Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαΐου 28, 2017

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΟ 1453

Στεφάνου Καρανίκα
καθηγητοῦ Θεολόγου

paleologos
Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἀποτελεῖ γιά ἐμᾶς τούς Νεοέλληνες καί Ρωμηούς φυσικά, ἡμέρα θρήνου καί μνήμης. Ἡμέρα θρήνου, διότι ἡ Βασιλίδα τῶν πόλεων, ἡ Θεοφύλακτος πόλη, ἡ Κωνσταντινούπολη, κατελήφθη (ἤ ἁλώθηκε) ἀπό χέρια ἐχθρικά γιά δεύτερη φορά. Εἶναι ὅμως καί ἡμέρα μνήμης, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τήν εἴσοδο τοῦ Γένους μας σέ μία ἀπό τίς μελανότερες σελίδες τῆς μυριόχρονης ἱστορίας μας: τήν Τουρκοκρατία.
  Γιά πάνω ἀπό χίλια χρόνια, ἡ Κωνσταντινούπολη ἀποτέλεσε πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς πιό μακροχρόνιας ἴσως ἀπό ὅλες ὅσες δημιουργήθηκαν στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Ὑπῆρξε τό λίκνο τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Προσέφερε τά μέγιστα στή διαμόρφωση ὄχι μόνο τῆς δικῆς μας ρωμαίικης εὐσυνειδησίας καί ταυτότητας, ἀλλά καί στήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι πολύ δύσκολο νά φανταστοῦμε πῶς θά ἦταν ἡ Εὐρώπη σήμερα, ἄν δέν ἦταν τό Βυζάντιο σέ ρόλο κυματοθραύστη ἀπέναντι στίς βαρβαρικές ἐπιδρομές. Βασιλεῖς ὑποχώρησαν, αὐτοκρατορίες λύγισαν καί ἐχθροί κατατροπώθηκαν, δοκιμάζοντας τήν ἰσχύ καί τό μεγαλεῖο της Ρωμηοσύνης. Ἡ ἴδια ἡ Πόλη πολιορκήθηκε 29 φορές ἀπό βάρβαρους ἐπιδρομεῖς καί ἐπίδοξους σφετεριστές, ἀλλά μέ τήν βοήθεια τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, παρέμεινε ὄρθια καί λαμπρή, ἀποδεικνύοντας συνεχῶς ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν Θεοφρούρητος Πόλη.
  Ἡ μνησικακία ὅμως τῶν Φραγκολατίνων καί τό ζηλόφθονο μῖσος τους γιά μία πόλη καί μία αὐτοκρατορία πού συγκέντρωνε τόσο πλοῦτο, ὑλικό καί πνευματικό, ὁδήγησαν τά στίφη τῶν Σταυροφόρων τῆς Δ’ Σταυροφορίας μπροστά στά τείχη τῆς Πόλεως καί στήν ἅλωσή της στίς 13 Ἀπριλίου 1204, κατακερματίζοντας οὐσιαστικά τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία σέ μικρότερα κρατίδια, ἑλληνικά καί φραγκικά. «Ἦταν τό μεγαλύτερο ἔγκλημα στήν ἱστορία», θά ἐπισημάνει ὁ ἔγκριτος βρετανός βυζαντινολόγος σέρ Στήβεν Ράνσιμαν.
  Ἄν καί ἡ Κωνσταντινούπολη ἐλευθερώθηκε τό 1261 καί ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ξαναγεννήθηκε ἀπό τίς στάχτες της, ἐν τούτοις ὅμως, ἀποτελοῦσε μία τραγική σκιά τοῦ ἑαυτοῦ της. Κυβερνητικά λάθη καί ἐμφύλιοι σπαραγμοί στά χρόνια τῶν Παλαιολόγων, τῆς τελευταίας δυναστείας πού κυβέρνησε στό θρόνο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἄνοιξαν τόν δρόμο στούς Ὀθωμανούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι κατέλαβαν ἀργά ἀλλά σταθερά τά τελευταία ἀπομεινάρια τῆς πάλαι ποτέ κραταιᾶς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Λίγο πρίν τό 1453, ἡ ἔκταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας περιοριζόταν μόλις στήν ἴδια τήν Πρωτεύουσα μέ μερικά παραθαλάσσια φρούρια καί πόλεις τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἐνῶ ὁ πληθυσμός τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ξεπερνοῦσε τούς 50.000 κατοίκους.
  Τό 1451 πεθαίνει ὁ Μουράτ Β’ καί τόν διαδέχεται ὁ Μωάμεθ Β’, ὁ ἐπονομαζόμενος καί Πορθητής, ἀφοῦ πρῶτα ἐξόντωσε κάθε ὑποψήφιο διεκδικητή τοῦ θρόνου τοῦ πατέρα του. Ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή ἐπιδόθηκε σέ συνεχεῖς προετοιμασίες γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ πιό σημαντικοῦ του στόχου: τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀρχικά ἔσπευσε νά κτίσει ἕνα ἰσχυρό φρούριο στό στενότερο σημεῖο τῆς εὐρωπαϊκῆς πλευρᾶς τοῦ Βοσπόρου, τό Ρούμελη Χισάρ ἤ ἀλλιῶς ¨Λαιμοκοπίη¨.  Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἔκοβε κάθε πρόσβαση στήν Πόλη ἀπό τήν θάλασσα. Ἔπειτα παρήγγειλε στόν Οὖγγρο μηχανικό Οὐρβανό τήν κατασκευή πυροβόλων γιά τήν πολιορκία τῆς Πόλεως. Τέλος, γιά νά ἀποφευχθεῖ κάθε πιθανή ἀποστολή βοήθειας ἀπό τό Δεσποτᾶτο τοῦ Μυστρᾶ πρός τήν Πόλη, ὁ Μωάμεθ ἔστειλε τόν Τουραχάν μπέη νά λεηλατήσει τόν Μοριά.  Στίς 7 Ἀπριλίου τοῦ 1453 ὁ Μωάμεθ ἐπικεφαλῆς ἄνω 150.000 ἀντρῶν ἔφθασε μπροστά στά τείχη τῆς Πόλεως, ἀρχίζοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν πολιορκία της, ἡ ὁποία κράτησε 57 ἡμέρες.
 Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, τελευταῖος Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, προσπάθησε νά ὀργανώσει ὅσο τό δυνατόν καλύτερα τήν ἄμυνα τῆς Πόλεως, ἐνισχύοντας τά τείχη, ἐμψυχώνοντας τούς ὑπερασπιστές της καί ζητώντας μάταια βοήθεια ἀπό τήν οὐσιαστικά ἀδιάφορη Δύση. Ἐκτός ἀπό τούς λιγοστούς ξένους μισθοφόρους καί τά ἀπόρθητα μέχρι τότε Θεοδοσιανά τείχη, ὁ Κωνσταντῖνος καί οἱ σύν αὐτῶ πολιορκούμενοι ἤλπιζαν στήν θαυμαστή ἐπέμβαση τῆς Θεοτόκου, μέ τή βοήθεια τῆς ὁποίας, ἡ Πόλη σώθηκε πολλές φορές στό παρελθόν.
  Οἱ Τοῦρκοι ἀρχίζουν νά βομβαρδίζουν τά τείχη καθημερινά, ἐνῶ οἱ ὑπερασπιστές προσπαθοῦν νά τά ἐπιδιορθώσουν ὅπως μποροῦν καλύτερα. Ἦταν ἡ πρώτη πόλη στήν παγκόσμια ἱστορία πού βομβαρδίστηκε ἀπό βολές ὀργανωμένου πυροβολικοῦ. Ὑπολογίζεται πώς ἀπό τήν  ἀρχή τῆς πολιορκίας της Πόλης ἕως τήν ἅλωσή της τά τούρκικα πυροβόλα ἔριξαν στά τείχη 3.231 τόνους λίθινων βλημάτων!
  Στίς 18 Ἀπριλίου οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν τήν πρώτη τους ἔφοδο, ἡ ὁποία ἀποκρούστηκε μέ μεγάλες ἀπώλειες. Στίς 20 Ἀπριλίου ἕνας μικρός στολίσκος 4 πλοίων μέ ἐπικεφαλῆς τόν θαρραλέο Φλαντανελᾶ διέσπασαν τόν τούρκικο κλοιό καί εἰσῆλθαν στήν Πόλη μεταφέροντας τρόφιμα καί πολεμοφόδια. Στίς 22 Ἀπριλίου ὁ Μωάμεθ διέταξε τήν μεταφορά μέσω ξηρᾶς μέρους τοῦ στόλου του ἐντός τοῦ Κερατίου κόλπου, ἀποκόπτοντας ὁλοκληρωτικά τήν πόλη ἀπό τίς θαλάσσιες ὁδούς. Ὁ βομβαρδισμός ἐντείνεται καθημερινά. Τά τείχη σωριάζονται οἱ ἀμυνόμενοι μέ μεγάλη δυσκολία ἀποκρούουν τίς τουρκικές ἐπιθέσεις, ἐνῶ ἡ πολυπόθητη βοήθεια ἀπό τούς «χριστιανούς» τῆς Δύσεως δέν ἔρχεται. Στίς 23 Μαΐου ὁ Μωάμεθ προτείνει τήν ὑπό ὅρους παράδοση τῆς Πόλεως. Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὡς νέος Λεωνίδας, δίνει τήν ἱστορική ἀπάντηση, ἀντάξια ἑνός Βασιλέως μέ ἐπίγνωση τοῦ ρόλου καί τοῦ σκοποῦ τῆς ἐξουσίας του: «Τό δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι, οὐτ’ ἐμόν ἐστιν οὐτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτη. Κοινῆ γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
  Τελικά ὁ Μωάμεθ ἀποφασίζει ἡμέρα γενικῆς ἐπίθεσης ἀπό ξηρά καί θάλασσα τήν 29η Μαΐου 1453. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ κρισιμότερη μάχη πού θά κρίνει τήν σωτηρία τῆς Πόλεως πλησιάζει. Γι΄ αὐτό καί ἀποφασίζει νά πραγματοποιηθεῖ τήν παραμονή τῆς ἐπίθεσης Θεία Λειτουργία στόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, μέ καθολική συμμετοχή κλήρου καί λαοῦ σέ μία ὕστατη προσπάθεια σύμπνοιας καί ὁμόνοιας τοῦ διχασμένου λαοῦ. Ἤλπιζε πώς ἄν ὁ λαός ἐπιδείκνυε μετάνοια ἀπέναντι στόν Θεό ἡ νίκη θά ἔστεφε γιά μία ἀκόμη φορά τά ὅπλα τους. Ἐκεῖνος, ὡς πραγματικός ἥρωας, ζήτησε ἀπό ὅλους νά τόν συγχωρέσουν γιά τυχόν λάθη καί ἀδικίες πού προκάλεσε. Ἔπειτα κατευθύνθηκε πρός τήν πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, τοῦ πιό εὐαίσθητου σημείου τῆς ἄμυνας.
  Λίγο μετά τά μεσάνυχτα, ὁ Μωάμεθ στέλνει τό πρῶτο κῦμα ἐπίθεσης. Τά Τμήματα αὐτά τῶν ἀτάκτων ἀποσκοποῦσαν στήν καθήλωση καί ἀποδυνάμωση τῶν ἤδη ἐξαντλημένων ὑπερασπιστῶν. Μετά ἀπό πολύωρη τειχομαχία, οἱ ἐπιτιθέμενοι ἀποχωροῦν ἡττημένοι. Ὁ Μωάμεθ στέλνει τό δεύτερο κύμα ἐπίθεσης πού ἀποτελεῖται ἀπό πιό ὀργανωμένα καί ξεκούραστα τμήματα τά ὁποῖα ὅμως δέν πετυχαίνουν τίποτα περισσότερο ἀπό τούς ἀτάκτους. Παρόμοια τύχη εἶχε καί ἡ ἀπό θαλάσσης ἐπίθεση κατά τῆς Πόλεως. Ὁ Μωάμεθ ἀναγκάζεται νά στείλει τό τρίτο κῦμα ἐπίθεσης: Τά ἐπίλεκτα σώματα τῶν γενιτσάρων. Οἱ ὑπερασπιστές, μέ τόν αὐτοκράτορα ἐπικεφαλῆς, ἀμύνονται λυσσαλέα, γνωρίζοντας ὅτι δέν ὑπάρχει ἐπιλογή ὑποχώρησης. Στό κρισιμότερο σημεῖο τῆς μάχης, τραυματίζεται ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν ξένων μισθοφόρων καί ὅλης της ἀμυντικῆς γραμμῆς,  ὁ Γενοβέζος κοντοτιέρος Ἰωάννης Ἰουστινιάνης καί μεταφέρεται ἀπό τούς συμπολεμιστές του στά μετόπισθεν. Οἱ ὑπόλοιποι μισθοφόροι βλέποντας τήν φυγή του, ἐγκαταλείπουν τή μάχη καί κατευθύνονται πρός τά πλοῖα γιά νά σωθοῦν. «Ἑάλω ἡ Πόλις» ἦταν ἡ μοιραία κραυγή πού διαχέονταν στόν ἀέρα ἀπό στόμα σέ στόμα. Μάταια ὁ βασιλιᾶς προσπαθοῦσε νά ἀποτρέψει τήν τραγική αὐτή ἐξέλιξη. Οἱ Τοῦρκοι, λίγοι στήν ἀρχή τμηματικά ἀργότερα εἰσέρχονται ἀπό τά χαλάσματα τῶν τειχῶν συντρίβοντας κάθε ἀντίσταση καί ξεχύνονται μανιωδῶς πρός τήν Πόλη. Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἐπιτίθεται μέ τούς λιγοστούς πιστούς συντρόφους του πρός τούς εἰσερχόμενους Ὀθωμανούς καί βρίσκει ἡρωικό θάνατο ἄγνωστος μεταξύ ἀγνώστων.
  Ἀμέσως μόλις ἔσπασε καί ἡ τελευταία ἀντίσταση  στά τείχη, οἱ Τοῦρκοι ξεχύθηκαν στούς δρόμους μέ σκοπό τήν τριήμερη λαφυραγώγηση πού τούς εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Μωάμεθ. Ὅ,τι ἀπέμεινε σέ πλοῦτο καί κάλος ἀπό τήν λεηλασία τοῦ 1204 ἀπό τούς σταυροφόρους λεηλατήθηκε ἀνηλεῶς ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ Πόλη, πού στή μέγιστη ἀκμή τῆς εἶχε περίπου μισό ἑκατομμύριο κατοίκους, ἐρημώθηκε τελείως. Ἀμέτρητοι σκοτώθηκαν, χιλιάδες σύρθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ ὅσοι γλίτωσαν τήν ἐγκατέλειψαν. Ἐκκλησιές καί μοναστήρια βεβηλώθηκαν, σπίτια πυρπολήθηκαν, ἔργα τέχνης καί μνημεῖα καταστράφηκαν ὁλοσχερῶς.
  Μέσα ἀπό τίς στάχτες τῆς ἁλώσεως, ἕνα ὁλόκληρο Ἔθνος, τό Γένος τῶν Ρωμηῶν, κράτησε ἄσβεστη τήν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας καί τήν πίστη στόν Χριστό, ἀρνούμενο νά προσκυνήσει τόν Τοῦρκο δυνάστη. Χρέος λοιπόν ὅλων ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, εἶναι νά μήν ξεχνᾶμε πρόσωπα καί γεγονότα πού σχετίζονται μέ τήν ἴδια μας τήν ταυτότητα. Ἡ ταυτότητά μας εἶναι  ἡ ὕπαρξή μας. Ἡ λήθη καί ἡ ἐσκεμμένη ἀπώλεια μνήμης, ὁδηγοῦν μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ κρίσεις καί ἁλώσεις πού συνεχῶς θά ἐπαναλαμβάνονται. Ἡ ἑλληνορθόδοξη ἱστορία μας ἔχει μία ἐκπληκτική εἰλικρίνεια τόσο στήν ἀντικειμενικότητά της ὅσο καί στά διδάγματά της. Καί γι΄ αὐτόν τόν λόγο, ὅταν δέν δείχνουμε τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό ἀπέναντί της, τότε, ὅπως ἡ φύση ἔτσι καί ἐκείνη μᾶς «ἐκδικεῖται»…

Τετάρτη, Μαΐου 10, 2017

«Το Ελληνόπουλο». Το άρθρο που έγραψε ο Άλμπερ Καμύ για τον απαγχονισμό του Καραολή. Στη δίκη του κατήγορος ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς...


 Στις 28 Οκτωβρίου 1955, ακούστηκε για πρώτη φορά σε δίκη αγωνιστή της ΕΟΚΑ η απόφαση: «Εις θάνατον!» Ο Μιχαλάκης Καραολής μαζί με τον Ανδρέα Δημητρίου, ήταν οι πρώτοι αγωνιστές της ΕΟΚΑ που οδηγήθηκαν στην κρεμάλα. Ο στρατάρχης Τζον Χάρτινγκ, έδινε ιδιαίτερη σημασία στις πρώτες εκτελέσεις. Αποτελούσαν την τακτική που ονόμαζε «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και θεωρούσε πως θα λειτουργούσαν ως παραδειγματικό μέτρο το οποίο θα τρομοκρατούσε τους αγωνιστές. Ήλπιζε πως η αμείλικτη στάση του απέναντι στους συλληφθέντες θα τερμάτιζε τον αγώνα. Βέβαια, έκανε λάθος, αφού η απάνθρωπη αντιμετώπιση των Βρετανών όχι μόνο δεν τρομοκράτησε τους αγωνιστές αλλά τους πείσμωσε περισσότερο... 


Ο Καμύ και η αιματοβαμμένη Αθήνα

 Ο αγώνας του κυπριακού λαού, δεν άφησε ασυγκίνητη την υπόλοιπη Ευρώπη. Σε όλες τις χώρες δημοσιογράφοι, πολιτικοί και διανοούμενοι στήριζαν με τα κείμενά τους τον αγώνα για απελευθέρωση και Ένωση του νησιού με την μητέρα πατρίδα. Τα τηλεγραφήματα που ζητούσαν την ακύρωση της εκτέλεσης πλήθαιναν μέρα τη μέρα. Μεταξύ αυτών, ένα άρθρο του Γάλλου ποιητή και φιλόσοφου, Άλμπερτ Καμύ με τίτλο «Το Ελληνόπουλο», το οποίο δημοσιεύτηκε στην γαλλική εφημερίδα Λ’ Εξπρές  στις 6 Δεκεμβρίου 1955.

 Για μια ακόμη φορά, η ταπεινή διεκδίκηση ενός λαού που παρέμεινε επί χρόνια βωβή και φιμώθηκε ευθύς μόλις θέλησε να εκφραστεί, ξεσπά τώρα σε εξέγερση. Για μια ακόμη φορά, η τυφλή καταπίεση προηγήθηκε της εξέγερσης. […] Τώρα έρχεται η ώρα των μαρτύρων που ακούραστοι, όπως και οι καταπιεστές, κατορθώνουν να επιβάλουν σε έναν αδιάφορο κόσμο τη διεκδίκηση ενός λαού ξεχασμένου από όλους, εκτός από τον εαυτό του. […] Οι φίλοι της Αγγλίας την καλούν πρώτοι να σώσει, κατά πρώτο λόγο, τον Μιχαήλ Καραολή και ύστερα να του αποδώσει ελεύθερη την τρισχιλιετή πατρίδα του... 

Το «Ελληνόπουλο» του Άλμπερ Καμύ... 


Οι διαμαρτυρίες του κόσμου όμως, ενάντια στη θανατική ποινή δεν περιορίστηκαν σε δημοσιεύσεις και άρθρα. Στην Αθήνα, μία μέρα πριν τον απαγχονισμό, στις 9 Μαΐου 1956 χιλιάδες Αθηναίοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ομονοίας, διαδηλώνοντας υπέρ του αγώνα της ΕΟΚΑ και της Ένωσης. Τη διαδήλωση είχε οργανώσει η Πανελλήνια Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου (ΠΕΕΚ), κρατώντας πλακάτ που έγραφαν «Όλοι είμεθα ΕΟΚΑ», «Κύπρος-Ένωσις», «Αμερικάνοι, είναι η τελευταία σας ευκαιρία».... 

