Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης

Ἡ διήγηση τῆς θαυματουργικῆς θεραπείας τοῦ ἐπιληπτικοῦ νέου ξαναδιαβάζεται μὲ περισσότερες λεπτομέρειες, ὅπως τὴν παρουσιάζει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου. Ἡ σημερινὴ περικοπὴ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ διακηρύσσει ἐμφαντικὰ τὴν ἀδιαφιλονίκητη κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὶς δαιμονικὲς δυνάμεις. Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὑπερδύναμη τοῦ Θεοῦ πραγματώνει τὸ θαῦμα τῆς ἀπελευθέρωσής του ἀπὸ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῆς μανίας τοῦ διαβόλου.
Ὁ Χριστὸς δὲν συνάντησε πρώτη φορὰ τὸν διάβολο κατὰ τὶς θεραπεῖες τῶν δαιμονισμένων ἢ τῶν ψυχασθενῶν, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ διαβόλου. Βέβαια, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν θεολογικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς δὲν ἑρμηνεύει καὶ δὲν ἀναλύει τὴν βιολογικὴ καὶ ἰατρικὴ ἄποψη, κάθε μορφὴ ἀρρώστιας εἶναι συνέπεια τῆς πτώσης, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἦρθε νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Πρὶν ἀρχίσει τὸ λυτρωτικό Του ἔργο, πῆγε στὴν ἔρημο ὅπου ἔμεινε «ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ» σαράντα ἡμέρες καὶ νύχτες. Ἡ ἔρημος εἷναι ὁ τύπος καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ κόσμου ποὺ ἀρνεῖται τὸν Θεό καὶ ὑποτάσσεται στὸν «κοσμοκράτορα τοῦ σκότους», στὸν «ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου». Οἱ χαρακτηριστικοὶ αὐτοὶ ὅροι δὲν δηλώνουν, βέβαια, τὴν ἐπικράτηση τοῦ διαβόλου ἐπὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὴν παγίδευση καὶ τὴν θεληματικὴ παράδοση τοῦ κόσμου στὰ τεχνάσματά του. Τὸ πιὸ τρομακτικὸ ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ ἐρήμωση τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία τῆς πνευματικῆς νέκρωσης τοῦ κόσμου. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει ὅτι «ὁ Θεὸς δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἔρημο τὸν λαό Του, τὸν Υἱό Του καί, ἀργότερα, τοὺς ἀναχωρητὲς καὶ τοὺς ἐρημίτες, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν κόσμο, ἀλλὰ, ἀντίθετα, γιὰ νὰ τὸν πλήξουν στὴν καρδιά του καὶ νὰ διακηρύξουν ἐκεῖ, στὸν πιὸ σκληρὸ τόπο τὴν νίκη καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ». Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς συναντᾷ στὴν ἔρημο τὸν διάβολο καὶ δίνει ἐκεῖ τὴν πρώτη καὶ καθοριστικὴ μάχη μαζί του ἀποδεικνύει μὲ τὸν πλέον κατηγορηματικὸ τρόπο τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Μιὰ ἀόρατη πνευματικὴ ὕπαρξη καὶ αὐτοσυνείδηση καὶ δική της ἐλεύθερη θέληση. Ἐπάνω σ’ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια τὸ κακὸ βρίσκει τὴν μεταφυσική του αἰτία, ὄχι σὰν ἀφηρημένη πραγματικότητα ποὺ ὑπάρχει ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ σὰν ἀποτέλεσμα καὶ τραγικὴ συνέπεια τῆς δαιμονικῆς ἐπιρροῆς ποὺ παρασύρει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ βαραίνει δυσβάστακτα τὴν εὐθύνη του. Ὁ διάβολος, ἂν καὶ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, στράφηκε ἐναντίον τοῦ Ἴδιου καὶ τῶν δημιουργημάτων Του καὶ ἀπὸ τότε ἀντιστρατεύεται τὸ θέλημά Του. Ἐδῶ ἀκριβῶς οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «ψηλαφίζουν» τό ἀνεξήγητο μυστήριο τῆς ἀνομίας. Οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις, ἂν καὶ ἀναγνωρίζουν τὴν κυριαρχικὴ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, μισοῦν, φθονοῦν καὶ πολεμοῦν τὴν δύναμη τῆς ἀγάπης Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπιληπτικοῦ νέου βλέπουμε τὴν φρίκη τῆς μανίας τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἀνθρώπινη συμφορὰ καὶ ἀπόγνωση, στὸ ἀδιέξοδο καὶ τὴν διάλυση.
Μὲ τὴν παράδοξη εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν πίστη, θέλει νὰ ἐμπνεύσει τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὴν ὑπερδύναμη τοῦ Θεοῦ «Σᾶς βεβαιώνω πὼς, ἂν ἔχετε πίστη, ἔστω καὶ σὰν κόκκο σιναπιοῦ, θὰ λέτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ πηγαίνει καὶ κανένα πράγμα δὲν θὰ εἶναι ἐμπόδιο γιὰ ἐσὰς» ( Ματθ. 17, 20). Μόνο ὅποιος πιστεύει στὸν σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο Χριστό, στὸ λυτρωτικὸ ἔργο Του καὶ τὴν συνέχειά Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, βλέπει καὶ βιώνει τὸ θαῦμα τῆς δύναμης τῆς ἀγάπης Του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐντάσσεται στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γεύεται τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεραπεύεται ἡ ἀρρώστια τῆς φύσης του καί, ἔτσι, ὁ κόσμος ἀνανεώνεται.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ θεία χάρη πλεονάζουσα μᾶς ἀναδεικνύει δυνατοὺς καὶ ἀπαλλαγμένους ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες μὲ πολλὲς μορφὲς καὶ σχήματα μᾶς καταδυναστεύουν μέσα ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη μας. Μόνο μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν προσευχὴ μποροῦμε νὰ ἀγκαλιάζουμε τὸν χαλασμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κόσμο καὶ ἑαυτό μας καὶ νά τὸν μεταμορφώνουμε μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινή μας πάλη σὲ καινὴ κτίση, σὲ νέα πραγματικότητα. Μᾶς τό ἐγγυᾶται ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του. Ἀμήν.

Σάββατο, Μαΐου 07, 2016

Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ




Μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ στοὺς τρομοκρατημένους μέχρι τότε μαθητὲς Του εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπεμβαίνει προσωπικά· «ἐν μέσῳ ἔστη εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», διαλύει τὶς φοβίες τῶν μαθητῶν Του καὶ βοηθᾶ τὸν Θωμᾶ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἀναστολές του.


Δισταγμοὶ καὶ ἀμφιβολίες τῆς πίστης

Ὁ Θωμᾶς κλονισμένος καὶ ταραγμένος μέσα στὴν ἀπομόνωση (δὲν βρισκόταν μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς) καὶ τὴν κατάθλιψή του, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσει τὶς ἀναστολὲς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου του. Ὅμως ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς ἐμφανίζεται ἀνάμεσα σὲ ὅλους μαζί τους μαθητές Του, γιὰ νὰ πιστεύσει πραγματικὰ ὁ ἕνας. Δὲν ἐλέγχει τὴ δυσπιστία του. Δὲν κρίνει τὴ στάση του, δὲν καταδικάζει τὴ συμπεριφορά του. Ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὶς ἀντοχές μας στὶς ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ πόνου, τῆς ἀδυναμίας, τῆς κόπωσης καὶ τῆς ἐξάντλησης. Βέβαια, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ὅριά μας, ἁπλῶς ἐμεῖς στὶς δύσκολες στιγμὲς συνειδητοποιοῦμε τὴν ὀλιγοπιστία μας. Αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ ἀποκαλύπτεται μὲ ἀγάπη σὲ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Νὰ φανερώνει καὶ νὰ προσφέρει τὰ σημάδια τῆς μυστικῆς Του παρουσίας καὶ ἐνέργειας σὲ ὅποιον ἀναζητᾶ νὰ Τὸν ψηλαφήσει, δηλαδὴ σὲ ὅποιον οἰκοδομεῖ τὴν πίστη του στὴν ἐμπειρία καὶ στὸ πνευματικὸ βίωμα. Μᾶς ἐκπλήσσει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν ἰδιαίτερο χῶρο τῆς ψυχῆς μας, στὶς νοοτροπίες καὶ τὶς ἀντιλήψεις μας, κάποτε ἀκόμη καὶ στὶς ἀμφιβολίες καὶ τοὺς δισταγμούς μας. Ἐδῶ ὁ ἐγωισμὸς μας συντρίβεται. Ἡ ἀλαζονικὴ λογική μας, ποὺ νομίζει ὅτι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κατακτήσει τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια, ταπεινώνεται καὶ τότε αὐθόρμητα παραδινόμαστε ὁλόψυχα «ἐν πίστει» στὴν ἀγαπώσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.


Ἡ φυλακὴ τῆς λογικῆς

«Ἐὰν μὴ ἴδω οὐ μὴ πιστεύσω». Κάποτε ὁ λόγος αὐτὸς γιὰ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διανόηση τοῦ κόσμου τούτου γίνεται ἕνας πειρασμὸς ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μία ἀναλήθεια. Σὲ ἕνα τρομακτικὸ ψέμα, σὲ ἕναν δαιμονικὸ πειθαναγκασμό, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχει μόνο ὅ,τι οἱ αἰσθήσεις του ἀντιλαμβάνονται, ὅ,τι βλέπει, ὅ,τι παρατηρεῖ, ὅ,τι ἀποδεικνύει μὲ τὶς ἔρευνες καὶ τὰ πορίσματά του. Σὲ ἕνα τέτοιο ἐπιστημονικὸ κοσμοείδωλο ἡ λογικὴ θεοποιεῖται σὰν τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια. Τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ εὐαισθησίες, οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ τὰ ἀποκαλυπτικὰ βιώματα, ἡ πίστη καὶ τὸ θαῦμα παραμερίζονται καὶ ἐμπαίζονται. Ἡ οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης παραμένει ἄγνωστη. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ προορισμοῦ γεμίζουν ἀπὸ ἀντιφάσεις, κενά, ἀπορίες καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος μικραίνει καὶ φτωχαίνει πολύ. Γίνεται ρηχός, ἐπιφανειακὸς καὶ ἐπίπεδος. Γιὰ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο ποὺ αὐτάρεσκα καυχᾶται γιὰ τὴν ἐπιστημοσύνη του, οἱ διαστάσεις τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους ἰσοπεδώνονται. Ἡ καθημερινότητα πολλῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθει γι' αὐτό. Καμία πνευματικὴ ἀνάβαση, ἀναζήτηση καὶ ἀναφορὰ στὸ μυστήριο τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ. Καμία ἐνδοσκόπηση, καμία αὐτογνωσία, κανένας ἐσωτερικὸς ἀγώνας μὲ τὸν «ἔσω τῆς καρδίας κρυπτόμενον ἄνθρωπον».

Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι βυθίζονται στὶς ἀμφιβολίες καὶ παγιδεύονται στὴν ἀπιστία ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κενό τῆς ζωῆς. Ἔχουν μία ὑπερτροφικὴ αὐτοπεποίθηση ὅτι μποροῦν νὰ καταλάβουν τὰ πάντα. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἀναθεωρήσουν τὶς ἰδέες τους καὶ τὴ ζωή τους. Ἐνῶ μποροῦν, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, πού, ἐνῶ ἤθελε νὰ πιστέψει, δὲν μποροῦσε. Γιατί ἐκεῖνος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προκατάληψη τοῦ κάθε ἀπίστου, μέσα ἀπὸ τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὶς ἀμφιβολίες του ἀναζητοῦσε νὰ ψηλαφήσει. Ἀναζητοῦσε τὰ σημάδια τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσωπικὰ ὄχι ἐγωκεντρικά, γι' αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκουμπήσει τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀναφώνησε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐμβαθύνει στὴν ἐμπειρία τῆς πίστns, ὅταν γράφει «ἔμαθον ἀφ' ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ' ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν...»• δηλαδή, πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου καὶ μὲ δίδαξαν νὰ μὴν κρίνω, ψηλάφησα καὶ ἔμαθα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ φιλονικῶ, ἕναν Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἂς εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς μία διαρκὴς ἐμπειρία καὶ ὁμολογία πίστης. Ἀμήν.

Σάββατο, Απριλίου 23, 2016

Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα





Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς θριαμβευτικῆς νίκης τῆς Ἀναστάσεώς Του. Προαναγγελία τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο. Στὴ σημερινὴ γιορτὴ καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λυτρωτικῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὰ εὐαγγέλια τονίζουν τὴ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα μ' αὐτὸ τὸν τρόπο. Πρώτη φορὰ ἀποδέχθηκε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, τὴ δημόσια ἐπιδοκιμασία καὶ ἀναγνώριση. Καὶ αὐτὸ γιατί γνώριζε πόσο θολὰ καὶ ἐπιφανειακὰ εἶναι συνήθως τὰ αἰσθήματα τοῦ κόσμου. Πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητη εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς μάζας. Πόσο εὔκολα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ τὸ «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἐξελίσσεται καὶ μεταβάλλεται σὲ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν» (Ἰω. 19,15). Μία χαρακτηριστικὴ καὶ ἀντιπροσωπευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ μᾶς συνετίζει.

Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κάθε χρόνο θυμόμαστε καὶ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Καθὼς ψάλλουμε τὸ «σήμερον ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν», συνδέουμε τὸ χθὲς τῆς ἱστορίας ποὺ πέρασε μὲ τὸ σήμερα τῆς καθημερινότητας ποὺ ζοῦμε. Ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα, τὶς ἴδιες ἀκολουθίες καὶ τελετές. Καὶ ὅμως τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνευματικό τους μήνυμα μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς συγκινεῖ πάντοτε. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὀδύνης τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ μέτοχοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιο καὶ βαθὺ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε τόπο καὶ χρόνο.


Τὸ νόημα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ


Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι». Σ' αὐτὴ τὴν πορεία μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολίτες της. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ ἐνίσχυση καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, γιὰ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα. Μᾶς λέει γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἁγιότητας μὲ τιμιότητα καὶ ταπείνωση, μὲ κόπο καὶ θυσία. Ἀπογοητεύει, βέβαια, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του καὶ τοὺς σημερινούς, ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν βλέπουν ὠφελιμιστικά. Ἀπογυμνώνει κάθε θρησκευτικὴ πίστη ποὺ στοχεύει στὴν ὑπεροχή, τὴν κοσμικὴ δύναμη, τὴν ἐπιτυχία, τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὅποιων ὀνείρων εὐτυχίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὁτιδήποτε γήινο καὶ ἐγκόσμιο. Ὅπως τότε παρεξηγήθηκε, ἔτσι καὶ σήμερα διαστρεβλώνεται στὴν ἐσφαλμένη σκέψη καὶ πρακτικὴ κάποιων χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ μυστηριακὰ στὴν Ἐκκλησία, κρυμμένη στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν μελῶν Tnς, ποὺ περιμένουν τὴ φανέρωσή της.


«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

«...Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν• Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμεvος ἐν ὀνόματι Κυρίου...». Καθὼς ψάλλουμε τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας ὅτι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἂν πεθάνουμε, δὲν θὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ θὰ ζήσουμε στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι ἀπόδειξη καὶ φανέρωση τῆς κυριότητάς Του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει «διὰ τοῦτο Αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω Αὐτὸν σταυρούμενον• βασιλέας γὰρ ἐστιν τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο ποὺ γκρεμίζει τὰ χριστιανικὰ θεμέλια του πολιτισμοῦ. Μία ἐποχὴ ποὺ προδίδει τὶς χριστιανικὲς ρίζες καὶ ἀρχές. Κυβερνήσεις, πολιτικοοικονομικὰ συστήματα καὶ μέσα ἐνημέρωσης στὴ θρησκευτική τους ἀδιαφορία καὶ οὐδετερότητα θέλουν τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀγωνίζονται γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἀνταγωνίζονται γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἐπιρροή τους. Συγκρούονται σφοδρὰ γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται, ἐμπαίζεται καὶ παραμερίζεται. Αὐτὸ δὲν εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν μας, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φοβίζει καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύει. Εἶναι βαθιὰ κατανόηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου σὲ σχέση μὲ τὸν διαχρονικὸ ἀγώνα τῆς πίστης. Οἱ πανίσχυρες καὶ διαπλεκόμενες «βασιλεῖες τοῦ κόσμου» δὲν ἄφηναν ποτὲ καὶ δὲν ἀφήνουν καὶ σήμερα τόπο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τὸν δικό Του παράδοξο καὶ μυστηριώδη τρόπο νὰ ἐνεργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἀνυποψίαστος ὁ σημερινὸς κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τοὺς πιστοὺς ποὺ καὶ σήμερα διακηρύττουν στὶς κάθε εἴδους βασιλεῖες τῆς ἐποχῆς μας «ὡσαννά, ζεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας». Ἀμήν.

Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα





Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς θριαμβευτικῆς νίκης τῆς Ἀναστάσεώς Του. Προαναγγελία τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο. Στὴ σημερινὴ γιορτὴ καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λυτρωτικῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὰ εὐαγγέλια τονίζουν τὴ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα μ' αὐτὸ τὸν τρόπο. Πρώτη φορὰ ἀποδέχθηκε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, τὴ δημόσια ἐπιδοκιμασία καὶ ἀναγνώριση. Καὶ αὐτὸ γιατί γνώριζε πόσο θολὰ καὶ ἐπιφανειακὰ εἶναι συνήθως τὰ αἰσθήματα τοῦ κόσμου. Πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητη εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς μάζας. Πόσο εὔκολα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ τὸ «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἐξελίσσεται καὶ μεταβάλλεται σὲ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν» (Ἰω. 19,15). Μία χαρακτηριστικὴ καὶ ἀντιπροσωπευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ μᾶς συνετίζει.

Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κάθε χρόνο θυμόμαστε καὶ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Καθὼς ψάλλουμε τὸ «σήμερον ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν», συνδέουμε τὸ χθὲς τῆς ἱστορίας ποὺ πέρασε μὲ τὸ σήμερα τῆς καθημερινότητας ποὺ ζοῦμε. Ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα, τὶς ἴδιες ἀκολουθίες καὶ τελετές. Καὶ ὅμως τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνευματικό τους μήνυμα μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς συγκινεῖ πάντοτε. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὀδύνης τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ μέτοχοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιο καὶ βαθὺ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε τόπο καὶ χρόνο.


Τὸ νόημα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ


Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι». Σ' αὐτὴ τὴν πορεία μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολίτες της. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ ἐνίσχυση καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, γιὰ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα. Μᾶς λέει γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἁγιότητας μὲ τιμιότητα καὶ ταπείνωση, μὲ κόπο καὶ θυσία. Ἀπογοητεύει, βέβαια, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του καὶ τοὺς σημερινούς, ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν βλέπουν ὠφελιμιστικά. Ἀπογυμνώνει κάθε θρησκευτικὴ πίστη ποὺ στοχεύει στὴν ὑπεροχή, τὴν κοσμικὴ δύναμη, τὴν ἐπιτυχία, τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὅποιων ὀνείρων εὐτυχίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὁτιδήποτε γήινο καὶ ἐγκόσμιο. Ὅπως τότε παρεξηγήθηκε, ἔτσι καὶ σήμερα διαστρεβλώνεται στὴν ἐσφαλμένη σκέψη καὶ πρακτικὴ κάποιων χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ μυστηριακὰ στὴν Ἐκκλησία, κρυμμένη στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν μελῶν Tnς, ποὺ περιμένουν τὴ φανέρωσή της.


«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

«...Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν• Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμεvος ἐν ὀνόματι Κυρίου...». Καθὼς ψάλλουμε τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας ὅτι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἂν πεθάνουμε, δὲν θὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ θὰ ζήσουμε στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι ἀπόδειξη καὶ φανέρωση τῆς κυριότητάς Του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει «διὰ τοῦτο Αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω Αὐτὸν σταυρούμενον• βασιλέας γὰρ ἐστιν τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο ποὺ γκρεμίζει τὰ χριστιανικὰ θεμέλια του πολιτισμοῦ. Μία ἐποχὴ ποὺ προδίδει τὶς χριστιανικὲς ρίζες καὶ ἀρχές. Κυβερνήσεις, πολιτικοοικονομικὰ συστήματα καὶ μέσα ἐνημέρωσης στὴ θρησκευτική τους ἀδιαφορία καὶ οὐδετερότητα θέλουν τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀγωνίζονται γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἀνταγωνίζονται γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἐπιρροή τους. Συγκρούονται σφοδρὰ γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται, ἐμπαίζεται καὶ παραμερίζεται. Αὐτὸ δὲν εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν μας, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φοβίζει καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύει. Εἶναι βαθιὰ κατανόηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου σὲ σχέση μὲ τὸν διαχρονικὸ ἀγώνα τῆς πίστης. Οἱ πανίσχυρες καὶ διαπλεκόμενες «βασιλεῖες τοῦ κόσμου» δὲν ἄφηναν ποτὲ καὶ δὲν ἀφήνουν καὶ σήμερα τόπο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τὸν δικό Του παράδοξο καὶ μυστηριώδη τρόπο νὰ ἐνεργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἀνυποψίαστος ὁ σημερινὸς κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τοὺς πιστοὺς ποὺ καὶ σήμερα διακηρύττουν στὶς κάθε εἴδους βασιλεῖες τῆς ἐποχῆς μας «ὡσαννά, ζεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας». Ἀμήν.

Σάββατο, Απριλίου 09, 2016

Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς



«Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀξία τῆς προσευχῆς ὑπαινίσσεται ἡ φράση αὐτὴ τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος μέσα ἀπὸ τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ. Γιὰ τὴν προσευχὴ ὁ σημερινὸς ἑορταζόμενος ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γράφει ὅτι εἶναι «Θεοῦ τυράννος εὐσεβής», δηλαδὴ ἕνας εὐσεβὴς τύρανvος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἡσυχάσει.

Ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ διδασκαλία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, θεωρεῖ τὴν προσευχὴ φυσικὴ ἐκδήλωση τῆς ψυχῆς, ζωτικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ καὶ ὕψιστο ὅσο καὶ μοναδικὸ προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτό, γιατί ἡ προσευχὴ ἔχει τὴ ρίζα της στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ἀκοῦμε τὸν Θεὸ νὰ λέει μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;», Ἀδὰμ ποῦ εἶσαι; Εἶναι ὁ διάλογος τῆς προσευχῆς ποὺ ἐγκαινιάσθηκε τότε καὶ συνεχίζεται μέχρι σήμερα καὶ ὅσο θὰ ὑπάρχει σήμερα στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί τί ἄραγε εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ συνομιλία καὶ ὁ διάλογος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἡ περιπετειώδης πορεία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀποξενώθηκε. Ὁ λόγος καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς προσευχῆς εἶναι θέμα βαθὺ καὶ ἀνεξερεύνητο. Εἶναι τόσο γνωστὸ ὅσο καὶ ἄγνωστο, γιατί συνδέεται μὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.


Στοιχεῖα τῆς προσευχῆς

Σὲ πολλὲς περιπτώσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης διαβάζουμε ὅτι ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἐπιμονή. Ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ αὐτοπαράδοση στὴν ἀγάπη του. Σὲ πολλὰ περιστατικὰ τῶν εὐαγγελίων βλέπουμε τὸν Χριστὸ νὰ θέτει παιδαγωγικὰ ἐμπόδια στὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων τῶν ἀναξιοπαθούντων ἀνθρώπων. Ὅμως γνωρίζει ἡ πίστη νὰ μάχεται μὲ ὅλα καὶ νὰ νικᾶ. Ἡ ἄρνηση τοῦ Κυρίου νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια συνήθως δοκιμάζει τὴν πίστη, θερμαίνει τὴν προσευχή, ἀποδεικνύει τὴν ταπείνωση καί, τελικά, ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα καὶ τὴ σωτηρία. Μόνο οἱ δυνατὲς προσευχὲς μὲ θερμὴ πίστη καὶ ἀληθινὴ ἐπιμονὴ σπάζουν ὅλους τους φραγμοὺς καὶ τὰ ἐμπόδια καὶ ἀνοίγουν τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ. «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε- κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται. ἤ τὶς ἐστὶν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὅν αἰτήσει ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ;» (Μτ. 7,7-9). Ὁ πιστὸς ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός, στὴν παγγνωσία Του, ξέρει καλὰ τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ αἰτήματα τῶν ἀνθρώπων. Δὲν περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μάθει τί ζητᾶμε. Ὅμως ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ πατέρας μας. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ σχέση μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ἐμπιστευόμαστε.

Μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ πέφτουμε στὴν ἀγκαλιά Του καὶ ζητᾶμε νὰ μὴ μᾶς ἐγκαταλείψει τὸ ἔλεος καὶ ἡ χάρη Του, γιατί ὑπάρχουμε καὶ ζοῦμε ἀπὸ Ἐκεῖνον. Γιατί χωρὶς Αὐτὸν τὰ πάντα σκοτεινιάζουν, καταρρέουν καὶ ἐκμηδενίζονται «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ὁμολογοῦμε μὲ ταπείνωση ὅτι «Σοὶ μόνῳ ἁμαρτάνομεν ἀλλὰ καὶ Σοὶ μόνῳ λατρεύομεν». Ἡ προσευχὴ μᾶς συνδέει καὶ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Θεό. Γίνεται μητέρα κάθε ἀρετῆς ποὺ θωρακίζει τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν καλύτερη πανοπλία. Ὅποιος δὲν νιώθει τὴν ἀνάγκη ἀλλὰ καὶ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς ἐπιβεβαιώνει τὸν λόγο τῆς Ἀποκάλυψης «ὄνομα ἔχει ὅτι ζῇ» (Ἀπ. 3,1), ἀλλὰ ὅμως εἶναι νεκρός. Εἶναι καρδιὰ χωρὶς παλμούς, ψυχὴ χωρὶς πνοή.


Τὸ κενό της σιωπῆς τοῦ Θεοῦ

Καὶ ὅμως ὑπάρχουν στιγμὲς στὴ ζωή μας ποὺ ἀπογοητευόμαστε. Σὲ κάποιες δύσκολες ὧρες σκληρῆs δοκιμασίας ρωτᾶμε τὸν Θεὸ γιατί, καὶ Ἐκεῖνος δὲν μᾶς ἀπαντᾶ. Ἐμεῖς χτυπᾶμε τὴν πόρτα Του καὶ Ἐκεῖνος δὲν μᾶς ἀνοίγει. Τὸ κενό τῆς σιωπῆς τοῦ Θεοῦ μᾶς κλονίζει. Τότε ἂς ἀναρωτηθοῦμε μήπως «αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε» (Ἰακ. 4,9). Μήπως εἶναι ἐσφαλμένος ὁ χρόνος καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς μας; Ἄραγε αὐτὰ ποὺ ζητᾶμε μᾶς ὠφελοῦν ἤ μᾶς ζημιώνουν;

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὴν ἀπάντηση τὴ γνωρίζει μόνο ὁ Θεός. Κάποτε τὸ ὄχι τοῦ Θεοῦ μᾶς λέει «οὐκ εἰσὶν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαὶ ὑμῶν» (Ἠσ. 55,8). Τότε ὑπακοῦμε στὸ θέλημά Του καὶ ἀλλάζουμε τὸ δικό μας. Ἀνακατατάσσουμε τὶς προτεραιότητες καὶ τὰ σχέδια τῆς ζωῆς μας. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ μᾶς ὡριμάζει καὶ μᾶς ὠφελεῖ περισσότερο. Γι' αὐτὸ ἂς μὴν τὴν ἐγκαταλείπουμε ποτέ. Ἀμὴν

Κυριακή, Απριλίου 03, 2016

Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ




Ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ, σ' ὅλες τὶς ἐποχὲς ἀκούγεται παράδοξα. Στὴ δική μας ὅμως, ἡ ὁποία ἔχει θεοποιήσει τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐμάρεια, ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ δὲν εἶναι μόνο παράλογος, ἀλλὰ καὶ ἀσυμβίβαστος μὲ τὴ λογική τοῦ κόσμου. Εἶναι τρομακτικὸς γιὰ τοὺς κανόνες τῆς ζωῆς του, γιὰ τὶς ἐπιδιώξεις στὸ κυνήγι τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς καλοπέρασης. Καὶ ὅμως τὸ εὐαγγέλιο ἐπιμένει σταθερὰ νὰ διακηρύσσει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ φανερώνουν τὴν αὐθεντικότητα τῆς κλήσης μας καὶ τοῦ προορισμοῦ μας. Τὰ ἠχηρὰ καὶ εὔκολα συνθήματα τοῦ κόσμου, ἂν καὶ ἀρχικά μᾶς γοητεύουν, τελικά μᾶς ἀπογοητεύουν, γιατί μᾶς παραπλανοῦν καὶ παραμορφώνουν τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ἀποδεικνύουν τὴ ματαιότητα ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων, ὅταν αὐτὰ δὲν εἶναι διαποτισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.


Σταυρὸς καὶ αὐταπάρνηση


Τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ σφραγισμένο ἀπὸ τὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ ἐπισημαίνει ὅτι «ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του θὰ τὴ χάσει, ἐνῶ ὅποιος χάσει τὴ ζωὴ του χάριν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, θὰ τὴ σώσει». Ἐδῶ βρίσκεται ὁ δρόμος ποὺ διάλεξε ὁ θεός, γιὰ νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ νὰ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι στὸν Θεό. Πρόκειται γιὰ ἕνα δρόμο ἀντιφατικό. Ἕνα δρόμο ποὺ προκαλεῖ τὴ λογικὴ καὶ μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὴν ἀλήθεια ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε. Ἕνα δρόμο σκληρό, ἐπίπονο καὶ ὀδυνηρό, ποὺ ὅμως τὸ τέρμα του εἶναι λυτρωτικό. Ἀπαρνοῦμαι τὸν ἑαυτό μου σημαίνει ἀπελευθερώνομαι ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ἐγώ. Ἀπελευθερώνομαι ἀπὸ τὸν παραλογισμὸ ποὺ μὲ ὠθεῖ νὰ ὑπερτονίζω καὶ νὰ ὑψώνω τὸν ἑαυτό μου σὲ εἴδωλο γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ζητάω νὰ στρέφεται ἡ ζωὴ ἡ δική μου καὶ τῶν γύρω μου. Αὐτὸ εἶναι αὐτοκαταστροφικό. Γιατί κάθε φορὰ ποὺ ἀσχολούμαστε ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν μας ἐπιθυμιῶν δὲν μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ἔτσι ὅμως κλείνουμε τὴν πόρτα στὸν Θεὸ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του.

Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἐν ὑπομονῇ καὶ ἐλπίδι ἄρση τοῦ σταυροῦ ὁδηγεῖ τὸν πιστὸ στὴν ἐν Χριστῷ ὑπέρβαση τοῦ μαρτυρίου του. Ὅπως παρατηρεῖ ἕνας λόγιος Ἐπίσκοπος, «στὸν Γολγοθὰ ὑπῆρχαν τρεῖς σταυροί. Οἱ δύο ἦταν τὸ τέρμα τῆς πορείας δύο ληστῶν, ὁ μεσαῖος ἦταν ἁπλῶς ἕνα σταυροδρόμι. Διότι Ἐκεῖνος ποὺ ὑψώθηκε πάνω του εἶχε περάσει μιὰ ζωὴ ἀγάπns καὶ ἀλήθειας καὶ ὅδευε διὰ τοῦ σταυροῦ πρὸς τὸν Πατέρα. Ἀλλά, ἀκόμη, ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἐπηρέασε καὶ μεταμόρφωσε τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους σταυροὺς κάνοντάς τον διὰ τῆς μετανοίας "θύραν" τοῦ παραδείσου. Αὐτὸ εἶναι μία πολὺ οὐσιαστικὴ παρηγοριὰ γιὰ ὅσους σήμερα σηκώνουν σταυρὸ ἐνοχῆς».


Σταυρὸς καὶ σωτηρία

Νά, λοιπόν, γιατί ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τὰ ἀδιέξοδα καὶ τὰ σκοτάδια ποὺ τόσο συχνά μᾶς φοβίζουν. Μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὶς πλάνες καὶ τὰ εἴδωλα ποὺ μᾶς αἰχμαλωτίζουν. Μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν καὶ μᾶς βασανίζουν. Ὁ πόνος τοῦ σταυροῦ θὰ φωτίζεται πάντοτε ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης. Γιατί ἕνας σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση ἀποτελεῖ ἀποτυχία καὶ τραγωδία, ἐνῶ μιὰ ἀνάσταση χωρὶς σταυρὸ θὰ εἶναι μία νίκη χωρὶς βαρύτητα καὶ ἀξία. Ὁ σταυρὸς καὶ ἡ ἀνάσταση εἶναι ἀλληλένδετα ὄχι μόνο στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ καὶ στὸν ἀγώνα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Γι' αὐτὸ ἡ θεληματικὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ δὲν εἶναι μιὰ ἀρρωστημένη τάση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζητᾶ ἱκανοποίηση στὴν ὀδύνη. Εἶναι πηγὴ δύναμης, ποὺ μεταμορφώνει τὶς δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν πάλη καὶ τὴν ἀγωνία τῆς ζωῆς, ἔστω καὶ ἂν δὲν νικᾶμε πάντοτε, τουλάχιστον ὡριμάζουμε πνευματικά, ὥστε νὰ ἀντέχουμε τοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ προχωροῦμε.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ σταυρὸς δὲν εἶναι μόνο τὸ σημαντικότερο καὶ χαρακτηριστικότερο σύμβολο τοῦ χριστιανοῦ. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἔκφραση τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς νίκης, τῆς θυσίας καὶ τῆς δόξας, τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας. «Ὁ σταυρὸς εἶναι ἡ καθημερινὴ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὴν τραγωδία καὶ ἀπόγνωση τοῦ ἁμαρτάνοντος ἀνθρώπου». Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς περιμένει καρτερικά, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ἀμήν.

Παρασκευή, Απριλίου 01, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (τῆς Σταυροπροσκυνήσεως)




ΚΥΡΙΑΚΗ  Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ  
Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ
Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης


    omikron 2 λόγος τοῦ σταυροῦ, σ’ ὅλες τὶς ἐποχὲς ἀκούγεται παράδοξα. Στὴν δική μας ὅμως ἡ ὁποία ἔχει θεοποιήσει τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐμάρεια ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ δὲν εἶναι μόνο ἀσυμβίβαστος, ἀλλά καὶ τρομακτικός στὴν λογικὴ τοῦ κόσμου. Εἶναι τρομακτικὸς  γιὰ τοὺς κανόνες τῆς ζωῆς του,  γιὰ τὶς ἐπιδιώξεις στὸ κυνήγι τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς καλοπέρασης. Καὶ ὅμως τὸ εὐαγγέλιο ἐπιμένει σταθερὰ νὰ διακηρύσσει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοί». Ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ φανερώνουν τὴν αὐθεντικότητα τῆς κλήσης μας καὶ τοῦ προορισμοῦ μας. Τὰ ἠχηρὰ καὶ εὔκολα συνθήματα τοῦ κόσμου, ἂν καὶ ἀρχικὰ μᾶς γοητεύουν, τελικὰ μᾶς ἀπογοητεύουν, γιατί μᾶς παραπλανοῦν καὶ  παραμορφώνουν τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ἀποδεικνύουν τὴν ματαιότητα ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων, ὅταν αὐτὰ δὲν εἶναι διαποτισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ σφραγισμένο ἀπὸ τὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ ἐπισημαίνει ὅτι «ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του θὰ τὴν χάσει, ἐνῶ ὅποιος χάσει τὴν ζωὴ τοῦ χάριν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, θὰ τὴν σώσει». Ἐδῶ βρίσκεται ὁ δρόμος ποὺ διάλεξε ὁ Θεὸς, γιὰ νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ νὰ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι στὸν Θεό. Πρόκειται γιὰ ἕναν δρόμο ἀντιφατικό. Ἕναν δρόμο ποὺ προκαλεῖ τὴν λογικὴ καὶ μᾶς προσκαλεῖ νά ἐμπιστευθοῦμε τὴν ἀλήθεια ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε. Ἕναν δρόμο σκληρό, ἐπίπονο καὶ ὀδυνηρό, ποὺ ὅμως τὸ τέρμα του εἶναι λυτρωτικό. Ἀπαρνοῦμαι τὸ ἑαυτό μου σημαίνει ἀπελευθερώνομαι ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ἐγώ. Ἀπελευθερώνομαι ἀπὸ τὸν παραλογισμὸ ποὺ μὲ ὠθεῖ νὰ ὑπερτονίζω καὶ νὰ ὑψώνω τὸν ἑαυτό μας σὲ εἴδωλο γύρω ἀπὸ  τὸ ὁποῖο ζητάω νὰ στρέφεται ἡ ζωὴ ἡ δική μου καὶ τῶν γύρω μου. Αὐτὸ εἶναι αὐτοκαταστροφικό. Γιατὶ κάθε φορὰ ποὺ ἀσχολούμαστε ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν μας ἐπιθυμιῶν δὲν μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ἔτσι ὅμως κλείνουμε τὴν πόρτα στὸν Θεό καί δέν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του.  
    Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἐν ὑπομονῇ καὶ ἐλπίδι ἄρση τοῦ σταυροῦ ὁδηγεῖ τὸν πιστὸ στὴν ἐν Χριστῷ ὑπέρβαση τοῦ μαρτυρίου του. Ὅπως παρατηρεῖ ἕνας λόγιος ἐπίσκοπος «Στὸν Γολγοθᾶ ὕπηρχαν τρεῖς σταυροί. Οἱ δύο ἦταν τὸ τέρμα τῆς πορείας δύο ληστῶν, ὁ μεσαῖος ἦταν ἁπλῶς ἕνα σταυροδρόμι. Διότι Ἐκεῖνος ποὺ ὑψώθηκε πάνω του εἶχε περάσει μιὰ ζωὴ ἀγάπης καὶ ἀλήθειας καὶ ὅδευε διὰ τοῦ Σταυροῦ πρὸς τὸν Πατέρα. Ἀλλὰ, ἀκόμη, ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἐπηρέασε καὶ μεταμόρφωσε τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους σταυροὺς κάνοντάς τον διὰ τῆς μετανοίας «θύραν» τοῦ παραδείσου. Αὐτὸ εἶναι μιὰ πολὺ οὐσιαστικὴ παρηγοριὰ γιὰ ὅσους σήμερα σηκώνουν σταυρὸ ἐνοχῆς.»
    Νὰ, λοιπὸν, γιατί ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τὰ ἀδιέξοδα καὶ τὰ σκοτάδια ποὺ τόσο συχνὰ μᾶς φοβίζουν. Μᾶς ἀπελευθερώνει  ἀπὸ τὶς πλάνες καὶ τὰ εἴδωλα ποὺ  μᾶς αἰχμαλωτίζουν. Μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν καὶ μᾶς βασανίζουν. Ὁ πόνος τοῦ Σταυροῦ θὰ φωτίζεται πάντοτε ἀπὸ τὴν χαρὰ τῆς Ἀνάστασης. Γιατὶ ἕνας σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση ἀποτελεῖ ἀποτυχία καὶ τραγῳδία, ἐνῶ μία ἀνάσταση χωρὶς σταυρὸ θὰ εἶναι μία νίκη χωρὶς βαρύτητα καὶ ἀξία. Ὁ σταυρὸς καὶ ἡ ἀνάσταση εἶναι ἀλληλένδετα ὄχι μόνο στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ καὶ στὸν ἀγῶνα καὶ τὴν ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Γὶ’ αὐτὸ ἡ θεληματικὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ δὲν εἶναι μιὰ ἀρρωστημένη τάση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζητᾶ ἱκανοποίηση στὴν ὀδύνη. Εἶναι πηγὴ δύναμης, ποὺ μεταμορφώνει τὶς δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν πάλη και τήν ἀγωνία τῆς ζωῆς, ἔστω καὶ ἂν δὲν νικᾶμε πάντοτε, τουλάχιστον ὡριμάζουμε πνευματικά, ὥστε νὰ ἀντέχουμε τοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ πορευόμαστε.
    Ὁ σταυρὸς δὲν εἶναι μόνο τὸ σημαντικότερο καὶ χαρακτηριστικότερο σύμβολο τοῦ χριστιανοῦ. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἔκφραση τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς νίκης, τῆς θυσίας καὶ τῆς δόξας, τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας. «Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ καθημερινὴ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὴν τραγῳδία καὶ ἀπόγνωση τοῦ ἁμαρτάνοντος ἀνθρώπου». Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ  μᾶς περιμένει καρτερικά, γιὰ νὰ μᾶς σώσει.   Ἀμήν.

Σάββατο, Μαρτίου 26, 2016

Ἁμαρτία καὶ ἀρρώστεια- Λύτρωση καὶ θεραπεία





«Τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν παραλυτικό τῆς Καπερναοὺμ συνδέει τὴν ἀρρώστια μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ συγχώρηση μὲ τὴ θεραπεία. Γι' αὐτὸ ὁ Χριστὸς πρῶτα θεραπεύει τὸ κέντρο καὶ τὴ ρίζα τῆς ἀρρώστιας, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία καὶ στὴ συνέχεια προσφέρει τὴ σωματικὴ θεραπεία. Αὐτὴ ἡ θεραπεία εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας». Ἂν δὲν ὑπάρχει μία τέτοια σχέση καὶ συνάφεια μεταξύ τῆς συγχώρησης καὶ τῆς θεραπείας, τότε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ παραμένουν ἀκατανόητα, μετέωρα καὶ χωρὶς συνοχή. Ὁ Χριστὸς κηρύττει ὡς νικητὴς τῆς ἁμαρτίας, αἴρει καὶ παραμερίζει τὸ βάρος της καὶ θεραπεύει τὰ συμπτώματά της, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἡ ἀρρώστια.


Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἐπιστήμη

Ὅμως ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται παράδοξα καὶ προκαλοῦν τὴ λογική τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀντίθετα μὲ τὸ ἐπιστημονικό του κοσμοείδωλο. Σὲ κανένα ἰατρικὸ βιβλίο δὲν φαίνεται ἡ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, οὔτε βέβαια τῆς θεραπείας μὲ τὴ σωτηρία. Ὡστόσο κανεὶς γιατρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὡς καταπάτηση τῶν νόμων τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὁρίων τῆς φύσεως, ἀποτελεῖ ξένο σῶμα στὸν ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι βάρος τὸ ὁποῖο πιέζει τὴν ψυχή, ἀμβλύνει τὴν ἀντοχή της καὶ ὁδηγεῖ στὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀσθένεια καὶ μέσα ἀπ' αὐτὴ στὸ βιολογικὸ θάνατο. Συμπεραίνει λοιπὸν κανεὶς ὅτι τὸ φυσικὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἠθικό, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν πόνων καὶ τῶν θλίψεων τοῦ κόσμου.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐξετάζει τὰ ἐξωτερικὰ αἴτια ποὺ προκαλοῦν μία ἀσθένεια. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰ βιολογικὰ αἴτια καὶ τοὺς ἰατρικοὺς τρόπους θεραπείας, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλεται νὰ ἐρευνᾶ ἡ ἐπιστήμη βελτιώνοντας τὴ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πίστη δὲν ὑποκαθιστᾶ τὴν ἐπιστήμη, οὔτε ἡ ἐπιστήμη καταργεῖ τὴν πίστη, γι' αὐτὸ καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν συγκρούονται ποτέ. Ὅταν καὶ οἱ δύο λειτουργοῦν σωστά, βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνορθώνεται ἀπὸ τὴν πτώση. Ἡ ἐπιστήμη, ὡς δυνατότητα τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει βέβαια κάποια ὅρια. Ὅμως πέρα καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὅρια ἀρχίζει ὁ ἀπέραντος χῶρος τῆς πίστεως. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐμβαθύνει στὴ ρίζα τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τοῦ θανάτου ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ διατάραξη τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀπάντηση στὸ πῶς προῆλθε τὸ κακὸ στὸν κόσμο καὶ στὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὀντολογικά.



Ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὴν ἀρρώστια καὶ τὴ θεραπεία

Ὁ Χριστὸς δὲν μιλᾶ πουθενὰ γιὰ τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, τὴν προϋποθέτει ὅμως στὸ κήρυγμά του σὰν μιὰ φοβερὴ καθημερινὴ πραγματικότητα ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅσο διαρκεῖ ὁ σημερινὸς κόσμος, ἡ ἀνθρωπότητα θὰ συνεχίζει νὰ ὑφίσταται τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ ἡ ἀσθένεια. Ἡ ἁμαρτία γίνεται πρόξενος θλιβερῶν συνεπειῶν γιὰ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως. Ὅλοι γνωρίζουμε πόσο συχνὰ δοκιμάζεται ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὴν ἀγωνία, τὸ φόβο, τὴν ἀνασφάλεια, τὴν ἐσωτερικὴ διάσπαση καὶ διάσταση• μία πνευματικὴ καὶ σωματικὴ κατάσταση ἀρρώστιας καὶ φθορᾶς. Μόνο μέσα σ' αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ κατανοοῦμε τὴν ἐσωτερικὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Ὁ Χριστός, καθὼς συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο, ζεῖ τὰ δεινὰ καὶ τὴν τραγωδία ποὺ προκαλεῖ τὸ κακὸ στὴ ζωή του. Μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματά Του τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Τοῦ προσφέρει τὴ δυνατότητα νὰ ὑπερνικήσει τὸ κακὸ ποὺ εἶναι ριζωμένο μέσα του καὶ ἀποτυπώνεται γύρω του. Ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου συνυπάρχουν στὸ ἔργο καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυρίου. Ἡ σώζουσα δύναμη τῆς πίστεως καὶ ἡ θεραπευτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ διοχετεύεται στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ μεταμορφώνει.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ἀρρώστια παραμένει μία μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ καὶ κάθε θεραπεία, εἴτε εἶναι καρπὸς τῆς θαυματουργικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἴτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν κατορθωμάτων τῆς ἐπιστήμης, εἶναι μία νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐνάντια στὴ φθορά. Ἕνα ἀκόμη βῆμα, γιὰ νὰ παραταθεῖ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο μέχρι τὴν ὁριστικὴ ἐκμηδένισή του μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση στὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν.

Σάββατο, Μαρτίου 05, 2016

Ἀγάπη: Τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 25, 31- 46)




Ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονός, ποὺ θὰ τερματίσει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ θὰ σφραγίσει τὴν προσωπική μας ζωή, παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τῆς μέλλουσας κρίσης, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο τολμηρὸ καὶ παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ξαναέρθει, ἀφοῦ ἤδη εἶναι πανταχοῦ παρὼν στὴ συμπαντικὴ πραγματικότητα καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴ ζωή μας, «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,22). Κάποτε, στὸν ἐπίλογο τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ἁπλῶς θὰ φανερωθεῖ, καὶ θὰ λάμψει αὐτὸ ποὺ τώρα δὲν βλέπουμε, καὶ ὅμως ὑπάρχει, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα Του. Τότε τὰ σκηνικά του κόσμου καὶ τὰ παρασκήνια τῆς ἱστορίας θὰ πέσουν καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἄνθρωπου θὰ κριθεῖ.


Ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Δυστυχῶς στὴ σκέψη πολλῶν ἀνθρώπων τὸ προφητικὸ βάθος τῆς παραβολῆς τῆς μέλλουσας κρίσης διαστρέφεται ἐπικίνδυνα, κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνονται μὲ ἕναν τρόπο ποὺ πανικοβάλλει καὶ τρομοκρατεῖ μὲ ἀπειλές, καταδίκες καὶ τιμωρίες. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μὲ τὶς ἐπιλογές του καὶ τὶς συμπεριφορές του, ὅπως ὑπαινίσσεται ὁ Χριστός, ὅταν λέει «καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστὶν» (Ἰω. 5,30). Ὁ Χριστὸς ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ δική μας ἀπόφαση. Ἀπὸ τὴ δική μας τοποθέτηση ἐξαρτᾶται ἡ κρίση Του. Κάθε φορὰ ποὺ ἀρνούμαστε τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι' αὐτό, ἂν ἀδιαφορήσουμε καὶ δὲν ἀγαπήσουμε τὸν συνάνθρωπο, τότε θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, γίνεται τὸ ἀπόλυτο καὶ διαχρονικὸ μέτρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ζυγίζει. Ἀποτελεῖ τὸ ἀδιαμφισβήτητο κριτήριο τῆς κρίσεώς Του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλον ἀσφαλῆ τρόπο καὶ δρόμο, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσει τὴν ὑπαρξιακή του εὐτυχία (αὐτὸ ποὺ λέμε σωτηρία), παρὰ μόνο τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη στὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐδῶ σημασία δὲν ἔχει τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ σταθοῦμε ἐμεῖς «πλησίον», δηλαδή, κοντὰ στὸν ἄλλο.

Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος τονίζει ὅτι «ὅταν φθάνουμε στὴν ἀγάπη, φθάνουμε στὸν Θεὸ καὶ ὁ δρόμος τοῦ ἀγώνα μας τελειώνει». Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς θλιμμένους, τοὺς καταφρονημένους. Μᾶς ζητᾶ νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸν συναντήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ αὐτούς. Ὅταν πάσχει ὁ ἄνθρωπος, συμπάσχει μαζί του καὶ ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο ἀποδεικνύει μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ χειροπιαστὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεό.



Ἡ ἀγάπη ὡς διακονία

«Καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι»; Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν διακονεῖ, τότε δὲν εἶναι γνήσια καὶ ξεπέφτει. Ἡ διακονία εἶναι κορυφαῖος τρόπος χριστιανικῆς παρουσίας καὶ μαρτυρίας. Εἶναι θυσία χωρὶς ὑπολογισμό, ἡ ὁποία θεραπεύει ὅ,τι πονάει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ πεινασμένος, ὁ διψασμένος, ὁ γυμνός, ὁ ξένος, ὁ φυλακισμένος, ὁ ἄρρωστος εἶναι καταστάσεις ζωῆς ποὺ μαστίζουν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία. Ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορὰ δημιουργοῦν συνεχῶς ἀναρίθμητες ἑστίες καὶ πλέγματα ἀνάγκης ποὺ μᾶς κυκλώνουν. Ἀσθένειες, δυστυχία, θεομηνίες, πείνα, ἐγκληματικότητα, περιφρόνηση, μοναξιά, ἐγκατάλειψη, ἐκμετάλλευση, μετανάστευση, ἀδικία, ἀνεργία, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καταστάσεις ὕπαρξης τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.

Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα, Πῶς τοὺς ἀντιμετωπίζουμε; Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἤ τοὺς «προσφέρουμε» ἁπλῶς τὸν οἶκτο μας. Περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ γεννᾶ μέσα μας ἡ ἀνωνυμία τοῦ ἀγνώστου συνανθρώπου μας, τοῦ πρόσφυγα καὶ τοῦ λαθρομετανάστη, τοῦ ἀποξενωμένου καὶ ἐγκαταλελειμμένου. Εἴμαστε τραγικὰ ἀνίκανοι νὰ κατέβουμε στὸν «ἅδη τῆς ζωῆς του», ὥστε νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναστήσουμε στὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ, ἂν δὲν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ διπλανοῦ του». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διπλανός, ὁ κάθε ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, δὲν πεινάει καὶ διψάει μόνο γιὰ ψωμὶ καὶ νερό, ἀλλὰ γιὰ ἀλήθεια, ἀγάπη καὶ σωτηρία. Ἀμήν.



 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 27, 2016

Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου (Λουκ.15,11-32) Μετάνοια: ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία τοῦ κόσμου


 



Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου μέσα ἀπὸ τὸν παραστατικὸ λόγο της ἀπεικονίζει τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀποδοχῆς καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μὲ τρόπο ἀξεπέραστο παρουσιάζει τὴν πτώση καὶ τὴ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀποστασία του καὶ τὴν ἐπιστροφή του.



Ἡ περιπλάνησή μας στὸν κόσμο

Ὁ νεώτερος γιὸς «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ὁ ἄσωτος γιός, μᾶς λέει τὸ ἱερὸ κείμενο, ἔφυγε καὶ ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι του πηγαίνοντας σὲ μακρινὴ καὶ ξένη χώρα. Τὸ συμβολικὸ βάθος αὐτῆς τῆς εἰκόνας εἶναι σπουδαῖο. Ὅσο καὶ ἂν μᾶς φαίνεται παράξενο, ἡ ζωὴ μας σ' αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι ἀποδημία, εἶναι ἐξορία σὲ ξένη χώρα. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ περιπλάνησή μας στὸν κόσμο ἀναποδογυρίζει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Συσκοτίζει τὴ σκέψη μας καὶ διαβρώνει τὶς πνευματικές μας εὐαισθησίες. Ἀνατρέπει τὰ σταθερὰ μέτρα καὶ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ζυγίζουμε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ ἀξιολογοῦμε τὶς προτεραιότητες τῆς ζωῆς.

Ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο ποὺ εἶναι ἀνίκανος νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν Θεὸ ὡς δημιουργὸ καὶ σωτήρα του, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω», δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἦταν μέσα στὸν κόσμο καὶ ἐξαιτίας του δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ὅμως «ὁ κόσμος» δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἡ διαδρομὴ τῆς ζωῆς μας γίνεται ἐξορία ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος, δημιουργημένος ἀπὸ τὸν Θεό, παραδίδεται καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν «ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου». Τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου διαστέλλεται καὶ διαχωρίζεται ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ μὲ μία κάθετη διαχωριστικὴ γραμμή, καθὼς «ὅστις φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».

Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζεῖ σὲ μία ἐξορία καὶ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καθὼς σπαταλᾶ τὰ ποικίλα χαρίσματά του ἀσώτως, χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει Θεός, σὰν νὰ μὴν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ καὶ τότε ἡ τραγωδία τῆς ἐξορίας του γίνεται πιὸ πικρή. Στὴν προσπάθειά του νὰ γευθεῖ καὶ νὰ ἀπολαύσει τὸν πλοῦτο τῆς ζωῆς, νὰ κατακτήσει καὶ νὰ ἀποκτήσει πολλά, συνήθως τὸ πληρώνει ἀκριβά.



Ἡ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα

Τὸ πατρικὸ σπίτι γίνεται ὁ τύπος καὶ ἡ εἰκόνα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ κοινωvίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ στὴ βασιλεία Του. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μᾶς βεβαιώνουν γιὰ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Μᾶς προτρέπουν γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἐξορίας τοῦ ἀσώτου. Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς κατανυκτικῆς περιόδου ποὺ διανύουμε μᾶς βοηθοῦν νὰ ξαναδοῦμε τὴν πνευματική μας κατάσταση μέσα σ' αὐτὴ τὴν προοπτική: «Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών» (Λκ. 15,17).

Ὅταν βρίσκουμε τὸν ἀληθινό μας ἑαυτό, ξαναβρίσκουμε τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ καὶ τῆς ἐπανασύνδεσής μας μὲ τὸν Θεό. Τότε ἡ μετάνοια γίνεται ἕνα βαθὺ βίωμα, μία πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας. Τότε ὁ ἀγώνας μας ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καὶ δυναμική. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἔστω καὶ ἂν οἱ πτώσεις καὶ οἱ ἀδυναμίες μας εἶναι πολλές, δὲν μᾶς βυθίζουν πλέον στὴν ἀπόγνωση. Ἔστω καὶ ἂν τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας, εἶναι μεγάλα καὶ μᾶς ταλαιπωροῦν δὲν μᾶς τρομάζουν πιά. Οἱ ἐνοχές μας, ὅσο βαριὲς καὶ ἂν εἶναι, δὲν μᾶς ἀρρωσταίνουν ψυχικά. Ἄλλο ἔμμονες ἐνοχές, κατάθλιψη, φόβος, ἄγχος, πληγωμένος ἐγωισμός, γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ λάθη ποὺ κάναμε, καὶ ἄλλο ἐσωτερικὴ συντριβή, ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ ψυχικὴ γαλήνη ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ἀποδέχεται καὶ μᾶς περιμένει ὑπερνικώντας τὴν ἁμαρτωλότητά μας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν αἰσθανόμαστε «εὐτυχισμένοι ὑπαρξιακά», ἄνετοι καὶ βολεμένοι στὸν παρόντα κόσμο, τότε γιατί θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ βροῦμε μία εὐτυχία ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι χάσαμε ἤ τουλάχιστον δὲν νιώθουμε ὅτι μᾶς λείπει; Ἂν δὲν νιώθουμε ἐξόριστοι καὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, τότε γιατί θὰ πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμε καὶ ποῦ πρέπει ἄραγε νὰ ἐπιστρέψουμε; Ἴσως θὰ πρέπει νὰ νοσταλγήσουμε τὴ χαμένη χαρὰ στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ὄντως ζωῆς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ἕνας ὀρθόδοξος μοναχός: «Πιστεύω Κύριε σὲ Ἐσένα γιατί ἔξω ἀπὸ Ἐσένα δὲν ὑπάρχει τίποτε γιὰ ἐμένα». Ἀμήν. 

Παρασκευή, Ιουλίου 10, 2015

Ἡ κοινωνικὴ διάσταση τῆς πίστεως (Ματθ θ, 1-8)




Τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τὴν ξαναδιαβάσαμε τὴ δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν μὲ περισσότερες χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες, ἔτσι ὅπως τὴ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος. Σ' αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἡ σύνδεση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια καὶ τῆς θεραπείας μὲ τὴ σωτηρία εἶναι θεμελιώδης ὡς σχέση αἰτίας καὶ ἀποτελέσματος. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὅμως, μᾶς παρουσιάζει τὸ ἴδιο θαῦμα μὲ λιτότητα καὶ συντομία. Μπροστὰ στὸν Χριστὸ ποὺ διδάσκει σὲ ἕνα σπίτι στὴν Καπερναοὺμ φέρνουν ἕναν παράλυτο ἐπάνω σὲ κρεβάτι. Οἱ συνοδοὶ δὲν μποροῦν νὰ φτάσουν τὸν Χριστὸ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ ἀκούει τὴ διδασκαλία Του, γι' αὐτὸ ἀνοίγουν μία ὀπὴ στὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ κατεβάζουν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸν Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν ἐφευρετικότητα τῆς πίστης τους καὶ τὴν ἐπαινεῖ. Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ προσεγγίσουμε τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ καὶ νὰ σταθοῦμε στὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς πίστεως.



Ἡ πίστη, κίνηση πρὸς τὸν ἄλλο ἄνθρωπο


Ἡ χριστιανικὴ πίστη καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀτομικότητάς του. Καλεῖ διαρκῶς τὸν ἄνθρωπο νὰ σπάει τὸ κέλυφος τοῦ ἐγωισμοῦ του καὶ νὰ μεταμορφώνεται ἀπὸ ἄτομο σὲ πρόσωπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος-ἄτομο μεταβάλλεται σὲ πρόσωπο, σημαίνει ὅτι ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν ἐγωπαθῆ φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅπου εἶναι ἐγκλωβισμένος, καὶ ἔρχεται νὰ συναντήσει μὲ κατανόηση, σεβασμὸ καὶ ἀγάπη τὸν συνάνθρωπο. Ἔτσι γίνεται τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μάρτυρας πίστεως καὶ ἀφορμὴ σωτηρίας γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιατί ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐφησυχάζει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀγνοώντας τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων, ἀδιάφορος στὸ νὰ βρίσκει τρόπους θεραπείας.

Ἡ ἐφευρετικότητα τῆς πίστης τῶν συνοδῶν τοῦ παραλύτου, μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ γνήσια καὶ πραγματική, ἡ δυνατὴ καὶ θερμὴ πίστη, δὲν κάμπτεται ἀπὸ ἐμπόδια, δὲν σταματᾶ μπροστὰ σὲ δυσκολίες. Ἐπινοεῖ, ἐφευρίσκει, ἀγωνίζεται καὶ ἀγωνιᾶ προσευχόμενη νὰ βρεῖ τρόπους καὶ δρόμους συμπαράστασης καὶ ἐνίσχυσης, παρηγοριᾶς καὶ ἀνακούφισης μέσα ἀπὸ ἐκδηλώσεις καὶ ἔργα ἀγάπης. Βέβαια, ὅταν γυρίζουμε τὸ βλέμμα μας γύρω μας «εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου», μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, κάποτε ἀπογοητευόμαστε, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Συνειδητοποιοῦμε πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἤ, τέλος πάντων, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ γίνουμε· ἄνθρωποι μὲ ἐμπειρία «πίστεως δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Γαλ. 5,6). Ἀναρωτηθήκαμε ἆραγε ποτέ, πόσο συχνὰ τὸ Εὐαγγέλιο, μὲ τὸ συνεχὲς κάλεσμα γιὰ τελείωση καὶ ὑπέρβαση, σηκώνει ψηλὰ τὸν πήχη στὸ στίβο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ ἐμεῖς περνᾶμε ἀπὸ κάτω; Ἡ ἀρετὴ τῆς ἀλληλεγγύης, δυστυχῶς, εἶναι σπάνια ἀκόμη κι ἐκεῖ ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι αὐτονόητη, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.


Δεδομένα καὶ ζητούμενα στὸν ἀγώνα τῆς πίστεως

«Θάρσει, τέκνον» εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς στὸν παράλυτο καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸν καὶ στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ταλαιπωρημένος, ἀπογοητευμένος καὶ προδομένος, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐλπίδα καὶ στήριξη ψυχική. Ὄχι, βέβαια, ἀπὸ φθηνὲς παρηγοριές, θολὰ καὶ ἐπικίνδυνα συνθήματα, σὰν αὐτὰ ποὺ περισσεύουν στὶς μέρες μας καὶ κυκλοφοροῦν μέσα στὴν ἐλευθερία τοῦ κόσμου ἀσύδοτα καὶ ἀχαλίνωτα ὁδηγώντας πολλοὺς σὲ ἀδιέξοδα. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ σώζουσα ζωντανὴ πίστη, ποὺ ὅταν ὑπηρετεῖ τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο, ἀποδεικνύει μὲ τὸν πλέον χειροπιαστὸ τρόπο ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ μυαλοῦ μας, ἀλλὰ τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτό, βέβαια, δὲν σημαίνει ἕναν πρόχειρο συναισθηματισμὸ ποὺ ἀφορᾶ τοὺς ἀφελεῖς καὶ γραφικοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν ἰσχυρισμὸ μερικῶν, ζοῦν στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, ἀλλὰ εἶναι γνώρισμα τῶν ἀγωνιστῶν ποὺ ἀνακάλυψαν τὴν οὐσία τῆς ὕπαρξής τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ νικητὲς τῆς παρούσας ζωῆς καὶ οἱ κληρονόμοι τῆς αἰώνιας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅταν μελετᾶμε, στοχαζόμαστε καὶ ἑρμηνεύουμε τὸν διαχρονικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν Πατέρων μέσα στὴν Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι πολλὰ ἀπὸ ὅσα διαβάζουμε δὲν εἶναι δεδομένα τῆς δικῆς μας ζωῆς, ἀλλὰ ζητούμενα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας ἀγώνα. Πολλὰ ἀπὸ ὅσα μᾶς συγκινοῦν καὶ ἀγγίζουν τὴν ψυχή μας δὲν εἶναι ἐμπειρίες ποὺ φθάσαμε, ἀλλὰ μιὰ πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἀκόμη προσπαθοῦμε νὰ κατακτήσουμε, ἐν μέσω προκλήσεων, παγίδων καὶ πειρασμῶν πολλῶν. Γι' αὐτὸ ἂς προσπαθοῦμε μέσα στὸ περιβάλλον ὅπου ζοῦμε, μὲ τὴ στάση τῆς ζωῆς μας καὶ τὴ συμπεριφορά μας, νὰ ἐνισχύουμε τὴν πίστη τὴ δική μας καὶ τῶν ἄλλων. Ἀμήν.

Κυριακή, Ιουλίου 05, 2015

Ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις



Τὴ θριαμβευτικὴ νίκη καὶ τὴν ἀδιαμφισβήτητη κυριαρχία τοῦ Θεοῦ πάνω στὶς ἀντίθετες δυνάμεις παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαιμονισμένους τῶν Γεργεσηνῶν. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἀναδεικνύει τὴ λυτρωτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες τὸν βασανίζουν, τὸν ταλαιπωροῦν καὶ τὸν καταδυναστεύουν.


Ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δαιμονισμένοι

Ἡ κατάσταση τῶν δαιμονισμένων ἦταν φρικτὴ καὶ ἐξαιρετικὰ τραγική. Ἐμφανίζονται κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστοι, ἐφόσον ἔμεναν στὰ μνήματα, θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους «χαλεποὶ λίαν», δηλαδὴ πολὺ ἐπικίνδυνοι. Καὶ αὐτό, γιατί κατέχονταν ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐπιθετικότητας, «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινα παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης», τόσο ποὺ κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο. Οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς συμπληρώνουν στὶς παράλληλες διηγήσεις τους γιὰ τὸ ἴδιο γεγονὸς καὶ ἄλλα χαρακτηριστικὰ τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ἀνθρώπων. Μᾶς λένε, λοιπόν, ὅτι εἶχαν ἐσωτερικὴ διάσπαση τῆς προσωπικότητάς τους: «λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοὶ ἐσμεν», τὸ ὄνομά μου εἶναι λεγεών, γιατί εἴμαστε πολλοὶ (Μκ. 5,9). Πράγματι, οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις διαιροῦν καὶ διασποῦν τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κομματιάζουν τὴν ὕπαρξή του. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μάζα ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀνεξέλεγκτες δυνάμεις. Ἀλλὰ καὶ ἡ τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη σύμπτωμα τῶν δαιμονισμένων: «κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις», κατακοβόταν μὲ πέτρες (στ. 5). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καθετὶ ποὺ ὑποτάσσεται στὴ δαιμονικὴ δύναμη διαλύεται καὶ καταστρέφεται, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέχρι καὶ τὰ ζῶα στὰ ὁποῖα, μόλις μπῆκαν οἱ δαίμονες σκόρπισαν τὸν ὄλεθρο.

Ὁ Χριστὸς ἦρθε, βέβαια, στὸν κόσμο, γιὰ νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Θὰ μποροῦσε νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ δαιμονοπληξία καὶ οἱ ψυχικὲς ἀσθένειες συνδέονται πιὸ καθαρὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο. Κάποιες φορὲς ὅλα αὐτὰ παρουσιάζονται σὰν μιὰ προσωπικὴ ἐχθρικὴ δύναμη πάνω στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δηλητηριάζει τὴ ζωή του καὶ δημιουργεῖ μιὰ μορφὴ κυριαρχίας ἐπάνω του. Σὲ μιὰ τέτοια ἀνθρώπινη συμφορὰ καὶ ἀπόγνωση φαίνεται καθαρὰ ἡ κυριαρχία καὶ ἡ καταδυνάστευση τοῦ διαβόλου.


Σύγχρονες μορφὲς δαιμονισμοῦ

Ἀπὸ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο τῶν καιρῶν μας τίθεται ἕνα ἐρώτημα ποὺ προκαλεῖ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Εἶναι δυνατὸν στὴν ἐποχὴ τῆς καταπληκτικῆς προόδου καὶ ἀνάπτυξης, τῶν πρωτοφανῶν τεχνολογικῶν ἐπιτευγμάτων καὶ ἐπιστημονικῶν ἁλμάτων νὰ μιλᾶμε ἀκόμη γιὰ δαίμονες καὶ δαιμονισμένους; Ὁ θετικιστὴς ἄνθρωπος δὲν συμμερίζεται πλέον τὶς ἀντιλήψεις ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ θεωροῦσαν τὴν ἀρρώστια ἐπήρεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἀλλὰ ὅποιος ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀρνητικὴ καὶ φθοροποιὸ ἐπίδρασή του στὴ ζωή μας, ἂς μὴν ξεχνᾶ τὸν στίχο τοῦ ποιητῆ ποὺ λέει ὅτι «ἡ πιὸ πετυχημένη πονηριὰ τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πείθει ὅτι δὲν ὑπάρχει». Σίγουρα, δὲν θὰ βροῦν τὸν διάβολο ὅσοι τὸν ψάχνουν ἀκόμη στὶς τερατόμορφες παραστάσεις ἄλλων ἐποχῶν, γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει καὶ νὰ τοὺς τρομάξει.

Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὸς ὑπάρχει καὶ κρύβεται πάντοτε μέσα στὴ δύναμη τοῦ πολύμορφου κακοῦ ποὺ μᾶς βασανίζει καὶ μᾶς ταλαιπωρεῖ, ποὺ μᾶς τυραννᾶ καὶ μᾶς καταδυναστεύει. Ὁ ἀδιάφορος πνευματικὰ ἄνθρωπος, ἀνυποψίαστος στὴν παρουσία τοῦ διαβόλου καὶ εὐάλωτος στὴν πανουργία του, παρασύρεται. Ἐδῶ ἡ ποικιλία τῶν μορφῶν καὶ τῶν εἰδῶν, τῶν περιπτώσεων καὶ τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου στὴ ζωὴ μας εἶναι κραυγαλέα. Ἡ οὐσία τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ζωῆς, ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ μηδενισμός της. Ὅ,τι ἐκμηδενίζει τὴ ζωὴ εἶναι ψέμα. Ἐδῶ ἀνήκει ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνθρωποκτόνος καὶ «ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστι καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ», ὅταν λέει ψέματα ἐκφράζει τὸν ἑαυτό του, γιατί εἶναι ψεύτης καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους (Ἰω. 8,44). Ἡ βία, τὸ μίσος, ἡ αὐτοκαταστροφή, τὸ παράλογο τῆς ζωῆς, ἡ σύγχρονη εἰδωλολατρία εἶναι μορφὲς δαιμονισμοῦ στὴ ζωή μας, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὶς φανερὲς καὶ κραυγαλέες ἐκδηλώσεις τοῦ διαβόλου, πού, ἂν καὶ ἀλλάζουν μορφή, παραμένουν πάντα στὴν οὐσία ἴδιες, σατανολατρεία, μαγεία, μαντεία καὶ ἄλλα παρόμοια.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅ,τι εἶναι ἡ ζωὴ καὶ προάγει τὴ ζωὴ εἶναι ἀλήθεια. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. Δὲν φθάνει, ὅμως, μόνο νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ δύναμή Του (αὐτὸ τὸ ἔκαναν καὶ οἱ δαίμονες), ἀλλὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ αὐτήν, γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε. Ἀμήν.

Σάββατο, Ιουλίου 04, 2015

Κυριακή Ε΄ Ματθαίου «Ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν·»

Κυριακή Ε΄ Ματθαίου


 
«Ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων
ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν·»


Δυστυχεῖς καὶ ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ δύο δαιμονίζομενοι τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου· Ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὸν πονηρό, τὸν διάβολο, καὶ γιὰ τοῦτο «τὸ λίαν καλὸν» δημιούργημα τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνεται σὲ «χαλεπὸν λίαν». Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν εἶναι ψυχικὰ ἀσθενεῖς, εἶναι ὅμως ἐπιθετικοί. Δὲν εἶναι νευρασθενεῖς, εἶναι ὅμως ἐπικίνδυνοι. Κρύπτονται στὰ μνήματα, τρέχουν ἐξαγριωμένοι στοὺς δρόμους, εἶναι ἕτοιμοι νὰ κακοποιήσουν ὅποιον συναντήσουν, γιατὶ εἶναι ὑπὸ τὴν πλήρη κυριαρχία τοῦ διαβόλου.

Ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς δύο δαιμονιζομένους ἦταν μιὰ ἀποκάλυψη ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τοῦ πραγματικοῦ προσώπου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔργου τοῦ διαβόλου καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τῆς δυνάμεως τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Στὴν χώρα τῶν Γεργεσηνῶν ἀναδεικνύεται τὸ ἀντικοινωνικὸ ἔργο τοῦ διαβόλου καὶ καὶ τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν κοινωνικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.

Στὸ σημερινὸ θαῦμα φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πρόσωπο, ὀντότης, καὶ τὸ ἔργο του εἶναι καταστρεπτικὸ γιὰ ὅλη τὴν δημιουργία. Τὰ δαιμόνια κατέβαλλαν τὸ σῶμα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων καὶ ὁμιλοῦσαν προσωπικὰ μὲ τὸν Χριστό. Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψη νὰ εἰσέλθουν εἰς τοὺς χοίρους καί, ὅταν ὁ Χριστὸς τὸ ἐπέτρεψε, τότε ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων «ὥρμησε κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασι».

Ἰδοὺ τί εἶναι ὁ διάβολος. Ζημιά, καταστροφή, βλάβη, ἀσχήμια, ἀντικοινωνικότητα. Κάποιοι σήμερα ἐπηρεασμένοι ἀπὸ διάφορα ἰδεολογικὰ ἢ καὶ φιλοσοφικὰ ρεύματα ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἁπλῆ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ, ψευδαίσθηση φαντασιόπληκτων χριστιανῶν ποὺ ἐπιμένουν νὰ βλέπουν παντοῦ δαιμόνια. Ὁ διάβολος ἔχει, ἀδελφοί μου, κάνει μία πολὺ μεγάλη ἐπιτυχία. Ἔχει κάνει τὸν ἐκτὸς Ἐκκλησίας κόσμο νὰ πιστέψη ὅτι δὲν ὑπάρχει.

Ὅμως κατὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ Κύριος ἐνσαρκώθη «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου τουτέστι τὸν διάβολον» (Ἑβραίους β’14) καὶ «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου· (Ἀ’ Ἰωὰν. γ’8) Ὁ διάβολος δὲν εἶναι προσωποποίηση τῶν παθῶν, ἀλλὰ πρόσωπο ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἄγγελος καί, ὅταν ἔχασε τὴν κοινωνία μαζί Του, ἔγινε πνεῦμα σκοτεινό, διάβολος, καὶ διακατέχεται ἀπὸ ὑπερβολικὴ θανατηφόρα μισανθρωπία. Ἐκπνέει σκέψεις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, ἐπηρεάζει τὴν βούληση, ἡ μανία του ἐκδηλώνεται μὲ τὶς προσβολὲς ἐναντίον τῆς ψυχῆς μας. Ὁ διάβολος, ἐὰν ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι «ὁ ζωοποιῶν τὰ πάντα» δὲν τὸν ἀναχαίτιζε, ἤθελε μὲ μιᾶς νὰ θανατώση ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα.

Στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἐπίσης διαπιστώνουμε ὅτι οἱ δυὸ δυστυχεῖς ὑπάρξεις, ὅταν κατελήφθησαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις, τὰ σπίτια καὶ τὶς οἰκογένειές τους, κατοικοῦσαν στὰ μνήματα ἦσαν «χαλεποὶ λίαν», ἔγιναν ἀντικοινωνικοί. Ἔτσι γίνεται ἀντιληπτὸ τὸ μισάνθρωπο πρόσωπο τοῦ διαβόλου καὶ τὸ ἀντικοινωνικό του ἔργο. Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι ἡ παιδεία μας καὶ ὅλος ὁ πολιτισμός μας θέλει πεισματικὰ νὰ ἀγνοεῖ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ὄχι μόνο δὲν τὴν ἀντιμετωπίζει, ἀλλὰ διστάζει νὰ μιλήση γιὰ τὸν διάβολο καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἔτσι ὁ κίνδυνος νὰ μείνη ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀνίσχυρος, ἀδύνατος, ἀλύτρωτος, εἶναι φανερός.

Συνέπεια τούτου εἶναι πὼς ὑπάρχουν καὶ στὶς ἡμέρες μας «χαλεποὶ λίαν». Καὶ εἶναι ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ δημιουργοῦν σχέσεις μὲ τὸν διάβολο καὶ ἀλλάσσουν διαθέσεις καὶ φρονήματα. Σύγχρονοι Γεργεσηνοὶ ποὺ «παρακάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν». Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωὴ τους εἶναι ἐνοχλητική. Ἔτσι, χωρὶς Χριστὸ γίνονται ἄπιστοι, ὀργίλοι, συκοφάντες, ψεύδορκοι, σαρκολάτρες κλέπτες, καταχραστές, βλάσφημοι, ἀπάτριδες ποὺ ὄχι μόνο δουλεύουν ἀμετανόητοι στὰ πάθη τους, ἀλλὰ «χαλεποὶ λίαν» ὄντες εἶναι ἐπικίνδυνοι γιὰ τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἀντικοινωνικοί. Ἔτσι ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς, ἀποδιωγμένος μπαίνει στὸ πλοῖο, περνᾶ στὴν ἀπέναντι ὄχθη καὶ φτάνει στὴν ἰδιαίτερη γι᾿ αὐτὸν πόλη, τὴν Καπερναούμ, καὶ περιμένει τὴν προσευχή μας, ἀδελφοί μου.

Ἃς κάνουμε αἴτημα στὴν προσευχή μας πρὸς τὸν Κύριο νὰ σκεπάση μὲ τὴ χάρι Του ὅλους καὶ ὅλες καὶ νὰ φωτίση, ὥστε νὰ ἐκλείψουν ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ οἰκογένεια καὶ ἀδελφότητα ὅλοι «οἱ χαλεποί» ἀδελφοί μας καὶ νὰ γίνουμε ὅλοι λογικὰ πρόβατα τοῦ εἰρηνικοῦ ποιμνίου Αὐτοῦ, μέλη τίμια τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν.Κ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ
Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης

            Τὴν θριαμβευτικὴ νίκη καὶ τὴν ἀδιαμφισβήτητη κυριαρχία τοῦ Θεοῦ πάνω στὶς ἀντίθεες δυνάμεις παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαιμονισμένους τῶν Γεργεσηνῶν. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἀναδεικνύει τὴν λυτρωτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες τὸν βασανίζουν, τὸν ταλαιπωροῦν καὶ τὸν καταδυναστεύουν.
            Ἡ κατάσταση τῶν δαιμονισμένων ἦταν φρικτὴ καὶ ἐξαιρετικὰ τραγική. Ἐμφανίζονται κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστοι, ἐφόσον ἔμεναν στὰ μνήματα, θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους «χαλεποὶ λίαν», δηλαδὴ πολὺ ἐπικίνδυνοι. Καὶ αὐτό, γιατί κατέχονταν ἀπὸ τὴν μανία τῆς ἐπιθετικότητας, «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης», τόσο ποὺ κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο. Οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς συμπληρώνουν στὶς παράλληλες διηγήσεις τους γιὰ τὸ ἴδιο γεγονὸς καὶ ἄλλα χαρακτηριστικὰ τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ἀνθρώπων. Μᾶς λένε, λοιπόν, ὅτι εἶχαν ἐσωτερικὴ διάσπαση τῆς προσωπικότητάς τους: «λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν», τὸ ὄνομά μου εἶναι λεγεών, γιατί εἴμαστε πολλοὶ (Μάρκ. 5, 9). Πράγματι, οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις διαιροῦν καὶ διασποῦν τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κομματιάζουν τὴν ὕπαρξή του. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μᾶζα ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀνεξέλεγκτες δυνάμεις. Ἀλλὰ καὶ ἡ τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη σύμπτωμα τῶν δαιμονισμένων: «κατακόπτων ἐαυτὸν λίθοις», κατακοβόταν μὲ πέτρες (Μάρκ. 5,5). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καθετὶ ποὺ ὑποτάσσεται στὴν δαιμονικὴ δύναμη διαλύεται καὶ καταστρέφεται, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέχρι καὶ τὰ ζῶα στὰ ὁποῖα, μόλις μπῆκαν, οἱ δαίμονες σκόρπισαν τὸν ὄλεθρο. Ὁ Χριστὸς ἦρθε, βέβαια, στὸν κόσμο, γιὰ νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Θὰ μποροῦσε νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ δαιμονοπληξία καὶ οἱ ψυχικὲς ἀσθένειες  συνδέονται πιὸ καθαρὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρουσίας κακοῦ στὸν κόσμο. Κάποιες φορὲς ὅλα αὐτὰ  παρουσιάζονται σὰν μιὰ προσωπικὴ ἐχθρικὴ δύναμη πάνω στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δηλητηριάζει τὴν ζωή του καὶ δημιουργεῖ μιὰ μορφὴ κυριαρχίας ἐπάνω του. Σὲ μιὰ τέτοια ἀνθρώπινη συμφορὰ καὶ ἀπόγνωση φαίνεται καθαρὰ ἡ κυριαρχία καὶ ἡ καταδυνάστευση τοῦ διαβόλου.
            Ἀπὸ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο τῶν καιρῶν μας τίθεται ἕνα ἐρώτημα ποὺ προκαλεῖ τὴν χριστιανική μας συνείδηση. Εἶναι δυνατὸν στὴν ἐποχὴ τῆς καταπληκτικῆς προόδου καὶ ἀνάπτυξης, τῶν πρωτοφανῶν τεχνολογικῶν ἐπιτευγμάτων καὶ ἐπιστημονικῶν ἁλμάτων νὰ μιλᾶμε ἀκόμη γιὰ δαίμονες καὶ δαιμονισμένους; Ὁ θετικιστὴς ἄνθρωπος δὲν συμμερίζεται πλέον τὶς ἀντιλήψεις ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ θεωροῦσαν τὴν ἀρρώστια ἐπήρεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἀλλὰ ὅποιος ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξή τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀρνητικὴ καὶ φθοροποιὸ ἐπίδρασή του στὴ ζωὴ μας, ἂς μὴν ξεχνᾷ τὸν στίχου τοῦ ποιητῆ ποὺ λέει ὅτι «ἡ πιὸ πετυχημένη πονηριὰ τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πείθει ὅτι δὲν ὑπάρχει». Σίγουρα, δὲν θὰ βροῦν τὸν διάβολο ὅσοι τὸν ψάχνουν ἀκόμη στὶς τερατόμορφες παραστάσεις ἄλλων ἐποχῶν, γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει καὶ νὰ τοὺς τρομάξει. Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὸς ὑπάρχει καὶ κρύβεται πάντοτε μέσα στὴν δύναμη τοῦ πολύμορφου κακοῦ ποὺ μᾶς βασανίζει καὶ μᾶς ταλαιπωρεῖ, ποὺ μᾶς τυραννᾷ καὶ μᾶς καταδυναστεύει. Ὁ ἀδιάφορος πνευματικὰ ἄνθρωπος, ἀνυποψίαστος στὴν παρουσία τοῦ διαβόλου καὶ εὐάλωτος στὴν πανουργία του, παρασύρεται. Ἐδῶ ἡ ποικιλία τῶν μορφῶν καὶ τῶν εἰδῶν, τῶν περιπτώσεων καὶ τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου στὴν ζωή μας εἶναι κραυγαλέα. Ἡ οὐσία τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ζωῆς, ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ μηδενισμός της. Ὅ,τι ἐκμηδενίζει τὴν ζωὴ εἶναι ψέμα. Ἐδῶ ἀνήκει ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνθρωποκτόνος καὶ «ὅταν λαλεῖ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ,  ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοὺ», ὅταν λέει ψέματα ἐκφράζει τὸν ἑαυτό του, γιατὶ εἶναι ψεύτης καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους ( Ἰωάν. 8,44). Ἡ βία, τὸ μίσος, ἡ αὐτοκαταστροφή, τὸ παράλογο τῆς ζωῆς, ἡ σύγχρονη εἰδωλολατρία εἶναι μορφὲς δαιμονισμοῦ στὴν ζωή μας, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὶς φανερὲς καὶ κραυγαλέες ἐκδηλώσεις τοῦ διαβόλου, ποὺ, ἂν καὶ ἀλλάζουν μορφή, παραμένουν πάντα στὴν οὐσία ἴδιες, σατανολατρεία, μαγεία, μαντεία καὶ ἄλλα παρόμοια. 
            Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅ,τι  εἶναι ἡ ζωὴ καὶ προάγει τὴν ζωὴ εἶναι ἀλήθεια. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδὸς, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. Δὲν φθάνει, ὅμως, μόνο νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν δύναμή Του (αὐτὸ τὸ ἔκαναν καὶ οἱ δαίμονες), ἀλλὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ αὐτὴν, γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε. Ἀμήν.

Τετάρτη, Ιουνίου 24, 2015

Κυριακή Δ Ματθαίου Πίστη, ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀπουσία της



Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μόνο σὲ δυὸ περιπτώσεις τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θαύμασε γιὰ κάτι. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις πρόκειται γιὰ τὴν πίστη. Γιὰ τὴν ἀξιοθαύμαστη δύναμή της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν τραγικὴ ἀπουσία της. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀνήκει τὸ ἐπεισόδιο τοῦ ἑκατόνταρχου τῆς Καπερναούμ, ποὺ περιγράφει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε».


Ἡ δύναμη τῆς «πίστεως»

Ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος, μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἐνδιαφέρεται ὄχι γιὰ κάποιον συγγενῆ του, ἀλλὰ ἱκετεύει τὸν Χριστὸ γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παράλυτου ὑπηρέτη του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ξένος καὶ ἄσχετος μὲ τὴν πίστη καὶ τὶς παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων. Δὲν γνωρίζει τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἀλλὰ ἀγαπᾶ τὸν συνάνθρωπο, τὸν ὑπηρέτη του, καὶ ἔτσι συναντᾶ τὸν Χριστό. Ξεπερνᾶ ὅλους τοὺς περιορισμοὺς καὶ τὴν ἀρνητικὴ ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντός του. Ἀνοίγεται ὁλόκληρος στὸν Χριστό. Παραδίνει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀγάπη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἕναν Κύριο καὶ λυτρωτή. Ὁ ἑκατόνταρχος ἀγνοοῦσε αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς γνωρίζουμε γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ὅμως, Τὸν ἐμπιστεύθηκε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὸν ἐμπιστευόμαστε ἐμεῖς.

Αὐτὴ ἡ δυνατὴ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου γίνεται μία ὁρμητικὴ κίνηση τῆς ὅλης ὕπαρξής του πρὸς τὸν Χριστό. Μεταφράζεται στὴν πράξη σὲ βεβαιότητα, ποὺ δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἄρρωστου ὑπηρέτη. Ἁπλὰ ταπεινώνεται, περιμένει καὶ ἐξαρτᾶ τὰ πάντα ἀπὸ ἕναν καὶ μόνο λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἀλλὰ μόνο εἰπὲ λόγῳ». Ἐδῶ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἔκρηξη ἑνὸς πρόχειρου συναισθηματισμοῦ. Δὲν εἶναι μία θεωρητικὴ πεποίθηση δίπλα στὶς τόσες ἄλλες πεποιθήσεις καὶ ἰδεολογίες. Ἡ ζωντανὴ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου γίνεται τὸ μέτρο ποὺ ζυγίζει, κρίνει καὶ ἀξιολογεῖ ὄχι μόνο τὴν πίστη τῶν Ἰσραηλιτῶν τῆς ἐποχῆς του -«ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον», σᾶς βεβαιώνω ὅτι οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλίτες δὲν βρῆκα τόση πίστη- ἀλλὰ καὶ τὴν πίστη ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν.


Ἡ ἀπουσία τῆς ζωντανῆς πίστεως

Τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅπως καὶ ὅλα τὰ θαύματα ποὺ περιγράφονται στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι καρπὸς τῆς πίστεως καὶ ὄχι αἰτία της. Γιατί ἡ πίστη ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα, ὄχι τὸ θαῦμα στὴν πίστη, ὅπως μᾶς λέει ξεκάθαρα ὁ Χριστὸς στὴ συναγωγὴ τῆς Ναζαρέτ. Ἐκεῖ οἱ συμπατριῶτες Του δὲν δέχονται τὸν Ἴδιο καὶ τὸ κήρυγμά Του: «καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ ποιῆσαι οὐδεμίαν δύναμιν [...] καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Μκ. 6,5-6), καὶ δὲν μποροῦσε ἐκεῖ νὰ κάνει κανένα θαῦμα [...] καὶ ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἀπιστία τους.

Εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς θαυμάζει, αὐτὴ τὴ φορὰ ὄχι τὴν πίστη, ἀλλὰ τὴν ἀπουσία της. Καὶ ὅμως, οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ εἶχαν ὀρθὴ πίστη καὶ τελετουργικὸ σύμφωνο μὲ τὶς πατρικὲς παραδόσεις. Ἀλλὰ αὐτὸ ἂν καὶ εἶναι ἀπαραίτητο δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ὅταν ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι στείρα καὶ ἡ «ὀρθοδοξία» μας νεκρὴ καὶ κλειστὴ στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, τότε δὲν μᾶς ὠφελεῖ. Τότε λειτουργεῖ μέσα μας ὅπως ἡ ἀπιστία. Ἡ ἀπιστία, ποὺ θέλει νὰ γίνει πίστη μόνο ὅταν δεῖ, ὅταν ἀγγίξει, ὅταν μετρήσει καὶ ὅταν ἀναλύσει καὶ ἐξηγήσει τὰ πράγματα καὶ τὰ θαύματα, εἶναι τραγική. Σκλαβώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος καὶ τὴν ὑποτάσσει στὴ φυλακὴ τῆς λογικῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων. Κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, γιὰ νὰ κάνει θαύματα. Ὅμως ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ τοὺς τόπους ἐπιμένουν νὰ λένε ὅτι βλέπουν τὸν Θεὸ καὶ τὰ θαύματά Του, ὄχι, βέβαια, μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ξεπέφτει, ὅταν ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι, γιὰ νὰ πιστέψει, πρέπει νὰ μάθει νὰ ἐξηγεῖ, νὰ μετρᾶ, καὶ νὰ ἀναλύει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διεισδύει στὰ μύχια του ἑαυτοῦ μας, στὸ βαθύτερο εἶναι τῆς ὕπαρξής μας. Ἐκεῖ βλέπει τί ἔχουμε μέσα μας. Βρίσκει, ἄραγε, σὲ ἐμᾶς τὴν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου ἤ τὴν ἀπιστία τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρέτ; θαυμάζει γιὰ τὴν πίστη μας ἤ γιὰ τὴν ἀπιστία μας; Μᾶς βρίσκει φυλακισμένους στὴ λογική μας ἤ παραδομένους στὴν ἀγάπη τῆς παρουσίας Του; Ἡ ἀπάντηση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν καθένα μας, ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ἀπὸ τὸν ἀγώνα του. Ἀμήν.

Παρασκευή, Ιουνίου 19, 2015

Κυριακὴ Γ’ Ματθαίου (Ἀπόστ. Ρωμ. 5, 1-11) «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου»

Κυριακὴ Γ’ Ματθαίου
(Ἀπόστ. Ρωμ. 5, 1-11)


«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου», δηλ. «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔχει ξεχυθεῖ μέσα στὶς καρδιές μας διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς δόθηκε.


Ποιὸς ἀλήθεια, ἀδελφοί, δὲν συγκινεῖται μπροστὰ στὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς ἆραγε μπροστὰ στὴν μεγάλη τοῦ Πατέρα συγκατάβαση δὲν ἐκ-πλήσσεται; Ὀνομάζει παιδιά Του ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀχρείους, τοὺς τιποτέ-νιους καὶ ἀναξίους, τὰ σκουλήκια τῆς γῆς· τιμᾶ κι ἀγαπᾶ ἀκόμα κι αὐτοὺς ποὺ δὲν Τὸν τιμοῦν οὔτε Τὸν ἀγαποῦν. Δέχεται ἐκείνους ποὺ Τὸν διώχνουν· ἀγκαλιάζει ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀποστρέφονται· γιατί;
Γιατὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ διακηρύσσεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας· «Πι-στεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα», δημιουργὸ καὶ ποιητὴ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων. Καὶ ὡς δημιουργός μας εἶναι Πατέρας μας καὶ ἐμεῖς παιδία Του· «Αὐτοῦ ἐσμὲν ποίημα» (Ἐφεσ. 2΄ 10). Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια τονίζει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφη: «Πάντες υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Ὁ δὲ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας «ἔδωκεν ἡμῖν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν.1-12) καὶ πάλιν: «Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν». (Α´ Ἰωάν.3-1)
Ὁ Θεός μας, ἀδελφοί μου, εἶναι Πατέρας· μοναδικὸς Πατέρας· πάντοτε Πατέρας· Πατέρας, καὶ ὅταν θρηνοῦμε καὶ ὅταν τραγουδᾶμε ἀμέριμνοι. Πατέρας, καὶ ὅταν εὐτυχοῦμε καὶ ὅταν δυστυχοῦμε· Πατέρας, καὶ ὅταν εἴμαστε γεροὶ στὴν ὑγεία καὶ ὅταν ἀρρωσταίνουμε·
Πατέρας, καὶ ὅταν τηροῦμε τὸ ἅγιο θέλημά Του, ἀλλὰ καὶ τότε ποὺ ἁμαρτάνουμε· δὲν εἶναι Πατέρας μόνο γιὰ τοὺς δικαίους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς· μὲ τὴν πατρικὴ στοργή Του τὰ ἀγκαλιάζει ὅλα· μὲ τὴν προστασία Του ὅλα τὰ σκεπάζει.
Ἂν θυμηθοῦμε στὴν παραβολὴ τοῦ «Ἀσώτου» τὴν συμπεριφορὰ τοῦ νέου ὅπου μὲ θράσος καὶ ἀναίδεια ζητεῖ τὸ μερίδιό του ἀπὸ τὴν πατρικὴ περιουσία· πληγώνει τὴν πατρικὴ καρδιά, προσβάλλει τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ καί, ἂν θυμηθοῦμε ἐπίσης τὴ θερμὴ καὶ συγκινητικὴ συμπεριφορὰ τοῦ πατέρα του, ὅταν γύρισε, τότε μόνο προσεγγίζουμε σωστὰ τὸν «Πατέρα τὸν Παντοκράτορα» καὶ νοιώθουμε τὴν στοργή Του τὴν πατρική.
Κάποτε, ἀδελφοί, ὁ Θεὸς Πατέρας πλένει, νίβει τὰ μάτια μας μὲ δάκρυα· ἀφήνει κάποιο μαχαίρι νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά μας, ἀλλὰ καὶ τότε παραμένει Πατέρας· «Εἰ παιδείαν ὑπομένετε ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεὸς» (Ἑβρ.12-7). Σ᾿ αὐτούς ποὺ παιδαγωγοῦνται μὲ τὶς δοκιμασίες ὁ Θεὸς συμπεριφέρεται σὰν σὲ παιδιά Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅποιος θελήσει νὰ νοιώση τὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα δὲν γκρινιάζει, δὲν παραπονεῖται· δὲν γίνεται παράξενος καὶ μεμψίμοιρος, κακόμοιρος καὶ μικρόψυχος. Καὶ τότε, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς σὰν Πατέρας στοργικὸς ποὺ ἀγαπᾶ, γιατὶ εἶναι πατέρας, καὶ εἶναι πατέρας, γιατὶ ἀγαπᾶ, παρηγορεῖ στὶς στιγμὲς τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψεως καὶ τονώνει τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ, ἐμψυχώνει τὶς ὧρες τῆς ἀβεβαιότητος καὶ τῶν κλονισμῶν, κρατύνει τὴν ἐλπίδα «ἐπὶ τὸν ἰσχυρὸν βραχίονα», μᾶς μεταμορφώνει σὲ θαρρετοὺς καὶ ἀνδρείους καὶ κυρίως κανένα δὲν καταισχύνει, γιατὶ «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα ἔχει χυθῆ μὲ ἀφθονία στὶς καρδιές μας διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς ἔχει δοθῆ».
Ἀδελφοί· μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπὶ τὸν Θεὸ Πατέρα.
Ἀρχιμ. Ν. Κ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...