Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2011

Ἀλ.Παπαδιαμάντης «Νά παύση ἡ συστηματική περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους τῶν πολιτικῶν»...

Νά παύση συστηματική περιφρόνησις τς θρησκείας κ μέρους πολιτικν νδρν, πιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καί λλων. λεγομένη νωτέρα τάξις νά συμμορφωθ μέ τά θιμα τς χώρας, ν θέλη νά γκλιματισθ δ. Νά γίνη προστάτις τν πατρίων καί χι διώκτρια. Νά άσπασθ καί νά γκολπωθ τάς θνικς παραδόσεις. Νά μή περιφρον ναφανδόν ,τι παλαιόν, ,τι γχώριον, ,τι λληνικόν. Νά καταπολεμηθ ξενισμός, πιθηκισμός, φραγκισμός... Νά μή χάσκωμεν πρός τά ξένα»... «μύνθησαν περί πάτρης ο στοργοι πολιτικοί, ο κ περιτροπς μητρυιοί το ταλαιπώρου ρφανισμένου Γένους;... μυνα περί πάτρης δέν εναι α σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καί κακοσύντακτοι πιστρατεται, οδέ τά σκωριασμένης πιδεικτικότητος θωρηκτά. μυνα περί πάτρης θά το εσυνείδητος λειτουργία τν θεσμν, θνική γωγή, χρηστή διοίκησις, καταπολέμησις τοῦ...

ξένου λισμο καί το πιθηκισμο, το διαφθείραντος τό φρόνημα καί κφυλίσαντος σήμερον τό θνος, καί πρόληψις τς χρεωκοπίας. Τίς μύνθη περί πάτρης; Καί τί πταίει γλαξ, θρηνοσα πί ρειπίων; Πταίουν ο πλάσαντες τά ρείπια. Καί τά ρείπια τά πλασαν ο νίκανοι κυβερνται της...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 25, 2011

Ελληνικά Χριστούγεννα, με Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Ο απανταχού Ελληνισμός, αλλά και όλη η Χριστιανοσύνη, γιορτάζουν τα Χριστούγεννα. Κι όμως, σε μια εποχή μηδενισμού, που ακόμα και η μεγάλη αυτή γιορτή, γίνεται αντιληπτή με την υλιστική της διάσταση, καλό θα ήταν να εντρυφήσουμε στις παραδόσεις, στα ήθη και στα έθιμα, αλλά και στα γραπτά των διαπρεπών του Έθνους, που ενσάρκωναν μέσα από τα γραπτά τους, όλες τις εκφάνσεις του βιώματος της ζωής στην Ελλάδα. Όταν μιλάμε για τα Χριστούγεννα, μας έρχεται αμέσως στο μυαλό ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (κατά τον Κωστή Παλαμά «ένας από τους ξεχωριστούς αρμονικούς αντιπροσώπους της νέας και άμουσης ακόμα σε πολλά ελληνικής ψυχής» και κατά τον Κωνσταντίνο Καβάφη «κορυφή των κορυφών») και ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε το 1896, στην εφημερίδα «Χριστουγεννιάτικη Ακρόπολις». Διαβάστε, για να χαμογελάσετε και λιγάκι, μέρες που είναι, ένα απόσπασμα, από την πένα ενός ανθρώπου, οποίος, ό,τι είχε και δεν είχε, το μοίραζε στους φτωχούς:

«Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῶ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νὰ πίη ἕνα ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναίκα του, ὑβρισμένος ἀπὸ τὴν πενθεράν του, δαρμένος ἀπὸ τὸν κουνιάδον του, ξορκισμένος ἀπὸ τὴν κυρὰ-Στρατίναν τὴν σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖος του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καὶ οἱ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ "κατώτερα στρώματα", πὼς νὰ μουντζώνη, νὰ βρίζῃ, νὰ βλασφημῇ καὶ νὰ κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ καὶ κόλλυβα. Κι ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκὰ διηγήματα!alexandrospapadiamantis1
Ὁ προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως νὰ ψωνίζουν αἳ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἳ γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰς φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ καὶ μύλον, διὰ νὰ κόπτῃ καφέν. Ἀλλ' ἔβλεπες, πρωὶ καὶ βράδυ, νὰ ἐξέρχωνται ἀτημέλητοι καὶ μισοκτενισμένοι γυναῖκες, φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα ὑπὸ τὴν πτυχὴν τῆς ἐσθῆτος, παρὰ τὸ ἰσχίον, καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τὸ ὀψώνιον δὲν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἢ ζάχαρις...
Ἤρχετο κ' ἡ Στρατίνα, νοικοκυρὰ μὲ δύο σπίτια, ὁπού ἐφώναζεν εἰς τὴν αὐλόπορταν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὸ καπηλεῖον ὅλα τὰ μυστικά της, δηλ. τὰ μυστικὰ τῶν ἄλλων, καὶ μέρος μὲν αὐτῶν ἔμενον εἰς τὴν αὐλήν, μέρος δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ τὰ περισσότερα ἐχύνοντο εἰς τὸν δρόμον, κ' ἐξωνομάτιζε τὸν κόσμον, ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια, ποῖος ὀφειλέτης τῆς χρεωστεῖ τὸν τόκον, ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν ἕνα εἶδος, δανεικὸν κι ἀγύριστον. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης τῆς ἐχρωστοῦσε τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, καὶ τὸν μῆνα ποὺ ἔτρεχεν, ἕξ...».
Ο ολιγαρκής Παπαδιαμάντης, παρέμεινε εφ όρου ζωής προσηλωμένος στην Ορθοδοξία και στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας, δίνοντας σε πολλούς την εντύπωση κοσμοκαλόγερου. Συνήθιζε μάλιστα να ψάλλει στον Ιερό Ναό Αγίου Ελισαίου ως δεξιός ψάλτης, όπου εφημέριος ήταν ο Άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς (προτομή του υπάρχει στον Άγιο Ιωάννη, επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης). Τα βιβλία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποτελούν ανεξάντλητη πηγή γνώσης για την πραγματική Ελλάδα.

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2011

Και τι πταίει η γλαύξ, η θρηνούσα επί ερειπίων;


undefined


Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ' εξεθέωναν οι προεστοί κ' οι 'γυφτοχαρατζήδες', τώρα σε 'αθεώνουν' οι βουλευταί κ' οι δήμαρχοι.Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν 'φούρνους με καρβέλια', δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ' τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελαν παρουσιάσουν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ αυτού . . . Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτήν διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κ' επιδεξιώτερον τον κόθορνον. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας.


(*) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 115 χρόνια πριν . . .

Σάββατο, Οκτωβρίου 15, 2011

Μιά μοναδική φωτογραφία τού Παπαδιαμάντη.

.

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Η επέτειος τών 100 ετών από τήν κοίμηση τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη έδωσε τήν αφορμή νά γραφούν πολλά κείμενα ή άρθρα γιά τόν μεγάλο αυτόν σκιαθίτη λογοτέχνη. Στό σχόλιο αυτό θά γίνη αναφορά σέ κείμενο τού Παύλου Νιρβάνα πού δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Νέα Εστία» τό έτος 1933 καί περιγράφει πώς τράβηξε μιά μοναδική φωτογραφία τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στό καφενεδάκι τής Δεξαμενής όπου σύχναζε ο σκιαθίτης λογοτέχνης, τό έτος 1906, όπως γράφει, γιά νά μή σβησθή «η οσία μορφή του».
Ο Παπαδιαμάντης δέν ήθελε νά φωτογραφηθή έχοντας υπ’ όψη τό ρητό: «Ου ποιήσεις σ’εαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα». Ο Νιρβάνας πήρε τήν πρωτοβουλία μέ διάφορες ενέργειες -«μέ δόλο καί αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τόν άθλο μου αυτό», όπως γράφει- νά τόν φωτογραφίση. Καί γράφει: «Ένας από τούς ωραιότερους τίτλους πού αναγνωρίζω στήν ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στούς μεταγενέστερους τή μορφή τού Παπαδιαμάντη». Εγώ θά προσέθετα καί τό ύφος του.
Σέ κάποια στιγμή ο Παπαδιαμάντης υποχώρησε στήν αποφασιστικότητα τού Νιρβάνα, όπως γράφει ο τελευταίος. «Είχε πάρει μόνος του τή φυσική του στάση απάνω σέ μιά πρόστυχη καρέκλα, μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στήθος, μέ τό κεφάλι σκυφτό, μέ τά μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σάν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο τέμπλο ερημοκκλησιού τού νησιού του. Ήταν μιά καλλιτεχνική σύνθεση, καί θά μπορούσε νά είναι ένα έργο τού Πανσελήνου ή τού Θεοτοκόπουλου. Αμφιβάλλω άν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μιά τέτοια ευτυχία».
Σέ αυτήν τήν διαδικασία ο Παπαδιαμάντης ήταν καί βιαστικός, δηλαδή ήθελε νά τελειώση γρήγορα αυτή η διαδικασία. Γράφει ο Νιρβάνας: «Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός γιά νά τελειώνουμε. Γιατί; Μού τό ψιθύρισε ανήσυχα στό αυτί, καί ήταν η πρώτη φορά πού τόν είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πώς θά τόν άκουσε ποτέ κανένας άλλος- νά μιλά γαλλικά: «Nous excitons la curiosit du pablic», δηλαδή «ερεθίζουμε τήν περιέργεια τού κοινού». Καί τήν ώρα εκείνη ήταν «ένα κοιμισμένο γκαρσόνι τού καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στήν άλλη γωνιά τού μαγαζιού, καί δυό λουστράκια πού παίζανε παράμερα».
Αυτή η φωτογραφία πού τράβηξε ο Παύλος Νιρβάνας είναι όλος ο Παπαδιαμάντης, παρουσιάζει τό ήθος καί τήν προσωπικότητά του.
Σέ πρόσφατο δημοσίευμα τού Βασίλη Γκουρογιάννη σχολιάζεται αυτή η φωτογραφία ως στάση ενός καθισμένου νεκρού. Γράφει: «καθισμένος ο όσιος άσωτος σέ μιά φτηνοκαρέκλα καφενείου μέ τά χέρια του ταπεινά σταυρωμένα, είχε χαμηλωμένα τά μάτια σχεδόν κλειστά, σάν νά μήν είχε ο απάνω κόσμος κάτι πού άξιζε νά δή. Όμως υποπτεύομαι πώς κάτω από τά βλέφαρα αυτός κάτι κρυφοβλέπει λοξά, τόν θάνατο κοιτάζει, όπως κοιτάζουν οι άνθρωποι πρός τήν κατεύθυνση πού περιμένουν νά φανή τό τρένο νά τούς πάρη. Από κάποια ηλικία διαισθάνονται οι άνθρωποι αλάνθαστα από πού θά φανή νά τούς πάρη καί κοιτάζουν πρός τά εκεί, άλλοι γαλήνιοι καί άλλοι μέ τρόμο. Στή φωτογραφία εικονίζονται σταυρωμένα τά χέρια τού οσίου, έτοιμα γιά νά μή κουράση κάποιον άνθρωπο νά τού τά σταυρώση, κλειστά τά βλέφαρα, έτοιμα νά μήν κουράσει κάποιον νά τού τά κλείσει, καθιστός μέ ευσέβεια στή στάση ακριβώς πού κηδεύουν τούς ιερωμένους γιά νά μήν κουράση κάποιους νά τόν ανακαθήσουν» (Ελευθεροτυπία 3-9-11).
Παρατηρώντας, όμως, τήν φωτογραφία αυτή πού έβγαλε ο Παύλος Νιρβάνας καταλήγω σέ ένα συμπέρασμα ότι η στάση τού Παπαδιαμάντη, εκτός τού ότι ομοιάζει μέ στάση ζωντανού νεκρού, συγχρόνως είναι στάση πού λαμβάνουν μοναχοί-ησυχαστές κατά τήν διάρκεια τής προσευχής τους. Τό σταύρωμα τών χεριών, η ελαφρά κλίση τής κεφαλής, καί μάλιστα πρός τό μέρος τής καρδιάς, τό χαμήλωμα τών ματιών παρουσιάζει τήν ησυχαστική στάση πού λαμβάνουν οι μοναχοί, όπως τό περιγράφουν διάφοροι διδάσκαλοι τής ησυχαστικής ζωής καί τής νοεράς προσευχής. Δέν γνωρίζω, βέβαια, άν ο Παπαδιαμάντης ασχολείτο μέ αυτό τό έργο, όμως είχε τό ύφος καί τό ήθος τών μοναχών πού είχε γνωρίσει στό Άγιον Όρος. Η φωτογραφία αυτή φανερώνει τήν εσωτερική του ζωή καί τήν προσωπικότητά του. Τό σημαντικό είναι ότι στήν ίδια περίπου στάση (μόνον τό κεφάλι του είναι λίγο σηκωμένο) ήταν όταν φωτογραφήθηκε μέ τόν Ναυπάκτιο Λογοτέχνη Γιάννη Βλαχογιάννη (1908). Ενώ ο Βλαχογιάννης είναι όρθιος καί κοιτά στόν φακό, ο Παπαδιαμάντης είναι καθιστός μέ τά χέρια σταυρωμένα καί κοιτά πρός τά αριστερά του.
Τελικά, αυτό πού βλέπει κανείς στό ύφος, τό ήθος καί τό έργο τού Παπαδιαμάντη είναι τό αγιορείτικο καί προσευχητικό ύφος, η στάση προσευχής καί η ταπείνωσή του.
Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει ότι κατά τήν φωτογράφιση πήρε «μόνος του τή φυσική του στάση» καί καυχάται γιατί παρέδωκε «στούς μεταγενεστέρους τήν μορφή» του. Ο Παπαδιαμάντης μάς διδάσκει μέ τά κείμενά του, τό ύφος του, τήν μορφή του, τήν σιωπή του καί τήν φωτογραφία του. Άν συγκρίνουμε αυτήν τήν φωτογραφία μέ τίς σύγχρονες φωτογραφίες καί τήν επικοινωνιακή νοοτροπία τής εποχής μας, τότε καταλαβαίνουμε τήν διαφορά. Η εποχή στήν οποία ζούμε είναι εποχή πού ρίχνει κανείς τό βλέμμα του στόν φακό τής φωτογραφικής καί τηλεοπτικής μηχανής, ενώ η νοοτροπία τού Παπαδιαμάντη είναι νοοτροπία πού κατευθύνει τόν νού του στήν καρδιά, όπου η Χάρη τού βαπτίσματος καί τού χρίσματος, καί αναπτύσσεται η προσευχή.–

Πέμπτη, Αυγούστου 11, 2011

Ὁ Πανταρώτας

Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος


Ναυτικὸν διήγημα



Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς δὲν εἶχεν ἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος διὰ νὰ πηδήσῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόν του.