Όταν το ειρηνικό συλλαλητήριο έληξε, οι διαδηλωτές αποφάσισαν να κινηθούν προς τη Βρετανική Πρεσβεία. Η Αστυνομία όμως τους σταμάτησε βίαια και ξέσπασαν ταραχές. Στην οδό Δραγατσανίου είχαν στηθεί οδοφράγματα. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και το αποτέλεσμα τραγικό: τρεις νεκροί διαδηλωτές κι ένας αστυνομικός. Τα θύματα ήταν οι Ευάγγελος Γεροντής (28 ετών), Ιωάννης Κωνσταντόπουλος (21 ετών), Φραγκίσκος Νικολάου (23 ετών), Κώστας Γιαννακούρης (αστυφύλακας) και 265 τραυματίες από το πυρ που άνοιξε η αστυνομία. 

Τα πρόσωπα



 Οι Μιχαλάκης Καραολής και Ανδρέας Δημητρίου, υπήρξαν οι πρώτοι απαγχονισθέντες του αγώνα. Ο πρώτος γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1933, στο Παλαιχώρι Ορεινής. Αποφοίτησε από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και ξεκίνησε να εργάζεται ως κυβερνητικός υπάλληλος στο Τμήμα Φόρου Εισοδήματος. Η ένταξη του στην ΕΟΚΑ υπήρξε άμεση πολύ πριν την 1η Απριλίου. Πήρε μέρος στη διανομή της πρώτης προκήρυξης του Διγενή, στη μεταφορά όπλων, στις βομβιστικές επιθέσεις και στην πρώτη ομάδα εκτελεστικού Λευκωσίας. Στις 28 Αυγούστου 1955, κατά τη διάρκεια γυναικοπάζαρου στην Οδό Λήδρας η τριμελής ομάδα των Καραολή, Ανδρέα Παναγιώτου και Γιώργο Ιωάννου, εκτέλεσε τον Ηρόδοτο Πουλλή, συνεργάτη των αποικιοκρατών.
 Στην προσπάθειά τους να διαφύγουν οι αγωνιστές, ο Καραολής εγκατέλειψε το ποδήλατό του στην οδό Λήδρας. Αυτό ήταν και το στοιχείο που οδήγησε τους Βρετανούς στη σύλληψή του, αφού κράταγαν ακριβές αρχεία για τα μέσα οδικής μεταφοράς στο νησί.
 Η ΕΟΚΑ προσπάθησε να φυγαδεύσει τον αγωνιστή που καταζητούσαν οι βρετανικές αρχές. Κατά τη μεταφορά του όμως, έπεσαν σε μπλόκο Τούρκων αστυνομικών στο χωριό Τζάος. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές.
 Στη δίκη του ένας από τους συνηγόρους της κατηγορούσας αρχής, ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς. Ο Ανδρέας Δημητρίου, γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1934 και καταγόταν από τον Άγιο Μάμα της Λεμεσού. Όταν αποφοίτησε από το σχολείο, εργάστηκε σε κατάστημα εκρηκτικών υλών και ακολούθως στον αγγλικό στρατό.... 


Ανδρέας Δημητρίου και Μιχαλάκης Καραολή – Λεπτομέρεια από τον πίνακα του ζωγράφου Γιάννη Γίγα «Οι εννέα ηρωομάρτυρες της Κύπρου»... Υπήρξε από τους πρώτους που εντάχθηκαν στον αγώνα της ΕΟΚΑ καθώς και από τους πρώτους της εκτελεστικής ομάδας στην περιοχή της Αμμοχώστου. Από τις κυριότερες δράσεις του υπήρξε η αρπαγή όπλων μέσα από τις στρατιωτικές αποθήκες του λιμανιού της Αμμοχώστου, στις αρχές Δεκεμβρίου 1955 τα οποία μοιράστηκαν σε αντάρτες. 
Συνελήφθη όταν αποπειράθηκε να εκτελέσει τον Άγγλο πράκτορα Τέυλορ, τον οποίον φρουρούσαν Βρετανοί στρατιώτες. Βρέθηκε στις φυλακές μαζί με τον Μιχαλάκη Καραολή. 
Οι δυο ήρωες απαγχονίστηκαν στις 10 Μαΐου 1956. Τα τελευταία λόγια του Δημητρίου ήταν:
 «Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, αφού εγώ δεν βρίσκω λόγο για να με κλαίω, ούτε οι συγγενείς μου πρέπει να με κλαίνε».... 


Το είδαμε : εδώ

Τρίτη, Μαρτίου 28, 2017

28 Μαρτίου 1827. Στὸ στρατόπεδον τῆς Ἀττικῆς.


27 Μαρτίου 1827. Στὸ στρατόπεδον τῆς Ἀττικῆς.β
Στὴν (φερομένη ὡς) Γ΄ Ἐθνοσυνέλευσιν τῆς Τροιζῆνος (19 Μαρτίου [31 Μαρτίου] ἔως καὶ τὶς 5 Μαΐου [18 Μαΐου] τοῦ 1827) ἀποκτήσαμε, ἐκτὸς ἀπὸ κυβερνήτη καὶ τὶς ἐπικηρώσεις τῶν …χρεῶν μας, ἐπὶ πλέον καὶ στρατιωτικοὺς ἡγέτες. Ὄχι φυσικὰ Ἕλληνες ἀλλὰ …εἰσαγωμένους.
Ἡ πρώτη πράξις τῆς (φερομένης ὡς) Γ’ Ἐθνοσυνελεύσεως ἦταν ἡ (οὐσιαστική ἀκύρωσις τῶν Ἑλλήνων στρατιωτικῶν ἡγετῶν καὶ ἡ ἐπιβολὴ τῶν τότε ἀγαπημένων παιδιῶν τῆς οἰκογενείας τῶν Rothschild:
  • Ῥιχάρδος Τσῶρτς (Richard Church), ὡς Γενικὸς Ἀρχηγὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ καὶ
  • λόρδος Θωμᾶς Κόχραν (Thomas Cochrane), ὡς ἀρχιναύαρχος τοῦ Ἑλληνικοῦ στόλου.
(Τί προτεκτορᾶτο θά ἤμασταν ἐάν δέν τούς ἀποδεχόμεθα;)
Ὅμως ἤδη οἱ στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις, σὲ Πελοπόννησο καὶ Στερεὰ Ἑλλάδα, εὑρίσκοντο σὲ δραματικὸ σημεῖον μὲ ἀποτέλεσμα, ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ἡ Ἀττική, μὲ τὶς δυνάμεις τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ὑπὸ τὸν Κιουταχῆ, νὰ στενάζῃ ἀπὸ τὶς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις, κι ἀπὸ τὴν ἄλλην ἡ Πελοπόννησος, μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Ἰμπραῆμ πασσᾶ τῆς Αἰγύπτου, ποὺ διενεργοῦσε ἀμέτρητες ἐπιθέσεις ἐκκαθαρίσεων καὶ λεηλασίας, ἀπηγόρευαν οὐσιαστικῶς κάθε εἰρηνικὸ ἔργο στὶς γύρω περιοχὲς καὶ ηὔξανον  τοὺς βαθμοὺς ἐξαρτήσεως τῆς Ἑλληνικῆς πλευρᾶς ἀπὸ τὰ νύχια τῶν δανειστῶν.
Οἱ πιέσεις δέ, πρὸς τὴν ἑλληνικὴ πλευρά, ἦσαν ἀσφυκτικές.
Μία πλευρὰ ὅμως, ποὺ μὲ ἐμφυλιακὲς συῤῥάξεις, ἐπεβλήθη καὶ ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπηρετῇ, μὲ τὰ βυζαντινά της κατάλοιπα, τὶς ἰδεοληψίες τῆς δημογεροντίας, οἱ ὁποῖες, ἀκόμη κι ἐπὶ τουρκοκρατίας, ἦσαν τὸ μέσον ποὺ ἀσκοῦσε μονίμως χρέη ἐπόπτου ἐπάνω μας.
Ἐτίθετο πλέον σοβαρὸ θέμα ἐκκαθαρίσεως τῆς ἀπελευθερωθείσης Ἑλλάδος ἀπὸ τὰ ξενικὰ στρατεύματα.
Ὁ Καραϊσκάκης, ὁ μεγάλος νικητὴς τῶν δυνάμεων τοῦ Κιουταχῆ  στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, εἶχε ἐκπονήση σχέδιον ἀνακαταλήψεως τῆς Ἀττικῆς, ποὺ τὸ ἐξέθεσε στὸν Κόχραν καὶ στὸν Τσῶρτς. Βάσει αὐτοῦ οἱ ἑλληνικὲς δυνάμεις ὄφειλαν νὰ ἀποκλείσουν ἀπὸ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης, τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Ἀρβανιτο-ἀλβανοὺς τοῦ Κιουταχῆ στὴν Ἀττική, ποὺ ἐδέχοντο πλέον ἐνισχύσεις κι ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ Ἰμπραῆμ.
Σχέδιον ποὺ ἀρχικῶς ἔγινε δεκτό, μὰ στὶς λεπτομέρειές του, σιγὰ σιγά, ἐπέτυχε, κυρίως ὁ Κόχραν νὰ ἀκυρωθῇ. Καὶ ἤδη ἀπὸ τὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1827 ὁ Καραϊσκάκης στρατοπέδευε στὸ Δαφνί, γιὰ νὰ ἐξαπολύῃ στρατιωτικὲς ἐπιθέσεις κατὰ τῶν ὀθωμανικῶν στρατευμάτων.
Τμῆμα τοῦ σχεδίου τοῦ Καραϊσκάκη, ποὺ προέβλεπε τὴν ἀπόβασιν στὴν Ἀττικὴ Πελοποννησίων ὁπλαρχηγῶν, ἀκυρώθη, διότι ὁ Κόχραν ἠξίωσε ἀπὸ τὴν Ὕδρα, τὶς Σπέτσες καὶ τὰ Ψαῤῥὰ νὰ ἐπιστρατεύσουν τοὺς …ναυτικούς τους!!! Ἄνδρες ἐμπείρους στὴν θάλασσα ἀλλὰ ἀδαεῖς στὴν ξηρά.
Κι ἔτσι, μεγάλο τμῆμα τῶν πληρωμάτων μετετράπη σὲ …ὁπλαρχηγούς, ποὺ ἀπεβιβάσθησαν στὴν Ἀττικὴ γιὰ νὰ πολεμήσουν τὰ ἐμπειροπόλεμα στρατεύματα τοῦ Κιουταχῆ καὶ τοῦ Ἰμπραῆμ.
Δέκα λόγοι, χιλίων ἀνδρῶν, μὲ ἀρχηγοὺς τὸν Σᾶββα Τρῖπο, τὸνΘεόδωρον Μπούμπη, τὸν Παντελῆ Αἰγινίτη, τὸν Ἀναγνώστη Ντενάκη, τὸν Νικόλαο Βότση, τὸν Λ. Κριεζῆ, τὸν Ἀναστάσιο Ῥομπότση, τὸν Ἀνδρέα ‘Ρούγκα, τὸν Νικόλαο Καλοδῆμα  καὶ τὸν Μαρτσαχῆ.
Οἱ λόχοι αὐτοὶ μετεφέρθησαν ἀπὸ τὴν Ὕδρα στὸ Φάληρον ἀπὸ πέντε πλοῖα καὶ ἐτέθησαν ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Καρόλου Οὔρκουαρτ, ποὺ ἐδέχετο ἀπ΄ εὐθείας διαταγὲς ἀπὸ τὸν Κόχραν.
Ἀκόμη τριακόσιοι ἄνδρες, ναυτικῶν πληρωμάτων, ἀπὸ τὶς Σπέτσες, ἐτέθησαν ὑπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κόχραν.
Ἡ συνολικὴ δύναμις τῶν Ἑλλήνων, στὸ Φάληρο καὶ στὴν Ἀττική, ἔφθανε στὶς 10.000.
 Δημήτριος Καλλέργης μὲ τοὺς Κρῆτες, ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης καὶ λοιποὶ Πελοποννήσιοι ὁπλαρχηγοί, μαζὺ μὲ τὶς δυνάμεις τῶν Ἰωάννουκαὶ Πανοῦτσου Νοταρᾶ, ἐπὶ κεφαλῆς τακτικῶν καὶ ἀτάκτων στρατιωτικῶν σωμάτων Πελοποννήσου, ὁ Τζαβέλλας μὲ τοὺς Σουλιῶτεςκαὶ ὁ Μακρυγιάννης μὲ τοὺς Στερεοελλαδίτες, συνοδευόμενοι ἀπὸ ὅσους ἀτάκτους εὑρίσκοντο ἐκείνην τὴν ἐποχὴ στὴν Πελοπόννησο, στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ τὴν Εὔβοια, ἀπαρτίζοντας στράτευμα δύο χιλιάδων ἀνδρῶν, ὑπακούοντας στὶς ἐντολὲς τοῦ Θωμᾶ Γκόρντον, ἐτέθησαν στὴν διάθεσιν τοῦ …«στρατάρχου» Κόχραν, στὶς 28 Μαρτίου τοῦ 1827. Τὸ ἐν λόγῳ στράτευμα σταδιακῶς ἐλάμβανε θέσεις μάχης, μὰ συνήθως ἄνευ στρατηγικῆς σημασίας, ἐφ΄ ὅσον ὅλο τὸ ἀρχικὸ σχέδιον σταδιακῶς ἄλλαζε.
Τὴν ἐπομένη, 29 Μαρτίου τοῦ 1827, ὅλο αὐτὸ τὸ στράτευμα, δίχως πραγματικοὺς δεσμοὺς μεταξύ του, μὰ κυρίως μὲ τὰ …χρηματικὰ ἔπαθλα ἐμπρός του, ξεκινοῦσε ἕναν ἀγῶνα δίχως …στόχο, δίχως σκοπὸ καὶ στὴν πραγματικότητα δίχως ἡγέτη.
Ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ σχεδίου Γεώργιος Καραϊσκάκης καθημερινῶς ὑπεσκάπτετο ἀπὸ τὸν …«στρατάρχη».
Οἱ ἐντολὲς τοῦ Κόχραν, ἡ διάταξις τῶν ἑλληνικῶν στρατιωτικῶν σωμάτων καὶ ἡ ἀνισοκατάταξις τῶν δυνάμεων ὁδήγησαν στὴν καταστροφὴ τοῦ Ἀναλάτου καὶ στὸν θάνατο (;;;) τοῦ Καραϊσκάκη, ποὺ …«ὄλως συμπτωματικῶς» ἦταν π…ἀναγκαῖος γιὰ τὴν παγίωσιν τοῦ προτεκτοράτου.
Πληροφορίες ἀπό:
«Ἀπομνημονεύματα» Μακρυγιάννη
«Ἑλληνικὰ Ὑπομνήματα», Γενναίου Κολοκοτρώνη
«Ἀπομνημονεύματα», Σπηλιάδου Νικολάου
«Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις», Διονύσιος Κόκκινος
ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὸν Διονύσιο Κόκκινο

