Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαρτίου 14, 2017

Πῶς πρέπει νὰ πολεμᾶ ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ -Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης



Ἀφοῦ ξυπνήσεις τὸ πρωί, καὶ ἀφοῦ προσευχηθεῖς κάμποση ὥρα, λέγοντας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με, τὸ πρῶτο πράγμα, ποὺ ἔχεις νὰ στοχασθεῖς εἶναι αὐτό: τὸ νὰ σοὺ φανεῖ πὼς βλέπεις τὸν ἑαυτό σου περικλεισμένο μέσα σ’ ἕναν τόπο, καὶ στάδιο, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ ἴδια σου ἡ καρδιά, καὶ ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος· μ’ αὐτὸ τὸν νόμο, ὅτι, ὅποιος ἐκεῖ δὲν πολεμήσει, νὰ μένει πάντοτε πεθαμένος· καὶ μέσα σ’ αὐτὸ λογαρίασε πὼς βλέπεις ἐμπρός σου ἐκεῖνο τὸν ἐχθρό, καὶ ἐκείνη τὴν κακή σου ὄρεξη, τὴν ὁποία ἀποφάσισες γιὰ νὰ πολεμήσεις, καὶ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πληγωθεῖς καὶ νὰ πεθάνεις, ἀρκεῖ μόνο νὰ τὴν νικήσεις. 

Καὶ ἀπὸ μὲν τὸ δεξὶ μέρος τοῦ σταδίου, νόμισε πὼς βλέπεις τὸ νικηφόρο σου Ἀρχιστράτηγο, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὴν Παναγία του Μητέρα, καὶ μὲ πολλὰ Τάγματα Ἀγγέλων καὶ Ἁγίων καὶ μάλιστα μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ· ἀπὸ δὲ τὸ ἀριστερό, πὼς βλέπεις τὸν καταχθόνιο διάβολο, μὲ τοὺς δικούς του δαίμονες, γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ πάθος ἐκεῖνο, καὶ τὴν κακὴ ὄρεξη καταπάνω σου, καὶ νὰ σὲ παρακινήσουν νὰ ἀφήσεις τὸν πόλεμο, καὶ νὰ ὑποταχθεῖς σ’ αὐτό· φαντάσου καὶ πὼς ἀκοῦς μία φωνή, σὰν ἀπὸ τὸ φύλακά σου Ἄγγελο, νὰ σοῦ λέει ἔτσι· «Ἐσὺ σήμερα πρέπει νὰ πολεμήσεις ἐναντίον αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ πάθους, καὶ τῶν ἄλλων ἐχθρῶν· καὶ μὴ δειλιάσει καθόλου ἡ καρδιά σου, καὶ φύγεις ἀπὸ τὸν πόλεμο λόγῳ φόβου, ἢ ἄλλης συστολῆς, μὲ κανένα τρόπο· γιατί ὁ Κύριός μας καὶ Ἀρχιστράτηγός σου Ἰησοῦς, στέκεται ἐδῶ συντροφιασμένος μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους του, δηλαδὴ μὲ ὅλα του τὰ ἔνδοξα τάγματα, γιὰ νὰ πολεμήσει ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ νὰ μὴ τοὺς ἀφήσει νὰ σὲ δυναστεύουν ἢ νὰ σὲ νικήσουν· «Κύριος λέει, πολεμήσει περὶ ὑμῶν» (Ὁ Κύριος θὰ πολεμήση διὰ τὴν σωτηρίαν σας) (Ἔξοδ. ΙΔ΄ 14). 

Γι’ αὐτό, στάσου στέρεος, βίασε τὸν ἑαυτό σου, ὑπέφερε τὸ βάσανο ποὺ θὰ αἰσθανθεῖς καμιὰ φορά· φώναζε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς καρδιᾶς σου· «μὴ παραδῶς με εἰς ψυχὰς θλιβόντων με» (Μὴ μὲ παραδώσης εἰς τὰ χέρια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σκοπὸ νὰ μὲ καταθλίψουν) (Ψάλμ. ΚΣΤ΄ 12). Φώναζε τὸν Κύριό σου, καὶ τὴν Παρθένο, καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους, καὶ Ἁγίες· καὶ σίγουρα θὰ νικήσεις· γιατί λέει «Γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρὸν» (Γράφω εἰς σᾶς, νέοι, διότι ἔχετε νικήσει τὸν πονηρὸν) (Α΄ Ἰωάννου Β΄ 13). Καὶ ἂν ἐσὺ εἶσαι ἀδύνατος, καὶ συνηθισμένος στὰ κακά, ἐνῶ οἱ ἐχθροί σου εἶναι δυνατοί, καὶ πολλοί, ἀλλά, πολὺ περισσότερες εἶναι οἱ βοήθειες ἐκείνου, ποὺ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ λύτρωσε, καὶ ἀπὸ σένα ἀσυγκρίτως δυνατότερος εἶναι ὁ Θεὸς στὸν πόλεμο αὐτό• ὅπως ἔχει γραφεῖ· «Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατὸς ἐν πολέμῳ» (ὁ Κύριος ὁ κραταιὸς καὶ δυνατὸς εἰς τοὺς πολέμους) (Ψαλμ. ΚΓ΄ 8). Καὶ περισσότερο πόθο ἔχει αὐτὸς νὰ σὲ σώσει, ἀπὸ ὅτι ἔχει ὁ ἐχθρὸς νὰ σὲ καταστρέψει.

Γι’ αὐτὸ πολέμα, καὶ μὴ βαρεθεῖς ποτέ σου τὸν κόπο. Γιατί ἀπὸ τὸν κόπο, καὶ ἀπὸ τὴ βία, καὶ τὸ βάσανο, ποὺ αἰσθάνεσαι γιὰ τὴ συνήθεια, τὴν ὁποία ἀπέκτησες ἀπὸ τὸ κακό, γεννιέται ἡ νίκη, καὶ ὁ μεγάλος θησαυρός, μὲ τὸν ὁποῖο ἀγοράζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ ἑνώνεται ἡ ψυχὴ διαπαντὸς μὲ τὸ Θεό. 

Λοιπόν, ἄρχισε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ πολεμᾶς μὲ τὰ ἅρματα τῆς ἀπιστίας τοῦ ἑαυτοῦ σου, καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ θάρρους στὸ Θεό σου, μὲ τὴν προσευχή, καὶ μὲ τὴ γύμναση· καὶ περισσότερο μὲ τὸ ἅρμα τῆς καρδιακῆς, καὶ Νοερᾶς Προσευχῆς· τὸ ὁποῖο εἶναι τό, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὄνομα τόσο φοβερό, ποὺ σὰν μαχαίρι δίστομο στρεφόμενο μέσα στὴν καρδιά, μαστίζει, καὶ κατακόπτει τοὺς δαίμονες, καὶ τὰ πάθη. 

Γι’ αὐτὸ καὶ περὶ τούτου εἶπε ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος «Ἰησοῦ ὀνόματι, μάστιζε πολεμίους» (Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, μάστιζε τοὺς ἐχθρούς). Μὲ αὐτά, λέω, πολέμα ἐκεῖνο τὸν ἐχθρό, καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος, καὶ τὴν κακὴ ὄρεξη, ποὺ σὲ πολεμάει• δηλαδὴ νὰ τὴν πληγώνεις θανάσιμα, πότε μὲ τὴν ἀντίσταση, πότε μὲ τὸ μίσος, πότε μὲ τὶς πράξεις τῆς ἐνάντιας ἀρετῆς· καὶ ἔτσι, νὰ κάνεις πράγμα ἀρεστὸ στὸ Θεό σου· ὁ ὁποῖος, μὲ ὅλη τὴ θριαμβεύουσα ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησία, στέκει ἀόρατα, καὶ βλέπει τὸν πόλεμό σου· γιὰ τὸν ὁποῖο πόλεμο, δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι συλλογιζόμενος, ἀφενὸς τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε ὅλοι μας νὰ δουλεύουμε, καὶ νὰ ἀρέσουμε στὸ Θεό, καὶ ἀφετέρου, τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε νὰ πολεμοῦμε, καθώς σοῦ προεῖπα. Γιατί, ἂν ἀπ’ αὐτὸ τὸν πόλεμο φύγουμε, σίγουρα μέλλουμε νὰ θανατωθοῦμε. 

Ἔπειτα, καὶ ἂν φύγεις πρὸς ὥραν ἀπὸ τὸν κατὰ Θεὸν αὐτὸ πόλεμο σὰν ἀποστάτης, καὶ δοθεῖς στὸν κόσμο, καὶ σ’ ὅλες τὶς τρυφές, καὶ ἀναπαύσεις τῆς σαρκός· ἀλλὰ ὕστερα, καὶ παρὰ τὴ θέλησή σου πάλι πρέπει νὰ πολεμήσεις· καὶ μὲ τόσες δυσκολίες, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ ἱδρώνει τὸ πρόσωπό σου, καὶ νὰ καταπληγώνεται ἡ καρδιά σου μὲ θανατηφόρες λιποθυμίες. Πότε; Στὸν καιρὸ τῶν γηρατειῶν καὶ τοῦ θανάτου σου. Ὅταν οἱ δαίμονες, καὶ ὅλα τὰ πάθη σου, πρόκειται νὰ σὲ περικυκλώσουν δυνατά. Καὶ τόσο νὰ σὲ κατατροπώσουν, ποὺ ἐσὺ ἀδύναμος, ποιὸν πρῶτα νὰ ἀντιπολεμήσεις, πρόκειται νὰ παραδοθεῖς σὲ αἰώνιο θάνατο.

Γι’ αὐτό, μὴ γίνεις τόσο μωρός, ἀγαπητέ, ὥστε νὰ θέλεις νὰ πολεμᾶς τότε σὲ ἕνα καιρὸ ἀνώφελο· ἀλλὰ σὰν φρόνιμος, ὑπόμεινε τώρα τὸν κόπο τοῦ πολέμου, γιὰ νὰ νικήσεις, νὰ στεφανωθεῖς καὶ νὰ ἑνωθεῖς μὲ τὸ Θεό, καὶ ἐδῶ, καὶ ἐκεῖ στὴ βασιλεία του τὴν οὐράνια, «μνήσθητι τοῦ Κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου, ἕως ὅτου μὴ ἔλθωσιν αἱ ἡμέραι τῆς κακίας σου· καὶ φθάσωσι τὰ ἔτη, ἐν οἶς ἐρεῖς· οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς θέλημα» (Κατὰ τὰ ἔτη τῆς νεότητός σου, καὶ πάντοτε, νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν δημιουργόν σου, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν ἡμέραι πόνου καὶ ταλαιπωρίας τοῦ γήρατος καὶ φθάσουν ἔτη, κατὰ τὰ ὁποῖα θὰ πῆς, “Δὲν ἔχω πλέον τὴν θέλησιν καὶ τὴν δύναμιν δι΄ αὐτὰ τὰ πράγματα, διὰ τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ὑπακοὴν πρὸς τὸν Θεόν.”) (Ἐκκλησιαστής ΙB΄ 1).

Δευτέρα, Μαρτίου 06, 2017

Οἱ ἐλαφριές ἁμαρτίες

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου





Ἄς σκεφτοῦμε τ’ ἁμαρτήματα ἐκεῖνα πού ὀνομάζουν μερικοί “ἐλαφριά”, καί πού δέν εἶναι βέβαια θανάσιμα, ἔχουν ὅμως κάποιο βάρος ἐνοχῆς. Σ’ αὐτά πέφτουμε ἄλλοτε ἀπό ἀπροσεξία καί ἄγνοια, ἄλλοτε ἀπό χαυνότητα καί ἀσθενική θέληση καί ἄλλοτε συνειδητά, μέ ἀπόλυτη γνώση καί θέληση. Στήν τελευταία περίπτωση ὑπάρχει τό μεγαλύτερο βάρος ἐνοχῆς.

Ἕνα ἁμάρτημα θεωρεῖται ἐλαφρό, ὅταν συγκριθεῖ μέ μιά θανάσινη ἁμαρτία. Δέν εἶναι ὅμως ἐλαφρό, ὅταν τό δοῦμε μεμονωμένο καί καθεαυτό. Π.χ. Μιά λίμνη λέγεται μικρή, ὅταν συγκριθεῖ μέ μιά μεγάλη θάλασσα. Ἀλλ’ αὐτή καθεαυτή δέν εἶναι μικρή, γιατί περιέχει πολύ νερό. Ἔτσι καί ἡ ἐλαφριά ἁμαρτία μπροστά σέ μιά θανάσιμη ἁμαρτία φαίνεται μικρή.

Ἀλλά καί αὐτή μόνη της εἶναι ἕνα μεγάλο κακό. Ἐπειδή καί ἡ μικρή ἁμαρτία καί ἡ μεγάλη εἶναι ἐξίσου παράβαση τοῦ θείου νόμου, ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἀνομίαν ποιεῖ, καί ἡ ἁμαρτία ἐστίν ἀνομία» (Α΄ Ἰω. 3, 4). Καί ἐπειδή, κατά τόν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, ὅποιος τηρήσει ὅλο τό νόμο, σφάλλει ὅμως σ’ ἕνα μόνο, γίνεται παραβάτης ὅλου τοῦ νόμου: «Ὅστις ὅλον τόν νόμον τηρήσῃ πταίσῃ δέ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακ. 2, 10).

Λοιπόν, ἀγαπητοί μου, πῶς μποροῦμε νά θεωροῦμε μικρά τά συνηθισμένα ἁμαρτήματά μας, ὅπως εἶναι τά «ἀθῶα» ψέματα, ὁ θυμός, ἡ ἀνευλάβεια στήν ἐκκλησία, ἡ λύπη καί ἡ μικροζήλεια γιά τά καλά τοῦ διπλανοῦ μας, ἡ ἀργολογία, τά πολλά ἀστεῖα καί γέλια καί πειράγματα, ὁ χορτασμός τῆς κοιλιᾶς, ὁ στολισμός τοῦ σώματος καί τόσα ἄλλα; Πῶς εἶναι δυνατό νά λογαριάζουμε σάν μικρά αὐτά τά ἁμαρτήματα, πού θά τρομάζαμε ἄν γνωρίζαμε ὅλο τό βάρος τους; Ἄς μή νομίζουμε ὅτι μ’ αὐτά δέν ἐναντιωνόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί δέν χάνουμε τή θεία δόξα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Βρισκόμαστε σέ πλάνη ἄν πιστεύουμε, π.χ., ὅτι τό συγγνωστό ἁμάρτημα τῆς ἀργολογίας δέν κακοφαίνεται στό Θεό, τή στιγμή πού εἶναι σαφής ὁ λόγος Του: «Λέγω δέ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρα κρίσεως· ἐκ γάρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12, 36).

Πῶς μποροῦμε ἀκόμα νά ποῦμε, ὅτι δέν ἐναντιωνόμαστε στό θεῖο θέλημα μέ τά ἄτακτα γέλια μας, τή στιγμή πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὄχι μόνο δέν γέλασε ποτέ σάν ἄνθρωπος, ἄλλα καί τέσσερις φορές ἔκλαψε καί μέ τό στόμα Του μᾶς προειδοποίησε «οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καί κλαύσετε;» (Λουκ. 6, 25). Ὁ Μέγας Βασίλειος μάλιστα ὅρισε καί κανόνα ἀφορισμοῦ μιᾶς ἑβδομάδας γιά τό μοναχό ἤ τή μοναχή πού θά γελάσει ἤ θά πεῖ ἄπρεπα καί ἀστεῖα λόγια: «Εἰ τις εὐτράπελα φθέγγεται ἤ γέλωτα ἀπρεπῆ, ἀφοριζέσθω ἑβδομάδα μίαν» (Ἐν τοῖς Ἐπιτιμ. τῶν κανονικῶν).