Καλὰ ποὺ εὑρέθη κι αὐτὸ τὸ ὑπόσαθρον πλοιάριον, αὐτόχρημα σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαιος, διὰ νὰ θαλασσοπνίγεται καὶ πορίζηται τὰ πρὸς τὸ ζῆν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης. Ἦτο πτωχός, πάμπτωχος. Τόσα χρόνια ποὺ ἐγύριζε στὴν ξενιτειὰ κ’ ἐταξίδευε μὲ ξένα καράβια, κατάλαβες, καμμίαν προκοπὴν δὲν εἶχεν ἰδεῖ. Παραπάνω ἀπὸ λοστρόμος, δὲν κατώρθωσε νὰ φθάσῃ. Ἄλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, ἀπέκτησαν σκοῦνες καὶ βρίκια, καὶ δύο-τρεῖς μάλιστα εὑρίσκοντο, τὸ-σήμερο, μὲ μπάρκα. Κι αὐτὸς δὲν εἶχε τὸ-σήμερο, οὐδ’ ἕνα κότερο, μόνον ἦτον ἠναγκασμένος μ’ αὐτὴν τὴν παλιόβαρκα ν’ ἀγωνίζεται νὰ πορισθῇ τὸν ἄρτον τῆς οἰκογενείας του. Καὶ εἶχεν οἴκοι δύο «ἀδύνατα μέρη», ἐν ὥρᾳ γάμου, καὶ οἱ γαμβροί, κατάλαβες, τὸ-σήμερο, γυρεύουν πολλά. Σπίτι, ἀμπέλι, ἐλαιῶνα, παλιοχώραφα, τὰ χρειαζούμενα τοῦ σπιτιοῦ ὅλα, καὶ τὸ μέτρημα χωριστά.

Μήπως εἶχε, τοὐλάχιστον, βοήθειαν ἀπὸ κανένα; Ἐκ τῶν δύο υἱῶν του ὁ νεώτερος ὁ Δημήτρης, καλή του ὥρα, ὑπηρετοῦσε, ἂς εἶχε ζωή, εἰς τὸ Βασιλικὸν Ναυτικόν. Καλὰ ναυτικὰ ἤθελε μάθει! Ὁ ἄλλος, ὁ Ἀποστόλης ὁ μεγαλύτερος, ἔλειπε χρόνια εἰς τοὺς ὠκεανούς. «Οὔτε γράμμα οὔτε ἀπηλογιά». Πρὸ τριῶν ἐτῶν εἶχε μάθει ὅτι ἦτο μὲ ἓν ἀγγλικὸν ἀτμόπλοιον ναύτης, καὶ ὅτι περνοῦσε γιὰ Ἰταλός. Ἂς πᾷ-νὰ περνοῦσε καὶ γιὰ Σκλαβοῦνος! Αὐτὸς διάφορο δὲν εἶχε.

Ὡς ὁ κατάδικος εἰς τὸ ἰκρίωμά του, ὡς ὁ κοχλίας εἰς τὸ κέλυφός του, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἦτο προσηλωμένος εἰς τὴν λέμβον του. Ἐταξίδευε μεταξὺ Μιτζέλας, Στυλίδος, Λιχάδος, Ὠρεῶν καὶ Αἰδηψοῦ. Διεπόρθμευε κάτι μικρὰ ἐμπορεύματα, σπανίως ἐπιβάτας. Ἅπαξ τοῦ μηνὸς κατέπλεεν εἰς τὴν χθαμαλὴν εὐλίμενον νῆσόν του, διὰ νὰ φέρῃ ἐξοικονόμησιν εἰς τὴν γριὰ καὶ εἰς τὰς δύο κόρας του.

Τὸ πάλαι εἶχε σύντροφον εἰς τὴν λέμβον τὸν γερο-Σαλαμάστρα (καλὰ ποὺ ηὗρε συμπλωτῆρα ἀρκετὰ ριψοκίνδυνον)· ἀλλ’ ὁ γερο-Σαλαμάστρας δὲν ἦτο εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ μερδικό, ἐγόγγυζεν ἀπαύστως καὶ μίαν πρωίαν τοῦ ἔφυγε καὶ τὸν ἄφησε «μὲς στὴ μέση». Ὕστερον, «ἀπὸ φεγγάρι σὲ φεγγάρι» εἶχεν ἐνίοτε τὸν μπαρμπα-γιάννην τὸν Λαλούμενον. Ἀλλ’ ὁ μπαρμπα-Γιάννης ὁ Λαλούμενος συνήθειαν εἶχε, τὴν ἡμέραν τοῦ ἀπόπλου, νὰ συμπίνῃ μὲ τοὺς φίλους, καὶ οὐχὶ σπανίως τὸ ταξίδι ἀνεβάλλετο ἐξ αἰτίας του, ἢ ὁ ναῦλος ἐναυάγει ἐξ ὁλοκλήρου. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀποπέμψῃ.

Τελευταῖον καὶ μόνιμον σύντροφον προσέλαβε τὸν Γιάννην τὸν Πανταρώτα.


***


Τί περίφημος ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας! Ἠδύνατό τις νὰ τὸν ὀνομάσῃ καὶ γιάννην Ἄπιαστον. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης μάλιστα τὸν ἐναυτολόγει ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ἰωαννίδης». Ὑπελόγιζεν ὅτι, ἂν ὑπάρχουσιν ἀνὰ τὸν ἑλληνικὸν κόσμον ἑκατὸν χιλιάδες ἔγγαμοι γιάννηδες καὶ γιάνναιναι χῆραι, θὰ εἶναι, κατὰ μέσον ὅρον, διακόσιαι πενῆντα ἢ τριακόσιαι χιλιάδες Ἰωαννίδαι. Καὶ μετὰ τρεῖς γενεάς, ὅτε (ἂν περισωθῇ τὸ ἑλληνικὸν γένος) τὰ εἰς ιδης καὶ αδης θ’ ἀπαντῶνται μόνον εἰς τὰ ἡρωικο- κωμικὰ ἐπύλλια, τίς θὰ εὑρεθῇ ν ̓ ἀνησυχήσῃ ἂν οἱ ζήσαντες Ἰωαννίδαι ἦσαν σωστοὶ τριακόσιαι χιλιάδες ἢ τριακόσιαι χιλιάδες καὶ εἷς;

Τὸ ἀληθὲς εἶναι, ὅτι ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς ἔτρεφε μεγάλην στοργὴν πρὸς τὸν συμπλωτῆρά του, τὸν Πανταρώταν. Δὲν ἐμερίμνα τόσον περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἂν θ’ ἀξιωθῇ νὰ λάβῃ σύνταξιν ἀπὸ τὸ Ναυτικὸν Ἀπομαχικὸν Ταμεῖον, ὅσον περὶ τοῦ συντρόφου του. Ἐκεῖ ποὺ ἔπλεεν ἀπὸ κάβον εἰς κάβον, ἀπὸ αἰγιαλὸν εἰς αἰγιαλόν, ἵστατο μίαν στιγμήν, ἄφηνε τὴν κώπην, ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸ μέτωπον, κ’ ἔλεγε:

― Τὸ ἐλάχιστο, αὐτὸς ὁ Ἰωαννίδης δὲ θὰ πάρῃ τίποτε σύνταξη; Τὸν ναυτολογῶ ταχτικά! Τίποτε δὲν τοῦ λείπει. Τὰ χαρτιά του εἶναι σωστά. Ἐγώ, ἂς κουρεύωμαι!

Καὶ στρεφόμενος πρὸς μεσημβρίαν ἔκαμνε λίαν ἐκφραστικὴν χειρονομίαν, μὲ τὸν ἀντίχειρα καὶ μὲ τὸν δείκτην λέγων:

―Ὅρσε, κουβέρνο!


***


Καὶ οὐχ ἧττον ὑπέφερε πολλὰ διὰ νὰ «τὸν περάσῃ στὰ χαρτιὰ» αὐτὸν τὸν γιάννη τὸν Πανταρώτα. Οἱ λιμενικοὶ ὑπάλληλοι μάλιστα «τοῦ ἔψηναν τὸ ψάρι στὰ χείλη». Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ ἐξακουσμένος σύντροφός του ἦτο ἐν διηνεκεῖ ἀπουσίᾳ. Οἱ ἁλιεῖς, οἱ συναντῶντες τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην παραπλέοντα τὰς ἀκτάς, ἐνίοτε καὶ οἱ αἰπόλοι, οἱ ὁδηγοῦντες τὰς αἶγάς των εἰς τὸν αἰγιαλόν, «διὰ ν’ ἁρμυρίσουν», τὸν ἠρώτων:

― Ποῦ εἶν’ ὁ σύντροφός σου; Μοναχός σου ἀρμενίζεις;

― Πάει ν’ ἀγοράσῃ ψωμιά, ἀπήντα ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης. Τώρα τὸν περιμένω νὰ γυρίσῃ.

Κ’ ἐνῷ ἔλεγεν ὅτι τὸν περιμένει, ἐξηκολούθει οὐδὲν ἧττον νὰ πλέῃ.

Οἱ ἐπιστάται τῶν λιμένων, οἱ ὑγειονομικοὶ φύλακες καὶ οἱ τελωνοσταθμάρχαι ἦσαν τὰ φόβητρα τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη.

Ἐπαρουσιάζετο πάντοτε μόνος του, εἰς τὸν ὑγειονομικὸν ἢ λιμενικὸν σταθμόν, διὰ «νὰ βγάλῃ τὰ χαρτιά».

― Ποιὸς εἶν’ ὁ σύντροφός σου;

―Ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας. (Ἀλλαχοῦ ἔλεγεν ὁ Ἰωαννίδης.)

― Καὶ ποῦ εἶν’ αὐτὸς ὁ γιάννης ὁ Πανταρώτας; ― Μὲ καρτερεῖ στὴ βάρκα. ― Πῶς δὲν τὸν παρουσιάζεις ποτέ; ―Ὁλημέρα στὴν πιάτσα βρίσκεται. Ἀδειάζει ἀπ’ τὸ μεθύσι; ― Κ’ ἐμπιστεύεσαι σὺ νὰ ταξιδεύῃς μὲ μέθυσον. ― Τὸν ἔχω διὰ τὸν τύπο, ἐπειδὴ ἔτσι τὸ θέλει ὁ νόμος.

Ἐγὼ ἀξίζω γιὰ δυό.

Καὶ ὁ λιμενικὸς ὑπάλληλος ἐφόρει τὰ γυαλιά του καὶ τοῦ ἔδιδε «τὰ χαρτιά».

Εἷς ὅμως ὑπάλληλος ἦτον πολὺ πονηρός, καὶ τὸν εἶχε καταλάβει.

Φαίνεται νὰ ἦτον «Μωραΐτης». Ἀλλ’ ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ταχέως τὸν ἀφώπλισε. Ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας ἔκρυπτε πάντοτε μίαν τσότραν γεμάτην, ἢ καὶ δαμεζάναν ὁλόκληρον, τοῦ εὑρίσκοντο δὲ καὶ κάτι ὀρεκτικὰ ἐδέσματα τῆς πατρίδος του. Μὲ μισὴ ἀστακοουρά, μὲ κανὲν καπνιστὸ κεφαλόπουλο τῆς λίμνης, μὲ ὀλίγον αὐγοτάραχον, μ’ ἕνα ἔγχελυν ἁλατισμένον, ὅλα προϊόντα τῆς μικρᾶς ὡραίας νήσου, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἔκαμνε τὴ δουλειά του.

Εἷς ἄλλος ὅμως ἦτο σκληρός. Ἦτο ὀλιγώτερον τρεπτὸς ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους θεούς, καὶ ἂς τοὺς εἶχε σχεδὸν πατριώτας. Ἦτο «Αὐστριακός, χειρότερος ἀπὸ Τοῦρκον», κ’ ἔτυχε νὰ γίνῃ ὑπάλληλος εἰς τὴν ἐλευθέραν Ἑλλάδα. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὸν καταφέρῃ. Ἠναγκάσθη νὰ παύσῃ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸν σταθμὸν ἐκεῖνον τῆς Στερεᾶς.


***


Μίαν φορὰν ὅμως «τὰ ἔφερε σκοῦρα». Εὑρέθη εἰς τὸ πέλαγος, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Εὐβοϊκοῦ στενοῦ, εἰς ἴσην ἀπὸ τῆς ἠπείρου καὶ ἀπὸ τῆς νήσου ἀπόστασιν. Ἤρχετο ἀπὸ τοὺς Ὠρεοὺς κ’ ἔπλεε διὰ τὸ Θρόνιον. Εἶχε μικρὸν φορτίον ἀπὸ στάμνες καὶ κανάτια, καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα βαρέλια ἐντοπίων μικρῶν ἀφύων. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἦτο ἀμέριμνος ὡς πάντοτε, κ’ ἐκάθητο εἰς τὴν πρύμνην κυβερνῶν τὸ σκάφος καὶ ἰθύνων τὸ ἱστίον.

Δὲν ἦτο ἀνάγκη τώρα νὰ κάμῃ τὴν τέχνην τὴν ὁποίαν ἐσυνήθιζεν ἄλλοτε. Νὰ καθίσῃ δηλαδὴ εἰς τὸ κύτος τῆς λέμβου, παρὰ τὸν ἱστόν, νὰ προσδέσῃ τὴν σκότα καὶ τὸν οἴακα διὰ διπλῶν σχοινίων, καὶ νὰ χειρίζηται ἀόρατος, ἀπὸ τοῦ κύτους, φλόκον, ἱστίον καὶ πηδάλιον, μὲ μία χεριά.

Ἐνίοτε μάλιστα ἐνησμενίζετο νὰ τὸ κάμνῃ ὁσάκις εἶχεν, ὅπερ σπάνιον, κανένα χερσαῖον ἐπιβάτην, τὸν ὁποῖον ὑπεχρέου νὰ καθίσῃ παρὰ τὸ πηδάλιον, ὅταν διήρχοντο πλησίον παραθαλασσίου χωρίου. Καὶ ἀπὸ τῆς ξηρᾶς ἔβλεπον τότε πρᾶγμα ἀπίστευτον, φουστανελὰν κυβερνῶντα τὴν λέμβον.

Τὴν φορὰν ὅμως ταύτην δὲν εἶχεν ἐπιβάτην κανένα χερσαῖον.

Αἴφνης βλέπει βασιλικὸν πλοῖον ἐρχόμενον ἀντίπρῳρα αὐτοῦ.

Ἦτο ἡ «Σαλαμινία» πιθανῶς. Ἴσως νὰ ἦτο καὶ ἡ «Πληξαύρα» ἢ ἡ «Ἀφρόεσσα».

Ἂν εἶχε κανένα ἐπιβάτην, ἂς ἦτο καὶ φουστανελάς, θὰ τὸν ὑπεχρέου νὰ μεταμφιεσθῇ εἰς ναύτην, νὰ φορέσῃ τὰ παλιὰ ἀμπαδίτικα τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν πρῷραν διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον.

Ἀλλ’ ἐπιβάτην, εἴπομεν, δὲν εἶχε. Τί νὰ κάμῃ; Σηκώνεται, λαμβάνει τὸ ἓν τῶν ζυγῶν, ἐφ’ ὧν καθέζονται οἱ ἐρέται, τὸ ἀνορθοῖ, ἐβγάζει ἕνα σκαλμόν, τὸν προσδένει διὰ τοῦ τροπωτῆρος σταυροειδῶς ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ.

Κύπτει ὑπὸ τὴν πρῷραν, ἀναζητεῖ τὰ παλαιὰ ράκη του, ἐνδύει τὸ διπλοῦν ξύλον μὲ μίαν κάπαν, τῆς ὁποίας τὰ μανίκια ἐκρέμαντο σπαρακτικῶς περὶ τὰς δύο ἄκρας τοῦ σκαλμοῦ.

Ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὀρθοῦ ξύλου θέτει ἕνα ναυτικὸν κοῦκον, τὸν ὁποῖον εἶχεν, ἀφ’ οὗ χρόνου ἐταξίδευε μὲ τὰ ξένα πλοῖα εἰς Ἰταλίαν καὶ εἰς τὸν Ἀδρίαν.

Διὰ νὰ σταθῇ ὁπωσοῦν ὁ κοῦκος, τὸν περιδένει ὁλόγυρα μὲ τὸ κίτρινον ζωνάρι του, ὡς σαρίκι.

― Εἶναι σωστὸ σκιάζουρο, ἐψιθύρισεν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης.

Καὶ ἔστησε τὸ αὐτοσχέδιον τοῦτο ἀνδρείκελον ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ τῆς πρῴρας, μὲ τὴν βάσιν κάτω εἰς τὸ κύτος, ἐκεῖθεν τοῦ κολπουμένου ἱστίου.

Ἔβαλε καὶ τὴν μίαν κώπην ἐγκάρσιον, οἱονεὶ εἰς ἀνάπαυσιν ἐπὶ τῶν γονάτων τοῦ ἀνδρεικέλου, μὲ τὸ πτερύγιον ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν!

Ὀλίγα λεπτὰ ἀκόμη, καὶ τὰ δύο ἀντίπρῳρα πλοῖα συνηντήθησαν.

Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὕψωσε τὴν σημαίαν, ἐμετρίασε τὸν δρόμον, καὶ ἀπέδωκε τὰς τιμάς.

Ὁ κελευστὴς τῆς βασιλικῆς ἡμιολίας, ὅστις ἐγνώριζε τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ θαυμάσῃ τὴν εὐχειρίαν καὶ τὴν ρᾳστώνην μεθ’ ἧς ἔπλεε.

― Μπράβο καπετὰν Ἀλέξη, τῷ ἔκραξεν, εἶσαι πολὺ σβέλτος.

― Ἀλήθεια, ἀπήντησεν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης... καὶ μάλιστα ὁ σύντροφός μου.


***


Τούτων ἕνεκα, μεγάλης χαρᾶς ἦτο ἀφορμὴ διὰ τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην, ὅταν κατώρθωνε «στὴ χάση καὶ στὴ φέξη» νὰ ἔχῃ κανένα ἐπιβάτην, τὸν ὁποῖον, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ περάσῃ ὡς τὸν περίφημον γιάννη τὸν Πανταρώτα. Ἀλλὰ ποῦ ἐπιβάτης; Ποῖος ἐτόλμα νὰ πατήσῃ τὸν πόδα εἰς τὴν παλιόβαρκα;

Μίαν φορὰν εὐτύχησε νὰ ἐπιβιβάσῃ ἀπὸ μίαν ἀκρογιαλιὰν τῆς Λοκρίδος ἕνα κάποιον ὀρεινόν, ὅστις ἤθελε νὰ περάσῃ ἀντικρύ, εἰς τὴν Εὔβοιαν.

Ἀλλ’ ἴσως ἦτο ἡ πρώτη φορά, καθ’ ἣν οὗτος ἐπάτησε τὸν πόδα εἰς πλοῖον ἐν γένει. Μόλις ἐκάθισε παρὰ τὴν πρύμνην, μὲ τὴν σκούφιαν του ἴσα μὲ τὸ αὐτί, μὲ τὸν στριμμένον μύστακά του, μὲ τὰ τουζλούκια του, εἰς μέρος, ὅπου ἐδιαναστοῦσεν ἡ βάρκα, καὶ ὅπου ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης εἶχε διπλαρώσει τὴν βάρκα ἐπίτηδες, διὰ νὰ τὸν παραλάβῃ, καὶ ἀμέσως, πρὶν λύσῃ ὁ ναύτης τὰ ἀπόγεια, πρὶν ἡ λέμβος σαλεύσῃ ἀκόμη, διότι ἦτο γαλήνη, ὁ ἐπιβάτης ἤρχισε νὰ πιάνεται ἀπὸ τὸν σκαλμόν, ἀπὸ τὴν κωπαστήν, ἀπὸ τὸν ὦμον τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη, ἀπὸ ὅ,τι εὕρισκε.

― Τί ἔχεις; εἶπεν ὁ κυβερνήτης· κάμε ἥσυχα, μὴ φοβᾶσαι.

Καὶ ἤρχισε ν’ ἀνασπᾷ τὴν ἄγκυραν. Ἀλλ’ ὁ ἐπιβάτης δὲν ἦτο καλά! Εἶχε κύψει εἰς τὸ κύτος, κ’ ἐζήτει νὰ κρατηθῇ ἀπὸ τὰς ἐξοχὰς τῶν στραβοξύλων, ἀπὸ τὰ ἐσωτερικὰ φατνώματα.

Ἡ λέμβος ἐκινήθη.

―Ἔχε ἔννοια, εἶπεν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης, τώρα θὰ λύσω τὸ πανί.

Ὁ ἐπιβάτης ἐκυρτώθη, ἔγινε κουβάρι. Ἐκρατεῖτο σπασμωδικῶς ἀπὸ τὸ πρυμναῖον ζυγόν, ἀπὸ τὸν θριγκὸν τῆς πρύμνης.

― Βγάλε με! Βγάλε με! ἐκραύγασε. ― Τί ἔπαθες, βρὲ ἄνθρωπε, σὲ καλό σου! ― Βγάλε με ὄξου, δὲν μποροῦ. Δὲν μποροῦ τὴν φευ γάλα τς βάρκας. Τὸ σκάφος ἐσάλευσεν ὀλίγον τι.

― Μὴ φοβᾶσαι, δὲν εἶναι φουρτούνα. Μπονάτσα κάλμα. ― Βγάλε με ὄξου, σ’ λένε. Τί μ’ κρένεις αὐτοῦ; ― Τώρα λιγάκι κ’ ἐφθάσαμε. Κάμε τὸ σταυρό σου.

Τράβα μιὰ ρακιά. ― Χοντρὲς καληῶρις μ’ κρένεις, βλέπου; Καὶ μὲ τὸν ἕνα γρόνθον ἐφοβέριζε τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην, ἐνῷ μὲ τὸν ἄλλον ἐκρατεῖτο σπασμωδικῶς ἀπὸ τὴν κωπαστήν.

Ὁ γηραιὸς ναυτικὸς ἔδωκε τόπον τῇ ὀργῇ. Ἠναγκάσθη νὰ προσεγγίσῃ ὀπίσω εἰς τὴν ξηρὰν καὶ νὰ τὸν ἀποβιβάσῃ.

Μόλις ἐπάτησεν εἰς τὰ ἅγια χώματα, ὁ ὀρεινός, ἀπεμακρύνθη ὀλίγα βήματα, καὶ στραφεὶς κατὰ τὸν αἰγιαλόν, ἐστάθη μεταξὺ ἑνὸς βράχου κ’ ἑνὸς θάμνου, καὶ προσβλέψας βλοσυρῶς πρὸς τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην, ὅστις ἀπεμακρύνετο σιωπηλὸς ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, ἐπρότεινε καὶ τοὺς δύο γρόνθους τὴν φορὰν ταύτην, σείων ἀπειλη- τικῶς τὴν κεφαλὴν καὶ κράζων:

― Ἄχ! καραβά. Ἄχ! βρὲ καραβά. Ἄχ! μωρὲ καραβά!


***


Ἂν καὶ συνήθως ἐθήρευε τοὺς ἐπιβάτας, ὅπου τοὺς εὕρισκεν, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἅπαξ εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην ν’ ἀποποιηθῇ νὰ παραλάβῃ ἐπιβάτην εἰς τὴν μικρὰν ὑπόσαθρον σκάφην του. Ἰδοὺ πῶς:

Ἦτο κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας τοῦ ἔτους 1870. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἡτοιμάζετο ν’ ἀποπλεύσῃ ἔκ τινος ἐρήμου ἀκτῆς τῆς Φωκίδος, μελετῶν, ἂν δὲν εὕρῃ ἐν τῷ μεταξὺ κανένα ναῦλον, ν’ ἀπέλθῃ εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν του.

― Χειμῶνα, καλοκαίρι, ὣς τόσο, δὲ θὰ ξαποστάσω μιὰ φορὰ κ’ ἐγώ! Καλότυχοι εἶναι ὁ Καπετὰν Φραγκούλης, ὁ γιαλόξυλος, ὁ καπετὰν Θανασός, ὁ Ζευγαρωμένος, ὁ καπετὰν γιαννάκος, ὁ Ἔρωτας! Ἅμα μεσάσῃ ὁ Τρυγητὴς ὁ μήνας, ἔρχονται καὶ δένουν τὰ καραβάκια τους ἀπὸ τὴν Κολώνα τῆς πιάτσας, καὶ τραβοῦν φαῒ καὶ ὕπνο ποὺ πάει ἀντάρα καὶ καπνός!

Ἦτο περὶ τὴν ἑσπερινὴν ἀμφιλύκην, εἶχεν ἀρχίσει νὰ νυχτώνῃ.

Δὲν ἐφοβεῖτο νὰ πλέῃ καὶ διὰ νυκτὸς εἰς τόσον γνωστὰ πελάγη. Ἐκαυχᾶτο ὅτι «κ’ οἱ ξέρες καὶ τὰ γκρίφια τὸν ἐγνώριζαν».

Ἡτοιμάζετο ν’ ἀνασπάσῃ τὴν ἄγκυραν.

Τὰ νερὰ εἰς τὸν ὅρμον ἐκεῖνον ἦσαν ρηχά, «δὲν ἐδιαναστοῦσεν ἡ βάρκα».

Ἦτο ἀραγμένος μέχρι βολῆς τουφεκίου ἀπὸ τῆς ξηρᾶς.

Ἐκεῖ βλέπει κάτι τι κ’ ἔλαμψεν ἔξω ἐπί τινος βράχου τῆς παραλίας. Αὐτὸ δὲ τὸ λάμψαν ἔλαμψεν ἐπί τινος λίαν ἀμαυροῦ, λίαν θαμβοῦ.

Μὲ ὅλον τὸ ἐπικρεμάμενον ἤδη σκότος, ἡ ἀμαυρότης ἐφαίνετο δεσπόζουσα τοῦ σκότους.

Ἀκούει μίαν φωνήν, φωνὴν λίαν ἐπιτακτικὴν καὶ τραχεῖαν.

― Βρέ, καραβά!

Προσηλοῖ τὰ ὄμματα, διαστέλλων ὑπερβολικῶς αὐτά, ὅπως διακρίνῃ ἐν μέσῳ τοῦ λυκόφωτος.

Μεταξὺ δύο βράχων, εἰς μέρος, ὅπου ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, γνωστὸν αὐτῷ, δι’ οὗ ἀνερριχᾶτό τις εἰς τὴν γυμνὴν καὶ ἀπόκρημνον ἀκτήν, βλέπει δύο ἄνδρας ἱσταμένους. Ἦσαν ἔνοπλοι, καὶ τὰ τουφέκια καὶ τὰ πιστόλιά των ἔστιλβον ἐπὶ τῆς λερῆς περιβολῆς των.

Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἐφοβήθη μέγαν φόβον. Οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ἀμφέβαλεν ὅτι ἦσαν λῃσταί.

Ἀκούει δευτέραν φωνήν: ―Ἔ! καραβά! ἔλα γλήγορα νὰ μᾶς πάρῃς. ― Τώρα, τώρα! ἀπήντησε μηχανικῶς ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης. Καὶ ἀφοῦ ἀνέσυρε τὴν ἄγκυραν, ἔλαβε τὰς κώπας.

Ἀλλ’ ἀντὶ νὰ ἐλαύνῃ πρὸς τὴν ξηράν, ἐχαμήλωσεν τὴν ράχιν του, ἔκρυψε τὴν κεφαλήν του ἐντὸς τοῦ κύτους, γενόμενος ἀόρατος ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, καὶ μὲ τὰς χεῖρας ἢ μὲ τοὺς πόδας ὅπως ἠδύνατο, ἤρχισε νὰ ἐλαύνῃ πρὸς τὸ πέλαγος.

Οἱ δύο ἀπὸ τῆς ξηρᾶς ἰδόντες τὸν δόλον, ἤρχισαν νὰ τὸν καταρῶνται καὶ νὰ τὸν ὑβρίζωσι μὲ τὰ φαυλότατα τῶν ἐπιθέτων.

Ἀλλ’ ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἠδιαφόρει. Ἐφοβεῖτο νὰ ἔλθῃ εἰς ἐπαφὴν μὲ τοιούτους φοβεροὺς τὴν ὄψιν ἀνθρώπους. Καὶ πλουσίαν ἀμοιβὴν ἂν τοῦ ἔταζον, δὲν θὰ τοὺς ἐδέχετο ποτὲ εἰς τὴν λέμβον.

Ἠκούσθη μία τουφεκιά.

Ἡ βολὴ συρίξασα ἐκτύπησεν εἰς τὸ πηδάλιον τῆς λέμβου.

Δευτέρα τουφεκιὰ βροντώδης ἀντήχησεν.

Τὸ βόλι ηὐλάκωσε τὸ κῦμα, καὶ βυθισθὲν ἐχάθη εἰς τὸν μέλανα πόντον.

Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης, ἐξακολουθῶν νὰ ἐλαύνῃ, ἦτο ἐκτὸς βολῆς ἤδη.

Ὅταν ἀπεμακρύνθη ἀρκετὰ ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, ἀνωρθώθη περίτρομος ἀκόμη, καὶ ἤρχισε νὰ ψηλαφᾷ τὰ μέλη του.

―Ὤ! διάβολε! ἄλτρος κάβος κονταρέμους. Καὶ προσέθηκεν: ―Ὣς τόσο, καλὰ ποὺ τὴν ἐγλύτωσα. Πῶς θὰ χαρῇ ἡ καημένη ἡ γριά!


***


Εἴτε φαντασιώδης ἦτο ὁ κίνδυνος εἴτε πραγματικός, τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη τοῦ ἐφάνη ὅτι «ἐξαναγεννήθη». Ἐν τούτοις δὲν ἦτο ἀπίθανον νὰ ἦσαν καὶ λῃσταὶ οἱ δύο ἐκεῖνοι ἄνθρωποι. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, εἶχε γίνει ἐν Ἑλλάδι σπουδαία καὶ ἀποτελεσματικὴ ἐργασία πρὸς ἐξάλειψιν τῆς λῃστείας, ὅθεν οἱ τρεῖς ἢ τέσσαρες ἀρχηγοὶ τῶν τότε ἰσαρίθμων κομμάτων, συνασπισθέντες, ὡς νὰ ἦσαν ἐκδικηταὶ τῶν προγεγραμμένων, ἐκρήμνισαν παταγωδῶς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τὸ ἔκφυλον ὑπουργεῖον.

Ἴσως οἱ δύο οὗτοι φυγάδες, ἂν ἦσαν πράγματι λῃσταί, νὰ ἦσαν τὰ τελευταῖα λείψανα καταστραφείσης τινὸς συμμορίας.


***


Καὶ ὅμως ὁ γηραιὸς ναύτης, ἂν ἐσώθη ἀπὸ ἀληθεῖς λῃστάς, δὲν ἐφυλάχθη ὅμως καὶ ἀπὸ κοινοὺς κλέπτας. Εἰς μίαν ἄλλην ἀκρογιαλιὰν εἶχε προσορμισθῆ μίαν ἡμέραν. Ὁ σταθμὸς ὁ λιμενικός, ὅπου ὤφειλε «ν’ ἀλλάξῃ τὰ χαρτιά του», ἀπεῖχεν ἐκεῖθεν ἡμισείας ὥρας ὁδόν. Τώρα, ἐὰν εἶχε σύντροφον ἄλλον τινὰ παρὰ τὸν Πανταρώταν, ὅστις διετέλει ἐν διηνεκεῖ ἀπουσίᾳ, θὰ τὸν ἄφηνε νὰ φυλάγῃ τὴν βάρκα, καὶ δὲν θὰ τὴν ἄφηνεν ἔρημην καὶ ὀρφανήν. Καὶ ἂν δὲν τὴν ἄφηνεν ἔρημην καὶ ὀρφανήν, δὲν θὰ
ἤρχοντο ἐν τῇ ἀπουσίᾳ του κλέπται, νὰ τοῦ πάρουν ὅ,τι εἶχε καὶ ὅ,τι δὲν εἶχε.

Τοῦτο δὲ ἀκριβῶς συνέβη.

Οἱ κλέπται ἐμβῆκαν μέσα ὡς καλοὶ οἰκοκυραῖοι. Τοῦ ἀφῄρεσαν τὰ πάντα, ἐνδύματα, τρόφιμα, κοντάρια, ἱστία, ὡς καὶ τὰς κώπας.

Τοῦ ἄφησαν μόνον τοὺς τροπωτῆρας καὶ τοὺς σκαλμούς.

Καὶ τοὺς μὲν σκαλμοὺς ἴσως δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τοὺς ἐβγάλουν ἀπὸ τὲς σκαλμότρυπες· οἱ δὲ τροπωτῆρες θὰ τοὺς ἔπεσαν, δι’ ἀδεξιότητα, ἀπὸ τὰς κώπας.
Τί νὰ τοὺς κάμῃ τοὺς τροπωτῆρας καὶ τοὺς σκαλμούς! Πῶς νὰ ταξιδεύσῃ χωρὶς κώπας, χωρὶς ἱστία;

.........................................

Καὶ ἔκτοτε ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς ὡρκίσθη νὰ μὴ παραβῇ ἐπὶ ζωῆς του τοὺς περὶ ναυτιλίας νόμους, καὶ νὰ μὴ συνταξιδεύσῃ πλέον μὲ τὸν Γιάννη τὸν Πανταρώτα.


(1891)

Μικρά Παράκλησις....


(Εράνισμα εκ των Ψαλμών)

Προς Σε τας χείράς μου, προς Σε τους οφθαλμούς μου αίρω,
τα φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοι προσφέρω•
ετάκη η καρδία μου, ωσεί κηρός, εντός μου•
ελέησόν με, ο Θεός, σπλαγχνίσου, ο Θεός μου.
Είναι πολύ το πέλαγος, πολύ, των οικτιρμών σου•
η προσευχή μου εις ναόν φοιτά τον άγιόν σου•
εις κρίσιν με τον δούλόν σου μη θέλης να εισέλθης,
πριν η με τα ελέη σου επί της γης κατέλθης.
Η δόξα σου ως ουρανός ατέρμονος απλούται•
ενώπιόν σου, ο Θεός, θνητός δεν δικαιούται•
το όνομά σου άπειρον πληροί την οικουμένην•
συ την ψυχήν μου οίκτειρον την καταβεβλημένην.
Η ύπαρξίς μου εις φθοράν και σκοτασμόν κατέβη•
κατέστην των μισούντων με και των εχθρών μου χλεύη•
οι συγγενείς μου μ’ ύβριζον, μ’ ενέπαιζον οι φίλοι,
τας κεφαλάς των σείοντες, λαλούντες με τα χείλη.
Και πάντες οι θεώμενοι σκληρώς με κατηρώντο,
και τόσα βέλη κατ’ εμού και ξίφη ημιλλώντο•
ω, πότε, πότε, Κύριε, θα παύσης την οργήν σου;
πάσαν αυγήν το στόμα μου λαλεί την αίνεσίν σου.
Ανωφελής ο βίος μου ενώπιόν σου ρέει•
πάσα πνοή και ύπαρξις το πρόσκαιρόν της κλαίει•
είς λίθος εις οικοδομήν ας ήμην του ναού σου
και ας ήμην καίουσα λαμπάς προ του σεπτού βωμού σου.
Οι ουρανοί την δόξαν σου σιγώντες διηγούνται•
προς αίνόν σου τα χείλη μου τα τρέμοντα κινούνται•
πώς ραγισμένη βάρβιτος θα βάλη αρμονίαν;
και πώς ψυχή βαρυαλγής θα είπη μελωδίαν;
Το πνεύμά μου ιλιγγιά, ω Κτίστα των αιώνων,
δεν έχω αλλ’ η δάκρυα να σοι προσφέρω μόνον•
ως του ηλίου η ακτίς την δρόσον καταπίνει,
το έλεός σου εκπεμφθέν τα δάκρυά μου σβήνει.
Προς Σε τον Πλάστην έκραξα εν συνοχή καρδίας,
σκώληξ της γης οικτρός εγώ και τέκνον ασθενείας•
μη αποβάλης προσευχήν εκ βάθους πεμπομένην
και μη απώση, ο Θεός, ψυχήν συντετριμμένην.
Ω, Κύριε, τίς εν Θεοίς υπάρχει όμοιός σοι;
και τίς το πλάσμα δύναται των σων χειρών να σώση;
αν παρά σοι ευπρόσδεκτος δεν είν’ η προσευχή μου,
ας αναλύση εις πηγάς δακρύων η ψυχή μου.
Προς Σε τας χείράς μου, προς Σε τους οφθαλμούς μου αίρω,
τα φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν Σοι προσφέρω•
ετάκη η καρδία μου, ωσεί κηρός, εντός μου•
ελέησόν με, ο Θεός, σπλαγχνίσου, ο Θεός μου.
(ΑΘΗΝΑΙ: 1881)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟυ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, ΑΠΑΝΤΑ: ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1988. Α. ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ὁ Παπαδιαμάντης ὡς ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ φιλοκαλικὸ του ἦθος

