Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Τσελεγκίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Τσελεγκίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαΐου 04, 2014

Η χαρισματική Υιοθεσία

Δημήτριος Τσελεγγίδης
«Η χαρισματική υιοθεσία έχει οντολογικό περιεχόμενο και γι'αυτό διαφέρει ουσιωδώς από την υιοθεσία που γίνεται μεταξύ των ανθρώπων. Οι υιοθετούμενοι από τους ανθρώπους κοινωνούν μόνο στο όνομα αυτών που τους υιοθετούν. Δεν συνδέονται μ'αυτούς με καμιά πραγματική γέννηση. Στην οντολογική και χαρισματική υιοθεσία όμως υπάρχει αληθινή γέννηση και κοινωνία των υιοθετουμένων με το γεννήτορα τους. Έτσι οι υιοθετουμένοι πιστοί κοινωνούν όχι απλώς στο όνομα αλλά και στα ίδια τα πράγματα, κοινωνούν στο σώμα, το αίμα και την άκτιστη ζωή του Χριστού.
 
 

Αλλά η χαρισματική υιοθεσία ως πραγματική γέννηση συνεπάγεται συγγένεια, η οποία δεν υπερέχει μόνο από τη συγγένεια που προκύπτει από τη θετή υιοθεσία των ανθρώπων αλλά και από τη συγγένεια που δημιουργείται από τη φυσική υιότητα που παρέχουν οι γεννήτορες, αφού οι γεννώμενοι χαρισματικώς είναι περισσότερο παιδιά του Θεού παρά των κατά φύση γονέων τους. Και αυτό γιατί οι υιοθετούμενοι πιστοί έχουν κοινά με το Χριστό όχι μόνο τα μέλη αλλά και τη ζωή.

Άλλωστε αυτή ακριβώς είναι η αληθινή κοινωνία, (η κοινωνία στην πληρότητα της), όταν οι κοινωνούντες μετέχουν ταυτόχρονα στο ίδιο πράγμα. Και αυτό μπορεί να γίνεται χωρίς διακοπή από τους χαρισματικώς υιοθετουμένους που κοινωνούν στο μυστηριακό σώμα του Χριστού. Ο Χριστός δηλ., αφού αναγέννησε πραγματικά και ζωοποίησε τους πιστούς, δεν απομακρύνθηκε απ'αυτούς, όπως γίνεται με τους φυσικούς γεννήτορες τους, αλλά παραμένει πάντοτε οντολογικώς ενωμένος μαζί τους. Η χαρισματική υιοθεσία λοιπόν που παρέχεται μυστηριακώς στα πλαίσια της Εκκλησίας συνίσταται στη συνύπαρξη και κοινωνία των υιοθετουμένων με το γεννήτορα τους Χριστό· «η επί των μυστηρίων υιότης», σημειώνει ο Καβάσιλας,  «εν τω συνείναι και κοινωνείν εστί».
Η χαρισματική αυτή υιοθεσία δεν αποτελεί στατική αλλά δυναμική πραγματικότητα. Ερμηνεύοντας ο Παλαμάς σχετικό χωρίο του ευαγγελιστή Ιωάννη, που αναφέρεται στην υιοθεσία των πιστών, σημειώνει ότι η υιοθεσία χορηγείται στους πιστούς με το Βάπτισμα, απ'όπου και αντλούν την «εξουσία», δηλαδή την πνευματική δύναμη, να γίνουν κατά χάρη παιδιά του Θεού. Όταν λέει ο ευαγγελιστής ότι «έδωκεν ημίν εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι», παραατηρεί ο Παλαμάς, υπονοεί ότι αυτός που αναγεννήθηκε με το Βάπτισμα έλαβε τη δύναμη να γίνει «σύμμορφος τω σώματι της δόξης του Υιού του Θεού».
Η «συμμόρφωση» αυτή πραγματώνεται στην πληρότητα της στο μέλλοντα αιώνα, με την προϋπόθεση όμως ότι ο πιστός ζει στην παρούσα ζωή εν «καινότητι» και εν Χριστώ. Στην πνευματική αναγέννηση συμβαίνει κάτι ανάλογο με τη φυσική γέννηση. Όπως δηλαδή κατά τη φυσική γέννηση το νεογέννητο βρέφος έχει τη δύναμη από τη φύση του να γίνει σοφό και ενώ είναι σοφό «δυνάμει» γίνεται και «ενεργεία» σοφό μόνον όταν ενηλικιωθεί και υποστεί την ανάλογη αγωγή, έτσι συμβαίνει και με την χαρισματική υιοθεσία. Οι πιστοί με τη χαρισματική γέννηση τους από τον Θεό υιοθετήθηκαν απ'αυτόν, δεν έγιναν όμως αμέσως και «ενεργεία» παιδιά του Θεού. Πήραν απλώς τη δύναμη να γίνουν παιδιά του Θεού στα έσχατα, κατά τη μέλλουσα δηλαδή βασιλεία.
Την υιοθεσία που αποκτά ο πιστός με τη χάρη του Βαπτίσματους είναι δυνατό και να τη χάσει. Αυτό συμβαίνει, όταν ο πιστός διαπράξει την προς «θάνατον» αμαρτία. Αλλά και στο σημείο αυτό μπορούμε να επισημάνουμε την υπεροχή της χαρισματικής υιοθεσίας από τη φυσική υιότητα. Ενώ δηλ. «το της σαρκός τέκνον θανάτω περιπεσόν παρά του γεννήσαντος ουκ αναζεί πάλιν», ο εν Χριστώ αναγεννημένος και υιοθετημένος πιστός και μετά τον πνευματικό θάνατο του, που επιφέρουν οι θανάσιμες αμαρτίες, έχει τη μετάνοια, η οποία του δίνει τη δυνατότητα, αφού αποστραφεί την αμαρτία, να ζωοποιείται πάλι και να επανακτά την υιοθεσία του, για να μπορεί στη συνέχεια να γίνεται μέτοχος της άκτιστης ζωής του Θεού και να σώζεται».
«Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ΙΔ' αιώνα»
Δημητρίου Ι.Τσελεγγίδη, εκδόσεις Π.Πουρναρά

Παρασκευή, Οκτωβρίου 04, 2013

Η ΥΠΕΡΟΨΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΞΩΝ «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ» ΘΕΟΛΟΓΩΝ Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης

 Η ΥΠΕΡΟΨΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ
ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΞΩΝ «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ» ΘΕΟΛΟΓΩΝ
Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης
Καθηγητής Α.Π.Θ

Γιά νά ἀποφύγουμε κάθε ἐνδεχόμενη ὁρολογική σύγχυση, θά προβοῦμε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς σέ μιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση τοῦ νεόκοπου ὅρου «μετα-πατερικός». Ἡ νέα αὐτή ἐπιστημονική ὁρολογία ἐπιδέχεται ποικίλες ἑρμηνεῖες, οἱ ἐπικρατέστερες ὅμως ἐπιστημονικῶς εἶναι, κατά τή γνώμη μας, οἱ ἑξῆς δύο: α) Ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως μετα- προσδίδεται χρονική σημασία, ὁπότε στήν προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος γιά τό τέλος τῆς Πατερικῆς ἐποχῆς. Καί β) ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως προσδίδεται κριτική σημασία, ὁπότε ἡ σύνθετη λέξη «μετα-πατερικός» σημαίνει σχετικοποίηση, μερική ἤ ὁλική ἀμφισβήτηση, ἐπαναθεώρηση, νέα ἀνάγνωση, ἤ καί ὑπέρβαση τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες θεολόγοι, πού ἐπιχείρησαν ἔμμεσα ἤ ἄμεσα νά αὐτοπροσδιοριστοῦν ὡς «μετα-πατερικοί», χρησιμοποίησαν ἐναλλακτικῶς καί τίς δύο ἑρμηνεῖες, κυρίως ὅμως τή δεύτερη πού ἀναφέρεται στή σχετικοποίηση καί τελικά στήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Τό καταστρεπτικότερο ἔργο στίς συνειδήσεις τοῦ χριστιανικοῦ θεολογικοῦ κόσμου εὐρύτερα τό ἔκαναν, κατά τή γνώμη μας, οἱ Προτεστάντες. Καί τοῦτο, ἐπειδή αὐτοί ἀμφισβήτησαν εὐθέως τό κύρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἄλλωστε καί τή σύνολη Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοσή της. Ταυτόχρονα, ἀκύρωσαν ἐπισήμως, οὐσιαστικά καί τυπικά, τήν ἁγιότητα ὅλων τῶν ἐπωνύμων ἁγίων, ἀμφισβητώντας μέ τόν τρόπο αὐτό καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ἑκάστοτε στρατευομένης ἐπί γῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντίστοιχα, τό καταστρεπτικότερο ἔργο στή δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά τό κάνει ὁ Οἰκουμενισμός. Ὁ Οἰκουμενισμός ἀποτελεῖ σήμερα τόν δυσώδη φορέα τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ καί κατά συνέπεια τόν πιό ἐπίσημο φορέα τῆς ἐπικινδυνότερης πολυ-αιρέσεως ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου κριτηρίου καί τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας. Συγκεκριμένα, διά τῶν ἐκπροσώπων του, τοπικῶς καί διεθνῶς, ἐπιχειρεῖ διαρκῶς καί βαθμιαίως ὅλο καί μεγαλύτερες «ἐκπτώσεις» στήν ἐκκλησιολογική-δογματική συνείδηση τῶν ἀνυποψίαστων πνευματικῶς ὀρθοδόξων πιστῶν. Καί αὐτό τό ἐπιτυγχάνει εἰδικότερα μέ τή σχετικοποίηση ἤ καί τήν ἀκύρωση στήν πράξη τοῦ κύρους τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, καί μάλιστα συλλογικῶν ἀποφάσεών τους, στό πλαίσιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Βλέπε λ.χ. τήν κατάφορη καί κατ’ ἐξακολούθηση, ἐδῶ καί χρόνια, παραβίαση τοῦ Β΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀπαγορεύει ρητῶς συμπροσευχή μέ ἀκοινώνητους καί ἑτερόδοξους, μέ τή σαφῆ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν καί τοῦ ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν, πού τόν παραβιάζουν.
Στό παραπάνω εὐρύτερα ἐκκοσμικευμένο θεολογικό κλῖμα, καί εἰδικότερα καί κατεξοχήν στό καθαυτό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού περιγράψαμε, ἐντάσσεται ὀργανικά καί τό ἐμφανιζόμενο τόν τελευταῖο καιρό κίνημα τῶν ἐπίδοξων «μετα-πατερικῶν» θεολόγων. Ἀσφαλῶς, τό κίνημα αὐτό ἔχει σαφῶς καί προτεσταντικές ἐπιδράσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐμφανέστερες, κυρίως, στήν ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα τοποθέτηση τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, ἔναντι τοῦ μέχρι σήμερα διαχρονικοῦ κύρους τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στή σύντομη θεολογική τοποθέτησή μας θά ἑστιάσουμε κατ᾽ ἐξοχήν στό φρόνημα καί ὄχι στό πρόσωπο τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, καθώς καί στά κριτήρια τῆς ὑποδηλουμένης θεολογίας τους.
Δυστυχῶς, οἱ ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μας «μετα-πατερικοί» θεολόγοι, μέ τίς παράτολμες, ἤ μᾶλλον μέ τίς θρασύτατες καί οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ἴσως, διατυπώσεις τους, ἐμφανίζονται πρακτικῶς νά ἀγνοοῦν πλήρως τί εἶναι ἡ ἁγιότητα καθεαυτήν, καί κατ’ ἐπέκταση τί εἶναι καθεαυτήν ἡ ἁγιοπνευματική ζωή τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, κατά τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀκόμη εἰδικότερα, ἐμφανίζονται στά κείμενα νά ἀγνοοῦν, ὅτι Ὀρθόδοξη καί ἀπλανῆ θεολογία παράγουν πρωτογενῶς μόνον ὅσοι καθαρίστηκαν ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν τους, καί κυρίως ὅσοι φωτίστηκαν καί θεώθηκαν ἀπό τίς ἄκτιστες ἐλλάμψεις τῆς θεοποιοῦ Χάριτος. Ἡ ἐπιχειρούμενη, αὐθαδῶς, ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐκ μέρους τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, κλονίζει τήν ἀπαραίτητη γιά τούς πιστούς βεβαιότητα, ὡς πρός τήν διαχρονική ἰσχύ τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγει ἀθέμιτα καί πονηρά τήν προτεσταντικοῦ τύπου θεολογική πιθανολογία. Μέ τόν τρόπο ὅμως αὐτό, στήν πραγματικότητα, «μεταίρονται ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»1. Ἀλλά τοῦτο παραβιάζει βάναυσα τόσο τόν ἁγιοπατερικό ὅσο καί τόν θεόπνευστο βιβλικό λόγο.2
Μέ βάση τά παραπάνω (καί μόνον αὐτά), θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμε ἐπιστημονικῶς, ὅτι οἱ ἐπίδοξοι «μεταπατερικοί» θεολόγοι, σαφῶς, δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας. Γιατί, ἀλήθεια, πῶς θά μποροῦσαν νά ὑποστηρίξουν ὅτι τίς ἔχουν, ὅταν συμβαίνει νά εἰσηγοῦνται αὐθαδῶς τήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ὅταν ἐπιχειροῦν νά εἰσαγάγουν στήν ἐκκλησιαστική θεολογική σκέψη μιά Δυτικοῦ τύπου θεολογική καί γνωσιολογική πιθανολογία, πού ὡς προϋπόθεσή της ἔχει τήν ἐπιστημονική-ἀκαδημαϊκή θωράκιση καί τόν θεολογικό στοχασμό; Αὐτή καθεαυτήν, ἄλλωστε, ἡ ἔπαρση ὁδηγεῖ στήν ἀπεμπόληση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐγγυᾶται τήν γνησιότητα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.
Τά ἐπιστημονικά - ἀκαδημαϊκά κριτήρια, πού εἰσηγοῦνται οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι, ὡς τεκμήρια τῆς ἀντικειμενικότητάς τους, δέν συμπίπτουν ἀπαραιτήτως μέ τά ἐκκλησιαστικά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς, ὅταν μάλιστα τά κριτήρια αὐτά χρησιμοποιοῦνται ἀπροϋποθέτως. Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία ἔχει σαφῶς καί κυρίως ἁγιοπνευματικά κριτήρια. Τό κατεξοχήν καί κορυφαῖο κριτήριο τοῦ ἀπλανοῦς χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἁγιότητα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τήν διατύπωσαν.
Προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη ἡ παχυλή ἄγνοια καί ἡ ἐπ’ αὐτῆς ἐρειδομένη ἔπαρση τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν, ὅλως ἀμαθῶς, νά ὑποκαταστήσουν τήν ἐνοχλητική μᾶλλον γι’ αὐτούς ἁγιοπατερική θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν ἐπικαιροποιημένη ἐπιστημονική-ἀκαδημαϊκή θεολογία τους. Μέ τήν στάση τους αὐτή φανερώνουν σαφῶς, ὅτι δέν γνωρίζουν στήν πραγματικότητα, πώς οἱ Πατέρες εἶναι ἐνεργῶς θεοφόροι καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγνοῦν ὅμως κυρίως, ὅτι ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων καί ἡ ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καί ἡ αὐτή, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης3. Δηλαδή ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων ἔχει ὀντολογικό χαρακτήρα καί εἶναι ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μετέχοντας ὁ πιστός ἄμεσα καί προσωπικά, καί ὑπό σαφεῖς ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις, καθίσταται «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» κοινωνός τῆς ἁγιότητας τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο, ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς ἁγιότητας τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἄκτιστος.
Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως τήν βίωσαν ἡσυχαστικῶς-ἀσκητικῶς καί κατεξοχήν μυστηριακῶς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά μείνουμε ἐνδεικτικά μόνον σ’ αὐτούς, ἐπικαιροποίησαν τήν Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση, ἐκφράζοντας σέ λόγια θεολογική γλώσσα αὐτό ἀκριβῶς πού βίωναν ἀκτίστως καί «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ἀλλά καί οἱ ὀλιγογράμματοι χαρισματοῦχοι, ὅπως καί οἱ ἁπλοί θεοφόροι πιστοί στήν ἐποχή τους.
χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τήν πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἁπλοϊκή ἤ ἔντεχνη καί λόγια ἐκφορά της. Ἡ θεολογία αὐτή ἀποτελεῖ κτιστή ἔκφραση καί ἑρμηνεία τῆς ζωντανῆς καί ἄκτιστης ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στή συγκεκριμένη ἱστορική πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῶν θεουμένων ἐκφραστῶν της. «Ὑπό πνεύματος ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἀπό Θεοῦ ἄνθρωποι»4μᾶς διαβεβαιώνει ὁ κορυφαῖος ἀπό τούς ἐπόπτες τῆς θείας μεγαλειότητας. 
Νά ἐπανέλθουμε ὅμως στά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν. Τά ἐπιστημονικά-ἀκαδημαϊκά κριτήρια εἶναι κτιστά. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τό ἀσφαλέστατο κριτήριο τῆς ἀκτίστου ἁγιότητας, ἡ μόνη διασφάλιση γιά ἀπλανῆ ὀρθόδοξη, ἐπιστημονική θεολογία μπορεῖ νά ἀναζητηθεῖ, καί ἀπό τούς στερουμένους τήν ἁγιότητα ἐπιστήμονες θεολόγους, στό ταπεινό φρόνημα, πού ἐνέχει καί ἐκφράζει ἡ διαχρονικῶς ἐφαρμοζομένη ἐκκλησιαστική μέθοδος, ἡ ὁποία σημαίνεται στή γνωστή ἁγιοπατερική διατύπωση: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Αὐτό, ἄλλωστε, τό ταπεινό φρόνημα, τό ὁποῖο διασφάλιζε καί τήν ἁγιότητά τους, εἶχαν ὅλοι οἱ θεοφόροι Πατέρες, πού συμμετεῖχαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ὁριοθέτησαν ἀπλανῶς τήν ἐκκλησιαστική θεολογία. Ὁ θεολογικός στοχασμός, στόν ὁποῖο ἀρέσκονται νά ἀναφέρονται οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι καί ἡ συνεπαγόμενη θεολογική πιθανολογία, δέν προσιδιάζουν στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία, ἀλλά στήν ἑτερόδοξη καί αἱρετική, ἡ ὁποία, ὅπως εὔστοχα χαρακτηρίστηκε ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες, εἶναι «τεχνολογία» μᾶλλον παρά θεολογία5. Εἶναι ἀξιοσημείωτη στήν προκειμένη περίπτωση καί ἡ καίρια παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη (τῆς Κλίμακος), ὅτι «ὁ Θεόν μή γνούς, (ἐννοεῖται ἐμπειρικῶς καί βιωματικῶς), στοχαστικῶς ἀποφαίνεται»6.  Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά χρεώσει στούς λατινόφρονες βαρλααμίτες τόν χαμαίζηλο καί ἀνθρώπινο θεολογικό στοχασμό, σημειώνοντας ἀντιθετικῶς, ὅτι «ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες, ἀλλά θεολέκτοις λογίοις τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν»7
ταν ἀγνοεῖται καί παραμερίζεται ἡ ἁγιότητα, ἤ ἔστω ἡ Ὀρθόδοξη θεολογική μεθοδολογία τοῦ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ υἱοθέτηση τοῦ «ἐλεύθερου» θεολογικοῦ στοχασμοῦ καί τῆς θεολογικῆς πιθανολογίας. Τοῦτο ὅμως ὁδηγεῖ οὐσιαστικά σέ μιά «νεο-βαρλααμιτική» θεολογία, πού εἶναι ἀνθρωποκεντρική καί ὡς κριτήριό της ἔχει τήν αὐτονομημένη λογική. Ὅπως δηλαδή ὁ Βαρλαάμ καί οἱ ὁπαδοί του ἀμφισβήτησαν τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τοῦ θείου φωτός καί τῆς θείας Χάριτος, ἔτσι και οι «μετα-πατερικοί» θεολόγοι σήμερα παραγνωρίζουν στήν πράξη τόν ἄκτιστο καί ἄρα διαχρονικό χαρακτήρα τῆς ἁγιότητας καί τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων Πατέρων, τούς ὁποίους ἀξιώνουν νά ὑποκαταστήσουν στή διδασκαλία, παράγοντας, κατά τή γνώμη τους, οἱ ἴδιοι πλέον πρωτογενῆ θεολογία. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ μία ἐξωτερικοῦ χαρακτήρα Πατρομαχία, ἀλλά κυρίως συνιστᾶ μία Θεομαχία, ἐπειδή ἐκεῖνο πού καθιστᾶ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὄντως Πατέρες εἶναι ἡ ἄκτιστη ἁγιότητά τους, τήν ὁποία ἔμμεσα ἀλλά οὐσιαστικά παραμερίζουν καί ἀκυρώνουν μέ ὅσα εἰσηγοῦνται μέ τήν «μετα-πατερική» θεολογία τους.
«μετα-πατερική» θεολογία, σύμφωνα μέ τά κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού προαναφέραμε, εἶναι ἀπόδειξη ἐπηρμένης διανοίας. Γι’ αὐτό καί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστική νομιμοποίησή της. Ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία εἶναι ταπεινή καί εἶναι πάντοτε «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία στερεῖται πρωτοτυπίας, δυναμισμοῦ, ἀνανεωτικοῦ πνεύματος καί ἐπικαιρότητας. Ἀπεναντίας, ἔχει ὅλα τά παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζώσας παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ἐκεῖνον, πού θεολογεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ὅσα βίωσαν ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς προσωπικῆς τους Πεντηκοστῆς, πάντοτε ὅμως, πρακτικῶς, «ἑπόμενοι» καί ἐν συμφωνίᾳ μέ τούς προγενεστέρους θεοφόρους Πατέρες.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἐπιστημονική ἀκαδημαϊκή θεολογία δέν καλεῖται, βεβαίως, νά ὑποκαταστήσει τήν ἁγιοπατερική – χαρισματική θεολογία, οὔτε ὅμως δικαιοῦται νά παρουσιάζει ἄλλην, ἐκτός ἀπό τήν αὐθεντική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἔργο της εἶναι νά προσεγγίζει, νά διερευνᾶ καί νά παρουσιάζει ἐπιστημονικά τό περιεχόμενο τῆς πρωτογενοῦς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, νά διακρίνει καί νά γνωστοποιεῖ τά κριτήρια τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά πετυχαίνεται καί θά ἰσχυροποιεῖται ὅλο καί περισσότερο ἡ σύζευξη τῆς ἁγιοπατερικῆς – χαρισματικῆς θεολογίας μέ τήν ἐπιστημονική θεολογία. Καί ὅλα αὐτά θά προωθοῦνται, μόνον ὅταν οἱ ἐκφραστές τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας δέν θά εἶναι προσωπικῶς ἄμοιροι τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καί ἄγευστοι τῶν ἐκκλησιολογικῶν βιωματικῶν δεδομένων.
Ἡ ἐπιστημονική καί ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία, ὅταν δέν ἔχει τίς παραπάνω προδιαγραφές, ὅταν στερεῖται τήν βιωματικῶς ἐκκλησιολογική ἐκφορά της, εἶναι στοχαστική θεολογία καί πτωχή πνευματικῶς. Προσεγγίζει μόνο μέ κτιστό τρόπο τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, καί ἐκφράζει, στήν καλύτερη περίπτωση, ἐλλιπῶς τά πράγματα, καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, δυστυχῶς, ἀπό ἐσφαλμένα ἕως καί αἱρετικά.
χουμε τήν γνώμη, ὅτι ἄν οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι εἶχαν τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῶν Πατέρων, θά ἐπιχειροῦσαν ταπεινά καί ἀθόρυβα νά ὀρθοτομήσουν τήν ἀλήθεια γιά τήν ἐποχή τους, χωρίς ἀπαξιωτικές ἤ ἔστω ἀμφίσημες ἀναφορές στούς ἁγίους Πατέρες. Καί, ἄν τούς δικαίωναν τά πράγματα, τότε ἀσφαλῶς θά ἦταν αὐτοί οἱ ἐκφραστές τῆς ζωντανῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ὅμως θά σήμαινε, ἀναπόφευκτα, ὅτι δέν θά ἦταν τά λεγόμενά τους ἀντίθετα μέ τά λεγόμενα τῶν Ἁγίων πατέρων διαχρονικῶς καί ἰδιαίτερα δέν θά ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ ἀποφάσεις τους σέ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔτσι, θά ἦταν περιττός ὅλος αὐτός ὁ θόρυβος, σχετικά μέ τήν «μετα-πατερική» θεολογία. Ὅμως, οἱ ἐπίδοξοι «μετα-πατερικοί» θεολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων θέτει σαφῆ ὅρια, τά ὁποῖα εἴτε δέν τούς εὐνοοῦν προσωπικῶς, εἴτε ἐμποδίζουν τούς στρατηγικούς στόχους, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τόν ἀγαπημένο τους Οἰκουμενισμό. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἁπλῶς τό ἐπιμελημένο περιτύλιγμα!
Συμπερασματικά, τέλος, θά μπορούσαμε ἀβίαστα νά ὑποστηρίξουμε, ὅτι ἡ «μετα-πατερική» θεολογία συνιστᾶ σαφῆ καί κραυγαλέα ἀπόκλιση τόσο ἀπό τή μέθοδο ὅσο καί ἀπό τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀπόκλιση δηλαδή ἀπό τήν παραδοσιακή θεολογία, τόσο ὡς πρός τόν τρόπο, τίς προϋποθέσεις καί τά κριτήρια τοῦ Ὀρθοδόξως θεολογεῖν, ὅσο καί ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας.



1 Βλ.γίουωάννου Χρυσοστόμου, PG 59, 63: «μή μεταίρωμενρια αώνια,θεντο οΠατέρεςμν».
2 Βλ. Παροιμ. 22, 28: «μή μεταῖρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου».
3 Βλ. Περί τελειότητος, PG 46, 280D. Ἡ μόνη διαφορά ἔγκειται στό γεγονός, ὅτι ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγαία καί φυσική (εἶναι οὐσιώδης ἐνέργεια τῆς θείας φύσεως), ἐνῶ ἡ ἁγιότητα τοῦ ἁγίου εἶναι χαρισματική, δοσμένη κατά Χάρη ἀπό τόν Θεό
4 Β' Πέτρ. 1, 21.
5 Βλ. Ἐπιστολή 90, PG 32, 473: «Καταπεφρόνηται τά τῶν Πατέρων δόγματα, ἀποστολικαί Παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπεπολίτευται, τεχνολογούσι, λοιπόν, οὐ θεολογούσιν οἱ ἄνθρωποι, ἡ κατά κόσμον σοφία τά πρωτεῖα φέρεται».
6 Βλ. Λόγος Λ', 13.
7 Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 18

 
Από το βιβλίο:
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ ΚΑΙ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ (σσ: 101-110)
Εκδόσεις ΠΟΥΡΝΑΡΑ




πηγή

Δευτέρα, Μαρτίου 11, 2013

Αποστολική Πίστη και Αποστολική Διαδοχή




1. Ἀ­πο­στο­λι­κή Πί­στη
Ἡ ἔν­τα­ξη καί ἡ πα­ρα­μο­νή στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν εἶ­ναι ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τη. Προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν χω­ρίς ὅ­ρους ἀ­πο­δο­χή καί ὁ­μο­λο­γί­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς πί­στε­ως, ὅ­πως αὐ­τή ἑρ­μη­νεύ­τη­κε καί ὁ­ρι­ο­θε­τή­θη­κε ἀ­πό τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἔτ­σι, ὅ­ταν κά­ποι­ος πι­στός -ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή θε­σμι­κή θέ­ση πού ἔ­χει στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας- ἤ σύ­νο­λα πι­στῶν -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ τους- πα­ρα­βι­ά­σουν ἐκ πε­ποι­θή­σε­ως τήν ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τό σῶ­μα της. Καί ἄν εἶ­ναι σ' ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἱ­ε­ρα­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα κα­θαι­ροῦν­ται, ἐ­νῶ οἱ λα­ϊ­κοί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι δέν μπο­ροῦν στό ἑ­ξῆς νά με­τέ­χουν καί νά κοι­νω­νοῦν στά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­σή­μως τόν 11ο αἰ­ώ­να. Τό 1014 εἰ­σή­γα­γαν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους γι­ά τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, τό γνω­στό F­i­l­i­o­q­ue. Σύμ­φω­να μέ τή δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τή τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα ὡς θεῖ­ο Πρό­σω­πο ἔ­χει τήν ὕ­παρ­ξή του ἐκ­πο­ρευ­τῶς καί ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα καί ἀ­πό τόν Υἱ­ό. Ἡ δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ὅ­μως ἀ­να­τρέ­πει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, ἀ­φοῦ κα­τά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας «πα­ρά τοῦ Πα­τρός ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται» (15,26). Ἄλ­λω­στε, ἡ Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος δι­ά τοῦ Προ­έ­δρου της, ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ἀ­να­φε­ρό­με­νη στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως κα­θό­ρι­σε ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, ὅ­τι «οὐ­δε­νί ἐ­πι­τρέ­πε­ται λέ­ξιν ἀ­μεῖ­ψαι τῶν ἐγ­κει­μέ­νων ἐ­κεῖ­σε ἤ μί­αν γοῦν πα­ρα­βῆ­ναι συλ­λα­βήν» (σέ κα­νέ­ναν δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά προ­σθέ­σει ἤ νά ἀ­φαι­ρέ­σει οὔ­τε μί­α συλ­λα­βή ἀ­πό αὐ­τά πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως). Ὅ­λες οἱ ἑ­πό­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι κα­τα­κύ­ρω­σαν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς.
Εἶ­ναι λοι­πόν προ­φα­νές ὅ­τι οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί -κα­τ' ἐ­πέ­κτα­ση καί οἱ Προ­τε­στάν­τες πού υἱ­ο­θέ­τη­σαν τό F­i­l­i­o­q­ue- ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι γι' αὐ­τό πε­ριτ­τό νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­λους τούς με­τέ­πει­τα νε­ω­τε­ρι­σμούς στήν πί­στη ἐκ μέ­ρους τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν (ὅ­πως τό ἀ­λά­θη­το τοῦ πά­πα, τά μα­ρι­ο­λο­γι­κά δόγ­μα­τα, τό πρω­τεῖ­ο, ἡ κτι­στή Χά­ρη κ.ἄ.­).
2. Ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη συν­δέ­ε­ται ἀ­δι­αί­ρε­τα καί ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἔ­χει οὐ­σι­α­στι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο μό­νο μέ­σα στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη.
Λέ­γον­τας ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἐν­νο­οῦ­με τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­α τῆς ἡ­γε­σί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους. Ἡ συ­νέ­χει­α αὐ­τή ἔ­χει χα­ρι­σμα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα καί δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τή με­τά­δο­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τῶν Ἀ­πο­στό­λων στούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί δι' αὐ­τῶν στούς ἱ­ε­ρεῖς.
Ὁ τρό­πος με­τα­δό­σε­ως τῆς πνευ­ματ­ι­κῆς-ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας στούς Ἐ­πι­σκό­πους γί­νε­ται μέ τή χει­ρο­το­νί­α. Ἄν, ἑ­πο­μέ­νως, κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει λά­βει μέ κα­νο­νι­κό - ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τρό­πο τή χει­ρο­το­νί­α του καί στή συ­νέ­χει­α βρε­θεῖ ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης πί­στε­ώς του, παύ­ει οὐ­σι­α­στι­κά νά ἔ­χει καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἀ­φοῦ αὐ­τή ἔ­χει νό­η­μα μό­νο μέ­σα στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Κα­τά συ­νέ­πει­α, ἄν κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρη το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἀ­ριθ­μοῦ με­λῶν- ἐκ­πέ­σουν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή ἐκ­φρά­στη­κε ἀ­λα­θή­τως στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, παύ­ουν νά ἔ­χουν οἱ ἴ­δι­οι τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή βρί­σκον­ται ἤ­δη ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί, ἀ­φοῦ δι­α­κό­πτε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή οὐ­σι­α­στι­κά, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται λό­γος γι­ά κα­το­χή ἤ γι­ά συ­νέ­χει­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς στούς ἐκ­πε­σόν­τες ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Μέ βά­ση τά πα­ρα­πά­νω, ὁ ἴ­δι­ος ὁ πά­πας, ἀλ­λά καί τό σύ­νο­λο τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ἐ­πι­σκό­πων στε­ροῦν­ται τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή στε­ρη­θέν­τες τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κα­τά συ­νέ­πει­α, λό­γος γι­ά ἀ­πο­στο­λι­κή δι­αδ­ο­χή ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι λό­γος ἀ­τε­κμη­ρί­ω­τος ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, εἶ­ναι δη­λα­δή λό­γος ἀ­θε­ο­λό­γη­τος.
Τοῦ Κα­θη­γη­τή Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Εἶναι οἱ Ἑτερόδοξοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας;



 

Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Πρωτίστως πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, σύμφωνα μέ τό Σύμβολο Πίστεως τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381),
«εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Κατά τήν ἀδιάκοπη δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δηλαδή κατά τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ μία αὐτή Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.
Ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι
«μία» σημαίνει πώς αὐτή εἶναι βασική ἰδιότητα τῆς ταυτότητάς της. Πρακτικῶς αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά διαιρεθεῖ, νά κομματιαστεῖ, ἐπειδή αὐτή εἶναι τό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός ὡς κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας οὔτε πολλά σώματα μπορεῖ νά ἔχει οὔτε καί διηρημένο σῶμα νά κατέχει. Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νικήθηκε καί αὐτός ὁ θάνατος. Ἔτσι, ὅποιος ἐντάσσεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί παραμένει ζωντανός σ’ αὐτό μέ τά θεουργά μυστήρια καί τήν ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν, μεταβαίνει ἀπό τόν βιολογικό θάνατο στήν αἰώνια καί ἀΐδια ζωή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καί ὅπως τά κλαδιά τῆς ἀμπέλου δέν μποροῦν νά ζήσουν καί νά καρποφορήσουν, ἄν ἀποκοποῦν ἀπό τήν ἄμπελο, ἔτσι καί ὁ ἀποκομμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία πιστός ἤ καί ὁλόκληρες κοινότητες πιστῶν-ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀριθμητικό τους πλῆθος-δέν μποροῦν οὔτε νά ὑπάρξουν ἐν Χριστῷ οὔτε νά συστήσουν ἄλλη Ἐκκλησία.Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη καί ἀδιαπραγμάτευτη. Σύμφωνα μέ τήν συγκεκριμένη πίστη της, πολλές ἤ διηρημένες Ἐκκλησίες δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν, ἐπειδή ἀποτελεῖ ἀντίφαση ἐν τοῖς ὅροις τό μία καί τό πολλές ἤ τό μία καί τό διηρημένη. Τό διηρημένη ἀναιρεῖ στήν πράξη τήν πίστη στήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, πού μόνο ὡς μία καί ἀδιαίρετη μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ βάση τήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἄρνηση τῆς ταυτότητας καί τῆς αὐτοσυνειδησίας της, ὅταν κάποιος κάνει λόγο ἐνσυνείδητα γιά διηρημένη Ἐκκλησία. Ἔτσι, οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἔχουν κανένα ψυχολογικό πρόβλημα (κόμπλεξ) ταυτότητας ἐξαιτίας τῆς ἀποκοπῆς ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν. Βεβαίως πονοῦν, προσεύχονται καί ἐνδιαφέρονται γιά τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τους.
1. Ἀποστολική Πίστη
Ἡ ἔνταξη καί ἡ παραμονή στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν χωρίς ὅρους ἀποδοχή καί ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, ὅπως αὐτή ἑρμηνεύτηκε καί ὁριοθετήθηκε ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὅταν κάποιος πιστός -ἀνεξάρτητα ἀπό τή θεσμική θέση πού ἔχει στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας-ἤ σύνολα πιστῶν -ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀριθμοῦ τους-παραβιάσουν ἐκ πεποιθήσεως τήν ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκόπτονται ἀπό τό σῶμα της. Καί ἄν εἶναι σ’ ὁποιοδήποτε ἱερατικό ἀξίωμα καθαιροῦνται, ἐνῶ οἱ λαϊκοί ἀφορίζονται, ὅπως προκύπτει ἀπό τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τοῦτο σημαίνει ὅτι δέν μποροῦν στό ἑξῆς νά μετέχουν καί νά κοινωνοῦν στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐπισήμως τόν 11ο αἰώνα. Τό 1014 εἰσήγαγαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν ἐσφαλμένη δογματική διδασκαλία τους γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό γνωστό Filioque. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία αὐτή τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς θεῖο Πρόσωπο ἔχει τήν ὕπαρξή του ἐκπορευτῶς καί ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό. Ἡ δογματική διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὅμως ἀνατρέπει τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας στόν Τριαδικό Θεό, ἀφοῦ κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας 
«παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» (15,26). 
Ἄλλωστε, ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος διά τοῦ Προέδρου της, ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἀναφερόμενη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καθόρισε ἀπαγορευτικά, ὅτι
«οὐδενί ἐπιτρέπεται λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε ἤ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβήν»(σέ κανέναν δέν ἐπιτρέπεται νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει οὔτε μία συλλαβή ἀπό αὐτά πού διατυπώθηκαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως). Ὅλες οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικές Σύνοδοι κατακύρωσαν τίς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς.Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί –κατ’ ἐπέκταση καί οἱ Προτεστάντες πού υἱοθέτησαν τό Filioque-ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γι’ αὐτό περιττό νά ἀναφέρουμε ὅλους τούς μετέπειτα νεωτερισμούς στήν πίστη ἐκ μέρους τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν (ὅπως τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα, τά μαριολογικά δόγματα, τό πρωτεῖο, τήν κτιστή Χάρη κ.ἄ.).
2. Ἀποστολική διαδοχή
Μέ τήν ἀποστολική πίστη συνδέεται ἀδιαίρετα καί ἡ ἀποστολική διαδοχή. Ἡ ἀποστολική διαδοχή ἔχει οὐσιαστικό περιεχόμενο μόνο μέσα στό σῶμα τῆςἘκκλησίας καί προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν ἀποστολικήπίστη.
Λέγοντας ἀποστολική διαδοχή ἐννοοῦμε τήν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς Ἀποστόλους Ἡσυνέχεια αὐτή ἔχει χαρισματικό χαρακτήρα καί διασφαλίζεται μέ τή μετάδοση τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας τῶν Ἀποστόλων στούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καί δι αὐτῶν στούς ἱερεῖς.Ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς πνευματικῆς ἀποστολικῆς ἐξουσίας στούς Ἐπισκόπους γίνεται μέ τή χειροτονία. Ἄν, ἑπομένως κάποιος ἐπίσκοπος ἔχει λάβει μέ κανονικό-ἐκκλησιαστικό τρόπο τή χειροτονία του καί στή συνέχεια βρεθεῖ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἐξαιτίας τῆς ἐσφαλμένης πίστεώς του, παύει οὐσιαστικά νά ἔχει καί τήν ἀποστολική διαδοχή ἀφοῦ αὐτή ἔχει νόημα μόνο μέσα στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, ἄν κάποιος ἐπίσκοπος ἤ 
καί ὁλόκληρη τοπική Ἐκκλησία -ἀνεξαρτήτως ἀριθμοῦ μελῶν-ἐκπέσουν ἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε ἀλαθήτως στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, παύουν νά ἔχουν οἱ ἴδιοι τήν ἀποστολική διαδοχή, ἐπειδή βρίσκονται ἤδη ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Καί, ἀφοῦ διακόπτεται ἡ ἀποστολική διαδοχή οὐσιαστικά, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά κατοχή ἤ γιά συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς στούς ἐκπεσόντες ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μέ βάση τά παραπάνω, ὁ ἴδιος ὁ Πάπας, ἀλλά καί τό σύνολο τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπισκόπων στεροῦνται τήν ἀποστολική διαδοχή, ἐπειδή στερηθέντες τήν ἀποστολική πίστη ξέπεσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Κατά συνέπεια, λόγος γιά ἀποστολική διαδοχή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λόγος ἀτεκμηρίωτος ἐπιστημονικά, εἶναι δηλαδή λόγος ἀθεολόγητος.
3. Ἱερωσύνη καί τά ἄλλα Μυστήρια
Ἡ ἱερωσύνη στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τελεῖ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του διά τῶν Ἐπισκόπων καί Ἱερέων Του.
Ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τήν ἀδιάκοπη συνέχειά της ἀπό τούς Ἀποστόλους, προϋποθέτει δηλαδή τήν ἀποστολική διαδοχή. Πρωτίστως ὅμως ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τόν Θεάνθρωπο Χριστό
ὡς ἱερουργό στό μυστηριακό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται στήν Ἐκκλησία καί παρέχεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό διά τῆς Ἐκκλησίας Του καί γιά τήν Ἐκκλησία Του. Αὐτονομημένη ἱερωσύνη καί αὐτονομημένα ἀπό τήν Ἐκκλησία μυστήρια δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν.
Ἡ ἱερωσύνη, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλα τά μυστήρια, ἀποτελεῖ λειτουργική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας (ἡ Ἐκκλησία 
«σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τοῦτο σημαίνει, ὅτι γιά νά ὑπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως νά ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Τά μυστήρια εἶναι σάν τά κλαδιά ἑνός δένδρου. Ζωντανά κλαδιά, πού ἀνθοῦν καί καρποφοροῦν, μποροῦν νά ὑπάρχουν μόνον ὅταν αὐτά εἶναι ὀργανική προέκταση τοῦ δένδρου, ὅταν δηλαδή εἶναι ὀντολογικά συνδεμένα μέ τόν κορμό τοῦ δένδρου. 
Εἶναι θεολογικά ἀκατανόητο νά ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί ἤ Προτεστάντες, ἔχουν ἔστω καί ἕνα μυστήριο, π.χ. τό βάπτισμα. Τό θεμελιῶδες ἐρώτημα πού πρέπει νά τίθεται ἐδῶ εἶναι: Ποιός ἱερούργησε τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος; Ποῦ βρῆκε τήν ἱερωσύνη ὁ ἱερουργός; Ποιός τοῦ ἔδωσε τήν ἱερωσύνη, ἀφοῦ αὐτήν τήν παρέχει μόνον ἡ Ἐκκλησία; Καί ποῦ βρέθηκε ἡ Ἐκκλησία στούς ἑτεροδόξους, ἀφοῦ αὐτοί λόγῳ τῆς ἐσφαλμένης δογματικῆς πίστεώς τους ξέπεσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία; 
4 .Ἡ θεωρία τῶν «δύο πνευμόνων» τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θεωρία αὐτή ἔχει τήν πατρότητά της στόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή ὁ Χριστός ἔχει ὡς
«πνεύμονές» Του τόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σήμερα, δυστυχῶς, ἡ θεωρία αὐτή υἱοθετήθηκε καί ἀπό πολλούς ὀρθόδοξους ἱεράρχες καί λαϊκούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους, μᾶλλον ἀβασάνιστα. Καί τοῦτο, γιατί ἡ θεωρία αὐτή κρινόμενη ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη ὄχι μόνον ἀθεολόγητη εἶναι, ἀλλά καί κυριολεκτικά βλάσφημη. 
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφοροποιεῖται ὀντολογικά ἀπό τό Ρωμαιοκαθολικισμό γιά καθαρά δογματικούς λόγους. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι μόνον αὐτή διασώζει τόν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ἔχει ἐδῶ καί χίλια χρόνια ἐκπέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλωστε, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι
«μία» καί ἑνιαία, εἶναι θεολογικά τελείως ἀκατανόητο νά ὑπονοοῦνται, σύμφωνα μέ τήν παραπάνω θεωρία, ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ὡς οἱ «δύο πνεύμονες» τοῦ Χριστοῦ, ὡς κάποια ἰσότιμα δηλαδή μέλη τοῦ σώματός Του. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση θά πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἤ παραμένουν ἀκάλυπτα ἐκκλησιολογικῶς ἤ καλύπτονται ἐκκλησιολογικά ἀπό ἄλλες, ἐκτός τῶν δύο, Ἐκκλησίες. Κάτι τέτοιο ὅμως θά μᾶς ὁδηγοῦσε εὐθέως στήν υἱοθέτηση τῆς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς «θεωρίας τῶν κλάδων» (Branch theory). [Λέγοντας θεωρία τῶν κλάδων ἐννοοῦμε τή θεωρία τῶν προτεσταντῶν γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησία κατά τούς προτεστάντες εἶναι ἡ ἀόρατη κοινωνία τῶν ἁγίων. Οἱ διάφορες ἱστορικές-ἐμπειρικές ἐκκλησίες ὅλων τῶν δογμάτων ἔχουν νομιμότητα καί ἰσότητα ὑπάρξεως, ὡς κλαδιά τοῦ ἑνός δένδρου 
τῆς ἀόρατης ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη ἐκκλησία εἶναι ἡ καθαυτό ἐκκλησία ἡ ὁποία καί ὁμολογεῖται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Κατά συνέπεια, καμμία ἐπιμέρους τοπική ἐκκλησία ὁποιουδήποτε δόγματος, δέν ἐνσαρκώνει τήν
«μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία». Καμμία τοπική ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι κατέχει τήν πληρότητα τῆς ἀποκαλυφθείσας ἀλήθειας. Ἡ μία ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι το συνολικό ἄθροισμα τῶν ἐπιμέρους τμημάτων της, δηλαδή τῶν κατά τόπους ἐκκλησιῶν ὅλων τῶν δογμάτων, ὅσο καί ἄν διαφέρουν δογματικά μεταξύ τους]. Πράγμα τελείως ἀπαράδεκτο ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη.Εἶναι ὅμως καί βλάσφημη ἡ παραπάνω Ρωμαιοκαθολικῆς προέλευσης θεωρία περί τῶν
«δύο πνευμόνων» τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτή συμβαίνει νά υἱοθετεῖται ἀπό Ὀρθοδόξους. Καί εἶναι κυριολεκτικά βλάσφημη, ἐπειδή ἐντάσσει στό ἄμωμο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τόν Ρωμαιοκαθολικισμό ὡς ὀργανικό μέλος Του (ὡς ἕνα «πνεύμονά» Του), τή στιγμή πού ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός θεσμικά πάσχει ὀντολογικῶς, ὡς πραγματικότητα ἐκτός τοῦ Θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.5. «Ἀδελφές Ἐκκλησίες»
Ἀρχικά ὁ ὅρος
«ἀδελφές Ἐκκλησίες» εἶναι ἀπό ἀδόκιμος ἕως ἀπαράδεκτος. Ἀδόκιμος θεολογικά εἶναι, ὅταν χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐκφράσει τή σχέση μεταξύ τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τελείως ἀπαράδεκτος θεολογικά εἶναι ὁ ὅρος, ὅταν χρησιμοποιεῖται γιά νά προσδιορίσει τόν ὀντολογικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.
Καταρχήν, ὁ ὅρος
«ἀδελφές Ἐκκλησίες» δέν εἶναι βιβλικά θεμελιωμένος, οὔτε κἄν νομιμοποιημένος. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στίς διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες, δέν τίς ἀποκαλεῖ «ἀδελφές», οὔτε ὑπονοεῖ ὅτι ὑπάρχει κάποια Ἐκκλησία ὡς «μητέρα» αὐτῶν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἔχει τή συνείδηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὅτι αὐτή ἔχει καθολικό χαρακτήρα, μέ τήν ἔννοια τῆς πληρότητας τῆς ἀληθείας καί τῆς ζωῆς της, κεφαλή τῆς ὁποίας εἶναι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. 
Ἔτσι, ὅταν ἀπευθύνεται σέ κάποια τοπική Ἐκκλησία, ἔχει τή στερεότυπη ἔκφραση:
«τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ οὔσῃ ἐν... (π.χ. Κορίνθῳ)». Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ φανέρωση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας μπορεῖ νά γίνεται σέ κάθε τόπο, ὅπου ὑπάρχει ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα τῶν πιστῶν ὑπό τόν Ἐπίσκοπό της. Εἶναι βεβαίως αὐτονόητο ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν αὐτῶν διασφαλίζεται μέ τήν κοινωνία μεταξύ τους στήν αὐτή πίστη, ζωή καί ἐκκλησιαστική τάξη. Τήν ἑνότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἐγγυᾶται στήν πράξη ἡ σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τους.Ἀπό τά παραπάνω γίνεται κατανοητό ὅτι, ἀφοῦ καί οἱ ὁμόφρονες τοπικές Ἐκκλησίες στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδοξίας δέν νομιμοποιοῦνται θεολογικά, ὅταν ὀνομάζονται «
ἀδελφές», πολύ περισσότερο δέν ὑπάρχει θεολογικό-ἐκκλησιολογικό ὑπόβαθρο γιά νά ὀνομάζονται «ἀδελφές Ἐκκλησίες» ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός. Ἄλλωστε ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν μπορεῖ νά ὀνομάζεται κατά κυριολεξία Ἐκκλησία μετά τό 1014, ἐπειδή ἀπό τότε ὑφίστανται πνευματικῶς γι’ αὐτόν τά ἐπιτίμια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ συνέπεια τήν ἔκπτωση ἀπό τό Θεανθρώπινο σῶμα. 
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἄρση τῶν παραπάνω ἐπιτιμίων δέν μπορεῖ νά γίνει ἀπό κανένα θεσμικό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο ψηλά καί ἄν βρίσκεται στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, παρά μόνον ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀλλά καί τοῦτο μπορεῖ νά γίνει μόνο στήν περίπτωση πού ἀρθοῦν προηγουμένως οἱ δογματικοί λόγοι, στούς ὁποίους οὐσιαστικά ὀφείλεται ἡ ἔκπτωση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Εἶναι λοιπόν φανερό ὅτι, ἐπισήμως, ἀπό τό 1014 ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν εἶναι Ἐκκλησία. Τοῦτο πρακτικῶς σημαίνει ὅτι δέν ἔχει τήν ὀρθή ἀποστολική πίστη καί τήν ἀποστολική διαδοχή. Δέν ἔχει τήν ἄκτιστη Χάρη καί κατεπέκταση δέν ἔχει τά θεουργά μυστήρια, πού καθιστοῦν τό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «κοινωνία θεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καί νά παραμένει ἕως τῆς συντελείας μία καί ἀδιαίρετη, κάθε χριστιανική κοινότητα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ἁπλά αἱρετική.

πηγή: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ " Ἐν Συνειδήσει " Έκτακτη έκδοση της Ιεράς Μονής Μετεώρων. 2009

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012



Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής!


Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού στις 16 Δεκεμβρίου 2011 με τον κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
Πανοσιολογιότατοι πατέρες, αιδεσιμολογιότατοι, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
η ομιλία μου βέβαια δεν θα κινηθεί στην κατεύθυνση ούτε της υπερασπίσεως της Πίστεως ούτε κατά του αντιαιρετικού αγώνα, αλλά στην υποδομή της χριστιανικής μας ταυτότητας, που είναι υπόθεση ζωής. Τα γεγονότα, που εκκλησιαστικώς θα εορτάσουμε σε λίγες ημέρες, η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, αποτελεί το κορυφαίο εκείνο γεγονός διά του οποίου εγκαινιάστηκε η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό μέσα από την ίδια την θεότητα· ο άνθρωπος διά του Θεανθρώπου έχει πλέον τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της Εκκλησίας, να ζει την ζωή του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ και αυτήν να την φανερώνει στο κοινωνικό του περιβάλλον και στο γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι στο μέτρο αυτής της σχέσης, στο μέτρο αυτής της δεκτικότητας. Αυτό είναι δεδομένο. Εκείνο, το οποίο πολλές φορές παραβλέπουμε και το οποίο είναι η αιτία της δυσλειτουργίας μας στο πλαίσιο της Εκκλησίας, είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε διερευνήσει τα αίτια, τις προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες δυσκολεύουν την φανέρωση αυτής της εν Χριστώ ζωής, αυτής της ζωής, την οποία ζούσε ο Χριστός και η οποία δεν ήταν προσωπική Του απλώς υπόθεση αλλά ήταν και είναι υπόθεση του πληρώματος της Εκκλησίας. Έτσι θεώρησα σκόπιμο να αναφερθούμε σ’ αυτές τις προϋποθέσεις αυτής της ζωής, την οποία χαρακτηρίζω «αγιοπνευματική» σε σχέση με την τρέχουσα σημασία της λέξεως «πνευματική», γιατί πολλές φορές σήμερα το πνευματικό συγχέεται με αυτό που λέγεται, που νοείται πολλές φορές ως ακαδημαϊκό, ως κοινωνικό και γενικότερα ως διανοητικό. Άλλο πράγμα είναι η αγιοπνευματική ζωή και σ’ αυτήν θα αναφερθούμε με την μικρή εισήγησή μας, ζητώντας στο μέτρο του δυνατού, να γίνει και ένας διάλογος, ώστε να απαντηθούν ενδεχόμενα ερωτήματα πάνω σε μια προβληματική, που ίσως ακολουθήσει μετά από την εισήγησή μου.  
Πριν αναφερθούμε γενικότερα στις προϋποθέσεις της αγιοπνευματικής ζωής είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε εννοιολογικά, τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε αγιοπνευματική ζωή. Για να αποφύγουμε κάθε ενδεχόμενη ορολογική σύγχυση θα πρέπει ευθύς εξαρχής να πούμε ότι, άλλο είναι το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητας και άλλο είναι το Άγιο Πνεύμα ως άκτιστη, φυσική ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Έτσι, όταν κάνουμε λόγο για αγιοπνευματική ζωή εννοούμε τη ζωή του Αγίου Πνεύματος ως κοινής άκτιστης φυσικής ενέργειας του Τριαδικού Θεού.
Αυτή ακριβώς η άκτιστη ζωή του ίδιου του Θεού, όταν γίνεται και δική μας ζωή τότε μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για αγιοπνευματική ζωή μέσα μας. Συγκεκριμένα μιλάμε για τη μέθεξη της ίδιας της Θεότητας από τον άνθρωπο χαρισματικώς. Αυτός ο άνθρωπος είναι και λέγεται πνευματικός άνθρωπος γιατί έχει εμπλουτισθεί σωματικώς και ψυχικώς με το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, με την άκτιστη, δηλαδή, φυσική ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Είναι ο άνθρωπος, που έχει οικειωθεί το Πνεύμα του Θεού, το οποίο ενώθηκε χαρισματικώς μ’ αυτόν και ενεργεί φυσικώς σ’ αυτόν υπό σαφείς όμως και συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σ’ αυτές θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ενώ παράλληλα θα μιλήσουμε αναλυτικότερα για τον χαρακτήρα και την ταυτότητα της αγιοπνευματικής ζωής.  
Το πνεύμα του Θεού στον άνθρωπο τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους, τόσο στις σκέψεις και στους λόγους όσο και στις ενέργειες και στα έργα του ενώ παραμένει, κατά τα άλλα, όμοιος με τους συνανθρώπους του, σε κάθε εποχή. Η αγιοπνευματική ζωή ως Αγιοτριαδική είναι άκτιστη ζωή και παρέχεται χαρισματικώς μόνο μέσα στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν μπορεί κανείς δηλαδή να την εντοπίσει σε καμιά άλλη θρησκεία ή στους ετερόδοξους, αιρετικούς δηλαδή χριστιανούς. Αυτοί άλλωστε δεν μιλούν καθόλου για μετοχή της άκτιστης ζωής ενώ χαρακτηρίζουν σαφώς την θεία Χάρη, που παρέχει αυτήν την αγιοπνευματική ζωή, ως κτιστή, ως δημιούργημα, ως κτίσμα δηλαδή. Έτσι μας βεβαιώνουν οι ίδιοι ότι δεν έχουν προσωπική βιωματική εμπειρία της άκτιστης αυτής θεοποιού ενέργειας του ενός Τριαδικού Θεού.
Η αγιοπνευματική ζωή έχει ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι κατ’ αρχήν μυστηριακές, παρέχονται δηλαδή μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Δεν εξαρτώνται καθόλου από το δικό μας ποιόν και αποκτώνται αμέσως με την ένταξή μας στην Εκκλησία. Συγκεκριμένα, αμέσως μόλις γινόμαστε μέλη του μυστηριακού σώματος του Χριστού, με το βάπτισμα, μόλις ερχόμαστε στην εν Χριστώ ύπαρξη, δεχόμαστε το Άγιο Μύρο ή Χρίσμα. Το Χρίσμα μας παρέχει χαρισματικώς το Πνεύμα του Κυρίου μας, την άκτιστη δηλαδή και θεοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που έρχεται και εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στην ύπαρξή μας. Από τότε ο άνθρωπος, ως πιστός και οργανικό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας δηλαδή, έχει εμπλουτισθεί με την άκτιστη αυτή ενέργεια και έχει καταστεί χαρισματικός και πραγματικός άνθρωπος· επειδή έχει ένα και το αυτό πνεύμα με το Χριστό. Στο εξής έχει μέσα του εκτός από την κτιστή ανθρώπινη ενέργειά του και την θεία και άκτιστη θεοποιό ενέργεια, όχι βέβαια φυσικώς αλλά χαρισματικώς.
Όπως γνωρίζουμε ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού ήταν να ενώσει στο πρόσωπο του Θεού Λόγου την ανθρώπινη φύση υποστατικά, ώστε στο εξής να παραμένει αιωνίως χαρισματικά ενωμένος με τον Θεό ο κάθε άνθρωπος, που θα εντάσσεται στο μυστηριακό σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Και επειδή κατά την θεία Αποκάλυψη δεν υπάρχει άλλο όνομα εκτός του Χριστού, εν ω δει ημάς σωθήναι (Πράξ, 4, 12), είναι προφανές και αδιάψευστο ότι δεν μπορεί κανείς να γεύεται τον καρπό της σωτηρίας, που νοείται ως αγιοπνευματική ζωή, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω (Ιωάν. 15, 4), οργανικά δηλαδή εξαρτημένος από το Χριστό διά της Εκκλησίας.
Η ίδρυση της Εκκλησίας από το Χριστό διά της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματός Του την Πεντηκοστή και η προσωπική Πεντηκοστή του κάθε πιστού με το θείο Μύρο, βιωμένη εν πάση αισθήσει στον παρόντα κόσμο εντός της Εκκλησίας, πιστοποιούν κατά τον πιο εμπειρικό και αδιάψευστο τρόπο την αγιοπνευματική ζωή των πιστών σ’ όλες τις εποχές και ιδιαίτερα στην εποχή μας διά πολλών και εμφανών σημείων. Οι πιστοί, με την αγιοπνευματική ζωή τους, επιβεβαιώνουν το λόγο του Χριστού στους μαθητές Του, ότι το Πνεύμα της αληθείας ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό· υμείς γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει και εν υμίν εσται (Ιωάν. 14, 17).
Κατά συνέπεια, όταν κάποια θρησκευτική κοινότητα δεν έχει μυστήρια, και δεν έχει μυστήρια όταν δεν είναι Εκκλησία, δεν μπορεί να παρέχει αυτήν την αγιοπνευματική ζωή, για την οποία τώρα μιλάμε· και τούτο επειδή η αγιοπνευματική ζωή δεν αποτελεί επίτευγμα του ανθρώπου, δεν αποτελεί δηλαδή επίτευγμα των κτιστών δυνατοτήτων του, αλλά άκτιστη δωρεά του Τριαδικού Θεού που παρέχεται εκ Πατρός δι’ Υιού εν Πνεύματι Αγίω. Ο πιστός που έχει ενεργό αγιοπνευματική ζωή κυριαρχείται σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του, από την παρουσία του Πνεύματος του Κυρίου του. Γιατί ο Χριστός υπάρχει και ζει μέσα μας διά του Πνεύματός Του. Ο Χριστός διά του Πνεύματός Του γίνεται εν πάσι πρωτεύων (Κολ., 1, 18) μόνο στα ενεργά μέλη του μυστηριακού σώματός Του· στα ενεργά δηλαδή μέλη της Εκκλησίας. Τούτο πρακτικώς σημαίνει ότι ο Χριστός διά του Πνεύματός Του, κυριαρχεί στη σκέψη, στο λόγο και στα έργα αυτού του πιστού. Η Βασιλεία του Θεού, η οποία ταυτίζεται με την αγιοπνευματική ζωή στην καθαρότερη φανέρωσή της είναι εκείνη που κυριαρχεί σε όλες τις εκδηλώσεις του πιστού, στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την περίπτωση ο πιστός βασιλεύεται, κυριαρχείται δηλαδή από το Πνεύμα του Χριστού. Η αγιοπνευματική ζωή κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ(Κολ. 3, 3), μας πληροφορεί ο απόστολος Παύλος. Τούτο σημαίνει ότι δεν είναι φανερή εξωτερικώς, γίνεται όμως ενεργός και φανερή σ’ εκείνους, που έχουν την ανάλογη δεκτικότητα, έχουν δηλαδή πνευματικά αισθητήρια υγιή, γυμνασμένα και καθαρά.
Όλα εκείνα, τα οποία υποσχέθηκε και πραγματοποίησε ο Χριστός στους μαθητές Του συνεχίζονται και πραγματοποιούνται ανά τους αιώνες και φυσικά και στην εποχή μας. Συγκεκριμένα, ο Χριστός είπε στους μαθητές πριν τη Σταύρωσή Του, ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν (Ιωάν. 14, 21)· εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιησόμεθα (Ιωάν. 14, 23). Και συνεχίζει, τα άκρως σημαντικά: ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν (Ιωάν. 14, 26). Στο χωρίο αυτό γίνεται εμφανέστατος ο Τριαδικός χαρακτήρας της αγιοπνευματικής ζωής του πιστού, που συνδέεται άρρηκτα με την Θεοφάνεια του Τριαδικού Θεού, η οποία προσεγγίζεται και βιώνεται αγαπητικά διά του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι.
Αυτή ακριβώς η αγιοπνευματική κατάσταση είναι η εν ημίν ενεργός Βασιλεία του Τριαδικού Θεού, κατά τη βίωση της οποίας ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα μας διδάσκει τα πάντα.  Όλα, δηλαδή, όσα αφορούν την αλήθεια, που είναι ο Χριστός ως πρόσωπο και ως σκοπός όλων των πραγμάτων του ορατού και του αόρατου κόσμου. Το ίδιο αυτό Πνεύμα της Αληθείας μάς υπενθυμίζει όλα όσα δίδαξε και αποκάλυψε ο Χριστός στους μαθητές Του, κατά την τριετή δημόσια δράση και θεία Οικονομία Του.
Αν όμως αυτή είναι η ταυτότητα της αγιοπνευματικής ζωής και αυτές είναι οι μυστηριακές προϋποθέσεις της, που παρέχονται σ’ όλους τους πιστούς εξίσου, αμέσως μετά την χαρισματική εκ Πνεύματος Αγίου αναγέννησή τους, γεννάται το εύλογο ερώτημα: γιατί αυτή η εν ημίν άκτιστη Βασιλεία του Θεού, αυτή η άκτιστη δωρεά της αγιοπνευματικής ζωής, δεν είναι αισθητή και βιούμενη στους περισσότερους από τους ορθόδοξους πιστούς; Μήπως υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις για την αισθητή βίωσή της; Πραγματικά· υπάρχει και μία άλλη θεμελιώδης προϋπόθεση για τη διατήρηση και φανέρωση της αγιοπνευματικής ζωής. Αυτή είναι η συνειδητή, ελεύθερη και αγαπητική συγκατάθεση του ανθρώπου στην άκτιστη δωρεά του Θεού. Εδώ πρόκειται για την ανθρώπινη συνεργία που συνίσταται ουσιαστικά μόνον στην ελεύθερη αποδοχή της προσφοράς του Θεού· συνίσταται στο υπομείναι την χάριν και μη προδούναι τον θησαυρόν (Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Α', PG 150.501Β), όπως θα πει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας.
Ο πιστός υφίσταται, πάσχει δηλαδή αυτήν την αγιοπνευματική ζωή ως υπέρ φύσιν ούσαν, κατά χάριν (Κεφάλαια περί αγάπης, 1,75, PG 90, 1206C), κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Δεν την πραγματώνει ο ίδιος ούτε και μπορεί να την αυξήσει, γιατί ως θεία καθεαυτήν είναι ανεπίδεκτη αυξήσεως. Ο βαθμός φανερώσεώς της απλώς συνδέεται άρρηκτα με τον βαθμό της αγαπητικής σχέσεως του πιστού με τον χορηγό της άκτιστης αυτής ζωής.
Και τώρα φτάσαμε στο πνευματικό κλειδί της βιώσεως και φανερώσεως της αγιοπνευματικής ζωής. Στο χωρίο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, στο οποίο προηγουμένως αναφερθήκαμε, ο Χριστός μάς πληροφορεί ότι θα εμφανίσει τον εαυτό Του και τον Πατέρα Του, εν Αγίω Πνεύματι και ότι θα εγκατασταθεί μονίμως μέσα σ’ εκείνον, ο οποίος Τον αγαπά πραγματικώς, δηλαδή τηρεί το θέλημά Του, που είναι το ίδιο το θέλημα και του Θεού Πατέρα.
Ήδη από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η αγιοπνευματική ζωή δε λειτουργεί μηχανιστικά, δηλαδή μαγικά στον πιστό. Προϋποθέτει οπωσδήποτε την ελεύθερη και ανά πάσα στιγμή αγαπητική και υπαρξιακή τοποθέτησή του απέναντι στον Τριαδικό Θεό. Κατά συνέπεια μέσα στην Εκκλησία τα πράγματα είναι απλά και τα δυσκολότερα είναι σαφώς δεδομένα από τον Θεό.
Υπάρχουν και κάποια μικρά, ως ζητούμενα, που ο λογισμός μας, με τη συνεργία του πονηρού, μας τα παρουσιάζει από μεγάλα και δύσκολα ως δυσκατόρθωτα και αδύνατα. Το πρώτο ζητούμενο, που συνδέεται με την αγιοπνευματική ζωή, είναι να επιλέξει και να έχει ισοβίως ο πιστός έναν απλανή πνευματικό οδηγό. Απλανής πνευματικός οδηγός είναι εκείνος, που έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων. Ο πνευματικός αυτός μπορεί να διακρίνει σαφώς ποιοι λογισμοί ή ποιες καταστάσεις προέρχονται από τον ίδιο τον άνθρωπο και ποιες προέρχονται από τον Πονηρό ή από τον ίδιο τον Θεό. Ο πνευματικός οδηγός θα βοηθήσει τον πιστό να προσεγγίσει σωστά και να κατανοήσει με σαφήνεια την υπαρξιακή κατάστασή του. Ο πνευματικός απλώς θα τον βοηθήσει. Ο ίδιος ο Θεός διά του Παρακλήτου Πνεύματός Του θα φανερώσει στον πιστό την αλήθεια. Το Πνεύμα του Θεού έχει μια εκπληκτική συμπάθεια προς τον άνθρωπο· δεν του εμφανίζει ποτέ την εσωτερική κατάστασή του διά μιας, γιατί τότε ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην απόγνωση.
Την παρουσιάζει σταδιακά και κάθε φορά σε τέτοιο βαθμό, που παρά τους όποιους υπαρξιακούς κραδασμούς του, να μπορεί με την βοήθειά Του να τους αντέξει, ώστε να μετανοήσει σε βάθος και βαθμηδόν να καθαρίζεται, έως ότου φθάσει στο επόμενο στάδιο, που η Ασκητική Γραμματεία της Εκκλησίας μας ονομάζει «φωτισμό». Και στη συνέχεια να οδηγηθεί και πάλι, διά του Πνεύματος του Θεού, στην αιώνια και ατελεύτητη πρόοδο της κατά χάριν θεώσεώς του, πράγμα που συνιστά και τον κατ’ εξοχήν προορισμό του κάθε ανθρώπου. Η αγιοπνευματική ζωή εκπέμπεται από τον φορέα της στις συχνότητες του Θεού, οι οποίες είναι, κατά την ρήσην του π. Παϊσίου, του Γέροντα Παϊσίου, η ταπείνωση και η αγάπη, και λαμβάνεται από όσους είναι δεκτικοί στο μήνυμα του Θεού.
Το πρώτο αξιολογικά μήνυμα του Θεού σ’ εμάς, τους βαπτισμένους δηλαδή και χρισμένους, είναι να ζητούμε την ενεργοποίηση της εν ημίν Βασιλείας Του. Αυτό είναι το κατ’ εξοχήν ευάρεστο θέλημα του Θεού. Αυτό άλλωστε είναι και το κεντρικό αίτημα της Κυριακής Προσευχής, να έρθει δηλαδή η Βασιλεία του Θεού· να έρθει όχι γενικώς και αορίστως, να έρθει σε μας, να το εκφράσουμε εμείς, υπακούοντας δηλαδή στο θέλημά Του και όχι στο θέλημά μας ή στο θέλημα του οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Όταν εστιάζει ο πιστός με το πνευματικό βλέμμα του στο θέλημα του Θεού και όχι στο δικό του, είτε μιλά είτε κάνει οτιδήποτε, ενεργεί άμεσα μέσα του ο Θεός με το Πνεύμα Του. Τότε έχει άμεση γνώση της αλήθειας των πραγμάτων και των καταστάσεων χωρίς συλλογισμούς· δεν φτάνει δηλαδή διανοητικά, με αφαιρετική διαδικασία του νου σε αυτά τα πράγματα, αλλά απλώς του παρουσιάζονται από τον ίδιο τον Θεό και μιλά πλέον ως πραγματογνώμων πάνω σε πράγματα και όχι σε ιδέες. 
Τότε γίνεται πνευματικά και άμεσα η διάγνωση των καταστάσεων με τα κεκαθαρμένα και γεγυμνασμένα πνευματικά αισθητήρια, που λειτουργούν σαν πνευματική τηλεόραση. Για έναν τέτοιο πιστό δεν έχει σημασία το αν μιλάει ή σιωπά, αλλά το γιατί ενεργεί με τον συγκεκριμένο αυτό τρόπο. Το διαρκώς ζητούμενο ταπεινώς από αυτόν είναι είτε με τον ένα είτε με τον άλλον τρόπο να ενεργεί ο ίδιος ο Θεός δι’ αυτού, όπως εκείνος θέλει, όταν θέλει και όσο θέλει. Η έντονη αγιοπνευματική ζωή προδίδει χαρισματικώς τον φορέα της. Όσο κι αν από ταπεινοφροσύνη επιχειρεί κανείς να κρυφτεί, τον φανερώνει η Χάρις του Θεού. Αν όμως εμπειρικώς γνωρίζουμε ότι η γνήσια αγιοπνευματική ζωή προδίδει τον φορέα της πολύ περισσότερο γνωρίζουμε ότι η αγιοπνευματική ζωή βιούται εν πάση αισθήσει· όλη η ψυχοσωματική ύπαρξη αυτού του πιστού είναι γεμάτη από τέτοιου είδους χαρά, ειρήνη και γλυκύτητα μέχρι μυελού των οστών και του εσώτατου βάθους του προσώπου του, που δεν μπορεί να συγκριθεί, ούτε στο ελάχιστο, με τις αντίστοιχες κοσμικές, βιολογικές ή ψυχικές εμπειρίες του ανθρώπου. Είναι χαρακτηριστική η βεβαία αίσθηση της διευρύνσεως των οντολογικών, των φυσικών δηλαδή ορίων του νου και της ψυχής, και η ενεργοποίηση των πνευματικών αισθητηρίων του, για να γίνουν χωρητικά της άκτιστης ζωής, της ενεργού δηλαδή Βασιλείας του Θεού μέσα του.
Έτσι καθίσταται ο πιστός χαρισματικός και ενεργός, υπαρξιακή χώρα του Αχώρητου Θεού.
Όταν πραγματικά θελήσει ο πιστός να ενεργήσει μέσα του η Βασιλεία του Θεού, θα πρέπει να ακυρώσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, την αυτοπεποίθησή του, να απενεργοποιήσει τη θέλησή του, ώστε να μη κατευθύνεται από το «εγώ» του, να μην είναι αυτός ο κύριός της, να την υποτάξει πλήρως και αγαπητικά στο θέλημα του Κυρίου Του· αυτό να αναζητά και αυτό να θέλει να γίνεται πάντοτε. Στην πραγματικότητα μόνον τότε εμφανίζεται να πιστεύει αληθινά στο Θεό, γιατί πρακτικώς τότε μόνο Τον εμπιστεύεται απολύτως και θέλει να κυριαρχεί μέσα του σε όλα. Αυτά δεν γίνονται πράξη όταν ο νους δεν μάθει να φεύγει όχι μόνο από το πνεύμα της πονηρίας, αλλά και από κάθε προσωπική επιθυμία, όταν δηλαδή δεν είναι σταθερά προσανατολισμένος και προσηλωμένος στην πρώτη εντολή του Δεκαλόγου. Αυτή η πνευματική εργασία είναι εξαιρετικά λεπτή και αυτό είναι το έργο της εν αισθήσει γινομένης αδιαλείπτου νοεράς προσευχής. Αν για λίγο αποστεί ο νους του ανθρώπου από τον Θεό, δεν μπορεί να είναι για τότε ενεργό σ’ αυτόν το Πνεύμα του Θεού. Επειδή τότε ο πιστός παραβιάζει την εντολή του Χριστού που λέει γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν (Ματθ., 26, 41 & Μαρκ., 14, 38). Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ο πιστός δεν βλέπει τότε την αδυναμία και την ασθένειά του γι’ αυτό και δεν επικαλείται την θεία βοήθεια, οπότε απενεργοποιείται το πνεύμα του Θεού μέσα του. Κατά συνέπεια τότε συμβαίνει να αστοχεί και να αμαρτάνει· τότε επιβεβαιώνεται βιωματικά η ρήση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ότι του Θεού μη ενεργούντος εν ημίν αμαρτίαι παν το παρ’ ημών γινόμενον (Ομιλία 33, PG 151,416D-417Α).
Σ’ ότι μας αφορά για την αγιοπνευματική ζωή, όλα αρχίζουν από το φρόνημά μας και συνοδεύονται μονίμως από αυτό. Το υψηλό φρόνημα που έχουμε εμποδίζει να ενεργήσει ο Θεός. Είναι κοινός τόπος στην Ασκητική Γραμματεία της Εκκλησίας μας ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ενεργό παρουσία της αγιοπνευματικής ζωής είναι το εγωκεντρικό φρόνημά μας. Όπως εύστοχα μου είπε ένας Αγιορείτης Γέροντας χαρισματούχος, δεν θέλουμε να βασιλευόμαστε από το Χριστό αλλά από το θέλημά μας. Δεν θέλουμε να Τον δεχτούμε ως κυρίαρχο στο νου, στη θέληση και στην καρδιά μας. Δεν θέλουμε να είναι Αυτός σε μας εν πάσι πρωτεύων. Γι’ αυτό ουσιαστικά δεν επιβεβαιώνονται από το Θεό με τη ζωή μας όσα λέμε ότι πιστεύουμε και αγαπάμε. Θα κριθούμε από το Χριστό, κατ’ εξοχήν εμείς, επειδή δεν επιδείξαμε αγαθή προαίρεση ώστε να επιχειρήσουμε σοβαρά να τηρήσουμε με συνέπεια το λόγο Του και να επιβεβαιώσουμε εμπειρικά την αξιοπιστία Του· ότι δηλαδή θα εμφανιστεί πραγματικά σε μας και θα ενεργεί μόνιμα μέσα μας, μαζί με τον Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.
Η κατάστασή μας είναι εξαιρετικά θλιβερή επειδή στην πραγματικότητα δεν έχουμε πόθο για το Θεό και πρακτικώς δεν Τον θέλουμε στη ζωή μας. Γιατί διαφορετικά θα τηρούσαμε το θέλημά Του, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα και για την ίδια μας τη ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση η μόνη λύση που θα μπορούσε να προτείνει κανείς για να ενεργοποιηθεί άμεσα η εν ημίν Βασιλεία του Θεού είναι να παραιτηθεί η κυβέρνηση που εκφράζει το θέλημά μας. Δύο βασιλείες με δύο κυρίαρχους δεν μπορούν να υπάρξουν μέσα μας ταυτόχρονα. Δεν μπορεί να συσταθεί και να λειτουργήσει μέσα μας μια τέτοια «Οικουμενική Κυβέρνηση». Όταν συμβαίνει πάντως να υπάρχει, γιατί υπάρχει σε ορισμένους, δεν είναι σίγουρα «Οικουμενική» αυτή η κυβέρνηση αλλά γνήσια «Οικουμενιστική», δηλαδή Συγκρητιστική. Η ενεργοποίηση της αγιοπνευματικής ζωής προϋποθέτει οπωσδήποτε την απενεργοποίηση του ιδίου θελήματος και της συνεπαγόμενης κυβερνήσεώς μας. Προϋποθέτει δηλαδή την ταπείνωση του φρονήματος που εκφράζει πρακτικώς με την υποταγή του θελήματός μας στο θέλημα του Θεού, κατά το πρότυπο των δύο θελημάτων του Θεανθρώπου Χριστού· στο Χριστό δηλαδή έχουμε πλήρως το ανθρώπινο θέλημα και το θείο θέλημα. Κι αυτό το έδειξε ο Χριστός στην επίγεια ζωή Του, όπως έδειξε και στην κορυφαία εκείνη στιγμή ενώπιον του θανάτου Του, δηλαδή στη Γεθσημανή, ότι το θέλημα το ανθρώπινο και φυσικό ήταν να μη θέλει να πεθάνει. Και αυτό μην σας φαίνεται περίεργο· δεν πρόκειται για κάποια δειλία. Ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου, της αποστασίας του απ’ το Θεό. Αφού λοιπόν ο Χριστός δεν είχε καμία σχέση απολύτως με την αμαρτία, δεν όφειλε να πεθάνει! Ήταν τελείως παράλογο το να πεθάνει, όχι ένας απλός αθώος αλλά που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που λέγεται θάνατος. Ήταν επομένως φυσικό αυτό το θέλημα και αναμάρτητο αυτό το θέλημα και λογικό αυτό το θέλημα, να μην πεθάνει. Όμως, για την δική μας σωτηρία και κατά το θέλημα του Πατέρα, το οποίο ήτανε και θέλημα δικό Του ως Υιού του Θεού, και θέλημα του Αγίου Πνεύματος, έπρεπε να παραιτηθεί εκουσίως και αγαπητικώς από αυτό το θέλημα το άγιο, το φυσικό, το να μη θέλει να πεθάνει.
Και βλέπουμε λοιπόν εκεί να παραιτείται από αυτό το θέλημα για να γίνει το θέλημα της Τρισηλίου Θεότητας. Γι’ αυτό είπα ότι δεν είναι απλώς να παραιτηθούμε από το κακό θέλημά μας· από κάθε θέλημα. Και επειδή όλα τα έχουμε βαφτίσει, όταν είναι δικά μας θελήματα, ως καλά επειδή προϋποθέτουμε ότι εμείς είμαστε καλοί κι ας μην έχουμε το κάλλος του Θεού κι ας μην έχουμε σχέση με τον Θεό, γι’ αυτό είναι πολύ ασφαλές για τον καθένα μας να παραιτηθεί από κάθε θέλημα δικό του και να ζητά να μάθει ποιο είναι το θέλημα του Θεού και σ’ αυτό και μόνον να κάνει υπακοή. Σε κανέναν δεν κάνουμε υπακοή στην Εκκλησία, παρά μόνον στον Χριστό· όποιος κι αν είναι αυτός, ο οποίος μεσολαβήσει και μας πει να κάνουμε το θέλημα, κάποιο θέλημα, αυτό πρέπει  να το ανακρίνουμε επειδή εμείς είμαστε βαφτισμένοι, είμαστε λογικά πρόβατα. Έχουμε την αναφορά μας στην κεφαλή. Βεβαίως η Εκκλησία δεν έχει είδη, είναι ιεραρχημένη, έχουμε ποιμένες, οι οποίοι έχουν αυτή την ευθύνη να μας καθοδηγούν στην αλήθεια, και ιδιαίτερα ο Επίσκοπος, να έχει, να κατέχεται από το Πνεύμα της Αληθείας, δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε Επίσκοπος κατευθύνει σ’ αυτήν την κατεύθυνση γι’ αυτό και έχουμε Επισκόπους, Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες αιρετικούς. Τι σημαίνει αυτό; Πώς καταλάβαμε ότι είναι αιρετικοί; Γιατί είχαν ενεργό οι άλλοι μέσα τους -λαϊκοί, κληρικοί, δεν έχει σημασία- το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι λοιπόν πρέπει να έχουμε κριτήρια, με τα οποία να ανακρίνουμε, και πρέπει να έχουμε αυτήν την πνευματική ωριμότητα, ό,τι ακούμε, από τον οποιονδήποτε, απ’ το παιδί μας, απ’ τη γυναίκα μας, απ’ τον προϊστάμενό μας, απ’ τους γονείς μας, από τους κληρικούς μας, από τους οποιουσδήποτε, απ’ τους πολιτικούς μας άρχοντες, πρέπει να ανακρίνουμε αν αυτά είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Για να τα ανακρίνουμε όμως πρέπει να έχουμε κριτήρια. Τα κριτήρια είναι το ίδιο το θέλημα του Θεού, το οποίο πρέπει να το γνωρίζουμε. Για να το γνωρίζουμε όμως και πρέπει να έχουμε την μελέτη την πνευματική, και πρέπει να έχουμε την μυστηριακή ζωή, και πρέπει, κυρίως, να απομπαζωθούμε, να βγούνε δηλαδή εκείνα τα μπάζα, που έλεγε ο π. Παΐσιος, που δεν επιτρέπουν αυτήν την χάρη, αυτήν την θεότητα, την οποίαν λάβαμε στο Άγιον Χρίσμα· κι αυτό μπορούμε να το κάνουμε διά της μετανοίας. Τότε θα βλέπουμε! Αν έχουμε πνευματικό οδηγό μπορεί να μας βοηθήσει να το βλέπουμε ευκρινέστερα. Αλλά υπακούουμε μόνον στον Χριστό. Όχι αυθαιρέτως ο καθένας «εγώ νομίζω ότι…»· αυτό είναι καθαρά προτεσταντικό! Πάντοτε εν ταπεινώσει. Αλλά εγώ τώρα μιλώ για την ευθύνη του πιστού, ως λογικού προβάτου, να ανακρίνει αυτά που ακούει και να μην τα καταπίνει αμάσητα. Και μετά να κρίνει αν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Γιατί ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος λέει, ότι και άγγελος εξ ουρανού να έλθει και να σας πει αντίθετα από αυτά που σας είπα, διαφορετικά από αυτά που σας είπα, να μη τον ακούσετε· και εγώ ο ίδιος να έρθω και να σας πω αντίθετα, ανάθεμα να είμαι! Βλέπετε πόσο ευθύνη μας δίνει, στον καθένα μας, για αυτό το οποίο πιστεύουμε για τον τρόπο της ζωής μας;
Αρχίζουμε κατά το πλείστον όμως εμείς στρεβλά την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική μας ζωή, ζητώντας έμμεσα ή άμεσα, ήπια ή ζωηρά να στήσουμε, έστω και φιλτραρισμένα, τη βασιλεία του δικού μας θελήματος. Και όπως είναι φυσικό αποτυγχάνουμε. Η κατάστασή μας αυτή είναι αναστρέψιμη. Έχουμε την πικρή αλλά χρήσιμη πείρα της αποτυχίας μας. Η μετάνοιά μας είναι ο μονόδρομος που οδηγεί στην εν ημίν Βασιλεία του Θεού και το ταπεινωμένο από την οδυνηρή πείρα φρόνημά μας θα γίνει ο απαραίτητος κωδικός, το pin για την ενεργοποίηση της αγιοπνευματικής ζωής. Αυτό το φρόνημα είχαν και οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί, τους οποίους μνημονεύει ο ίδιος ο Χριστός ως προαγωγούς της Βασιλείας Του. Αυτούς τουλάχιστον μπορούμε και πρέπει να τους μιμηθούμε· γι’ αυτό άλλωστε και μας τους πρόβαλλε ο Χριστός, για να μη φτάσουμε στην απόγνωση και την παραίτηση από την εκζήτηση της ενεργοποιήσεως της εν ημίν Βασιλείας Του. Μπορούμε να κάνουμε την έσχατη ανάγκη φιλότιμο, για να αξιοποιήσουμε και την παρούσα ζωή μας ως χρόνο πρόγευσης της μέλλουσας, αιωνίου Βασιλείας, που δεν είναι απλώς εγγύς, αλλά πολύ εγγύς· είναι ήδη μέσα μας, κατά την ρήση του ίδιου του Χριστού, η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν (Λουκ., 17, 21). Αξίζει να την ενεργοποιήσουμε γιατί μόνον έτσι θα ευαρεστήσουμε στο Θεό και μόνον έτσι θα δοξάζεται ο Θεός δι’ ημών, επειδή πρακτικώς Αυτός θα ενεργεί δι’ ημών ακτίστως, και Αυτού θα είναι η αγιοπνευματική εν Χριστώ ζωή μας. Αμέσως μόλις ταπεινωθούμε, ζητώντας μόνον αυτή τη Βασιλεία ενεργό μέσα μας, όλα τα άλλα τα βιοτικά θα μας τα διασφαλίσει ο Χριστός, ως τεκμήρια της αξιοπιστίας των λόγων του: ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν (Ματθ., 6, 33).
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...