Πῶς μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ τά ψέματα καί τά φαγοπότια, τή στιγμή πού ὁ Κύριος προειδοποιεῖ ὅτι θ’ ἀφανίσει ὅλους τους ψεῦτες – «ἀπολεῖς πάντας τούς λαλούντας τό ψεῦδος» (Ψαλμ. 5, 7) – καί καταριέται τούς χορτασμένους – «οὐαί ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε;» (Λουκ. 6, 25).

Καί γιά νά μιλήσουμε γενικά, πῶς μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε πώς τά μικρά ἁμαρτήματα δέν μᾶς ἀφαιροῦν τήν ἀρετή καί τή Θεία Χάρη, ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα λέει ἀλληγορικά μέ τό στόμα τοῦ Ἐκκλησιαστῆ «μυῖαι θανατοῦσαι σαπριοῦσι σκευασίαν ἐλαίου ἡδύσματος;» (10, 1). Κι αὐτό οἱ Πατέρες τό ἑρμηνεύουν ἔτσι: Οἱ μῦγες, ὅταν πετᾶνε πάνω ἀπό ἕνα ἀρωματικό μῦρο χωρίς νά σταματᾶνε πάνω του, δέν τό ἀλλοιώνουν. Ὅταν ὅμως σταθοῦν καί πέσουν μέσα καί ψοφήσουν, τό βρωμίζουν καί χαλᾶνε τήν εὐωδία του. Ἔτσι καί οἱ μικρές ἁμαρτίες, ὅταν δέν σταματᾶνε πολύ σέ μιά εὐλαβική κι ἐνάρετη ψυχή, δέν τῆς προξενοῦν τόσο μεγάλη ζημιά. Ὅταν ὅμως σταθοῦν πολύ, τότε ἡ ψυχή ἀρχίζει νά κλίνει μέ τή θέλησή της σ’ αὐτές, ὁπότε τῆς ἀφαιροῦν τήν καθαρότητα τῆς ἀρετῆς καί τήν εὐωδία τῆς Θείας Χάριτος, καί τήν ἐμποδίζουν νά φτάσει στήν τελειότητα. Τά ἁμαρτήματα αὐτά κάνουν βδελυκτή τήν ψυχή στό Θεό. Γιατί ἄν μόνο μιά σκέψη ἀδικίας εἶναι βδελυκτή καί μισητή στό Θεό – «βδέλυγμα Κυρίῳ λογισμός ἄδικος» (Παρ. 15, 26) – κι ἄν μόνο οἱ κακοί λογισμοί χωρίζουν τήν ψυχή ἀπό τό Θεό – «σκολιοί λογισμοί χωρίζουσιν ἀπό Θεοῦ» (Σοφ. Σπολ. 1, 3) – πόσο μᾶλλον χωρίζεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ταλαίπωρη ψυχή πού ἁμαρτάνει;

Πρέπει λοιπόν ν’ ἀποφεύγουμε καί τίς ἁμαρτίες πού θεωροῦνται μικρές. Γιατί θέλοντας ἀπό τή μιά μεριά νά εὐαρεστήσουμε τό Θεό, καί πέφτοντας ἀπό τήν ἄλλη στά «ἐλαφρά» αὐτά ἁμαρτήματα, πού εἶναι τόσο μισητά στό Θεό, εἶναι σάν νά θέλουμε νά ἑνώσουμε τόν οὐρανό μέ τόν ἅδη, τό σκοτάδι μέ τό φῶς, τή φωτιά μέ τό νερό καί τήν ἁγιότητα μέ τήν κακία. Οἱ ἁμαρτίες αὐτές, ὅσο μικρές κι ἄν φαίνονται, ἔχουν σοβαρή βαρύτητα, ἀφοῦ προσβάλλουν τόν ἅγιο Θεό. Γιατί καί τό μεγαλύτερο κακό πού ἀναφέρεται στά κτίσματα, εἶναι ἀσύγκριτα μικρότερο ἀπό ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται στόν Κτίστη.

Ἄς ντραποῦμε λοιπόν, πού δεχθήκαμε στήν καρδιά μας χωρίς ἀντίρρηση ὅσα δέν θέλει ὁ Θεός. Ἄς ἀποστραφοῦμε χίλιες φορές τήν ὀλιγωρία πού δείξαμε ὡς τώρα στήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν Του, καί ἄς ἀποφασίσουμε ὄχι μόνο νά μήν κάνουμε τέτοια μικρά ἁμαρτήματα, ἀλλά νά βγάλουμε τελείως ἀπό τήν καρδιά μας κάθε κλίση σ’ αὐτά. Κι ἄν πέσουμε καμιά φορά, ἀπό ἀσθένεια τῆς φύσεως καί τῆς θελήσεώς μας, νά μήν ἀφήσουμε τήν καρδιά μας νά τ’ ἀγαπήσει, ἀλλά γρήγορα νά τά μισήσουμε, νά μετανοήσουμε, νά ἐξομολογηθοῦμε καί νά παρακαλέσουμε τό Θεό νά μᾶς δυναμώσει μέ τή χάρη Του γιά νά μήν ξαναπέσουμε.

Ἄς σκεφτοῦμε τώρα τό πλῆθος τῶν κακῶν πού προξενοῦν στήν ψυχή μας οἱ «ἐλαφριές» ἁμαρτίες. Ὅπως μιά ἀρρώστια, ἔστω καί ἀσήμαντη, ἐξασθενίζει τό σῶμα, ἔτσι καί οἱ μικρές ἁμαρτίες ἐξασθενίζουν τήν ψυχή καί τῆς ἀφαιροῦν κάτι ἀπό τήν προθυμία της γιά τό καλό. Κάθε ἁμαρτία, ὅσο μικρή κι ἄν φαίνεται, μᾶς χωρίζει ἀπό τό Χριστό, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ προφήτης: «Τά ἁμαρτήματα ὑμῶν διιστῶσιν ἀναμέσον ὑμῶν καί ἀναμέσον τοῦ Θεοῦ» (Ἠσ. 59, 2). Ἀκόμα καί τό μικρό, τό συγγνωστό ἁμάρτημα ψυχραίνει τήν ἀγάπη, νεκρώνει τήν εὐλάβεια, ξηραίνει τήν κατάνυξη, στεγνώνει τά δάκρυα, μαραίνει τή μετάνοια καί δέν ἀφήνει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Τό μεγαλύτερο ὅμως κακό εἶναι, ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά ἁμαρτήματα θά προχωρήσουμε γρήγορα καί στά μεγάλα, στά θανάσιμα, πού καταστρέφουν τελείως τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Πρῶτο, γιατί ἀδυνατίζουν τίς καλές ἕξεις τῆς ψυχῆς· δεύτερο, γιατί ἐμποδίζουν τήν ἐνίσχυση καί ἐνδυνάμωσή μας ἀπό τό Θεό· καί τρίτο, γιατί συνηθίζουν τή θέλησή μας νά κλίνει εὔκολα στό κακό.

Ἄς δοῦμε τώρα, πῶς ἀπό τά μικρά ἁμαρτήματα περνάει κανείς στά μεγάλα.

Μικρό μᾶς φαίνεται, π.χ., νά κοιτάξουμε ἀπρόσεκτα ἕνα ὄμορφο πρόσωπο. Ἄς μετρήσουμε ὅμως τίς ἁμαρτίες, πού γεννιοῦνται ἀπ’ αὐτό. Ἡ παρατήρηση τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ προσώπου ἐκείνου γέννησε τήν προσβολή· ἡ προσβολή τόν ἡδονικό συνδυασμό· ὁ συνδυασμός τή συγκατάθεση· ἡ συγκατάθεση τήν πτώση· ἡ πτώση τή συνήθεια· ἡ συνήθεια τήν ἕξη· ἡ ἕξη τήν ἀνάγκη· ἡ ἀνάγκη τήν ἀπελπισία· ἡ ἀπελπισία τήν κόλαση! Βλέπεις, ἀπ’ αὐτό μονάχα τό παράδειγμα, τί μακριά ἁλυσίδα ἁμαρτιῶν γεννοῦν ἐκεῖνα, πού ἐσύ ὀνομάζεις ἐλαφρά ἁμαρτήματα; Γιατί ὅποιος δέν ὑπολογίζει τά μικρά, πέφτει καί στά μεγάλα, ὅπως λέει τό Ἅγιο Πνεῦμα στή Σοφία Σειράχ: «Ὁ ἐξουθενῶν τά ὀλίγα κατά μικρόν πεσεῖται» (19, 1).

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2017

Οἱ κακὲς ἕξεις καὶ ἡ θεραπεία τους





Α’. Ἐξέτασε, ἀδελφέ, τὶς κακὲς ἕξεις καὶ συνήθειες, ποὺ ἀπόκτησες μὲ τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανες ἂν εἶναι παλιές, χρειάζεται περισσότερος κόπος, γιὰ νὰ καταστραφοῦν, ἂν εἶναι καινούργιες λιγότερος· ὅπως ἕνα παλιὸ καὶ ἕνα μεγάλο δένδρο, περισσότερο κόπο χρειάζεται, γιὰ νὰ κοπεῖ καὶ νὰ ξεριζωθεῖ ἀπὸ ἕνα νέο καὶ μικρό.

Β’. Ἐξέτασε τὶς θεραπεῖες ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιήσεις γι’ αὐτὲς τὶς κακές σου ἕξεις καὶ συνήθειες ἀπὸ τὶς θεραπεῖες αὐτὲς ἡ πρώτη εἶναι τὸ νὰ θέλεις νὰ διορθωθεῖς ὄχι ἀμφιβάλλοντας, ἀλλὰ ἀποφασιστικά. Διότι οἱ σωματικὲς ἀσθένειες μποροῦν νὰ θεραπευθοῦν καὶ χωρὶς τὴν θέλησή μας οἱ ἀσθένειες ὅμως τῆς ψυχῆς χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεραπευθοῦν. Διότι καὶ γι’ αὐτὲς χρειάζεται μία ἀποφασιστικὴ θέληση τοῦ ἀσθενῆ, γιὰ νὰ ἰατρευθεῖ καὶ νὰ χρησιμοποιήσει τὰ μέσα καὶ τὰ ὄργανα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶναι κατάλληλα γιὰ τὴ θεραπεία. Τὰ μέσα, λοιπόν, καὶ τὰ ὄργανα τὰ ὁποῖα μπορεῖς νὰ χρησιμοποιήσεις γιὰ νὰ θεραπεύσεις τὶς κακές σου συνήθειες καὶ ἕξεις εἶναι ἐκεῖνα τὰ δύο τὰ ὁποῖα μᾶς φανέρωσε ὁ Κύριος ὅταν ἐλευθέρωσε ἐκεῖνον ποὺ ἦταν δαιμονισμένος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία λέγοντας «Τὸ γένος αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βγεῖ μὲ κανένα ἄλλο μέσο παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία» (Μάρκ. 9,29).

Γ. Ἐξέτασε, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σου, πῶς κάνεις τὴν προσευχὴ σου· διότι πρέπει νὰ προσεύχεσαι ὄχι μὲ καρδιά, ποὺ νὰ περιπλανιέται ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ μὲ διασκορπισμένο νοῦ, ἀλλὰ νὰ προστρέχεις στὸ Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεσαι μὲ τόση μεγάλη ταπείνωση καὶ καρδιακὴ συντριβὴ καὶ μὲ τόση μεγάλη προσοχὴ τοῦ νοῦ καὶ μὲ τόση μεγάλη καρτερία καὶ ὑπομονή, ὅπως θὰ προσευχόσουν ἂν βρισκόσουν σὲ μία μεγάλη θαλασσοταραχή, ὅπου δὲν θὰ ὑπῆρχε ἄλλη ἐλπίδα σωτηρίας παρὰ μόνο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Διότι σὲ τέτοια συντετριμμένη καὶ ταπεινὴ προσευχὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀρνεῖται κανένα πράγμα, ἀλλὰ δίνει, ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία, διότι αὐτὸς μόνο εἶπε· «Ζητᾶτε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ, ἐρευνᾶτε καὶ θὰ βρεῖτε, κτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχθεῖ ἡ πόρτα. Διότι καθένας ποὺ ζητᾶ, λαμβάνει, καὶ καθένας ποὺ ἐρευνᾶ, βρίσκει» (Ματθ. 7,7-8). Αὐτὸς εἶπε καὶ τὸ παράδειγμα τῆς χήρας καὶ τοῦ κριτῆ τῆς ἀδικίας γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ προσευχόμαστε πάντοτε, νὰ μὴ παραπονούμαστε, ὅτι δὲν λαμβάνουμε ἀμέσως τὰ αἰτήματά μας· «Τοὺς εἶπε καὶ παραβολή, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει ὅτι πρέπει νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μὴν ἀποθαρρύνονται». Ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀθετήσει τὸν λόγο του ὁ Θεὸς καὶ νὰ διαψευσθεῖ, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν εἰσακουσθεῖς κι ἐσὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἂν ἐξακολουθεῖς νὰ προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα καὶ νὰ τὸν παρακαλεῖς μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, πρέπει νὰ βάλεις στὸ Θεὸ μεσίτρια τῆς χάριτος καὶ τοῦ ζητήματος, ποὺ ἐπιθυμεῖς τὴν Ὑπεραγία Παρθένο, τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ μητέρα καὶ μάμμη ὅλων τῶν χριστιανῶν· γιατί, ἂν ὁ Υἱὸς της εἶναι πατέρας μας καὶ ἀδελφός μας καὶ Πνεῦμα, ἑπόμενο εἶναι νὰ εἶναι καὶ αὐτὴ μάμμη καὶ μητέρα μας γλυκύτατη, ἡ ὁποία μᾶς δόθηκε ὡς βοηθὸς καὶ συνήγορος γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό, γιὰ νὰ μεσιτεύσει στὸν Υἱό της γιὰ μᾶς ὡς Μητέρα τοῦ ἐλέους. Καὶ ἂν ὁ Σειρὰχ εἶπε γιὰ τὴν Εὔα ὅτι «ἀπὸ τὴ γυναίκα ξεκίνησε ἡ ἁμαρτία καὶ ἐξ αἰτίας της πεθαίνουμε ὅλοι» (Σοφ. Σειρ. 25,24)· ἐμεῖς μὲ περισσότερο δίκαιο μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο ὅτι ἀπὸ γυναίκα ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας καὶ ἐξ αἰτίας της ἀναζωοποιούμαστε ὅλοι. Ἔτσι μποροῦμε νὰ προστρέχουμε σ’ αὐτὴν μὲ κάθε θάρρος σὲ κάθε μας περίπτωση καὶ ἀνάγκη. Καὶ τελικά, γιὰ νὰ κάνεις τὴν προσευχή σου αὐτὴ πιὸ ἐνεργητική, γιὰ νὰ λάβεις ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεό, πρέπει νὰ ἑτοιμασθεῖς προσωπικὰ μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ μὲ τὴν μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, διότι αὐτὰ τὰ δύο μυστήρια εἶναι σὰν τὰ σωληνάρια, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔρχεται σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν Χριστὸ κάθε ἀγαθό.

