Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος Λυράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος Λυράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2012

ΕΝΑΣ ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ! Ἀρχιμανδρίτης Καλλίστρατος Ν. Λυράκης


«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν» (Λουκ. ιβ΄ 21).
ΕΝΑΣ ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ!
Αὐτό εἶναι τό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου.Ἕνα συμπέρασμα, πού μᾶς παρουσιάζει τό τραγικό πάθημα τοῦ πλουσίου. Τό εἴδαμε! Κοπίασε σάν δοῦλος καί μόχθησε καί κακοπάθησε γιά νά συνάξει «πάντα τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά του», καί ξαφνικά πέθανε. Πέθανε κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, ἀποκαμωμένος. Πέθανε μέ ἀκάθαρτη καί κατάμαυρη τήν ψυχή.
Ἀλλά τό πάθημα αὐτό τοῦ ἄφρονα πλουσίου δέν ἦταν μόνο γιά ἐκεῖνον. Παρόμοιο τέλος θά ἔχουν ὅλοι ὅσοι τοῦ ὁμοιάζουν. Γι’ αὐτό βλέπετε ὁ Κύριος τόνισε: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Τό ἴδιο τέλος θά ἔχει καί καθένας πού μοιάζει μέ τόν ἄφρονα πλούσιο καί θησαυρίζει στόν ἑαυτό του καί δέν πλουτίζει στόν Θεό.
Ἀξίζει τόν κόπο νά δοῦμε μέ συντομία τίς δύο αὐτές κατηγορίες ἀνθρώπων.
Καί πρῶτα, ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού θησαυρίζει στόν ἑαυτό του. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θησαυρίζει ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τό ἐγώ του, γιά τό σῶμα του καί τίς σαρκικές ἐπιθυμίες του.
Ὁ πλούσιος τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶχε κάνει κέντρο τόν ἑαυτό του. Παρακολουθήσατέ τον στίς σκέψεις του, στίς ἀποφάσεις του, στίς ἐνέργειές του. Τήν προσωπική ἀντωνυμία καί τήν κτητική τίς
χρησιμοποιεῖ συνεχῶς. Ἐγώ τί ποιήσω. Ἐγώ καθελῶ τίς ἀποθῆκες μου. Ἐγώ οἰκοδομήσω μείζονας. Καί ἐγώ ἐκεῖ «συνάξω πάντα τά γεννήματά μου καί τά ἀγαθά μου». Ὅλα τά θέλει γιά τόν ἑαυτό του. Ἕνας ἐγωκεντρισμός ἀπαράδεκτος. Ἕνας ὑλισμός ὠμός. Ἕνας ἀτομισμός πού εἶναι ξένος καί ἀλλότριος πρός τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τόν νόμο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Τί τό παράδοξο λοιπόν, νά λέει ὁ Κύριος ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός «ἐθησαύριζεν ἑαυτῷ».
Ἀλλά δέν εἶναι μόνον αὐτό. Ἡ νοοτροπία τῆς ἀντιλήψεως τοῦ ἄφρονα πλουσίου εἶναι τέτοια, πού τήν ἐπιτυχία τῶν σχεδίων του τήν ἐξαρτᾶ μόνο καί μόνο ἀπό τίς δικές του ἐνέργειες καί δυνάμεις. Ἔχει
διαγράψει καί ἔχει πετάξει ἀπό τό λεξιλόγιό του, ἀλλά καί ἀπό τίς πεποιθήσεις του κάθε ἄλλον παράγοντα ἐγκόσμιο καί ὑπερκόσμιο. Δέν σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὅτι, τέλος πάντων, γιά νά δώσουν τά χωράφια του τήν εὐφορία ἐκείνη, πού πραγματοποιήθηκε τή χρονιά ἐκείνη, ὑπῆρξαν καί οἱ κατάλληλες βροχές καί ὁ εὔκρατος καιρός.
Πράγματα τά ὁποῖα δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ἀνθρώπινη θέληση, ἀλλά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Καί ἀκόμη δέν σκέφθηκε ὁ ἄφρονας πλούσιος ὅτι καί ἄν ἀσφάλιζε «τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά του» μέσα σέ νέες ἀποθῆκες, πού θά ἔκτιζε, ὑπάρχουν οἱ κλέπτες. Ὑπάρχουν διαρρῆκτες. Ὑπάρχουν οἱ
ἅρπαγες. Ὑπάρχουν οἱ ληστές. Ὑπάρχει «ἡ σής καί ἡ βρῶσις». Ὑπάρχουν τά τόσα αἴτια τά ὁποῖα φθείρουν καί ἐξαφανίζουν καί τά γεννήματα καί τά ὑλικά ἀγαθά. Τίποτε ἀπό αὐτά! Αὐτός στηρίζεται στόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό ἔρχεται σέ ὀξεῖα ἀντίθεση μέ ἐκεῖνο πού διδάσκει ὁ λόγοςτοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λόγος τοῦ Θεοῦ ταλανίζει τούς ἀνθρώπους ἐκείνους, πού στηρίζουν καί ἐξαρτοῦν τά πάντα ἀπό τίς δικές τους δυνάμεις. Σεῖς, λέει, πού ἐμπιστεύεσθε μόνο τόν ἑαυτό σας καί λέγετε: «πορευσόμεθα εἰς τήνδε τήν πόλιν καί ποιήσομεν ἐκεῖ ἑνιαυτόν ἕνα καί ἐμπορευσόμεθα καί κερδήσομεν» (Ἰακ. δ’ 14). Δέν γνωρίζετε τί θά σᾶς συμβεῖ τήν ἑπομένη ἡμέρα. «Ἀντί τοῦ λέγειν ὑμᾶς, ἐάν ὁ Κύριος θελήσῃ, καί ζήσομεν καί ποιήσομεν τοῦτο ἤ ἐκεῖνο» (Ἰακ. δ’ 15). Ἐνῶ ὁ πιστός χριστιανός τά ἐξαρτᾶ ὅλα ἀπό τήν ἀγαθή Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί λέει: Ἐάν ὁ Θεός θέλει. Ἐάν ὁ Κύριος εὐδοκήσει θά πράξω αὐτό καί τό ἄλλο. 
Ἀλλά ὁ ἄφρονας πλούσιος λησμόνησε τό σπουδαιότερο. Ποιό εἶναι;
«Οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτόν λήψεται τά πάντα, οὐδέ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ» (Ψαλμ. μη’ 18). Κάποτε θά ἐρχόταν ἡ ὥρα νά πεθάνει «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ πλούσιος». Ἄν δέν πέθαινε ἐκείνη τή νύκτα, κάποια ἄλλη ὥρα θά πέθαινε. Δέν σκέφθηκε ὁ ἄφρονας πλούσιος τί θά ἔπαιρνε μαζί του ἀπό «τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά του»; Τίποτε. Ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς τό λέει σαφῶς: «Οὐδέν εἰσενέγκαμεν εἰς τόν κόσμον», τίποτε δέν φέραμε στόν κόσμο, ὅταν γεννηθήκαμεν, «δῆλον ὅτι οὐδέ ἐξενεγκεῖν τί δυνάμεθα» (Α’ Τιμ. στ’ 7). Εἶναι λοιπόν, φανερό, ὅτι ὅταν θά ἐξέλθουμε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, τίποτε δέν θά μπορέσουμε νά πάρουμε. Τά ὑλικά ἀγαθά πού συσσωρεύουν οἱ ἄνθρωποι, ἐδῶ μένουν. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά πάρουμε μαζί μας εἶναι οἱ πράξεις μας, τά ἔργα μας, τά ὁποῖα θά μᾶς συνοδεύουν στήν αἰωνιότητα. Ὅλα αὐτά λησμόνησε ὁ ἄφρονας πλούσιος. Τά λησμονοῦν καί ὅλοι ὅσοι τοῦ ὁμοιάζουν. «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ».
