Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2013

Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου, Τὸ πρό­βλη­μα τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν στὰ σχο­λεῖ­α



"Τὸ ὁμολογιακὸ μάθημα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀπεριόριστο. Τὸ ἀνοικτὸ ἀνθρωπίνως εἶναι τὸ κλειστὸ καὶ ἀνυπόφορο... Εἶναι ἀδιάσπαστη ἡ σχέσι ἀλήθειας καὶ ἀγάπης. Δὲν ὑπάρχει ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη".
Τὸ πρό­βλη­μα τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν στὰ σχο­λεῖ­α
Μία ἁγιορείτικη θεώρησι
Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου
Ἀ­κοῦ­με τὸ θέ­μα ποὺ ὑ­πάρ­χει. Κα­τα­λα­βαί­νου­με τὰ προ­βλή­μα­τα. Δε­χό­μα­στε τὶς δυσκολίες. Ὑ­πάρ­χουν και­νούρ­γι­ες συν­θῆ­κες ζω­ῆς. Βρί­σκον­ται μα­ζὶ μὲ τὰ ὀρ­θό­δο­ξα παι­δι­ὰ τῆς Ἑλ­λά­δος ξέ­να, ἄλ­λης κα­τα­γω­γῆς καὶ ἄλ­λων πα­ρα­δό­σε­ων.
Πρέ­πει νὰ βρε­θῆ ἕ­νας τρό­πος νὰ μπο­ρέ­σω­με νὰ συμ­βι­ώ­νω­με, νὰ ἀ­νε­χό­μα­στε τὸν ἄλ­λον τῆς ἄλ­λης πα­ρα­δό­σε­ως. Βρι­σκό­μα­στε σὲ νέ­α ἐ­πο­χή. Εὔ­κο­λα με­τα­κι­νοῦν­ται πλη­θυ­σμοί. Μεταφέρον­ται πλη­ρο­φο­ρί­ες, γνώ­σεις καὶ ἐμ­πο­ρεύ­μα­τα.Πρέ­πει νὰ εἶ­ναι τὸ σχο­λεῖ­ο ἀ­νοιχ­τό, ἀ­νε­κτι­κό. Καὶ τὰ δι­κά μας παι­δι­ὰ νὰ τὸ κα­τα­λά­βουν, νὰ τὸ δε­χθοῦν. Καὶ τὰ ξέ­να παι­δι­ὰ νὰ μὴν αἰ­σθά­νων­ται ξέ­να, ἀλ­λὰ νὰ τρέ­φων­ται ἀ­πὸ τὴ μι­ὰ πηγὴ τῆς ἀ­λή­θει­ας.
            Γί­νε­ται συ­ζή­τη­σι. Προ­βλη­μα­τί­ζον­ται πολ­λοί. Προ­τεί­νον­ται λύ­σεις: τὸ σχο­λεῖ­ο νὰ ἔ­χη ἕ­να χα­ρα­κτῆ­ρα θρη­σκει­ο­λο­γι­κό. Νὰ μεί­νη ὁ­μο­λο­γι­α­κὸ ἐ­φό­σον ἡ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α, σχε­δὸν ὁλό­της, εἶ­ναι ὀρ­θό­δο­ξη. Νὰ πά­ρη χα­ρα­κτῆ­ρα πι­ὸ ἀ­νοιχ­τό, μὲ γνω­σι­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο.
            Τὰ ἀ­κοῦ­με, τὰ βλέ­πο­με, τὰ κα­τα­νο­οῦ­με. Ὑ­πάρ­χει πρό­βλη­μα. Ἀλ­λὰ ἔτ­σι ποὺ τί­θε­ται προκα­λεῖ δυ­σκο­λί­ες. Δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἀν­τι­μα­χό­με­νες πα­ρα­τά­ξεις.
            Ὅ­λοι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Δὲν ἀρ­νοῦν­ται ἀλ­λὰ κηρύτ­τουν τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­σι. Ἀλ­λὰ ἐ­νῶ αὐ­τὰ λέ­γον­ται οἱ δι­α­φω­νί­ες ὑ­πάρ­χουν. Τὸ χά­σμα φαί­νε­ται με­γά­λο.
*   *   *
            Βλέ­πον­τας τὸ θέ­μα ὅ­λο ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας πλευ­ρὰ τὸ βλέ­πο­με σο­βα­ρὸ καὶ ταυ­τό­χρο­να ἀνύ­παρ­κτο.
            Ἐρ­χό­με­νοι στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος μπαί­νο­με σὲ ἕ­να σχο­λεῖ­ο. Γι­νό­μα­στε ἰ­σό­βι­οι μα­θη­τές. Σπουδά­ζο­με καὶ ζοῦ­με τὴ λει­τουρ­γι­κὴ θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
            Ἐ­δῶ βρί­σκο­με τὴν ἀ­πάν­τη­σι γι­ὰ τὸ θέ­μα. "Ἐν αὐ­τῇ γὰρ ζῶ­μεν καὶ κι­νού­με­θα καί ἐ­σμεν". Νοι­ώ­θο­με νὰ εἶ­ναι κά­τι ἄλ­λο πα­ναν­θρώ­πι­νο καὶ θε­ϊ­κό. Δὲν εἶ­ναι μι­ὰ θρη­σκευ­τι­κὴ ἄ­πο­ψι. Εἶ­ναι μι­ὰ θε­ο­φά­νει­α· φα­νέ­ρω­σι τοῦ ἀ­ο­ρά­του, ἀ­κα­τα­λή­πτου καὶ ἀ­προ­σί­του Θε­οῦ.
            Στὶς ἀν­τιρ­ρή­σεις ποὺ μπο­ρεῖ νὰ προ­κλη­θοῦν ἀ­πὸ τὰ λε­γό­με­νά μας, ἁ­πλῶς λέ­με: ἀ­φῆ­στε μας νὰ μι­λή­σω­με γι­ὰ τὸ θέ­μα. Ἀ­φῆ­στε μας νὰ σι­ω­πή­σω­με. Νὰ πᾶ­με στὴν ἄ­κρη. Νὰ μὴν ἐμποδίζω­με κα­νέ­να. Νὰ ποῦ­με: "Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε" (Ἰ­ω. 1, 46). Δὲν μπο­ρεῖς νὰ πῆς τὰ ἄρ­ρη­τα.
*   *   *
            Ζῶν­τας μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλήτ­τε­σαι. Δὲν πλη­σι­ά­ζεις τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ζω­ῆς διανοητι­κά. Γνω­ρί­ζεις τὸν Θε­ὸ ὡς πλη­σμο­νὴ ἀ­γά­πης, ἀ­λή­θει­ας καὶ κάλ­λους. Βαφ­τί­ζε­σαι ὁλόκληρος στὰ νά­μα­τα τῆς χά­ρι­τος.
            Γνω­ρί­ζο­με τὴν ἄ­φα­τη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ: Γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Τα­πει­νώ­νε­ται. Θυ­σι­ά­ζε­ται. Δὲν κρί­νει κα­νέ­να. Δέ­χε­ται νὰ κρι­θῆ ἀ­πὸ ὅ­λους. Τὰ πάν­τα ὑ­πο­μέ­νει γι­ὰ νὰ σώ­ση τὸν ἄν­θρω­πο, γι­ὰ νὰ σώ­ση τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α του. Πα­ρα­ξε­νεύ­ε­σαι καὶ μέ­νεις ἄ­φω­νος μπρο­στὰ σ' αὐ­τὴ τὴν ταπείνω­σι, τὸ ἔ­λε­ος, τὴ φι­λαν­θρω­πί­α.
            Βλέ­πεις πῶς ἐ­πεμ­βαί­νει. Δὲν τι­μω­ρεῖ τὸν ἀ­δύ­να­το. Αἴ­ρει τὴν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ κό­σμου. Κατακρί­νει τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἐν τῇ ἑ­αυ­τοῦ σαρ­κί. Σὲ ἐκ­πλήτ­τει μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του.
            Εἶ­ναι ὁ Παν­το­κρά­τωρ καὶ παν­το­δύ­να­μος. Πο­λι­τεύ­ε­ται ὡς ἀ­δύ­να­τος καὶ ἀ­νύ­παρ­κτος γι­ὰ νὰ μπο­ρέ­ση νὰ ἀ­να­πτυ­χθῆ ὁ ἄν­θρω­πος.
            Φεύ­γει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη. "Συμ­φέ­ρει ὑ­μῖν ἵ­να ἐ­γὼ ἀ­πέλ­θω". Καὶ τὴν ἴ­δι­α στιγ­μὴ εἶ­ναι ὁ ἀοράτως πα­ρὼν ποὺ τὰ κά­νει ὅ­λα γι­ὰ τὴ σω­τη­ρί­α ὅ­λων. Εἶ­ναι ὁ προ­σφέ­ρων καὶ προ­σφε­ρό­με­νος καὶ προσ­δε­χό­με­νος καὶ δι­α­δι­δό­με­νος στὴ σω­τη­ρί­α τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου. Ἡ διαγωγή Του μᾶς κρίνει.
            Μέ­γα τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ Θε­οῦ. Μέ­γα τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ ἀν­θρώ­που· τοῦ μι­κροῦ, τοῦ ἄρρωστου, φυ­λα­κι­σμέ­νου καὶ ξέ­νου.
            Εἶναι Θεὸς καὶ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ὁ­μο­λο­γεῖ: "Ἐ­γώ εἰ­μι σκώ­ληξ καὶ οὐκ ἄν­θρω­πος". Ταπεινώνεται. Πάει πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θέ­λει νὰ σώ­ση τὸν περιφρονημέ­νο καὶ ἐ­λά­χι­στο. Θέλει νὰ θεώση τὸ ἀνθρώπινο.
            Δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς θε­ϊ­κῆς δυ­νά­με­ως καὶ τοῦ κύ­ρους· καὶ ἄλ­λη ἡ συν­τρι­βὴ τῆς τα­πει­νώ­σε­ώς Του. Τὸ "ἐ­γώ εἰ­μι σκώ­ληξ καὶ οὐκ ἄνθ­ρω­πος" λέ­ει δι­ὰ τῆς δι­α­γω­γῆς του ξεκάθα­ρα: Ἐ­γὼ εἶ­μαι Θε­ὸς καὶ ὄ­χι ἄν­θρω­πος.
            Μό­νον ἕ­νας Θε­ὸς μπο­ρεῖ τό­σο νὰ τα­πει­νω­θῆ καὶ νὰ φα­νε­ρώ­ση τὴ θε­ϊ­κὴ δό­ξα τῆς ταπεινώ­σε­ως.
            Καὶ γι­ὰ τὸν πιστὸ· δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως καὶ ἄλ­λο ἡ προ­σφο­ρὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἕνα πολύτιμο ποὺ ἔχει νὰ προσφέρη εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως.
            Ἀ­μέ­σως δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἄλ­λο κλί­μα. Ἀ­πο­κτᾶς ἄλ­λη συ­νεί­δη­σι τοῦ τί εἶ­ναι Θε­ός, τί κό­σμος καὶ τί ἄν­θρω­πος. Δὲν παίρ­νεις θέ­σι ἀ­μυ­νο­μέ­νου, ἀλ­λὰ γε­μί­ζεις μὲ τὸ δέ­ος τοῦ προ­σκυ­νη­τοῦ ποὺ συγ­κλο­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ θε­ϊ­κὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης ποὺ σὲ πε­ρι­βάλ­λει.
            Ἀ­πο­κτᾶς ἄλ­λες αἰ­σθή­σεις. Γί­νε­σαι μι­ὰ αἴ­σθη­σι. Κά­νεις δι­ά­γνω­σι τῆς ἀ­ξί­ας τοῦ κά­θε ἀνθρώ­που καὶ πράγ­μα­τος. Γνω­ρί­ζεις τὸν Ἄ­γνω­στο. Πλη­σι­ά­ζεις τὸν ἄ­φθα­στο. Αὐ­τὸς σὲ πλη­σι­ά­ζει. Γι' αὐ­τὸ τὸ "γνόν­τες τὸν Θε­ὸν" ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὸ "γνω­σθέν­τες ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ" (Γαλ. 4, 9).
            Ὅ­λα με­τροῦν­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά, με­τα­μορ­φώ­νον­ται θε­ϊ­κά. Ὅ­λα εἶ­ναι φα­νέ­ρω­σι αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης· καὶ ὅ­ταν μᾶς συμ­πα­ρα­στέ­κε­ται στορ­γι­κὰ καὶ ὅ­ταν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει δι­α­κρι­τι­κά.
            Στὸν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο ποὺ ζη­τᾶ νὰ βα­δί­ση ἐ­πὶ τῶν ὑ­δά­των καὶ νὰ ἔλ­θη πρὸς Αὐ­τόν, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη τοῦ δί­δει τὴ δύ­να­μι. Στὴ συ­νέ­χει­α, ἀ­πὸ τὴν ἴ­δι­α ἀ­γά­πη κι­νού­με­νος αἴ­ρει τὴν χά­ρι Του, καὶ ὁ Πέ­τρος βυ­θί­ζε­ται. Τό­τε ἀ­πὸ μέ­σα του φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ βγαί­νει ἡ κραυ­γή· Ἐ­πι­στά­τα ἀ­πολ­λύ­με­θα, σῶ­σε μας.
