Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλούτος και Φτωχεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλούτος και Φτωχεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Νοεμβρίου 08, 2021

Ο άγιος Νεκτάριος και η κατά Χριστόν πενία ,Η φτώχεια του αγίου Νεκταρίου - Χριστιανοί & φτώχεια

 Τι & πώς (απόσπασμα εισήγησης σε συνέδριο για τον Άγιο)

" ....Ο άγιος Νεκτάριος, δεν έγραψε ποτέ κάτι πάνω στο θέμα της «κατά Χριστόν πενίας», καίτοι πολυγραφότατος κατά τα άλλα. Εν τούτοις ήτανε ο ίδιος η προσωποποίηση της χριστιανικής πτωχείας. Υλοποίησε και εκδήλωσε σ' όλη του τη ζωή την μεγάλη αυτή αρετή, της κατά Χριστόν πενίας και ακτημοσύνης. Και βέβαια είναι αυτό η καλύτερη και αυθεντικότερη πραγματεία και επιστολή που άφησε στην εκκλησία μας.
«Νεκτάριος και χρήματα είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα». Αυτό κυκλοφορούσε και μάλιστα διαχρονικά ανάμεσα στους χριστιανούς όχι μόνο της Αιγύπτου όπου έδρασε στα καλύτερα χρόνια της ζωής του, αλλά και σε όλα τα μέρη της Ελλάδος όπου βρέθηκε.



Είχε κάνει ζωηρότατη εντύπωση η αφιλοχρηματία του και η έντιμη πενία με την οποία έζησε και μέσα στην οποία, άφησε την τελευταία του πνοή.
Γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός και απέθανε φτωχός. Υπήρξε ο άνθρωπος όχι του «έχειν» αλλά του «είναι». Πλήρως ανεξάρτητος από την ύλη.
Εκείνο που επιγραμματικά γράφει ο Μέγας Βασίλειος «ου το πένεσθαι επονείδιστον, αλλά το μη φέρειν ευγνωμόνως την πενίαν» όχι απλώς το ζούσε, αλλά και το αγαπούσε και το επεδίωκε επιμελώς και αδιαλείπτως.
Ζυμωμένος με την αρετή αυτή όχι μονάχα αγαπούσε την κατά Χριστόν πενία, όχι μόνο μοίραζε ό,τι είχε αλλά ήτανε πρόθυμος και τον ίδιο τον εαυτό του να μοιράζει στους συνανθρώπους του.
Μέσα του κυριαρχούσε το «συνυπάρχειν» και όχι απλώς το «συνέχειν»· η εσωτερική εκείνη συνοχή της υπάρξεως, η κοινωνία όχι ως ενότητα διαμερισμού των πραγμάτων, αλλά μερισμού του εαυτού του. Άλλο είναι το να κοινωνώ μοιράζοντας και άλλο το κοινωνείν μοιραζόμενος...
Στην πρώτη περίπτωση όλα περιορίζονται στην πράξη και στην πρόθεση της πράξεως. Στην δεύτερη, η σημασία της πράξεως υπερβαίνει τις προθέσεις, οπότε παίρνω επάνω μου και ό,τι δεν επεδίωξα· παραιτούμενος από ύψιστα δικαιώματα του ΕΓΩ. Αυτό θα πεί ακτημοσύνη γνήσια. Να βαστάζεις τα βάρη των άλλων, αναλαμβάνοντας πέραν των αποφάσεων σου και τις άδηλες προεκτάσεις των. Κι' αυτός ήτανε ο όσιος ο εν αγίοις πατήρ ημών Νεκτάριος ο Πενταπόλεως. Όχι ο κατά περίπτωσιν ακτήμων, αλλά ο αείποτε «πτωχός και πένης».
Και αυτό «φόβησε» τους πατριαρχικούς της Αλεξανδρείας. «Φόβισε» σχήμα λόγου. Απλώς χρησιμοποίησαν σαν επιχείρημα στη συκοφαντική σύσκεψη που γύρω στα 1890,χάλκεψαν-μαζί με άλλα συκοφαντικά και έωλα, οι φθονεροί και αδίστακτοι συκοφάντες του, της Αλεξανδρινής πατριαρχικής αυλής.
«Ο Νεκτάριος, είπε ένας απ' αυτούς τότε, φέρει παρωπίδες· δεν βλέπει τίποτα παραπέρα από τον ασκητικό βίο. Δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα που διεξάγει η πατρίδα μας· τη μέθοδο της διπλωματίας μας. Νομίζει ότι ζει στην εποχή των Πατέρων... Καταλαβαίνετε λοιπόν, τι θα πεί να γίνει Πατριάρχης... το παν θα εξανεμισθεί· θα μοιραστεί σε ξυπόλυτους και φελάχους και τα ταμεία θα βρεθούν άδεια. Αλλοίμονο στο ελληνικό στοιχείο... αλλοίμονό μας».
-Αναφέρω αυτό το περιστατικό όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει τον ακτήμονα άγιο, αλλά σαν μια μαρτυρία ανθρώπων της εποχής του, που τον γνώρισαν. Κι' είναι αυτό που βάρυνε μέσα στη συνείδησή του εκκλησιαστικού πληρώματος, και που μαζί με τα άλλα χαρίσματά του, τις θαυματουργίες του κυρίως και τις άλλες αρετές του για να αναγνωριστεί άγιος και να επισημοποιηθεί η αγιότητά του μέσα σε 30 περίπου χρόνια από το θάνατό του απ' το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δηλαδή κατάπ ολύ νωρίτερα απ' ότι ορίζει η παράδοση και οι κανόνες...
Θ' αναφερθώ σε δύο περιστατικά:
Το ένα συνέβη στην αυγή της ηλικίας του όταν ήτανε ακόμη αγόρι 13-14 χρόνων και το άλλο στο τέλος της ηλικίας του όταν συμπλήρωνε 74 χρόνια ζωής πάνω στη γη.
Βρισκόμαστε γύρω στα 1860. Θάταν τότε -γράφουν οι βιογράφοι του- 13 χρόνων με ντρίλινα ρούχα και πλεχτό σκούφο. Αδέκαρος, πάμπτωχος, κρατώντας όλο του το βιός, ένα μπογαλάκι· κι' έφτασε στο λιμάνι κοντά στη Σηλυβρία, την πατρίδα του. Δε βαστούσε ούτε το ναύλο για να μπεί στο σκάφος, κι' ο καπετάνιος το έβλεπε από τη γέφυρα κι' έκανε κέφι, χαμογελώντας. «Για που τόβαλες λεβεντονιέ μου;» - Για την Πόλη είπε ο μικρός· αλλά είμαι φτωχός· δεν έχω λεφτά. «Στην Πόλη δεν πάνε οι τζαμπατζήδες» του απαντάει εκείνος. Κι' ο μικρός Αναστάσης, αυτό ήτανε το βαφτιστικό του όνομα, δεν είπε λέξη. Έστεκε συμμαζεμένος σε μια γωνιά του μουράγιου, περίλυπος, με βουρκωμένα μάτια, καταγεμάτος ικεσία, ενώ οι επιβάτες είχανε πια μπεί στο κατάστρωμα...Το πλοίο έβαλε μπρός αλλά έμενε ακίνητο. Ο καπετάνιος δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη... Σε μια στιγμή ανταμώθηκαν οι ματιές τους. «Πάρε με, πάρε με κι' εμένα», ψιθύρισε ο μικρός Αναστάσης. Και τότε, ω τότε του έγνεψε να μπαρκάρει. Και το αγόρι μ' ένα πήδημα βρέθηκε ψηλά στο κατάστρωμα...Το πλοίο σαλπάρισε, κι' όταν έπλεε ανοιχτά στη θάλασσα ήρθανε οι ελεγκτές για να τσεκάρουν τα εισιτήρια...Αλλά ο καπετάνιος αφού τέλειωσε τη βάρδια του, αποσύρθηκε ν' αναπαυθεί. Νέα εμπλοκή για τον Αναστάση. Τι θα κάμει τώρα; Τι θα πεί πάλι; Θα τον πιστέψουν πως δεν έχει χρήματα;....
Οι ναυτικοί του μιλάνε -εισητήριο μικρέ!-Είμαι φτωχός, λέει. Δεν έχω καθόλου χρήματα. Ο καπετάνιος... αυτός μου επέτρεψε να ταξιδέψω. Πηγαίνω να μάθω γράμματα· να δουλέψω· να ζήσω και να βοηθήσω τους γονείς μου, γιατί είμαστε πάμπτωχοι...Σάς παρακαλώ...Τον συνεπήραν λυγμοί, δεν μπόρεσε να συνεχίσει...
Μέχρις εδώ περιγράφει το επεισόδιο ο Χονδρόπουλος... «Αλλά τα λόγια του παιδιού ήτανε τόσο πειστικά, συνεχίζει άλλος βιογράφος του (ο Δ. Παναγόπουλος), η έκφραση του προσώπου τόσο χαρακτηριστική και τα εκφραστικά αθώα του μάτια έδωσαν την απάντηση και έγινε αδιαμαρτύρητα πιστευτός. Κάποιος βρέθηκε τη στιγμή εκείνη ενδιαφερόμενος που άκουσε την ιστορία του, σίγουρα πλήρωσε το ναύλο, κι' αργότερα αυτός έγινε αιτία να σπουδάσει, να ταξιδέψει, να προχωρήσει. Ήτανε ανηψιός του μεγάλου Ιω. Χωρέμη, του άρχοντα της Χίου που τόσο τον ευεργέτησε αργότερα».
Το συγκινητικότατο περιστατικό που συνέβη στο πρώτο ξεκίνημα του αγίου, φανερώνει, εκτός των άλλων, πως και πόσο η ψυχή του ήτανε βαφτισμένη μέσα στην άγια Πενία, τη χριστιανική αυτή αρετή, που τον συνόδευσε σ' όλη την κατοπινή ζωή του, μέχρι τη στιγμή που παντελώς άπορος μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών σφαδάζοντας από δυνατούς πόνους, λόγω της αρρώστειας του προστάτη.
-Καλόγερος είναι; ρωτάει ο υπάλληλος τη μοναχή, που τον συνόδευε.
-Όχι, του απαντά εκείνη, Δεσπότης.
Κι ο υπάλληλος, χαμογελώντας ειρωνικά
-Αφήστε τ' αστεία γερόντισσα· πέστε μου το όνομά του να συμπληρώσω το δελτίο εισαγωγής του.
-Δεσπότης είναι, παιδί μου, του απαντά πάλι εκείνη. Είναι ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
-Πρώτη φορά βλέπω Δεσπότη (μονολόγησε ο υπάλληλος) χωρίς εγκόλπιο, χωρίς σταυρό, και το σπουδαιότερο, χωρίς χρήματα.
Και ο υπάλληλος κατάπληκτος, απ' όσα του εξιστόρησε με λίγα λόγια η μοναχή, έδωσε εντολή να τοποθετήσουν τον άρρωστο σ' έναν θάλαμο3ης θέσεως προορισμένο αποκλειστικά για εντελώς άπορους, όπου υπήρχαν μερικά κρεββάτια .
Νοσηλεύθηκε 2 σχεδόν μήνες για ν' αφήσει την τελευταία του αναπνοή το βράδυ 10.30' της 8ηςΝοεμβρίου του 1920.
Τα δύο αυτά περιστατικά, σημάδεψαν τον κύκλο της επίγειας ζωής του αγίου Νεκταρίου για να φανούν τα χαρακτηριστικά ενός κατά Χριστόν φτωχού και να παραδειγματιζόμαστε όλοι οι ορθόδοξοι πιστοί. Ζώσα και βοώσα πραγματικότης της κατά Χριστόν πενίας, που δεν είναι πολυτέλεια αρετής για μερικούς μόνο, πιστούς και αγίους, αλλά υποχρέωση για όλους τους χριστιανούς.
Η χριστιανική πενία είναι κάτι το ευρύτερο και το περιεκτικότερο από την απλή υλική, οικονομική πτωχεία. Είναι η κένωση με την βιβλική έννοια του όρου· η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση δια την πλήρωση του ανθρώπου από τον Θεό.
Πολλοί άνθρωποι γεννηθήκανε, ζήσανε και πεθάνανε πτωχοί. Αλλά η πνευματική τους στάση ήτανε ριζικά αντίθετη προς τη φτώχεια τους. Ήτανε φτωχοί, αλλά ζήσανε και πεθάνανε με τον καημό και τη λαχτάρα του πλούτου, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.
Ο άνθρωπος που ζει με τον καημό του πλούτου δεν διαφέρει σε τίποτε από τον πλούσιο. Ο πλούτος είναι το ιδανικό του. Για το χρυσό χτυπά η καρδιά του. Το όνειρό του είναι η πληθώρα των υλικών αγαθών και η αδυναμία του να τα φτάσει είναι το αίτιο της δυστυχίας του. Όλα όμως αυτά τα επιμέρους αγαθά, τα χρήματα (με την αρχαία ερμηνεία της λέξεως) είναι πεπερασμένα. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη δίψα του ανθρώπου για το Απόλυτο.
Έτσι ο άνθρωπος όταν είναι «χρημάτων εραστής», αγωνίζεται να συγκεντρώσει, να απορροφήσει, να αναλώσει και καταναλώσει όσο το δυνατό περισσότερα επί μέρους αγαθά (υλικά, οικονομικά η άλλα) με την ελπίδα ότι έτσι θα θεραπεύσει την ένδειά του, θα γεμίσει το κενό του. Αλλά εις μάτην. Το κενόν όχι μόνο δεν γεμίζει, αλλά ευρύνεται όλο και παραπέρα. Ο «xρημάτων εραστής» όχι μόνο δεν «πλουταίνει», αλλά διαρκώς περισσότερο «φτωχαίνει», και μάλιστα σκορπίζει την πτωχεία και γύρω του.
Βέβαια η «xριστιανική πενία» δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσον. Ο άνθρωπος δεν επλάσθη δια την πτωχείαν και την ένδεια, αλλά δια την πληρότητα και τον πλούτον. Η τραγωδία είναι ότι ο άνθρωπος, παρασυρόμενος από τον πατέρα του ψεύδους, προσπαθεί να φθάσει εις τον προορισμόν αυτόν, να γίνει δηλ. πλούσιος, αντλώντας όχι από τον Θησαυρόν των πραγματικών αγαθών, το Θεό, αλλ' από φρέατα συντετριμμένα. Γι' αυτό και η Εκκλησία σαν μέσο λυτρώσεως του ανθρώπου απ' αυτή την τραγωδία προτείνει την απόσπαση, την απεξάρτηση και απογύμνωση του ανθρώπου από τα φαινομενικά αγαθά, την «κένωση» όπως είπα και πρωτύτερα, η οποία θα επιτρέψει την «πλήρωση» του ανθρώπου από το εν αγαθόν ούτινος αληθώς εστι χρεία, το Θεό.
Αυτό το πέτυχε ο άγιος Νεκτάριος και όλοι οι άγιοι με πρωτοπόρους τους αναχωρητές. Ευχαριστούσε το Θεό για όσα του είχε χαρίσει. Τον ευχαριστούσε που τον αξίωσε να γεννηθεί πτωχός, να ζήσει πτωχός και να πεθάνει άπορος. Αγαπούσε την πενία, όχι από συνήθεια, η κάνοντας φιλοτιμία την ανάγκη, αλλά επειδή πίστευε πως το αντίθετο της πενίας, ο πλούτος, είναι αμαρτία. Άλλωστε και όταν έγινε η κουρά του σε μοναχό, στη Ν. Μονή της Χίου, εδήλωσεν επίσημα, πως μαζί με τις δύο άλλες αρετές του μοναχού, υπακοήν και παρθενία, θα τηρήσει δια βίου και την κατά Χριστόν πτωχείαν. Κι από τότε μπαίνει στην άσκηση αυτής της πενίας κατά την πιο οντολογική σημασία του όρου.
Ήξερε πολύ καλά το υπέροχο εκείνο απόφθεγμα του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο λόγο του «περί ακτημοσύνης» (§ ιε') και το βίωσε σ' όλη του την πληρότητα: «ο γευσάμενος των άνω ευχερώς των κάτω καταφρονεί. ο δε εκείνων άγευστος επί κτήμασιν αγάλλεται».
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, κλίμα ακτημοσύνης, έζησε ο άγιος Νεκτάριος από την παιδική του κιόλας ηλικία. Είχε σαφή και βαθειά εμπειρία «των άνω» γι' αυτό και του ήτανε εύκολη η υπέρβαση «των κάτω». Έζησε στιγμές που δεν είχε ούτε τις λίγες δεκάρες για να αγοράσει ψωμί.
Σ' ένα γράμμα του που έγραψε στον πατριάρχη Σωφρόνιο στις 11 Μαρτίου 1895 διαβάζουμε:«... τοσούτον, Παναγιώτατε, εγενόμην εγώ κακός προς Υμάς, ώστε μετά τέσσερα έτη από της αδικωτάτης από Αιγύπτου αναχωρήσεώς μου καθ' α εζήτουν (φυτοζωών) τον επιούσιον άρτον, όπως μερίζομαι αυτόν τοις φτωχοίς... κ.λ.π.)».
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού πούχε νοικιάσει στον άγιο μας πληροφορεί ότι αρκετές ημέρες έμενε εντελώς νηστικός, όταν ήρθε στην Αθήνα από την Αίγυπτο: «Ένας κοτζάμ δεσπότης να μην έχη μια δυο δεκάρες να γευτεί ψωμοτύρι;» «Στερούμαι και αυτού του επιουσίου» είπε στον Μελά εξ Αιγύπτου, πολιτευτή και παράγοντα της τότε Κυβέρνησης.
Πάμπολλες τέτοιες ομολογίες του ιδίου αλλά και των ανθρώπων που κινούνταν γύρω του, θα μπορούσε κανείς ν' αναφέρει, για να καταδειχθεί το βασικό γνώρισμα του αγίου: Λογάριαζε τη φτώχεια σαν ευλογία του Θεού. Χαιρότανε τη φτώχεια και ποτέ του δεν λαχτάρισε τον πλούτο, ούτε πεθύμησε τ' αγαθό του πλησίον. Ο άγιος Νεκτάριος είχε βαθιά συνείδηση της συζυγίας Χριστού και πενίας. Και γνωρίζοντας αυτή την ταύτιση, Χριστού και πενίας, είδε ολοκάθαρα σ' αυτή το βάθρο που πάνω σ' αυτό έστησεν ο Χριστός τον πένητα και τον ανέδειξε σε σφαίρες πανύψηλες. Έγινε ο ίδιος ο Χριστός, ο μεγάλος, ο ασύγκριτος πρόγονος του φτωχού.
Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να τα καταλάβουν οι πλούσιοι κι όλοι οι άλλοι, που κι αν δεν είναι πλούσιοι, ζούνε με τη λαχτάρα του πλούτου κι έχουνε τον πλούτο για ιδανικό τους. Οι τέτοιας λογής πλούσιοι κι οι τέτοιας λογής φτωχοί είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της πλουτολατρείας.
Όταν ο Κύριος απευθύνεται στους φτωχούς, την πενία ευαγγελίζεται. Κι όταν ο πλούσιος νεανίσκος, που είχε τηρήσει όλον τον Νόμον, ρωτάει τον Ιησού τι άλλο να κάνει για να εξασφαλίσει την Ουράνια Βασιλεία, ο Χριστός του λέει να μοιράσει τ' αγαθά του στους φτωχούς και να τον ακολουθήσει.
Έχει μεγάλη βαρύτητα, ξέρετε, ο λόγος αυτός του Κυρίου. Δεν είπε στον πλούσιο να δώσει τ' αγαθά του σ' ένα φτωχό, αλλά να τα μοιράσει στους φτωχούς. Σκοπός του Χριστού δεν ήταν να κάμει έναν πλούσιο φτωχό, δημιουργώντας ταυτοχρόνως έναν καινούργιο πλούσιο, αλλά να μεταλλάξει ένα πλούσιο σε φτωχό, χωρίς να μετακινήσει απ' την καθαγιασμένη περιοχή της πενίας κανένα φτωχό, κάνοντάς τον ανεπάντεχα πλούσιο.
Θυμηθείτε τι είπε στον Ιούδα ο Κύριος εξ αφορμής του μύρου που κόστισε 300 δηνάρια: «Tούς φτωχούς έχετε πάντοτε μεθ' εαυτών». Τι σημαίνει αυτό, παρά το ότι η πενία δεν είναι η καταραμένη εκείνη περιοχή που πρέπει να λείψει, αλλά περιοχή καθαγιασμένη που έχει πρόγονό της, πρόδρομο και παράδειγμα φωτεινό τον Ίδιο το Χριστό; Και ο λόγος αυτός δεν είναι καθόλου δικαίωση του πλούτου, όπως μπορεί να τον υποστηρίξουν οι δεξιοτέχνες της αρπαγής, αλλά υπογραμμισμός της ιερότητος της πενίας. Η Εκκλησία θα λέει πάντοτε πως ο πτωχός είναι η εικόνα και η ομοίωσις του Χριστού και κείνος που λατρεύει τον πλούτο είναι η εικό­να και η ομοίωση του Εωσφόρου. Και είναι θλιβερό ότι ο φτωχός, σήμε­ρα στον αιώνα της πλουτολατρείας, έχασε τη συνείδηση της ιερότητάς του.
Οι φτωχοί του Θεού δεν είναι οι οικονομικά εξαθλιωμένοι που επαναστατούν, αλλά οι εν τω ολίγω αναπαυόμενοι. Και πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά χρήματα, αλλά εκείνος που έχει απίθανα ελάχιστες ανάγκες. Πενία είναι η περιοχή που αρέσει στο Θεό και που ο Θεός ευλογεί και βοηθάει.
Το ιδανικό της δεν περιορίζεται μόνο στον υλικό τομέα. Υπάρχουν λογής λογής πλουτολατρείες. Άλλοι θησαυρίζουνε χρυσό και ασήμι, άλλοι συσσωρεύουνε άκαρπη μάθηση και παριστάνουν τους σοφούς, άλλοι εισπράττουνε τιμές και δόξες και διακρίσεις κι άλλοι έχουν την υστερία της εξουσίας.
Προς όλα αυτά ο κατά Χριστόν πένης Νεκτάριος ο Πενταπόλεως αντιδικούσε επίμονα και σταθερά. Και μη μου ειπείτε ότι παρ' όλα ταύτα διεκδικούσε επίμονα τους μισθούς 16 μηνών που του στέρησαν οι πατριαρχικοί της Αλεξανδρείας, η ότι κατεδέχετο να παίρνει από τα λεγόμενα «τυχερά» όταν ιεροπραττούσε, γιατί υπάρχει απάντηση από τον Ίδιο τον Κύριο, όστις «διέταξε τοις το Ευαγγέλιο καταγγέλουσι εκ του Ευαγγελίου ζήν».
Τέτοιου είδους προσφορά ελεημοσύνης, την θεωρούσε καρπό χριστιανικής αγάπης και την δεχότανε χωρίς να νοιώθει βαθύτερα ντροπιασμένος. Φτάνει να είναι οι προσφέροντες δότες ιλαροί. Κι αν ακόμη δεν ήτανε, ο κατά Χριστόν πένης άγιος Νεκτάριος, δεχότανε την πάσαν ελεημοσύνην με ταπείνωση, δίχως ν' αφήνει τον εγωισμό του να τον αποτραβά απ' την περιοχή της ταπεινής ζωής.
Το ίδιο έκανε και για τις προσφορές, τα χρηματικά βοηθήματα που του δίνανε οι χριστιανοί και οι φιλάνθρωποι. Τα μοίραζε όλα. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Ποτέ δεν ήξερε αν έχει κάτι στην τσέπη του και τι έχει. Αξιομνημόνευτο είναι και κείνο -ένα από τα πολλά- που έγινε όταν κάποιος ταλαίπωρος φτωχός βιοπαλαιστής και πολύτεκνος, που δεν είχε να εξοφλήσει το γραμμάτιο-χρέος των εικοσιπέντε δρχ. και την άλλη μέρα θα τον έκλειναν στη φυλακή. Πήγε στο Νεκτάριο και κείνος αφού πείσθηκε για την ειλικρίνεια του κατατρεγμένου φτωχού-αδελφού, φώναξε το βοηθό του Σακκόπουλο δίνοντας εντολή να ελεήσει τον άνθρωπο. Ξαναγυρίζει ο Σακκόπουλος -Μά... Σεβασμιώτατε, όλα κι όλα που έχουμε στο ταμείο είναι 25 δραχμές! -Δος' τα Κωστή, του λέει ο Δεσπότης, έχει ο Θεός. Θα μας τα δώσει 5πλάσια! Κι εκείνος έκανε υπακοή και τα έδωσε.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, πήρε είδηση απ' την Αρχιεπισκοπή να πάει με 4-5 Ριζαρείτες να τελέσει στη Μητρόπολη Αθηνών γάμο κάποιου άρχοντα, γιατί αδυνατούσε να παραστεί ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος. Και το αποτέλεσμα ήτανε να προσφέρουν στο Νεκτάριο 100 δρχ. και στους Ριζαρείτες 20, που μπήκανε στο Ταμείο των 25 δραχμών!
Άλλοτε γύρισε στη Ριζάρειο απ' το ναό της Χρυσοσπηλαιώτισ­σας, φορώντας ένα πεπαλαιωμένο ράσο, γιατί το δικό του το πρόσφερε σε κάποιο επαρχιώτη φτωχό ιερέα. Ενώ κάποτε πήγε στη συνεδρία της Σχολής με τις προσωπικές του παντόφλες, γιατί τα παπούτσια του τα πρόσφερε σε κάποιον που δεν εύρισκε το νούμερό του.
Με τέτοια ελευθερία και απλότητα εκινείτο ο άγιος Νεκτάριος. Ήτανε πνευματικά ελεύθερος. Ο εσωτερικά ελεύθερος κινούμενος άνετα κι ανεξάρτητα από κοινωνικό η άλλο «ταμπού». Γιατί ήτανε ο λυτρωμένος από τον ίδιο τον εαυτό του.
Όταν ο Μελέτιος Μεταξάκης, αρχιεπίσκοπος τότε Αθηνών, πήγε αιφνιδιαστικά στην Αίγινα με άσχημες μάλιστα προθέσεις και τον βρήκε ρακένδυτο με τον κασμά στα χέρια, τού κανε δριμύτατη παρατήρηση για την περιβολή του και την πράξη του, να σκάβει δηλ. στον κήπο της Μονής, γιατί τάχα, κατεβάζει πολύ χαμηλά το αξίωμα του αρχιερέα, τότε ο Νεκτάριος, με άνεση πήγε να τον υποδεχθεί χωρίς καθόλου να πεί λέξη, χαρούμενος μάλιστα για την παρατήρηση-επίθεση του Αρχιεπισκόπου.
Ο άγιος Νεκτάριος είχε για πρότυπο και οδηγό το Χριστό, τη ζωή του από τη Ναζαρέτ μαραγκού που κατέβαζε τη θεότητα τόσο χαμηλά κι έδινε το «κακό» παράδειγμα. Στα ίχνη Εκείνου επορεύετο ο Νεκτάριος. Γιατί ήτανε ο εθελοντής πτωχός, ο ιδανικός πτωχός, ο συνεχιστής του Πρώτου Πτωχού, του Κυρίου Του. Θα μπορούσε να ζει άνετα, να κάνει μικρή αποταμίευση για τα γεράματά του, και να μοιράζει κι ελεημοσύνες. Δεν τόκανε όμως. Τα μοίραζε όλα. Δεν νοιαζότανε για την αύριο. Και πέθανε φτωχός, φτωχότατος, στο θάλαμο ενός νοσοκομείου που ήτανε μόνο για άπορους. Και ζωντάνεψε στην εποχή μας κατά τρόπο θαυμαστό την αρετή της «κατά Χριστόν πενίας».
Και ύστερα πως να μη μοσχοβολάει μύρο ουράνιο η μάλλινη φανέλα του την ώρα που τον έντυναν με τα σάβανα της κηδείας του και την απόθεσαν κατά λάθος στο διπλανό κρεβάτι ενός από χρόνια κατάκοιτου παραλύτου, που θεραπεύτηκε και αμέσως σηκώθηκε μόνος του για το σπίτι του. Και για να θυμηθούμε το φτωχό άγιο του Παπαδιαμάντη στο ομώνυμο διήγημά του, «πως να μη μοσχοβολά το χώμα που το έλουσε με το αίμα του ο πτωχός αιπόλος;».
Έστι και άλλα πολλά α εποίησεν δια της δυνάμεως του Θεού ο μεγάλος αυτός θαυματουργός ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, τα οποία θα φανούν και θα τα ιδούμε την ημέρα εκείνη. Δικαιότατα ο λαός και ιδιαίτερα ο κοσμάκης της Αίγινας και του Πειραιά του απένειμε τον τίτλο: «Νεκτάριος, ο Δεσπότης της φτωχολογιάς».

http://www.egolpion.com/
Το μεταφέρουμε από εδώ

Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2020

Η φτώχεια του αγίου Νεκταρίου - Χριστιανοί & φτώχεια

 Ο άγιος Νεκτάριος και η κατά Χριστόν πενία



 Τι & πώς (απόσπασμα εισήγησης σε συνέδριο για τον Άγιο)

" ....Ο άγιος Νεκτάριος, δεν έγραψε ποτέ κάτι πάνω στο θέμα της «κατά Χριστόν πενίας», καίτοι πολυγραφότατος κατά τα άλλα. Εν τούτοις ήτανε ο ίδιος η προσωποποίηση της χριστιανικής πτωχείας. Υλοποίησε και εκδήλωσε σ' όλη του τη ζωή την μεγάλη αυτή αρετή, της κατά Χριστόν πενίας και ακτημοσύνης. Και βέβαια είναι αυτό η καλύτερη και αυθεντικότερη πραγματεία και επιστολή που άφησε στην εκκλησία μας.
«Νεκτάριος και χρήματα είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα». Αυτό κυκλοφορούσε και μάλιστα διαχρονικά ανάμεσα στους χριστιανούς όχι μόνο της Αιγύπτου όπου έδρασε στα καλύτερα χρόνια της ζωής του, αλλά και σε όλα τα μέρη της Ελλάδος όπου βρέθηκε.



Είχε κάνει ζωηρότατη εντύπωση η αφιλοχρηματία του και η έντιμη πενία με την οποία έζησε και μέσα στην οποία, άφησε την τελευταία του πνοή.
Γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός και απέθανε φτωχός. Υπήρξε ο άνθρωπος όχι του «έχειν» αλλά του «είναι». Πλήρως ανεξάρτητος από την ύλη.
Εκείνο που επιγραμματικά γράφει ο Μέγας Βασίλειος «ου το πένεσθαι επονείδιστον, αλλά το μη φέρειν ευγνωμόνως την πενίαν» όχι απλώς το ζούσε, αλλά και το αγαπούσε και το επεδίωκε επιμελώς και αδιαλείπτως.
Ζυμωμένος με την αρετή αυτή όχι μονάχα αγαπούσε την κατά Χριστόν πενία, όχι μόνο μοίραζε ό,τι είχε αλλά ήτανε πρόθυμος και τον ίδιο τον εαυτό του να μοιράζει στους συνανθρώπους του.
Μέσα του κυριαρχούσε το «συνυπάρχειν» και όχι απλώς το «συνέχειν»· η εσωτερική εκείνη συνοχή της υπάρξεως, η κοινωνία όχι ως ενότητα διαμερισμού των πραγμάτων, αλλά μερισμού του εαυτού του. Άλλο είναι το να κοινωνώ μοιράζοντας και άλλο το κοινωνείν μοιραζόμενος...
Στην πρώτη περίπτωση όλα περιορίζονται στην πράξη και στην πρόθεση της πράξεως. Στην δεύτερη, η σημασία της πράξεως υπερβαίνει τις προθέσεις, οπότε παίρνω επάνω μου και ό,τι δεν επεδίωξα· παραιτούμενος από ύψιστα δικαιώματα του ΕΓΩ. Αυτό θα πεί ακτημοσύνη γνήσια. Να βαστάζεις τα βάρη των άλλων, αναλαμβάνοντας πέραν των αποφάσεων σου και τις άδηλες προεκτάσεις των. Κι' αυτός ήτανε ο όσιος ο εν αγίοις πατήρ ημών Νεκτάριος ο Πενταπόλεως. Όχι ο κατά περίπτωσιν ακτήμων, αλλά ο αείποτε «πτωχός και πένης».
Και αυτό «φόβησε» τους πατριαρχικούς της Αλεξανδρείας. «Φόβισε» σχήμα λόγου. Απλώς χρησιμοποίησαν σαν επιχείρημα στη συκοφαντική σύσκεψη που γύρω στα 1890,χάλκεψαν-μαζί με άλλα συκοφαντικά και έωλα, οι φθονεροί και αδίστακτοι συκοφάντες του, της Αλεξανδρινής πατριαρχικής αυλής.
«Ο Νεκτάριος, είπε ένας απ' αυτούς τότε, φέρει παρωπίδες· δεν βλέπει τίποτα παραπέρα από τον ασκητικό βίο. Δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα που διεξάγει η πατρίδα μας· τη μέθοδο της διπλωματίας μας. Νομίζει ότι ζει στην εποχή των Πατέρων... Καταλαβαίνετε λοιπόν, τι θα πεί να γίνει Πατριάρχης... το παν θα εξανεμισθεί· θα μοιραστεί σε ξυπόλυτους και φελάχους και τα ταμεία θα βρεθούν άδεια. Αλλοίμονο στο ελληνικό στοιχείο... αλλοίμονό μας».
-Αναφέρω αυτό το περιστατικό όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει τον ακτήμονα άγιο, αλλά σαν μια μαρτυρία ανθρώπων της εποχής του, που τον γνώρισαν. Κι' είναι αυτό που βάρυνε μέσα στη συνείδησή του εκκλησιαστικού πληρώματος, και που μαζί με τα άλλα χαρίσματά του, τις θαυματουργίες του κυρίως και τις άλλες αρετές του για να αναγνωριστεί άγιος και να επισημοποιηθεί η αγιότητά του μέσα σε 30 περίπου χρόνια από το θάνατό του απ' το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δηλαδή κατάπ ολύ νωρίτερα απ' ότι ορίζει η παράδοση και οι κανόνες...
Θ' αναφερθώ σε δύο περιστατικά:
Το ένα συνέβη στην αυγή της ηλικίας του όταν ήτανε ακόμη αγόρι 13-14 χρόνων και το άλλο στο τέλος της ηλικίας του όταν συμπλήρωνε 74 χρόνια ζωής πάνω στη γη.
Βρισκόμαστε γύρω στα 1860. Θάταν τότε -γράφουν οι βιογράφοι του- 13 χρόνων με ντρίλινα ρούχα και πλεχτό σκούφο. Αδέκαρος, πάμπτωχος, κρατώντας όλο του το βιός, ένα μπογαλάκι· κι' έφτασε στο λιμάνι κοντά στη Σηλυβρία, την πατρίδα του. Δε βαστούσε ούτε το ναύλο για να μπεί στο σκάφος, κι' ο καπετάνιος το έβλεπε από τη γέφυρα κι' έκανε κέφι, χαμογελώντας. «Για που τόβαλες λεβεντονιέ μου;» - Για την Πόλη είπε ο μικρός· αλλά είμαι φτωχός· δεν έχω λεφτά. «Στην Πόλη δεν πάνε οι τζαμπατζήδες» του απαντάει εκείνος. Κι' ο μικρός Αναστάσης, αυτό ήτανε το βαφτιστικό του όνομα, δεν είπε λέξη. Έστεκε συμμαζεμένος σε μια γωνιά του μουράγιου, περίλυπος, με βουρκωμένα μάτια, καταγεμάτος ικεσία, ενώ οι επιβάτες είχανε πια μπεί στο κατάστρωμα...Το πλοίο έβαλε μπρός αλλά έμενε ακίνητο. Ο καπετάνιος δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη... Σε μια στιγμή ανταμώθηκαν οι ματιές τους. «Πάρε με, πάρε με κι' εμένα», ψιθύρισε ο μικρός Αναστάσης. Και τότε, ω τότε του έγνεψε να μπαρκάρει. Και το αγόρι μ' ένα πήδημα βρέθηκε ψηλά στο κατάστρωμα...Το πλοίο σαλπάρισε, κι' όταν έπλεε ανοιχτά στη θάλασσα ήρθανε οι ελεγκτές για να τσεκάρουν τα εισιτήρια...Αλλά ο καπετάνιος αφού τέλειωσε τη βάρδια του, αποσύρθηκε ν' αναπαυθεί. Νέα εμπλοκή για τον Αναστάση. Τι θα κάμει τώρα; Τι θα πεί πάλι; Θα τον πιστέψουν πως δεν έχει χρήματα;....
Οι ναυτικοί του μιλάνε -εισητήριο μικρέ!-Είμαι φτωχός, λέει. Δεν έχω καθόλου χρήματα. Ο καπετάνιος... αυτός μου επέτρεψε να ταξιδέψω. Πηγαίνω να μάθω γράμματα· να δουλέψω· να ζήσω και να βοηθήσω τους γονείς μου, γιατί είμαστε πάμπτωχοι...Σάς παρακαλώ...Τον συνεπήραν λυγμοί, δεν μπόρεσε να συνεχίσει...
Μέχρις εδώ περιγράφει το επεισόδιο ο Χονδρόπουλος... «Αλλά τα λόγια του παιδιού ήτανε τόσο πειστικά, συνεχίζει άλλος βιογράφος του (ο Δ. Παναγόπουλος), η έκφραση του προσώπου τόσο χαρακτηριστική και τα εκφραστικά αθώα του μάτια έδωσαν την απάντηση και έγινε αδιαμαρτύρητα πιστευτός. Κάποιος βρέθηκε τη στιγμή εκείνη ενδιαφερόμενος που άκουσε την ιστορία του, σίγουρα πλήρωσε το ναύλο, κι' αργότερα αυτός έγινε αιτία να σπουδάσει, να ταξιδέψει, να προχωρήσει. Ήτανε ανηψιός του μεγάλου Ιω. Χωρέμη, του άρχοντα της Χίου που τόσο τον ευεργέτησε αργότερα».
Το συγκινητικότατο περιστατικό που συνέβη στο πρώτο ξεκίνημα του αγίου, φανερώνει, εκτός των άλλων, πως και πόσο η ψυχή του ήτανε βαφτισμένη μέσα στην άγια Πενία, τη χριστιανική αυτή αρετή, που τον συνόδευσε σ' όλη την κατοπινή ζωή του, μέχρι τη στιγμή που παντελώς άπορος μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών σφαδάζοντας από δυνατούς πόνους, λόγω της αρρώστειας του προστάτη.
-Καλόγερος είναι; ρωτάει ο υπάλληλος τη μοναχή, που τον συνόδευε.
-Όχι, του απαντά εκείνη, Δεσπότης.
Κι ο υπάλληλος, χαμογελώντας ειρωνικά
-Αφήστε τ' αστεία γερόντισσα· πέστε μου το όνομά του να συμπληρώσω το δελτίο εισαγωγής του.
-Δεσπότης είναι, παιδί μου, του απαντά πάλι εκείνη. Είναι ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
-Πρώτη φορά βλέπω Δεσπότη (μονολόγησε ο υπάλληλος) χωρίς εγκόλπιο, χωρίς σταυρό, και το σπουδαιότερο, χωρίς χρήματα.
Και ο υπάλληλος κατάπληκτος, απ' όσα του εξιστόρησε με λίγα λόγια η μοναχή, έδωσε εντολή να τοποθετήσουν τον άρρωστο σ' έναν θάλαμο3ης θέσεως προορισμένο αποκλειστικά για εντελώς άπορους, όπου υπήρχαν μερικά κρεββάτια .
Νοσηλεύθηκε 2 σχεδόν μήνες για ν' αφήσει την τελευταία του αναπνοή το βράδυ 10.30' της 8ηςΝοεμβρίου του 1920.
Τα δύο αυτά περιστατικά, σημάδεψαν τον κύκλο της επίγειας ζωής του αγίου Νεκταρίου για να φανούν τα χαρακτηριστικά ενός κατά Χριστόν φτωχού και να παραδειγματιζόμαστε όλοι οι ορθόδοξοι πιστοί. Ζώσα και βοώσα πραγματικότης της κατά Χριστόν πενίας, που δεν είναι πολυτέλεια αρετής για μερικούς μόνο, πιστούς και αγίους, αλλά υποχρέωση για όλους τους χριστιανούς.
Η χριστιανική πενία είναι κάτι το ευρύτερο και το περιεκτικότερο από την απλή υλική, οικονομική πτωχεία. Είναι η κένωση με την βιβλική έννοια του όρου· η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση δια την πλήρωση του ανθρώπου από τον Θεό.
Πολλοί άνθρωποι γεννηθήκανε, ζήσανε και πεθάνανε πτωχοί. Αλλά η πνευματική τους στάση ήτανε ριζικά αντίθετη προς τη φτώχεια τους. Ήτανε φτωχοί, αλλά ζήσανε και πεθάνανε με τον καημό και τη λαχτάρα του πλούτου, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.
Ο άνθρωπος που ζει με τον καημό του πλούτου δεν διαφέρει σε τίποτε από τον πλούσιο. Ο πλούτος είναι το ιδανικό του. Για το χρυσό χτυπά η καρδιά του. Το όνειρό του είναι η πληθώρα των υλικών αγαθών και η αδυναμία του να τα φτάσει είναι το αίτιο της δυστυχίας του. Όλα όμως αυτά τα επιμέρους αγαθά, τα χρήματα (με την αρχαία ερμηνεία της λέξεως) είναι πεπερασμένα. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη δίψα του ανθρώπου για το Απόλυτο.
Έτσι ο άνθρωπος όταν είναι «χρημάτων εραστής», αγωνίζεται να συγκεντρώσει, να απορροφήσει, να αναλώσει και καταναλώσει όσο το δυνατό περισσότερα επί μέρους αγαθά (υλικά, οικονομικά η άλλα) με την ελπίδα ότι έτσι θα θεραπεύσει την ένδειά του, θα γεμίσει το κενό του. Αλλά εις μάτην. Το κενόν όχι μόνο δεν γεμίζει, αλλά ευρύνεται όλο και παραπέρα. Ο «xρημάτων εραστής» όχι μόνο δεν «πλουταίνει», αλλά διαρκώς περισσότερο «φτωχαίνει», και μάλιστα σκορπίζει την πτωχεία και γύρω του.
Βέβαια η «xριστιανική πενία» δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσον. Ο άνθρωπος δεν επλάσθη δια την πτωχείαν και την ένδεια, αλλά δια την πληρότητα και τον πλούτον. Η τραγωδία είναι ότι ο άνθρωπος, παρασυρόμενος από τον πατέρα του ψεύδους, προσπαθεί να φθάσει εις τον προορισμόν αυτόν, να γίνει δηλ. πλούσιος, αντλώντας όχι από τον Θησαυρόν των πραγματικών αγαθών, το Θεό, αλλ' από φρέατα συντετριμμένα. Γι' αυτό και η Εκκλησία σαν μέσο λυτρώσεως του ανθρώπου απ' αυτή την τραγωδία προτείνει την απόσπαση, την απεξάρτηση και απογύμνωση του ανθρώπου από τα φαινομενικά αγαθά, την «κένωση» όπως είπα και πρωτύτερα, η οποία θα επιτρέψει την «πλήρωση» του ανθρώπου από το εν αγαθόν ούτινος αληθώς εστι χρεία, το Θεό.
Αυτό το πέτυχε ο άγιος Νεκτάριος και όλοι οι άγιοι με πρωτοπόρους τους αναχωρητές. Ευχαριστούσε το Θεό για όσα του είχε χαρίσει. Τον ευχαριστούσε που τον αξίωσε να γεννηθεί πτωχός, να ζήσει πτωχός και να πεθάνει άπορος. Αγαπούσε την πενία, όχι από συνήθεια, η κάνοντας φιλοτιμία την ανάγκη, αλλά επειδή πίστευε πως το αντίθετο της πενίας, ο πλούτος, είναι αμαρτία. Άλλωστε και όταν έγινε η κουρά του σε μοναχό, στη Ν. Μονή της Χίου, εδήλωσεν επίσημα, πως μαζί με τις δύο άλλες αρετές του μοναχού, υπακοήν και παρθενία, θα τηρήσει δια βίου και την κατά Χριστόν πτωχείαν. Κι από τότε μπαίνει στην άσκηση αυτής της πενίας κατά την πιο οντολογική σημασία του όρου.
Ήξερε πολύ καλά το υπέροχο εκείνο απόφθεγμα του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο λόγο του «περί ακτημοσύνης» (§ ιε') και το βίωσε σ' όλη του την πληρότητα: «ο γευσάμενος των άνω ευχερώς των κάτω καταφρονεί. ο δε εκείνων άγευστος επί κτήμασιν αγάλλεται».
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, κλίμα ακτημοσύνης, έζησε ο άγιος Νεκτάριος από την παιδική του κιόλας ηλικία. Είχε σαφή και βαθειά εμπειρία «των άνω» γι' αυτό και του ήτανε εύκολη η υπέρβαση «των κάτω». Έζησε στιγμές που δεν είχε ούτε τις λίγες δεκάρες για να αγοράσει ψωμί.
Σ' ένα γράμμα του που έγραψε στον πατριάρχη Σωφρόνιο στις 11 Μαρτίου 1895 διαβάζουμε:«... τοσούτον, Παναγιώτατε, εγενόμην εγώ κακός προς Υμάς, ώστε μετά τέσσερα έτη από της αδικωτάτης από Αιγύπτου αναχωρήσεώς μου καθ' α εζήτουν (φυτοζωών) τον επιούσιον άρτον, όπως μερίζομαι αυτόν τοις φτωχοίς... κ.λ.π.)».
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού πούχε νοικιάσει στον άγιο μας πληροφορεί ότι αρκετές ημέρες έμενε εντελώς νηστικός, όταν ήρθε στην Αθήνα από την Αίγυπτο: «Ένας κοτζάμ δεσπότης να μην έχη μια δυο δεκάρες να γευτεί ψωμοτύρι;» «Στερούμαι και αυτού του επιουσίου» είπε στον Μελά εξ Αιγύπτου, πολιτευτή και παράγοντα της τότε Κυβέρνησης.
Πάμπολλες τέτοιες ομολογίες του ιδίου αλλά και των ανθρώπων που κινούνταν γύρω του, θα μπορούσε κανείς ν' αναφέρει, για να καταδειχθεί το βασικό γνώρισμα του αγίου: Λογάριαζε τη φτώχεια σαν ευλογία του Θεού. Χαιρότανε τη φτώχεια και ποτέ του δεν λαχτάρισε τον πλούτο, ούτε πεθύμησε τ' αγαθό του πλησίον. Ο άγιος Νεκτάριος είχε βαθιά συνείδηση της συζυγίας Χριστού και πενίας. Και γνωρίζοντας αυτή την ταύτιση, Χριστού και πενίας, είδε ολοκάθαρα σ' αυτή το βάθρο που πάνω σ' αυτό έστησεν ο Χριστός τον πένητα και τον ανέδειξε σε σφαίρες πανύψηλες. Έγινε ο ίδιος ο Χριστός, ο μεγάλος, ο ασύγκριτος πρόγονος του φτωχού.
Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να τα καταλάβουν οι πλούσιοι κι όλοι οι άλλοι, που κι αν δεν είναι πλούσιοι, ζούνε με τη λαχτάρα του πλούτου κι έχουνε τον πλούτο για ιδανικό τους. Οι τέτοιας λογής πλούσιοι κι οι τέτοιας λογής φτωχοί είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της πλουτολατρείας.
Όταν ο Κύριος απευθύνεται στους φτωχούς, την πενία ευαγγελίζεται. Κι όταν ο πλούσιος νεανίσκος, που είχε τηρήσει όλον τον Νόμον, ρωτάει τον Ιησού τι άλλο να κάνει για να εξασφαλίσει την Ουράνια Βασιλεία, ο Χριστός του λέει να μοιράσει τ' αγαθά του στους φτωχούς και να τον ακολουθήσει.
Έχει μεγάλη βαρύτητα, ξέρετε, ο λόγος αυτός του Κυρίου. Δεν είπε στον πλούσιο να δώσει τ' αγαθά του σ' ένα φτωχό, αλλά να τα μοιράσει στους φτωχούς. Σκοπός του Χριστού δεν ήταν να κάμει έναν πλούσιο φτωχό, δημιουργώντας ταυτοχρόνως έναν καινούργιο πλούσιο, αλλά να μεταλλάξει ένα πλούσιο σε φτωχό, χωρίς να μετακινήσει απ' την καθαγιασμένη περιοχή της πενίας κανένα φτωχό, κάνοντάς τον ανεπάντεχα πλούσιο.
Θυμηθείτε τι είπε στον Ιούδα ο Κύριος εξ αφορμής του μύρου που κόστισε 300 δηνάρια: «Tούς φτωχούς έχετε πάντοτε μεθ' εαυτών». Τι σημαίνει αυτό, παρά το ότι η πενία δεν είναι η καταραμένη εκείνη περιοχή που πρέπει να λείψει, αλλά περιοχή καθαγιασμένη που έχει πρόγονό της, πρόδρομο και παράδειγμα φωτεινό τον Ίδιο το Χριστό; Και ο λόγος αυτός δεν είναι καθόλου δικαίωση του πλούτου, όπως μπορεί να τον υποστηρίξουν οι δεξιοτέχνες της αρπαγής, αλλά υπογραμμισμός της ιερότητος της πενίας. Η Εκκλησία θα λέει πάντοτε πως ο πτωχός είναι η εικόνα και η ομοίωσις του Χριστού και κείνος που λατρεύει τον πλούτο είναι η εικό­να και η ομοίωση του Εωσφόρου. Και είναι θλιβερό ότι ο φτωχός, σήμε­ρα στον αιώνα της πλουτολατρείας, έχασε τη συνείδηση της ιερότητάς του.
Οι φτωχοί του Θεού δεν είναι οι οικονομικά εξαθλιωμένοι που επαναστατούν, αλλά οι εν τω ολίγω αναπαυόμενοι. Και πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά χρήματα, αλλά εκείνος που έχει απίθανα ελάχιστες ανάγκες. Πενία είναι η περιοχή που αρέσει στο Θεό και που ο Θεός ευλογεί και βοηθάει.
Το ιδανικό της δεν περιορίζεται μόνο στον υλικό τομέα. Υπάρχουν λογής λογής πλουτολατρείες. Άλλοι θησαυρίζουνε χρυσό και ασήμι, άλλοι συσσωρεύουνε άκαρπη μάθηση και παριστάνουν τους σοφούς, άλλοι εισπράττουνε τιμές και δόξες και διακρίσεις κι άλλοι έχουν την υστερία της εξουσίας.
Προς όλα αυτά ο κατά Χριστόν πένης Νεκτάριος ο Πενταπόλεως αντιδικούσε επίμονα και σταθερά. Και μη μου ειπείτε ότι παρ' όλα ταύτα διεκδικούσε επίμονα τους μισθούς 16 μηνών που του στέρησαν οι πατριαρχικοί της Αλεξανδρείας, η ότι κατεδέχετο να παίρνει από τα λεγόμενα «τυχερά» όταν ιεροπραττούσε, γιατί υπάρχει απάντηση από τον Ίδιο τον Κύριο, όστις «διέταξε τοις το Ευαγγέλιο καταγγέλουσι εκ του Ευαγγελίου ζήν».
Τέτοιου είδους προσφορά ελεημοσύνης, την θεωρούσε καρπό χριστιανικής αγάπης και την δεχότανε χωρίς να νοιώθει βαθύτερα ντροπιασμένος. Φτάνει να είναι οι προσφέροντες δότες ιλαροί. Κι αν ακόμη δεν ήτανε, ο κατά Χριστόν πένης άγιος Νεκτάριος, δεχότανε την πάσαν ελεημοσύνην με ταπείνωση, δίχως ν' αφήνει τον εγωισμό του να τον αποτραβά απ' την περιοχή της ταπεινής ζωής.
Το ίδιο έκανε και για τις προσφορές, τα χρηματικά βοηθήματα που του δίνανε οι χριστιανοί και οι φιλάνθρωποι. Τα μοίραζε όλα. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Ποτέ δεν ήξερε αν έχει κάτι στην τσέπη του και τι έχει. Αξιομνημόνευτο είναι και κείνο -ένα από τα πολλά- που έγινε όταν κάποιος ταλαίπωρος φτωχός βιοπαλαιστής και πολύτεκνος, που δεν είχε να εξοφλήσει το γραμμάτιο-χρέος των εικοσιπέντε δρχ. και την άλλη μέρα θα τον έκλειναν στη φυλακή. Πήγε στο Νεκτάριο και κείνος αφού πείσθηκε για την ειλικρίνεια του κατατρεγμένου φτωχού-αδελφού, φώναξε το βοηθό του Σακκόπουλο δίνοντας εντολή να ελεήσει τον άνθρωπο. Ξαναγυρίζει ο Σακκόπουλος -Μά... Σεβασμιώτατε, όλα κι όλα που έχουμε στο ταμείο είναι 25 δραχμές! -Δος' τα Κωστή, του λέει ο Δεσπότης, έχει ο Θεός. Θα μας τα δώσει 5πλάσια! Κι εκείνος έκανε υπακοή και τα έδωσε.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, πήρε είδηση απ' την Αρχιεπισκοπή να πάει με 4-5 Ριζαρείτες να τελέσει στη Μητρόπολη Αθηνών γάμο κάποιου άρχοντα, γιατί αδυνατούσε να παραστεί ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος. Και το αποτέλεσμα ήτανε να προσφέρουν στο Νεκτάριο 100 δρχ. και στους Ριζαρείτες 20, που μπήκανε στο Ταμείο των 25 δραχμών!
Άλλοτε γύρισε στη Ριζάρειο απ' το ναό της Χρυσοσπηλαιώτισ­σας, φορώντας ένα πεπαλαιωμένο ράσο, γιατί το δικό του το πρόσφερε σε κάποιο επαρχιώτη φτωχό ιερέα. Ενώ κάποτε πήγε στη συνεδρία της Σχολής με τις προσωπικές του παντόφλες, γιατί τα παπούτσια του τα πρόσφερε σε κάποιον που δεν εύρισκε το νούμερό του.
Με τέτοια ελευθερία και απλότητα εκινείτο ο άγιος Νεκτάριος. Ήτανε πνευματικά ελεύθερος. Ο εσωτερικά ελεύθερος κινούμενος άνετα κι ανεξάρτητα από κοινωνικό η άλλο «ταμπού». Γιατί ήτανε ο λυτρωμένος από τον ίδιο τον εαυτό του.
Όταν ο Μελέτιος Μεταξάκης, αρχιεπίσκοπος τότε Αθηνών, πήγε αιφνιδιαστικά στην Αίγινα με άσχημες μάλιστα προθέσεις και τον βρήκε ρακένδυτο με τον κασμά στα χέρια, τού κανε δριμύτατη παρατήρηση για την περιβολή του και την πράξη του, να σκάβει δηλ. στον κήπο της Μονής, γιατί τάχα, κατεβάζει πολύ χαμηλά το αξίωμα του αρχιερέα, τότε ο Νεκτάριος, με άνεση πήγε να τον υποδεχθεί χωρίς καθόλου να πεί λέξη, χαρούμενος μάλιστα για την παρατήρηση-επίθεση του Αρχιεπισκόπου.
Ο άγιος Νεκτάριος είχε για πρότυπο και οδηγό το Χριστό, τη ζωή του από τη Ναζαρέτ μαραγκού που κατέβαζε τη θεότητα τόσο χαμηλά κι έδινε το «κακό» παράδειγμα. Στα ίχνη Εκείνου επορεύετο ο Νεκτάριος. Γιατί ήτανε ο εθελοντής πτωχός, ο ιδανικός πτωχός, ο συνεχιστής του Πρώτου Πτωχού, του Κυρίου Του. Θα μπορούσε να ζει άνετα, να κάνει μικρή αποταμίευση για τα γεράματά του, και να μοιράζει κι ελεημοσύνες. Δεν τόκανε όμως. Τα μοίραζε όλα. Δεν νοιαζότανε για την αύριο. Και πέθανε φτωχός, φτωχότατος, στο θάλαμο ενός νοσοκομείου που ήτανε μόνο για άπορους. Και ζωντάνεψε στην εποχή μας κατά τρόπο θαυμαστό την αρετή της «κατά Χριστόν πενίας».
Και ύστερα πως να μη μοσχοβολάει μύρο ουράνιο η μάλλινη φανέλα του την ώρα που τον έντυναν με τα σάβανα της κηδείας του και την απόθεσαν κατά λάθος στο διπλανό κρεβάτι ενός από χρόνια κατάκοιτου παραλύτου, που θεραπεύτηκε και αμέσως σηκώθηκε μόνος του για το σπίτι του. Και για να θυμηθούμε το φτωχό άγιο του Παπαδιαμάντη στο ομώνυμο διήγημά του, «πως να μη μοσχοβολά το χώμα που το έλουσε με το αίμα του ο πτωχός αιπόλος;».
Έστι και άλλα πολλά α εποίησεν δια της δυνάμεως του Θεού ο μεγάλος αυτός θαυματουργός ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, τα οποία θα φανούν και θα τα ιδούμε την ημέρα εκείνη. Δικαιότατα ο λαός και ιδιαίτερα ο κοσμάκης της Αίγινας και του Πειραιά του απένειμε τον τίτλο: «Νεκτάριος, ο Δεσπότης της φτωχολογιάς».

http://www.egolpion.com/
Το μεταφέρουμε από εδώ

Κυριακή, Αυγούστου 18, 2013

Τα χρήματα τα έχεις για ν’ ανακουφίζεις από τη φτώχεια, όχι για να διαπραγματεύεσαι με τη φτώχεια Πηγή: Ορθόδοξα Ωφελήματα: Τα χρήματα τα έχεις για ν’ ανακουφίζεις από τη φτώχεια, όχι για να διαπραγματεύεσαι με τη φτώχεια

Ξόδεψε, λοιπόν, τα χρήματά σου, για να έχεις τα πάντα δικά σου.

Όπως εκείνος που ελέγχεται από τη συνείδησή του για τη διάπραξη παρανομιών, είναι ταλαίπωρος, έτσι κι εκείνος που έχει καθαρή τη συ­νείδησή του, ακόμα κι αν φοράει κουρέλια ή παλεύει με την πείνα, είναι πιο εύθυμος απ’ αυτούς που ξεφα­ντώνουν.

Τα χρήματα τα έχεις για ν’ ανακουφίζεις από τη φτώχεια, όχι για να διαπραγματεύεσαι με τη φτώχεια.
Εσύ, όμως, δανείζοντας χρήματα με τόκο στον φτωχό συνάνθρωπό σου, του ετοιμάζεις μεγαλύτερη συμφο­ρά.

Κάνε αυτή τη συναλλαγή, δεν σε εμποδίζω, αλλά για τη βασιλεία των ουρανών. Ως αντάλλαγμα της βοήθειας, που προσφέρεις, μην πάρεις τόκο, αλλά την αιώνια ζωή. Γιατί γίνεσαι μικρολόγος και χάνεις κά­τι τόσο μεγάλο για λίγα χρήματα, που χάνονται; Για­τί αφήνεις το Θεό και επιδιώκεις το κέρδος;

Γιατί παραβλέπεις τον πλούσιο Κύριο και κυνηγάς τον φτωχό άνθρωπο; Ο Κύριος θα σου ανταποδώσει κάθε ευερ­γεσία που κάνεις, ενώ ο άνθρωπος στενοχωριέται, όταν επιστρέφει ό,τι του δάνεισες.

Αυτός δύσκολα σου δίνει και το ένα εκατοστό από τα δανεικά, ενώ Εκείνος εκατονταπλάσια σου ανταποδίδει και την αθανασία σου χαρίζει. Αυτός σου δίνει τα δανεικά με βαρυγγώμια και βρισιές, ενώ Εκείνος σου ανταποδί­δει τις αγαθοεργίες με επαίνους και εγκώμια.

Αυτός νιώθει για σένα μίσος, ενώ Εκείνος σου ετοιμάζει με αγάπη στεφάνια δόξας. Αυτός απρόθυμα σου δίνει σ’ αυτή τη ζωή ό,τι σου χρωστάει, ενώ Εκείνος πρόθυμα σου δίνει και σ’ αυτή τη ζωή και στην άλλη όσα δεν σου χρωστάει.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


 πηγή 

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2012

ΕΝΑΣ ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ! Ἀρχιμανδρίτης Καλλίστρατος Ν. Λυράκης


«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν» (Λουκ. ιβ΄ 21).
ΕΝΑΣ ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ!
Αὐτό εἶναι τό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου.Ἕνα συμπέρασμα, πού μᾶς παρουσιάζει τό τραγικό πάθημα τοῦ πλουσίου. Τό εἴδαμε! Κοπίασε σάν δοῦλος καί μόχθησε καί κακοπάθησε γιά νά συνάξει «πάντα τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά του», καί ξαφνικά πέθανε. Πέθανε κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, ἀποκαμωμένος. Πέθανε μέ ἀκάθαρτη καί κατάμαυρη τήν ψυχή.
Ἀλλά τό πάθημα αὐτό τοῦ ἄφρονα πλουσίου δέν ἦταν μόνο γιά ἐκεῖνον. Παρόμοιο τέλος θά ἔχουν ὅλοι ὅσοι τοῦ ὁμοιάζουν. Γι’ αὐτό βλέπετε ὁ Κύριος τόνισε: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Τό ἴδιο τέλος θά ἔχει καί καθένας πού μοιάζει μέ τόν ἄφρονα πλούσιο καί θησαυρίζει στόν ἑαυτό του καί δέν πλουτίζει στόν Θεό.
Ἀξίζει τόν κόπο νά δοῦμε μέ συντομία τίς δύο αὐτές κατηγορίες ἀνθρώπων.
Καί πρῶτα, ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού θησαυρίζει στόν ἑαυτό του. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θησαυρίζει ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τό ἐγώ του, γιά τό σῶμα του καί τίς σαρκικές ἐπιθυμίες του.
Ὁ πλούσιος τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶχε κάνει κέντρο τόν ἑαυτό του. Παρακολουθήσατέ τον στίς σκέψεις του, στίς ἀποφάσεις του, στίς ἐνέργειές του. Τήν προσωπική ἀντωνυμία καί τήν κτητική τίς
χρησιμοποιεῖ συνεχῶς. Ἐγώ τί ποιήσω. Ἐγώ καθελῶ τίς ἀποθῆκες μου. Ἐγώ οἰκοδομήσω μείζονας. Καί ἐγώ ἐκεῖ «συνάξω πάντα τά γεννήματά μου καί τά ἀγαθά μου». Ὅλα τά θέλει γιά τόν ἑαυτό του. Ἕνας ἐγωκεντρισμός ἀπαράδεκτος. Ἕνας ὑλισμός ὠμός. Ἕνας ἀτομισμός πού εἶναι ξένος καί ἀλλότριος πρός τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τόν νόμο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Τί τό παράδοξο λοιπόν, νά λέει ὁ Κύριος ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός «ἐθησαύριζεν ἑαυτῷ».
Ἀλλά δέν εἶναι μόνον αὐτό. Ἡ νοοτροπία τῆς ἀντιλήψεως τοῦ ἄφρονα πλουσίου εἶναι τέτοια, πού τήν ἐπιτυχία τῶν σχεδίων του τήν ἐξαρτᾶ μόνο καί μόνο ἀπό τίς δικές του ἐνέργειες καί δυνάμεις. Ἔχει
διαγράψει καί ἔχει πετάξει ἀπό τό λεξιλόγιό του, ἀλλά καί ἀπό τίς πεποιθήσεις του κάθε ἄλλον παράγοντα ἐγκόσμιο καί ὑπερκόσμιο. Δέν σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὅτι, τέλος πάντων, γιά νά δώσουν τά χωράφια του τήν εὐφορία ἐκείνη, πού πραγματοποιήθηκε τή χρονιά ἐκείνη, ὑπῆρξαν καί οἱ κατάλληλες βροχές καί ὁ εὔκρατος καιρός.
Πράγματα τά ὁποῖα δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ἀνθρώπινη θέληση, ἀλλά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Καί ἀκόμη δέν σκέφθηκε ὁ ἄφρονας πλούσιος ὅτι καί ἄν ἀσφάλιζε «τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά του» μέσα σέ νέες ἀποθῆκες, πού θά ἔκτιζε, ὑπάρχουν οἱ κλέπτες. Ὑπάρχουν διαρρῆκτες. Ὑπάρχουν οἱ
ἅρπαγες. Ὑπάρχουν οἱ ληστές. Ὑπάρχει «ἡ σής καί ἡ βρῶσις». Ὑπάρχουν τά τόσα αἴτια τά ὁποῖα φθείρουν καί ἐξαφανίζουν καί τά γεννήματα καί τά ὑλικά ἀγαθά. Τίποτε ἀπό αὐτά! Αὐτός στηρίζεται στόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό ἔρχεται σέ ὀξεῖα ἀντίθεση μέ ἐκεῖνο πού διδάσκει ὁ λόγοςτοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λόγος τοῦ Θεοῦ ταλανίζει τούς ἀνθρώπους ἐκείνους, πού στηρίζουν καί ἐξαρτοῦν τά πάντα ἀπό τίς δικές τους δυνάμεις. Σεῖς, λέει, πού ἐμπιστεύεσθε μόνο τόν ἑαυτό σας καί λέγετε: «πορευσόμεθα εἰς τήνδε τήν πόλιν καί ποιήσομεν ἐκεῖ ἑνιαυτόν ἕνα καί ἐμπορευσόμεθα καί κερδήσομεν» (Ἰακ. δ’ 14). Δέν γνωρίζετε τί θά σᾶς συμβεῖ τήν ἑπομένη ἡμέρα. «Ἀντί τοῦ λέγειν ὑμᾶς, ἐάν ὁ Κύριος θελήσῃ, καί ζήσομεν καί ποιήσομεν τοῦτο ἤ ἐκεῖνο» (Ἰακ. δ’ 15). Ἐνῶ ὁ πιστός χριστιανός τά ἐξαρτᾶ ὅλα ἀπό τήν ἀγαθή Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί λέει: Ἐάν ὁ Θεός θέλει. Ἐάν ὁ Κύριος εὐδοκήσει θά πράξω αὐτό καί τό ἄλλο. 
Ἀλλά ὁ ἄφρονας πλούσιος λησμόνησε τό σπουδαιότερο. Ποιό εἶναι;
«Οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτόν λήψεται τά πάντα, οὐδέ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ» (Ψαλμ. μη’ 18). Κάποτε θά ἐρχόταν ἡ ὥρα νά πεθάνει «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ πλούσιος». Ἄν δέν πέθαινε ἐκείνη τή νύκτα, κάποια ἄλλη ὥρα θά πέθαινε. Δέν σκέφθηκε ὁ ἄφρονας πλούσιος τί θά ἔπαιρνε μαζί του ἀπό «τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά του»; Τίποτε. Ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς τό λέει σαφῶς: «Οὐδέν εἰσενέγκαμεν εἰς τόν κόσμον», τίποτε δέν φέραμε στόν κόσμο, ὅταν γεννηθήκαμεν, «δῆλον ὅτι οὐδέ ἐξενεγκεῖν τί δυνάμεθα» (Α’ Τιμ. στ’ 7). Εἶναι λοιπόν, φανερό, ὅτι ὅταν θά ἐξέλθουμε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, τίποτε δέν θά μπορέσουμε νά πάρουμε. Τά ὑλικά ἀγαθά πού συσσωρεύουν οἱ ἄνθρωποι, ἐδῶ μένουν. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά πάρουμε μαζί μας εἶναι οἱ πράξεις μας, τά ἔργα μας, τά ὁποῖα θά μᾶς συνοδεύουν στήν αἰωνιότητα. Ὅλα αὐτά λησμόνησε ὁ ἄφρονας πλούσιος. Τά λησμονοῦν καί ὅλοι ὅσοι τοῦ ὁμοιάζουν. «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ».
Καιρός τώρα νά δοῦμε, ποιός εἶναι ὁ «εἰς Θεόν πλουτῶν».
Εἶναι τό ἐντελῶς ἀντίστροφο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν ὁ ἄφρονας πλούσιος. Εἴπαμε ὅτι ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κάνει κέντρο τόν ἑαυτόν του, ἀλλά ὁ «εἰς Θεόν πλουτῶν» ἔχει κέντρον ποιόν; Τόν Θεό. Δείχνει τήν ἀγάπη του πρός τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Πρός τούς πάσχοντας, τούς θλιβομένους, τούς δυστυχεῖς. Καί αὐτό, γιατί αὐτούς τούς ἀνθρώπους θεωρεῖ ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ.
Θέλετε ἀπόδειξη; Στήν ἐποχή ἀκόμη τῆς Π. Διαθήκης ὁ Θεός βεβαιώνει: «Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ». Ἐκεῖνα πού δίνει στόν πτωχό, τόν ἄξιο προστασίας καί βοηθείας, δέν τά δίνει στόν πτωχό ἄνθρωπο, ἀλλά τά δανείζει στόν Θεό. Καί τό δάνειο αὐτό πρός τόν Θεό, τό ἀποθέτει αὐτός στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε ὅτι ἐκεῖνος πού πλουτεῖ στόν Θεό ἔχει κέντρο τόν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς τό εἶπε αὐτό, ὅτι κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θά τό διακηρύξει: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’ 40).
Ὅ,τι καλό κάματε καί, ἀντίστροφα ὅ,τι καλό παραμελήσατε νά κάνετε στούς ἀδελφούς μου τούς ἐλαχίστους, τούς περιφρονημένους, ἐκείνους πού δέν τούς ὑπολογίζετε, τό καλό αὐτό τό θεωρῶ ὅτι τό κάνατε σέ Μένα τόν Ἴδιο: «Ἐμοί ἐποιήσατε». Βλέπετε τήν ἀβυσσώδη διαφορά–ἀντίθεση; Ὁ μέν ὑλιστής καί ἄφρονας ὅλα τά κάνει γιά τόν ἑαυτό του. Ἐγώ καί ἐμοῦ καί ἐμοί. Ὁ δέ πιστός χριστιανός ὅλα τά κάνει γιά τόν Θεό, γιά τόν Χριστό.
Γι’ αὐτόν τόν λόγο βλέπετε τούς ἁγίους τοῦ Χριστοῦ Ἀποστόλους, νά κηρύττουν καί νά μᾶς λένε ὅτι οἱ πτωχοί τοῦ κόσμου, εἶναι πλούσιοι σέ πίστη. Πλουτίζουν σέ πίστη. Δηλαδή ἔχουν ξεκολλήσει τά μάτια τους ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, τόν μάταιο καί ἐφήμερον, καί τά ἔχουν ἐστραμμένα ψηλά στόν οὐρανό. Ἔχουν λέει: «Κρείτονα ὕπαρξιν ἑαυτοῖς καί μένουσαν» (Ἑβρ. ι’ 34). Ποῦ τήν ἔχουν τήν περιουσία αὐτοί; Ὄχι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό. Ἐκεῖ στά οὐράνια θησαυροφυλάκια. Ἐκεῖ ὅπου ἀποθηκεύονται καί ἀποθησαυρίζονται ὅλα τά καλά ἔργα, ὅλες οἱ ἐνάρετες πράξεις, τίς ὁποῖες γιά τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ἐκτελεῖ καί πραγματοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος πάνω στή γῆ. Τί ἄλλο θέλετε; Δέν ἀκοῦτε, ἀφ’ ἑνός τόν προφήτη καί ἀφ’ ἑτέρου τόν Ἀπόστολο,πῶς διακηρύττουν τήν ἀλήθεια αὐτή; «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Β’ Κορ.θ’9). Νομίζετε ὅτι ξοδεύει, ὅτι χάνει τά ὑλικά του ἀγαθά ἐκεῖνος πού τά διαμοιράζει στούς ἔχοντας ἀνάγκη, στούς πτωχούς, στούς ἀσθενεῖς, σέ ἔργα κοινωφελῆ; Ὄχι, δέν τά σκορπάει. Δέν τά πετᾶ. Δέν τά χάνει. Ἀλλά τί; Τά ἐγγράφει ὑποθήκη πάνω στόν οὐρανό. Καί ὅταν θά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά βρεῖ ἐκεῖ ψηλά περιουσία ἀμύθητη, θησαυρό ἀνέκλειπτο στόν οὐρανό. Ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει στόν μαθητήν του τόν Τιμόθεο: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν καιρῷ παράγγειλε μή ὑψηλοφρονεῖν, μηδέ ἐλπικέναι ἐπί πλούτου ἀδηλότητι» (Α’ Τιμ. στ’ 17). Ἀλλά τί νά κάνουν;
«Ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς».Νά μεταδίδουν ἀπό τά ἀγαθά τους στούς ἔχοντας ἀνάγκη.Μέ τόν τρόπο αὐτό γίνονται πλούσιοι,σέ ἔργα ἀρετῆς καί πίστεως καί ἀγάπης στόν Θεό . 
«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν».
Μή νομίζομεν ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται καί στηρίζεται σέ ἐπίγειους θησαυρούς. Ὄχι. Πόσοι φτωχοί πού στεροῦνται τά πάντα, εἶναι πανευτυχεῖς; Διότι, ἐάν δέν ἔχουν πλοῦτον ὑλικό, ἔχουν
πλοῦτον πνευματικό. Ἔχουν τόν Χριστό πού κατοικεῖ μέσα τους. Καί πόσοι πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι πνίγονται κυριολεκτικά μέσα στά ἀμύθητα πλούτη τους, δέν ἔχουν χαρά καί εἰρήνη στήν ψυχή τους; Διότι λείπει ὁ Χριστός. Πλουτίζουν τούς ἑαυτούς τους οἱ ἄνθρωποι αὐτοί καί δέν πλουτίζουν στόν Θεό.
Ἀλλά ἐμεῖς πρέπει νά ἐπιζητοῦμε τόν πλοῦτον εἰς Θεόν. Ἔχομε ἀνάγκη αὐτοῦ τοῦ πλούτου. Τοῦ πλούτου τῆς ἀρετῆς, τοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης, τοῦ πλούτου τῆς πίστεως, τοῦ πλούτου τοῦ πνευματικοῦ.
Ἄς προσευχόμαστε νά μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός, ὄχι νά μιμούμεθα τόν ἄφρονα πλούσιο, θησαυρίζοντες στούς ἑαυτούς μας ὑλικά ἀγαθά καί νά προσκολλόμαστε στή γῆ. Ἀλλά νά μιμούμαστε ἐκείνους πού
πλουτίζουν εἰς Θεόν θησαυρίζοντες θησαυρούς πνευματικούς. Ὁπότε, ἀπολαμβάνοντες ἀπό τήν παροῦσα ἀκόμη ζωή, τήν χαρά καί τήν εἰρήνη τήν ὁποία χαρίζει ὁ Χριστός στούς δικούς Του, θά ἀξιωθοῦμε νά γίνομε κληρονόμοι καί τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχιμ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
τ. Ἱεροκήρυκας
Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ Τεῦχος 123

 πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...