Καιρός τώρα νά δοῦμε, ποιός εἶναι ὁ «εἰς Θεόν πλουτῶν».
Εἶναι τό ἐντελῶς ἀντίστροφο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν ὁ ἄφρονας πλούσιος. Εἴπαμε ὅτι ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κάνει κέντρο τόν ἑαυτόν του, ἀλλά ὁ «εἰς Θεόν πλουτῶν» ἔχει κέντρον ποιόν; Τόν Θεό. Δείχνει τήν ἀγάπη του πρός τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Πρός τούς πάσχοντας, τούς θλιβομένους, τούς δυστυχεῖς. Καί αὐτό, γιατί αὐτούς τούς ἀνθρώπους θεωρεῖ ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ.
Θέλετε ἀπόδειξη; Στήν ἐποχή ἀκόμη τῆς Π. Διαθήκης ὁ Θεός βεβαιώνει: «Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ». Ἐκεῖνα πού δίνει στόν πτωχό, τόν ἄξιο προστασίας καί βοηθείας, δέν τά δίνει στόν πτωχό ἄνθρωπο, ἀλλά τά δανείζει στόν Θεό. Καί τό δάνειο αὐτό πρός τόν Θεό, τό ἀποθέτει αὐτός στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε ὅτι ἐκεῖνος πού πλουτεῖ στόν Θεό ἔχει κέντρο τόν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς τό εἶπε αὐτό, ὅτι κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θά τό διακηρύξει: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’ 40).
Ὅ,τι καλό κάματε καί, ἀντίστροφα ὅ,τι καλό παραμελήσατε νά κάνετε στούς ἀδελφούς μου τούς ἐλαχίστους, τούς περιφρονημένους, ἐκείνους πού δέν τούς ὑπολογίζετε, τό καλό αὐτό τό θεωρῶ ὅτι τό κάνατε σέ Μένα τόν Ἴδιο: «Ἐμοί ἐποιήσατε». Βλέπετε τήν ἀβυσσώδη διαφορά–ἀντίθεση; Ὁ μέν ὑλιστής καί ἄφρονας ὅλα τά κάνει γιά τόν ἑαυτό του. Ἐγώ καί ἐμοῦ καί ἐμοί. Ὁ δέ πιστός χριστιανός ὅλα τά κάνει γιά τόν Θεό, γιά τόν Χριστό.
Γι’ αὐτόν τόν λόγο βλέπετε τούς ἁγίους τοῦ Χριστοῦ Ἀποστόλους, νά κηρύττουν καί νά μᾶς λένε ὅτι οἱ πτωχοί τοῦ κόσμου, εἶναι πλούσιοι σέ πίστη. Πλουτίζουν σέ πίστη. Δηλαδή ἔχουν ξεκολλήσει τά μάτια τους ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, τόν μάταιο καί ἐφήμερον, καί τά ἔχουν ἐστραμμένα ψηλά στόν οὐρανό. Ἔχουν λέει: «Κρείτονα ὕπαρξιν ἑαυτοῖς καί μένουσαν» (Ἑβρ. ι’ 34). Ποῦ τήν ἔχουν τήν περιουσία αὐτοί; Ὄχι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό. Ἐκεῖ στά οὐράνια θησαυροφυλάκια. Ἐκεῖ ὅπου ἀποθηκεύονται καί ἀποθησαυρίζονται ὅλα τά καλά ἔργα, ὅλες οἱ ἐνάρετες πράξεις, τίς ὁποῖες γιά τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ἐκτελεῖ καί πραγματοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος πάνω στή γῆ. Τί ἄλλο θέλετε; Δέν ἀκοῦτε, ἀφ’ ἑνός τόν προφήτη καί ἀφ’ ἑτέρου τόν Ἀπόστολο,πῶς διακηρύττουν τήν ἀλήθεια αὐτή; «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Β’ Κορ.θ’9). Νομίζετε ὅτι ξοδεύει, ὅτι χάνει τά ὑλικά του ἀγαθά ἐκεῖνος πού τά διαμοιράζει στούς ἔχοντας ἀνάγκη, στούς πτωχούς, στούς ἀσθενεῖς, σέ ἔργα κοινωφελῆ; Ὄχι, δέν τά σκορπάει. Δέν τά πετᾶ. Δέν τά χάνει. Ἀλλά τί; Τά ἐγγράφει ὑποθήκη πάνω στόν οὐρανό. Καί ὅταν θά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά βρεῖ ἐκεῖ ψηλά περιουσία ἀμύθητη, θησαυρό ἀνέκλειπτο στόν οὐρανό. Ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει στόν μαθητήν του τόν Τιμόθεο: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν καιρῷ παράγγειλε μή ὑψηλοφρονεῖν, μηδέ ἐλπικέναι ἐπί πλούτου ἀδηλότητι» (Α’ Τιμ. στ’ 17). Ἀλλά τί νά κάνουν;
«Ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς».Νά μεταδίδουν ἀπό τά ἀγαθά τους στούς ἔχοντας ἀνάγκη.Μέ τόν τρόπο αὐτό γίνονται πλούσιοι,σέ ἔργα ἀρετῆς καί πίστεως καί ἀγάπης στόν Θεό . 
«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν».
Μή νομίζομεν ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται καί στηρίζεται σέ ἐπίγειους θησαυρούς. Ὄχι. Πόσοι φτωχοί πού στεροῦνται τά πάντα, εἶναι πανευτυχεῖς; Διότι, ἐάν δέν ἔχουν πλοῦτον ὑλικό, ἔχουν
πλοῦτον πνευματικό. Ἔχουν τόν Χριστό πού κατοικεῖ μέσα τους. Καί πόσοι πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι πνίγονται κυριολεκτικά μέσα στά ἀμύθητα πλούτη τους, δέν ἔχουν χαρά καί εἰρήνη στήν ψυχή τους; Διότι λείπει ὁ Χριστός. Πλουτίζουν τούς ἑαυτούς τους οἱ ἄνθρωποι αὐτοί καί δέν πλουτίζουν στόν Θεό.
Ἀλλά ἐμεῖς πρέπει νά ἐπιζητοῦμε τόν πλοῦτον εἰς Θεόν. Ἔχομε ἀνάγκη αὐτοῦ τοῦ πλούτου. Τοῦ πλούτου τῆς ἀρετῆς, τοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης, τοῦ πλούτου τῆς πίστεως, τοῦ πλούτου τοῦ πνευματικοῦ.
Ἄς προσευχόμαστε νά μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός, ὄχι νά μιμούμεθα τόν ἄφρονα πλούσιο, θησαυρίζοντες στούς ἑαυτούς μας ὑλικά ἀγαθά καί νά προσκολλόμαστε στή γῆ. Ἀλλά νά μιμούμαστε ἐκείνους πού
πλουτίζουν εἰς Θεόν θησαυρίζοντες θησαυρούς πνευματικούς. Ὁπότε, ἀπολαμβάνοντες ἀπό τήν παροῦσα ἀκόμη ζωή, τήν χαρά καί τήν εἰρήνη τήν ὁποία χαρίζει ὁ Χριστός στούς δικούς Του, θά ἀξιωθοῦμε νά γίνομε κληρονόμοι καί τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχιμ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
τ. Ἱεροκήρυκας
Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ Τεῦχος 123

 πηγή

Πέμπτη, Αυγούστου 09, 2012

Η Ενδοξότερα θνήσκει Αρχιμ. Καλλιστράτου Ν. Λυράκη


Η Ενδοξότερα θνήσκει
Αρχιμ. Καλλιστράτου Ν. Λυράκη,
Η Παρθενομήτωρ,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003, σελ. 256-268.
5. « Μετέστη προς την ζωήν »
H ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, η αειπάρθενος Μαριάμ, αξιώθηκε να ζήσει την τιμιότερη ζωή, που έζησε ποτέ άνθρωπος! Γιατί μόνη Αυτή «εν γυναιξί» εξελέγη για να προσφέρει στον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού τις μητρικές Της υπηρεσίες! Απέβη έτσι το Πρόσωπο της ευδοκίας αυτής της Αγίας Τριάδος! Κατέστη όντως το πιο κοντινό και στενό Πρόσωπο που συνεδέθη ποτέ με τον Κύριο του παντός!
Πρώτη Αυτή πληροφορή- θηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ για τη θεία υπόσταση του μέλλοντος να γεννηθεί εξ αυτής υπερφυώς, ότι δηλαδή θα είναι ο Υιός του Θεού. Και πρώτη Αυτή άκουσε από το αρχαγγελικό στόμα το όνομα, το όποιο θα είχε ως άνθρωπος: « Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν » ( Λουκ. α', 31).
Για εννέα μήνες Τον έφερε στα σπλάγχνα Της! Και όταν « ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι καί ἔτεκεν τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» ( Λουκ. β', 7), με πόση στοργή θα έσκυβε επάνω Του και θα ατένιζε το θείο Βρέφος! Με πόση ευλάβεια θα Το κρατούσε στην αγκάλη Της και θα Το γαλουχούσε ως νήπιο!
Και ανέθρεψε ως παιδί το δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδος η άσημη Κόρη της Ναζαρέτ! Παρακολούθησε κατόπιν όλη Του την άγια ζωή και δράση στον κόσμο. Έζησε την οδύνη του θείου Πάθους και του σταυρικού Του θανάτου ως ρομφαία, που διαπέρασε τα μητρικά Της σπλάγχνα! Αλλά και γεύτηκε η Παναγία μας την ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση της Ανάστασης του Υιού Της! Παραβρέθηκε στο θαύμα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος και της ίδρυσης της Εκκλησίας στο υπερώο της Ιερουσαλήμ! Είδε και πληροφορήθηκε το θρίαμβο του Υιού Της με τη θαυμαστή εξάπλωση της Εκκλησίας στον κόσμο!
Τι απέμενε άραγε γι' Αυτήν πλέον; Πως μπορούσε να παραμένει ακόμα στη γη, η περισσότερο από όλους τους αγίους αγιασμένη, η Κεχαριτωμένη Μαρία; Γι' αυτό, όταν ήλθε η ώρα που ο Θεός ορίζει για κάθε άνθρωπο, το σώμα Της έμεινε χωρίς πνοή στο νεκρικό κρεβάτι! Και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας παρέδωσε το πνεύμα Της στα χέρια του Υιού Της!
Ναι. Και την Παναγία την επισκέφτηκε ο θάνατος!
Ο θάνατος! Ο κοινός κλήρος όλων εκείνων που φέρουν την ανθρώπινη φύση. Δεν κάνει εξαίρεση ούτε και σ' αυτούς τους άγιους του Θεού. Πως ήταν δυνατό, επομένως να εξαιρεθεί και η Θεοτόκος, καίτοι υπήρξε των αγίων αγιωτέρα και ενδοξότερα των ουρανίων δυνάμεων και τιμιωτέρα των Χερουβίμ;
Ο ιερός Δαμασκηνός -στο σχετικό λόγο για την Παναγία- μας παρουσιάζει τη Θεοτόκο όχι μόνο να αποδέχεται το θάνατο, αλλά και να επείγεται να συναντήσει το Μονογενή Της- γι' αυτό και Τον παρακαλεί να δεχθεί στα θεϊκά Του χέρια την « φίλην » σ' Αυτόν ψυχή Της. Γράφει ο άγιος Πατήρ: «Στα χέρια Σου το πνεύμα μου, τέκνο μου, παραδίδω. Δέξου μου τη δική σου φίλη ψυχή, που άμεμπτη κράτησες. Σε Σένα και όχι στη γη το σώμα μου αφήνω. Φύλαξε το σώο εκείνο, το όποιο έκανες κατοικία, το οποίο διατήρησες παρθενικό και όταν γεννήθηκες. Πλησίον Σου πάρε με, για να κατοικήσω με Σένα και εγώ, με Σένα που είσαι των σπλάγχνων μου η φύτρα. Προς Σένα βιάζομαι να έλθω. Προς Σένα, ο Όποιος ήλθες και με επισκέφθηκες, χωρίς να χωρισθείς από τον Πατέρα Σου» (1).
Πόσο εκπληκτικό! Η Μητέρα της ζωής, το σκήνωμα της δόξης του Θεού, η μεγαλώνυμη Θεοτόκος, δέχεται νέκρωση!
Αλλά, γιατί η Κοίμηση της Θεοτόκου να είναι άξια και αφορμή απορίας; Ε άν ο Κύριος Ιησούς, που έγινε άνθρωπος, γεύθηκε το ποτήριο του θανάτου, πως να μη το γευθεί η Κόρη της Ναζαρέτ, που υπήρξε γυναίκα θνητή; Υπάρχει κανείς άνθρωπος, ο όποιος θα ζήσει επάνω στη γη και δεν θα πεθάνει;» (2) αναρωτιέται ο Προφήτης. Και ο απόστολος Παύλος μας βεβαιώνει: «Επιφυλάσσεται σε κάθε άνθρωπο να πεθάνει μια φορά» (3).
Εξαιτίας των παραπάνω λόγων και η Παναγία γεύθηκε τον πικρό θάνατο. Διότι, όπως σημειώνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης«Εάν δεν υπάρχει, κατά το λόγιο, άνθρωπος, ο οποίος έζησε και δεν δοκίμασε θάνατο-άνθρωπος δε, και του ανθρώπου πέρα, και η υμνουμένη τώρα Παναγία, έχει δειχθεί βεβαίως τρανώς ό τι και Αυτή ξεπλήρωσε το ίδιο με μας νόμο της φύσεως, εάν όχι ίσα με μας, αλλά πάνω από μας» (4).
Αναντίρρητα, ο θάνατος είναι σκληρός. Αλλά από τη στιγμή που ο Χριστός νίκησε το θάνατο και ανέστη εκ νεκρών, ο θάνατος έπαυσε να προκαλεί τη φρίκη και την απόγνωση στους ανθρώπους. Πολύ περισσότερο ο θάνατος των αγίων δεν είναι γεγονός θλιβερό. Είναι χαρά και αγαλλίαση, διότι καταργήθηκε πλέον το κράτος του θανάτου και η ανθρώπινη φύση ντύθηκε την αθανασία. «Εγώ ο άνθρωπος θεώθηκα», γράφει ο ιερός Δαμασκηνός«απαθανατίσθηκα εγώ ο θνητός... διότι ξεντύθηκα το ένδυμα της φθοράς και φόρεσα την αφθαρσία καθώς τυλίχθηκα την αλουργίδα της Θεότητας» (5).
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό γιατί θ άνατος της « ζωαρχικής Μητέρας» του Κυρίου υπερβαίνει την έννοια του θανάτου, ώστε να μην ονομάζεται κάματος, αλλά «κοίμηση» και «θεία μετάσταση» και « εκδημία >> ή «ενδημία» προς τον Κύριο. Και εάν ακόμη λεχθή «θάνατος», όμως είναι θάνατος ζωηφόρος και «αρχή δευτέρας υπάρξεως», της αιωνίου, κατά τον ιερό Δαμασκηνό (6).
Πότε κοιμήθηκε η Θεομήτωρ; Δεν γνωρίζομε. Η Καινή Διαθήκη δεν μας δίνει πληροφορίες για το πότε γεννήθηκε η κόρη της Ναζαρέτ, αλλ' ούτε και για το πότε απέθανε. Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου έγραφε τα εξής σχετικά:
«Οι Γραφές δεν μας δίνουν καμιά πληροφορία για το τέλος της Θεοτόκου, ούτε εάν απέθανε, ούτε εάν δεν απέθανε1 ούτε εάν τάφηκε, ούτε εάν δεν τάφηκε » (7). Και προσθέτει χαρακτηριστικά ο αυτός πατήρ: «Αν απέθανε η αγία Παρθένος και τάφηκε, με τιμή η κοίμηση Της και με αγνεία η τελευτή και με παρθενία το στεφάνι. Αν δέχθηκε θάνατο μαρτυρικό, καθώς έχει γραφεί "την καρδιά σου θα διαπεράσει μεγάλο και οδυνηρό μαχαίρι" και τότε μεταξύ των μαρτύρων η δόξα Της και το άγιο Της σώμα με μακαριότητα αναπαύθηκε» (8).
Οπωσδήποτε ο θάνατος της Μητροπάρθενης Κόρης δεν υπήρξε ένα άδοξο γι' Αυτή γεγονός. Αυτός ο ίδιος ο Υιός Της και Σωτήρας, κατά την ώρα της Κοίμησης της Μητέρας Του ήλθε « πρός τήν οἰκείαν λοχεύτριαν »· και «υπηρετεί με δεσποτικές παλάμες την παναγία και θεϊκωτάτη Μητέρα και υποδέχεται την ιερή ψυχή» (9). Συνοδευόμενος δε από όλους τους αγγέλους και τους άγιους την αναφέρει όχι απλώς στον ουρανό, αλλ' έως αυτού του βασιλικού θρόνου Του, στα επουράνια ’για των Αγίων.
Ο ιερός Δαμασκηνός περιγράφει με πολύ στοργικό και τρυφερό τρόπο αυτήν την υποδοχή της ψυχής της Παναγίας μας εκ μέρους του Υιού Της. Μας παρουσιάζει τον Κύριο Ιησού να προσκαλεί να έλθει κοντά Του η πάναγνη Μητέρα Του, της Όποιας η αρετή υπερβαίνει σε θελκτικότητα όλα τα αρώματα. Λέει λοιπόν, ο Νυμφίος Χριστός στην Αειπάρθενο:
«Έλα, ευλογημένη μου Μητέρα, να ξεκουρασθείς. Σήκω, έλα κοντά Μου, η ενάρετη μεταξύ των γυναικών, διότι ο χειμώνας αφού παρήλθε, ήλθε η ώρα για να κόψουμε κλαδιά. Η ωραία κοντά Μου, και μώμος δεν υπάρχει σ ε Σένα. Η ευωδία των μύρων Σου ξεπερνά όλα τα αρώματα » (10) .
Και γεμάτος θαυμασμό για τη μετάσταση Της απορεί και γράφει: «Ω πως ο ουρανός υποδέχθηκε Αυτή, που υπήρξε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πως δέχθηκε ο τάφος Αυτήν, η οποία δέχθηκε τον Θεό! Ναι, Τη δέχθηκε, και Τη χώρεσε, διότι δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με το σωματικό Της όγκο- διότι πως ένα σώμα τριών πήχεων, που όλο και φυραίνει, θα μπορούσε να ξεπεράσει το πλάτος και το μάκρος του ουρανού; Με τη θεία χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, διότι το θεϊκό είναι πέραν από κάθε σύγκριση. Ω, το ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα» (11).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν παρευρέθηκαν στην εκδημία της Παναγίας μας βασιλείς και αυτοκράτορες. Δεν συνόδευσαν την πομπή οι πρίγκιπες και οι ηγεμόνες των κοσμικών βασιλείων. Παρίσταντο όμως «οι αυτόπται του Λόγου θεράποντες», οι άγιοι Απόστολοι! Το εκφράζει ο υμνωδός, όταν ψάλλει εκ μέρους της Θεοτόκου: « Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανή τῷ χωρίω, κηδεύσατέ μου τό σῶμα. Καί σύ Υἱέ καί Θεέ μον, παράλαβέ μου τό πνεῦμα » (12).
Αλλά και στους αίνους ομολογούμε: « Ἐκ περάτων, συνέδραμον, Ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι, θεαρχίῳ νεύματι τοῦ κηδεύσαί Σε· καί ἀπό γῆς αἰρομένην Σέ πρός ὕψος θεώμενοι, τήν φωνήν τοῦ Γαβριήλ ἐν χαρά ἀνεβόων Σου, χαῖρε ὄχημα τῆς Θεότητος ὅλης, Χαῖρε, μόνη τά επίγεια τοῖς ἄνω τῷ τοκετῷ Σον συνάψασα» (13) .
Και ήταν φυσική αυτή η σύναξη -«εκ περάτων» της γης- των Αγίων Αποστόλων, με σκοπό να αποδώσουν την αρμόζουσα τιμή στην Πάναγνη Μητέρα του θείου Διδασκάλου τους. Και τούτο, διότι ο ενταφιασμός της Θεοτόκου μόνο των άξιων Αποστόλων ήταν καθήκον.
Έπρεπε να προπέμψουν οι οικείοι και οι μαθητές τη Μητέρα του Διδασκάλου. Αυτοί ενετύλιξαν το σεπτό σώμα Της με τη σινδόνα και το ενταφίασαν.
Αυτή η πράξη των αγίων Αποστόλων υπήρξε απόλυτα σύμφωνη και με την προτύπωση της Θεοτόκου με την Κιβωτό της Π. Διαθήκης και την ερμηνεία της. Γι' αυτό και ο ιερός Δαμασκηνός, υπενθυμίζοντας την προτύπωση, γράφει:
«Εσένα, την αληθινή Κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσαν στους ώμους η σύναξη των Αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την Κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή Σου, Σένα ακούμπησαν στον τάφο και Σένα έστειλαν με αυτόν, σαν να ήταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την "άνω Ιερουσαλήμ", τη μητέρα όλων των πιστών, αυτήν "που τεχνούργησε και έπλασε ο Θεός" (14).
Κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας -την οποία αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Γιουβενάλιος, όταν βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για την Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451
μ.Χ.)- κατέφθασε στη βασίλισσα Πουλχερία, μετά την ταφή της Αειπαρθένου Μαρίας, ένας από τους αγίους Αποστόλους, που δεν κατόρθωσε να είναι παρών την ήμερα της ταφής Της, και ζήτησε να προσκυνήσει το « θεοδόχον σώμα» Της. Τότε « ἤνοιξαν τήν σορόν », αλλά « τό μέν σῶμα Αὐτῆς τό πανύμνητον οὐδαμῶς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν »· βρήκαν μόνο « τά ἐντάφια Αυτῆς ». Και αφού δοκίμασαν « ἄφατον εὐωδίαν ἠσφαλίσαντο τήν σορόν ». Γεμάτοι έκπληξη από « τό τοῦ μυστηρίου θαῦμα » σκέπτονταν αυτό μόνο: " Ὅπως ὁ Θεός Λόγος καί Κύριος τῆς δόξης εὐδόκησε «κατ' ἰδίαν ὑπόστασιν » να σαρκωθεί και να γίνει άνθρωπος « ἐξ Αὐτῆς » και να γεννηθεί με σάρκα, και όπως «μετά τόν τόκον » διαφύλαξε άφθορη την παρθενία Της, έτσι πάλι ο Ίδιος « εὐδόκησε καί μετά τήν ἐντεῦθεν ἀποβίωσιν » της Θεοτόκου να τιμήσει « τό ἄχραντον καί ἀ μίαντον σῶμα Της» με την αφθαρσία και την μετάθεση του στη αιωνιότητα «προ της κοινής και καθολικής αναστάσεως» (15).
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης ομιλεί όμως περί αναστάσεως της Θεοτόκου την τρίτη ημέρα μετά την Κοίμηση Της. Λέγει το εξής:
«Το να αναστηθεί από των νεκρών η Παναγία και να αναληφθεί με το σώμα και να είναι ήδη ζωντανή στους ουρανούς το δεχόμαστε, διότι αυτό είναι « ἀσυγκρίτως θεομητροπρεπέστερον τοῦ νεκράν αὐτήν εἶναι », δηλαδή από του να μένει « τό ἄχραντο σῶμα Της νεκρόν » στην γη, « ὡς χωρισμένον τῆς ζωοποιούσης αὐτό ἁγιωτάτης ψυχῆς » (16).
Σεβόμενοι βέβαια την άποψη του αγίου Νικόδημου, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας δεν δίδαξε ότι η Θεοτόκος ανελήφθη με το πανάσπιλο σώμα Της στον ουρανό και ότι μετέστη με αυτό στην αΐδιο δόξα και μακαριότητα. Διότι ούτε η Αγία Γραφή, ούτε η Αποστολική Παράδοση αναφέρουν το γεγονός αυτό. Για το γεγονός αυτό δίνουν διάφορες λεπτομέρειες μόνο τα Απόκρυφα, και αυτά τον τέταρτο αιώνα.
Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία «πρώτη μνεία» περί της Μεταστάσεως της Θεοτόκου γίνεται σε κάποιο λόγο, ο όποιος αποδίδεται «ψευδώς εις το Μόδιστον των Ιεροσολύμων (700)» (17).
Η γιορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία άρχισε να γιορτάζεται από τον έκτο αιώνα. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι τρεις λόγοι του ιερού Δαμασκηνού δεν αναφέρονται στη Μετάσταση, αλλά « εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Πανυμνήτου καί ὑπερενδόξου εὐλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας» (18).
Και ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου -μένοντας πιστός στη σιωπή των Γραφών ως προς το τέλος της Θεοτόκου- αφήνει μετέωρη τη σκέψη μας ως προς το θέμα αυτό, ενώ παράλληλα εξηγεί τον πιθανό λόγο για τον όποιο ο Θεός θέλησε να ταφεί στην σιωπή το μυστήριο του θανάτου της Παναγίας μας. Σημειώνει, λοιπόν, ο άγιος Επιφάνιος :
«Πέθανε η αγία Παρθένος και έχει θαφτεί, με τιμή αυτής η κοίμηση (...) με μαρτυρία η δόξα Της, και με μακαρισμούς το άγιο Της σώμα (...). Το τέλος Της κανείς δεν γνωρίζει. Αλλά και εάν νομίζουν μερικοί ότι κάνουν λάθος, να ζητήσουν μαρτυρίες από την Αγία Γραφή, και θα βρουν ότι δεν αναφέρεται ο θάνατος της Μαρίας. Ούτε εάν πέθανε, ούτε εάν δεν έχει πεθάνει· ούτε εάν έχει θαφτεί·(...) απλώς σιώπησε η Γραφή για το υπερβολικό του θαύματος, για να μην οδηγήσει σε έκπληξη τη διάνοια των ανθρώπων. Διότι εγώ δεν τολμώ να πω, αλλά σκεπτόμενος να ασκώ σιωπή(...) δεν λέω ότι έμεινε αθάνατη- αλλά δεν πείθομαι, εάν έχει πεθάνει. Διότι υπερέβαλε η Γραφή τη διάνοια την ανθρώπινη, και την άφησε μετέωρη για το σκεύος το τίμιο και εξοχότατο· για να μην υποπτευθεί κάποιος περί Αυτής σαρκικά πράγματα» (19).
Επιπλέον η Ορθόδοξη αγιογραφία εικονογραφεί την « Κοίμησιν της Θεοτόκου» και όχι την « ανάληψίν » Της. «Η Θεομήτορ ιστορείται νεκρά, εξαπλωμένη επί φερέτρου » (20).
* * *
«Τίμιος ὁ θάνατος τῶν ὁσίων ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» ( Ψαλμ. ριε', 6). Ομολογουμένως τιμιότατος υπήρξε ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου. Το διαλαλεί η Παράδοση, η οποία παρουσιάζει την Παναγία μας να μεταβαίνει προς την πραγματική Ζωή με τη σεπτή Της Κοίμηση· και ενώ κυκλώνεται από το νέφος των ουρανίων Δυνάμεων και των αγίων Αποστόλων, παραδίδει την αγία και ακηλίδωτη ψυχή Της στον Υιό και Θεό Της. Κι οι εμπνευσμένοι υμνωδοί της Εκκλησίας μας ψάλλουν:
«Την Ζωήν ἡ κυήσασα, πρός τήν Ζωήν μεταβέβηκας, τῇ σεπτῇ Κοιμήσει Σον, τήν ἀθάνατον, δορυφορούντων ἀγγέλων Σοι, Ἀρχῶν καί Δυνάμεων, Ἀποστόλων, Προφητῶν, καί ἁπάσης τῆς κτίσεως δεχόμενου τε ἀκηράτοις παλάμαις τοῦ Υἱοῦ Σον τήν ἀμώμητον ψυχήν Σον, Παρθενομῆτορ Θεόνυμφε » (21). .
Και τα αναρίθμητα πλήθη των πιστών, που κατακλύζουν τους ιερούς Ναούς κατά την ένδοξη γιορτή της Κοιμήσεως Της, διακηρύττουν την εγκόσμιο και υπερκόσμιο δόξα της Θεοτόκου:
« Τῇ ἐνδόξω Κοιμήσει Σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται, καί ἀγγέλων γέγηθε τά στρατεύματα· πᾶσα ἡ γῆ δέ εὐφραίνεται, ὠδήν Σοι ἐξόδιον προσφωνοῦσα τῇ Μητρί, Τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἀπειρόγαμε Παναγία Παρθένε, ἡ τό γένος τῶν ἀνθρώπων ρυσαμένη προγονικῆς ἀποφάσεως » (22) .
Με πάλλουσα δε από συγκίνηση καρδιά κάθε ευσεβής πιστός μυστικά δέεται προς τη Μητέρα όλων των ανθρώπων: « Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σε ἀνατίθημι...».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) « Εἰς χεῖρας σου, τέκνον, τό πνεῦμα μου παρατίθημί · δέξαι μου τήν σήν φίλην ψυχήν, ἥν ἐτήρησας ἄ μεμπτον σοι τόν ἐ μόν σῶμα καί οὐ τῇ γῇ παραδίδω· φύλαξον σῶον, ὅ κατοικῆσαι ηὐδόκησας καί γεννηθείς παρθένον ἐτήρησας · πρός σέ μέ μετάστησον , ἵ ν ' ὅπου εἶ σύ, τῶν ἐμῶν σπλάγχνων τό κύημα, ἔσομαι κἀγώ σοι συνέστιος · πρός σέ γάρ ἐπείγομαι τόν πρός ἐμέ ἀδιαστάτως τοῦ Πατρός καταφοιτήσαντα » (Ρ. G. 96, 736).
(2). « Τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὔκ ὄ ψεται θάνατον;» ( Ψαλμ. πη', 49).
(3). « Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν » (Εβρ. θ΄, 27).
(4). « Εἰ γάρ οὐκ ἐστί, κατά τό λόγιον, ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον ἄνθρωπος δε καί ἀνθρώπου ἐ πέκεινα καί ἡ νῦν ὑμνούμένη (η Παναγία), δέδεκται δήπου τρανῶς ὡς καί αὕτη τόν ἡμῖν ἐκπεπλήρωκε νόμον τῆς φύσεως εἰ καί μή καθ' ἡμᾶς ἴσως, ἀλλ ' ὑπέρ ἡμᾶς » (Ρ G. 97, 1053).
(5). « Τεθέωμαι ὁ ἄνθρωπος, ὁ θνητός ἠ θανάτισμαι, την φθοράν ἀπημφίεσμαι, τήν ἀ φθαρσίαν περίκειμαι τῇ περιβολῇ τῆς Θεότητος » (Ρ G 96, 725).
(6). Ρ G 96, 716 ΑΒ C.
(7). « Ζητήσωσι τά ἴχνη τῶν Γραφῶν καί εὕρωσιν οὔτε θάνατον Μαρίας, οὔτε εἰ τέθνηκεν, οὔτε εἰ μή τέθνηκεν οὔτε εἰ τέθαπται, οὔτε εἰ μή τέθαπται » (Ρ G 42, 716).
(8). « Ἤτοι ἄν ἀπέθανεν ἡ ἁγία Παρθένος, καί τέθαπται, ἐν τιμῇ αὐτῆς ἡ κοίμησις, καί ἐν ἀγνεία ἡ τελευτή καί ἐν παρθενίᾳ ὁ στέφανος· ἤτοι ἄν ἀνηρέθη, καθώς γέγραπται " καί τήν ψυχήν αὐτῆς διελεύσεται ρομφαῖα " ἐν μάρτυσιν αὐτῆς τό κλέος, καί ἐν μακαριστῷ τό ἅγιον αὐτῆς σῶμα » (Ρ G 43, 737).
(9). « Δεσποτικαῖς παλάμαις τῇ παναγίᾳ ταύτῃ καί θειοτάτη οἵα μητρί λειτουργῶν τήν ἱεράν ψυχήν ὑποδέχεται » (Ρ G 96, 705).
(10). « Δεῦρο, εὐλογημένη μου Μήτηρ, εἰς τήν ἀνάπαυσίν μου ἀκούσασα. Ἀνάστα, ἐλθέ, ἡ πλησίον μου, ἡ καλή μου, ἡ καλή ἐν γυναιξίν, ὅτι ἰδού ὁ χειμών παρῆλθεν, ὁ καιρός τῆς τομῆς ἔφθασε. Καλή ἡ πλησίον μου, καί μῶμος οὐκ ἐστίν ἐν σοι. Ὀσμή μύ ρων σου ὑπέρ πάντα τά ἀρώματα » (Ρ G 96, 736).
(11). «Ὤ, πῶς οὐρανός ὑπεδέξατο τήν πλατυτέρα οὐρανῶν χρηματίσασαν·πῶς δέ τάφος τό τοῦ θεοῦ δοχεῖον ἐχώρησε · καί ἐδέξατο, καί κεχώρησεν. Οὐ γάρ σω ματικοῖς ὄγκοις οὐρανοῦ πλατύτερον χωρίον ἐγένετο · πῶς γάρ τό τρίπηχον τό ἀεί λεπτυνόμενον σῶμα, εὕρεσί τε καί μήκεσιν οὐρανοῦ παραβληθῆναι δυνήσεται ; Τῇ δέ χάριτι μᾶλλον διά ὕψους καί πλάτους τό μέτρον ὑ περηκόντισε " τό γάρ θεῖον ἀσύγκριτον. "Ὤ, ἱεροῦ καί θαυμαστοῦ καί σεβασμίου καί προσκυνητοῦ μνήματος» (Ρ G 96, 720).
(12). « Oἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ συναθροισθήκατε ἐδῶ στό χωρίο Γεσθημανῆ, κηδεύσατέ μου τό σῶμα. Καί σύ Υἱέ καί Θεέ μου, παράλαβε μου τήν ψυχή».
(13). «Από τα πέρατα του κόσμου έτρεξαν οι πρόκριτοι Απόστολοι, με το νεύμα του Θεού για να Σε κηδεύσουν και από τη γη υψωμένη προς τα άνω, ενώ Την έβλεπαν, με την προσφώνηση του Γαβριήλ με χαρά Σε εφώναζαν Χαίρε όχημα όλης της Θεότητας" Χαίρε, μόνη που με τον τοκετό Σου σύναψες τα επίγεια με τα ουράνια».
(14). « Σέ τῶν Ἀποστόλων ὁ δῆμος τήν ἀληθῆ κιβωτόν Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐπί τῶν ὤμων ἀράμενος, ὡς πάλαι ποτέ οἱ ἱερεῖς τήν τυπικήν κιβωτόν, καί ἐν τάφῳ θέμενοι δι' αὐτοῦ ὡς δι' Ἰορδανοῦ τινός ἐπί τήν ἀληθῆ τῆς ἐπαγγελίας παρέπεμπον γῆν, τήν ἄνω φημί Ἱερουσαλήμ, τήν πάντων τῶν πιστῶν μητέρα, ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός» (Ρ G 96, 717-720).
(15). Ρ G 96, 741 Β, 728 C .
(16). Νικόδημου Αγιορείτου : « Ἑρτοδρόμιον », σελ. 653.
(17). Π. Ν. Τρεμπέλα: Δογματική τῆς Ὀ ρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος Β' σελ. 215-216.
(18). Ρ G 96, 700, 721, 753.
(19). « Ἀπέθανεν ἡ ἁγία Παρθένος καί τέθαπται, ἐν τιμῇ αὐτῆς ἡ κοίμησις (...) ἐν μάρτυσιν αὐτῆς τό κλέος, καί ἐν μακαρισμοῖς τό ἅγιον αὐτῆς σῶμα (,..). Τό τέλος Αὐτῆς οὐδείς ἔγνω. Ἀλλά καί εἰ δοκοῦσί τίνες ἐσφάλθαι, ζητήσωσι τά ἴχνη τῶν Γραφῶν, καί εὕρωσιν ἄν οὔτε θάνατον Μαρίας, οὔτε εἰ τέθνηκεν, οὔτε εἰ μή τέθνηκεν οὔτε εἰ τέθαπται· (...) ἁπλῶς ἐσιώπησεν ἡ Γραφή, διά τό ὑπερβάλλον τοῦ θαύματος, ἵνα μή εἰς ἔκπληξιν ἀγάγῃ τήν διάνοιαν τῶν ἀνθρώπων. Ἐγώ γάρ οὐ τολμῷ λέγειν, ἀλλά διανοούμενος σιωπήν ἀσκῶ (...) οὐ λέγω ὅτι ἀθάνατος ἔμεινεν ἀλλ' οὔτε διαβεβαιοῦμαι ὅτι τέθνηκεν. Ὑπερέβαλε γάρ ἡ Γραφή τόν νοῦν τόν ἀνθρώπινον, καί ἐν μετεώρῳ εἴασε διά τό σκεῦος τό τίμιον καί ἐξοχώτατον · ἵνα μή τίς ἐν ὑπονοίᾳ γένηται περί αὐτῆς σαρκικῶν πραγμάτων» (Ρ G 42, 737 Α, 716 Β C ).
(20). Κ. Καλοκύρη : «Μαρία» (εικονογραφία) Θ.Η.Ε. τόμος 8ος, σελ. 700.
(21). «Συ η οποία γέννησες τη Ζωή (τον Χριστό), προς τη Ζωή έχεις μεταβεί, με τη σεπτή Σου Κοίμηση, την αθάνατη, ενώ δορυφορείσαι από αγγέλους. Αρχές και Δυνάμεις, Αποστόλους, Προφήτες, και όλη την κτίση που γίνεται δεκτή από τα καθαρά χέρια του Υιού σου η άμωμη ψυχή Σου, Παρθενομήτορ Θεόνυμφε ».
(22). «Με την ένδοξη Κοίμηση Σου οι ουρανοί χαίρονται, και των αγγέλων τα στρατεύματα πανηγυρίζουν και όλη η γη ευφραίνεται, με εξόδιο ύμνο στη Μητέρα Εκείνου, που δεσπόζει όλων των ανθρώπων Συ που είσαι άπειρη από γάμο, Παναγία Παρθένε, εκείνη που λυτρώνεις το ανθρώπινο γένος από την προγονική απόφαση».

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2012

Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου(Λουκ. 18,10-14) Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος Λυράκης


[telonis.gif]

Οι ύμνοι της α’ προπαρασκευαστικής Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου μέσα από τις ριζικές αντιθέσεις των δύο προσώπων, την ταπεινή προσευχή προβάλλουν,ως το πρώτο καί θεμελιώδες στοιχείο της μετανοίας.Ιδιαίτερα τοπρώτο ίδιόμελο τού Εσπερινού στον Α’ ήχοπροβάλλει μία άρνηση καί μία θέση καί αποδεικνύει στην ουσία ποια είναι ή αρεστή στον Θεό προσευχή. Ή άρνηση είναι: «Μη προσευξώμεθα φαρισαικώς αδελφοί», ας μη προσευχόμαστε υπερήφανα, ως ό αλαζόνας Φαρισαίος.Καί ή θέση: «ταπεινωθώμεν τελωνικώς»όπως ό έξουθενημένος Τελώνης, πού δεν σήκωνε τα μάτια του στον ουρανό, ας συναισθανόμαστε την άμαρτωλότητά μας «εναντίον του Θεού», ενώπιον του Θεού, πού γνωρίζει τον «ρύπο της καρδίας μας». Και ό πόνος καί ή συναίσθηση της άμαρτωλότητας θα μας συσφίγγει «δια νηστείας», με την αρετή της εγκράτειας, καί θα συρρικνώνει όλες τίς εσωτερικές μας αναζητήσεις καί εφέσεις σ’ένα λιτό, αλλά αληθινό καί λυτρωτικό αίτημα:«Ίλάσθητι ήμίν», εύσπλαγχνίσου μας πολυέλεε Θεέ, «τοις αμαρτωλόίς», τους αμαρτωλούς, Καί ή εκζήτηση του θείου ελέους θα εκτοξεύεται με κραυγή ισχυρή, «κράζοντες». Ή οδός της προσευχής με ταπείνωση τείνει προς τον Θεό, καί εκείνος πού την ακολουθεί ελκύεται από τον Θεό. Ή ευσπλαχνία καί ή άπειρη αγάπη Του κινείται διορθωτικά καί ταπείνωνει τον πλανηθέντα άνθρωπο,όχι ως τιμωρός, αλλ’ ως ύψοποιός.Φαρισαίος καί Τελώνης! Δύο άνθρωποι,δύο κόσμοι,δύο μηνύματα,πού διαπερνούν τη λατρευτική ζωή καί Παράδοση της Ορθοδοξίας.Ή συναίσθηση της άμαρτωλότητας -όταν έχομε την άληθινή γνώση του εαυτού μας-ελκύει τη Χάρη του Θεοϋ καί όχι τα «καλά» μας έργα, πού στα μάτια του Θεού είναι «ως ράκη άποκαθήμενης», ως κουρέλια βρώμικα.
Με την ταπείνωση, λοιπόν, άνοιξαν «αί πύλαι της μετανοίας».Καί μαζί με αυτές καί οί πηγές των δακρύων.Τα δάκρυα είναι καί αυτά στοιχείο της μετανοίας.Αυθόρμητα έκχύνονται από τα μύχια της «πεφορτισμένης» ανθρώπινης ύπαρξης. Λευκαίνουν τον χιτώνα της ψυχής καί του σώματος, δημιουργώντας ταυτόχρονα «καινήν εν Χριστώ κτίσιν«. Ή αλήθεια αυτή αποδεικνύεται από πάμπολλα παραδείγματα της Αγίας Γραφής,Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης.Γι ‘αύτό καί ό υμνογράφος του πρώτου δοξαστικού του Τριωδίου ομολογεί στον Παντοκράτορα Κύριο ότι γνωρίζει καλά πόση αξία καί δύναμη έχουν τα δάκρυα της ψυχής, πού μετανοεί: Όϊδα,πόσα δύνανται τα δάκρυα»,λέει. Είναι εξ άλλου τόσο πειστική ή αγιογραφική τεκμηρίωση με τρία παραδείγματα, μετά όποία ολοκληρώνεται ό ύμνος. Τον βασιλέα Έζεκία, λέει, τον έσωσαν, «άνήγαγον», από βέβαιο θάνατο, «εκ των πυλών του θανάτου», τα θερμά δάκρυα με τα όποία Σού ζητούσε τη θεραπεία του από τη βαρεία αρρώστια. Άλλα καί την αμαρτωλή γυναίκα, πού αναφέρουν τα ιερά Ευαγγέλια, ό πύρινος ποταμός των δακρύων της την λύτρωσε «εκ των χρονιών πταισμάτων», από τα μακροχρόνια καί σοβαρά ηθικά αμαρτήματατης, πού σαν άλλες σιδερένιες αλυσίδες την έπνιγαν. Καί μαζί με το τρίτο παράδειγμα του Φαρισαίου καί του Τελώνου, πού αναφέρεται,οδηγείται ή σκέψη μας στο λόγο του Κυρίου: «καί έσονται οί πρώτοι έσχατοι καί οί έσχατοι πρώτοι» (Ματθ. Ιθ’ 30). Ό υμνογράφος αποδεχόμενος το αγγελικό σάλπισμα «Στώμεν καλώς» ομολογεί την πολλή του άμαρτωλότητα με το«συν αύτοίς άριθμήσας με», αφού με θεωρήσεις όμοιο με τα πρόσωπα πού ανέφερα καί εκλιπαρεί για τη δική του σωτηρία, πού πηγάζει από το άπροσμέτρητο έλεος του Θεού «δέομαι, έλέησόν με».
Δύο εικόνες δεσπόζουν: Εκείνη του δακρύβρεχτου, μετανοημένου αμαρτωλού ανθρώπου από τη μια. Καί του πλήρους οίκτιρμών Θεού-Πατρός από την άλλη. Καί σε κάποιες άλλες αναφορές οί εξαίσιοι παραλληλισμοί; Το χαμένο καί ματωμένο πρόβατο καί ό Καλός Ποιμένας, πού το φέρνει στον ώμο Του γεμάτος χαρά για τη σωτηρία του. Αυτή είναι ή Εκκλησία του Χρίστου: φυγή, αποστασία, ύβρις, αμαρτία από την πλευρά του ανθρώπου. Κυνηγητό αγάπης από την πλευρά του Θεού,πού συλλαμβάνει στα ελεύθερα δίχτυα της τους μετανοημένους αμαρτωλούς!Από το βιβλίο του Αρχιμ.Καλλίστρατου Λυράκη »Η Ορθοδοξία ως Λειτουργική Παράδοση»

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 07, 2011

Η ιστορία δικαιώνει την Εκκλησία



Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Σε δέκα υπολογίζονται οι αιματηροί και σκληροί διωγμοί των κοσμικών ηγεμόνων της Ρώμης, οι οποίοι κίνησαν κάθε μέσο για να εξαφανίσουν ολότελα την Εκκλησία του Χριστού. Σε όλους όμως αυτούς τους διωγμούς η Εκκλησία του Χριστού βρίσκεται χωρίς την ελάχιστη κοσμική βοήθεια. Κανένα στράτευμα δεν έχει με το οποίο να διεξαγάγει τον τρομερό πόλεμο, που της έχουν κηρύξει, κανένα βασιλιά ή ηγεμόνα δεν έχει βοηθό. Κανένα κοσμικό όπλο δεν έχει στα χέρια Της, παρά τα άφθονα δάκρυά Της, την υπομονή και την προσευχή Της, την αδυναμία και την αισχύνη Της, τα τραύματά Της και το αίμα Της.

Και ρωτούμε: Εφ΄ όσον καμία ανθρώπινη βοήθεια δεν είχε η Εκκλησία, γιατί δεν υπέκυψε; Γιατί δεν κάμφθηκε από τους πανίσχυρους αυτοκράτορες της Ρώμης και τους σιδηρόφρακτους στρατούς της; Εάν κάποιος έβλεπε μόνο στον εξοντωτικό πόλεμο, τον οποίο ανέλαβαν όλες οι ανθρώπινες δυνάμεις κατά της ανίσχυρης Εκκλησίας του Χριστού, τίποτε άλλο δεν θα ανέμενε και δεν θα πίστευε, παρά ότι ο παγκόσμιος σκοπός των πολεμίων Αυτής θα επιτύγχανε καθ΄ όλη τη γραμμή. Αυτό πίστευε και ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, ότι δηλαδή επιτυχώς παρασκεύασε την εξαφάνιση της Εκκλησίας. Γι΄ αυτό και νόμισμα χάραξε το οποίο από το ένα μέρος είχε την εικόνα του και το όνομά του, και από το άλλο την εξής επιγραφή: «Μετά την εξάλειψη του Χριστιανισμού». Και κατόπιν αρχίζουν τα σκωπτικά άσματα, διότι πίστευαν ότι η χριστιανική Εκκλησία τάφηκε.

Και όμως για μία ακόμη φορά, όπως και τότε έτσι και σήμερα, η χαρά της νίκης προκάλεσε ύστερα από λίγο τη θλιβερή απογοήτευση των ματαιοπονούντων διωκτών. Η Εκκλησία που φαινόταν ότι τάφηκε, αρχίζει μερικά χρόνια αργότερα τον νικηφόρο δρόμο Της προς τα εμπρός, και εξαπλώνεται και κατακτά τη Ρωμαϊκή επικράτεια και εκτείνεται μέχρι των περάτων της γης. Ο Διοκλητιανός ζούσε ακόμα, όταν ο Πάπας Σίλβεστρος έφερε το φως της ημέρας μέσα στις Κατακόμβες, και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κήρυξε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους.

Το ίδιο επαναλαμβάνεται σ΄ όλους τους αιώνες. Κατά τον 19ο αιώνα οι ασεβείς και ποικίλοι πολέμιοι του Χριστιανισμού πέσανε κατά της Εκκλησίας για να Την εξαφανίσουν. Και αυτοί μεν τάφηκαν από τον πανδαμάτορα χρόνο, η Εκκλησία όμως όχι μόνο υπάρχει, αλλ΄ ολοέν και προσελκύει προς Εαυτήν τα μεγαλύτερα πνεύματα του κόσμου.

Γι΄ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στρέφεται εναντίον όλων εκείνων που πολεμούν την Εκκλησία και διατρανώνει το ακατάλυτο Αυτής, αφού δεν είναι η Εκκλησία ανθρώπινο εφεύρημα. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος: «Μωρότατε και ασεβέστατε στα μεγάλα. Στρέφεσαι εναντίον του κλήρου και της οικουμενικής Εκκλησίας, που περιέλαβε όλα τα πέρατα με την απλότητα του λόγου και τη μωρία του κηρύγματος, το οποίο νίκησε σοφούς και κατήργησε δαίμονες και ξεπέρασε το χρόνο· αυτό που είναι παλιό μαζί και νέο και σε γενικές γραμμές με την τελείωση του μυστηρίου το οποίο αποταμιεύτηκε σε ίδιους καιρούς; Στρέφεσαι εναντίον της μεγάλης κληρονομίας του Χριστού, που δεν θα παύσει να υπάρχει, ούτε και αν μερικοί αγριεύουν περισσότερο από σένα, και η οποία θα βαδίσει περισσότερο και θα εξυψωθεί, διότι πιστεύω στις προρρήσεις και σε όσα βλέπω. Αυτήν την οποία έκανε ο Θεός και κληρονόμησε ο άνθρωπος, αυτήν που προτύπωσε ο νόμος, συμπλήρωσε η χάρη και την έκανε νέα ο Χριστός; Αυτήν την οποία συγκρότησαν οι Προφήτες, συνένωσαν οι Απόστολοι και κατάρτισαν οι Ευαγγελιστές» (ΕΠΕ 3, 88-90).

(Αρχιμ. ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΣ Ν. ΛΥΡΑΚΗΣ,Περιοδικό” Μεταμόρφωσις” Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου & Κορσέων, Ιανουάριος 2010)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...