            Ἡ με­γα­λω­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ φα­νε­ρώ­νε­ται στὴ θυ­σί­α τῆς ἀ­γά­πης καὶ στὴν κέ­νω­σι τῆς προσφο­ρᾶς. Τὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἀν­θρώ­που βρί­σκε­ται καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέ­σα στὸ πνεῦ­μα τῆς εὐγνω­μο­σύ­νης, τῆς ὑ­πο­μο­νῆς καὶ τῆς εὐ­χα­ρι­στί­ας πρὸς Αὐ­τὸν ποὺ προ­σφέ­ρε­ται ὡς τρο­φὴ τοῦ παν­τὸς κό­σμου, ὡς ἄρ­τος οὐ­ρά­νι­ος, με­λι­ζό­με­νος καὶ μὴ δι­αι­ρού­με­νος, πάντοτε ἐσθι­ό­με­νος καὶ μη­δέ­πο­τε δα­πα­νώ­με­νος. Στέλ­νει τὸ Πνεῦ­μα του, τὸ ἀ­πα­θῶς με­ρι­ζό­με­νον καὶ ὁ­λο­σχε­ρῶς μετεχόμε­νον. Σὲ κά­θε ἅ­για με­ρί­δα θεί­ου Ἄρ­του βρί­σκε­ται ὅ­λος ὁ Χρι­στὸς. Σὲ κά­θε χά­ρι­σμα ὅ­λα τὰ χα­ρί­σμα­τα τοῦ Πνεύ­μα­τος. Ἔτ­σι ὁ καθένας τρέφεται μὲ τὴν χάρι τῆς αἰωνιότητος.
            Μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴν ἀ­γά­πη δέ­χε­ται ὁ ἄν­θρω­πος τὴ θεί­α ἐ­πί­σκε­ψι. Ὅ­λα εἶ­ναι εὐλογία: Ὅ­ταν μᾶς χα­ρί­ζη τὴν ὑ­γεί­α, μᾶς τρέ­φει πνευ­μα­τι­κά. Ὅ­ταν ἐ­πι­τρέ­πη δο­κι­μα­σί­ες, μᾶς χαρί­ζει τὰ ἀ­νέλ­πι­στα. Στὸ τέ­λος πι­ὸ με­γά­λη πα­ρά­κλη­σι καὶ ἀ­στεί­ρευ­τη χα­ρὰ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὶς δοκιμα­σί­ες. Οὔ­τε χαί­ρε­σαι μό­νο στὴ χα­ρά, οὔ­τε στυ­γνά­ζεις στὴ θλί­ψι. Ἀ­να­παύ­ε­σαι σὲ Αὐ­τὸν ποὺ εἶ­ναι Θε­ὸς ἐ­λέ­ους, οἰ­κτιρ­μῶν καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας. Κα­τα­λή­γεις σὲ μί­α αἴ­τη­σι: Γε­νη­θή­τω τὸ θέ­λη­μά σου. Χω­ρὶς αὐ­τὸν τί­πο­τε δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Μὲ τὴ χά­ρι Του ὅ­λα με­τα­τρέ­πον­ται, πρὸ παν­τὸς τὰ ἐπώ­δυ­να, σὲ εὐ­λο­γί­ες.
            Ὁ ἄν­θρω­πος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀξία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ μὲ μιὰ δίψα ποὺ δὲν σβήνει μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες. Ὅ­λο τὸν κό­σμο νὰ τοῦ δώ­σης μέ­νει ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τος καὶ νη­στι­κός. Στὸ ἐ­λά­χι­στο τὸ θε­ϊ­κὸ χάρισμα βρί­σκει τὸ πᾶν ποὺ ἀ­κα­τά­παυ­στα ξε­περ­νι­έ­ται καὶ πά­ει πα­ρα­πέ­ρα. Αὐ­τὸ τὸ ἐ­λά­χι­στο μὲ τὸν ἀ­τε­λεύ­τη­το δυναμισμὸ δὲν κα­τορ­θώ­νε­ται μὲ ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ προ­σπά­θει­ες ἀν­θρώ­πι­νες. Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Ἑ­νὸς ποὺ δί­δε­ται ἐ­ξαίφ­νης στὸν ἐ­λά­χι­στο καὶ τα­πει­νὸ ποὺ μό­νον ἀ­γα­πᾶ, ὑ­πο­μέ­νει καὶ ἐλ­πί­ζει, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν ὅ­λα χά­νων­ται.
            Ἔ­χει σαρ­κω­θῆ ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς ἀ­γά­πης ποὺ κα­ταρ­γεῖ τοὺς χω­ρι­σμοὺς καὶ τὸν θά­να­το. Αὐτὴ τὴ σαρ­κω­θεῖ­σα ἀ­λή­θει­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη γνω­ρί­ζο­με. Αὐ­τὴ μᾶς ἔ­φε­ρε ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος εἰς τὸ εἶ­ναι. Αὐ­τὴ μᾶς σώ­ζει δω­ρε­άν. Αὐ­τὴν ὁ­μο­λο­γοῦ­με καὶ κη­ρύτ­το­με. Σ' αὐ­τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πομε τὴν ζω­ὴν ἡμῶν ἅ­πα­σαν καὶ τὴν ἐλ­πί­δα. Σ' αὐ­τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πομε τὰ παι­δι­ὰ ὅ­λου τοῦ κό­σμου γι­ὰ νὰ προ­κό­ψουν.
*   *   *
            Τὸ σύ­νο­λο τῆς ζω­ῆς στὴν Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζε­ται ὡς μί­α ἑ­ορ­τή, ἕ­να πα­νη­γύ­ρι χα­ρᾶς. Μέ­σα σ' αὐ­τὸ τὸ πα­νη­γύ­ρι τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς εὐ­φρο­σύ­νης βά­ζει ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­γω­γὴ τὰ παι­δι­ά. Νοι­ώ­θουν τὴ ζε­στα­σι­ὰ τῆς ἀ­γά­πης καὶ τὴ χα­ρὰ τοῦ παι­χνι­δι­οῦ.
            Ὅ­σο περ­νᾶ ὁ και­ρὸς καὶ με­γα­λώ­νουν, γεν­νι­οῦν­ται μέ­σα τους νέ­α ἐ­ρω­τή­μα­τα καὶ προβλή­μα­τα: Φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ ἔρ­χον­ται καὶ οἱ ἀ­παν­τή­σεις. Τό­τε βλέ­πουν τὰ ἁ­πλὰ λό­γι­α, οἱ ἦ­χοι καὶ οἱ εἰ­κό­νες τῆς λει­τουρ­γι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, νὰ ἔ­χουν τό­σο πε­ρι­ε­χό­με­νο καὶ βά­θος ποὺ οὔ­τε τὸ καταλά­βαι­νες οὔ­τε τὸ χρει­α­ζό­σουν ὅ­ταν ἤ­σουν μι­κρὸ παι­δί.
            Τὸ παι­δὶ χαί­ρε­ται τὰ παι­χνί­δι­α καὶ τὴ ζω­ή. Λυ­πᾶ­ται μι­ὰ στιγ­μὴ γι­α­τὶ τὰ χά­νει (τὰ παιχνίδια τοῦ παι­δι­οῦ καὶ τὴ νε­ό­τη­τα τοῦ ἐ­φή­βου). Αὐ­τὰ ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν εἶ­ναι ἐκ­πλη­κτι­κώ­τε­ρα καὶ μο­νι­μώ­τε­ρα. Μπαί­νει στὴν πα­ρά­δο­σι τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ποὺ ὁ­μο­λο­γεῖ: "ὅ­ταν ἀ­σθε­νῶ τό­τε δυνα­τός εἰ­μι". "Χαί­ρω ἐν τοῖς πα­θή­μα­σί μου". Καὶ μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου. Ἔρ­χον­ται δυσκολί­ες. Δὲν στα­μα­τοῦν τὰ βά­σα­να. Ἀλ­λὰ τὰ πάν­τα με­τα­βάλ­λον­ται σὲ εὐ­λο­γί­α καὶ ἀ­γαλ­λί­α­σι.
            Ὁ δη­μι­ουρ­γὸς καὶ προ­νο­η­τὴς τῆς ζω­ῆς μας, κά­θε φο­ρὰ μᾶς δί­δει αὐ­τὸ ποὺ χρειαζόμαστε. Ὅ­λα δι' Αὐ­τοῦ ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται κα­λά: ὁ σταυ­ρός, οἱ πει­ρα­σμοί, οἱ δο­κι­μα­σί­ες.
            Ἐ­νι­σχύ­ε­σαι ἀ­πὸ τὶς δο­κι­μα­σί­ες, καὶ δυ­να­μώ­νεις ἀ­πὸ τὶς ἀ­σθέ­νει­ες. Τρέ­φον­ται οἱ ρί­ζες σου ἀ­πὸ τὶς πί­κρες τῆς ζω­ῆς καὶ βλα­στά­νουν τὰ κλα­δι­ά σου στοὺς φω­τει­νοὺς οὐ­ρα­νοὺς τῆς ἐλευ­θε­ρί­ας καὶ τῆς ἐ­πε­κτά­σε­ως.
            Δὲν δι­δά­σκε­σαι ἐγ­κυ­κλο­παι­δι­κὰ τὸ φαι­νό­με­νο τῆς θρη­σκεί­ας. Ζῆς τὴν πραγμα­τι­κό­τη­τα ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Καὶ πλάθεσαι ἀπ' αὐτήν.
            Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τό­σο με­γά­λος καὶ εὔ­σπλαγ­χνος ποὺ σὲ ἀ­φή­νει νὰ τὸν ἀρ­νη­θῆς ἂν πέ­σης στὸν πει­ρα­σμὸ τῆς ἀ­φρο­σύ­νης, ὅ­πως ἔ­γινε μὲ τὸν ἄ­σω­το υἱ­ό. Ὁ πα­τέ­ρας δὲν τὸν τι­μω­ρεῖ (οὔ­τε πε­ρισ­σό­τερ τὸν θα­να­τώ­νει) ἐ­πει­δὴ τὸν ἀρ­νεῖ­ται. Ἀλ­λὰ τὸν ἀ­φή­νει νὰ πά­η ὅ­που θέ­λει. Καὶ ἡ πατρι­κή του ἀ­γά­πη πη­γαί­νει πρὶν ἀ­π' αὐ­τόν. Τὸν συ­νο­δεύ­ει δι­α­κρι­τι­κά, χω­ρὶς νὰ τὸν βλέ­πη ὁ ἄσω­τος. Καὶ ἀρ­νού­με­νος τὸν πα­τέ­ρα ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὴν χά­ρι Του. Θυ­μᾶ­ται τὸ σπί­τι Του. Καὶ μό­νος του γυ­ρί­ζει στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς ἀ­γά­πης ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ στὴν ἀ­λή­θει­α ποὺ εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς πα­τέ­ρας.
            Ὅ,τι ἐ­πι­τρέ­πει τὸ ἐ­πι­τρέ­πει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη γι­ὰ τὸ κα­λό μας. Πρέ­πει νὰ καλ­λι­ερ­γη­θῆ τὸ χωρά­φι γι­ὰ νὰ δώ­ση καρ­πό. Πρέ­πει νὰ πε­ρά­ση δο­κι­μα­σί­ες σταυ­ρῶν καὶ πει­ρα­σμῶν ὁ ἄν­θρω­πος γι­ὰ νὰ φτά­ση στὴν εὐ­αι­σθη­σί­α νὰ παίρ­νη δι' ὀ­λί­γων τὰ πολ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸν πό­νο τὴν πα­ρη­γο­ρι­ά.
            Κά­νον­τας ὑ­πο­μο­νὴ στὸν ἀ­γῶ­να σου, κα­τὰ τὴν πι­ὸ δύ­σκο­λη στιγ­μὴ ποὺ φτά­νεις νὰ λυγίσης· ἔρ­χε­ται καὶ σὲ βρί­σκει. Μέ­νει μα­ζί σου καὶ σὲ πα­ρη­γο­ρεῖ.
            Πα­ρα­ξε­νεύ­ε­σαι τό­τε καὶ λές: "Πό­θεν μοι τοῦ­το"; Πῶς ἔ­γι­νε αὐ­τὸ σὲ μέ­να ποὺ ὅ­λοι μὲ πε­ρι­φρό­νη­σαν μὲ τὶς θε­ω­ρί­ες τους. Σὲ μέ­να ποὺ εἶ­μαι ἄ­ξι­ος κά­θε κα­τα­δί­κης μὲ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μου. Καὶ ζῆς τὸ γε­γο­νὸς τῆς θεί­ας ἐ­πι­σκέ­ψε­ως καὶ πα­ρα­κλή­σε­ως. Ζῆς τὸ θαῦ­μα τῆς θεί­ας πα­ρου­σί­ας. Νοι­ώ­θεις τὸ θαῦ­μα πῶς δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ὁ κό­σμος ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος ἀ­πὸ πε­ρίσ­σευ­μα ἀ­γά­πης. Πῶς σαρ­κοῦ­ται ὁ Λό­γος καὶ Θε­ός. Πῶς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­σι, ὁ ἄν­θρω­πος, ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α γεν­νᾶ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται Θε­ο­τό­κος.
            Αὐ­τὰ εἶ­ναι ὑ­πὲρ φύ­σιν καὶ αἴ­σθη­σιν, ἀλ­λὰ ἔτσι ἐ­νερ­γεῖ ὁ Θε­ός. Καὶ γι' αὐ­τὰ τὰ θαυ­μά­σι­α ἔ­χει πλά­σει τὸν ἄν­θρω­πο.
            Ὅ­λα τὰ με­γά­λα γί­νον­ται ἀ­κό­πως, εἶ­ναι δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ· δί­δον­ται ἐ­ξαίφ­νης, χω­ρὶς νὰ τὸ πε­ρι­μέ­νης, στοὺς ἥ­ρω­ες τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς ὑ­πο­μο­νῆς.
            Ζῆς μι­ὰ ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ὴ πό­νων, γι­ὰ νὰ φτά­σης σὲ μι­ὰ στιγ­μὴ ποὺ ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν αἰωνιότητα· μὲ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς σω­τη­ρί­ας.
            Σὰν τὸν λη­στὴ ποὺ κα­τα­λή­γει κρε­μα­σμέ­νος πά­νω στὸν σταυ­ρὸ νὰ πῆ μι­ὰ φρά­σι: "Μνήσθη­τί μου, Κύ­ρι­ε, ὅ­ταν ἔλ­θης ἐν τῇ βα­σι­λεί­ᾳ σου". Καὶ μπαίνει αὐ­θη­με­ρὸν στὸν πα­ρά­δει­σο.
