Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2014

Η παραβολή της χαμένης δραχμής

( Ερμηνεία Αγ. Γρηγορίου Νύσσης )


«Η εξομοίωση με τον Θεό δεν είναι δικό μας έργο ούτε κατόρθωμα της ανθρώπινης δύναμης. Είναι δώρο της γενναιοδωρίας του Θεού, ο οποίος ευθύς αμέσως μόλις εδημιούργησε τον άνθρωπο του χάρισε την ομοιότητα προς αυτόν.

Η δε ανθρώπινη προσπάθεια, τόσο μόνο συμβάλλει, όσο, για να καθαρίσει τον ρύπο της κακίας, που εκ των υστέρων εδημιούργησε για τον εαυτό του ο άνθρωπος και να αποκαλύψει το κρυμμένο στην ψυχή κάλλος. 

Αυτήν την αλήθεια νομίζω ότι και ο Κύριος διδάσκει στο Ευαγγέλιο, όταν, σ’ αυτούς που μπορούν να ακούν τη σοφία ομιλεί συμβολικά, λέγει ότι ‘’η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν’’ (Λουκάς, 17,21). 

Νομίζω ότι ο λόγος του Κυρίου φανερώνει με αυτό, ότι το αγαθό του Θεού δεν απέχει από τον άνθρωπο, ούτε έχει αποτραβηχτεί κάπου μακριά από αυτούς, οι οποίοι θέλουν να το αναζητούν, αλλά πάντοτε παραμένει μέσα στον καθένα, αγνοούμενο μεν και ξεχασμένο, όταν καταπλακώνεται από τις βιοτικές μέριμνες και απολαύσεις, και που ξαναβρίσκεται όμως, όταν ξαναφέρουμε τον νου μας σ’ αυτό.

Αν πρέπει και με άλλα λόγια του Κυρίου να επιβεβαιώσω τον λόγον αυτόν, νομίζω ότι αυτό μας τονίζει με την αναζήτηση της χαμένης δραχμής.

Δηλαδή λέγει ότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τις άλλες αρετές, τις οποίες η παραβολή ονομάζει δραχμές, ακόμη και αν συμβεί να υπάρχουν όλες, αλλά απουσιάζει εκείνη η μια από την ψυχή, η οποία την στερείται. 

Γι’ αυτό κατά πρώτον μεν προστάζει να ανάπτουμε λυχνάρι, με το οποίο ασφαλώς υπονοεί τον λόγο του Θεού που φωτίζει τα σκοτεινά. Έπειτα δε η αναζήτηση της χαμένης δραχμής να γίνεται στο δικό σου σπίτι, δηλαδή μέσα σου. 

Και με την αναζητούμενη δραχμή υπαινίσσεται οπωσδήποτε τη βασιλική εικόνα, που δεν χάθηκε τελείως, αλλά καλύφθηκε κάτω από τον κόπρο. Νομίζω ότι ως κόπρο πρέπει να εννοούμε τη σαρκική βρωμιά, η οποία όταν σαρωθεί και καθαρισθεί καλά με μια ζωή προσεκτική και φροντισμένη, αποκαλύπτει το ζητούμενο».
(Απόσπασμα από την ‘’Μυστική Θεολογία’’ του αρχ. Π. Μπρούσαλη, 
‘’Περί Παρθενίας’’, αγ. Γρηγορίου Νύσσης, σελ. 171- 175)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 29, 2014

Ο καλός Σαμαρείτης (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης).

«Αυτός είναι ο αγαπημένος μου και ο πλησίον μου, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, λέει η νύμφη (Άσμα 5,16). Γιατί, αφού περιέγραψε σ’ αυτές όλα τα γνωρίσματα, με τα οποία ήταν δυνατό να φανερώσει αυτόν που επιθυμούσε, τότε χρησιμοποιεί τη δεικτική αντωνυμία, λέγοντας:Αυτός είναι εκείνος τον οποίο επιθυμώ. Αυτός, με το να γίνει, όταν γεννήθηκε για μας από την φυλή του Ιούδα (Εβραίους 7,14), έγινε ο πλησίον για εκείνον, ο οποίος περιέπεσε στους ληστές και του οποίου θεράπευσε τις πληγές με λάδι και κρασί και με επιδέσμους και τον έβαλε πάνω στο δικό του υποζύγιο και τον ανέπαυσε στο πανδοχείο. Και όταν έδωσε στον πανδοχέα τα δύο δηνάρια για την περιποίησή του, υποσχέθηκε να καταβάλει κατά την επιστροφή του και επί πλέον ποσό, για την εργασία που του ανέθεσε (Λουκάς 10, 30-35).
Είναι βέβαια φανερό σε τι αποβλέπει η κάθε μία από αυτές τις λεπτομέρειες. Γιατί ο νομικός που ρωτούσε πειραχτικά τον Κύριο και ήθελε να παρουσιάσει τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους και με υπερηφάνεια να αρνείται την ισοτιμία προς τους υπόλοιπους, λέγοντας·‘’Και ποιος είναι ο πλησίον μου;’’, έλαβε την κατάλληλη απάντηση (Λουκάς 10,25-29).  Με την αφορμή αυτή ο Υιός και Λόγος του Θεού παρουσιάζει όλο το φιλάνθρωπο σχέδιο της σωτηρίας με μορφή διήγησης. Διηγείται δηλαδή την έκπτωση του ανθρώπου από τον παράδεισο, την ενέδρα των ληστών, την αφαίρεση του άφθαρτου ενδύματος, τα τραύματα που προκάλεσε η αμαρτία, και την επέκταση του θανάτου μέχρι το μισό της ανθρώπινης φύσης, δεδομένου ότι η ψυχή παρέμεινε αθάνατη. Διηγείται ακόμη ο Κύριος ότιτο πέρασμα του Νόμου με τα πρόσωπα του ιερέα και του Λευίτη μπροστά από τον πληγωμένο από τους ληστές, ήταν ανώφελο, επειδή δεν θεράπευσε τις πληγές του.‘’Γιατί είναι αδύνατο να καθαρίζουν τις αμαρτίες οι θυσίες τράγων και ταύρων’’(Εβραίους 9, 12-13), αλλά τις καθαρίζει εκείνος που φόρεσε όλη την ανθρώπινη φύση, όπως ήταν αρχικά δημιουργημένη, και στην οποία βρισκόταν καθένα από τα έθνη, και των Ιουδαίων και των Σαμαρειτών και των ειδωλολατρών και όλων γενικά των ανθρώπων. Εκείνος, με το σώμα του, που είναι το υποζύγιο, φτάνοντας στον τόπο, όπου υπέφερε ο άνθρωπος, και τις πληγές του καθαρίζει και τον ίδιο ξεκουράζει βάζοντάς τον πάνω στο δικό του ζώο και του προσφέρει διαμονή τη δική του φιλανθρωπία, με την οποία αναπαύονται όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι (Ματθαίος 11,28).
Και όποιος φθάσει σ’ Αυτόν, δέχεται μέσα του οπωσδήποτε αυτόν στον οποίο έφθασε, γιατί ο Λόγος έτσι λέγει ότι ‘’Εκείνος μένει σ’ εμένα και εγώ μένω σ’ αυτόν’’ (Ιωάννης 6,56).Αυτός λοιπόν που τον δέχεται στο κατάλυμά του, φιλοξενεί μέσα του τον αχώρητον,από τον οποίο δέχεται τα δύο νομίσματα (Λουκάς 10,35). Το ένα από αυτά είναι η αγάπη προς τον Θεό, που εκδηλώνεται με όλη τη δύναμη της ψυχής, και το άλλο η αγάπη προς τον πλησίον, η οποία είναι όμοια με την αγάπη στον εαυτό του, όπως απάντησε και ο νομικός (Λουκάς 10,27).
Επειδή όμως δεν δικαιώνονται ενώπιον του Θεού οι ακροατές του Νόμου αλλά θα ανακηρυχτούν ενάρετοι οι τηρητές του Νόμου, γι’ αυτό είναι ανάγκη όχι μόνο να δεχτεί κανείς αυτά τα δύο νομίσματα, και εννοώ την πίστη προς τον Θεό και την καλή συνείδηση στους συνανθρώπους, αλλά να συνεισφέρει και αυτός κάτι με έργα για την εκπλήρωση των εντολών. Για αυτό λέει ο Κύριος προς τον ξενοδόχο, ότι κάθε τι που θα κάμει για τη θεραπεία του αρρώστου, θα το πληρωθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία του ανάλογα με την επιμέλεια, την οποία θα επιδείξει.
Εκείνος λοιπόν, που με την τόση του φιλανθρωπία έγινε πλησίον μας, εκείνος που έγινε αδελφός μας, καθώς προέρχεται από τη φυλή του Ιούδα, αυτός είναι που αναγγέλλει ο λόγος της νύμφης στις κοπέλες της Ιερουσαλήμ, λέγοντας σ’ αυτές ότι αυτός είναι ο αδελφός μου και αυτός είναι ο πλησίον μου. Αυτόν μακάρι να αναγνωρίσουμε και να κατανοήσουμε και εμείς δια μέσου των χαρακτηριστικών που αναφέραμε, για να πετύχουμε τη σωτηρία της ψυχής μας με τη χειραγωγία του Αγίου Πνεύματος».
(Απόσπασμα από την «Μυστική Θεολογία», του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, υπό πατρός Π. Μπρούσαλη, σελ. 641-647).

Κυριακή, Οκτωβρίου 06, 2013

Τα πρώτα και τα έσχατα (αγίου Γρηγορίου Νύσσης).