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2017

Έναρξη της Επανάστασης στη Μάνη (17 Μαρτίου 1821) και Απελευθέρωση της Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821)

Έναρξη της Επανάστασης στη Μάνη (17 Μαρτίου 1821) και Απελευθέρωση της Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821)


Του Στράτη Δούνια, εκπαιδευτικού Σπάρτη
Στην τετραήμερη (26-29 Ιαν. 1821) σύσκεψη της Βοστίτσας (Αίγιο), στην οποία έλαβαν μέρος, εκτός από τα μέλη της Εφορίας Πελοποννήσου εξέχοντες προεστοί και ανώτεροι κληρικοί, είχαν αποφασιστεί ως κατάλληλες ημερομηνίες για την έναρξη της Επανάστασης, εκτός από την 25η Μαρτίου, η 23η Απριλίου, εορτή του Αγίου Γεωργίου, με ανώτατο χρονικό όριο την 21 Μαΐου, εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Ακολούθησε η σύσκεψη στην αγγλοκρατούμενη Λευκάδα (Αγία Μαύρα), πιθανόν στις 30 Ιανουαρίου, όπου παραβρέθηκε, απεσταλμένος των Πελοποννησίων, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης (γιος του Πετρόμπεη) ο οποίος για να μην κινήσει τις υποψίες των Άγγλων της Λευκάδας, παρουσιαζόταν ως καρβουνέμπορος. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ανήγγειλε στα μέλη της σύσκεψης, ότι είχε προκαθοριστεί από την Αρχή η 25η Μαρτίου ως ημέρα έναρξης του Αγώνα. Μετέφερε επίσης το μήνυμα των Πελοποννησίων για τον γενικό ξεσηκωμό των Ελλήνων και την ανάγκη να φυλαχτούν από τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης(Στερεάς Ελλάδας) όλες οι διαβάσεις, ώστε να καταστεί αδύνατη η κάθοδος τουρκικού στρατού στην Πελοπόννησο.
Στην Μάνη οι οικογένειες των Μούρτζινων (ή Τρουπάκηδων) και των Τζαννετάκηδων είχαν ταχθεί υπέρ της γρήγορης έναρξης της Επανάστασης.
Αντίθετα, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και οι συντηρητικοί πρόκριτοι της Καλαμάτας θεωρούσαν ότι μια αναβολή θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις από την Ανώτατη Αρχή του Αγώνα. Ήδη, ο Χριστόφορος Περραιβός, Φιλικός, απεσταλμένος του Υψηλάντη, μετά τη σύσκεψη στο Ισμαήλιο, κατέβηκε δεύτερη φορά στη Μάνη με σκοπό να τους πείσει για την γρήγορη έναρξη της Επανάστασης και να τους προτρέψει να μεριμνήσουν για τις απαραίτητες προετοιμασίες. Εξάλλου, λίγο αργότερα, ο Παπαφλέσσας και ο Κολοκοτρώνης επιδίωξαν στη Μάνη, τους ίδιους με τον Περραιβό σκοπούς. Παρά ταύτα, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης εξακολουθούσε να προβάλει τους ενδοιασμούς του, αφού δεν είχε ακόμα πληροφορηθεί τις διαθέσεις των Ρώσων έναντι της επικείμενης Ελληνικής Επανάστασης, σε μια περίοδο, μάλιστα, κατά την οποία η Ρωσία βρισκόταν σε ειρήνευση με την Τουρκία, οπότε ήταν εύλογες οι επιφυλάξεις του. Οπωσδήποτε, όμως, επειδή το κύρος του Πετρόμπεη και η επιρροή του στους κατοίκους της Μάνης ήταν καθοριστικά των εξελίξεων, έπρεπε να καμφθούν οι δισταγμοί του. 
Εν τω μεταξύ οι Φιλικοί της Κωνσταντινούπολης βοήθησαν το γιο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη Γεώργιο να δραπετεύσει από τη φύλαξη των Τούρκων. Τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη κρατούσαν οι Τούρκοι από καιρό όμηρο «ως εγγυητή της πατρικής πίστεως προς τον σουλτάνο».
Φτάνοντας στη Μάνη ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, άρχισε ενθουσιωδώςς να διαδίδει τις επαναστατικές ιδέες, οι οποίες όμως έγιναν γνωστές στις τουρκικές αρχές. Η συμπεριφορά του αυτή επέτεινε την ενοχοποίηση του Πετρόμπεη, γιατί αυτός είχε ήδη διαπράξει απείθεια, καθώς δεν είχε συλλάβει τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα, σύμφωνα με την διαταγή της τουρκικής διοίκησης. Επειδή, λοιπόν, είχε καταστεί ύποπτος, οι τουρκικές αρχές της Τριπολιτσάς παρήγγειλαν στον Πετρόμπεη να στείλει εκεί τον μικρό του γιο Αναστάσιο, ως εγγύηση της έμπιστης σχέσης του με τους Τούρκους, όπως και έκανε. Ύστερα από αυτό, οι υποψίες των Τούρκων μετριάστηκαν και φαίνεται πως παραιτήθηκαν προσωρινά από την αντικατάστασή του ως «μπάσμπογλου» που σχεδίαζαν. 
Με την έντονη παρουσία του Παπαφλέσσα, του Αναγνωσταρά και του Κολοκοτρώνη ο επαναστατικός αναβρασμός στη Μάνη ήταν ήδη έκδηλος από τις αρχές Μαρτίου. Οι Τούρκοι αντιλαμβάνονταν τον επικείμενο κίνδυνο και έστελναν τις οικογένειές τους στα κάστρα της περιοχής. 
Στην Καλαμάτα ο Τούρκος διοικητής Σουλεϊμάν Αρναούτογλου (έπαρχος, βοεβόδας) κάλεσε τους προκρίτους της πόλης και τους έκανε γνωστές τις ανησυχίες του. Για να τον εξαπατήσουν, κάποιοι από τους προκρίτους δεν δίστασαν να παραδώσουν τα παιδιά τους ως ομήρους στις τοπικές τουρκικές αρχές. Τους έπεισαν μάλιστα ότι στην περιοχή δρούσαν δήθεν επικίνδυνοι ληστές, φήμες που διέδιδε επίτηδες ο Παπαφλέσσας, και επειδή δεν επαρκούσε η τουρκική φρουρά των 150 στρατιωτών για την προστασία της Καλαμάτας τους έλεγαν πως ήταν δήθεν ανάγκη να ζητηθεί ενίσχυση από τη Μάνη. Με βάση οικογενειακές παραδόσεις και κάποια αρχειακά στοιχεία που δεν μπορούν να τεκμηριωθούν με ασφάλεια  «εις επιτηδείους ενεργείας του Ιωάννη Κυριακού [προύχοντα της Καλαμάτας] ωφείλετο η πρόσκλησις του Πετρόμπεη και των Μανιατών, δήθεν προς τήρησιν της τάξεως…»
Ήταν μέσα του Μάρτη, όταν έφτασε στο λιμάνι του Αλμυρού ένα πλοίο φορτωμένο με πολεμοφόδια, με ευθύνη των Φιλικών της Σμύρνης. Ο Παπαφλέσσας ανέθεσε στον Νικήτα Σταματελόπουλο(Νικηταρά) και στον Αναγνωσταρά την επικίνδυνη αποστολή της μεταφοράς του φορτίου από το πλοίο σε επιλεγμένους προορισμούς (Καλαμάτα και Μάνη). Πρώτα, βέβαια, έπρεπε το φορτίο να εκτελωνιστεί κατόπιν σχετικής άδειας του Πετρόμπεη. Μόνο, όμως, με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας κατάφερε να πείσει τον Πετρόμπεη για την παροχή της άδειας εκτελωνισμού, διατρέχοντας τον κίνδυνο ο Πετρόμπεης να εκτεθεί στους Τούρκους, αν αποκαλυπτόταν το είδος του φορτίου, δηλαδή το πολεμικό υλικό. 
Ο Τούρκος διοικητής της Καλαμάτας Αρναούτογλου πληροφορήθηκε ότι ένοπλοι χωρικοί μεταφέρουν το φορτίο του πλοίου, αλλά οι πρόκριτοι της Καλαμάτας τον καθησύχαζαν, με την δικαιολογία ότι οι χωρικοί αυτοί μεταφέρουν λάδι, και οπλοφορούν για το φόβο των ληστών.
Ήρθε ο καιρός που ο Αρναούτογλου αποφάσισε να ζητήσει στρατιωτική βοήθεια από τον Πετρόμπεη. Εν τω μεταξύ οι καπεταναίοι της Μάνης που είχαν συγκεντρωθεί στις Κιτριές, είχαν ήδη πείσει τον Πετρόμπεη να ηγηθεί του Αγώνα. Το σύνθημα πλέον είχε δοθεί, και στις 17 Μαρτίου 1821 «σύμφωνα με ορισμένη πληροφορία, στον ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη, έγινε δοξολογία για την Επανάσταση». (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, σ. 89).
Πριν από αρκετά χρόνια καθιερώθηκε ο εορτασμός στην Αρεόπολη της 17ης Μαρτίου ως ημέρας έναρξης της Επανάστασης, απ’ αυτή την κωμόπολη και πρωτεύουσα της Μάνης «σύμφωνα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό 17 Μαρτίου, που εγράφη από τον Ι.Θ. Κολοκοτρώνη και εσυνδυάστη με τις τοπικές παραδόσεις.» (Κατσουλιέρης Α., Ιστορία της Μάνης, σ. 449). Η ιστοριογραφία, βεβαία δέχεται ως αφετηρία της Επανάστασης την έναρξη των πολεμικών συγκρούσεων κι όχι το χρόνο που πάρθηκαν αποφάσεις από κάποιες συνελεύσεις για την εμπλοκή σε επαναστατικές πράξεις. Ωστόσο ουσιώδες και ανεπίδεκτο αμφιβολίας είναι ότι «άνευ της Μάνης δεν θα εκηρύσσετο επανάστασις ούτε εις την Μεσσηνίαν, ούτε εις ολόκληρη την Πελοπόννησον, και οι Μανιάται αρχηγοί μετά των δυνάμεών των δεν επρωτοστάτησαν απλώς, αλλ’ υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες των επαναστατικών γεγονότων της Καλαμάτας.» (Δασκαλάκης, Η έναρξις της Επανάστασης εις την Λακωνίας, Λακωνική Σπουδαί, Β’, σ. 17)
Μετά λοιπόν, απ’ τη συνεννόηση των προκρίτων της Μάνης να λάβουν τα όπλα, ο Κολοκοτρώνης, που βρισκόταν στη Μάνη, «εφανέρωσε την απόφασιν ταύτη εις στους Αναγνωσταράν, Φλέσσαν και λοιπούς, όντας παρασκευασμένους δια τον σκοπόν αυτόν», σύμφωνα με την αφήγηση του Ι.Θ. Κολοκοτρώνη.
Στις 20 Μαρτίου, φτάνει στην Καλαμάτα σώμα από 150 Μανιάτες υπό τον Ηλία Μαυρομιχάλη, για την προστασία δήθεν της Καλαμάτας από ληστρικές επιδρομές, όπως προαναφέρθηκε. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης συνέστησε στον Αρναούτογλου να ζητήσει από τον Πετρόμπεη πρόσθετες ενισχύσεις ενόπλων Μανιατών για την προστασία της πόλης. Ο Τούρκος διοικητής χωρίς να υποψιαστεί ακόμη την απάτη, ζήτησε απ’ τη Μάνη τις νέες «αναγκαίες» ενισχύσεις. Ο Πετρόμπεης ήταν έτοιμος να ηγηθεί «των σπαρτιατικών δυνάμεων». 
Έτσι, στις 22 Μαρτίου 1821, ξεκινούν από τη Μάνη 2000 ένοπλοι της «Δυτικής Σπάρτης» υπό τον Ι.Θ. Κολοκοτρώνη, τους Μούρτζινους, τους Κυβέλους, τους Χρηστέηδες και τον Παναγιώτη Βενετζανάκο, φτάνουν στην Καλαμάτα τα χαράματα της 23ης Μαρτίου και στρατοπεδεύουν στους λόφους πλησίον της πόλης. Ταυτόχρονα καταφτάνουν ο Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς και ο Αναγνωσταράς και καταλαμβάνουν την άλλη πλευρά της Καλαμάτας. Την ίδια μέρα, 23 Μαρτίου, ήλθαν στην Καλαμάτα και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί της Μάνης και άλλων γειτονικών περιοχών, με τις δυνάμεις τους, κι ανάμεσά τους ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Είχαν πλέον συγκεντρωθεί περί την Καλαμάτα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις απομνηματογράφων, περισσότεροι από 5000 οπλοφόροι Μανιάτες, Μεσσήνιοι, Ανδρουτσιανοί, Γαραντζαίοι, Πισινοχωρίτες και Σαμπατζιώτεςαπό τις επαρχίες Λεονταρίου.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης σκόπευε η εισβολή και η κατάληψη της Καλαμάτας να γίνει αναίμακτα, κι οπωσδήποτε να κρατηθεί ο βοεβόδας Αρναούτογλου, επίσημος Τούρκος με ισχυρούς συγγενείς στην Τριπολιτσά, καθώς και άλλοι εξέχοντες Τούρκοι, ώστε να τους ανταλλάξει με το γιο του Αναστάση, όπως και με πρόκριτους που κρατούνταν όμηροι της τουρκικής διοίκησης στην Τριπολιτσά.
Με την παρουσία των ελληνικών στρατευμάτων στην Καλαμάτα, ο Αρναούτογλου κατάλαβε πλέον τι είχε συμβεί. Γι’ αυτό δοκίμασε να φύγει για την Τριπολιτσά, αλλά ο Νικηταράς και ο Κεφαλάς είχαν ήδη αποκλείσει όλα τα περάσματα προς το κέντρο της Πελοποννήσου.
Συγκεντρώθηκαν τότε όλοι οι Τούρκοι φρουροί της Καλαμάτας, όχι περισσότεροι από 150, στα οχυρά οικήματα της πόλης για να αντιτάξουν άμυνα. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, στα απομνημονεύματά του, λέει ότι «100 ήταν οι Τούρκοι μεινεμένοι, ως 10.000 η φήμη τους.», θέλοντας έτσι να παραστήσει τη μαχητικότητά τους. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης τότε, συνέστησε στον Αρναούτογλου να παραδοθεί, γιατί κάθε αντίσταση θα ήταν μάταιη.
Φαίνεται πιθανό, χωρίς αυτό να προκύπτει από γνωστές πηγές, ότι ο Αρναούτογλου σε κάποια φάση των εξελίξεων, να ζήτησε άσυλο στο σπίτι του πρόκριτου της Καλαμάτας Ιωάννη Κυριακού, όπου τον επισκέφτηκαν ο Πετρόμπεης, ο Παπαφλέσσας και ο Νικηταράς για να του αναγγείλουν την έναρξη της επανάστασης και να απαιτήσουν την παράδοση της πόλης. Κατ’ άλλη εκδοχή «Την δε 23 Μαρτίου ιδών ο βοεβόδας την πληθύν των συναθροισθέντων εν Καλαμάτα οπλοφόρων και απελπισθείς διέταξε τον Μπελούκμπασήν του(=πολιτάρχη της διοικήσεώς του) Κοκκίνην, όστις επελθών εις το κατάστημα όπου ήσαν συνηγμένοι οι αρχηγοί των οπλοφόρων Ελλήνων, ο Π. Μαυρομιχάλης και λοιποί, έδωκεν εις αυτούς τον χαιρετισμόν κατά τον συνήθη οθωμανικόν αγέρωχον τρόπον, καθήσας δε εις απλούν σκαμνίον πλησίον του Νικηταρά, και αποτανθείς προς τον Π. Μαυρομιχάλην και λοιπούςείπεν ως παρά του βοεβόδα αποσταλείς: “ο αγάς σας χαιρετά και ερωτά, να τον ειπήτε, τι πράγματα είναι αυτούνα όπου κάνετε, και τι κλεφτοδουλειές, όπου μ’αυτές θα χάσετε τον ραγιά του βασιλιά, και στην αφεντιά σας ετούτα τα πράγματα δε θα εύγουν σε καλό.”»(Φραντζής Αμβρόσιος, Α, σ.331, κληρικός, αγωνιστής της επανάστασης).
Ανεξάρτητα από κάποιες ιστορικές λεπτομέρειες και εκδοχές μερικών συμβάντων, ο Τούρκος διοικητής, στις 23 Μαρτίου 1821 παρέδωσε την Καλαμάτα και τον τουρκικό οπλισμό με επίσημο πρωτόκολλο. Η Καλαμάτα είχε απελευθερωθεί αμαχητί. Πολύ επιγραμματικά ο Θ. Κολοκοτρώνης μιλάει για το γεγονός: «Εις τας 23 Μρτίου επιάσαμε τους Τούρκους εις την Καλαμάταν, τον Αρναούτογλην, σημαντικόν Τούρκον της Τριπολιτσάς. Είμεθα 2.000 Μανιάτες, ο Πετρόμπεης, ο Μούρτζινος, Κυβέλος, Δυτική Σπάρτη.»(Απομνημονεύματα, εκδ. Τολίδη, x.x., σ. 146).
Κατόπιν, κοντά στις όχθες του ποταμού Νέδωνος, στον περίβολο της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων(ναός Βυζαντινός του 12ου αι. κατά το ανατολικό τμήμα του και κατά το υπόλοιπο δυτικό της Β’ Ενετοκρατίας) «μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα ενώ αντηχούσαν οι χαρούμενες κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών και οι θριαμβευτικές αρχές των Ελλήνων, 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν, ύστερα από μια συγκινητική δοξολογία, τις ελληνικές σημαίες και όρκισαν τους αγωνιστές»(Ιστορία το Ελληνικού Έθνους, ο.π.π., σ. 90.). Ο Θ. Κολοκοτρώνης πάλι, αφηγείται συγκινητικά: «είχαν μιαν προθυμίαν οι Έλληνες, όπου όλοι με τας εικόνες έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις. Μου ήρχετο τότε να κλαύσω…από την προθυμίαν όπου έβλεπα. Ιερείς έκαναν δέησι. Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπαστήκαμε και εκινήσαμε.»(Απομνημονεύματα, α.π.π.,σ.146).
Την ίδια ημέρα, 23 Μαρτίου 1821, ακολούθησε συγκέντρωση των οπλαρχηγών και αποφασίστηκε η συγκρότηση της «Μεσσηνιακής Γερουσίας», επαναστατικής επιτροπής που ανέλαβε την καθοδήγηση και το συντονισμό του Αγώνα. Στον Πέτρο Μαυρομιχάλη αποδόθηκε τιμητικά ο τίτλος του αρχιστράτηγου των Σπαρτιατικών δυνάμεων.
Είναι αξιοσημείωτη η πρώτη πράξη της Μεσσηνιακής Γερουσίας, στις 23 Μάρτη πάλι, δηλαδή η σύνταξη μιας προκήρυξης με προειδοποιητικό χαρακτήρα προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές αλλά και γνωστοποίηση προς τους Χριστιανικούς λαούς ότι το Ελληνικό Έθνος απεφάσισε, ύστερα από αιώνων ανυπόφορης δουλείας, να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό και σ’ αυτόν τον Αγώνα ζητείται η βοήθειά τους. (Το πρωτότυπο της προκήρυξης αυτής βρίσκεται στα αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας-δημοσιευμένη).
Στην ίδια σύσκεψη συζητήθηκαν οι επόμενες επαναστατικές δράσεις. Ο Θ. Κολοκοτρώνης πρότεινε όλο το ελληνικό στράτευμα της Καλαμάτας(περίπου 5.000 άνδρες) να κατευθυνθεί προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου για να γενικεύσουν την επανάσταση αλλά και να ανακόψουν τις τουρκικές μετακινήσεις από τις επαρχίες προς την Τριπολιτσά. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και οι Μεσσήνιοι υποστήριξαν ότι πρέπει πρώτα να απαλλαγούν από τους Τούρκους που είχαν κλειστεί στα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης, για να εκλείψει ο κίνδυνος για τους κατοίκους των περιοχών, «δια να μην βάλουν σπαθί οι Τούρκοι εις τους Χριστιανούς», κατά την έκφραση του Γέρου του Μοριά. Παρά ταύτα, ο Κολοκοτρώνης επέμενε στην άποψή του: «Εάν μου δώσετε βοήθεια από τούτο το στράτευμα(εν. τους 5.000 εισβολείς στην Καλαμάτα), καλώς, ειμή αναχωρώ να υπάγω εις το κέντρον(εν. την Τρίπολη).» Και συνεχίζει: «Είχα λάβει γράμμα από τον Κανέλλο, μ’ επροσκαλούσε, ότι είχε 10.000 άρματα, και να έμβω επικεφαλής. Του Μούρτζινου αρρώστησε το παιδί του, ο Διονύσιος, και έτσι δεν εκίνησαν όλοι οι Μανιάται. Έλαβα 200 από αυτόν και 70 από τον Μπέη με τον καπετάν Βοϊδή και με 30 εδικούς μου εγενήκαμε 300, και έκοψα ευθύς δύο σημαίες με σταυρό και εκίνησα.»(Απομνημονεύματα, ο.π.π., σ. 146). Ο Βοϊδής που μνημονεύει ο Κολοκοτρώνης (Μαυρομιχάλης Πιέρρος Βοϊδής), υπήρξε  σημαντικός αγωνιστής της Επανάστασης, στρατηγός, και «έπεσε μαχόμενος εις το Μανιάκι μετά τον αρχιμανδρίτην Φλέσσαν»(Φωτάκος, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, σ. 130). 
Αποφασίστηκε, λοιπόν, τελικά, ο Πετρόμπεης με τους πιο ηλικιωμένους προεστούς(ο ίδιος ήταν τότε 56 ετών), Καπετανάκηδες, Πατριάρχες κ.ά., να παραμείνουν στην Καλαμάτα για τον συντονισμό των επιχειρήσεων, τον ανεφοδιασμό των στρατοπέδων και την «τήρησιν της τάξεως» στην πόλη, καθώς έλεγαν. Άλλοι οπλαρχηγοί θα αναλάμβαναν την πολιορκία των μεσσηνιακών κάστρων. Ο δε Κολοκοτρώνης πράγματι, την επόμενη της απελευθέρωσης της Καλαμάτας, στις 24 Μαρτίου 1821, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, ξεκίνησε για την Αρκαδία και έφτασε την ίδια ημέρα στον πρώτο τους σταθμό, στη Σκάλα. Εκεί ήρθαν και ο Αναγνωσταράς, ο Π. Κεφάλας και ο Παπαφλέσσας. Με τις υπογραφές του Κολοκοτρώνη και του Παπαφλέσσα στάλθηκε στους κατοίκους της Αρκαδίας μία επιστολή που είχαν ήδη συντάξει την προηγούμενη ημέρα στην Καλαμάτα, αφού φέρει ημερομηνία 23 Μαρτίου, στην οποία έλεγαν: «Η ώρα έφθασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. Τα πάντα είναι δικά μας, και ο Θεός του παντός μεθ’ ημών έσεται . μη πτοηθήτε εις το παραμικρόν…»

Τρίτη, Μαρτίου 14, 2017

60 χρόνια από τον απαγχονισμό του Ελληνοκύπριου ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη


Ο μολυβδοκονδυλοπελεκητής Ελληνοκύπριος ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης, με το όπλο και τη πένα αγκαλιασμένα στη σύντομη ζωή του, άφησε βαριά κληρονομιά τους σημερινούς νέους. Είναι ο νεότερος και τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε στην Κύπρο από τους Άγγλους. Τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14η Μαρτίου 1957, ώρα 12.02.09, ο 19χρονος ήρωας περνάει στην Αθανασία.
unnamed_3_1.png

         Η αγωνιστική του δράση
    Την 1η Ιουλίου του 1953 κι ενώ οι Άγγλοι ετοιμάζονται να γιορτάσουν τη στέψη της Βασίλισσας Ελισσάβετ Β΄ (της σημερινής βασίλισσας της Αγγλίας), και με αφορμή την ανάρτηση της Αγγλικής σημαίας στη θέση της Ελληνικής στο «Ιακώβειο Γυμναστήριο Πάφου», οργανώθηκε διαδήλωση διαμαρτυρίας στην οποία συμμετείχαν πολλοί μαθητές. Ο Βαγορής (όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά) νεαρός, γεμάτος σφρίγος και ορμή, θάρρος και δύναμη σωματική και ψυχική, ανυπόταχτη ψυχή, μόλις 15 ετών, αναρριχήθηκε στον ιστό και κατέβασε τη σημαία του κατακτητή, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα για δυναμική αναμέτρηση με τους Άγγλους
     Η πράξη αυτή σημάδεψε την μετέπειτα αγωνιστική του πορεία. Το 1955 ορκίστηκε μέλος της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και ανέλαβε δράση εναντίον των Άγγλων. Το Νοέμβριο του 1955 στη διάρκεια μαθητικής διαδήλωσης, επιτέθηκε σε δύο Άγγλους στρατιώτες που κακοποιούσαν τον συμμαθητή του Λουκά Πετρίδη και τον ελευθέρωσε. Συνελήφθη, αρνήθηκε την κατηγορία «συμμετοχή σε παράνομη οχλαγωγία» που του αποδόθηκε  και η δίκη του αναβλήθηκε για την 6η Δεκεμβρίου 1955. Στις 5 Δεκεμβρίου, παραμονή της δίκης του, ανακοινώνει στον πατέρα του πως προτιμά «να φύγει – να βγει στο βουνό». Μπροστά στην απόφασή του αυτή, που δήλωνε απερίφραστα το σθένος του και την αγωνιστική του διάθεση, την πρόθεσή του να μείνει ελεύθερος, απροσκύνητος και αξιοπρεπής και να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον της αγγλικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο, ο πατέρας του τού είπε: «Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προπάντων νάσαι τίμιος και ηθικός. Σε κάθε σχέση σου και σε κάθε περίσταση. Πήγαινε στην ευχή μου!».
    Πριν όμως ανηφορίσει στα βουνά θέλησε να αποχαιρετίσει τους συμμαθητές του. Άφησε, λοιπόν, στην τάξη του σ’ ένα φύλλο χαρτιού το ποίημα-υποθήκη.Το «Εγερτήριο Σάλπισμα». Ένα ποίημα το οποίο και σήμερα ακόμη πάλλει τις χορδές της ψυχής των ανθρώπων  που αγωνίζονται για την ελευθερία της πατρίδας τους:   
    «Παλιοί συμμαθηταί, Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά / Θα πάρω μονοπάτι / Να βρω τα σκαλοπάτια / Που παν στη Λευτεριά / Θ’ αφήσω αδέρφια, συγγενείς / τη Μάνα, τον Πατέρα / μεσ’ τα λαγκάδια πέρα / και τις βουνοπλαγιές / Ψάχνοντας για τη λευτεριά / θα ’χω παρέα μόνη / κατάλευκο το χιόνι / βουνά και ρεματιές / Τώρα κι αν είναι χειμωνιά / θα ’ρθει το καλοκαίρι / τη Λευτεριά να φέρει / σε πόλεις και χωριά.» […]