            Σὰν τὴν αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ποὺ ὑ­πο­φέ­ρει ἐ­πὶ σει­ρὰ ἐ­τῶν. Δὲν βρί­σκει καμ­μι­ὰ πα­ρη­γο­ρι­ὰ καὶ θε­ρα­πεί­α μὲ τὶς ἀν­θρώ­πι­νες ἐ­πεμ­βά­σεις. Φτά­νει στὸ ἀ­προ­χώ­ρη­το. Κα­τα­φεύ­γει στὸν Χρι­στό. Ἀ­κουμ­πᾶ τὸ ἄ­κρο τοῦ ἱ­μα­τί­ου Του. Ἀ­φή­νει σ' Αὐ­τὸν τὴν ἀ­πό­γνω­σι τοῦ πό­νου. Καὶ δέ­χε­ται τὴν ἴ­α­σι τοῦ πά­θους. "Πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ρῦ­σις τοῦ αἵ­μα­τος" (Λουκ. 8, 44).
            Τό­τε λές: ἄ­ξι­ζε ὅ­λος ὁ κό­πος, τὰ βά­σα­να καὶ ἡ ὑ­πο­μο­νὴ μι­ᾶς ζω­ῆς γι­ὰ νὰ ζή­σω αὐ­τὸ τὸ ἄρ­ρη­το θαῦ­μα.
            Ὅ­λη ἡ ἀν­θρω­πό­της εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος. "Εἷς ἄν­θρω­πος κατωνομάσθη τὸ πᾶν" (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α μι­ὰ ζω­ή, μι­ὰ πο­ρεί­α δο­κι­μα­σι­ῶν καὶ πό­νου. Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ δε­χθῆ τὸ μή­νυ­μα τῆς ζω­ῆς, τὸ ἕ­να, τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψι τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ.
            Ἡ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι μι­ὰ τυ­φλὴ πο­ρεί­α ποὺ κα­τα­λή­γει στὸν θά­να­το· ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἕνας δρόμος μὲ πολ­λοὺς σταυ­ροὺς καὶ ἀ­πο­γνώ­σεις ποὺ κα­τα­λή­γει στὴν Ἀ­νά­στα­σι.
            Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τως δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου. Καὶ εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρο δῶ­ρο τῆς ἴ­δι­ας ἀ­γά­πης ἡ ἔκ­πλη­ξι τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ποὺ κα­ταρ­γεῖ τὸν θά­να­το καὶ ἐγ­και­νι­ά­ζει τὴν ἀ­τε­λεύ­τη­τη πο­ρεί­α ἀπὸ δόξης εἰς δό­ξαν.
*   *   *
            Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νη καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη. Συ­νέ­χει­α ὅ­λα διακυβεύ­ον­ται καὶ ὅ­λα εἶ­ναι σί­γου­ρα μὲ τὴν πί­στι καὶ τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἀ­γά­πη Του.
            Συμ­βαί­νουν ἀ­πρό­σμε­νες ἐκ­πλή­ξεις: Οὔ­τε ὁ μα­κρυ­νὸς καὶ ξέ­νος εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴ σω­τη­ρί­α, οὔ­τε ὁ κον­τι­νὸς καὶ μα­θη­τὴς εἶ­ναι ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νος.
            Ἕ­νας λη­στὴς μπαί­νει πρῶ­τος στὸν πα­ρά­δει­σο. Ἕ­νας μα­θη­τὴς ἀρ­νεῖ­ται τὸν Δι­δά­σκα­λο καὶ ἄλ­λος τὸν προ­δί­δει. Ἕ­νας ἑ­κα­τόν­ταρ­χος πι­στεύ­ει. Καὶ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἐμ­παί­ζουν καὶ ζη­τοῦν τὴ σταύ­ρω­σι. Ὁ πι­ὸ σκλη­ρὸς δι­ώ­κτης γί­νε­ται ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Ἀ­πό­στο­λος. Ὅ­λα εἶ­ναι κα­λὰ καὶ ἐνδιαφέ­ρον­τα γι­α­τὶ ὅ­λα τὰ ρυθ­μί­ζει "ὁ ἐ­πὶ πάν­των Θε­ός".
            Συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μὲ στορ­γὴ στὸν πα­ρα­στρα­τη­μέ­νο καὶ ἐ­νο­χλού­με­νο ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύμα­τα. Κρί­νει αὐ­στη­ρὰ τὸν ὑ­πο­κρι­τὴ ποὺ κά­νει τὸν δά­σκα­λο τοῦ νό­μου καὶ βα­σα­νί­ζει τὸν κόσμο. Θε­ρα­πεύ­ει τοὺς ἀρ­ρώ­στους. Κα­λεῖ κον­τά του ὅ­λους τοὺς κου­ρα­σμέ­νους καὶ ἀπεγνωσμένους. Πε­τᾶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ να­ὸ τοὺς κολ­λυ­βι­στὲς καὶ ἀρ­γυ­ρα­μοι­βοὺς ποὺ μετα­βάλ­λουν τὸν οἶ­κο τοῦ Θεοῦ σὲ οἶ­κο ἐμ­πο­ρί­ου.
            Συμ­βαί­νουν πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα. Συχνὰ αὐ­τοὶ ποὺ τὸν ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὸν ἀ­γνο­οῦν. Καὶ αὐ­τοὶ ποὺ τὸν ἀρ­νοῦν­ται τὸν ζη­τοῦν.
            Ἔρ­χον­ται ἐξ ἀ­να­το­λῶν καὶ δυ­σμῶν καὶ ἀ­να­κλί­νον­ται με­τὰ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ Ἰ­σα­ὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ οἱ κα­τὰ φαν­τα­σί­α υἱ­οὶ τῆς βα­σι­λεί­ας ἐκ­βάλ­λον­ται εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον.
            Κά­ποι­οι ποὺ λέ­νε "Κύ­ρι­ε Κύ­ρι­ε" καὶ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς κή­ρυ­κες καὶ θαυ­μα­τουρ­γοὶ θὰ ἀκού­σουν (δη­λα­δὴ ἀ­κοῦ­νε ἀλ­λὰ δὲν κα­τα­λα­βαί­νουν) "οὐ­δέ­πο­τε ἔ­γνων ὑ­μᾶς".
            Κά­ποι­οι συν­τη­ρη­τι­κοὶ κη­ρύτ­τουν ταγ­κι­α­σμέ­νη θε­ο­λο­γί­α· ἄλ­λοι προ­ο­δευ­τι­κοὶ νερουλιασμέ­νη· καὶ δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νουν. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀθορύβως προχέονται ποταμοὶ τῆς χάριτος ἀπὸ κάποιους πονεμένους, ταπεινοὺς καὶ ἄγνωστους.
            Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη ἀ­με­τά­πτω­τη καὶ πάν­σο­φη. Ἐμεῖς ἐ­πι­πο­λαι­ό­της ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τη καὶ ἐπικίν­δυ­νη. Ἀλλὰ μέ­νει πάν­τα γι­ὰ ὅ­λους μας ἡ ὁδὸς τῆς με­τα­νοίας.
*   *   *
            "Δί­δω ἀ­γω­γὴ" ση­μαί­νει ὅ­τι ξέ­ρω τί εἶ­ναι Θε­ός, κό­σμος, ἄν­θρω­πος. Ξέ­ρω τί εἶ­ναι τὸ παι­δί. Ἀ­πὸ ποὺ ξε­κι­νᾶ. Ποι­ά εἶ­ναι ἡ φι­λο­δο­ξί­α, ἡ προσ­δο­κί­α καὶ οἱ δυ­να­τό­τη­τές του. Ποι­ά ἐ­ρω­τή­μα­τα κυ­ο­φο­ροῦν­ται μέ­σα του καὶ ποι­ές ἀ­παν­τή­σεις δί­δον­ται.
            Ὅ­ταν ἐ­γὼ ποὺ δι­δά­σκω εἶ­μαι μι­σε­ρὸς καὶ ἀ­νε­παρ­κὴς μὲ μει­ω­μέ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα καὶ ἐλλει­πῆ γνῶ­σι τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­μαι ἀ­κα­τάλ­λη­λος γι­ὰ τὸ ἔρ­γο τοῦ παι­δα­γω­γοῦ.
            Ὅ­ταν τὸ παι­δὶ εἶ­ναι ἀ­ε­τὸς τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ ἐ­γὼ τὸ βλέ­πω σὰν που­λε­ρι­κό, γι­ὰ τὸ κοτέτ­σι τοῦ συ­στή­μα­τος, νὰ μοῦ δί­δη αὐ­γὰ καὶ κρέ­ας γι­ὰ πού­λη­μα. Τό­τε ἀ­γνο­ῶ καὶ πνί­γω τὰ αἰτή­μα­τα τοῦ ἀ­ε­τοῦ ποὺ ἔ­χει ἄλ­λους ὁ­ρί­ζον­τες ζω­ῆς. Πε­τᾶ σὲ ἄλ­λα ὕ­ψη. Καὶ φω­λι­ά­ζει σὲ ἄλ­λες κορ­φές. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζει τί εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, ποι­ά ἡ φύ­σι καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λή του.
            Δὲν ἀ­σχο­λοῦ­μαι ἁ­πλῶς μὲ τὸ φαι­νό­με­νο θρη­σκεί­α. Δὲν ἔ­χω μπρο­στά μου σπου­δα­στὲς θρη­σκει­ο­λο­γι­κῶν ἀ­πα­σχο­λή­σε­ων. Ἀλ­λὰ ἔ­χω εὐ­αί­σθη­τα πλά­σμα­τα ποὺ θέ­λουν νὰ ζή­σουν.
            Ὀ­φεί­λω νὰ τοὺς προ­σφέ­ρω τὴν κα­τάλ­λη­λη τρο­φὴ γι­ὰ νὰ ἀ­να­πτυ­χθοῦν καὶ τὰ παι­χνί­δι­α γι­ὰ νὰ παί­ξουν. Δὲν τοὺς ἐκ­θέ­τω ὅ,τι κυ­κλο­φο­ρεῖ στὴ θρη­σκευ­τι­κὴ ἀ­γο­ρὰ γι­ὰ νὰ δι­α­λέ­ξουν μό­να τους. Ἀ­πο­μα­κρύ­νω ὅ­λα τὰ αἰχ­μη­ρὰ ἀν­τι­κεί­με­να γι­ὰ νὰ μὴν κο­ποῦν παί­ζον­τας καὶ ὅ­λα τὰ φάρμακα γι­ὰ νὰ μὴν δη­λη­τη­ρι­α­στοῦν δο­κι­μά­ζον­τας.
            Τὰ παι­δι­ὰ τῆς ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ὅ­ταν δοῦν καὶ ἀ­κού­σουν τὸν δά­σκα­λό τους εὔ­κο­λα καὶ ἀ­προ­βλη­μά­τι­στα νὰ ἐκ­θέ­τη μπρο­στά τους ὅ­λες τὶς θρη­σκευ­τι­κὲς δοξασί­ες καὶ τὰ σύμ­βο­λα· αὐ­θόρ­μη­τα θὰ πε­ρι­ο­ρι­στοῦν στὸν ἑ­αυ­τόν τους, θὰ κλει­στοῦν στὴν πίστι τους γι­α­τὶ θὰ δι­α­κρί­νουν τὸν κίν­δυ­νο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας καὶ τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀμο­ρα­λι­σμοῦ. Ὁ δά­σκα­λός τους δὲν εἶ­ναι παι­δα­γω­γὸς ἀλ­λὰ μεταπράτης πληροφοριῶν.
            Ὅ­ταν πα­ρου­σι­α­σθῆ ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς Ἀ­γά­πης ποὺ θυ­σι­ά­ζε­ται καὶ τοὺς ἐ­ξα­σφα­λίζει τὴ δυνατό­τη­τα τῆς προ­σω­πι­κῆς ζω­ῆς καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τό­τε κα­θέ­να παι­δὶ ἀ­νοί­γει αὐ­θόρ­μη­τα τὴν καρ­δι­ά του ὅ­πως ἀ­νοί­γει τὸ ἄν­θος τὰ πέ­τα­λά του στὸ φῶς τοῦ ἥ­λι­ου. Καὶ ἀρ­χί­ζει ἡ ὀ­μορ­φι­ὰ τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς εὐ­θύ­νης. Καθένας κρίνεται καὶ κρίνει αὐθόρμητα μέσα του.
            Σέ­βο­μαι τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἄλ­λου ση­μαί­νει ὅ­τι θυ­σι­ά­ζο­μαι γι­ὰ νὰ τὴν ἐ­ξα­σφα­λί­σω. Καὶ ὁ ἐ­λεύ­θε­ρος ἐν Πνεύ­μα­τι ἄν­θρω­πος, ὅ­που καὶ ἂν βρί­σκε­ται εἶ­ναι ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Ἓν σῶ­μα καὶ ἓν πνεῦ­μα ἐ­σμὲν οἱ πολ­λοί.
            Οὔ­τε κα­τε­βά­ζω τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ζω­ῆς στὴν ἄ­ψυ­χη πεζότητα τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας. Οὔ­τε ἀγνο­ῶ τὴ δί­ψα καὶ τὴν προσ­δο­κί­α τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που γι­ὰ τὰ θαυ­μα­στὰ καὶ ἀ­νέ­φι­κτα. Ἡ Ἐκκλησί­α ἀ­νοί­γει τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ κόσμου στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Γι­ὰ νὰ χα­ρῆ τὴν ὀ­μορ­φι­ὰ τῆς ζω­ῆς καὶ τὴν κα­τάρ­γη­σι τοῦ θα­νά­του.
            Εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀληθινὰ ὀρθόδοξοι.
*   *   *
            Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά: μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καὶ ζωή, τὸ ὁ­μο­λο­γι­α­κὸ μά­θη­μα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο. Τὸ ἀ­νοι­κτὸ ἀν­θρω­πί­νως εἶ­ναι τὸ κλει­στὸ καὶ ἀνυπόφορο. Ἡ ὁποιαδήποτε ἐ­λευ­θε­ρί­α του δὲν μπο­ρεῖ νὰ βγῆ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς φθο­ρᾶς τοῦ χώ­ρου καὶ τοῦ χρό­νου ποὺ δὲν χω­ροῦν τὸν ἄν­θρω­πο.
            Θρη­σκευ­τι­κὰ γι­ὰ ὅ­λους εἶ­ναι ἡ ἔκ­πλη­ξι τῆς ἀ­γά­πης, τῆς τα­πει­νώ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, ποὺ θεώνει τὸν ἄνθρωπο. Θρη­σκευ­τι­κὰ γι­ὰ κα­νέ­να ἡ βά­ναυ­ση ἐ­πέμ­βα­σι τοῦ ἀν­θρώ­που πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο.
            Δὲν θὰ τὸ κά­νω πι­ὸ ἀν­θρώ­πι­νο, κα­τὰ τὸ λο­γι­σμό μου, τὸ μή­νυ­μα τῆς ζω­ῆς ὅ­ταν παρουσι­ά­ζω τὸν Χρι­στὸ ὄ­χι ὡς Θε­άν­θρω­πο, ὅ­πως τὸν πι­στεύ­ει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ ὡς ἕ­να ἀρ­χη­γὸ θρη­σκεί­ας ἀ­πὸ τὶς πολ­λὲς ποὺ ὑ­πάρ­χουν.
            Καὶ δὲν βο­η­θῶ κα­νέ­να ὅ­ταν λέ­ω ὅ­τι ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­αν­θρώ­που δὲν εἶ­ναι Θεοτό­κος ἀλ­λὰ μι­ὰ κα­λὴ γυ­ναῖ­κα.
            Μὲ ἁ­πλό­τη­τα καὶ βε­βαι­ό­τη­τα λέ­γον­ται τὰ ἄρ­ρη­τα καὶ βι­οῦν­ται τὰ ἀ­νέλ­πι­στα: ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τό­ση ἀ­γά­πη ποὺ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Καὶ ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει τέ­τοι­ες δυ­να­τό­τη­τες, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ γίνη θε­ὸς κα­τὰ χά­ριν. Καὶ ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα Του δὲν εἶ­ναι Χρι­στο­τό­κος ἀλ­λὰ Θε­ο­τό­κος, "ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται".
            Αὐ­τὰ λέ­γον­ται καὶ βι­οῦν­ται ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Καὶ οὔτε ἐ­πι­βάλ­λε­ται δι­ὰ τῆς βί­ας σὲ κα­νέ­να ἡ ἀ­λή­θει­α. Οὔτε ἀπο­κρύ­πτε­ται ἀπὸ δειλία τὸ θαῦμα.
            Ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς σε­σαρ­κω­μέ­νης Ἀγά­πης δὲν σκο­τώ­νει οὔ­τε σταυ­ρώ­νει κα­νέ­να. Ἀλ­λὰ δέχεται νὰ σταυ­ρω­θῆ γι­ὰ νὰ σώ­ση τοὺς σταυ­ρω­τές της.
*   *   *
            Στὴ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ὑ­πάρ­χουν δυ­σκο­λί­ες καὶ πει­ρα­σμοί. Ὑ­πάρ­χει ὁ διάβολος ποὺ σπεί­ρει ζι­ζά­νι­α μέ­σα στὸ κα­λὸ σπέρ­μα. Πολ­λοὶ θέ­λουν νὰ ἀ­φαι­ρέ­σουν τὰ ζι­ζά­νι­α. Ὁ Κύ­ρι­ος τοῦ ἀ­γροῦ συμ­βου­λεύ­ει: Κα­λύ­τε­ρα μὴν τὰ πει­ρά­ζε­τε. Ἀ­φῆστέ τα νὰ συ­ναυ­ξά­νων­τα­ι μέ­χρι τὴν ὥ­ρα τοῦ θε­ρι­σμοῦ. Τό­τε θὰ πῶ στοὺς ἀγ­γέ­λους νὰ βγά­λουν τὰ ζι­ζά­νι­α καὶ νὰ τὰ κά­ψουν.
            Ἐ­μεῖς θέ­λο­με νὰ ξε­κα­θα­ρί­σω­με τὰ πράγ­μα­τα ἀ­μέ­σως. Ἐ­κεῖ­νος πά­λι συμ­βου­λεύ­ει: περιμένε­τε. Μή­πως δὲν δι­α­κρί­νε­τε ἀκριβῶς ποὺ βρί­σκε­ται τὸ κα­κό. Δὲν δι­α­κρί­νε­τε σω­στὰ τὴν ἀρ­ρώ­στι­α καὶ μα­ζὶ μὲ τὰ ζι­ζά­νι­α κά­ψε­τε καὶ τὸν ἑ­αυ­τόν σας.
            Ἐ­μεῖς ὅμως εἴ­μα­στε σί­γου­ροι γι­ὰ τὸ ἀ­λά­θη­το τῆς δι­α­γνώ­σε­ώς μας. Καὶ ἐ­πεμ­βαί­νο­με δυνα­μι­κὰ γι­ὰ νὰ κα­θα­ρι­σθῆ ὁ ἀ­γρὸς τῆς ἱ­στο­ρί­ας.
            Καῖ­με τὰ ζι­ζά­νι­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καὶ ἀ­πί­στων γι­ὰ νὰ κρα­τή­σω­με κα­θα­ρὴ τὴν πί­στι.
            Καῖ­με τὰ μι­ά­σμα­τα τῆς κα­τώ­τε­ρης ράτ­σας γι­ὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σω­με κα­θα­ρὴ τὴ λευ­κὴ φυ­λή μας.
            Σκο­τώ­νο­με τοὺς ἐ­κμε­ταλ­λευ­τὲς τοῦ λα­οῦ γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βά­λω­με τὴ δι­και­ο­σύ­νη καὶ τὴν ἰσότητα μὲ τὴ βί­α τῆς ἀ­πο­φά­σε­ως καὶ τὴν ἰ­σχὺ τῆς γρο­θι­ᾶς μας.
            Ἀλ­λὰ δὲν βρί­σκε­ται ἔτ­σι ἡ λύ­σις. Ὅλοι εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅλοι περιμένουν τὴ σωτηρία. Ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα.
            Ἐ­νῶ τὸ ψέ­μα σκο­τώ­νει τὸν ἄλ­λον γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βλη­θῆ· ἡ Ἀ­λή­θει­α σταυ­ρώ­νε­ται γι­ὰ νὰ σώ­ση τοὺς σταυ­ρω­τές της. Ἡ προ­τρο­πὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι: "Σταυ­­­­­­ρώ­­­­­θη­τι καὶ μὴ σταυ­ρώ­σης. Ἀδικήθη­τι καὶ μὴ ἀ­δι­κή­σης". Ὁ τε­λι­κὸς σκο­πὸς τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος εἶ­ναι: "πάντας ἀνθρώ­πους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν".
*   *   *
            Ὅ­ταν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς τῶν πάν­των Ἀ­λή­θει­ας θέ­λω νὰ ἐ­πι­βάλ­λω τὴν ἄ­πο­ψί μου: ἢ σκο­τώ­νω τὸν ἄλ­λον γι­ὰ νὰ σώ­σω τὴ θε­ω­ρί­α μου, ἢ σκο­τώ­νω τὴν ἀ­λή­θει­α (ἐ­ξι­σώ­νω τὰ ὑ­γι­ῆ μὲ τὰ νο­ση­ρὰ) γι­ὰ νὰ ζα­λί­σω τὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ πε­τύ­χω τὰ σχέ­δι­ά μου.
            Εἶ­ναι ἀ­δι­ά­σπα­στη ἡ σχέ­σι ἀ­λή­θει­ας καὶ ἀ­γά­πης. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἡ μί­α χω­ρὶς τὴν ἄλ­λη.
            Ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς ἀ­γά­πης δη­μι­ουρ­γεῖ τὸν κό­σμο. Καὶ ἡ ἀ­γά­πη τῆς ἀ­λή­θει­ας ἐ­λευ­θε­ρώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο. "Γνώ­σε­σθε τὴν ἀ­λή­θει­αν, καὶ ἡ ἀ­λή­θει­α ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ὑ­μᾶς" (Ἰ­ω. 8, 32).
            Τὸ ψέ­μα: εἴ­τε σκο­τώ­νει τὸν ἄνθρωπο γι­ὰ νὰ σώ­ση τὴ θε­ω­ρί­α του· εἴ­τε σκο­τώ­νει τὴν ἀλή­θει­α -- ἐ­ξι­σώ­νει τὴ φενάκη μὲ τὴν πραγματικότητα -- γι­ὰ νὰ ἀ­κυ­ρώ­ση τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀνθρώ­που.
            Ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη ποὺ θυ­σι­ά­ζε­ται γι­ὰ νὰ σώ­ση τὸν ἄν­θρω­πο, τὸν ἀ­δύ­να­το καὶ ἀδικαι­ο­λό­γη­το.
            Ψέ­μα εἶ­ναι ἡ βά­ναυ­ση ἐ­πέμ­βα­σι ποὺ ἐ­πι­βάλ­λε­ται δι­ὰ τῆς βί­ας. Κλεί­νει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν κα­τα­δί­κη τῆς συμ­φο­ρᾶς. Καὶ τὴν ὀ­νο­μά­ζει θρη­σκεί­α, ἐ­ὰν ὁ αὐ­τουρ­γός της πα­ρι­στά­νη τὸν προφή­τη ἢ δη­μο­κρα­τί­α ἐ­ὰν παί­ζη τὸ ρό­λο τοῦ πο­λι­τι­κοῦ ἡ­γέ­τη.
            Ἀλ­λὰ ἡ βα­ναυ­σό­τη­τα τοῦ πεί­σμα­τος βα­σι­λεύ­ει ἀλ­λ' οὐκ αἰ­ω­νί­ζει. Βασανίζει μόνο μέσα στὴν ἱστορία τὸν ἄνθρωπο.
            Ὁ χρό­νος περ­νᾶ. Ἡ μα­νί­α σβή­νει. Ἡ γρο­θι­ὰ λει­ώ­νει. Τὰ θύματα μένουν. Καὶ μέ­σα στὶς οἰ­μω­γὲς τοῦ πό­νου καὶ τοὺς πο­τα­μοὺς τῶν αἱ­μά­των ποὺ χύ­νο­με, βλέ­πο­με ἤ­ρε­μα ἡ ἴ­δι­α ἀ­λή­θει­α τῆς Ἀ­γά­πης νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀ­λώ­βη­τη καὶ νὰ μᾶς πε­ρι­μέ­νη. . .
*   *   *
            Καὶ ὅ­λοι ἐ­ὰν ἐ­πα­να­στα­τή­σω­με γι­ὰ νὰ ἀν­τι­κα­τα­στή­σω­με τὸν Ἕ­να δη­μι­ουρ­γὸ τοῦ παν­τὸς καὶ νὰ δι­ορ­θώ­σω­με τὸ ἔρ­γο Του, δὲν πε­τυ­χαί­νο­με τί­πο­τε πέ­ρα ἀ­πὸ συμ­φο­ρὲς γι­ὰ τὸν κό­σμο.
            Καὶ ὅ­λοι μό­νοι μας ἐ­ὰν ἀ­πο­φα­σί­σω­με νὰ Τὸν βο­η­θή­σω­με μὲ τὸ λο­γι­σμό μας, πά­λι στὸ κε­νὸ δου­λεύ­ο­με.
            Ὅ­ταν μὲ δέ­ος συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω­με τὴν ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς ζω­ῆς καὶ τὴν παν­το­κρα­το­ρί­α τῆς Ἀγά­πης, συ­νερ­χό­με­θα ἐν με­τα­νοί­ᾳ. Τα­πει­νού­με­θα εὐ­γνώ­μο­να καὶ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με συ­νε­σταλ­μέ­νοι.
            Ζη­τοῦ­με νὰ γί­νε­ται τὸ θέ­λη­μά Του καὶ ἐγ­κεν­τρι­ζό­μα­στε στὴν καλ­λι­έ­λαι­ο τῆς ζω­ῆς. Γίνον­ται παν­το­δύ­να­μοι οἱ ἀ­δύ­να­τοι. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α γι­ὰ ὅ­λους, γι­α­τὶ ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἕ­να.
            Ἡ ἀποκαραδοκία τῶν ἐ­θνῶν καὶ ὁ τε­λι­κὸς σκο­πὸς τῆς θεί­ας βου­λή­σε­ως εἶ­ναι: ἵ­να πάν­τες ἓν ὦ­σι.
            Ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς τὶς εὐ­αί­σθη­τες ψυ­χές, ὅ­που γῆς, ποὺ πονοῦν καὶ δι­ψοῦν τὴν ἀ­λή­θει­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας· καὶ ἀ­πὸ σε­βα­σμὸ πρὸς αὐ­τοὺς ποὺ πολ­το­ποι­ή­θη­καν - καὶ πολτοποιοῦνται - ἀ­πὸ τοὺς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμοὺς τοῦ ψεύ­δους, εἶναι καλὸ νὰ σε­βα­στοῦ­με τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀνθρώ­που ὅ­πως τὴν ἔ­πλα­σε ὁ Θε­ός.
πηγή αντιγραφή