Δ’. Κατόπιν, ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὴν νηστεία ποὺ κάνεις -καί, ὅταν λέω νηστεία, ἐννοῶ κάθε εἴδους ἐγκράτεια καὶ ἀποχὴ καὶ φαγητῶν καὶ ποτῶν καὶ ἐνδυμάτων καὶ στρωμάτων καὶ σωματικῶν ἀναπαύσεων, ἡ στέρηση τῶν ὁποίων γίνεται ἢ γιὰ κανόνα καὶ παίδευση τῶν προηγουμένων σου ἁμαρτιῶν ἢ γιὰ προφύλαξη καὶ πρόβλεψη τῶν μελλοντικῶν. Γιατί, ἂν δίνεις στὸ κορμὶ ὅλες τὶς ἀπολαύσεις καὶ ὅλες τὶς ἀναπαύσεις καὶ ἂν ζητᾶς στὸ κρεββάτι κάθε εἴδους μαλακὰ στρώματα καὶ κάθε εἴδους φαγητοῦ στὸ τραπέζι· καὶ ἂν θέλεις νὰ βρίσκεσαι σὲ ὅλες τὶς διασκεδάσεις καὶ σὲ ὅλες τὶς συντροφιὲς τῶν φίλων σου καὶ νὰ χάνεις τὸν καιρό σου σ’ αὐτὲς μὲ κάθε εἴδους ἀργία· καί, γιὰ νὰ μιλήσω σύντομα, ἂν θέλεις νὰ δίνεις κάθε εἴδους θεραπεία στὰ πάθη σου καὶ νὰ μὴν ἀποφεύγεις κανένα κίνδυνο, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ ὅλη τὴν προθυμία δὲν ἀπέφευγαν ὅλοι οἱ ἅγιοι• ἂν λέω ζητᾶς αὐτά, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ξεριζώσεις τὰ πάθη καὶ τὶς κακὲς ἕξεις ποὺ ἀπόκτησες; «Δένδρο ποὺ ποτίζεται καθημερινὰ πότε θὰ ξεραθεῖ ἡ ρίζα του; Καὶ δοχεῖο ποὺ καθημερινὰ δέχεται προσθήκη ὑγροῦ, πότε θὰ λιγοστέψει;» σοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ. Ἔτσι ἂν καὶ σὺ δίνεις στὸ σῶμα τὶς ἀναπαύσεις του, μὲ ποιὰ βάση νομίζεις ὅτι μπορεῖς νὰ διορθωθεῖς; Βέβαια, δὲν μπορεῖς ἄλλο νὰ περιμένεις στὸ τέλος μίας τέτοιας ζωῆς ποὺ ἔζησες μὲ τόσες ἁμαρτίες παρὰ ἕναν ἀτέλειωτο θάνατο μέσα σὲ ὅλα τὰ κολαστήρια, διότι τέτοια πονηρὴ ζωὴ προξενεῖ καὶ πονηρὸ θάνατο· «Ὁ θάνατος ποὺ προξενεῖ, εἶναι θάνατος φοβερὸς» (Σοφ. Σειρ. 28,21).
πηγή

Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2016

ΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗ ΤΟ ΝΑ ΕΜΠΟΔΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο μεγάλος πατέρας και άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, του οποίου την μνήμη εορτάζει σήμερα η Εκκλησία, έδωσε μεγάλο αγώνα να επανέλθουν οι χριστιανοί στην ευλογημένη συνήθεια της συχνής προσέλευσης στο Άγιο Ποτήριο, συνήθεια που επί των ημερών του είχε ατονήσει. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα συνέγραψε, μαζί με τον Άγιο Μακάριο Νοταρά Μητροπολίτη Κορίνθου, και το πόνημα "Περί της Συνεχούς Μεταλήψεως", το οποίο γνώρισε αρκετές επανεκδόσεις μέχρι σήμερα.
Η συνήθεια αυτή πολεμήθηκε και πολεμείται μέχρι της μέρες μας, με πρόφαση μια "ειδική" νηστεία, άνευ της οποίας τάχα δεν δικαιούται ο πιστός να λάβει ως έπαθλο την Θεία Κοινωνία, ασχέτως αν η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ξεκάθαρη στο ότι η Θεία Κοινωνία είναι φάρμακο προς θεραπεία και όχι έπαθλο των δήθεν "αξίων".
Στο πρόλογο της γ΄ εκδόσεως του παραπάνω εγχειριδίου, που έγινε από τον λόγιο μοναχό Κωνστάντιο Δουκάκη στην Αθήνα το 1895, διαβάζουμε το εξής γεγονός, που συνέβη στον μοναχό αυτόν, το οποίο αποτέλεσε μάλιστα αφορμή για την τρίτη έκδοση του πατερικού έργου:
"Ημέραν τινά Κυριακήν ετελείτο αγρυπνία εν τινι ενταύθα ιδιοκτήτω εκκλησιδίω του προφήτου Ελισσαίου. Παρευρεθείς και εγώ εν τη αγρυπνία, περί το τέλος της θείας λειτουργίας, ακούσας του ιερέως εκφωνήσαντος "μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε" προσήλθον όπως μεταλάβω των αχράντων μυστηρίων, προητοιμασμένος βεβαίως ων. Άλλ' ο εφημέριος ιδών με προσεγγίσαντα, ητοιμάσθη να στρέψει τα νώτα, ότε εγώ προλαμβάνω και λέγω "Δέσποτα μου, με προστάξατε να προσέλθω, και ιδού ήλθον, διά τί τώρα φεύγετε;". Λέγει ο ιερεύς: "τι σε επρόσταξα;". "Να προσέλθω να μεταλάβω" τω απεκρίθην. "Αυτός δε μοι λέγει, "ενήστευσες τρεις ημέρας από λάδι;". Τότε και εγώ απολέσας την υπομονήν, απεκρίθην μετά ψυχικής ταραχής: "Δεν με ερωτάς, δέσποτά μου, εάν εξωμολογήθην; δεν με ερωτάς αν έκλεψα, αν εμοίχευσα, αν εφόνευσα, αν εβλασφήμησα, αν επιώρκησα, αν εσυκοφάντησα, αν παρέβην τας εντολάς του Θεού, εν γένει, αλλά μοι λέγεις αν έφαγα λάδι. Συ δεν τρώγεις λάδι το Σάββατον ή την Κυριακήν;". "Εγώ είμαι, λέγει, παπάς και μη με εξετάζεις, αλλά σε, δεν σε μεταλαμβάνω!"".
Η ιστορία αυτή μου θύμισε την περίπτωση ενός καλού καγαθού πνευματικού στην επαρχία πριν μερικά χρόνια, την οποία μου διηγήθηκε ένας ευσεβής αδελφός και η οποία φανερώνει την άγνοια και την σύγχυση που υπάρχει ακόμη και σήμερα.
Μια Δευτέρα προσήλθε ένας πιστός για να κοινωνήσει. Ο ιερέας τον αγριοκοίταξε και σκύβοντάς κοντά του του είπε: "Νήστεψες χθες το λάδι;". Ο πιστός του απάντησε αρνητικά και τότε ο ιερέας του είπε: "Δεν νήστεψες το λάδι; Δεν σε μεταλαμβάνω!".
Μετά από λίγο καιρό προσήλθε ένας άλλος πιστός, πάλι ημέρα Δευτέρα για να μεταλάβει και η ερώτηση του ιερέως επαναλήφθηκε. Ο πιστός σε αυτήν την περίπτωση του απάντησε θετικά και τότε ο ιερέας του είπε: "Νήστεψες ημέρα Κυριακή; Δεν σε μεταλαμβάνω!".
Αντίδοτο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι τόσο η μελέτη των πατερικών βιβλίων, όσο και ο σεβασμός στους πνευματικούς. Όταν ένας πιστός έχει ευλογία από τον πνευματικό του, καλό θα είναι να μην εμποδίζεται να κοινωνάει.
Αν και η αγία συνήθεια της συχνής προσελεύσεως έφθασε στο σημείο να χαρακτηρισθεί από τους πολεμίους της ως "αίρεση" και "μακρακισμός", οι Άγιοι Κολλυβάδες, διά στόματος του Αγίου Αθανασίου του Παρίου αποφάνθηκαν ότι "όντως αίρεσις και πλάνη εστί το διώκειν και κωλύειν τους πιστούς της θείας Τραπέζης ότε βούλοιντο".
Κλείνοντας και με αφορμή την μνήμη του Αγίου Νικοδήμου αναρτούμε την β΄ έκδοση του έργου του, προς ωφέλεια των Ορθοδόξων Χριστιανών.

Κυριακή, Μαΐου 22, 2016

Τρόπος Προσευχής διά μέσου της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας

 Έχεις και άλλον τρόπο, αγαπητέ, να μελετάς και να προσεύχεσαι δια μέσου της Αγίας Θεοτόκου, στρέφοντας το νου σου α΄) στον ουράνιο Πατέρα, β΄) στον Γλυκύτατο Ιησού, γ΄) και τελευταίο, σ’ αυτήν την ενδοξότατη Μητέρα του. 

Στρέφοντας το νου σου στο Θεό, σκέψου· α΄, τη μεγάλη χαρά που από αιώνες νωρίτερα είχε ο Θεός σκεπτόμενος το πρόσωπο της Θεοτόκου· τις αρετές και τις πράξεις της, από τότε που γεννήθηκε στον κόσμο, μέχρι τότε που αναπαύθηκε.

Μελέτησέ το με τον εξής τρόπο: Ύψωσε τον λογισμό σου πάνω από κάθε καιρό και χρόνο και κτίσμα νοητό και αισθητό. Και εισερχόμενος, για να μιλήσω έτσι, στην ίδια την αιωνιότητα και στο νου του Θεού, σκέψου τις τρυφές και τις ανέκφραστες αγαλλιάσεις που δεχόταν ο Θεός διά μέσου της Αειπαρθένου Μαρίας. Βρίσκοντας τον Θεό ανάμεσα σ’ αυτές τις τρυφές, ζήτησέ του να σου δώσει, εξαιτίας των άφραστων αυτών αγαλλιάσεων, χάρη και δύναμη, για να μπορείς να καταβάλλεις και να νικήσεις τους εχθρούς σου· και μάλιστα εκείνον, που τότε σε πολεμεί· κατόπιν αναλογιζόμενος τις τόσες πολλές και εξαιρετικές πράξεις και αρετές αυτής της Θεοτόκου, και παρουσιάζοντάς τις άλλοτε όλες μαζί και άλλοτε μία από αυτές στο Θεό, για τη δύναμη εκείνων, ζήτησε από την άπειρη αγαθότητά του όλο εκείνο που χρειάζεσαι και επιθυμείς.

Μετά από αυτά, στρέφοντας το νου σου στον Κύριό μας, τον Υιό της, ενθύμησέ του την Παναγία κοιλία που τον βάσταξε για εννέα μήνες· την ευλάβεια με την οποία τον προσκύνησε όταν γεννήθηκε και τον γνώρισε ως αληθινό Θεό και τέλειο άνθρωπο, Υιό και ποιητή της· τους φιλόστοργους οφθαλμούς της, που τον είδαν τόσο φτωχό· τις αγκάλες που τον δέχθηκαν, το γάλα που θήλασε, τους κόπους και τα βάσανα που υπέφερε γι αυτόν στη ζωή του και στον θάνατό του· και σου υπόσχομαι ότι με όλα αυτά θα προκαλέσεις ευχάριστη διάθεση στο θείο της τέκνο για να σου υπακούσει.

Στο τέλος στρέψε το νου σου και σ’ αυτήν την Παναγία Θεοτόκο και θύμησέ της ότι στάθηκε η εκλεκτή από την αίδιο πρόνοια και αγαθότητα του Θεού, ως Μητέρα της χάριτος και της ευσπλαχνίας και ως δική μας Μητέρα και συνήγορος και ότι μετά από τον Υιό της δεν έχουμε ασφαλέστερο και δυνατότερο καταφύγιο να προσφύγουμε, παρά σε αυτήν· υπενθύμισέ της ότι όλοι εμείς οι Χριστιανοί, όπως δεν ονομάζουμε κυρίως πατέρα πάνω στη γη, όπως μας παρήγγειλε ο Υιός της επειδή κυρίως μόνον ένα Πατέρα έχουμε, αυτόν που βρίσκεται στους ουρανούς: «Και πατέρα σας μην ονομάσετε κανένα πάνω στη γη, γιατί ένας είναι ο Πατέρας σας ο ουράνιος» (Ματθ. 23,9) – με τον ίδιο τρόπο ούτε άλλη μητέρα ονομάζουμε πάνω στη γη, επειδή κυρίως αυτήν μόνον έχουμε Μητέρα στους ουρανούς και όλοι μας καυχόμαστε να ονομαζόμαστε τέκνα της. Γι’ αυτό και προσβλέπουμε προς αυτήν για να μας ελεήσει ολοκληρωτικά, όπως αποβλέπει χωρίς να παρεκκλίνει και στη μητέρα του το νήπιο που έχει απογαλακτισθεί, όπως έχει γραφεί: «Ύψωσα την ψυχή μου σαν το θηλασμένο βρέφος κοντά στη μητέρα του» (Ψαλμ. 130,3).

Ακόμη υπενθύμισέ της τις αλήθειες που γράφουν γι’ αυτήν τα βιβλία, ότι όλοι οι πιστοί πιστεύουν στα τόσο υψηλά και τόσο θαυμαστά και μεγάλα κατορθώματα και χαρίσματα που προξένησε σε όλο το ανθρώπινο γένος, επειδή αυτή μόνο όντας ανάμεσα Θεού και ανθρώπων, τον μεν Θεό έκανε υιό ανθρώπου, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού. Ότι χωρίς την μεσιτεία της δεν μπορεί κανένας να πλησιάσει το Θεό, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, διότι αυτή μόνο βρίσκεται ανάμεσα στην κτιστή κι ουράνια κτίση· ότι αυτή μόνον είναι Θεός άμεσος μετά το Θεό, και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, επειδή είναι αληθινά Μητέρα του Θεού· και ότι αυτή είναι όχι μόνον ο θησαυροφύλακας όλου του πλούτου της Θεότητος, αλλά και ο διαμοιραστής σε όλους, Αγγέλους και ανθρώπους, όλων των υπερφυσικών ελλάμψεων και πνευματικών χαρισμάτων που δίνονται από τον Θεό στην κτίση. Και ότι δεν υπάρχει κανένας που να την επεκαλέσθηκε με πίστη και να μην τον άκουσε με ευσπλαχνία. Τέλος πάντων, παρουσίασέ της τα βάσανα και τα πάθη του Μονογενή της Υιού που υπέφερε για τη σωτηρία μας, και παρακάλεσέ την να ζητήσει χάρι για σένα από αυτόν, ώστε και για σένα τα πάθη αυτά να προξενήσουν το αποτέλεσμα εκείνο, για το οποίο τα υπέφερε ο Υιός της· και αυτό είναι η δική σου σωτηρία· και αυτό όχι για άλλο, παρά για δική του δόξα και ευαρέστηση.

Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Αόρατος Πόλεμος
πηγή


το είδαμε εδώ

Σάββατο, Απριλίου 09, 2016

Οι 12 βαθμοί της Αμαρτίας



1ος Βαθμὸς εἶναι, ὅταν κάνει κάποιος τὸ καλό, ὄχι δὲ καλῶς, ἀλλὰ σμίγει τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό. 

2ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ τελεία ἀργία τοῦ καλοῦ. 



3ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ προσβολὴ τοῦ κακοῦ στὸ λογισμό. 



4ος Βαθμὸς εἶναι, ὁ συνδιασμός, ἤ συνομιλία μὲ τὸν λογισμό. 



5ος Βαθμὸς εἶναι ἡ πάλη ποὺ γίνεται πρὶν τὴν ἁμαρτία. 



6ος Βαθμὸς εἶναι ἡ συγκατάθεση νὰ γίνει ἡ ἁμαρτία. 



7ος Βαθμὸς εἶναι ἡ κατὰ διάνοια ἁμαρτία ποὺ γίνεται πρὸ τοῦ ἔργου ὅπου ὁ ἄνθρωπος τυπώνει εἰς τὸν νοῦν του τὴν ἁμαρτία τόσο παστρικὰ ὠσὰν νὰ τὴν κάνει μὲ τὸ ἔργον. 



8ος Βαθμὸς εἶναι, αὐτὴ ἡ πράξη καὶ κατ’ ἐνέργεια ἁμαρτία. 



9ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ συνήθεια ὅταν γίνεται ἡ ἁμαρτία συχνά. 



10ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἕξις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μὲ βία καὶ δυναστεία ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπον νὰ ἁμαρτάνει θέλοντα καὶ μὴ θέλοντα. 



11ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἀπόγνωσις ποὺ κυριεύει τὸν ἁμαρτωλόν. 



12ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ αὐτοκτονία, δηλαδὴ θανατώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀφ’ ἑαυτοῦ του μὲ τὸ νὰ κυριεύθει ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. 

[Ἐξομολογητάριον Ἁγίου Νικοδήμου σελ. 19-20]



το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 29, 2016

Τι είναι το κόλλυβο; Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

                    Αποτέλεσμα εικόνας για τι είναι το κόλλυβο

Υπάρχει μια περιεκτικότατη σε νόημα και περιεχόμενο απάντηση που καλύπτει την παραπάνω ερώτηση, ενώ μας λύνει και άλλες παρόμοιες απορίες. Είναι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το οποίο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι.
Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεοϋπόστατο Σώμα Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει».
Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α' επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο πού εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του σιταριού.
Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά πού προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά πού προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος πού έκανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τηρών, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο τών Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και η φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.
Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα όποια έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα όποια συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα. γι αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι η Ανάσταση των νεκρών είναι έργο πού ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2016

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για τις απόκριες και τα καρναβάλια

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για τις απόκριες και τα καρναβάλια


Ποιός μπορεί να διηγηθεί τις αταξίες, που κάνουν
 οι Χριστιανοί κατά την περίοδο των Αποκρέων, 
και μάλιστα στα νησιά;
Στ’ αλήθεια, θα μπορούσε να πεί κανείς, ότι τότε οι Χριστιανοί
 δαιμονίζονται όλοι, διότι χορεύουν, παίζουν, τραγουδούν
ασυνείδητα, μέχρι και αυτοί οι πλέον γέροντες. Καί, όποιος δεν χορέψει ή δεν τραγουδήσει, θεωρείται τρελλός,
διότι οι άνδρες φορούν γυναικεία φορέματα και
 οι γυναίκες ανδρικά·
διότι ντύνεται ο καθένας με διαφορετικά ρούχα και μάσκες, 
τις κοινώς αποκαλούμενες μουτσούνες· τότε δεν έχει διαφορά
 ηημέρα από την νύκτα· διότι επίσης με την ημέρα και όλη η 
νύκτα ξοδεύεται σε χορούς και μασκαριλίκια· 
τότε δεν διαφέρουν οι λαικοίαπό τους κληρικούς και τους
 ιερωμένους· διότι όλοι εξ ίσου ατακτούν· τότε, για να πώέτσι, 
πανηγυρίζει ηασέλγεια· γιορτάζει ηακολασία· ευφραίνεται η μέθη· 
αγάλλεται η τρυφή και ηασωτεία· χορεύει ο διάβολος με δέκα μανδύλια
και μαζί με αυτόν χορεύει όλο το πλήθος των δαιμόνων· διότι το κέρδος,
 που κάνουν μόνο στις αποκριές, δεν μπορούν να το αποκτήσουν
 σε ολόκληρο τον χρόνο.

Λυπάται δε η αρετή· στενοχωριέται η σωφροσύνη·
 οδύρεται η χριστιανική σεμνότητα και η ευταξία· 
διώχνεται ο φόβος του Θεού και ο φόβος της κολάσεως 
και της κρίσεως· πενθείο Χριστός και θρηνούν όλοι οι
άγγελοι και οι δίκαιοι.
«Ω, και ποιός να μη κλάψει; και ποιός να μη χύσει καρδιοστάλακτα
δάκρυα, βλέποντας την απώλεια και την ανοησία αυτών των Χριστιανών;
Αυτοί είναι τόσο ανόητοι, πούαντί να κερδίσουν από την νηστεία της Αγίας Τεσσαρακοστής, περισσότερο ζημιώνονται από τις απόκριες, και, 
για να κερδίσουν ένα, χάνουν εκατό· και κάνουν οι άθλιοι σαν τους
ανόητους εμπόρους, τρέχοντας σε ζημία και όχι σε κέρδος· διότι
 ασύγκριτα μεγαλύτερη είναι η βλάβη που δέχονται κατά τις απόκριες,
παρά ηωφέλεια που λαμβάνουν από την Τεσσαρακοστή που έρχεται·
 ίλεως, ίλεως, ίλεως να γίνη ο Θεός.
Καί μακάρι αυτός να φωτίση τους άγιους Αρχιερείς και τους 
πνευματικούς και τους διδασκάλους, να εμποδίσουν αυτά τα κακά
με αφορισμούς και με επιτίμια, όπως ορίζει και ο ξβ’ Κανόνας της αγίας και Οικουμενικής Συνόδου:
«Τας ούτω λεγομένας Καλάνδας, και τα λεγόμενα Βοτά,
 και τα καλούμενα Βουμάλια…κατά τι έθος παλαιόν και αλλότριόν
του των Χριστιανών βίου, αποπεμπόμεθα, ορίζοντες μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ενδιδύσκεσθαι ή γυναίκα την ανδράσιν αρμόδιον
αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά ή τραγικά υποδύεσθαι·
 μήτε το του βδελυκτού Διονύσου όνομα την
 σταφυλήν εκθλίβοντος εν τοις ληνοίς επιβοάν….
Τούς ούν από του νυν τι των προειρημένων επιτελείν εγχειρούντας,
 εν γνώσει τούτων καθισταμένους, τούτους, ει μεν κληρικοί είεν, 
καθαιρείσθαι προστάσσομεν, ει δε λαικοί, αφορίζεσθαι».
*«Χρηστοήθεια των Χριστιανών», Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, 
Λόγος Β’, Μεταφραστής: Βενέδικτος Ιερομόναχος Αγιορείτης, 
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 
Έτος έκδοσης: 2010

Κυριακή, Φεβρουαρίου 21, 2016

Tὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα ( Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης )

Ο ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ πνευματικότατο βιβλίο του Πνευματικὰ Γυμνάσματα (Μελέτη ΙΔ΄) ἀναπτύσσει μὲ πολλὰ ἐπιχειρήματα πόσο μεγάλη ζημιὰ προξενοῦν τὰ λεγόμενα ἐλαφρὰ ἢ μικρὰ ἢ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα. Δυστυχῶς πολλοὶ ἄνθρωποι, ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος, μὲ ἐλαφρὰ συνείδηση δικαιολογοῦν πολλὲς παρεκκλίσεις τους ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, λέγοντας, δὲν εἶναι τίποτε ποὺ εἶπα ἕνα μικρὸ ψεματάκι, δὲν εἶναι τίποτε..., ποὺ ἀστειεύθηκα, ποὺ κάπνισα, ποὺ θύμωσα, ποὺ εἶπα πειρακτικοὺς λόγους εἰς βάρος τοῦ ἀδελφοῦ μου, ποὺ ἔφαγα περισσότερο ἀπ’ ὅσο χρειαζόταν καὶ παραγέμισα τὸ στομάχι μου.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς βεβαιώνει ρητῶς ὅτι καὶ γιὰ τοὺς ἀργοὺς λόγους θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεό (βλ. Ματθ. ιβ΄ 36)· καὶ γιὰ τὴν ἐμπεπλησμένη γαστέρα καὶ γιὰ τοὺς γέλωτες θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεό (βλ. Λουκ. ς΄ 25).
Ἂν ποῦμε λόγου ψέματα, μεγάλα, ἁμαρτάνουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μικρὰ ὀνομάζονται χάριν διακρίσεως, γιὰ νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὰ θανάσιμα. Μιὰ λίμνη ὀνομάζεται μικρή, ὅταν συγκρίνεται μὲ τὸν ὠκεανό. Ἀλλὰ αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν δὲν εἶναι μικρή.
Ἔχει χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια κυβικὰ νεροῦ. Ἄρα ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ἔχουν τὸ βάρος τους, εἴτε μικρὰ ὀνομάζονται εἴτε μεγάλα. Μᾶς ζημιώνουν λοιπὸν καὶ τὰ λεγόμενα ἐλαφρὰ ἢ μικρὰ ἁμαρτήματα.
Πρωτίστως διότι ἀσχημίζουν τὴν ψυχή, τὴ στεροῦν ἀπὸ τὴν ἀφθονία τῆς θείας Χάριτος, ψυχραίνουν τὴ θερμότητα τῆς ἀγάπης της πρὸς τὸν Θεό, ἐξασθενίζουν τὶς νοερὲς δυνάμεις της, ἀδυνατίζουν τὶς καλὲς συνήθειές της, μειώνουν χάριν ψέματα εἴτε μικρὰ εἶναι εἴτε τὸν ἐνθουσιασμὸ γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῆς εὐσεβείας, συνηθίζουν τὴ θέληση νὰ κλίνει μὲ εὐκολία πρὸς τὸ κακό, ξηραίνουν τὰ δάκρυα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς.
Οἱ περισσότερες σωματικὲς ἀσθένειες δὲν ὁδηγοῦν ἀκαριαίως στὸν βιολογικὸ θάνατο. Στὴν ἀρχὴ προξενοῦν πονοκέφαλο, πυρετό, ἐξάντληση· σιγά- σιγὰ ὅμως φθείρουν τὴν ὑγεία μας. Ἔτσι καὶ τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα δὲν ὁδηγοῦν ἀστραπιαίως στὸν πνευματικὸ θάνατο.
Στὴν ἀρχὴ προξενοῦν ὅλες τὶς παρενέργειες ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ σιγά-σιγὰ ἐπι βαρύνουν τὴν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς μας. Ἐπίσης μᾶς ζημιώνουν τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα, διότι ἀνοίγουν τὸν δρόμο πρὸς τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ἐφόσον μᾶς σπρώχνουν συνεχῶς στὸν γκρεμό, κάποια στιγμή, χωρὶς κὰν νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε, μᾶς ρίχνουν στὰ βάραθρά του.
Θεωροῦμε μικρὸ ἁμάρτημα, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος, τὸ νὰ ἐπιθυμήσουμε «τὸ μάταιον κάλλος», ἀλλὰ ἂς μετρήσουμε πόσα κακὰ προέρχονται ἀπὸ αὐτό: Ὁλόκληρη ἁλυσίδα ἁμαρτημάτων ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου, ὥσπου στὸ τέλος μᾶς ρίχνουν στὰ βάραθρα τῆς κολάσεως. Ὁ κατήφορος δὲν ἔχει σταματημό.
Βρισκόμαστε χαλαροὶ καὶ δὲν ἀντικρούουμε τὴν πρώτη προσβολή. Ἀλλὰ ἡ ὑποχώρηση αὐτὴ φέρνει καὶ δεύτερη καὶ τρίτη καὶ τέταρτη, ὥσπου στὸ τέλος μᾶς ὁδηγεῖ στὴ θανάσιμη ἁμαρτία. Ὁ κλέφτης ἀρχίζει νὰ κλέβει μικροποσὰ καὶ καταλήγει μεγαλοαπατεώνας.
Ἔτσι κι ἐμεῖς ἀρχίζουμε νὰ πέφτουμε στὰ ἐλαφρὰ καὶ καταλήγουμε νὰ πέφτουμε καὶ σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα. «Ὁ ἐξουθενῶν τὰ ὀλίγα κατὰ μικρὸν πεσεῖται» (Σοφ. Σειρ. ιθ΄ 1). Αὐτὸς ποὺ καταφρονεῖ τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα πέφτει καὶ στὰ μεγάλα.
Μὴν ὑποτιμοῦμε τὴ ζημιὰ ποὺ προξενοῦν τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα. Ὅπως μία ἀλεπού, ἂν μπεῖ στὸ ἀμπέλι τὸν καιρὸ ποὺ εἶναι ὥριμα τὰ σταφύλια, κάνει μεγάλη ζημιά, ἔτσι καὶ τὰ μικρὰ ἀλεπουδάκια της, ἂν μποῦν στὸ ἀμπέλι τὴν ἴδια ἐποχή, κάνουν ἐξίσου μεγάλη ζημιά. Ἀφανίζουν ἀμπελῶνες (βλ. ᾎσμ. β΄ 15).
Ἐπιπλέον μᾶς ζημιώνουν τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα, διότι μᾶς αἰχμαλωτίζουν στὸν μισάνθρωπο διάβολο, ὅπως μᾶς αἰχμαλωτίζουν καὶ τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ἂς ὑποθέσουμε, προσθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι ἕνα λιοντάρι πιάνεται στὴν παγίδα ἀπὸ τὸ ἕνα πόδι του, καὶ ἄλλο λιοντάρι πιάνεται ἀπὸ τὰ τέσσερα.
Ἐφόσον καὶ τὰ δυὸ πιάνονται στὶς παγίδες, εἶναι ἐξίσου αἰχμάλωτα. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι μιὰ βάρκα βυθίζεται, ὅταν τὴ φορτώσουμε μὲ ἕναν πολὺ μεγάλο καὶ βαρὺ βράχο ποὺ δὲν ἀντέχει νὰ τὸν σηκώσει. Ἐξίσου βυθίζεται, ἂν τὴ φορτώσουμε καὶ μὲ ἀμέτρητους κόκκους ἄμμου. Καὶ οἱ μικροσκοπικοὶ κόκκοι τῆς ἄμμου καὶ ὁ γιγαντιαῖος βράχος τὴν ἴδια ζημιὰ κάνουν. Ἀπὸ τὶς θεοφώτιστες ἐπισημάνσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου φαίνεται πολὺ καθαρὰ ὅτι καὶ τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα προξενοῦν μεγάλη ζημιά, ὅπως καὶ τὰ θανάσιμα. Καὶ τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα ὁδηγοῦν στὸν πνευματικὸ θάνατο, ὅπως καὶ τὰ θανάσιμα.
Νὰ μὴν ὑποχωροῦμε λοιπὸν στὸ κακό. Νὰ παρακαλοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ μᾶς δίνει τὴ χάρη Του νὰ μὴν κυριευθοῦμε ἀπὸ καμιὰ ἁμαρτία. «Μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία» (Ψαλμ. ριη΄ 133). Νὰ μὴ γλιστροῦμε οὔτε στὰ ἐλαφρὰ οὔτε στὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ νὰ βαδίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ «τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄2).

Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ", Τεῦχος 2075

Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2015

ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ Α’


AgiosNikodimos

Δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε οὔτε νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος μας
ποτὲ στὸν ἑαυτό μας
Τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι τὸν ἑαυτό σου, ἀγαπητὲ ἀδελφέ μου, εἶναι τόσο ἀναγκαῖο σ᾿ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ὥστε χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὄχι μόνο δὲν θὰ μπορέσεις νὰ ἐπιτύχεις τὴν νίκη ποὺ ἐπιθυμεῖς, ἀλλὰ οὔτε κἂν νὰ ἀντισταθεῖς στὸ παραμικρό. Κι αὐτὸ νὰ ἐντυπωθεῖ καλὰ στὸν νοῦ σου. Γιατὶ ἐμεῖς, ἂν καὶ εἴμαστε διεφθαρμένοι στὴν φύση μας, ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς παράβασης τοῦ Ἀδάμ, ἔχουμε σὲ μεγάλη ὑπόληψη τὸν ἑαυτό μας. Καὶ ἐνῷ αὐτὴ ἡ ἰδέα στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι παρὰ ἕνα τιποτένιο ψέμα, ἐμεῖς ὅμως νομίζουμε μὲ μιὰ ἀπατηλὴ ἐντύπωση πὼς εἴμαστε κάτι. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐλάττωμα ποὺ ἀναγνωρίζεται πολὺ δύσκολα ἀπὸ ἐμᾶς κι αὐτὴ ἡ ἀπατηλὴ ἰδέα δὲν εἶναι ἀρεστὴ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ νὰ ἔχουμε μιὰ τίμια καὶ ἀνόθευτη γνώση τῆς ἀλήθειας. Νὰ ξέρουμε δηλαδὴ πὼς κάθε χάρη καὶ κάθε ἀρετή μας προέρχεται μόνο ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ. Ἀπὸ ἐμᾶς δὲν μπορεῖ νὰ προέλθει κανένα καλὸ οὔτε κανένας καλὸς λογισμὸς ποὺ νὰ πλησιάζει πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ σίγουρη ἀλήθεια, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴν πιστεύουμε στὸν ἑαυτό μας. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι δῶρο τῆς θείας Του χάριτος, τὴν ὁποία συνηθίζει νὰ τὴν δίνει στοὺς ἀγαπημένους Του φίλους, ἄλλοτε μὲ ἐμπνεύσεις καὶ φωτισμοὺς τοῦ νοῦ, ἄλλοτε μὲ σκληρὲς δοκιμασίες καὶ θλίψεις, ἄλλοτε μὲ βίαιους καὶ σχεδὸν ἀνίκητους πειρασμοὺς καὶ ἄλλοτε μὲ ἄλλα μέσα ποὺ ἐμεῖς δὲν καταλαβαίνουμε. Μὲ ὅλα αὐτὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν σωτηρία μας ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ γίνεται ἀπὸ τὴν μεριά μας ἐκεῖνο ποὺ ἀνήκει καὶ εἶναι δυνατὸ ἀπὸ ἐμᾶς, δηλαδὴ ἡ θεληματικὴ διάθεση πρὸς ἐργασία τῆς σωτηρίας μας. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἀδελφέ μου, σοῦ σημειώνω ἐδῶ τέσσερις τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους μπορεῖς, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ πετύχεις αὐτὴ τὴν ἔλλειψη πίστης στὸν ἑαυτό σου, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι ποτὲ τὸν ἑαυτό σου.
α) Ὁ πρῶτος εἶναι νὰ γνωρίσεις τὴν μηδαμινότητά σου καὶ νὰ συνειδητοποιήσεις πὼς ἀπὸ μόνος σου δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις κανένα καλὸ γιὰ τὸ ὁποῖο νὰ ἀξιωθεῖς τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
β) Ὁ δεύτερος εἶναι νὰ ζητᾶς πολλὲς φορὲς βοήθεια ἀπ᾿ τὸν Θεό, μὲ θερμὲς καὶ ταπεινὲς δεήσεις, νὰ γνωρίσεις τὴν μηδαμινότητά σου. Αὐτὸ εἶναι δικό Του χάρισμα. Ἂν θέλεις νὰ λάβεις τὴν γνώση τῆς μηδαμινότητάς σου, πρέπει πρῶτα νὰ σκεφτεῖς γυμνὸ ἀπὸ αὐτὴ τὴν γνώση τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀδύνατο γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσεις ἀπὸ μόνος σου. Ἔπειτα νὰ μιλήσεις ἐλεύθερα πολλὲς φορὲς μπροστὰ στὴν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ πιστεύοντας σταθερὰ ὅτι ἀπὸ τὸ πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Του θὰ σοῦ τὴ δώσει, ὅταν αὐτὸς κρίνει ὅτι εἶναι ἡ ὥρα. Γνώριζε καὶ μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου ὅτι θὰ τὴν ἀπολαύσεις.
γ) Ὁ τρίτος τρόπος εἶναι νὰ συνηθίσεις νὰ φοβᾶσαι πάντα τὸν ἑαυτό σου καὶ τοὺς ἀναρίθμητους ἐχθρούς, στοὺς ὁποίους δὲν εἶσαι ἱκανὸς νὰ φέρεις τὴν παραμικρὴ ἀντίσταση. Νὰ φοβᾶσαι τὴν μακρόχρονη συνήθειά τους νὰ πολεμοῦν, τὶς πανουργίες τους καὶ τὰ στρατηγικά τους σχέδια, τὶς μεταμορφώσεις τους σὲ ἀγγέλους φωτός, τὰ ἀναρίθμητα τεχνάσματα καὶ τὶς παγίδες ποὺ σοῦ στήνουν κρυφὰ στὸν προσωπικό σου δρόμο τῆς ἀρετῆς.
δ) Ὁ τέταρτος τρόπος εἶναι, ὅταν πέσεις σὲ κάποιο σφάλμα, νὰ περάσεις πλέον ἔντονα στὴν σκέψη τῆς ἀπόλυτης ἀδυναμίας σου. Γιατὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ὁ Θεὸς παραχωρεῖ νὰ πέσεις σ᾿ αὐτό, γιὰ νὰ γνωρίσεις καλύτερα τὴν ἀσθένειά σου. Ἔτσι μὲ τὴν πτώση σου νὰ μάθεις ὄχι μόνο νὰ περιφρονεῖς ἐσὺ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου ὡς τιποτένιο, ἀλλὰ καὶ νὰ θέλεις νὰ περιφρονεῖσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὡς ἀδύναμος. Χωρὶς αὐτὴ τὴ θέληση γιὰ περιφρόνηση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ ἡ ἐνάρετη ἀπιστία πρὸς τὸν ἑαυτό σου, ἡ ὁποία ἔχει τὸ θεμέλιό της στὴν ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ στὴν λεγόμενη ἔμπρακτη γνώση ἀπὸ τὴν δοκιμασία τῶν πειρασμῶν.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω ὁ καθένας βλέπει πόσο εἶναι ἀναγκαῖο σὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ οὐράνιο ἄκτιστο φῶς τὸ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ τὴν γνώση ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ συνηθίζει νὰ τὴν δίνει διαμέσου τῶν πτώσεων στοὺς ὑπερήφανους καὶ ὅσους ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἀφήνοντάς τους δηλαδὴ μὲ δίκαιο τρόπο νὰ πέφτουν σὲ κάποιο σφάλμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο νόμιζαν πὼς μποροῦν νὰ φυλαχτοῦν. Ἔτσι νὰ γνωρίσουν τὴν ἀδυναμία τους καὶ νὰ μὴν πιστεύουν καθόλου πλέον στὸν ἑαυτό τους.
Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀγωνίζεσαι καὶ ἔχεις κακουχίες ἀπὸ τὴν πτώση, δὲν συνηθίζει πάντα νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός, παρὰ μόνον ὅταν τὰ ἄλλα μέσα, τὰ πιὸ ἐλεύθερα ποὺ εἴπαμε (δηλαδὴ οἱ τρεῖς προηγούμενοι τρόποι), δὲν προξενήσουν στὸν ἄνθρωπο αὐτὴ τὴν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Τότε ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πέσει σὲ σφάλματα μεγαλύτερα ἢ μικρότερα, ἀνάλογα μὲ τὸ ἂν εἶναι μεγαλύτερη ἢ μικρότερη ἡ περηφάνια καὶ ἡ ὑπόληψη ποὺ ἔχει στὸν ἑαυτό του. Ὥστε, ὅπου δὲν ὑπάρχει καμιὰ τέτοια ἐμπιστοσύνη στὸ ἐγώ, ὅπως ἡ Παρθένος Μαρία ποὺ ταπεινώθηκε καὶ ἀποδέχτηκε ἀμέσως τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ἀντίστοιχα δὲν πρόκειται νὰ ὑπάρξει καμιὰ πτώση. Λοιπόν, ἂν ἐσὺ πέσεις, τρέξε ἀμέσως μὲ τὸν νοῦ σου στὴν ταπεινὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ μὲ ἐπίμονη προσευχὴ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σοῦ δώσει τὸ ἀληθινὸ φῶς γιὰ νὰ γνωρίσεις τὴν μηδαμινότητά σου. Καὶ νὰ μὴν πιστεύεις καθόλου στὸν ἑαυτό σου, ἂν θέλεις νὰ μὴν ξαναπέσεις πάλι καὶ μάλιστα σὲ χειρότερη βλάβη καὶ φθορά.
(Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, “Ἀόρατος Πόλεμος”, Κεφ. 2ο)

Τρίτη, Ιουλίου 14, 2015

Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης εναντίον των αφορισμών!


Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο εκκλησιαστικός θεσμός δείχνει να είναι αφιλάνθρωπος και αυστηρός. Λόγω της εθναρχικής θέσης του, ήταν ο μοναδικός μοχλός στις τάξεις του υπόδουλου Γένους, που θα μπορούσε να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή ανάμεσα στους χριστιανούς. Έτσι, προσπαθώντας να επιβάλει τις αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, χρησιμοποιεί το επιτίμιο του αφορισμού. Αυτή η ποινή, είτε ως απειλή που επικρέμεται είτε ως δικονομικό, κατασταλτικό και αποτρεπτικό μέτρο, συναντάται σε συνοδικές πράξεις και σε πατριαρχικά έγγραφα και σιγίλλια.
nikodhmos1
Ουσιαστικά, ο αφορισμός από πνευματικό επιτίμιο μεταβάλλεται σε διοικητικό μέτρο για την επίτευξη της κοινωνικής ευταξίας. Παρά την κατά κόρον χρήση του στους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, δεν έγινε κατά βάθος αποδεκτός από τη συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος και σταδιακά η χρήση του εξέλιπε. Όχι τυχαία, εξάλλου, δεν συμπεριελήφθη σε νομοκανονικές συλλογές, σε Εξομολογητάρια, σε Ευχολόγια και λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας.
Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης ήταν αντίθετος με το επιτίμιο του αφορισμού, θεωρώντας το ως αντικανονικό. Διέκρινε, μάλιστα, 3 είδη αφορισμού: 1) τον θείο, 2) τον κανονικό και εύλογο, και 3) αυτόν που επιβάλλεται “παρά τους κανόνας”. Ακόμη, διαχώριζε τον αφορισμό της εποχής του από αυτόν που επιβάλλονταν σε παλαιότερες εποχές. Θεωρούσε, δηλαδή, ότι ο παλαιότερος ισοδυναμούσε κατά βάση με εξωεκκλησιασμό, ενώ ο σύγχρονός του με ένα βαρύ ανάθεμα.
Απευθυνόμενος, μάλιστα, στον ξάδερφό του, επίσκοπο Ευρίπου Ιερόθεο, του συνιστά να μην καταράται και να αποφεύγει τον αφορισμό, διότι αυτό αποτελεί γνώρισμα βαρβάρων και απαιδεύτων ανθρώπων και απαγορεύεται από τους θείους και ιερούς κανόνες. Θεωρεί δε ότι έργο του αρχιερέα είναι να εύχεται και να ευλογεί το ποίμνιό του αλλά και τους εχθρούς (σύμφωνα με τα ευαγγελικά λόγια) και όχι να καταράται!
Πηγή:Πρωτ. Βασιλείου Καλλιακμάνη, Μεθοδολογικά Πρότερα της Ποιμαντικής. Λεντίω ζωννύμενοι, Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 78-80.

το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2015

Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ


 



Λέγεται ότι,οι άνθρωποι συνηθίζουν να διώκουν,να κατηγορούν και να συκοφαντούν τους Αγίους, όταν αυτοί βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Μόλις όμως φύγουν από την ζωή, τότε αρχίζουν να τους τιμούν, να τους αγιάζουν και να προστρέχουν σ’ αυτούς.

Πράγματι είναι πολύ γνώριμο και συνηθισμένο το φαινόμενο αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, και συνέβει όχι μόνον σε πάρα πολλούς Αγίους, όπως: Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος, Θεόδωρος Στουδίτης, Μάξιμος Ομολογητής, Νεκτάριος Πενταπόλεως και πολλούς άλλους, αλλά συνέβει ακόμη και σ’ Αυτόν τον ίδιο τον Κύριό μας, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.

Το ίδιο ακριβώς, έπαθε και ο σύγχρονος, σπουδαίος  και πολυγραφώτατος Άγιος,  ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος και αναγκάστηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, να γράψει αυτή την καταπληκτική απολογία, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν είναι κακόδοξος και αιρετικός. Τι να πει κανείς! 
Τα λόγια περιττεύουν σε τέτοιες περιπτώσεις...

Ας διαβάσουμε λοιπόν, ένα μέρος απ’ αυτήν την σπουδαία απολογία του και πιστεύω ότι θα ωφεληθούμε τα μέγιστα.

π. Μάξιμος






ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΔΗΛΑΔΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΗ
Κατά τῶν, ὅσοι ἀμαθῶς καί κακοβούλως ἐτόλμησαν παρεξηγεῖν καί διαβάλλειν Παραδόσεις τινάς τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας καί ἄλλα τινά τῶν περί Πίστεως ὑγιῆ καί ὀρθόδοξα φρονήματα τοῦ ἀοιδίμου Διδασκάλου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

(Α΄ Μέρος)



Φοβερό πράγμα είναι ο φθόνος, αγαπητοί μου, και ανήσυχο διαρκώς βρίσκεται σε κίνηση και ποτέ δεν παύει να ενεργοποιεί την φυσική του ιδιότητα. Αυτή συνίσταται στο να προσάπτει μομφή στους άμεμπτους, να κατηγορεί τους ακατηγόρητους και να διαβάλλει ως δήθεν κακόδοξους και ασεβείς ακόμη και αυτούς πού τυχαίνει να είναι οι πλέον ευσεβείς και Ορθόδοξοι.
Για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέω, αρκεί να αναφερθούν τα παραδείγματα των μεγάλων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μαςκαι εννοώ τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο, τον Χρυσόστομο και τους υπολοίπους, οι οποίοι ενώ ήσαν οι πλέον ευσεβείς και Ορθόδοξοι, εν τούτοις διαβάλλονταν από τους εχθρούς τους ως δήθεν ασεβείς και κακόδοξοι.
Κι αν, όπως συνέβη, οι τέτοιας λογής και τόσου μεγέθους άγιοι της Εκκλησίας δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν από τον φθόνο και τίς διαβολές, πώς ήταν δυνατό να μείνουμε ακατηγόρητοι εμείς και να φανούμε ανώτεροι από αυτούς, εμείς που δεν είμαστε άξιοι ούτε να σταθούμε κοντά τους; Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο πού κι εμείς κατηγορούμαστε και διαβαλλόμαστε με δυσφημιστικά και κακόδοξα ονόματα, από κάποιους αδελφούς που κινούνται από φθόνο και πείσμα ή και από μίσος.

Υπάρχουν εξάλλου και μερικοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν καθόλου τι σημαίνει η λέξη «Κολλυβάς» και δεν καταλαβαίνουν την αιτία για την οποία κατηγορούμαστε και δυσφημιζόμαστε. Αυτοί, μόνο και μόνο επειδή ακούνε τους άλλους να μας αποκαλούν Κολλυβάδες και αιρετικούς και κακόδοξους, και με άλλους παρόμοιους δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς, αμέσως τους ακολουθούν στο να εκτοξεύουν εναντίον μας τις ίδιες δυσφημιστικές ονομασίες.

Μοιάζουν λοιπόν μ’ εκείνους τους ανόητους Αθηναίους, οι όποιοι ενώ ήσαν άξεστοι και αγροίκοι, κατηγόρησαν τον δίκαιο Αριστείδη και έγραψαν εναντίον του επάνω στο όστρακο ότι είναι άξιος να εξοστρακισθεί και να εξοριστεί από την Αθήνα. Και το έκαναν αυτό, παρόλο που δεν τον γνώριζαν καθόλου από πριν τους έφτανε μόνο που άκουγαν από τους άλλους ότι είναι άξιος εξοστρακισμού και εξορίας, σύμφωνα με την εξιστόρηση που γίνεται για αυτόν στα «Παράλληλα» του Πλουτάρχου. Παραλείπουμε βέβαια, επειδή είναι κακόφημη, την ταιριαστή σε τέτοιες περιπτώσεις δημώδη και λαϊκή εκείνη παροιμία πού λέγει: «μόλις γαβγίζει ένας σκύλος αμέσως γαβγίζει κι άλλος».