"  Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἕνα ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόταν καὶ λειτουργοῦσε ὡς μέλος της. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ τὴν Γέννηση καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑμνεῖ καὶ δοξάζει καὶ ὑπακούει ταπεινὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ᾿ ἀρχὰς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ.....
Παπαδιαμάντη ἦταν φιλοκαλική, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν στηριζόταν σὲ καταφατικὲς ἐκφράσεις καὶ διαβεβαιώσεις, ἀλλὰ κυρίως ζοῦσε ἀποφατικά. Ἔβλεπε τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι στὴν ἐπίγεια κοινωνικὴ κατάφασή της, ἀλλὰ στὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν αἰσθανόταν μέσα στὶς ἀγρυπνίες, μέσα στὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ἀκολουθίες, στὰ τροπάριά της. Συνελάμβανε τὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἡσυχία, ἡ κένωση καὶ ἡ προσφορά.
Σ᾿ ἕνα κείμενό του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ κόσμῳ ἄνευ τῆς ἐλαχίστης συνδρομῆς τῆς πολιτείας, τουναντίον μάλιστα καὶ διωκομένη καὶ κατατρυχομένη πολλάκις ὑπὸ ταύτης».
Στὴν ἐποχή του ὁ Μακρακισμὸς ἀλλοίωνε τὴν ταυτότητα καὶ τὴν φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Παπαδιαμάντης γράφει ἄρθρο γιὰ νὰ καυτηριάσῃ τὴν στάση τοῦ Μακράκη, ὁ ὁποῖος ἐμήνυσε δυὸ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπενθύμισαν στὸν κόσμο ὅτι εἶναι μὲν ἐλεύθεροι νὰ ἀκούσουν τὸν Μακράκη, ἀλλὰ νὰ ξεύρουν ὅτι «ἔχει ἀποκηρυχθῆ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς κακόδοξος καὶ ἀπειθής». Καὶ στὴν συνέχεια γράφει:
«Ὁ κ. Μακράκης εἶναι ἔκπτωτος δι᾿ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τὸ ἠξεύρει καὶ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἀγνοεῖ... Ἡ καινοδοξία δὲν εἶναι ἐν χώρῳ καὶ χρόνω, δὲν ὁρμᾶται ἀποκλειστικῶς ἐξ Ἀμερικῆς ἢ ἐξ Ἀγγλίας, ἡ καινοδοξία εἶναι ἐν τῇ γνώμῃ καὶ ἐν τῇ φρενί... καὶ ὁ κ. Μακράκης, ὅστις περιέρχεται τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία ἑρμηνεύων κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν τὰς Ἱερὰς Γραφάς, ἄνευ κύρους, ἄνευ ἀδείας καὶ ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς.... Τί τοῦ ψιθυρίζουν εἰς τὸ οὖς, τοῦ κ. Μακράκη, τὰ ἀρχοντικὰ δαιμόνια, τὰ πονηρότατα καὶ πεισμονέστατα τῶν δαιμονίων! Ποῖος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος δύναται ποτὲ ν᾿ ἀναγνωρίσῃ τὸν κ. Μακράκην ὡς ὀρθόδοξον, ἐὰν οὖτος δὲν προσέλθῃ ἁπλῶς καὶ καθαρῶς, ἐν ταπεινώσει, ἄνευ σοφισμάτων καὶ ἄνευ ὑστεροβουλίας, ἐὰν δὲν προσπέσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ εἴπῃ τὸ ἥμαρτον, ν᾿ ἀποπτύσῃ τὸ τρισύνθετον καὶ πᾶσαν ἄλλην κακοδοξίαν, καὶ νὰ εἴπῃ ὅτι μετανοεῖ εἰλικρινῶς; Ὡς ἴσος πρὸς ἴσην τολμᾷ νὰ διαπραγματεύηται πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἢ ἔτι θρασύτερον, ὡς θεραπαινίδα θέλει νὰ τὴν μεταχειρισθῆ ὁ ἀγχίστροφος διαλεκτικός, ὁ πολύπλαγκτος ἀγορητής, ἀξιῶν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καὶ ὄχι ὁ Μακράκης ὁμολογήσῃ ὅτι ἔσφαλε νὰ τὸν ἀποκηρύξη! Οἶον ἐξαίσιον πτῶμα! Οἶος κρημνός!».
Καὶ ὅταν οἱ Μακρακισταὶ ἀντέδρασαν, ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἀφοπλιστικὸς στὰ ἐπιχειρήματά του, ποὺ δὲν εἶναι στοχαστικά, ἀλλὰ ἐκκλησιολογικά: «Τί μὲ προκαλεῖτε εἰς συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν εἶσθε αἱρετικοὶ ἢ ὄχι; Ἡ Ἐκκλησία σᾶς ἀπεκήρυξεν. Ἐπὶ δεδικασμένου συζήτησις δὲν δύναται νὰ γίνῃ».

Τὸ κυριότερο γνώρισμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπὸ ὅπου ἀντλεῖται ἡ ἄποψή του γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ αἴσθηση μὲ τὴν ὁποία πλησίαζε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σαφῶς λέγεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική, εἶναι ὅτι ὅλη του ἡ προσωπικότητα εἶναι λιβανισμένη, καὶ αὐτὸ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιορείτικου λιβανιοῦ βγαίνει καὶ προχέεται ἀπὸ τὴν καρδιά του στὸ σῶμα, στὰ δάκτυλα, στὸ μολύβι καὶ στὰ γραπτά του. Τὰ κείμενά του εἶναι «λιβανάτα» ἀπὸ τὸ μοσχοθυμίαμα τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς. Ἔχει τὸ ἦθος τῆς λατρείας, τῆς ὑμνῳδίας. Αὐτὴ ἡ λατρεία τὸν ἔκανε νὰ παραμείνη ὀρθόδοξος στὸ φρόνημα, στὸ ἦθος σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Σὲ πολλὰ κείμενά του φαίνεται καθαρὰ ὅτι συνεχῶς ἔψαλε τὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι πολὺ χαριτωμένο τὸ κείμενό του «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ στὴν πραγματικότητα περιγράφει μιὰ κοινωνία ποὺ συναντιόταν στὸν Ναὸ τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ ἔπειτα στὰ σπίτια, μέσα στὰ ὁποῖα μεταφερόταν τὸ ἦθος τῆς λατρευτικῆς καὶ εὐχαριστιακῆς κοινότητας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε στὰ σπίτια ποὺ ἔμπαινε ὥστε ἡ Μαρία τῆς Ρηνούλας νὰ πῇ:
«– Αὐτὰ δὲν εἶναι τροπάρια ποὺ ψέλνετε κύριε.
– Ἀλλὰ τί εἶναι κορίτσι μου; ἠρώτησα.
– Αὐτὰ εἶναι σὰν γλυκὰ γλυκὰ τραγουδάκια».
Καὶ αὐτὰ τὰ τραγουδάκια τοῦ Θεοῦ ἦταν τὸ τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα».
Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου του Μπούκη τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ μπαρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Ἀγγελικούλα, γράφει ὁ Παπαδιαμάντης, «μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐκοιμᾶτο μὲς στὸ στασίδι, εἰς τὸν γυναικωνίτην, τὴν ὥρα τῶν ἀποστίχων, ἐξύπνα μετὰ δυὸ ὥρας εἰς τὸν Πολυέλεον, κ᾿ ἔκτοτε δὲν ἤθελε νὰ κοιμηθῆ πλέον. Ἦτο μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα».
Ἡ μικρὴ Ἀγγελικούλα ἕνδεκα ἐτῶν ἦταν ἄρρωστη βαρειά. Τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐκείνη τοῦ εἶπε:
«Ἂ μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ἐψέλλισεν ἀσθενῶς. Πότε θὰ μοῦ πῇς πάλι τὰ θεῖα ... τραγούδια;
–Ὅποτε θέλεις, Κούλα μου. Ἅμα γίνῃ ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον νὰ ἔλθῃς, νὰ σοῦ τὰ πῶ.
–Νὰ μοῦ τὰ πῇς. Μὰ θὰ τ᾿ ἀκούσω;
– Ἅμα προσέχῃς, θὰ τ᾿ ἀκούσης...
– Ὤχ!
Ἔστεναξεν, ἔκλεισε τὰ ὄμματα, καὶ δὲν μοῦ ὡμίλησε πλέον. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολὺ κουρασθῆ (ἔφερεν ἀσθενῶς τὴν ἰσχνὴν χεῖρα πρὸς τὸ οὖς ἐνῷ ἐψέλλιζε. Φαίνεται ὅτι εἶχε πάθει βαρυηκοΐαν ἕνεκα τῆς νόσου). Τῆς ἔφεραν χρῖσμα, ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν. Αὐτὴ ἀνέλαβε πρὸς στιγμὴν τὰς αἰσθήσεις της, κ᾿ ἐψιθύρισε:
–Μοσχοβολᾶ ἡ ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά».
Μετὰ τὸν θάνατό της ὁ Παπαδιαμάντης ἔψαλε τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ στὴν ἁγνὴ Ἀγγελικούλα. Γράφει στὸ κείμενό του:
«Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ᾿ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν "Ἄμωμον ὁδόν" ἕως τὸν "Τελευταῖον ἀσπασμόν". Μόνος ὁ πάπα-Νικόλας ἀπ᾿ τὸν Αϊ-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.
–Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.
–Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ πάπα-Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων.
Τωόντι κ᾿ ἐγώ, μὲ ὅλον τὸν πόνον καὶ τὰ δάκρυά μου, εἶχα ἀναλογισθῆ ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων. Καὶ ἀκουσίως ἔλεγα μέσα μου τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ: "Τῶν τοῦ κόσμου ἠδέων ἀναρπασθὲν ἄγευστον" καὶ "ὡς καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον πρὸς καλιὰς ἐπουρανίους ἔσωσας" καὶ "τοῦ Ἀβραάμ, ἐν κόλποις, ἐν τόπος ἀνέσεως, ἔνθα τὸ ὕδωρ ἐστὶ τὸ ζῶν, τάξαι σὲ Χριστὸς ὁ δι᾿ ἡμᾶς νηπιάσας" καὶ "οἷς ἀριθμοῖς τὸ πλάσμα σου, νήπιον φοιτῆσαν τανῦν πρὸς σέ"».
Ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτικὴ κοινότητα, καὶ ὄχι ὡς χῶρο ἐκφράσεως τῶν συναισθημάτων του, τὴν ζοῦσε μὲ τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχές, μὲ τὸν κόσμο γύρω του, ποὺ κοιμόταν μέσα στὸν ναὸ σὰν νὰ βρισκόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας τους, μὲ τὴν ψαλμῳδία καὶ στὰ σπίτια. Ὅλη αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ οἰκογένεια λειτουργεῖ θεραπευτικά, εὐχαριστιακά.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἤθελε τὴν ἁπλότητα, τὴν ἠρεμία, τὴν ἡσυχία, τὴν ταπείνωση. Ἔτσι ἔνιωθε καὶ τὴν λατρεία. Γι᾿ αὐτὸ γράφει στὸ κείμενό του μὲ ἐπιγραφὴ «φωνὴ αὔρας λεπτῆς»:
«Ὅλα ταῦτα εἶναι ὡς μηδὲν ἐνώπιον τῆς θείας μεγαλειότητος, ὁ δὲ Θεὸς ηὐδόκησε νὰ φανερωθῆ κ᾿ ἐφανερώθη ὡς πρᾶος ταπεινὸς Ἰησοῦς. Τοῦτο προεσήμαινεν ἡ θεοφάνεια ἡ γενομένη εἰς τὸν Θεσβίτην Ἠλίαν ἐπὶ τοῦ ὄρους Χωρήβ. Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίῳ, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῷ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ᾿ ἐν φωνῇ αὔρας λεπτῆς. Καὶ ἡ φωνὴ τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Διὰ τοῦτο, λέγει ὁ μελῳδός, «Ἰησοῦ τῷ πράῳ ψάλλομεν». Καὶ διὰ τοῦτο, θαρρούντως ἐπιφέρομεν ἡμεῖς, ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός.
"Οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ, Κύριος ... οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ, φωνὴ αὔρας λεπτῆς· καὶ ἐκεῖ Κύριος"».
Τὸ ἦθος αὐτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν ἦθος φιλοκαλικό, ἁγιορείτικο. Τὸν ἔχει πληγώσει βαθειὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ζοῦσε μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ γενικὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀσπαζόταν τὸν Ἄθωνα, γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ περικλείει. Γράφει σὲ ἕνα κείμενό του:
«Ἀπὸ τῶν νεωτέρων Ἀθηνῶν, πόλεως ἀναγεννηθείσης διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη ἀσπασμὸν εἰς τὰς ὑπωρείας καὶ τὰς φάραγγας τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἄθω, μὲ τὰς δροσερὰς κρήνας, μὲ τὰς χιλιετεῖς κυπαρίσσους, μὲ τὰ αἰώνια δάση τῶν καστανεῶν, μὲ τοὺς μινυρισμοὺς τῶν ἀπειραρίθμων ἀηδόνων, ὅπου Ἕλλην ψάλτης, ὁ Κουκουζέλης, ᾄδων ἐκίνει τὰς αἶγας καὶ τοὺς ἄρνας, ὡς ὁ μυθολογούμενος Ὀρφεύς, ὅπου ἡ σκέπη τῆς Παναγίας ἐπισκιάζει ὡς ἄλλοτε ἐν τῇ βασιλευούσῃ τῶν πόλεων, ὅπου ζῇ καὶ θάλλει ἡ ἱερὰ παράδοσις τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ὅπου ἔχει τὴν κοιτίδα μία ὑψηλὴ ποίησις, ἡ ποίησις ἡ χριστιανική, ἥτις δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ παρηγορῇ τους θιασώτας αὐτῆς, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ»"

