Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013

Αυτό είναι ο ανθρώπινος βίος. Άμμος… (Αγ.Γρηγορίου Νύσσης)



09ΙΑΝ

 AMMOS
«Εάν κάποιος, κυριευθεί από την πλεονεξία, και σαν άλλη θάλασσα, επεκτείνει την υπερβολική επιθυμία για τα κέρδη, που τρέχουν μέσα σε αυτήν από παντού με τρόπο άπληστο, αυτός, βλέποντας προς την πραγματική θάλασσα, ας θεραπεύσει το πάθος του.
Γιατί, όπως εκείνη δεν ξεπερνάει το όριό της, μολονότι δέχεται αμέτρητες ποσότητες υδάτων, που εισρέουν σε αυτήν, αλλά παραμένει στο ίδιο σημείο, σαν να μην έχει προστεθεί σε αυτήν καμία νέα ποσότητα νερού, κατά τον ίδιο τρόπο και ο άνθρωπος, όταν παραμένει στα όριά του, απολαμβάνοντας τα αγαθά, τα οποία αποκτά, δεν μπορεί να συναυξάνει μαζί με τον πλούτο των αγαθών και τη λαιμαργία της απόλαυσης.
Αλλά, ενώ δεν σταματά η εισροή των αγαθών μέσα του, διατηρεί στα μέτρα της την επιθυμία της απόλαυσης. Εφόσον, λοιπόν, δεν μπορεί η απόλαυση να ξεπεράσει τα φυσικά της όρια,
για ποιο λόγο να επιδιώκουμε τις πλέον αυξήσεις των εσόδων, τη στιγμή που ποτέ δεν προσφέρουμε από το πλεόνασμα, το οποίο προκύπτει από τα νεότερα κέρδη, προκειμένου να ελεήσουμε τους άλλους;
Επειδή όμως, όπως ερμηνεύσαμε την έννοια της ματαιότητας, ματαιότητα είναι ή λόγος ανόητος, ή πράγμα ανώφελο, νομίζω ότι καλά αρχίζει ο Εκκλησιαστής από αυτό το σημείο το λόγο. Και αυτό για να μην θεωρήσουμε ως υπαρκτό τίποτε από όσα γίνονται, ούτε και από όσα λέγονται, εφόσον αποβλέπει προς αυτόν εδώ το σκοπό, δηλαδή στην παρούσα ζωή.Γιατί κάθε ανθρώπινη προσπάθεια που καταβάλλεται για κάτι πέρα από τη ζωή, μοιάζει με τα παιχνίδια που παίζουν στην άμμο τα νήπια. Γι’ αυτά η απόλαυση των έργων σταματά μαζί με την προσπάθεια για τα έργα. Γιατί μόλις σταματήσουν να χτίζουν, σωριάζεται και η άμμος γύρω της, χωρίς να αφήσει κανένα σημάδι των κόπων, που κατέβαλαν τα παιδιά.
Αυτό είναι ο ανθρώπινος βίος. Άμμος η φιλοδοξία, άμμος η εξουσία, άμμος ο πλούτος, άμμος καθετί που απολαμβάνουν σωματικά οι άνθρωποι με κόπο. Μέσα σε αυτά τα ανύπαρκτα ματαιοπονούν τώρα οι μικρόψυχοι και υποβάλλονται σε πολλούς κόπους για το κάθε ένα από αυτά, και μόνο όταν εγκαταλείψουν το χώρο της άμμου, εννοώ τη σωματική ζωή, τότε θα καταλάβουν καλά την ματαιότητα της εδώ διαμονής. Γιατί η απόλαυση μένει πίσω μαζί με τη υλική ζωή, ενώ δεν παίρνουν μαζί τους τίποτε άλλο εκτός από την συνείδηση μόνο».
(Από τον πρώτο λόγο του αγ. Γρηγορίου Νύσσης, «Εις τον Εκκλησιαστήν», Π. Μπρούσαλη).-Εχ Protestant

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2012

ΠΕΡΙ ΕΥΠΟΙΪΑΣ ΚΑΙ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ



Ιωάννη Ελ. Σιδηρά
Θεολόγου -  Εκκλησιαστικού – Ιστορικού – Νομικού

Επίκαιρες ομιλίες του Αγίου Γρηγορίου  Νύσσης υπερ της κοινωνικής και φιλάδελφης αλληλεγγύης εν μέσω οικονομικής κρίσεως.

      Ο μεγάλος  θεοφόρος Πατέρας  της  Ορθοδόξου  Εκκλησίας  Άγιος  Γρηγόριος  Νύσσης συνέργραψε κατά τα  έτη 382 και 384 μ.Χ.  δύο απαράμμιλες ομιλίες, οι οποίες αποτελούν τις θεμελιώδεις βάσεις της φιλάδελφης και φιλάνθρωπης κοινωνικής αλληλεγύης που είναι τόσο επιτακτική και επιβεβλημένη ιδιαίτερα στους χαλεπούς καιρούς της γενικότερης πνευματικής κοινωνικής και οικονομικής κρίσεως, την οποία βιώνει η Ελλάδα.
      Συκλονιστικά όσα γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ωσάν να γράφθηκαν σήμερα. Είναι τόσο διαχρονικά και τόσο τραγικά επίκαιρα σε σημείο που θα μπορούσε να σκεφθεί κάποιος ότι ο ιερός Πατέρας ζούσε την τραγικότητα του σήμερα. Γράφει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος:  «Και η περίοδος αυτή μας έφερε μεγάλη αφθονία γυμνών και αστέγων. Υπάρχουν πλήθη αιχμαλώτων στις πόρτες του καθενός. Δε λείπει ούτε ο ξένος ούτε ο μετανάστης και είναι εύκολο να δεις παντού το απλωμένο χέρι που ζητά. Σπίτι τους αυτοί έχουν το ύπαιθρο, καταφύγιο τους είναι οι στοές και τα αδιέξοδα και τα πιο ασύχναστα σημεία της αγοράς. Και όπως οι νυχτοκόρακες και οι κουκουβάγιες , φωλιάζουν μέσα στις τρύπες. Ενδύματα τους είναι τα καταξεσχισμένα κουρέλια. Γεωργία είναι η γνώμη αυτών που ελεούν. Τροφή τους ότι τους πέσει από όποιον τους συναντήσει. Ποτό τους οι πηγές όπως στα άλογα. Ποτήρι τους η βαθουλωμένη παλάμη.  Αποθήκη τους είναι ο κόρφος τους και αυτός αν δεν είναι σχισμένος αλλά κρατάει ότι κρύβουν σ’ αυτόν. Τραπέζι τους αποτελούν τα γόνατά τους βαλμένα κοντά-κοντά. Κρεβάτι τους το έδαφος, λουτρό τους ένα ποτάμι ή μία λίμνη, που ο Θεός παραχώρησε σε όλους κοινό, που δεν κατασκεύασε άνθρωπος. Πλανόδιος ο βίος τους και αγρίου ζώου, ενώ δεν ήταν τέτοιος από την αρχή, αλλά έγινε τέτοιος από τη συμφορά και την ανάγκη.
      Και εσύ  ο  εγκρατευτής μπορείς να βοηθήσεις ικανοποιητικά με τα παρακάτω. Δείξε συμπάθεια στους αδελφούς σου που δυστυχούν . Οτι στέρησες την κοιλιά σου, δώσε το στον πεινασμένο . Ο φόβος του Θεού ας γίνει ο δίκαιος επανορθωτής .  Θεράπευσε με φρόνιμη εγκράτεια δύο πάθη αντίθετα μεταξύ τους, το δικό σου κόρο και την πείνα του αδελφού σου. Το ίδιο κάνουν  και οι γιατροί, από άλλους αφαιρούν κάτι και σε άλλους συμπληρώνουν, ώστε προσθέτοντας και αφαιρώντας  να εξασφαλιστεί η υγεία καθενός. Πεισθείτε από καλή προτροπή και αγαθή προαίρεση. Ας ανοίξει ο λόγος τις πόρτες και τις τσέπες των ευπόρων και η συμβουλή  ας οδηγήσει τον φτωχό στο σπίτι εκείνου που έχει. Ας μην πλουτίσεις με τα πολλά σου λόγια τους πονεμένους, ας προσφέρεις σ΄αυτούς και σπίτι και τραπέζι και κρεβάτι.
     Κοντά σ΄αυτούς υπάρχουν κι άλλοι φτωχοί και άρρωστοι, πεσμένοι εδώ και εκεί. Ας προσέχει ο καθένας τους γείτονές του …..Αγκάλιασε τον ταλαιπωρημένο σαν να είναι χρυσάφι , αγκάλιασε τον όπως την ίδια σου την υγεία , τη σωτηρία της γυναίκας σου, των παιδιών σου, των υπηρετών σου και όλου του σπιτιού σου.  Ο φτωχός και άρρωστος είναι διπλά φτωχός . Οι υγιείς φτωχοί μπορούν και πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι σ΄εκείνους που έχουν, αλλά και καθισμένοι στα περάσματα των δρόμων παρακαλούν όλους τους περαστικούς. Αυτοί όμως που τους έχει δέσει η νόσος τους, εγκάθειρκτοι σε στενά καταλύματα και σε στενές γωνίες….περιμένουν εσένα τον ευλαβή και φίλο των πτωχών ….. Πήγαινε σ΄αυτόν  που έχει ανάγκη και γίνε τροφοδότης του γρήγορα και με προθυμία.  Η προσφορά δεν είναι ζημία, μη φοβηθείς. Ο καρπός της ελεημοσύνης βλασταίνει πλούσιος. Σπείρε δίνοντας και θα γεμίσεις το σπίτι σου από αγαθή σοδειά.
      Βέβαια θα μου αντιπροτείνεις: Είμαι φτωχός κι εγώ.  Ας είναι.  Ας το πάρουμε ως δεδομένο. Δώσε όμως ότι ελάχιστο έχεις. Ο Θεός δε μας ζητά πάνω από τη δύναμή μας. Εσύ δώσε ψωμάκι, ο άλλος ένα ποτήρι κρασί, ο άλλος ένα ρούχο και έτσι με την συνεισφορά των πολλών αντιμετωπίζεται η συμφορά του ενός . Βλέπεις ότι και η πεντάρα της χήρας ξεπερνά τις προσφορές των πλουσίων;  Γιατί αυτή άδειασε το ταμείο της από ότι είχε, ενώ οι άλλοι που είναι εύποροι ούτε την πεντάρα δεν έβγαλαν από το ταμείο τους.
      Μην περιφρονήσεις  αυτούς τους κατάκοιτους, ωσάν να μην  είναι άξιοι για  τίποτα. Σκέψου ποιοι είναι και θα βρεις την  αξία τους.  Έχουν πάρει την  μορφή του Σωτήρα μας Χριστού.  Ο φιλάνθρωπος Κύριος τους δάνεισε  το ίδιο του το πρόσωπο για να μαλακώνουν  με αυτό τους σκληρούς και  εχθρούς των φτωχών. ……Αυτοί  είναι οι ταμίες των ουρανίων αγαθών που προσδοκούμε, οι πυλωροί ( θυρωροί ) της Τριαδικής Βασιλείας, αυτοί που μετά θάνατον ανοίγουν τις πόρτες στους καλοσυνάτους και τις κλείνουν στους σκληρούς και μισανθρώπους.  Ανάλογα με την περίσταση αυτοί οι φτωχοί είναι σφοδροί κατήγοροι και συνήγοροι αγαθοί. Και συνηγορούν και κατηγορούν όχι απλώς μιλώντας, αλλά κάτω από το Η έυποιία ( ευεργεσία) είναι αυτή που συγκρατεί τη ζωή, μητέρα των φτωχών, δάσκαλος συνετός των πλουσίων, καλή τροφός των νέων, γηροκόμος των ηλικιωμένων , ταμείο να λαμβάνουν όσοι έχουν ανάγκη, κοινό λιμάνι για όσους ατυχούν . Μοιράζει την πρόνοια της σε κάθε ηλικία και κάθε είδος συμφορά. Έτσι η ευεργεσία καλέι κοντά της όλους όσους αντιμετωπίζουν δύσκολες περιστάσεις και σε όσους την πλησιάζουν μοιράζει όχι τιμές αλλά θεραπεία συμφορών.  Είναι ανώτερη από κάθε επαινετή πράξη, παρακαθήμενη του Θεού, φίλη του αγαθού. Έτσι, βέβαια, φαίνεται ο ίδιος ο Θεός ότι έπραξε όλες τις αγαθές και φιλάνθρωπες πράξεις. Με αυτούς τους τρόπους, όπως ανέφερα, χορταίνει τον πεινασμένο και τον διψασμένο, ποτίζει και ντύνει τον γυμνό.
      Για όσους  κακοπαθούν κανένας λόγος και  για  όσους πένονται καμία φροντίδα συμπαθείας; Τι σκληρή γνώμη!  Ένας άνθρωπος βλέπει έναν άλλο άνθρωπο να στερείται ψωμί και να του λείπει η απαραίτητη ζωογόνηση από την τροφή και δεν τον βοηθά πρόθυμα παρέχοντας του τη σωτηρία, αλλά αδιαφορεί και τον αφήνει, σαν ένα θαλερό φυτό που ξηραίνεται θλιβερά από έλλειψη νερού, τη στιγμή που πλημμυρίζει από αφθονία και μπορεί να διοχετεύσει σε πολλούς ανακούφιση από τα υπάρχοντα του …..
      Ας μην  τα χαρίζουμε όλα στην σάρκα, ας ζήσουμε  λίγο και για τον Θεό. Η ευχαρίστηση  που προσποριζόμαστε από την  απόλαυση ικανοποιεί ένα μικρό τμήμα  της σάρκας , τον φάρυγγα  και  το στομάχι μας. Η ευσπλαχνία όμως και η ευεργεσία είναι πράγματι αγαπητά στο Θεό και κάνουν Θεό εκείνον που τα ασκεί και παράδειγμα για μίμηση του αγαθού, για να υπάρχει εικόνα της πρώτης και ακήρατης Ύπαρξης  που υπερβαίνει κάθε νού…….Να μην είναι όλα δικά μας, ένα μέρος ας είναι και των πτωχών που αγαπά ο Θεός. Όλα είναι του Θεού, του κοινού Πατέρα μας κι εμείς είμαστε αδέλφια, αφού προερχόμαστε από τον ίδιο Πατέρα. Το άριστο και πιο δίκαιο είναι να απολαμβάνουν οι αδελφοί ίσα μερίδια κλήρου., Το δεύτερο, αν ο ένας ή ό άλλος ιδιοποιηθεί το περισσότερο, οι υπόλοιποι ας μοιραστούν το μέρος. Κι αν κάποιος θέλει να γίνει κύριος όλων γενικά αποκλείοντας τους αδελφούς ακόμη και από αυτό το τρίτο ή το πέμπτο , αυτός είναι τύραννος ωμός, βάρβαρος ανήμερος, θηρίο που το ευχαριστεί  μόνο το φαγητό ή μάλλον είναι και από τα θηρία πιο άγριος.
      Αν ο λύκος  δέχεται και άλλο λύκο και πολλά  σκυλιά στο τραπέζι του και  μαζί σπαράζουν το θήραμα τους, ωστόσο ο αχόρταγος και άπληστος άνθρωπος δεν παίρνει συμμέτοχο στο  πλούτο του και κανένα συνάνθρωπό του . Σου είναι αρκετό το μετρημένο  τραπέζι, μην ανοιχτείς στο πέλαγος  του ακόλαστου φαγοποτιού…..
      Να κάνεις χρήση, όχι κατάχρηση……. Επίτρεψε στον εαυτό σου μία μετρημένη απόλαυση . Μη παραφερθείς από την μανία των ηδονών. Μην  είσαι εσύ ο πιο αχρείος από όλα γενικά τα ζώα. …..  Μη γεμίζεις τη μία κοιλιά σου με τον ιδρώτα πολλών κυνηγών, σαν ένα βαθύτατο πηγάδι που δεν το γεμίζουν τ’ αμέτρητα χέρια όσων θέλουν να το επιχώσουν…… Για τους παραδομένους στην τρυφή ( απόλαυση ) ούτε ο βυθός της θάλασσας δεν μένει ανενόχλητος.
      Ποια είναι  τα επακόλουθα όσων είναι δούλοι της  τρυφής ; Είναι υποχρεωτικό η κακία, όπου ενσκήπτει σαν αρρώστια, να  σέρνει μαζί της όλα εκείνα που την ακολουθούν . Γι΄αυτό όσοι παραθέτουν το τραπέζι των απολαύσεων ωθούνται για τις ανάγκες τους στις κατασκευές μεγαλοπρεπών κτιρίων και την πολλή ευπορία τους τη δαπανούν στο μέγεθος των σπιτιών τους και στον περίεργο διάκοσμο ……. Εκτός από αυτά φτιάχνουν ωραία ανάκλιντρα, φροντίζουν να έχουν ενδύματα πολύχρωμα και φανταχτερά, φτιάχνουν ακριβά τραπέζια από ασήμι….
      Ενώ γίνονται όλα αυτά στα σπίτια τους, περιμένουν πεσμένοι στην εξώπορτα μύριοι εξαθλιωμένοι, άλλοι με έλκη δυσβάσταχτα, άλλοι  με βγαλμένα μάτια, άλλοι που κλαίνε γι’ αναπηρία στα πόδια, μερικοί  από αυτούς που σέρνοντα ολότελα στη γη και τους λείπουν όλα τα άκρα. Και ενώ φωνάζουν γοερά δεν ακούγονται, γιατί εμποδίζει ο ήχος των αυλών και τα τραγούδια τα αυτοσχέδια και τα πλατιά  γέλια και οι καγχασμοί. Κι  αν κάποτε ενοχλήσουν περισσότερο στις πόρτες, ορμά από κάπου ο αναιδής θυρωρός του άσπλαχνου ιδιοκτήτη, τους διώχνει με τα ξύλα, τους φωνάζει σκυλιά και ξανασχίζει τις πληγές τους με το μαστίγιο. 
      Φεύγουν οι αγαπητοί του Χριστού, οι οποίοι αποτελούν  το κορύφωμα των εντολών χωρίς  να τους δοθεί λίγο ψωμί ή λίγο φαί, αλλά κερδίζον τας από πάνω ύβρεις και χτυπήματα.
      Αν αυτά τα βλέπει ο Θεός, όπως βέβαια και τα βλέπει, ποια νομίζετε εσείς οι εχθροί των φτωχών ότι θα είναι η κατάληξη του βίου σας ; …… Και παρουσιάζεται να γογγύζει γοερά και να στενάζει εκείνος που έζησε μέσα στη βύσσο και τώρα ασφυκτιά μέσα στην άβυσσο των κακών.  Άλλος πάλι καταδικάστηκε σε θάνατο απροσδόκητο. Από βραδύς λογάριαζε το αυριανό φαγητό, αλλά δεν πρόλαβε το φώς της αυγής.  Μη γίνεστε θνητοί στην πίστη και αθάνατοι στην απόλαυση . Αυτά πιστεύουν όσοι θέλουν να κολακεύουν την σάρκα με κάθε τρόπο ως οικοδεσπότες που θα συνεχίζουμε χωρίς διάδοχο, ως κύριοι παντοτινοί των γηίνων αγαθών …… Και όλα αυτά συχνά ακόμη στα γηρατιά μας, όταν έχει φτάσει το φθινόπωρο της ζωής, όταν είναι κοντά ο χειμώνας του θανάτου και δεν λείπει από τη ζωή μας ένας κύκλος των χρόνων αλλά τρείς ή τέσσερις ημέρες.
      Ας αναλογισθούμε  λοιπόν εμείς οι λογικοί, ότι η  ζωή είναι παροδική και ο χρόνος περνά κι είναι άστατος και  ασταμάτητος, όπως  το ρεύμα του  ποταμού, που παρασέρνει ότι βρεθεί   μέσα του προς το τέλος του αφανισμού. Και  μακάρι, αφού είναι σύντομη  και σημαδεμένη από τη φθορά, να ήταν ανεύθυνη.  Αλλά αυτό είναι το επικίνδυνο. Για κάθε ώρα αλλά και για λόγους που λέμε, οφείλουμε απολογία στον  αδέκαστο κριτή …. 

Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2012

Αυτό είναι ο ανθρώπινος βίος. Άμμος... (Αγ.Γρηγορίου Νύσσης)



«Εάν κάποιος, κυριευθεί από την πλεονεξία, και σαν άλλη θάλασσα, επεκτείνει την υπερβολική επιθυμία για τα κέρδη, που τρέχουν μέσα σε αυτήν από παντού με τρόπο άπληστο, αυτός, βλέποντας προς την πραγματική θάλασσα, ας θεραπεύσει το πάθος του. 

Γιατί, όπως εκείνη δεν ξεπερνάει το όριό της, μολονότι δέχεται αμέτρητες ποσότητες υδάτων, που εισρέουν σε αυτήν, αλλά παραμένει στο ίδιο σημείο, σαν να μην έχει προστεθεί σε αυτήν καμία νέα ποσότητα νερού, κατά τον ίδιο τρόπο και ο άνθρωπος, όταν παραμένει στα όριά του, απολαμβάνοντας τα αγαθά, τα οποία αποκτά, δεν μπορεί να συναυξάνει μαζί με τον πλούτο των αγαθών και τη λαιμαργία της απόλαυσης. 

Αλλά, ενώ δεν σταματά η εισροή των αγαθών μέσα του, διατηρεί στα μέτρα της την επιθυμία της απόλαυσης. Εφόσον, λοιπόν, δεν μπορεί η απόλαυση να ξεπεράσει τα φυσικά της όρια,
για ποιο λόγο να επιδιώκουμε τις πλέον αυξήσεις των εσόδων, τη στιγμή που ποτέ δεν προσφέρουμε από το πλεόνασμα, το οποίο προκύπτει από τα νεότερα κέρδη, προκειμένου να ελεήσουμε τους άλλους; 

Επειδή όμως, όπως ερμηνεύσαμε την έννοια της ματαιότητας, ματαιότητα είναι ή λόγος ανόητος, ή πράγμα ανώφελο, νομίζω ότι καλά αρχίζει ο Εκκλησιαστής από αυτό το σημείο το λόγο. Και αυτό για να μην θεωρήσουμε ως υπαρκτό τίποτε από όσα γίνονται, ούτε και από όσα λέγονται, εφόσον αποβλέπει προς αυτόν εδώ το σκοπό, δηλαδή στην παρούσα ζωή. Γιατί κάθε ανθρώπινη προσπάθεια που καταβάλλεται για κάτι πέρα από τη ζωή, μοιάζει με τα παιχνίδια που παίζουν στην άμμο τα νήπια. Γι’ αυτά η απόλαυση των έργων σταματά μαζί με την προσπάθεια για τα έργα. Γιατί μόλις σταματήσουν να χτίζουν, σωριάζεται και η άμμος γύρω της, χωρίς να αφήσει κανένα σημάδι των κόπων, που κατέβαλαν τα παιδιά. 

Αυτό είναι ο ανθρώπινος βίος. Άμμος η φιλοδοξία, άμμος η εξουσία, άμμος ο πλούτος, άμμος καθετί που απολαμβάνουν σωματικά οι άνθρωποι με κόπο. Μέσα σε αυτά τα ανύπαρκτα ματαιοπονούν τώρα οι μικρόψυχοι και υποβάλλονται σε πολλούς κόπους για το κάθε ένα από αυτά, και μόνο όταν εγκαταλείψουν το χώρο της άμμου, εννοώ τη σωματική ζωή, τότε θα καταλάβουν καλά την ματαιότητα της εδώ διαμονής. Γιατί η απόλαυση μένει πίσω μαζί με τη υλική ζωή, ενώ δεν παίρνουν μαζί τους τίποτε άλλοεκτός από την συνείδηση μόνο».

(Από τον πρώτο λόγο του αγ. Γρηγορίου Νύσσης, «Εις τον Εκκλησιαστήν», Π. Μπρούσαλη). 

Τετάρτη, Ιουλίου 18, 2012

To oσιακό τέλος και η ταφή της Οσίας Μακρίνας.(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης)