Για να κάνουμε λοιπόν γνωστή την αλήθεια, αναγκαζόμαστε να εκθέσουμε εδώ την παρούσα ιδιόχειρη ομολογία της Πίστεως μας και να απολογηθούμε με συντομία τι φρονούμε για εκείνα (τα θέματα) για τα οποία αδίκως μας κατηγορούν γιατί ακούμε τον κορυφαίο (απόστολο) Πέτρο που μας παραγγέλλει: «Να είστε πάντοτε έτοιμοι να απολογηθείτε σε καθένα που σας ζητάει λόγο... (για την πίστη σας)» (Α’ Πέτρ. γ’, 15). Και τούτο, αφενός, για να κλείσουν τα στόματα τους με το να φοβηθούν τον Θεό και την μέλλουσα ανταπόδοση εκείνοι που με εμπάθεια εκτοξεύουν εναντίον μας αυτές τίς κατηγορίες και αφετέρου, οι αδελφοί πού αγνοώντας (την αλήθεια) σκανδαλίζονται και ψυχραίνονται από όσα λέγονται εναντίον μας, να πάψουν να σκανδαλίζονται, βλέποντας ήδη να φανερώνονται και προφορικά και γραπτά και έντυπα τα φρονήματα πού έχουμε στην καρδιά μας επειδή σύμφωνα με τον απόστολο (Παύλο) «Με την καρδιά πιστεύει κανείς εκείνο, που οδηγεί στη δικαίωσή του, ενώ με το στόμα ομολογεί εκείνο που οδηγεί στη σωτηρία» (Ρωμ, Γ, 10).

Πρώτα-πρώτα, λοιπόν, ομολογούμε και κηρύττουμε καιαποδεχόμαστε τα δώδεκα άρθρα πού Βρίσκονται στο κοινό Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή αυτά πού περιέχονται στο «Πιστεύω εις ένα Θεόν», τα οποία καθημερινά τα διαβάζουμε και ο καθένας μόνος του και από κοινού, και στα κελλιά μας και στις άγιες εκκλησίες του Θεού, στις όποιες θα τύχει να παρευρεθούμε. Διότι ακούμε τον θείοΧρυσόστομο να λέγει: «Είναι δόγματα που κατέβηκαν από τον Ουρανό οι φρικτοί κανόνες πού βρίσκονται στο Σύμβολο» (στην Μ’ Ομιλία, στην Α’ προς Κορινθίους).

Δεύτεροομολογούμε και ενστερνιζόμαστε όλα τα αλλά δόγματα, όσα η Καθολική και Ανατολική Αγία Εκκλησία του Χριστού ομολογεί και κηρύττει. Τόσο αυτά που αφορούν την υψηλή και Τριαδική θεολογία, δηλαδή τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, των οποίων η Θεότητα είναι μία, σύμφωνα με τον Ε’ Κανόνα της δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, όσο και αυτά που έχουν σχέση με την βαθιά και ένσαρκη Οικονομία του Θεού Λόγου. Και για να πω αυτό που λέει ο Μέγας Βασίλειος«Πιστεύουμε σύμφωνα με όσα ομολογήσαμε στο βάπτισμα μας και φρονούμε σύμφωνα με όσα έχουμε πιστεύσει». (στον Α’ Ασκητικό Λόγο).

Τρίτοομολογούμε και αποδεχόμαστε με ευσεβές φρόνημα τα επτά θεία και ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, τα οποία είναι: Το άγιο Βάπτισμα, το άγιο Μύρο, η θεία Ευχαριστία, η Ιεροσύνη, ο νόμιμος Γάμος, η Μετάνοια και το Ευχέλαιο. Και αυτά τα τιμούμε και τα σεβόμαστε με κάθε πίστη και ευλάβεια, ως αναγκαιους συντελεστές στη σωτηρία της ψυχής μας και αποδεχόμαστε την χάρη και τον αγιασμό αυτών των Μυστηρίων, σύμφωνα με το (ιεροτελεστικό) τυπικό που τηρείται και διαφυλάσσεται στην Ανατολική (Ορθόδοξη) του Χριστού Εκκλησία.

Τέταρτοκρατάμε τις αποστολικές παραδόσεις, που διδαχθήκαμε είτε προφορικά είτε με Επιστολή των θείων και ιερών Αποστόλων και μένουμε (σταθεροί) σ’ αυτά που μάθαμε και επιβεβαιώσαμε, όπως ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει σ’ εμάς και σ’ όλους τους χριστιανούς και στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή και στην Β’ προς Θεσσαλονικείς και στην Β’ προς Τιμόθεο.

Πέμπτο, μαζί με τις παραδόσεις των αποστόλων κρατούμε καιαποδεχόμαστε και τις παραδόσεις της Εκκλησίας, δηλαδή αυτές που ορίσθηκαν από τους διαδόχους των αποστόλων -ήταν φρόνημα του κακόδοξου Μοντανού, ο όποιος άκμασε κατά τον δεύτερο αιώνα, το να αθετεί τις παραδόσεις και τις συνήθειες της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, βιβλίο Ε’, κεφ. ΙΕ’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας-, γιατί τα δόγματα και οι παραδόσεις της Εκκλησίας δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους, μη γένοιτο κάτι τέτοιο! Αλλά μάλλον το ένα είναι συστατικό του άλλου. Γιατί, αφενός τα δόγματα της Πίστεως συνιστούν (συγκροτούν) τις παραδόσεις της Εκκλησίας και αφετέρου οι παραδόσεις της Εκκλησίας θεμελιώνονται επάνω στα δόγματα της Πίστεως. Έτσι και τα δύο μαζί έχουν την ίδια σπουδαιότητα για την ευσέβεια (των πιστών). Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος είπε ότι «αυτά τα δύο έχουν την ίδια ισχύ για την ευσέβεια» (Κανόνας 91ος). Γιατί, όπως οι μεγάλες πέτρες στέκονται με τις μικρές, και οι δύο μαζί συγκροτούν την οικοδομή -επειδή αν θελήσει κανείς να γκρεμίσει τις μικρές, γκρεμίζει ταυτόχρονα και τις μεγάλες-, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τα δόγματα της Πίστεως στέκονται μαζί με τις παραδόσεις της Εκκλησίας και αν θελήσει κανείς να αθετήσει τις παραδόσεις της Εκκλησίας, αθετεί μαζί και τα δόγματα της Πίστεως. Για αυτό είπε πάλι ο Μέγας Βασίλειος«Γιατί αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψουμε τις άγραφες συνήθειες, επειδή τάχα δεν έχουν μεγάλη σπουδαιότητα, χωρίς να το είχαμε αντιληφθεί θα ζημιώναμε στα πιο σημαντικά σημεία το Ευαγγέλιο και μάλλον θα καταντούσαμε το κήρυγμα (του Ευαγγελίου) απλό όνομα». (Κανόνας 91ος).

Έκτο, κρατούμε και αποδεχόμαστε όλους τους ιερούς Κανόνες των πανευφήμων Αποστόλων, των επτά Οικουμενικών Συνόδων, των τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων και θεοφόρων Πατέρων, που επικυρώθηκαν από την Έκτη Οικουμενική Σύνοδο στον Β΄ Κανόνα της και από την Έβδομη στον Α’ Κανόνα της. Και μαζί με τους Κανόνες αποδεχόμαστε και τα πρακτικά των ίδιων αγίων Συνόδων, γιατί και τα δύο αυτά έχουν την ίδια εγκυρότητα.

Έβδομο, και για να ολοκληρώσουμε, όλα όσα αποδέχεται και ομολογεί η Αγία, Καθολική, Αποστολική και Ανατολική Εκκλησία του Χριστού, η κοινή και πνευματική μας μητέρα, αυτά και εμείς αποδεχόμαστε και ομολογούμε μαζί της. Και όσα αυτή αποστρέφεται και αποκηρύττει, αυτά παρόμοια κι’ εμείς τα αποκηρύττουμε και τα αποστρεφόμαστε μαζί της σαν παιδιά της και ειλικρινή και γνήσια.


Μετά από αυτά που ομολογήσαμε προηγουμένως, ερχόμαστε τώρα να απολογηθούμε με συντομία για όσα μας κατηγορούν. Άλλα πριν από την απολογία μας, κρίναμε ότι είναι αναγκαίο να πληροφορήσουμε τους αναγνώστες σχετικά με τη σημασία της λέξεως κόλλυβα. Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το όποιο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεουπόστατο Σώμα Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει». Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α’ επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο που εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του σιταριού.

Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά που προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά που προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος που έκανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς. Ο δεύτερος λόγος για τον όποιο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και ή φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.

Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια, επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα οποία έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα οποία συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα. Γι΄ αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι η Ανάσταση των νεκρών είναι έργο που ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.

Μετά από την παραπάνω προδιασάφηση για την σημασία των κολλύβων, απολογούμαστε πρώτα για εκείνο το ζήτημα, που πολλοί αδελφοί, χωρίς φόβο Θεού κατηγορώντας μας αποκαλούν «Κολλυβάδες». Και λέμε ότι την ονομασία αυτή ψεύτικα και συκοφαντικά μας την προσάπτουν οι καλοί αδελφοί, διότι εμείς τηρούμε την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, η οποία ανέκαθεν και από την αρχή παρέλαβε ήμερα Σάββατο να τελεί τα μνημόσυνα των εν Χριστώ κεκοιμημένων και όχι ήμερα Κυριακή(μνημόσυνα, βέβαια, ονομάζουμε αυτά που τελούνται με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο, όχι αυτά στα όποια γίνεται απλή μνημόνευση ονομάτων κατά την τέλεση της Ιερής Λειτουργίας, γιατί αυτά έχουν άλλη έννοια, όπως θ’ αναφερθεί παρακάτω) και αυτό θα γίνει φανερό από όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια.
Η Εκκλησία, λοιπόν, όχι μόνο την γενική ενθύμηση των ψυχών πάντοτε ημέρα Σάββατο την τελεί (ψυχοσάββατο) και ουδέποτε ήμερα Κυριακή -όπως φαίνεται και από το ιερό Τριώδιο και από το ιερό Πεντηκοσταρίου- αλλά και κάθε Σάββατο κάθε εβδομάδας αυτό το ίδιο κάνει, μνημονεύει δηλαδή τους κεκοιμημένους, όπως φαίνεται από το ιερό βιβλίο της Παρακλητικής.

Για ποιους όμως λόγους, η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, πάντοτε ημέρα Σάββατο; 
Πρώτοεπειδή την ήμερα του Σαββάτου ο Κύριος βρισκόταν με την ψυχή στον Άδη για να του πάρει τα λάφυρα και να λύσει από τα δεσμά τις εκεί ευρισκόμενες φυλακισμένες ψυχές, όπως το βεβαιώνει αυτό ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Αυτός γράφοντας προς τον Κομητά για το θέμα των αγίων νηστειών, να πως λέγει αυτολεξεί, 
«με τον ίδιο τρόπο και εδώ το Πνεύμα το Άγιο δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας ολοήμερη μέχρι την εσπέρα νηστεία για τις πέντε ημέρες της εβδομάδας (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής), για το Σάββατο και την Κυριακή δεν όρισε ολοήμερη νηστεία, αλλά την αποχή μόνο από κάποιες τροφές. Και τούτο επειδή τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο και από τη νηστεία επικρατεί η Ανάσταση, που γνωρίζουμε ότι έγινε ημέρα Κυριακή. Όπως και τα Σάββατα της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο από τη νηστεία επικρατεί η λειτουργική προσφορά πού γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων άγιων (δηλαδή των Ορθόδοξων Χριστιανών, εκλαμβάνοντας πλατύτερα τη λέξη άγιος), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο, εξαιτίας του πριν από το Πάσχα Σαββάτου (να ο λόγος, για τον οποίο το Σάββατο τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων) τότε που ο Χριστός έδεσε τον ισχυρό (Διάβολο) και άρπαξε όλα τα σκεύη του αυτό είναι και το μοναδικό Σάββατο (το Μέγα Σάββατο) κατά το όποιο πρέπει να νηστεύουν εκείνοι που εορτάζουν τη χαρά της Αναστάσεως» (στον Α’ τόμο).

Από αυτά τα λόγια, λοιπόν, του θείου Δαμάσκηνου βγάζουμε τούτο το καλό συμπέρασμα, ότι αυτοί που δεν τελούν το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αλλά την Κυριακή, αθετούν αφενός τα λόγια αυτά του θείου πατέρα, και αφετέρου συγχέουν (μπερδεύουν) τα χαρακτηριστικά που έχει το Σάββατο με τα χαρακτηριστικά που έχει η Κυριακή. Και τούτο, διότι κατά το Σάββατο ήταν στον Άδη η θεοϋπόστατη ψυχή του Σωτήρα Χριστού, για να λυτρώσει τις ψυχές που ήσαν εκεί ενώ κατά την Κυριακή ήταν έξω από τον Άδη η ψυχή Του, ενωμένη με το ζωοποιημένο και αναστημένο απ’ αυτήν σώμα και με την ενωμένη υποστατικά μ’ αυτήν Θεότητα.
Ο Μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης διακηρύττει την αναμφισβήτητη γενική αύτη αρχή, ότι δεν πρέπει να συγχέουν κάποιοι τα ιερά σύμβολα, γιατί συγχέουν (μπερδεύουν) ταυτόχρονα και τις αιτίες και τις δυνάμεις και τις τάξεις αυτών των οποίων είναι σύμβολα, αλλά πρέπει να τα διατηρούν ασύγχυτα και αντίστοιχα με τα αίτια τους. Και να πώς το λέγει αυτολεξεί: 
«Δεν πρέπει να συγχέουμε όπως τύχει τα ιερά σύμβολα, αλλά να τα εξηγούμε ταιριαστά με τις αιτίες ή τις υποστάσεις ή τις δυνάμεις ή τις τάξεις ή τις αξίες, των οποίων και είναι αποκαλυπτικά σύμβολα» (στην Επιστολή προς τον Τίτο).

Έχοντας την ίδια γνώμη με τον θείο Δαμασκηνό και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης είπε στην ερμηνεία της επιγραφής του 92ου ψαλμού: 
«Ποιος απ’ αυτούς που δέχθηκαν την ευσεβή διδασκαλία (του Ευαγγελίου) δεν γνωρίζει ότι την ήμερα του Σαββάτου πραγματοποιήθηκε το μυστήριο του θανάτου; ότι, σύμφωνα με την ακρίβεια του (μωσαϊκού) νόμου, έμεινε ακίνητο μέσα στον τάφο το ζωοποιό Σώμα του Κυρίου την ημέρα εκείνη;».

Δεύτερος λόγος για τον όποιο η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα το Σάββατο είναι, γιατί η λέξη Σάββατο στα ελληνικά σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Επειδή, λοιπόν, οι ψυχές των κεκοιμημένων κατάπαυσαν (σταμάτησαν) απ’ όλα τα βιοτικά πράγματα, γι’ αυτό ανάλογα και κατάλληλα τελείται και η μνήμη τους την καταπαύσιμη ημέρα του Σαββάτου. Και αυτό το βεβαιώνει το συναξάρι του ιερού Τριωδίου, που είναι γραμμένο για το Σάββατο της Απόκρεω, με τα παρακάτω λόγια:

«Σάββατο πάντοτε (σημείωσε αυτό το πάντοτε) τελούμε τη μνήμη των ψυχών, διότι η εβραϊκή λέξη Σάββατο σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Και αφού λοιπόν οι πεθαμένοι κατάπαυσαν (σταμάτησαν)από τίς βιοτικές φροντίδες και από όλα τα υπόλοιπα πράγματα, γι’ αυτό στην καταπαύσιμη ημέρα κάνουμε τις δεήσεις για χάρη τους το μερικό βέβαια έχει επικρατήσει να γίνεται και κάθε Σάββατο (καθώς αυτό γίνεται φανερό από την ιερή Παρακλητική, όπως είπαμε πιο πάνω). Στο σημερινό όμως ψυχοσάββατο (της Απόκρεω) κάνουμε γενική μνημόνευση και προσευχόμαστε για όλους τους ευσεβείς».
Σημείωσε αυτό που λέγει εδώ ο σοφός Νικηφόρος ο Κάλλιστος, αυτός που συνέγραψε τα Συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Γιατί λέγοντας ότι: «Αύτη την ήμερα (του ψυχοσάββατου) μνημονεύουμε γενικώς και προσευχόμαστε για κάθε ευσεβή άνθρωπο», έδειξε ότι σε άλλα Σάββατα μνημονεύουμε και μερικώς (ονομαστικώς) τους κεκοιμημένους πατέρες μας και αδελφούς διότι αντιδιαστέλλεται το γενικώς με το μερικώς. Και αυτό γίνεται φανερό και από τον παρακάτω ορισμό του καθολικού Τυπικού, το οποίο λέγει ότι τα μερικά τριήμερα και τα εννιάμερα μνημόσυνα του αδελφού που κοιμήθηκε κατά την περίοδο της μεγάλης Τεσσαρακοστής, πρέπει να γίνονται το Σάββατο. Αλλ’ αυτό βέβαια, σαφέστερα και ισχυρότερα, φαίνεται και από τα προηγούμενα λόγια του θείου Δαμασκηνού, που λέγει: 
«δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας το Πνεύμα το Άγιο... όρισε την λειτουργική προσφορά που γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων αγίων (δηλαδή χριστιανών), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο».

