Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2014

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ ΚΑΙ ΚΟΛΛΥΒΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ;




  










Ὅπως ἔχουμε πεῖ καί τονίσει ἐπανειλημμένες φορές, ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς μεγάλης Ἀποστασίας. Τίποτα μά τίποτα δέν ἔχει μείνει ὄρθιο! Ἀκόμη καί μέσα στήν λεγομένη κατ’ εὐφημισμόν πλέον Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἴτε αὐτή εἶναι τοῦ Νέου εἴτε τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου! Σημεῖο μεγάλο καί αὐτό τῶν Καιρῶν!

Μήν ξεχνᾶμε -ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος- ὅτι, ἕνα ἀπό τά σημεῖα πού ὁπωσδήποτε θά προηγηθοῦν τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας καί τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι «ἡ ἀποστασία». Γράφει συγκεκριμένα:
«Μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατά μηδένα τρόπον· ὅτι ἐάν μή ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καί ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεόν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός». (Β’ Θεσ. β’, 3-4)
Δηλαδή:
«Προσέξτε, νά μή σᾶς κοροϊδέψη καί σᾶς ἐξαπατήσῃ κανείς κατά κανένα τρόπον· διότι ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου δέν θά ἔλθῃ, 1) ἐάν προηγουμένως δέν ἔλθῃ ἡ ἀποστασία, ἡ ἀποσκίρτησις πολλῶν ἀπό τήν πίστιν, καί 2) ἐάν δέν φανερωθῇ ὁ ἄνθρωπος, ὁ κατ’ ἐξοχήν ἁμαρτωλός καί ὑποκινητής πρός κάθε ἁμαρτίαν, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἐχθρός καί ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀληθείας...».


Ἐάν ρίξουμε ἕνα βλέμμα, ἐν συντομία, σέ διάφορα σημαντικά θέματα τῆς Πίστεώς μας, θά διαπιστώσουμε ὅτι πράγματι ἡ ὀρθή Πίστη καί ἡ ἀλήθεια σέ πολλά θέματα, ἔχει χαθεῖ ἤ ἀλλοιωθεῖ ἐπικίνδυνα.
Ἀκόμη καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἱερά Σύνοδος, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία εἶναι βουτηγμένη μέσα στήν Πανθρησκεία καί τήν Αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,  ὁμολόγησε πρίν μερικά χρόνια, σέ στιγμές αὐτογνωσίας καί θεογνωσίας, τά κατωτέρω:

«Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔκπτωση τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καί τόν κίνδυνο ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος. Ἰδιαιτέρως ἀνησυχητικά εἶναι τά φαινόμενα πού παρατηροῦνται στό διεθνές πνευματικό καί κοινωνικό στερέωμα, ὅπου ἡ ἰδέα τῆς «συγκρητιστικῆς» παγκοσμιοποιήσεως τείνει νά ἐπιβληθῆ χωρίς καμμία διάκριση μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ἀληθείας καί πλάνης, ὑγιοῦς καί νοσηροῦ φρονήματος. Ὁ συνδυασμός ὅλων αὐτῶν, καθώς καί ἡ ἐπιμονή γιά τήν χρησιμοποίηση τοῦ ἀριθμοῦ 666 μᾶς καλοῦν σέ ἀφύπνιση, νήψη, πνευματική ἐγρήγορση καί ἀμετάθετον ἐλπίδα στήν νίκη τοῦ Χριστοῦ...».
(Ἐγκύκλιος 2641/1998 τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος)

Τώρα γιατί ἄλλα λένε καί γράφουν καί ἄλλα πράττουν, οἱ «ἅγιοι» πατέρες, αὐτό εἶναι ἄλλο θέμα καί «ἄλλου παπᾶ Εὐαγγέλιο»... Δυστυχῶς!



Ἐμεῖς, ἐδῶ, θά σταθοῦμε σ’ ἕνα θέμα, πού δυστυχῶς οἱ περισσότεροι Χριστιανοί ὄχι μόνον τό θεωροῦν δευτερεύον, ἀσήμαντο, ἀνάξιο λόγου, ἀλλά οἱ περισσότεροι οὔτε κἄν τό γνωρίζουν ἤ τό  ἔχουν σκεφθεῖ!
Τό θέμα αὐτό ἔχει νά κάνει μέ τά Μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων.
Δέν εἶναι λίγοι οἱ πιστοί -κληρικοί καί λαϊκοί- οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς, ἐν ἀγνοία τους οἱ περισσότεροι, τελοῦν Μνημόσυνα καί Κόλλυβα τήν Κυριακή.
Εἶναι ὅμως ὀρθό αὐτό; Ἐπιτρέπεται νά τελοῦμε τήν Κυριακή τά Μνημόσυνα ἤ τά Κόλλυβα τῶν ἀποθανόντων καί ἄν ὄχι γιατί; Τί λέγουν γι’αὐτό οἱ Ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες μας; Ποιά εἶναι ἡ κυρίως ἡμέρα τῶν Μνημοσύνων; Ποιά εἶναι ἡ αἰωνόβια Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας; Εἶναι σημαντικό ἤ ἀσήμαντο τό θέμα αὐτό καί τί ἐπιπτώσεις-κυρώσεις ἔχουν ὅσοι δέν ἐφαρμόζουν τήν παράδοση καί τάξη τῆς Ἐκκλησίας μας;

Γιά ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα, στήν συνέχεια, θά λάβετε τίς δέουσες ἀπαντήσεις, κυρίως ἀπό τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τό θέμα αὐτό, μιᾶς καί ἦταν σέ ὅλη ἐκείνη τήν χορεία τῶν πατέρων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πού ἀντέδρασαν στήν καινοτομία αὐτή, γιά τό ὅτι δηλαδή δέν πρέπει νά γίνονται τά Μνημόσυνα τήν ἀναστάσιμη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.


Ἡ ταπεινότης μου, ἐν συντομία, ἔχει νά πεῖ τά ἑξῆς, γιά τό συγκεκριμένο θέμα!
Ὡς γνωστόν, τά περισσότερα πράγματα καί θέματα στήν Πίστη μας καί στήν Ἐκκλησία μας εἶναι συμβολικά. Εἶναι τύποι καί προτυπώσεις τῆς Ἀλήθειας καί τῆς αἰωνίου ζωῆς. Γι’ αὐτό καί λέγουν οἱ ἅγιοί μας ὅτι: «ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι τύπος τῆς Καινῆς, ἐνῶ ἡ Καινή εἶναι τύπος τῆς αἰωνίου ζωῆς».

Ἄρα καί τό Σάββατο καί ἡ Κυριακή, ἀλλά καί ἡ Παρασκευή, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια, συμβολίζουν καί προτυπώνουν κάτι πολύ σημαντικό, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες μας, γι’ αὐτό καί δέν πρέπει νά πράττουμε κάτι τό ὁποῖο νά συγχέει, νά ἀλλοιώνει, νά ἀλλάζει ἤ νά προσβάλλει τόν συμβολισμό αὐτό τῆς κάθε ἡμέρας.

Ὁ ἄνθρωπος, ὡς γνωστόν, δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεόν, τήν ἕκτη ἡμέρα, καί θά ζεῖ ἐδῶ στήν γῆ, ὅσο χρόνο θά διαρκέσει αὐτή ἡ ἕκτη "ἡμέρα".
Γι’ αὐτό καί ἡ Παρασκευή, πού εἶναι ἡ ἕκτη (6η) ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, συμβολίζει ὅλη τήν παρούσα ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀπό τόν πρώτο ἄνθρωπο τόν Ἀδάμ, μέχρι καί τόν τελευταῖο ἄνθρωπο πρίν τήν Δευτέρα Παρουσία.
Γι’ αὐτό καί ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, ὀνομάζονται, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, αὐτή ὀνομάζεται Παρασκευή καί ὄχι ἕκτη (6η) ἐπειδή ἀκριβῶς πρέπει ὅλοι μας κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας αὐτῆς (τῆς Παρασκευῆς) νά παρασκευάζουμε καί νά προετοιμάζουμε τό πέρασμα μας ἀπό αὐτή τήν ζωή, (τήν 6η), στήν ἄλλη ζωή, (τήν 7η) μετά τόν θάνατό μας.

Τό Σάββατο εἶναι ἡ ἑβδόμη (7η) ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος καί συμβολίζει τόν θάνατον, τόν ὕπνο, τήν ἀνάπαυση καί κατάπαυση ὅλων ὅσων φεύγουν ἀπό τήν παρούσα αὐτή ζωή (τήν 6η) και περιμένουν νά περάσουν στήν ὀγδόη (8η) δηλαδή τήν Κυριακή, ὅταν θά γίνει ἡ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.

Ἐνῶ ἡ Κυριακή εἶναι ἡ πρώτη ἀλλά καί ὀγδόη (8η) ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, εἶναι ἀφιερωμένη στόν Κύριό μας καί στήν Ἀνάστασή Του καί συμβολίζει, τήν αἰώνιο ζωή καί τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Γι’ αὐτό καί τήν Κυριακή, ἐπειδή εἶναι ἡμέρα Ἀναστάσιμη, ἀπαγορεύεται νά νηστεύουμε, νά γονατίζουμε καί νά κάνουμε γονυκλισίες ἤ ἄλλο τι πένθιμο.

Γι’ αὐτό καί τά Μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΡΗΤΑ καί ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ νά γίνονται ἡμέρα ΚΥΡΙΑΚΗ καί πρέπει νά γίνονται κυρίως τό Σάββατο, γιατί αὐτή εἶναι ἡ μέρα πού εἶναι ἀφιερωμένη στούς νεκρούς, στούς κεκοιμημένους. Ἄλλωστε αὐτό σημαίνει καί ἡ ἑβραϊκή λέξη Σάββατο: «ἀνάπαυση» «κατάπαυση», ἐπειδή ἀκριβῶς ἀναπαύονται, καταπαύονται καί «ξεκουράζονται» οἱ κεκοιμημένοι.

Γι’αυτό καί ὁ Θεός «ἀναπαύθηκε»  καί «κατέπαυσε ἀπό ὅλα τά ἔργα του, τήν ἑβδόμη ἡμέρα (δηλαδή τό Σάββατο), καί ἡγίασεν αὐτήν». «Καί συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν. καὶ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων  αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε. καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ Θεὸς ποιῆσαι». (Γένεσις β΄ 1-4)

Γι’αὐτό καί στό βιβλίο τῆς Ὀκτωήχου, τῆς γνωστῆς «Παρακλητικῆς», πού ἀναγινώσκεται καί ψάλλεται συνέχεια ὅλο τόν χρόνο -ἐκτός ἀπό κάποιες περιόδους-  οἱ ἀναφορές καί τά τροπάρια τῶν κεκοιμημένων εἶναι ΜΟΝΟ Σάββατο καί ΠΟΤΕ Κυριακή. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε νά γίνονται Σάββατο, τά γενικά καί ἐτήσια Μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων ψυχῶν, ἐξ οὗ καί «Ψυχοσάββατα».

Βέβαια δέν ἀπαγορεύεται νά γίνονται Μνημόσυνα καί ὅλες τίς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, (Δευτέρα-Παρασκευή) ἐάν τύχει νά πέσουν τριήμερα, ἐννιάμερα καί σαραντάμερα ἑνός ἀποθανόντος ἀδελφοῦ, ὄχι ὅμως τήν Κυριακή.
ΠΟΤΕ καί γιά κανένα λόγο δέν μποροῦν νά γίνουν μνημόσυνα τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω νά λέγει καί νά αποδεικνύει μέ πολλά ἐπιχειρήματα ὁ Ἅγιος Νικόδημος. Κι’ αὐτό, ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα πού εἶναι ἀφιερωμένη στόν Κύριό μας καί στήν Ἀνάστασή Του. Εἶναι ἡ ἡμέρα πού ἐνικήθη ὁ Διάβολος, ὁ Ἅδης, ὁ Θάνατος, ἡ φθορά καί ἡ ἁμαρτία. Εἶναι ἡ ἡμέρα πού συμβολίζει τήν αἰώνιο ζωή, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος οὐ λύπη οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος», ὅπου «τά πάντα καί ἐν πᾶσι εἶναι Χριστός» Φῶς Χαρά, Ζωή, Μακαριότης, Εὐτυχία καί δέν γίνεται πλέον, οὔτε καί μπορεῖ κανείς, νά θρηνεῖ καί νά λυπᾶται ἤ νά κάνει ἀναφορά καί νά θυμᾶται κατ’αὐτήν τήν ἡμέρα, τόν θάνατο καί ὅλα τά σχετικά.


Ἄς δοῦμε ὅμως, πότε, ποῦ καί πῶς ξεκίνησε τό ὅλο θέμα, μέσα ἀπό ἕνα πολύ ἀξιόλογο καί σημαντικό, παλαιότερο ἄρθρο, πού βρίσκεται στό Περιοδικό «ΟΙ ΡΙΖΕΣ»:


  
Η ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΜΙΑΣ ΣΚΗΤΗΣ
 
Το έτος 1754 η Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιον Όρος, αποφάσισε να κτίσει μεγαλύτερο Κυριακό. Χρειάσθηκαν πολλά χρήματα. Οι Χριστιανοί έστειλαν από παντού βοήθεια εις μνημόσυνον γονέων και συγγενών. Τα μνημόσυνα όμως που έπρεπε να γίνουν στη σκήτη, και που εντάσσονταν σε αγρυπνίες, κούραζαν τους μοναχούς και δεν μπορούσαν να δουλέψουν την επομένη. Για το λόγο αυτόν, ύστερα από συμβουλή του κοινού τους πνευματικού παπά - Φιλοθέου του Πελοποννησίου, άρχισαν να κάνουν τα μνημόσυνα τις Κυριακές που, λόγω της αργίας, δεν επρόκειτο έτσι και αλλιώς να δουλέψουν. Η καινοτομία μαθεύτηκε στο υπόλοιπο Όρος και προκάλεσε αντιδράσεις. Οι Αγιαννανίτες όπου πήγαιναν γίνονταν αντικείμενο ελέγχων γιατί μνημόσυνο νεκρών την Κυριακή ήταν κάτι το πρωτάκουστο και αντέβαινε στο αναστάσιμο της Κυριακής. Τότε μερικοί από τους μοναχούς της Σκήτης εξομολογήθηκαν στον πνευματικό ότι έχουν πρόβλημα συνειδήσεως. Ο πνευματικός τους επέτρεψε να αποχωρούν από τον ναό μόλις άρχιζε το μνημόσυνο. Η αποχώρηση όμως αυτή αναστάτωσε όσους έμεναν, εφ’ όσον ήταν έμπρακτος έλεγχος. Έτσι άρχισε στο Άγιο Όρος η περίφημη «περί μνημοσύνων έρις» που έμεινε στην Ιστορία.


Ο ΔΙΩΓΜΟΣ
Στην Αγία Άννα εκείνο τον καιρό έμενε ο πρώην Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλλος. Όταν άκουσε για την αποχώρηση ορισμένων από τα μνημόσυνα της Κυριακής είπε: «Εγώ όταν ήμουν στον θρόνο, συνεχώς έδινα άδεια και έψαλλαν την Κυριακή μνημόσυνα νεκρών». Τα λόγια αυτά του πρώην Πατριάρχου ενίσχυσαν τους καινοτόμους που, με το επιχείρημα ότι η Κωνσταντινούπολις κάνει μνημόσυνα τις Κυριακές, εξασκούσαν ηθική βία στους διστάζοντας. Το πείσμα των καινοτόμων δεν άργησε να μεταβληθεί σε μίσος, και το μίσος σε διωγμό αυτών που δε δέχθηκαν τελικά να υποκείψουν. Η Σκήτη της Αγίας Άννης υπάγεται στη Μεγίστη Λαύρα. Κατήγγειλαν λοιπόν στη Λαύρα οι καινοτόμοι τους διαφωνούντες σαν ταραχοποιούς. Οι Λαυριώτες, χωρίς να καλέσουν τους κατηγορουμένους σε απολογία, έβγαλαν αμέσως αφορισμό εναντίον τους και διέταξαν τους Αγιαννανίτες να μη τους δέχονται ούτε στην εκκλησία, ούτε στα κελλιά, ούτε στο μύλο. Ο μύλος ήταν μοναδικός στην περιοχή και η απαγόρευση να τον χρησιμοποιήσουν ήταν καίριο πλήγμα για τη διατροφή τους. Οι υπερασπιστές της Παραδόσεως έδωσαν τόπο στην οργή και έφυγαν από την Αγία Άννα, αφήνοντας τα κελλιά τους, μερικοί σε προχωρημένη ηλικία, «μάλλον ελόμενοι κακουχείσθαι διά την εκκλησιαστικήν αλήθειαν ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν». Αλλά, όπου και αν βρήκε καταφύγιο ο καθένας, οι Αγιαννανίτες δεν τους άφηναν ήσυχους. Κοινοποιούσαν τον Λαυρεωτικό αφορισμό σε όλες τις Σκήτες και τις Μονές επισυνάπτοντας και ονομαστικό κατάλογο, όλων αυτών που είχαν εκφράσει δημόσια την υποστήριξή τους προς την Παράδοση, έστω και αν δεν υπήρξαν ποτέ κάτοικοι της Αγίας Άννας. Και απαιτούσαν να εκδιωχθούν αμέσως! Στο διωγμό αυτόν πρωτοστάτησαν δύο Επίσκοποι που συνέπεσε να βρίσκονται τον καιρό εκείνο στο Όρος: ο προαναφερθείς πρώην Κων/λεως Κύριλλος (που είχε και την ιδέα για τον μύλο), και ο Μητροπολίτης πρώην Χαλεπίου Γεννάδιος. Οι ορθόδοξοι διώχνονταν σαν αφορισμένοι και αιρετικοί. Τους ονόμασαν χλευαστικά «Κολλυβάδες» και διέδωσαν εμπιστευτικά ότι ήσαν δήθεν μασόνοι. Ο τελευταίος αυτός χαρακτηρισμός έκανε μεγάλη εντύπωση στους απλούστερους μοναχούς, που ήσαν και η πλειονότης, και οι οποίοι μόλις τον άκουσαν, χωρίς να ερευνούν περισσότερο, αποστρέφονταν τους συκοφαντούμενους με όλη τους την ψυχή. Ακόμη και ο λαϊκός καραβοκύρης, που έκανε την συγκοινωνία, δεν δεχόταν Κολλυβά στο πλοίο του!


«ΘΕΛΕΙΣ ΜΗΛΟΝ ΕΠΑΡΕ, ΘΕΛΕΙΣ ΚΥΔΩΝΙΝ ΛΑΒΕ»
Μπροστά στην κατάσταση αυτήν οι παραδοσιακοί μοναχοί αποφάσισαν να καταφύγουν για τη δικαίωση και προστασία τους στο Πατριαρχείο. Για το σκοπό αυτό μαζεύτηκαν στο κελλί του παπα - Παρθενίου του Ζωγράφου του Σκούρτου. Εκεί έγραψαν ομολογία πίστεως που την υπέγραψαν όλοι οι παρόντες, και αργότερα και πολλοί άλλοι, και την έστειλαν στο Πατριαρχείο μαζί με αναφορά για τα γεγονότα. Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν τότε ο Θεοδόσιος Β΄ ο Κρής, μεγάλη δε επιρροή στη Σύνοδο είχε ο Νικομηδείας Μελέτιος και ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος. Το Πατριαρχείο απάντησε τον Ιούνιο του 1772. Έγραφε:
«...Οι μεν γαρ εν Σάββασι τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων καλώς ποιούσιν, οι δε δ’ άν εν Κυριακή ουκ υποκείνται κρίματι...».

Μετά ένα έτος, τον Ιούνιο του 1773, το Πατριαρχείο ξαναέγραψε:
«...Ούτε οι εν Σαββάτω τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων να μέμφονται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας, ούτε εκείνοι ανθιστάμενοι προς αυτούς, δηλαδή τους καλώς τελούντας εν Σαββάτω τα μνημόσυνα, να τους ονομάζουν αιρετικούς και καινοτόμους, ή άλλα τοιαύτα δύσφημα ονόματα να επιφέρωσι κατ’ αυτών αδίκως, και να ταράττωσι και την των λοιπών μοναχών ησυχίαν αλλά να ειρηνεύσωσι και να συγκοινωνώσι...».

Σε μια τρίτη επιστολή, λίγο μετά την προηγούμενη ξαναγράφει το Πατριαρχείο ότι «οι εν Σαββάτω τελούντες τα των αποιχομένων μνημόσυνα, κατά το αρχαίον της Εκκλησίας έθος» δεν πρέπει «να μέμφωνται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας» και ότι «όλοι οι εν σκήταις ασκούμενοι... να έπωνται και να ακολουθώσιν απαρασαλεύτως εις την φυλαττομένοιν εν τοις Μοναστηρίοις τάξιν και συνήθειαν περί των μνημοσύνων...».
Ήταν φανερό ότι το Πατριαρχείο δεν ήθελε να πει την αλήθεια καθαρά, ότι οι Κολλυβάδες έχουν δίκαιο και να σταματήσει η παρανομία, γιατί από καιρό ήδη το ίδιο παρανομούσε κάνοντας μνημόσυνα τις Κυριακές, για να ευχαριστήσει την κοσμικοφροσύνη των αρχόντων. Εφαρμόζοντας όμως Φαναριωτική πολιτική δίνει μια λύση που αν την εφήρμοζαν οι καινοτόμοι θα σταματούσε η παρανομία και κάθε έρις, γιατί κανένα Μοναστήρι δεν έκανε μνημόσυνα Κυριακή.


ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΪΣΙΟΥ
Μόλις οι διώκτες των Κολλυβάδων πήραν στα χέρια τους την διακήρυξη του Πατριαρχείου ότι «ουκ υποκείνται κρίματι» έγιναν αχαλίνωτοι. Λησμόνησαν όχι μόνον το σχήμα του μοναχού που έφεραν αλλά και το χριστιανικό τους βάπτισμα, και ακολούθησαν την οδό του Κάϊν. Στην αρχή επιχείρησαν δυο φορές να δολοφονήσουν τον ασκητικό και ενάρετο Καππαδόκη μοναχό Σίλβεστρο. Την πρώτη φορά του έριξαν πέτρα καθώς περνούσε έξω από την Αγία Άννα. Την δεύτερη φορά, όταν μπήκε σε πλοίο για να φύγει από το Όρος, έπεισαν τον πλοίαρχο να τον σκοτώσει καθ’ οδόν. Όμως ο πλοίαρχος μετάνοιωσε και έτσι ο γέρο Σίλβεστρος γλίτωσε και έφθασε στην Πάρο. Για να γίνουν αποτελεσματικοί οι αββάδες της Αγίας Άννας και της Νέας Σκήτης, προσκάλεσαν τον αρχιληστή καπετάν - Μάρκο, του έδωσαν 700 αργυρά νομίσματα και τα ονόματα ένδεκα μοναχών Κολλυβάδων, που παρέμεναν ακόμη στα όρια των δύο Σκήτεων.
«Οι μοναχοί αυτοί, του είπαν, είναι μάγοι και μασόνοι και κάνουν μεγάλο κακό στο Όρος. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γλιτώσει ο τόπος παρά μόνον αν φονευθούν».

Τα παλικάρια του καπετάν - Μάρκου έφθασαν στο Κυριακό της Άγίας Άννης Σάββατο βράδυ, παραμονή της εορτής των Αγίων Πάντων του έτους 1773, ενώ είχε αρχίσει η αγρυπνία. Μπήκαν στο ναό και ζήτησαν οδηγό να τους δείξει τις καλύβες των μελλοθάνατων. Οι αββάδες υπέδειξαν κάποιον Τιμόθεον αλλά αυτός δεν ήθελε να πάει. Τον έπεισαν λέγοντας ότι πρέπει να κάνει υπακοή. Όταν έφυγαν οι ληστές με τον Τιμόθεο αυτοί συνέχισαν τον Προοιμιακό. Ο Τιμόθεος έδειξε στους ληστές την πόρτα του Παϊσίου και έφυγε. Ο ιερομόναχος Παϊσιος κατοικούσε στην καλύβη του προφήτη Ηλιού, πάνω από το Κυριακό της Αγίας Άννης και ήταν καλλιγράφος. Οι αντικολλυβάδες τον μισούσαν πολύ γιατί τους αποστόμωνε σε κάθε συζήτηση. Οι ληστές εισέβαλαν στην καλύβη του παπα - Παϊσίου, άρπαξαν ό,τι βρήκαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια, γιατί δεν πίστευαν ότι δεν είχε κρυμμένα χρήματα. Τέλος ζήτησαν φαγητό και, αφού έφαγαν, φόρτωσαν στον παπά - Παϊσιο και τον γέροντά του Θεοφάνη τα κλοπιμαία και τους ζήτησαν να τους οδηγήσουν στον παπα - Αγάπιο, που ήταν τρίτος στη λίστα. Οι Πατέρες όμως δε μαρτύρησαν τις καλύβες των άλλων, παρά τους δαρμούς και τις ύβρεις. Η θλιβερή συνοδεία, έφθασε στο Κυριακό την ώρα που έψαλλαν την εβδόμη ωδή. Οι εξαντλημένοι από τους δαρμούς και τα βάρη πατέρες ακούμπησαν πίσω από το άγιο βήμα, και οι ληστές μπήκαν στην εκκλησία και φώναξαν έξω τους συνασκητές των μελλοθανάτων, για να τους δείξουν «το καλό κυνήγι». Αυτοί έβγαιναν λίγοι - λίγοι και, όπως γράφει ο Αθανάσιος Πάριος «στοχαζόμενοι συνομίλουν. Και ην να εκπλαγή τινας δια την τόσην απανθρωπίαν εκείνων των ασκητών... Καθ’ ότι ενώ έβλεπον τους αδελφούς αυτών εις τοσαύτην αθλίαν κατάστασιν, ουδείς ευρέθη ίνα είπη, τι τούτο εις αυτούς;... ουδείς ηκούσθη ίνα εκβάλη λόγον συμπαθείας εκ του στόματος.. τινάς δεν δείχνει έλεος εις εκείνους όπου κάθηνται δεδεμένοι οπίσω εις το βήμα, εκδεχόμενοι τον θάνατον».
Αφού οι ληστές λεηλάτησαν και το κελλί του παπα - Γαβριήλ χωρίς να βρούν τον ίδιο, φόρτωσαν τα νέα κλοπιμαία σε κάτι λαϊκούς κτίστες που βρέθηκαν εκεί, και πήγαν στη Νέα Σκήτη την ώρα που οι εκεί πατέρες, έβγαιναν από τη λειτουργία. Ούτε αυτοί δεν έδειξαν την ελάχιστη χριστιανική συμπάθεια προς τους δύο καταδίκους, μόνον παρατηρούσαν το μαρτύριο από μακριά. Οι ληστές κατέβασαν τον παπα - Παϊσιο και τον γέροντα Θεοφάνη στο γιαλό, όπου είχαν το πλοίο τους, έδεσαν πέτρες στο λαιμό τους, ανοίχθηκαν λίγο και, λέγοντάς τους: «Σκυλιά, γιατί δεν θέλετε να κάνετε κόλλυβα τις Κυριακές, όπως λέγουν οι Πατριάρχες και οι πνευματικοί του Όρους;» τους έριξαν από το πλοίο στη θάλασσα, μπροστά στα μάτια όλου του πλήθους των μοναχών της Νέας Σκήτης, προσθέτοντας στους Αγίους Πάντες, που γιόρταζαν εκείνη την ημέρα, άλλους δύο οσιομάρτυρες.


Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ
Το ισχυρότερο πλήγμα κατά των Κολλυβάδων το έδωσε το Πατριαρχείο Κων/λεως το έτος 1776, πατριαρχεύοντος του Κων/λεως Σωφρονίου Β΄. Μεγάλη κληρικολαϊκή Σύνοδος, αποτελούμενη απ’ όλους τους ενδημούντας στην Πόλη αρχιερείς και από πολλούς άρχοντες, καταδίκασε και αφόρισε όλους τους Κολλυβάδες και όλους όσους μαζί μ’ εκείνους και μετά από εκείνους φρονούν ότι μνημόσυνα νεκρών δεν επιτρέπει η Ορθόδοξος Εκκλησία του Χριστού να γίνονται ημέρα Κυριακή. Διακήρυξε η Σύνοδος αυτή ότι ανέκαθεν η ιερά της Εκκλησίας τάξη και κανονική διατύπωση ήταν να γίνονται τα μνημόσυνα και Σάββατο και Κυριακή και οποιαδήποτε άλλη μέρα της εβδομάδος αδιακρίτως και ότι αυτό δήθεν είναι Αποστολική Παράδοσις, και όσοι δεν την δέχονται και δεν τελούν Κυριακή μνημόσυνα είναι αντάρτες, καινοτόμοι και κακόδοξοι. Ως αντιπροσώπους όλων των Κολλυβάδων, προταίτιους και αρχηγούς η Σύνοδος καθήρεσε και αφόρισε τέσσαρες ιερομονάχους αναφέροντάς τους ονομαστικά. Το «θέσπισμα» αυτό της Συνόδου του 1776 το οποίο έκτοτε ακυρώθηκε, γράφει κατά λέξη, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Σωφρόνιος ελέω Θεού... επειδή ταραχή και σύγχυσις κατέλαβε την Εκκλησίαν... δια τινων δοκησισόφων και δοκοφρόνων.. ασέβειαν και ανταρσίαν νοσούντων... της ούν καινοτομίας ταύτης και κακοδοξίας καταδήλου γενομένης... διορίζοντες δια τούτο και αποφαινόμενοι κατά την ανέκαθεν ιεράν της Εκκλησίας τάξιν και κανονικήν διατύπωσιν απαρατηρήτως τελείσθαι και εν Σαββάτω και εν Κυριακή και εν όλαις ταις ημέραις της εβδομάδος τα μερικά των Ορθοδόξων μνημόσυνα κατά την Παράδοσιν των Αποστολικών Διατάξεων... Όσοι μεν ουν συνωδή τη Εκκλησία και τω παρόντι Συνοδικώ θεσπίσματι και φρονούσι και πράττουσι, τελούντες απαρατηρήτως και εν Σαββάτω και εν Κυριακή και εν όλαις ταις ημέραις της εβδομάδος τα μερικά των Ορθοδόξων μνημόσυνα, οι τοιούτοι είησαν συγκεχωρημένοι παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος».
Αυτό φυσικά σημαίνει ότι όσοι μέχρι σήμερα, δεν φρονούσι και πράττουσι συνωδά τω παρόντι θεσπίσματι είησαν ως και οι πρωταίτιοι και αρχηγοί και συνίστορες της τοιαύτης δόξης... καθηρημένοι.. και γεγυμνωμένοι πάσης Θείας Χάριτος και ιεροπραξίας... και πάντη ανίεροι εν βάρει αργίας και αλύτου αφορισμού... Εξ αποφάσεως... 9ης Ιουνίου 1776»

(Το πλήρες κείμενο βλέπε εν Ph. Meyer: «Die Haupturkϋnden fϋr die geschichte der Athos Kloster», Leipjig 1894 σ. 236-241 όπου και τα προαναφερθέντα κείμενα).


«ΑΥΤΟΙ ΚΑΤΑΡΑΣΣΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΥ ΕΥΛΟΓΗΣΕΙΣ»
Καταδικασμένοι από το Πατριαρχείο και κυνηγημένοι από τους συνασκητές τους, όσοι ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην Ιερά Παράδοση της Ορθοδοξίας, έφυγαν από το Όρος και βρήκαν καταφύγιο στα νησιά του Αιγαίου. Εκεί, αγκαλιασμένοι από ένα λαό που διψούσε για αλήθεια και παράδειγμα, οι Κολλυβάδες έσπειραν τον λόγο του Χριστού, και η σπορά εκαρποφόρησε «εις εκατόν». Αυτή η καρποφορία ονομάσθηκε από την Ιστορία: «η πνευματική αναγέννηση του 18ου αιώνος». Σ’ αυτήν οφείλουμε την «Φιλοκαλία», τον «Ευεργετινό», τα «Ευρισκόμενα του Συμεών του Νέου Θεολόγου», τα δύο βιβλία «περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως», τον «Αντίπαπα», το «Πηδάλιο», τον «Συναξαριστή», το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον», και πλήθος άλλα.
Οι Κολλυβάδες ίδρυσαν στα νησιά ονομαστά μοναστήρια, πηγές αγιασμού, που πότιζαν τον λαό του Θεού θεία νάματα έναν ολόκληρο αιώνα, στην Πάτμο, στην Ικαρία, στην Πάρο, στη Σκιάθο, στη Χίο. Οι «αφορισμένοι» Κολλυβάδες αποδείχθηκαν άγιοι και πολλών από αυτούς τα οστά ευωδίασαν και θαυματούργησαν: ο Νήφων ο κοινοβιάρχης της Σκιάθου, ο Παρθένιος ο ζωγράφος ο Σκούρτος, ο Μακάριος Κορίνθου ο Νοταράς, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Αρσένιος ο Νέος ο εν Πάρω ο θαυματουργός. Στους Κολλυβάδες χρωστούμε πνευματικά αναστήματα σαν τον Νεομάρτυρα Πολύδωρο, τον Όσιο Παρθένιο της Χίου, τον Γέροντα Διονύσιο ιδρυτή της Ι. Μονής Παναγίας της Κονιστρίας της Σκιάθου και συνεργάτη του αναγεννητού της Πελοποννήσου Παπουλάκου, τον Μωραϊτίδη και τον Παπαδιαμάντη. Μ’ ένα λόγο σ’ αυτούς χρωστούμε το ότι υπάρχει ακόμη Ορθοδοξία στην Ελλάδα παρά την θύελλα του Φαρμακίδη και των Βαυαρών. Αλλά όχι μόνο στην Ελλάδα. Η Ρουμανία δέχθηκε γρήγορα την επίδραση Κολλυβάδων που εξωρίσθηκαν σ’ αυτήν. Η Ρωσία, τσακισμένη από το νεοειδωλολατρικό, δυτικόπληκτο και αντιμοναστικό πνεύμα του Μεγάλου Πέτρου και της Αικατερίνης της Β΄, κείτονταν, παρά το πολιτικό μεγαλείο και την δύναμη της, σε πνευματικά ερείπια. Από αυτά την σήκωσε ο Μολδαβός στάρετς Όσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκι φέρνοντάς της, από το Άγιον Όρος, τον κολλυβαδικό ησυχασμό και την «Φιλοκαλία».
Οι Αρχιερείς καταδίκασαν και αφόρισαν αυτούς που αγάπησαν την αλήθεια και αγωνίστηκαν γι’ αυτήν. Ο Θεός όμως τους ευλόγησε και τους δόξασε στον αιώνα.

(Αλέξανδρος Καλόμοιρος. Περιοδικό «ΟΙ ΡΙΖΕΣ». Τεύχος 23 - 1988)




Πάμε τώρα νά δούμε, τί λέγει σχετικά καί ο Όσιος Νικόδημος, ο σπουδαίος και πολυγραφώτατος αυτός σύγχρονος Άγιος, ο οποίος κατηγορήθηκε σφόδρα, όσο ακόμη ζούσε, ως «Κολλυβάς» και αιρετικός, και γι’αυτό αναγκάστηκε, να γράψει αυτή την καταπληκτική απολογία, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν είναι κακόδοξος και αιρετικός. Τι να πει κανείς! Τα λόγια περιττεύουν σε τέτοιες περιπτώσεις...


ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
 ΔΗΛΑΔΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΗ
Κατά τῶν, ὅσοι ἀμαθῶς καί κακοβούλως ἐτόλμησαν παρεξηγεῖν καί διαβάλλειν Παραδόσεις τινάς τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας καί ἄλλα τινά τῶν περί Πίστεως ὑγιῆ καί ὀρθόδοξα φρονήματα τοῦ ἀοιδίμου Διδασκάλου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου




«...Υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν καθόλου τι σημαίνει η λέξη «Κολλυβάς» και δεν καταλαβαίνουν την αιτία για την οποία κατηγορούμαστε και δυσφημιζόμαστε. Αυτοί, μόνο και μόνο επειδή ακούνε τους άλλους να μας αποκαλούν Κολλυβάδες και αιρετικούς και κακόδοξους, και με άλλους παρόμοιους δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς, αμέσως τους ακολουθούν στο να εκτοξεύουν εναντίον μας τις ίδιες δυσφημιστικές ονομασίες.

Μοιάζουν λοιπόν μ’ εκείνους τους ανόητους Αθηναίους, οι όποιοι ενώ ήσαν άξεστοι και αγροίκοι, κατηγόρησαν τον δίκαιο Αριστείδη και έγραψαν εναντίον του επάνω στο όστρακο ότι είναι άξιος να εξοστρακισθεί και να εξοριστεί από την Αθήνα. Και το έκαναν αυτό, παρόλο που δεν τον γνώριζαν καθόλου από πριν τους έφτανε μόνο που άκουγαν από τους άλλους ότι είναι άξιος εξοστρακισμού και εξορίας, σύμφωνα με την εξιστόρηση που γίνεται για αυτόν στα «Παράλληλα» του Πλουτάρχου. Παραλείπουμε βέβαια, επειδή είναι κακόφημη, την ταιριαστή σε τέτοιες περιπτώσεις δημώδη και λαϊκή εκείνη παροιμία πού λέγει: «μόλις γαβγίζει ένας σκύλος αμέσως γαβγίζει κι άλλος».


Για να κάνουμε λοιπόν γνωστή την αλήθεια, αναγκαζόμαστε να εκθέσουμε εδώ την παρούσα ιδιόχειρη ομολογία της Πίστεως μας και να απολογηθούμε με συντομία τι φρονούμε για εκείνα (τα θέματα) για τα οποία αδίκως μας κατηγορούν γιατί ακούμε τον κορυφαίο (απόστολο) Πέτρο που μας παραγγέλλει: «Να είστε πάντοτε έτοιμοι να απολογηθείτε σε καθένα που σας ζητάει λόγο... (για την πίστη σας)» (Α’ Πέτρ. γ’, 15). Και τούτο, αφενός, για να κλείσουν τα στόματα τους με το να φοβηθούν τον Θεό και την μέλλουσα ανταπόδοση εκείνοι που με εμπάθεια εκτοξεύουν εναντίον μας αυτές τίς κατηγορίες και αφετέρου, οι αδελφοί πού αγνοώντας (την αλήθεια) σκανδαλίζονται και ψυχραίνονται από όσα λέγονται εναντίον μας, να πάψουν να σκανδαλίζονται, βλέποντας ήδη να φανερώνονται και προφορικά και γραπτά και έντυπα τα φρονήματα πού έχουμε στην καρδιά μας επειδή σύμφωνα με τον απόστολο (Παύλο) «Με την καρδιά πιστεύει κανείς εκείνο, που οδηγεί στη δικαίωσή του, ενώ με το στόμα ομολογεί εκείνο που οδηγεί στη σωτηρία» (Ρωμ, Γ, 10).

................................................................................................................

Μετά από αυτά που ομολογήσαμε προηγουμένως, ερχόμαστε τώρα να απολογηθούμε με συντομία για όσα μας κατηγορούν. Άλλα πριν από την απολογία μας, κρίναμε ότι είναι αναγκαίο να πληροφορήσουμε τους αναγνώστες σχετικά με τη σημασία της λέξεως κόλλυβα. Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το όποιο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεουπόστατο Σώμα Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει». Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α’ επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο που εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του σιταριού.


Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά που προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά που προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος που έκανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς. Ο δεύτερος λόγος για τον όποιο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και ή φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.


Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια, επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα οποία έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα οποία συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα. Γι΄ αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι η Ανάσταση των νεκρών είναι έργο που ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.


Μετά από την παραπάνω προδιασάφηση για την σημασία των κολλύβων, απολογούμαστε πρώτα για εκείνο το ζήτημα, που πολλοί αδελφοί, χωρίς φόβο Θεού κατηγορώντας μας αποκαλούν «Κολλυβάδες». Και λέμε ότι την ονομασία αυτή ψεύτικα και συκοφαντικά μας την προσάπτουν οι καλοί αδελφοί, διότι εμείς τηρούμε την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, η οποία ανέκαθεν και από την αρχή παρέλαβε ήμερα Σάββατο να τελεί τα μνημόσυνα των εν Χριστώ κεκοιμημένων και όχι ήμερα Κυριακή (μνημόσυνα, βέβαια, ονομάζουμε αυτά που τελούνται με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο, όχι αυτά στα όποια γίνεται απλή μνημόνευση ονομάτων κατά την τέλεση της Ιερής Λειτουργίας, γιατί αυτά έχουν άλλη έννοια, όπως θ’ αναφερθεί παρακάτω) και αυτό θα γίνει φανερό από όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια.
Η Εκκλησία, λοιπόν, όχι μόνο την γενική ενθύμηση των ψυχών πάντοτε ημέρα Σάββατο την τελεί (ψυχοσάββατο) και ουδέποτε ήμερα Κυριακή -όπως φαίνεται και από το ιερό Τριώδιο και από το ιερό Πεντηκοσταρίου- αλλά και κάθε Σάββατο κάθε εβδομάδας αυτό το ίδιο κάνει, μνημονεύει δηλαδή τους κεκοιμημένους, όπως φαίνεται από το ιερό βιβλίο της Παρακλητικής.

Για ποιους όμως λόγους, η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, πάντοτε ημέρα Σάββατο; 
Πρώτο, επειδή την ήμερα του Σαββάτου ο Κύριος βρισκόταν με την ψυχή στον Άδη για να του πάρει τα λάφυρα και να λύσει από τα δεσμά τις εκεί ευρισκόμενες φυλακισμένες ψυχές, όπως το βεβαιώνει αυτό ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Αυτός γράφοντας προς τον Κομητά για το θέμα των αγίων νηστειών, να πως λέγει αυτολεξεί,
«με τον ίδιο τρόπο και εδώ το Πνεύμα το Άγιο δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας ολοήμερη μέχρι την εσπέρα νηστεία για τις πέντε ημέρες της εβδομάδας (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής), για το Σάββατο και την Κυριακή δεν όρισε ολοήμερη νηστεία, αλλά την αποχή μόνο από κάποιες τροφές. Και τούτο επειδή τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο και από τη νηστεία επικρατεί η Ανάσταση, που γνωρίζουμε ότι έγινε ημέρα Κυριακή. Όπως και τα Σάββατα της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο από τη νηστεία επικρατεί η λειτουργική προσφορά πού γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων άγιων (δηλαδή των Ορθόδοξων Χριστιανών, εκλαμβάνοντας πλατύτερα τη λέξη άγιος), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο, εξαιτίας του πριν από το Πάσχα Σαββάτου (να ο λόγος, για τον οποίο το Σάββατο τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων) τότε που ο Χριστός έδεσε τον ισχυρό (Διάβολο) και άρπαξε όλα τα σκεύη του αυτό είναι και το μοναδικό Σάββατο (το Μέγα Σάββατο) κατά το όποιο πρέπει να νηστεύουν εκείνοι που εορτάζουν τη χαρά της Αναστάσεως» (στον Α’ τόμο).


Από αυτά τα λόγια, λοιπόν, του θείου Δαμάσκηνου βγάζουμε τούτο το καλό συμπέρασμα, ότι αυτοί που δεν τελούν το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αλλά την Κυριακή, αθετούν αφενός τα λόγια αυτά του θείου πατέρα, και αφετέρου συγχέουν (μπερδεύουν) τα χαρακτηριστικά που έχει το Σάββατο με τα χαρακτηριστικά που έχει η Κυριακή. Και τούτο, διότι κατά το Σάββατο ήταν στον Άδη η θεοϋπόστατη ψυχή του Σωτήρα Χριστού, για να λυτρώσει τις ψυχές που ήσαν εκεί ενώ κατά την Κυριακή ήταν έξω από τον Άδη η ψυχή Του, ενωμένη με το ζωοποιημένο και αναστημένο απ’ αυτήν σώμα και με την ενωμένη υποστατικά μ’ αυτήν Θεότητα.
Ο Μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης διακηρύττει την αναμφισβήτητη γενική αύτη αρχή, ότι δεν πρέπει να συγχέουν κάποιοι τα ιερά σύμβολα, γιατί συγχέουν (μπερδεύουν) ταυτόχρονα και τις αιτίες και τις δυνάμεις και τις τάξεις αυτών των οποίων είναι σύμβολα, αλλά πρέπει να τα διατηρούν ασύγχυτα και αντίστοιχα με τα αίτια τους. Και να πώς το λέγει αυτολεξεί:
«Δεν πρέπει να συγχέουμε όπως τύχει τα ιερά σύμβολα, αλλά να τα εξηγούμε ταιριαστά με τις αιτίες ή τις υποστάσεις ή τις δυνάμεις ή τις τάξεις ή τις αξίες, των οποίων και είναι αποκαλυπτικά σύμβολα» (στην Επιστολή προς τον Τίτο).


Έχοντας την ίδια γνώμη με τον θείο Δαμασκηνό και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης είπε στην ερμηνεία της επιγραφής του 92ου ψαλμού:
«Ποιος απ’ αυτούς που δέχθηκαν την ευσεβή διδασκαλία (του Ευαγγελίου) δεν γνωρίζει ότι την ήμερα του Σαββάτου πραγματοποιήθηκε το μυστήριο του θανάτου; ότι, σύμφωνα με την ακρίβεια του (μωσαϊκού) νόμου, έμεινε ακίνητο μέσα στον τάφο το ζωοποιό Σώμα του Κυρίου την ημέρα εκείνη;».


Δεύτερος λόγος για τον όποιο η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα το Σάββατο είναι, γιατί η λέξη Σάββατο στα ελληνικά σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Επειδή, λοιπόν, οι ψυχές των κεκοιμημένων κατάπαυσαν (σταμάτησαν) απ’ όλα τα βιοτικά πράγματα, γι’ αυτό ανάλογα και κατάλληλα τελείται και η μνήμη τους την καταπαύσιμη ημέρα του Σαββάτου. Και αυτό το βεβαιώνει το συναξάρι του ιερού Τριωδίου, που είναι γραμμένο για το Σάββατο της Απόκρεω, με τα παρακάτω λόγια:

«Σάββατο πάντοτε (σημείωσε αυτό το πάντοτε) τελούμε τη μνήμη των ψυχών, διότι η εβραϊκή λέξη Σάββατο σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Και αφού λοιπόν οι πεθαμένοι κατάπαυσαν (σταμάτησαν) από τίς βιοτικές φροντίδες και από όλα τα υπόλοιπα πράγματα, γι’ αυτό στην καταπαύσιμη ημέρα κάνουμε τις δεήσεις για χάρη τους το μερικό βέβαια έχει επικρατήσει να γίνεται και κάθε Σάββατο (καθώς αυτό γίνεται φανερό από την ιερή Παρακλητική, όπως είπαμε πιο πάνω). Στο σημερινό όμως ψυχοσάββατο (της Απόκρεω) κάνουμε γενική μνημόνευση και προσευχόμαστε για όλους τους ευσεβείς».
Σημείωσε αυτό που λέγει εδώ ο σοφός Νικηφόρος ο Κάλλιστος, αυτός που συνέγραψε τα Συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Γιατί λέγοντας ότι: «Αύτη την ήμερα (του ψυχοσάββατου) μνημονεύουμε γενικώς και προσευχόμαστε για κάθε ευσεβή άνθρωπο», έδειξε ότι σε άλλα Σάββατα μνημονεύουμε και μερικώς (ονομαστικώς) τους κεκοιμημένους πατέρες μας και αδελφούς διότι αντιδιαστέλλεται το γενικώς με το μερικώς. Και αυτό γίνεται φανερό και από τον παρακάτω ορισμό του καθολικού Τυπικού, το οποίο λέγει ότι τα μερικά τριήμερα και τα εννιάμερα μνημόσυνα του αδελφού που κοιμήθηκε κατά την περίοδο της μεγάλης Τεσσαρακοστής, πρέπει να γίνονται το Σάββατο. Αλλ’ αυτό βέβαια, σαφέστερα και ισχυρότερα, φαίνεται και από τα προηγούμενα λόγια του θείου Δαμασκηνού, που λέγει:
«δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας το Πνεύμα το Άγιο... όρισε την λειτουργική προσφορά που γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων αγίων (δηλαδή χριστιανών), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο».

Άρα, είναι ανίσχυρα και μάταια αυτά που προβάλλονται σοφιστικά (παραπλανητικά) από μερικούς, ότι δηλαδή τα γενικά μνημόσυνα (ψυχοσάββατα) γίνονται μόνο το Σάββατο, ενώ τα μερικά μνημόσυνα (για συγκεκριμένους κεκοιμημένους) γίνονται και την Κυριακή. Σημείωσε ακόμα και τούτο, σαν συμπέρασμα που βγαίνει από τα προηγούμενα, ότι αυτοί που τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων την Κυριακή ανατρέπουν τον λόγο του ιερού Τριωδίου που αναφέρθηκε παράπονο). Και τούτο επειδή η Κυριακή δεν είναι καταπαύσιμη ημέρα, όπως είναι το Σάββατο, για να γίνονται και σ’ αυτήν τα μνημόσυνα, αλλά είναι «απαρχή της αιωνίου βιωτής», αρχή της αιώνιας ζωής, όπως ψάλλει η αγία Εκκλησία του Χριστού μαζί με τον θείο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.

Εμείς λοιπόν που τηρούμε την παραπάνω παράδοση της Εκκλησίας, η οποία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο και εμείς που τηρούμε τους αναφερθέντες λόγους του θείου Δαμασκηνού και του ιερού Τριωδίου εμείς, λέγω, κατηγορούμαστε και ονομαζόμαστε «Κολλυβάδες». Από ποιους από εκείνους που παραβαίνουν αυτήν εδώ την παράδοση της Εκκλησίας και κάνουν μνημόσυνα την Κυριακή.
Ω γη και ήλιε και της δικαιοσύνης οφθαλμοί που βλέπετε! Και είναι δίκαιο πράγμα αυτό, όταν μάλιστα εμάς πρέπει να μας επαινούν γι’ αυτή τη στάση μας και να μας εγκωμιάζουν ως φύλακες της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως; Να κρίνετε χωρίς πάθος, σας παρακαλούμε, να κρίνετε εσείς πού έχετε διάκριση και φόβο Θεού στην ψυχή σας.

Ότι βέβαια είναι αρχαία συνήθεια και παράδοση της Εκκλησίας το να τελεί το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αυτά που γίνονται με κόλλυβα και νεκρώσιμο Τρισάγιο και εκτενή ευχή και ακολουθία, αυτό επιβεβαιώνεται από πολλούς. Το βεβαιώνει αυτό πρώτο, η ίδια η πράξη των Ιερών και ευαγών Μοναστηριών του Αγίου Όρους, των οποίων οι εφημέριοι την εσπέρα κάθε Παρασκευής μεταβαίνουν στο κοιμητήριο μαζί με τα κόλλυβα και εκεί τα μνημονεύουν. Όμοια και το πρωί κάθε Σαββάτου λειτουργούν στο ίδιο κοιμητήριο μνημονεύοντας τους κεκοιμημένους.


Αλλά και αν κάποιος από αυτούς που είναι αντίθετοι με την εκκλησιαστική παράδοση των μνημόσυνων επρόκειτο να πει ότι «εσείς, φίλοι μου, σύμφωνα με τα επιχειρήματα που προβάλλετε διδάσκετε ότι μόνο το Σάββατο πρέπει να τελούνται τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και όχι άλλη μέρα της εβδομάδας επειδή όμως τις άλλες ημέρες της εβδομάδας δεν είναι απαγορευμένο να τελούμε τα μνημόσυνα τους, άρα λοιπόν, κατά παρόμοιο τρόπο δεν είναι απαγορευμένο να τα τελούμε και την Κυριακή».
Προς αυτόν εμείς απαντούμε ότι σοφιστικά (παραπλανητικά) αποκρίνεσαι, αγαπητέ, όποιος κι αν τυχαίνει να είσαι, γιατί μαζί μ’ αυτό πού ζητάς στην αρχή να αποδείξεις, αρπάζεις και το ζητούμενο, σύμφωνα με όσα λέγουν αυτοί που καταγίνονται με τα σοφίσματα»


Εμείς αδελφέ δεν διαφωνούμε για την τέλεση των μνημόσυνων τις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας άλλα για μόνη την Κυριακή. Γιατί αυτήν βλέποντας την να ξεχωρίζει από τις άλλες ημέρες, και από το ίδιο το Σάββατο, και εξαιτίας των προνομίων που μας δόθηκαν λόγω της Αναστάσεως του Κυρίου, η οποία έγινε την ημέρα αυτή, και λόγω της αναστάσεως όλων των πιστών πού προτυπώνεται ότι θα γίνει την ημέρα αυτή, αλλά επίσης και για την χαρά αυτής της Αναστάσεωςγια όλους αυτούς τους λόγους, ακολουθούμε τα ιερά Τυπικά που ορίζουν να μη γίνονται αυτή την ήμερα μνημόσυνα των κεκοιμημένων. Όσο για το Σάββατο ακολουθούμε τα παραπάνω λόγια και του θείου Δαμάσκηνου και του ιερού Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου και λέμε ότι τότε πρέπει να γίνονται κυρίως και κατ’ εξοχήν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και μάλιστα για τους λόγους ότι αφενός το Σάββατο είναι ήμερα καταπαύσιμη, και αφετέρου ότι το Σάββατο ο Κύριος βρισκόταν στον τάφο σωματικά και στον Άδη με την ψυχή, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.


Όσο για (την τέλεση μνημοσυνών) τις άλλες ημέρες δεν λογομαχούμε ούτε διαφωνούμε, επειδή ούτε τα ιερά Τυπικά ή τα βιβλία της Εκκλησίας βλέπουμε να ορίζουν κάτι διαφορετικό γι’ αυτές. Κάθε φορά, λοιπόν, που στις υπόλοιπες (καθημερινές) ημέρες της εβδομάδας γίνεται τέλεια Λειτουργία, τότε κι εμείς τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, χωρίς να ορίζουμε τίποτε για θέματα που δεν έχουν οριστεί εκτός μόνο αν συμπέσουν σ’ αυτές τις ημέρες Δεσποτικές ή Θεομητορικές εορτές. Γιατί τότε δεν ψάλλονται αυτά (τα μνημόσυνα), που είναι πένθιμα, σε αυτές τις εορτές, που είναι χαρμόσυνες, επειδή σύμφωνα με τις Ιερές Διαταγές των Αποστόλων «δεν πρέπει να πενθούμε σε ημέρα εορτής». Βλέπουμε εξάλλου και τα Τυπικά, που απαγορεύουν την τέλεση των μνημοσυνών κατά τις εορτές αυτές, όπως θα πούμε λίγο πιο ύστερα.


Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί την αλήθεια και να ισχυρισθεί ότι δεν είναι πένθιμα τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων για το λόγο ότι αυτά προξενούν λύπη. Και προξενούν λύπη,
πρώτο, επειδή οι κεκοιμημένοι αδελφοί θεωρούνται από την Εκκλησία ως αμαρτωλοί και όχι ως δίκαιοι και η αμαρτία, βέβαια, είναι ρίζα και αιτία λύπης και πένθους, επειδή χωρίζει (τον άνθρωπο) από τον Θεό.
Δεύτερο, προξενούν λύπη τα μνημόσυνα, επειδή οι ψυχές των κεκοιμημένων θεωρούνται ότι βρίσκονται σε τόπο σκοτεινό, σε τόπο που επικρατεί η θλίψη και με απλά λόγια, σε τόπο που είναι η φυλακή του αδη, ο όποιος αληθινά είναι αίτιος λύπης και σκυθρωπότητας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία με τα μνημόσυνα παρακαλεί να ελευθερωθούν οι ψυχές των κεκοιμημένων αδελφών από αυτόν τον τόσο άθλιο τόπο και να τοποθετηθούν «σε τόπο φωτεινό, σε τόπο χλοερό (καταπράσινο), σε τόπο αναψύξεως δροσισμού και αναπαύσεως, όπου εξαφανίστηκε η λύπη και ο στεναγμός». Γι’ αυτό το λόγο και όλοι οι χριστιανοί που παρίστανται στα μνημόσυνα των πεθαμένων, με πένθιμο παρουσιαστικό, με μάτια σκυθρωπά και δακρυσμένα και με λυπημένη φωνή, παρακαλούν και προσεύχονται στον Άγιο Θεό για χάρη του κεκοιμημένου λέγοντας: «Κύριε, ελέησε (ευσπλαχνίσου) Κύριε, ανάπαυσε την ψυχή του δούλου σου».

Τρίτο και τελευταίο, είναι πένθιμα τα μνημόσυνα, εξαιτίας του θανάτου που αναφέρεται σ’ αυτά, του θανάτου που είναι πρωταίτιος και πρωτεργάτης κάθε λύπης και πένθους. Και αν, βέβαια (μας αναφέρεις ότι), ο Παύλος λέγει να μη λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους, αλλά σ’ εκείνο το σημείο κεκοιμημένους εννοεί όχι τους αμαρτωλούς -τέτοιοι που θεωρούνται οι δικοί μας κεκοιμημένοι-, αλλά τους Δικαίους και τους Αγίους, καθώς αυτό γίνεται φανερό από τα παρακάτω λόγια του (στην Α’ Θεσσαλονικείς δ’, 13), έτσι όπως τα ερμηνεύουν και ο Χρυσορρήμων (Χρυσόστομος) και ο Θεοφύλακτος...




Τρίτο, την παράδοση τελέσεως των μνημόσυνων το Σάββατο, την βεβαιώνουν τα Τυπικά πολλών Μοναστηριών και μάλιστα της Μεγίστης Λαύρας του Άθω και της Μονής Δοχειαρείου, τα όποια ορίζουν ότι όταν τα μνημόσυνα των κτητόρων τους τύχουν ημέρα Κυριακή, τότε να μνημονεύονται τα κόλλυβα μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας του Σαββάτου και αφού τα μνημονεύσουν και τα μοιράσουν στους αδελφούς, τότε να αρχίζει ό εσπερινός της Κυριακής (αυτές οι ιδιαίτερες διατάξεις των Τυπικών τους γράφονται στο μπροστινό μέρος). Αυτό το βεβαιώνουν (επίσης) τα «βραβία», δηλαδή οι σύντομοι κώδικες που περιέχουν τα ονόματα των κτητόρων των Μοναστηριών και διαβάζονται στον νάρθηκα (λιτή) του Ναού, τα όποια δεν διαβάζονται στον εσπερινό του Σαββάτου. Άλλα και αν πρόκειται να γίνει αγρυπνία το Σάββατο βράδυ προς Κυριακή, ορίζουν να γίνεται, βέβαια, η ακολουθία της λιτής, να μη μνημονεύονται όμως σ’ αυτήν οι κεκοιμημένοι.

Τέταρτο, την παράδοση τελέσεως των μνημοσυνών το Σάββατο, την βεβαιώνει και το Τυπικό του ονομαστού Ναού του Πρωτάτου που βρίσκεται στον Άθωνα. Και όταν λέμε Τυπικό του Πρωτάτου, συμπεριλαμβάνουμε όλα τα ιδιαίτερα Τυπικά των ιερών Μοναστηριών του Άθωνα, γιατί το Πρωτάτο είναι η πρώτη επίσημη καθέδρα, κάτω από την οποία βρίσκονταν όλα τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αυτό λοιπόν το Τυπικό στο κεφάλαιο Ι16 καθορίζει για τα μνημόσυνα τα έξης:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αναχωρήσει προς τον Κύριο κάποιος αδελφός την περίοδο των αγίων τούτων ημερών (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δηλαδή), τότε ενδιάμεσα της εβδομάδας δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής τότε τελείται η παννυχίδα του και το πρωί του Σαββάτου τελείται η Λειτουργία (με κόλλυβο και νεκρώσιμο τρισάγιο δηλαδή), ενώ το επόμενο Σάββατο γίνονται τα εννιάμερα του, είτε συμπίπτουν στις ημέρες τους είτε όχι. Όσο για το σαραντάημερο μνημόσυνο του, τούτο γίνεται με την συμπλήρωση του αριθμού των σαράντα ήμερων από την έκδημία του».

Αυτή η διάταξη για τα μνημόσυνα, τριήμερα, εννιάμερα και τεσσαρακοστά, του κοιμηθέντος μέσα στην Μ. Τεσσαρακοστή αδελφοί είναι κατά λέξη δανεισμένη από το καθολικό Τυπικό του αγίου Σάββα και Χαρίτωνος και Κυριάκου και Ιωάννου του Δαμάσκηνου. Και επειδή το καθολικό Τυπικό που αναφέραμε, σχετικά με τα τριήμερα του κεκοιμημένου λέγει ότι πρέπει να γίνονται αυτά το Σάββατο,  -απ’ όπου προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτά δεν γίνονται την Κυριακή, καθότι υπάρχει το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος την Παρασκευή και τα τριήμερα του να συμπίπτουν την Κυριακή, η διάταξη όμως του Τυπικού λέγει κατηγορηματικά ότι τα τριήμερα του κεκοιμημένου (κατά την Μ. Τεσσαρακοστή) γίνονται το Σάββατο (και όχι δηλαδή την Κυριακή)-,  όμοια και για τα εννιάμερα του λέγει με ακριβή ορισμό ότι πρέπει να γίνονται το ερχόμενο Σάββατο, είτε συμβεί να συμπέσουν αυτά τότε, είτε δεν συμπέσουν (και όχι δηλαδή την Κυριακή) . Όσο για το σαρανταήμερο του κεκοιμημένου, επειδή το καθολικό εκκλησιαστικό Τυπικό αναφέρει αόριστα ότι τούτο να γίνεται όταν συμπληρωθεί ο αριθμός των ημερών (από την ήμερα του θανάτου) -και δεν εξαίρεσε τίς ημέρες στις όποιες δεν επιτρέπεται-, για τον λόγο αυτό οί θεοφόροι πατέρες του αγιώνυμου Όρους, οι όποιοι καθόλου δεν διαφέρουν στην αγιότητα από τον άγιο Σάββα και τον άγιο Χαρίτωνα και από τους άλλους -«ερμηνεύοντας τα πνευματικά πράγματα με πνευματικά μέτρα», σύμφωνα με τον Απόστολο- προσδιόρισαν το αόριστο και διεύρυναν το περιορισμένο και εξήγησαν το δυσνόητο αυτό μέρος του καθολικού Τυπικού και γι’ αυτό επισυνάπτουν στη συνέχεια τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις, λέγοντας:
«Αυτό, βέβαια, είναι φανερό (ότι το μνημόσυνο θα γίνει στις σαράντα ημέρες), εάν δεν συμπέσει (το σαραντάημερο μνημόσυνο δηλαδή) την αγία και Μεγάλη Εβδομάδα ή τη Διακαινήσιμο γιατί εάν συμπέσει μέσα σε αυτές τις εβδομάδες δεν τελείται το μνημόσυνο του δηλαδή, παρά μόνο αφού περάσει η Κυριακή του Θωμά. Επειδή ακριβώς είναι παράδοση των Άγιων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που έχουν εκδημήσει από κοντά μας από αυτή δηλαδή την πρώτη μέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή μέρα, οι Λειτουργίες αυτού του είδους που γίνονται για αυτούς αρχίζουν από την Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η Τεσσαρακοστή μέρα. Τούτο δεν γίνεται μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες μέρες. Δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δεύτερα του Άγιου Πνεύματος».

Και βλέπε, φίλτατε αναγνώστη, πόση ακρίβεια τηρούν εδώ, σ’ αυτά που λένε, οι θεοφόροι Πατέρες του Αγίου Όρους. Γιατί αυτοί οι ίδιοι που είπαν παραπάνω ότι είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά οι κεκοιμημένοι αδελφοί και αυτοί οι ίδιοι που, ως φιλάδελφη που είναι, τόσο αγωνίζονται και υπερμαχούν για να μνημονεύονται καθημερινά όσοι τελευτούν αυτοί, λοιπόν, εξαιρούν (από την μνημόνευση αυτή, που γίνεται με κόλλυβο) με τρόπο κατηγορηματικό τις Κυριακές και τις αναφερθείσες εορτάσιμες ημέρες και με μεγάλη ακριβολογία και σαφή υπόδειξη λέγουν να μη γίνονται τις ημέρες αυτές τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων αδελφών. Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο φανερό και ξεκάθαρο απ’ αυτή την αλήθεια; Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο σαφές απ’ αυτή την διάταξη; Ή ποιος άλλος μπορεί να βρεθεί περισσότερο φιλάδελφος από τους φιλάδελφους αυτούς Πατέρες; Αρκετή ήταν από μόνη της η παραπάνω μαρτυρία του Τυπικού του Πρωτάτου, ως το πλέον αποδεκτό που είναι, να πληροφορήσει τον καθένα.
Για περισσότερη, όμως, επιβεβαίωση των αναγνωστών, παρουσιάζουμε εδώ και άλλες μαρτυρίες από Τυπικά μερικών Μοναστηριών του , Αγίου Όρους. Λέμε, λοιπόν, ότι την παραπάνω διάταξη του Τυπικού του Πρωτάτου, αυτή που αναφέρει για το «τι πρέπει να γίνει, εάν συμβεί κάποιος αδελφός να αποδημήσει προς τον Κύριον μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή», την ίδια, απαράλλακτα και με τις ίδιες λέξεις, αναφέρει και το Τυπικό της Ιεράς Μονής του Διονυσίου, που τώρα είναι κοινόβιο. Γιατί και εκεί κατά τον ίδιο τρόπο γράφεται:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αποδημήσει κάποιος αδελφός προς τον Κύριον αυτές τις άγιες ημέρες, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής επειδή τότε τελείται η παννυχίδα του, και το Σάββατο πρωί τελείται η Λειτουργία» και τα υπόλοιπα. Έπειτα προσθέτει και τα ακόλουθα: «Και επειδή είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που αναχωρούν από κοντά μας, από την πρώτη δηλαδή ημέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή, οι Λειτουργίες αυτού του είδους [με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο] που γίνονται γι αυτούς αρχίζουν από τη Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η τεσσαρακοστή ημέρα. Μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες ημέρες δεν γίνεται αυτό, δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν από την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος»....

Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...