Τα πρώτα και τα έσχατα 
Στην συνέχεια και μετά από αυτά τα λόγια ερωτά ο ίδιος ο Σολομών τον εαυτό του και απαντά στον εαυτό του. Γιατί θέτει το ερώτημα: «Τι είναι αυτό που έγινε»; Και απαντά: «Αυτό που θα γίνει». Και πάλι ερωτά: «Τι είναι αυτό που έχει κατασκευαστεί»; Και απαντά: «Αυτό που θα κατασκευασθεί» (Εκκλ. 1:9). Τι νόημα έχει αυτό το ερώτημα;
Και το θέτουμε εμείς προς αυτόν ως συνέχεια αυτών που μάθαμε. Αλλά εμείς διαφωνούμε προς αυτόν και του λέμε· αν είναι τα πάντα ματαιότητα, είναι φανερό ότι το μάταιο είναι οπωσδήποτε ανύπαρκτο. Και το ανύπαρκτο δεν το υπολογίζει κανείς μεταξύ των υπαρκτών. Αν, λοιπόν, αυτά δεν υπάρχουν, πες μας, τι είναι αυτό που έχει δημιουργηθεί και θα διατηρηθεί στη ζωή; Αλλά γρήγορα δίδεται η απάντηση από εκείνον γι’ αυτό που ερωτήθηκε: Θέλεις να μάθεις, λέγει, τι είναι αυτό που έχει δημιουργηθεί; Σκέψου τι είναι αυτό που θα υπάρξει στο μέλλον, και θα καταλάβεις καλά αυτό που δημιουργήθηκε. Με το «σκέψου» θέλω να πω το εξής: Σκέψου, άνθρωπέ μου, ποιος ακριβώς θα γίνεις, όταν εξυψώσεις τον εαυτό σου δια της αρετής.Αν καλλωπίσεις καθ’ όλα την ψυχή σου με τα καλά χαρακτηριστικά, αν απαλλαγείς από τις κηλίδες της κακίας, αν ξεπλύνεις τον εαυτό σου από κάθε ρύπο των υλικών μολυσμών, σκέφτηκες τι θα γίνεις, αν καλλωπίζεσαι με τέτοια κάλλη; Ποια μορφή θα περιβληθείς; Αν κατανοήσεις αυτό με το νου σου, θα καταλάβεις τι ήταν αυτό που πραγματικά έγινε. Και αυτό βέβαια θα υπάρξει στο μέλλον, δηλαδή το «κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωση» (Γέν. 1:26).
Αλλά ερωτώ εκείνον που διδάσκει αυτά: Που βρίσκεται τώρα εκείνο που κάποτε δημιουργήθηκε, και ελπίζουμε να γίνει και πάλι στο μέλλον, ενώ τώρα δεν υπάρχει;
Και ο διδάσκαλος που μας διδάσκει τα υψηλά, απαντά σταθερά, επαναλαμβάνοντας σε μας τον ίδιο λόγο· μα γι’ αυτό ακριβώς χαρακτηρίζουμε τα παρόντα ως μάταια επειδή δεν υπάρχει εκείνο στα παρόντα.
«Και τι είναι αυτό που έχει κατασκευαστεί (κείμενο: «το πεποιημένον»); Ερωτά. Και απαντά:«Αυτό που θα κατασκευασθεί (κείμενο: «το ποιηθησόμενον»). Αλλά κανείς από τους ακροατές ας μην εκλάβει ως φλυαρία και ως ανωφελή επανάληψη λέξεων τη διαφορά των φράσεων «του γεγονότος» και «του πεποιημένου». Γιατί με την κάθε μία από αυτές φανερώνει ο λόγος τη διαφορά της ψυχής από το σώμα. Η ψυχή «γέγονεν», το σώμα «πεποίηται». Το κείμενο χρησιμοποιεί αυτές τις διαφορετικές λέξεις, όχι γιατί διαφέρει η σημασία της μιας από της άλλης, αλλά για να σου δώσει τα ερεθίσματα να σκέπτεσαι τα ανάλογα για το καθένα από αυτά τα δύο, δηλαδή για την ψυχή και για το σώμα. Η ψυχή «γένονεν» στην αρχή αυτό, που θα φανεί και πάλι στο μέλλον, αφού καθαρισθεί. Και το σώμα «πεποίηται», όταν  πλάστηκε από τα χέρια του Δημιουργού έτσι, όπως ακριβώς θα το φανερώσει η ανάσταση στο μέλλον. Γιατί αυτό που θα δεις μετά την ανάσταση, θα είναι οπωσδήποτε όμοιο με εκείνο που κατασκευάστηκε αρχικά. Γιατίη ανάσταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποκατάσταση και η επάνοδος στην αρχαία μακαριότητα.
Για αυτό και προσθέτει σ’ αυτά, λέγοντας και τούτο· ότι δηλαδή έξω από την αρχική δημιουργία δεν υπήρχε τίποτε. «Επειδή, λέγει, δεν υπάρχει τίποτα το νέο κάτω από τον ήλιο». Και με αυτό είναι σαν να λέγει· αν κάτι δεν δημιουργήθηκε στην αρχή, δεν υπάρχει καθόλου, αλλά μόνο φανταστικά υπάρχει. Γιατί, λέγει, δεν υπάρχει κάτι καινούριο κάτω από τον ήλιο, ώστε να μιλήσει κανείς και να δείξει κάτι από όσα έγιναν εκ των υστέρων, λέγοντας δηλαδή ότι αυτό είναι καινούριο και πραγματικά υπάρχει. Αυτό είναι το νόημα των λόγων που ερμηνεύσαμε, και κατά λέξη έχουν ως εξής: «Και δεν υπάρχει τίποτε καινούριο κάτω από τον ήλιο, ώστε να μιλήσει κάποιος και να πει· κοίταξε, αυτό είναι καινούριο».
Και αγωνίζεται, μετά από όσα είπε, προσθέτοντας και τα εξής: «Αν έγινε αληθινά κάτι, αυτό είναι εκείνο, που έγινε στους πριν από εμάς αιώνες» (Εκκλ. 1:10). Αυτό είναι το νόημα των λόγων της Γραφής που λέγουν: «Ήδη έγινε στους πριν από μας αιώνες». Αν όμως σκεπάσθηκαν από τη λήθη τα όσα έγιναν, μην εκπλήττεσαι καθόλου. Γιατί και αυτά, που τώρα υπάρχουν, θα καλυφθούν μαζί με τη λήθη. Γιατί από τη στιγμή που η φύση μας στράφηκε προς την κακία, ξεχάσαμε τα αγαθά. Και όταν γυρίσουμε πάλι στο αγαθό, πάλι θα λησμονηθεί το κακό. Αυτό το νόημα, νομίζω, πως έχουν όσα λέγει ο Εκκλησιαστής, όταν προσθέτει: «Δεν υπάρχει μνήμη για τα πρώτα, όπως δεν θα υπάρχει μνήμη γι’ αυτά και για όσα θα συμβούν στο μέλλον».
Και με αυτό που λέγει, είναι σαν να θέλει να πει: Όσα έγιναν αργότερα, μετά την αρχική μακαριότητα, και με τα οποία περιέπεσε ο άνθρωπος στα δεινά, θα λησμονηθούν και αυτά πάλι, από εκείνα που θα γίνουν εκ των υστέρων στο μέλλον. Γιατί δεν θα υπάρχει μνήμη γι’ αυτά «μετά από όσα θα γίνουν κατά τον έσχατο αιώνα». Αυτό σημαίνει ότι ητελική κατάσταση θα προκαλέσει για τον άνθρωπο την πλήρη εξάλειψη της ανάμνησης των κακών. Και αυτό θα γίνει εν Χριστώ Ιησού, που είναι ο Κύριός μας και στον οποίο ανήκει αιώνια η δόξα. Αμήν».
(Απόσπασμα από την πρώτη ομιλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης ‘’Εις τον Εκκλησιαστήν’’, μετάφραση αρχ. Π. Μπρούσαλη).

Δευτέρα, Αυγούστου 19, 2013

Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


«Ποιός αγνοεί εκείνες τις αναβάσεις που ανέβηκε ο Μωυσής και ποτέ δεν σταματούσε στην πορεία προς το καλύτερο; Όμως ο εξαίρετος αυτός άνδρας είναι αχόρταστος στην επιθυμία του περισσότερου και ικετεύει να μπορέσει να δει κατά πρόσωπο τον Θεό, αν και αξιώθηκε να συνομιλήσει μαζί Του κατά πρόσωπο.
Όμως ούτε το ότι μίλησε σαν φίλος με τον Θεό, ούτε το ότι κουβέντιασε μαζί Του στόμα με στόμα τον σταματά από το να επιθυμεί τα ανώτερα. Αλλά λέγει, εάν βρήκα χάρη μπροστά Σου, φανέρωσέ μου τον εαυτό Σου για να μπορέσω να Σε γνωρίσω. Και αυτός που υποσχέθηκε να κάνει τη χάρη που του ζήτησε και του είπε «ἔγνων σε παρά πάντας», τον προσπερνάει επάνω στον θείο τόπο «ἐν τῇ πέτρᾳ», σκεπάζοντάς τον με το θείο χέρι, ώστε ύστερα απ' την πάροδό Του να δει μόνο τα νώτα του Θεού.
Με τα λόγια αυτά νομίζω πως μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ότι αυτός που επιθυμεί να δει τον Θεό βλέπει το ποθούμενο με το να Τον ακολουθεί πάντοτε και ότι η θέα του θεϊκού προσώπου είναι ασταμάτητη πορεία προς Αυτόν, που θα το κατορθώσουμε, όταν ακολουθούμε τον Λόγο»

Άγ. Γρηγόριος Νύσσης


Δευτέρα, Ιουνίου 17, 2013

Αυτός που προσβλέπει στην Εκκλησία, προσβλέπει κατ’ ευθείαν στο Χριστό (άγιος Γρηγόριος Νύσσης).












«Ο Χριστός είναι και κτιστός και άκτιστος. Ονομάζουμε δε άκτιστη την αίδια και προαιώνια και δημιουργική όλων των όντων φύση του· ενώ λέμε κτιστό το σώμα, που κατά την ενανθρώπιση του για χάρη μας ενώθηκε με το δικό μας ανθρώπινο σώμα της ταπείνωσης. Αλλά είναι προτιμότερο να αναφέρω με τα ίδια τα λόγια της Γραφής το νόημα γι’ αυτό. Άκτιστον ονομάζουμε τον Λόγο, ο οποίος υπήρχε στην αρχή και που ήταν πάντοτε κοντά στο Θεό και τον Θεό που είναι ο Λόγος· εκείνον δια του οποίου έγιναν τα πάντα και χωρίς τον οποίο δεν έγινε κανένα από τα δημιουργήματα. Κτιστόν ονομάζουμε αυτόν που σαρκώθηκε και σκήνωσε ανάμεσά μας.
Η δόξα που εμφανίζεται στο πρόσωπό του και μετά την σάρκωση, δηλώνει ότι ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί. Και Θεός είναι οπωσδήποτε ο Μονογενής Υιός, που βρίσκεται στους κόλπους του Πατρός, γιατί έτσι ομολογεί ο Ιωάννης, ότι ‘’εθεασάμεθα την δόξαν αυτού’’. Και μολονότι ήταν άνθρωπος κατά το φαινόμενο, εκείνο το οποίο αναγνωριζόταν δια μέσου αυτού, το ονομάζει δόξα ‘’ως Μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας’’. Επειδή, λοιπόν, η μεν άκτιστη και προαιώνια και αίδια και ανέκφραστη φύση Του είναι εντελώς ακατάληπτη για όλα τα κτιστά όντα, ενώ αυτό που φανερώθηκε σε μας δια της σαρκός, μπορεί να γίνει γνωστό, ως ένα βαθμό, γι’ αυτό αποβλέπει σ’ αυτά ο διδάσκαλος και ομιλεί γι’ αυτά, τα οποία μπορούν να κατανοηθούν από τους ακροατές.

Και εννοώ το μεγάλο μυστήριο της πίστης μας,με το οποίο ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί, αυτός που υπάρχει με τη θεϊκή μορφή, και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, λαμβάνοντας δούλου μορφή. Αυτός επειδή πήρε πάνω του μια φορά τη φθαρτή φύση του σώματος, το οποίο ανέλαβε από την άφθαρτη Παρθένο, από τότε και πάντοτε αγιάζει, μαζί με το αρχικό, όλο το κράμα της κοινής φύσης στα πρόσωπα, όσων ενώνονται μαζί του με την κοινωνία του μυστηρίου. Και τρέφει το Σώμα του, την Εκκλησία, και προσαρμόζει ανάλογα τα μέλη αυτά, τα οποία ενσωματώνονται με την προς Αυτόν πίστη στο κοινό σώμα. Προσαρμόζει το κάθε μέλος όμορφα, τοποθετώντας τους πιστούς, όπως πρέπει και ταιριάζει, δηλαδή στην θέση των οφθαλμών και στόματος και χειρών και των άλλων μελών.