πηγή

(Απόσπασμα από τον λόγο -Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνας)
…Οδεύοντας ο συγγραφέας Γρηγόριος Νύσσης στην αφήγηση του τέλους της ζωής της Μακρίνας, μας πληροφορεί πως είδε κάποιο όνειρο που του δημιούργησε φοβερές ανησυχίες για το μέλλον: του φάνηκε πως κρατούσε στα χέρια του λείψανα μαρτύρων κι έβγαινε απ’ αυτά λάμψη σαν από καθαρό καθρέφτη που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ώστε να θαμπώνουν τα μάτια του απ’ την ακτινοβολία της λάμψεως. Και συνέβη να δει την ίδια νύχτα τρεις φορές αυτό το όνειρο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει καθαρά τι υπονοούσε. Αισθανόταν κάποια λύπη στην ψυχή του και περίμενε να κρίνει το όνειρο από την εξέλιξη των γεγονότων. Όταν πλησίασε σ’ εκείνη την ερημιά που κατοικούσε η Μακρίνα, ζώντας αγγελική και ουράνια ζωή, ρώτησε, κατ’ αρχήν, για τον αδελφό του τον Πέτρο έναν από τους συνασκητές του, εάν ήταν εκεί. Εκείνος του απάντησε πως εδώ και τέσσερις ημέρες είχε φύγει για να έρθει σ’ αυτόν. Κατάλαβε τι συνέβη, είχε πάει από άλλο δρόμο να τον συναντήσει.
Όταν έφθασε στον τόπο της Μακρίνας, παρατήρησε πως η συνοδεία των Μοναστριών περίμενε με κοσμιότητα την είσοδό του στην εκκλησία. Μόλις τελείωσε η καθιερωμένη ευχή κι ευλογία, οι Μοναχές παίρνοντας με σκυμμένο το κεφάλι την ευλογία, όπως έπρεπε, έφευγαν προς τα κελιά τους.
Η Μακρίνα βασανιζόταν σκληρά από την αρρώστια. Ήταν ξαπλωμένη όμως όχι πάνω σε κρεβάτι ή σε στρώμα, αλλά κατά γης, έχοντας μια σανίδα κάτω από το σάκο της. Μια άλλη σανίδα πάλι, λοξά τοποθετημένη, στήριζε το κεφάλι της αντί για προσκέφαλο, υποβαστάζοντας ανακουφιστικά τον αυχένα.
Στύλωσε  τα χέρια στο έδαφος κι έβγαλε το σώμα της έξω απ’ τα στρωσίδια της όσο μπορούσε, αποδίδοντας με τον τρόπο αυτόν την τιμή της υποδοχής. Όπως ακριβώς μαθαίνουμε από την ιστορία του Ιώβ, πως ο άνθρωπος αυτός, αν και έλιωνε από την σαπίλα των τραυμάτων σ’ ολόκληρο το σώμα του, δεν έστρεψε το λογισμό στον πόνο του, αλλά παρ’ όλο που βασανιζόταν  σωματικά από τους πόνους,  δε χαλάρωνε την εσωτερική του «εργασία», ούτε σταματούσε η σκέψη του ν’ ανεβαίνει στις υψηλότερες αλήθειες, κάτι τέτοιο έβλεπε να συμβαίνει και μ’ εκείνη τη Μεγάλη. Ενώ, δηλαδή, ο πυρετός της είχε καταμαράνει όλη τη δύναμη και την έσερνε στο θάνατο, εκείνη,  σαν να της ανακούφιζε κάποια δροσιά το σώμα, έστρεφε το νου της ανεμπόδιστο στη θεωρία των υψηλών αληθειών, χωρίς να επηρεάζεται καθόλου από τη βαριά αρρώστια.
Ο Γρηγόριος, αφού βρήκε σε έναν από τους κοντινούς κήπους έτοιμο κάποιο καλοφτιαγμένο κατάλυμα, ξεκουράστηκε κάτω από τη σκιά των αγριοκλημάτων.
Πράγματι, όπως ένας δρομέας που ξεπέρασε τον αντίπαλό του και φθάνει πια στο τέρμα του σταδίου, καθώς πλησιάζει το βραβείο και βλέπει το στεφάνι της νίκης χαίρεται σαν να τα κέρδισε ήδη και αναγγέλλει πανηγυρικά στους φίλους θεατές τη νίκη του, από την ίδια διάθεση κι εκείνη τον παρακινούσε να ελπίζει τα καλύτερα γι’ αυτήν. Αφού λοιπόν χάρηκε από το ευχάριστο μήνυμά της, άφησε τον εαυτό του ν’ απολαύσει ό,τι είχε μπροστά του. Ήταν δε αυτά πολλά και διάφορα και η ετοιμασία τους είχε γίνει με πολλή αγάπη, επειδή η φροντίδα της Μεγάλης είχε φθάσει και μέχρι αυτά ακόμη.
Ο Γρηγόριος είχε σκοπό μ’ αυτή την εξιστόρησή του να «ευχαριστήσει» το Θεό, όπως ο ίδιος δηλώνει. Γιατί τη ζωή των γονέων του μας την παρουσίασε λαμπρή και περίβλεπτη για την εποχή εκείνη, όχι τόσο εξ’ αιτίας της περιουσία τους, όσο γιατί έγινε μεγάλη από τη φιλανθρωπία του Θεού. Οι γονείς του πατέρα του, για την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό, είχαν υποστεί δήμευση της περιουσίας τους. Ενώ ο παππούς από τη μητέρα τους θανατώθηκε από βασιλική αγανάκτηση και η μεγάλη του περιουσία παραδόθηκε σε άλλα αφεντικά. Κι όμως, με την πίστη στο Θεό, τα αγαθά τους αυξήθηκαν τόσο πολύ, ώστε στα χρόνια εκείνα να μην υπάρχει κανείς που να τους ξεπερνά. Όταν πάλι μοιράσθηκε η περιουσία τους σε εννέα μέρη, όσα δηλαδή ήταν τα παιδιά τους, τόσο αυξήθηκε στο κάθε παιδί με την ευλογία του Θεού το μερίδιό του, ώστε η κληρονομιά χωριστά καθ’ ενός παιδιού να ξεπερνάει τη μεγάλη περιουσία των γονέων τους. Στο σημείο αυτό της διήγησης είναι εμφανής η σύνδεση ανάμεσα στη μεγάλη περιουσία και το άφθονο χρήμα από τη μια μεριά, και στη Θεοσέβεια από την άλλη. Τα πρώτα προκύπτουν ως φυσικά επακόλουθα, ως αγαθά αποτελέσματα και καρποί της δεύτερης. Αυτού του είδους η πρώιμη «προτεσταντική» ηθική επεκτείνεται στη συνέχεια της αφήγησής μας.
Απ’ όσα δόθηκαν στην ίδια τη Μακρίνα, κατά τη διανομή σε όλα τα αδέλφια, τίποτε δεν κράτησε, αλλά όλα τα παρέδωσε να τακτοποιηθούν, κατά τη θεία εντολή, από τα χέρια του ιερέως. Έγινε δε τόση η περιουσία της, από την ευλογία του Θεού, ώστε να μη σταματούν ποτέ τα χέρια της να απεργάζονται τις εντολές. Ούτε ποτέ απέβλεψε σε ανθρώπινη βοήθεια, ούτε ποτέ από κάποια ανθρώπινη ευεργεσία πήρε αφορμή να ενεργεί φιλάνθρωπα η ίδια. Αλλά ούτε όσους ζητούσαν βοήθεια αποστράφηκε, ούτε επιζητούσε όσους έδιναν χρήματα, γιατί ο Θεός μυστικά με την ευλογία Του, αύξανε όπως τα σπέρματα και τους μικρούς πόρους από την εργασία της σε πλούσιο καρπό. Απ’ τον τρόπο που σχετίζονται στενά, στο σημείο αυτό του λόγου του Γρηγορίου, η αύξηση της περιουσίας με τη φιλανθρωπία και την εργασία, κατανοεί ο αναγνώστης τα μυστικά νήματα που συνδέουν την αιτία με το αποτέλεσμα σ’ αυτό το βασικό σχήμα της πρωτοβυζαντινής κοινωνικής σκέψης.
Όταν, έπειτα, άρχισε εκείνος να της διηγείται τα βάσανά του, πρώτα την εξορία από το βασιλιά Ουάλη, έπειτα τη σύγχυση στις Εκκλησίες από τις αιρέσεις που τους καλούσαν σε αγώνες και κόπους, του είπε: «Στον κόσμο αυτό γι’ αυτόν το λόγο κυρίως καυχόμαστε, γιατί ευτυχούμε και γιατί η καταγωγή μας είναι από γονείς ευγενείς. Ο πατέρας μας θεωρείτο σπουδαίος βέβαια για την εποχή του, ως προς τη μόρφωσή του, αλλ’ όμως η φήμη του σταματούσε στα τοπικά δικαστήρια. Κι αν ακόμη τους υπόλοιπους τους ξεπερνούσε στη ρητορική δύναμη, δε βγήκε από τον Πόντο η φήμη του. Του έφθανε όμως ότι ήταν στην πατρίδα του φημισμένος. Εσύ, όμως, είσαι ονομαστός σε πόλεις, σε δήμους και σε έθνη, κι εσένα, για βοήθεια και διόρθωση, Εκκλησίες σε στέλνουν και Εκκλησίες σε προσκαλούν. Και σε όλα αυτά δε βλέπεις τη χάρη του Θεού; Ούτε καταλαβαίνεις την αιτία των τόσο μεγάλων δωρεών, ότι δηλαδή η ευχή των γονέων μας σε ανεβάζει τόσο ψηλά, παρ’ ότι από μόνος σου δεν είχες καμιά ή έστω μικρή προετοιμασία για ένα τέτοιο έργο;».
Την είχε όμως καταλάβει, ήδη, ελαφρά και συνεχής δύσπνοια. Το κοινό καμάρι της γενιάς τους θα «έφευγε». Ο Γρηγόριος σχεδόν ενθουσιαζόταν από τα όσα έβλεπε, καθώς διαισθανόταν ότι η Μακρίνα  έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση. Γιατί θεωρούσε ότι ήταν πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα η τέλεια αταραξία της ακόμη και τώρα, που βρισκόταν στις τελευταίες της στιγμές και περίμενε το θάνατο. Και το ότι δε δείλιασε μπροστά στον αποχωρισμό της ζωής, αλλ’ αντιμετώπισε με γενναίο φρόνημα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, όσα είχαν αποφασιστεί από τον Θεό, για την επίγεια ζωή της.
Έβλεπε τότε ότι εξωτερίκευε στους παρόντες το θείο εκείνο και καθαρό έρωτα προς τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε μυστικά στα βάθη της ψυχής της και «δημοσιοποιούσε» τη διάθεση της καρδιάς της. Φαινόταν πως βιάζεται να φθάσει προς τον «Ποθούμενο» λυτρωτή, ώστε να βρεθεί κοντά Του όσο γίνεται πιο γρήγορα, απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος. Στ’ αλήθεια σαν προς εραστή πορευόταν, γιατί τίποτε άλλο από τα ευχάριστα της ζωής δεν μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον της.
Ευθύς, από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν τα δυο αδέλφια, η Μακρίνα του είπε πως θέλει τα δικά του χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από εκείνον να γίνουν οι κανονισμένες φροντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασε τότε το παγωμένο από τη λύπη χέρι του πάνω στο  πρόσωπό της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησε στην εντολή της. Γιατί  τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να  τα τακτοποιήσει κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε. Και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθετημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δε χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευπρεπίσει.
Ήταν δύσκολο να παραμείνει κανείς ασυγκίνητος στους γοερούς θρήνους των Μοναζουσών. Γιατί ενώ μέχρι προ ολίγου  εκείνες υπέμεναν με ησυχία, κλείνοντας βαθιά στην ψυχή τους τον πόνο τους, και κατέπνιγαν την ορμή τους για θρήνους, από το σεβασμό που της είχαν, σαν να φοβούνταν την επιτίμησή της και τώρα ακόμη που το πρόσωπό της έπαψε να μιλάει, τη φοβερή στιγμή του θανάτου της ξέσπασαν. Πριν φοβόντουσαν μήπως, αν ξέσπαγε καμιά κραυγή θρήνου, παρά την εντολή που είχαν, λυπηθεί η Διδάσκαλός τους. Όταν πλέον δεν ήταν δυνατό να ξεπερασθεί με ησυχία η λύπη, γιατί ο πόνος κατέκαιγε από μέσα τις ψυχές τους, τότε ξαφνικά ξέσπασε ένας πικρός κι ασταμάτητος θρήνος, ώστε δεν μπόρεσε ούτε και αυτός πλέον να συγκρατηθεί. Ο θρήνος σαν ένας πλημμυρισμένος χείμαρρος τον παρέσυρε κάτω από τα νερά του, κι αμελώντας τις υποχρεώσεις του για την ταφή, παραδόθηκε ολόκληρος στη θρηνωδία.
Πιο βαριά από τις υπόλοιπες υπέφεραν αυτές που την αποκαλούσαν μητέρα και προστάτη τους. Ήταν δε αυτές, όσες στην περίοδο της πείνας σκορπισμένες στους δρόμους τις μάζεψε, τις τάισε, τις ανέθρεψε και τις οδήγησε στην καθαρή κι αγνή ζωή.
Ανάμεσα στις μονάζουσες ήταν μια γυναίκα ευγενής, που για τα πλούτη και την ομορφιά της και γενικώς για όλη της τη λαμπρότητα ήταν αξιοζήλευτη στα νιάτα της. Αυτή είχε παντρευτεί έναν από τους μεγάλους αξιωματούχους αλλά έζησε λίγο χρόνο μαζί του. Σε νεαρή ηλικία ακόμη χώρισε κι αφού έκαμε φύλακα και καθοδηγητή στη «χηρεία» της τη Μεγάλη Μακρίνα, ζούσε τον περισσότερο καιρό με τις παρθένες, μαθητεύοντας κοντά τους στη ζωή της αρετής. Το όνομά της ήταν Ουετιανή κι ο πατέρας της, Αράξιος, ήταν βουλευτής. Σ’ αυτή, λοιπόν, ο Γρηγόριος είπε πως τώρα πια δεν προκαλεί φθόνο να βάλουν πάνω στο νεκρό σώμα της τα λαμπρότερα στολίδια και να κατακοσμήσουν με τα  με τα ωραιότερα υφάσματα το καθαρό και ακηλίδωτο σκήνωμά της.
Κάποια διακόνισσα που ονομαζόταν Λαμπαδία εξέφρασε την αντίθεσή της στη σκέψη του φιλόστοργου αδελφού λέγοντάς του: « Δεν πρέπει να καταστολίσουμε με κοσμικό τρόπο το ιερό της λείψανο. Γιατί, να, στα χέρια σου έχεις όλο το θησαυρό της. Να το ένδυμα, να το κάλυμμα της κεφαλής της, να τα λειωμένα παπούτσια της. Αυτός είναι ο πλούτος της. Αυτή είναι η περιουσία της. Τίποτε άλλο εκτός απ’ όσα βλέπεις δεν υπάρχει σε κάποια κρυφά κιβώτια ή σε θαλάμους ασφαλισμένο. Μια αποθήκη γνώριζε για τον πλούτο της, το θησαυροφυλάκιο του ουρανού. Εκεί έχοντας τα πάντα αποθέσει, δεν της έμεινε τίποτε πάνω στη γη». Ωστόσο, στο τέλος κι αυτή, παρά την αυστηρότητά της, συγκατανεύει, εν μέρει, στην επιθυμία του Γρηγορίου να στολίσει κάπως το νεκρό της σώμα, προσθέτοντας τα παρακάτω λόγια που θυμίζουν σκηνή αρχαίας τραγωδίας: «Θα δεχόταν και ζωντανή την τιμή αυτή από σένα για δυο λόγους. Και για την ιεροσύνη σου, που πάντοτε τιμούσε, και για τη συγγένεια. Ούτε βεβαίως θα θεωρούσε αταίριαστο για τον εαυτό της κάτι που προσφέρεται απ’ τον αδερφό της. Γι’ αυτό άλλωστε παρακάλεσε από τα δικά σου χέρια να στολισθεί το νεκρό σώμα της».
Απ’ το λαιμό της νεκρής Μακρίνας διαπιστώθηκε πως κρεμόταν, ως ευτελές περιδέραιο, ένας σιδερένιος σταυρός κι ένα σιδερένιο δαχτυλίδι(σημάδι παράδοξου, πνευματικού αρραβώνα) από λεπτό σπάγκο, σύμβολα και τα δυο της ολοκληρωτικής της αφοσίωσης στον ουράνιο Νυμφίο. Το αυτοσχέδιο αυτό φυλαχτό κληρονόμησαν ο αδελφός της και η Ουετιανή, παίρνοντας ο ένας το σταυρό και ο άλλος το δαχτυλίδι, που είχε πάνω του χαραγμένο το σύμβολο του σταυρού και στο βαθουλωτό μέρος της πέτρας του κομμάτι-τεμάχιο από Τίμιο Ξύλο («Ξύλο της Ζωής»).
Η Μακρίνα στα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπισε τον καρκίνο του μαστού, γι’ αυτό και στο σώμα της, στο μέρος του στήθους, υπήρχε ένα σημάδι σαν στίγμα από ψιλή βελόνα. Η Ουετιανή πληροφόρησε σχετικά τον Γρηγόριο για την ασθένεια της αδελφής του: «Αυτό έχει απομείνει στο σώμα της για να θυμίζει τη μεγάλη βοήθεια του Θεού. Παρουσιάστηκε δηλαδή κάποτε στο μέρος αυτό κάποια φοβερή αρρώστια. Υπήρχε μάλιστα κίνδυνος ή να αφαιρεθεί με εγχείρηση ο όγκος ή να προχωρήσει παντού και να γίνει αθεράπευτο το κακό, αν πλησίαζε στο μέρος της καρδιάς. Την παρακαλούσε λοιπόν η μητέρα σας πολύ και την ικέτευε να δεχθεί τη θεραπεία του γιατρού, αφού και αυτή η τέχνη από το Θεό αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους για τη σωτηρία τους. Αυτή, όμως, το να αποκαλύψει ένα μέρος του σώματός της σε ξένα μάτια το θεωρούσε φοβερότερο. Μπήκε στο Άγιο Βήμα και γονατιστή όλη τη νύχτα, ικέτευε το Θεό που μόνος παρέχει τη θεραπεία. Χύνοντας τα δάκρυα από τα μάτια της πάνω στη γη, έκανε πηλό που τον χρησιμοποίησε σαν φάρμακο για την αρρώστια της. Επειδή η μητέρα της στενοχωριόταν και πάλι την παρακαλούσε να δεχθεί το γιατρό, της απάντησε πως είναι αρκετό για τη θεραπεία της, αν η μητέρα με το ίδιο της το χέρι σφραγίσει με το σημείο του σταυρού το άρρωστο μέρος. Μόλις εκείνη έβαλε το χέρι της και σταύρωσε την περιοχή, η δύναμη του σταυρού έκανε το θαύμα και η ασθένεια εξαφανίσθηκε. Όμως έμεινε τότε στη θέση αυτή, αντί για το φοβερό εκείνο όγκο, το μικρό αυτό σημάδι και διατηρήθηκε μέχρι τέλους της ζωής της, για να θυμίζει, πιστεύω, τη θεϊκή επέμβαση και να δίνει αφορμή και αιτία ασταμάτητης ευχαριστίας προς το Θεό».
Όταν τελείωσαν τις φροντίδες και στόλισαν όπως μπορούσαν καλύτερα το νεκρό σώμα, είπε πάλι η διακόνισσα ότι δεν πρέπει να φαίνεται στα μάτια των αδελφών νυφικά στολισμένο. «Έχω, ωστόσο, είπε, φυλαγμένο ένα σκούρο φόρεμα της μητέρας σας, που σκέπτομαι πως καλόν είναι να τοποθετηθεί από πάνω, για να μη φαίνεται ότι λαμπρύνεται από τον κοσμικό στολισμό του φορέματος το ιερό αυτό κάλλος».
Αυτή η γνώμη επεκράτησε κι έτσι τοποθετήσαμε το φόρεμα. Το άγιο λείψανο όμως έλαμπε και μέσα στο σκούρο χρώμα. Ήταν δώρο της θείας δυνάμεως, προσθέτει ο Γρηγόριος, να προστεθεί κι αυτή η χάρη στο σώμα ώστε να ακτινοβολεί από την ομορφιά, όπως ακριβώς είχε δει στο όραμα.
Δεν κατάλαβε πως πρόλαβε να ξεχυθεί η φήμη παντού γύρω και κατέφθαναν οι περίοικοι για την κηδεία, ώστε δεν ήταν δυνατόν πλέον να τους χωρέσει το προαύλιο. Όταν  τελείωσε η αγρυπνία που τελέσθηκε προς τιμήν της με υμνωδίες, όπως γίνεται σε πανηγύρεις Μαρτύρων, κατά τον όρθρο τα πλήθη των ανδρών και των γυναικών, που είχαν καταφθάσει από όλα τα γύρω μέρη, κάλυπταν με τους θρήνους τους την ψαλμωδία. Τότε αυτός, αν και βρισκόταν σε κακή ψυχική κατάσταση εξ αιτίας της συμφοράς,  φρόντιζε όσο ήταν δυνατό να μην παραληφθεί τίποτε απ’ όσα έπρεπαν σε μια τέτοια κηδεία. Αφού λοιπόν χώρισε τον κόσμο που είχε κατακλύσει τον τόπο κι έβαλε τις γυναίκες με το χορό των παρθένων και τους άνδρες με το τάγμα των Μοναχών, φρόντισε ώστε ν’ ακούγεται μια ψαλμωδία από κάθε πλευρά, με ρυθμό και αρμονία σαν από χορούς, με την κοινή και κόσμια συμμετοχή στην υμνωδία. Καθώς προχωρούσε σιγά-σιγά η ημέρα και γέμιζε ασφυκτικά όλος ο τόπος από το πλήθος που μαζεύτηκε σ’ εκείνη την ερημιά, έφθασε και ο Επίσκοπος της περιοχής εκείνης, ονομαζόμενος Αράξιος, με όλο το ιερατείο του. Αυτός τους παρακινούσε να μεταφέρουν σιγά-σιγά το σκήνωμα, γιατί και ο τόπος του ενταφιασμού ήταν μακριά και το πλήθος θα εμπόδιζε το ρυθμό της πορείας. Ενώ έλεγε αυτά, συγχρόνως προσκαλούσε όσους είχαν το βαθμό της  ιεροσύνης να τον βοηθήσουν, ώστε να μεταφέρει το σκήνωμα. Γιατί καθώς είχε πυκνώσει ο κόσμος γύρω από το φέρετρο κι όλοι αχόρταγα παρατηρούσαν το «ιερό» εκείνο θέαμα, δεν ήταν δυνατό να διανύσουν με ευκολία το δρόμο. Προπορευόταν δε από τη μια και την άλλη πλευρά πολύ πλήθος διακόνων και υπηρετών, που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες και αποτελούσαν την τιμητική προπομπή του σκηνώματος. Όλα έδιναν την εντύπωση μιας ιερής λιτανείας, καθώς το πλήθος έψελνε μ’ ένα στόμα, από την αρχή ως τους τελευταίους, όπως ακριβώς έψελναν τον ύμνο των Τριών Παίδων. Έτσι, αν και η απόσταση από το ερημητήριο ως το ναό των αγίων Μαρτύρων, όπου ήταν θαμμένα και των γονέων τους τα σώματα, ήταν επτά ή οκτώ στάδια, μόλις και μετά βίας, όλη την ημέρα βαδίζοντας, διένυσαν το δρόμο. Γιατί το πλήθος που συνόδευε κι εκείνο που ασταμάτητα προσετίθετο, δεν τους άφηνε να προχωρήσουν όπως θα ήθελαν. Όταν έφθασαν πλέον μέσα στο ναό, απέθεσαν το νεκροκρέβατο και έκαναν κατ’ αρχήν δέηση. Η προσευχή όμως έγινε στο λαό αφορμή για θρήνους.
Όταν η προσευχή τελείωσε, όπως έπρεπε, τον Γρηγόριο έπιασε ένας φόβος από τη θεία εκείνη εντολή που εμποδίζει να ξεσκεπάσουν τα παιδιά την ασχήμια των σωμάτων των γονέων τους. «Πώς, έλεγε μέσα του, θα γλιτώσω από ένα τέτοιο κατάκριμα, βλέποντας στα  σώματα των γονέων μου την κοινή ασχήμια της ανθρώπινης φύσεως, τώρα που, όπως είναι φυσικό, αφού κατέπεσαν, διαλύθηκαν, και μεταβλήθηκαν σε απαίσια κι αποκρουστική ασχήμια»; Ενώ σκεπτόταν αυτά και του μεγάλωνε το φόβο η αγανάκτηση του Νώε κατά του παιδιού του, η ίδια η ιστορία του Νώε τον δίδαξε τι έπρεπε να κάνει. Σκεπάσθηκαν δηλαδή τα σώματα των γονέων του με καθαρό σεντόνι, πριν προλάβουν να τα δουν, μόλις σηκώθηκε το σκέπασμα του τάφου και πέρασαν το σεντόνι από κάτω. Αφού έτσι κρύφτηκαν τα σώματα με το σεντόνι, σήκωσαν το ιερό  λείψανο, ο Γρηγόριος και ο Επίσκοπος της περιοχής, και το τοποθέτησαν δίπλα στης μητέρας της, εκπληρώνοντας έτσι κοινή ευχή και των δύο. Γιατί σε όλη τους τη ζωή αυτό ζητούσαν και οι δύο από το Θεό, να ενωθούν και μετά το θάνατο τα σώματά τους και να μη διασπαστεί με το θάνατο η ενότητα που είχαν στην επίγεια ζωή τους.