Δευτέρα, Αυγούστου 08, 2011

Η Παναγία στο έργο του Παπαδιαμάντη.

undefined
Η σεπτή μορφή της Θεομήτορος με την πολυεδρική της ακτινοβολία απαντά κατά ιδιαίτερο τρόπο στην πολλαπλή δημιουργία του Σκιαθίτη ιεροφάντη των ελληνικών γραμμάτων. Όχι μόνο στη διηγηματογραφία του, αλλά και στην άγνωστη σχεδόν ποίησή του, την κοσμική και την εκκλησιαστική. Με τον ανάδελφο χτρωστήρα της γραφίδας του την ιστορεί « εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη » όταν αναφέρεται σ’ αυτήν, είτε περιγράφει κάποιον εξοχικό ναό της, είτε μια θεομητορική πανήγυρη, είτε μια εικόνα της, είτε συνθέτει τον Παρακλητικό του κανόνα « ως Νήφων Αλέξανδρός τε τη μεσιτεία ».
Η αναφορά του Παπαδιαμάντη στην Παναγία και η προσφυγή του σ’ αυτήν
« πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς » είναι γνήσια, αυθεντική, ορθόδοξη και εκφράζει με σταθερή πίστη αλλά και τρυφερότητα, υιϊκά αισθήματα αγάπης και αφοσίωσης. Είναι ακόμη αντιπροσωπευτική των «ανύμφευτων » δια βίου παρθένων ανδρών, όπως και των δια βίου ανύμφευτων παρθένων προς τον «Νυμφίον της Εκκλησίας», όπου έχει την εξαϋλωμένη μορφή της anima και του animus της Tiefenpschologie, που αγαπάται και βιώνεται με έναν άλλον εξωκόσμιο τρόπο. Εξάλλου μη λησμονούμε ότι ο Παπαδιαμάντης επηρεάστηκε και από το Παναγιοκρατικό κλίμα του Αγίου Όρους που το έζησε και στάθηκε δια βίου κοσμοκαλόγηρος. Αλλά ας προχωρήσουμε πιο συγκεκριμένα στις θεομητορικές του αναφορές, μέσω του έργου του.
Το πρόσωπο της Παρθένου, από αγκαλοφορουμένου βρέφους και μικράς κορασίδος έως της σαββατιζούσης ωρίμου επί της νεκρικής κλίνης, προβάλλεται άμεσα ή έμμεσα με δέος και σεβασμό. Και η κάθε αναφορά του δεν είναι απλή περιγραφική ή λογοτεχνική, αλλά βιωματική, ορθόδοξη, θεολογική και ανακλά τον εσωτερικό πνευματικό πλούτο του ανδρός. Ολόκληρα διηγήματα με τίτλους θεομητορικούς, όπως «Η Γλυκοφιλούσα», «Η Πεποικιλμένη», «Στο Χριστό στο κάστρο», στο «Άνθος του Γιαλού», στο «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» κ.α. άρθρα, όπως «Η Κοίμησις της Θεοτόκου», «Περί της Παναγίας της Κουνίστρας», «Ύμνος ακάθιστος» κ.α., και ιδιαίτερα τα ποιήματά του, μας προσφέρουν την υπερκόσμια μορφή της Παρθένου σε μιαν άλλη «κένωση» και θεώρηση, ώστε η προσέγγισή της να γίνεται πλέον βατή.
Στην πεζή παναγιακή δημιουργία του προστίθεται και η ποιητική. Πέντε είναι τα γνωστά ποιήματα που αφιερώνει στη Θεοτόκο, σε ελεύθερο στίχο. Τα τέσσερα σε ισάριθμες, ομώνυμες με τις εξοχές όπου βρίσκονται οι ναοί τους, Παναγίες : «Στην Παναγία την Κουνίστρα», «Στην Παναγία την Κεχριά», «Στην Παναγία του Ντομάν» και «Στην Παναγίτσα στο Πυργί». Σ’ αυτά προστέθηκε αργότερα το πέμπτο «Στην Παναγία τη Σαλονικιά». Γράφτηκαν κατά τον Στέργιο Δημούλη στην περίοδο της συγγραφικής του ωριμότητας (1909-1910) και αποτελούν το ένα τρίτο της ποιητικής του δημιουργίας.
undefined
Η Παναγία του Παπαδιαμάντη είναι αρχικά η Παναγία της χριστιανοσύνης, της Εκκλησίας, αλλά και η Παναγία με την τοπική ιδιαιτερότητα «η μια η ξεχωριστή», η δική του, η Παναγία η Σκιαθίτισσα, που γεννήθηκε και κατοικεί εκεί.
« Εις όλην την χριστιανοσύνη
Μια είναι μόνη Παναγία αγνή,
Κόρη παιδίσκη, ‘’Άσμα Ασμάτων’’
Χωρίς Χριστόν, Θείο παιδί στα χέρια
Και τρεφομένη με αγγέλων άρτον.
Εσύ είσαι μόνη, Παναγία Κουνίστρα,
Που εφανερώθης στης Σκιάθου το νησί
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη
κι αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν.»
                                                                      (Στην Παναγία την Κουνίστρα)
undefined
Και στο άλλο ποίημά του, που ο Ηρακλής Αποστολίδης χαρακτήρισε ως το καλύτερο νεοελληνικό ποίημα, διαβάζουμε :
«Χαίρετ’ ο Ιωακείμ κι η Άννα
Που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
Στην Παναγίτσα στο Πυργί.
Χαίρετ’ όλ’ η έρημη ακρογιαλιά
Κι ο βράχος κι ο γκρεμός αντίκρυ του πελάγους…»
Εδώ θάλεγε κανείς πως βλέπει αυτήν την πανανθρώπινη ανάγκη, ο καθένας να οικειωθεί το θείο γεγονός, να κάνει πιο δικό του το θείο πρόσωπο. Τον Χριστό, τον Χριστό του. Την Παναγία, Παναγία του. Και μας φέρνει στο νου τη συνήθεια των έγχρωμων, που εικονίζουν στο δικό τους φυλετικό είδος τα θεία πρόσωπα…. Και εδώ ο ποιητής θέλει την Παναγία συμπατριώτισσά του! Από τη μια η ανάγκη της οικειοποίησης, από την άλλη η αγάπη στη γενέτειρα οδηγούν στη θεώρηση αυτή. «Στη λογοτεχνία σπάνια τόπος και συγγραφέας ταυτίζονται τόσο απόλυτα όπως η Σκιάθος με τον Παπαδιαμάντη», σημειώνει ο Ηρ. Αποστολίδης που αναφέραμε πιο πάνω. Έτσι η γενέτειρα εδώ διεκδικεί την ιερή αποκλειστικότητα! Σ’ ένα άλλο του ποίημα η Παναγία γίνεται το κέντρο των νοσταλγικών του αναζητήσεων, που συμπλέκονται με τον νόστο της Σκιάθου. Και την παρακαλεί ν’ αξιωθεί και πάλι νάρθει στον ναό Της, στην εορτή της Αποδόσεως της Κοιμήσεως, να την θεάται όλος θαυμασμό και να της ψάλλει :
«Γλυκιά Παρθένε, αξίωσέ με
Νάρθω και πάλι στον ναό σου,
Στα πλατάνια τα θεόρατα
Όπου φυσά γλυκά η αύρα,
Κάτω στο ρέμα, που η πηγή κελαρύζει
Κι επάνω θροϊζει η αύρα μαλακά.
………………..
Στα ‘νεάμερα τ’ αγαπημένα
Της δοξασμένης μεταστάσεώς σου
Ήθελα νάμαι να ψάλω το ‘Πεποικιλμένη’
Στο πανηγύρι το σεμνό.
Να βλέπω να θαυμάζω τη μορφή σου…»
Είναι, ακόμη, γι΄αυτόν που δοκιμάζεται ιδιαίτερα έντονα σε κάποιες περιόδους της πολυκύμαντης ζωής του, των «θλιβομένων η χαρά», «των αδικουμένων προστάτις», των «ξένων η παράκλησις», ώστε να προσφεύγει σ΄αυτήν «εν κινδύνοις και θλίψεσι». Και ελπίζει προσκυνώντας τη θαυματουργή εικόνα Της να φθάσει και έως αυτόν η λυτρωτική χάρη Της που καλύπτει όλο το νησί :
«….ω Παναγία μου, κόρη πάναγνη, καλή.
Κι ίσως φθάση κι ως εμένα και ν’ απλώση
Γαλήνη στην ψυχή μου την αμαρτωλή».
                                                                  (Στην Παναγία την Κουνίστρα)
Τέλος, επισφραγίζοντας το ποίημά του «Στην Παναγίτσα στο Πυργί» εκφράζει την ακόλουθη ψαλμική αλλά τραγική για κάθε πολυπαθή άνθρωπο ικεσία :
«Δος μου και μένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν να απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω ».
                                                                             (πρβλ. ψαλμ.ΛΗ,14)
Εκεί όμως που εκφράζεται όλο το ιερό δέος, ο σεβασμός, η αγάπη και η λατρευτική, με τη σχετική έννοια, διάθεση του «όψιμου υμνογράφου της Ορθοδοξίας» – όπως τον αποκαλεί ο καθηγητής Ν.Τωμαδάκης – Παπαδιαμάντη, είναι ο Παρακλητικός κανόνας του, «ΚΑΝΩΝ ΙΚΕΤΗΡΙΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ ΤΗΝ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΝ». Και ενώ σ’ αυτόν εκφράζει προσωπικά του βιώματα και ομιλεί εξ’ ιδίων παθών και περιστάσεων, εκφράζει συγχρόνως και τα βιώματα της λατρευούσης Εκκλησίας, χαρακτηριστικό των ορθοδόξων υμνογράφων. Ο Παρακλητικός του κανόνας έχει ιδιαίτερα εξομολογητικό χαρακτήρα, που θυμίζει την ποίηση του Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως στον «Μέγα Παρακλητικόν Κανόνα». Η Θεοτόκος, στην οποία προσφεύγει με τη βεβαιότητα της άμεσης ανταπόκρισής της ως «Γοργοϋπηκόου», είναι η αρωγός, η προστάτης, η σώτειρα. «Προσπίπτει εν μετανοία κράζων εκ βάθους ψυχής». Ομολογεί ως έχων «νεκρωθέν το πνευματικόν», ως «αμόναχος μοναχός».  Και δεν διστάζει να εκθέσει τις πληγές του «ως μεθύων απαύστως, ως υβριστής…ως ραθυμών….», «ως κασίγνητος» (=αδελφός, ομοιότατος) των μυθικών ασεβών Φινέως και Οφιονέως, ως «Λυμαντήρ» και «βεβηλωτής» της εντός του εικόνος «του ποιήσαντος», ως «πάλαι Νείλος». Και ζητεί συγγνώμη και βοήθεια.
Εκτενέστερη αναφορά δεν επιτρέπει ο χώρος, μ’ όλο που θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ευχάριστη.  Συμπερασματικά, η παρουσία της Παναγίας στο έργο του Παπαδιαμάντη θυμίζει την ιστορημένη εικόνα Της στους ορθόδοξους ναούς. Αλλού αυτοτελής και περίβλεπτος, όπως στο τέμπλο και την κώχη του Ιερού Βήματος, αλλού ως ένα των προσώπων μιας ιεράς παράστασης. Έτσι και μέσα στο έργο του, η Παναγία κατέχει μια περίοπτη θέση, όπως και στην ευσεβή ψυχή του. Και απεικάζοντάς την «καλάμω γραμματέως οξυγράφου», «ευκαίρως ακαίρως», ανοίγει το στόμα των μεμνημένων αναγνωστών του στο να «άσουν» μαζί του νοερά το «Πεποικιλμένη». Και «ευλάλοις χείλεσι» να προσκυνήσουν τιμητικά την χαριτόβρυτη εικόνα Της.
(Πρωτοπρεσβυτέρου ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Τρίτη, Ιουλίου 26, 2011

μυρολόγι τῆς φώκιας

Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος



Κάτω ἀπὸ τὸν κρημνόν, ὁποὺ βρέχουν τὰ κύματα, ὅπου κατέρχεται τὸ μονοπάτι, τὸ ἀρχίζον ἀπὸ τὸν ἀνεμόμυλον τοῦ Μαμογιάννη, ὁποὺ ἀντικρύζει τὰ Μνημούρια, καὶ δυτικῶς, δίπλα εἰς τὴν χαμηλὴν προεξοχὴν τοῦ γιαλοῦ, τὴν ὁποίαν τὰ μαγκόπαιδα τοῦ χωρίου, ὁποὺ δὲν παύουν ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας, ὅλον τὸ θέρος, νὰ κολυμβοῦν ἐκεῖ τριγύρω, ὀνομάζουν τὸ Κοχύλι -φαίνεται νὰ ἔχῃ τοιοῦτον σχῆμα- κατέβαινε τὸ βράδυ-βράδυ ἡ γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχὴ γραῖα, κρατοῦσα ὑπὸ τὴν μασχάλην μίαν ἀβασταγήν, διὰ νὰ πλύνῃ τὰ μάλλινα σινδόνια της εἰς τὸ κῦμα τὸ ἁλμυρόν, εἴτα νὰ ξεγλυκάνῃ εἰς τὴν μικρὰν βρύσιν, τὸ Γλυφονέρι, ὁποῦ δακρύζει ἀπὸ τὸν βράχον τοῦ σχιστολίθου, καὶ χύνεται ἤρεμα εἰς τὰ κύματα. Κατέβαινε σιγὰ τὸν κατήφορον, τὸ μονοπάτι, καὶ μὲ ψίθυρον φωνὴν ἔμελπεν ἓν πένθιμον βαθὺ μυρολόγι, φέρουσα ἅμα τὴν παλάμην εἰς τὸ μέτωπόν της, διὰ νὰ σκεπάση τὰ ὄμματα ἀπὸ τὸ θάμβος τοῦ ἡλίου, ὁποῦ ἐβασίλευεν εἰς τὸ βουνὸν ἀντικρύ, κ᾿ αἱ ἀκτῖνες του ἐθώπευον κατέναντί της τὸν μικρὸν περίβολον καὶ τὰ μνήματα τῶν νεκρῶν, πάλλευκα, ἀσβεστωμένα, λάμποντα εἰς τὰς τελευταίας του ἀκτῖνας.