Γιατί έτσι λέγει ο απόστολος Παύλος, ότι ένα μεν είναι το σώμα, πολλά δε τα μέλη. Και όλα τα μέλη δεν έχουν τι ίδιο έργο να κάμουν. Αλλά μπορεί να είναι ο ένας οφθαλμός χωρίς να υποτιμά τα πόδια, αλλά είναι όλο το σώμα ένα κράμα δια των μελών με τον εαυτό του και με την ποικιλία των ενεργειών, για να μην επαναστατούν τα μέλη προς το σύνολο.

Αυτές τις έννοιες , αφού τις εκθέτει πρώτα συμβολικά, έπειτα προωθεί το λόγο και λέγει σαφέστερα ότι ο Θεός τοποθέτησε στην Εκκλησία τους αποστόλους και τους προφήτες και τους διδασκάλους και τους ποιμένες, για να καταρτίζουν τους αγίους, για να επιτελούν το έργο της διακονίας προς οικοδομή του Σώματος του Χριστού, μέχρι να φθάσουμε όλοι στην ενότητα της πίστης και της επίγνωσης του Υιού του Θεού και να γίνουμε τέλειοι άνθρωποι και να αποκτήσουμε το βαθμό της πνευματικής ωριμότητας , κατά την οποία έχουμε όλες τις δωρεές και την τελειότητα του Χριστού.

Και πάλι λέγει: ‘’αυξήσομεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός, εξ ου παν το Σώμα συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμενον δια πάσης αφής της επιχορηγίας κατ’ ενέργειαν εν μέτρω ενός εκάστου μέρους την αύξησιν του Σώματος ποιείται εις οικοδομήν Εαυτού εν αγάπη’’.

Συνεπώς, αυτός που προσβλέπει στην Εκκλησία, προσβλέπει κατ’ ευθείαν στο Χριστό, ο οποίος οικοδομεί και αυξάνει τον Εαυτό Του, δηλαδή το Σώμα Του, καθώς προστίθενται σ’ Αυτόν οι πιστοί, οι οποίοι σώζονται».

(Από την ‘’Μυστική Θεολογία’’ του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, σελ. 615- 619).

Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2013

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΙΗΜΕΡΟΥ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

ANASTASH
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

 Ιωάννη Ελ. Σιδηρά
Θεολόγου-Εκκλησιαστικού Ιστορικού-Νομικού

Ο θεοφόρος και θεόπνευστος πατέρας της εκκλησίας μας Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στην ομιλία του υπό τον τίτλο: ‘’Περί της τριημέρου προθεσμίας της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού’’ κάνει διαφόρους υπολογισμούς για να βεβαιώνει την τριήμερη παραμονή του Ιησού Χριστού στον Άδη, στα κατώτατα και καταχθόνια του κράτους του θανάτου, όπου τελετουργείται και μυσταγωγείται το μέγα μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους με τη νίκη επί του θανάτου εν Χριστώ Ιησού, τω Θεώ ημών.
Γράφει θεολογώντας ο της εκκλησίας μέγας θεολόγος Γρηγόριος ο Νύσσης: ‘’Αυτή την ημέρα χτίζεται και ο αληθινός άνθρωπος που έγινε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Βλέπεις ποιού κόσμου έγινε αρχή ‘’αυτή η ημέρα, που δημιούργησε ο Κύριος’’ για την οποία λέγει ο προφήτης ότι δεν είναι ‘’ούτε ημέρα όπως οι άλλες ημέρες, ούτε νύκτα όπως οι άλλες νύκτες’’….Αυτή κατήργησε την ωδίνη του θανάτου, αυτή έγινε η μαία του πρωτοτόκου από τους νεκρούς, αυτή την ημέρα συντρίφθηκαν οι σιδερένιες πύλες του θανάτου, αυτή την ημέρα τσακίστηκαν οι χάλκινοι μοχλοί του Άδου. Σήμερα ανοίγει το δεσμωτήριο του θανάτου, σήμερα κηρύσσεται η άφεση στους αιχμαλώτους, σήμερα οι τυφλοί ξαναβλέπουν, σήμερα αυτούς που κάθονται στο σκότος και τη σκιά του θανάτου τους επισκέπτεται η ουράνια ανατολή.
Θέλετε να μάθετε κάτι και για το διάστημα των τριών ημερών; Φτάνει να πω τόσο μόνα, ότι δηλαδή σε τόσο μικρό χρονικό μπόρεσε να φθάσει η παντοδύναμη σοφία στην καρδιά της γης και να καταμωράνει τον μεγάλο εκείνο νου που ζούσε εκεί (εννοεί τον διάβολο)…. Γι’ αυτό πηγαίνει ο Κύριος στην καρδιά της γης, που είναι η κατοικία του πονηρού εκείνου νου για να μωράνει τη σκέψη του, όπως λέγει η προφητεία, να συλλάβει τον σοφό πάνω στην πανουργία του και ν’ αντιστρέψει στο αντίθετο τα σοφά επιχειρήματά του. Επειδή δηλαδή ήταν αδύνατο να προσλάβει ο άρχοντας του σκότους καθαρή την παρουσία του φωτός αφού δεν είδε σ’ αυτό ίχνος σάρκας, γι’ αυτό μόλις είδε την θεοφόρο σάρκα και είδε και τα θαύματα που ενεργούσε με αυτή τη θεότητα, ήλπισε ότι, αν νικούσε τη σάρκα με το θάνατο, θα νικούσε και όλη τη δύναμή της. Και γι’ αυτό καταπίνοντας το δόλωμα της σάρκας, πιάστηκε στο αγκίστρι της θεότητος κι έτσι σύρθηκε ο δράκοντας με το αγκίστρι…
Ας ακούσουμε τώρα να μας λέγει η φωνή του προφήτη εκείνα που μελέτησε αυτή η καρδιά της γης ενάντια σε όλο το σύμπαν, όταν άνοιξε το στόμα κατά της σάρκας του Κυρίου… ‘’με τη δύναμη του χεριού μου θα χτυπήσω και με τη σοφία μου θα αφαιρέσω τα σύνορα των εθνών, θα τσακίσω τη δύναμή τους, θα συγκλονίσω πόλεις πολυάνθρωπες, θα βάλω στο χέρι όλη την οικουμένη όπως μια φωλιά και θα την αρπάξω σαν αυγά παρατημένα και κανένας δεν θα μου ξεφύγει ούτε θα αντισταθεί’’. Με τέτοια ελπίδα δέχεται αυτόν που από φιλανθρωπία επισκέφθηκε τους κάτω.
Γι’ αυτό κατεβαίνει η αληθινή σοφία στη μεγαλόστομη αυτή καρδιά της γης, για να εξαφανίσει από αυτήν τον μεγάλο στην κακία νου και να φωτιστεί το σκότος και να καταπιεί η ζωή το θνητό και το κακό να καταλήξει στην ανυπαρξία, αφού θα καταργηθεί ο έσχατος εχθρός που είναι ο θάνατος. Αυτά σου πρόσφερε, άνθρωπε, το χρονικό διάστημα των τριών ημερών.
Μήπως η χάρη βραδυπόρησε; Μήπως αυτό το αγαθό κατορθώθηκε σε πολύ μικρό διάστημα; Θέλεις να μάθεις το υπερβολικό  μέγεθος εκείνων που κατορθώθηκαν σε τόσο σύντομο χρόνο;…. Για τη συσσώρευση λοιπόν τόσης κακίας που μαζεύτηκε από καταβολής κόσμου ως την οικονομία του πάθους του Κυρίου και που τη διασκόρπισε μέσα σε τρεις ημέρες, αυτό είναι μικρή απόδειξη της υπερβολικής δυνάμεώς του ή μήπως ισχυρότερη από όλες τις θαυματουργίες της Ιεράς ιστορίας;… η εξαφάνιση τόσης κακίας από μέρους του Κυρίου χωρίς καμία δυσκολία είναι μεγαλύτερη απόδειξη για την υπερβολική δύναμή του. Δε χρειάσθηκε κατακλυσμών τεραστίων όγκων νερού από τους καταρράκτες του ουρανού να πέσει στη γη, ούτε άβυσσοι να ξεχειλίζουν τα όρια τους και με τα πέλαγα να κατασκεπάζουν τη στεριά, ούτε όλη η οικουμένη, σαν καράβι να βουλιάξει αύτανδρη και να πάει στο βυθό, ούτε βουνά να καταποντίζονται και βουνοκορφές να πάνε κάτω από τη θάλασσα, ούτε όμοια με τα Σόδομα οι πύρινες βροχές να καθαρίσουν τη διαφθορά με τη φλόγα τους, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο. Αλλά μία απλή και ακατανόητη επίσκεψη, μία μοναδική παρουσία της ζωής και του φωτός στους καθισμένους στο σκότος και τη σκιά του θανάτου προκάλεσε πλήρη έκλειψη και αφανισμό τόσο του σκότους όσο και του θανάτου.
Να πω και κάτι άλλο κοντά σε όσα έχω πει; Φύτρωσε το κακό μέσα στο φίδι, ηττήθηκε η γυναίκα από τον πειρασμό του φιδιού κι έπειτα ηττήθηκε και ο άνδρας από τη γυναίκα. Το κακό γεννήθηκε από τρεις. Πού αποβλέπει η υπόμνηση αυτή; Μπορούμε με τη σειρά που ακολούθησε το κακό να εννοήσουμε κάποια σειρά στο αγαθό. Βλέπω ότι είναι τρεις οι υποδοχές του κακού. Πρώτη είναι εκείνη στην οποία έλαβε τη σύστασή του, δεύτερη εκείνη στην οποία μεταφέρθηκε και Τρίτη εκείνη στην οποία προχώρησε στη συνέχεια. Επειδή λοιπόν στα τρία αυτά πλημμύρισε η κακία, εννοώ τη διαβολική φύση, το γένος των γυναικών και το σύνολο των ανδρών, γι’ αυτό ακριβώς στη συνέχεια η νόσος εξαφανίζεται σε τρεις ημέρες, για κάθε γένος δηλαδή εκείνων που αρρώστησαν από κακία αποκληρώθηκε για τη θεραπεία του μία ημέρα. Σε μία ημέρα απαλλάσσονται από τη νόσο τους οι άνδρες, τη δεύτερη μέρα θεραπεύεται το γένος των γυναικών και την τελευταία καταλύεται ο έσχατος εχθρός, ο θάνατος, και συναφανίζονται μαζί με τον αρχηγό τους οι αρχές και οι εξουσίες και οι τάξεις των αντιπάλων μας δυνάμεων που έχει κοντά του….
Πότε λοιπόν έγινε; ‘’Οψέ Σαββάτων’’ (αργά το Σάββατο) φωνάζει ο Ματθαίος. Αυτή είναι η ώρα της Ανάστασης με τη σαφήνεια του Ευαγγελίου, αυτό είναι το όριο της παραμονής του Κυρίου στα βάθη. Ενώ δηλαδή ήταν πια προχωρημένο πολύ το βράδυ 9και το βράδυ ήταν αρχή της νύκτας εκείνης που τη διαδέχεται η ημέρα της πρώτης του Σαββάτου) τότε γίνεται ο σεισμός, τότε ο άγγελος εκείνος που άστραφταν τα φορέματα του κυλά την πλάκα του μνημείου του. Οι γυναίκες όμως που σηκώθηκαν αυγή αυγή ενώ έφεγγε πια το φως της ημέρας, ώστε να φαίνεται στον ορίζοντα και κάποιο προμήνυμα από το φως του ήλιου στην ανατολή, ιστορούν τότε την ανάσταση που είχε γίνει, που είχαν βέβαια διαπιστώσει το θαύμα, δεν τους είπαν όμως για την ώρα. Ότι είχε αναστηθεί τους το είχε πει ο άγγελος, στην πληροφορία του όμως δεν πρόσθετε το πότε. Αλλά ο μεγάλος Ματθαίος μόνος απ’ όλους τους Ευαγγελιστές δήλωσε με ακρίβεια την ώρα, λέγοντας ότι η ώρα της Ανάστασης έγινε το βράδυ του Σαββάτου. 
Αλλά ο λόγος δεν άγγιξε ακόμα το κορυφαίο σημείο. Γιατί είναι φυσικό να ζητούν οι φιλομαθέστεροι πώς τον ίδιο καιρό ο Κύριος παραδίνει τον εαυτό του σε τρία, δηλαδή και στην καρδιά της γης και στον παράδεισο μαζί με τον ληστή και στα πατρικά χέρια…ούτε βέβαια στα υποχθόνια μπορεί να τοποθετήσει κάποιος τον Παράδεισο, ούτε τα υποχθόνια στον Παράδεισο, ώστε με τα δύο να εννοείται το ίδιο πράγμα ή αυτά τα δύο να λέγονται χέρια του Πατέρα…. Γιατί, αυτός που βρίσκεται παντού με τη θεϊκή δύναμη του, και σε κάθε σημείο είναι παρών και από πουθενά δε λείπει.
Πώς ο Κύριος βρίσκεται ταυτόχρονα και στον Άδη και στον Παράδεισο; Στο ζήτημα αυτό μια λύση είναι ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο για το Θεό μέσα στον οποίο βρίσκονται τα πάντα, και μία Δευτέρα λύση, στην οποία τώρα τείνει ο λόγος, είναι αυτή. Αφού ο Θεός μεταστοιχείωσε με την ανάκραση με τον εαυτό του όλο τον άνθρωπο και του έδωσε θεία φύση, στον καιρό της ‘’οικονομίας του πάθους’’ δεν αποχωρίστηκε από το άλλο στοιχείο αυτό που είχε μία φορά αναμιχθεί, αλλά η θεότητα έδειξε ότι η ίδια παρέμεινε και στα δύο. Με το σώμα, το οποίο δε δέχτηκε τη φθορά από το θάνατο, κατάργησε αυτόν που είχε τη δύναμη του θανάτου, ενώ με την ψυχή άνοιξε στο ληστή το δρόμο για την είσοδό του στον παράδεισο. Και τα δύο αυτά πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Και με τα δύο η θεότητα πραγματώνει το αγαθό, με την αφθαρσία δηλαδή του σώματος την κατάλυση του θανάτου και με την ψυχή που επείγεται προς την εστία της, την επάνοδο των ανθρώπων στον παράδεισο… Γιατί με την ενότητα της θείας φύσεως που βρίσκεται εξίσου και στα δύο, στο σώμα και την ψυχή, αυτά που χωρίστηκαν συνάπτονται πάλι. Και έτσι ο θάνατος γίνεται από τη διαίρεση των ενωμένων, ενώ η ανάσταση από τη ένωση αυτών που έχουν διαιρεθεί….
Αλλά τώρα που ομιλώ αισθάνομαι να καταφωτίζεται η φωτεινή στολή του αγγέλου που κλονίζει ηδονικά την καρδιά μου ο γλυκύς εκείνος σεισμός που κυλάει από το ανθρώπινο μνήμα τη βαριά πλάκα με την οποία ανοίγει πάλι η πόρτα της Αναστάσεως.
Ας σπεύσουμε και εμείς για να δούμε το παράδοξο θέαμα, μήπως φθάσουμε μετά τις γυναίκες (μυροφόρες). Ας ευωδιάσουν και τα δικά μας χέρια τα αρώματα, η πίστη και η συνείδηση. Αυτή είναι η ευωδία του Χριστού. Ας μη αναζητήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς αυτόν που ζει. Ο Κύριος απωθεί όποιον Τον αναζητεί μ’ αυτόν τον τρόπο…. Πόσο καλή και ελπιδοφόρα αγγελία. Αυτός που για χάρη μας έγινε άνθρωπος σαν εμάς, ώστε με το να γίνει συγγενής μας να μας κάνει αδελφούς του. Προσφέρει την ανθρώπινη υπόστασή του στον αληθινό Πατέρα του για να προσελκύσει με τον εαυτό του όλους τους συγγενείς.
Έτσι με το να οδηγηθούν πάλι στον ζώντα και αληθινό Θεό να μην έχουν καμία πια κατηγορία όσοι είχαν υποδουλωθεί στους ανύπαρκτους θεούς και να μην εκβληθούν ούτε ν’ αποκηρυχθούν από την πατρική κληρονομιά όσοι με την υιοθεσία ακολούθησαν τον Υιό, αυτόν που έκανε σαρκικά τον εαυτό του πρωτότοκο της αγαθής δημιουργίας ανάμεσα σε πολλούς αδελφούς και ανέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση που έγινε μέτοχός της με τη σάρκα που αναμίχθηκε μ’ αυτόν…
Ας σηκωθούμε λοιπόν κι εμείς από το ψάρεμα των λόγων κι ας τρέξουμε τώρα στον άρτο, που τον καταγλυκαίνει η κηρήθρα της αγαθής ελπίδας στον Ιησού Χριστό, τον Κύριο μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων.