Πέμπτη, Μαΐου 24, 2012

Εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου - Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης



 



ΣΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ̒ΕΠΙΣΩΖΟΜΕΝΗ᾽ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΧΩΡΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


1.-. 
Σάν γλυκύς συνοδοιπόρος τοῦ ἀνθρώπινου βίου ὁ προφήτης Δαβίδ βρίσκεται σέ ὅλους τούς δρόμους τῆς ζωῆς καί ἀναστρέφεται πρόσφορα μέ ὅλες τίς πνευματικές ἡλικίες καί εἶναι κοντά σέ κάθε παράταξη πού προκόβει. Παίζει μέ ὅσους νηπιάζουν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, μέ τούς ἄνδρες συναγωνίζεται, παιδαγωγεῖ τή νεότητα, ὑποστηρίζει τά γηρατειά, γίνεται στούς πάντες τά πάντα. Γίνεται τό ὅπλο τῶν στρατιωτῶν, ὁ προπονητής τῶν ἀθλητῶν, ἡ παλαίστρα ὅσων γυμνάζονται, τό στεφάνι τῶν νικητῶν, ἡ χαρά τοῦ τραπεζιοῦ, ἡ παρηγοριά στίς κηδεῖες. Δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπό τή ζωή μας πού νά εἶναι ἀμέτοχο ἀπό αὐτή τή χάρη. Ποιά δυνατή προσευχή γίνεται, πού δέν ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή ὁ Δαβίδ; Ποιά εὐφροσύνη γιορτῆς δοκιμάζομε χωρίς νά τή χαροποιεῖ ὁ Δαβίδ; Αὐτό μποροῦμε νά τό διαπιστώσομε καί τώρα· ὅτι δηλαδή, ἐνῶ καί γι᾿ ἄλλους λόγους εἶναι μεγάλη ἡ ἑορτή, ὁ προφήτης μέ τή συνεισφορά του τήν ἔκανε μεγαλύτερη, συνεισφέροντας πρόσφορα σ᾿ αὐτήν τήν εὐφροσύνη ἀπό τούς ψαλμούς. Στόν ἕνα ψαλμό σέ προτρέπει νά γίνεις πρόβατο πού τό ποιμαίνει ὁ Θεός καί δέ στερεῖται ἀπό κανένα ἀγαθό· καί χόρτο νά βοσκήσει καί νερό νά πιεῖ καί τροφή καί μάντρα καί δρόμος καί ὁδηγία καί τά πάντα γίνεται ὁ καλός ποιμένας (Ἰω. 10, 2-4· 11), ἐπιμερίζοντας κατάλληλα τή χάρη του σέ κάθε ἀνάγκη.

2.-. Μέ ὅλα αὐτά διδάσκει τήν Ἐκκλησία, ὅτι πρέπει νά γίνεις πρῶτα πρόβατο τοῦ καλοῦ ποιμένα ὁδηγούμενο μέ τήν ὀρθή κατήχηση στίς θεῖες βοσκές καί πηγές τῶν διδαγμάτων γιά νά συνταφεῖς μαζί του μέ τό βάπτισμα στό θάνατο (Ρωμ. 6, 3-4) καί νά μή φοβηθεῖς αὐτόν τό θάνατο· γιατί αὐτός δέν εἶναι θάνατος, ἀλλά σκιά καί ἀποτύπωμα θανάτου. Γιατί λέει· «ἄν βαδίσω μέσα ἀπό τή σκία τοῦ θανάτου δέ θά τό φοβηθῶ αὐτό ὡς κάτι κακό, γιατί ἐσύ εἶσαι μαζί μου» (Ψαλμ. 22, 4). Ἔπειτα ἀπό αὐτά, ἀφοῦ παρηγόρησε μέ τή βακτηρία τοῦ Πνεύματος (γιατί ὁ Παράκλητος εἶναι τό Πνεῦμα), παραθέτει τό μυστικό τραπέζι πού ἑτοιμάστηκε κατ᾿ ἀντίθεση μέ τό τραπέζι τῶν δαιμόνων. Γιατί ἐκεῖνοι ἦταν πού καταβασάνισαν μέ τήν εἰδωλολατρία τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἀντίθετή τους εἶναι ἡ τράπεζα τοῦ Πνεύματος. Ἔπειτα ἀρωματίζει τήν κεφαλή μέ τό ἔλαιο τοῦ Πνεύματος καί προσφέροντάς του κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά (Ψαλμ. 103, 15), προξενεῖ στήν ψυχή τή νηφάλια ἐκείνη μέθη, προσηλώνοντας τούς λογισμούς ἀπό τά πρόσκαιρα στό ἀΐδιο. Γιατί, ὅποιος δοκίμασε τή μέθη αὐτή, ἀνταλλάσσει τή βραχύτητα τοῦ θανάτου μέ τήν αἰωνιότητα, παρατείνοντας τή διαμονή του σέ μάκρος ἡμερῶν μέσα στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ.

3.-. Ἀφοῦ μᾶς χάρισε αὐτά μέ τόν ἕνα ψαλμό, διεγείρει τήν ψυχή μέ τόν ἑπόμενο σέ μεγαλύτερη καί τελειότερη χαρά καί, ἄν νομίζεις, ἄς σοῦ παραθέσομε, περιορίζοντας σέ λίγα, καί τούτου τό νόημα. «Κτῆμα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καί ὅλο τό πλήρωμά της» (Ψαλμ. 23, 1). Γιατί παραξενεύεσαι, ἄνθρωπε, ἄν ὁ Θεός μας παρουσιάστηκε στή γῆ καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους; Ἡ γῆ εἶναι κτῆμα δικό του ἀφοῦ εἶναι καί δημιούργημά του. Δέν εἶναι ἑπομένως παράδοξο οὔτε ἔξω ἀπό τό πρέπον νά ἔρθει ὁ Κύριος στά δικά του (Ἰω. 1, 11). Δέν πηγαίνει σ᾿ ἕνα ξένο κόσμο, ἀλλά στόν κόσμο πού συγκρότησε ὁ ἴδιος, θεμελιώνοντας τή γῆ ἐπάνω στά νερά καί κάνοντάς την κατάλληλη γιά τό πέρασμα τῶν ποταμῶν. Γιά ποιόν λόγον λοιπόν φανερώθηκε; Γιά νά σέ βγάλει ἀπό τά βάραθρα τῆς ἁμαρτίας καί νά σέ ὁδηγήσει στό ὄρος τῆς βασιλείας, χρησιμοποιώντας ὡς ὄχημα τήν ἐνάρετη πολιτεία. Γιατί δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀνεβεῖ κανένας σ᾿ ἐκεῖνο τό βουνό, ἄν δέν τόν συνοδεύουν οἱ ἀρετές· πρέπει νά γίνει καθαρός στά ἔργα καί νά μήν τόν ρυπαίνει καμιά πονηρή πράξη, νά εἶναι καθαρός στήν καρδιά καί νά μήν ὁδηγεῖ τήν ψυχή του σέ τίποτα τό μάταιο οὔτε νά ἐξυφαίνει κανένα δόλο κατά τοῦ διπλανοῦ του. Αὐτῆς τῆς ἀνάβασης ἔπαθλο εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, σ᾿ αὐτόν δίνει ὁ Κύριος τήν ἐλεημοσύνη πού ἐπιφυλάσσει· «αὐτή εἶναι ἡ γενεά ἐκείνων πού τόν ζητοῦν καί ἀνεβαίνουν ψηλά μέ τήν ἀρετή» καί «ζητοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰακώβ» (Ψαλμ. 23, 6).

4.-. Ἡ συνέχεια τοῦ ψαλμοῦ εἶναι ἴσως ὑψηλότερη κι ἀπό τήν ἴδια τήν εὐαγγελική διδασκαλία. Γιατί τό Εὐαγγέλιο διηγήθηκε τή ζωή καί τή συναναστροφή τοῦ Κυρίου ἐπάνω στή γῆ, ἐνῶ ὁ οὐράνιος αὐτός προφήτης, βγαίνοντας ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, γιά νά μήν τόν βαραίνει τό σκαφίδι τοῦ σώματος κι ἀφοῦ ἀναμίχθηκε μέ τίς ὑπερκόσμιες δυνάμεις, μᾶς ἐκθέτει τά λόγια ἐκείνων, πού, βαδίζοντας μπροστά στήν πομπή τοῦ Κυρίου κατά τήν κάθοδό του, διατάζουν ν᾿ ἀνοίξουν τίς πόρτες οἱ ἄγγελοι, πού περιπολοῦν τή γῆ καί τούς ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ φύλαξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, λέγοντας· «ἀνοῖξτε τίς πύλες σας, ἄρχοντες, καί σεῖς πύλες αἰώνιες διαπλατωθεῖτε καί θά εἰσέλθει ὁ βασιλιάς τῆς δόξας» ( Ψαλμ. 23, 7). Καί ἐπειδή σέ ὁτιδήποτε εἰσέλθει αὐτός πού περιέχει τό πᾶν φέρνει τόν ἑαυτό του στά μέτρα ἐκείνου πού τόν δέχεται (γιατί δέ γίνεται μόνο ἄνθρωπος εἰσερχόμενος στούς ἀνθρώπους, ἀλλά κατ᾿ ἀκολουθίαν καί στούς ἀγγέλους ὅταν βρεθεῖ κατεβάζει τόν ἑαυτό του στή φύση ἐκείνων), γι᾿ αὐτό ἔχουν ἀνάγκη οἱ φύλακες τῶν πυλῶν ἀπό ἐκεῖνον πού θά τούς δείξει «ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλιάς τῆς δόξας» (Ψαλμ. 23, 8). Γι᾿ αὐτό ὑποδεικνύουν σ᾿ αὐτούς τόν κραταιό καί ἰσχυρό δημιουργό καί ἀκαταγώνιστο στόν πόλεμο, πού πρόκειται νά συγκρουστεῖ μέ ἐκεῖνον πού αἰχμαλώτισε τήν ἀνθρώπινη φύση (Ρωμ. 7, 23. Ἑβρ. 2, 14) καί νά ἐξουδετερώσει αὐτόν πού ἔχει τή δύναμη τοῦ θανάτου (Α´ Κορ. 15, 26), ὥστε, ἀφοῦ ἀφανιστεῖ ὁ ἔσχατος ἐχθρός, νά ἀνακληθοῦν οἱ ἄνθρωποι στήν ἐλευθερία καί τήν εἰρήνη.

5.-. Πάλι λέει τούς ἴδιους λόγους (γιατί ὁλοκληρώθηκε πιά τό μυστήριο τοῦ θανάτου καί πραγματοποιήθηκε ἡ νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν καί ὑψώθηκε τό ἐναντίον τους τρόπαιο, ὁ σταυρός, καί πάλι «ἀνέβηκε ψηλά αὐτός πού αἰχμαλώτισε πολλούς αἰχμαλώτους, αὐτός πού ἔδωσε τή ζωή καί τή βασιλεία, αὐτά τά ἀγαθά δῶρα στούς ἀνθρώπους» (Ψαλμ. 67, 19), καί πρέπει ν᾿ ἀνοίξουν πάλι γι᾿ αὐτόν οἱ ὑψηλές πύλες. Παίρνουν μέρος στήν προπομπή οἱ δικοί μας φύλακες καί διατάζουν νά τοῦ ἀνοιχτοῦν οἱ ὑψηλές πύλες, γιά νά δοξαστεῖ πάλι σ᾿ αὐτές. Τούς εἶναι ὅμως ἄγνωστος αὐτός πού φόρεσε τή βρώμικη στολή τῆς δικῆς μας ζωῆς, πού οἱ λεκέδες τῶν ρουχῶν του εἶναι ἀπό τό ληνό τῶν ἀνθρώπινων κακῶν (Βλ. Ἡσ. 63, 2). Γι᾿ αὐτό ἀπευθύνουν σ᾿ ἐκείνους πού συνιστοῦν τήν προπομπή αὐτή τήν ἐρώτηση· «ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλιάς τῆς δόξας; » (Ψαλμ. 23, 10). Δέ δίνεται ὅμως ἀκόμα ἡ ἀπάντηση, «ὁ κραταιός καί ἰσχυρός στόν πόλεμο» (Ψαλμ. 23, 8. 23, 10), ἀλλά «ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων», πού ἔχει τήν ἐξουσία τοῦ παντός, πού ἕνωσε στό πρόσωπό του τά πάντα (Ἐφ. 1, 10), αὐτός πού εἶναι ὁ πρῶτος ἀπό ὅλα (Κολ. 1, 18), πού ἀποκατέστησε τά πάντα στήν πρώτη τους μορφή (Πράξ. 3, 21), «Αὐτός εἶναι ὁ Βασιλιάς τῆς δόξας» (Ψαλμ. 23, 10). Βλέπετε πόσο γλυκύτερη μᾶς κάνει ὁ Δαβίδ τήν ἑορτή, ἀναμιγνύοντας τή χάρη τῶν ψαλμῶν του στή χαρά τῆς Ἐκκλησίας.

6.-. Ἄς μιμηθοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς τόν προφήτη, σ᾿ ἐκεῖνα πού εἶναι δυνατό νά ἐπιτύχομε τή μίμησή του, στήν ἀγάπη πρός τό Θεό, στήν πραότητα τῆς ζωῆς, στή μακροθυμία σ᾿ ὅποιους μᾶς μισοῦν, γιά νά γίνει ἡ διδασκαλία τοῦ προφήτη χειραγωγία πρός τήν κατά Θεόν πολιτεία στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012

Η Πηγή του Ζώντος Ύδατος


   «...Έπειτα ο λόγος δια των επαίνων ανυψώνει τη νύμφη στο υψηλότατο σημείο. Την αποκαλεί πηγάδι νερού ζωογόνου, που πέφτει απο το Λίβανο με θόρυβο. Γιατί αυτά γνωρίζουμε απο την Αγία Γραφή για τη ζωοποιό φύση, δηλαδή τον Θεό, όταν η προφητεία απο το ένα μέρος λέγει εξ'ονόματος του Θεού ότι «...ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζωῆς...» (Ιερ. 2.13) και απο άλλο ο Κύριος λέγει προς την Σαμαρείτιδα «εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν» και πάλι, «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ιωάν. 7,37-39). Και αυτό το έλεγε εννοώντας το Άγιο Πνεύμα, το οποίο επρόκειτο να λαμβάνουν εκείνοι που θα πιστεύουν σ'αυτόν. Παντού, λοιπόν, ,με το ύδωρ της ζωής υποδηλώνεται η Θεία φύση. Αλλά εδώ η αδιάψευστη μαρτυρία του Λόγουπαρουσιάζει τη Νύμφη να είναι πηγάδι ύδατος ζωής, του οποίου η φλέβα βρίσκεται στο Λίβανο.