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2012

ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ: ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ...


Δεν είναι η Εκκλησία αυτό που νομίζουμε. Μας πήραν μωρά παιδιά από τον μαστό της μάνας μας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Μας έμαθαν άλλα. Μας έδωσαν να πιούμε γάλα κονσέρβας. Μας έκοψαν από τις ρίζες. Μας χώρισαν από την Παράδοση. Μας απομάκρυναν από το σπίτι μας. Μας έκαμαν αλλοδαπούς στον τόπο μας. Βάλθηκαν να μας ξεμάθουν τη μητρική μας γλώσσα, τη γλώσσα της Ορθοδοξίας, τη μητρική γλώσσα του ανθρώπου.
Ποιοι; Όσοι θέλησαν δια της βίας να μας σώσουν: οι διαφωτιστές, προπαγανδιστές, Βαυαροί, μασόνοι... μέχρι σήμερα. Μαζί μ΄ αυτούς, όλοι όσοι θεωρήσαμε τα φώτα τους φώτα, τον πολιτισμό τους πρόοδο. Και έτσι, στα τυφλά, χωρίς διάκριση πνευματική, πήραμε το καθετί απ΄ αυτούς, σαν ανώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σε τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωής, αρχιτεκτονική, μουσική...).
Και βασανίζεται το είναι μας. Απορρίπτει ο οργανισμός μας ένα-ένα τα μεταμοσχευθέντα ξένα μέλη. Και συνέχεια μας μεταμοσχεύουν βιαίως νέα, τα οποία αποβάλλονται, και φανερώνεται με την προσωπική του συμπεριφορά ποιος είναι ο βαθύτερος χαρακτήρας του λειτουργημένου λαού μας.
Δεν είναι η Εκκλησία αυτή που νομίζουμε. Δεν είναι αυτή που χτυπάμε, αυτή που βαλθήκαμε να καταστρέψωμε. Δεν έχει σχέση η Ορθοδοξία με «μεσαιωνισμούς», «μυστικισμούς», «κληρικαλισμούς», «σχολαστικισμούς» που ακούμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν ότι σε Δύση και Ανατολή όλοι οι όροι έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Και προσπαθούν να μας ελευθερώσουν από αρρώστιες που δεν περάσαμε. Και μας αρρωσταίνουν με τις θεραπείες τους. Και μας περιπλέκουν με τις λύσεις τους.
Δεν αρνούμαστε ότι υπήρξαν ανθρώπινες αδυναμίες. Υπήρξαν και υπάρχουν αδύνατοι, με πτώσεις και ελαττώματα. Αυτό κάνει ακόμα πιο συμπαθή την ίδια την Ορθοδοξία, και αναδεικνύει την ανοχή της αγάπης της και την αλήθεια του μηνύματός της.
Το θέμα το μεγάλο είναι να γνωρίσουμε την Εκκλησία την Ορθόδοξη, που αγνοούμε. Τη μία, αμόλυντη, άφθορη, άχραντη καρδιά της. Αυτήν που αποτελεί το βαθύτατο και πιο αληθινό είναι μας. Αυτή με την οποία έχομε πολύ μεγαλύτερη σχέση απ΄ ότι νομίζουμε. Αυτή που ξέρομε βαθύτερα, χωρίς να το καταλαβαίνωμε. Αυτή που πάμε ασυνείδητα να βρούμε αρνούμενοί την, γιατί αγνοούμε την αλήθεια της, τη θεανθρωπία της, τη δόξα της ταπεινώσεώς της.
Ότι πολύτιμο ζητούν όλοι οι αληθινοί αναζητητές βρίσκεται μέσα εδώ. Όχι αποσπασματικά, επί μέρους ή φανταστικά, αλλά εν όλω έργω και αληθεία.
Αυτή είναι κατάλληλη για τα μικρά παιδιά, τις απλές γριούλες και τους πιο απαιτητικούς αναζητητές, που θέλουν να δουν τον Θεό όχι όσο μπορούν, αλλ΄ όπως ο Θεός είναι.
Υπάρχει μια θεολογία που φτάνει στην απόφαση (αποφατικότητα), την άρνηση, που δεν πάει παραπέρα, που άνθρωπος στη γη δεν μπορεί να ξεπεράσει. Και μια χάρη άκτιστη, αόρατη, ακατάληπτη, που έρχεται στον άνθρωπο, στην κτίση. Και νεουργεί και θεουργεί το ανθρώπινο.
Δεν είναι η θεολογία σχολαστικισμός, ούτε η πνευματική ζωή πουριτανισμός.
Γνωρίζοντας την Ορθοδοξία, αυτή που είναι, ισορροπούμε· μπορούμε όλους να δούμε με στοργή. Από όλους να βοηθηθούμε. Και όλους με τη χάρη του Θεού να βοηθήσωμε.
Το να γίνωμε Ορθόδοξοι δεν σημαίνει κάπου να κλειστούμε, αλλά κάπου να αναχθούμε: να βγούμε στο ύψος του σταυρού της αγάπης.
Αν ήταν η θεολογία της Εκκλησίας μας αυτή που νομίζει ο πολύς κόσμος, αυτή που διδάχτηκε στα κρατικά πανεπιστήμια· ή αν ήταν η ευσέβειά της ο έξωθεν εισαχθείς στείρος πιετισμός, σας ομολογούμε ότι δεν θα σας λέγαμε τίποτε. (Δεν θα είχαμε καμιά ελπίδα· ίσως ούτε ευθύνη.)
Τώρα μπορούμε να σας πούμε λόγο παρήγορο και σκληρό (λέγεται μόνος του):
Η θέση μας είναι προνομιακή και επικίνδυνη. Έχει καθοριστεί απ΄ αυτούς που μας γέννησαν, και δεν μπορούμε να κάνωμε ότι μας κατέβει.
Δεν μπορούμε ατιμωρητί οι Ορθόδοξοι Έλληνες να παιδιαρίζωμε, στηριζόμενοι σ΄ οποιαδήποτε δικαιολογία ή, περισσότερο, να αυθαδιάζωμε.
Αν αυτοί που προηγήθηκαν ημών και έζησαν και τάφηκαν σε τούτα τα χώματα, αυτοσχεδίαζαν κάνοντας το κέφι τους, τότε θα μπορούσαμε και εμείς να συνεχίσωμε αυτοσχεδιάζοντας.
Αν όμως έζησαν διαφορετικά· αν αποφάσισαν να πεθάνουν, και έτσι έζησαν· αν ο τρόπος της ζωής τους ήταν απόφαση θανάτου· αν όλη τους η δημιουργία, το ήθος, ο λόγος, τα έργα, η μορφή, η χειρονομία, το ορατό και αόρατο εξ αυτών είναι γεννημένο εκ του θανάτου, από τη θυσία όλων, για να γεννηθεί κάτι καλύτερο, άλλης φύσεως, άλλης υφής, για τους άλλους, για μας όλους· τότε δεν μπορούμε ατιμωρητί να αυτοσχεδιάζωμε, να κάνωμε πρόβες, να παίζωμεν εν ου παικτοίς.
Αν δεν έχτιζαν την Αγια-Σοφιά όπως την έχτισαν, να χωρά τον κάθε άνθρωπο και την οικουμένη.
Αν δεν είχαν φτιάξει το Άγιον Όρος όπως το έφτιαξαν, για να σώζεται όλος ο άνθρωπος και να αδελφώνονται οι λαοί.
Αν δεν είχε θεολογήσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς όπως θεολόγησε, ανακεφαλαιώνοντας την πείρα και τη ζωή της Ορθοδοξίας, σβήνοντας τη δίψα του σημερινού βασανισμένου νέου ανθρώπου.
Αν δεν είχαν αγωνιστεί, κλάψει, υπομείνει, προσευχηθεί, θυσιαστεί τόσοι άγνωστοι στα βουνά, στα νησιά και στις πόλεις. Αν δεν είχαν στα τραγούδια, στη ζωή και στα ήθη τους αυτή την ανθρωπιά που σε σφάζει.
Αν δεν ήσαν γενάρχες του νέου Ελληνισμού ένας άγιος Κοσμάς και ένας Μακρυγιάννης.
Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά στο αίμα μας, τότε θα μπορούσαμε να κάνωμε ότι μας κατέβει. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα βρισκόμαστε εν τόπω και χρόνω αγίω. Δεν μπορούμε να είμαστε επιπόλαιοι. Δεν ανήκομε στον εαυτό μας. Ανήκομε σ΄ αυτούς που μας γέννησαν, και σ΄ όλο τον κόσμο. Είμαστε χρεωμένοι με πνευματική κληρονομιά. Δεν μας σώζει καμιά δικαιολογία. Και όλα να τα πετάξωμε από το σχολείο, τα αρχαία, τα νέα, τα ιερά και τα όσια, δεν μπορούμε να δικαιολογηθούμε σε κανέναν, να απαλλαγούμε, ούτε να ξεχάσωμε το χρέος μας. Δεν μπορούμε να στοιχειοθετήσωμε κανένα άλλοθι.
Θα έχωμε να αντιμετωπίσωμε αυτούς που προηγήθηκαν και αυτούς που έρχονται.
Τα ψεύτικά μας καμώματα θα μας πετάξουν κατά πρόσωπο. Γιατί κάποτε θα ξυπνήσουν αυτοί οι μικροί, που θα πούνε όχι στο ψέμα, στην επιπολαιότητα, στην παραχάραξη, στην πλαστογραφία, στην προδοσία,που χαλκεύεται εγκληματικά και θρασύδειλα με εκπαιδευτικά προγράμματα, αναγνωστικά βοηθήματα, οπτικοακουστικές εκπομπές.
Και αυτοί που θα πουν όχι θα έχουν απροσδιόριστες δυνάμεις που ξεπερνούν αυτούς τους ίδιους. Θα είναι μαζί τους τα πνεύματα των περασμένων και τα διψασμένα παιδιά όλου του κόσμου.
Αυτό που εδώ υπάρχει ανήκει σε όλους. Αυτό που κληροδοτήθηκε καθορίζει τη συμπεριφορά μας.
Η Αλήθεια, που εσαρκώθει δια της παναχράντου και αειπαρθένου Μαρίας, που απέθανε και ανέστη και συνανέστησε την οικουμένη και συνέστησε την Εκκλησία σώμα Χριστού. Η Χάρις που αγιάζει όλο το είναι του ανθρώπου. Η Εκκλησία που βαφτίζει όλο τον άνθρωπο εις τα απύθμενα βάθη του μυστηρίου της ζωής του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που αγιάζει όλες τις αισθήσεις.
Αυτή η Χάρις, που μπήκε μέχρι μυελού στα οστά του πιστού λαού μας, που υφαίνει τη ζωή μας και την κάνει άνωθεν υφαντή με τα στοιχεία της ύλης...
Όλο το πνευματικό σώμα της ζωής μας έχει μηνύματα που ανήκουν σ΄ όλους, που τα περιμένουν όλοι, μέχρις εσχάτου της γης. Και είμαστε χρεώστες προς όλους. Και μας έχουν κατ΄ ανάγκη βάλει αυτοί που μας γέννησαν κατά σάρκα και κατά πνεύμα σ΄ ένα ορισμένο επίπεδο. Και δεν μπορούμε να υποστείλωμε τη σημαία, να μετριάσωμε το χρέος, να ξεκουραστούμε σε άλλο χώρο, με άλλο τρόπο, παρά μόνο πάνω σε σταυρό θυσίας.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του «Το Άγιον Όρος και η Παιδεία του Γένους μας»)
(Πηγή: Ι.Μ. ΣΑΜΟΥ, ΙΚΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΣΕΩΝ)
πηγή: http://www.agioritikovima.gr

