Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουλίου 06, 2014

Οι Πνευματικοί Νόμοι

Ο Γέροντας αγαπούσε να εργάζεται και δεν σταματούσε καθόλου στις ώρες που επέτρεπε το πρόγραμμα. Το εργόχειρό μας τότε ήταν σταυρουδάκια σκαλιστά, τα οποία σκάλιζε με μεγάλη ευχέρεια και ταχύτητα, αφού εμείς ετοιμάζαμε το ξύλο. Έμενε μόνος του στο καλυβάκι που του χτίσαμε μακρύτερα από μας, κι εμείς πηγαίναμε να τον βρούμε το μεσημέρι και μετά φεύγαμε ο καθένας μόνος του.
Το μέρος εκεί ήταν απόμερο και ήσυχο, αλλά ήταν πιο εκτεθειμένο στους καιρούς. Έτσι, το κρύο ήταν περισσότερο, ώσπου τον πείσαμε να του βάλουμε λίγη θέρμανση με καμιά σόμπα. Πήρα, εγώ ο ευτελής, τα μέτρα και ετοίμασα τα υλικά, για να την φτιάξω με λαμαρίνα απ’έξω και μέσα χτιστή με πηλό. Ετοιμάστηκα για την επομένη, όπως του έταξα αποβραδίς, και το πρωί μάζεψα τα εργαλεία μου και τα υλικά και πήγα κάπου εκεί κοντά να την φτιάξω και να την τοποθετήσω μετά. Έβαλα μετάνοια, όπως πάντα, και άρχισα με καλό καιρό, γιατί δούλευα έξω στο ύπαιθρο.
Μόλις μέτρησα και έκοψα τα εξαρτήματα και άρχισα να δουλεύω, χάλασε απότομα ο καιρός. Μετά έβρισκα μια παράξενη δυσκολία σε οτιδήποτε και αν επιχειρούσα να κάνω. Φυσούσε ένας παράξενος αέρας, που δεν είχε κατεύθυνση προς κανένα σημείο, μόνο σήκωνε τα πάντα κατ’ επάνω μου και μου ‘φερνε στο πρόσωπο οτιδήποτε βρισκόταν στον τόπο: λαμαρίνες, σανίδες, παλιόχαρτα και άμμο. Παραδόξως μου έφευγαν τα εργαλεία και κατρακυλούσαν μακριά χωρίς λόγο, διότι ο τόπος δεν ήταν παντελώς κατωφερής. Τα καρφιά στράβωναν χωρίς λόγο, με την παραμικρή πίεση, έσπαζαν τα τρυπάνια, άλλαζαν τα σχέδια μου, που τα είχα μετρημένα και κομμένα με ακρίβεια.
Στην αρχή δεν υπολόγισα τίποτε και βιαζόμουν να επαναφέρω τα πράγματα στην τάξη και να συνεχίσω. Σε λίγο όμως το πράγμα έγινε πολύ αισθητό. Κάτι συνέβαινε. Σταμάτησα λίγο όμως, γιατί είχα κατασυντρίψει κυριολεκτικά και όλα μου τα δάχτυλα και μια παράξενη ταραχή μέσα μου, μου προκαλούσε οργή, σύγχυση, ανυπομονησία. «Περίεργο πράγμα, λέω, κάτι συμβαίνει»! Εν τω μεταξύ και ο καιρός επιδεινώθηκε τόσο που με ανάγκασε να διακόψω και πήγα στον Γέροντα. Αυτή η κατασκευή απαιτούσε δυο με τρεις, το πολύ, ώρες δουλειά και πέρασαν περισσότερο από έξι ώρες, χωρίς να έχω κάνει τίποτα.
Τότε θυμήθηκα κάτι πού μου είχε πει ο Γέροντας το πρωί, όταν ξεκίνησα και δεν το έλαβα υπ’ όψι. «Άντε να δούμε, μου είχε πει, θα κάνεις τίποτε σήμερα;». Εγώ δεν έδωσα σημασία στο νόημα αυτών των λέξεων, αλλά σκέφτηκα πώς το είπε για να με ταπεινώσει ίσως, γιατί ήξερα αυτή τη δουλειά. Μάλιστα φιλοδοξούσα να τελειώσω και συντομότερα και επιτυχέστερα, για να τον αναπαύσω, και με την κρυφή χαρά πως μας επέτρεψε να του βάλουμε θέρμανση και αυτό θα το έκανα μόνος μου εγώ!
Πήγα, λοιπόν, του χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε. Μόλις με είδε ταραγμένο, άρχισε να γελάει.
«Γέροντα, λέω, τι συμβαίνει εδώ; και γιατί μου είπες το πρωί σαν πρόρρηση, αν τελειώσω; Αφού ξέρεις πως για μένα τούτο ήταν παιχνίδι». «Εσύ τι συμπέρανες πώς ήταν», μου είπε χαριεντιζόμενος. «Πειρασμός, του είπα, σατανική ενέργεια». «Αυτό ήταν, μου απάντησε. Και άκουσε να μάθεις το φαινόμενο, που για σένα είναι μυστήριο. Το βράδυ στην προσευχή μου, όταν τελείωσα και ήθελα να ησυχάσω, είδα τον σατανά και απειλούσε να μου κάνει εμπόδια και πειρασμό στην απόφασή μου, πού είχα προγραμματίσει. Κι εγώ είπα στον Χριστό μας- ‘Κύριέ μου, μη τον εμποδίσεις, για να του δείξω πως Σε αγαπώ και θα υπομείνω το κρύο, όσο επιτρέψεις Εσύ’. Και αυτός ήταν ο λόγος, παιδί μου, πού έγιναν όλα αυτά, για να μην έχω σύντομα θέρμανση, καθώς σεις επιθυμούσατε να μου ετοιμάσετε».
Εγώ, ο μάρτυς αυτού του δράματος, όταν άκουσα αυτή την λεπτομέρεια και τα μυστήρια της κρυπτής προνοίας, με τα οποία λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έμεινα κατάπληκτος και εν σιωπή μονολογούσα· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον και δόξαν των θαυμασίων Σου»! Το γεγονός αυτό με βοήθησε να καταλάβω τη δύναμη του λόγου των Γερόντων, πού κατά τον αββά Ποιμένα και τον αββά Δωρόθεο- κρύβουν μέσα τους δύναμη και ενέργεια της χάριτος, σαν δείγμα της προσωπικής των καταστάσεως και πείρας.
Διασκευασμένο Απόσπασμα από το Βιβλίο:
“Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής”

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2014

Η δυσκαμψία των σχέσεων αμήχανου και ακτίστου κάλλους (Σπουδή στο Γέρ. Ιωσήφ τον Ησυχαστή)

4.    Το φιλοσοφικό κάλλος
4.1. Η δυσκαμψία των σχέσεων αμήχανου και ακτίστου κάλλους
Δεν έχει  επιχειρηθεί μέχρι τούδε αντιπαραβολή αμήχανου και ακτίστου κάλλους. Αυτό οφείλεται, εκτός των άλλων, και στο γεγονός ότι ο ησυχασμός  συχνά μέμφεται, υποψιάζεται ή και απορρίπτει  τη φιλοσοφία, ενώ αυτή συνήθως ονειδίζει ή παραθεωρεί τον ησυχασμό. Πολλοί φιλόσοφοι, εξάλλου, διαπνέονται από ένα  έμμονο και ακραίο αντιμοναχικό βίωμα, που αγγίζει τα όρια μνησικακίας και νοσηρής αντιθρησκευτικότητας, ενώ ορισμένοι ησυχαστές δαιμονοποιούν τους φιλοσόφους. Το πρόβλημα είναι ότι και οι δύο πλευρές με τέτοιες σπασμωδικές  συμπεριφορές επηρεάζουν ανθρώπους, οι οποίοι δεν διαθέτουν πάντοτε τις αναγκαίες κριτικές αντιστάσεις. Η νήψη, η ηπιότερη ίσως υπαρξιακή κατάσταση, προκαλεί στους φιλοσόφους ναυτία.
amkallplat2
Ταπείνωση (τρόπος του ζην, που μπορεί να προλάβει αδυσώπητα αγχωτικά προβλήματα) και μετάνοια εκλαμβάνονται ως αλλότριες και συντηρητικές έννοιες. Και από την άλλη  πλευρά, συχνά η φαινομενολογία καταχωρείται από τους θεολόγους στις υπονομευτικές για την Αλήθεια «σχολές».Πως θα συντήξεις με τέτοια δεδομένα άκτιστο και αμήχανο κάλλος;
Μετά τον Πλάτωνα και μέχρι τον «κοσμοποιό θεό» του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Δαμάσκιου(5ος-6ος μ.Χ.αιώνας), όταν η μεταχριστιανική φιλοσοφία κατέβαλε προσπάθειες να αναβιώσει την αρχαία ελληνική, δεν υπήρξε ουσιαστική διαπραγμάτευση  του αμήχανου κάλλους. Στη συνέχεια ο όρος εξαφανίζεται από το προσκήνιο, γίνονται ελάχιστοι μόνον υπομνηματισμοί. Αλλά η συζήτηση περί του κάλλους, εν γένει, δεν έπαψε ποτέ (Πελεγρίνης 1977.-Μαρκοπούλου 2012α-β).
Ο Δαμάσκιος είδε τον Θεό ως «δυναμοκρατική κατάσταση», που καταπιάνεται με την αρμονική διακόσμηση της ύλης, την καθιστά έργο κάλλους και αυτό με τη σειρά του «ερεθίζει αισθητικά την ανθρώπινη συνείδηση» και την προκαλεί, ώστε να προβεί σε αξιολογικές αποτιμήσεις (Τερέζης 1993,363). Αυτή η αναμφίβολα δύσκαμπτη και πολωτική θεώρηση υποπίπτει σε ασύμβατες με την ησυχαστική εμπειρία αφαιρέσεις. Σε καθηλώνει στην αποδοχή μόνον του κάλλους των πραγμάτων και υποκαθιστά το Πρόσωπο του Θεού με μια «κατάσταση».
4.2.    Ο  Πλάτων: αμήχανο-αθάνατο κάλλος  
Θα  παραπέμψουμε εδώ στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ήτοι στον γεννήτορα του όρου αμήχανο κάλλος, προκειμένου να εντοπίσουμε  τις υπόρρητες διαδρομές του μέχρι τον ησυχασμό.
 «Οι οφθαλμοί, είπα εγώ, δεν ηξαίρεις ότι, όταν πια κανείς δεν τους κατευθύνη επάνω στα πράγματα ώτινων τα χρώματα τα χτυπά φως της ημέρας αλλά η αστροφεγγιά της νύχτας, χάνουν την ξαστεράδα τους και δείχνονται σχεδόν τυφλοί, ωσάν να μην υπήρχε μέσα τους καθαρή όψη; Αυτό πολύ καλά, είπε, το ξαίρω. Όταν όμως, θαρρώ, τους κατευθύνη  επάνω σε πράγματα  φωτισμένα από ολόλαμπρον  ήλιο, βλέπουν ξεκάθαρα, και τα ίδια αυτά μάτια δείχνονται πως έχουν μέσα τους καθαρή όψη. Τι άλλο ημπορεί να συμβαίνει αν όχι αυτό;
Έτσι λοιπόν βάλε με το νου σου τώρα ότι και με την ψυχή συμβαίνει το ακόλουθο’ όταν στηρίξη τα μάτια της εκεί όπου είναι απλωμένη η λάμψη της αλήθειας και του όντος, τότε με μιας το αντιλαμβάνεται, το γνωρίζει και δείχνεται πως έχει νου’ όταν όμως η ματιά της πέση επάνω στην περιοχή που είναι ανακατωμένη με το σκότος στο γεννώμενο και αφανιζόμενο, τότε μπλέχεται σε δοξασίες και δείχνεται μυωπική, φέρνει άνω κάτω τις δοξασίες και μοιάζει με ον που δεν έχει νου.
Έτσι βέβαια μοιάζει. Αυτό λοιπόν που παρέχει στα γνωσκόμενα την αλήθεια και δίνει στον γιγνώσκοντα τη δύναμη της γνώσης πρέπει να ειπής πως είναι  η ιδέα του αγαθού΄ και βάλε με το νου σου πως αυτό είναι η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας στη μορφή που μας την παρουσιάζει η γνώση και ότι παρ’ όλο που και οι δύο τους, τόσο η γνώση όσο και η αλήθεια, εμφανίζουν υπερβολική ωραιότητα, αν αυτό το θεωρήσης ξεχωριστό από τούτες και ακόμη εμορφότερο, θα είναι η σκέψη σου σωστή΄ και όπως σ΄ εκείνη την περιοχή του  φωτός και την όψη είναι σωστό να τα θεωρούμε ηλιοειδή, δεν έχουμε όμως δικαίωμα να τα ταυτίζωμε με τον ήλιο, έτσι και στη νοητή περιοχή δεν κάνομε λάθος όταν και τα δύο τα θεωρούμε αγαθοειδή, είναι όμως λάθος να τα ταυτίζομε οποιοδήποτε τα  δύο τους με το αγαθό΄ απεναντίας ας πρέπει μια μεγαλύτερη τιμή να λαχαίνη στην έξη του αγαθού.
Μιλείς, είπε, για ένα κάλλος που ρίχνει το νου σε αμηχανία, ενώ παρέχει την  επιστήμη και την αλήθεια, στέκει κατά το κάλλος ψηλότερα από τούτες……..ενώ το αγαθό δεν είναι ουσία, αλλά κρατεί μια υπεροχώτερη θέση και κατά την τάξη της πρωταρχικότητας και κατά τη δύναμη, τοποθετημένο ακόμη «επέκεινα» από την ουσία »(Πολιτεία508c-509b) (Γεωργούλης 207 κ.εξ).
Ενδιαφέρουσα και λίαν διαφωτιστική είναι μία συγκεφαλαιωτική των ανωτέρω πλατωνικών απόψεων θέση του Α. Μάρκου, η οποία λαμπικάρει την πλατωνική άποψη: «Αυτή η ιδέα του αγαθού η οποία διέπει τα πάντα, ενώ η ίδια είναι πέραν και πάνω από τα πάντα, αποτελεί, κατά τον Πλάτωνα, το «αμήχανον κάλλος»(ό.π.α.). Τούτο όμως σημαίνει, αίφνης, ότι το αμήχανον κάλλος ταυτίζεται με την ιδέα του αγαθού. Διευκρινίζει επίσης ο Μάρκος, ότι ο Πλάτων στον «Φαίδρο» σημειώνει: «Κάλλος δε τότε ήν ιδείν λαμπρόν, ότε συν ευδαίμονι χορώ μακαρίαν όψιν τε και θέαν επόμενοι».Αλλά και στην Πολιτεία γίνεται αναφορά στις ψυχές, που ήρθαν από τον ουρανό: «ευπαθείας διηγείσθαι και θέας αμηχάνου το κάλλος».
Αξιοσημείωτη είναι και η παραπομπή του ιδίου στο «Συμπόσιο»: «αξίζει να ζει κανείς με τη θέα αυτού του απολύτου κάλλους»(Μάρκος ό.π.α.,6).Το κάλλος της ψυχής, αλλά και το κάλλος της φύσης και των πραγμάτων αντλείται από αυτό το υπερβατικό αμήχανο και ανώτερο κάλλος(ό.π.α.).
Αμήχανον κάλλος διαθέτει, συνεπώς,  μόνον η ιδέα του αγαθού. Αυτή έχει μιαν άφατη ομορφιά, ένα  αμήχανον κάλλος, το οποίο  εκπορεύεται αποκλειστικώς από αυτή, ρίχνει το νου σε αμηχανία και. ενώ παρέχει την επιστήμη  και την αλήθεια, υπερέχει και των δύο, είναι ωραιότερο και τιμιότερο από αυτές (Πολιτεία 509α-Θεοδωρακόπουλος  1975, τομ.Γ΄,399.- Μάρκος 2000). Αλλά και η αρετή συνίσταται από κάλλος και αρμονία, οπότε το κάλλος, υποτάσσεται στην καλοσύνη και στο ηθικό μέγεθος.
Ο Πλάτων διακρίνει αισθητικόψυχικό και νοητικό κάλλος, το διαπραγματεύεται δε στους διαλόγους «Συμπόσιο», «Φαίδρο» και «Φίληβο»(Θεοδωρακόπουλος ό.π.α.,396.-Μάρκος ό.π.α.-Μαρκοπούλου 2012,73 κ.εξ.). Το αισθητικό κάλλος προκαλεί αισθητική απόλαυση λόγω μεθέξεωςστο Αυτοκαλόν (ό.π.α., 75). Αλλά εδώ θα εστιάσουμε αρχικώς στις απόψεις του περί ψυχικού κάλλους, για να οδηγηθούμε στη συνέχεια και στο νοητικό, το οποίο ιδιαιτέρως αναδεικνύει, όπως θα δούμε, ο Πλωτίνος. Και τούτο για να φανεί στα επόμενα κεφάλαια της εργασίας μας και η διολίσθηση του Χριστιανισμού στον πλατωνισμό, στην θρησκευτική αποσωμάτωση, που είναι μια καθαρώς αντιορθόδοξη στάση, αφού χάνεται συχνά από τα μάτια μας το Πρόσωπο του Χριστού, ενώ από την αποθέωση του κάλλους των ηθών εδραιώνεται ο  γνωστός ηθικισμός.

Κυριακή, Ιουνίου 15, 2014

Σωτήριες αλήθειες, καρπός χάριτος και πείρας από τον πνευματικόν ανθόκηπον του μεγάλου Ησυχαστού του αιώνος μας



* Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η χάρις Του ε­νεργεί όλα. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμις. Το δε πώς γί­νεται, πώς ενεργείται η αγάπη, είναι να φύλαξης τας εντο­λάς.

* Ένα μόνον ζητεί ο Θεός. να τον τιμάς, να τον αγα­πάς και να φυλάττης τας έντολάς Του, αναγνωρίζων ότι ο Πλαστουργός σου είναι Αυτός. Δεν θέλει να μοιράζης την δόξαν Του και να λατρεύης, άλλα αντί άλλων. Δεν θέλει να αγαπήσης κανένα πράγμα περισσότερον απ' Αυτόν...

* Ο κόπος είναι δια το σώμα, η ταπείνωσις δια την ψυχήν. και πάλιν τα δύο ομού, κόπος και ταπείνωσις, δι' όλον τον άνθρωπον.
* Μη αφήνης τον νου σου αργόν, δια να μη διδαχθής τα κακά. Μη αφήνεσαι να κυττάζης τας ελλείψεις των άλ­λων, διότι, χωρίς να το εννοής, θα ευρίσκεσαι συνεργός του πονηρού και απρόκοπος εις το αγαθόν. Μη συμμαχής εν αγνοία με τον εχθρόν της ψυχής σου... Όσον εσύ εν αγάπη σκεπάζεις τον αδελφόν, τοσούτον η χάρις θάλπει και φυλάττει σε από συκοφαντίας ανθρώπων.

* Χωρίς υπομονήν δεν γίνεται ο άνθρωπος πρακτικός, δεν μανθάνει τα πνευματικά, δεν φθάνει εις μέτρα αρετής και τελειώσεως.
* Πρόσεχε να μην κατακρίνης, διότι από αυτό παραχωρεί ο Θεός και φεύγει η χάρις και σε αφήνει ο Κύριος να πέφτης, να ταπεινώνεσαι, να βλέπης τα ιδικά σου σφάλματα.

* Η άσκησις, παιδί μου, θέλει στερήσεις. Τα καλά δεν τα βρίσκεις εις τα λουτρά και την καλοπέρασιν. Θέλει αγώνα και κόπον πολύν. Θέλει να φωνάζης ημέραν και νύκτα προς τον Χριστόν. Θέλει υπομονήν εις όλους τους πειρασμούς και τας θλίψεις. Θέλει να πνίξης θυμόν και επιθυμίαν.

* Προσέχετε να μην επαινήτε ένας τον άλλον κατά πρόσωπον, διότι βλάπτει και τους τελείους ο έπαινος, όχι ε­σάς όπου είσθε ακόμη αδύνατοι... Μόνον ονειδισμοί και ταπεινώσεις ωφελούν πνευματικώς τον άνθρωπον. Διότι εξ αυτών γεννάται ταπείνωσις. Κερδίζει στεφάνους. Υπομέ­νων πνίγει εγωϊσμόν και κενοδοξίαν.

* Μάθε να υπομένης ανδρείως τους πειρασμούς, οιουσ­δήποτε και αν επιτρέψη ο Κύριος... Μη ζητής εις τας θλί­ψεις σου παράκλησιν από τους ανθρώπους, δια να παρακληθής από τον Θεόν.
* Ποτέ δεν είδα εγώ να γίνη διόρθωσις με θυμόν, αλλά πάντοτε με αγάπην. Τότε και ο νουθετούμενος θυσιάζεται...

* Άλλος δρόμος δεν είναι πιο συντομώτερος, ως το να υπομένη κανείς τους πειρασμούς όπου έρχονται, με όποιον τρόπον του έλθουν. Η πνευματική κατάστασις του ανθρώπου και η χάρις που έχει, εκ της υπομονής λαμβάνει την μαρτυρίαν...

* Δεν έχει κουδούνι η αρετή να την γνωρίζης με το κουδούνισμα. Το κουδούνι της αρετής είναι η ανοχή, η μακροθυμία, η υπομονή. Αυτά είναι τα στολίδια του μοναχού και παντός χριστιανού.

* Δέξου τον πειρασμόν και μη αιτιάσαι τον ένα και τον άλλον... κάμε υπομονήν, δια να ιδή ο Θεός την προαίρεσιν, να ελαφρώση τον κόπον σου.

* Ουδέν άλλο δύναται τόσον να βοηθήση και κατευνάση τον θυμόν και όλα τα πάθη, όσον η αγάπη προς τον Θεόν και πάντα συνάνθρωπον. Με την αγάπην ευκόλως νικάς παρά με τους άλλους αγώνας.

* Μη στεναχωρήσαι εις τας θλίψεις και πειρασμούς, αλλά με την αγάπην του Ιησού μας να ελαφρύνης τον θυ­μόν και την αθυμίαν.

* Οι πειρασμοί. όσον ολίγη είναι η υπομονή, τόσον με­γάλοι φαίνονται οι πειρασμοί. Και όσον συνηθίζει ο άν­θρωπος να τους υπομένη, τόσον μικραίνουν και τους περνά χωρίς κόπον, και γίνεται στερεός ωσάν βράχος.

* Παν αγαθόν εκ Θεού έχει την αρχήν. Δεν γίνεται α­γαθός λογισμός μη ων εκ Θεού, μηδέ πονηρός μη ων εκ του Διαβόλου. Ό,τι καλόν λοιπόν διανοηθής, ειπής, δια­πράξης, όλα είναι της δωρεάς του Θεού. «Παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον». Όλα είναι της δωρεάς του Θεού. εδικόν μας δεν έχομεν τίποτε.

* Με πόνον και δάκρυα θα λάβης την χάριν. Και πάλιν με δάκρυα χαράς και ευχαριστίας, με φόβον Θεού αυτήν θα κράτησης. Με θέρμην και ζήλον ελκύεται. με ψυχρότητα και αμέλειαν χάνεται.

* Τρεις εχθροί πολεμούν των ανθρώπων το γένος. οι δαίμονες, η ιδία μας φύσις και η συνήθεια. Εκτός τούτων άλλος πόλεμος δεν υπάρχει.

* Τόσην χάριν δικαιούται εις εαυτόν να έχη ο άνθρω­πος, όσον πειρασμόν ευχαρίστως υπομένει, όσον βάρος του πλησίον του αγογγύστως βαστάζει.

* Εις τρεις τάξεις διαιρείται η χάρις: καθαρτική, φωτι­στική, τελειωτική. Εις τρεις και η πολιτεία: Κατά φύσιν, υ­πέρ φύσιν, παρά φύσιν. Εις αυτάς τας τρεις τάξεις ανέρχε­ται και κατέρχεται. Τρία είναι και τα μεγάλα χαρίσματα, ό­που λαμβάνει: θεωρία, αγάπη, απάθεια.

* Μη φοβήσαι τους πειρασμούς. Καν πέσης πολλάκις, ανάστα. Μη χάνης την ψυχραιμίαν σου. Μην απογοητεύε­σαι. Σύννεφα είναι και θα περάσουν.

* Δεν είδα εγώ μεγαλυτέραν ανάπαυσιν ως της τελείας υπακοής... Εργασθήτε λοιπόν τώρα που είσθε νέοι, να θε­ρίσετε καρπόν απάθειας εις το γήρας. Εάν δεν βιασθήτε και του Μαθουσάλα τα χρόνια να ζήσετε, δεν θα χαρήτε αυτά τα χαρίσματα... Και θα ιδήτε τοιαύτην ακινησίαν πα­θών και ειρήνην ψυχής ως να είσθε μέσα εις τον Παράδεισον.

* Η χάρις του Θεού δεν έγκειται εις τους χρόνους, αλλά εις τον τρόπον, και εις το έλεος του Κυρίου.

* Η πείρα δια της πράξεως αποκτάται με χρόνους. η δε χάρις είναι χάρισμα εξαρτώμενον από τον Θεόν. και διδόμενον αναλογία θερμότητος πίστεως, ταπεινώσεως και κα­λής προαιρέσεως.

* Υπακοή είναι να υπόταξης το φρόνημα της ψυχής, δια να απαλλαγής από τον κακόν εαυτόν σου.

* Εάν θέλης συντόμως και χωρίς κόπον πολύν να προκόψης μάθε να παραιτήσαι από κάθε γνώμην ιδικήν σου δια να μην σου γίνεται θέλημα... Και πάντα να ενθυμήσαι ότι η υπακοή ή η παρακοή σου δεν στάματα εις τον Γέρο­ντα, αλλά δι' αυτού ανατρέχει εις τον Θεόν.

* Ομολογώ ειλικρινώς μεθ' όλης ισχύος, εν πλήρει επιγνώσει, ότι άλλη οδός σωτηρίας δεν είναι, απέχουσα από κάθε πλάνην και ενέργειαν του εχθρού, ως η υπακοή.
* Γνώριζε καλώς ότι ο μη υποτασσόμενος ενί, υποτάσ­σεται πολλοίς. και εν τέλει ανυπότακτος μένει.

* Όταν ο άνθρωπος εν γνώσει υποχωρή εις τον πειρασμόν, κατόπιν έρχεται καιρός όπου δεν ημπορεί πλέον να ακούση το υγιές και ωφέλιμον. καθότι εχάλασεν ήδη η α­κοή της ψυχής του. Και γίνεται μετά ταύτα καταφρονητής, πορευόμενος εις απώλειαν.

* Θέλει υπομονήν να έχη εκείνος όπου ζητεί να σωθή. Ει δε και ζητούμεν ημείς να τα κάμνη ο Θεός, όπως αρέ­σουν εις την ιδικήν μας διάκρισιν, τότε αλλοίμονον εις το χάλι μας.

* Ο διάβολος, μη δυνάμενος να εισέλθη όπου η ευλογία της υπακοής και ο σύνδεσμος της αγάπης, παντοειδώς πολεμεί να απομονώση δι' αποστασίας τον άνθρωπον, και κα­τόπιν να τον κάμη παίγνιον της κακίας και πανουργίας του...

* Ο διάβολος, όσον περνά ο καιρός και φθάνει το τέ­λος του, τόσον πολεμεί και βιάζεται με άκραν μανίαν όλους να μας κολάση.

* Θα δώσωμεν έκαστος λόγον όχι μόνον δια τας θεμιτάς και αθεμίτους πράξεις του, αλλά και δια λόγον αργόν και δια τας εννοίας, όπου διανοήθημεν εσφαλμένως.

* Μάθε να υπακούης απροφασίστως με χωρίς ανταλ­λάγματα και μη χρεώνης με οικονομίες και συγκαταβάσεις τον Γέροντα, διότι εις το τέλος, εδώ ή εκεί, τα έξοδα όλων αυτών των «οικονομιών» εσύ θα τα πλήρωσης. Μη βαρύνης δι' ασήμαντα πράγματα τον λογαριασμόν της ψυχής σου.

* Ήθελα να κάμω τρεις λόγους, ή και βιβλία, όπου το ένα να περιέχη μόνον αυτό: Ότι ο άνθρωπος είναι μηδέν και διαρκώς να φωνάζω ότι είμαι μηδέν. Το άλλο να γράφη: Ότι τα πάντα εν πάσι και επί πάσι είναι ο Θεός αυτοδόξαστος. Και το τρίτον: Έχε εις όλα υπομονήν έως θανά­του. Καν είσαι νέος, καν γήρασες, καν ηγωνίσθης χρόνους πολλούς, εάν δεν κάμης υπομονήν μέχρι να βγη η ψυχή σου, ως ράκος λογίζονται τα έργα σου ενώπιον του Θεού... Γνώθι σ' αυτόν ότι είσαι μηδέν και έχε υπομονήν εις τους πειρασμούς, δια να απαλλαγής εξ αυτών, και να γίνης θεός κατά χάριν, διότι είσαι η πνοή, το εμφύσημα του Θεού.

* Η άγνοια του καλού είναι σκότος ψυχής. Και αν ο άνθρωπος δεν συμμαχήση με τον Χριστόν, όπου είναι το φως, δεν ημπορεί να λυτρωθή από τον άρχοντα του σκό­τους, τον Διάβολον.

* Ο ταπεινός, μυρίας φοράς και αν πέση, πάλιν εγείρε­ται και νίκη η πτώσις λογίζεται. Ο δε υπερήφανος, ευθύς με την πτώσιν εις το αμάρτημα, πίπτει και στην απόγνωσιν. και σκληρύνων δεν θέλει πλέον να εγερθή. Η απόγνωσις είναι θανάσιμος αμαρτία, και χαίρει εν αυτή υπέρ άπαντα ο διάβολος. Διαλύεται δε ευθύς με την εξαγόρευσιν.
* Μόνον η χάρις του Θεού όταν έλθει, τότε στέκει στα πόδια ο άνθρωπος. Αλλέως, χωρίς χάριν, πάντοτε περιτρέπεται και πάντοτε πίπτει...

* Φάρμακα είναι οι πειρασμοί και βότανα ιατρικά, ό­που θεραπεύουν τα πάθη τα φανερά και τις αόρατες πληγές μας... Κάλλιον μιας ημέρας ζωή νικηφόρος με βραβεία, πάρεξ έτη πολλά και να ζήσης εν αμελεία... Χωρίς αγώνα και χύσιν αίματος μη περιμένης ελευθερίαν παθών...

* Το αμάρτημα το μικρόν ή το μέγα δια της αληθούς μετανοίας εξαφανίζεται.

* Αν και συγχωρήται ο άνθρωπος δια την αμαρτίαν του, όμως παραμένει η φαντασία του σφάλματος και η ερ­γασία αυτής. καίτοι συγχωρείται η αμαρτία, ο κανόνας πα­ραμένει αναλογία του πταίσματος.

* Ή θα ζήσω μίαν ώραν καθώς θέλεις, Χριστέ μου, ή ας μη υπάρχω εις αυτήν την ζωήν. Έτσι κλαίεις, θρηνείς, και έρχεται το έλεος του Κυρίου. Ησυχάζουν τα πάθη και ειρηνεύεις με τον εαυτόν σου, με τον Θεόν και με όλην την κτίσιν... Παν ό,τι προξενεί ηδονήν θεραπεύεται με οδύνην.

* Όσον και αν το θελήση ο Διάβολος, δεν ημπορεί, μό­νος να μας κολάση, εάν ημείς δεν συνεργήσωμεν στην κακίαν του. αλλ' ούτε πάλιν ο Θεός θέλει μόνος Του να μας σώση, εάν και ημείς δεν γίνωμεν συνεργεί της Αυτού χάρι­τος εις την σωτηρίαν μας. Πάντα βοηθεί ο Θεός, πάντα προφθάνει, αλλά θέλει και ημείς να εργασθούμεν, να κάμωμεν εκείνο όπου ημπορούμεν.

* ...Εγώ εκύτταζα πού υπάρχει ζωή. Πού ημπορώ να κερδίσω ωφέλειαν ψυχής... Λόγος πώς θα σωθής σπανίως ακούεται. Μόνον καταλαλιά και κατάκρισις... Αυτοί, κα­θώς έκαστος ζη έτσι και ομιλεί. Έτσι βλέπουν, έτσι λέ­γουν..., και εγώ τα αφήνω όλα εις τον Θεόν και μανθάνω να υπομένω τα επερχόμενα αγογγύστως.
* Χωρίς ησυχίαν η χάρις δεν παραμένει. και χωρίς την χάριν ο άνθρωπος είναι μηδέν... Την δε κατά μόνας ανάγνωσιν μην την αφήνης ποτέ, ότι πολλήν ωφέλειαν έχει. Διότι λαμβάνεις παράδειγμα από τους Αγίους. Βλέπεις ως εις καθρέπτην τα λάθη σου, τας ελλείψεις, και διορθώνεις τον βίον σου. Είναι η ανάγνωσις φως εις το σκότος.
* Είδα γαρ και πολυειδώς εδοκίμασα ότι, αν η χάρις του Θεού δεν φωτίση τον άνθρωπον, τα λόγια όσα και αν ομιλήσης δεν βγάνεις ωφέλειαν. Προς στιγμήν τα ακούει και την άλλην στρέφει πάλιν αιχμάλωτος εις τα ίδια. Εάν όμως ευθύς με τον λόγον ενεργήση η χάρις, τότε γίνεται κατ' εκείνην την ώραν αλλοίωσις με την αγαθήν του αν­θρώπου προαίρεσιν. Και αλλάσσει θαυμαστώς η ζωή του εκ της ώρας εκείνης. Όμως αυτό συμβαίνει εις όσους δεν εσκλήρυναν από μέσα τους ακοήν και συνείδησιν. Εις δε τους ακούοντας και εν παρακοή παραμένοντας εις τα κακά των θελήματα, εις αυτούς καν ημερονύκτια ομιλής καν την σοφίαν των Πατέρων εις τας ακοάς των κενώσης, καν θαύ­ματα προ οφθαλμών των ποιήσης, καν το ρεύμα του Νείλου επάνω των γυρίσης, αυτή δεν λαμβάνουν μήτε ρανίδα ωφέ­λειαν. Μόνον θέλουν να έρχωνται, να ομιλούν, να περάση η ώρα των, χάριν της ακηδίας... Δια Θεόν τρέχω. ου μέλλει μοι δια τους ανθρώπους... Η πείρα δεν αγοράζεται. Είναι εκάστου απόκτημα, κατά τον κόπον του και το αίμα του που θα δώση μόνος του να την απόκτηση.

* Της υπακοής το φορτίον λογίζεται σύνοψις των λοι­πών αρετών, όπως και ο Σταυρός των Παθών του Κυρίου. Και καθώς ο Ληστής δια του Σταυρού εισήλθεν εις τον Παράδεισον, ούτω και ημείς δια της υπακοής ως δια Σταυρού, εισερχόμεθα εις την Βασιλείαν. Προφανώς οι παρήκοοι έ­ξω της Βασιλείας... Όποιος δεν έχει ταπείνωσιν, δεν κά­μνει ό,τι του λέγουν, γίνεται δούλος δαιμόνων...

* Προσοχή, να μην γινώμεθα ημείς αίτιοι του κακού εις τον άλλον. Και αν δεν δυνάμεθα να τον επιστρέψωμεν, αλλά τον εαυτόν μας ημπορούμεν να τον φυλάγωμεν, να μην πλανηθούμεν.

* Χωρίς το θέλημα του Κυρίου, μήτε ασθενούμεν μήτε αποθνήσκομεν... Λοιπόν ταπεινώσου και πάσαν την ελπίδα σου στήριζε εις Αυτόν.

* Πίστευσον, τέκνον μου, ότι εις όσα και αν πάσχωμεν, εις όλα ο Χριστός είναι άριστος ιατρός της ψυχής και του σώματος. Αρκεί να έχης την τελείαν αυταπάρνησιν, την τε­λείαν πίστιν και αφοσίωσιν εις αυτόν χωρίς δισταγμόν... Είπε εις αυτόν τα παράπονά σου και θα ιδής παράκλησιν, θα ιδής θεραπείαν, όπου να θεραπεύη όχι μόνον το σώμα, αλλά μάλλον της ψυχής σου τα πάθη.

* Του Θεού αι ενέργειαι δεν ομοιάζουν με ημών των αν­θρώπων. Αυτός σιγά - σιγά με πάσαν υπομονήν εργάζεται την σωτηρίαν όλων των θελόντων σωθήναι. Πιστεύω ότι και εδώ δεν θα αφήση τους στεναγμούς και τα δάκρυα της μητρός να πάνε χαμένα... Μόνον την μετάνοιαν του ανθρώ­που, εάν λάβη εις χείρας Του ο φιλάνθρωπος, όλα τα άλλα γνωρίζει Αυτός να οικονομή πανσόφως εις σωτηρίαν.

* ...Ο ελεήμων Θεός αιτίαν γυρεύει και αφορμήν δια να σώση ψυχήν.

* ...Δι' ένα μικρόν πειρασμόν αμέσως η άρνησις. Προτιμώμεν αιώνιον χωρισμόν από τον Χριστόν και ένωσιν αιώνιον με τον Σατανάν, παρά να υπομείνωμεν ταπεινώς την δοκιμασίαν μίας στιγμής!


* Όπου σκληρότης και υπερηφάνεια, εκεί παρακοή και τα σκάνδαλα. Όπου υπακοή και ταπείνωσις, εκεί Θεός ανα­παύεται.
* Είδες άνθρωπον με δίχως υπομονήν; Είναι λύχνος με χωρίς έλαιον, όπου συντόμως θα σβήση το φως του... Η νί­κη είναι υπομονή, η νίκη είναι ταπείνωσις, η νίκη είναι υ­πακοή.

* Ταπείνωσις είναι να σφάλλη ο άλλος και, πριν να προλάβη αυτός να ζητήση συγχώρησιν, ημείς να του βάνωμεν μετάνοιαν λέγοντες: -Συγχώρησον, αδελφέ μου, ευλόγησον!

* Δεν υπάρχει άλλη θυσία πλέον ευώδης προς τον Θεόν, όσον η αγνότης του σώματος, όπου αποκτάται με αίμα και αγώνα φρικτόν.

* Κατά αλήθειαν, τέκνον μου, μέγας ο αγών κατά τών παθών, αλλά χάριτι Θεού όλα κατορθούνται. και τη Αυτού βοήθεια, τα αδύνατα δυνατά γίνονται.

* Όταν γίνεται συγκατάθεσις εις τους λογισμούς, όπου σπέρνει ο πονηρός, τότε σου κόπτει αμέσως την παρρησίαν της προσευχής.

* Μη ραθυμής και αφήνης τον καιρόν να περνά, διότι τον χρόνον όπου ξοδεύεις ασκόπως και μάταια κάθε ημέραν δεν θα τον ξαναβρής. Και θα έχης να δώσης λόγον δι' όλες τις ημέρες και ώρες και στιγμές της ζωής σου.

* Επί τούτοις μάθε και τούτο. ότι με την αγάπην προς τον Χριστόν και την Παναγίαν περισσοτέρως αποκτάς νήψιν και θεωρίαν παρά με άλλους αγώνας. Καλά είναι και ό­λα τα άλλα, όταν καλώς γίνωνται, αλλ' η αγάπη υπέρκειται όλων...

* Λύπη μικρά μετά χαράς συν δάκρυσι μεμιγμένη και με παράκλησιν στην ψυχήν είναι της χάριτος του Θεού. Αυτή μας οδηγεί προς μετάνοιαν εις ό,τι και αν σφάλλωμεν εφ' όρου ζωής. Διώχνει το σφάλμα την προς Θεόν παρρη­σίαν, αλλ' η μετάνοια ευθύς την ανακαλεί. Δεν απελπίζει η χάρις, αλλά συνεχώς διεγείρει τον πίπτοντα εις μετάνοιαν. οι δε λόγοι του δαίμονος ευθύς του δίδουν απόγνωσιν, τον μαραίνουν ως το χαλάζι που πίπτει εις τα τρυφερά φυλλαράκια.

* Η χάρις της μετανοίας, όπου ενεργείται εις αυτούς ό­που αγωνίζονται, είναι κληρονομιά πατροπαράδοτος. Είναι συνάλλαγμα και αντάλλαγμα θείον, όπου δίδομεν γην και λαμβάνομεν ουρανόν. Ανταλλάσσομεν ύλην λαμβάνοντες πνεύμα. Ο κάθε ιδρώτας, ο κάθε πόνος, η κάθε άσκησις δια τον Θεόν μας είναι αλλαγή συναλλάγματος. Αφαίρεσις αί­ματος, εισροή Πνεύματος.

* ...Ευωδιάσατε την ζωήν, την ψυχήν και το σώμα σας, με την αγνείαν και παρθενίαν. Δεν είδα εγώ άλλο που να αρέση τόσον ο γλυκύς Ιησούς και η Πανάχραντος Μήτηρ Του ως αγνείαν και παρθενίαν. Και ει τις θέλει να απολαύ­ση την πολλήν τους αγάπην ας φροντίζη να καθαρεύη, να αγνεύη την ψυχήν και το σώμα. Και ούτως κάθε ουράνιον αγαθόν μέλλει να λάβη.

 * ...Εις το αταπείνωτον φρόνημα εμφωλεύει ο πολύς ε­κείνος εγωισμός, η εωσφορική υπερηφάνεια των αιρετικών, όλων των πλανεμένων που δεν θέλουν να επιστρέψουν.
 * Με τους πειρασμούς, παιδί μου, μας γίνεται η κάθαρσις της ψυχής. Μέσα στας θλίψεις, μέσα στους πειρα­σμούς, εκεί ευρίσκεται και η χάρις. Εκεί θα βρης τον γλυ­κύτατον Ιησούν... Θλίψεις δεν λέγονται αι στενοχώριες και μέριμνες, το πώς να ζήσης, αλλά θλίψεις δια Χριστόν. Διωγμοί. το να πάσχης δια να σώσης ταν άλλον. Αγώνες δι' αγάπην Χριστού και εναντιώσεις των πειρασμών. Να δυστυχής έως θανάτου δια Χριστόν. Να υπομένης ύβρεις και ονείδη αδίκως. Να καταφρονήσαι από όλους ως πλανε­μένος. Τότε δικαίως ο Κύριος παρακαλεί την ψυχήν και ευ­φραίνει αυτήν.
 
* Ο εμός πόθος, η καύσις της εμής καρδίας, ο θείος μου έρως ο φλογίζων τα σπλάχνα μου διαρκώς, είναι πώς να σωθούν ψυχαί. πώς να προσφερθούν εις τον γλυκύτατον Ιησούν μας θυσίαι λογικαί.

 
* Λοιπόν ακούσατέ μου του ταπεινού και ελαχίστου. Ανοίξατε τους οφθαλμούς της ψυχής σας να ιδήτε τι υπάρχει πέραν από αυτήν την ζωήν.

 
* Οι άνθρωποι του κόσμου αγαπούν τον κόσμον, επειδή δεν εγνώρισαν ακόμη την πικρίαν αυτού. Είναι ακόμη τυ­φλοί στην ψυχήν και δεν βλέπουν τι κρύπτεται μέσα εις αυ­τήν την προσωρινήν χαράν. Δεν ήλθεν ακόμη εις αυτούς φως νοητόν. δεν έφεξεν ακόμη ημέρα σωτηρίας... Δεν κερ­δίζει ο έξυπνος, ο ευγενής, ο ομιλών τορνευτά, ή ο πλού­σιος, αλλ' όποιος υβρίζεται και μακροθυμεί, αδικείται και συγχωρεί, συκοφαντείται και υπομένει. ...Αυτός καθαρίζε­ται και λαμπρύνεται περισσότερον. Αυτός φθάνει εις μέτρα μεγάλα. Αυτός εντρυφά εις θεωρίας μυστηρίων. Και τέλος αυτός είναι από εδώ μέσα εις τον Παράδεισον.

 
* Η κάθε θλίψις όπου μας γίνεται, είτε εξ ανθρώπων, είτε εκ δαιμόνων, είτε εξ αυτής της ιδίας μας φύσεως, πά­ντοτε έχει κλεισμένον εντός της το ανάλογο κέρδος. Και ό­ποιος την απερνά δι' υπομονής λαμβάνει την πληρωμήν. ε­νταύθα τον αρραβώνα εκείθεν το τέλειον. Χρεία λοιπόν της υπομονής, καθάπερ άλας εν φαγητώ, διότι άλλος δρόμος δεν είναι του να κερδίσωμεν, να πλουτίσωμεν, να βασιλεύσωμεν. Αυτόν τον δρόμον ο Χριστός μας τον χάραξε. Και ημείς, όσοι τον αγαπούμεν, οφείλομεν δι' αγάπην Του να ακολουθούμεν... Χωρίς πειρασμόν δεν γνωρίζονται αι αγνές ψυχές, δεν φαίνεται η αρετή, δεν διακρίνεται η υπομονή. Χωρίς πειρασμούς αδύνατον η υγεία της ψυχής να φανή...

 
* Τώρα θυμώνεις και λυπείσαι, διότι βραδύνει να απαι­τήση ο ουράνιος Πατήρ. Καγώ σοι λέγω ότι και αυτό θα γίνη καθώς το επιθυμείς, αλλά θέλει πρώτα προσευχήν εξ ό­λης ψυχής και κατόπιν να περιμένης... Και όμως, αφού παρέλθη η δοκιμασία, έρχεται τόση παράκλησις, ωσάν να εί­σαι μέσα εις τον παράδεισον χωρίς σώμα. Σε αγαπά ο Χρι­στός, σε αγαπά η Παναγία μας, σε επαινούν οι Άγιοι, οι Άγγελοι σε θαυμάζουν.

 
* Η χάρις του Χριστού και της Παναγίας μας όλα τα διαλύει. Έχε υπομονήν, διότι η Βασίλισσα Θεοτόκος και Κυρία των όλων δεν μας αφήνει. Αυτή προσεύχεται δι' ημάς.


* Μικρά τα ενταύθα παθήματα προς σύγκρισιν της μελ­λούσης ανταποδόσεως. δια τούτο, ψυχή μου, κάμνε υπομο­νήν.


* Ο Θεός βοά προς ημάς τέκνα Αυτού γενέσθαι, ημείς δε γινόμεθα υιοί σκότους. Δια βραχύ μέλι τους όλους αιώνας αλλάσσομεν. Δια μικράν ηδονήν καν τε τρυφής, καν τε δό­ξης της Βασιλείας του Θεού παραιτούμεθα και εκπίπτομεν.


* Η σημερινή κατάστασις των πολλών περιωρίσθη εις ένα τύπον εξωτερικόν. Πέραν τούτου δεν υπάρχει φροντίδα και μέριμνα δια το εσωτερικόν της ψυχής, όπου συνίσταται το παν...

 
* ...Να βλέπης ότι έχεις όλον εξ ολοκλήρου το δίκαιον και να πείθης τον εαυτόν σου ότι έχεις το άδικον. Αυτή εί­ναι η τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών... Λοιπόν τα­πείνωσόν σου το φρόνημα και μη νομίζης πως είναι εύκολον να πάθης και να μάθης τοιαύτα... Μη βλέπης τον κό­σμον, να σε βλέπη ο Θεός.
  
* Πάντοτε εις την ώραν του πειρασμού να καταφεύγης εις τον Χριστόν και την Παναγίαν μας. Να επικαλήσαι την βοήθειαν των Αγίων και να προσέχης... Να φεύγης ωσάν από φωτιά τους κακούς λογισμούς, δια να μην κάμνουν μέσα σου ρίζες.
* Ουδέν άλλο ωραιότερον, ουδέ γλυκύτερον ως το αγα­πάν τον Κύριον Ιησούν. Ουδέν υψηλότερον ως το φιλοσο­φείν περί των ουρανίων και εκ των εντεύθεν κατοπτρίζειν τα αιώνια αγαθά.

* Ο αληθής μοναχός είναι προϊόν του Αγίου Πνεύμα­τος.

* Τον έσω άνθρωπον θέλει η θεία Χάρις να ενώσης με τον Θεόν και τότε θα γίνης χρήσιμος και εις άλλους.

* Τον κόσμον μόνον ο πόλεμος θα τον διορθώση όπου ήδη θα έλθη ή και έρχεται μετά καλπασμού. Η δυστυχία θα φέρη πολλούς εις συναίσθησιν. οι δε αμετανόητοι, αναπολόγητοι.

* Μακάριος, όποιος νυχθημερόν ενθυμείται τον θάνα­τον και ετοιμάζεται να τον συνάντηση... Μη λυπήσαι υπέρ­μετρος δια τίποτε. Άφηνέ τα όλα εις τον Θεόν. και Εκεί­νος από ημάς γνωρίζει καλύτερα της ψυχής το συμφέρον... Τα κακώς γενόμενα εις το παρελθόν, μόνον μετάνοια καλή, και αλλαγή ζωής τα διορθώνει.

* Ενόσω ζούμε, αυτή η ζωή δεν έχει ανάπαυσιν. Ζυμω­μένη με τα βάσανα είναι. Ανάμικτα όλα, και μακάριος ό­που έχει σύνεσιν να κερδαίνη από όλα.

* Οι Μασώνοι πολλά σκέπτονται και πολλά θέλουν να κάμουν, αλλ' εάν επιτρέψη ο πάντων Κύριος. Χωρίς το θέ­λημά Του, είπε, μήτε τρίχα δεν πέφτει, μήτε φύλλο. Αυτός θα διασκέδαση τας βουλάς αυτών...

* Και δίδασκέ τους όλους να προσεύχωνται νοερώς, να λέγουν αδιάλειπτα την ευχήν: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέη­σόν με. Εις την αρχήν με τα χείλη και με τον νουν. Έπειτα με τον νουν και με την καρδίαν. και θα εύρουν συντόμως οδόν της ζωής, θύραν του Παραδείσου, μάλλον αυτή η ευχή λεγομένη με πόθον θα γίνη ως Παράδεισος μέσα τους... Η ευχή βοηθά όλους, αλλά πρέπει καθένας να αγωνίζεται κα­τά δύναμιν. ο δε Θεός, κατά την προαίρεσιν, αναλόγως δί­δει την χάριν Του.

* Δεν είναι μόνον να εύχεσαι, είναι και να προσέχης. Να αγρυπνής εις τους λογισμούς, να τους κυβερνάς με πολλήν δεξιοτεχνίαν, αλλέως θα σε κυβερνήσουν αυτοί και εις το τέλος θα γίνης περίγελως των δαιμόνων.

* Δεν είδα εγώ ψυχήν ευχομένην να προοδεύση, χωρίς καθαράν εξαγόρευσιν των κρυπτών λογισμών. Θέλεις, παι­δί μου, να συντρίψης την κεφαλήν του Όφεως; Ειπέ τους λογισμούς σου καθαρά στην εξομολόγησιν. Μέσα εις την πονηρίαν των λογισμών στέκει η δύναμις του Διαβόλου. Τους κρατάς; Κρύπτεται. Τους φέρνεις εις φως; Αφανίζε­ται. και τότε χαίρει ο Χριστός, προχωρεί η ευχή και το φως της χάριτος θεραπεύει, ημερεύει τον νουν, την καρδίαν σου.

* Ας εξετάζωμεν ο καθείς μας, νέοι και γέροντες, μι­κροί και μεγάλοι. εις τον κάθε λόγον όπου θα ειπούμεν, εις το κάθε μας βήμα, εις όλας τας στιγμάς νυκτός και ημέρας μήπως κάμνωμεν, λέγωμεν ή διανοούμεθα κάτι που δεν αρέ­σει εις τον Χριστόν;

* Αφήσατε το ίδιον θέλημα, διότι είναι θάνατος ψυχής εις τον άνθρωπον. και ας σκεπάζη ο ένας του άλλου τα σφάλματα, δια να σκεπάζη και ο Χριστός τα ιδικά σας.

* Δεν αλησμονώ τες καλωσύνες σου. μόνον, όταν βλά­πτεται η ψυχή μου δεν συμφωνώ. Διότι κατά πολύ υπερτε­ρεί ο Θεός της ανθρωπίνης αγάπης. Και όλα του κόσμου τα αγαθά εάν μου χαρίσης, εάν εγώ πληροφορηθώ ότι ένα πράγμα δεν είναι κατά Θεόν δεν το κάμνω εις τον αιώνα. Αφού ημέραν και νύκτα ζητώ να γίνεται το θέλημα του Θεού, πώς λοιπόν να το παραβώ; Δι' αυτό μη λέγης ότι δεν σε α­γαπώ, αλλ' ότι δεν συμφωνεί ο Θεός με τον λογισμόν σου.

* Η αλήθεια είναι πράγμα ακριβόν και δεν ευρίσκεται εις του καθενός τον λόγον. Καθώς ζη έτσι και ομιλεί έκα­στος των ανθρώπων. Γνώθι εκ του τρόπου της ζωής την αλήθειαν των λεγομένων...

Ο σος πατήρ και ευχέτης αμαρτωλός Ιωσήφ.



* Μάταιε κόσμε! Ψεύτικε ντουνιά! Κανένα καλόν δεν έχεις επάνω σου! Τελείως ψεύδος. Τελείως απάτη. Μας απατάς, μας γελάς, παίζεις μαζί μας... Ει τι εκάναμεν και το εστείλαμεν δια την άλλην ζωήν, εκείνο και μόνον παραμένει άθικτον. Κανείς δεν το παίρνει. Κανείς δεν δύναται να το αφαίρεση.

* ...Το δάκρυ, τo πένθος, o πόνος, διότι ελύπησες τον τόσο καλόν και ευεργέτην πατέρα Θεόν -όπου σε εδόξασε τόσον εσέ τον πηλόν, σου εχάρισε την θεϊκήν Του πνοήν- αυτά της μετανοίας τα έργα, με την χάριν Του, θα σε εξαγνί­σουν. Λοιπόν κλαύσον και πένθησον, διότι ελύπησες τον Θεόν, και μετά τον κλαυθμόν σε επισκιάζει παράκλησις και παρηγοριά. Και τότε ανοίγεται θύρα της προσευχής.

* Και επειδή εμολύναμε τον νουν μας, και την καρδίαν μας και το σώμα μας, με λόγον, με έργον, κατά διάνοιαν, τώρα δέν έχομεν παρρησίαν. Δεν έχομεν ένδυμα γάμου. Δι' αυτό πρέπει να καθαρισθώμεν. με εξομολόγησιν, με δά­κρυα, με πόνον ψυχής. και το πάντων ανώτερον, προσευχήν, όπου καθαρίζει και τελειοποιεί τον άνθρωπον.

* Η ταπείνωσις δεν είναι λόγια απλά όπου λέγομεν. εί­μαι αμαρτωλός... και λοιπά. Η ταπείνωσις είναι η αλήθεια. Να μάθη κανείς ότι είναι μηδέν... Μέγα δώρον Θεού το να γνωρίση ο άνθρωπος την αλήθειαν. και αυτή η αλήθεια είπεν ο Κύριος ελευθερώνει ημάς εκ της αμαρτίας.

* Η γνώσις περί Θεού είναι όρασις του Θεού. Καθότι η πνευματική γνώσις, όχι η φυσική, γνωρίζει τον Θεόν. Διότι η φυσική γνώσις είναι η διάκρισις όπου γνωρίζει το καλόν από το κακόν -και το έχουν όλοι οι άνθρωποι- η δε πνευ­ματική γνώσις γίνεται εκ της πνευματικής εργασίας μετά του «γνώθι σαυτόν». Όλα αυτά μας γίνονται εκ της χάριτος του Θεού δια μέσου της προσευχής. Η χάρις του Θεού βλέ­πεται νοερώς και γνωρίζεται εν αισθήσει νοός μόνον εν ώ­ρα της προσευχής.

* Και, όσον εσύ καθαρίζεις από τα πάθη, τόσον ειρη­νεύεις και σωφρονείς και εννοείς τον Θεόν.

* Τας βουλάς του Θεού, όπως εργάζεται δια να μας σώση, δεν τας γνωρίζει κανείς. Πάντως όμως με όποιον τρό­πον και αν γίνονται είναι ωφέλιμες- αδιάφορον ότι ημείς λυπούμεθα και μας φαίνεται ότι εγκατελείφθημεν από του Θεού.

* Ο άνθρωπος από μικρός αμαρτάνει. με λόγον, με βλέμμα, με την διάνοιαν, με συγκατάθεσιν, με την πράξιν. Και δι' ενός φόβου εξαφνικού, ενός δυστυχήματος, μιας μεγάλης ζημίας, συγχωρούνται όλα εκείνα και γίνεται διαμά­ντι, από γυαλί όπου ήτον τό πρότερον.


* Όταν εξομολογήται ο άνθρωπος, καθαρίζεται η ψυχή του και γίνεται ως αδάμαντας φωτεινός... Χωρίς την εξομο­λόγησιν, μετάνοιαν δεν λογίζεται. και χωρίς την μετάνοιαν άνθρωπος δεν σώζεται...

* Αν δεν αφήσης την αμαρτίαν ό,τι και αν κάνης πη­γαίνει χαμένο. Μόλις χωρίσεις και αφήσεις την αμαρτίαν όλα είναι συγχωρημένα μετά την εξομολόγησιν.
                                                                                              
* Αρχή και τέλος παντός αγαθού είναι ο Χριστός. Η­μείς από μόνοι μας δεν ημπορούμεν τίποτε να ποιήσωμεν, εάν ο Χριστός με την θείαν του χάριν εν πρώτοις δεν συνεργήση.

* Βάλε μίαν καλήν αρχήν, δια να γίνη και το τέλος κα­λόν. Εργάσου τώρα την κάθε ημέραν δια να θερίσης ειρή­νην στο γήρας.

* Δια να αναπτύσσεται ο έσωθεν άνθρωπος, να εύρης ειρήνην από τα πάθη, και να εξανθήση ο καρπός της αγα­θής εργασίας σου, πρέπει όλα να συνοδεύωνται με την διη­νεκή και αδιάλειπτον προσευχήν.
* Με την αγάπην και την απλότητα, χωρίς πολλούς διαλογισμούς, γρηγορώτερα φθάνεις εις τον άνω λιμένα.

* Όσον περισσότερον αγαπάς, τόσον περισσότερον αγαπάσαι... Φροντίζετε την ψυχήν σας μόνον. αυτήν μερι­μνάτε να σώσετε όπου είναι τιμία, αθάνατος.
* Όλα συγχωρούνται, μόνον όσα δεν εξομολογηθούν, εκείνα δεν συγχωρούνται... Χύσε δύο σταγόνας δάκρυα με πόνον ψυχής, και ξεπλύνετε όλος ο ρύπος.

* Κάμνε ό,τι ημπορείς ελεημοσύνην, Λειτουργίας, Παρα­κλήσεις, ό,τι ημπορείς, δια να ανοίξης τον δρόμον εις τους ουρανούς, όπου εκατονταπλασίονα λήψει και ζωήν την αιώνιον.

* Ο άνθρωπος, τέκνον μου, τίποτε από μόνος του δεν δύναται να ποιήση. μήτε είχε, μήτε έχει, μήτε θα έχη ποτέ την δύναμιν να πράξη κάτι καλόν, χωρίς να τον επισκίαση άνωθεν ο Θεός.

* Όσον διψά κανείς την σωτηρίαν του αδελφού του, τόσον πλημμυρίζει η ψυχή του από αγάπην Θεού.

* Αφού τον Θεόν αγαπήσης, τότε και τον πλησίον σου να αγαπήσης ως εαυτόν.

* Πρόσεχε, παιδί μου, πολύ τους αιρετικούς. Αυτού όπου είσαι είναι ξένες φυλές και γλώσσες... Μην ομιλής διό­λου με αυτούς, διότι μολύνεται η καθαρά σου ψυχή από τα βλάσφημα λόγια τους. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας τους έχει χωρίσει.

* Κάλλιον να αποθάνω επάνω εις τον αγώνα, παρά να αφήσω και να υβρισθή η οδός του Θεού, αφού έχω τόσας μαρτυρίας ότι δι' αυτής διώδευσαν Πάντες οι Άγιοι.

* Πλείον των άλλων χρήζομεν της πνευματικής διακρί­σεως, και πρέπει εμπόνως να το ζητούμεν παρά Θεού...

* Ημείς να ζητώμεν το έλεος της αφέσεως των αμαρ­τιών μας, και να επιμεληθώμεν την καθαρότητα της ψυχής, και τα του Θεού έρχονται μόνα τους χωρίς την ημών ζήτησιν.

* Πας άνθρωπος χρεωστεί, εάν θέλη την σωτηρίαν του, να βιάζεται, να πολεμή μετά των παθών..., και να αγωνίζε­ται δια να στέκη εις τους θεϊκούς νόμους της φύσεως.

* Άλλο μεν, αγαπητόν μοι τέκνον, είναι εντολή αγά­πης εξ έργων τελούμενης προς την αλληλοφιλαδελφίαν, και άλλο ενέργεια της θείας Αγάπης. Και το μεν πρώτον δύνανται όλοι οι άνθρωποι, εάν θελήσουν και βιασθούν να το πληρώσουν, το δε δεύτερον έγκειται εις την πηγήν της Αγάπης, τον γλυκύτατόν μας Ιησούν, όπου μας δίδει, εάν θέλη, όπως θέλει, και οπότε Αυτός θέλει... Είθε ο Θεός των όλων όλους να ελεήση δι' ευχών των Οσίων Θεοφόρων Πατέρων. Αμήν.

Διατελώ προς Θεόν ευχέτης
Ελάχιστος μοναχός Ιωσήφ



(Σταχυολογήματα από το θαυμάσιο βιβλίο του μακαρι­στού και Οσίου όντως Γέροντος Ιωσήφ. Έκφρασις Μονα­χικής εμπειρίας της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους, έκδοσις τρίτη 1985).
Πηγή:  Περιοδικόν «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»

Τρίτη, Ιουνίου 03, 2014

«ΕΙΔΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΘΕΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΤΙΜΙΑ ΔΩΡΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ» - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ π. ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ


Συχνά στην Θεία Λειτουργία ο παπά – Εφραίμ, έβλεπε την Θεία Χάρη ολοζώντανη, ψηλαφητή, να γεμίζει όλο το εκκλησάκι. Δια τούτο έλεγε εμπειρικά ότι : «Το Πνεύμα το Άγιον δεν οράται, αλλά η Χάρις Του οράται».

Η Χάρις πλημμύριζε τις καρδιές τους στον μικρό ναό και πολλές φορές έβλεπε το Θείο Βρέφος πάνω στο άγιο Δισκάριο και τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι.

Μια φορά στον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, πληροφορήθηκε τί σημαίνει : «Υιός Θεού και συγκληρονόμος Χριστού !» και παράλληλα ένοιωθε τρομερή ζέση πνεύματος.

Πολλές φορές, κατά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, είδε νεκρό σώμα επί της Αγίας Τραπέζης όταν λειτουργούσε, όπως σε Επιτάφιο.

Κάποτε μετά από Θεία Λειτουργία όταν πήγε να κοιμηθεί ο παπά – Εφραίμ, ξαφνικά βλέπει ένα Χερουβείμ. Με ανέκφραστη αγαλλίαση το αγκάλιασε και το φίλησε. Όταν είπε στον Γέροντα (τον μακαριστό Ιωσήφ τον Ησυχαστή) τί του συνέβη, αυτός του είπε ότι ήταν εκδήλωσις της Θείας Χάριτος.

Άλλη φορά είδε τον Τριαδικό Θεό στα Τίμια Δώρα και να πώς Τον περιγράφει : «Είδα όλη την Θεότητα στα Τίμια Δώρα. Την είδα με τα μάτια της ψυχής. Αυτό όμως δεν μπορώ να το περιγράψω. Τον Θεό, βέβαια, δεν μπορεί να Τον ιδεί ο άνθρωπος και να ζήσει, αλλά κάπως, όπως ο Μωυσής που λέγει «τα οπίσθια του Θεού». Ευρέθην την στιγμήν εκείνην εις κατάστασιν αρρήτου μακαριότητος, ειρήνης, αγάπης, θείου έρωτος, δακρύων. Ζωντανός ο Θεός εις το άγιον Δισκοπότηρον ! Πώς να τολμήσεις, λοιπόν, να πλησιάσεις εις τον άγιον Ποτήριον ;»

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ, Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1897-1959), εκδ. Ι.Μ.ΑΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΡΙΖΟΝΑΣ USA 2008, σσ 177 κ.ε.

Τρίτη, Απριλίου 15, 2014

Γιατὶ ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό;

Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής


 



Ἐρωτ.: Γέροντα, μᾶς μιλήσατε προηγουμένως γιά τό ἀτελές τοῦ Ἀπ. Πέτρου, πρό τῆς Πεντηκοστῆς. Λόγω τῆς ἀτέλειάς του ἀρνήθηκε τόν Κύριό μας;

Ἀπαντ.: Τό θέμα τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου, κατά τίς κρίσεις τῶν Πατέρων, εἶναι οἰκονομία. Διότι δέν ἦτο δυνατό ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἰς ὅλη τήν περίοδο ποὺ ἦταν μαζί μέ τόν Χριστό καί ἔδειξε τόσο ζῆλο καί τόση ταπεινοφροσύνη, νά πέση σέ τόσο μεγάλο λάθος, νά ἀρνηθῆ τρεῖς φορές τόν Δεσπότη Χριστό. Δέν εἶναι λογικό αὐτό. Θυμηθεῖτε τήν ὁμολογία τοῦ Πέτρου!

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι;» ὁ Πέτρος ὡμολόγησε καί εἶπε: «Σύ εἰ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καί ὁ Ἰησοῦς μας ἐγύρισε καί τοῦ εἶπε: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνά, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ' ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν». (Ματθ. 16,16-18).

Ὁ Πέτρος κατά φύσι ἦταν πολύ ζηλωτής καί ἀσυμβίβαστος. Μέσα στήν πανσοφία Του ὁ Θεός, μετά τήν θερμή του ὁμολογία, τόν ἔθεσε θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἐκκλησία θά ἀγκάλιαζε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύσι, ὅλους τοὺς χαρακτῆρες, ὄχι μόνο τούς ζηλωτές καί ἰσχυρούς ἀλλά καί τούς ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους, ἐπιτρέπει ὁ Κύριος τήν τριπλῆ ἄρνησι. Διότι, μήν ξεχνᾶμε• οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι ἀσθενεῖς καί ἀδύνατοι. Οὔτε στούς πέντε ἀνά ἑκατό δέν θά εὕρωμε ἰσχυρούς χαρακτήρας, οἱ ὅποιοι ἀγάπησαν τόν Θεό ἐξ ὁλοκλήρου καί μέ τήν ὁρμή τῆς ἀγάπης τους ἔδειξαν αὐταπάρνησι. Γι' αὐτούς λοιπόν τούς ὑπολοίπους ἀσθενεῖς ἔγινε οἰκονομία. Ὁ Πέτρος ὅμως ὡς ζηλωτής καί ἰσχυρός, ποὺ δέν εἶχε μέσα του νόημα συγκαταβάσεως, δέν θά τό καταλάβαινε αὐτό.

Ἑπομένως κάνει μία οἰκονομία ὁ Θεός καί ἐπιτρέπει νά τόν ἀρνηθῆ. Ὕστερα τόν θεραπεύει μόνος Του. Τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει: «Πέτρε, φιλεῖς με; Πέτρε, ἀγαπᾶς με;» Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, δέν τό κατάλαβε. Ἀλλά οἱ τρεῖς ἐρωτήσεις ἦταν ἡ θεραπεία τῆς τρισσῆς ἀρνήσεως.

Μέ τήν τριπλῆ Ὁμολογία, ὁ Πέτρος, ἐξήλειψε τήν ἐνοχή. Ἔμαθε ὅμως ἐκ πείρας, ὅτι καί οἱ ζηλωταί ἀκόμη ἔχουν ἀνάγκη ἐπιεικείας.

Τό ἴδιο κάνει ὁ Θεός καί στόν Ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἦταν ἡ σπονδυλική στήλη τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀφήνει στήν ἀρχή νά γίνη διώκτης, ἐχθρός• καί ὕστερα τόν παίρνει• καί αὐτός μέ συναίσθησι βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης λέγει: «Οὐκ εἰμί ἱκανός καλεῖσθαι Ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Ἔχω ὅμως ἕνα ἐλαφρυντικό, ὅτι «ἀγνοῶν ἐποίησα».

Βλέπετε μέ πόση πανσοφία ὁ Θεός οἰκονομεῖ γιά νά δώση καί σέ μᾶς παρηγοριά. Διότι αὐτοί οἱ κορυφαῖοι ἐάν ἔμπαιναν μέ τήν δύναμι τῆς ὁρμῆς τους μέσα στήν Ἐκκλησία, ποῦ θά ἤξεραν ὅτι ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι δέν ἠμποροῦμε τώρα νά κρατήσωμε; Μέ αὐτό τόν τρόπο συγκαταβαίνει ἡ θεία ἀγαθότης πρός τίς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ἠμπορέσωμε καί ἐμεῖς νά φθάσωμε εἰς αὐτή. Κατεβαίνει ὁ Θεός γιά νά σηκωθοῦμε ἐμεῖς.

Δευτέρα, Μαρτίου 17, 2014

Για την λειτουργία των πνευματικών νόμων


Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Ο Γέροντας αγαπούσε να εργάζεται και δεν σταματούσε καθόλου στις ώρες πού επέτρεπε το πρόγραμμα. 

Το εργόχειρο μας τότε ήταν σταυρουδάκια σκαλιστά, τα οποία σκάλιζε με μεγάλην ευχέρεια και ταχύτητα, αφού εμείς ετοιμάζαμε το ξύλο. Έμενε μόνος του στο καλυβάκι πού του χτίσαμε μακρύτερα από μας, κι εμείς πηγαίναμε να τον βρούμε το μεσημέρι και μετά φεύγαμε ο καθένας μόνος του.

Το μέρος εκεί ήταν απόμερο και ήσυχο, αλλά ήταν πιο εκτεθειμένο στους καιρούς. Έτσι, το κρύο ήταν περισσότερο, ώσπου τον πείσαμε να του βάλουμε λίγη θέρμανσι με καμμιά σόμπα. Πήρα, εγώ ο ευτελής, τα μέτρα και ετοίμασα τα υλικά, για να την φτιάξω με λαμαρίνα απ’; έξω και μέσα χτιστή με πηλό. Ετοιμάστηκα για την επομένη, όπως του έταξα αποβραδίς, και το πρωί μάζεψα τα εργαλεία μου και τα υλικά και πήγα κάπου εκεί κοντά να την φτιάξω και να την τοποθετήσω μετά. Έβαλα μετάνοια, όπως πάντα, και άρχισα με καλό καιρό, γιατί δούλευα έξω στο ύπαιθρο.

Μόλις μέτρησα και έκοψα τα εξαρτήματα και άρχισα να δουλεύω, χάλασε απότομα ο καιρός. Μετά, εύρισκα μια παράξενη δυσκολία σε ο,τιδήποτε και αν επιχειρούσα να κάμω. Φυσούσε ένας παράξενος αέρας, πού δεν είχε κατεύθυνσι προς κανένα σημείο, μόνο σήκωνε τα πάντα κατ’; επάνω μου και μου ‘φερνε στο πρόσωπο ο,τιδήποτε βρισκόταν στον τόπο: λαμαρίνες, σανίδες, παλιόχαρτα και άμμο. Παραδόξως μου έφευγαν τα εργαλεία και κατρακυλούσαν μακριά χωρίς λόγο, διότι ο τόπος δεν ήταν παντελώς κατωφερής. Τα καρφιά στράβωναν χωρίς λόγο, με την παραμικρή πίεσι, έσπαζαν τα τρυπάνια, άλλαζαν τα σχέδια μου, πού τα είχα μετρημένα και κομμένα με ακρίβεια.

Στην αρχή δεν υπελόγισα τίποτε και βιαζόμουν να επαναφέρω τα πράγματα στην ταξί και να συνεχίσω. Σε λίγο όμως το πράγμα έγινε πολύ αισθητό, ότι κάτι συνέβαινε. Σταμάτησα λίγο όμως, γιατί είχα κατασυντρίψει κυριολεκτικά και όλα μου τα δάχτυλα, και μια παράξενη ταραχή μέσα μου, μου προκαλούσε οργή, σύγχυσι, ανυπομονησία. «Περίεργο πράγμα, λέω, κάτι συμβαίνει»! Εν τω μεταξύ και ο καιρός επεδεινώθη, πού με ανάγκασε να διακόψω, και πήγα στον Γέροντα. Αυτή η κατασκευή απαιτούσε δυο με τρεις, το πολύ, ώρες δουλειά και πέρασαν περισσότερο από έξι ώρες, χωρίς να έχω κάνει τίποτα.

Τότε θυμήθηκα κάτι πού μου είχε πει ο Γέροντας το πρωί, όταν ξεκίνησα, και δεν το έλαβα υπ’ όψι. «Άντε να δούμε, μου είχε πη, θα κάμης τίποτε σήμερα;». Εγώ δεν έδωσα σημασία στο νόημα αυτών των λέξεων, αλλά σκέφτηκα πώς το είπε για να με ταπείνωση ίσως, γιατί ήξερα αυτή τη δουλειά. Μάλιστα φιλοδοξούσα να τελειώσω και συντομώτερα καν επιτυχέστερα, για να τον αναπαύσω, και με την κρυφή χαρά πώς μας επέτρεψε να του βάλωμε θέρμανσι και αυτό θα το έκανα μόνος μου εγώ!

Πήγα, λοιπόν, του χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε. Μόλις με είδε ταραγμένο, άρχισε να γελάη.

«Γέροντα, λέω, τι συμβαίνει εδώ; και γιατί μου είπες το πρωί σαν πρόρρησι, αν τελειώσω’;; Αφού ξέρεις πώς για μένα τούτο ήταν παιχνίδι». «Εσύ τι συμπέρανες πώς ήταν», μου είπε χαριεντιζόμενος. «Πειρασμός, του είπα, σατανική ενέργεια». «Αυτό ήταν, μου απάντησε. Και άκουσε να μάθης το φαινόμενο σε σένα μυστήριο. Το βράδυ στην προσευχή μου, όταν τελείωσα και ήθελα να ησυχάσω, είδα τον σατανά και απειλούσε να μου κάμη εμπόδια και πειρασμό στην απόφασί μου, πού είχα προγραμματίσει. Κι εγώ είπα στον Χριστό μας- ‘Κύριέ μου, μη τον εμπόδισης, για να του δείξω πώς σε αγαπώ και θα υπομείνω το κρύο, όσο επιτρέψης Εσύ’. Και αυτός ήταν ο λόγος, παιδί μου, πού έγιναν όλα αυτά, για να μην έχω σύντομα θέρμανσι, καθώς σεις επιθυμούσατε να μου ετοιμάσετε».

Εγώ, ο μάρτυς αυτού του δράματος, όταν άκουσα αυτή την λεπτομέρεια και τα μυστήρια της κρυπτής προνοίας, με τα οποία λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έμεινα κατάπληκτος και εν σιωπή μονολογούσα· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον και δόξαν των θαυμάσιων Σου»! Το γεγονός αυτό με βοήθησε να καταλάβω τη δύναμι του λόγου των Γερόντων, πού κατά τον αββά Ποιμένα και τον αββά Δωρόθεο- κρύβουν μέσα τους δύναμι και ενέργεια της χάριτος, σαν δείγμα της προσωπικής των καταστάσεως και πείρας.

”Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής” περί λειτουργίας των πνευματικών νόμων 

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 17, 2014

Όταν σοι έλθει θυμός κλείσε το στόμα σου- Γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής


 
Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής 

«Ο θυμός καθ’ εαυτόν είναι φυσικός. Όπως τα νεύρα στο σώμα. Είναι και αυτός νεύρον ψυχής και οφείλει να τον μεταχειρίζεται ο καθείς εναντίον των δαιμόνων, ανθρώπων αιρετικών, και παντός κωλύοντος από την όδόν του Θεού. Εάν δε θυμώνεις κατά των ομοψύχων αδελφών ή, εκτός εαυτού γενόμενος, χαλάς τα έργα των χειρών σου, γίνωσκε ότι κενοδοξίαν νοσείς και κάμνεις παράχρησιν του νεύρου της ψυχής. Απαλλάττεσαι δε διά της αγάπης προς πάντας και αληθούς ταπεινώσεως.
Διά τούτο όταν σοι έλθει θυμός κλείσε το στόμα σου δυνατά και μη ομιλήσεις εις τον υβρίζοντα ή ατιμάζοντα ή ελέγχοντα ή πολυειδώς σε πειράζοντα άνευ λόγου. 

Ο άνθρωπος είναι πλασμένος ήμερος και λογικός και επομένως ο θυμός δεν αρμόζει ουδέποτε εις την φύσιν του, ενώ με την αγάπην πάντοτε ευδοκιμεί και υποτάσσεται. Με το καλό και με την αγάπην μπορείς να κάμεις πολλούς να ημερέψουν και αν κανείς είναι καλοπροαίρετος, τον κάμνεις ογλήγορα να συμμορφωθεί, να γένη Άγγελος Θεού». 

«Μη ζητήσεις ποτέ σου να ευρείς το δίκαιον, διότι τότε έχεις το άδικον. Αλλά μάθε να υπομένεις ανδρείως τους πειρασμούς, οιουσδήποτε και αν επιτρέψει ο Κύριος. Χωρίς πολλές δικαιολογίες να λέγεις «Ευλόγησον»! Και χωρίς να σφάλλεις να μετανοείς ότι έσφαλες. Εν επιγνώσει ψυχής και όχι απ’ έξω, δι΄ έπαινον, να λέγεις πως έσφαλες και μέσα να κατακρίνεις. Μη ζητάς εις τις θλίψεις σου παράκληση από τους ανθρώπους, διά να παρακληθείς από τον Θεόν. Μη νομίζεις ανάπαυσιν οπόταν ομιλήσεις, εάν ζητήσεις να ευρείς το δίκαιον. Το δίκαιον είναι να υπομείνεις ανδρείως τον επερχόμενον πειρασμόν διά να βγης νικητής καν έπταισες ή δεν έπταισες. Ει δε και λέγεις «μα διατί;» μάχεσαι τον Θεόν, τον αποστείλαντα λυπηρά διά την εμπαθή σου κατάσταση».

πηγή το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2014

Καθαρισμός Της Καρδίας Γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστή

  
   Το κέντρο της ζωής μας είναι η απασχόλησί μας με τον πνευματικό νόμο. Αυτός είναι και ο λόγος πού αρνηθήκαμε τον κόσμο και εγκαταλείψαμε τον οικογενειακό βίο, ο οποίος δεν είναι αμαρτωλός. Τον εγκαταλείψαμε, επειδή θελήσαμε να εκφράσωμε με ένα ιδιαίτερο τρόπο την αγάπη μας προς τον Θεό, τηρούντες έτσι με ακρίβεια την πρώτη εντολή.
Κληθέντες από τον Θεό, ακολουθήσαμε την φωνή Του για να εφαρμόσωμε αυτή την εντολή. Και για να εύρωμε τον κατάλληλο χρόνο, τον απερίσπαστο μάλλον, εβγήκαμε έξω από την κοινωνία και αρνηθήκαμε τους οικογενείς μας, ασχολούμενοι λεπτομερώς με την εσωστρέφεια,

 

ελέγχοντες τα νοήματα των πραγμάτων. Και αυτό τον τρόπο, να ημπορέσωμε να νικήσωμε όχι μόνο την πρακτική μορφή της αμαρτίας, αλλά να την αφανίσωμε από την γέννησί της. Όχι μόνο να μην αμαρτάνωμε πρακτικά, αλλά ούτε κατά διάνοια να έχωμε συνεργασία με το κακό. Και με αυτό τον τρόπο φθάναμε στον μακαρισμό του Κυρίου: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο Ιησούς μας ανέφερε ότι: «Τα έξωθεν εισερχόμενα ου κοινούσι τον άνθρωπο», δηλαδή δεν τον μολύνουν.
Εκείνα πού εξέρχονται από μέσα τον κάνουν ακάθαρτο. «Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι». (Ματθ. 15,18). Αυτά είναι τα περισσεύματα της ακαθάρτου καρδίας τα όποια κινούμενα από μέσα προς το έξω, δημιουργούν το σώμα της περιεκτικής κακοηθείας.
Και τότε καταρακώνεται η ελευθερία της προσωπικότητας του ανθρώπου, και από ευγενής και «κατ' εικόνα και ομοίωσιν» πλασμένος πού είναι, γίνεται πονηρός και διεφθαρμένος. Επειδή μετέχομε και εμείς αυτής της αρρωστημένης καταστάσεως, εξήλθαμε από τον κόσμο ακριβώς γι' αυτό τον λόγο. Κόσμο όταν λέμε δεν εννοούμε τους ανθρώπους. Κόσμος είναι το σύστημα του παλαιού ανθρώπου, πού κατά τον Παύλο είναι τα πάθη και οι επιθυμίες. Και κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, η «επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου», η αφροσύνη και γενικά η ματαιοφροσύνη.
Ευρισκόμενοι τώρα εδώ, προσέχαμε ακριβώς στο να γίνωμε «καθαροί τη καρδία», γιατί μονό έτσι θα ίδωμε τον Θεό, όσο επιτρέπεται βέβαια στην ανθρώπινη φύσι να έχη εμπειρία της οράσεως του Θεού. Το θέμα της παλιγγενεσίας δεν είναι η μεταφορά των ανθρώπων εις ένα ευδαιμονισμό. Αυτά τα παραδέχονται οι ξένες ομολογίες: Ο άνθρωπος μετά την παρουσία του Θεού Λόγου, δεν μεταφέρεται εις ένα ευδαιμονισμό, ούτε επανέρχεται από μία εξορία σε μια καλύτερη ζωή. Αυτά δεν είναι της Εκκλησίας μας γεννήματα, αλλά πεπλανημένες ιδέες.
Η κένωσι του Θεού Λόγου, μετέφερε στην ανθρώπινη φύσι την θέωσι. Έτσι ο άνθρωπος μεταφέρεται δια της Χάριτος - εάν αρχίσει από εδώ να πειθαρχή στο Θείο θέλημα- υποστατικά στην ένωσί του με τον Θεό. Όπως μετέχει το θετό παιδί στην περιουσία, στο όνομα και στην προσωπικότητα του πατέρα του, ενώ δεν είναι φυσικό παιδί, έτσι και εμείς.
Αν και δεν γεννηθήκαμε τρόπον τινά, από τον Θεό, με την υιοθεσία όμως απεκτήσαμε την ίδια θέσι, πού έχει ένα φυσικό παιδί. Αυτό για μας λέγεται θεανθρωπισμός.
Αυτό μας έφερε στη γη ο Θεός Λόγος. Όπως είπε ο ίδιος: «Εγώ πάτερ, εν αυτοίς και συ εν εμοί» και «την δόξαν ην δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς», και άλλου «Θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ' εμού,ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν», και πάλι «υμείς φίλοι μου έστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν ουκέτι υμάς λέγω δούλους». Και όταν του εζήτησαν να τους μάθη να προσεύχονται, κατ' ευθείαν τους είπε: «Πάτερ, ημών ο εν τοις ουρανοίς».
Για να επιτευχθή όμως αυτό και να εισέλθωμε στους κόλπους της υιοθεσίας, πρέπει να προσέξωμε, όχι μόνο να μην αμαρτάνωμε, αλλά να κτυπήσωμε την ρίζα της αμαρτωλότητος, ώστε και μέσα στην διάνοια μας να μην έχη θέσι. Όταν καθαρίση η καρδιά από τις ενέργειες των παθών, πού είναι ο παλαιός άνθρωπος, έρχεται τότε το Άγιο Πνεύμα και κατοικεί. Προσέξετε πώς ο Ιησούς μας το αναφέρει. «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' Αυτώ ποιήσομεν».
Κοιτάξετε τι λέει, «μονήν»· δεν λέει ότι θα έλθωμε να σας επισκεφθούμε, όπως κάνομε εμείς μια επίσκεψι, αλλά λέει ότι θά κάνωμε διαμονή. Αυτός είναι ο Θεανθρωπισμός.
Η απαλλαγή μας όμως από την αμαρτία δεν γίνεται αυτομάτως αλλά σταδιακά, όπως γίνεται η σωματική αύξησι. Με την εμμονή μας, σιγά-σιγά επιτελείται δια της Χάριτος μυστηριωδώς η κάθαρσι της καρδιάς. Καθαρίζη πρώτα ο νους και φωτίζεται, και έτσι συλλαμβάνει καλά τα νοήματα και δεν πλανάται. Μετά την σωστή χρήσι των νοημάτων και την τήρησι της ακριβείας των εντολών, καθαρίζεται και η καρδιά. Τότε εισέρχεται η Θεία Χάρις μόνιμα και κάνει τον άνθρωπο αληθινά θεοφόρο. Και ο άνθρωπος αυτός ενώ είναι ζωντανός, μεταφέρθη «εκ του θανάτου εις την ζωή». Αυτό είναι ο αγιασμός . Τότε εις αυτόν δεν λειτουργούν οι φυσικοί νόμοι. Κοινωνεί μόνιμα με την θεία Χάρι και εισέρχεται στο υπέρ φύσι, ούτως ώστε να έχη το διορατικό ή το προφητικό χάρισμα. Δεν φοβάται τις ασθένειες, τους κινδύνους, διότι μεταφερόμενος στη θέσι της υιοθεσίας τον σκεπάζει η θεία Χάρις· και όταν κάποτε θα φύγη από τον κόσμο αυτό, θα κερδίση τις άξιες των επαγγελιών, πού μας υπεσχέθη ο Χριστός μας.
Και αυτές τις ήμερες, αν είστε λίγο προσεκτικοί, θα αισθανθήτε περισσότερο την επίδρασι της Χάριτος, διότι όπως έλεγε ο αείμνηστος Γέροντας μας, ο Χριστός χαρίζει πλουσιότερα τα δώρα Του στις μεγάλες εορτές, σαν μια ιδιαίτερη ευλογία. Αλλά υπάρχει λόγος στο να μην είμεθα και να μην γίνωμε προσεκτικοί; Αφού αυτό είναι το κέντρο του στόχου μας! Πώς να μην γίνωμε ευλαβείς, ζηλωταί, προσεκτικοί, πραγματικοί λάτρεις του Χριστού μας, ο οποίος πιστεύομε ότι μας εκάλεσε αφού μας προώρισε και μας εδικαίωσε και απομένει μόνο η ελεημοσύνη Του να μας δοξάση στην εσχάτη εκείνη ώρα, όταν θα φύγωμε από τον κόσμο αυτό;
Και να τώρα θα εισέλθωμε στα «ταμεία» μας, και αποκλείομε την θύρα μας και προσευχόμεθα και εξομολογούμεθα και προσπίπτομε στον Χριστό μας και με όλη την ψυχή και την καρδία και διάνοια και θέλησι και πρόθεσι και δράσι αποδίδαμε τάς ευχάς μας ενώπιόν Του, πού έχει υποσχεθεί στους αμαρτωλούς. Με πραότητα, με ταπείνωσι και καλοσύνη να προσπίπτετε με τον τρόπο αυτό. Είναι ο μυστικότερος τρόπος της μεταβολής του χαρακτήρας, πού προκαλεί τις πνευματικές εξάρσεις και αλλοιώσεις: «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Αλλοίωσι πού μεταβάλλει τον πήλινο άνθρωπο, τον αμαρτωλό, τον περικείμενο τους δερμάτινους χιτώνας. Τον μεταβάλλει σε πνευματικό όν, πού το περιτριγυρίζουν και επιθυμούν οι Άγγελοι να παρακύψουν. Βλέπουν τις καλές αυτές διάνοιες, πού προσπαθούν να ξεπεράσουν τον νόμο της βαρύτητας και να μεταφερθούν στο υπερουράνιο θυσιαστήριο, εκεί όπου «πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Χριστός, εις τα Αγια αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος» (Έβρ. 9,12).
Όσα δεν αφορούν τον ουρανό, ξεχάστε τα. Εκεί είναι το πολίτευμα μας. Εκεί μας αναμένει ο Ιησούς μας. «Εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν,ίνα οπού ειμί εγώ και υμείς ήτε». Ποιά καρδιά, αισθανόμενη αυτά τα ρήματα, δεν θά ραγίση, ακόμη και αν είναι από γρανίτη κατασκευασμένη; Η ανερμήνευτος παναγάπη Του δεν ετελείωσε με την θεία Του κένωσι και την παραμονή Του μαζί μας στην γη αυτή, όπου ενεδύθη την ιδική μας ταπείνωσι και πτώχεια. Αλλά και στους πατρώους κόλπους αναπαυόμενος «εν πάση τη δόξη Αυτού», πάλι μας ενθυμείται και «ουκ εάσει ημάς ορφανούς πώποτε, αλλά, μεθ' ημών εστί πάσας τάς ημέρας».
Όλοι πρόθυμοι τώρα ξεκινείστε με άμιλλα πνευματική, να φιλοδοξήτε να πέραση ο ένας τον άλλο. Και αυτό ακριβώς είναι το αξιέπαινο. «Αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον».

ΕΡΩΤΗΣΗ - ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Ερ.: Γέροντα, πρέπει να προσευχώμαστε για όποιον μας ζήτα ή για τους αδελφούς της συνοδείας μας, πού λείπουν έξω στον κόσμο;
Απ.: Για τα μέλη της συνοδείας μας έχομε χρέος να προσευχόμαστε, διότι ανήκομε όλοι στο ίδιο σώμα. Όταν δε ευρίσκεται κανείς έξω από το περιβάλλο του, δεν ημπορεί να έχη την ίδια προσοχή και αίσθησι Χάριτος και κατάστασι πού έχει όταν είναι στην φωλιά του. Εις αυτές τις περιστάσεις, πού ευρίσκεται κάποιος έξω από την μάνδρα, δεν ξέρομε τι ημπορεί ο διάβολος να επινόηση εις βάρος του, διότι είμεθα άνθρωποι και ποιος έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του; Με μια στροφή του νου προς τον Χριστό μας, να επικαλήσθε την θεία βοήθεια, την θεία Χάρι για την επιτυχία του σκοπού για τον οποίο εξήλθε ο αδελφός· και με μια μικρή προσευχή, να γίνεται αφορμή να σκεπάζεται οποιοσδήποτε απουσιάζη από τη συνοδεία, διότι ευρίσκεται σε ανοικτό μέτωπο και δεν γνωρίζομε από πού θα δεχθή την κρούσι.
Για τους άλλους τώρα σύμφωνα με την Πατερική παράδοσι, οι νέοι, οι αρχάριοι, δεν ωφελούνται όταν εύχονται για άλλα πρόσωπα, διότι είναι και αυτή μια πρόφασι από τα δεξιά για να δημιουργή σκορπισμό.
Φυσικά όπως και άλλοτε σας ερμήνευσα, δεν φιλοδοξούμε να ευχόμεθα για τον καθένα, όχι διότι μισούμε τον πλησίο μας, μη γένοιτο, αλλά γνωρίζοντες ότι είμεθα αδύνατοι και δεν έχομε παρρησία είμεθα λίγο συνεσταλμένοι και ο Θεός βλέποντας το ταπεινό φρόνημα, ότι δηλαδή απέχομε γι' αυτό τον σκοπό, συμπληρώνει η αγαθότης Του την πρόθεσι της καρδίας και την πρόθεσι της αγάπης πού αισθανόμεθα απέναντι του καθενός. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...