    Αλλά απο τα πιο παράξενα είναι τούτο. Ενώ δηλαδή όλα τα πηγάδια κρατούν το νερό στάσιμο, μόνο η Νύμφη έχει μέσα της το νερό για να διοχετεύεται έτσι, ώστε να έχει και τη βαθύτητα του πηγαδιού και τη συνεχή ροή του ποταμιού. Ποιός μπορεί να φαντασθεί την αξία των θαυμάτων που αποκαλύπτονται με την παρομοίωση, η οποία τώρα γίνεται γι'αυτήν; Ίσως και να μην έχει πλέον άλλο σημείο για να ανυψωθεί, επειδή εξομοιώθηκε καθ'όλα με το αρχέτυπο κάλλος. Γιατί με την πηγή μιμείται επακριβώς την πηγή, με τη ζωή τη ζωή, και με το ύδωρ το ύδωρ. Επειδή είναι Ζών ο Λόγος του Θεού, ζεί και η ψυχή που δέχεται το Λόγο. Εκείνο το ύδωρ προέρχεται απο τον Θεό, καθώς λέγει η πηγή, δηλαδή ο Χριστός, ότι «...ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω...» (Ιωάν. 8.42), ενώ αυτή περικλείει το ύδωρ που εισρέει στο πηγάδι της ψυχής και γι'αυτό γίνεται αποθήκη αυτού του ζώντος ύδατος, το οποίο ρέει απο το Λίβανο, ή μάλλον, όπως λέγει ο Λόγος, πέφτει με κρότο. Αυτού του ύδατος μακάρι να γίνουμε και εμείς κοινωνοί, με το να αποκτήσουμε εκείνο το πηγάδι έτσι, ώστε, σύμφωνα με την παραγγελία της Σοφίας, να πίνουμε το δικό μας το ύδωρ και όχι το ξένο (Παροιμ. 5,17-18), εν Χριστώ Ιησού που είναι ο Κύριος μας».


(Μυστική Θεολογία, αγ. Γρηγορίου Νύσσης)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13, 2012

Περὶ τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς μου



Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος



Τί ἔπαθα ὁ κακόμοιρος; ποιὸς θρῆνος θὰ εἶναι ἀντάξιός μου;

Ποιὰ πηγὴ δακρύων θὰ μοῦ ἀρκέσει; Ποιὰ τραγούδια;

Οὔτε τῶν παιδιῶν του τὸ θάνατο τόσο δὲν ἔκλαψε κανεὶς

[1354] Οὔτε τῶν σεβαστῶν γονιῶν του ἢ τῆς ἀγαπημένης του γυναίκας

οὔτε τὴν γλυκιὰ πατρίδα ποὺ τὴν ἀποτέφρωσε ὁρμητικὴ φωτιά,

οὔτε τὸ σῶμα ποὺ τὸ βασανίζει δυσθεράπευτη φωτιά,

ὅσο θρηνῶ ἐγὼ τὴν ψυχή μου γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ ἔπαθε.

Ἂχ ὁ ταλαίπωρος, χάνεται ἡ οὐράνια εἰκόνα.

Γιατί πλάσμα καὶ εἰκόνα τοῦ μεγάλου Θεοῦ

εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸ Θεὸ ἔρχεται καὶ σ' αὐτὸν πηγαίνει·

Ὅποιος κοιτάζοντας ψηλὰ καὶ ἑνώνοντας τὴ σάρκα μὲ τὸ πνεῦμα

ἔχει τὸ Χριστὸ εὐνοϊκὸ ὁδηγὸ τῆς ζωῆς του·

Ὅποιος τὰ κτήματά του, τὴ γλώσσα, τὰ αὐτιά, τὸ νοῦ του

καὶ τὴ δύναμη δώσει στὴ ζωὴ ποὺ ἔρχεται,

ληστεύοντας τὸν εὐρύχωρο κόσμο, ὅσα κρατοῦσε

ὁ ληστὴς τῶν ξένων ὁ ἀντίθεος Βελίας,

[1355] καὶ φέροντας στὶς ἀποθῆκες του σοδειὲς μεγαλύτερες ἀπὸ τὶς ἐπίγειες

ποὺ τὶς ληστεύουν οἱ κλέφτες καὶ τὶς καταστρέφουν,

θὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια του τὸ βασιλιᾶ Θεὸ καὶ θὰ γίνει πνεῦμα

ἀφοῦ ἀποθέσει τὸ σῶμα καὶ τὸ πάχος ποὺ ἐμποδίζει

καὶ θὰ κερδίσει θέση στὸν ἀγγελικὸ χορό,

παίρνοντας βραβεῖο μεγαλύτερο ἀπὸ τοὺς ἀξιόλογους κόπους του·

καθ' ὅλου δὲ θὰ βλέπει τὴ θαμπὴ ὄψη τῆς σκηνῆς, ὅπως ἄλλοτε,

οὔτε τὴν γραπτὴ εἰκόνα τοῦ νόμου ποὺ χάνεται,

ἀλλὰ θὰ βλέπει μὲ τὰ μάτια τοῦ καθαροῦ νοῦ τὴν πραγματικότητα.

Ἐξυμνῶντας μὲ τὸ στόμα του τραγούδι ἑορταστικό.

Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θνητῆς ζωῆς, σ' αὐτὸ ἀνυψώνει

τοὺς ἀνθρώπους ἡ προσβολὴ τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος

δέχθηκε τὴ μορφὴ δούλου καὶ τὸ θάνατο

δοκίμασε καὶ στὴ ζωὴ δεύτερη φορὰ ἐπέστρεψε,

ἐνῶ ἦταν Θεὸς κυβερνήτης τῆς ζωῆς πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες

[1356] ὁλόκληρη ἡ εἰκόνα πάντοτε τοῦ ἀθάνατου πατέρα,

γιὰ νὰ μ' ἐλευθερώσει ἀπ' τὴ σκλαβιὰ καὶ ν' ἀφαιρέσει τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου,

ποὺ θὰ ἔρθει γιὰ καλύτερη ζωή.

Μὰ ἐγὼ δὲν διατήρησα στὴν μνήμη μου τὰ σεβαστὰ θεῖα μυστήρια,

ἂν καὶ ἔχω ψυχὴ μύστη γιὰ τὴν οὐράνια ἄνοδο·

Ὅμως μὲ ἕλκει κάτω τὸ χωμάτινο βάρος καὶ δὲν κατόρθωσα

νὰ βγῶ ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ νὰ στρέψω τὰ μάτια μου στὸ φῶς,

εἶδα βέβαια· ἀλλὰ ὑπῆρχε στὸ μέσον νέφος ποὺ σκέπαζε τὰ μάτια,

Ἡ σάρκα ἐπαναστατοῦσε μὲ τὸ γήινο φρόνημα·

πολλὲς μέριμνες στὴν καρδιὰ μέσα ἐδῶ κι ἐκεῖ

περιφέρονται καθὼς κενὸς πλανιέται ὁ νοῦς,

τὸ Χριστὸ μακριὰ ποὺ διώχνουν, τὸ Θεὸ Λόγο,

γιατί ἀρνεῖται ὁ νυμφίος νὰ ἑνωθεῖ μὲ ξένη ψυχή.

Πολλὰ πάνω στὴ γλώσσα ὑπάρχουν δηλητήρια καταστροφῆς.

Ἡ γλώσσα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἡ μισὴ κακία

[1357] ἐκπέμπουσα θυμὸν ἀκάλυπτο κακό, ποὺ πάρα πολὺ

βράζοντας ὁρμητικὰ ἀφαιρεῖ στὸν ἄνθρωπο τὴν προσοχὴ

ἢ ἂν καὶ κρύβει μέσα στὰ στήθη του ἕνα ἀπατηλὸ σκοπὸ

ἐκφράζοντας ὄμορφα λόγια ἀπὸ ὄμορφο στόμα.

Μακάρι νὰ ὑπῆρχε θύρα· στὰ μάτια μου

καὶ στ' αὐτιά, ποὺ δὲν εἶναι πάντοτε καλοπροαίρετα ἀνοιχτά,

ὥστε τὸ καλὸ νὰ κοιτάζει καὶ ἀκούγοντας νὰ τὸ ἀσπάζεται,

ἀλλὰ νὰ κλείνουν στὰ ἄσχημα καὶ τὰ δύο αὐτόματα.

Τὸ ἄριστο ἔργο τῶν χεριῶν εἶναι νὰ τὰ ὑψώνουμε στὸν οὐρανὸ

ἀμόλυντα καὶ νὰ τὰ δίνουμε στοὺς οὐράνιους νόμους.

Ἔτσι καὶ ἔργο τῶν ποδῶν εἶναι νὰ βαδίζουν

στὸν ἴσο δρόμο καὶ ὄχι στ' ἀγκάθια

οὔτε στοὺς ὑψηλοὺς βράχους καὶ σὲ δρόμο ἄνομο.

Τώρα ὅμως ὁ Θεὸς ἔδωσε κάθε μέλος λαμπρὸ γιὰ τὰ λαμπρὰ

βρῆκε ὅμως ἡ κακία γιὰ μένα τὸ ὅπλο τοῦ θανάτου.

[1358] Ποιὸς νόμος εἶναι αὐτὸς γιὰ μένα; Μὲ ποιὸ τρόπο

εἶναι δεμένος στὴ γῆ μὲ τὴ σάρκα;

Πῶς μὲ τὸ ἐλαφρὸ πνεῦμα ἀναμείχθηκε τὸ σῶμα;

Οὔτε εἶμαι ὅλος διάνοια, ἀκηλίδωτη φύση, οὔτε χειρότερη,

ὅλος χώμα, ἀλλὰ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ δύο διπλό.

Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἀντέχω τὴν ἀσταμάτητη ταραχὴ τῆς μάχης μεταξὺ

τῆς σάρκας καὶ τῆς ψυχῆς, ποὺ παίρνουν θέση ἡ μία ἀπέναντι στὴν ἄλλη.

Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶμαι ἀλλὰ ἕλκομαι ἀπὸ τὴ φαυλότητα.

Στὸ καλύτερο ἄνομα μάχεται τὸ χειρότερο ὄχι ὁσίως.

Ἢ ἀπέχω ἀπὸ τὴν κακία καὶ νικῶ ὄχι χωρὶς κόπο,

πετυχαίνοντας πολλὰ βραβεῖα ἀγώνων μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Γιατί ὑπάρχει σὲ μένα καὶ μὲ διπλὴ συνήθεια· ἡ μία καλὴ

ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ καλὸ καὶ ἡ ἄλλη χειρότερη

ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ κακό. Ἡ μὲν συνήθεια τοῦ καλοῦ εἶναι ἕτοιμη

νὰ ὑπακούσει τὸ Χριστό, ἐρχόμενη στὸ φῶς.

[1359] Ἡ ἄλλη πάλι συνήθεια τῆς σάρκας καὶ τοῦ αἵματος εἶναι πρόθυμη

νὰ δεχτεῖ τὸν Βελίαρ πηγαίνοντας στὸ σκοτάδι.

Ἡ μία εὐχαριστιέται μὲ τὰ ἐπίγεια, σὰ νὰ εἶναι τὰ καλά,

Ἐνῶ δὲν ἔχουν μονιμότητα καὶ εἶναι παροδικά.

Ἀγαπάει τὶς διασκεδάσεις καὶ τὰ μίση καὶ τὸν φοβερὸ κορεσμὸ

καὶ τὴν ντροπὴ τῶν παρανόμων πράξεων καὶ τὶς πανουργίες.

Βαδίζει τὸν πλατὺ δρόμο καὶ χαίρεται τὴν καταστροφή της,

ντυμένη στὴν σκοτεινὴ ἀχλὺ τῆς ἀνοησίας.

Ὅμως ἡ ἄλλη εὐχαριστιέται μὲ τὰ οὐράνια σὰ νὰ εἶναι παρόντα

ὅσα ἐλπίζουμε καὶ μόνο τὸ Θεὸ ἔχει

ἐλπίδα τῆς ζωῆς της, βλέποντας τὰ ἐπίγεια καπνὸ ἀσήμαντο,

ποὺ βρίσκονται σὲ διαφορετικὴ κατάσταση μὲ ἄλλη τυχαία περίπτωση.

Καὶ ἀγαπάει τὴ φτώχεια καὶ τὰ δεινά τῆς ζωῆς καὶ τὶς μέριμνες

τὶς καλὲς καὶ βαδίζει στὸ δύσκολο δρόμο τῆς ζωῆς·

Κι ἐνῶ αὐτὲς φιλονικοῦσαν ἦρθε ἀπὸ ψηλὰ ἐνεργητικὸ

[1360] τὸ Πνεῦμα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ φώτισε τὸ νοῦ,

σταματῶντας τὴν ταραχὴ τοῦ δυστυχισμένου σώματος καὶ τῶν σκοτεινῶν

παθῶν καταπραΰνοντας τὸ ἄγριο κύμα.

Ἡ σάρκα, ὅπως ἔχει λυσσασμένη δύναμη καὶ δὲν παύει

τὸν πόλεμο, ἀποκλίνει ὁ ἀγώνας ἄλλοτε πρὸς τὰ ἐδῶ

καὶ ἄλλοτε πρὸς τὰ ἐκεῖ.

Ἄλλοτε τὸ χῶμα (σὰρξ) τιθασεύεται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ ἄλλοτε πάλι

στὴν ὁρμητικὴ σάρκα ὑποτάσσεται ὁ νοῦς μὴ θέλοντας.

Αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ εἶναι τὸ καλύτερο· καὶ αὐτὸ ποὺ μισεῖ,

ἀφοῦ τὸ πράξει, κλαίει τὴν ἀφόρητη σκλαβιά του,

τοῦ πατέρα τοῦ πρωτόπλαστου τὴν ἀπάτη, τῆς μητέρας τὸ ἔνοχο

ξελόγιασμα, μητέρα τῆς δικῆς μας ἀσέλγειας,

καὶ τοῦ διεστραμμένου μοχθηροῦ φιδιοῦ, τοῦ ἀκόρεστου γιὰ αἷμα,

ἀπάτη, ποὺ μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων εὐχαριστεῖται.

Καὶ τὸ δένδρο καὶ τὸν καταστρεπτικό του καρπὸ γιὰ τοὺς θνητοὺς

τὴ γεύση τὴ φονική, τὶς πύλες τοῦ θανάτου,

[1361] τὴν ἐπονείδιστη γύμνωση τῶν μελῶν καὶ ἀπὸ τὸν παράδεισο

τὴν ἀτιμότατη ἀπόρριψη τοῦ φυτοῦ τῆς ζωῆς.

Ἀπὸ αὐτὰ στεναχωρημένος ὁ νοῦς θρηνεῖ. Ἡ σάρκα μου ὅμως

ρίχνει τὸ βλέμμα στοὺς προγόνους καὶ τὸ ἀνθρωποκτόνο φυτό,

καὶ τὴν κάθε γλυκιὰ τροφὴ δέχεται πάντοτε

ποὺ τὸ καταστροφικὸ μισητὸ φίδι δείχνει κολακεύοντας.