ΣΧΟΛΙΟ: Θα μπορούσε να είναι η "ΟΜΟΛΟΓΙΑ" του Ορθοδόξου Έθνους... 

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΚΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ-3 Tοῦ Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου [Γοντικάκη],



Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΚΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ


ὁμιλία εἰς τὴν Πάτρα τὴν 14η Μαΐου τοῦ 1998

[Γ´]

Tοῦ Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου [Γοντικάκη],

Προηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους



Ἐρώτησι: …Εἴπατε ὅτι ἐμεῖς ἔχομε τὴν παράδοσί μας. Πολὺ σωστά, πολὺ ὡραῖο αὐτό, καὶ πρέπει νὰ τὴν κρατᾶμε τὴν παράδοσί μας. ᾿Αλλὰ ἐγὼ κάποτε, ὅταν διάβασα ἕνα κείμενο μὲ τὴν σοφία καὶ ἄλλων λαῶν, ἐκεῖ μέσα εἶδα ὅτι ὁ Χρυσὸς Κανόνας, αὐτὸ ποὺ λέτε ἐσεῖς: «Νὰ μὴ σοῦ κάνουν ἐσένα, νὰ μὴ τὸ κάνης ἐσὺ στοὺς ἄλλους», τὸ ἴδιο καὶ σὲ ἄλλους λαούς. Τὸ ἔχουν οἱ Ἑβραῖοι, νομίζω τὸ ἔχουν καὶ οἱ Βουδιστές, οἱ Ἰνδοί, τὸ ἔχουν κι ἄλλοι. Δηλαδή, δὲν μποροῦμε, ἔχουμε τὴν ἰδιαιτερότητά μας, ἀλλὰ πρέπει νὰ μελετᾶμε κι αὐτὰ ποὺ λένε καὶ οἱ ἄλλοι λαοί. Νὰ μένουμε, νομίζω, ἐμεῖς μὲ τὴ δική μας ταυτότητα παντοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα νὰ προσέχουμε καὶ τοὺς ἄλλους λαούς. Πιστεύω ὅτι ὑπάρχει μιὰ παγκοσμιότητα…

Ἀπάντησι: Σαφῶς, ἐν τάξει… εἶμαι σύμφωνος. Νὰ σᾶς πῶ κάτι; ᾿Εὰν τυχὸν δὲν ἦταν ἔτσι, ἐὰν τυχὸν ἡ ᾿Ορθοδοξία δὲν ἦταν ἡ Μία, ῾Αγία, Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία, ἐγὼ δὲν θὰ ἔλεγα αὐτὰ τὰ πράγματα. ᾿Αλλὰ σᾶς λέω ὅτι ἡ Ὀρθόδοξή μας πίστι σέβεται ὅλους, καὶ ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον. ᾿Εὰν θέλετε νὰ σᾶς τὸ πῶ σαφέστερα, σᾶς λέω τὸ ἑξῆς: Μιὰ φορά, τότε ποὺ εἴχαμε τὴν ἐπαφὴ μὲ κάποιους ἀναρχικούς, τοὺς λέω: «Κοιτάξτε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο μεγάλος, ποὺ δὲν χωρᾶ σὲ κανένα κόμμα, σὲ καμμιὰ θρησκεία, σὲ καμμιὰ φιλοσοφία· ἂν θέλετε, δὲν χωρᾶ οὔτε στὴν Ὀρθοδοξία. Κι ἐπειδὴ ἡ ᾿Ορθοδοξία μὲ βοηθᾶ νὰ εἶμαι μὴ Ὀρθόδοξος, γι᾽ αὐτὸ εἶμαι Ὀρθόδοξος. Καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν λατρεύουμε τὸν Θεό, ἀλλὰ λατρεύουμε τὸν Ὑπέρθεο. Ὁπότε, ὅταν παρακολουθοῦμε τὴ Μεγάλη ῾Εβδομάδα, κι ὅταν ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας θυσιάζεται γιὰ ὅλους, καὶ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ Τὸν σταυρώνουν, ὅταν ἀντιδρᾶ πρὸς τὸν ᾿Απόστολο Πέτρο καὶ λέη: «Βάλε τὸ σπαθί, τὸ μαχαίρι, στὴ θήκη του, γιατὶ δὲν ἤρθαμε νὰ χτυπήσουμε τοὺς ἐχθρούς, δὲν ἔχουμε ἐχθρούς. Ἔρχομαι νὰ καταργήσω τὴν ἔχθρα»· κι ὅπως λέει ἡ ἀκολουθία, «καὶ πάντα ὑπομείνας, ἅπαντας ἔσωσε», ὅταν γίνεται αὐτό, τότε νοιώθεις, ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει Μία, ῾Αγία, Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία. ᾿Εδῶ μᾶς δίδεται αὐτὸ τὸ παράδειγμα, ὅτι θυσιάστηκε ὁ Θεὸς τῆς πίστεώς μας, ὄχι γιὰ νὰ σώση μερικούς, οὔτε γιὰ νὰ σώση τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώση τὴν οἰκουμένη. Καὶ ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἔτσι, τότε ἀναπαύεται κι ὁ καθένας ἄνθρωπος. 
Κι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος… Λέει: «Γνώρισα ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τόσο πολὺ τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ ἔλεγε: “Θεέ μου, θέλω νὰ σώσης τοὺς ἀδελφούς μου· καὶ νὰ σώσης ὅλους τοὺς ἀδελφούς μου. Κι ἂν τυχὸν δὲν τοὺς σώσης ὅλους, δὲν θέλω νὰ σώσης οὔτε ἐμένα. Γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τί σημαίνει Παράδεισος χωρὶς τοὺς ἀδελφούς μου”». Ὁπότε, βλέπετε ὅτι ἡ λογικὴ τῆς πίστεώς μας, ἡ λογικὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, εἶναι τέτοια, ποὺ ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ ἀναπαύει τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη. 
᾿Αλλ᾽ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, αὐτὸ ποὺ λέτε, ψήγματα καὶ κομμάτια ἀλήθειας ὑπάρχουν παντοῦ. ᾿Αλλὰ ἔχει σημασία νὰ βρῆς τὸ ὅλον. Γι᾽ αὐτό, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος ἐπίστευε, ὁ ὁποῖος ζοῦσε ὅλη αὐτὴ τὴ χάρι, εἶπε καὶ τὸ ἄλλο, ὅτι… ἐνῶ ἔκανε τὸν ἀγράμματο, γιὰ νὰ πλησιάση τοὺς ἀγράμματους, μιὰ στιγμὴ λέει: «Κοιτάξτε, ἔχω διαβάσει ὅλα τὰ βιβλία, ὅλες τὶς πίστες, ἔχω βρῆ ὅτι ὅλες εἶναι κάλπικες, κι ἡ δική μας εἶναι ἀληθινή». ᾿Αλλ᾽ ἐὰν τυχὸν ζήσης μέσα στὴ θεία Λειτουργία καὶ τὴ Μεγάλη Εβδομάδα τὴν Ὀρθόδοξη πίστι, τότε καταλαβαίνεις ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ κι αὐτὴ ἡ θεία Λειτουργία κι αὐτὴ ἡ Μεγάλη ῾Εβδομάδα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Πάσχα εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Ἐρ.: Θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω τί ἐννοοῦσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν ἔλεγε ὅτι «μιλάει μέσα ἀπὸ τὸν τάφο ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου», ἀπὸ τὸ σκαμνί…


Ἀπ.: Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε ὅτι ὁ βρεγμένος δὲν φοβᾶται τὴ βροχή, κι ὁ σκοτωμένος δὲν φοβᾶται καμμιὰ ἀπειλή. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κύριος, ὅτι: «ὅποιος θέλει νὰ σώση τὴν ψυχή του, θὰ τὴ χάση· καὶ ὅποιος τὴ χάση, “ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου”, αὐτὸς θὰ τὴ σώση». Ὁπότε, διὰ τῆς ἀπωλείας φτάνουμε στὴν εὕρεσι, καὶ διὰ τοῦ μίσους τοῦ ἑαυτοῦ μας φτάνουμε στὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. 
Νομίζω ἐπίσης κάτι ἄλλο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἕναν δυναμισμὸ κεκρυμμένο, ὅπως εἶναι ὁ σπόρος, ὁ ὁποῖος, ἐὰν δὲν πεθάνη στὴ γῆ τὴ γόνιμη, «αὐτὸς μόνος μένει»· ἐὰν δὲ ἀποθάνη, φέρει πολὺ καρπό. ᾿Εὰν τυχὸν ὁ ἄνθρωπος λατρέψη τὸν ἑαυτό του, αὐτοπροβάλλεται, λιβανίζει τὸν ἑαυτό του, τότε πνίγει τὸν ἑαυτό του. ᾿Εὰν τυχὸν ἔχη σὰν σκοπὸ νὰ τὰ δώση ὅλα γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ ὁ ἀδελφός του, ἤδη μπῆκε μέσα στὴν αἰώνια ζωή. Γιατὶ ζῆ γιὰ τὸν ἀδελφό του, καὶ ὁ ἑαυτός του εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι. 
Καὶ νομίζω ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς, εἶχε αὐτὴ τὴν ἀγάπη, γι᾽ αὐτὸ εἶχε καὶ αὐτὴ τὴ δύναμι. Καὶ βλέπετε, ἂς ποῦμε, αὐτὸ ποὺ λέμε, ὅτι ἤτανε διπλωμάτης, ἤτανε πολιτικός· γιατί; Γιατὶ ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος, γιατὶ σεβότανε τὸν ἄλλο, γιατὶ ὁ ἄλλος ἤτανε ὁ ἑαυτός του καὶ γιατὶ κοντὰ σ᾽ αὐτόν, τὸν μικρό, τὸν ταπεινὸ καὶ μεγάλο, ὁ κάθε ἕνας ἄνθρωπος ἔπαιρνε μιὰ ἀξία. Κι αὐτὸς χαιρότανε, ὅταν ἔπαιρνε ὁ ἄλλος ἀξία, ὅταν ὁ ἄλλος ἀναπαυότανε. 
᾿Αλλ᾽ αὐτὸ δὲν γίνεται, ἂν τυχὸν ἐγὼ κάνω τὸν δικό μου σύλλογο, ἂν τυχὸν ἐγὼ θέλω νὰ προβάλω τὸν ἑαυτό μου, ἀλλ᾽ ἂν τυχὸν γίνωμαι φυτόχωμα, γιὰ νὰ φυτρώση τὸ δέντρο του ὁ ἄλλος, ἂν τυχὸν ἐγὼ πάω στὴν ἄκρη, ἐξαφανίζομαι, δὲν ὑπάρχω, δὲν θέλω κανένα «εὐχαριστῶ», ἀρκεῖ μόνο νὰ ζήση ὁ ἄλλος. Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου: «ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα ἐσμὲν οἱ πολλοί». Γι᾽ αὐτό, βλέπετε ὅτι οἱ Ἅγιοι, δηλαδὴ οἱ ταπεινοί, κι ὅταν ὑπάρχουν, εἶναι σὰν ἀνύπαρκτοι. Δὲν παίρνουν χῶρο, δὲν κάνουν φασαρία. Κι ὅταν δὲν ὑπάρχουν ἐν σαρκί, ὅταν λείπουν, εἶναι ἐξ ἴσου μαζί μας, καὶ κρατοῦν τὸν κόσμο ὁλόκληρο στὴ ζωή. Ὁπότε, ὁ τρόπος τοῦ νὰ ὑπάρχης, εἶναι ὁ τρόπος τοῦ νὰ πεθαίνης καὶ νὰ θυσιάζεσαι ἑκούσια, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον, μὲ ἄλφα κεφαλαῖο καὶ ἄλφα μικρό.

