλέπετε γυναῖκα χριστιανήν,ἡ ὁποία σκέπτεται πολὺ καὶ ὁμιλεῖ ὀλίγον. Τί πλοῦτος ψυχικὸς εἰς τὴν πτωχείαν, τὴν σκέψιν, τὴν ἁπλότητα, τῶν λόγων της! Βλέπετε ἄλλην γυναῖκα, ἡ ὁποία πονεῖ πολύ, ἀλλά δὲν ξεμαλλιάζεται ἀπὸ τὸν πόνον της οὔτε ἔχει ξεφωνητὰ καὶ λιποθυμίες, ἀλλά δακρύει ἠρέμᾳ. Πόσος πλοῦτος ψυχικὸς εἰς τὴν ἁπλότητα τῶν δακρύων της!
Βλέπετε ἕνα ἄνδρα πλούσιον, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ χρησιμοποίησῃ, πολυτελέστατον μεταφορικὸν μέσον καὶ χρησιμοποιεῖ ὄχι ἀπὸ φιλαργυρίαν ἀλλά ἀπὸ ἁπλότητα, σύνηθες μεταφορικὸν μέσον. Πόσος πλοῦτος ψυχικὸς εἰς τὸ ἁπλοῦν μεταφορικὸν μέσον! Ἕνας πίνει, ὅταν διψᾷ καὶ τρώγει, ὅταν πεινᾷ, ἀποφεύγων νὰ μασουλᾷ κάθε λεπτόν τῆς ὥρας. Ἂς μὴ ἔχῃ φαγητὰ πλούσια διεγερτικά τοῦ λάρυγγος, ἂς τρώγῃ ὀλίγα καὶ λιτά, πόσος πλοῦτος εἶναι ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα εἰς τὴν ἁπλότητα καὶ λιτότητα τῶν φαγητῶν! Ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα δὲν εἶναι τὸ νοστιμώτερον, τὸ φυσικώτερον, τὸ πλουσιώτερον μπαχαρικόν; Ὁ χριστιανὸς ὡς ἄνθρωπος θὰ καθίσῃ. Πόσον ἀναπαυτικόν καὶ πλούσιον εἶναι τὸ ἁπλούστατον κάθισμά του, ὅταν προηγουμένως κουρασθῇ ὀρθοστατῶν ἤ βαδίζων διὰ μίαν καλὴν πρᾶξιν! Ἐπέτυχες κἄτι καὶ ἡ δόξα σου εἶναι μεγάλη. Ὁ λαὸς σοῦ κάμνει θρίαμβον, ὅπως εἰς τὸν Χριστόν. Πόσον πλοῦτον ψυχικὸν θὰ δείξῃς, ὅταν ἀποφεύγῃς τὰς περιαυτολογίας σου, εἶσαι λιτός, ἁπλοῦς εἰς τοὺς ἐπαίνους τῶν ἄλλων. Τοιαύτη εἶναι ἡ σχέσις τοῦ ἐσωτερικοῦ μας πλούτου καὶ τῆς ἐξωτερικῆς ἁπλότητος! Καὶ πολύ ὀρθῶς διὰ τὸν ἑξῆς λόγον.
Ὅσον ὀλίγα ὑλικὰ ἀγαθὰ ἔχομεν καὶ πολλὰ ψυχικά, τόσον περισσότερον ἁπλοῖ καὶ πλούσιοι εἴμεθα. Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ βλέπωμεν τί ὑλικὰ ἀγαθὰ μᾶς λείπουν καὶ ἔτσι νὰ χάνωμεν τὴν ψυχικήν μας εἰρήνην, ἀλλά καὶ τί ἔχομεν, ὥστε νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν. Ὅσα ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἂν ἔχωμεν, πάντοτε κἄτι θὰ μᾶς λείπει καὶ ὅσα ἂν μᾶς λείπουν, κἄτι θὰ ἔχωμεν. Εἰς τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ ὅμως δὲν θὰ βλέπωμεν τί ἔχωμεν, ἀλλά τί μᾶς λείπει, ἵνα προοδεύωμεν. Ἂν βλέπωμεν ποῖα πνευματικὰ ἀγαθὰ ἔχομεν καὶ ὄχι ποῖα μᾶς λείπουν, θὰ μείνωμεν στάσιμοι. Πόσον σοφὸς εἶναι ὁ συνδυασμὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ χριστιανὸν πλούτου καὶ ἁπλότητος, πλούτου ἐσωτερικοῦ καὶ ἁπλότητος ἐξωτερικῆς! Ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Θεός! Ἂς φροντίσωμεν νὰ ἔχωμεν τοιοῦτον ἐσωτερικὸν πλοῦτον καὶ τοιαύτην ἐξωτερικὴν ἁπλότητα.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μετὰ τὴν διήγησιν τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ πρὸ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, θέτει τὴν ζήτησιν τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων (12, 20—36) καὶ τὸν ἔλεγχον τῆς τυφλώσεως τῶν Ἰουδαίων (12, 37—50). Καὶ τὰ δύο ταῦτα πρέπει νὰ τοποθετηθῶσι τὴν ἡμέραν τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα, διότι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συνδέει τὴν θριαμβευτικὴν εἴσοδον καὶ τὰ πράγματα αὐτὰ διὰ τοῦ «δὲ» ἐν τῇ φράσει «Ἦσαν δὲ Ἕλληνές τινες....» ἐν 12,20.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά