Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2015

Περί πειρασμών

Περί πειρασμών

Ολόκληρη η πάλη και ο αγώνας του ανθρώπου στην στρατευομένη Εκκλησία ένα νόημα και σκοπό έχει, τη νίκη προς το οργανωμένο κακό, το οποίο είναι η άρνηση του θείου θελήματος. Όλες οι επί μέρους αντιστάσεις, οι οποίες προκαλούν και πιέζουν να γίνουμε προδότες και αρνητές, λέγονται πειρασμοί και έχουν την αρχή τους σε διάφορα αίτια. Το όνομά τους φανερώνει και μέρος της ιδιότητάς τους, διότι με την πάλη και τη μάχη αποκτούμε πείρα του πολέμου και ακόμα μαθαίνομε τα μυστήρια της θείας δικαιοσύνης, «του πνευματικού νόμου», με τον οποίον ο Κύριός μας κυβερνά την κτίση του. Οι μορφές των πειρασμών είναι πολλές, αλλά ο στόχος τους ένας. Να μας αποδείξουν δειλούς και απίστους ενώπιον του Θεού και να μας στερήσουν τα επαγγελθέντα στους πιστούς αγαθά, τα οποία είναι «η ανάσταση και η ζωή». Κάθε πειρασμός που συμβαίνει δεν είναι άσκοπος ή τυχαίος, όπως ίσως θεωρείται, αλλά ούτε και προϊόν της κακοβουλίας μόνον αυτού που τον προκάλεσε, είτε δαίμονος είτε ανθρώπου. Αυτοί που προκαλούν και μεταφέρουν τους πειρασμούς είναι συνήθως γνωστοί και ποικίλοι. Οι πειρασμοί όμως δεν είναι έργο της δικής τους εξουσίας, αλλά παραχώρηση του Θεού που διοικεί και κατευθύνει τα πάντα. Εάν «οι τρίχες της κεφαλής μας είναι όλες μετρημένες»( Ματ. 10, 30) και «όλα εξαρτώνται από το έλεος του Θεού και όχι από την ανθρώπινη θέληση και προσπάθεια»(Ρωμ. 9, 16), τότε πραγματικά «ο άνθρωπος πορεύεται στη ζωή του σαν μια αμυδρή εικόνα και μάταια ταράσσεται»(Ψαλμ. 38, 7). Παραθέσαμε ως τώρα γνώμες των Πατέρων μας γι’ αυτά και για το ότι τα περιστατικά που συμβαίνουν στον άνθρωπο αποτελούν καρπούς των δικών του νοημάτων ή ενεργειών.
Οι πνευματοφόροι Πατέρες επισημαίνουν πέντε κύριες αιτίες, για τις οποίες επιτρέπει ο Θεός στους εχθρούς μας να μας πολεμούν.
Πρώτη αιτία είναι ότι πολεμούμενοι και αντιπολεμούντες αποκτούμε διάκριση της αρετής και της κακίας.
Δεύτερη είναι, για να γίνει και να μείνει σταθερή κατάκτηση αυτό που κατορθώνεται  με πόνο και πόλεμο.
Τρίτη είναι για να μένουμε ταπεινοί, αφού προκόψουμε στην αρετή και τη δικαιοσύνη, και να μην υψηλοφρονούμε.
Τέταρτη είναι να μισήσουμε με ολοκληρωτικό μίσος την κακία.
Πέμπτη τέλος είναι, ότι «όταν γίνουμε  απαθείς με τη χάρη του Θεού» να μη λησμονούμε την αδυναμία μας, ούτε τον Θεό που μας βοηθά σε όλα. Επειδή είναι εκ φύσεως αγαθός  ο Θεός, ή μάλλον αυτοαγαθότης και υπεράγαθος, δεν περιέχει στο κατ’ ευδοκίαν θέλημά του ταλαιπωρία ή θλίψη για τα πλάσματά του και ειδικά τον άνθρωπο.
Τα δεινά που ταλαιπωρούν τη φύση μας δεν είναι συνέπειες της θείας ευδοκίας, αλλά της θείας οικονομίας και παραχωρήσεως. Εάν ο άνθρωπος παρέμενε σταθερά στο πρώτο κατ’ ευδοκίαν θείο θέλημα, τα υπόλοιπα θα ήσαν άγνωστα, γιατί δεν θα είχαν θέση για τη διόρθωση της επαναστατημένης διαγωγής. Η παρακοή και η πτώση του ανθρώπου διέστρεψαν την αρμονία της λειτουργίας των όντων, και έτσι εφαρμόσθηκαν και τα άλλα ιδιώματα του θείου θελήματος, τα οποία προκαλούν την ισορροπία  στην αποστατημένη πλέον φύση. Όλοι πλέον οι πειρασμοί, οι οποίοι προκαλούν την αδιάκοπη πάλη μας, επιτρέπονται οικονομικώς από το Θεό για την επαναφορά μας στην τάξη, εφ’ όσον τα εντός, τα έκτος και τα πέριξ, τα οποία αποτελούν τον κόσμο μας, ευρίσκονται σε επανάσταση και προς τον εαυτόν τους και προς το Δημιουργό. Ο πονηρός και επίβουλος εχθρός και εκδικητής διάβολος απόκτησε εξουσία πάνω μας, ένεκα της εκούσιας υποταγής των πρωτοπλάστων σ’ αυτόν, και της αδυναμίας έκτοτε της ανθρωπίνης φύσεως. Έτσι μετά την πτώση διαστράφηκε η γνώμη μας και αποκτήσαμε «στραμμένη στα πονηρά σκέψη»(πρβλ. Γεν. 8, 21), η οποία έγινε φορέας του παραλόγου και του πονηρού. Στο νόημα της μετανοίας, που δόθηκε από τον Θεό, συμφωνούμε κατά την πρόθεση. Στην πρακτική όμως εφαρμογή αντιστέκονται οι ανωτέρω παράγοντες, και γι’ αυτό ήταν αναγκαία η επέμβαση και επικουρική βοήθεια, για να επιτύχουμε τη λύτρωση. Η επικουρική συμπαράσταση, η οποία μας δόθηκε ελέω Θεού, είναι οι «συμβατικές επιφορές» (δηλ. τα δεινά που μας συμβαίνουν) της θείας οικονομίας για τον αφυπνισμό και διόρθωση, αφού τα περισσότερα στοιχεία της υπάρξεως μας ενεργούν αρνητικά. «Αν εξετάζαμε τους εαυτούς μας, δεν θα τιμωρούμαστε από τον Θεό· αλλά όταν ο Κύριος μας τιμωρεί, μας διαπαιδαγωγεί, έτσι ώστε να μην υποστούμε την τελική καταδίκη μαζί με τον κόσμο»(Α΄Κορ.11,31-32).
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «όπως τις ημέρες διαδέχονται οι νύκτες και τα καλοκαίρια οι χειμώνες, έτσι την κενοδοξία και ηδονή διαδέχονται λύπες και οδύνες, είτε στο παρόν, είτε στο μέλλον»(Μαξίμου Ομολογητού, Τετρακόσια Κεφάλαια περί Αγάπης, Εκατοντάς Β, §65).
Παραχωρήθηκαν οι οδύνες και οι λύπες, για να εξοφληθεί εδώ η εμπαθής ζωή, διαφορετικά θα συνεχιζόταν η ασθένεια της αμαρτίας και στο μέλλον, οπότε θα χανόταν η σωτηρία. «Δεν είναι δυνατόν», λέγει πάλιν ο άγιος, «να εκφύγει την μέλλουσα κρίση εκείνος, ο οποίος αμάρτησε, χωρίς να υπομείνει εδώ εκούσιους κόπους ή ακούσιες επιφορές» (ενθ’ ανωτέρω, §66)· και αλλού επαναλαμβάνει, «κανείς να μη σε εξαπατήσει, μοναχέ, ότι είναι δυνατόν να σωθείς, εάν είσαι δούλος στην ηδονή και στην κενοδοξία»(ενθ’ ανωτέρω, §63).
«Όταν σου έλθει πειρασμός από απροσδόκητο γεγονός, να μην κατηγορείς εκείνον, από τον οποίο συνέβη, αλλά αναζήτησε το γιατί συνέβη και θα βρεις οπωσδήποτε διόρθωση. Επειδή, είτε από εκείνον είτε από άλλον άνθρωπο, οπωσδήποτε θα έπινες το πικρό ποτήρι των κριμάτων του Θεού»(ενθ’ ανωτέρω, §42).
Μια ακόμη ερμηνεία για τη γενικότητα των πειρασμών, αναφέρει ο Άγιος Μάξιμος. «Οι επιφορές (επιθέσεις) των πειρασμών συμβαίνουν σε άλλους για την εξάλειψη των αμαρτημάτων, τα οποία έχουν γίνει. Ενώ σε άλλους για την εξάλειψη των αμαρτημάτων, τα οποία τώρα διαπράττονται. Σε άλλους επέρχονται για την παρεμπόδιση αμαρτημάτων, τα οποία πρόκειται να γίνουν, εκτός από εκείνες τις επιθέσεις των πειρασμών, οι οποίες επισυμβαίνουν για δοκιμασία, όπως στην περίπτωση του Ιώβ»(ενθ’ ανωτέρω, §45).
Σημειώνουμε  ένα απλό παράδειγμα από την καθημερινή ζωή. Ως χριστιανοί προσπαθούμε να εκπληρώνουμε τα καθήκοντά μας, αλλά όση και αν είναι η προσπάθειά μας, κάπου ξεφεύγουμε, εφ’ όσον αναμαρτησία δεν υπάρχει. Διά της μετανοίας διορθώνουμε τα λάθη ασφαλώς κατά την κρίση μας, αλλά δεν είναι συνήθως η μετάνοιά μας τόσον ακριβής, ώστε να εξαλείφει την ενοχή μας, και άρα παραμένουν χρέη ανεξόφλητα. Τα χρέη αυτά με το πέρασμα του χρόνου αυξάνουν εξ αιτίας των πολλών αιτίων και αφορμών και της δικής μας αδυναμίας. Οι μονάδες γίνονται δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, και είναι άγνωστες στη δική μας κρίση, ενώ στη δικαιοσύνη του Θεού είναι γνωστές με ακρίβεια. Τί πρέπει να γίνει τώρα; Ή αυστηρή και ανάλογη μετάνοια σ’ αυτή τη ζωή, ή μέλλουσα κατάκριση μετά θάνατον, οπότε χάνεται η σωτηρία. Τότε το κατ’ οικονομίαν θείο θέλημα αποστέλλει παιδείαν, η οποία είναι «συμβατική επιφορά», ακούσιο οδυνηρό σύμπτωμα, το οποίον αναλογεί στον όγκο των σφαλμάτων και έτσι προκαλείται η εξόφληση, διαφορετικά θα κινδύνευε η σωτηρία. Αυτός είναι ένας τρόπος παραχωρήσεως των πειρασμών.
Γενικώς όμως τέτοιας φύσεως είναι όλα τα θλιβερά, τα οποία μαστίζουν τη ζωή μας, και εμείς επειδή δεν καταλαβαίνουμε το σκοπό της θείας προνοίας εξαγριωνόμαστε κατά των προσώπων ή των πραγμάτων, τα οποία προκάλεσαν τα συμβάντα. Μερικές φορές δεν έχουν συμβεί ως δικά μας λάθη, αλλά ευρίσκονται  στον κατάλογο της δικής μας απροσεξίας και αφέλειας. Για να προλάβει η θεία παναγαθότητα τη ζημιά, ίσως πελώρια πολλές φορές, επιτρέπει σε ένα πειρασμό να εμποδίσει την πρόοδο των αποφάσεών μας. Αυτοί είναι οι ονομαζόμενοι «προλαμβάνοντες πειρασμοί». Υπάρχουν επίσης και «οι επίκτητοι» με τη μετοχή στην ανιούσα και κατιούσα μορφή. Μετέχει κανείς σε ξένους πειρασμούς, όπως παραδείγματος χάριν ο αδικών στους πειρασμούς  του αδικουμένου, ο καταλαλών στους πειρασμούς  του καταλαλουμένου, ο συκοφαντών στους πειρασμούς του συκοφαντουμένου, και γενικά ο πειράζων στους πειρασμούς του πειραζομένου. Αυτή είναι η κατιούσα μορφή της μετοχής στους πειρασμούς.
Στην ανιούσα μορφή οι πνευματικοί Πατέρες με την προσευχή τους κρατούν τους πειρασμούς των πνευματικών τους τέκνων και γενικά εκείνων για τους οποίους αυτοί προσεύχονται. Είναι και οι μεγάλοι πειρασμοί των αγίων και του Χριστού, οι οποίοι βάσταξαν τις αμαρτίες του κόσμου και θεμελίωσαν την Εκκλησία. Γι’ αυτό κανένας πειραζόμενος δεν πρέπει να αγανακτεί και να γογγύζει εναντίον κάποιου, επειδή πληρώνει τις οφειλές της δικής του αμέλειας ή κακοφροσύνης.
Θελήσαμε να γράψουμε για τους πειρασμούς και τις ιδιότητές τους, αλλά δεν κρύβουμε  ότι νοιώσαμε φόβο και μόνον από την περιγραφή. Όταν η αγία Μαρία η Αιγυπτία εξομολογείτο στον αββά Ζωσιμά και διηγείτο τις σκληρές δοκιμασίες των πειρασμών τους οποίους δοκίμασε, στα ερωτήματα του αγίου γι’ αυτούς είπε: «Αββά Ζωσιμά, μη με αναγκάζεις να λεπτολογώ γι’ αυτούς, διότι φοβούμαι μήπως επανέλθουν». Το ίδιο ισχύει και για τον καθένα, όταν ομιλεί γι’ αυτούς. Ο Θεός να μας σώσει από την ορμή και τη μανία τους, αλλά πώς να γίνει, όταν χωρίς αυτούς είναι αδύνατη η σωτηρία; «Εκείνον που αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί, μαστιγώνει δε κάθε παιδί του, που αναγνωρίζει ως δικό του»(Παροιμ. 3, 12). Και πάλιν «είναι ευτυχής ο άνθρωπος τον οποίον θα παιδαγωγήσεις, Κύριε, και θα τον διδάξεις με το νόμο σου»(Ψαλμ. 93, 12). Και «αν πάλι δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση που έχουν πάρει όλοι, τότε είστε νόθα και όχι γνήσια παιδιά»(Εβρ. 12, 8).
Δεν είναι τόσον δύσκολος ο αγώνας προς τις δοκιμασίες, όταν συμπαρίσταται η θεία χάρις. «Εγώ θανατώνω και ζωοποιώ, εγώ πληγώνω και γιατρεύω, και δεν υπάρχει κανένας, ο οποίος θα ελευθερώσει (κάποιον) από τα χέρια μου»(Δευτ. 32, 39). Όταν μυστικά συμπαρίσταται η μητρική πρόνοια της χάριτος και βαστάζει τον αθλητή, όλα είναι υποφερτά, διότι αυτός που παιδαγωγεί είναι συγχρόνως και παρηγορητής· «διαπαιδαγωγεί για το καλό μας, για να μετάσχουμε στην αγιότητά  του»(βλ. Εβρ. 12, 10). Αυτό γίνεται στους «κατά φύσιν» πειρασμούς, οι οποίοι συμβαίνουν ή από φυσική αδυναμία και απειρία ή από το φθόνο του εχθρού ή για την πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Όλα αυτά θεωρούνται φυσιολογικά εμπόδια, τα οποία υπάρχουν απαραιτήτως στο αγωνιστικό στάδιο του ανθρώπου, για να ολοκληρώσει την ομολογία του. Σ’ όλα αυτά παραφυλάττει αθέατη η συμπαράσταση της χάριτος και παρηγορεί μυστικά τους αγωνιζομένους, οι οποίοι γι’ αυτό πρέπει να έχουν πάντοτε θάρρος. Εκεί όμως, όπου υπάρχουν «παρά φύσιν» πειρασμοί, ο αγώνας είναι πολύ σκληρός και χωρίς ελπίδα, και το θάρρος χάνεται τελείως, ενώ η απόγνωση πνίγει και αποθαρρύνει τον αγωνιζόμενο, μέχρις ότου γογγύσει γιατί γεννήθηκε.
Κύριέ μου, Ιησού Χριστέ, η μόνιμη παρηγορία όσων ελπίζουν σε σένα, γλύτωσέ μας  από αυτή τη σκοτοδίνη και γέμισέ μας με τη δική σου ελπίδα. Αμήν.
Οι «παρά φύσιν» πειρασμοί δεν παράγονται μόνον από επιβουλή του εχθρού, διότι δεν έχει τέτοια εξουσία, αλλά είναι και αποτελέσματα της ραθυμίας και υπερηφανείας, την οποίαν παραλόγως αποδέχθηκε ο άνθρωπος. Η αμέλεια των καθηκόντων ενός αγωνιστή προκαλεί την εγκατάλειψη, διότι είναι ο «γνους και μη ποιήσας» δηλ. αυτός που ενώ γνωρίζει το θέλημα του Θεού, δεν το εφαρμόζει. Παραχωρείται να πέσει στα χέρια των εχθρών του να τον ταπεινώσουν, για να μάθει ποιός τον έσωσε και τον ανέβασε  στο επίπεδο της γνώσεως και της χάριτος, και ότι αυτά δεν ήσαν δικά του κατορθώματα, εφ’ όσον χωρίς τον Χριστό «κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτε»(πρβλ. Ιω. 15, 5), και να είναι στο εξής ταπεινός και νηφάλιος και να μη καταφρονεί τη δωρεά. Οι πειρασμοί όμως όσων δέχθηκαν την υπερηφάνεια είναι σκληρότεροι, διότι «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται»(Ιακ. 4, 6), και όταν ο Θεός αντιτάσσεται, τότε ποιός θα συμπαρασταθεί;
Ειδικά σ’ αυτούς τους πειρασμούς απουσιάζει το θάρρος. Ο άνθρωπος αισθάνεται εντελώς αβοήθητος και καμιά από τις δεήσεις του δεν εισακούεται. Αισθάνεται απαρρησίαστος και ο Θεός του φαίνεται άτεγκτος και σκληρός. Οι υπόλοιποι τρόποι, οι οποίοι προκαλούσαν την θείαν αντίληψη, τώρα δεν βοηθούν, και ο άνθρωπος δοκιμάζει την αίσθηση του Άδη και πίνει τα πικρά νάματα της κολάσεως. Το μόνο παρήγορο στοιχείο, το οποίον τον συγκρατεί είναι τα δάκρυα, εάν υπάρχουν – διότι και αυτά στερεύουν – και η βαθύτατη ταπείνωση, η οποία κατέρχεται διά μέσου του νου και της κραυγής του «έως Άδου κατωτάτου». Εδώ καταλαβαίνει ο άνθρωπος τη σημασία του «εργάζεσθαι και φυλάσσειν», διότι εάν εργάζεται μεν, δεν φυλάσσει δε, μαθαίνει εκ πείρας ότι «είναι φοβερό να πέσει στα χέρια του αληθινού Θεού»(Εβρ. 10, 31). Όσοι πέσουν σ’ αυτούς τους σκληρούς πειρασμούς έχουν ανάγκην πνευματικής συμπαραστάσεως και ευχών πεπειραμένων Γερόντων, οι οποίοι «γνωρίζουν τον σκοπό των πειρασμών»(βλ. Β’ Κορ. 2, 11) και έμαθαν έτσι «να βοηθούν όσους πειράζονται».
Ο άγιος Μάξιμος αναφέρει τέσσερεις τρόπους εγκαταλείψεως, κατά τους οποίους η σκληρότητα των πειρασμών είναι τρομακτική. Πρώτος είναι ο «οικονομικός», όπως συνέβη στον Κύριόν μας, ο οποίος, αν και με επιμονή και ικεσία ζήτησε απαλλαγή, δεν εισακούσθηκε αλλά εγκαταλείφθηκε, ώστε να επαναφέρει στην πατρική κηδεμονία εμάς τους εγκαταλελειμμένους. Ο δεύτερος είναι ο «δοκιμαστικός», όπως έγινε στον Ιώβ και τον Ιωσήφ, ώστε ο μεν Ιώβ να αναδειχθεί στύλος υπομονής και ανδρείας σε όλες  τις γενεές, ο δε Ιωσήφ αγνότητος και σωφροσύνης. Τρίτος είναι αυτός που έχει σκοπό  την «παίδευσιν», όπως στον Παύλο, για να μείνει ταπεινός λόγω της υπερβολής των χαρισμάτων, και ο τέταρτος ο προς «αποστροφήν», όπως συνέβη στους Ιουδαίους, ώστε τιμωρούμενοι να αναζητήσουν την μετάνοια.
Κάθε πειρασμός γίνεται επωφελής, εάν γίνει καταλλήλως αποδεκτός από τους πάσχοντες. Η συναίσθηση των λόγων της Γραφής, η οποία βεβαιώνει ότι «θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι· εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους»(Ματ. 8, 12) όσοι κριθούν ως αρνητές του θείου θελήματος και όσοι δεν υπομείνουν «εις τέλος» τις δοκιμασίες της χριστιανικής ομολογίας, δυναμώνει το φρόνημα και ανακαινίζει τις δυνάμεις προς υπομονή. Ασφαλώς τα δεινά τα οποία εξαγγέλθηκαν ότι περιμένουν τους αρνητές και προδότες της πίστεως προς τον Θεό δεν διαψεύδονται, διότι δεν είναι παραβολικές αλλά σταθερές δηλώσεις του Κυρίου μας. Το βασανιστικότερο δε από όλα είναι η πληροφορία ότι ξεπέσαμε από την θείαν αγάπη διότι προσβάλαμε και αρνηθήκαμε πλήρως την πατρική στοργή του Σωτήρα μας, η οποία εκδηλώθηκε απολύτως θεοπρεπώς. Κανένας νομίζω δεν θα το αντέξει αυτό. «Έδειξε την αγάπη του ως το τέλος (στο μέγιστο βαθμό) σ’ αυτούς που, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του ανήκαν και τους αγαπούσε»(Ιω. 13, 1). Και αυτοί οι ίδιοι ολοκληρωτικά τον αποστράφηκαν!

Πηγή: vatopedi.gr (Γέροντος Ιωσήφ, «Αθωνική Μαρτυρία», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 2, εκδ. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδιού, σ. 67-76)
το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Ιουλίου 16, 2015

Η νόμιμη άθληση-Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός


νόμιμη άθλησηΌταν ο Πρόδρομος Ιωάννης ήταν  στη φυλακή, έστειλε δύο από τους μαθητές του να ρωτήσουν τον Χριστό· «Εσύ είσαι ο Μεσσίας που θα έρθει ή περιμένουμε κάποιον άλλον; Κι ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Να πάτε και να πείτε στον Ιωάννη αυτά που ακούτε και βλέπετε: Τυφλοί ξαναβλέπουν και κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται και κουφοί ακούουν, νεκροί ανασταίνονται και φτωχοί ακούουν το χαρμόσυνο άγγελμα»(Ματ. 11, 4-5)· Αν και τα περιγραφόμενα έγιναν στους πάσχοντες, στο πλατύτερο νόημα της Γραφής έχουν και άλλη σημασία. Όλα όσα πάσχει η φύση μας, συμβολίζουν τα παθήματα της ψυχής, στα οποία ευρίσκεται ο νόμος της διαστροφής. Εκ φύσεως τυφλοί είναι λίγοι στο σύνολο των ανθρώπων. Πνευματικά τυφλοί όμως δεν είμαστε όλοι, όταν δεν διακρίνουμε τον κύριο σκοπό και προορισμό μας; Ο προσκολλημένος στην ελπίδα των κοσμικών ενδιαφερόντων είναι τυφλός, και μόνον εάν επιστρέψει στην πίστη και ελπίδα προς τον Θεό θα αναβλέψει. Το ίδιο συμβαίνει και στα υπόλοιπα είδη της «παρά φύσιν» ζωής. Όποιος αιχμαλωτίζεται και σ’ αυτά μόνον έχει την ελπίδα και φροντίδα, είναι κωφός και λεπρός και συγκύπτων και δαιμονισμένος. Ο Κύριός μας Ιησούς, ο οποίος «πήρε τις ασθένειές μας και βάσταξε τις αρρώστιες» (Ματ. 8, 17), είναι ο πραγματικός ιατρός της διεφθαρμένης μας φύσεως, όποιος δε τον πιστεύει και τον ακολουθεί θεραπεύεται. Τα πάναγνά του πάθη, τα οποία εκουσίως υπέστη για τη δική μας σωτηρία, έχουν την ιδίαν πάλιν έννοια, διότι ουδέποτε ανήκαν στον Χριστό τα πάθη της ατιμίας· «αμαρτία δεν έκανε, και δόλος στο στόμα του δεν βρέθηκε» (Α’ Πέτρ. 2, 22). Ο Κύριος παραδίδει σε καθένα από τα μέλη μας, που κινήθηκε στην παράβαση της εντολής και στην διάπραξη της αμαρτίας αντιστοίχως, τα πανάγια του μέλη σε τιμωρία, για να θεραπεύσει την διαφθαρείσα  φύση μας. Άπλωσε ο Αδάμ το χέρι  στον καρπό της παρακοής, παρέδωσε ο Κύριός μας τα χέρια στο σταυρό. Απογύμνωσαν τον Κύριό μας προς εμπαιγμό και έτσι θεράπευσε την γύμνωση του πρωτοπλάστου από τη θεία χάρη. Λόγχευσαν του Κυρίου μας την πλευρά, θεράπευσε την Εύα που προήλθε από τη πλευρά του πρωτοπλάστου. Του κάρφωσαν τα πόδια,  για να θεραπεύσει τοα πόδια του Αδάμ που βάδισαν προς την παράβαση. Τον έφτυσαν και τον κτύπησαν, για να ξεπλύνει τη ντροπή της ψεύτικης θεώσεως, την οποίαν επεδίωξε η Εύα κατά την υπόσχεση του εχθρού. Δέχθηκε κάλαμον εμπαιγμού από τους στρατιώτες, για να υπογράψει την άφεση της πανανθρώπινης ενοχής και καταργήσει το χειρόγραφο της δικής μας παραβάσεως. Όξος και χολή γεύθηκε, για να  αποπτύσει τη φιλήδονη γεύση της αμαρτίας. Σε καθένα από τα πανάγια μέλη του δέχτηκε την αντίστοιχη τιμωρία των δικών μας παραβάσεων. Με παραδείγματα μεταφορικά η Γραφή υποδεικνύει μέσα και τρόπους επωφελείς παρακινούσα πάντοτε προς ζήλο τη δική μας διάθεση. «Να είστε συνεχώς έτοιμοι με δεμένη τη ζώνη στη μέση σας και αναμμένα τα λυχνάρια» (Λουκ. 12, 35), λέγει ο Κύριός μας. Χρήσιμη ζώνη στη μέση, που προετοιμάζει για την αόρατη πάλη θεωρείται η περιεκτική εγκράτεια μαζί με την ταπεινοφροσύνη. Γιατί όμως η εγκράτεια προτάσσεται για την είσοδό μας στο πεδίο της μάχης; Επειδή ο αντίπαλός μας μέσω των αιτίων αρχίζει την πάλη, ο Κύριός μας ως στρατηγός υποδεικνύει εμπράκτως τον τρόπον της απαλλαγής και ελευθερίας. «Γιατί έρχεται ο κυρίαρχος αυτού του κόσμου, που δεν έχει πάνω μου καμιά εξουσία»(Ιω. 14, 30)· Μη ευρίσκοντας ο αντίπαλος σε μας αφορμές και υλικό με τα οποία μας παρασύρει σύμφωνα με τον νόμο της επιρροής, δεν μπορεί να μας νικήσει. Τα «αναμμένα λυχνάρια» πάλιν είναι η θερμή προσευχή μαζί με την αγάπη, οι οποίες αποτελούν την πανοπλία που καταργεί τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού. «Όσοι ακολουθούν αυτή την πορεία θα έχουν την ειρήνη και το έλεος του Θεού μαζί τους, αυτοί κι όλος ο λαός του Θεού».(Γαλ. 6, 16). Αυτοί είναι «σαν τους ανθρώπους που περιμένουν τον κύριό τους πότε θα γυρίσει από το γάμο, ώστε, μόλις έλθει και κτυπήσει την πόρτα, αμέσως να του ανοίξουν. Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι που ο κύριός τους θα τους βρει ξύπνιους»(Λουκ. 12, 36-37)·
Το επίκεντρο του αγώνος μας είναι πρώτον να μειώσουμε τα πάθη και στη συνέχεια να τα νικήσουμε με τη βοήθεια της χάριτος. Δεύτερον είναι να αποκτήσουμε αντί των παλαιών παθών τις αρετές, ώστε να μη μείνει η ψυχή κενή και γυμνή από την πνευματική ενδυμασία. Τρίτον είναι η ακριβής φυλακή-προσοχή, ώστε να μη χάσουμε το θησαυρό. Έτσι εφαρμόζεται το «εργάζεσθαι και φυλάσσειν». Με την πρακτική εργασία υποτάσσουμε την εμπαθή επιθυμία γενικώς και δαμάζομε τον θυμό, την εξωτερική μορφή του παλαιού ανθρώπου, με την πνευματική όμως γνώση και τη θεωρία βοηθείται ο νους να υψωθεί προς τον Θεό και να ελευθερωθεί από την αιχμαλωσία των υλικών πραγμάτων. Δικαίως όλοι σχεδόν οι Πατέρες τονίζουν ότι σε καμιά ασχολία δεν βρίσκει ανάπαυση ο άνθρωπος, εάν δεν στραφεί εξ ολοκλήρου  στην μνήμη του Θεού, ώστε να αισθάνεται ότι μόνον αυτός και ο Θεός υπάρχει. Αυτό φαίνεται παράξενο σε όσους δεν γεύθηκαν αυτήν την εργασία. Όσοι όμως με λίγη προσπάθεια το κατέκτησαν αυτό, εντρυφούν χωρίς κόπο στα θεία νοήματα και απαλλάσσονται από τους πονηρούς λογισμούς σύμφωνα με το ψαλμικό «εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου»(Ψαλμ. 62, 9). Όπως και στον κοινωνικό τομέα χρειάζεται σκέψη και προσπάθεια και προγραμματισμός, έτσι και στον πνευματικό τομέα «όποιος αγαπά τη σωτηρία του όλα τα σκέφτεται». Όποιος πιστεύει στον Θεό, φοβάται την κρίση, και όποιος φοβάται την κρίση και τον χωρισμό από το Θεό, προσπαθεί να τηρεί τις εντολές, η δε τήρηση των εντολών είναι το νόημα της «στενής και τεθλιμμένης οδού» και άρα υπομένει και τις θλίψεις. Ο καρπός της υπομονής των θλίψεων είναι η ελπίδα της χάριτος, η οποία δεν απογοητεύει. Η ελπίδα αυτή χωρίζει αισθητά τον νουν από τη γήινη προσκόλληση και προσδοκία, και τότε έρχεται η αγάπη του Θεού ως βραβείο. Έτσι και ο μακάριός μας Γέρων συμβούλευε: «Πρώτον οι πονηροί δαίμονες διαταράσσουν την ειρήνην των λογισμών δι’ ακατονομάστων προφάσεων εις όσους δεν προσέχουν εις την μνήμην του Θεού, ακολούθως κινούν τα πάθη της επιθυμίας. Διά ν’ ανατρέψουν τον νουν εκ του ουρανού, προς τον οποίον ο πιστός βιάζεται και σπεύδει, απλώνουν ως καταπέτασμα εμπρός του την φιλήδονον εικόνα και ερεθίζουν την βιολογικήν λειτουργίαν ως δήθεν αναπόφευκτον χρείαν, και ούτως αποπροσανατολίζουν αυτόν εκ της πνευματικής ενεργείας. Η διάκρισις πάλιν των εντός ημών κινουμένων κακών έχει την αρχήν της από τα αιχμαλωτίζοντα πάθη και την προλαβούσαν αμαρτωλότητα. Εκ τούτων η φιλάνθρωπος του Θεού οικονομία αρχίζει την αποθεραπείαν, εφαρμόζουσα τα κατάλληλα φάρμακα αναλόγως των τραυμάτων». Υπάρχει, μας έλεγε ο αείμνηστος, το κατάλληλο αντίδοτο, η εύκολη θεραπεία και μάλιστα εξ αρχής απαλλαγή και αυτή είναι η ταπείνωση. Το μόνον όπλο και μέσο, το οποίον μας καθιστά απροσβλήτους και νικητές κατά του εχθρού, είναι το ταπεινό φρόνημα, το οποίον η σατανική υπερηφάνεια δεν μπορεί ούτε να αντικρύσει. Άλλο είναι η ταπεινολογία, άλλο η ταπεινοφροσύνη και άλλο η αληθινή ταπείνωση. Η ταπεινολογία και η ταπεινοφροσύνη γεννώνται από τη φιλοπονία, την κακοπάθεια για τις εντολές και την αρετή και είναι του εξωτερικού μέρους του λεγομένου πρακτικού. Η αληθινή ταπείνωση όμως είναι θείο και υψηλό δώρο, δίνεται δε από τη θεία Χάρη σε όσους έχουν περάσει την πρακτική και ανέβησαν  στην θεωρία με τη  χάρη του Χριστού.
Πηγή: vatopedi.gr (Γέροντος Ιωσήφ, «Αθωνική Μαρτυρία», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 2, εκδ. Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, σ. 135-140)

Παρασκευή, Ιουνίου 26, 2015

Το ζηλευτό επάγγελμα


Μετάνοια
Επανερχόμαστε στον πρώτο λόγο του Κυρίου μας κατά τη δημόσια εμφάνισή του, το «μετανοείτε». Δεν έχουν ανάγκη μετανοίας όσοι φύλαξαν με ακρίβεια τις υποσχέσεις του βαπτίσματος. Όποιος όμως παρέβη έστω και μία των ελάχιστων εντολών, υπόκειται στον κανόνα της μετανοίας με όλα τα συναφή. Εφ’ όσον όμως δεν τίθεται θέμα αναμαρτησίας, έστω και αν μία ημέρα είναι η ζωή μας, η μετάνοια καθίσταται απόλυτο καθήκον και ζηλευτό επάγγελμα.
«Όποιος ζητά παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει, κι όποιος κτυπά του ανοίγεται… Αν λοιπόν εσείς, παρ’ όλο που είστε αμαρτωλοί, ξέρετε να δίνετε καλά πράγματα στα παιδιά σας, πολύ περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας θα δώσει το Άγιο Πνεύμα σε όσους του το ζητούν»(Λουκ.11. 10,13). Η ενθαρρυντική παρακίνηση του Κυρίου ότι όταν ζητούμε και παρακαλούμε και τηρούμε τις εντολές θα εισακουσθούμε, μας ενδυναμώνει για να συνεχίσουμε την επίμονη μετάνοια. Κατά τους λόγους των Πατέρων μας, με τη μετάνοια εκπληρώνονται οι θείες επαγγελίες, και δικαίως αποκαλείται ότι είναι η μεγαλύτερη δωρεά της θείας φιλανθρωπίας στο ανθρώπινο γένος. Ποιός όμως σταθερά έχει κακές προθέσεις εναντίον αυτής της  θείας ευλογίας; Είναι η εσωτερική ασθένεια που αποτελεί το χειρότερο κακό και εμπόδιο για την προσέγγιση της εισόδου αυτής και της πύλης της ζωής διότι είναι το μόνο μισητό και βδελυρό σύστημα το οποίον αποστρέφεται ο Θεός. Είναι η υπερηφάνεια, το εξώτερο σκότος όπου κατοικεί ο πεσών Εωσφόρος, είναι το πυκνό σκοτάδι στο οποίο βυθίσθηκε ο άνθρωπος μετά την πτώση, και όσοι επιμένουν να αρνούνται τη θεότητα του Σωτήρα μας Χριστού, του πράου και ταπεινού στην καρδιά, «ο Θεός αντιτάσσεται» και κατά το λόγο του ψαλμού «υπερήφανοι άνθρωποι  παρανομούσαν και καταπατούσαν το νόμο σου»(Ψαλμ. 118, 51).Όσοι παρασυρθούν σ’ αυτό το σκότος του δαιμονισμού μεταποιούνται εξ ολοκλήρου κατά το νόμο της διαστροφής και σαν από άλλη μυθική Κίρκη μεταβάλλονται σε ζώα ή θηρία. Όσοι υποκύψουν σ’ αυτόν το νόμο της διαστροφής έχουν ανάγκη πολλών ευχών αγίων Πατέρων μέχρι  «να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως κι από την εξουσία του σατανά στο Θεό, και να λάβουν συγχώρηση των αμαρτιών τους»(Πράξ. 26, 18). Μόνον όσοι γνώρισαν εκ πείρας την θεία αγάπη μπορούν να αισθανθούν ακόμη και από μακριά τη δηλητηριώδη οσμή του απαίσιου αυτού πάθους, το οποίον είναι και λέγεται υπερηφάνεια. Αποχωριζόμενος ο άνθρωπος από τον Θεό με την υπερηφάνειά του, απομονώνει τον εαυτόν του στον καταραμένο ατομισμό. Έτσι θα παραμείνει για πάντα έξω από την αγάπη του Χριστού που όλα τα ενώνει. Το θεομίσητο αυτό πάθος είναι ικανό και μόνο του να αφανίσει τον άνθρωπο, αφού και τους άυλους και φωτεινούς αγγέλους γκρέμισε. Αυτό αποτελεί τη ρίζα και αφετηρία των περισσότερων δεινών, τα οποία ταλαιπώρησαν και συνεχίζουν να καταπνίγουν την ανθρωπότητα. Είναι η σπονδυλική στήλη του «παλαιού ανθρώπου», «του σώματος του θανάτου»(Ρωμ. 7, 24), το «βδέλυγμα της ερημώσεως»(Ματ. 24,15) που στήθηκε στον ξεχωριστό τόπο του «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν». Εάν αυτό το τέρας δεν εκθρονισθεί από τη ψυχή, η θεία χάρη ποτέ δεν θα πλησιάσει για να φέρει τον θείο φωτισμό και τα επακόλουθα των θείων χαρισμάτων, δηλαδή την ανάσταση της ανθρώπινης φύσεως.
Επειδή μιλήσαμε για τη μετάνοια τονίσαμε ιδιαιτέρως ένα από τα τρομερότερα πάθη της ολοκληρωτικής παραμορφώσεως για να αποδείξουμε ότι αυτή είναι το απαραίτητο στοιχείο της θεραπείας και σωτηρίας με τη χάρη του Χριστού. Όταν το πάθος επικρατήσει, εμποδίζει τη θεία χάρη να παραμείνει  στον άνθρωπο, διότι ως παράλογο και παρά φύσιν είναι η πρακτική ουσία της αμαρτίας, και γνωρίζουμε ότι «σε σώμα γεμάτο αμαρτία δεν πλησιάζει ο Θεός»(βλ. Σοφ. Σολ. 1, 4). Η υπερηφάνεια όμως δεν είναι ένα μέρος από το κακό, αλλά η οριστική πανωλεθρία της ολοκληρωτικής διαστροφής και παραμορφώσεως, η οποία αφανίζει την εικόνα και αυτήν τη φύση. Σαν  παράδειγμα δε είναι ο σατανάς που την επινόησε και την εφάρμοσε.
Σώσε μας, Κύριε Ιησού Χριστέ, η μόνιμη σωτηρία από αυτόν τον όλεθρο, και δώσε μας φρόνημα ταπεινό, σύμφωνα με το δικό σου χαρακτήρα, διότι σε σένα ανήκει η βασιλεία και η δύναμις και η εξουσία στους αιώνες.
Ο Προφήτης και Βασιλέας Δαυίδ υποδεικνύοντας σε εμάς τον κίνδυνο αναφέρει ότι «Κύριος συνέτριψε και διασκόρπισε τα οστά εκείνων, που ζητούν να αρέσουν στους ανθρώπους»(Ψαλμ. 52, 6). Αφού μιλούμε για την μετάνοια επόμενο είναι να εντοπίζουμε τα αίτια της αμαρτωλότητας, δηλαδή τα πάθη με κορυφαίο τον εγωισμό. Αυτός και μόνος αποτελεί το σύνολο της παρά φύσιν ζωής. Με τη θεοπρεπή του σοφία ο Κύριος ανέτρεψε τη διεστραμμένη λειτουργία των αιτίων της αμαρτίας, αφού τοποθέτησε ως κατάλληλο φάρμακο σε κάθε πληγή τις αρετές. Το «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»(Ματ. 5, 3), δηλ. οι ταπεινοί, στη θέση του θυμού και της οργής, το «μακάριοι οι πενθούντες»(Ματ. 5, 4) ως το λύτρο και  εξαγορά της φαύλης και σπάταλης προηγούμενης αμαρτωλής ζωής μας, το «μακάριοι οι ελεήμονες» (Ματ. 5, 7) για τον τρομερό άδη της απληστίας και της σκληρότητας· το «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία»(Ματ. 5, 8) στη θέση της ολοκληρωτικής ανηθικότητας και διεφθαρμένης ζωής· το «μακάριοι οι ειρηνοποιοί ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται»( Ματ. 5,9) μόνον του ερμηνεύει το αντίκρισμα και την ανταμοιβή  του, το «μακάριοι θα είστε όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν  με κάθε ψεύτικη κατηγορία εξαιτίας μου»(Ματ. 5, 11), σαν την άγκυρα της ελπίδας και παρηγοριάς στην ομολογιακή μας αποστολή διότι εφ’ όσον «εμέ εδίωξαν», λέγει ο Κύριός μας, «και υμάς διώξουσι»(Ιω. 15, 20) και θα  κακοποιήσουν, και για όλα αυτά «να αισθάνεστε χαρά και αγαλλίαση γιατί θα είναι μεγάλη η ανταμοιβή σας στους ουρανούς»(Ματ. 5,12).
Τώρα «ασφαλώς θα είναι σοφός εκείνος που θα τηρήσει όλα αυτά και θα κατανοήσει την απέραντη ευσπλαχνία του Κυρίου»( Ψαλμ. 106, 43) Ο Κύριος μέσω αυτών των υποδείξεών του όριζε τον αληθινό δρόμο μας στη γη και όλοι πλέον γνωρίζουν που πηγαίνουν. Αυτό είναι το καθήκον της μετανοίας διότι στην πράξη τηρούμε τους λόγους του και άρα είμαστε  στη σφαίρα της αγάπης του. «Εκείνος που κρατά τις εντολές μου και τις εκτελεί, αυτός με αγαπά»(Ιω. 14, 21). Εφόσον «δεν υπάρχει τίποτε σκεπασμένο που δεν θα ξεσκεπαστεί, και τίποτε κρυφό που δεν θα μαθευτεί»(Λουκ. 12, 2) αυξάνει το καθήκον μας περισσότερο, διότι στο τέρμα της εξόδου μας, θα έχουμε χαραγμένη όλη μας τη ζωή και συμπεριφορά, είτε καλή είτε πονηρή. «Ο καθένας ας προσέχει πώς κτίζει… το έργο του καθενός θα φανεί· θα το φέρει στο φως  η ημέρα της κρίσεως. Γιατί η ημέρα αυτή θα φανερωθεί με τρόπο πύρινο, και την ποιότητα του έργου που έκανε ο καθένας θα τη δοκιμάσει η φωτιά»(Α΄ Κορ. 3.10,13). Όλη η επίγεια ζωή μας από τη γέννηση ως τον τάφο, θα παρουσιασθεί στο παγκόσμιο θέατρο της κρίσεως, χωρίς συγκάλυψη, εκτός αν η ειλικρινής μετάνοια μετέβαλε την παραμόρφωση της προηγούμενης αμαρτωλότητας. Μόνον με το νόμο του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ ελευθερώθηκαν από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου, όσοι «κινούνται από το πνεύμα του Θεού» και είναι «υιοί Θεού»(Ρωμ.8,14). Με τη μετάνοια μεταφερόμαστε σε άλλη σφαίρα σκέψεων, διότι ανταλλάσσουμε την παλαιά μορφή και εικόνα του χοϊκού με την εικόνα του επουρανίου, ώστε να «νικηθεί ο θάνατος από τη ζωή». Το βάπτισμα της μετανοίας, μας μετέφερε στην ενάρετη ζωή, και όπως «είχαμε υποδουλώσει όλη την ύπαρξή μας σε πάθη και πράξεις αντίθετες στο θεϊκό θέλημα, με αποτέλεσμα να ζούμε αντίθετα προς τις εντολές του Θεού, έτσι πρέπει τώρα να υποδουλώσουμε την ύπαρξή μας στο θεϊκό θέλημα, για να βρεθούμε κοντά στο Θεό»(Ρωμ. 6, 19). Απόδειξη αυτού είναι η απόκτηση των αρετών, η οποία αποτελεί πλέον το κύριό μας καθήκον. Το «απομακρύνσου από κάθε είδος κακού και κάνε το καλό»(Ψαλμ. 33,15) είναι τρόπον τινά η πρώτη βαθμίδα της μετανοίας. Η αρχή κάθε ενάρετης πράξεως είναι ο φόβος του Θεού, ο οποίος, όπως προαναφέραμε, αποτελεί γέννημα της πίστεως. Τα πρώτα ιδιώματα της εργασίας αυτής είναι η αφύπνιση του νου στη μνήμη του Θεού και η αποστροφή των παλαιών ενθυμήσεων, οι οποίες αναμίχθηκαν με τα αίτια της αμαρτίας. Εάν κρατήσει ο νους αυτήν την εργασία της μνήμης του Θεού, γρήγορα οδηγείται στην ακτημοσύνη και βοηθεί στη φιλοπονία, η οποία είναι ο οίκος των αρετών. Το «να υποδουλώσετε τα μέλη (την ύπαρξη) σας στο θεϊκό θέλημα, για να βρεθείτε κοντά στο Θεό»(Ρωμ. 6, 19) σημαίνει όλα τα μέλη, σωματικά και ψυχικά. Αυτά είναι οι αισθήσεις, οι οποίες αιχμαλωτίζουν τα αίτια της αμαρτίας. Όταν θυσιάσουμε με την «ακτημοσύνη» την άνεση, τότε ο νους υποτάσσει τις αισθήσεις στη φυσική λειτουργία, και η θεία χάρις εμφανίζεται και παρηγορεί· «διότι η ψυχή που έχει το φόβο του Θεού, δεν φοβάται από κάποιον που θα την βλάψει σωματικά»(Αββά Ισαάκ, Λόγος Δ΄ Ασκητικός).
Αποτελεί απαράβατο πλέον κανόνα η αποφυγή των αιτίων, τα οποία παρασύρουν στην ένοχη ζωή. Γι’ αυτό ο προγραμματισμός στη ζωή κάθε ανθρώπου είναι απαραίτητος. Στις σωματικές αισθήσεις, αίτια αιχμαλωσίας είναι τα υλικά πράγματα, ενώ τα αίτια του σκορπισμού του νου, είναι τα διάφορα νοήματα. Ακτημοσύνη και λιτότητα πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωή μας διότι από αυτές γεννιέται η φιλοπονία, η προσευχή και η μελέτη αγαθών νοημάτων. Διαπίστωση των λεγομένων αποτελεί ο λόγος του μεγάλου Πατέρα μας Διαδόχου, επισκόπου Φωτικής· «η ψυχή που δεν έχει απαλλαχθεί από τις κοσμικές φροντίδες, ούτε το Θεό μπορεί να αγαπήσει πραγματικά, ούτε το διάβολο να μισήσει όσο του αξίζει»(Διαδόχου Φωτικής, Λόγος Ασκητικός, κεφ.ΙΗ΄). Η εκκίνηση αυτή την οποίαν περιγράφουμε αποτελεί την πρακτική μέθοδο κατά τη διδασκαλία των Πατέρων μας και προηγείται πάντοτε της θεωρητικής, η οποία γεννιέται από αυτήν. Η σωματική εργασία της τηρήσεως των εντολών, «η πρακτική», ευρίσκεται στα σωματικά έργα: νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, υποταγή, ταπείνωση, ανεξικακία, αλληλεγγύη και γενικά σε κάθε είδος κακοπάθειας, η οποία απαρτίζει το σταυρό. Εάν με τη χάρη του Χριστού, κάποιος τα φυλάξει αυτά, ανασύρεται από την παρά φύση ζωή του παραλόγου, της ελλείψεως και της υπερβολής, και τοποθετείται στη λογική θέση, που λέγεται «καθαρτική». Εδώ παύουν τα πάθη να αιχμαλωτίζουν τις αισθήσεις και έχει θέση μόνον η χρεία, την οποίαν μειώνει στο ελάχιστο η ορμητική φιλοπονία. Το κατόρθωμα αυτό είναι δωρεά της χάριτος αλλά και θρίαμβος του νου, ο οποίος με επιδεξιότητα υπέταξε τις αισθήσεις στη λειτουργία της χρείας, δηλ. του απολύτως αναγκαίου, και απέκοψε το παράλογο της επιθυμίας και της σπατάλης.
Απ’ εδώ αρχίζει η δεύτερη βαθμίδα και η ανάβαση των αγωνιζομένων. Αφού ο νους, όπως προαναφέραμε, επέτυχε την ορθή του λειτουργία, ρύθμισε με τάξη τις αισθήσεις και έθεσε υπό τον έλεγχό του τα πάθη, δέχεται ως αμοιβή το φωτισμό της χάριτος και τη δική του κάθαρση. Όπως οι αισθήσεις υποτασσόμενες πρακτικά στα πάθη έγιναν ακάθαρτες για τα υλικά πράγματα, έτσι και ο νους με τις εμπαθείς προλήψεις και ιδέες έγινε ακάθαρτος στα νοήματα, και άρα αιχμάλωτος και τυφλός. Με το φωτισμό της χάριτος αποκτά και αυτός την κάθαρσή του, το φωτισμό του και την ελευθερία του. Και τότε, ω τότε! Μακάριος πραγματικά και τρισμακάριος εκείνος ο νους, διότι κατά τη διαπίστωση των Πατέρων μας «βλέπει πέραν των δαιμόνων». Μπορεί με το φυσικό του πλέον φωτισμό, -διότι έχει δικό του φως ο νους εκτός από εκείνο της χάριτος-, να διακρίνει, τι τα πονηρά πνεύματα επινοούν εναντίον του από μακρυά. Η αγωνιστικότητα του πιστού με τη μεγαλύτερη ακρίβεια ευρίσκεται σε αυτό το στάδιο, διότι εδώ η πάλη είναι ως επί το πλείστον διανοητική και η έκβασή της σημαντική. Επειδή ο νους άρχισε να βλέπει, και άρα γνωρίζει, «από που έρχεται και που πηγαίνει», δεν δικαιολογούνται παραβάσεις του καθήκοντος και επομένως παρακολουθεί τις κρίσεις της συνειδήσεως με προσοχή. Να τι ακριβώς λέει ο μέγας Πατέρας μας Ησαΐας ο αναχωρητής· «Λοιπόν, αγαπητοί, ας σταθούμε με φόβο Θεού και ας φυλάγομε την άσκηση των αρετών και ας μη βάζομε εμπόδιο στη συνείδησή μας· ας προσέχουμε τον εαυτό μας με φόβο Θεού»(Αββά Ησαΐου, 27 κεφάλαια περί τηρήσεως του νοός, §3). Όπως στο πρώτο στάδιο της πρακτικής προσπαθήσαμε να μην αμαρτάνουμε με πράξεις μέσω του αισθητού μας κόσμου, με τον ίδιο τρόπο τώρα, θα προσέχουμε το νου μας από τα εμπαθή και αμαρτωλά νοήματα.
Εδώ χρειάζεται μία επισήμανση, για να μη τρομάξει κάποιος, εάν έχει αμαρτωλές εικόνες στη φαντασία του, χωρίς ο ίδιος να τις θέλει. Κάθε τι το οποίον έρχεται σε επαφή μαζί μας γίνεται διά μέσου εικόνας στο νου, και επομένως, δεν είναι της δικής μας προθέσεως να έρχεται ως απλή σκέψη ό,τι προτιμούμε. Όπως τα ανοιχτά μάτια συλλαμβάνουν οτιδήποτε ευρίσκεται στο οπτικό τους πεδίο, έτσι και στο νου μας εισέρχεται κάθε ιδέα και σκέψη από όλο το πεδίο του τόπου, του χρόνου και των περιστάσεων. Με αυτό τον τρόπο μπορούν, ως απλή προσβολή, να έλθουν στην οθόνη του νου διάφορες εικόνες. Μετά την προσβολή αρχίζει ο έλεγχος και η ευθύνη για τη στάση μας. Δεν τρομάζουμε διότι σφηνώθηκαν στο νου μας ξαφνικά αμαρτωλές σκέψεις, αλλά για τη στάση μας μετά την είσοδό τους. «Ταλαίπωρη Βαβυλώνα… μακάριος θα είναι εκείνος, που θα κρατήσει στα χέρια του τα νήπιά σου και  θα τα συντρίψει κτυπώντας αυτά πάνω στην πέτρα»(Ψαλμ. 136, 8-9). Οι προσβολές στο νου είναι τα νήπια της Βαβυλώνος. Και είναι μακάριος εκείνος, ο οποίος από τη γέννησή τους, δηλ. της «προσβολής», τα συντρίβει στην πέτρα, η δε πέτρα είναι ο Χριστός (βλ. Α’ Κορ. 1ο, 4).
Μετά την προσβολή ακολουθεί ο συνδυασμός, η συνομιλία με το λογισμό και ακολούθως η συγκατάθεση ή η άρνηση, το ναι ή το όχι, και μετά η πάλη. Αυτήν την ακολουθεί η πρακτική εφαρμογή. Από το νου εξαρτάται  η επιτυχία αυτής της εργασίας, δηλαδή να δικαιώσει ή να καταδικάσει την πρόθεση του ανθρώπου και να τον αποδείξει φιλόθεο και ομολογητή ή αμαρτωλό και προδότη. Γι’ αυτό η Γραφή τονίζει ιδιαίτερα: «με μεγάλη προσοχή φύλασσε την καρδιά σου»(Παροιμ. 4, 23). Τη διανοητική εργασία η Γραφή άλλοτε ονομάζει νου, άλλοτε καρδία, άλλοτε πνεύμα, και όλα έχουν το ίδιο νόημα του πνευματικού κόσμου του ανθρώπου. Η μείωση της αναταραχής της πάλης του λογισμού, συνίσταται στην αμεριμνία, με την οποία απομακρύνουμε τα περισσότερα πρόσωπα και πράγματα, τα λεγόμενα αίτια. Επειδή αυτά γίνονται για την τήρηση της εντολής, η χάρις αυξάνει τον πόθο και τη μνήμη του Θεού. Όταν αυτά αυξηθούν γεννούν την οργή και το θυμό σε οτιδήποτε σπέρνει  ο εχθρός και η δίκαιη αυτή άμυνα αυξάνει το θείο φόβο, ο οποίος προκαλεί την αίσθηση της αγάπης του Θεού. Εντελώς απαραίτητη σ’ αυτόν τον αγώνα είναι η προσευχή, έμμονη και έμπονη, με ταπείνωση και συντριβή προς τον Κύριό μας, τον «μόνον που μπορεί να μας σώσει». Εάν πράγματι «κάθε πρωί καταδικάζουμε σε θάνατο όλους τους αμαρτωλούς της γης»(βλ. Ψαλμ. 1οο, 8) δηλ. τους λογισμούς στην αρχική τους εμφάνιση, με την αντίρρηση και την επίκληση του Κυρίου μας, εξαφανίζονται από τη γέννησή τους. Αυτός είναι και ο τρόπος του «αοράτου πολέμου».
Ο πονηρός διάβολος, ως ασώματος νους, δεν μπορεί με άλλον τρόπο να πλανήσει ψυχές, παρά μόνο με τη φαντασία και τους λογισμούς. Εάν από την προσβολή τον διώξουμε, τότε λυτρωθήκαμε από την πάλη και την πιθανή ήττα. Άλλο στοιχείο ωφέλιμο στον πνευματικό μας αγώνα, είναι η μνήμη του θανάτου, η οποία ως καθρέφτης δείχνει την πραγματική μας μορφή, τί απέγιναν οι προγενέστεροί μας και τί εντός ολίγου θα απογίνουμε και εμείς. «Πριν από κάθε λόγο προηγείται η σκέψη. Έτσι και η μνήμη του θανάτου και των αμαρτιών μας προηγείται από τα δάκρυα και το πένθος. Γι΄ αυτό και τα τοποθετήσαμε στη φυσική τους θέση και σειρά του λόγου. Η μνήμη του θανάτου είναι καθημερινός θάνατος. Και η μνήμη της εξόδου μας από τη ζωή αυτή, είναι συνεχής στεναγμός»(Κλίμαξ Ιωάννου, Λόγος ΣΤ’, Περί μνήμης θανάτου, §1-2). Είναι πράγματι πολύ ωφέλιμη αυτή η εργασία. Πολλοί, οι οποίοι την εφάρμοσαν, μας έπεισαν, ότι όταν μέσα τους παγιώθηκε αυτή η ενθύμηση έφθασαν χωρίς άλλον κόπο στην απελευθέρωση από τα πάθη τους και στη σχετική ειρήνη των λογισμών, τα οποία άλλοι πέτυχαν με πολύ σκληρή φιλοπονία. Όταν ριζωθεί μέσα μας, η μνήμη και η εικόνα της θνητότητας και του θανάτου, αισθανόμαστε αηδία για όσα οι άλλοι νομίζουν ευχάριστα, αφού η προσωπικότητα και η ματαιότητα τα αποδεικνύουν ασήμαντα και παράλογα. Αναφέρεται ότι ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος παρίστανε τη μνήμη της θνητότητας και της φθοράς στα όμορφα πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται στις επιθέσεις του εχθρού, είτε ζωντανά είτε φανταστικά, και τόσον στερεώθηκε στη μνήμη του και στο νου του αυτή η εργασία, ώστε δεν μπορούσε πλέον να περιγράψει τίποτε άλλο στην πραγματική του μορφή, αλλ’ έβλεπε μόνον την εικόνα της φθοράς και του θανάτου. Όποιος λοιπόν αναμένει καθημερινά το θάνατο, είναι οπωσδήποτε δοκιμασμένος και σπουδαίος αγωνιστής. Εκείνος όμως, ο οποίος τον επιθυμεί συνεχώς, ευρίσκεται στα όρια του αγιασμού. Σύμφωνα με το λόγο της Γραφής «να θυμάσαι το θάνατό σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ»(Σοφ. Σειρ. 7, 36).
Συνάντησα κάποτε κάποια ηλικιωμένη ευσεβή γυναίκα, η οποία καθόταν στο προαύλιο κοιμητηρίου και ήταν σκυθρωπή. Έχοντας κάποιο θάρρος την παρακάλεσα να μου εξηγήσει το λόγο της σκυθρωπότητάς της και μου είπε: «Αχ πάτερ μου, πόσον ανόητη ήμουν στο παρελθόν μου. Εάν όταν ήμουν νεώτερη σκεπτόμουν την αθλιότητα των γηρατειών μου, την οποίαν τώρα ντρέπομαι να αντικρύσω στον καθρέφτη, δεν θα έκανα τις ανόητες πράξεις και καταχρήσεις της ζωής μου, με τις οποίες όχι μόνον εγώ βυθίστηκα στην αμαρτωλή ζωή, αλλά και άλλους παρέσυρα. Εξ άλλου δεν θα ήμουν τόσον αξιολύπητο θύμα της απληστίας στη ζωή μου, εάν συνειδητοποιούσα ότι σ’ εμένα ανήκει αυτός μόνον ο χώρος, τον οποίον τώρα εδώ παρακολουθώ στην απέραντη σιγή του σωματικού μου μηδενισμού». Ειλικρινά συγκινήθηκα και μακάρισα τις ορθές θέσεις της σκυθρωπής γυναικάς, έστω και στα γηρατειά της.
Πηγή: vatopedi.gr (Γέροντος Ιωσήφ, «Αθωνική Μαρτυρία», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 2, εκδ. Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, σ. 44-55)
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Ιουνίου 21, 2015

Περί φόβου Θεού

klironomoi_tis_vasileias_tou_theou
Στο λογικό, με το οποίο ο άνθρωπος προικίσθηκε από τον Θεό, υπάρχει το στοιχείο της φυσικής γνώσεως, το οποίον ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Το ιδίωμα αυτό δεν χάθηκε με την πτώση, αλλά με αυτό ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει το νόημα και το σκοπό της φύσεώς του, όπως και της υπόλοιπης κτίσεως και να φθάσει στην πίστη. Εάν δεν φθαρούν τα διανοήματά του από λανθασμένες κοσμοθεωρίες των «κατεφθαρμένων τον νουν» ανθρώπων και ακολουθήσει την ορθή πορεία της πίστεως προς τον Δημιουργό Θεό, θα εφαρμόσει στη ζωή του τα κεντρικότερα σημεία της, από τα οποία θα γεννηθεί ο θείος φόβος.
Ο φόβος αυτός είναι γέννημα της θείας χάριτος και αποτελεί τρόπον τινά έλλαμψη ή αντανάκλαση της πίστεως. Δεν πρόκειται περί ψυχολογικού φόβου ούτε έχει τίποτε κοινό με την δειλία ή την προκατάληψη. Ο θείος φόβος είναι ένας  στη φύση του, παρουσιάζεται όμως με διάφορες μορφές, την κυριότερη των όποιων προσπαθούμε να περιγράψουμε. Βάση του είναι η πίστη προς τον Θεό. Ξεκινώντας απ’ αυτή ανακαλύπτουμε στον εαυτόν μας τη φρικτή άρνηση και αποστασία, με τις οποίες προδώσαμε την πατρική του αγάπη. Όποιος βιώνει την θεωρία αυτή δέχεται μέσα του την ενέργεια του θείου φόβου. Όταν η ιερά αυτή ενέργεια αρχίσει να λειτουργεί, τότε παραμερίζεται ο γήινος φόβος και όλα τα συνακόλουθά του. Ζωντανό παράδειγμα της ενέργειας του θείου φόβου είναι οι απ’ αιώνος δίκαιοι, οι οποίοι με τόλμη ανελάμβαναν τα θλιβερά και επίπονα έργα, προκειμένου να τηρήσουν την εντολή του Θεού, την οποίαν υπεδείκνυε σ’ αυτούς ο θείος φόβος. Προς αποφυγή των αιτίων της αμαρτίας απεσύροντο στην έρημο, όπως εξακολουθεί και τώρα να γίνεται, μεταξύ των θηρίων και των ληστών, μετά στερήσεων και απρόβλεπτων κινδύνων κατά τον ύμνο του Παύλου:«Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες,…-ο κόσμος δεν ήταν άξιος να έχει τέτοιους ανθρώπους-πλανήθηκαν σε ερημιές και βουνά, σε σπηλιές και τρύπες της γης» (Εβρ. 11, 37-38).
Με αυτή την αυτοκαταδίκη τους, η οποία υπερβαίνει την ανθρώπινη φαντασία παρεδίδοντο ελεύθεροι στον άμεσο καρπό του θείου φόβου, το μακάριο πένθος, το προκαλούμενο από την αίσθηση του χωρισμού από τον αγαπημένο Θεό. Πώς μπορεί ο υλικός κόσμος της φιλαυτίας και απιστίας να εννοήσει τον λόγο διά τον οποίον οι θεοφιλείς καταφρονούν όλα τα κοσμικά και θρηνούν, όπως οι μητέρες στους τάφους των αγαπημένων παιδιών τους; Πόσον βαθειές είναι οι ρίζες του κακού! Είναι αδύνατο να εκριζωθούν  μόνο με την ανθρώπινη δύναμη. Όσοι δεν γνώρισαν το μυστήριο της χάριτος, ουδέποτε θα κατανοήσουν το πνεύμα των θεοφοβούμενων.
 Στον Θεό δεν υπάρχει μεροληψία. Η χάρις παρέχεται μόνον σε όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν και παραδίδουν τούς εαυτούς τους  στην κηδεμονία της προστασίας του. Από τη δωρεά της αγάπης του Θεού πηγάζουν τα δάκρυα, τα οποία είναι βλαστήματα της θείας αγάπης. Τα δάκρυα πάλιν αυξάνουν την αγάπη, και αν δεν επέλθει διακοπή αυτής της ιεράς ενέργειας, τότε επέρχεται μέθη, όπως χαρακτηρίζει την κατάσταση αυτή ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος. Είναι η μέθη από την οποία ποτίσθηκαν τα νέφη των Προφητών, των Αποστόλων, των μαρτύρων και γενικώς όλων εκείνων τους οποίους αριθμεί ο μέγας Παύλος λέγοντας ότι δεν τους χώρισε από τον Χριστό «θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα»( Ρωμ. 8, 35.), «ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε άλλες ουράνιες δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μελλοντικά ούτε κάτι άλλο είτε στον ουρανό είτε στον άδη ούτε κανένα άλλο δημούργημα» ( Ρωμ. 8, 38-39), αλλά ολοψύχως έψαλλαν, «για σένα πεθαίνουμε όλη την ημέρα. Μας μεταχειρίζονται σαν πρόβατα που τα πάνε για σφαγή. Εμείς όμως βγαίνουμε νικητές απ’ όλες τις δυσκολίες με τη βοήθεια του Χριστού που μας αγάπησε»( Ρωμ. 8, 36-37.).
«Τί έχεις που να μην το έλαβες;»(Α’ Κορ. 4, 7). Κάθε δώρο της χάριτος μοιάζει προς φλόγα της θείας αγάπης. Για να γίνει η καρδία δεκτική της θείας αυτής φλόγας, πρέπει να αποδείξει εμπράκτως την αυταπάρνησή της με καρτερία στους ποικίλους πειρασμούς, οι οποίοι κατ’ ουσίαν ουδέν άλλο επιδιώκουν, παρά να μας αποδείξουν απίστους προς τον αγαπημένο μας Χριστό. Μεταξύ των δωρεών της χάριτος και του αγώνος της πίστεως υπάρχει κάποια αντιστοιχία. Όσοι ακολουθούν τον δρόμο των εντολών του Χριστού αναγεννώνται πνευματικά, μεταμορφώνονται. Αυτό δεν γίνεται σε όλους εξίσου, αλλά ανάλογα με το ζήλο τους. Συσταυρώνονται μετά του Ιησού Χριστού και η θεία Χάρις τους εξομοιώνει με το πρόσωπο αυτό της αγάπης τους. Εδώ βρίσκεται η θεολογία του σταυρού, τον οποίον ο Παύλος εξυμνεί ως φως της θείας αγάπης.
Επαναλαμβάνω την σπουδαιότητα του θείου φόβου ως πρωταρχικού θεμελίου και βάσεως της μετανοίας. Ο νηπτικώτατος των παλαιών μας Πατέρων αββάς Ισαάκ λέγει για το θεμέλιο αυτό τα εξής: «Ο φόβος του Θεού είναι αρχή της αρετής. Λέγεται δε ότι είναι γέννημα της πίστεως, και σπείρεται μέσα στην καρδιά, όταν αποχωρισθεί η διάνοια από τον περισπασμό του κόσμου, και μαζέψει τις σκέψεις της, που διασκορπίζονται από τον μετεωρισμό…» (Αββά Ισαάκ, Λόγος Α’, Ασκητικός, Περί αποταγής και μοναχικής πολιτείας.).
Ο φόβος του Θεού δεν είναι προϊόν του νου ούτε καρπός νοησιαρχικής μελέτης αλλά δώρο θειο χαριζόμενο σε όσους ο ουράνιος Πατήρ «ελκύση προς εαυτόν»( Βλ. Ιω. 6, 44). Αυτοί πάλιν δεν είναι άλλοι, παρά οι πιστεύοντες απολύτως  στον “ελθόντα καλέσαι αμαρτωλούς προς σωτηρίαν” ( βλ. Ματ. 9, 13). Είναι αυτοί οι οποίοι αδίστακτα παραδέχονται την θεότητά του και την αλήθεια των εντολών του. Τότε γίνεται γνωστόν το σκοτάδι της αποστασίας και καταφαίνεται το οντολογικό βάθος της. Όποιος δεν αισθάνεται την αποστασία του κατ’ αυτόν τον τρόπο «αποθανείται εν ταις αμαρτίαις αυτού»(Ιω. 8, 24). Η έννοια και η αίσθηση της αμαρτίας συλλαμβάνεται και βιώνεται μόνον εκεί, όπου η σχέση του Θεού ως Δημιουργού και Κυρίου μετά του ανθρώπου ως κτίσματος έχει χαρακτήρα προσωπικό. Κάθε άλλη αίσθηση και ορισμός της αμαρτίας μαρτυρεί πεπλανημένη ιδέα και αντίληψη. Στη βίωση της προσωπικής σχέσεως και κοινωνίας μετά του Θεού η αμαρτία εντοπίζεται ως έγκλημα κατά της πατρικής αγάπης του Θεοί (βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς έστι, σελ. 31.). Είναι η αισθητή απομάκρυνση από τον Θεό διά της ροπής της θελήσεως προς τα πάθη, προς την διαστροφή. Γι’ αυτό ο φόβος του Θεού εκδηλώνεται με την περιεκτική εγκράτεια, η οποία είναι το όπλο κατά της φιλαυτίας. Οι Πατέρες μας, ως καθηγητές της μετανοίας, εντοπίζουν και αναλύουν την αυταπάρνηση και την φιλοπονία  στις διάφορες  βαθμίδες τους. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» ( Ψαλμ. 110, 10).Ο φόβος αυτός είναι δώρον άνωθεν χαριζόμενο, και εμπεριέχει πνευματική αίσθηση πρώτον του Θεού και ακολούθως του εαυτού μας. Η ενέργεια του φόβου αυτού μας τοποθετεί ενώπιον της θείας κρίσεως, όπου αισθητώς σχεδόν ελεγχόμαστε από την παρουσία του Θεού για την ενοχή μας. Η διαπίστωση ότι επέσαμε τόσον χαμηλά γίνεται βαθύς πόνος και οδυνηρό μαρτύριο. Πνιγόμαστε στο σκοτάδι της αγνωσίας, διότι τα επικρατούντα πάθη φανερώνουν την επελθούσα αναισθησία. Ο φόβος λοιπόν αυτός είναι η αφύπνισή μας από την ένοχη ζωή και ταυτοχρόνως το φως της συνέσεώς μας.
Αφ’ ενός κατανοούμε τον όλεθρο τον οποίον έχουμε υποστεί και αφ’ ετέρου διαπιστώνουμε την αγιότητα και πραότητα του Θεού. Πόσο σημαντική είναι η ενέργεια του θείου φόβου, δεν χρειάζεται να το πούμε. Χωρίς την εξαγνιστική ενέργειά του δεν αποκαλύπτεται ο δρόμος προς την θεία αγάπη. Συνεπώς ο θείος φόβος δεν είναι μόνον αρχή σοφίας, αλλά και αρχή της αγάπης του Θεού. Μόνον έτσι η ψυχή συγκινείται στην επίγνωση της αμαρτωλής καταστάσεώς της και προσκολλάται  στον Θεό ποθούσα να παραμένει κοντά του. Ο φόβος λοιπόν προκαλεί το θάμβος μας ενώπιον του αποκαλυπτομένου Θεού. Αισθανόμεθα ότι είμαστε ανάξιοι ενός τοιούτου Θεού και νοιώθουμε φρίκη ( βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ένθ’ ανωτέρω, σελ. 34.)
Στην αρχήν της μετανοίας μας δεν υπάρχει άλλο αίσθημα έκτος από την οδύνη της ενοχής μας. Όταν παραμένουμε όμως ακλόνητοι στους όρους της μετανοίας, πλησιάζει ανεπαισθήτως το φως της χάριτος, αν και αθέατο, και πληροφορεί την εντός μας παρουσία του Θεού. «Ωδε η σοφία εστίν»( Αποκ. 13, 18). Αν τηρούμε με ακρίβεια τους κανόνες και τις επιταγές του θείου φόβου, χωρίς τις παραποιήσεις του δικού μας θελήματος της φιλαυτίας και του εγωισμού, θα αρχίσει η πνευματική αύξηση «και θα φθάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός» ( Εφεσ. 4, 13.). Η προαγωγή όμως αυτή  στην πρακτική της μορφή παρουσιάζει δυσκολίες λόγω του κινδύνου από τον ολέθριο εγωισμό, ο οποίος ακολουθεί πάντοτε την εργασία της αρετής. Όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα, έτσι και την έννοια του καλού ακολουθεί ο λογισμός της κενοδοξίας. Για την ασφάλεια των αγωνιζομένων επιτρέπει ο Θεός να φθάνουν σε απότομους και δύσβατους δρόμους, οι οποίοι φαίνονται κατ’ επήρειαν του εχθρού εξαντλητικοί και για τον νου και για το σώμα, «ίνα μη τα υψηλά φρονούν». Είναι τρόπον τινά «ένα αγκάθι στο σώμα για να τους ταλαιπωρεί για να μην υπερηφανεύονται»(βλ. Β’ Κορ. 12, 7).
Πηγή: vatopedi.gr (Γέροντος Ιωσήφ, «Αθωνική Μαρτυρία», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 2, εκδ. Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, σ. 11-17)
το είδαμε εδώ

Τρίτη, Ιουνίου 16, 2015

Το τέρμα των Θείων επαγγελιών


Screen shot 2015-06-15 at 7.24.14 AM
Δανειζόμαστε και πάλιν λόγους του μακαρίου Γέροντα γι’ αυτό το τελευταίο μας θέμα, περισσότερο δε για να μη λησμονηθούν όσα είδαμε και ακούσαμε από τον ίδιο και τα οποία επισφραγίζουν όσα συνεχώς μελετάμε στους Πατέρες μας. Άλλο όμως είναι να ακούει κανείς πράγματα τα οποία συνέβησαν «τω καιρώ εκείνω», και άλλο να τα βλέπει σήμερα προσωπικώς. Δανείζομαι και πάλιν σχετικό απόφθεγμα του Αποστόλου Πέτρου, που διηγείται τη δική του εμπειρία. «Λοιπόν, δεν βασιστήκαμε σε περίτεχνους μύθους για να σας γνωστοποιήσουμε  τη δυναμική έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε το μεγαλείο του»(Β’ Πέτρ. 1, 16). Το ίδιο και εμείς γίναμε «αυτόπτες μάρτυρες» του οσιωτάτου μας Πατρός, όχι κατά φαντασίαν ή με φανατισμό ή άλλη σκοπιμότητα, αλλά αληθινά καταγράφουμε «όσα είδαμε και ακούσαμε και αι χείρες ημών εψηλάφησαν».
Αναφέρω αυτολεξεί μίαν έξαρση της χάριτος, όπως ο ίδιος την έπαθε, και την περιέγραψε. «Τότε δε με παρρησίαν εισέρχεται εις το ενδότερον του καταπετάσματος και της θείας νεφέλης επιφοιτούσης εν στύλω πυρός της αγάπης, όλος πυρ και ούτος γενόμενος, και μη επί πλέον βαστάσαι δυνάμενος, φωνάζει η θεία ενέργεια της αγάπης προς την πηγήν της αγάπης μέσω χειλέων ανθρωπίνων. Τίς δύναταί με χωρίσαι εκ της γλυκείας αγάπης σου, Ιησού; Και επί πλέον της αύρας πνεούσης – είτε εν σώματι ή χωρίς σώματος ο Θεός οίδεν, ή μέσον της καλύβης ή έξω εν αέρι ο Θεός οίδε – τούτο μόνον οίδεν εκείνος που οίδεν, ότι όλος γενόμενος πυρ μετά του πυρός, και δάκρυα αγάπης απορρέων μετά θαυμασμού και εκπλήξεως φωνάζει παύσον, γλυκεία αγάπη, τα κύματα της χάριτός σου, ότι αι αρμονίαι των μελών μου διελύθησαν. Και ταύτα λέγων, του πνεύματος του αέρος επιπνέοντος μετά της θαυμασίας αυτού και αρρήτου ευωδίας, καταπαύουν αι αισθήσεις, μη συγχωρούσης όλως σωματικής ενεργείας…».
«Ως μέγα το θαύμα και πολλής θεωρίας ανάπλεον. Και νοερώς ας ανέλθωμεν εις το θαβώριον, όσοι τοις παθήμασι δι’ αγάπην Χριστού εσταυρώθημεν, ίνα και την μεταμόρφωσιν της καλής αλλοιώσεως λάβωμεν, και του λοιπού ο γλυκύς Ιησούς νοερώς εμφανίζει την δόξαν του και της όντως χαράς μυστηριωδώς και ημείς απολαύσωμεν. Αυτός γαρ έστιν αληθώς η χαρά, αυτός και το χάρισμα! Ο μόνος δοτήρ και ωσαύτως το δώρημα, αυτός η πηγή ο πηγάζων το ύδωρ το ζων».
Με αυτούς τους λόγους μάς εισάγει ο μακάριος Γέροντας  στη βαθμίδα της δικής του θεωρίας και εν συνεχεία ερμηνεύει τους όρους, υπό τους οποίους τα λογικά όντα κοινωνούν και αισθάνονται με ευγνωμοσύνη  στην πληρότητά του το κεντρικό νόημα του «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Με σύντομα αλλά σαφή παραδείγματα προβάλλει τις κύριες θέσεις, όπου ο άνθρωπος, μετά το έλεος από τη θεία χάρη, ευχαριστεί και ομολογεί ανεπιφύλακτα ότι «μας έσωσε, όχι για τα καλά έργα που τυχόν κάναμε εμείς, αλλά γιατί μας σπλαχνίστηκε»(Τίτ. 3, 5). Στο ύψος της πνευματικής θεωρίας, όπου οι νόες των θεουμένων εισέρχονται ενδεδυμένοι το πλήρωμα της ταπεινοφροσύνης του Θεού Λόγου που τους μεταμόρφωσε, στρέφουν όπως ο Μωυσής το πρόσωπο από την απρόσιτη θέα, και οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι της Αποκαλύψεως προσκυνούν τον Θεό που κάθεται στο θρόνο του (βλ. Αποκ. 4, 1ο).
Εκτενέστερα περιγράφεται από τον Πατέρα μας το φρόνημα των τελείων και απαθών εν Χριστώ, που μετασχηματίζονται διά της χάριτος κατά το ομοίωμα του αρχετύπου, όπου, «ως πράοι και ταπεινοί τη καρδία», αποδίδουν τα πάντα στην πρώτη και κύρια αρχή, και τίποτε στον εαυτό τους, διότι τα πάντα γεννήθηκαν και ολοκληρώθηκαν σ’ αυτούς εν Χριστώ Ιησού, του Κυρίου τους  και «ό,τι υπάρχει είναι πλασμένο δι’ αυτού και αυτόν έχει σκοπό του»(Κολ. 1, 16). Αυτός είναι και ο λόγος που κρατούν σταθερή την απάθεια στο πλήρωμα του αγιασμού, διότι μόνον τότε μπορούν να αποκτήσουν την αρτιότητα της προσωπικότητός τους. Κατά την επιφοίτηση της χάριτος, όπου αισθάνονται πληρέστερα το απέραντο της θείας μεγαλωσύνης και το ευτελές και ασήμαντο της κτιστής τους φύσεως, γνωρίζουν ότι η υπάρχουσα τότε αξία είναι θεία δωρεά και ως αρχή (δημιουργία) και ως τέλος (αγιασμός και τελείωση). Έτσι ερμηνεύεται θαυμάσια ο λόγος του Παύλου «τί έχεις που να μην το έλαβες; Αφού, λοιπόν, το έλαβες από το Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο;»(Α’ Κορ. 4, 7) Η πλήρης επίγνωση σ’ αυτό το βαθμό δεν είναι πλαστή θεωρία της δικής μας προσπάθειας, αλλά είναι καθαρά ενέργεια της θείας χάριτος στο νου των τελείων εν Χριστώ και παραμένει ως μόνιμη πλέον πίστη και θέση, είναι δε ως νέα ψυχή και υπόσταση στα λογικά όντα, ώστε να είναι σ’ αυτά μόνιμη πραγματικότητα ο Θεός «τα πάντα εν πάσι».
Το πλήρωμα της ισορροπίας  στο νόημα της δημιουργίας, της σχέσεως μεταξύ του Δημιουργού και των κτισμάτων, ερμηνεύει ο Γέροντας ως εξής: Ο Θεός παράγει, κτίζει και προικίζει τα δημιουργήματά του, και αυτά λαμβάνουν με ευγνωμοσύνη και αποδίδουν ευχαρίστως την οφειλή. Η θεωρία αυτή παρ’ όλη την απλότητά της πραγματοποιείται σ’ αυτούς που απέκτησαν «νουν Χριστού» και «φόρεσαν την εικόνα του επουρανίου»(βλ. Α΄ Κορ. 15, 49). Αυτοί μπορούν με παρρησία να επικαλεσθούν τον Θεό Πατέρα, όπως έλεγε ο Γέροντας: «Εκείνος δε μόνον δύναται να καλέσει τον Θεόν Πατέρα, ο οποίος τον εγνώρισεν εκ της χάριτός του ως Πατέρα· και ωσαύτως εκείνος καλείται υιός, όστις εγεύθη αγάπην Πατρός εν αισθήσει υιότητος· και εκείνος αποδίδει τα του Θεού εκ των του Θεού, ο οποίος οίδε πρακτικώς ότι ήτο γυμνός, εγνωκώς την ιδίαν ασθένειαν, ομοίως τον ίδιον ευεργέτην, όπου πλουσίως τούτον ενέδυσε και του λοιπού υιόν κατά χάριν αυτόν προσηγόρευσε, και επομένως εντρυφά εις του Πατρός του τον πλούτον και τα ‘σα εκ των σων’ καθαρώς αποδίδει».
Αυτό τον τρόπο της σχέσεως του Δημιουργού με τα κτίσματά του ο Γέροντας τον ονόμαζε «κυκλοφερή κίνησιν».  Συνήθιζε να παράγει δικές του λέξεις και ορισμούς, για να εκφράζει τα δικά του νοήματα. Την ιδία τάξη απέδιδε και στα ουράνια σώματα, τους «αγίους αγγέλους», διότι και αυτά, «το είναι και το ευ είναι» αφού έλαβαν από τον Θεό, παραμένουν απαρεγκλίτως στην ισορροπία τους και αποδίδουν με ευγνωμοσύνη και ευχαρίστηση στον Θεό ό,τι εξ αρχής παρ’ αυτού έλαβαν. Έτσι λέγει ο Γέροντας: «Άπασα γαρ η κυκλοφερής αυτή κίνησις εις τα ουράνια και εις τα επίγεια, αισθητή και νοητή εξ αρχήθεν, όπου παρήχθη και το είναι εγνώρισεν, επί ταύτης ίσταται της θαυμαστής θεωρίας και την κίνησιν την αένναον έχει και ‘τα του Θεού εκ των του Θεού’ αενάως εις τον Δημιουργόν της προσφέρει. Ο δε πανυπέρπλουτος Κύριος ευχαρίστως λαμβάνει την ευχαριστίαν και παρέχει ανταμείβων φιλοτίμως και πάλιν τα ίδια». Και συνεχίζει ο Γέροντας· «αυτή γαρ αληθώς η αρχή του μονάζοντος είναι που τα πάθη αφήκε και τω Θεώ συνηντήθη και γνωρισθείς υπ’ αυτού, εκολλήθη τη αγάπη του μέχρι τούδε αγνωρίστου, επιλέγων το του Ιώβ· ‘ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε· διό εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην, ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν’»(Άκουα μεν πρωτύτερα με τα αυτιά μου, τώρα όμως σε έχω δει με τα μάτια μου· γι’ αυτό ελεεινολόγησα τον εαυτό μου και ένοιωσα συντριβή, θεωρώ δε τον εαυτό μου χώμα και στάχτη) (Ιώβ 42, 5).
Αρχή της καθαράς πολιτείας και ελεύσεως των δωρεών του Θεού είναι η ακόλουθη: «Το να γνωρίσει κανείς την ιδίαν ασθένειαν. Διά να τύχη δε τοιαύτης γνώσεως, οφείλει να εισέλθει εις πολλούς και μεγάλους πειρασμούς. Και όταν χάριτι νικήσει και ταύτην καταλάβει, τότε και των λοιπών θέλει υπερισχύσει».
Στις υπόλοιπες βαθμίδες και καταστάσεις του αγωνιστικού του σταδίου ο άνθρωπος χρειάζεται απαραιτήτως συμμετοχή της δικής του προσφοράς μαζί με τη θεία χάρη, ώστε να νικήσει τα πάθη και να αποκτήσει τις θεοειδείς αρετές και γενικώς να ανέλθει την κλίμακα της μετανοίας. Στην κατάσταση όμως της ολοκληρώσεως του αγιασμού, δηλ. της θεώσεως, τα ανθρώπινα μέσα αδρανούν, και μόνον η θεία χάρις τα πάντα τελειοποιεί. Ο αληθινός λόγος του Κυρίου μας, «χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5) είναι εδώ απόλυτος, διότι αυτή η μεταμόρφωση, «που αυτό το θνητό γίνεται αθάνατο»(Α΄ Κορ. 15, 54) είναι εξ ολοκλήρου έργο της χάριτος.
Όταν ο άνθρωπος αποκτήσει αυτή την αίσθηση λέγει με βεβαιότητα «τα σα εκ των σων» και «κάθε καλή προσφορά και κάθε τέλειο δώρο έρχεται από ψηλά, από τον Δημιουργό των ουρανίων σωμάτων»(Ιακ. 1, 17). Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην ώρα της προσευχής, όπως ιδιαιτέρως τονίζει ο αββάς Ισαάκ. Μετά την καθαρά προσευχή, όταν φθάσει ο αγωνιστής με τη χάρη του Θεού, «ακολουθεί έκπληξη και θαυμασμός , και όχι προσευχή· επειδή σταματούν τα έργα της προσευχής, και ο νους βρίσκεται πλέον σε θεωρία, και όχι στην προσευχή»(Αββά Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΛΒ’, Περί της καθαράς προσευχής). Όταν επιμέναμε να μας ερμηνεύσει ο Γέροντας τους υπερφυσικούς αυτούς τρόπους τους οποίους ο χριστοφόρος άνθρωπος πάσχει μάλλον ή απλώς αισθάνεται, αυτό μας έλεγε: «Δεν μένει τίποτε εκ του παλαιού ανθρώπου εις ενέργειαν εις αυτήν την ώραν, διότι ευρίσκεται όχι μόνον εις άλλην φύσιν, εκτός χώρου και χρόνου και φυσικών κινήσεων, αλλά εις άλλον αέρα, εις άλλον κόσμον, όπου δεν ισχύουν τα αισθητά μέτρα και σχήματα και σύμβολα». Προς διαβεβαίωση μάς ανέφερε πατερικό κείμενο κατάλληλο προς αυτό τον σκοπό. «Μέσα στη ψυχή του καθαρού υπάρχει ενας νοητός τόπος και ο ήλιος που λάμπει σ’ αυτόν είναι το φως της Αγίας Τριάδος. Και ο αέρας που αναπνέουν όσοι κατοικούν σ’ αυτόν είναι  το Παράκλητον και Πανάγιον Πνεύμα». Τότε ο Κύριός μας, ο οποίος είναι και ο δοτήρας και το δώρημα, μεταμορφώνει με τη χάρη του τον πιστό δούλο του, ο οποίος με πολλή καρτερία και υπομονή πέρασε τη θάλασσα των σκληρών πειρασμών και δεν πρόδωσε την θεία αγάπη «και τότε γνωρίζει  να βλέπει εν Θεώ και όχι όπως εμείς» όχι ανθρωπίνως, αλλά θεοπρεπώς.
Και ως προς την εν Θεώ αίσθηση, την οποίαν πάσχει και εντρυφά, με αυτόν τον τρόπο συμβαίνει σύμφωνα με όλες τις αψευδείς μαρτυρίες των Πατέρων μας. Ως προς τον εαυτόν του όμως αισθάνεται τη μηδαμινότητά του και γίνεται υποκάτω πάσης της κτίσεως, σε σημείο απίστευτο από τον κόσμο. Εάν δε ερωτηθεί, τί πιστεύει για τον εαυτόν του μετά τις τόσες αντιλήψεις του Θεού και τις σχέσεις του με αυτόν, μένει σιωπηλός, σαν να μη μπορεί να εκφραστεί. Διαβεβαιώνει ότι αυτή είναι η αλήθεια περί των θείων δωρεών και χαρισμάτων, διότι γνωρίζει ότι είναι ανέκφραστα και υπερεκπερισσού πραγματικά και βέβαια. Αυτός όμως  στον εαυτόν του τίποτα δεν βρίσκει ή βλέπει άξιον, θέλει δε εάν είναι τρόπος, να μην υπολογίζει  τον εαυτόν του στα υπαρκτά όντα, αλλά να παραμένει ως ανύπαρκτος ανάμεσα στους ανθρώπους! Μετά τις διαπιστώσεις αυτές του μακαρίου Γέροντα εννοούσαμε αρκετά το βάθος του λειτουργικού λογίου το οποίον πολύ συχνά επαναλάμβανε: «Τα σα εκ των σων, Δέσποτα πολυέλεε, φιλανθρώπως παίρνομεν και ευγνωμόνως επιστρέφομεν ευχαριστούντες το μέγα σου έλεος». Αυτό είναι ένα μέτρο της ταπεινοφροσύνης των τελειωθέντων εν Χριστώ, οι οποίοι αγωνίσθηκαν νομίμως και αξιώθηκαν του πληρώματος των θείων επαγγελιών, κατά το ανθρώπινο. Αυτοί είναι εκείνοι που φόρεσαν την στολή του επουρανίου και αποκτήσαν νουν Χριστού.
Πηγή: vatopedi.gr (Γέροντος Ιωσήφ, «Αθωνική Μαρτυρία», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 2, εκδ. Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, σ. 185-192)

Κυριακή, Ιουνίου 07, 2015

«Δος αίμα και λάβε Πνεύμα»


dos_aima_lave_pneuma
«Δος αίμα και λάβε Πνεύμα», λέει ο Πέτρος ο Δαμασκηνός.
Ο δε άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει: «Εκείνος, που πιστεύει, φοβάται· και εκείνος ο οποίος φοβάται, ταπεινώνεται. Εκείνος δε, ο οποίος ταπεινώνεται, γίνεται πράος… Ο δε πράος τηρεί τις εντολές. Και εκείνος που τηρεί τις εντολές, καθαρίζεται. Εκείνος δε, ο οποίος καθαρίσθηκε, φωτίζεται. Και εκείνος ο οποίος φωτίσθηκε, αξιώνεται να ενωθεί με τον Νυμφίο Λόγο μέσα στο μυστικό θάλαμο των Μυστηρίων» (Μαξίμου Ομολογητή, Τετρακόσια Κεφάλαια περί Θεολογίας, Εκατοντάς Α’, §16).
«Είναι στενή η πύλη και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στη ζωή»(Ματ. 7,14), και επομένως οδυνηρός ο αγώνας για να απαλλαγούμε από τα πάθη, τα οποία εμποδίζουν το φωτισμό. Η μακροχρόνια πείρα των Πατέρων μας το απέδειξε αυτό με κάθε αξιοπιστία.
«Μέσα σε σώμα γεμάτο αμαρτία δεν κατοικεί ο Θεός»(πρβλ. Σοφ. Σολ. 1, 4)· «Η μεν αρχή όλων των παθών είναι η φιλαυτία· το δε τέλος, η υπερηφάνεια. Φιλαυτία δε είναι η παράλογη αγάπη προς το σώμα. Εκείνος που την απέκοψε, απέκοψε μαζί όλα τα πάθη που γεννώνται απ’ αυτήν»(Μαξίμου Ομολογητή, Τετρακόσια Κεφάλαια περί αγάπης, Εκατοντάς Γ’, §57). Τόσον η αρχή, όσον και το τέλος αυτού του ολέθρου, είναι θανατηφόρα, ειδικά δε είναι βλαβερή στην προσευχή. Μόνον δε στον ταπεινό κατά το φρόνημα πλησιάζει η χάρις.
Και οι παλαιότεροι και οι επόμενοι θεοφιλείς φωτιζόμενοι από την χάριν έδωσαν διάφορα ονόματα στον Υπερούσιο Θεό μας, χαρακτηρισμούς από τις θείες του ιδιότητες  ή από τους τρόπους των αγίων του εμφανίσεων, ως φως, αλήθεια, παναγαθότητα και άλλα. Ένας ακόμη χαρακτηρισμός, τον οποίον και ο ίδιος φανέρωσε είναι το «μάθετε από εμένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»(Ματ. 11, 29). Αυτός είναι ιδιαιτέρως σημαντικός, και γι’ αυτό οι απ’ αιώνος αγωνιζόμενοι πιστοί το συνέλαβαν όχι ως απλή αρετή αλλά ως ενδεικτικό του θείου του χαρακτήρα, ο οποίος αφορά ειδικά την προσωπικότητα. «Οι του Χριστού» οφείλουν να φέρουν τον χαρακτήρα του Πατέρα τους, για να γίνει ελεύθερη η είσοδός τους στην βασιλεία του Θεού, και να μην εκδιωχθούν ως νόθοι σύμφωνα με το φοβερό λόγο «δεν σας γνωρίζω»(Ματ. 25,12), εφ’ όσον «ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους και στους ταπεινούς δίνει τη χάρη του»(Ιακ. 4, 6).
Η υπερηφάνεια είναι απαίσιο σκοτάδι· είναι το αντίθετο της θείας αγαθοσύνης, η αρχή κάθε κακού, η ρίζα κάθε τραγωδίας, ο σπορέας του μίσους, το σώμα του κακού, από την οποίαν πηγάζει ο ολέθριος ατομισμός.
Ο Χριστός είναι «το φως και η αλήθεια και η ζωή». Όταν αυτό το αληθινό φως μας αγκαλιάσει, τότε αισθανόμαστε την αγάπη του, τη σοφία του, Αυτόν ως αυτοαλήθεια. Με απερίγραπτη  χαρά αποκτούμε αισθητή γνώση ως κατάσταση του πνεύματός μας. Είπε μόνος του για τον εαυτόν του ότι «εγώ είμαι η αλήθεια»(Ματ. 14, 6), και το επιβεβαίωσαν ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα. Στην κατανόηση όμως αυτής της θεολογικής πραγματικότητας δεν φθάνει κανείς μόνον ακούοντάς την.«Στη βασιλεία του Θεού δεν θα μπει όποιος μου λέει “Κύριε, Κύριε”, αλλά όποιος κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου»(Ματ. 7, 21).
Η κατανόηση αυτής της αλήθειας και η ανακάλυψη του Θεού Λόγου, ο οποίος ευρίσκεται κρυμμένος στις εντολές του, γίνεται με παρατεταμένη και μακροχρόνια παραμονή στην προσευχή και την μετάνοια. Όσο περισσότερο παραμείνουμε στην τήρηση των εντολών, τόσο περισσότερο φωτισμό και πλατυσμό δεχόμεθα στο νου. «Συ, Κύριε, διέταξες να φυλάμε και να τηρούμε τις εντολές σου με προσοχή, ακρίβεια και προθυμία»(Ψαλμ. 118, 4)… «Πόσο γλυκά είναι τα λόγια σου όταν τα εκφωνώ και τα λέω. Στο στόμα μου είναι πιο γλυκά και από το μέλι»(Ψαλμ. 118,103)… «Φως στη ζωή μου είναι ο νόμος σου, Κύριε. Φως που φωτίζει την πορεία της υπάρξεώς μου»(Ψαλμ. 118, 105).
Η τήρηση των εντολών και η υπομονή στα θλιβερά χαρακτηρίζουν το νόημα του σταυρού, και μακάριος είναι όποιος αποδέχεται πρόθυμα την άρση του. Όποιος δέχεται αυτό το νόημα του σταυρού ως πιστός χριστιανός, υπομένει κατά διαφορετικό τρόπο. Τον δέχεται ως κλήση του ουράνιου Πατέρα. Στον σταυρό ολοκληρώνεται η χριστιανική αποστολή, και σ’ αυτόν πραγματοποιείται η συνάντηση του κτιστού μετά του άκτιστου θείου Είναι. Καταπιεζόμενοι από τη βία των ελεεινών παθών και των πονηρών πνευμάτων, ως μοναδικό σωσίβιο έχουμε την καταφυγή προς αυτόν που μπορεί να μας σώσει και συνεχώς φωνάζουμε «Έλα γρήγορα ως οικτίρμων και σπεύσε ως ελεήμων να μας βοηθήσεις, γιατί όταν το θέλεις μπορείς». «Βάλε σε ενέργεια την ακατανίκητη δύναμή σου και έλα γρήγορα να μας σώσεις»(Ψαλμ. 79, 3). Η άκτιστη θεία χάρις του Κυρίου μας ως μητέρα συμπαρίσταται και όχι μόνον μας σώζει από όσα μας και τα δεινά, αλλά παρηγορεί και το πνεύμα μας με τη γλυκύτητα της παρουσίας της και μας εμπνέει θάρρος για νέες άμυνες και επιθέσεις. Στα παθήματα και γενικά τις δοκιμασίες πλατύνεται το πνεύμα μας και αυξάνει η πνευματική γνώσις. «Στη θλίψη μου με έσωσες χαρίζοντας ανακούφιση στη ψυχή μου»(Ψαλμ. 4, 1). Όταν αυξηθεί η καλή συνήθεια της καρτερίας στις δοκιμασίες, τότε και ο Θεός επιτρέπει σκληρότερους πειρασμούς για την τελειοποίησή μας. Αυτό επισημαίνει και ο ψαλμός. «Είναι ευτυχής ο άνθρωπος, τον οποίον θα παιδαγωγήσεις, Κύριε, και θα τον διδάξεις με το νόμο σου»(Ψαλμ. 93,12). «Δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει την μέλλουσα κρίση εκείνος, ο οποίος αμάρτησε, χωρίς να υπομείνει εδώ εκούσιους κόπους ή ακούσιες οδυνηρές επιπτώσεις»(Μαξίμου Ομολογητή, Τετρακόσια Κεφάλαια περί αγάπης, Εκατοντας Β’, §66).
Η μεγαλύτερη ωφέλεια από τις οδυνηρές επιπτώσεις των πειρασμών είναι η απ’ αυτούς προερχομένη ταπείνωση, με την οποία το απαίσιο τέρας του εγωισμού συντρίβεται και η θεία γνώση πλησιάζει το νου. Δεν είναι τολμηρό, εάν μεταφορικά ονομάσουμε το είδωλο του εγωκεντρισμού «βδέλυγμα της ερημώσεως που στήνεται  μέσα σε τόπο άγιο»(Ματ. 24, 15). Κανένας άλλος παράγοντας δεν είναι τόσον αποτελεσματικός, όσον οι διάφορες θλίψεις, είτε εκούσιες είτε ακούσιες, οι  οποίες οδηγούν το νου στο ταπεινό φρόνημα. Η αδυναμία της απολυτρώσεώς του, τον διδάσκει πρακτικά πόσον ασήμαντος και ευτελής είναι. Τότε το «χωρίς εμένα δεν μπορείτε τίποτε να κάνετε»(Ιω. 15, 5) του Κυρίου γίνεται απολύτως καταφανές, και έτσι μεταφέρεται  ο νους με τη βοήθεια της χάριτος στον πραγματικό κόσμο της άνω βασιλείας.
Το δεύτερο σκέλος της ωφέλειας από τις δοκιμασίες είναι η βαθύτερη γνώση των ακατάληπτων κριμάτων της προνοίας του Θεού για την διοίκηση της κτίσεως. Τα φαινόμενα, πολλές φορές οδυνηρά και επίπονα είναι τα κατάλληλα θεραπευτικά μέσα, με τα οποία συγκρατεί η θεία παναγαθότητα στην ισορροπία την επαναστατημένη πεσμένη φύση μας.
«Αν αρχίζαμε με την εξέταση του εαυτού μας, δεν θα επισύραμε την τιμωρία του Θεού. Αλλά, όταν ο Κύριος μας τιμωρεί, μας διαπαιδαγωγεί, έτσι ώστε να μην υποστούμε την τελική καταδίκη μαζί με τον κόσμο»(Α’ Κορ. 11, 31-32)· Όταν συναισθανθούμε ότι είναι απαραίτητο να περάσουμε «διά πυρός και ύδατος»(Ψαλμ. 65, 12) των ποικίλων πειρασμών, για να διαμορφώσουμε μέσα μας την συμπαθή εικόνα του τραυματισμένου ανθρώπου, όλων των συνανθρώπων μας, γεννάται μέσα μας το πραγματικό νόημα της πτώσεως και επακολουθεί η αλήθεια της αναστάσεώς μας. Η φιλάνθρωπος του Θεού οικονομία, αποτέλεσμα της πατρικής του στοργής και προνοίας, μας εισάγει στην επίγνωση της θείας αγάπης, διότι όντως «όποιον αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί, μαστιγώνει δε με δοκιμασίες όποιον θεωρεί δικό του παιδί»(Εβρ. 12, 6). Πόσον τότε οι φιλόθεοι γίνονται σπλαχνικοί στους συνανθρώπους τους κατά τον νόμο της επιρροής, καθώς ο «Πατέρας τους είναι σπλαχνικός»(Λουκ. 6, 36)!
Το Πνεύμα το Άγιο ως παιδαγωγός μεταδίδει διά της επιφοιτήσεώς του τον πανανθρώπινο πόνο στις ψυχές των φιλόθεων, αφού αυτές μετέχουν της άκτιστου θείας χάριτος, η οποία βαστάζει ολόκληρο τον αδαμιαίο πόνο. Απλώς υπογραμμίζουμε ότι ερμηνεύουμε το νόημα του σταυρού, το καύχημα του Παύλου, ο οποίος μόνον σ’ αυτόν στήριζε την πνευματική του οντότητα, πίστευε, ήλπιζε και εκαυχάτο. Αυτόν το δρόμο ακολούθησαν όλοι «όσοι έχουν σταυρώσει τον αμαρτωλό εαυτό τους μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες του»(Γαλ. 5, 24). Ο σκοπός της θείας κενώσεως απέβλεπε να αντιπαρατάξει στη λανθασμένη προτίμηση της φιληδονίας, από την οποίαν προήλθε η πτώση, το αντίδοτο, δηλαδή την φιλοπονία.
Η κένωση του Θεού Λόγου, που έγινε μία φορά για την παναγάπη του σε μας, καθιστά περιττά τα σχόλια και τις απορίες. Ο κορυφαίος των μαθητών Πέτρος τονίζει με έμφαση· «αφού ο Χριστός πέθανε για μας ως άνθρωπος, πρέπει και εσείς να οπλιστείτε με το ίδιο φρόνημα»(Α’ Πέτρ. 4, 1). Αν το πρώτο καθήκον  κάθε λογικού όντος είναι να αγαπήσει τον Θεό εξ ολοκλήρου ως Θεό και άρα Δημιουργό και Κύριό του, τίθεται το ερώτημα. Όταν αυτός ο Θεός γίνει αναπλάστης και ανακαινιστής και αναβιβάσει τον άνθρωπο που έπεσε πάνω από την πρώτη θέση και αξία, και όχι μόνον τόσο, αλλά και «πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη και κυριότητα, πάνω από καθετί που ανήκει όχι μόνο στον τωρινό αλλά και στον μελλοντικό κόσμο»(Εφεσ. 1, 21), ποιά λοιπόν αξία και τιμή του ανήκει; Αφού έγινε πράγματι Θεός και άνθρωπος, ο Κύριός μας, ο γλυκύτατος Ιησούς, με την υπερβολική αυτοθυσία του, μας αφαίρεσε κάθε πρόφαση ελεύθερης εκλογής ή άλλης προτιμήσεως και είμαστε πλέον λάφυρα της δικής του αγάπης. Οφείλουμε να τον αγαπούμε ολοκληρωτικά , «γιατί αυτός πρώτος μας αγάπησε»(Α’ Ιω. 4, 19).
Εάν λοιπόν κανέναν άλλον δεν γνωρίζουμε παρά μόνο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και αυτόν «εσταυρωμένον», δεν είναι πλέον απόλυτο καθήκον μας η φιλοπονία; Να λοιπόν, γιατί όλοι «οι του Χριστού» και στις τρείς περιόδους της Εκκλησίας σταύρωναν τους εαυτούς τους, «για να γνωρίσουν αυτόν και τη δύναμη της αναστάσεώς του και να μετάσχουν στα παθήματά του ακολουθώντας τον στο θάνατο, με την ελπίδα να λάβουν μέρος στην ανάσταση των νεκρών»(βλ. Φιλ. 3, 1ο-11). Αυτός είναι ο λόγος της συνεχούς αναφοράς μας στον σταυρό και την περιεκτική φιλοπονία.
Η τριαδικότητα του Θεού αποτελεί το κέντρο της θεογνωσίας· «ο Πατέρας, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα, και αυτοί οι τρεις είναι ένα»(Α’ Ιω. 5, 7) και μαρτυρούν το ένα για το άλλο πρόσωπο. Η μαρτυρία αυτή επεκτείνεται και στη δική μας φύση. Ο Κύριος εμπιστεύθηκε στους μαθητές του αυτό το έργο της μαρτυρίας για τον εαυτό του. «Όταν έρθει ο Παράκλητος, που θα σας τον στείλω εγώ από τον Πατέρα, το Πνεύμα της Αλήθειας, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, αυτός θα δώσει εξηγήσεις για μένα. Αλλά κι εσείς θα μιλήσετε για μένα, γιατί εξ αρχής είστε μαζί μου»(Ιω. 15, 26-27). Αυτού του είδους είναι και οι σχέσεις των ανθρώπων ως προσώπων. Η μαρτυρία ως ζωή αληθινή περιστρέφεται αιωνίως μέσα στην αγάπη και δημιουργεί την κοινωνία. Το πρόσωπον από τη φύση του δεν ζει απομονωμένο, αλλά κινείται με  αγάπη προς τα όμοιά του πρόσωπα και στην πράξη της αλληλεγγύης ανταποκρίνεται στο άλλο και μαρτυρεί γι’ αυτό. Γι’ αυτό το λόγο και ο Δημιουργός μας είπε εξ αρχής ότι «δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος του»(Γεν. 2, 18). Όσο με την πίστη και την υπακοή πραγματοποιούμε το θείο θέλημα, τόσο αυξάνει μέσα μας ο θείος φωτισμός. Η αληθινή μετάνοια με όλα όσα την αποτελούν και ιδιαίτερα με την εκ βάθους προσευχή, μας οδηγεί σε κοινωνία και επαφή με την άκτιστη θεία χάρη, και αυτή μας ερμηνεύει την μορφή της θείας πραγματικότητας.
Τί το παράδοξο, εάν σ’ αυτόν, στου οποίου την εικόνα και ομοίωση χαράχθηκε η ρίζα μας εξ αρχής, βρίσκουμε την επίγνωσή μας με τη χάρη του; Αυτή η επίγνωση μας μεταμορφώνει πραγματικά και μας δίνει τις θείες ιδιότητες, εφ’ όσον «όσοι τον δέχθηκαν και πίστεψαν σ’ αυτόν έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού» (Ιω. 1, 12). Τί φυσικότερο του να διατηρούν τα παιδιά τον χαρακτήρα του πατέρα τους; Εννοώ τη σπουδαιότερη θεία ιδιότητα της αγάπης, η οποία αμέσως εκδηλώνεται στη ψυχή  αυτού που αποδέχθηκε  την θεία έλλαμψη. Με την αγάπη ο πιστός επικοινωνεί με τον πλησίον και ολοκληρώνει τη μαρτυρία του. Να και μία μαρτυρία των Πατέρων μας, την οποίαν «διακήρυξαν και δεν αρνήθηκαν· και διακήρυξαν»(βλ. Ιω. 1, 20) για την αλήθεια και τις θείες επαγγελίες και όλη τη θεία αποκάλυψη και δεν την απέκρυψαν από εμάς, τα παιδιά και τους αδελφούς τους, όσα δηλαδή αυτοί άκουσαν και είδαν, ώστε η δική τους μαρτυρία να είναι για εμάς η αληθινή πληροφορία και το πλήρωμα της ελπίδας μας.
Σύμφωνα με την μωσαϊκή αποκάλυψη ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού»(Γεν. 1, 26). Τί σημαίνει αυτό; Τη δυνατότητα της φύσεώς του να μοιάσει  στον Δημιουργό του. Άρα και η αίσθηση της υπάρξεως του απολύτου όντος, δηλ. του Θεού, είναι και αυτή έμφυτη στον άνθρωπο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον, όταν πλησιάσει ο άνθρωπος με τη βοήθεια της χάριτος τον Θεό του, τον αναγνωρίζει. Με το φωτισμό της χάριτος, ο οποίος μας επιτρέπει να πλησιάσουμε τον Θεό, αρχίζει το μικρό ανθρώπινο πνεύμα να βλέπει τον Θεό «όπως πραγματικά είναι»(Α΄ Ιω. 3, 2), πάντοτε σύμφωνα με τις δυνατότητές του. Δεν θα γίνει βέβαια κατανοητό το βάθος αυτού του  μυστηρίου με τις λίγες αυτές λέξεις, με τις οποίες περιγράφεται, αλλά η αλήθεια δεν αλλάζει. «Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το πρόσωπο του Θεού»(Ματ. 5, 8). Η επαγγελία είναι ασφαλώς βεβαία, αλλά διαφέρουν τα μέσα και ο τρόπος, με τα οποία οδηγούμαστε εκεί και γι’ αυτά θα μιλήσουμε παρακάτω.
(Γέροντος Ιωσήφ, Αθωνική Μαρτυρία, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 2, σ. 26-35)
vatopedi.gr
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Μαΐου 18, 2015

Ζώσα μαρτυρία (Μέρος Α΄)


Ζώσα μαρτυρία (Μέρος Α΄)

17 Μαΐου 2015
aggelos
Και σε άλλα σημεία του βιβλίου μας αυτού αναφερθήκαμε  στη ρίζα των κακών. Δεν διστάζουμε όμως να μιλήσουμε και πάλιν για τον όλεθρο ο οποίος προέρχεται απ’ αυτήν και μόνη την αιτία, τη σκοτεινή και δαιμονιώδη υπερηφάνεια. Αυτή όχι μόνον τη δική μας γενεά κατάστρεψε αλλά και των αΰλων αγγέλων των οποίων διέστρεψε τη γνώμη και τη μορφή, ώστε να είναι πλέον τα φρικαλεώτερα και τερατωδέστερα λογικά όντα. Αυτή λοιπόν η λοιμική ασθένεια περιλαμβάνει όλη την κακία, ταυτοχρόνως δε είναι και σκοτάδι. Μέσα της φέρει τη ρίζα όλης της αμαρτίας. Ο Κύριος όταν ανέλαβε την ανάπλασή μας άρχισε το κήρυγμά του με το «Μετανοείτε», το οποίον περικλείει όλον το σκοπό και τον τρόπον της πλήρους επιστροφής από τον λανθασμένο δρόμο της προηγουμένης μας ζωής. Η λέξη μετάνοια, όπως και προηγουμένως σημειώσαμε, σημαίνει την ολοκληρωτική αλλαγή της νοοτροπίας μας απέναντι στη ζωή. Σημαίνει την μεταφορά μας από την έως τώρα κοσμοθεωρία μας προς τελείως αντίθετη κατεύθυνση.
Η αυτοπεποίθηση, η αλαζονεία, ο αυταρχισμός μάς απέκοψαν από τη ρίζα και τον κορμό της ζωής. «Ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους»(Ιακ. 4, 6), και δεν μπορούμε να βρούμε ή να πράξουμε κάτι χωρίς τον Θεό. Η μετάνοια μάς επαναφέρει στη βάση από την οποία απομακρυνθήκαμε ενώ με την ταπείνωση ξανασυνδεόμαστε  με τον κορμό από τον οποίον αποκοπήκαμε και έτσι ξαναρχίζει η καρποφορία μας. Η προσευχή της ταπεινοφροσύνης, την οποίαν διδαχθήκαμε, μας επαναφέρει στην πατρική αγάπη και φροντίδα του Θεού, όσον δε συνεχίζουμε τη μετάνοια και την προσευχή, τόσον πλησιάζουμε με αίσθηση την θεία στοργή, η οποία δεν έχει το μέτρο της εδώ στη γη. Το τέλος υπάρχει στην παλιγγενεσία, δηλ. τη δευτέρα παρουσία του Κυρίου, όταν θα γίνουμε όμοιοι προς το πρότυπό μας. «Τι πρόκειται να γίνουμε στο μέλλον δεν έχει ακόμη φανερωθεί. Ξέρουμε όμως πως όταν ο Χριστός φανερωθεί στη δευτέρα παρουσία του, θα γίνουμε όμοιοι μ’ αυτόν, γιατί θα τον δούμε όπως πραγματικά είναι»  (Α΄ Ιω. 3, 2). Όταν το πνεύμα της ευχής μάς προκαλεί να συνεχίσουμε με περισσότερο ζήλο, δεν υπάρχει στο νου και την καρδιά μας τίποτε άλλο παρά ο πόθος του αγαπημένου μας Σωτήρα Χριστού. Και ενώ εμείς παρατείνουμε ευχόμενοι, ξαφνικά, μέσα στο δικό μας σκοτάδι, μας περιλάμπει, αυτό, το οποίον ούτε γνωρίζουμε, ούτε φαντασθήκαμε ποτέ, το φως του Κυρίου μας. Τότε έρχεται η πραγματική παρηγορία, η οποία δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη. Ειρηνεύουν οι λογισμοί, φωτίζεται ο νους και αρχίζει η ίαση της τραυματισμένης ψυχής. Η εμπειρία αυτή προκαλεί συνεχώς να καταφεύγουμε στην πατρική αγάπη, όλος δε ο ψυχοσωματικός μας κόσμος παραδίδεται σ’ αυτή την προσευχή. Όσον όμως και αν θέλει και προσπαθεί, δεν υπερβαίνει τα όρια των κτιστών μας δυνατοτήτων, διότι «τώρα γνωρίζουμε ένα μέρος»(Α΄Κορ. 13, 12) από όλα. Η θέρμη της καρδιάς που προκαλείται από την αγάπη για τον Θεό αυξάνει και φωτίζει την προσευχή, την απαλλάσσει από τον μετεωρισμό και κατά κάποιο τρόπο με πόθο ορμά προς τον ποθούμενο Θεό. Ενδέχεται να συμβεί και αυτό. Εάν η χάρις συνεργήσει, ώστε να χάσουμε την αίσθηση του υλικού μας εαυτού και αν μας ρωτούν μετά από αυτά, δεν γνωρίζουμε, «αν είμαστε με το σώμα  ή χωρίς το σώμα» (Β΄ Κορ. 12, 2). Αυτό είναι ανεξήγητο για όσους δεν το γνώρισαν έμπρακτα. Αλλά και αυτοί που το  έπαθαν δεν μπορούν να το εκφράσουν.
Όταν ρωτούσαμε τον οσιώτατο Γέροντά μας Ιωσήφ να μας ερμηνεύσει τα υπερφυσικά αυτά γεγονότα, τα οποία ο ίδιος έπασχε, μας έλεγε ασφαλώς όσα μπορούσαν να περιγραφούν, αλλά για εμάς ήσαν πάλιν ακατάληπτα. Ενώ μας μιλούσε πνευματικά ή εμείς λέγαμε τους δικούς μας λογισμούς μέσα στη νύκτα και στο σπήλαιο που μέναμε, διέκοπτε προς στιγμήν και μας έλεγε για τον παραδελφό μας τον Αθανάσιο, ο οποίος απουσίαζε επί πολλές ημέρες, ότι τώρα έρχεται σε εμάς με τον ντορβά του και ότι ευρίσκεται μεταξύ των Μονών Διονυσίου και Αγίου Παύλου. «Περίεργο πράγμα», λέγαμε «τα μέρη αυτά από εκεί που βρισκόμαστε είναι και την ημέρα αθέατα. Πώς τα έβλεπε αυτός γονατιστός μέσα στο κελλί του»;
«Να», μας έλεγε, «όταν η θεία χάρις με την προσευχή καταλάμψει το νου, τότε βλέπει όπου αυτή τον κατευθύνει, χωρίς να εμποδίζουν τα παρεμβαλλόμενα στοιχεία και τα αντικείμενα. Πάντως, αν και είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και υπάρχει  στις θείες επαγγελίες, αυτό πολύ λίγοι το βλέπουν, διότι απαιτεί μεγάλη αυταπάρνηση και φιλοθεΐα. Σπάνιες ψυχές διαθέτουν τόλμη και αρκετή ανδρεία, ώστε να αποφύγουν το συνηθισμένο και πεπατημένο δρόμο των πολλών και να ζήσουν σύμφωνα με την ακρίβεια των χριστιανικών εντολών μέσα στη σύγχυση στην οποία ζούμε». Ένας από αυτές τις σπάνιες ψυχές ήταν ο μακάριος Γέροντάς μας Ιωσήφ, ο οποίος με όλο το ζήλο και τη θέρμη της αρχικής του ευλαβείας πέρασε όλη του τη ζωή χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, και το πιο σπουδαίο, δεν υπολόγισε τα σκώμματα και τις ειρωνείες των ράθυμων και αυτών που αγνοούσαν το σκοπό του. Προτίμησε τον τίτλο του «πλανεμένου και εκκεντρικού και ακοινώνητου», αντί να προδώσει τις αρχές της αυστηρής πατερικής γραμμής, διότι γεύθηκε κατά κόρον το αντίκρυσμα της ακριβείας και του ζήλου της πατερικής διδασκαλίας και δεν οπισθοχωρούσε στα ανθρώπινα συστήματα.
«Και είμαι πραγματικά βέβαιος πως ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε άλλες ουράνιες δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μελλοντικά  ούτε κάτι άλλο είτε στον ουρανό είτε στον άδη ούτε κανένα άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν ποτέ να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού για μας, όπως φανερώθηκε  στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας»(Ρωμ. 8, 38-39·). Αφού έζησε ολόκληρη τη θεία αγάπη ο μακάριος, πώς μπορούσε να αποκολληθεί από αυτή την πηγή της ζωής; Η αδίστακτη πίστη στον αναστάντα Χριστό προκαλεί αυτή την ανδρεία και την πλήρη αυταπάρνηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι ακολουθούν αυτόν τον κανόνα δεν θα γευθούν και την πικρία των αλλοιώσεων και των σκληρών πειρασμών, οι οποίοι οδηγούν μερικές φορές στο χείλος αβυσσαλέας απογνώσεως. Το είδος αυτό της απογνώσεως παρουσιάζεται ως κανόνας, προκειμένου να φθάσουμε εις το πλήρωμα, «κατ’ άνθρωπον» λέγω, της ταπεινώσεως του ολοκληρωμένου Γολγοθά, πίσω από τον οποίον είναι κρυμμένη η ανάσταση. Το παράδοξο είναι ότι η χάρις κρύβει το πρόσωπό της και σε πολύ δύσκολες στιγμές αισθάνεται κανείς ότι χάνεται. «Παρ’ όλες τις προσπάθειες τις οποίες κατέβαλα», μας έλεγε ο Γέροντας, «να την ανακαλέσω, σκλήρυνε το πρόσωπό της και δεν έδειχνε σημάδι ότι πλησιάζει. Τότε απέμεναν μόνον τα δάκρυα ως μόνη παρηγορία. Πανάγαθε, φώναζα, “συ με σήκωσες πρώτα ψηλά και μετά με συνέτριψες”(Ψαλμ. 101, 11) και “δεν υπάρχει για μένα θεραπεία”· “οι καρδιές με λησμόνησαν σαν να ήμουν νεκρός, έγινα σαν ένα άχρηστο σκεύος”(Ψαλμ. 30, 13). “Στη δική σου προστασία έχει εγκαταλειφθεί ο πτωχός, στο ορφανό συ ήσουν  βοηθός”(Ψαλμ.9,35). Και στους αλάλητους στεναγμούς μου ανέτελλε η παρηγορία, άλλοτε να με παρηγορεί και άλλοτε να με ελέγχει. Στους αδυσώπητους πειρασμούς μου, οι οποίοι δεν είχαν διακοπή , εσωτερικοί και εξωτερικοί, μου παρουσιάσθηκε ο Κύριός μας απλωμένος πάνω στον σταυρό, στις κανονικές διαστάσεις του θεανθρωπίνου του σώματος, και με ύφος παραπονετικό μου μίλησε καθαρά. Εγώ σταυρώθηκα για σένα και συ δεν υπομένεις αυτά για την αγάπη μου; Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου, φώναξα και μαζί με τον εσταυρωμένο χάθηκαν και όλοι οι πειρασμοί». Πόση πράγματι ωφέλεια και μεταβολή συντελείται με αυτές τις θεωρίες και επαφές με τον αρχηγό της σωτηρίας μας;
Όταν ενώνεται ο Κύριος με τον ταπεινό άνθρωπο, τον προκαλεί να τον ακολουθήσει, αλλά μόνον «σε όσους τον δέχτηκαν και πίστεψαν σ’ αυτόν έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού»(Ιω. 1, 12.). Αυτοί μπορούν να βρίσκονται στα ύψη και πλάτη του νοητού ορίζοντα έξω από τους όρους και νόμους της φύσεως. Όσοι όμως υπάγονται  στους νόμους της βαρύτητας των δικών τους θελημάτων και του εγωισμού, παραμένουν δυσκίνητοι στην κοιλάδα του κλαυθμώνος, δηλ. στη γη. Στην πρώτη αίσθηση της αγάπης του Χριστού μέσα στην καρδιά, όχι την εισαγωγική, η οποία είναι παρηγορητική, αλλά του πληρώματος της αγάπης, οπότε λέγει ο άνθρωπος μαζί με τον όσιο Εφραίμ τον Μεγάλο, «Πάρε, Κύριε, τα κύματα της χάριτός σου, διότι δεν μπορώ να συνεχίσω», ο νους αρπάζεται στη θεωρία έξω από τους φυσικούς νόμους και κανόνες, αλλά και αυτού ακόμη του χρόνου. Κατά την επιστροφή του στη προηγούμενη κατάστασή του δυσανασχετεί και θλίβεται για ό,τι έχασε, διότι ήθελε μόνιμη και σταθερή αυτήν την κατάσταση, αλλά απέμεινε μόνον η πίστη και η ελπίδα, εφ’ όσον μυστικά η χάρις τον ενθαρρύνει.
Οσιώτατε και μακάριε Γέροντα και πάτερ, γιατί έφυγες τόσο γρήγορα από κοντά μας,  από αυτόν τον τόπο του αγώνα, που ήσουν ο τόσον ειδικός εκπαιδευτής; Η ορφάνια μάς συντρίβει. Γιατί σε γνωρίσαμε σε ηλικία, που έλειπε η ωριμότητα και δεν καταλάβαμε ποιός ήσουν στην πραγματικότητα; Γιατί κρυβόσουν από τα νεανικά μας μάτια και τώρα μας βασανίζει η μεταμέλεια; Δεν είναι πλέον δυνατόν να γυρίσεις κοντά μας μόνον για μίαν εβδομάδα; Οι ευλογημένες εκείνες ημέρες, κατά τις οποίες αν και κοπιάζαμε σκληρά και στερούμεθα σχεδόν τα πάντα, νοιώθαμε  αδιάκοπα την οσμή της αναστάσεως και της αιωνιότητος. Αν και ανεβαίναμε τρεις δρόμους με φορτίο από τη θάλασσα της Αγίας Άννας στις καλύβες μας σε ύψος χιλίων διακοσίων σκαλοπατιών, δεν μας  κούραζαν, αλλά νοιώθαμε λύπη, διότι η έλλειψη του χρόνου δεν επέτρεπε να κάνουμε ακόμη μίαν υπακοή και να ανέβουμε ακόμη μια φορά. Δεν μπορούσε ζώο να ανέβη και έπρεπε να μεταφερθούν όλα στην πλάτη. Με αυτό τον τρόπο αναλαμβάναμε και καθήκοντα υποζυγίου.
Ένα είναι το νόημα της εδώ ζωής, όσον και αν προσπαθούν να το κατακερματίσουν οι παράλογες θεωρίες. Η συμμόρφωσή μας  στις εντολές του Χριστού. Μόνον με αυτόν τον τρόπο βρίσκουμε τη λύση των προβλημάτων που μας απασχολούν. Δεν υπάρχει ούτε ποτέ θα υπάρξει άλλη από αλλού βοήθεια σε ολόκληρη την κτίση εκτός από τη δική του απολυτρωτική δύναμη. Αυτός μας χάρισε τα πάντα, ο Χριστός μας εννοώ, και πρώτον τη βάση των πάντων, η οποία είναι η επίγνωση και η πίστη στην Παναγία Τριάδα. Αυτός μας γνώρισε τον Πατέρα· «Πατέρα, σε έκανα γνωστό στους ανθρώπους»(Ιω. 17, 6). Γι’ αυτό γνωρίζουμε και λαμβάνουμε το Άγιο Πνεύμα· «εάν πάω εκεί, θα τον στείλω (τον Παράκλητο) σ’ εσάς» (Ιω. 16, 7). Έχουμε πλέον την ικανότητα να κρίνουμε αλάνθαστα τις δικές του θείες ενέργειες μέσα μας αλλά και γύρω μας, και να κρίνουμε, εάν είναι από τον Θεό ή από τον εχθρό.
Διά του Χριστού και εν τω Χριστώ αποκαλύφθηκε απολύτως η συγκεκριμένη υπόσταση της ανθρωπίνης φύσεως και φάνηκε πιο είναι το πρόσωπό της και πώς πραγματοποιείται η ομοίωσή της προς τον Θεό. Αυτός και μόνον απέδειξε την εξ αρχής πήλινη οντότητά μας εν σχέσει προς τον κόσμο που μας περιβάλλει και την διά μέσου αυτού επιστροφή μας στην αιωνιότητα, ώστε να μη χρειάζεται πλέον καμιά έρευνα για τον άνθρωπο, από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Δικαίως μόνος του απεκάλυψε αυτή του την ιδιότητα, όταν έλεγε. «Όλοι όσοι ήλθαν πριν από εμένα, είναι κλέφτες και ληστές»(Ιω. 1ο, 8). Παράλληλο προς αυτήν την έκφραση του Κυρίου μας, αλλά σε διαφορετική τοποθέτηση, είναι πάλιν το εξής: «Εχθροί του ανθρώπου είναι οι δικοί του»(Ματ. 1ο, 36). Πώς ερμηνεύεται αυτό χωρίς να σκανδαλίσει αυτούς που το ακούουν; Η πέμπτη εντολή είναι «τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου»(Έξοδ. 20, 12) και «αυτός που κακολογεί τον πατέρα του ή την μητέρα του, να θανατώνεται οπωσδήποτε»(Έξοδ. 21,16). Είναι άραγε αντίφαση; Ασφαλώς δεν είναι. Και να πως φαίνεται. «Και αν κάτι τόσο σπουδαίο σαν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλε το και πέταξέ το. Γιατί είναι προτιμότερο για σένα να μπεις μονόφθαλμος στην αληθινή ζωή, παρά να έχεις μάτια και να σε ρίξουν στην πύρινη κόλαση»(Ματ. ι8, 9), και μαζί με το μάτι αναφέρει και το χέρι και το πόδι, συμβουλεύοντας το κόψιμό τους. Άρα δεν πρόκειται για τα μέλη του σώματος μόνον αλλά και για τους δικούς μας, όταν αυτοί εμποδίζουν τις σχέσεις μας με τον Θεό. Το «όποιος αγαπά πατέρα ή μητέρα παραπάνω από μένα δεν είναι άξιος για μαθητής μου»(Ματ. 1ο,37) δεν σημαίνει πάλιν το ίδιο; Αγαπούμε τους δικούς μας, αλλά όταν από αρρωστημένη αγάπη μάς αποκόπτουν από τον Θεό, τότε τους παραμερίζουμε.
Ο αγώνας του Χριστιανού στην πραγματικότητα ευρίσκεται κατ’ αρχήν  στο εσωτερικό του είναι, και στη συνέχεια εκτείνεται και προς τα έξω σύμφωνα με την εντολή της αλληλεγγύης. Με την εσωτερική μας τοποθέτηση και έρευνα στρέφουμε το είναι μας στην αγάπη του Θεού, ενώ στρεφόμενοι προς τα έξω αγαπούμε και τον πλησίον. Οι θείες εντολές του Χριστού φανερώνουν σύμφωνα με τα ευαγγελικά προστάγματα ότι όσοι τις τηρούν, ανεξαρτήτως καταγωγής ή μορφώσεως, γίνονται κατοικία του ιδίου του Δημιουργού τους. «Τα έκρυψες αυτά από τους σοφούς και τους συνετούς και τα φανέρωσες στα νήπια (στους ταπεινούς)»(Ματ. 11, 25). Νήπια δεν ήσαν όταν έλαβαν την μεγάλη ευλογία της Πεντηκοστής οι Απόστολοι; Και όμως με το Πανάγιο Πνεύμα, που κατοίκησε μέσα τους,  απόκτησαν την πανσοφία και αυτού του πρόσκαιρου κόσμου και του αιωνίου. «Να ποια είναι η αιώνια ζωή: Να αναγνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα ως τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς και εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό»(Ιω. 17, 3). Όποιος, λοιπόν, γνώρισε αυτήν την αλήθεια κληρονόμησε την αιώνια ζωή και ακούει το «να χαίρεστε που τα ονόματά σας έχουν γραφτεί στον ουρανό» ( Λουκ. 10, 20).
Μόνο το θειο Ευαγγέλιο υπερβαίνει αφάνταστα κάθε γήινη γνώση και οτιδήποτε διατύπωσε η ανθρώπινη σκέψη στην παγκόσμια ιστορία. Με ποιά ανθρώπινα κριτήρια θα γινόταν κατανοητό στην ανθρώπινη φιλοσοφία ότι ο ασυνήθης άνθρωπος του Ευαγγελίου, ο Ιησούς Χριστός, είναι πράγματι ο άναρχος Θεός και θεμελιωτής του σύμπαντος, ο οποίος αποκαλύφθηκε παλαιότερα στον Μωυσή με το «ΕΓΩ ΕΙΜΙ»; Ποιος διανοούμενος είτε της σημερινής εποχής είτε του παρελθόντος θα μπορούσε να συνδυάσει την μωσαϊκή αποκάλυψη μετά της χάριτος και να πιστέψει ότι εκείνος, ο οποίος τότε «είπε και έγιναν τα πάντα, έδωσε εντολή και κτίσθηκαν τα πάντα»(Ψαλμ. 32, 9), ο προαιώνιος Λόγος, διά του οποίου έγιναν τα πάντα «και απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε» (Ιω. 1, 3) είναι εκείνος, ο οποίος αποτελεί τον πρώτον λόγο  στην παγκόσμια πραγματικότητα, ουρανίων και επιγείων, ορατών και αοράτων, είναι αυτός, ο οποίος ως ταπεινός άνθρωπος σταυρώθηκε μαζί με δύο ληστές.

Συνεχίζετα
ΠΗΓΗ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...