Ἐρ.: Εἴπατε πρὶν ὅτι ἔχουμε πίστι μέσα μας, ὅτι πιστεύουμε τὸν Θεό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύουμε. Ἀπὸ μέσα μας δηλαδή…
[-Δὲν κατάλαβα. Εἶπα ὅτι πιστεύουμε στὸν Θεό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύουμε;
-Ναί· ὅτι πᾶμε στὶς ἐκκλησίες καὶ ἔχουμε ἕνα κενὸ μέσα στὴν πίστι μας.
-Τί ἔχουμε;]
-Κάποιο κενὸ ἀπὸ μέσα μας· ὅτι ἔρχονται στὸ Ἅγιον Ὄρος, εἴπατε, ἐπισκέπτονται διάφοροι «πιστοί», ἐνῶ ἀπὸ μέσα τους δὲν πιστεύουν οὐσιαστικὰ στὸν Θεό. ᾿Εσεῖς, κατὰ τὴν γνώμη σας, ποῦ πιστεύετε ὅτι ὀφείλεται αὐτό; Κι ἂν ἡ κοινωνία μας θέλη νὰ ἔχουμε, νὰ νοιώσουμε αὐτὸ τὸ κενό, ἢ ἡ ᾿Εκκλησία.

Ἀπ.: Αὐτὸ ποὺ εἶπα ὅτι… εἶπα: «Οἱ ἐξ ἐπαγγέλματος θρησκευόμενοι δὲν καταλαβαίνουν τίποτα»· καὶ τὸ εἶπα σκοπίμως, ὅπως κάποιος δίδει ἕνα μπάτσο σὲ κάποιον, γιὰ νὰ ξυπνήση. Καταλάβατε;
 Κατ᾿ ἀρχὴν ἤθελα νὰ πῶ τὸ ἑξῆς: Θυμᾶστε ἐκεῖνο τὸ περιστατικὸ ποὺ ἕνας πατέρας πῆγε τὸ ἄρρωστο παιδί του στὸν Κύριο καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ βοηθήση. Καὶ εἶπε ὁ Κύριος: «᾿Εὰν πιστεύης, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ βασανισμένος, ἤτανε εἰλικρινής, καὶ εἶπε: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». Πιστεύω, καὶ ταυτόχρονα εἶμαι ἄπιστος. Βοήθησέ με νὰ πιστέψω. 
Νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία, εἶναι νὰ εἴμαστε σὰν τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, εἰλικρινεῖς, καὶ νὰ μὴν παριστάνουμε τὸ κάτι παραπάνω ἀπ᾿ ὅ,τι εἴμαστε. Καλύτερα, λέει κάποιος, καλύτερα εἶναι μιὰ πραγματικὴ κόλασι ἀπὸ ἕνα φανταστικὸ παράδεισο. Κι ἂν τυχὸν ἐμένα μοῦ λέτε καλὰ λόγια, καὶ δὲν βλέπω ἐγὼ τὴν κακομοιριά μου, ἀλλὰ πιστέψω αὐτὰ ποὺ λέτε, κι ἀρχίζω νὰ κυκλοφορῶ σὰν νὰ εἶμαι αὐτὰ ποὺ νομίζουν οἱ ἄλλοι, τότε κάτι δὲν πάει καλά. ᾿Εὰν τυχὸν νοιώθω μιὰ πίστι, θὰ πῶ: «Δόξα τῷ Θεῷ, νοιώθω μιὰ ἀνάπαυσι». ᾿Εὰν τυχὸν νοιώθω μιὰ ἀμφιβολία, νὰ πῶ τὸν λογισμό μου. Καὶ ἔτσι, κενούμενος, ἀδειάζοντας κανεὶς καὶ ὄντας τίμιος μὲ τὸν ἑαυτό του, προχωρεῖ στὴν ἀλήθεια, καὶ βρίσκει τὴ μία πίστι -συμφωνῶ σ᾽ αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη ἐξ ἀρχῆς- τὴ μιὰ πίστι, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δοξασία, ἀλλὰ εἶναι φανέρωσι τῆς δυνάμεως, τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σώζει τὸν ἄνθρωπο· καὶ τὸν ἐλάχιστο ἄνθρωπο, τὸν καθένα, τὸν κάνει θεὸ κατὰ χάρι, καὶ ταυτόχρονα εἶναι αὐτὴ ἡ πίστι καὶ ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία δυνάμει σώζει τὴν οἰκουμένη.

Ἐρ.: Μιλήσατε γιὰ διαβασμένους καὶ γιὰ μορφωμένους. ᾿Επειδὴ ὅλοι μας ἔχουμε σχέσι μὲ διάβασμα, ἢ ἡ δουλειά μας εἶναι γύρω ἀπὸ αὐτό, θὰ ἤθελα νὰ μᾶς πῆτε πῶς μποροῦμε νὰ γίνουμε μορφωμένοι, κι ὄχι διαβασμένοι. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐρώτησι. Κι ἂν μπορῆτε νὰ μᾶς πῆτε λίγα λόγια γιὰ τὴ συνθήκη τοῦ Σένγκεν.

Ἀπ.: Λοιπόν… ὁ λαός μας κάποιον ποὺ ξέρει πολλά, τὸν λέει πολύξερο. Κάποιον ὁ ὁποῖος ἔχει προχωρήσει, καὶ ἔχει χωνέψει αὐτὰ ποὺ ξέρει, ἔχει γνῶσι, τὸν λέει γνωστικό. Εἶναι ἄλλος ὁ πολύξερος, κι ἄλλος ὁ γνωστικός. Γιὰ τὸ θέμα τοῦ μορφωμένου, εἶναι τὸ θέμα νὰ «μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ἡμῖν» καὶ νὰ ἔχουμε, ἔστω ἐλάχιστη, ἀπὸ τὴ χάρι καὶ ἀπὸ τὸν δυναμισμὸ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Γιὰ νὰ σᾶς ἀπαντήσω σαφῶς, σᾶς λέω τὸ ἑξῆς -κάτι ποὺ ἔμαθα στὸ Ἅγιον Ὄρος: Σεβαστῆτε τὸν ἑαυτό σας. Καὶ νὰ εἶστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό σας. Καὶ νὰ ἐπισκέπτεστε τὸν ἑαυτό σας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών. Καὶ νὰ ἐξασφαλίσετε μιὰ ἥσυχη ὥρα καὶ μιὰ ἥσυχη γωνιά, ποὺ θὰ εἶναι μόνο ὁ ἑαυτός σας. Καὶ μάθετε νὰ λέτε τὸ «Κύριε ἐλέησον. Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν. ᾿Εσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός, ὁ Δυνατός, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀδύνατος, ὁ ἁμαρτωλός. Σὲ γνωρίζω, καὶ δὲν σὲ γνωρίζω. Ξέρω ὅτι εἶμαι ἀδύνατος, ξέρω ὅτι ἐσὺ μὲ ἀγαπᾶς, καὶ ζητάω τὸ ἔλεός σου». 
᾿Εὰν τυχὸν αὐτὸ γίνεται, τότε θὰ βροῦμε σιγὰ-σιγὰ τὸν ἑαυτό μας. Καὶ δὲν θὰ εἴμαστε ἐκτὸς ἑαυτῶν, δὲν θὰ ζοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. ᾿Εὰν τυχὸν δὲν ἐπισκεπτώμαστε τὸν ἑαυτό μας, δὲν ἔχουμε μιὰ ἥσυχη ὥρα καὶ μιὰ ἥσυχη γωνιά, τότε εἴμαστε συνέχεια ζαλισμένοι καὶ συνέχεια μαριονέτες ποὺ μᾶς κινοῦν ἄλλες δυνάμεις, εἴτε εἶναι ἡ τηλεόρασι, εἴτε εἶναι οἱ ἐφημερίδες, εἴτε εἶναι τὰ μαθήματα, εἴτε εἶναι ἡ ἐπιπολαιότης, εἴτε εἶναι τὰ πάθη τὰ δικά μας. ᾿Ενῶ τὸ βαθύτερο εἶναι μας, αὐτὸ τὸ ὁποῖο φέρει τὴ χάρι τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, νὰ πῆ: «Κοίταξε, δὲν εἶμαι τίποτα, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἔχω μιὰ δύναμι ποὺ δὲν φοβᾶται οὔτε τὸν χάρο». Γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ πράγμα, θὰ πρέπη κανεὶς νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του. Καὶ θὰ βρῆ κανεὶς τὸν ἑαυτό του, ἂν μπορῆ νὰ εἶναι εἰλικρινὴς κατ᾽ ἀρχὴν μὲ τὸν ἑαυτό του. 
Καὶ στὴ συνέχεια νοιώθει ὅτι (τί γίνεται;) ὅτι εἶναι, σὰν ἄνθρωπος, ἕνα μπόλι ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο μπολιάζεται στὴν καλλιέλαιο. Μπολιάζεται σ᾽ ἕνα δέντρο βαθύρριζο, καὶ νοιώθει ὅτι τὸ μπόλι αὐτὸ ἔπιασε. Μεγαλώνουν κλαδιά. ᾿Ανθίζει τὸ μπόλι, καὶ βγάζει καρπούς. Κι αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο μπόλι ἔχει δικές του ρίζες, τὶς ρίζες τὶς βαθύτατες τοῦ αἰωνόβιου δέντρου. Τότε κανεὶς νοιώθει ὅτι εἶναι μορφωμένος, τότε κανεὶς νοιώθει ὅτι αὐτὰ ποὺ ζῆ μέσα του δὲν εἶναι… ἢ αὐτὰ ποὺ λέει, δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὸ διάβασε, καὶ κρατάει ἕνα χαρτὶ καὶ στὸ διαβάζει, στὸ λέει, ἀλλ᾽ εἶναι κάτι ποὺ βγαίνει ἀπὸ μέσα του. Καὶ τί βγαίνει ἀπὸ μέσα του; Βγαίνει μιὰ στιγμὴ ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ». Κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ μορφωμένος ἐν Χριστῷ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει ὑγεία πνευματική, ξέρετε τί γίνεται στὸ τέλος; Ἔχει μιὰ ἠρεμία καὶ μιὰ ἐλευθερία, καὶ νοιώθει ὅτι δὲν ἔχει κανένα παράπονο γιὰ τίποτα καὶ γιὰ κανένα ἄνθρωπο. Γιατὶ ἂν τυχὸν ἐμεῖς παραπονιώμαστε καὶ μουρμουρίζουμε καὶ δυσανασχετοῦμε, σημαίνει ὅτι… ὄχι ὅτι μᾶς φταῖνε οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾽ ὅτι ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τὴν ὑγεία τὴ μεγάλη, τὸ δυνατὸ σῶμα γιὰ νὰ χωνέψη τὴν κάθε τροφή, ὅπως εἴπαμε, καὶ βλέπουμε τὴ δύναμι τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ πάρουμε. 
Ἕνας ἄνθρωπος μορφωμένος ἐν Χριστῷ, ἕνας ἄνθρωπος μικρὸς ἐν Χριστῷ, δηλαδὴ μεγάλος, εἶναι ἥσυχος, ἤρεμος, δὲν ἀπειλεῖ κανέναν, καὶ δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ κανέναν. ᾿Αλλὰ ὅλα τοῦ κάνουν καλό, καὶ λέει μόνο: «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Κι ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, δὲν χάνει δύναμι, ἀλλὰ αὐξάνεται ἡ δύναμί του. Κι ὅταν γεράση, τότε νοιώθει ὅτι τὰ γεράματα εἶναι συμπεπυκνωμένη νεότης· καὶ ὅταν πεθάνη, νοιώθει ὅτι διὰ τοῦ θανάτου μπαίνει σὲ μιὰ πλήμμυρα ζωῆς, τὴν ὁποία δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξη ὅταν ἦταν ζωντανός.
Ἄλλο. ῎Α, γιὰ τὸ Σένγκεν; Νὰ ρωτήσετε τοὺς διαβασμένους.