Κυριακή, Ιουνίου 02, 2013

Η επιθυμία του ουρανού

Αλλά για να μην κουράζεται μάταια ο νους, με το να απλώνεται στο άπειρο, θα σταματήσουμε να περιεργαζόμαστε τη φύση των υπερκειμένων αγαθών, γιατί είναι αδύνατο να την κατανοήσουμε. Από όσα εξετάσαμε, σχηματίσαμε κάποια έννοια του μεγέθους τους, και τόσο μόνο κερδίσαμε όσο να μην μπορέσουμε μ’ αυτό να κατανοήσουμε αυτό πού ζητάμε. Και όσο ανώτερο από τη γνώση μας πιστεύουμε πως είναι κατά τη φύση του το αγαθό, τόσο περισσότερο επαυξάνουμε το πένθος μας γι’ αυτά, επειδή το αγαθό, από το οποίο έχουμε χωρισθεί, είναι τέτοιο και τόσο μεγάλο ώστε να μην μπορούμε να βαστάξουμε ούτε τη γνώση του. Και όμως κάποτε οι άνθρωποι βρισκόμαστε σε τέτοια κοινωνία με τον Θεό, που ξεπερνάει κάθε δύναμη ικανή, για να καταλαβαίνει. Και τόσο βαθιά μέσα στη φύση μας βρισκόταν το αγαθό εκείνο, που είναι πάνω από κάθε έννοια, ώστε διαμορφωμένος σύμφωνα με την πρωτότυπη εικόνα, από την πανομοιότυπη εξομοίωση να φαίνεται πως είναι άλλος άνθρωπος. Γιατί όσα σκεπτόμαστε τώρα με τον νου για το αγαθό, όλα αυτά υπήρχαν και στον άνθρωπο. Είχε δηλαδή ο άνθρωπος και την αφθαρσία και τη μακαριότητα και την αυτοκυριαρχία και την ελευθερία. Δεν είχε τη λύπη και τις φροντίδες της ζωής. Βρισκόταν πιο κοντά στον Θεό, και με την καθαρή και ελεύθερη από κάθε προπέτασμα διάνοια έβλεπε το αγαθό. Όλα αυτά υπαινίσσεται σε μας ο λόγος της δημιουργίας του κόσμου με λίγα λόγια, όταν λέγει ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα του Θεού, και ότι ζούσε στον Παράδεισο και απολάμβανε τα εκεί φυτευμένα δένδρα. Των δένδρων δε εκείνων καρπός ήταν η ζωή και η γνώση και τα παρόμοια.
ag-Grigorios-Nyssis
Αν υπήρχαν σε μας αυτά, πώς είναι δυνατόν να μη θρηνήσεις για τη συμφορά, όταν παραβάλλεις και συγκρίνεις την τότε μακαριότητα με τη σημερινή αθλιότητα; Αυτός που ήταν υψηλός, ταπεινώθηκε. Αυτός που πλάσθηκε σύμφωνα με την εικόνα του επουρανίου, έγινε χώμα. Ο προορισμένος να βασιλεύει, έγινε δούλος. Ο δημιουργημένος αθάνατος, καταστράφηκε από τον θάνατο. Αυτός που απολάμβανε την τρυφή του Παραδείσου, μεταφέρθηκε σε τούτο το νοσηρό και κουραστικό μέρος. Τη συντροφιά της απάθειας την αντάλλαξε με τούτη την κουραστική και θνητή ζωή. Ο ελεύθερος και αυτόνομος έχει τώρα κυριευτεί από τέτοια και τόσα κακά, ώστε να μην είναι εύκολη ούτε η απαρίθμηση των τυράννων μας. Γιατί καθένα από τα πάθη, που έχουμε μέσα μας, όταν επικρατήσει, εξουσιάζει αυτόν που υποδουλώθηκε. Και όπως ένας τύραννος, άμα καταλάβει την ακρόπολη της ψυχής, κακοποιεί τους υπηκόους με τους ίδιους τους υποδουλωμένους, χρησιμοποιώντας καταχρηστικά ως υπηρέτες τους λογισμούς μας προς το συμφέρον του· έτσι ο θυμός, έτσι ο φόβος, η δειλία, η θρασύτητα, το πάθος της λύπης και της χαράς, το μίσος, η φιλονικία, η ασπλαχνία, η σκληρότητα, ο φθόνος, η κολακεία, η μνησικακία, η απονιά και όλα τα πάθη, που από την αντίθεσή τους προς εμάς εννοούνται, είναι μια απλή απαρίθμηση μερικών τυράννων και εξουσιαστών, που υποτάσσουν στην εξουσία τους την ψυχή σαν αιχμάλωτη. Αν θελήσει κανείς να σκεφθεί και τις σωματικές συμφορές, που έχουν συμπλεχθεί και στριφογυρίζουν με τη φύση μας, εννοώ τις ποικίλες και παντοειδείς μορφές των ασθενειών, από τις οποίες αρχικά δεν είχε πείρα ο άνθρωπος, θα πλεονάσει πολύ περισσότερο το δάκρυ, βλέποντας παράλληλα τα λυπηρά και τα αγαθά και συγκρίνοντας τα κακά με τα καλύτερα.
Τούτο, λοιπόν, φαίνεται να διδάσκει με τρόπο μυστικό ο Κύριος, όταν μακαρίζει το πένθος, το να προσβλέπει δηλαδή η ψυχή προς το αληθινά αγαθό και να μην καταποντίζεται μέσα στην πραγματική ψευτιά της ζωής. Γιατί δεν είναι δυνατόν ούτε να ζήσει χωρίς δάκρυα όποιος εξετάζει με προσοχή τα πράγματα, ούτε να νομίζει, όποιος έχει απορροφηθεί από τις ηδονές του βίου, πως είναι βυθισμένη στα λυπηρά, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε αυτό στα άλογα ζώα. Γι’ αυτά είναι άθλια η σωματική τους κατασκευή. Γιατί τί είναι αθλιότερο από τη στέρηση του λόγου; Αυτά δεν έχουν καμιά αίσθηση της συμφοράς τους, αλλά η ζωή τους κυλάει με κάποια ηδονή. Ο ίππος π.χ. χλιμιντρίζει περήφανα και ο ταύρος διασκορπίζει τη σκόνη με τα πόδια του, το γουρούνι σηκώνει το τρίχωμα της ράχης, τα σκυλιά παίζουν, τα μοσχάρια πηδούν εδώ και εκεί. Είναι δυνατόν να δεις σε καθένα από τα ζώα, να δείχνει την ηδονή μέσα από μερικά σημάδια. Σ’ αυτά τα ζώα, αν υπήρχε η κατανόηση της αξίας του λόγου, δεν θα περνούσαν την άλαλη και άθλια ζωή τους μέσα στην ηδονή. Το ίδιο συμβαίνει και μι εκείνους τους ανθρώπους, που δεν έχουν καμιά επίγνωση των αγαθών, τα οποία έχει αποστερηθεί η φύση μας. Γι’ αυτούς η διασκέδαση της παρούσας ζωής βρίσκεται στην ηδονή.
Το αληθινό κάλλος.
Ποιός λόγος μπορεί να περιγράφει πόση είναι η ζημιά από την αποτυχία της προσπάθειας για την απόκτηση του αγαθού; Τί περισσότερο να σκεφτείς με τον νου; Πώς να φανερώσεις και να περιγράψεις το άρρητο με το λόγο και το ακατάληπτο με τον νου; Αν όμως έχει κανείς καθαρίσει τόσο καλά το μάτι του νου, ώστε να μπορεί να βλέπει κάπως αυτό που ο Κύριος υπόσχεται στους Μακαρισμούς, θα περιφρονήσει κάθε ανθρώπινο λόγο, επειδή αδυνατεί να εκφράσει αυτό που σκέφθηκε. Αλλά αν παραμένει κανείς δεμένος ακόμη με τα σωματικά πάθη και σαν από κάποια ασθένεια έχει κλειστά τα μάτια της ψυχής εξαιτίας της εμπάθειας, αποβαίνει και για τον λόγο αυτόν ανώφελη όλη η ρητορική δύναμη. Γιατί για τους αναίσθητους είναι το ίδιο, είτε μειώνεις είτε υπερτονίζεις διά των λόγων τα θαύματα, όπως συμβαίνει και με την ηλιακή ακτίνα για τον εκ γενετής τυφλό, για τον οποίο είναι περιττή και ανώφελη η περιγραφή του φωτός με λόγια· γιατί δεν είναι δυνατό με την ακοή να φωτίσει η λάμψη της ακτίνας. Κατά παρόμοιο τρόπο χρειάζεται στον καθένα να έχει ειδικά μάτια προκειμένου περί του πνευματικού και αληθινού φωτός, για να ιδεί εκείνο το κάλλος. Αυτό, εκείνος που το είδε κατά θεϊκή παραχώρηση και με τρόπον ανερμήνευτο, κρατάει στο βάθος της συνείδησης την έκπληξη. Εκείνος όμως που δεν το είδε, δεν θα μπορέσει να γνωρίσει τη ζημιά αυτών που στερήθηκε.
