Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιες μορφές στον σύγχρονο κόσμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιες μορφές στον σύγχρονο κόσμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Ιουνίου 14, 2016

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς




(Κατά τή διάρκεια τῆς ἀπογευματινῆς συνεδρίας τῆς Πέμπτης, 29 Ἀπριλίου 2010 ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, κατέταξε στά Δίπτυχα τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἰουστῖνο Πόποβιτς (1894 – 1979)

Ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησία ἀποφάσισε ἡ μνήμη τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Ἰουστίνου Πόποβιτς νά τιμᾶται στίς 14 Ἰουνίου (νέο ἡμερολόγιο).


Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ὅ ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ Ἰουστῖνος γεννήθηκε στίς 25 Μαρτίου τοῦ 1894, ξημερώματα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν πόλη Βράνιε τῆς νοτίου Σερβίας. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Σπυρίδων καί ἡ μητέρα του Ἀναστασία.

Κατά τήν βάπτιση ἔλαβε τό ὄνομα Εὐάγγελος. Ἡ οἰκογένεια τοῦ πατέρα του ἦταν ἐκ παραδόσεως ἱερατική καί εἶχε δώσει στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τουλάχιστον ἑπτά ἱερωμένους.

Αὐτό ἐξάλλου φανερώνει καί τό ἐπώνυμο Πόποβιτς = Παπαδόπουλος. Ἀπό μικρό παιδάκι ἀκόμα, συχνά ἐπισκεπτόταν μέ τούς γονεῖς τοῦ τόν ἅγιο Πρόχορο τόν Θαυματουργό στήν κοντινή Μονή Πτσίνσκι ὅπου καί εἶδε μέ τά μάτια του τήν θεραπεία τῆς μητέρας του ἀπό βαριά ἀσθένεια.

Μία δεύτερη πηγή εὐλάβειας γιά τόν μικρό Εὐάγγελο ἦταν ἡ τακτική ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τά δεκατέσσερά του χρόνια μά καί ἡ ἀσκητική βίωσή του μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.

Τρίτη πηγή θείας ἔμπνευσης ἔγινε γιά τόν μικρό Πόποβιτς ἡ ἀνάγνωση τῶν Συναξαριῶν καί ἀργότερα τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλεγε ὁ ἴδιος χαρακτηριστικά: «ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι βιβλιοθήκη, τήν ὁποία μπορεῖς νά μελετήσεις, ἀλλά βίωμα τό ὁποῖο καλεῖσαι νά ζήσεις.

Ἤ Ὀρθοδοξία εἶναι πρώτιστα βιοτή καί μάλιστα ὁσία βιοτή καί ὕστερα διδαχή καί μάλιστα διδαχή ζωῆς, χάριτος, ἡ ὁποία δέν ἔχει τίποτε ἀπό τήν νέκρα τοῦ σχολαστικισμοῦ καί τόν ὀρθολογισμό τοῦ προτεσταντισμοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τήν δική της μεθοδολογία καί παιδαγωγική, τούς Βίους τῶν Ἁγίων».

Ἀπό τήν φύση του φιλόσοφος καί διψασμένος γιά τήν θεία μά καί τήν ἀνθρώπινη γνώση, ὁ μικρός Εὐάγγελος ἐγγράφεται στά 1905 στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή τοῦ Ἁγίου Σάββα στό Βελιγράδι ὅπου ἀξιώθηκε νά ἔχει ὡς δάσκαλό του τόν φωτισμένο ἅγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς.

Τελείωσε τήν Σχολή στά 1914 μά τόν πρόλαβε ὁ Α' Παγκόσμιος Πόλεμος καί στρατεύτηκε ὡς νοσοκόμος. Ἀκολουθώντας τήν τύχη τοῦ σέρβικου στρατοῦ, πῆρε τό δρόμο τῆς ἐξορίας μέσα ἀπό τά βουνά τῆς Ἀλβανίας πρός τήν Κέρκυρα. Καθ' ὁδὸν ἔνοιωσε πλέον ἕτοιμος νά ἀφιερώσει τήν ζωή του στό Χριστό καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου ἔλαβε στήν Σκόδρα τό μοναχικό σχῆμα τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 1916 καί πῆρε τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μάρτυρος καί φιλοσόφου Ἰουστίνου.

Ἀπό τήν Κέρκυρα, μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει μέ μία ὁμάδα φωτισμένων θεολόγων γιά θεολογικές σπουδές στήν Ἁγία Πετρούπολη.

Σύντομα ὅμως, λόγω τῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων στήν Ρωσία, ἀναγκάστηκε νά τήν ἐγκαταλείψει καί νά μεταβεῖ στήν Ὀξφόρδη. Ἐκεῖ ἔμεινε δύο χρόνια ἑτοιμάζοντας τήν διδακτορική του ἐργασία μέ θέμα «Ἡ θρησκεία καί ἡ φιλοσοφία τοῦ Ντοστογιέβσκι».

Ἡ ἐμμονή του στήν κριτική τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ καί στήν ὑπεράσπιση τοῦ Ντοστογιέβσκι τοῦ κόστισε τήν ἀπόρριψη τῆς διατριβῆς. Ἔτσι στά 1919, ὅταν, μετά τό τέλος τοῦ πολέμου, γύρισε στήν πατρίδα του τοποθετήθηκε ὡς καθηγητής θεολογίας στό Σρέμσκι Κάρλοβτσι.

Σύντομα μεταβαίνει στήν Ἀθήνα γιά νά λαβή τελικά ἐκεῖ τό διδακτορικό του δίπλωμα στήν Πατρολογία στά 1926 μέ θέμα «Τό πρόβλημα τοῦ προσώπου καί τῆς γνώσεως στόν Ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο». Γνώριζε πολύ καλά τήν παλαιοσλαβική, τήν ἀρχαιοελληνική, τήν λατινική, τήν ρωσική, τήν νεοελληνική, τήν ἀγγλική, τήν γερμανική καί τήν γαλλική.

Στά ἑπόμενα ἔτη ἐργάστηκε στίς Ἐκκλησιαστικές Σχολές τοῦ Καρλοβικίου, τῆς Πριζρένης καί τοῦ Μοναστηρίου (Βίτολα). Στά 1930-31 ἡ Σερβική Ἐκκλησία τόν ἔστειλε μαζί μέ τόν Μητροπολίτη Ἰωσήφ σέ ἱεραποστολική ἀποστολή στήν Τσεχοσλοβακία.

Ἐκεῖ ἐργάστηκαν ἐπί ἕνα χρόνο στήν διαφώτιση καί ὀργάνωση τῶν ἐνοριῶν καί τοῦ μοναχικοῦ βίου τῶν ὀρθοδόξων Σλοβάκων στά Καρπάθια οἱ ὁποῖοι ἐπέστρεφαν καί πάλι στήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν Οὐνία. Ἐνῶ ἀκόμη βρισκόταν ἐκεῖ, ἐξελέγη τό 1931 ἐπίσκοπος τῆς νεοσυσταθείσης Ἐπισκοπῆς Καρπαθίας ἀλλά ἀπό ταπείνωση δέν δέχτηκε τήν θέση ἐκείνη.

Στήν διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς βρέθηκε σέ διάφορες μονές καί σταδιακά στό Βελιγράδι, μοιραζόμενος τήν τύχη τοῦ λαοῦ του.

Μέ τήν ἐγκαθίδρυση τῆς νέας κομμουνιστικῆς ἐξουσίας στήν Γιουγκοσλαβία τό 1945, ὁ πατήρ Ἰουστῖνος ἐξεδιώχθη ἀπό τό Πανεπιστήμιο τοῦ Βελιγραδίου μαζί μέ ἄλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στήν μονή Σούκοβο τοῦ Πίροτ στή νότια Σερβία (1946) καί φυλακίστηκε.

Λίγο ἔλειψε νά ἐκτελεστεῖ ἀπό τό καθεστώς ὡς «ἐχθρός τοῦ λαοῦ», ἀλλά σώθηκε τήν τελευταία στιγμή ὅταν ὁ Πατριάρχης Γαβριήλ κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τό Ἄουσβιτς ἀπήτησε τήν ἀποφυλάκισή του.

Διωγμένος ἀπό τό Πανεπιστήμιο καί δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος ἀπό τά ἀνθρώπινα, θρησκευτικά καί πολιτικά του δικαιώματα, ὁ πατήρ Ἰουστῖνος ἔζησε οὐσιαστικά ἔγκλειστος στήν μικρή γυναικεία μονή τῶν Ἀρχαγγέλων στό Τσέλιε τοῦ Βάλιεβο.

Ἀκόμη καί ἐκεῖ ὅμως οἱ πολιτικές ἀρχές δέν τόν ἄφηναν ἥσυχο. Πέρα ἀπό τήν συνεχῆ καί ἀσφυκτική παρακολούθηση, συχνές ἦταν καί οἱ ἀνακρίσεις στήν πολιτική διοίκηση τοῦ Βάλιεβο.

Σέ περιόδους δέ κρισίμων συνεδριάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στό Βελιγράδι, τοῦ ἀπαγορευόταν ὁποιαδήποτε ἔξοδος ἀπό τήν μονή ἐπί μῆνες ἀπό τόν φόβο τυχόν ἐπιρροῆς του στούς ἐπισκόπους. Παρά τίς δύσκολες αὐτές καί ὀδυνηρές συνθῆκες ὁ πατήρ Ἰουστῖνος προσευχόταν ἀδιάλειπτα, ἐπικοινωνοῦσε μέ ὅσους εἶχαν τό θάρρος νά τόν ἐπισκέπτονται, συνέχιζε τό ἱεραποστολικό του ἔργο καί ἔγραφε συνεχῶς δίχως νά σταματήσει τήν παράλληλη μελέτη τῶν προσφιλῶν του Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Συναξαρίων.

Λειτουργοῦσε καθημερινά, νήστευε πλήρως ὅλες τίς Παρασκευές τοῦ ἔτους καθώς καί τήν Α' Ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν καί τήν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν ἐνῶ ἔκανε καί ἄλλες νηστεῖες ἐκτός ἀπό τίς διατεταγμένες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀκολουθώντας πιστά τό μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελοῦσε ὅλες τίς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου. Ἑκατοντάδες ἦταν τά ὀνόματα ποὺ μνημόνευε στήν Θεία Λειτουργία, ὀνόματα ποὺ τοῦ ἔδιναν εἴτε προφορικά εἴτε μέσω ἐπιστολῶν.

Παρά τόν αὐστηρό περιορισμό του ἀπό τίς πολιτικές ἀρχές, ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε γρήγορα καί πέρασε τά σύνορα τῆς Σερβίας. Ἔτσι, τόν ἐπισκέπτονταν ὄχι μονάχα Σέρβοι ἀπό διάφορες περιοχές τῆς χώρας ἀλλά καί πολλοί Ἕλληνες.

Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στίς 25 Μαρτίου 1979, ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μά καί ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του.

Ὁ πατήρ Ἰουστῖνος, ἀφοῦ ἐντρύφησε ἐμπειρικά στά ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καρποφόρησε αὐτή του τήν μελέτη καί στά δικά του συγγράμματα ὅπου εὔκολα διαφαίνεται τό θεολογικό βάθος μά καί τό συγγραφικό του τάλαντο.

Δύο εἶναι τά κεντρικά χαρακτηριστικά τοῦ ὅλου συγγραφικοῦ του μόχθου, τά ὁποῖα συναντῶνται σέ ὅλα του τά ἔργα, ἀπό τό πιό σύντομο μέχρι καί τό πιό ἐκτενές, καί ἀπό τό πιό βαθύ μέχρι καί τό πιό ἐκλαϊκευμένο.

Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἀγάπη του γιά τό πρόσωπο τοῦ «Θεανθρώπου Χριστοῦ». Ἴσως αὐτή νά εἶναι ἡ πιό συχνή ἔκφραση μέσα στό ἔργο του. Γύρω ἀπό τόν Θεάνθρωπο στρέφονται τά πάντα, ἀπό Αὐτόν πηγάζουν ὅλα καί σέ Αὐτόν ἀπολήγουν, ἐνδοχρονικά μά καί ἐσχατολογικά.

Τό δεύτερο ἐξίσου σπουδαῖο εἶναι ἡ μέριμνά του στό νά μήν ἀποκλίνει ἀπό τήν ἀλάνθαστη γραμμή τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ὁ ὑπερπλήρης ἀγάπης πατήρ Ἰουστῖνος εἶναι συνάμα καί διαχρονικά ὁ ἀνυποχώρητος εἰς τά τῆς πίστεως καί ζηλωτής τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως θεολόγος.

Ἤδη τήν περίοδο 1932-35 συνέγραψε τό δίτομο ἔργο «Ὀρθόδοξος φιλοσοφία τῆς Ἀληθείας», τήν γνωστή Δογματική του, τό ὁποῖο τοῦ χάρισε τήν ἕδρα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου.

Τόν τρίτο τόμο ἐξέδωσε λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, τό 1978. Ἀπό πολλούς συγχρόνους ἐρευνητές θεωρεῖται ὡς ἡ πληρέστερη ὀρθόδοξη Δογματική καί ἔχει ἤδη μεταφραστεῖ στήν γαλλική ἐνῶ μεταφράζεται στήν ἀγγλική καί στήν ἑλληνική.

Ἄλλο μνημειῶδες ἔργο του εἶναι οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων σέ 12 τόμους καί ἡ Ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης σέ 7 τόμους.

Κυριακή, Μαΐου 22, 2016

Γέρων Θεόδωρος Σπηλαιώτης: «Ὁ ἀσκητὴς τοῦ Ἁγιοφαράγγου»


Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἱερεμίου Γεωργαλῆ
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦν τὴν λησμοσύνη εἶναι στοῦ Θεοῦ τὴν θύμηση. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκωφαντικά σιωποῦν, συνομιλοῦν ἀδιάκοπα μετὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὅταν μακραίνουν ἐκ τοῦ κόσμου, τοὺς ἀνθρώπους ὠφελοῦν. Καὶ ὅταν στὶς ἐρήμους κατοικοῦν, τὰ διαβατικὰ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν περιπατοῦν. Στοὺς κάτω τούτους χρόνους, κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ ὀσμὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ 
 
δαιμονιώδης βλασφημία ἔφθασαν στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, εὐωδία οὐράνια καὶ παρηγορία ὑπερκόσμια ξεχύνεται ἀπὸ τὸ ἡγιασμένο ὄρος τῶν Ἀστερουσίων, τῆς ἁγιοτόκου καὶ ἡρωοτόκου Κρήτης. Τὸ ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν στὶς Ἐκκλησιὲς, τῆς ὑπ' οὐρανὸν Ὀρθοδοξίας, ὑψώνονταν ὁ Ἐσταυρωμένος Σωτήρας Χριστός, ὑψώθηκε καὶ ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ φθαρτῶν εἰς τὰ οὐράνια καὶ ἄφθιτα, ὁ σπηλαιώτης ἀσκητὴς τοῦ Ἁγιοφαράγγου, παπά-Θεόδωρος. Πόσες φορὲς δὲν ἐπικαλέσθηκε τὸν Κύριο μὲ τὸ «Μνήσθητι μου» τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ. Δεσποτικῆς φωνῆς ἀξιώθηκε ὁ μακάριος γέρων, «Σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ».
Στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἱερατικῆς του διακονίας, πῦρ οὐράνιο κατέκαυσε τὴν καρδία του, ἀφοῦ ἔχυσε κρουνοὺς δακρύων μετανοίας. Ἐπίσκεψη Θεοῦ ἡ παράδοξη καὶ ἀνερμήνευτη ἀπόφασὴ του, γιὰ ἀσκητικὴ ἀναχώρηση. Δὲν ἐμπιστεύεται τὸν λογισμὸ του, διὰ τοῦτο καὶ προσφεύγει στὸν Ἅγιο γέροντα Παΐσιο, στὸν ὁσιώτατο ἀσκητὴ τῶν Κατουνακίων π. Ἐφραὶμ ἀλλὰ καὶ στὸν ἀκραιφνὴ...
Δεῖτε ἀποκλειστικὲς φωτογραφίες τοῦ Γέροντος καὶ τς περιοχς τοῦ Ἁγιοφαράγγου…
ἑρμηνευτὴ τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, Ἀρχιμανδρίτη Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Καὶ οἱ τρεῖς, ἐν ἑνὶ στόματι, ἀναγνωρίζουν τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στὸν π. Θεόδωρο καὶ τοῦ δείχνουν τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν, τὴν ἡγιασμένη ἔρημο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες κατέρχεται στὴν Κρήτη, στὸ Φαράγγι τῶν Ἁγίων. Ὁ μακαριστός, πλέον, Μητροπολίτης Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας, κυρὸς Κύριλλος, σὲ συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν γέροντα Θεόδωρο, τοῦ ἐκφράζει τὶς ἐγκάρδιες εὐχαριστίες του, διότι μὲ τὴν παρουσία του ξαναζωντάνεψε τὸ ἐρημωμένο φαράγγι καὶ τοῦ δίδει τὴν πατρικὴ του εὐχὴ, νὰ συνεχίσει τὸν ἀσκητικὸ του ἀγώνα, ἐν προσευχῇ καὶ νηστεία, στὸν Προφήτη Ἠλία.
Ἐκεῖ, λοιπόν, στὸ Ἁγιοφάραγγο, τοῦτος ὁ καλόγηρος, ἀναψηλάφησε χρόνους ἀλλοτινούς, ὁλόφωτους, ἀσκητικούς. Ἐλπιδοφόρο ξάφνιασμα ἡ φανέρωσή του, στοὺς δύστηνους καιρούς μας. Ἕνας ἀπόηχος ἡ ἀσκητικὴ του βιοτή, ἀπὸ τοὺς ἐρημίτες τῆς γῆς τοῦ Νείλου. Σάρκωσε τοὺς θρύλους τῶν κρυφῶν καὶ φανερῶν ἀσκητάδων τῶν Ἀστερουσίων. Πλάτυνε τὰ σπήλαια τοῦ ἡγιασμένου τόπου, μὲ τὶς παννύχιες προσευχὲς του. Πότισε γῆ ἐρημική, μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας του. Δρόσισε ὁ σιωπηλὸς μοναχός, μὲ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, τὶς διψασμένες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Οὐρανὸ ἐποίησε τὸν βραχωμένο τόπο, μὲ τὴν μελίρρυτη ψαλμουδιὰ του. Θυσιαστήρια τοῦ Θεοῦ ὑπερήψωσε στὴν ἄνικμη γῆ, μὲ τὰ κουρασμένα χέρια του. Δὲν μνησικάκησε, ὅταν ἐφρύαξε ὁ δαίμονας καὶ τοῦ γκρέμισε τὸν Προφήτη Ἠλία. «Τὴν πιὸ ἔντονη προσευχὴ μου τὴν ἔκανα γιὰ τοὺς διῶκτες μου. Ἰδιαίτερα, γι' αὐτὸν ποὺ μὲ ἐδίωξε ἀπὸ τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ γκρέμισε τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν σκήτη καὶ γιὰ ὅσους κρύβονται πίσω ἀπ' αὐτόν.  

Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς συγχωρήσει, νὰ τοὺς χαρίσει ὑγεία καὶ μετάνοια, νὰ μὴν τοὺς συμβεῖ κακὸ καὶ νὰ μὴν στήσει αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Ἂν εἶχα ἴχνος ἐμπαθείας μέσα στὴν καρδιὰ μου, θὰ σταματοῦσα τὴν Θεία Κοινωνία», μᾶς ἔλεγε ὁ μακαριστὸς γέροντας στὸ ἀσκητήριό του, πλέον, στὸ Κεφάλι, ἀποκαλύπτοντας, μὲ ζηλευτὴ ἠρεμία, τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθῆς καρδίας του. Συγκινημένος πολιός Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔλεγε γιὰ τὸν γέροντα Θεόδωρο: «Θὰ τὸ θεωροῦσα μεγάλη εὐλογία καὶ σημάδι θεϊκὸ τὴν παρουσία τέτοιου ἀσκητοῦ στὴν ἐπαρχία μου, ποὺ θὰ εὔχονταν καὶ θὰ  προσεύχονταν δι' ἐμὲ καὶ τὸ ποίμνιό μου».  
Παρηγόρησε ὁ παππούλης, ἀνέπαυσε ὁ γέροντας, εὐχήθηκε ὁ ἀσκητής, προσευχήθηκε ὁ ἐρημίτης. Μέτρο αὐταπάρνησης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, ἀσκητικότητος καὶ βάθους πνευματικότητος, ὁ βίος του. Ἀκατανόητος, ἀλλότριος καὶ ξένος πρὸς τὴν ἐμπαθῆ καὶ εἰδωλομανοῦσα ἐποχὴ μας. Ἀγόγγυστα ὑπέμεινε, ὁ ταπεινὸς ἀσκητής, ὡς γνήσιος φίλος καὶ μαθητὴς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ τὴν συκοφαντία. «Φιλάδελφα χέρια ποὺ μοῦ κόλλησαν τὴν ἐτικέτα τοῦ πλανεμένου, μοῦ προσήγαγαν τὴν μεγαλύτερη εὐεργεσία. Δὲν ἦρθα στὴν ἔρημο γιὰ ἀνθρώπινη πελατεία ἀλλὰ γιὰ τὴν πολυπόθητη σωτηρία. Αὐτὸ μὲ ἔκανε νὰ φύγω ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ μου σπήλαιο καὶ νὰ πάω ψηλότερα καὶ πιὸ ἀπρόσιτα, στὸν Ἀη-Λιά. Ἤθελα μόνωση καὶ ἡσυχία, ὄχι θόρυβο καὶ πολυκοσμία», μας ἔλεγε ὁ πάντα ἤρεμος καὶ γαλήνιος γέροντας.
Τελευταία ἐπιθυμία τοῦ χαρισματικοῦ γέροντος ἦταν νὰ παραδώσει τὴν καθάρια του ψυχὴ εἰς χεῖρας Θεοῦ, στὸ ἀσκητήριό του, στὸ Κεφάλι, σιμὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Κασσιανῆς, τῆς μεγάλης ἀσκητρίας τῶν Ἀστερουσίων, ποὺ μετὰ κόπου πολλοῦ ἀνήγειρε. Στὸ νοσοκομεῖο, ποὺ νοσηλεύονταν, ἔλαβε, ὡς γνήσιος ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἐπισκόπου του καὶ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀσκητήριό του, στὸ Κεφάλι, ὅπως ἐπιθυμοῦσε. Τόν ἔβαλαν στὸ κρεβάτι του, κοίταξε γαλήνια γιὰ λίγο γύρω του καὶ ἥσυχα μετέβει «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος,  οὐ λύπη, οὐ στεναγμὸς ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος».

Ἡ ἁγιοτόκος καὶ ἡρωοτόκος Κρήτη γιὰ πολλὰ μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ. Ἐξαιρέτως, ὅμως, μπορεῖ νὰ μεγαλύνεται, διότι σ' αὐτοὺς τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους δὲν ἔπαψε νὰ προσφερει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔνθεους ἀγωνιστὲς καὶ ἡγιασμένους ἀθλητές. Στῦλοι ἄσειστοι καὶ ἑδραῖοι εἶναι τὰ μοσχομυρισμένα μνήματα τοῦ γέροντος Ἀναστασίου, στὸ Μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ,  τοῦ γέροντος Εὐμενίου στὴν Ἐθιά, τοῦ γέροντος Θεοδώρου, στὸ Κεφάλι, τοῦ γέροντος Εὐμενίου, στὸ Ρέθυμνο. Καὶ φαεινὲς λαμπάδες εἶναι  ποὺ μεταφέρουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὸν πεπλανημένο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, κόσμο μας.   
Ἀπὸ τοὺς πολύτιμους θησαυρούς ποὺ περικρατοῦμε, τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Θεοδώρου, ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἡγιασμένη κληρονομία του, καταθέτουμε, πρὸς ὠφέλεια καὶ ἐπιστηριγμό, τοῦτον τὸν λόγο του: «Ἂν θὰ μὲ ρωτούσατε νὰ σᾶς πῶ, τὶ κατάλαβα τόσα χρόνια στὴν ἔρημο, θὰ σᾶς ἀπαντοῦσα μὲ μιὰ λέξη: τὴν δύναμη τοῦ ψαλτηρίου. Ἂν ξεκινοῦσα τὴν ζωὴ μου τώρα, ἕνα θὰ πάσχιζα νὰ κάνω, νὰ ἀποστηθίσω τὸ ψαλτήρι. Αὐτὸ εἶναι ἡ γονικὴ μήτρα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ εὔφορο χῶμα, ὅπου εὐδοκιμεῖ ὁ  σπόρος τῆς εὐχῆς. Αὐτὸ μαστίζει τοὺς δαίμονες. Ὅταν διάβαζα, στὶς ἀγρυπνίες μου, τὸ ψαλτήρι, ἐρχόνταν ὁ δαίμονας, ποὺ μούγκριζε σὰν ἀγριόχοιρος στὸ αὐτὶ μου. Εἰδικὰ, ὅταν ἔλεγα τὸν στίχο, «Ἀναστήτω ὁ Θεός…» καί τὸν στίχο ποὺ λέει, «Ἐσὺ εἶσαι Κύριος καὶ Θεὸς μου». Λυσσοῦσε, μὲ ἔπιανε ἀπὸ τὸν λαιμό,  μὲ ἔπνιγε. Μπέρδευε τὰ λόγια μου, γιὰ νὰ μὴν τὸ πῶ.  Τόσο πολὺ καιγόταν…». Νὰ ἔχουμε τὴν ἁγία του εὐχὴ καὶ ὁ Θεὸς νὰ δώσει μιμητὲς τῆς ἀσκητικῆς καὶ ἡγιασμένης του ζωῆς.
πηγη ρωμαιικο οδοιπορικο
 το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Μαΐου 05, 2016

"ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΗΓΗ, ΑΠ΄ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΠΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΦΙΔΙΑ" - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ


Κάποτε, έναν άξιο και σεβάσμιο Επίσκοπο, τον Πατέρα Αυγουστίνο Καντιώτη, τον κατηγόρησαν ότι όταν βρισκόταν στην Κοζάνη ως Ιερέας, στον εμφύλιο πόλεμο, από τις 8000 μερίδες φαγητού που μοίραζε κάθε μέρα, έτρωγαν και παιδιά μερικών κομμουνιστών και ανταρτών που ήταν στα βουνά. Τον κάλεσαν, λοιπόν, οι αρχές και οι εξουσίες και του ζήτησαν εξηγήσεις.

Και εκείνος απάντησε με μια παροιμιώδη φράση : "Στο βουνό και στο δάσος υπάρχει μια πηγή. Απ΄ την πηγή πίνουν και τα πουλάκια και τα ελάφια και τα φίδια. ".

Έτσι, λοιπόν, δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς κάποιον πεινασμένο από το φαγητό, λόγω της θεωρίας που μπορεί να έχει η οικογένειά του και το σόι του.

ΠΗΓΗ : ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, εκδ.ΦΕΡΕΝΙΚΗ, σ. 85

Τρίτη, Μαΐου 03, 2016

Η ΜΟΝΑΧΗ ΦΙΛΟΘΕΗ ΦΟΥΝΤΩΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΛΥΜΝΟΥ. ' ΕΛΕΓΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΑΒΒΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ Άλλη φορά ή Γερόντισσα τον άκουσε μέσα από την λάρνακά Του να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη », ανήμερα το Πάσχα. Άλλοτε παρουσιάσθηκε μπροστά της στα κελιά, στην αυλή, στην Εκκλησία, κάτω από το αγαπημένο του πεύκο, και κάποια φορά πού πήγε πρωί-πρωί να ανάψει τά καντήλια τον είδε στο Ιερό να λειτουργεί...





Η ΜΟΝΑΧΗ ΦΙΛΟΘΕΗ ΦΟΥΝΤΩΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΛΥΜΝΟΥ.


Η Αγγελική ήταν ή πρώτη κόρη των ευσεβών νησιωτών Δημοσθένη και Μαρίας Φουντωτού πού κατάγονταν από τον Πόντο. Έκτος από την Αγγελική, την μετέπειτα δηλαδή Γερόντισσα Φιλοθέη, απέκτησαν και άλλα δύο παιδιά, τον Μιχαήλ και την Θεμελίνα.



Ή Αγγελική γεννήθηκε στην Χώρα Καλύμνου το 1908 και εκεί φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο. Από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια ένιωσε μέσα της τον ιερό πόθο να γίνει μοναχή καθώς επισκεπτόταν την ασκητική και απομακρυσμένη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στην τοποθεσία «Αρβανίτης», όπου ήγουμένευε τότε ή γνωστή για την αρετή της Γερόντισσα Μακαρία Ζηριούνη. Πριν όμως φύγει για το Μοναστήρι, έπρεπε να φροντίσει τις τέσσερις κατά σάρκα ηλικιωμένες θείες της. Και αυτό διότι εκείνες την μύησαν στην πνευματική ζωή και την ετοίμασαν μέ την δική τους αρετή για να αναδεχθεί αργότερα σε τέλεια Νύμφη Χριστού. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ή πρώτη από αυτές, ή Ευτυχία, ήταν επί 70 χρόνια επίτροπος στον Ιερό Ναό τού Χριστού στην Πόθια Καλύμνου, αφιερωμένη μέ την ψυχή και το σώμα της στην διακονία τού οίκου τού Κυρίου, στην καλλιέργεια των αρετών και στα έργα κοινωνικής εύποίίας.


Αρρώστησε όμως ή Αγγελική βαριά από επιδημία της εποχής εκείνης και έτσι οι δικοί της την πήγαν στην Γαλλία για την απαραίτητη θεραπεία. Όταν γύρισε πίσω, εγκατέλειψε τούς δικούς της για την Αγάπη τού Χριστού και πήγε στην Μονή της Αγίας Αικατερίνης το 1937.
Όλες οι μοναχές εκτίμησαν τον ενάρετο χαρακτήρα της, τον ζήλο της και τις ικανότητες της. Έτσι σύντομα έγινε Μεγαλόσχημη μέ το όνομα Φιλοθέη. Τελικά την έστειλαν στο Μετόχι της Αγίας Αικατερίνης στην Πόθια Καλύμνου, όπου μέ την αδελφή Φεβρωνία διέθεταν τά παραδοσιακά τσεμπέρια πού ύφαιναν οι μοναχές της Μονής στον αργαλειό ως και διάφορα χειροτεχνήματα άλλα και αγροτικά προϊόντα.
Δεκαπέντε χρόνια παρέμεινε στην Αγία Αίκατερίνα και διακρίθηκε για το αγγελικό πολίτευμά της αλλά και για τά διοικητικά της χαρίσματα. 

Στις 14 Φεβρουάριου του 1952 κοιμήθηκε εν Κυρίω ή όσιας μνήμης Ηγούμενη Μακαρία Ζηριούνη και μετά 2 ημέρες, στις 16 Φεβρουάριου, με την επέμβαση του τότε Μητροπολίτη Ισιδώρου ψηφίσθηκε ή αδελφή Φιλοθέη Ηγούμενη. Επειδή όμως κάποιες μοναχές αντιδρούσαν στην εκλογή αυτή, ή μακαρία εκείνη ψυχή ταπεινά αναχώρησε με πόνο ψυχής από την μετάνοια της μετά το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο της Ηγούμενης Μακαρίας.


Την άκολούθησαν οι τρεις αχώριστες αδελφές μοναχές, ή Φεβρωνία Μαγκαφά, ή Χριστονύμφη Μπουρνέλη (ή οποία ζει ακόμη) και ή Παρθενία Δράκου. Εγκαταστάθηκαν στα κτίρια όπου μόναζε ό Όσιος Σάββας της Καλύμνου, δηλαδή λίγα μόλις μέτρα επάνω από την Μονή των Αγίων Πάντων. Έτσι τόνωσαν με την παρουσία τους την ολιγάριθμη συνοδεία των ηλικιωμένων μοναχών που ασκούνταν εκεί υπό την καθοδήγηση της ταπεινής και θεοφώτιστης Ηγουμένης Θέκλας Άλαχούζου πού ασκούνταν εκεί από τις αρχές του 20ου αιώνος και ή όποια υποδέχθηκε τον Όσιο Σάββα στο μοναστήρι.


Ή Γερόντισσα Φιλοθέη μέ τις τρεις λοιπές αδελφές επισκέπτονταν από τά παιδικά τους χρόνια μαζί μέ τούς γονείς τους, τούς Αγίους Πάντες και άκουγαν τον Όσιο Σάββα να τούς λέγει: «Εσείς θα γίνετε Νύμφες Χριστού, εδώ θα είναι τά κελλάκια σας», υποδεικνύοντας το κελί της καθεμιάς!
Μεγαλώνοντας τά κορίτσια και βλέποντας ό Όσιος από την εξομολόγηση ότι αύξανε μέσα τους ό θείος ζήλος τις παρότρυνε να παραμείνουν κοντά του ως δόκιμες. Εκείνες όμως δεν δέχονταν, διότι τις ανέπαυε πιο πολύ το συγκροτημένο Κοινόβιο της Αγίας Αικατερίνης. Ό Όσιος με βεβαιότητα πού πήγαζε από το προορατικό του χάρισμα τις έλεγε: «Εδώ, εδώ θα ’ρθητε, εδώ θα ’ρθητε!»...


Πήγαν όλες τελικά στην Αγία Αίκατερίνα, άλλα ή τότε Αγγελική και υστέρα Γερόντισσα Φιλοθέη ένιωθε βαριά την συνείδησή της, επειδή έκανε παρακοή στον Γέροντά της Όσιο Σάββα και δεν μόνασε κοντά του. Ή Ηγουμένη Μακαρία για να την ενισχύσει πνευματικά την έστειλε στον Όσιο Σάββα να τού βάλει μετάνοια δίδοντάς του και ένα πρόσφορο πού έφτιαξε ή ίδια για να λειτουργήσει την επομένη.


Ό Όσιος την δέχθηκε και την περιέβαλε με πατρική πνευματική Αγάπη και στοργή λέγοντάς της με σιγουριά: «Εδώ, εδώ μια μέρα θα ’ρθης!».
Ή άγια αυτή πρόρρηση τού Όσιου Σάββα πραγματοποιήθηκε με Μητροπολιτική Πράξη στις 23 Μαρτίου τού 1952, όταν με αυτήν ό τότε Μητροπολίτης Λέρου. Καλύμνου και Αστυπάλαιας Ισίδωρος αναγνώρισε επίσημα το Ησυχαστήριο των Αγίων Πάντων ως Ιερά Μονή και ενθρόνισε ως πρώτη Ηγουμένη του την Γερόντισσα Φιλοθέη. 


Μέ νέες δυνάμεις ή Γερόντισσα Φιλοθέη αγωνίστηκε για την ανακαίνιση και επέκταση της Μονής τών Αγίων Πάντων. Είχε συμπαραστάτη της μέ θαυμαστές εμφανίσεις και σημεία τον Άγιο Σάββα πού ευλογούσε τούς κόπους της και της έδινε την δύναμη να συνεχίσει το θεάρεστο έργο της.
Κάποια φορά. Μεγάλη Παρασκευή και ώρα 3 τά χαράματα, είδε φανερά ή Γερόντισσα τον Όσιο ίεροντυμένο μαζί μέ συνοδεία ιερέων να στέκονται στον διάδρομο έξω από το κελί της. Τούς καλωσόρισε και προσέφερε στον Όσιο σκαμνάκι για να ξεκουραστεί στο κελί της.
Στην ερώτηση της, «πώς συνέβη να μάς έπισκεφθήτε σήμερα», εκείνος της απάντησε: «Έπληρώθη το ποθούμενό μου. Αγάπη υπακοή και μακαριά ταπείνωσης. Στήριξον την εκκλησία μου». εκφράζοντας έτσι την ευαρέσκεια του για την πνευματική πρόοδο της Μονής Του υπό την καθοδήγηση της αγαθής Γερόντισσας...


Άλλοτε έβρεξε καταρρακτωδώς και πλημμύρισαν τά κελιά, και το νερό έφθανε ως την μέση τών αδελφών. Στις απεγνωσμένες φωνές της Γερόντισσας απάντησε ό Όσιος, ό όποιος παρουσιάσθηκε μπροστά της και ανάμεσα στις αδελφές, ευλόγησε, σταύρωσε τρεις φορές και χάθηκε. Συγχρόνως εξαφανίστηκαν και τά νερά σε λίγα λεπτά...


Άλλη φορά ή Γερόντισσα τον άκουσε μέσα από την λάρνακά Του να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη », ανήμερα το Πάσχα. Άλλοτε παρουσιάσθηκε μπροστά της στα κελιά, στην αυλή, στην Εκκλησία, κάτω από το αγαπημένο του πεύκο, και κάποια φορά πού πήγε πρωί-πρωί να ανάψει τά καντήλια τον είδε στο Ιερό να λειτουργεί...


Όταν ζούσε ό Άγιος Σάββας είχε βάλει τά θεμέλια τού ναού τών Ταξιαρχών, πού βρίσκεται σήμερα μέσα στο Ιερό Κοινόβιο. Ό Μητροπολίτης όμως μετά τον θάνατο τού Αγίου θέλησε να μετονομάσει την Εκκλησία σε Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Ή Γερόντισσα Φιλοθέη, όπως και οι αδελφές, στενοχωρήθηκαν και έπεσαν σε συνεχή μέ δάκρυα προσευχή ζητώντας από τον Άγιο να παρέμβει. 


Τότε ό Άγιος εμφανίσθηκε μέ συνοδεία Ιερέων και είπε στην Γερόντισσα: <<Έ, παιδί μου. όλα καλά και ευλογημένα! Πείθεσθε, πείθεσθε πείθεσθε τοίς ήγουμένοις και ύπείκετε αύτοίς»  Σταύρωσε κατόπιν μέ το χεράκι του την Εκκλησία και εξαφανίσθηκε. Την άλλη μέρα ή Γερόντισσα μίλησε στον Δεσπότη και μαζί έβαλαν νέο θεμέλιο στην Εκκλησία επ’ ονόματι τού Αγίου Ίωάννου τού Χρυσοστόμου.


Όταν χαλάστηκε το παλιό θεμέλιο, βρέθηκε αναμμένη ή κανδήλα την οποία είχε προ 18 ετών βάλει εκεί ό 'Άγιος! Έτσι τοποθετήθηκε νέα κανδήλα δίπλα στην παλαιά και όλοι σήμερα καμαρώνουν τον περικαλλή Ιερό Δισυπόστατο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και του Αγίου Χρυσοστόμου, όπου καθημερινά τελείται ή Θεία Λειτουργία, κατά την όποια ό σεβάσμιος Γέροντας της Μονής πατήρ Αυγουστίνος μνημονεύει χιλιάδες ονόματα πιστών πού ζητούν την χάρη του νεοφανούς Αγίου.



Επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που ό Άγιος βοηθούσε την σεμνή Γερόντισσα στα ποιμαντικά της καθήκοντα, όταν οι μοναχές της ταπεινής συνοδείας της κλονίζονταν από τις σατανικές επιθέσεις.
Ή αδελφή Χριστονύμφη είχε έλεγχο στην συνείδησή της, επειδή εγκατέλειψε την Αγία Αίκατερίνα, δηλαδή την Μονή της Μετάνοιας της, ακολουθώντας την Γερόντισσα Φιλοθέη στους Αγίους Πάντες. Ένα βράδυ της παρουσιάσθηκε ό Άγιος Σάββας σε όραμα. Σήκωσε το δεξί του χέρι και μέ τον δείκτη «ζωγράφισε» ένα κύκλο περικλείοντας και τις δύο Μονές, την δική του και την της Αγίας Αικατερίνης λέγοντας στην αδελφή: «Κοίτα, κόρη μου, όλα αυτά είναι δικά μας- και κείνος Παρθενώνας και έδώ Παρθενώνας!». Μέ χαρά ή αδελφή ανέφερε την επομένη το όραμα στην Γερόντισσα Φιλοθέη και μέ νέες πνευματικές δυνάμεις συνέχισε τον αγώνα της.


Έτυχε κάποτε την ημέρα της Αναστάσεως να λείπει ή Γερόντισσα για λόγους υγείας στην Αθήνα. Οι μοναχές πού την είχαν μάνα τους κάθισαν στενοχωρημένες να φάνε στο Πασχαλινό τραπέζι και τότε είδαν χαμογελαστό τον Όσιο Σάββα να τους λέει: «Μην στενοχωριέστε- εγώ είμαι ό προστάτης σας!».


Ή Γερόντισσα Φιλοθέη ως Ηγουμένη διακρίθηκε για την απλότητα και την βαθειά ταπείνωσή της. Διακόνησε την αδελφότητα της και δεν διακονήθηκε από αυτήν. Υπήρξε ένας ακούραστος διακονητής για όλους και για όλα.
Σηκωνόταν πρώτη από όλες τις μοναχές στη 01.00 μετά τά μεσάνυκτα για να κάνει τον κανόνα της. Στις 02.30 χτυπούσε το καμπανάκι για το εγερτήριο και περνούσε από όλα τά κελιά μέ τον γλυκό της λόγο να ξυπνήσει πνευματικά τις αδελφές πριν μπουν στο «αθλητικό στάδιο» της Εκκλησίας για να λειτουργηθούν. Συνήθως έλεγε: «Σηκωθείτε κόρες μου! Δριμύς ό χυμών, άλλα γλυκύς ό Παράδεισος! » .


Έπαιρνε μέρος σε όλα τά διακονήματα. Πάντοτε επιστατούσε στην καθαριότητα και τον ευπρεπισμό των Εκκλησιών.


<<Έπαιρνε εβδομάδα » στην κουζίνα και κρατούσε τα κλειδιά της αποθήκης από όπου ετοίμαζε δέματα Αγάπης για αναξιοπαθούσες οικογένειες της Καλύμνου και άλλων νησιών που κατέφευγαν στο Μοναστήρι. Ήταν πολύ ελεήμων και κανείς δεν έφευγε από την Μονή χωρίς να πάρει βοήθημα. Την αρετή αυτή της ελεημοσύνης προσπαθούσε να την καλλιεργήσει και στις αδελφές. Έλεγε συχνά: «Δίνετε, κόρες μου. για να δώσει ό Θεός πλούσια και υλικά και πνευματικά τά ελέη Του! Μην έχετε κλειστά τά χέρια και τις ψυχές σας»!


Με πολλή σεμνότητα και ταπείνωση διηγιόταν στις αδελφές μια προσωπική της εμπειρία, για να δείξει την σπουδαιότητα της αρετής της ελεημοσύνης. Κάποτε, που ήταν μαθήτρια του Δημοτικού Σχολείου, έπαιζε στην αυλή του σπιτιού της. Έτυχε να περνά ένας φτωχός και πεινασμένος ζητιάνος και της ζήτησε κάτι να φάει. Ή ίδια τότε του έκοψε ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι και του το έδωσε λέγοντάς του: «Πάρτο, καλέ μου, για να συγχωρέσεις την ψυχή του παππού μου». Εκείνο το βράδυ της παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ό παππούς της χαμογελαστός και της είπε: «Κόρη μου. σ’ ευχαριστώ για το σταφύλι πού μου έστειλες!» Και πρόσθετε με δάκρυα ότι ή ελεημοσύνη ανακουφίζει τις ανάγκες τόσο των ζωντανών όσο και τών κεκοιμημένων...
Στην σχέση της με τις αδελφές ήταν πραγματική μάνα. Όλες σχεδόν πήγαν από έφηβες στο μοναστήρι και τις περιποιόταν σαν να ήταν παιδιά της για να αγωνίζονται χωρίς παράπονα. 



Τούς προσέφερε και «δεκατιανό» πρωινό. Τις φίλευε με μπισκότα και σοκολάτες. Μόνη της περιποιόταν και ξενυχτούσε τις άρρωστες. Φρόντιζε να μη στερούνται τίποτε από είδη ρουχισμού, επιπλώσεως. φαρμάκων κ.τ.λ. Όλα τά έδινε, πριν εκείνες τα ζητήσουν...


Στην Τράπεζα έκανε πάντοτε ανάγνωση και έτρωγε στο τέλος το ελάχιστο φαγητό της σε ένα σκουτέλι . Τόση εγκράτεια είχε! Ήταν και μεγάλη νηστεύτρια. Σε όλες τις νηστείες έκανε «ένατες».


Για την συνοδεία της, τις «κόρες» της, όπως τις έλεγε, διέθετε πάντοτε χρόνο για να ακούσει την έξαγόρευσή τους και να τις ειρηνεύσει.
Ή ταπεινή ζωή της, ή ανυπόκριτη καλοσύνη και ή ευγένεια της, την έκαναν αγαπητή τόσο στον λαό της Καλύμνου όσο και στους αναρίθμητους προσκυνητές της Μονής. Μετά το προσκύνημά τους στον θαυματουργό Άγιο, πήγαιναν να πάρουν την ευχή της και να ζητήσουν την αγία της συμβουλή. Όλοι έτρεφαν εκτίμηση στην όσιακή μορφή της και την θεωρούσαν πνευματική τους μάνα .


Με κάθε είδους στερήσεις και πάμπολλους κόπους συμπλήρωσε το έργο τού Αγίου Σάββα χαρίζοντας σε μάς τούς προσκυνητές ένα άρτια οργανωμένο μοναστήρι και ένα σπουδαιότατο πνευματικό καταφύγιο.
Μέ τις λίγες γνώσεις της και την γιγάντια πίστη της μεγάλωσε την Μονή κτιριακά μέ τούς Ιερούς Ναούς των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και τού Αγίου Ίωάννου τού Χρυσοστόμου, της Όσιομάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας και της Όσιας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου.

Επίσης έκτισε και τά Ιερά καθίσματα τού Άγιου Νεκταρίου στην Πόθια και τού Αγίου Στυλιανού κάτω από το δάσος της Αγίας Άννας.
Μέ άκρα υπακοή και σεβασμό στην προϊσταμένη της Μητροπολιτική αρχή, τούς Σεβασμιωτάτους Ισίδωρο και Νεκτάριο, έργάσθηκε ακαταπόνητα επί 35 χρόνια ως Ηγουμένη για την Μονή.


Στο τέλος της ζωής της θα εξαγνιζόταν και με τις οδύνες της αρρώστιας. Παρέμεινε κατάκοιτη κινούμενη μόνο  μεταξύ πολυθρόνας και κρεβατιού. Δεχόταν τις περιποιήσεις των αδελφών και ο νους της ήταν μόνο στην προσευχή με δοξολογία και ευχαριστία στον θεό και ευλογιές στα πνευματικά της παιδία.

Με απίστευτη καρτερία και χωρίς κανένα γογγυσμό σήκωσε τον σταυρό της πολυώδυνης αρρώστιας της μέχρι που παρέδωσε εξαγνισμένη την άγια ψυχή της στα χέρια του θεού στις 13 Οκτωβρίου 1986. Όπως ομολογούσε η ίδια, θεωρούσε την αρρώστια της επίσκεψη της άπειρης αγάπης του Νυμφίου της Σωτήρας Χριστού και για αυτή του την ευεργεσία όπως έλεγε την αρρώστια της τον ευχαριστούσε κάθε στιγμή.

 Ακόμη γι’ αυτήν μάς μίλησαν ή διάδοχός της στην ηγουμενία μοναχή Κυπριανή Κουτσονικόλα και όλη ή συνοδεία της. Ιδιαίτερα μάλιστα οι αδελφές Χριστονύμφη Μπουρνέλη και μακαριστή πλέον Φεβρωνία Μαγκαφά, πού ήταν πνευματικά τέκνα τού Αγίου Σάββα και οι πρώτες αδελφές της συνοδείας της Γερόντισσας Φιλοθέης.


Ή Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Παναγίας Έλεούσης Ρότσο Καλύμνου, μοναχή Αγνή Μαγκλή συγγενής της μακαριστής, μάς είπε ότι ή Γερόντισσα Φιλοθέη πήρε μήνυμα από τον Άγιο Σάββα για την Γερόντισσα Αγνή ότι θα γίνει μοναχή την εποχή πού εκείνη ως λαϊκή σκεπτόταν να μονάσει. Την είδε να κεντά ένα εργόχειρο και τον 'Άγιο Σάββα να στέκεται δίπλα της και να λέει στοργικά: «Αυτό το κέντημα είναι ό μοναχικός βίος τον όποιο θα άκολουθήσει. Αφήστε την να το τελειώσει με αυταπάρνηση και υπομονή!». Με ιδιαίτερη χαρά την επομένη της ανακοίνωσε την αποκάλυψη τού Αγίου...



Σημείωση: Αξίζει να αναφέρουμε κάτι από την άθληση της μακαριστής αδελφής Φεβρωνίας (| 30 Νοεμβρίου 2009).