Γι αὐτὸ κλαίω καὶ μὲ προσευχὲς τὸν Βασιλιὰ

ποὺ κυβερνάει ὅλα καὶ γιὰ ὅλους τὴ ζυγαριὰ βαστάει

ἱκετεύω γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὰ δύο,

καὶ μὲ καλὴ διάθεση νὰ δικάσει καὶ τὸν πόλεμο νὰ συντρίψει,

στὸ καλύτερο, ὅπως εἶναι δίκαιο, κάμπτοντας τὸ χειρότερο·

αὐτὸ εἶναι πολὺ καλύτερο καὶ γιὰ τὰ δύο·

καὶ νὰ μὴ βαραίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ πηγαίνει στὴ γῆ,

ὥστε ὅπως τὸ μολύβδινο βαρύδι νὰ ἕλκεται στὸ βυθό,

[1362] ἀλλὰ στὸ πνεῦμα τὸ φτεροφόρο καὶ στὴν εἰκόνα νὰ ὑποχωρήσει τὸ χῶμα,

ὅπως τὸ κερὶ στὴ φωτιὰ λιώνοντας τὴν κακία.

Τέτοια ἱκετεύοντας καὶ θεραπευτικὰ μέσα στὴ πηχτὴ σάρκα

πολλὰ δίνω, ἀμέσως τὴ βαριὰ ἀρρώστια ἀπομακρύνω.

Καὶ τὴν μανία, ἀνήμερο θηρίο μὲ δυνατὰ

δεσμὰ δένω, τρέμοντας τὸ κακὸ κύμα.

Κλειδώνω τὴν κοιλιά, μὲ δυσθεράπευτη θλίψη, τὴν ψυχὴ

βασανίζω καὶ χύνω τὶς βρύσες τῶν δακρύων μου.

Λυγίζω τὰ πληγωμένα γόνατα στὸ Βασιλιά, τὶς νύχτες ἄϋπνες

τὶς περνῶ καὶ λερώνω τὸ πένθιμο ροῦχο ποὺ ἔχω.

Γιὰ ἄλλους εἶναι τὰ δεῖπνα, οἱ χοροί, τὰ γέλια,

οἱ διασκεδάσεις, τὰ παιχνίδια τῆς τρυφερῆς ἡλικίας.

Ἄλλοι γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς γιοὺς τους χαίρουν

καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ ἰσχυροῦ πλούτου ποὺ χάνεται.

[1363] Καὶ ἄλλοι πάλι μὲ τὶς ἀγορές, τὰ ἄλση καὶ τὰ λουτρὰ

εὐχαριστιοῦνται καὶ νὰ ὑπερηφανεύονται μέσα στὴν πόλη,

μὲ τὰ ἐπαινετικὰ λόγια καὶ τὴ βοὴ τοῦ πλήθους, ποὺ ἀκολουθεῖ,

συνοδεύονται ὑπεροπτικοὶ μπροστὰ στοὺς θρόνους τους.

Εἶναι πολλὲς γιὰ τοὺς θνητούς τῆς ποικίλης ζωῆς

οἱ εὐχαριστήσεις· μὲ τὰ ἄσχημα ἀναμειγνύεται τὸ εὐχάριστο.

Ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι νεκρὸς γιὰ τὴ ζωὴ καὶ σὲ λίγο πάνω στὴ γῆ

ἀφήνω τὴ πνοή· ἀποφεύγω τὶς πόλεις καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Μὲ τὰ θηρία καὶ τοὺς βράχους συναναστρεφόμενος χωριστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους

Κατοικῶ σὲ πέτρινο ρῆγμα ἄθλιο καὶ πρόχειρο

μὲ ἕνα χιτώνα, χωρὶς πέδιλα, ἄστεγος μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα

ζώντας γίνομαι εἰρωνεία γιὰ ὅλους τοὺς θνητούς.

Τὸ στρῶμα μου εἶναι ἀπὸ χόρτα καὶ κλινοσκέπασμα ὁ σκληρὸς σάκκος

καὶ σκόνη βρεμένη στὸ δάπεδο ἀπὸ τὰ δάκρυά μου.

[1364] Πολλοὶ θρηνοῦν στὰ σιδερένια δεσμά.

Ἄλλοι πάλι πληροφοροῦμαι ὅτι ἔχουν τέφρα γιὰ φαγητό.

Καὶ ἄλλοι τὸ ποτὸ τους ἀνακατεμένο μὲ δάκρυα πόνου·

ἄλλοι χτυπιοῦνται ἀπὸ χειμωνιάτικα χιόνια,

σαράντα νύχτες καὶ μέρες ὅμοιοι μὲ δένδρα

νὰ στέκονται μὲ τὴν σκέψη ἀνυψωμένοι ἀπὸ τὴ γῆ

καὶ ἔχοντας μόνο τὸ Θεὸ στὴ καρδιά• ἄλλος ἔκλεισε

τὰ χείλη καὶ στὴ γλώσσα ἔβαλε χαλινὰ.

Ὄχι σ' ὅλα χαλινὰ, ἄφησε μόνο σὲ ὕμνους,

σὰν κιθάρα ποὺ νὰ ἔχει πνοὴ καὶ τὴν παίζει τὸ πνεῦμα.

Κάποιος ἀφιέρωσε τὸ κεφάλι του στὸ Χριστό, διατηρώντας,

ἐξ αἰτίας τῆς ἱερῆς ὑποσχέσεως, ἀκούρευτα τὰ μαλλιά.

Ἄλλος ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ στ' αὐτιὰ του ἔβαλε θύρες

μήπως, δίχως νὰ ἀντιληφθεῖ δεχτεῖ τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου.

[1365] Τέτοια εἶναι τὰ θεραπευτικὰ μέσα γιὰ τὸ ἐχθρικὸ σῶμα.

Ἤδη καὶ τὰ γηρατειά μου εἶναι φάρμακα τῶν παθῶν μου.

Πολλὲς χωρὶς νὰ τὸ θέλω ἀνυπολόγιστες ὁρμητικὲς θύελλες

περιστρέφονται γύρω μου, ποὺ βασανίζομαι ἀπὸ φρικτοὺς πόνους.

Ἀλλὰ τὸ σῶμα οὔτε στὰ λόγια πειθαρχεῖ οὔτε οἱ κόποι

τὸ τραχύνουν, οὔτε ἀλύγιστο κυρτώνει ἀπὸ τὸ χρόνο•

Ἀλλὰ μὲ κλειστὰ μάτια πάντα ἐνάντια στὴ ζωὴ

ὁρμᾶ καὶ σὰν τὴν λεγεώνα μὲ τοὺς χοίρους ἐπιθυμεῖ γκρεμούς.

Ἂν σὲ κάποιο σημεῖο ἀπομακρυνθεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τοῦ Θεοῦ,

τὸ φόβο ἢ ἀπὸ τοὺς κόπους ἢ ἀπὸ λόγια θεϊκά,

ὅπως τὸ φυτὸ ποὺ ὁ καλλιεργητής του μὲ τὶς παλάμες τὸ τραβάει,

περιστρέφεται πάλι στὴν προηγούμενη κακία του.

Ὦ δυστυχισμένοι, θνητὸ γένος τῶν ἀνθρώπων•

Πόσο ὅταν οἱ συμφορὲς μᾶς βασανίζουν εὐχαριστιόμαστε μὲ τὴν παραφροσύνη μας.

Οὔτε τὸ λόγο σεβόμαστε, ποὺ μέσα μας κατὰ τὴν γέννησή μας

[1366] ἔβαλε ὁ Θεός, χαρίζοντας σπέρμα ζωῆς•

Οὔτε τὸ νόμο νὰ φοβόμαστε, ποὺ κάποτε σὲ λίθινες πλάκες

Μὲ γράμματα τὴν ἀλήθεια προτυπώνοντας ὁ Βασιλιὰς

ἐχάραξε τελευταία ὁ Χριστὸς στὶς καρδιὲς

τὶς δικές μας μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος•

καὶ γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ Πάθη ἀφοῦ μελέτησαν ἀντίθετα

ποὺ μὲ ἀπομάκρυνε ἀπὸ φρικτὰ πάθη,

ἀφοῦ ἔλαβε σάρκα, στὸ σταυρό, καρφώθηκε καὶ κάρφωσε τὴ σκοτεινὴ

ἁμαρτία τοῦ πλάσματός του καὶ τὴ δύναμη τοῦ Βελίαρ,

καὶ γιὰ νὰ μὲ ἀναγεννήσει καὶ ἐκ τοῦ τάφου νὰ ἐπαναφέρει

μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ νὰ συνδοξασθοῦμε ὑψηλά.

Πολλὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἐπίγειους τοῦ Θεοῦ

τὰ δῶρα ποὺ εἶναι καλύτερα ἀπ' ὅ,τι ἡ γλώσσα μου μποροῦσε νὰ ἐκφράσει.

Γιατί κατανικώντας μὲ χτυπήματα γιὰ τὴν ἀσέβειά μου

Μὲ ὁδηγεῖ στὴ ζωὴ μὲ εὐνοϊκὲς σκέψεις.

[1367] Γιατί ὅλα μὲ καλὴ διάθεση τὰ κυβερνᾶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους

ἂν καὶ κρυπτὸ ἔχει τὸ βάθος τῆς δικῆς του σοφίας

καὶ ἀνάμεσα στὸ γένος μας καὶ στὸ Θεὸ σκοτάδι

πολὺ βρίσκεται, τὸ ὁποῖο λίγοι τὸ διασχίζουν,

ἀπὸ τὴ ζωὴ μὲ μάτια ὀξύτατης διαύγειας

καὶ ἀμόλυντοι διασχίζουν τὴν καθαρὴ σοφία.

Ἀλλὰ σὲ μένα ὁ Χριστὸς δίνοντας ἄπειρη δωρεά,

πρῶτα στὴ μητέρα μου ποὺ προσευχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της

δῶρο μὲ ἔδωσε καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς μὲ δέχτηκε

δῶρο ἀφοῦ ἀπὸ τὸ παιδὶ τους τίποτε ἀνώτερο δὲν εἶχαν

ἀπ' ὅλη τὴν περιουσία τους• ὕστερα τὸ θεῖο ἔρωτα

μοῦ ὑπέδειξε μὲ ὁράματα νυχτερινά τῆς ἁγνῆς μου ζωῆς.

Καὶ τώρα ἀκοῦστε εὐσεβεῖς• οἱ ἀκάθαρτοι

στὶς ψυχές, κλεῖστε τὰ αὐτιά σας μὲ πόρτες.

Ἤμουν τρυφερὸ παιδί, ὄχι ἀκριβῶς παιδί, ὅταν ὁ νοῦς

[1368] ἀπὸ τὸ ὁμοίωμα τῶν καλῶν ἢ κακῶν ἐγχαράσσεται,

ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει σχῆμα ἀπὸ σταθερὰ νοήματα,

παρὰ προσλαμβάνει τὰ πρῶτα στοιχεῖα ἀπὸ ξένους τρόπους.

Ἀλλὰ οἱ γονεῖς μου ἀπεικονίζουν στὸ νοῦ μου ὄχι μὲ ἄσχημα

χρώματα, μὲ δίδαξαν τὰ ἀγαθὰ τῆς ἀρετῆς.

Γιατί σ' ὅλους τοὺς θνητοὺς ἦταν θαυμαστοί,

ἔχοντας ἴδιο φρόνημα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς

ἴδιοι στὰ γηρατειὰ καὶ στὸν ἠθικὸ χαρακτήρα

τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, εὐτυχισμένοι καὶ ἰσχυροὶ

ὑπερβαίνοντες τὰ κανονικά. Ὁ ἕνας μακριὰ κάποτε ἀπὸ τὴν μάνδρα

τὴ μεγάλη βρισκόταν, ποὺ τώρα σ' αὐτὴ ἀσκεῖ μεγάλη ἐξουσία

ὄχι πρόβατο, ἀργότερα τὸ πιὸ ἔξοχο ἀπὸ αὐτὰ καὶ σ' αὐτὰ

πνευματικὸς ποιμένας τώρα ἀξιοσέβαστος καὶ ποιμένας τῶν ποιμένων.

[1369] Οὔτε ἦρθε στὸ παραγωγικὸ ἀμπέλι πρωί,

ἀλλὰ ξεπέρασε πολὺ στὴ δουλειὰ τοὺς προπορευόμενους.

Ἡ ἄλλη ἀπὸ θαυμάσιους γονεῖς ἱερὸ φυτό, ἀπὸ

ἁγνὴ ρίζα, ἀπὸ νέους ἱεροὺς βλαστοὺς τῆς μητέρας

καθ' ὅλου περιφρονημένη ἀπὸ τὶς πρῶτες, ποὺ τὸ βασιλιὰ Χριστὸ

δέχτηκαν καὶ τὸν εἶδαν νὰ ἀνασταίνεται ἀπὸ τὸν τάφο,

ἀναπνέοντας λίγο πάνω στὴ γῆ ἀπὸ πιεστικὴ ἐπιθυμία τῆς σάρκας,

ἐξασφαλίζοντας ὅμως περισσότερο μερίδιο ζωῆς στὸν οὐρανό.

Ἀπὸ αὐτοὺς διαμορφώθηκε ὁ ἤπιος χαρακτήρας μου καὶ ὅπως τὸ πηχτὸ

τυρί, γρήγορα ἔπαιρνε τὴν μορφὴ τοῦ καλαθιοῦ, ὅπου ἐναποτίθεται τὸ νωπὸ τυρί.

Κάποτε ποὺ κοιμόμουν μοῦ ἦρθε τέτοιο ὄνειρο

ποὺ μὲ ὁδήγησε εὔκολα στὴν ἐπιθυμία τῆς ἁγνότητας.

Εἶδα δύο μὲ ἀσημένια φορέματα

κοπέλες νὰ λάμπουν, ποὺ στέκονταν κοντά μου,

καὶ οἱ δύο ὄμορφες τῆς ἴδιας ἡλικίας• καὶ στὶς δύο

[1370] καλλωπισμὸς ἦταν ἡ ἀστολισιὰ, ποὺ εἶναι ἡ ὡραιότητα τῆς γυναίκας.

Οὔτε τὸ λαιμὸ στόλιζαν μὲ χρυσό, οὔτε μὲ πολύτιμους λίθους,

οὔτε εἶχαν λεπτὰ μεταξωτὰ νήματα,

οὔτε χιτῶνες φοροῦσαν ἀπὸ λινὸ ὕφασμα

οὔτε μὲ βαμμένα βλέφαρα γιὰ νὰ λάμπουν λίγο τὰ μάτια

οὔτε ὅσα μελέτησαν ἄνδρες τεχνίτες στὰ πρόσωπα γυναικῶν

τρόπους βοήθειας γιὰ τὴν ἀσέλγεια

οὔτε πλεξοῦδες ξανθιῶν μαλλιῶν ριγμένες στὶς πλάτες

ἀνέμιζαν μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἁπαλοῦ ἀέρα.

Ὡραία πέπλος ἕσφιγγε μὲ ζώνη,

μέχρι τὰ πόδια καὶ τοὺς ἀστραγάλους συρόμενος•

μὲ καλύπτρα στὸ κεφάλι καὶ τὸ πρόσωπο

κάλυπταν, χαμήλωναν τὰ μάτια τους στὴ γῆ.

Τῆς ντροπῆς τὸ ὡραῖο κοκκίνισμα στόλιζε καὶ τὶς δύο

ὅσο φαινόταν κάτω ἀπὸ τὰ καλοφτιαγμένα ὑφάσματα.

[1371] Σιωπηλὲς καὶ οἱ δύο μὲ κλειστὰ χείλη,

δροσερὲς ὅπως τὰ ρόδα στὰ μπουμπούκια τους.

τὶς ἔβλεπα καὶ χαιρόμουν πολύ. Ἰσχυρίζομαι

βέβαια ὅτι ἦταν οἱ καλύτερες ἀπὸ τὶς θνητές•

αὐτὲς μὲ ἀσπάζονταν, ἐφ' ὅσον τόσο εὔθυμος ἤμουν μαζί τους,

μὲ τὰ χείλη τους, καὶ μὲ φιλοφροσύνη μὲ ὑποδέχτηκαν σὰν ἀγαπητὸ γιό.