Πώς να του περιγράψει κανείς το αγαθό που του διαφεύγει; Πώς να του δείξει κανείς το ανέκφραστο; Δεν γνωρίζουμε λέξεις ιδιαίτερες που να αποδίδουν εκείνο το κάλλος. Δεν υπάρχει μεταξύ των όντων κανένα υπόδειγμα αυτού το όποιο ζητάμε. Αλλά ούτε με τη σύγκριση είναι δυνατό να προσδιοριστεί αυτό. Ποιός συγκρίνει με τον μικρό σπινθήρα τον ήλιο; Ή ποιός παραβάλλει τη μικρή σταγόνα με τους απέραντους ωκεανούς; Γιατί η αναλογία που υπάρχει μεταξύ της μικρής σταγόνας και των τεράστιων υδάτινων όγκων των αβύσσων και της μικρής σπιθούλας με τη μεγάλη ηλιακή ακτίνα, η ίδια διατηρείται και για όλα εκείνα τα οποία θαυμάζουν οι άνθρωποι ως καλά σε σχέση με εκείνη την ωραιότητα, η οποία εννοείται γύρω από το πρώτο αγαθό και το πέρα και πάνω από κάθε αγαθό.
Με ποιόν τρόπο, λοιπόν, θα παραστήσει κανείς το μέγεθος της ζημιάς σ’ αυτόν που υπέστη αυτή τη ζημιά; Νομίζω ότι ο Δαβίδ με τρόπο καλό εκφράζει αυτή την αδυναμία. Επειδή κάποτε ανυψώθηκε διά του νου με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος και, ωσάν να υπερέβη ο ίδιος τον εαυτό του, είδε εκείνο το απερίγραπτο και ασύλληπτο κάλλος στην κατάσταση αυτής της μακάριας έκστασης· και είδε βέβαια όσο είναι δυνατό να ιδεί άνθρωπος, όταν απαλλαγεί από τα σωματικά προκαλύμματα και εισχωρήσει με τον νου μόνο στη θεωρία των νοητών και των ασωμάτων. Και επειδή λαχτάρησε να πει κάτι αντάξιο με αυτό που είδε, έβγαλε εκείνη την κραυγή, που όλοι επαναλαμβάνουν, λέγοντας ότι «κάθε άνθρωπος είναι ψεύστης» (Ψαλ. 115, 2). Αυτό δε, όπως εγώ το εξηγώ, σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος που με λόγια επιχειρεί να ερμηνεύσει το απερίγραπτο φως, είναι πραγματικά ψεύστης· όχι γιατί μισεί την αλήθεια, αλλά γιατί αδυνατεί να την περιγράψει. Επειδή την μεν ορατή ωραιότητα, όση εμφανίζεται εδώ κάτω γύρω από τη δική μας ζωή, είτε στα άψυχα σώματα είτε στα έμψυχα με κάποια χρώματα φανταχτερά, διαθέτουμε αρκετά δυνατή όραση και για να την θαυμάσουμε και για να την αποδεχθούμε και για να την γνωστο-ποιήσουμε και σε άλλον, ζωγραφίζοντας με την περιγραφή διά των λέξεων σαν σε εικόνα αυτήν την ωραιότητα με τον λόγο. Εκείνο όμως του οποίου το αρχέτυπο υπερβαίνει την κατανόηση, πως να το αποκαλύψει ο λόγος, όταν δεν βρίσκει τρόπο περιγραφής· αφού δεν μπορούμε να μιλήσουμε για χρώμα, ούτε για σχήμα, ούτε για μέγεθος, ούτε για αρμονία μορφής, και γενικά ούτε καμιάν άλλη παρόμοια φλυα¬ρία; Γιατί το άμορφο και ασχημάτιστο και ξένο από κάθε μεγεθυντικότητα και από όλα όσα εμφανίζονται γύρω από την ύλη και τις αισθήσεις, αυτό που στέκεται, μακριά, πώς μπορεί κανείς να το γνωρίσει διά μέσου αυτών τα οποία γίνονται αντιληπτά με την αίσθηση μόνο;
Αλλά αυτό δεν είναι λόγος να απελπιζόμαστε ότι θα μείνει ανικανοποίητη η επιθυμία μας, επειδή φαίνεται να ξεπερνάει την αντιληπτική μας δύναμη. Αντίθετα· όσο ανώτερο και μεγάλο αποδείχθηκε με την περιγραφή αυτό που επιθυμούμε, τόσο περισσότερο επιβάλλεται να ανυψώνουμε τον νου και να τον αναφέρουμε ανάλογα με το μέγεθος του ζητουμένου, ώστε να μη μείνουμε εντελώς αμέτοχοι της κοινωνίας του αγαθού. Γιατί είναι μεγάλος ο κίνδυνος να παύσουμε τελείως να το σκεπτόμαστε, για το λόγο ότι είναι πολύ υψηλό και απερίγραπτο, αφού δεν θα στηρίζουμε τη γνώση του σε κανένα από τα γνωστά.
(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Μυστική Θεολογία, επιλογή κειμένων, εκδ. Επέκταση σ.103-109. 145-151).

Παρασκευή, Μαΐου 17, 2013

Η παραβολή της χαμένης δραχμής (ερμηνεία αγ. Γρηγορίου Νύσσης)


«Τις γυνή έχουσα δέκα δραχμάς, εάν χάση δραχμήν μίαν, δεν ανάπτει λύχνον και σαρόνει την οικίαν και ζητεί επιμελώς, έως ότου εύρη αυτήν; και αφού εύρη, συγκαλεί τας φίλας και τας γείτονας, λέγουσα· Συγχάρητέ μοι, διότι εύρον την δραχμήν την οποίαν έχασα. Ούτω, σας λέγω, χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού διά ένα αμαρτωλόν μετανοούντα».
(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, ιε 8- 10).


[...] η αναζήτηση της χαμένης δραχμής να γίνεται στο δικό σου σπίτι, δηλαδή μέσα σου [...]
«Η εξομοίωση με τον Θεό δεν είναι δικό μας έργο ούτε κατόρθωμα της ανθρώπινης δύναμης. Είναι δώρο της γενναιοδωρίας του Θεού, ο οποίος ευθύς αμέσως μόλις εδημιούργησε τον άνθρωπο του χάρισε την ομοιότητα προς αυτόν.
Η δε ανθρώπινη προσπάθεια, τόσο μόνο συμβάλλει, όσο, για να καθαρίσει τον ρύπο της κακίας, που εκ των υστέρων εδημιούργησε για τον εαυτό του ο άνθρωπος και να αποκαλύψει το κρυμμένο στην ψυχή κάλλος. Αυτήν την αλήθεια νομίζω ότι και ο Κύριος διδάσκει στο Ευαγγέλιο, όταν, σ’ αυτούς που μπορούν να ακούν τη σοφία ομιλεί συμβολικά, λέγει ότι ‘’η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν’’ (Λουκάς, 17,21). Νομίζω ότι ο λόγος του Κυρίου φανερώνει με αυτό, ότι το αγαθό του Θεού δεν απέχει από τον άνθρωπο, ούτε έχει αποτραβηχτεί κάπου μακριά από αυτούς, οι οποίοι θέλουν να το αναζητούν, αλλά πάντοτε παραμένει μέσα στον καθένα, αγνοούμενο μεν και ξεχασμένο, όταν καταπλακώνεται από τις βιοτικές μέριμνες και απολαύσεις, και που ξαναβρίσκεται όμως, όταν ξαναφέρουμε τον νου μας σ’ αυτό.
Αν πρέπει και με άλλα λόγια του Κυρίου να επιβεβαιώσω τον λόγον αυτόν, νομίζω ότι αυτό μας τονίζει με την αναζήτηση της χαμένης δραχμής. 
Δηλαδή λέγει ότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τις άλλες αρετές, τις οποίες η παραβολή ονομάζει δραχμές, ακόμη και αν συμβεί να υπάρχουν όλες, αλλά απουσιάζει εκείνη η μια από την ψυχή, η οποία την στερείται. Γι’ αυτό κατά πρώτον μεν προστάζει να ανάπτουμε λυχνάρι, με το οποίο ασφαλώς υπονοεί τον λόγο του Θεού που φωτίζει τα σκοτεινά. Έπειτα δε η αναζήτηση της χαμένης δραχμής να γίνεται στο δικό σου σπίτι, δηλαδή μέσα σου. Και με την αναζητούμενη δραχμή υπαινίσσεται οπωσδήποτε τη βασιλική εικόνα, που δεν χάθηκε τελείως, αλλά καλύφθηκε κάτω από τον κόπρο. Νομίζω ότι ως κόπρο πρέπει να εννοούμε τη σαρκική βρωμιά, η οποία όταν σαρωθεί και καθαρισθεί καλά με μια ζωή προσεκτική και φροντισμένη, αποκαλύπτει το ζητούμενο».
(Απόσπασμα από την ‘’Μυστική Θεολογία’’ του αρχ. Π. Μπρούσαλη, ‘’Περί Παρθενίας’’, αγ. Γρηγορίου Νύσσης, σελ. 171- 175).

Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης για το ΔΝΤ, τα τράστ και τους τραπεζίτες



09ΙΑΝ

Ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης

Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Γεννήθηκε περί το 329 ή 330 μ.Χ. Ήταν υιός του Βασιλείου και της Εμμελείας. Ο πατέρας του καταγόταν από τον Πόντο και η μητέρα του από την Καππαδοκία.
Ο Γρηγόριος, μολονότι είχε χειροτονηθεί αναγνώστης, δεν σκεπτόταν να γίνει κληρικός, ούτε θεολόγος. Ο αδελφός του Βασίλειος, τον οποίο θεωρούσε πνευματικό πατέρα και δάσκαλό του, τον είλκυσε στην ιεροσύνη. Μετά την εκπαίδευσή του στη Νεοκαισάρεια φοίτησε στην Καισάρεια με σκοπό να γίνει συνήγορος και διδάσκαλος της ρητορικής, όπως ο πατέρας του και οι πρόγονοί του.
Σε ηλικία 40 ετών, το 371 ή 372 μ.Χ., παρακαλείται από τον αδελφό του Μέγα Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο τότε Καισαρείας,να δεχθεί την Επισκοπή Νύσσης. Η Νύσσα (σήμερα Νεμσεχίρ) ήταν ασήμαντη πόλη της Καππαδοκίας, επί της οδού που οδηγούσε από την Καισάρεια στην Άγκυρα. Ο Γρηγόριος δέχθηκε, από μεγάλο σεβασμό στον Άγιο Βασίλειο.
Οι Αρειανοί, όμως, του έφεραν μεγάλες ενοχλήσεις. Αντιλαμβανόμενοι, ότι στο πρόσωπό του η αίρεσή τους θα είχε σπουδαιότατο πολέμιο, σχεδίασαν να τον εξοντώσουν. Τον κατηγόρησαν λοιπόν, ότι εξελέγη Επίσκοπος αντικανονικά και σφετερίσθηκε χρήματα της Εκκλησίας. Τις κατηγορίες υπέβαλε κάποιος με το όνομα Φιλόχαρης, όργανο των Αρειανών, προς τον διοικητή του Πόντου Δημοσθένη, προς τον οποίο ο Μέγας Βασίλειος έγραψε και επιστολή. Για την κατηγορία της καταχρήσεως παρακάλεσε να γίνει ο έλεγχος για να δειχθεί η συκοφαντία, για την αντικανονική χειροτονία λέγει ότι η ευθύνη είναι δική του, διότι αυτός χειροτόνησε και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι σωστό να δικάσει επί της υποθέσεως αυτής σύνοδος Επισκόπων, των οποίων η εκκλησιαστική θέση δεν ήταν σε κανονική τάξη.Η επίκληση του Βασιλείου απέβη άκαρπη. Ο αυτοκράτορας Ουάλης ήθελε να αποφευχθεί το θέμα. Το 376 μ.Χ. ο Γρηγόριος καθαιρείται ερήμην από σύνοδο Αρειανών Επισκόπων του Πόντου και της Γαλατίας. Και ο Γρηγόριος, καταδιωκόμενος, αναγκαζόταν να πλανάται και να κρύβεται.
Η περιπέτεια έληξε τον Αύγουστο του έτους 378 μ.Χ., όταν απέθανε ο Ουάλης. Ο Γρηγόριος επανήλθε στη Νύσσα, όπου του επιφυλάχθηκε θριαμβευτική υποδοχή.
Κατά το φθινόπωρο του 379 μ.Χ. έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Αντιόχειας, η οποία συνήλθε ιδίως για την αίρεση του Απολλιναρίου. Ο Απολλινάριος, ερμηνεύοντας κατά γράμμα χωρίο της Αγίας Γραφής (κατά Ιωάννη α’ 14), υποστήριζε ότι ο Θεός Λόγος έγινε σάρκα, όχι σάρκα και ψυχή. Αρνήθηκε τον ανθρώπινο νου, την ανθρώπινη ψυχή και θέληση του Ιησού Χριστού ως στοιχεία διασπαστικά της ενότητός Του και αντίθετα προς την τελειότητά Του και αντικατέστησε τα στοιχεία αυτά με τη θεία επενέργεια. Δίδασκε, δηλαδή, στην ουσία, ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι τέλειος Θεός ούτε τέλειος άνθρωπος. Πολλοί νόμιζαν ότι ο Απολλινάριος δέχθηκε την επίδραση της πλατωνικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά το πιθανότερο είναι, καθώς πιστεύει ο Γρηγόριος Νύσσης, ότι αφετηρία στη χριστολογική του διδασκαλία είναι χωρίο επιστολής του Αποστόλου Παύλου (προς Θεσσαλονικείς Α’, ε’ 23). Στη Σύνοδο ο Άγιος ανασκεύασε τις κακόδοξες θεωρίες του Απολλιναρίου. Επίσης, η Σύνοδος του ανέθεσε αποστολή για την Εκκλησία της Βαβυλωνίας και με την ευκαιρία αυτή επισκέφθηκε και τους Αγίους Τόπους.
Το περιεχόμενο της πίστεως αποτελεί την παράδοση, η οποία μεταβιβάζεται «πατρόθεν» ως κλήρος κατά διαδοχή στους Αποστόλους διά των Πατέρων στις εκάστοτε νεότερες γενιές. Έτσι, ο Άγιος συμμετείχε, επίσης, στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συνήλθε το έτος 381 μ.Χ., στην Κωνσταντινούπολη επί Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395 μ.Χ.), για να ενισχύσει την Ορθόδοξη διδασκαλία κατά του Αρειανισμού και να αποφανθεί κατά των αιρετικών δοξασιών, τις οποίες δίδασκε ο Μακεδόνιος περί του Αγίου Πνεύματος. Στη Σύνοδο αυτή ο Γρηγόριος αναδείχθηκε υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, αφού κατατρόπωσε τους δυσσεβείς αιρετικούς με την δύναμη των λόγων του και με αγιογραφικές αποδείξεις. Στις συζητήσεις εκείνες ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης διακρίθηκε τόσο, ώστε αν ονομασθεί Πατήρ πατέρων και Νυσσαέων φωστήρ. Και ο Θεοδόσιος τον προσονόμασε στύλο της Ορθοδοξίας.Ο Άγιος Γρηγόριος τονίζει ιδιαίτερα την συνεργασία του Αγίου Πνεύματος στην προσωπική Πνευματική ζωή κάθε μέλους της Εκκλησίας. Η Πνευματική ζωή παρουσιάζεται στη διδασκαλία του ως συνεχή ανοδική πορεία του ανθρώπου προς την τελείωση και αυτή επιτυγχάνεται με τη συνεργία Θεού και ανθρώπου. Ο προσωπικός αγώνας του κάθε πιστού μαζί με τη Χάρη του Παρακλήτου αποτελούν τις δυο προϋποθεσεις για την πνευματική τελειότητα.
Ο αυτοκράτορας, ανταποκρινόμενος σε υπόδειξη της Συνόδου, όρισε διά νόμου, ότι έπρεπε να θεωρούνται αιρετικοί όσοι δεν ήσαν σε εκκλησιαστική κοινωνία με τον Άγιο Γρηγόριο. Περιελήφθησαν δε μαζί με τον Γρηγόριο ως κανονικοί και νόμιμοι Επίσκοποι και δύο άλλοι, ο Καισαρείας Ελλάδιος και ο Μελιτηνής Οτρήιος.
Το έτος 385 μ.Χ. έρχεται και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, για να εκφωνήσει τους επικήδειους λόγους του στη βασιλόπαιδα Πουλχερία και στη βασίλισσα Πλακίλλα, σύζυγο του αυτοκράτορα. Και πάλι αναγκάζεται να έλθει στην Κωνσταντινούπολη το 394 μ.Χ., προκειμένου να συμμετάσχει σε Σύνοδο που συγκροτήθηκε με αφορμή τη διαμάχη των Επισκόπων Βαγαδίου και Αγαπίου, οι οποίοι διεκδικούσαν και οι δύο Την Επισκοπή Βόστρων της Αραβίας.
Υπήρξε έξοχος ρήτορας, σοφός συγγραφέας ιερών συγγραφών και ζηλωτής της Ορθοδόξου Πίστεως. Ο Θεόδωρος Πρόδρομος δίδει σε ποίημά του μια ένδειξη περί των προσώπων τα οποία αποτελούν τον κορμό της κατηγορίας των Πατέρων, μεταξύ των οποίων αναφέρει και τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης :
«Τον Γρήγορον νουν, την Βασίλειον χάριν,
Το χρύσιον μέλημα του Χρυσοστόμου,
Το Γρηγορίου φθέγμα του Νυσσαέως,
Τον Μάξιμον, το θαύμα της ησυχίας»
«Ει  μη  πλήθος ην  τοκιστών ουκ αν ην το πλήθος των πενοομένων.Λύσον σου την φατρίαν , και πάντες έξομεν την αυτάρκειαν »
« Δρεπάνι του τοκιστή είναι η  δικαστική απαίτηση του χρέους, αλώνι το σπίτι του, όπου λιανίζει τις περιουσίες των αναγκεμένων ανθρώπων. Ολονών τ’ αγαθά τα βλέπει δικά του. Εύχεται στους ανθρώπους ανάγκες και συμφορές, για να τρέξουν υποχρεωτικά να δανειστούν απ΄αυτόν. Μισεί τους αυτάρκεις και όσους δεν έχουν δανειστεί απ’ αυτόν τους θεωρεί εχθρούς του. Συχνάζει στα δικαστήρια για ν’ ανακαλύψει κάποιον που τον πιέζουν οι δανειστές και ακολουθεί τους φοροεισπράκτορες, όπως τα κοράκια τους στρατούς που διεξάγουν πόλεμο( για να τρώνε τους σκοτωμένους). Κουβαλάει παντού το κομπόδεμα, και σαν δόλωμα το δείχνει σ’ εκείνους που τους πνίγει η  ανάγκη, ώστε, ανοίγοντας γι’ αυτό το στόμα, να καταπιούν μαζί μ’ αυτό και το αγκίστρι του τόκου. Καθημερινά μετράει τα κέρδη, μα η  δίψα του για χρήμα δε σβήνει. Στεναχωριέται για το χρυσάφι που έχει φυλαγμένο στο σπίτι, επειδή μένει αχρησιμοποίητο κι’ ανεκμετάλλευτο.
Πώς θα προσευχηθείς, λοιπόν, τοκογλύφε; Με τι συνείδηση θα ζητήσεις από τον Θεό κάποια ευεργεσία, συ που έμαθες όλο να παίρνεις και ποτέ να μην δίνεις; Ή μήπως σου διαφεύγει, ότι η προσευχή σου αποτελεί υπόμνηση της δικής σου απανθρωπιάς; Ποια συγχώρηση έδωσες και ζητάς συγγνώμη; Ποιον ελέησες κι’ επικαλείσαι τον Ελεήμονα; Αλλά κι’ αν ακόμη προσφέρεις ελεημοσύνη, ως προϊόν απάνθρωπης εκμετάλλευσης δεν θα είναι καρπός των συμφορών των άλλων, γεμάτη δάκρυα και στεναγμούς;
Αν γνώριζε ο φτωχός από πού προσφέρεις την ελεημοσύνη, δεν θα την δεχόταν, γιατί θα αισθανόταν σα να έμελλε να γευτεί σάρκες αδελφικές και αίμα συγγενών του. Θα σου πετούσε δε κατάμουτρα τούτα τα λόγια τα γεμάτα θάρρος και φρονιμάδα: μη με θρέψεις, άνθρωπε, από τα δάκρυα των αδελφών μου. Μη δώσεις στο φτωχό ψωμί βγαλμένο από τους στεναγμούς των άλλων φτωχών. Μοίρασε στους συνανθρώπους σου όσα με αδικίες μάζεψες και τότε θα παραδεχθώ την ευεργεσία σου. Ποιό το όφελος, αν δημιουργείς πολλούς φτωχούς (με την εκμετάλλευση) κι ανακουφίζεις ένα (με την ελεημοσύνη); Αν δεν υπήρχε το πλήθος των τοκογλύφων ( των εκμεταλλευτών γενικά), δεν θα υπήρχε ούτε η στρατιά των πεινασμένων. Ας διαλυθούν τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα και όλοι θ’ αποκτήσουμε την οικονομική μας αυτάρκεια».
( ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ( 4ος αι.) “Κατά τοκιζόντων”
 
ΠΗΓΕΣ.ΦΛΟΓΑ ΚΥΡΙΟΥ-ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ

Ο θάνατος τών νηπίων και η σωτηρία τους-Γιατί ο Θεός το επιτρέπει;-Του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.



09ΙΑΝ

croos-cross-88888

Πολλοί αναρωτιούνται για το λόγο που ο Θεός επιτρέπει το θάνατο νηπίων, καθώς είναι τόσο αθώα για να υποστούν κάτι τέτοιο τόσο πρόωρα! Και τέτοιες απορίες είναι λογικές όταν έχουμε προσηλωμένο το βλέμμα μας στον παρόντα αιώνα ΜΟΝΟ. Αν όμως πάψουμε να βλέπουμε τα πράγματα τόσο υλιστικά, και αναλογιστούμε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά ένα μόνο στάδιο στην αιώνια πορεία τών αθανάτων ψυχών μας, όλες σχεδόν οι απορίες λύνονται…
Τα παρακάτω, αποτελούν απόσπασμα από το βιβλίο: «Η Ζωή μετά τον Θάνατο» του Σεβ. Ι. Βλάχου, σελ. 101 – 116.
Το θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης και όπως θα το παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με τον θάνατο και τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ’ ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας των Πατέρων για τον χωρισμό τής ψυχής από το σώμα, αφετέρου δε, θα τονιστούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές που μας απασχολούν.
Η μικρή πραγματεία του  αγίου Γρηγορίου Νύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για  τα  νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα από την ζωή, πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν για  τον Κυβερνήτη τής Καππαδοκίας Ιέριο, o όποιος έθεσε το ερώτημα «τι χρη γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ’ ων μικρού δειν η γένεσις τω θανάτω συναπτεται». Ο Ιέριος ρωτούσε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τι πρέπει  να  γνωρίζουμε για  όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή, στους οποίους συνάπτεται o θάνατος με την γέννηση τους [Βλ. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 8 ΕΠΕ, σελ. 438 και έξης].
Αρχίζοντας o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης την διαπραγμάτευση  αυτού  του θέματος, βρίσκει την ευκαιρία  να  επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, που τον αποκαλεί «άριστο» και «τιμία κεφαλή». Πέραν  από  του  να  είναι εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται  από  την εισαγωγή του έργου ότι o Κυβερνήτης της Καππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και χαρίσματα, αφού διακρινόταν για  την αδιαφορία του προς την υλική περιουσία, αλλά και για  το ενδιαφέρον του για  τις ψυχές των ανθρώπων, που τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Δηλαδή, και αγαπούσε τον λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για  ιδιοτέλεια.
Επίσης,  από  την εισαγωγή του  κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο που συνέγραψε την πραγματεία αυτή o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού μένει έξω  από  το στάδιο των αγωνισμάτων. Όμως δηλώνει ότι θα εντείνει την προσοχή του για να  ανταποκριθεί στην παράκληση του Κυβερνήτη.
Ο Ιέριος μαζί με όλα τα  άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα  να ζητά  να  πληροφορηθεί για  τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα  γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις εισέρχεται στην ζωή.
Το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. o Άγιος Γρηγόριος το θέτει πάρα πολύ ωραία. O άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή, ανάπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα  να  ζει από κάποια ασθένεια. Μαζί με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η “ψυχή του νηπίου θα κριθεί  από  τον Κριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή, δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο πυρ. Και αυτός o προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί όπου δεν υπάρχει δόση, δεν υπάρχει και αντίδοση. Επομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη και προαίρεση, γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος  να  κερδίσουν αυτό που ελπίζουμε. Αν παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην Βασιλεία του  Θεού, τότε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν στην ζωή τους. Με ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς  να  μη ζει πολύ.
Μετά την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του  προβληματισμού προχωρεί διεξοδικά στην απάντηση. Βέβαια, από  την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα  μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του Θεού, γι’ αυτό αναφωνεί με τον Απόστολο: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!  Ως ανεξερεύνητα τα  κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού.  Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου;» (Α’ Κορ. 2/β΄ 1, 15). Ωστόσο όμως προχωρεί στην διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Χάρη που φωτίζει όσους την έχουν. Χωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του  θέματος με μία λογική σειρά.
Το πρώτο που λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται  από  τον Θεό. Άλλωστε, όλα τα  όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Θεό και όχι στον εαυτό τους. Η άκτιστη φύση, που ανήκει στον Θεό, υπερβαίνει κάθε έννοια διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε ορισμό. Αντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται και μειώνεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται  από  ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Η νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός o χώρος είναι o πιο κατάλληλος γι’; αυτήν την ασώματη φύση. Εδώ o Άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για  το σώμα των αγγέλων, που το ονομάζει «ουράνιο σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση είναι λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. “Αντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι ανάλογη με την νοερά. Γι’ αυτό o Θεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και αποκληρωμένη  από  την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο, ώστε  να  ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Με άλλα λόγια, o άνθρωπος είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται  από  νοερό και αισθητό.
Το δεύτερο είναι ότι η δημιουργία του  ανθρώπου αποβλέπει στο να  δοξάζεται o Θεός μέσα σε όλη την κτίση, διά της νοεράς φύσεως. Όπως το σώμα συντηρείται στην ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και μία νοητή ζωή διά της οποίας συντηρείται η φύση μας. Όπως η είσοδος και η έξοδος της τροφής  από  το σώμα αφήνει μία δύναμη σε αυτό, έτσι και στο  νοερό δίνει ζωή η μετουσία του  όντως όντος.
Επομένως, η κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του  Θεού. Για  κάθε πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Το κατάλληλο όργανο για την απόλαυση του φωτός είναι o οφθαλμός του  ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο άλλο μέλος του  ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του Θεού γίνεται με το νοερό του  ανθρώπου. Η ζωή, λοιπόν, είναι μετουσία και μέθεξη του Θεού. Και, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του Θεού,στον βαθμό που την χωρεί η ψυχή. Η άγνοια, βέβαια, του Θεού συνιστά την μη μετουσία του Θεού.
Η απομάκρυνση  από  την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του  ανθρώπου o Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του  κακού. Κακό είναι  να  απομακρυνθεί κανείς από τον Θεό και να  μην έχει κοινωνία μαζί Του, ενώ αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να  επανέλθει πάλι στην ζωή και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία του  νοερού της ψυχής, και, φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο τού ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας.
Εκείνο που σημειώνει εδώ o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον Θεό είναι το νοερό της ψυχής. Δι’ αυτού μετέχει του Θεού και αποκτά την γνώση Του, πού είναι ζωή για  τον άνθρωπο. Επειδή, όμως, η πτώση είναι αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την νέκρωση, γι’ αυτό απαιτείται θεραπεία του  νοερού τής ψυχής, ώστε να δει το Φως και να αποκτήσει μέθεξη Θεού.
Η ανθρώπινη φύση πλάσθηκε από τον Θεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς αυτήν φέρεται. Αυτός είναι, άλλωστε, o σκοπός τής δημιουργίας του  ανθρώπου,  να  ενωθεί με τον Θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής τής ζωής και η εκπλήρωση του  σκοπού του  ανθρώπου, που είναι η θέωση, δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη μετουσία του  Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια τής ψυχής του ανθρώπου και όλης του τής υπάρξεως.
Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οφθαλμών. Η δυνατότητα των οφθαλμών να  βλέπουν δεν είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού. Καθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην όραση δεν είναι καταδίκη και καρπός τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Γι’ αυτόν τον λόγο η μακαρία ζωή είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα  τής ψυχής αισθητήρια». Όσοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του  Θεού, δεν μετέχουν του  Θεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική κατάσταση τής ασθενείας του νοερού τής ψυχής.
Το τρίτο σημείο πού συνδέεται με τα  προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Και, φυσικά, αυτή η απόλαυση, κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Η απόλαυση αυτής τής ζωής δεν είναι θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση τής υγείας τής ψυχής. Αυτό λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθεί ή σε ποιους χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην ζωή του. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής καταστάσεως τής υγείας ή τής ασθενείας τής ανθρώπινης φύσεως.
Αυτό μπορεί  να  κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Αν υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και o ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη, έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ o άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμιά συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε o πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απολαύσει το φως του, ενώ o δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του.
Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι ή απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. Ο ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, που είναι ή ακαθαρσία του  διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή. Ο άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται  από  το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής που είναι η κοινωνία με τον Θεό.
Εάν αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του  ανθρώπου, o οποίος ανάλογα με τον τρόπο τής ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά τον οφθαλμό τής ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο  νήπιο γίνεται κάπως διαφορετικά. Αφού δεν δέ­χθηκε  από  την αρχή την νόσο και δεν χρειάζεται να καθαρθεί και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι’ αυτό, καθώς είναι άπειρο στο  κακό, δεν εμποδίζεται  από  καμιά ψυχική ασθένεια  να  απολαύσει την μετουσία του Φωτός.
Ή διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μάς δίνει την ευκαιρία  να  υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του  ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι ακάθαρτη, αλλά καθαρή. Ο άνθρωπος  από  την γέννησή του βιώνει τον φωτισμό τού νοός. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα  νήπια ακόμη μπορούν να  έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις της ηλικίας τους. Ο άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό του νοός. Έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα  όποια προσεύχονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά, έχοντας εστραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο, σημαίνει ότι βλέπουν τον άγγελό τους. Αυτό πού γίνεται στην ζωή των αγίων, στους οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται στα μικρά παιδιά.
Γι’ αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει ή δυτική θεολογία, ότι o άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι o άνθρωπος με την γέννηση του έχει καθαρό νου, o νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά φύσιν. Η κληρονόμηση του  προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη ενότητα, έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την θνητότητα, η οποία με την πάροδο του  χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το παιδί και αναπτύσσονται τα  πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής. Πραγματικά, τα  αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτοτητα και την θνητότητα, και o σκοτασμός του  περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό της ψυχής των παιδιών.
Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο Βάπτισμα. Δηλαδή, αφού τα  νήπια έχουν καθαρό νου, o οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε; Ή απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι διά τού αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε  από  την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του  Χριστού, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα  να  νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε την βάπτιση των νηπίων. Τα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, μέλη του  Σώματος του Χριστού, ώστε  να  υπερβούν τον θάνατο, να  νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Καθώς, δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται o νους τους  από  τα  πάθη και τον σκοτασμό του  περιβάλλοντος,  να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν τον θάνατο εν Χριστώ, να  υπερβούν τα  πάθη και  να  καθαρίσουν εκ νέου το νοερό της ψυχής.
Αν έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία, με την προετοιμασία για το Βάπτισμα, καθαρίζεται η καρδιά  από  τα  πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Χρίσμα τον φωτισμό του νοός. Πέρα  από  αυτά, με το άγιο Βάπτισμα εντάσσονται στην Εκκλησία και αποκτούν την δυνατότητα, ενωμένοι με τον Χριστό και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων,  να  νικήσουν τον θάνατο και  να  φθάσουν στην θέωση. Ο βαθύτερος σκοπός του  βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους ενήλικες, είναι  να  φθάσουν στην θέωση, που επιτυγχάνεται μόνον εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία.
Επειδή αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι’ αυτό θα μού επιτραπεί να  αναφέρω τον λόγο του  αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των τής ψυχής ομμάτων προς την του  φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον τής εκ του  καθαρθήναι υγιείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». Ο νους του  νηπίου είναι καθαρός, δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για  την υγεία και την φυσική κατάσταση, και γι’ αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του  Θείου Φωτός.
Πάντοτε o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα  από  την παρούσα ζωή για   να  εξηγήσει την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι υπάρχει  μια αναλογία μεταξύ τού  τρόπου τής παρούσης ζωής και του  τρόπου τής μελλούσης. Όπως τα νήπια καταρχάς θηλάζουν και τρέφονται με το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια  τροφή διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Μετέχει τής ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Αυτό το λέγει o Απόστολος Παύλος, o οποίος στην αρχή πότιζε τους Κορινθίους με γάλα, έπειτα  σε  όσους συμπλήρωσαν το μέτρο τής νοητής ηλικίας, έδινε στερεά τροφή.
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί τον καθένα. Ο άνδρας ευχαριστείται  από τις επιχειρήσεις που κάνει, από την κοινή αναγνώριση, από τα  δώρα και τις τιμές των άλλων, από  την οικογενειακή ζωή,  από  τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π. ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά τής παραμάνας, το ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο.
Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέσει με τα  πνευματικά αγαθά. Όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές, κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την έξη πού απέκτησαν  από  αυτήν την ζωή. Η ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη  από την θεωρία του όντος.
Έτσι τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της θείας γνώσεως, του Θείου Φωτός, δυναμούμενα από την θεωρία τού Θεού, από την Θεία Του Χάρη, Και, φυσικά, με την θεωρία τού Θεού θα προχωρούν προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, o Θεός εμφανίζεται  σε  όλους «τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται».
Η σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται προς το αγαθό, προς την μετουσία του Θείου Φωτός. Ο άνθρωπος, ανάλογα με την δεκτικότητα του, δέχεται την Θεία Χάρη και τον θείο πλουτισμό. Αυτό είναι ανεξάρτητο  από την σωματική ηλικία που βρίσκεται o άνθρωπος και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα  σε  αυτήν την προοπτική πρέπει κανείς  να  βλέπει την μελλοντική κατάσταση του  ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με τον βίο του  νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί  μια τέτοια σύγκριση «άωρος o τοιούτος έστι», δηλαδή είναι o ίδιος ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα.
Το τέταρτο σημείο πού αναλύει o Άγιος Γρηγόριος είναι το, γιατί o Θεός επιτρέπει  να  πεθάνει το νήπιο  σε  τέτοια ηλικία. Αφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για  την μετουσία του  Θείου Φωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα  χρόνια πού θα ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί o Θεός επιτρέπει την σύντομη έξοδο  από  την ζωή αυτή. Απαντώντας αυτό ερώτημα αυτό λέγει ότι δεν μπορεί κανείς  να  ενοχοποίηση τον Θεό στις περιπτώσεις πού γυναίκες φονεύουν τα  παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως. Τις περιπτώσεις όμως πού τα  νήπια φεύγουν  από  τον κόσμο αυτό  από κάποια ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων, πρέπει να τις δούμε μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Γιατί τέλεια πρόνοια είναι εκείνη που δεν θεραπεύει απλώς τα  πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο  να  μη γευθεί και εκείνα που πρόκειται  να  γίνουν στο μέλλον. Όποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Θεό, είναι φυσικό  να  εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να  μην ολοκληρωθεί στο κακό.
Έτσι στις τελευταίες περιπτώσεις o Θεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο, ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Και αυτό το κάνει o Θεός  από  αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε  από  τα  μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως.
Για  να  κάνη o Άγιος Γρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία τού Θεού χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα. Ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Και ακόμη ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, o όποιος γνωρίζει αφενός μεν τις ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι κατάλληλο για βρώση, αφετέρου δε γνωρίζει πολύ καλά την ιδιοσυγκρασία του κάθε συνδαιτυμώνος. Ας υποτεθεί ακόμη ότι αυτός o επιστάτης έχει απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να  εμποδίζει, ώστε o καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την κράση του, και, επομένως, ούτε o άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε o υγιής να περιπέσει στην αηδία, λόγω της πληθώρας των φαγητών. Αν o επιστάτης διαπίστωση ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο. Υπάρχει περίπτωση o άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί, ότι του στερεί τα αγαθά από φθόνο. Αν όμως δει προσεκτικά αυτούς που μένουν και υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον απομακρύνει  από  το πάθος της αμέτρου πλησμονής.
Το παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή. Τραπέζι είναι o ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Η ζωή, όμως, δεν είναι γλυκεία σαν το μέλι, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο.
Άλλα φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας  να  φθάσουν  σε  παραφορά,  να  χάσουν, δηλαδή, τα  μυαλά τους, και σε άλλους προκαλούν εμετό. Ο επιστάτης του  τραπεζιού αυτού, που είναι o Θεός, βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά, ώστε  να  μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν  από  την αμετρία της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους.
Έτσι, η Θεία Πρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Επειδή o Θεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνη κακή χρήση του  κόσμου όταν μεγαλώσει, γι’ αυτό το αποσπά  από  το συμπόσιο της ζωής. Το αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να μην εξάσκηση την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φι­λανθρωπία του  Θεού.
Το έκτο σημείο, πού είναι συνέχεια του  προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί o Θεός κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει  να  γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε να μην είχε γεννηθεί αυτός o άνθρωπος. Γιατί το μεν νήπιο παίρνεται προνοητικά από την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται o πατέρας του, o όποιος πίνει στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του; Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις»,  σε  αυτούς, δηλαδή, που είναι ευγνώμονες στον Θεό. Και, φυσικά, είναι καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα όποια δεν μπορεί  να  κατανόηση η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» τού Θεού είναι διαφορετική από την λογική του  ανθρώπου.
Ισχυρίζεται o Άγιος Γρηγόριος ότι όσα οικονομεί o Θεός δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο. Ο Θεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν τον άσχετο  από  την αρετή και την αλήθεια. Έτσι, άλλοτε, για τους λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα  νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε o Θεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει  σε ένα καλύτερο σκοπό.
Επιτρέπεται και παραχωρείται από τον Θεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε να προέλθει κάποια ωφέλεια. Αναφερόμενος στην περίπτωση του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ότι επέτρεψε o Θεός  να  παρουσιασθεί o Αιγύπτιος τύραννος για   να  παιδευθεί o Ισραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από  την Αίγυπτο τον Ισραηλιτικό λαό, ώστε  να  μην ομοιάσει με τον αιγυπτιακό λαό και απόκτηση τις συνήθειες του. Επάνω στο αμόνι με τα  κτυπήματα και o σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά, μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου.
Επίσης αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα. Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν απόλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι ενάρετοι ωφελήθηκαν  από  τους ίδρωτες της αρετής.  Σε  αυτό o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν, αντιπαραβάλλοντας τα  δικά τους αγαθά με την απώλεια των καταδικασθέντων. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις». Βέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για  την καταδίκη άλλων ανθρώπων, αλλά ευγνωμονούν τον Θεό για  την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα τής αμαρτίας και των παθών.
Επομένως, τα  νήπια αφαρπάζονται πρόωρα  από  την ζωή με την οικονομία του Θεού, για   να  μην περιπέσουν σε  δεινότερα κακά. Αν, βέβαια, μερικά ζουν και γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους, που βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια και την σοφία του  Θεού*.
Οπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού o Θεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού.
Το γεγονός είναι ότι τα  νήπια πού φεύγουν πρόωρα  από  την ζωή ούτε βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς που αγωνίσθηκαν  να καθαρθούν με κάθε αρετή. Βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια του  Θεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Θεό και η μετουσία του  άκτιστου Φωτός είναι φυσική κατά­σταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν  να  στερηθούν τα  νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Χάριτος μπορούν  να  φθάσουν στην θέωση.
Μεταγραφή: Θωμάς Δρίτσας.
* Για παράδειγμα, θα μπορούσε κάποιος να διαφυλαχθεί στη ζωή, χάριν τών απογόνων του, που κατά την πρόβλεψη τού Θεού θα σώζονταν, ή θα έσωζαν άλλους. Ίσως κάποιου, χάριν τού κακού του παραδείγματος, που σε καλής προαίρεσης ανθρώπους, θα αποτελούσε αιτία και μέτρο αποφυγής τής κακίας. Ή άλλος θα μπορούσε κατά το τέλος τής ζωής του να έρθει σε μετάνοια και σωτηρία.
Πολλά ακόμα πιθανολογήματα θα μπορούσαμε να πούμε, τα οποία μόνο ο Θεός γνωρίζει πώς ακριβώς εφαρμόζονται στον κάθε άνθρωπο, σε συνάρτηση με τη δική του σωτηρία, ή τών συνανθρώπων του, πάντα προς το καλύτερο συμφέρον τού ιδίου ή τών πολλών

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...