Την επισκεφτήκαμε την Διακαινήσιμη εβδομάδα και την βρήκαμε στο αναπηρικό καρότσι να προσεύχεται και να ζωγραφίζει κουκίδες με το στυλό επάνω σε ένα χαρτονάκι. Χαμογελαστή διαβάζοντας τον λογισμό μας είπε: «Την Λαμπροβδομάδα δεν έχει ούτε μετάνοιες, ούτε κομβοσχοίνια. Για να τιμήσω την Ανάσταση τού Χριστου μας και να μην εγκαταλείψω την ευχή, απαγγέλλω το «Άνάστασιν Χριστού» και ζωγραφίζω την κουκίδα για να «δέσω» τον λογισμό μου!».


Μάς είπε ακόμη ότι τις ώρες της μοναξιάς της τις περνούσε συζητώντας με τον Άγιο Σάββα λέγοντάς του: «Γέρο μου, δεν σου ζητώ να με κάνεις καλά, μόνο δώσε μου δύναμη να σηκώνω τον σταυρό μου, θεράπευσε τά πάθη της ψυχής μου και έλα με την άδεια τού Χριστού μας να πάρεις την ψυχή μου όταν πρέπει».



Μακάρι και εμείς να μπορούσαμε με καθαρότητα καρδιάς να μιλάμε με τούς Αγίους!...
ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ. 2015

Δευτέρα, Μαΐου 02, 2016

Ὁ παπὰ Τύχων ὁ ἐρημίτης Ἕνας κρυμμένος μαργαρίτης

      Ἰωάννης   Πεγειώτης
Ἰωάννης



Ἕνας κρυμμένος μαργαρίτης

Στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὸ «περιβόλι τῆς Παναγίας» ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ σήμερα πολλοὶ κρυμμένοι μαργαρίτες. Μπορεῖ κάποιος νὰ ψάξει καὶ νὰ τοὺς βρεῖ στὰ μοναστήρια, στὶς σκῆτες, στὰ τόσα ἐρημητήρια....

Ἀληθινοὶ μαργαρίτες, ἄνθρωποι δυνατοὶ κι ἀλλοιώτικα ὄμορφοι. Κάλλος τους ἡ εὐλογημένη ζωή τους. Πλοῦτος τους ἡ ἀκτημοσύνη καὶ ἡ φτώχειά τους. Λιγοστὰ εἶναι τὰ λόγια ποὺ ἔχουν νὰ εἰποῦν. Περισσότερο μιλάει ἡ σιωπή τους. Οἱ μορφὲς τους φωτεινὰ εἰρηνικὲς γιατ’ ἡ καρδιὰ τους ἄγρυπνη στέκει στὴν προσευχή, γιατί ἡ εὐχὴ ἀτελεύτητα συντροφεύει τὸν ἀσκητικό τους βίο.

Ἕνας κρυμμένος μαργαρίτης ἦταν καὶ ὁ παπὰ-Τύχων - κατὰ κόσμον Τιμόθεος Γολεγκὼφ - ποὺ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια. Ἄνθρωπος ἀγάπης, προσευχῆς, κατανύξεως καὶ ταπεινώσεως. Ἀκτήμων ἐρημίτης, νηστευτὴς καὶ χαρισματοῦχος, θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους τοῦ αἰώνα μας. Τὸ πέρασμά του δὲ ἀπ’ τὸ «περιβόλι τῆς Παναγίας» ἄφησε σημάδια ἀνεξίτηλα στοὺς τόσους ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς ποὺ ζήτησαν κοντὰ του ν’ ἀναπαυτοῦν.

Γεννήθηκε τὸ 1884 στὸ χωριὸ Νόβαγια Μιχαηλόσκα τῆς Ρωσσίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς. Ἡ μητέρα του καθὼς ἔλεγε ὁ ἴδιος: «κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε καθόλου, ἦταν δοσμένη ὅλη στὴν προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν πυκνὰ ἀπ’ τὰ μάτια της». Μικρὸς ἀκόμα ἐπισκεπτόταν μοναστήρια καὶ ἔψαλλε στὴ χορωδία τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ του.

Στὰ δεκαοκτώ του χρόνια ἔνοιωσε μέσα του τὴ μοναχικὴ κλίση. Ἔτσι μὲ τὴν εὐλογία τῶν γονέων του καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφτηκε σχεδὸν διακόσια μοναστήρια στὴν πατρίδα του κίνησε μ’ ἄλλους πιστοὺς νὰ ἐπισκεφτεῖ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Καθ’ ὁδὸν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ συγκεκριμένα στὴν Κωνσταντινούπολη «ἐγνωρίστηκε μὲ τὸν οἰκονόμο-μοναχό τοῦ κελλιοῦ Μπουραζέρη τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὴν ἁγιορείτικη μονὴ Χιλιανδαρίου. Τοῦ εἶπε τότε ὁ οἰκονόμος «θέλεις νὰ γίνης μοναχός;» «θέλω» ἀπάντησε ὁ δεκαοχτάχρονος Τιμόθεος, καὶ ὁ φωτισμένος οἰκονόμος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Βάλε μετάνοια καὶ ἀπὸ σήμερα εἶσαι δόκιμος στὴ συνοδεία μας».

Ἔτσι ἀφοῦ περάτωσε τὸ προσκύνημά του στὰ Ἱεροσόλυμα ἦλθε καὶ κατατάχτηκε στὴ συνοδεία τοῦ Μπουραζέρη καὶ σ’ ἕνα χρόνο ἔγινε μοναχός. Στὴν καλὴ ὅμως συνοδεία δὲ θὰ μείνει γιὰ πολύ. Ὁ πόθος του γιὰ ἄσκηση καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ ἡσυχία θὰ τὸν φέρουν στὰ φρικτὰ Καρούλια. Σὲ μιὰ σπηλιά, ποὺ ἦταν στὰ θεμέλια τοῦ ἀσκητηρίου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, θὰ μείνει γιὰ δεκαπέντε ὁλάκερα χρόνια.

Κάθε Σάββατο ἀνέβαινε στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ κοινωνοῦσε. Ἀμέσως μετὰ κατέβαινε πάλι στὴ σπηλιά του. «Στὸν Ἅγιο Γεώργιο ὑπῆρχε ἕνας πολὺ σοφός, κατὰ κόσμον καὶ κατὰ Θεόν, Γέροντας, τὸν ὁποῖο ἀποκαλοῦσε διδάσκαλο». Ὁ Γέροντας αὐτὸς ὑπῆρξε συνοδοιπόρος καὶ πατέρας πνευματικός τοῦ Τύχωνα κατὰ τὴν πολύχρονη θητεία του στὰ Καρούλια.

Ὁ ἄγνωστος σὲ μᾶς Γέροντας ἔδινε στὸν Τύχωνα ἕνα πατερικὸ βιβλίο κάθε μήνα. Ἐπιστρέφοντάς το θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ διηγηθεῖ τὸ περιεχόμενό του. Ἂν δὲν τοῦ τὸ ἔλεγε ἐπακριβῶς δὲν τοῦ τὸ ἄλλαζε. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τελείωσε ὁ μοναχὸς Τύχων τὴν ἀνάγνωση ὅλων σχεδὸν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.


Στὴν Καψάλα

Σὰν πέρασαν δεκαπέντε χρόνια ἄφησε ὁ μοναχὸς Τύχων τὰ Καρούλια καὶ ἦλθε στὴν «ἔρημο» τῆς Καψάλας, στὴν περιοχὴ τῆς Καλιάγρας. «Ἐδῶ εἶδε ἕνα ὅραμα πὼς ἦταν νύκτα Ἀναστάσεως καὶ πὼς ἔψαλε ὅλη τὴν ἀναστάσιμη ἀκολουθία μὲ χαρά». Τὸ εἶπε στὸν πνευματικό του ὁ ὁποῖος μόλις τ’ ἄκουσε τὸν πῆρε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ μοναστήρι τοῦ Σταυρονικήτα ὅπου χειροτονήθηκε ἱερέας.

Ἡ καλύβα του δὲν εἶχε ἐκκλησία γι’ αὐτὸ καὶ ξεκίνησε γιὰ νὰ φτιάξει. Ἀκτήμων ὅμως καθὼς ἦταν ἀδυνατοῦσε νὰ βρεῖ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ πάει νὰ ζητήσει ἐλεημοσύνη. Στὸ δρόμο πηγαίνοντας συνάντησε κάποιο μοναχὸ καὶ τοῦ εἶπε πὼς θέλει νὰ φτιάξει ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Τίμιο Σταυρό. Ὁ μοναχὸς ἔκπληκτος ἀπάντησε στὸν παπὰ-Τύχωνα πὼς μόλις τὴν μέρα ἐκείνη εἶχε λάβει μία ἐπιστολὴ καὶ χρήματα γιὰ νὰ τὰ δώσει σ’ ὅποιον θὰ ’θελε νὰ κτίσει ἐκκλησία. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση τοῦ παπᾶ-Τύχωνα ἦταν μεγάλη. Ἀφοῦ πῆρε τὰ χρήματα εὐχαριστώντας τὸ μοναχό, κάλεσε τεχνίτες ποὺ μετάτρεψαν ἕνα ἀπ’ τὰ κελλιὰ τῆς καλύβας σὲ μία λιτή, μικροσκοπικὴ ἐκκλησία.

Τὸ καλύβι του, φτωχικὸ κι ἀπέριττο, στέκει ἀκόμα μάρτυρας ἀξιόπιστος τῆς ἁγίας φτώχειάς του. Στὸ ἐσωτερικό του βλέπει κανεὶς τὶς λιγοστὲς σανίδες ποὺ χρησίμευαν γιὰ κρεββάτι καὶ κάθισμα, δυὸ σκαμνάκια καὶ λίγα μαγειρικὰ σκεύη. Λίγο πιὸ πέρα ἕνας διάδρομος τριῶν μέτρων ὁδηγεῖ στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὅπου ὁ γέροντας συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ συλλειτουργοῦσε μὲ τοὺς Ἅγιους.

Στὴν Καψάλα ἔμεινε σχεδὸν σαράντα τέσσερα χρόνια. Στὰ χρόνια αὐτὰ πολλοὶ ἄνθρωποι τὸν ἐπισκέφτηκαν. Ἀνάμεσά τους μητροπολίτες, ἡγούμενοι καὶ μοναχοί. Πολλοὶ ἦταν ἐπίσης καὶ οἱ λαϊκοὶ ποὺ ἔρχονταν κοντὰ του κουρασμένοι ἀπὸ τὴν «ἁλμυρὰ τοῦ κόσμου ἀκαταστασία» γιὰ ν’ ἀναπαυτοῦν, ν’ ἀκούσουν τὶς συμβουλές του ποὺ ἦταν «σταλαγματιὲς βιωμάτων τῆς καρδιᾶς του».


Λειτουργός του Ὑψίστου

Τὴ Θεία Λειτουργία ὁ παπὰ-Τύχωνας τὴν ἀγαποῦσε πολύ. Ὁ ὑποτακτικός του πάτερ Παΐσιος διηγεῖται χαρακτηριστικά: «Ἡ Θεία Λειτουργία γιὰ τὸν Γέροντα ἦταν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ. Σὰν τὸν Παῦλο ἡρπάζετο καὶ σὰν τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα συναναστρέφετο τοὺς ἀγγέλους τοῦ Κυρίου. Ὅταν ἔμπαινε στὴν Ἁγία Ἀναφορὰ καὶ ἄρχιζε νὰ διαβάζη τὴν εὐχή: «Μετὰ τούτων καὶ ἡμεῖς τῶν μακαρίων δυνάμεων Δέσποτα φιλάνθρωπε βοῶμεν καὶ λέγομεν Ἅγιος, Ἅγιος» ὁ παπὰ-Τύχων ἔβλεπε τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ».

Ὁ εὐλογημένος γέροντας ζοῦσε πραγματικὰ τὴ θεία Λειτουργία. Τὴν ἀγαποῦσε τόσο, καθὼς λέει ὁ ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος, ποὺ «τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας ἔφτανε νὰ μεταρσιώνεται. Ἔφτανε νὰ βραδυάζη, ἀπ’ τὸ πρωὶ ποὺ εἶχε ἀρχίσει, καὶ δὲν εἶχε τελειώσει. Ὅλος ἔξαρση, τὴν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ καὶ τοῦ καθαγιασμοῦ, ἔψαλε μὲ ἀγγέλους τὸν ὕμνο τους στὰ οὐράνια, ἔβλεπε κατόπιν πὼς ἦταν στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ τελείωνε τὴν λειτουργία καὶ δὲν καταλάβαινε πῶς πέρασε ἡ ὥρα...»

Πραγματικὰ στὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέα Τυχωνα βλέπομε, ὅπως γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος, «τὸν μεθυσμένο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸν ἱερουργὸν ποὺ μεθίσταται σὲ ἄλλους κόσμους καὶ ἠμπορεῖ νὰ λέγει ὅτι τὸν σηκώνει ὁ Δεσπότης Χριστὸς καὶ τὸν ἐξάγει «τοῦ τε χώρου τοῦ τε ζόφου καὶ εἰσάγει εἰς ἄλλον, εἴτε κόσμον ἤ ἀέρα....καὶ πρὸς φῶς εἰσάγει μέγα» (Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος}.


Φωτισμένος Δάσκαλος

«Ἐδίδασκε ὁ παπὰ-Τύχων μὲ τὴν ἁγιασμένην ζωήν του. Ἡ ἁπλότητά του καὶ ἡ βαθειά του ταπεινοφροσύνη μιλοῦσαν τόσο φανερά. Μιλοῦσε καὶ δίδασκε καὶ μὲ κλειστὸ τὸ στόμα, ὅταν ὅμως ἄρχιζε νὰ διδάσκη, νὰ λέη τὶς συμβουλὲς του ὁ Γέροντας καθισμένος στὴ ρίζα τῆς μικρῆς ἐλιᾶς, δίπλα στὸν τάφο του ἤ στὴ σκληρὴ σανίδα τοῦ κρεββατιοῦ του, τότε ἡ ψυχὴ τοῦ μαθητοῦ ἐγοητεύετο».

Γοήτευε τὶς ψυχὲς ὁ δάσκαλος παπὰ-Τύχων. Ἁπλὰ μιλοῦσε κι ἁπλὰ δίδασκε. Ἄρχιζε διδάσκοντάς σε νὰ ξεκινᾶς πάντα ἀπὸ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ μόλις ἔφτανες στὸ κελλὶ σ’ ἔπαιρνε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ σὲ ὁδηγοῦσε στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Σταύρου. Ἔψαλλε τὸ «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» καὶ τὸ «ΣΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΣΟΥ». Μετὰ ἀφοῦ σ’ ἔβαζε νὰ κάνεις τρεῖς μετάνοιες μπροστὰ στὸ μεγάλο σταυρὸ ποὺ ἦταν στημένος σὲ κεντρικὴ θέση ἐκεῖ μέσα πρόσθετε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλεήσεις τὸν δοῦλον σου».

Ἔπειτα ἀφοῦ σὲ κερνοῦσε ἄρχιζε ν’ ἀπαντᾶ στὶς ἐρωτήσεις σου. Σὲ συμβούλευε κι ἦταν οἱ συμβουλὲς του ἀπ’ ἀτόφιο χρυσάφι καμωμένες. Σοῦ ἔλεγε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη. Σοῦ ἔλεγε, μὲ τὰ σπασμένα ἑλληνικά του, πὼς «κάθε πρωὶ ὁ Θεὸς εὐλογεῖ ὅλο κόσμο μὲ ἕνα χέρι. Βλέπει ταπεινό! Εὐλογεῖ μὲ δύο χέρια. Πά, πά, πά. Ταπεινὸ ἄνθρωπο ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλο κόσμο».

Μελετοῦσε πολὺ ὁ παπὰ-Τύχων κι ἐπέμενε στὸ θέμα τῆς μελέτης. Τόνιζε συχνὰ πὼς «ὅταν διαβάσει νοῦς καθαρίσει».

Ἡ εὐχὴ σύντροφος παντοτινός τῆς ζωῆς του. Ζώντας τὰ εὐεργετήματά της ἔλεγε: «Πάντοτε νὰ κάνης εὐχὴ πρὶν ἀρχίσης κάθε δουλειὰ νὰ λές: Θεέ μου δῶσε μου δύναμη καὶ φώτιση, κατόπιν ν’ ἀρχίζεις τὴ δουλειά σου καὶ στὸ τέλος νὰ λὲς, Δόξα τῷ Θεῶ».

Πνευματικός, φωτισμένος ὁ ἴδιος, καθοδηγητὴς ἀπὸ τοὺς λίγους, ἀξιώθηκε κοντὰ σὲ γέροντες εὐσεβεῖς νὰ βιώσει τὶς εὐεργεσίες ποὺ δίδει ἕνας καλὸς πνευματικός. Γι’ αὐτὸ καὶ συμβούλευε: «Γιὰ νὰ βρὴς καλὸν πνευματικὸ νὰ κάνεις τρεῖς μέρες προσευχὴ καὶ κατόπιν τί ὁ Θεὸς θὰ φωτίση. Καὶ στὸ δρόμο ποὺ θὰ πηγαίνης νὰ κάνης προσευχὴ νὰ τὸν φωτίση ὁ Θεὸς νὰ σοῦ πῆ λόγους καλούς».

Τὰ περισσά του δάκρυα τὰ μάζευε μὲ ἕνα πανὶ ποὺ ἦταν πάντα μουσκεμένο. Τοῦτα τὰ δάκρυά του στέκαν μάρτυρες ἀξιόπιστοι γιὰ τὸ πόσο ζοῦσε τὴ συμβουλὴ ποὺ τόνιζε πώς: «Δάκρυα, παιδί μου, δάκρυα, αὐτὸ θέλει ὁ Θεός».

Ἡ σχέση τοῦ μοναχοῦ μὲ τὰ χρήματα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ θέλει πολλὴ προσοχή. Τόξερε αὐτὸ ὁ φωτισμένος μοναχὸς καθὼς ἔλεγε πὼς «ὁ ἐρημίτης ἔχει εὐλογία νὰ κρατᾶ μόνο τὰ ἀπαραίτητα χρήματα γιὰ τὰ σαρανταλείτουργα. Γύρω ἀπ’ τὴν καλύβα του μπορεῖ νὰ ἔχει κλήματα γιὰ νὰ παίρνη σταφύλια, λίγες ἐλιὲς γιὰ τὸ λάδι κι ἕνα κῆπο γιὰ τὰ λαχανικά του. Αὐτὰ νὰ τοῦ εἶναι ἀρκετὰ καὶ νὰ μὴ λησμονᾶ τὴν ἐλεημοσύνη». Τόξερε ὁ παπὰ-Τύχων μὰ κι ἀληθινὰ τὸ ζοῦσε γι’ αὐτὸ σὰν τοῦ περίσσευαν χρήματα τὰ ἔστελλε σὲ κάποιο μπακάλη στὶς Καρυὲς διαμυνώντας του: «Παρακαλῶ κάνε ἀγάπη νὰ πάρη ψωμὶ καὶ νὰ δώση φτωχὸ ἄνθρωπο, αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη».

Μοναχὸς ποὺ τιμοῦσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα συνειδητοποιεῖ ἀληθινὰ τὸ βάρος του γι’ αὐτὸ καὶ τόνιζε: «Δὲν ἀρκεῖ ἁπλὰ νὰ τὸ φέρουμε ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουμε μία ἁγία ζωή. Στὴ Ρωσσικὴ Ἐκκλησία τρέφεται ἄπειρος σεβασμὸς στοὺς μεγαλόσχημους μοναχούς. Τὸ μέγα σχῆμα ἀντικαθιστᾶ τὸν ἄγγελο, τὸν τέλειο μοναχό, τὸν ἀπαλλαγμένο ἀπὸ πάσα βιοτικὴ μέριμνα. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀνέβηκε ὅλες τὶς ἀρετές, ζητᾶ τὴν ἀγγελικὴ ζωή, μεριμνᾶ τὰ τοῦ Θεοῦ, πῶς θ’ ἀρέση μόνο στὸν Θεό, ὄχι στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα σχῆμα: κελλί, ἐκκλησία, νηστεία προσευχὴ ἀδιάλειπτος. Δὲν δικαιολογεῖται ὁ μεγαλόσχημος νὰ περιφέρεται δεξιὰ κι ἀριστερά, οὔτε ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὴ διοίκηση. Στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸν μεγαλόσχημο τὸν θεωροῦν ἅγιο. Λέγουν πὼς ἂν δοῦν τὸν πατριάρχη πρῶτα θὰ βάλουν μετάνοια στὸν μεγαλόσχημο. Ὄχι ὅπως τὸ ἔχουμε ἐμεῖς ποὺ τὸ φοροῦν οἱ νέοι καὶ καμαρώνουν, αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία».


Χαρισματοῦχος ἐρημίτης


« Ὁ μακάριος παπὰ-Τύχων ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ γίνη «τέκνον Θεοῦ», καὶ νὰ ἀναγεννηθῆ «ἄνωθεν ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ νὰ ἔχη τὸν Χριστὸν μέσα στὴν ἁγιασμένη του καρδιά, ἀξιώθηκε καὶ τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ σκηνώση ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μέσα στὴν ψυχή του»

Γιὰ τὰ χαρίσματά του ἔχουν γράψει μὲ περισσὴ ἐπιτυχία τόσο ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης Χαλκίδος ὅσο καὶ ὁ ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος. Ὁ γράφων γνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία του δὲν θὰ τὰ παρουσιάσει ὅλα. Ἁπλῶς γιὰ νὰ μὴν ἀδικήσει τὸ γέροντα θὰ προσπαθήσει νὰ παρουσιάσει δύο ἀπ’ αὐτὰ μορφοποιώντας ἔτσι ἀκόμα μιὰ πτυχὴ τοῦ φωτεινοῦ βίου τοῦ ἐρημίτη Τύχωνα.

Εἶχε λοιπὸν ὁ παπὰ-Τύχων τὸ χάρισμα τῆς ἀναστροφῆς μὲ τὰ ἀγρίμια. Σὰν στὸ καλύβι ἐμφανίζονταν κανένα μικρὸ ποντίκι πρότειναν στὸ γέροντα νὰ πάρει καμμιὰ γάτα. Ἡ ἀπάντησή του βεβαίωνε τὸ χάρισμα ποὺ εἶχε:« Ὄχι γάτα. Ἔχω ἐγὼ ἄλλο γάτα, μιάμιση γάτα μεγάλο ἔρχεται. Ἄνθρωπο δὲ φοβᾶται. Τρώει ποντίκια, μετὰ φεύγει πάει λάκο μέσα στὸ δάσος.»

Τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως εἶναι πολλὲς φορὲς καθὼς λένε γέννημα τῆς ἡσυχίας τῆς ἐρήμου. Χαρακτηριστικὰ τὰ παρακάτω πιστοποιοῦν πὼς ὁ μοναχὸς Τύχων εἶχε κι αὐτὸ τὸ χάρισμα ποὺ ἀναφέρει ὁ Χαλκίδος Νικόλαος: «Ὅταν κάποιος νεαρὸς θεολόγος τὸν ἐπεσκέφθη καὶ τοῦ εἶπε ὅτι εἶχε πάει στὸ Ὄρος γιὰ νὰ γίνη μοναχὸς καὶ νὰ διακόψη κάθε ἐπαφὴν μὲ τὸν πολυτάραχο κόσμο, ὁ Γέροντας τὸν διεβεβαίωσε ὅτι δὲν πρόκειται νὰ μείνη στὸ Μοναστήρι. Καὶ πράγματι μέσα σὲ λίγους μῆνες ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐγύρισε στὴν «ὄζουσαν τοῦ κόσμου θάλασσαν».


Ἡ κοίμησή του, ἡλιοβασίλεμα φωτεινὸ

Φωτεινὴ ἦταν ἡ ζωή του, φωτεινὸ καὶ τὸ τέλος του. Δίκαιος στὴ ζωὴ του ὁλόκληρη δὲν φοβήθηκε τὸ θάνατο. Τὸν περίμενε μὲ ἠρεμία καὶ χαρά. Περίπου δέκα μέτρα ἀπ’ τὸ κρεββάτι του ἄνοιξε τὸν τάφο του: Τὸν ἄνοιξε ὁ ἴδιος. Τὸν ἔσκαψε μὲ τὰ χέρια, καὶ καθὼς ἦταν ὁ σωρὸς τὸ χῶμα, στὴν ἄκρη εἶχε μπηγμένο τὸ φτυάρι. «Νὰ ἔτσι ρίξει χῶμα», ἔλεγε στὸ μοναχὸ ποὺ τὸν ἐπεσκέπτετο καὶ ἔκανε τὴν σχετικὴ κίνησι ρίχνοντας μιὰ φτυαριὰ χῶμα μέσα στὸν τάφο του. Ἐφύτεψε καὶ ἕνα δεντρολίβανο στὴν ἄκρη. Συχνὰ ἔδινε ὁδηγίες γιὰ τὸ τί θὰ κάνουν στὴν ἔξοδό του. —«Πεθαίνει παπὰ - Τύχων; Σιωπή! Κάνει κομποσχοίνι. Μετὰ λές: παπὰ-Τύχων πέθανε.»

Ἑτοίμασε καὶ τὰ γράμματα ποὺ θὰ ἔστελλαν σὲ γνωστοὺς καὶ φίλους του μετὰ τὸ θάνατό του. Ἦταν γράμματα ἁπλὰ μὰ πρόδιδαν τὸν πλοῦτο τοῦ συντάκτη τους.

«Φίλος παπὰ - Τύχων ἀπέθανε ἡμέρα... (ἄφηνε κενὸν) παρακαλῶ διάβασε μία εὐχή».

Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ προγνωρίζει τὸ θάνατό του. Τόλεγε στὸν ὑποτακτικό του «Παπὰ Τύχων ἂν θέλη Θεὸς ζήσει μία βδομάδα, δέκα μέρες». Λίγες μέρες μετὰ ἡ Παναγία φανερώθηκε στὸ γέρο-ἐρημίτη καὶ σὰν ὁ ὑποτακτικός του, π. Παίσιος, τὸν ρώτησε τί τοῦ εἶπε, ὁ παπὰ Τύχων ἀπάντησε ἁπλά: «Εἶπε παπὰ - Τύχωνα περάσει ἡ γιορτὴ Της πάρει».

«Καὶ πράγματι ἀφοῦ πέρασε ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου 8 Σεπτεμβρίου, σὲ δύο ἡμέρες, στὶς 10.9.1968 ἀφοῦ ἔλαβε τὸ «ἐφόδιον τῆς ἀθανασίας», μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐξέφρασε τὴν εὐχαρίστησή του μὲ προσευχὴ καὶ μὲ λαμπερὸ πρόσωπο, ἔκανε τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ ἀνεπαύθη. Ἂν ζοῦσε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης θὰ μποροῦσε νὰ γράψη «ὡς δὲ ἐπλήρωσε τὴν εὐχαριστίαν καὶ ἡ χεὶρ ἐπαχθεῖσα διὰ τῆς σφραγίδος τῷ προσώπῳ τὸ πέρας τῆς εὐχῆς διεσήμανε, μέγα τι καὶ βύθιον ἀναπνεύσασα τῇ προσευχῃ τὴν ζωὴν συγκατέληξεν» (Βίος Ὁσίας Μακρίνης)».

Ὁ πατἠρ Πορφύριος, ὁ Γέροντας τῆς Πεντέλης





Στό Ὄρος τῶν Ἀμώμων, τήν Πεντέλη, τό πιό ἤρεμο καί φιλικό βουνό τῆς Ἀττικῆς, γνωρίσαμε τό Γέροντα Πορφύριο. Μᾶς πρωτομίλησε γιά τό Γέροντα Ἁγιορείτης ἡγούμενος ἔμπειρος στήν πνευματική ζωή, ἀλλά καί γνώστης τῶν πολύπτυχων προβλημάτων τῆς σύγχρονης ζωῆς στόν κόσμο. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά ξεκινήσαμε μέ κάποιες ἐπιφυλάξεις νά συναντήσουμε τό μοναχό αὐτόν στήν Πεντέλη.
Ὁ π. Πορφύριος ζοῦσε σέ προχειροεπισκευασμένα κελλάκια στό Μετόχι τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος (Πεντέλης) τόν Ἅγιο Νικόλαο στά Καλλίσια.
Γιά νά φτάσεις ἐκεῖ, πρέπει νά ἀφήσεις τό αὐτοκίνητο σ’ἕνα ξέφωτο κι ἀπό ἐκεῖ νά περπατήσεις κάτι λιγότερο ἀπό μισή ὥρα. Τό μονοπάτι ξεκινάει στό ἴσιωμα. Ἔπειτα στενεύει καί περπατᾶς στό φρύδι σχεδόν τοῦ βράχου. Κυκλάμινα συμπαραστέκονται στόν ὁδοιπόρο. Παραπέρα, ἀφοῦ κατέβεις μιά κατηφόρα καί διαβεῖς μικρό ρυάκι, μπαίνεις σέ σκιερό πευκοδάσος. Ἔπειτα ἀνηφορίζεις πάλι καί ἀφοῦ περάσεις δίπλα ἀπό χαλάσματα, βρίσκεσαι σέ βραχόσπαρτο ξέφωτο, ὅπου ἔχει κτιστεῖ πρίν τριακόσια ἴσως χρόνια τό μοναστηράκι ἀπό τό ὁποῖο σήμερα σώζονται κυρίως ὁ χαριτωμένος μικρός τρουλλωτός ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Βαδίζοντας στό στενό μονοπάτι ξέκοβες σιγά – σιγά ἀπό τήν πολύβουη πόλη τῆς Ἀθήνας τῶν μηχανῶν καί τῶν ρύπων καί χωρίς νά τό καταλαβαίνεις ἔμπαινες σ’ἕναν ἄλλο κόσμο. Τή μέρα ἡ πόλη κάτω ξαπλωνότανε στή θολή της νωχέλεια. Τή νύχτα συχνά λαμπυρίζουν μακρινά τά φῶτα. Στά Καλλίσια ὅμως δέν εἶχε ἠλεκτρικό. Κεριά καί λίγα καντήλια στό ἐκκλησάκι τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀχνοφωτίζουν τίς ἐξίτηλες μορφές τῶν Ἁγίων καί τίς γυμνές πέτρες. Πετρόλαμπα φώτιζε τά λίγα κελλιά καί τό μικρό «ἀρχονταρίκι» πού τό ζέσταινε τόν χειμώνα αὐτοσχέδια σόμπα γιά καυσόξυλα. Μόνη τεχνολογική παρουσία ἔξω ἀπ’τά κελλιά: τεντωμένο σύρμα γιά κεραία ραδιοφώνου.
Τόν χειμώνα ὁ παπα- Πορφύριος φώλιαζε δίπλα στήν σόμπα. Τό καλοκαίρι περπατοῦσε ἔξω στό μικρό ὑψίπεδο μέ τά βράχια ἤ στά κηπάκια πού καλλιεργοῦσε στά χαμηλότερα ἀπάγγια τῆς Μονῆς. Ὅταν ὁ καιρός ἦταν καλός, ἐξομολογοῦσε στήν ἐκκλησία. Τότες, ὅπως ὅταν πρωτοπήγαμε, περιμέναμε ἔξω στήν αὐλή κάνοντας γνωριμίες μέ ἀνθρώπους πού βλέπαμε γιά πρώτη φορά, ἀλλά γρήγορα νιώθαμε μιά ἀπροσδόκητη φιλία καί τρυφερότητα στήν καρδιά μας. Ἰσως καί σάν συνδετικό στοιχεῖο νά λειτουργοῦσε ἡ ἐσωτερική ἀνάγκη καί κάποιος πόνος, πού μᾶς ὁδηγοῦσε ὅλους στά ὄρη, ὅπου περιμέναμε τή βοήθεια.
Ἡ πρώτη συνάντηση μέ τόν π. Πορφύριο ἦταν πολύ ἤρεμη καί φιλική. Χωρίς καμμία βλοσυρότητα ἤ κατήφεια, πού μποροῦσε νά φανταστεῖ κανείς ἀκούγοντας γιά Γέροντα ἀσκητή. Γαλήνιος καί συγκαταβατικός ἄκουγε αἰχμηρές ἀποκαλύψεις τῶν ἄστατων ψυχῶν, σάν νά ἦταν κοινές καθημερινές κουβέντες. Σάν νά ἦταν πράγματα πού ἤξερε. Μέ τήν πρώτη γνωριμία ὅλες οἱ ἐπιφυλάξεις διαλύθηκαν. Καμμιά ἀπάνθρωπη αὐστηρότητα. Μόνο φιλάδελφη ἀγάπη καί συγχωρητικότητα. Ἀκούει, προσεύχεται συνάμα μέ τό κομποσχοίνι, εὐλογεῖ καί συγχωρεῖ.
«Μεγάλο πρᾶγμα ὁ πνευματικός», θά μᾶς πεῖ ἀργότερα. «Γι’ αὐτό στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Γιατί ὑπάρχει ὀ πνευματικός, πού ἔχει τή χάρη νά συγχωρεῖ. Νά λευτερώνει τούς προστρέχοντες, ἐναποθέτοντας στό πετραχήλι του τά βάρη τῆς ψυχῆς τους»
Τό ἱλαρό φῶς τῆς δύσης μακρυά στήν Πειραϊκή μαζί μέ τό λόγο τοῦ Γέροντα γαληνεύουν τίς τρικυμισμένες ψυχές.
 Στίς πολλές ἀναβάσεις πού ἀκολουθοῦν, δειλινά ἤ πρωϊνά, νύχτες καί μεσημέρια, κάθε φορά πού σφίγγεται ἡ καρδιά καί μοιάζει ὁ ὁρίζοντας κλειστός κι ὁ δρόμος ἀδιέξοδος, κάθε φορά πού παίρνουμε τό μονοπάτι μέ τίς αἰχμηρές πέτρες καί τά ἀνοιχτόχρωμα κυκλάμινα, κάθε φορά πού ὁ Παππούλης μᾶς περιμένει καί μᾶς ὑποδέχεται, γιά νά ξεφορτώσει τά βάρη ἀπό τίς καρδιές.
Ἕνα ἀπογευματινό ἀνοιξιάτικο τόν βρίσκουμε νά φροντίζει τίς φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στή γῆ. Διαλέγει φράουλες καί μᾶς προσφέρει νά γευτοῦμε τούς καρπούς τῆς γῆς. Καί κεῖ κουβεντιάζουμε. Χωρίς πολλές συμβουλές καί ἠθικολογίες τέμνει βαθειά τήν ψυχή καί ρίχνει τό βάλσαμο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἀκτινοβολεῖ τέτοιες ὧρες καί λάμπει καί χαίρεται σάν παιδί. Μᾶς μιλάει ἀσταμάτητα γιά τήν εὐχή. Γιά τή νοερά προσευχή. Ἄλλοτε μᾶς λέει καί μᾶς ἐξηγεῖ τή σημασία τῆς εὐλογίας ἀπό τόν ἱερέα γιά τό χειροφίλημα. «Τό χέρι τοῦ ἱερέα!»λέει μέ θαυμασμό καί ἔκσταση. «Τί σπουδαῖο πρᾶγμα, ε! Τί μυστήριο!». Μιλάει ἁπλά καί ταπεινά τονίζοντας κι ἐπαναλαμβάνοντας πώς ξέρει πολύ λίγα γράμματα: «Δ΄ Δημοτικοῦ!». Κάποια βραδυά εἴχαμε συγκεντρωθεῖ μιά ὁμάδα μαζί μ’ ἕναν Ἁγιορείτη. Νύχτωσε. Ὁ καιρός ἦταν ἀνταριασμένος κι ἀπειλητικός. Ὅμως κοντά στόν Γέροντα καί γιά ὅσους ἀκόμη δέν ἦσαν μαθημένοι στήν σκοτεινή νύχτα τῆς φύσης, δέν ταραζότανε ἡ γαλήνη. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιά την διαφορά τῆς ταπεινοφροσύνης ἀπό τό πλέγμα τῆς κατωτερότητας.
«Ὁ ταπεινός, ἔλεγε, δέν εἶναι μιά προσωπικότητα διαλυμένη. Ἔχει συνείδηση τῆς κατάστασής του ἀλλά δέν ἔχει χάσει τό κέντρο τῆς προσωπικότητάς του. Ξέρει τήν ἁμαρτωλότητά του, τή μικρότητά του καί δέχεται τίς παρατηρήσεις τοῦ πνευματικοῦ του, τῶν ἀδελφῶν του. Λυπᾶται ἀλλά δέν ἀπελπίζεται. Θάβεται, ἀλλά δέν ἐξουθενώνεται καί δέν ὀργίζεται. Ὁ κυριευμένος ἀπό τό πλέγμα κατωτερότητας ἐξωτερικά καί στήν ἀρχή μοιάζει μέ τόν ταπεινό. Ἄν ὅμως λίγο τόν θίξεις ἤ τόν συμβουλεύσεις, τότε τό ἀρρωστημένο ἐγώ ἐξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αὐτή τήν λίγη εἰρήνη πού ἔχει. Τό ἴδιο, ἔλεγε, συμβαίνει καί μέ τόν παθολογικά μελαγχολικό σέ σχέση μέ τόν μετανοοῦντα ἁμαρτωλό. «Ὁ μελαγχολικός περιστρέφεται κι ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό του καί μόνο. Ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται βγαίνει ἀπ’τόν ἑαυτό του. Αὐτό τό μεγάλο ἔχει ἡ πίστη μας, τόν ἐξομολόγο. Τόν πνευματικό. Ἔτσι καί τό ‘πες στό Γέροντα κι ἔλαβες συγχώρεση μή γυρνᾶς πίσω». Αὐτό τό τόνιζε πολύ. Νά μήν ξαναγυρνᾶ κανείς στά προηγούμενα ἀλλά νά προχωρᾶ. Μεγάλη σημασία ἔδινε ἐπίσης στή νηστεία χωρίς ἀκρότητες καί ὑπερβολές, ἀλλά ὑπογραμμίζοντας τήν καθαρτική της σημασία.
Οἱ συζητήσεις ὅμως μέ τόν π. Πορφύριο ἄγγιζαν ποικίλα θέματα. Μερικές φορές μάλιστα μᾶς προκαλοῦσε ἔκπληξη τό πλᾶτος τῶν ἐνδιαφερόντων του. Ἕνα καλοκαιριάτικο ἀπόγευμα βιαζόμαστε νά φύγουμε. Τοῦ εἶπα τόν λόγο: θά πηγαίναμε νά παρακολουθήσουμε μιά συναυλία στό Ἡρώδειο. Τό ἀνέφερα ἔτσι σχεδόν ἐπίτηδες, γιά νά δῶ τίς ἀντιδράσεις του. Ἔμεινα κατάπληκτος ὅταν καί τό μουσουργό ἤξερε καί τόν ἑρμηνευτή καί μοῦ μίλησε μέ πολύ εὔστοχες παρατηρήσεις. Ὁ Παππούλης τῆς Δ΄ Δημοτικοῦ! Ρώτησα ἐπίσης αὐτούς πού πήγαιναν παλαιότερα ἀπό ἐμένα καί ἤξεραν περισσότερες λεπτομέρειες γιά τόν Γέροντα, τί χρειαζόταν ἐκεῖ ἡ κεραία. Κι ἔμαθα ὅτι ὁ Γέροντας κάποτε καταγινότανε μέ τήν κατασκευή κάποιου εἴδους δέκτου μέ γαληνίτη. Τοῦ ἄρεσε ἐκτός ἀπό τήν καλλιέργεια τῆς γῆς –πού ἄλλωστε ἡ μεγάλη ἤδη ἡλικία του καί ἡ εὐαίσθητη ὑγεία του δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά ἀσχολεῖται –νά καταπιάνεται μέ τά τεχνικά.
 Ἀνάφερα κιόλας τήν δικῆς του ἔμπνευσης ξυλόσομπα, πού μᾶς μάζευε τίς χειμωνιάτικες μέρες μετά τήν ἐκκλησία κι ἀρχίζαμε ἀτέρμονες συζητήσεις περιμένοντας τήν ὥρα νά δεῖ ἕναν-ἕναν ὁ Γέροντας, ἐνῶ ἡ κυρά –Χαρίκλεια (ἡ σημερινή Γερόντισσα Πορφυρία), ἀδελφή τοῦ Γέροντα, μᾶς φρόντιζε μέ καφέ καί κάθε ἄλλο κέρασμα. Μαζευόντουσαν ἐκεῖ ἀδελφωμένοι θεολόγοι, κληρικοί, Ἕλληνες και Σέρβοι, δικαστές, φιλόσοφοι, γιατροί, παιδαγωγοί, καθηγητές, φοιτητές καί εἶχε μιά ζεστασιά ἡ συντροφιά, πού καί νά ἔσβηνε ἡ σόμπα δέν θα τό νιώθαμε.
Συχνά ρωτούσαμε τόν Γέροντα γιά ἀποφάσεις κι ἐπιλογές στή ζωή μας. Εἶχε πάντα μιά ἀπάντηση. Ἄλλοτε ἀναμενόμενη κι ἄλλοτε ἀναπάντεχη. Δέν συνιστοῦσε παραίτηση κι ἀπομάκρυνση ἀπό τίς δραστηριότητες. Κάθε ἄλλο. Ἐπέμενε ὅμως στόν ἁπλό τρόπο ζωῆς στήν ἐξοχή. Ἕνα περίπατο στό βουνό τό θεωροῦσε σπουδαία ψυχαγωγία.
 
Ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας τόν ρωτοῦσε συχνά γιά τήν ῾Σύναξη᾿ κι ἔπαιρνε τή σωστή ἀπάντηση.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ π. Πορφύριος εἶχε διορατικό καί προορατικό χάρισμα. Πολλοί πήγαιναν νά ἐξομολογηθοῦν καί τούς ἀποκάλυπτε τίς πράξεις τους. Ὅμως τό χάρισμα αὐτό τό χρησιμοποιοῦσε μέ μεγάλη διάκριση καί γιά λόγους ποιμαντικούς.Ὅταν ἦταν ἀναγκαῖο. Σπάνια, ὅταν ἦταν σέ πολύ καλή διάθεση καί ἔκανε τούς μακρούς περιπάτους του γιά νά ξεκουραστεῖ λίγο, ρωτοῦσε μέ ἐκεῖνο τό καλοκάγαθο χαμόγελό του γιά τήν πατρίδα κάποιου τῆς συντροφιᾶς. Κι ἐνῶ δέν εἶχε πάει ὁ ἴδιος διέκοπτε καί συνέχιζε τήν περιγραφή.

Αὐτό τό χάρισμα ὅμως τοῦ προκαλοῦσε καί πολλές στεναχώριες. Πολλοί τό παραξήλωναν καί πήγαιναν σ’αύτόν χωρίς μετάνοια καί πίστη στόν Θεό, ἁπλᾶ καί μόνο ἀπό περιέργεια ἤ γιά νά πληροφορηθοῦν τά μέλλοντα. Ὁ Γέροντας φυσικά τηροῦσε τήν ἀνάλογη στάση. Κάποτε ὅμως κι ἄνθρωποι, πού ξεκινοῦσαν ἀπό τέτοιες «πονηρές» προθέσεις, ἔβρισκαν στό Γέροντα τήν πίστη καί τή σωτηρία τους. Ἄλλος πάλι πειρασμός ἦταν κάποιοι αἱρετικοί ἤ καί πλανεμένοι (γλωσσολαλίες κλπ.) Ὁ Γέροντας ἦταν κατηγορηματικός κι ἀνένδοτος σ’αὐτές τίς περιπτώσεις καί διεχώριζε ἀπερίφραστα τή θέση του, στηλιτεύοντας τήν πλάνη τους καί καταδικάζοντας τήν αἵρεση. Γιατί ὁ ἴδιος τόνιζε πάντα μόνη σωτήρια ὁδό τήν Ἐκκλησία καί ὄχι κάποιες «προσωπικές» ἤ ἄλλου ἀνάλογου εἴδους «κινήσεις» .
Ὁ π. Πορφύριος πρόσφερε τό λόγο τῆς σωτηρίας καί ἔδινε τήν ἀνάπαυση στίς ψυχές ὅλων ἁπλά χωρίς προκαθορισμένο πρόγραμμα, ὁμιλίες, «ἐκδηλώσεις» κτλ. Καθισμένος στά βράχια ἤ κατάχαμα μᾶς ἀποκάλυπτε μυστήρια κι ἀλήθειες. Μιλώντας γιά τή μεγάλη σημασία πού ἔχουν οἱ μετάνοιες καί δείχνοντάς μας τό σωστό τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά γίνεται ἡ «μετάνοια», μᾶς ἑρμήνευε τή σημασία τῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στήν προσευχή καί τήν ἑνότητα τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου.

Μά ἐκεῖνο πού φυσικά τόν ἔκανε νά λάμπει μέ παιδιάστικη χαρά ἦταν νά μιλάει γιά τήν νοερά προσευχή. Μέ τήν καθαρή, λίγο ἀδύναμη, φωνή του καί μέ μιά χαριτωμένη χειρονομία ὑπογραμμίζοντας ἔλεγε ἀργά μιά-μιά τίς λέξεις: «Κύριε, ἡμῶν, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με». Καί πρόσθεσε κάποτε σέ μιά τέτοια συζήτηση: «Ἐμένα μοῦ ἔδωσε τή χάρη ὁ Θεός ν’ ἀσχοληθῶ πολύ μέ αὐτή τήν ἐργασία». «Ἐργασία» ὀνόμαζε τήν ἄσκησή του στήν καρδιακή προσευχή. «Αὐτή ἡ ἐργασία εἶναι πολύ χρήσιμη γιά ὅλους τούς πιστούς. Καθαρίζει τήν ψυχή καί κρατάει τό νοῦ». Στίς περισσότερες συζητήσεις κάτι θά ἔλεγε γιά τήν εὐχή. Ἀργότερα, ὅταν εἶχε πρόχειρα ἐγκαταβιώσει στό Μήλεσι τοῦ Ὠρωποῦ (πρίν ἀκόμη ἀνεγερθοῦν τό κτίρια τοῦ Ἡσυχαστηρίου) ὀνειρευότανε τή δημιουργία ἑνός χώρου κατάλληλου πού θά ἀφιερωνότανε στήν «ἐργασία αὐτή».
Τό σπουδαιότερο ὅμως ἔργο ἐτελεσιουργεῖτο μέσα στόν ἄδυτο χῶρο τῆς ψυχῆς τοῦ καθενός. Κι αὐτό μένει ἑρμητικά κλεισμένο, γνωστό μόνο στό Θεό καί σ’αὐτούς πού δέχονται τήν εὐεργετική αὔρα τῆς Θείας ἐνεργείας. Ἔτσι αὐτά δέν λέγονται καί δέν γράφονται. Ὅμως καί οἱ ἄλλοι βλέπουν κάποτε συγκλονιστικές ἀλλαγές σέ ἀνθρώπους, πού μοιάζουν νά ἔχουν φτάσει στό βάθος τῆς ἀβύσσου, νά μεταβάλλονται τώρα σέ τέκνα φωτός.
Τά τελευταῖα χρόνια ἦταν τίς περισσότερες ὧρες στό κρεββάτι. Ἄλλωστε ὅλη τή ζωή του ἦταν φιλάσθενος καί ἀδύναμος. Αὐτό ὅμως δέν τόν ἐμπόδιζε νά πηγαίνει συχνά, συχνότατα στό Ἅγιον Ὄρος καί μάλιστα στό δυσπρόσιτο τόπο τοῦ κελλιοῦ του. Οὔτε τόν ἐμπόδιζε ἀπό τό νά παλεύει συχνά μέ τούς δαίμονες σῶμα μέ σῶμα γιά νά ἐλευθερώσει τίς ψυχές βασανισμένων ἀνθρώπων, πού πρόστρεχαν ζητώντας τή βοήθειά του. Γαλήνιος πάντα, ὅταν δέν μποροῦσε σχεδόν νά μιλήσει, εὐλογοῦσε ἀπό τό κρεββάτι του καί ψιθύριζε πώς μᾶς σκέφτεται καί προσεύχεται γιά μᾶς.
Ὁ π. Πόρφύριος τώρα ἔφυγε γιά τόν Οὐρανό περνώντας ἀπ’τήν Πύλη τοῦ Οὐρανοῦ, τό Ἅγιον Ὄρος. Κι ἀπό κεῖ μᾶς εὐλογεῖ. Κι ἐμεῖς κρατᾶμε στήν καρδιά μας τήν ἱερή ἀνάμνησή του πολύτιμη παρακαταθήκη. Γαληνεύει ἡ ψυχή μας μέ τήν εἰκόνα ἐκείνη τῆς πραότητας καί τῆς εἰρήνης τοῦ κοντόσωμου μέ τό μαῦρο μάλλινο σκοῦφο Γερούλη, πού ὁ Θεός ἐχαρίτωσε στούς ἔσχατους τούτους καιρούς γιά νά στηρίξει τίς ψυχές τῶν συγχρόνων Ὀρθοδόξων.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...