Ὅταν τὶς ρώτησα ποιὲς γυναῖκες εἶναι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχονται,

ἡ μία ἀπάντησε ἡ ἁγνεία καὶ ἡ ἄλλη ἡ σωφροσύνη,

ποὺ στεκόμαστε γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ βασιλιὰ

καὶ εὐχαριστιόμαστε τὶς ὀμορφιὲς τῶν ἀγάμων τοῦ οὐρανοῦ.

Ἀλλὰ ἐμπρὸς παιδί μου σύνδεσε τὸ νοῦ σου

μὲ τὸ δικό μας νοῦ, τὴν λαμπάδα σου μὲ τὶς λαμπάδες μας,

καὶ νὰ σὲ βάλουμε κοντὰ στὴν λαμπρὴ ἀθάνατη Τριάδα.

Μιλώντας ἔτσι ὑψώθηκαν στοὺς αἰθέρες. Τὰ μάτια μου

[1372] παρακολουθοῦσαν αὐτὲς ποὺ πετοῦσαν. Διασκορπίσθηκαν, ἦταν ὄνειρο,

ἀλλὰ γιὰ πολὺ χρόνο ἡ καρδιά μου μὲ τὶς σεβαστὲς μορφὲς τῆς νύχτας

εὐχαριστιόταν καὶ μὲ τὶς εἰκόνες τῆς λαμπρῆς ἁγνότητας.

Τώρα δὰ ὁ λόγος τους συνέχει τὴν ψυχή μου, ὁπόταν ἡ ἔννοια

τῶν καλῶν καὶ τῶν κακῶν σχηματίσθηκε μὲ ἀκρίβεια.

Ὁ νοῦς ὁδηγοῦσε τὴ λαχτάρα καὶ ἡ θολὴ ὀμορφιὰ

τοῦ νυχτερινοῦ ὀνείρου φαινόταν τώρα μεγαλόπρεπα.

Ὅπως στὶς ξερὲς καλαμιὲς ἀόρατη σπίθα

Ποὺ καίει μέσα σ' αὐτὲς ξαφνικὰ δυναμώνει,

μικρὴ φωτιὰ στὴν ἀρχή, ὕστερα ὑψώθηκε φλόγα

ὁρμητική, ἔτσι κι ἐγὼ φλεγόμενος ἀπὸ τὸ ὄνειρο

ἀμέσως φανέρωσα τὸν πόθο καὶ σὲ ὅλους ἔλαμψε τὸ φῶς,

ποὺ δὲν ἔμεινε πιὰ μυστικὸ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς.

[1373] Σχετιζόμουν πρῶτα μὲ τοὺς εὐσεβεῖς ποὺ τοῦ γάμου

τὰ δεσμὰ ἀπέφυγαν, ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν ἐπίγειο κόσμο,

γιὰ νὰ ἀκολουθοῦν πτεροφόροι τὸ Βασιλέα Χριστό,

ὑψωμένοι ἀπὸ τὴ γῆ μὲ μεγάλη δόξα.

Τοὺς ἀγαποῦσα καὶ τοὺς τιμοῦσα μὲ τὴν καρδιά μου

καὶ τῆς ἐλπίδας μου ὁδηγοὺς γιὰ τὸν οὐρανὸ αὐτοὺς εἶχα•

Ἀλλὰ ἔπειτα ὑπολόγιζα τὸ βαρὺ ζυγὸ τοῦ γάμου

ἐπιθυμώντας νὰ καθίσω στὴν ὑψηλὴ θέση τῶν παρθένων.

Γιατί ὅσες ἀνύπανδρες πῆραν μὲ κλῆρο μερίδιο στὸν πλατὺ οὐρανὸ

ξεπέρασαν τὰ ἀφόρητα πάθη.

Λαμπερὸς εἶναι πρώτιστα οἱ παντοδύναμος Θεός• ἔπειτα ὅσοι στὸ Θεὸ

ἀφοσιωμένοι στέκονται κοντὰ στὸν ὑψηλὸ θρόνο.

Ἔχοντας αὐτοὶ τὴν πρώτη ἀκτίνα τοῦ καθαροῦ Θεοῦ,

[1374] ὁλόλαμπροι, προσφέρουν πρόθυμα λάμψη στοὺς θνητούς.

Ὅσοι πλάσθηκαν ἀπὸ ψυχὴ καὶ ὕλη σ' ἕνα σῶμα,

καὶ εἶναι δύαδα, γέννημα τοῦ χώματος ποὺ μάχεται,

ἐπιθυμοῦν γάμο καὶ εἶναι σωματικὰ ὥριμοι

νὰ τεκνοποιήσουν. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς κατευθύνοντας τὸ ἀνώτερο μέρος,

τὸ διέκρινε ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ τὸ ἀποξένωσε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πλάνης

καὶ τὸ τοποθέτησε κοντὰ στὴν ἐλεύθερη ζωὴ τῶν ἀθανάτων.

Ἐκεῖ μ' ἔστειλε ἡ ἐπιθυμία μου γιὰ τὰ μεγάλα, οὔτε πάνω στὴ γῆ

χαμηλὰ πατοῦσε χωρὶς κόπο τὸ πόδι μου. Ἀλλὰ

σὰ νὰ εἶχα γευτεῖ τὸ γάλα τὸ γλυκὸ

ἢ τὸ μέλι τῆς ἀμετακίνητης ἐκεῖ χοροστασίας

δὲν ἐπιθυμοῦσα πιὰ νὰ ἐπιστρέψω κοντὰ στὸ πικρὸ φαγητό μου,

ἐπειδὴ ἐδῶ γεννιέται ἡ κακία ποὺ φθείρει τὴν ψυχή.

Οὔτε εὐθυμίες καὶ ὅσα ἀγαποῦν οἱ νέοι, οὔτε ἐλαφρὰ ροῦχα

οὔτε περιποιημένα μαλλιά, οὔτε

δυσάρεστη χαρὰ τῶν ἄσχημων λόγων, οὔτε

γέλια ἀβάσταχτα, οὔτε βράσματα τῆς ἐχθρικῆς σάρκας

μοῦ ἦταν ἀρεστά. Τοὺς βράχους καὶ τὰ βουνὰ καὶ τ' ἄλογα

ποὺ χλιμιντρίζουν, καὶ τὰ γαυγίσματα τῶν κυνηγόσκυλων,

σ' ἄλλους τ' ἄφησα καὶ ἀφοῦ πέταξα ὅλα τὰ πλούτη,

ἔβαλα τὸν αὐχένα μου στὸ ζυγὸ τῆς σταθερῆς ἁγνότητας

ποὺ μὲ πρόσεχε, μ' ἀγαποῦσε καὶ μὲ ὁδήγησε σὲ μεγάλη δόξα

καὶ μὲ καλὴ διάθεση μ' ἔβαλε στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλὰ Πάτερ καὶ Λόγε τοῦ πατέρα, Πνεῦμα φωτεινὸ

τῆς δικῆς μας ἀβέβαιης ζωῆς τὸ στήριγμα,

μὴ μ' ἀφήσεις νὰ κατανικηθῶ ἀπὸ βαριὰ χέρια

τοῦ ἐχθροῦ τοῦ ἀντιπάλου τῆς δικῆς σου ἐλπίδας.

Οὔτε ὡς μαῦρο καράβι, καλοτάξιδο, ὀρθόπλοο,

ποὺ κοντὰ στὸ λιμάνι πετάει πιὰ

[1376] μὲ ἀνοικτὰ πανιά, ἀφοῦ ξέσπασε θύελλα

ἐλεεινῶν ἀνέμων, ἀπότομα πίσω

νὰ μὲ τινάξει στὴν πλατειὰ θάλασσα τῆς ζωῆς

ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σειόμενο ἀπὸ ἀφόρητα δεινὰ

μήπως χτυπήσει πάνω σὲ ἀόρατους βράχους.

Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ζηλότυπου Βελίαρ•

Πάντα μισεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, οὔτε ἀπὸ τὴ γῆ ἐπιθυμεῖ

νὰ γίνουν οὐράνιοι, ἐφ' ὅσον ἀπὸ τὸν οὐρανὸ

ὁ ἴδιος ἀπὸ ἔπαρση ρίχτηκε σ' αὐτὴ τὴ γῆ•

ὁ δυστυχὴς ποὺ τὴν πρώτη δόξα τῆς καύχησης νὰ ἔχει

θέλοντας καὶ τὴ μεγάλη καὶ τὴ βασιλικὴ ἐξουσία τοῦ Θεοῦ,

ἀντὶ φῶς περιβλήθηκε τὸ φοβερὸ σκοτάδι. Γι’ αὐτὸ

μὲ τὰ σκοτεινὰ πάντοτε ἔργα χαίρεται,

καὶ ἔχει ἐδῶ τὴν ἐξουσία τῆς σκοτεινῆς κακίας.

Μὲ διπλὸ πρόσωπο ἐμφανίζεται καὶ διαστρεβλώνει τὴν διάνοια,

Πηγαίνοντας ἄλλοτε στὴ μία καὶ ἄλλοτε στὴν ἄλλη παγίδα.

[1377] Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι τὸ πραγματικὰ μεγαλύτερο σκοτάδι•

Ἂν τὸν ἀνακαλύψεις αὐτόματα μεταβάλλεται σὲ ἄγγελο τοῦ φωτός,

καὶ γελώντας ἥσυχα κολακεύει. Ἐδῶ περισσότερο

ἂς προσέχει ὁ λογικός, μὴ πλησιάσει τὸν θάνατο ἀντὶ τὸ φῶς.

Τὴν φαυλότητα εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ἀποφύγει κάποιος κατώτερος•

γιατί στοὺς πολλοὺς εἶναι φανερὴ ἡ μισητὴ κακία.

Ἐπαινῶ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀνακαλύπτει ἄφαντη μέσα σὲ παγίδες,

ξεχωρίζοντάς την μὲ τὰ δυνατὰ μάτια τοῦ πνεύματος.

Ἀλλὰ σῶσε τὰ γηρατειὰ καὶ τὸ ἄσπρο μου κεφάλι,

ὁδήγησέ με εὐμενὴς στὸ τέλος τῆς ζωῆς, ὅπως παλιὰ

μὲ ἀγαποῦσες μὲ φροντίδα καὶ ἀπὸ μέρα σὲ πιὸ καλύτερη μέρα

μὲ ὁδηγοῦσες μὲ καλύτερες ἐλπίδες φέροντας μπροστά•

καὶ ἀπὸ μισητὲς καὶ ἀφόρητες μέριμνες

ὁδήγησέ με σὲ γαλήνιο λιμάνι τῆς βασιλείας σου,

[1378] ὥστε μαζὶ μὲ τὰ αἰώνια φῶτα τιμώντας σε,

νὰ πάρω μέρος βασιλιὰ ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα

Δευτέρα, Ιανουαρίου 09, 2012

Λόγος εις την προσευχήν Αγίου Γρηγορίου Νύσσης

Λόγος εις την προσευχήν

Αγίου Γρηγορίου Νύσσης
«…Ἡ προσευχὴ εἶναι φύλακας τῆς σωφροσύνης, χαλιναγωγεῖ τὸν θυμό, καταστέλλει τὴν ὑπερηφάνεια, καθαρίζει ἀπὸ τὴ μνησικακία, διώχνει τὸ φθόνο, καταργεῖ τὴν ἀδικία, ἐπανορθώνει τὴν ἀσέβεια.
Ἡ προσευχὴ εἶναι δύναμη τῶν σωμάτων, φέρνει χαρὰ στὸ σπίτι, χορηγεῖ εὐνομία στὴν πόλη, παρέχει ἰσχὺ στὴν ἐξουσία, δίνει νίκη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου, ἐξασφαλίζει τὴν εἰρήνη, ξαναενώνει τοὺς χωρισμένους, διατηρεῖ στὴ θέση τους ἑνωμένους...
Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ἐπισφράγισμα τῆς παρθενίας, ἡ πιστότητα τοῦ γάμου, ὅπλο στοὺς ὁδοιπόρους, φύλακας ὅσων κοιμοῦνται, θάρρος τῶν ξύπνιων, στοὺς γεωργοὺς φέρνει τὴν εὐφορία, στοὺς ναυτιλόμενους χαρίζει τὴ σωτηρία.

Ἡ προσευχὴ γίνεται συνήγορος τῶν δικαζομένων, ἐλευθερία τῶν φυλακισμένων, παρηγοριὰ τῶν λυπημένων, χαρὰ γιὰ τοὺς χαρούμενους, παρηγοριὰ στοὺς πενθοῦντες, δόξα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται σὲ γάμο, γιορτὴ στὰ γενέθλια, σάβανο σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πεθαίνουν.

Ἡ προσευχὴ εἶναι συνομιλία μὲ τὸν Θεό, θεωρία τῶν ἀοράτων, πληροφόρηση γιὰ ὅσα ἐπιθυμοῦμε, ὁμοτιμία μὲ τοὺς ἀγγέλους, προκοπὴ στὰ καλὰ ἔργα, ἀποτροπὴ ἀπὸ τὰ κακά, διόρθωση γιὰ κείνους ποὺ ἁμαρτάνουν, ἀπόλαυση τῶν παρόντων ἀγαθῶν, ὑπόσταση τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος.

Ἡ προσευχὴ μετέβαλε γιὰ τὸν Ἰωνᾶ σὲ σπίτι τὸ κῆτος, ἐπανέφερε στὴ ζωὴ τὸν Ἐζεκία ἀπὸ αὐτὲς τὶς πύλες τοῦ θανάτου. Γιὰ χάρη τῶν τριῶν νέων μετέστρεψε τὴ φλόγα τῆς καμίνου σὲ δροσερὴ αὔρα καὶ γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες κέρδισε νίκη κατὰ τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἐνῷ τὶς ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες τοῦ Ἀσσυριακοῦ στρατοῦ μὲ ἀόρατη ῥομφαία κατανίκησε σὲ μιὰ νύχτα.

Καὶ κοντὰ σ᾿ αὐτὰ μπορεῖς νὰ βρεῖς ἀμέτρητα παραδείγματα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν γίνει κι ἀπὸ τὰ ὁποῖα φαίνεται καθαρὰ ὅτι κανένα ἀπὸ ὅσα θεωροῦνται πολύτιμα στὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν προσευχή.

Ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ καὶ κάθε εἴδους τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔδωκε ἡ θεία χάρη, αὐτὸ τὸ ἕνα ἔχουμε νὰ ἀνταποδώσουμε γιὰ ὅσα λάβαμε, δηλαδὴ νὰ πληρώνουμε τὸν Εὐεργέτη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν εὐχαριστία…».

Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2012

Εις τα Άγια Φώτα (Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου)



Θεοφάνεια 17ος αιώνας
Πάλιν ο Ιησούς μου, και πάλι μυστήριο. Μυστήριο δε που δεν είναι ούτε ψεύτικο ούτε άπρεπες, ούτε προέρχεται από την ειδωλολατρική πλάνη και τη μέθη (διότι εγώ έτσι αποκαλώ τα της λατρείας τους και νομίζω ότι αυτό κάνει και κάθε λογικός άνθρωπος), αλλά είναι μυστήριο και θείο και υψηλό και δημιουργεί λαμπρότητα. Διότι η αγία ημέρα των Φώτων, στην οποίαν έχουμε φθάσει και την οποίαν έχουμε αξιωθεί να εορτάσουμε σήμερα, έχει μεν ως αρχή το βάπτισμα του Χριστού μου, του αληθινού φωτός «το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο ο οποίος έρχεται στον κόσμον», πραγματοποιεί δε τον καθαρισμό μου και βοηθεί το φως που έχουμε λάβει από τον Θεό κατά τη δημιουργία και το έχουμε κάνει να σκοτεινιάσει και να αδυνατίσει.
Ακούστε λοιπόν τη φωνή του Θεού, η οποία σ’ εμένα μεν, τον οπαδό και τον εξηγητή των τέτοιων πραγμάτων, ακούγεται πολύ δυνατά, μακάρι δε να ακουσθεί και σε σας: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου» και γι’ αυτό το λόγο «πλησιάστε τον και πάρετε φως, και τα πρόσωπά σας δεν θα σκιασθούν από ντροπή», επειδή έχουν την σφραγίδα του αληθινού φωτός. Να, ευκαιρία αναγεννήσεως· ας γίνουμε ουράνιοι. Να, καιρός αναδημιουργίας· ας ξαναβρούμε τον πρώτο Αδάμ. Να μην μείνουμε εκείνο που είμαστε, αλλά να γίνουμε εκείνο που κάποτε είμαστε. «Το φως φωτίζει μέσα στο σκοτάδι με την παρούσα ζωή και τη σάρκα. Και το καταδιώκει μεν, αλλά δεν κατορθώνει να το εξουδετερώσει το σκοτάδι, η εχθρική δηλαδή δύναμη, η οποία επιτίθεται μεν από θρασύτητα σ’ εκείνον που μοιάζει στον Αδάμ, αλλά πέφτει επάνω στο Θεό και νικιέται, για να ρίχνουμε από πάνω μας το σκοτάδι και να πλησιάζουμε στο φως και να γινόμαστε τέλειο φως, παιδιά τελείου φωτός. Βλέπετε την ωραιότητα της ημέρας; Βλέπετε τη δύναμη του μυστηρίου; Δεν έχετε υψωθεί από τη γη; Δεν ανεβήκατε πιο πάνω, βοηθούμενοι από τη δική μου φωνή και τους λόγους μου; Θα τοποθετηθείτε δε ακόμη υψηλότερα όταν θα βοηθήσει ο Λόγος το δικό μου λόγο. [...]
Ο Ιωάννης όμως βαπτίζει και έρχεται να βαπτισθεί ο Ιησούς, για να αγιάσει μεν ενδεχομένως και τον βαπτιστή, όπως είναι δε καταφανές, για να θάψει μέσα στο νερό όλον τον παλαιό Αδάμ και να αγιάσει πριν απ’ αυτούς και για χάρη τους τον Ιορδάνη. Όπως δε ο ίδιος ήταν Πνεύμα και σάρκα, έτσι δίνει την πνευματική ολοκλήρωση με Πνεύμα και νερό. Ο βαπτιστής δεν δέχεται και ο Ιησούς αγωνίζεται (να τον πείσει). «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτι¬σθώ από σένα» λέει το λυχνάρι στον Ήλιο, η φωνή στο Λόγο, ο φίλος στον Νυμφίο, ο ανώτερος από κάθε άλλο γέννημα γυναίκας στον Πρωτότοκο ολόκληρης της δημιουργίας, εκείνος που σκίρτησε ενώ βρισκόταν μέσα στην κοιλιά σ’ εκείνον που προσκυνήθηκε μέσα στην κοιλιά, εκείνος που προέτρεξε και ο οποίος θα προστρέξει σ’ εκείνον που φάνηκε και θα φανεί. «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα» – πρόσθεσε και «δι’ εσέ» (διότι γνώριζε ότι επρόκειτο να βαπισθεί με το μαρτύριο) ή, όπως ο Πέτρος, το ότι θα καθαρίσεις όχι μόνον τα πόδια — «και συ έρχεσαι προς εμέ;». Και τούτο είναι προφητικό. Διότι γνώριζε ότι όπως μετά τον Ηρώδη επρόκειτο να καταληφθεί από μανία ο Πιλάτος, έτσι και μετά απ’ αυτόν, ο οποίος θα έφευγε προηγουμένως, θα ακολουθούσε ο Ιησούς. Τί δε λέει ο Ιησούς; «Άφησε τώρα τις αντιρρήσεις», διότι αυτό απαιτούσε το θείο σχέδιο. Διότι γνώριζε ότι μετά από λίγο επρόκειτο να βαπτίσει αυτός τον βαπτιστή. Τί δε είναι το φτυάρι; Η κάθαρση. Τί είναι δε το πυρ; Το κάψιμο κάθε ανόητου πράγματος και η αναζωπύρωση του πνεύματος. Τί είναι δε η αξίνα; Το κόψιμο της ψυχής, η οποία, αφού έχει γεμίσει με ακαθαρσίες, έχει καταστεί αθεράπευτη. Τί είναι δε το μαχαίρι; Η τομή την οποία κάνει ο Λόγος και η οποία ξεχωρίζει το κακό από το καλό και τον πιστό από τον άπιστο και η οποία κάνει τον υιό και τη θυγατέρα και την νύμφη να επαναστατούν κατά του πατέρα και της μητέρας και της πεθεράς, και τα νέα και πρόσφατα (να επαναστατούν) κατά των παλαιών τα οποία είναι σκιώδη. Τί είναι δε το κορδόνι του υποδήματος, που δε μπορείς να λύσεις συ που βαπτίζεις τον Ιησού, που έζησες στην έρημο με νηστεία, ο νέος Ηλίας, ο οποίος είσαι κάτι ανώτερο και από προφήτη, αφού είδες και εκείνον που είχες προφητεύσει και που συνδέεις την Πάλαια με την Καινή Διαθήκη; Τί είναι αυτό; Ενδεχομένως ο λόγος για την έλευση στη γη και περί της σαρκός, του οποίου και το ελάχιστο ακόμη τμήμα είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό, όχι μόνον σ’ εκείνους οι οποίοι έχουν ακόμη σαρκικό φρόνημα και είναι ακόμη νήπια στο Χριστιανισμό, αλλά και σ’ εκείνους οι οποίοι διαθέτουν το Πνεύμα του Ιωάννη.
Αλλά και ανεβαίνει από το νερό ο Ιησούς. Ανεβάζει δε μαζί του και τον κόσμο και βλέπει να σχίζονται οι ουρανοί, τους οποίους ο Αδάμ είχε κλείσει για τον εαυτό του και για τους απογόνους του, όπως είχε κλείσει και με τη φλογίνη ρομφαία τον παράδεισο. Και το Πνεύμα μαρτυρεί τη Θεότητα (διότι το όμοιο σπεύδει προς το όμοιο) και η φωνή από τους ουρανούς (διότι απ’ εκεί προερχόταν εκείνος για τον οποίον διδόταν η μαρτυρία). Εμφανίζεται δε σαν περιστέρι (διότι τιμά το σώμα, αφού και αυτό γίνεται Θεός με τη θέωση, όταν αυτή θεωρείται από την πλευρά του σώματος) και λόγω του ότι είναι από πολύ παλαιά συνηθισμένο να φέρει την ευχάριστη αγγελία της παύσεως του κατακλυσμού το περιστέρι. Εάν δε κρίνεις την θεότητα με όγκους και με σταθμά, και για τον λόγο αυτόν σου φαίνεται μικρό το Πνεύμα, επειδή παρουσιάζεται με μορφή περιστεριού, ω ανόητε και μικρόψυχε για τα πιο μεγάλα, είναι καιρός να δυσφημίσεις και τη βασιλεία των ουρανών, επειδή παρομοιάζεται με ένα σπειρί από σινάπι, και να υπερυψώνεις το διάβολο Πιο πολύ από την μεγαλειότητα του Ιησού, επειδή αυτός μεν ονομάζεται βουνό μεγάλο και Λεβιάθαν και βασιλεύς όσων βρίσκονται στα νερά, ενώ ο Ιησούς ονομάζεται «αρνίον και μαργαρίτης και σταγών» και άλλα παρόμοια,
Επειδή δε σήμερα πανηγυρίζουμε το βάπτισμα και πρέπει να κακοπαθήσουμε λίγο για χάρη εκείνου ο οποίος για χάρη μας έγινε όπως εμείς και βαπτίσθηκε και σταυρώθηκε, ας εξετάσουμε φιλοσοφικά κάτι σχετικό με την διαφορά των Βαπτισμάτων, για να φύγουμε απ’ εδώ καθαρισμένοι. Ο Μωϋσής βάπτισε, αλλά βάπτισε στο νερό και πριν απ’ αυτό στη νεφέλη και στη θάλασσα. Αυτό δε αποτελούσε σύμβολο, όπως πιστεύει και ο Παύλος. Η θάλασσα του νερού, η νεφέλη του Πνεύματος, το μάννα του άρτου της ζωής, και το νερό, που έπιναν, του ουρανίου ποτού. Και ο Ιωάννης βάπτισε, αλλά όχι τελείως ιουδαϊκά, επειδή δεν βάπτισε μόνο στο νερό αλλά και στη μετάνοια. Όχι όμως και ολότελα πνευματικά, επειδή δεν προσθέτει και το «εις το Πνεύμα». Βαπτίζει και ο Ιησούς, αλλά στο Πνεύμα. Αυτό είναι η τελειότητα. Και πώς δεν είναι Θεός, για να γίνω και λίγο παράτολμος, εκείνος από τον οποίον θα γίνεις και συ Θεός; Γνωρίζω και τέταρτο βάπτισμα, το βάπτισμα του μαρτυρίου και του αίματος, στο οποίο βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Χριστός, και που είναι πολύ πιο αξιοσέβαστο από το άλλα, γιατί δεν μολύνεται από μεταγενέστερα αμαρτήματα. Γνωρίζω και πέμπτο ακόμη, το βάπτισμα των δακρύων, που είναι ακόμη πιο επίπονο, όπως «εκείνος ο οποίος βρέχει κάθε. νύκτα το κρεββάτι και το στρώμα του με δάκρυα», που «οι πληγές της κακίας μυρίζουν άσχημα και έχουν σαπίσει», που «πενθεί και βαδίζει με σκυμμένο κεφάλι» και που μιμείται την επιστροφή του Μανασσή και την ταπείνωση των κατοίκων της Νινευΐ, η οποία τους εξασφάλισε τη συγχώρηση·, ο οποίος, ακόμη, λέει αυτά που είπε ο τελώνης στο ναό και κέρδισε τη συγχώρηση αντί για τον καυχησιάρη φαρισαίο, και ο οποίος σκύβει με ταπείνωση, όπως η Χαναναία, και ζητά να τον ευσπλαγχνισθούν και να του δώσουν ως τροφή ψίχουλα, την τροφή δηλαδή που τρώει ο σκύλος όταν είναι πολύ πεινασμένος.
18. Εγώ λοιπόν (επειδή ομολογώ ότι ο άνθρωπος είναι ζώο που αλλάζει εύκολα και μεταβάλλεται η φύση του) και αυτό το δέχομαι με προθυμία, και προσκυνώ εκείνον που το έδωσε, και το δίνω και στους άλλους, και προσφέρω φιλανθρωπία έναντι της φιλανθρωπίας η οποία μου προσφέρεται. Διότι γνωρίζω ότι και εγώ είμαι άνθρωπος αδύνατος, και ότι με οποίο μέτρο θα κρίνω με το ίδιο θα κριθώ. Συ δε τί λες και τί νόμους βγάζεις, ω νέε φαρισαίε, ό οποίος είσαι καθαρός μεν ως προς το όνομα αλλά όχι και ως προς την ψυχική διάθεση, και που, ενώ είσαι το ίδιο αδύνατος με τους άλλους, διακηρύσσεις με έπαρση τις δοξασίας του Νοβάτου; Δεν δέχεσαι τη μετάνοια; Δεν συγκινείσαι με τους οδυρμούς; Δεν χύνεις ούτε ένα δάκρυ; Μακάρι να μην συναντήσεις ούτε συ τέτοιο κριτή. Δεν σέβεσαι τη φιλανθρωπία του Ιησού, ο οποίος πήρε τις αδυναμίας μας και σήκωσε τις ασθένειές μας, ο οποίος ήλθε όχι για τους δικαίους, αλλά για να μετανοήσουν οι αμαρτωλοί, ο οποίος «θέλει την ευσπλαχνία περισσότερό από τη θυσία», ο οποίος συγχωρεί τα αμαρτήματα «εβδομηκοντάκις επτά», δηλ. άπειρες φορές; Πόσο αξιομακάριστη θα ήταν η υψηλοφροσύνη σου, αν ήταν καθαρότητα και όχι ανόητη κενοδοξία, που θέτει νόμους ανώτερους από τις δυνάμεις του ανθρώπου και αντικαθιστά την επανόρθωση με την απόγνωση. Διότι το ίδιο κακό είναι και η χωρίς σωφροσύνη συγχώρηση και η χωρίς συγχώρηση καταδίκη. Επειδή η μεν πρώτη αφήνει τελείως ελεύθερα τα χαλινάρια ενώ η δεύτερη προκαλεί απόγνωση με την σκληρότητά της. Δείξε μου την καθαρότητα σου, και τότε θα δεχθώ να υπερηφανεύεσαι. Τώρα όμως φοβούμαι μήπως, ενώ είσαι γεμάτος από πληγές, βάλεις μέσα εκείνο το οποίο παραμένει αθεράπευτο. Ούτε δέχεσαι μετανοημένο τον Δαβίδ, ο οποίος με την μετάνοιά του διατήρησε το προφητικό του χάρισμα1; Ούτε τον Πέτρο τον μεγάλο, ο οποίος έπαθε κάτι ανθρώπινο κατά τη διάρκεια του σωτηρίου πάθους; Ο Ιησούς δε τον δέχθηκε και με την τριπλή ερώτηση και την τριπλή ομολογία θεράπευσε την τριπλή άρνηση. Η δεν δέχεσαι ούτε εκείνον ο οποίος τελειοποιήθηκε με το αίμα του; Και αυτό αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της σκληρότητάς σου. Ούτε εκείνον ο οποίος παρανόμησε στην Κόρινθο; Ο Παύλος δε υπέδειξε ως ποινή την αγάπη, επειδή είδε τη διόρθωση και το αίτιο της διορθώσεως, «για να μη χαθεί εκείνος που είχε αμαρτήσει από την υπερβολική επιτίμηση». Ούτε επιτρέπεις στις νέες χήρες να παντρεύονται, επειδή η ηλικία τους είναι εύκολο να παρεκκλίνει προς την αμαρτία; Αυτό όμως το τόλμησε ο Παύλος, του οποίου συ γίνεσαι διδάσκαλος, σαν να είχες ανεβεί μέχρι τον τέταρτο ουρανό και σε άλλον παράδεισο, σαν να είχες ακούσει πιο απόρρητα πράγματα, και να είχες οδηγήσει στο Ευαγγέλιο μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.[...]
Εμείς δε ας τιμήσουμε σήμερα το Βάπτισμα του Χριστού και ας το εορτάσουμε σωστά με το να χαιρόμαστε πνευματικά και όχι να περιποιούμαστε την κοιλία μας. Πώς δε θα χαρούμε; «Λουσθείτε για να καθαρισθείτε». Αν μεν είσθε κόκκινοι από την αμαρτία και λιγότερο κόκκινοι από το αίμα, τότε να γίνετε λευκοί όπως το χιόνι. Αν δε είσθε κόκκινοι και άνθρωποι γεμάτοι από αίματα, τότε ας φθάσετε έστω και τη λευκότητα του μαλλιού. Πάντως καθαρισθείτε και φροντίζετε να καθαρίζεστε, επειδή με τίποτε άλλο δεν χαίρεται τόσο πολύ ο Θεός, όσο με τη διόρθωση και τη σωτηρία του ανθρώπου, για χάρη του οποίου έχουν λεχθεί τα πάντα και έχουν δοθεί όλα τα μυστήρια· για να γίνετε φωτεινά αστέρια για τον κόσμο και δύναμη ζωτική για τους άλλους ανθρώπους. Για να παρουσιασθείτε σαν τέλεια φώτα στο μεγάλο φως, και να μυηθείτε στη φωταγωγία που πηγάζει από εκεί, παίρνοντας φως καθαρότερο και δυνατότερο από την Τριάδα, της οποίας σήμερα έχετε υποδεχτεί την μία αυγή από την μία θεότητα, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίον ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΘ΄, «Εις τα Άγια Φώτα», ΕΠΕ, τ. 5ος , σ.73-113 –αποσπάσματα.)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...