Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος
Τη μνήμη της Αγίας Ευδοκίας της από Σαμαρειτών η Οσιομάρτυς τιμά σήμερα, 1 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.
Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε στη Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας, της Φοινίκης, την εποχή του Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.). Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην αμαρτία και την ακολασία, παρασύροντας με την εκτυφλωτική της ομορφιά πολλούς άνδρες στη αμαρτωλή ζωή, ενώ συγχρόνως συγκέντρωσε πολλά χρήματα.
Η χάρη όμως του Θεού ευδόκησε, ώστε να συμβεί η θαυμαστή αλλοίωση και στην ψυχή της Ευδοκίας. Μετά από μία σοβαρή ασθένεια, εγκατέλειψε την πόλη και την αμαρτία της, για να επιστρέψει εκεί ένα χρόνο αργότερα. Επιθυμώντας όμως να παραμείνει άγνωστη, εγκαταστάθηκε στην άκρη της πόλης. Εκεί γνωρίζει κάποιον μοναχό ονόματι Γερμανό και με τις νουθεσίες του μετανοεί.
Στην συνέχεια, αφού είδε οπτασία, προσήλθε στον Επίσκοπο Θεόδοτο και βαπτίσθηκε. Η οπτασία ήταν η εξής: Παρατηρούσε Άγγελο Θεού να οδηγεί αυτήν προς τον ουρανό και άλλους Αγγέλους να τη συγχαίρουν, ενώ την ίδια στιγμή κάποιος μαύρος ούρλιαζε και έλεγε ότι αδικείται πάρα πολύ, επειδή η Ευδοκία έγινε Χριστιανή.
Από τότε αλλάζει η ζωή της, χαρίζει όλη της τη περιουσία στο φιλανθρωπικό έργο της τοπικής εκκλησίας και πηγαίνει σε κάποιο μοναστήρι, όπου ζει βίο ασκητικό ως τη στιγμή που τη άρπαξαν οι πρώην εραστές της και την οδήγησαν στο Αυριλιανό για να δικαστεί.
Η Αγία όμως με την προσευχή της, κατόρθωσε να αναστήσει το νεκρό παιδί του βασιλιά και να προσελκύσει και τον ίδιο στο Χριστιανισμό. Αργότερα οδηγήθηκε μπροστά στον ηγεμόνα Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη, αφού η Αγία και πάλι θαυματούργησε. Τελικά αποκεφαλίσθηκε από το Βικέντιο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Απολυτίκιο: Ήχος γ'. Θείας πίστεως.Φόβον ένθεον, αναλαβούσα, κόσμου έλιπες, την ευδοξίαν, και τω Λόγω Ευδοκία προαέδραμες, ου τον ζυγόν τη σαρκί σου βαστάσασα, υπερφυώς ηγωνίσω δι' αίματος. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος