Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουνίου 06, 2013

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Π. ΙΑΚΩΒΟ ΤΣΑΛΙΚΗ

15Μορφωμένος άνθρωπος ο κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου και ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυσκολευόταν, όμως, στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέταζε και τα πλησίαζε ορθολογιστικά. Είχε αναπτύξει το νου και όχι την καρδιά. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχωρήσει εύκολα τους άλλους. Ειδικά αυτούς που έβλεπε κατώτερους και εμπαθείς.
Καθόταν τώρα απέναντι από τον Γέροντα Ιάκωβο, έναν ασκητικό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στον δάσκαλο. Ερωτήσεις πολλές. Αντιρρήσεις περισσότερες. Αλλά και οι απαντήσεις σοφές και αποκαλυπτικές.
Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρότερο;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων, που δυσκολευόταν να το κατανοήσει:
—Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλον να αμαρτάνει, πως να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκιο;
—Όλους μας βλέπει ο Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών;


—Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας;

—Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, είπε ο π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το διαχωρισμό μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο.

—Τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα;

—Έχεις δει τους σιδεράδες, που μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ο Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπίδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, που πλησιάζουμε. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευματικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων.

—Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, που αμάρτησε φανερά και χωρίς καμία δικαιολογία; Εγώ θέλω να μάθω τι πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή.

-Το «χωρίς καμιά δικαιολογία» πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ο π. Ιάκωβος. Μόνον ο Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τι συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε απ' έξω. Εκείνος βλέπει το από μέσα. Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υποκρισία των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Απ' έξω φαίνονται καθαρά. Μέσα, όμως, είναι γεμάτα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο γιατρό να μας θεραπεύσει, δεν του λέμε εμείς τι να κάνει. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγμή, που λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε την διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, που πρέπει να μάθουμε. Η αλήθεια μας δίδεται όταν τη ζητήσουμε ταπεινά, όπως ζητούμε την υγεία μας από τον γιατρό. Δεν μπορούμε να διατάξουμε την αλήθεια, άλλα να την παρακαλέσουμε να μας δοθεί, να μας αποκαλυφθεί. Γιατί ή αλήθεια είναι ο Θεός, που δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, άλλα μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε.

—Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τι γίνεται; Αν δεν πω στο γιατρό εγώ τι θέλω πώς θα με εξετάσει και πώς θα με θεραπεύσει;

—Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ο Γέροντας. Ο γιατρός ξέρει τι θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, που μπορείς να πεις είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νιώθεις τον πόνο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι' αυτό και οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευχόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε.

—Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, που μου λέτε, απάντησε ο κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τι στάση, να κρατήσω σε κάποιον, που αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι;

—Τη συγχώρηση πρέπει να τη δίνουμε σε όλους, όπως κάνει και ο ίδιος ο Θεός. «Βρέχει επί δικαίους και αδίκους», λέγει το Ευαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικασθούμε, για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Για αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στον Θεό να συγχωρήσει και τον αμαρτωλό και εμάς, που αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε.

Αν, όμως, είμαστε αδύναμοι πνευματικώς και η συμπεριφορά του άλλου μας επηρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορούμε, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μην έχουμε μαζί του συναναστροφές και συνέπειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί η συντροφιά με τους αιρετικούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηριάσει και να μας θανατώσει πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή ή συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρει και τους καλούς χαρακτήρες.

—Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ο κ. Σταύρος, που επέμενε στην γνώμη του. Αυτό, που δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων.

—Το πώς μας το είπε ο Χριστός: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5). Χρειάζεται η δική του βοήθεια, είπε ο Γέροντας. Για αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς την βοήθειά του. Αν εκείνος δεν βοηθήσει, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Όσον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος• εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ' 14-15). Να γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους, όσον και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει η αγάπη. Διάβασε το ιγ' Κεφάλαιο της Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβεις το γιατί πρέπει να συγχωρούμε.

—Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυνατώ να κατανοήσω τι θέλετε να πείτε με το πώς και το γιατί...

—Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παράδειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ο π. Ιάκωβος. Άνοιξε την δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς.

Ο κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ο Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή παλάμη ούτε σταγόνα.

—Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ο Γέροντας.

—Τι θα πει κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέξη...

—Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Κάνε, λοιπόν, την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό, για να πλυθείς.

Υπάκουσε ο κ. Σταύρος και ο Γέροντας έριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έμεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου.

—Αυτό είναι, που πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, που νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβει, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε ο Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να καταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κάνουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε και να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, που συγχωρεί και βοήθα όσους ζητούν ταπεινά την βοήθεια του. Χωρίς ταπείνωση, ούτε τον εαυτόν μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον αγαπήσουμε πραγματικά.

Αυτό μας δίδαξε ο Χριστός και με την ζωήν και με τον λόγον του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον». Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στον Θεόν, ως αμαρτωλοί που είμαστε και Εκείνος θα μας βοηθήσει να ταπεινωθούμε και μπροστά στους ανθρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβουμε ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.

Ο κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτήν τη φορά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για την διανοητική του έπαρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ο π. Ιάκωβος, που είδε διακριτικά την μεταστροφή του επισκέπτη του, θέλησε να βάλει, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε:

—Ο Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ' 12). Δηλονότι, αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ. Αμήν.
πηγή

Τετάρτη, Μαΐου 15, 2013

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ*



GERVN IAKOBOS TSALIKHS
Ὁ Γέροντας τῆς ἀ­γά­πης τῆς
συγ­γνώ­μης καί τῆς δι­α­κρί­σε­ως.

Ἐ­λά­χι­στος Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος
π. Ἰάκωβος ἁ­μαρ­τω­λός
Ι. Μ. Μα­κρυ­μάλ­λης Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου Ψα­χνά
30-7-2010

Ἡ ἀ­νάγ­κη μέ ἔ­κα­νε ἀ­πό σε­βα­σμό στόν Γέροντα καί σάν πνευ­μα­τι­κό του παι­δί ἀ­πό τό 1982, καί με­τά τό 1988 πού ἦλ­θα στήν Μο­νή γιά μο­να­χός μέ­χρι τό 1991, νά γρά­ψω αὐ­τά πού ἔ­ζη­σα τόν Γέροντα ἀ­πό κοντά καί τίς δι­ά­φο­ρες μαρ­τυ­ρί­ες πού ὁ ἴ­διος μοῦ κα­τέ­θε­τε, ὧ­ρες ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως καί κα­τα­νύ­ξε­ως καί γε­μᾶ­τες μέ πλοῦ­το πνευ­μα­τι­κῆς κα­τά­στα­σης πρός ὠ­φέ­λεια ψυ­χῶν γιά τήν σω­τη­ρί­α μας.
Στήν Μο­νή τοῦ ὁ­σί­ου Δαυ­ΐδ εἶ­μαι ἀ­πό τό 1988 μέ­χρι τό 2008 σάν μο­να­χός, σάν λα­ϊ­κός ἀ­πό τό 1982. Τώρα, μέ εὐ­λο­γί­α Πνευ­μα­τι­κοῦ καί Ἐ­πι­σκό­που βρί­σκο­μαι στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μα­κρυ­μάλ­λης Ψα­χνῶν Εὐβοίας.
Ὁ γέροντας π. Ἰάκωβος γεν­νή­θη­κε στό Λι­βί­ση τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Ὁ πα­τέ­ρας του λε­γό­ταν Σταῦ­ρος καί ἡ μη­τέ­ρα του Θε­ο­δώ­ρα.
Ὁ γέ­ρον­τας Ἰάκωβος ἦ­ταν ἄν­θρω­πος ἀ­γά­πης, προ­σευ­χῆς, τα­πει­νώ­σε­ως καί ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος, πα­ρά­δειγ­μα πρός μί­μη­ση, πραγ­μα­τι­κός κα­λό­γε­ρος, αὐ­στη­ρός, δι­α­κρι­τι­κός καί πλή­ρης χά­ρι­τος Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος. Εἶ­χε πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση πού ὅ­ταν σέ ἔ­βλε­πε γιά πρώ­τη φο­ρά σοῦ ἔ­λε­γε τό ὄ­νο­μά σου καί πολ­λά καί δι­ά­φο­ρα πού ἐ­σύ τά εἶ­χες μέ­σα σου σάν ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά. Ἀλ­λά ἔ­κρυ­βε τό χά­ρι­σμα αὐ­τό ὅ­σο μπο­ροῦ­σε γιά νά φυλαχθεῖ ἀπό τήν κε­νο­δο­ξί­α καί τόν ἐ­γω­ϊ­σμό.
Στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση.
Κάποτε ἦλ­θαν δύ­ο παι­διά ἀ­πό Ἀ­θή­να καί εἶ­χαν μα­ζί τους μί­α κο­πέλ­λα πού ζοῦ­σε στήν ἁ­μαρ­τί­α. Μόλις ἔ­φτα­σαν στήν Μο­νή συ­νάν­τη­σαν τόν γέροντα. Ὁ γέροντας μέ τήν πρά­η καί γλυ­κειά καί ἥ­με­ρη μορφή κα­λο­σώ­ρι­σε τά παι­διά. Καί αὐ­τά εἶ­παν, γέροντα φέ­ρα­με μί­α κο­πέλ­α καί θέ­λει νά σᾶς δῆ, ζεῖ στήν ἁ­μαρ­τί­α νά τῆς δε­ί­ξε­τε ἀ­γά­πη, εἶ­παν τά παι­διά, γιατί τήν πή­γα­με καί σ᾿ ἄλ­λον Πνευ­μα­τι­κό, ἀλ­λά τί­πο­τα. Ὁ γέροντας ρω­τᾶ τήν κο­πέλ­α:
- Πῶς σᾶς λέ­νε καί ἀ­πό ποῦ εἶ­στε;
Αὐ­τή εἶ­πε:
- Γέροντα ἐ­γώ εἶ­μαι λε­σβί­α καί ἁ­μαρ­τω­λή.
Ὁ γέροντας τό­τε λέ­ει:
- ἄχ! πό­σο χα­ί­ρο­μαι κο­πέλλα μου πού εἶ­σαι ἀ­πό τή Λέσβο πού ἔ­χει βγά­λει ἁ­γί­ους, Ἅγ. Ρα­φα­ήλ καί Εἰ­ρή­νη, χα­ί­ρο­μια.
Ἡ κο­πέλ­α τά ἔ­χα­σε, τί λέ­ει τώ­ρα, θά σκέφτηκε!
Ὁ γέροντας τῆς λέ­ει:
- Πᾶ­με μέσ᾿ τόν Ἅγ. Χα­ρά­λαμ­πο νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς, νά μοῦ πῆς γιά τήν Πα­τρί­δα σου τήν ὡ­ρα­ί­α Λέσβο καί ὅ­τι ἄλ­λο ἔ­χεις πού σέ στε­να­χω­ρεῖ.
Πῆ­γαν μέ­σα ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε ἡ κο­πέλ­α καί βγῆ­κε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος ἔ­ξω: «Αὕ­τη ἡ ἀλ­λο­ί­ω­σις τῆς Δε­ξιᾶς τοῦ Ὑ­ψί­στου».
Ὁ γέροντας τῆς εἶ­πε:
- Δέν μι­σῶ ἐ­σέ­να παι­δί μου ἀλ­λά τήν ἁ­μαρ­τί­α.
Ὁ γέροντας ἔ­λε­γε, ὅτι ὅ­ταν ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­σε ἔ­κα­νε προ­σευ­χή νά κρα­τά­η τά κα­λά καί νά κά­νη προ­σευ­χή, καί τά ἄ­σχη­μα νά τά διώ­χνη. Ὁ γέροντας πο­νοῦ­σε μέ τόν πό­νο τοῦ ἄλ­λου καί ἔ­κλαι­γε καί προ­σευ­χό­ταν καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε γιά τήν σω­τη­ρί­α τῆς ἀ­θά­να­της ψυ­χῆς. Σάν Πνευ­μα­τι­κός δέν ἔ­βα­ζε αὐ­στη­ρο­ύς κα­νό­νες μπο­ρεῖ νά τό ἔ­κα­νε καί ὁ ἴ­διος γιά κά­ποι­ο λό­γο.
Μία φο­ρά κα­θό­ταν στό κελ­λί του, τόν λέ­ω, γέροντα ἦλ­θαν δύο­ νέ­οι καί σᾶς ζη­τοῦν καί ἀ­μέ­σως, μέ μιά γλυ­κύ­τη­τα, μέ μιά ἠ­ρε­μί­α καί γα­λή­νια φω­νή μοῦ λέ­ει, ἔρ­χο­μια, πά­τερ μου, ἀ­μέ­σως. Μόλις βγῆ­κε ἐ­νῶ δέν ἤ­ξε­ρε κα­θό­λου τά παι­διά οὔ­τε τά εἶ­χε δεῖ ξα­νά, οὔ­τε αὐ­τόν αὐ­τά, το­ύς εἶ­πε τά ὀ­νό­μα­τά τους. Κα­λῶς τόν Κώστα καί Γι­ῶρ­γο πού ἔρ­χον­ται ἀ­πό Κα­τε­ρί­νη. Τά παι­διά τά ἔ­χα­σαν. Καί ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­καν καί το­ύς τά εἶ­πε ὅ­λα ὁ γέροντας αὐ­τά πού ἤ­θε­λαν.
-Γέροντα ποῦ τό ξέ­ρα­τε πῶς μᾶς λέ­νε καί ἀ­πό ποῦ ἐρ­χό­μα­στε;
Καί ὁ γέ­ρον­τας εἶ­πε:
-  Ὁ ἅ­γιος Δαυ­ΐδ ἔρ­χε­ται στό δω­μά­τιό μου καί μοῦ λέ­ει, γέροντα ἦλ­θε ὁ τά­δε καί ὁ τά­δε ἔ­χουν αὐ­τό τό πρό­βλη­μα βγές νά το­ύς μι­λή­σης. Καί ἔ­τσι βγα­ί­νει, μέ ἀ­γά­πη, προ­σευ­χή πο­λύ καί προ­σο­χή.
Λει­τουρ­γός
Ὁ Γέροντας λει­τουρ­γοῦ­σε κα­θη­με­ρι­νά σχε­δόν, ἔ­λε­γε συ­χνά «συ­ζῶ καί συλ­λει­τουρ­γῶ μέ τήν ἁ­γί­α Τρι­ά­δα. Ζεῖ Κύριος ὁ Θε­ός».
Κάποτε λει­τουρ­γοῦ­σε καί ἤ­μουν δι­α­κο­νη­τής στό Ἱ­ε­ρό, τό­τε μο­να­χός Ἱ­λα­ρί­ων. Ἦ­ταν μα­ζί μέ κά­ποι­ο ἱ­ε­ρέ­α, ἀ­κοῦ­στε τό θαυ­μα­στό. Τήν ὥ­ρα πού εἶ­πε ὁ γέροντας «πρό­σχω­μεν, τά­ ἅ­για τοῖς ἁ­γί­οις», ἀ­μέ­σως κα­τα­νύ­χτη­κε ἔ­λαμ­ψε ὁ­λό­κλη­ρος ὅ­πως μᾶς τό ἔ­λε­γε ὁ ἴ­διος, καί εἶ­δε πά­νω στό ἅ­γιο Δι­σκά­ριο τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας τό βρά­δυ εἶ­χε ἐ­ξο­μο­λο­γη­θεῖ στόν γέροντα ἀλ­λά εἶ­χε τό λο­γι­σμό ἄν γί­νε­ται πραγματικά σῶ­μα καί αἷ­μα, τόν πε­ί­ρα­ζε ὁ λο­γι­σμός, δέν τό εἶ­πε στόν γέροντα καί τήν ὥ­ρα τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας μό­λις εἶ­δε τόν γέροντα νά συγ­κι­νῆ­τε καί νά κλα­ί­η λέ­ει ὁ πά­τερ:
-Γέροντα τί πά­θα­τε, τί συμ­βα­ί­νει;
Καί ὁ γέροντας ἀ­πάν­τη­σε:
- Γιά τήν ἀ­πι­στί­α σας καί τό λο­γι­σμό πού εἴ­χα­τε πά­τερ καί δέν μοῦ τό εἴ­πα­τε.
Μέ δά­κρυ­α στά μά­τια καί λυγ­μο­ύς λέ­ει:
- χ!, πά­τερ μου, ζεῖ Κύριος ὁ Θε­ός, ἄν εἶ­χες μά­τια πνευ­μα­τι­κά θά ἔ­βλε­πες ὅ­πως βλέ­πω ἐ­γώ τό ἅ­γιο Δι­σκά­ριο γε­μᾶ­το αἵ­μα­τα καί νά στά­ζη πά­νω στό Ἀν­τι­μήν­σιο, εἶ­δες πά­τερ, «θαυ­μα­στός ὁ Θε­ός ἐν τοῖς ἁ­γί­οις αὐ­τοῦ». Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας γο­νά­τι­σε καί γε­μᾶ­τος φό­βο καί τρό­μο συ­νέ­χι­σε τήν Λει­τουρ­γί­α.
Ὁ γέροντας ἔ­βλε­πε πολ­λά καί ἄ­κου­γε κα­τά τήν δι­άρ­κεια τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Ἐ­νῶ τόν βλέ­πα­με στόν Ὄρ­θρο κα­τα­βε­βλη­μέ­νο καί κου­ρα­σμέ­νο, στήν Θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α πέ­τα­γε, ἀ­να­στη­νό­ταν γι­νό­ταν ἄλ­λος Ἰάκωβος, οὐ­ρά­νιος ἄν­θρω­πος καί ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος.
Ἀ­κό­μα εἶ­χε τό χά­ρι­σμα καί ὅ­ταν κοι­νω­νοῦ­σε, ἄν κά­ποι­ος ἦ­ταν ἀ­νά­ξιος ἔ­βλε­πε ἄγ­γε­λο νά πα­ίρ­νη μέ­σα ἀ­πό τή λα­βί­δα τό αἷ­μα.
Νύχτες ὁ­λό­κλη­ρες ἀ­γρυ­πνοῦ­σε καί προ­σευ­χό­ταν γιά ὅ­λους καί ὅ­λα. Δι­ά­βα­ζε τό Ψαλ­τή­ρι ὁ­λό­κλη­ρο. Ἦ­ταν αὐ­στη­ρός νη­στευ­τής στόν ἑ­αυ­τό του καί ἐ­πι­ει­κής στο­ύς ἄλ­λους.
Μία Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή τήν ὥ­ρα τῆς Ἀ­πο­κα­θη­λώ­σεως μό­λις κα­τέ­βα­σε τό Σῶ­μα ἔ­κλαι­γε καί δά­κρυ­σε πο­λύ μέ με­γά­λη συγ­κί­νη­ση καί δέ­ος. Καί με­τά μᾶς εἶ­πε:
- «Πα­τέ­ρες μου, σή­με­ρα δέν κα­τέ­βα­σα σῶ­μα ἁ­γι­ο­γρα­φη­μέ­νο, ἀλ­λά σῶ­μα ἀν­θρώ­πι­νο, οἱ φλέ­βες του χτυ­ποῦ­σαν στή δι­κι­ές μου φλέ­βες. Ἡ σάρ­κα του ἀ­κο­ύμ­πα­γε στήν δι­κιά μου σάρ­κα. Κα­τα­λά­βαι­να τό αἷ­μα νά τρέ­χη στίς φλέ­βες του».
Μία φο­ρά σάν μο­να­χός κα­θά­ρι­ζα τό Ἱ­ε­ρό τοῦ ἁ­γί­ου Δαυ­ΐδ. Μπα­ί­νει ὁ Γέροντας μέ­σα πά­ει μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Δαυ­ΐδ ἀρ­χί­ζει νά μι­λά­η στόν Ἅ­γιο νά τοῦ δι­α­βά­ζη ἕ­να γράμ­μα καί νά τοῦ λέ­η γιά κά­ποι­ον ἀ­σθε­νή νά πά­η νά τόν κά­νη κα­λά. Τά ἔ­λε­γε αὐ­τά γε­μᾶ­τος συγ­κί­νη­ση καί θαυ­μα­σμό λές καί ἦ­ταν ὁ Ἅ­γιος δί­πλα του πα­ρών, καί ἦ­ταν.
Ἐ­μέ­να μοῦ ἔ­πε­σε τό φα­ρά­σι μές τό Ἱ­ε­ρό πού σκο­ύ­πι­ζα καί ρώτησε:
-Ποι­ός εἶ­ναι μέ­σα;
-Γέροντα ἐ­γώ, τοῦ λέ­ω.
-Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου, ἔ­χεις ὥ­ρα, μέ ἄ­κου­σες αὐ­τά πού ἔ­λε­γα, μήν μέ πα­ρε­ξη­γή­σεις, ἔ­χω πά­ρει κά­τι χά­πια γιά τήν καρ­διά καί βλέ­πω πα­ραι­σθή­σεις, τἄ­χω χα­μέ­να, ἔ­χω ζα­λά­δα.
(Φυ­σι­κά γιά νά κρύ­ψη τήν ἀ­ρε­τή τῆς προ­σευ­χῆς ποὖ­χε καί μί­λα­γε μέ τόν Ἅ­γιο, πού τὄ­κα­νε συ­χνά).
Μοῦ λέ­ει:
- Πά­τερ, μήν λές τί­πο­τα τί ἄ­κου­σες καί τί εἶ­δες, μή μᾶς κο­ρο­ϊ­δέ­ψουν.
-Νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο, Γέροντα.
Τό ἀ­πό­γευ­μα μέ βλέ­πει στήν κου­ζί­να πού μα­γε­ί­ρευ­α για­τί εἶ­χα τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ μά­γει­ρα καί ἤ­μουν βο­η­θός τοῦ π. Κυρίλλου καί μοῦ λέ­ει δι­α­κρι­τι­κά, «Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου, χί­λια συγ­γνώ­μη πού σοῦ εἶ­πα ψέ­μα­τα τό πρωΐ στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Δέν εἶ­χα ζα­λά­δα οὔ­τε χά­πια πῆ­ρα, ἀλ­λά ἁ­πλά ἤ­θε­λα νά κρύ­ψω τήν ἀ­ρε­τή τῆς προ­σευ­χῆς καί τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α πού ἔ­χω μέ τόν Ἅ­γιο μή­πως πέ­σω σέ κε­νο­δο­ξί­α καί χα­θῶ. Ὅ,­τι θέ­λω ἔ­τσι τό ζη­τῶ ἀ­πό τόν Ἅ­γιο καί μοῦ τό δί­νει».
Ὁ γέροντας δι­ά­βα­ζε συ­νέ­χεια Πα­ρα­κλή­σεις, εὐ­χές, ἔ­κα­νε καί 40λείτουργο. Ἔ­γρα­φε τά ὀ­νό­μα­τα καί ἔ­βα­ζε σα­ράν­τα (/////…) γραμ­μές καί κά­θε μέ­ρα ἔ­σβη­νε καί ἀ­πό μί­α ἀλ­λά μό­λις ἔ­σβη­νε τήν μί­α πρό­σθε­τε ἄλ­λη ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά. Καί κά­ποι­ος ἀ­δελ­φός τοῦ λέ­ει, γέροντα ἀ­φοῦ σβή­νεις για­τί γρά­φεις πά­λι γραμ­μή ἄλ­λη, καί λέ­ει, «κα­λύ­τε­ρα νά κά­νου­με πά­νω ἀ­πό 40 Λει­τουρ­γί­ες γιά νά ἔ­χου­με μι­σθό πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ὠ­φέ­λεια ψυ­χῶν».
Μία φο­ρά κα­θα­ρί­ζα­με τό ναό τοῦ ἁ­γί­ου Δαυ­ΐδ γιά τήν πα­νή­γυ­ρη τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως καί κα­θα­ρί­ζα­με τό Δε­σπο­τι­κό καί λέ­με, «Γέροντα, ἀ­φοῦ ὁ Δε­σπό­της δέν ἔρ­χε­ται, κα­λό εἶ­ναι τόσο πού τό καθαρίσαμε». Καί ὁ γέροντας εἶ­πε, «ἐ­γώ βλέ­πω τόν Δε­σπό­τη Χρι­στό ποὖ­ναι κα­θη­με­ρι­νά ἐ­πά­νω καί πα­ίρ­νω εὐ­χή».
Ἐ­λε­η­μο­σύ­νη
Ὁ γέροντας ἔ­λε­γε, πρέ­πει νά κά­νου­με ἀ­γόγ­γυ­στη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί νά τί ἔ­κα­νε ὁ ιδιος: Ὅ­ταν ὁ γέροντας ἦ­ταν στήν Ἀ­θή­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο ἄρ­ρω­στος, στό Γε­νι­κό Ἀ­θη­νῶν, ἔρ­χον­ταν πο­λύς κό­σμος νά τόν δῆ νά πά­ρη εὐ­λο­γί­α καί φυ­σι­κά ἄ­φη­ναν καί κά­τι στό γέροντα γιά τίς ἀ­νάγ­κες μές τό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ὁ γέροντας πάν­τα μέ τήν εὐ­χή, πάν­τα μέ τήν προ­σευ­χή ζοῦ­σε κα­τα­στά­σεις οὐ­ρά­νι­ες. Ὅ­ταν τόν ἔ­δι­ναν κά­ποι­ο φα­κελ­λά­κι καί εἶ­χε κά­τι μέ­σα δέν τό ἔ­παιρ­νε, ἔ­λε­γε ἄ­στο πά­τερ μου μές στό κο­μο­δί­νο, ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε κα­λό­γε­ροι νά μήν λέ­νε ὅ­τι ζη­τᾶ­με χρή­μα­τα καί ἔ­χου­με φι­λαρ­γυ­ρί­α. Μία μέ­ρα, ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα, μοῦ λέ­ει ὁ γέ­ρον­τας:
-π. Ἰ­λα­ρί­ων, πᾶ­με δῶ δί­πλα νά δοῦ­με το­ύς ἀ­σθε­νεῖς νά ἐ­φαρ­μό­σου­με καί αὐ­τό πού λέ­ει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Κρί­σε­ως.
-Νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο Γέροντα, πᾶ­με.
-Μόνο πά­ρε μέ­σα ἀ­πό τό κο­μο­δί­νο ἔ­χει 5-6 φα­κελ­λά­κια νά τά δώ­σου­με στο­ύς ἀ­σθε­νεῖς για­τί ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη, εἶ­ναι ψυ­χές φτω­χές καί πο­νε­μέ­νες.
-Λέω, Γέροντα, ὅ­λα ἤ νά κρα­τή­σω ἕ­να ἤ δύ­ο;
-Ὅ­λα, Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου. «Ἱ­λα­ρών γάρ δό­την ἀ­γαπᾶ ὁ Θεός».
Πήγαμε δί­πλα σέ δύ­ο θα­λά­μους το­ύς μί­λη­σε, το­ύς στα­ύ­ρω­σε, εὐ­χή­θη­κε πε­ρα­στι­κά καί δι­α­κρι­τι­κά χω­ρίς νά τόν πά­ρουν εἴ­δη­ση ἔ­βα­λε κά­τω ἀ­πό τό μα­ξι­λά­ρι τό φα­κελ­λά­κι μέ τά χρή­μα­τα καί φύ­γα­με. Με­τά ἀ­φοῦ ἐ­πι­στρέ­ψα­με στό θά­λα­μο ἦλ­θε κά­ποι­α κυ­ρί­α καί λέ­ει, γέροντα εὐ­χα­ρι­στῶ γιά ὅ­λα πού κά­να­τε.
-Δέν ἔ­κα­να τί­πο­τα τέ­κνο μου, ἁ­πλά μία εὐ­χή καί μία δέ­η­ση γιά τα­χε­ί­α ἀ­νάρ­ρω­ση.
-Ὄ­χι γέ­ρον­τα, γιά τά χρή­μα­τα πού μᾶς βά­λα­τε στό μα­ξι­λά­ρι.
Τότε ὁ γέροντας ἀ­να­ση­κώ­θη­κε ὅ­πως ἦ­ταν στό κρεβ­βά­τι, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό του καί λέ­ει. «ἄ­κου, τέ­κνο μου, ἐ­γώ δέν ἔ­κα­να τί­πο­τα. Μπο­ρεῖ οἱ νο­σο­κό­μες πού κα­θάριζαν νά τίς δώ­σα­νε κά­τι καί κα­τά λά­θος τήν ὥ­ρα πού ἔ­βα­λε τό μα­ξι­λά­ρι νά ἔ­βα­λε καί τό φα­κελ­λά­κι, ἐ­γώ δέν γνω­ρί­ζω. Κρά­τη­σέ το, καί ἄν ἔλ­θει καί τό ζη­τή­σει δῶ­στο, ἄν ὄ­χι, κρά­τη­σέ το. Ἐ­γώ εἶ­μαι κα­λό­γε­ρος καί δέν ἔ­χω χρή­μα­τα».
Ἔ­τσι ἀ­να­πα­ύ­τη­κε ἡ Μα­ρί­α καί ὁ γέροντας πῆ­ρε τό μι­σθό τῆς ἀ­γόγ­γυ­στης ἐ­λε­η­μο­σύ­νης.
Κάποτε πῆ­ρε κά­ποι­ο φά­κελ­λο στά χέ­ρια του ἀ­πό κά­ποι­ο προ­σκυ­νη­τή ἤ­μουν πα­ρών σάν μο­να­χός μέ ἀρ­κε­τά χρή­μα­τα. Με­τά ἔρ­χε­ται κά­ποι­ος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος π. Παῦ­λος καί τοῦ δί­νει τό φά­κελλο γιά ἐ­λε­η­μο­σύ­νη γιά κά­ποι­ο ἀ­σθε­νή παι­δί πού θά πή­γαι­νε στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό.
-Λέω, Γέροντα μή­πως εἶ­ναι πολ­λά καί πρέ­πει νά κρα­τή­σε­τε κά­τι;
-Καί μοῦ λέ­ει, ὄ­χι πά­τερ μου, ὁ ἅ­γιος Δαυ­ΐδ θά τά φέ­ρη δι­πλά­σια.
Καί ὄντως, με­τά δύ­ο κι­ό­λας ὧ­ρες, ἦλ­θε κά­ποι­ος ἀ­φή­νον­τας στόν γέροντα μί­α ἐ­πι­τα­γή μέ δι­πλά­σιο πο­σό ἀ­πό αὐ­τό πού ἔ­δω­σε ὁ γέροντας. Ὁ γέροντας συγ­κι­νη­μέ­νος μέ δά­κρυ­α στά μά­τια ση­κώ­νε­ται πά­ει στήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Δαυ­ΐδ γο­να­τί­ζει καί εὐ­χα­ρι­στεῖ τόν Ἅ­γιο γιά τό κα­θη­με­ρι­νό θαῦ­μα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης.
Ρώτησαν κά­πο­τε τόν γέ­ρον­τα, πῶς μπο­ροῦ­με ἐ­μεῖς οἱ μο­να­χοί νά κά­νου­με ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἀ­φοῦ ξέ­ρο­με ὅ­τι στό Κοι­νό­βιο ἐ­λε­η­μο­σύ­νη κά­νει ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος. Καί ὁ γέροντας εἶ­πε, «ἐ­μεῖς κά­νου­με διά τῆς εὐ­χῆς καί τῆς προ­σευ­χῆς, μπο­ρεῖ νά μᾶς δώ­σουν κά­ποι­ο ὄ­νο­μα καί νά κά­νο­με κομ­βο­σχοι­νά­κι καί προ­σευ­χή».

Συνεχίζεται


Ἐ­λά­χι­στος Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος
π. Ἰάκωβος
ἁ­μαρ­τω­λός
Ι. Μ. Μα­κρυ­μάλ­λης Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου Ψα­χνά
30-7-2010

Δι­ά­φο­ρα
Ὁ Γέροντας ἔ­λε­γε νά ζοῦ­με πνευ­μα­τι­κή ζωή νά ὑ­πα­κο­ύ­ω­με στόν Πνευ­μα­τι­κό, νά ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­θα, νά κοι­νω­νοῦ­με τα­κτι­κά καί τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο ν᾿ ἀ­πο­φε­ύ­γο­με τήν κα­τά­κρι­ση. Νά με­λε­τᾶ­με πνευ­μα­τι­κά βι­βλί­α, Ἁ­γί­α Γρα­φή, Ψαλ­τή­ρι καί ν᾿ ἀ­κοῦ­με πάν­τα ὠ­φέ­λι­μες καί πνευ­μα­τι­κές συ­ζη­τή­σεις.
Ἄν ἀ­κοῦ­με κά­τι ἄ­σχη­μο ἀ­μέ­σως νά τό δι­ώ­χνου­με, ἀ­πό τό ἕ­να αὐ­τί νά μπα­ί­νουν καί ἀ­πό τό ἄλ­λο νά βγα­ί­νουν.
Ἀν­δρό­γυ­να
Ἦ­ταν κά­ποι­ο ἀν­δρό­γυ­νο εὐ­λα­βές καί εἶ­χαν 9 παι­διά. Ὁ σύ­ζυ­γος ἦ­ταν πά­ρα πο­λύ εὐ­λα­βής καί ὀ­λί­γον τι ζη­λω­τής στά πνευ­μα­τι­κά. Κα­τά γράμ­μα ἤ­θε­λε νά τά κά­νη ὅ­λα σάν κα­λό­γε­ρος. Ἡ γυ­να­ί­κα πα­ρα­πο­νι­ό­ταν στό γέροντα ὅ­τι κου­ρά­ζε­ται καί θέ­λει βο­ή­θεια. Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στήν Μο­νή τό βρά­δυ μό­νη ἡ σύ­ζυ­γος μέ τά παι­διά, κλα­ί­γα­νε, φώ­να­ζαν αὐ­τά, ἔ­κλαι­γε καί κου­ρα­ζό­ταν.
Αὐ­τός πή­γαι­νε σ᾿ ἕ­να πα­ρεκ­κλή­σι τῶν Ἁγ. Ἀ­ναρ­γύ­ρων ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες, κομ­βο­σχο­ί­νια καί ἀ­γρυ­πνοῦ­σε. Ἡ σύ­ζυ­γος πα­ρα­πο­νι­ό­ταν καί ἔ­κλαι­γε στό γέ­ρον­τα καί εἶ­χε κά­ποι­ο δί­κη­ο.
Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ὁ γέροντας μό­λις το­ύς εἶ­δε στήν αὐ­λή μα­ζί, κα­τά­λα­βε ὅ­τι κά­τι συμ­βα­ί­νει καί ὅ­τι εἶ­χαν ἔλ­θει σέ λί­γο καυ­γά με­τα­ξύ τους. Ὁ γέροντας μι­λά­ει μέ γλυ­κά λό­για καί δι­ά­κρι­ση νά πα­ρη­γο­ρή­ση τήν πο­νε­μέ­νη μη­τέ­ρα καί κου­ρα­σμέ­νη, καί δι­α­κρι­τι­κά μέ τό χα­μό­γε­λο λέ­ει: Σέ χά­ρη­κα, ἀ­πό­ψε ἔ­ψαλ­λες ὅ­λη τήν νύ­κτα καί προ­σευ­χό­σουν, κα­λά ἔ­κα­νες. Ἀλ­λά θά εἶ­χε με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γί­α καί μι­σθό ἄν κα­θό­σουν μι­σή ὥ­ρα καί ὄ­χι τρεῖς ὧ­ρες καί ἤ­σουν κοντά στήν γυ­να­ί­κα σου καί τή βο­η­θοῦ­σες γιά τά παι­διά νά φᾶ­νε καί νά κοι­μη­θοῦν. Για­τί γιά σᾶς το­ύς παν­τρε­μέ­νους κομ­βο­σχο­ί­νια καί με­τά­νοι­ες εἶ­ναι τά παι­διά σας. Ὅ­ταν με­γα­λώ­σουν θἄ­χε­τε και­ρό νά κά­νε­τε «ἀ­δελ­φός ὑ­πό ἀ­δελφό βο­η­θο­ύ­με­νος». Νά γί­νε­ται πάν­τα κά­τι ἐν κοι­νῇ συ­ναι­νέ­σῃ.
Μνή­μη θα­νά­του
Ὁ Γέροντας δια­ρκῶς ἐν­θυ­μεῖ­το τό θά­να­το. Κάθε βρά­δυ πού πη­γα­ί­να­με γιά Ἀ­πό­δει­πνο ἔ­κα­νε πῶς θά ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος στό νε­κρο­κρέβ­βα­το καί ἔ­λε­γε τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί μᾶς ἔ­λε­γε, πα­τέ­ρες ἐ­γώ τήν ἔ­χω δι­α­βά­σει ὅ­λη τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί εἰς κο­σμι­κό καί εἰς ἱ­ε­ρέ­α καί μο­να­χό.
Ὅ­ταν τοῦ εἶ­πα ὅ­τι πέ­θα­νε ἡ ἀ­δελφή του ἦ­ταν στόν κῆ­πο, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό του καί ἀ­μέ­σως ἔ­ψαλ­λε «Κύριος ἔ­δω­κε Κύριος ὠ­φει­λέ­το».
Μνη­μό­νευ­ε χι­λι­ά­δες ὀ­νό­μα­τα ζών­των καί κε­κοι­μη­μέ­νων καί ἔ­βλε­πε ἀ­κό­μη σέ τί κα­τά­στα­ση βρί­σκε­ται ὁ κα­θέ­νας.
Ὅ­ταν κά­να­με κά­ποι­ο δι­α­κό­νη­μα καί δέν τό εἴ­χα­με κά­νει κα­λά ἤ στόν κῆ­πο ἤ στήν κου­ζί­να ἤ στήν Ἐκ­κλη­σί­α πέρ­να­γε μᾶς εὐ­λο­γοῦ­σε μᾶς ἔ­δι­νε μία κα­ρα­μέλ­λα ἄν εἶ­χε στήν τσέ­πη του ἤ ἕ­να στρα­γά­λι καί ἔ­λε­γε δι­α­κρι­τι­κά. Ἄχ! πά­τερ μου, τό­τε πού ἐ­γώ ἤ­μουν νέ­ος ἔ­κα­να καί ἄ­στρα­φταν ὅ­λα μές στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε μία ἀ­ρά­χνη (ἄς εἴ­χα­με ἀ­ρά­χνες ἐ­μεῖς). Τά ξύ­λα στόν κῆ­πο τά ξε­ρά τά μά­ζευ­α ὅ­λα μέ προ­σο­χή καί τά­ξη δέν τά ἄ­φη­να πε­ταγ­μέ­να ἄλ­λα δῶ καί ἄλ­λα κεῖ. Στήν κου­ζί­να ὅ­λα κα­θα­ρά καί τά πι­ά­τα στήν θέ­ση τους, ὅ­λα τε­λε­ί­ω­ναν. Τώρα γέ­ρα­σα καί δέν μπο­ρῶ νά κά­νω τί­πο­τα εἶ­μαι ἄ­χρη­στο σκεῦ­ος τρώ­ω τό φα­γη­τό τοῦ Ἁ­γί­ου τζάμ­πα.
Τά ἔ­λε­γε αὐ­τά καί μᾶς ἔ­κα­νε νά εἴ­μα­στε πιό πρό­θυ­μοι στά δι­α­κο­νή­μα­τα καί προ­σε­χτι­κοί. Ἦ­ταν χα­ρα­κτῆ­ρας λε­πτός γε­μᾶ­τος ἀ­γά­πη καί δι­ά­κρι­ση.
Ἔ­λε­γε, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας πρέ­πει νά κά­νη τίς ἀ­κο­λου­θί­ες του κα­θη­με­ρι­νά πρωΐ-βρά­δυ, νά δι­α­βά­ζη τήν Θε­ί­α Με­τά­λη­ψη καί Θε­ί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, νά ἔ­χη συ­χνή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί κα­τά­στα­ση πνευ­μα­τι­κή εἶ­ναι κά­τι τό δι­α­φο­ρε­τι­κό κά­τι πού δέν τό ἔ­χουν ὅ­λοι, ἔ­χει τήν Ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Πι­ά­νει τόν ἴ­διο τό Χρι­στό στά χέ­ρια του κα­θη­με­ρι­νά.
Οἱ μο­να­χοί νά ἔ­χου­με τα­πε­ί­νω­ση καί ἀ­γά­πη με­τα­ξύ μας ὁ κύ­ριος σκο­πός μας εἶ­ναι νά φτά­σου­με στήν ἁ­γι­ό­τη­τα νά γί­νου­με ἅ­γιοι καί ὄ­χι νά δι­εκ­δι­κοῦ­με θέ­σεις καί πρω­το­κα­θε­δρί­ες. Νά τη­ροῦ­με τίς νη­στεῖ­ες, νά κά­νου­με τά πνευ­μα­τι­κά μας κα­θή­κον­τα, τόν κα­λο­γε­ρι­κό κα­νό­να, τά κομ­βο­σχο­ί­νια μας για­τί κά­ποι­α μέ­ρα θά τά βροῦ­με μπρο­στά μας. Ὅ­σο καί νά θέ­λου­με νά δι­και­ο­λο­γη­θοῦ­με ὁ πνευ­μα­τι­κός νό­μος θά μι­λή­ση.
Ὁ γέ­ρον­τας Ἰάκωβος εἶ­χε κά­τι τό δι­α­φο­ρε­τι­κό κά­τι αὐ­τό πού ἔ­χουν σή­με­ρα ὅ­λοι οἱ σύγ­χρο­νοι ἅ­γιοι ὁ π. Πα­ΐ­σιος, π. Πορ­φύ­ριος καί ἄλ­λοι.
Εἶ­χε ἀ­γά­πη γιά ὅ­λους καί γιά ὅ­λα, ἀ­γά­πη πού σ᾿ ἔ­κα­νε νά ζῆς καί νά πε­θα­ί­νης γιά τήν σω­τη­ρί­α σου, ἀ­γά­πη νά μι­λά­η μέ το­ύς Ἁ­γί­ους, μέ τή φύ­ση, μέ τό Σύμπαν, μέ τόν κό­σμο ὅ­λο καί ἔ­λε­γε, ἡ ἀ­γά­πη «κα­λύ­πτει ἀ­λή­θεια ἁ­μαρ­τι­ῶν». Γι᾿ αὐ­τό μέ αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη κέρ­δι­σε τίς καρ­δι­ές ὅ­λου τοῦ κό­σμου καί τίς ὁ­δη­γοῦ­σε στήν με­τά­νοι­α, ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, προ­σευ­χή, ὑ­πο­μο­νή, ἐ­πι­μο­νή καί ὑ­πα­κοή, στήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Κάποτε κά­ποι­ος Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­πε στόν Γέροντα:
-Γέροντα θέ­λω νά μέ σταυ­ρώ­σε­τε νά γί­νω κα­λά.
-Καί ὁ Γέροντας εἶ­πε, ἐ­γώ ἕ­νας ἁ­μαρ­τω­λός κα­λό­γε­ρος; 
-Ναί Γέροντα ἐ­σεῖς.
-Καί ὁ γέ­ρον­τας λέ­ει, νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο. Θά σᾶς πῶ κά­τι, λέ­ει ὁ γέροντας. Ἅ­γι­ε Ἀρ­χι­ε­ρεῦ καί ἐ­γώ παπ­ᾶς καί ἐ­σεῖς παπ­ᾶς, συγ­γνώ­μη αὐ­τό πού λέ­ω μέ πνευ­μα­τι­κό τό τρό­πο. Ἡ δι­α­φο­ρά εἶ­ναι, ὅ­τι μό­νο ἐ­σεῖς χει­ρο­το­νί­ες κά­νε­τε πού δέν κά­νου­με ἐ­μεῖς οἱ κα­λό­γε­ροι.
-Καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­πε, γέ­ρων μέ­γα γέ­ρων Ἰάκωβε.
Τό βρά­δυ τήν πα­ρα­μο­νή τῆς χει­ρο­το­νί­ας μου εἰς δι­ά­κο­νον, ὁ Γέροντας μοῦ δι­ά­βα­σε τή συμ­μαρ­τυ­ρί­α, μοὖ­πε πολ­λές συμ­βου­λές καί εἶ­πε, ἄς σέ δῶ διᾶ­κο Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου καί ἄς πε­θά­νω.
-Γέροντα λέ­ω, μήν τό λέ­τε αὐ­τό.
-Βάλε τό κα­λυμ­μα­ύ­χι νά σέ δῶ.
-Γέροντα ἀ­κό­μα δέν ἔ­γι­να.
-Βάλτο λέ­ει, ξέ­ρω ἐ­γώ.
Καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε, μό­λις ἐ­πέ­στρε­ψε ἐ­κοι­μή­θη.
Ὁ Γέροντας τήν πε­ρί­ο­δο τῆς με­γά­λης Σα­ρα­κο­στῆς γιά τήν Πα­να­γί­α τοῦ 15/Αὔ­γου­στου ἔ­ψαλ­λε μέ εὐ­λά­βεια καί κα­τά­νυ­ξη καί τά μά­τια του πάν­τα γε­μᾶ­τα δά­κρυ­α. Ὅ­ταν δέν ἔ­ψαλ­λε ἦ­ταν γο­να­τι­στός πάν­τα μπρο­στά στήν Πα­να­γί­α καί ὅ­ταν ἔ­ψαλ­λε τό Με­γα­λυ­νά­ριο τῆς Πα­να­γί­ας «μή μοῦ ἐ­λέγ­ξεις τάς πρά­ξεις ἐ­νώ­πιον τῶν Ἀγ­γέ­λων» ὁ γέροντας μέ ἱ­λα­ρό πρό­σω­πο καί γε­μᾶ­τος δέ­ος καί κα­τά­νυ­ξη κο­ί­τα­γε τήν Πα­να­γί­α καί ἔ­λε­γε θά μᾶς τίς ἐ­λέγ­ξη μί­α πρός μί­α. Κρά­τα­γε στά χέ­ρια του τό κομ­βο­σχο­ί­νι καί δια­ρκῶς ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή «Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κε σῶ­σον ἡ­μᾶς» καί τόν κό­πο σου ἅ­παν­τα. Ἀ­γω­νι­οῦ­σε γιά τήν σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν τῶν ἀν­θρώ­πων ἤ­θε­λε ὅ­λοι νά σω­θοῦ­με καί νά κερ­δί­σου­με τόν Πα­ρά­δει­σο καί νά γί­νου­με ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἔ­βλε­πε καί συ­νο­μι­λοῦ­σε μέ τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Ρῶσ­σο.
Μία φο­ρά πού κα­τέ­βαι­νε στήν Ἀ­θή­να γιά για­τρό ἤ­μουν μα­ζί του, μό­λις φτά­σα­με στόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τό Ρῶσ­σο πή­γα­με γιά τό ναό, μοῦ λέ­ει, βά­λε καί τό ρα­σά­κι σου Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου για­τί πᾶ­με πρός τό θεῖ­ο Ἰ­ω­άν­νη. Εἶ­δες στό στρα­τό ὅ­ταν πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στό λο­χί­α ὁ λο­χα­γός φο­ρᾶ ἅ­πα­σα τήν στο­λή, ἔ­τσι εἶ­ναι καί μέ τόν Ἅ­γιο. Σε­βα­σμό ἀ­γά­πη καί εὐ­λά­βεια. Σάν Ἡ­γο­ύ­με­νος πού ἦ­ταν ἔ­πρε­πε νά ρή­ξη αὐ­τός τά λε­πτά γιά νά πά­ρου­με κε­ρί, βγά­ζει καί μοῦ δί­νει χρή­μα­τα ν᾿ ἀ­νά­ψω κε­ρί.
-Λέω Γέροντα, ἐ­σεῖς πού εἶ­στε Ἡ­γο­ύ­με­νος.
-Καί μοῦ λέ­ει, ἐ­γώ θ᾿ ἀ­νά­ψω, ἄ­να­ψε καί σύ Ἱ­λα­ρί­ω­νά μου γιά το­ύς γο­νεῖς σου καί ὅ­ποι­ον ἄλ­λον θές στόν Ἅ­γιο.
(Βλέ­πο­με λε­πτό­τη­τα καί δι­ά­κρι­ση τοῦ Γέροντα), δέν ἤ­θε­λε νά ξε­χω­ρί­ζη ἀ­πό κα­νέ­να.
Μόλις φτά­σα­με πρός τή λάρ­να­κα ὁ Γέροντας μοῦ λέ­ει, πά­τερ ζα­λί­στη­κα ἔ­χω κά­ποι­α ἀ­να­γο­ύ­λα μᾶλ­λον μέ πε­ί­ρα­ξε τό τα­ξί, πές τόν κύρ-Κώστα νά πε­ρι­μέ­νου­με μι­σή ὥ­ρα νά συ­νέλ­θω καί με­τά φε­ύ­γο­με.
-Νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο.
Με­τά μι­σή ὥ­ρα φύ­γα­με, ὁ Γέροντας πάν­τα χα­ρο­ύ­με­νος καί γε­μᾶ­τος δέ­ος καί συγ­κί­νη­ση φε­ύ­γον­τας ἀ­πό τόν Ἅ­γιο.
Με­τά ἀ­πό ἕ­να μῆ­να ἐ­πει­δή πολ­λές φο­ρές πή­γαι­να τό ἀ­πό­γευ­μα τόν κα­φέ τοῦ Γέροντα στό κε­λλά­κι του, μοῦ λέ­ει: Ἱ­λα­ρί­ω­νά μου θέ­λω νά σοῦ πῶ κά­τι, ἀλ­λά δέν θά τό πῆς που­θε­νά μό­νο με­τά τόν θά­να­τό μου.
Κατ᾿ ἀρ­χάς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη καί νά σοῦ φι­λή­σω τό χέ­ρι γιά ἕ­να ψέμ­μα πού σοῦ εἶ­πα. Εἶ­ναι πά­τερ μου πνευ­μα­τι­κό τό θέ­μα θέ­λει πο­λύ προ­σευ­χή καί δι­ά­κρι­ση. Νά ξέ­ρης ὅ­τι ὁ θεῖ­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ρῶσ­σος εἶ­ναι ζων­τα­νός καί ὅ­τι τοῦ ζη­τή­σου­νε τό δί­νει μέ πί­στη καί ἀ­γά­πη καί τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο μέ τα­πε­ί­νω­ση. Τότε πού πη­γα­ί­να­με στήν Ἀ­θή­να μό­λις ἔ­φτα­σα μπρός στήν λάρ­να­κα, βλέ­πω πά­τερ μου, ἄ­κου­σα νά ἀ­νο­ί­γη ἡ λάρ­να­κα καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης νά βγα­ί­νη. Κάνω ὑ­πό­κλι­ση τοῦ Ἁ­γί­ου καί μοῦ λέ­ει, π. Ἰάκωβε ἐ­πι­στρέ­φω σέ λί­γο για­τί πρέ­πει νά πά­ω κά­που γιά ἀ­σθε­νή.
Ἐ­γώ γε­μᾶ­τος ἐ­σω­τε­ρι­κή χα­ρά καί πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση πλή­ρης χά­ρι­τος Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος καί τοῦ Ἁ­γί­ου ἔ­κα­να τό σταυ­ρό μου κά­θη­σα δί­πλα σ᾿ ἕ­να σκα­μνά­κι, ὅ­πως σοῦ εἶ­χα πεῖ γιά νά συ­νέλ­θω ἐ­πει­δή εἶ­χα ζα­λά­δα καί τόν ἴ­λιγ­γο καί προ­σευ­χό­μουν. Περ­νοῦ­σαν κό­σμος, προ­σκυ­νοῦ­σαν τόν Ἅ­γιο ἐ­νῶ ὁ Ἅ­γιος ἔ­λει­πε μέ­σα ἀ­πό τή λάρ­να­κα ἀλ­λά γιά νά δῆς ἔ­πρε­πε νἆ­χεις πνευ­μα­τι­κά μά­τια. Με­τά μι­σή ὥ­ρα ἔρ­χε­ται ὁ Ἅ­γιος ἀ­νο­ί­γει ἡ λάρ­να­κα μπα­ί­νει ὁ Ἅ­γιος μέ­σα, βά­ζω με­τά­νοι­α νά προ­σκυ­νή­σω, καί ἀ­κο­ύ­ω νά μοῦ λέ­η ὁ Ἅ­γιος: Πές π. Ἰάκωβε τί ἔ­χεις νά μοῦ πῆς.
Ἐ­γώ εἶ­πα τί εἶ­χα νά πῶ στόν Ἅ­γιο καί με­τά ἔ­φυ­γα γιά τήν Ἀ­θή­να μα­ζί σου μέ τό τα­ξί. Νά ξέ­ρης ὁ Ἅ­γιος εἶ­ναι ζων­τα­νός καί ἡ θρη­σκε­ί­α μας ζων­τα­νή «Ἅ­γιοι γί­νε­σθε ὅ­τι Ἅ­γιος εἰ­μι ἐ­γώ».
Καί ἄλ­λες πολ­λές φο­ρές ὁ γέροντας ἐ­ξι­στο­ροῦ­σε γιά τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τό Ρῶσ­σο καί γιά νά μήν τόν κα­τα­λά­βουν, ἔ­λε­γε κά­ποι­ος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος εἶ­δε τόν Ἅ­γιο καί τοῦ εἶ­πε αὐ­τό ἤ ἐ­κεῖ­νο καί ἦ­ταν ὁ ἴ­διος. Ὁ Γέροντας τῆς ἀ­γά­πης, τῆς προ­σευ­χῆς, τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, τῆς δι­α­κρί­σε­ως, τῆς ἀ­δι­α­λε­ί­πτου εὐ­χῆς. Καί ἄς μήν ἔ­λε­γε πολ­λά γιά τήν εὐ­χή.
Ὅ­ταν κά­να­με δι­α­κο­νή­μα­τα πολ­λά καί εἴ­μα­σταν κου­ρα­σμέ­νοι ὁ γέροντας ἔ­λε­γε, πα­τέ­ρες μου πές τε τό Πάτερ ἡ­μῶν καί πέ­στε νά ξε­κου­ρα­στεῖ­τε, δη­λα­δή εἶ­χε δι­ά­κρι­ση ἀ­κό­μα καί γιά τό θέ­μα τοῦ κα­νό­να τοῦ μο­να­χοῦ.
Θέλω πα­τέ­ρες νἆ­στε ἀ­γα­πη­μέ­νοι, νά κά­νε­τε τά δι­α­κο­νή­μα­τα καί τά πνευ­μα­τι­κά σας μέ μέ­τρο καί δι­ά­κρι­ση, νά μήν ξε­πα­το­θεῖ­τε στήν δου­λειά καί δέν μπο­ρεῖ­τε με­τά νά πῆ­τε ἕ­να Κύριε ἐ­λέ­η­σον.                  
Θά ἤ­θε­λα πολ­λά νά γρά­ψω γιά τόν Γέροντα ἀλ­λά λό­γῳ ποὖ­με λί­γο ἀ­γράμ­μα­τος ἀ­δυ­να­τῶ. Νά εὔ­χε­σθε νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με μα­ζί τόν Πα­ρά­δει­σο ἐν ἡ­μέ­ρᾳ Κρί­σε­ως.

         
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Β΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2010

Δευτέρα, Μαρτίου 04, 2013

Ο μακαριστός π.Ιάκωβος Τσαλίκης - Ηγούμενος Ι.Μονής Οσίου Δαβίδ Ευβοίας

Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη.

Ο μακαριστός π. Ιάκωβος Τσαλίκης γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου το 1920 στο Λίβισι της Μ. Ασίας.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, καθώς στην περιοχή, ως γνωστό, κυριαρχούσαν οι Τούρκοι. Όταν ήταν δύο ετών δόθηκε διαταγή όλοι οι Λιβισιανοί να φύγουν από την περιοχή. Περίπου 2000 γυναικόπαιδα και γέροι (μια και όλοι οι άντρες είχαν οδηγηθεί αιχμάλωτοι σε καταναγκαστικά έργα-μαζί και ο πατέρας του μακαριστού Ιακώβου, Σταύρος) κίνησαν στη θλιβερή πομπή. Μάτια φοβισμένα, πόδια να τρεκλίζουνε, καρδιά σκοτεινή χωρίς ελπίδα. Το μικρό Ιάκωβο κρατούσε στην αγκαλιά η μητέρα του. Τα αδέλφια του, Γιώργος και Τασούλα , ήταν μόλις τεσσάρων ετών και σαράντα ημερών. Δίχως τα παραμικρά οικονομικά εφόδια, αφού και τα λιγοστά πράγματα που μπόρεσαν να πάρουν τους το άρπαξαν οι Τούρκοι, ξεκίνησαν ένα βασανιστικό ταξίδι που κράτησε μια εβδομάδα και πλέον. Έφτασαν τελικά στην Ιτέα. Αρχηγός της οικογένειας ήταν τώρα η γιαγιά του Ιακώβου, η κυρα-Δέσποινα. Γυναίκα με φλογισμένη πίστη, αστείρευτη υπομονή και δυναμικότητα. Από αυτήν πήρε το λαμπρό παράδειγμα και διδάχθηκε την αγάπη στο Θεό και τους ανθρώπους ο Ιάκωβος. Τελειώνοντας το 1925 μετέφεραν τους Λιβισιανούς πρόσφυγες σε μια τοποθεσία της βόρειας Εύβοιας, στο χωριό Φαράκλα.
Ο μικρός Ιάκωβος ήταν πια επτά ετών και τα πέντε τα είχε ζήσει σε πανάθλιες συνθήκες. Από τα έξη του το Ιακωβάκι, χωρίς να ξέρει γράμματα είχε μάθει απ' έξω τα της Θ. Λειτουργίας. Σιγόψελνε με τόση σοβαρότητα και αυστηρότητα, που οι γύρω του σάστιζαν. Τις ανάγκες του σχολείου στη Φαράκλα εξυπηρετούσε το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής.

Ο Ιάκωβος έπαιρνε πολύ τα γράμματα. ήταν άριστος μαθητής όχι μόνο για τις επιδώσεις του αλλά και για την συμπεριφορά του. Ένα πάμφτωχο παιδάκι, έξι-επτά χρόνων, τους περισσότερους μήνες ξυπόλυτο, με τριμμένα ρούχα, όμως πάντα καθαρά, αδύνατο απελπιστικά ξεχωρίζει αβίαστα. Ψηλόλιγνο, σοβαρό, το κεφαλάκι του πάντα ψηλά, μετωπάκι καθαρό, φωτεινό. Αργότερα, σχεδόν από τα δέκα του χρόνια, πολλοί θα τον φωνάζουν "πάτερ Ιάκωβε". Αργά το απόγευμα κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαινε και άναβε τα καντηλάκια στο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής (το σχολείο του). Πήγαινε μόνο του και του άρεσε να μένει μέχρι το νύχτωμα.

Ένα απόγευμα όμως, θα 'ταν τότε οκτώ-εννέα ετών, εκεί που προσευχότανε του εμφανίστηκε ολοζώντανη η αγία Παρασκευή, ακριβώς όπως ήταν στη εικόνα. Το παιδί τρόμαξε και έφυγε. Ξαναπήγε άλλη μέρα και του εμφανίστηκε πάλι. Έφυγε τρέχοντας μα η αγία του μίλησε γλύκα και το καθησύχασε λέγοντάς του ποια είναι. Το Ιακωβάκι έκατσε δειλά-δειλά κοντά της και την άκουγε. Οι εμφανίσεις της αγίας συνεχίστηκαν, ώσπου το Ιακωβάκι συνήθισε. Κάθονταν δίπλα-δίπλα και μιλάγανε ... τέτοια οικειότητα και αφελή παρρησία ο μικρός! Συχνά βοηθούσε στο ιερό τον π. Δημήτριο με φόβο Θεού και επιμέλεια. Εκεί στην αγία τράπεζα, πολλές φορές αντελήφθηκε και είδε αγγέλους και άκουσε ψαλμωδίες. Με όλα αυτά το Ιακωβάκι έγινε από εννέα ετών σιγά-σιγά η καταφυγή των απλοϊκών και φτωχών ανθρώπων. Αρρώσταιναν τα ζώα; φωνάζανε τον Ιάκωβο να τα διαβάσει και γίνονταν καλά. Στα παιδάκια και πάλι το ίδιο.

Το 1933 ο Ιάκωβος τελείωσε το Δημοτικό. Για Γυμνάσιο ούτε λόγος. Η φτώχια και η ανέχεια δεν επέτρεπαν τέτοια σκέψη. Έτσι έμεινε και δούλευε στα χωράφια τους και για μεροκάματο σε ξένα χωράφια. Όσο όμως κουβάλαγε πέτρες προσευχόταν. Έλεγε Παρακλήσεις και ψιθύριζε τροπάρια. Τη νύχτα έκανε πολλές μετάνοιες, διάβαζε με το λυχνάρι ή το φεγγάρι και ώρες ολόκληρες έμενε γονατιστός, κάτι που το είχε μέχρι την κοίμησή του. Κάποτε αρρώστησε πολύ βαριά. Με τη λίγη ιατρική περίθαλψη ήταν βέβαιο πως θα πέθαινε. Ένα απόγευμα όμως του εμφανίστηκε ο άγιος Χαράλαμπος. Είδε ζωντανό το χέρι του με το επιμάνικο να τον σταυρώνει στο στήθος. Ο Ιάκωβος συνήλθε αμέσως! Όλοι στο χωριό τον είχαν για ιερό πρόσωπο κι ας ήταν μόλις δεκαεννιά-είκοσι ετών. Στην κατοχή τα βάσανα των φτωχών προσφύγων έγιναν ακόμη μεγαλύτερα. Ο Ιάκωβος, όμως, όρθιος! Στις ήδη υπάρχουσες συμφορές προστέθηκε κι εκείνη του θανάτου της μητέρας του. Η λύπη του ήταν αφόρητα μεγάλη. Από τότε ανέλαβε την προστασία της μικρής του αδελφής και έμεινα να την φροντίζει. Ενώ δηλαδή σκόπευε να γίνει μοναχός νωρίτερα, καθυστερούσε για να την παντρέψει πρώτα. Εργαζόταν και προσευχόταν ακατάπαυστα !

Ο στρατός στην ηλικία των εικοσιεπτά ετών τον βρήκε εξαντλημένο. Ο πρώτος μήνας ήταν ο πιο δύσκολος. Οι χλευασμοί και τα ειρωνικά σχόλια των υπολοίπων στο θάλαμο δεν έλειψαν ούτε μια μέρα. Αργότερα όμως άλλαξαν κάπως τα πράγματα. Ο πρώτος φαντάρος που αρρώστησε είχε δίπλα του τον Ιάκωβο, να του δώσει νερό, να του πάει μια ασπιρίνη. Και μέσα στο δύσκολο αυτό κλίμα αγωνιζόταν να τηρεί τη νηστεία και την προσευχή. Με τον καιρό θα έλεγε κανείς ότι άρχισαν να τον συμπαθούν. Μετά το θάνατο και του πατέρα του έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. ΄Όπου έβρισκε.

Το 1951, σε ηλικία τριανταενός ετών έβαλε πλώρη για το μοναστήρι του οσίου Δαυίδ του γέροντος στην Εύβοια, μια και η αδελφή του είχε πια παντρευτεί. Με πολύ κόπο λόγω και της πεζοπορίας κατόρθωσε να φτάσει στο μοναστήρι. Τον έπιασε απελπισία και παράπονο. Παντού εγκατάλειψη και αδιαφορία. Οι τσοπάνηδες διαφεντεύανε το χώρο μέσα και έξω. Τρεις μοναχοί που ζούσαν εκεί, φαίνονταν παραδομένοι στον άθλιο κατήφορο της Μονής. Όλοι τον κακοπήραν και του κακοφέρθηκαν. Του μιλούσαν άσχημα, τον περιφρονούσαν, δεν του έδιναν φαγητό. Προσευχήθηκε ώρες ατέλειωτες και πήρε την απόφαση να μείνει εκεί κι ας είναι κόλαση το μοναστήρι! Τον έβαλαν σ' ένα κελί ερείπιο. Ο μοναχός Άνθιμος και οι τσοπάνηδες του άνοιξαν φρικτό πόλεμο. Τον έβριζαν, τον περιγελούσαν, επιχείρησαν ακόμη και να τον σκοτώσουν. Όταν ο ηγούμενος της Μονής αναγνωρίζοντας την αρετή του τον έκειρε μοναχό και τον έκανε οικονόμο της μονής ο πόλεμος εναντίον του έγινε ακόμη μεγαλύτερος. Κι όσο οι άλλοι τον βρίζανε, τόσο ευγενικότερα, τόσο ταπεινότερα φερόταν εκείνος.

Στις 18 Δεκεμβρίου χειροτονήθηκε διάκονος και την επομένη ιερέας.

Οι ασκητικοί του αγώνες στο μοναστήρι ήταν υπέρμετροι. Υπερβολική εργασία αφού κανείς δεν τον βοηθούσε, ελάχιστη τροφή και ύπνος, ανυπόφορη παγωνιά, καθώς δεν είχε παρά μόνο κάτι φτωχά, ελαφριά ρούχα κι έτσι όλο αρρώσταινε. Φθινόπωρο ή άνοιξη, δεν είχε ομπρέλα, κόστιζε πολλά γι' αυτόν. Δεύτερο ράσο... ούτε συζήτηση. Παρ' όλ' αυτά όπως έλεγε "η καρδιά του ήταν περιβόλι" και ήταν πάντα χαρούμενος.
Ένας βαθύς πόνος τον πλημμύριζε: να ασκητέψει στο Ασκητήριο του οσίου Δαυίδ. Ξεκίνησε λοιπόν ένα απόγευμα μετά τον εσπερινό, όπως συνήθιζε, να πάει στον γνώριμο τόπο του. Ήταν όμως βαθιά νύχτα χωρίς φεγγάρι και ήταν δύσκολο να βρει το μονοπάτι. Χάθηκε. Μπλέχτηκε σε κάτι βάτα, χτύπησε και χάθηκε στη χαράδρα. - " Θεέ μου, φώτισέ μου το δρόμο να φτάσω στο ασκητήριο", είπε.

Συνήθιζε να λέει γι' αυτές του τις νυχτερινές περιπέτειες:-"Και ο καλός Θεός άκουσε το αίτημά μου. Από τα πολλά άστρα του ουρανού μού έδωσε κι εμένα ένα. Αυτό πήγαινε μπροστά και μού 'φεγγε το δρόμο. Έτσι έφτανα στο ασκητήριο. Και πάλι ο αστέρας μου φέγγει μέχρι την πόρτα της Μονής. Οι πατέρες κοιμόνταν και δεν καταλάβαιναν τίποτα". Πριν μπει στο ασκητήριο, επειδή φοβόταν να 'ναι μόνος ζήτησε άλλη μια χάρη από τον όσιο Δαυίδ:- Αγιε Δαυίδ, αν θες, να έρθεις κι εσύ να προσευχηθείς μαζί μου, αλλά να έρθεις με γνωστό πρόσωπο για να μη φοβηθώ! . Και μπαίνοντας νιώθει δίπλα του τον ηγούμενο Νικόδημο. Γονατίσανε, διαβάσανε Παρακλήσεις, όλο το Ψαλτήρι κι έκαναν μετάνοιες. Γυρνώντας στη Μονή έριχνε λίγο νερό στο πρόσωπό του και χτύπαγε την καμπάνα. Μετά άρχιζε τις δουλειές. Δεν προλάβαινε να ξεκουραστεί καθόλου.

Κάποτε στο ασκητήριο καθώς προσευχόταν εμφανίστηκαν χίλιοι σκορπιοί. Εκείνος έλεγε την ευχή κι ένιωθε εσωτερική αγαλλίαση. Ο διάβολος όμως προσπάθησε να τον εμποδίσει από την αγιαστική προσευχή. Η σπηλιά γέμισε σκορπιούς, χιλιάδες, αμέτρητοι. Τρόμαξε για λίγο όμως κατανοώντας την παγίδα του διαβόλου διέταξε:-Μέχρι εδώ, εκεί θα σταθείτε. Και πήρε μια πέτρα, με την οποία χάραξε έναν κύκλο γύρω του, στον οποίο δεν έπρεπε να μπουν οι σκορπιοί. Συνέχισε άφοβα την προσευχή του και κανένας σκορπιός δεν πέρασε όλη τη νύχτα τον κύκλο! Ο μακαριστός π. Ιάκωβος είχε μια μοναδική, ευλογημένη οικειότητα με τον όσιο Δαυίδ. Χαρακτηριστικό είναι μεταξύ άλλων και το εξής περιστατικό: Κάποτε η πατρίδα του οι Λιβανάτες υπέφερε από ανομβρία. Ο π.Ιάκωβος που είχε πάει να την επισκεφτεί για να φέρει στους κατοίκους την κάρα του οσίου, ακούγοντας τους ανθρώπους να μιλούν για τη συμφορά, έκατσε στην άκρη της βάρκας και είπε στον όσιο:-Γέρο ήρθαν οι χωριανοί σου για την ανομβρία. Σε παρακαλώ τώρα που θα πάμε να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε μη με ντροπιάσεις. Θα ρεζιλευτείς κι εσύ κι εγώ! Βγήκανε στη στεριά κι άρχισε αμέσως να μπουμπουνίζει. 

Τριάντα χρόνια μετά έλεγε:
-Εγώ, αδελφέ μου, τα λέω στο αυτί του αγίου κι αυτός ανοίγει γραμμή με το Χριστό μας! Ο μακαριστός π. Ιάκωβος αξιώθηκε να λάβει μεγάλο μισθό των καμάτων του ήδη από την επίγεια ζωή του. κάποτε:-Αχ, πάτερ μου, να βλέπατε τι γίνεται την ώρα του Χερουβικού, θα φεύγατε όλοι...Αοράτως ανεβοκατεβαίνουν άγγελοι και πολλές φορές αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν στους ώμους μου! Ο μακαριστός γέροντας συλλειτουργούσε με τους αγίους και τους αγγέλους! Το μεγαλύτερο και θαυμασιότερο θαύμα που του πρόσφερε ο Θεός το αναφέρει ο ίδιος σ' ένα σημείωμά του: -Στις 22 Νοεμβρίου ημέρα Σάββατο πρωί στην αγία Προσκομιδή την ώρα που θα κάλυπτα τα Αγια Δώρα, είδα ένα κομμάτι αίμα στεγνό, το άγγιξα και στο δάχτυλό μου επάνω έμεινε το αίμα. Φώναξα έναν αδελφό και του είπα τι είδα αλλά εκείνος είπε πως εμείς πάτερ δε βλέπουμε. Κύριε ελέησον είπα τρεις φορές!
Ο π. Ιάκωβος είχε αξιωθεί ακόμη και του προορατικού χαρίσματος αλλά το έκρυβε για να μη δοξάζεται. Διάβαζε ακόμα και τους μύχιους λογισμούς και έτυχε σε πολλούς να πει:-Αυτό που σκέπτεσαι να το κάνεις.

Η υγεία του χειροτέρευε ολοένα και περισσότερο. Εντούτοις δεν έπαψε να δέχεται πλήθος ανθρώπων που έρχονταν για να πάρουν την ευχή του . Προσευχόταν για άλλους και θεραπεύονταν. Οι συνεργάτες του όμως άγιοι Δαυίδ και Ιωάννης δεν συνέτρεχαν και στις δικές του αρρώστιες. Τα ήξερε αυτά καλά. Θα 'μενε όπως ο απόστολος Παύλος με τη χάρη του Θεού. Οι κρίσεις με σφιξίματα και εφιδρώσεις ήταν ανυπόφορες. Τον ρωτούσες όμως "τι κάνεις γέροντα;" και καμιά φορά απαντούσε:
-Έχω ένα σφίξιμο στο στήθος και με πιάνουν ιδρώτες... Αλλά δε βαριέσαι, ο ένας απ' αυτό, ο άλλος από την άλλη, όλοι θα φύγουμε μια μέρα. Και θα πάμε στους ουρανούς, ενώπιον του δικαίου Κριτού. Το άσχημο για μένα είναι ότι δεν έχω κάνει τίποτα για τον Κύριο και τι λόγο θα δώσω στο Θεό;
Ο π. Ιάκωβος ζούσε τον Παράδεισο ήδη από εδώ στη γη! Έλεγε στον όσιο Δαυίδ "έλα" κι εκείνος έσπευδε! Τι άλλο μεγαλύτερο να ζητούσε; Ποια μεγαλύτερη παρηγοριά στους φρικτούς πόνους των ασθενειών του; Όσο πλησίαζε το τέλος του, ενώ ικέτευε για το έλεος του Θεού, ενώ έλεγε ότι δεν έχω κάνει τίποτα για το Χριστό, αφηνόταν καμιά φορά κι έλεγε: -Πάτερ μου, με νομίζουν για τρελό, χαζό... άμα πεθάνω θα δούνε ποιος είναι ο Ιάκωβος... Δεν τα λέω αυτά από εγωισμό, αλλά προς δόξαν Θεού!

Νύχτα της 20ης Νοεμβρίου-πρωί της 21ης. Ήρθε η ώρα να τελειώσει το μαρτύριό της ζωής αυτής. Αγρύπνησε το τελευταίο του βράδυ. Λειτούργησε την επομένη για τα Εισόδια της Παναγίας και λίγο μετά το μεσημέρι άφησε σαν πουλάκι την ψυχή του, την εξαγνισμένη από στο καμίνι της άσκησης και της γεμάτης ταπείνωση αγάπης. Την ημέρα της κηδείας αλλά και την επομένη το πρόσωπο του γέροντα είχε μια ιλαρότητα και φωτεινότητα. Έγινε πιο ζωντανός από ζωντανός. Δεν έπαθε ακαμψία, ούτε πάγωσε. Καταλύθηκε ο φυσικός νόμος.
Ο κόσμος που έφτασε στο μοναστήρι ήταν αμέτρητος. Ο επίσκοπος ζήτησε να υψώσουν το φέρετρο για να το δει ο κόσμος. Και μόλις φάνηκε το ιερό λείψανο , μια συγκλονιστική κραυγή ακούστηκε. "Αγιος, άγιος ... είσαι άγιος.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2013

Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: ο κανόνας του πνευματικού δεν λύνεται από κανέναν!


Ο γέροντας ‘Ιάκωβος Τσαλίκης (1991) εξομολόγησε κάποτε μία γερόντισσα και της έβαλε κανόνα νά μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.
Γιατί δεν κοινωνάς; τη ρώτησε μία μέρα ο ιερέας της ενορίας της. Μου έβαλε κανόνα ο π. ‘Ιάκωβος, απάντησε
Εκείνη, και του είπε την αιτία. Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος.
Εγώ είμαι μορφωμένος και σόι λύνω τον κανόνα. Νά έρθεις την Κυριακή νά σε κοινωνήσω.
Καθώς όμως πλησίασε ή γιαγιά νά μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την άγία λαβίδα άδεια και κρύα, δεν κατάλαβε τη γεύση της-θείας Κοινωνίας.
Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, όπότε ή γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα ‘Ιάκωβο.

Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει νά κάνεις τον κανόνα πού σου έβαλα.
Το 1987, ο π. Ιάκωβος εξομολόγησε μία κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε νά κοινωνήσει.
Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, πού της επέτρεψε τη θεία μετάληψη.
Όταν όμως πλησίασε νά κοινωνήσει, ή άγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της.
Αυτό ο παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, όπότε ή κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγαινα εξομολογηθεί πάλι στον π. ‘Ιάκωβο.
Όταν κοινωνώ τούς ανθρώπους, διηγιόταν χαρακτηριστικά άλλοτε ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος, ποτέ δεν κοιτάζω τα πρόσωπά τους.
Μερικές φορές όμως μου λέει ο λογισμός νά τα κοιτάξω.
Τότε βλέπω μερικά πρόσωπα νά έχουν μορφή σκύλου, πιθήκου ή άλλων ζώων.
Είναι φοβερή ή μορφή τους. Βλέπω όμως και μερικά ήρεμα και ιλαρά πού μετά τη θεία μετάληψη λάμπουν σαν τον ήλιο.
Μία φορά του είπε κάποιος συλλειτουργός του:Μ’ έκαψε ή θεία Κοινωνία!…
Εγώ, απάντησε ο γέροντας, δεν αισθάνθηκα νά με καίει.
Αντίθετα, ζούσε τόσο έντονα τη μέθεξη του δεσποτικού Σώματος, ώστε ανακαινιζόταν ψυχικά και σωματικά.
Σήμερα πού κοινώνησες, είπε σ’ ένα πνευματικό του παιδί, βλέπεις πώς αισθάνεσαι; Εγώ αισθάνομαι έτσι πάντοτε. Ό Χριστός βρίσκεται μέσα μου πάντα.

 ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Αττικής

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...