Ἐρ.: Γέροντα, εἶναι κοινῶς ἀποδεκτὸ ὅτι στὴ νεολαία μας ὑπάρχει ἕνας κορεσμὸς τῶν πάντων: τῆς ὕλης, τῆς ἡδονῆς, τῆς ἀπόλαυσης. Κάποια στιγμὴ ἀπολυτοποίησαν τὰ πάντα, πλὴν τῆς Ὀρθόδοξης πίστης τους. Σήμερα αὐτοὶ οἱ νέοι θέλουν νὰ προσεγγίσουν, θέλουν ν᾽ ἀκουμπήσουν κάπου. Θέλουν μιὰ τρυφερὴ ἀγκαλιά. Κι ἐδῶ θἄθελα νὰ ρωτήσω: Οἱ ἐκφραστὲς τοῦ θείου λόγου -γιατὶ ὁ θεῖος λόγος ἀπὸ μόνος του εἶναι γλυκὺς καὶ πανέτοιμος νὰ τοὺς δεχθῆ- οἱ ἐκφραστὲς αὐτοῦ τοῦ θείου λόγου, οἱ ἱερεῖς, θεολόγοι καὶ λοιποί, θὰ συνδυάσουν τὴν παράδοσι μὲ τὸν σύγχρονο λόγο, ὥστε νὰ προσεγγίσουν τοὺς νέους μας, γιατὶ εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος; Τελικὰ πῶς διαβλέπετε τὸ μέλλον τῆς νεολαίας μας; Εὐχαριστῶ.

Ἀπ.: Μ᾽ αὐτὰ ποὺ εἴπατε συμφωνῶ καὶ διαφωνῶ. Καὶ θὰ σᾶς ἐξηγήσω: Οἱ ἐκφραστὲς τοῦ θείου λόγου ποῖοι εἶναι; Μετά, στὴ συνέχεια, γιὰ τὴ νεολαία. Ποιὰ εἶναι ἡ νεολαία; εἶναι τὰ νέα παιδιά. ᾿Εγὼ σᾶς λέω ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ὅλοι εἶναι ὄχι μιὰ βιολογικὴ νεότητα, ἡ ὁποία παρέρχεται μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀλλὰ μιὰ χάρι ἡ ὁποία, ὅπως λένε, ξεπερνάει τὸν θάνατο. 
᾿Επανέρχομαι στὴν πρώτη ἐρώτησι, καὶ ποὺ τὴ χαίρομαι. Αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη, ἂν μιλᾶμε ἀπόλυτα γιὰ τὴν ᾿Ορθοδοξία, μήπως ἀδικοῦμε ἄλλους, εἴτε ἑτεροδόξους, εἴτε ἀλλόθρησκους, ποὺ κι αὐτοὶ ἔχουν μιὰ καλὴ διάθεσι… Μιλᾶμε ἀπόλυτα, νοιώθω ὅτι μπορεῖ νὰ μιλήση κανεὶς ἀπόλυτα, ἐπειδὴ ὑπάρχει μέσα ἐδῶ, στὸ βάθος, τῆς σοφίας ἡ γνησιότης καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Μετά, στὴ συνέχεια, καταργοῦνται, πέφτουν τὰ εἴδωλα, καὶ ὑψώνεται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Μετά, μπορεῖ ἐγὼ νὰ μιλάω γιὰ ᾿Ορθοδοξία, νὰ μιλάω γιὰ ταπείνωσι, καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ μέσα μου νὰ ἀναδύεται μιὰ ἀποφορὰ ἐγωισμοῦ. Νὰ μιλάω γιὰ ἡσυχία, καὶ νὰ σᾶς ταράσσω. Τὸ θέμα εἶναι ὅτι ὑπάρχουν οἱ ῞Αγιοι καὶ οἱ φορεῖς καὶ οἱ ἐκφραστὲς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοὶ ποὺ φανερώνουν τὴ χάρι τῆς ᾿Εκκλησίας. Καὶ ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ ἔλεγα τὸ ἑξῆς: ὅτι αὐτοὶ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικὰ φαίνονται. 
Νὰ σᾶς πῶ κάτι. Γιατί πήγαμε στὸ Ἅγιον Ὄρος; Μιὰ στιγμή, βλέπετε ὅτι πολὺς κόσμος πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ παλιὰ ἤτανε, λέγανε, καταδικασμένο γιὰ νὰ πεθάνη. ᾿Εν τέλει, ὅταν περνᾶνε τὰ χρόνια, νοιώθει κανεὶς ὅτι πήγαμε γιὰ κάποιους ἁπλούς, γιὰ κάποιους ἀγράμματους, γιὰ κάποιους ἀνύπαρκτους, γιὰ κάποιους ταπεινοὺς ποὺ δὲν  εἶχαν καμμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Κι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι σοῦ μετέδιδαν ἕνα ἄρωμα ποὺ ἔφερνε τὴν ᾿Ανάστασι. Καὶ λές: «Κάθομαι κοντὰ σ᾽ αὐτούς». Καὶ μετὰ ἔνοιωσα τὸ ἑξῆς: ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι, ἁπλοί, ἀνύπαρκτοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴ χάρι καὶ τὴ μεγαλοσύνη, ὑπάρχουν πάρα πολλοὶ στὸν κόσμο, στὴν ῾Ελλάδα· ἀλλὰ ἡ ἀγωγὴ ποὺ παίρνουμε μᾶς λέει πολλὲς φορὲς ὅτι «αὐτὸ τὸ χρυσάφι εἶναι τενεκές, καὶ νὰ τὸν ἀποφεύγης. Καὶ νὰ περνᾶς τὸν τενεκὲ σὰν χρυσάφι…». Γι᾽ αὐτό, βασανιζόμαστε. 
Θυμᾶμαι μιὰ φορὰ μὲ τὸν παπα-᾿Αντώνη, μ᾿ ἕναν μοναχὸ τῆς Μονῆς μας, πήγαμε κάπου στοῦ Σκαραμαγκᾶ, ποὺ διαλύουνε τὰ καράβια, καὶ θέλαμε νὰ πάρουμε μιὰ βάρκα, γιὰ νὰ μεταφέρουμε ἄμμο. Καὶ ζητούσαμε μιὰ σιδερένια βάρκα. Καὶ ἦταν ἐκεῖ πέρα ἕνας χοντρός, μονόφθαλμος καὶ κακοντυμένος, ὁ ὁποῖος ἐφύλαγε τὰ διαλυμένα καράβια. Ὅταν μᾶς εἶδε, μᾶς πλησίασε καὶ μᾶς εἶπε: «Tί θέλετε νὰ κάνετε τὴ βάρκα;». Τοῦ εἴπαμε: «Νὰ μεταφέρουμε ἄμμο». Λέει: «Νὰ μὴν πάρετε σιδερένια βάρκα, ἀλλὰ νὰ πάρετε μιὰ ξύλινη, πού, ὅταν σπάση μιὰ τρέσα, τὴν ἀλλάζετε». Μᾶς μίλησε λίγο. Καὶ φύγαμε ἀπ᾽ αὐτόν. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἐμένα μὲ ἀνέπαυσε. Αὐτὸς εἶχε μιὰ χάρι. Αὐτὸς ἦταν σὰν ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὰ χαλασμένα καράβια, ἀλλ᾿ αὐτὸς εἶχε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, κι αὐτὸς μεταδίδει τὴ χάρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Καὶ μπορεῖ νὰ διαβάσω ἕνα βιβλίο κάποιου θεολόγου, καὶ νὰ μὴ μοῦ λέη τίποτα. Καὶ ν᾽ ἀκούσω κήρυγμα, καὶ νὰ μὴ μοῦ λέη τίποτα. 
Γι᾽ αὐτό, σᾶς λέω τὸ ἑξῆς: ῾Ησυχάστε λίγο στὸν ἑαυτό σας, βρέστε μιὰ ὥρα, μισὴ ὥρα, κι ἕναν ἥσυχο τόπο. Νὰ εἶστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό σας, καὶ θὰ δῆτε ὅτι σιγὰ-σιγὰ ἀναπτύσσεται μέσα σας μιὰ δύναμι ἡ ὁποία σπάει τὰ σίδερα τῆς  ὁποιασδήποτε φυλακῆς, τὰ σίδερα τῆς ὁποιασδήποτε φυλακῆς τῆς ἐπιτυχίας. Καὶ ἔχετε τὴ δύναμι καὶ τὴν αἴσθησι καὶ τὴν εὐαισθησία, γιὰ νὰ βρίσκετε παντοῦ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους Ἁγίους, ποὺ εἶναι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ εἶναι κάποιοι ταπεινοί, ποὺ εἶναι στὸ σπίτι σας. Καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ὁ παππούς, ἡ γιαγιά, ἢ ἕνα μικρὸ παιδί. ᾿Αλλά, πρὸ παντός, ἔχουμε πολλοὺς γέρους, πολλὲς γιαγιάδες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴ χάρι τὴ μεγάλη ποὺ ἔχουν οἱ ἁγιορεῖτες οἱ ταπεινοί, οἱ ὁποῖοι κάλεσαν ἐμᾶς στὸ Ἅγιον Ὄρος μόνο μὲ τὸ ὅτι ὑπάρχουνε, καὶ ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, κι ὅτι σὲ ἀγαποῦνε πρὶν σὲ γνωρίσουνε, ὅτι σὲ σέβονται περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι ἀξίζεις. Κι ἔτσι, μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο σὲ δεσμεύουν, σὲ ρίχνουν στὸ φιλότιμο καὶ σὲ ἔχουν δέσει χειροπόδαρα, μὲ τὸ νὰ σὲ ἀφήνουν ἐλεύθερο.

.          Πρὸ ἡμερῶν ἤμουνα μὲ ἕναν ἄλλο μοναχὸ σὲ ἕνα σπίτι, καὶ κουβεντιάζαμε μὲ τὸν πατέρα γιὰ μιὰ δουλειὰ ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσε τὸ μοναστήρι, καὶ δίπλα ἦταν ἡ γυναίκα του σὲ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, ἡ ὁποία κάτι συλλάβιζε. Λέω: Μήπως θὰ μαθαίνη κανένα ἐγγονάκι της νὰ διαβάζη. Μετὰ λέω: «Τὶ εἶναι, τί κάνει;». Καὶ λέει ὅτι κάνει τὴν προσευχή της. Ὅταν φεύγαμε ἀπὸ τὸ δωμάτιο, ὅταν τελειώσαμε τὴ δουλειά, περάσαμε, καὶ ἦταν μέσα στὴν κουζίνα, εἶχε ἀνάψει τὸ καντήλι, καὶ διάβαζε συλλαβιστὰ μιὰ Παράκλησι. Κι αὐτὴ ἡ ἄσχημη γριὰ μὲ τὰ γυαλιὰ ἤτανε ἄγγελος. Καὶ λέω: «Κοίταξε, αὐτοὶ κρατοῦν τὸν κόσμο». Κι αὐτὴ ἔχει μέσα της ἤρεμα τὴ χαρὰ ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο· γιατί, ξέρετε, αὐτὴ δὲν ἔχει καμμία ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό της, ὅτι εἶναι κάτι σπουδαῖο· καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο ἔχει μέσα της αὐτὴ τὴν ἀνάπαυσι. 
Ξέρετε, εἶναι καλὸ νὰ πετύχη κανεὶς καὶ νὰ βγῆ καὶ πρῶτος στὰ μαθήματα. Εἶναι καλὸ νὰ τὰ πετύχη ὅλα. ᾿Αλλὰ σᾶς λέω τὸ ἑξῆς: ὅτι, ἐν τέλει, ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι ἀνεπαρκῆ. ᾿Εγὼ δὲν λέω νὰ μὴ ζητήση κανεὶς νὰ ἔχη κάτι. ᾿Αλλὰ νὰ ἔχη ὅ,τι χρειάζεται, νὰ ἐπαρκῆ, καὶ μετὰ νὰ ζητήσουμε πάσῃ θυσίᾳ αὐτὸ τὸ ἕνα, τὸ ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ τὸ ὁποῖο φωτίζει ἔσωθεν ὅλα τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ διαβατικά, καὶ τοὺς δίνει ἕνα φῶς […]

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...