Ἐνθυμεῖτο τὰ πέντε παιδιά της, τὰ ὁποῖα εἶχε θάψει εἰς τὸ ἁλῶνι ἐκεῖνο τοῦ χάρου, εἰς τὸν κῆπον ἐκεῖνον τῆς φθορᾶς, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, πρὸ χρόνων πολλῶν, ὅταν ἦτο νέα ἀκόμη. Δυὸ κοράσια καὶ τρία ἀγόρια, ὅλα εἰς μικρὰν ἡλικίαν τῆς εἶχε θερίσει ὁ χάρος ὁ ἀχόρταστος.

Τελευταῖον ἐπῆρε καὶ τὸν ἄνδρα της, καὶ τῆς εἶχον μείνει μόνον δυὸ υἱοί, ξενιτευμένοι τώρα. Ὁ εἶς εἶχεν ὑπάγει, τῆς εἶπον, εἰς τὴν Αὐστραλίαν, καὶ δὲν εἶχε στείλει γράμμα ἀπὸ τριῶν ἐτῶν. Αὐτὴ δὲν ἤξευρε τί εἶχεν ἀπογίνει. Ὁ ἄλλος ὁ μικρότερος ἐταξίδευε μὲ τὰ καράβια ἐντὸς τῆς Μεσογείου, καὶ κάποτε τὴν ἐνθυμεῖτο ἀκόμη. Τῆς εἶχε μείνει καὶ μία κόρη, ὑπανδρευμένη τώρα, μὲ μισὴν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον αὐτῆς, ἡ γριά-Λούκαινα ἐθήτευε τώρα, εἰς τὸ γῆρας της, καὶ δι᾿ αὐτὴν ἐπήγαινε τὸν κατήφορον, τὸ μονοπάτι, διὰ νὰ πλύνῃ τὰ χράμια καὶ ἄλλα διάφορα σκουτιὰ εἰς τὸ κῦμα τὸ ἁλμυρόν, καὶ νὰ τὰ ξεγλυκάνη στὸ Γλυφονέρι.

Ἡ γραῖα ἔκυψεν εἰς τὴν ἄκρην χθαμαλοῦ, θαλασσοφαγωμένου βράχου, καὶ ἤρχισε νὰ πλύνῃ τὰ ροῦχα. Δεξιά της κατήρχετο ὁμαλώτερος, πλαγιαστός, ὁ κρημνὸς τοῦ γηλόφου, ἐφ᾿ οὗ ἦτο τὸ Κοιμητήριον, καὶ εἰς τὰ κλίτη τοῦ ὁποίου ἐκυλίοντο ἀενάως πρὸς τὴν θάλασσαν τὴν πανδέγμονα τεμάχια σαπρῶν ξύλων ἀπὸ ξεχώματα, ἤτοι ἀνακομιδὰς ἀνθρωπίνων σκελετῶν, λείψανα ἀπόχρυσες γόβες ἢ χρυσοκέντητα ὑποκάμισα νεαρῶν γυναικών, συνταφέντα ποτὲ μαζί των, βόστρυχοι ἀπὸ κόμας ξανθάς, καὶ ἄλλα τοῦ θανάτου λάφυρα. Ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς της, ὀλίγον πρὸς τὰ δεξιά, ἐντὸς μικρᾶς κρυπτῆς λάκκας, παραπλεύρως τοῦ Κοιμητηρίου, εἶχε καθίσει νεαρὸς βοσκός, ἐπιστρέφων μὲ τὸ μικρὸν κοπάδι του ἀπὸ τοὺς ἀγρούς, καί, χωρὶς ν᾿ ἀναλογισθῆ τὸ πένθιμον τοῦ τόπου, εἶχε βγάλει τὸ σουραῦλι ἀπὸ τὸ μαρσίπιόν του, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ φαιδρὸν ποιμενικὸν ᾆσμα. Τὸ μυρολόγι τῆς γραίας ἐκόπασεν εἰς τὸν θόρυβον τοῦ αὐλοῦ, καὶ οἱ ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς τὴν ὥραν ἐκείνην - εἶχε δύσει ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἥλιος - ἤκουον μόνον τὴν φλογέραν, κ᾿ ἐκοίταζον νὰ ἴδωσι ποῦ ἦτο ὁ αὐλητής, ὅστις δὲν ἐφαίνετο, κρυμμένος μεταξὺ τῶν θάμνων, μέσα εἰς τὸ βαθὺ κοίλωμα τοῦ κρημνοῦ.



Μία γολέτα ἦτο σηκωμένη στὰ πανιά, κ᾿ ἔκαμνε βόλτες ἐντὸς τοῦ λιμένος. Ἀλλὰ δὲν ἔπαιρναν τὰ πανιά της, καὶ δὲν ἔκαμπτε ποτὲ τὸν κάβον τὸν δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα ἐκεῖ πλησίον, εἰς τὰ βαθιὰ νερά, ἤκουσεν ἴσως τὸ σιγανὸν μυρολόγι τῆς γραίας, ἐθέλχθη ἀπὸ τὸν θυρυβώδη αὐλὸν τοῦ μικροῦ βοσκοῦ, καὶ ἦλθε παραέξω, εἰς τὰ ρηχά, κ᾿ ἐτέρπετο εἰς τὸν ἦχον, κ᾿ ἐλικνίζετο εἰς κύματα. Μία μικρὰ κόρη, ἦτο ἡ μεγαλυτέρα ἐγγονὴ τῆς γραίας, ἡ Ἀκριβούλα, ἐννέα ἐτῶν, ἴσως τὴν εἶχε στείλει ἡ μάννα της, ἢ μᾶλλον εἶχε ξεκλεφθῆ ἀπὸ τὴν ἄγρυπνον ἐπιτήρησίν της, καὶ μαθοῦσα ὅτι ἡ μάμμη εὐρίσκετο εἰς τὸ Κοχύλι, πλύνουσα εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἦλθε νὰ τὴν εὔρη, διὰ νὰ παίξη ὀλίγον εἰς τὰ κύματα. Ἀλλὰ δὲν ἤξευρεν ὅπως πόθεν ἤρχιζε τὸ μονοπάτι, ἀπὸ τοῦ Μαμογιάννη τὸν μύλον, ἀντικρὺ στὰ Μνημούρια, καὶ ἅμα ἤκουσε τὴν φλογέραν, ἐπῆγε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ἀνεκάλυψε τὸν κρυμμένον αὐλητήν. Καὶ ἀφοῦ ἐχόρτασε ν᾿ ἀκούῃ τὸ ὄργανόν του καὶ νὰ καμαρώνῃ τὸν μικρὸν βοσκόν, εἶδεν ἐκεῖ πού, εἰς τὴν ἀμφιλύκην τοῦ νυκτώματος, ἓν μικρὸν μονοπάτι, καὶ ὅτι ἐκεῖθεν εἶχε κατέλθει ἡ γραῖα ἡ μάμμη της. Κ᾿ ἐπῆρε τὸ κατηφορικὸν ἀπότομον μονοπάτι διὰ νὰ φθάση εἰς τὸν αἰγιαλὸν νὰ τὴν ἀνταμώση. Καὶ εἶχε νυκτώσει ἤδη.

Ἡ μικρὰ κατέβη ὀλίγα βήματα κάτω, εἴτα εἶδεν ὅτι ὁ δρομίσκος ἐγίνετο ἀκόμη πλέον ἀπόκρημνος. Ἔβαλε μίαν φωνήν, κ᾿ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀναβῇ, νὰ ἐπιστρέψη ὀπίσω. Εὐρίσκετο ἐπάνω εἰς τὴν ὀφρὺν ἑνὸς προεξέχοντος βράχου, ὡς δυὸ ἀναστήματα ἀνδρὸς ὑπεράνω τῆς θαλάσσης. Ὁ οὐρανὸς ἐσκοτείνιαζε, σύννεφα ἔκρυπταν τὰ ἄστρα, καὶ ἦτον στὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ. Ἐπροσπάθησε καὶ δὲν εὕρισκε πλέον τὸν δρόμον πόθεν εἶχε κατέλθει. Ἐγύρισεν πάλιν πρὸς τὰ κάτω, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ καταβῇ. Ἐγλίστρησε κ᾿ ἔπεσε, μπλούμ! εἰς τὸ κῦμα. Ἦτο τόσον βαθὺ ὅσον καὶ ὁ βράχος ὑψηλός. Δυὸ ὀργυιὲς ὡς ἔγγιστα. Ὁ θόρυβος τοῦ αὐλοῦ ἔκαμε νὰ μὴ ἀκουσθῇ ἡ κραυγή. Ὁ βοσκὸς ἤκουσεν ἕνα πλαταγισμόν, ἀλλὰ ἐκεῖθεν ὅπου ἦτο, δὲν ἔβλεπε τὴ βάσιν τοῦ βράχου καὶ τὴν ἄκρην τοῦ γιαλοῦ. Ἄλλως δὲν εἶχε προσέξει εἰς τὴν μικρὰν κόρην καὶ σχεδὸν δὲν εἶχεν αἰσθανθῆ τὴν παρουσίαν της.



Καθὼς εἶχε νυκτώσει ἤδη, ἡ γραῖα Λούκαινα εἶχε κάμει τὴν ἀβασταγήν της, καὶ ἤρχισε ν᾿ ἀνέρχεται τὸ μονοπάτι, ἐπιστρέφουσα κατ᾿ οἶκον. Εἰς τὴν μέσην τοῦ δρομίσκου ἤκουσε τὸν πλαταγισμόν, ἐστράφη κ᾿ ἐκοίταξεν εἰς τὸ σκότος, πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἦτο ὁ αὐλητής.

- Κεῖνος ὁ Σουραυλῆς θὰ εἶναι, εἶπε, διότι τὸν ἐγνώριζε. Δὲν τοῦ φτάνει νὰ ξυπνᾷ τοὺς πεθαμένους μὲ τὴ φλογέρα του, μόνο ρίχνει καὶ βράχια στὸ γιαλὸ γιὰ νὰ χαζεύῃ... Σημαδιακὸς κι ἀταίριαστος εἶναι.

Κι ἐξηκολούθησε τὸ δρόμο της.



Κ᾿ ἡ γολέτα ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ βολταντζάρῃ εἰς τὸν λιμένα. Κι ὁ μικρὸς βοσκὸς ἐξηκολούθει νὰ φυσᾷ τὸν αὐλόν του εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτός.

Κ᾿ ἡ φώκη, καθὼς εἶχεν ἔλθει ἔξω εἰς τὰ ρηχά, ηὖρε τὸ μικρὸν πνιγμένον σῶμα τῆς πτωχῆς Ἀκριβούλας, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ περιτριγυρίζῃ καὶ νὰ τὸ μυρολογᾷ, πρὶν ἀρχίση τὸ ἑσπερινὸν δεῖπνον της.

Τὸ μυρολόγι τῆς φώκης, τὸ ὁποῖον μετέφρασεν εἰς ἀνθρώπινα λόγια εἶς γέρων ψαράς, ἐντριβὴς εἰς τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν, ἔλεγε περίπου τὰ ἑξῆς:

Αὐτὴ ἦτον ἡ Ἀκριβούλα
ἡ ἐγγόνα τῆς γριά-Λούκαινας.
Φύκιά ῾ναι τὰ στεφάνια της,
κοχύλια τὰ προικιά της...
Κ᾿ ἡ γριὰ ἀκόμα μυρολογᾷ
τὰ γεννοβόλια της τὰ παλιά.
Σὰν νἄχαν ποτὲ τελειωμὸ
τὰ πάθια κ᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.