Άρα, είναι ανίσχυρα και μάταια αυτά που προβάλλονται σοφιστικά (παραπλανητικά) από μερικούς, ότι δηλαδή τα γενικά μνημόσυνα (ψυχοσάββατα) γίνονται μόνο το Σάββατο, ενώ τα μερικά μνημόσυνα (για συγκεκριμένους κεκοιμημένους) γίνονται και την Κυριακή. Σημείωσε ακόμα και τούτο, σαν συμπέρασμα που βγαίνει από τα προηγούμενα, ότι αυτοί που τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων την Κυριακή ανατρέπουν τον λόγο του ιερού Τριωδίου που αναφέρθηκε παράπονο). Και τούτο επειδή η Κυριακή δεν είναι καταπαύσιμη ημέρα, όπως είναι το Σάββατο, για να γίνονται και σ’ αυτήν τα μνημόσυνα, αλλά είναι «απαρχή της αιωνίου βιωτής», αρχή της αιώνιας ζωής, όπως ψάλλει η αγία Εκκλησία του Χριστού μαζί με τον θείο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.

Εμείς λοιπόν που τηρούμε την παραπάνω παράδοση της Εκκλησίας, η οποία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο και εμείς που τηρούμε τους αναφερθέντες λόγους του θείου Δαμασκηνού και του ιερού Τριωδίου εμείς, λέγω, κατηγορούμαστε και ονομαζόμαστε «Κολλυβάδες». Από ποιους από εκείνους που παραβαίνουν αυτήν εδώ την παράδοση της Εκκλησίας και κάνουν μνημόσυνα την Κυριακή.
Ω γη και ήλιε και της δικαιοσύνης οφθαλμοί που βλέπετε! Και είναι δίκαιο πράγμα αυτό, όταν μάλιστα εμάς πρέπει να μας επαινούν γι’ αυτή τη στάση μας και να μας εγκωμιάζουν ως φύλακες της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως; Να κρίνετε χωρίς πάθος, σας παρακαλούμε, να κρίνετε εσείς πού έχετε διάκριση και φόβο Θεού στην ψυχή σας.

Ότι βέβαια είναι αρχαία συνήθεια και παράδοση της Εκκλησίας το να τελεί το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αυτά που γίνονται με κόλλυβα και νεκρώσιμο Τρισάγιο και εκτενή ευχή και ακολουθία, αυτό επιβεβαιώνεται από πολλούς. Το βεβαιώνει αυτό πρώτο, η ίδια η πράξη των Ιερών και ευαγών Μοναστηριών του Αγίου Όρους, των οποίων οι εφημέριοι την εσπέρα κάθε Παρασκευής μεταβαίνουν στο κοιμητήριο μαζί με τα κόλλυβα και εκεί τα μνημονεύουν. Όμοια και το πρωί κάθε Σαββάτου λειτουργούν στο ίδιο κοιμητήριο μνημονεύοντας τους κεκοιμημένους.

Αλλά και αν κάποιος από αυτούς που είναι αντίθετοι με την εκκλησιαστική παράδοση των μνημόσυνων επρόκειτο να πει ότι «εσείς, φίλοι μου, σύμφωνα με τα επιχειρήματα που προβάλλετε διδάσκετε ότι μόνο το Σάββατο πρέπει να τελούνται τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και όχι άλλη μέρα της εβδομάδας επειδή όμως τις άλλες ημέρες της εβδομάδας δεν είναι απαγορευμένο να τελούμε τα μνημόσυνα τους, άρα λοιπόν, κατά παρόμοιο τρόπο δεν είναι απαγορευμένο να τα τελούμε και την Κυριακή». 
Προς αυτόν εμείς απαντούμε ότι σοφιστικά (παραπλανητικά)αποκρίνεσαι, αγαπητέ, όποιος κι αν τυχαίνει να είσαι, γιατί μαζί μ’ αυτό πού ζητάς στην αρχή να αποδείξεις, αρπάζεις και το ζητούμενο, σύμφωνα με όσα λέγουν αυτοί που καταγίνονται με τα σοφίσματα»

Εμείς αδελφέ δεν διαφωνούμε για την τέλεση των μνημόσυνων τις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας άλλα για μόνη την Κυριακή. Γιατί αυτήν βλέποντας την να ξεχωρίζει από τις άλλες ημέρες, και από το ίδιο το Σάββατο, και εξαιτίας των προνομίων που μας δόθηκαν λόγω της Αναστάσεως του Κυρίου, η οποία έγινε την ημέρα αυτή, και λόγω της αναστάσεως όλων των πιστών πού προτυπώνεται ότι θα γίνει την ημέρα αυτή, αλλά επίσης και για την χαρά αυτής της Αναστάσεως∙ για όλους αυτούς τους λόγους, ακολουθούμε τα ιερά Τυπικά που ορίζουν να μη γίνονται αυτή την ήμερα μνημόσυνα των κεκοιμημένων. Όσο για το Σάββατο ακολουθούμε τα παραπάνω λόγια και του θείου Δαμάσκηνου και του ιερού Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου και λέμε ότι τότε πρέπει να γίνονται κυρίως και κατ’ εξοχήν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και μάλιστα για τους λόγους ότι αφενός το Σάββατο είναι ήμερα καταπαύσιμη, και αφετέρου ότι το Σάββατο ο Κύριος βρισκόταν στον τάφο σωματικά και στον Άδη με την ψυχή, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.

Όσο για (την τέλεση μνημοσυνών) τις άλλες ημέρες δεν λογομαχούμε ούτε διαφωνούμε, επειδή ούτε τα ιερά Τυπικά ή τα βιβλία της Εκκλησίας βλέπουμε να ορίζουν κάτι διαφορετικό γι’ αυτές. Κάθε φορά, λοιπόν, που στις υπόλοιπες (καθημερινές) ημέρες της εβδομάδας γίνεται τέλεια Λειτουργία, τότε κι εμείς τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, χωρίς να ορίζουμε τίποτε για θέματα που δεν έχουν οριστεί εκτός μόνο αν συμπέσουν σ’ αυτές τις ημέρες Δεσποτικές ή Θεομητορικές εορτές. Γιατί τότε δεν ψάλλονται αυτά (τα μνημόσυνα), που είναι πένθιμα, σε αυτές τις εορτές, που είναι χαρμόσυνες, επειδή σύμφωνα με τις Ιερές Διαταγές των Αποστόλων «δεν πρέπει να πενθούμε σε ημέρα εορτής». Βλέπουμε εξάλλου και τα Τυπικά, που απαγορεύουν την τέλεση των μνημοσυνών κατά τις εορτές αυτές, όπως θα πούμε λίγο πιο ύστερα.

Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί την αλήθεια και να ισχυρισθεί ότι δεν είναι πένθιμα τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων για το λόγο ότι αυτά προξενούν λύπηΚαι προξενούν λύπη,
πρώτο, επειδή οι κεκοιμημένοι αδελφοί θεωρούνται από την Εκκλησία ως αμαρτωλοί και όχι ως δίκαιοι και η αμαρτία, βέβαια, είναι ρίζα και αιτία λύπης και πένθους, επειδή χωρίζει (τον άνθρωπο) από τον Θεό.
Δεύτερο, προξενούν λύπη τα μνημόσυνα, επειδή οι ψυχές των κεκοιμημένων θεωρούνται ότι βρίσκονται σε τόπο σκοτεινό, σε τόπο που επικρατεί η θλίψη και με απλά λόγια, σε τόπο που είναι η φυλακή του αδη, ο όποιος αληθινά είναι αίτιος λύπης και σκυθρωπότητας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία με τα μνημόσυνα παρακαλεί να ελευθερωθούν οι ψυχές των κεκοιμημένων αδελφών από αυτόν τον τόσο άθλιο τόπο και να τοποθετηθούν «σε τόπο φωτεινό, σε τόπο χλοερό (καταπράσινο), σε τόπο αναψύξεως δροσισμού και αναπαύσεως, όπου εξαφανίστηκε η λύπη και ο στεναγμός». Γι’ αυτό το λόγο και όλοι οι χριστιανοί που παρίστανται στα μνημόσυνα των πεθαμένων, με πένθιμο παρουσιαστικό, με μάτια σκυθρωπά και δακρυσμένα και με λυπημένη φωνή, παρακαλούν και προσεύχονται στον Άγιο Θεό για χάρη του κεκοιμημένου λέγοντας: «Κύριε, ελέησε (ευσπλαχνίσου) Κύριε, ανάπαυσε την ψυχή του δούλου σου».

Τρίτο και τελευταίο, είναι πένθιμα τα μνημόσυνα, εξαιτίας του θανάτου που αναφέρεται σ’ αυτά, του θανάτου που είναι πρωταίτιος και πρωτεργάτης κάθε λύπης και πένθους. Και αν, βέβαια (μας αναφέρεις ότι), ο Παύλος λέγει να μη λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους, αλλά σ’ εκείνο το σημείο κεκοιμημένους εννοεί όχι τους αμαρτωλούς -τέτοιοι που θεωρούνται οι δικοί μας κεκοιμημένοι-, αλλά τους Δικαίους και τους Αγίους, καθώς αυτό γίνεται φανερό από τα παρακάτω λόγια του (στην Α’ Θεσσαλονικείς δ’, 13), έτσι όπως τα ερμηνεύουν και ο Χρυσορρήμων (Χρυσόστομος) και ο Θεοφύλακτος...



Τρίτοτην παράδοση τελέσεως των μνημόσυνων το Σάββατο, την βεβαιώνουν τα Τυπικά πολλών Μοναστηριών και μάλιστα της Μεγίστης Λαύρας του Άθω και της Μονής Δοχειαρείου, τα όποια ορίζουν ότι όταν τα μνημόσυνα των κτητόρων τους τύχουν ημέρα Κυριακή, τότε να μνημονεύονται τα κόλλυβα μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας του Σαββάτου και αφού τα μνημονεύσουν και τα μοιράσουν στους αδελφούς, τότε να αρχίζει ό εσπερινός της Κυριακής (αυτές οι ιδιαίτερες διατάξεις των Τυπικών τους γράφονται στο μπροστινό μέρος). Αυτό το βεβαιώνουν (επίσης) τα «βραβία», δηλαδή οι σύντομοι κώδικες που περιέχουν τα ονόματα των κτητόρων των Μοναστηριών και διαβάζονται στον νάρθηκα (λιτή) του Ναού, τα όποια δεν διαβάζονται στον εσπερινό του Σαββάτου. Άλλα και αν πρόκειται να γίνει αγρυπνία το Σάββατο βράδυ προς Κυριακή, ορίζουν να γίνεται, βέβαια, η ακολουθία της λιτής, να μη μνημονεύονται όμως σ’ αυτήν οι κεκοιμημένοι.

Τέταρτο, την παράδοση τελέσεως των μνημοσυνών το Σάββατο, τηνβεβαιώνει και το Τυπικό του ονομαστού Ναού του Πρωτάτου που βρίσκεται στον Άθωνα. Και όταν λέμε Τυπικό του Πρωτάτου, συμπεριλαμβάνουμε όλα τα ιδιαίτερα Τυπικά των ιερών Μοναστηριών του Άθωνα, γιατί το Πρωτάτο είναι η πρώτη επίσημη καθέδρα, κάτω από την οποία βρίσκονταν όλα τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αυτό λοιπόν το Τυπικό στο κεφάλαιο Ι16 καθορίζει για τα μνημόσυνα τα έξης:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αναχωρήσει προς τον Κύριο κάποιος αδελφός την περίοδο των αγίων τούτων ημερών (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δηλαδή), τότε ενδιάμεσα της εβδομάδας δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής τότε τελείται η παννυχίδα του και το πρωί του Σαββάτου τελείται η Λειτουργία (με κόλλυβο και νεκρώσιμο τρισάγιο δηλαδή), ενώ το επόμενο Σάββατο γίνονται τα εννιάμερα του, είτε συμπίπτουν στις ημέρες τους είτε όχι. Όσο για το σαραντάημερο μνημόσυνο του, τούτο γίνεται με την συμπλήρωση του αριθμού των σαράντα ήμερων από την έκδημία του».

Αυτή η διάταξη για τα μνημόσυνα, τριήμερα, εννιάμερα και τεσσαρακοστά, του κοιμηθέντος μέσα στην Μ. Τεσσαρακοστή αδελφοί είναι κατά λέξη δανεισμένη από το καθολικό Τυπικό του αγίου Σάββα και Χαρίτωνος και Κυριάκου και Ιωάννου του Δαμάσκηνου. Και επειδή το καθολικό Τυπικό που αναφέραμε, σχετικά με τα τριήμερα του κεκοιμημένου λέγει ότι πρέπει να γίνονται αυτά τοΣάββατο,  -απ’ όπου προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτά δεν γίνονται την Κυριακή, καθότι υπάρχει το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος την Παρασκευή και τα τριήμερα του να συμπίπτουν την Κυριακή, η διάταξη όμως του Τυπικού λέγει κατηγορηματικά ότι τα τριήμερα του κεκοιμημένου (κατά την Μ. Τεσσαρακοστή) γίνονται το Σάββατο (και όχι δηλαδή την Κυριακή)-,  όμοια και για τα εννιάμερα του λέγει με ακριβή ορισμό ότι πρέπει να γίνονται το ερχόμενο Σάββατο, είτε συμβεί να συμπέσουν αυτά τότε, είτε δεν συμπέσουν (και όχι δηλαδή την Κυριακή) . Όσο για το σαρανταήμερο του κεκοιμημένου, επειδή το καθολικό εκκλησιαστικό Τυπικό αναφέρει αόριστα ότι τούτο να γίνεται όταν συμπληρωθεί ο αριθμός των ημερών (από την ήμερα του θανάτου) -και δεν εξαίρεσε τίς ημέρες στις όποιες δεν επιτρέπεται-, για τον λόγο αυτό οί θεοφόροι πατέρες του αγιώνυμου Όρους, οι όποιοι καθόλου δεν διαφέρουν στην αγιότητα από τον άγιο Σάββα και τον άγιο Χαρίτωνα και από τους άλλους -«ερμηνεύοντας τα πνευματικά πράγματα με πνευματικά μέτρα», σύμφωνα με τον Απόστολο- προσδιόρισαν το αόριστο και διεύρυναν το περιορισμένο και εξήγησαν το δυσνόητο αυτό μέρος του καθολικού Τυπικού και γι’ αυτό επισυνάπτουν στη συνέχεια τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις, λέγοντας:
«Αυτό, βέβαια, είναι φανερό (ότι το μνημόσυνο θα γίνει στις σαράντα ημέρες), εάν δεν συμπέσει (το σαραντάημερο μνημόσυνο δηλαδή) την αγία και Μεγάλη Εβδομάδα ή τη Διακαινήσιμο γιατί εάν συμπέσει μέσα σε αυτές τις εβδομάδες δεν τελείται το μνημόσυνο του δηλαδή, παρά μόνο αφού περάσει η Κυριακή του Θωμά. Επειδή ακριβώς είναι παράδοση των Άγιων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που έχουν εκδημήσει από κοντά μας από αυτή δηλαδή την πρώτη μέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή μέρα, οι Λειτουργίες αυτού του είδους που γίνονται για αυτούς αρχίζουν από την Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η Τεσσαρακοστή μέρα. Τούτο δεν γίνεται μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες μέρες. Δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δεύτερα του Άγιου Πνεύματος».