(1908)

Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2011

Ο Παπαδιαμάντης γιά τό «θρησκευτικό διήγημα» καί η ενάντια κριτική

του Γεωργίου Σίσκου*Σύνδεσμος
Αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα μιά αποδόμηση ενός παπαδιαμαντικού κειμένου, καθώς τό συνήθως άτακτο ύφος του –κατεξοχήν στό νοηματικό επίπεδο- εκβάλλει σέ μιά ατιθάσευτη απειροδυναμία νοήματος. Ο λόγος του, μιά πολυπρισματική πρόταση ανάγνωσης, κριτικός εις εαυτόν καί στούς έναντι, διαρκώς αναδιπλώνεται φανερώνοντας παράλληλες διαδρομές, πού συναπαρτίζουν ένα αδάμαστο όλον.
Όσα θά εκτεθούν στήν συνέχεια είναι ένα κριτικό προοίμιο στήν ανάγνωση τού παπαδιαμαντικού διηγήματος «Λαμπριάτικος ψάλτης», τό οποίο (προοίμιο) εστιάζεται κυρίως σέ δύο σημεία, τά οποία δέν έχουν αποκλειστική σχέση μέ τήν γιορτή τής «Λαμπρής» (τό Πάσχα), άρα είναι κάθε στιγμή τού έτους επίκαιρα. Τά δύο σημεία είναι: α) Η λογοτεχνική σκοπιμότητα συγγραφής ενός θρησκευτικού διηγήματος και β) μιά κριτική ή, καλύτερα, ανατομία τής κριτικής τών αναγνωστών τού καιρού πού έγραφε ο Παπαδιαμάντης τά διηγήματά του.
Λογοτεχνική σκοπιμότητα τού θρησκευτικού διηγήματος.
«Τό εννοείν είναι η αρχέγονη μορφή απαρτίωσης τού ανθρωπίνου εδώ-είναι ως είναι-εν-τώ-κόσμω. Πρίν από οποιαδήποτε άλλη διαφοροποίηση τού εννοείν πρός τίς δυό κατευθύνσεις τού πρακτικού καί τού θεωρητικού ενδιαφέροντος, τό εννοείν είναι ο τρόπος υπάρξεως τού εδώ-είναι πού τό καθιστά ένα δύνασθαι υπάρχειν καί μιά δυνατότητα» . Αυτό σημαίνει πώς ο τρόπος πού εννοούμε τά πράγματα καί στήν συνέχεια τά καταγράφουμε δέν είναι μιά ενέργεια πού έπεται τής ύπαρξης, αλλά ο αρχέγονος καί πρωταρχικός τρόπος τής ίδιας τής ανθρώπινης ζωής. Έτσι καί ο Παπαδιαμάντης δέν γράφει απλώς θρησκευτικά διηγήματα. Υπάρχει ως χριστιανός καί ούτως η ματιά του προσηλώνεται μονοδρομικά πρός τό ενοποιητικό κέντρο τής ανθρώπινης ύπαρξης, τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Τόν Χριστό, ο οποίος ενώνει τόν ουρανό μέ τήν γή καί αποκαλύπτει τόν έσχατο προορισμό τού ανθρώπου: τόν εγκεντρισμό τής θεότητας στήν θνητή σάρκα . Επιλέγει ο σκιαθίτης, πέρα από κάθε ψυχαναλυτική ανάλυση τής «εκκλησιοκεντρικώς διαμορφούμενης» παιδικής του ηλικίας, τήν χριστο-λογική ανάγνωση τών γεγονότων πού περιγράφει. Επιλέγει αυτόν τόν τρόπο ανάγνωσης, γιατί ο ίδιος πρωτίστως υπάρχει ως χριστιανός.
Είναι πολύ φυσική η έκπληξή του, απέναντι στήν απαξίωση αναγνωστών καί κριτικών, γιά τό χριστο-κεντρικό περιεχόμενο τών πασχαλινών καί χριστουγεννιάτικων κειμένων του κατά τίς αντίστοιχες εορτές: «Νά φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις τά μέγαρα μεγάλου άρχοντος, καί νά μή προπίης εις τιμήν τού Οικοδεσπότου! Νά απολαύσης (ξενίας δεσποτικής καί αθανάτου τραπέζης) καί νά μή αποδώσης ευχαριστίαν εις τόν εστιάτορα!» . Η πρόποση καί η ευχαριστία στόν οικοδεσπότη καί εστιάτορα Χριστό, προσφέρεται ταπεινά μέσα από τίς καταγραφές τών λειτουργικών συνάξεων τού σκιαθίτη. Δέν είναι καθόλου τυχαία, νομίζουμε, η αλληγορία τής τράπεζας καί τής ευχαριστίας. Αποτελούν τά σημεία πού αποκαλύπτουν τόν Θεάνθρωπο: «εγώ ειμί ο άρτος ο ζών ο εκ τού ουρανού καταβάς? εάν τις φάγη εκ τούτου τού άρτου, ζήσεται εις τόν αιώνα. καί ο άρτος δέ όν εγώ δώσω, η σάρξ μού εστιν, ήν εγώ δώσω υπέρ τής τού κόσμου ζωής» . Μπροστά σέ τούτο τό απερίγραπτο θαύμα δέν υπάρχει κάτι μεγαλύτερο γιά νά περιγράψη ο σκιαθίτης, οπότε έρχεται αβίαστα τό συμπέρασμα ότι: «ουδαμού σχεδόν θά ευρήτε, ότι επεζήτησα βεβιασμένη θέση ή πλοκήν όπως γαλβανίσω τήν περιέργεια τού αναγνώστου».
Οι εκουσίως επιλέξαντες τήν αποστροφή τού προσώπου τού Χριστού αναρωτιούνται: «Δέν βλέπεις ότι τό αιώνιον θέμα σου εξαντλήθη, καί ότι ευρίσκεσαι εις τήν ανάγκην νά προσπαθής βία νά παρουσίασης απλήν παραλλαγήν κατ’ έτος;». Τό “αιώνιο” εξαντλείται, όταν συνειδητά επιλέξης νά τό εκμηδενίσης. Τότε πολύ απλά ο “θεός είναι νεκρός”, όποτε «δύνασαι νά δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς χωρίς νά κάμνης ποσώς λόγον περί Χριστουγέννων καί τού Πάσχα». Ξαναγυρνούμε στήν εναρκτήρια απόφανση τού Γκάνταμερ: στήν καταδίκη τής ανθρώπινης περατότητας, τού ανθρώπου νά επιλέγη αναγκαστικά εν αγωνία καί ρισκάροντας γιά τόν τρόπο πού εννοεί τά πράγματα. Γιά τόν τρόπο πού επιλέγει νά υπάρχη... Δέν υπάρχει κανένα ανθρώπινο επιχείρημα νά μάς πείση γιά τήν πίστη ή τήν απιστία. Υπάρχει μόνον η επιλογή... Βέβαια, τό δέντρο γνωρίζεται από τούς καρπούς του καί αντίστοιχα τό κάθε εννοείν φανερώνει τήν αξία του από τό εκπτυσσόμενο πράττειν. Μέ άλλα λόγια πώς κατορθώνει νά μετέρχεται τής ύπαρξης –δι’ εαυτόν καί διά τούς άλλους- ο Παπαδιαμάντης καί πώς οι επικριτές του. Μηδενίζοντας τήν συνεκτική δύναμη τού παντός, τό ενοποιητικό κέντρο τού είναι, «Τό έθνος τό ελληνικόν, τό δούλον τουλάχιστον, είναι ακόμη πολύ οπίσω, καί τό ελεύθερον δέν δύναται νά τρέξη αρκετά εμπρός, χωρίς τό όλον νά διασπαραχθή ως διασπαράσσεται, φεύ! ήδη».
Πρός μιά ανατομία τής ενάντιας κριτικής
Όταν ο σκιαθίτης γράφη τόν "Λαμπριάτικο Ψάλτη", ο νεοελληνικός διαφωτισμός έχει ήδη διαγράψει μιά εκατονταετία ζωής μέ δείγματα στά οποία «αντικατοπτρίζεται πιστά τό προοδευτικό πνεύμα τής εποχής διοχετευμένο...διά μέσου τής Γαλλίας καί τής γαλλικής γλώσσας, η οποία ιδιαίτερα τώρα επηρεάζει τήν παιδεία» . Παραπονιέται αγανακτισμένος ο σκιαθίτης στούς συγκαιρινούς πεφωτισμένους κριτικούς: «Ποιάν χάριν, σάς παρακαλώ, ποιάν δύναμιν ή πρωτοτυπίαν θά είχε τό νά λάβη τις τόν κόπον νά περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε νά λειτουργήση εις εξωκλήσιον χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποιοί καί πόσοι μετέσχον τής πανηγύρεως καί ποιά τινά ήσαν τά ήθη τών πανυγηριστών; Τούτο θά ήτο όλως ευτελές κατά τήν γνώμην τών κριτικών. Τό νά γράψη τις, ότι γηραιός εφόνευσε τήν συμβίαν του, κατ’ αυτήν τήν ημέραν τών Χριστουγέννων -χωρίς μήτε ο αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς νά υποπτεύσωσι κάν διατί τήν εφόνευσε- τούτο είναι υψηλόν καί πολυτελές κατά τήν εκτίμησιν μερικών».
Τήν λεπτή ειρωνεία τού κυρ-Αλέξανδρου θά αποτυπώση χωρίς περιστροφές ο κατοπινός καί συντεταγμένος στήν αυτή παράδοση Κόντογλου: «Μονάχα τά ευρωπαϊκά πράγματα ή, καλύτερα, τά Δυτικά, είναι γιά μάς ουρανοκατέβατα, όλα όσα έρχουνται από κείνες τίς χώρες πού βρίσκουνται κατά τό βασίλεμα τού ηλίου, ενώ δέν έχουμε τήν παραμικρή εκτίμηση σέ ό,τι έρχεται από τήν Ανατολή. Είμαστε γυρισμένοι κατά τό βασίλεμα τού ήλιου, σά νά περιμένουμε νά βγεί από κεί ο ήλιος».
Γέμει τό τέλος τού προοιμίου από τήν παπαδιαμαντική ειρωνεία απέναντι στήν μειονεξία τών φωτισμένων φιλευρωπαίων, κατά τούς οποίους τό «Ελληνικόν έθνος δέν είναι Βυζαντινόν». Άν από τό γεγονός Χριστός αποκοπή, λόγω «επιστημονικής εγκυρότητας», η σάρκωση τού Θεού ως μεταφυσική α-νοησία, τότε τό μόνο πού απομένει στήν ιστορία είναι η ηθική διδασκαλία ενός Εβραίου. Τί έχει, λοιπόν, νά πή στούς Έλληνες η ηθική ενός Εβραίου τήν στιγμή πού οι αρχαίοι πρόγονοί τους έφθασαν τήν ηθική «μέχρι τά απώτατα όριά της» καί «Γιά νά μπορέσει νά πάει κανείς μακρύτερα καί ψηλότερα... θά έπρεπε νά είναι κάτι περισσότερο από άνθρωπος» ; Η ευρωπαϊκή διαφωτιστική ουδετερότητα (sic), «εξ’ αντικειμένου όπως λέγουσιν αυτοί», δέν έχει χώρο γιά τόν Θεάνθρωπο, τόν σαρκωμένο Λόγο. Ούτως οι Έλληνες, κατά τούς κριτικούς καί τινές άλλους, μέ άλμα δυό χιλιετιών είναι απευθείας απόγονοι τών αρχαίων Ελλήνων καί όχι τών βυζαντινών υπ-ηκόων τού θεανθρωπίνου πολιτισμού (τού πολιτισμού τών αγίων καί καθόλου απαραίτητα τών αυτοκρατόρων).
Στήν παπαδιαμαντική πρόταση τού θεανθρωπίνου πολιτισμού, βλέπουμε τήν συνεκτική δύναμη τού υποδούλου καί τού ελευθέρου έθνους. Ο Έλληνας χριστιανός, ανήκων στό ένα σώμα τού Χριστού έχει συνείδηση πώς «ο τρέχων πρέπει νά περιμένη καί τόν επόμενον άν θέλη ασφαλώς νά τρέχη ο ελεύθερος πρέπει νά βοηθή τόν δεσμώτην ή πρέπει νά τόν ανακουφίζη».
Ο σκιαθίτης, υιοθετώντας μιά στάση σάν αυτήν πού προτρέπει ο Σεφέρης , θά δηλώση κλείνοντας τό προοίμιο: «Τό επ' εμοί ενόσω ζώ καί αναπνέω καί σωφρονώ, δέν θά παύσω πάντοτε, ιδίως δέ κατά τάς πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, νά υμνώ μετά λατρείας τόν Χριστόν μου, νά περιγράφω μετ’ έρωτος τήν φύσιν, καί νά ζωγραφώ μετά στοργής τά γνήσια Ελληνικά έθη»
*Ο Γεώργιος είναι φίλος της παράγκα μας "Θεολογών" και Φιλόλογος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...