Και βλέπε, φίλτατε αναγνώστη, πόση ακρίβεια τηρούν εδώ, σ’ αυτά που λένε, οι θεοφόροι Πατέρες του Αγίου Όρους. Γιατί αυτοί οι ίδιοι που είπαν παραπάνω ότι είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά οι κεκοιμημένοι αδελφοί και αυτοί οι ίδιοι που, ως φιλάδελφη που είναι, τόσο αγωνίζονται και υπερμαχούν για να μνημονεύονται καθημερινά όσοι τελευτούν αυτοί, λοιπόν, εξαιρούν (από την μνημόνευση αυτή, που γίνεται με κόλλυβο) με τρόπο κατηγορηματικό τις Κυριακές και τις αναφερθείσες εορτάσιμες ημέρες και με μεγάλη ακριβολογία και σαφή υπόδειξη λέγουν να μη γίνονται τις ημέρες αυτές τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων αδελφών. Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο φανερό και ξεκάθαρο απ’ αυτή την αλήθεια; Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο σαφές απ’ αυτή την διάταξη; Ή ποιος άλλος μπορεί να βρεθεί περισσότερο φιλάδελφος από τους φιλάδελφους αυτούς Πατέρες; Αρκετή ήταν από μόνη της η παραπάνω μαρτυρία του Τυπικού του Πρωτάτου, ως το πλέον αποδεκτό που είναι, να πληροφορήσει τον καθένα.
Για περισσότερη, όμως, επιβεβαίωση των αναγνωστών, παρουσιάζουμε εδώ και άλλες μαρτυρίες από Τυπικά μερικών Μοναστηριών του , Αγίου Όρους. Λέμε, λοιπόν, ότι την παραπάνω διάταξη του Τυπικού του Πρωτάτου, αυτή που αναφέρει για το «τι πρέπει να γίνει, εάν συμβεί κάποιος αδελφός να αποδημήσει προς τον Κύριον μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή», την ίδια, απαράλλακτα και με τις ίδιες λέξεις, αναφέρει και το Τυπικό της Ιεράς Μονής του Διονυσίου, που τώρα είναι κοινόβιο. Γιατί και εκεί κατά τον ίδιο τρόπο γράφεται:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αποδημήσει κάποιος αδελφός προς τον Κύριον αυτές τις άγιες ημέρες, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής επειδή τότε τελείται η παννυχίδα του, και το Σάββατο πρωί τελείται η Λειτουργία» και τα υπόλοιπα. Έπειτα προσθέτει και τα ακόλουθα: «Και επειδή είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που αναχωρούν από κοντά μας, από την πρώτη δηλαδή ημέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή, οι Λειτουργίες αυτού του είδους [με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο] που γίνονται γι αυτούς αρχίζουν από τη Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η τεσσαρακοστή ημέρα. Μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες ημέρες δεν γίνεται αυτό, δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν από την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος»...


ΠΗΓΗ: (ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΦΙΛΟΙ ΙΕΡΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ». 
ΤΕΥΧΗ 2004-2005)

 
 





ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Φοβερό πράγμα εἶναι ὁ φθόνος, ἀγαπητοί, καί ἀνήσυχο, πού πάντοτε κινεῖται καί πότε δέν παύει νά ἐνεργῆ τό φυσικό του γνώρισμα. αὐτό εἶναι τό νά προσάπτη μῶμο στούς ἀμωμήτους, νά κατηγορῆ τούς ἀκατηγόρητους, καί αὐτούς τούς εὐσεβεστάτους καί ὀρθοδοξότατους νά τούς διαβάλλη ὡς κακοδόξους καί δυσσεβεῖς. Γιά ἐπιβεβαίωσι αὐτοῦ εἶναι ἀρκετά τά παραδείγματα τῶν μεγάλων διδασκάλων καί Ἁγίων τῆς ἐκκλησίας μας, ἐννοῶ τοῦ Ἀθανασίου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ὑπολοίπων, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἦσαν εὐσεβέστατοι καί ὀρθοδοξότατοι, διαβάλλονται ἀπό τούς ἀντίπαλούς τους ὡς δυσσεβεῖς καί κακόδοξοι. Ἄν λοιπόν αὐτοί οἱ τόσο μεγάλοι καί σπουδαῖοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν μπόρεσαν νά γλυτώσουν ἀπό τόν φθόνο καί τίς συκοφαντίες, πῶς ἦταν δυνατό νά μείνουμε ἐμεῖς ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἴμαστε ἄξιοι οὔτε νά πλύνουμε τά πόδια τους;
Δέν εἶναι λοιπόν καθόλου παράξενο, ἄν καί ἐμεῖς, ἀπό τόν φθόνο καί τό πεῖσμα καποίων ἀδελφῶν ἤ καί ἀπό μισός ἀκόμη παρακινούμενοι, κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε καί μέ δυσφημια καί κακόδοξα ὀνόματα. Ὑπάρχουν ἀκόμη καί μερικοί, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά γνωρίζουν καθόλου τί θά πῆ Κολυβας καί χωρίς νά γνωρίζουν τήν αἰτία γιά τήν ὁποία ἐμεῖς κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε, μόνον ἐπειδή ἀκοῦν νά μᾶς ἀποκαλοῦν οἱ ἄλλοι Κολυβαδες καί αἱρετικούς καί κακοδόξους καί ἀλλά παρόμοια συκοφαντικά, ἀμέσως καί αὐτοί ἀκολουθοῦν τίς ἴδιες συκοφαντίες.
Ἔτσι μοιάζουν μέ ἐκείνους τούς ἀνόητους Ἀθηναίους, οἱ ὁποῖοι ἀγροῖκοι ὄντες, κατηγόρησαν τόν δίκαιο Ἀριστείδη καί ἔγραψαν ἐνατιον τοῦ στό ὀστρακοοτι ἀξίζει νά ἐξοστρακισθῆ καί νά ἐξορισθῆ ἀπό τήν Ἀθηνᾶ. Καί μολονότι δέν τόν γνώριζαν καθόλου προηγουμένως, ἄκουγαν ὅμως μόνο ἀπό τούς ἄλλους ὅτι εἶναι ἄξιος ἐξοστρακισμοῦ καί ἐξορίας, ὅπως ἀναφέρεται γι’ αὐτόν στά Παράλληλα του Πλουτάρχου. καί δέν ἀναφερόμαστε, λόγω τοῦ δυσφήμου, σ’ ἐκείνην τήν χυδαία καί λαϊκή παροιμία πού ἁρμόζει σ’ αὐτήν τήν κατάστασι, πού λέει: «ὅταν γαυγίζη ἕνας, ἀμέσως γαυγίζη καί ἄλλος σκύλος».
Γιά τόν λόγο αὐτό, γιά νά γίνη γνωστή ἡ ἀλήθεια, ἀναγκαζόμαστε νά ἐκθέσουμε ἐδῶ τήν παροῦσα ἰδιόχειρη Ὁμολογία τῆς Πίστεώς μας καί νά ἀπολογηθοῦμε μέ λίγα λόγια, τί πιστεύουμε γιά ὅσα κατηγορούμαστε ἄδικα. Διότι ἀκοῦμε ἀπό τόν κορυφαῖο Πέτρο νά παραγγέλη: «Νά εἰσθε πάντοτε ἕτοιμοι γιά ἀπολογία σέ ὁποιονδήποτε σᾶς ζητά λόγο» (Ἀ’ Πέτρ. 3,15), ὥστε ὅσοι μέ πάθος διαδίδουν αὐτά ἐναντίον μας, νά κλείσουν τά στοματά τους, φοβούμενοι τόν Θεό καί τήν μελλοντική ἀνταπόδοσι καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, πού σκανδαλίζονται ἀπό ἄγνοια καί ψυχραίνονται ἀπό ὅσα λέγονται ἐναντίον μας, νά σταματήσουν νά σκανδαλίζωνται, βλέποντας πλέον νά ἀποκαλύπτωνται καί μέ τόν λόγο καί μέ τήν γραφή τά φρονήματα πού ὑπάρχουν στήν καρδία μας. Διότι σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο «μέ τήν καρδία ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν δικαίωσι, μέ τό στόμα δέ ὁμολογεῖ ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν σωτηρία» (Ρώμ. 10,10).

Πρώτον. Ὁμολογοῦμε καί κηρύττουμε καί παραδεχόμαστε τά δώδεκα Ἄρθρα πού ὑπάρχουν στό κοινό σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλαδή ἐκεῖνα πού περιέχονται στό «Πιστεύω εἰς ἔνα Θεόν», τά ὁποία τά διαβάζουμε καθημερινά καί μόνοι μας καί ἀπό κοινοῦ καί στά κελλιά μᾶς καί στούς ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ, ὅπου θά τύχη νά βρεθοῦμε. Διότι ἀκοῦμε τόν ἱερό Χρυσόστομο νά λέη: «Οἱ φρικτοί κανόνες πού ὑπάρχουν στό σύμβολο, εἶναι δόγματα πού κατῆλθαν ἀπό τόν Οὐρανό» (Ὁμιλία μ’ εἰς τῆς πρός Ἀ’ Κορινθιους).

Δεύτερον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλα τά ἀλλά δόγματα, ὅσα ὁμολογεῖ (παραδέχεται) καί κηρύττει ἡ ἅγια του Χριστοῦ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τόσα ὅσα ἀναφέρονται στήν ὑψηλή καί Τριαδική Θεολογία, δηλαδή περί Πατρός , Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, τῶν ὁποίων μιά εἶναι ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τόν 5ο κανόνα τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ, ὅσο καί τά δόγματα πού ἀφοροῦν τήν βαθεία καί ἐνσαρκη Οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά ἀναφέρω τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας. «Πιστευομεν, ὡς ἐβαπτισθημεν καί δοξαζομεν ὡς πεπιστευκαμεν» (Λόγος ἅ΄ Ἀσκητικός).

Τρίτον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε μέ εὐσεβῆ λογισμό τά ἑπτά θειά καί ἱερά μυστήρια της Ἐκκλησίας μας, τά ὁποία εἶναι: Τό ἅγιο Βάπτισμα, Τό ἅγιο Μύρο, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσυνη, ὁ νόμιμος Γάμος, ἡ ΜΕτανοια καί τό Εὐχέλαιο. Καί αὐτά τά τιμοῦμε καί τά ἐπιβραβεύουμε μέ ὅλη τήν πίστι καί τήν εὐλάβεια, ἐπειδή βοηθοῦν ἀπαραίτητα στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ἔρχεται ἀπό αὐτά, σύμφωνα μέ τήν τάξι πού ἐνεργεῖται καί φυλάσσεται στήν ἀνατολική του Χριστοῦ Ἐκκλησιά.

Τέταρτον. Διατηροῦμε τίς Ἀποστολικές παραδόσεις τίς ὁποῖες διδαχθήκαμε εἴτε μέ λόγο εἴτε μέ ἐπιστολή τῶν θειῶν καί ἱερῶν Ἀποστολῶν, καί μένουμε πιστοί σέ ὅσα μάθαμε καί βεβαιωθήκαμε, ὅπως παραγγελει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ’ ἐμᾶς καί σέ ὅλους τους χριστιανούς καί στήν Ἅ΄πρός Κορινθιους καί στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεις καί στήν Β΄ πρός Τιμόθεον.

Πέμπτον. Μαζί μέ τίς παραδόσεις τῶν Ἀποστολῶν κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε τίς Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή αὐτές πού καθωρισθηκαν ἀπό τούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων. Δηλαδή τοῦ κακοδόξου Μοντανου, πού ἄκμασε κατά τόν 2ον αἰώνα καί τό φρόνημα τοῦ ἦταν τό νά ἀθετῆ τίς παραδόσεις καί τά ἤθη τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τόν Εὐσέβιο (Βιβλ. Ἔ΄ κέφ. ἴε΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας). Διότι τά δόγματα καί οἱ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους, κάθε ἄλλο, μᾶλλον τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο. Διότι τά δόγματα τῆς Πίστεως ἀποτελοῦν τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ Παραδόσεις τῆς ἐκκλησίας στηρίζονται πάνω στά δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλά καί τά δυό μαζί ἔχουν τήν μιά καί τήν ἴδια δύναμι στό θέμα τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι «καί τά δυό αὐτά ἔχουν τήν ἴδια ἰσχύ στό θέμα τῆς πίστεως» (κανών 91). Διότι, ὅπως οἱ μεγάλες πέτρες στέκονται μαζί μέ τίς μικρές καί οἱ δυό μαζί ἀποτελοῦν τήν οἰκοδομή, διότι ἄν θελήση κάποιος νά γκρεμίση τίς μικρές, συγχρόνως γκρεμίζει καί τίς μεγάλες, ἔτσι καί τά δόγματα τῆς Πίστεως παραμένουν μαζί μέ τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, καί ἄν θελήση κάποιος νά ἀθετήση τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀθετεῖ μαζί μέ αὐτές καί τά δόγματα τῆς Πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε πάλι ὁ μέγας Βασίλειος: «Ἐάν ἐπιχειρήσουμε νά ἀθετήσουμε τά ἄγραφα ἀπό τά ἔθιμα, ἐπειδή τάχα δέν ἔχουν μεγάλη δύναμι, κατά λάθος θά προξενούσαμε μεγάλη ζημία στό Εὐαγγέλιο. Μᾶλλον θά μετατρέπαμε τό κυρηγμα σέ ἕνα ψιλό ὄνομα» (κάν. 91).

Ἕκτον. Κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλους τους ἱερούς κανόνες τῶν πανευφημων Ἀποστόλων, τῶν Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνοδῶν, τῶν Τοπικῶν καί τῶν Ἅγιων καί θεοφορων Πατέρων, πού ἔζησαν σέ κάθε τόπο (κατε μέρος), τῶν κανόνων πού περιέχονται στόν 2ο κανόνα τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ καί τούς Κανόνες πού ἐπικυρώθηκαν στόν ἅ΄ κανόνα τῆς Ἕβδομης. Μαζί μέ τούς Κανόνες παραδεχόμαστε καί τά Πρακτικά τῶν ἴδιων Συνοδῶν, διότι ἔχουν τήν ἴδια δύναμι καί τα δυό.


Ἕβδομο. Καί γιά νά μιλήσουμε γενικά. Ὅλα ὅσα ὅσα ἡ Ἅγια Καθολική, Ἀποστολική καί Ἀνατολική Ἐκκλησία, ἡ κοινή καί πνευματική μας Μητέρα, παραδέχεται καί ὁμολογεῖ, αὐτά καί ἐμεῖς μαζί μέ αὐτήν παραδεχόμαστε καί ὁμολογοῦμε. Ὅσα πάλι αὕτη ἀποστρέφεται καί ἀποκηρύττει, παρόμοια καί ἐμεῖς αὐτά τά ἀποκηρύττουμε καί τά ἀποστρεφόμαστε μαζί μέ αὐτήν ὡς εἰλικρινῆ καί γνήσια τέκνα της...

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...