 Ευαγόρας Παλληκαρίδης, 5.12.1955
unnamed_5.png
        Η αρχή του τέλους
    Από τις 6 Δεκεμβρίου 1955 ο Ευαγόρας είναι πια ένας αντάρτης στις κορφές των Κυπριακών βουνών, μαζί με όλους τους ανυπότακτους στη θέληση του Άγγλου Κυρίαρχου. Από τη θέση αυτή θα καταφέρει καίρια πλήγματα στον Αγγλικό αποικιοκρατικό στρατό. «Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους».
    Η αρχή του τέλους γράφεται έναν χρόνο μετά, τη νύχτα της 18ης Δεκεμβρίου 1956. Ο Ευαγόρας μαζί με δύο συναγωνιστές του πέφτουν σε ενέδρα αγγλικής περιπόλου. Οι δύο κατορθώνουν να διαφύγουν. Ο Ευαγόρας όμως συλλαμβάνεται. Οδηγείται στη φυλακή και υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες. Το παλληκάρι αντέχει. Δεν ομολογεί. Καλείται από την Τουρκική Αστυνομία ο πατέρας του, Μιλτιάδης Παλληκαρίδης. Του ασκούν συναισθηματική πίεση προκειμένου αυτός με τη σειρά του να αποσπάσει από το γιο του πληροφορίες με αντάλλαγμα τη ζωή του γιου του. «Με τέτοιες προτάσεις προτιμώ να μη δω το παιδί μου!», και γύρισε αμέσως σπίτι. Η μάνα του μαθαίνοντας τις προτάσεις του Τούρκου φώναξε: «Να πάει το αίμα του παιδιού μου χαλάλι της Πατρίδας, παρά να το πουν προδότη». Λίγες μέρες μετά ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης μεταφέρθηκε στις Κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας. Του είχε απαγγελθεί κατηγορία για οπλοκατοχή και για κατοχή τριών σφαιροθηκών με 88 σφαίρες.                    
    Η δίκη ορίζεται για την 25η Φεβρουαρίου 1957. Μια δίκη παρωδία. Τρεις μήνες νωρίτερα (22/11/56) ο κυβερνήτης Harding είχε εφαρμόσει το Νέο Νόμο Έκτακτης Ανάγκης, σύμφωνα με τον οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί κάποιος σε θάνατο, ακόμα και για ελαφρά παραπτώματα. Με το νόμο αυτό δικάστηκε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο δικαστής Σω απευθυνόμενος στην Βαγορή τον ρωτάει: «Έχεις να είπης τι διατί να μη σου επιβληθεί ποινή;». Για να εισπράξει από τον Ευαγόρα την απάντηση: «Γνωρίζω ότι θα μου επιβάλετε την ποινή του θανάτου. Εκείνο όμως το οποίον έχω να είπω είναι τούτο: Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την ελευθερία του. Τίποτα άλλο!». Στην απόφασή του ο Σω γράφει: «Ο νόμος προνοεί μόνον δια μίαν ποινήν: Την ποινή του θανάτου». Προειλημμένη η απόφαση του Δικαστηρίου. Ο Βαγορής ήταν «αγκάθι» στις προσπάθειες της Αγγλικής κυβέρνησης για διατήρηση του ήπιου και υποτακτικού, στο Αγγλικό Στέμμα, κλίματος στην Κύπρο.
    Στις 12 Μαρτίου 1957, στις 11 π.μ. στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας, φτάνει ο πατέρας του για να δει το παιδί του. Τον οδήγησαν στα κελιά των μελλοθανάτων. «Μη λυπάστε καθόλου και μη κλαίτε!» είπε στον πατέρα του. Ο αξιωματικός των φυλακών, τον ενημέρωσε πως η εκτέλεσή του θα γινόταν το ξημέρωμα της Πέμπτης 14 Μαρτίου. Ζήτησε μόνο από τον πατέρα του να του φέρει τον σταυρό του. Ο ήρωας περήφανος και γενναίος, γαλήνιος, υποδέχεται τους γονείς του στο κελί του το τελευταίο δειλινό πριν τον απαγχονισμό του. «Εύχομαι, είπε ο Παλληκαρίδης προς τους γονείς του, να είμαι ο τελευταίος Έλλην Κύπριος που εκτελείται. Εύχομαι επίσης όπως η Κύπρος αποκτήσει συντόμως την ελευθερία της».
unnamed_4.png
       Μάταιες οι προσπάθειες για απονομή χάριτος
    Στο μεταξύ γίνονται διεθνείς κινητοποιήσεις προκειμένου  να αποτραπεί η εκτέλεση του Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Συγκινητικό είναι το τηλεγράφημα του Αμερικανού Γερουσιαστή James G. Fulton προς τον Κυβερνήτη της Κύπρου Sir John Harding που ζητούσε να πάρει τον Βαγόρα, υπό την κηδεμονία του στην Αμερική και να τον σπουδάσει. Η απάντηση όμως του Άγγλου Κυβερνήτη ήταν ψυχρή κι απάνθρωπη: «Μην αφήνεις συναισθηματισμούς να υπεισέρχονται σε αυτά τα θέματα». Προσθέτοντας: «η καταδίκη ισχύει…». «Στυγνή δολοφονία» την χαρακτήρισε ο Fulton και όχι άδικα!
unnamed_2.png
    Ο ήρωας περνάει στην αθανασία
    Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά. την Πέμπτη 14 Μαρτίου 1957, 2 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα μετά τα μεσάνυχτα, γραφόταν μια νέα σελίδα ηρωισμού και δόξας. Το παλληκάρι Ευαγόρας Παλληκαρίδης, πορεύτηκε σε μια χώρα ηρωική και αναμάρτητη. Ανήκει πλέον στις άγιες ψυχές των Ελλήνων που πέθαναν κάτω από φρικτά βασανιστήρια για να μην προδώσουν τις ιερές παρακαταθήκες της φυλής μας και να γίνουν για όλους μας φωτεινό παράδειγμα αγώνων. Ο άψυχο κορμί του δεν δόθηκε στους γονείς του αλλά ενταφιάσθηκε στα «Φυλακισμένα Μνήματα» που βρίσκονται στον περίβολο των κλειστών φυλακών Λευκωσίας, εξαιτίας του φόβου αναταραχών κατά την εξόδιο ακολουθία. Πύρινα γράμματα άσβηστα τα λόγια του: «Ορκίστηκα να πεθάνω για την πατρίδα μου και ετήρησα τον όρκο μου!».  Ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός σε άλλες εποχές είχε γράψει, για να υμνήσει τους ήρωες, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» μια στροφή, η οποία επάξια θα μπορούσε να αποδοθεί και στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη:
«Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολημένος.
Στη κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλληκαρά και μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!».      
       

Δευτέρα, Μαρτίου 06, 2017

Η μάχη της Κοκκινιάς (4 – 8 Μάρτη 1944)

Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944, η Κοκκινιά έζησε από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Έγινε στόχος μεγάλων εχθρικών δυνάμεων. Δυνάμεων που αποτελούνταν από Ναζί, χωροφύλακες, ταγματασφαλίτες που είχαν συγκροτηθεί από τη δοσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και εξοπλιστεί από τους Γερμανούς καθώς και από τους τσολιάδες του Ι.Πλυντζανόπουλου, του Γ.Σγούρου, του Γκίνου, και του επικεφαλής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Ν. Μπουραντά.
Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.
Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε για εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944
Η πόλη δέχεται πρωινή επιδρομή από δύο κατευθύνσεις. Οι επιδρομείς είναι χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες, Η πρώτη επίθεση γίνεται από τη Λεύκα με ένα καμιόνι γεμάτο χωροφύλακες που βρίσκει αμέσως αντίσταση από τις δυνάμεις του 1ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πειραιά, οι οποίες βρίσκονται στην περιοχή και περιπολούν. Οι επιδρομείς υποχωρούν και σκορπίζονται προς τον Πειραιά.
Η δεύτερη επίθεση γίνεται από την οδό Κυδωνιών (Πέτρου Ράλλη) στο ύψος του Γ΄ Νεκροταφείου. Στην πόλη προσπαθούν να εισβάλλουν δύο καμιόνια με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες. Αυτή η είσοδος είναι η σημαντικότερη για να εισβάλλουν οι επιδρομείς στην Κοκκινιά. Είναι η είσοδος από την Αθήνα, γεγονός που σημαίνει αυτόματα την άμεση πρόσβαση ενισχύσεων και πυρομαχικών. Επίσης, η περιοχή είναι αραιοκατοικημένη πράγμα που καθιστά ευκολότερο τον έλεγχό της από τους επιδρομείς. Αυτή η είσοδος της πόλης όμως ευνοεί και τους αμυνόμενους ΕΛΑΣίτες γιατί οι ελιγμοί τους γίνονται ευκολότεροι λόγω της αραιής κατοίκησης. Στην επιδρομή αυτή απαντά το 3ο Τάγμα του ΕΛΑΣ Κοκκινιάς, με διοικητή και καπετάνιο τον Γιάννη Πισσάνο. Οι μάχες εξαπλώνονται από το Γ΄ Νεκροταφείο μέχρι τις εργατικές πολυκατοικίες, στο σημερινό Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας. Οι επιδρομείς σκορπίζουν, κάποιοι οπισθοχωρούν προς την Αθήνα, ενώ ο κύριος όγκος τους κατευθύνεται άτακτα προς το Κουτσουκάρι, σημερινή περιοχή του Δήμου Κορυδαλλού στα όρια του Δήμου Νίκαιας κάτω από την οδό Τζουμαγιάς, την πλατεία Ελευθερίας και την οδό Ταξιαρχών.
Κατά την άτακτη φυγή τους, με 12 τραυματίες, οι ταγματασφαλίτες πυροβολούν αδιακρίτως, τρομοκρατούν, βρίζουν, λεηλατούν. Από τις αδέσποτες σφαίρες των Ταγμάτων Ασφαλείας πέφτει νεκρός ένας λούστρος και ο παλιατζής που βρίσκονταν πάντα έξω από το μπακάλικο του Λαφαζάνη στην Κυδωνιών (συμβολή Πέτρου Ράλλη και Τερψιθέας).
Το ίδιο βράδυ συγκαλείται κοινή σύσκεψη στην Κοκκινιά από στελέχη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και αποφασίζουν γενική επιφυλακή και ενημέρωση του λαού της πόλης. Η Κομματική Οργάνωση της Κοκκινιάς του ΚΚΕ , γραμματέας της οποίας ήταν ο Θανάσης Τάσιος, γνωστός με το ψευδώνυμο «Παράσχος», αποφασίζει να γίνει την επόμενη ημέρα συλλαλητήριο του λαού της Κοκκινιάς ενάντια στην τρομοκρατία των Ταγμάτων Ασφαλείας προς το λαό της πόλης. Στόχος ήταν να απαιτηθεί και η παροχή συσσιτίου για τα παιδιά.
Κυριακή 5 Μάρτη 1944
Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία Αγίου Νικολάου και παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά.
Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πάλι επιδρομή από δύο κατευθύνσεις. Από τη Λεύκα, στη Θηβών, με δύο φορτηγά γεμάτα χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες. Η επιδρομή δεν βρίσκει ουσιαστική αντίσταση και καταφέρνει να φτάσει μέχρι την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Εκεί τρομοκρατούν τους κατοίκους, κάνουν πλιάτσικο και συλλαμβάνουν το δημοκράτη υπαστυνόμο Νίκο Σαβαΐδη, τη γυναίκα του Άννα, που είναι δασκάλα και μέλος του ΕΑΜ, το Στέφανο Πατεράκη εργάτη από τις παράγκες της παλαιάς Κοκκινιάς και ποδοσφαιριστή της Προοδευτικής, τον δάσκαλο Γιώργο Βενέτα και τον Τσακάρα.
Η δεύτερη επίθεση γίνεται από το Γ. Νεκροταφείο με τρία καμιόνια γεμάτα γερμανοτσολιάδες. Οι μάχες εξαπλώνονται μέχρι την Παιδική Στέγη και εκεί το 3ο Τάγμα του ΕΛΑΣ Κοκκινιάς καταφέρνει να διασπάσει τους επιδρομείς. Το πρώτο φορτηγό διαφεύγει προς την παλαιά Κοκκινιά μέσω της οδού Σμύρνης, το δεύτερο προς το Κουτσουκάρι, όπου εκεί το «υποδέχονται» ΕΛΑΣίτες οπλισμένοι με χειροβομβίδες και το τρίτο φορτηγό οπισθοχωρεί προς την Αθήνα.
Όπως αναφέρει η σχετική έκθεση του 6ου ανεξάρτητου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, την ώρα του συλλαλητηρίου μαχητές του κάνουν έρανο στην περιοχή των Άσπρων Χωμάτων για να συγκεντρώνουν τρόφιμα για τα παιδιά. Προσπαθεί να τους συλλάβει ένας χωροφύλακας ο οποίος σκοτώνεται στη μικρή ένοπλη συμπλοκή που ακολούθησε.
Ο λαός της Κοκκινιάς πανηγυρίζει που οι ΕΛΑΣίτες καταφέρνουν για δεύτερη ημέρα να αναχαιτίσουν την επίθεση των ντόπιων συνεργατών των Γερμανών. Από αυτή την επιτυχία του ΕΛΑΣ αλλά και από το μαζικό συλλαλητήριο που οργάνωσε η Κομματική Οργάνωση Κοκκινιάς του ΚΚΕ, ο διορισμένος από τον Ιωάννη Ράλλη, Δήμαρχος της Πόλης Γρηγόρης Χατζής, παραιτείται.
Η μάχη της Κοκκινιάς της 7ης Μάρτη 1944
Όλοι στην Κοκκινιά περίμεναν ποια θα είναι η απάντηση των Ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να εισβάλουν στην πόλη.
Ο ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά ήταν σε επιφυλακή και από πολύ αργά το βράδυ οι μαχητές του είχαν λάβει θέση μάχης και περιφρούρησης της πόλης. Η διάταξη των διμοιριών του ΕΛΑΣ ήταν σε σχήμα «Λ».
Ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στο Κουτσουκάρι και τα Γερμανικά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στις εργατικές πολυκατοικίες, την Παιδική Στέγη και τα Άσπρα Χώματα. Η κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ έχει οχυρωθεί στη βόρεια πλευρά από το Περιβολάκι (πλατεία Δαβάκη) και είναι το 3ο τάγμα του Γιάννη Πισσάνου. Ακριβώς πίσω από την πλατεία βρίσκεται και η κλινική του Χρυσοχέρη, στην ταράτσα της οποίας είχε στηθεί το οπλοπολυβόλο του ΕΛΑΣ με ευθύνη της διμοιρίας του Κώστα Διαμαντή.
Από τις 5:00 το πρωί υπάρχουν κινήσεις των κατακτητών γύρω από όλη την πόλη. Στις 5:45 περίπου 40 γερμανοτσολιάδες εντοπίζονται στη Θηβών στο ύψος της οδού Καραϊσκάκη. Στις 6:00 το πρωί 4 φορτηγά με Ναζί καταλαμβάνουν τις θέσεις στην πλατεία Κουτσικαρίου και δειλά-δειλά προσπαθούν να μπουν στην Κοκκινιά.
Στις 6:05 ακούγεται η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ από το Περιβολάκι, που σημαίνει τη γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Σε κάθε στενό της Κοκκινιάς, γύρω από Περιβολάκι, οι μάχες είναι απερίγραπτες, πολλές φορές σώμα με σώμα. Γίνεται μάχη για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Οι θέσεις και οι γωνιές των οικοδομικών τετραγώνων αλλάζουν συνεχώς μεταξύ επιδρομέων και μαχητών του ΕΛΑΣ.
Ο ΕΛΑΣ αρχίζει να υποχωρεί λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Από τη μεριά του Δημαρχείου γερμανοτσολιάδες μπαίνουν στην πόλη. Τους αντιμετωπίζουν μαχητές του 3ου Τάγματος με ένα οπλοπολυβόλο και πέντε χειροβομβίδες που ρίχνει ο Στέλιος Καρδάρας και τους απωθούν πάλι πίσω. Στην διάρκεια της ΕΛΑΣίτικης επίθεσης, πίσω από τον κινηματογράφο Ορφέα, σκοτώνεται ο ταγματάρχης των γερμανοτσολιάδων Λαζάρου, 8 γερμανοτσολιάδες 3 χωροφύλακες και υπάρχουν 20 τραυματίες. Λάφυρα για τον ΕΛΑΣ μια μοτοσικλέτα και ένα πολυβόλο Τόμσον. Το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ φυλάει στην οδό Καραϊσκάκη, φαίνεται όμως ότι δεν έχει πυρομαχικά να κρατήσει πολύ ακόμα. Αντέχει μέχρι τις 10:30.
Μέχρι τις 11:00, η αντίσταση του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί. Τα πυρομαχικά είναι ελάχιστα. Οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τις θέσεις στο περιβολάκι. Την ίδια ώρα, 15 Γερμανοί προσπαθούν να εισβάλλουν από την οδό Καραϊσκάκη οπλισμένοι με όλμους και πολυβόλα. Τους απωθεί το 2ο τάγμα με ελάχιστα πυρομαχικά. Οι πυροβολισμοί του ΕΛΑΣ είναι σποραδικοί για οικονομία πυρομαχικών αφού αυτά έχουν εξαντληθεί.
Στις 11:00 παίρνεται η απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και αν χρειαστεί ακόμα και με πέτρες ή με τα χέρια. Η αντεπίθεση έχει στόχο την πλατεία στο περιβολάκι που έχει καταληφθεί από Ναζί.
Η διμοιρία του Θοδωρή Μπιζάνη μαζί με το Στέλιο Καρδάρα επιτίθεται από την οδό Καραϊσκάκη, η διμοιρία του Μιχάλη Ραφαηλάκη από την οδό Κονδύλη, η διμοιρία του Θωμά Σεβίλια από την οδό Κυδωνιών, από τη μεριά της Λαοδίκειας, και η διμοιρία του «μπάρμπα Γιώργου» από το γήπεδο που γίνονταν η λαϊκή αγορά (πίσω από την εκκλησία της Παναγίτσας).
Γερμανοί έχουν εγκατασταθεί σε κτίριο της οδού Λαμψάκου, παρακολουθούν τη μάχη και με όλμους βάλουν συνεχώς κατά των αντεπιτιθέμενων Κοκκινιωτών.Η αντεπίθεση του ΕΛΑΣ και του λαού της Κοκκινιάς κρατά περίπου μέχρι τις 13:30. Οι Γερμανοί παρά την υπεροπλία τους και τα αρκετά πυρομαχικά αιφνιδιάζονται και σιγά-σιγά αφήνουν τις θέσεις τους. Οπισθοχωρούν συντεταγμένα προς τον Αη Γιώργη του Κορυδαλλού και τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας. Εκεί ταμπουρώνονται μέσα στο σχολείο που υπήρχε πάνω από τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας (στη συμβολή των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού σήμερα).
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν έχουν καθόλου πυρομαχικά για να αντεπιτεθούν, ενώ ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος αφού η Κοκκινιά έχει κυκλωθεί από περίπου 1800 Ναζί.
Στις μάχες της 7ης Μάρτη σκοτώνεται και ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Γιώργος Βογιατζής και το πτώμα του το κρεμάνε οι ταγματασφαλίτες σε ένα δέντρο στη συμβολή των οδών Ιωνία και Κασταμονής.
Η σχετική έκθεση του 6ου συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι οι εισβολείς είχαν 34 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχασε 8 παλικάρια και τραυματίστηκαν 20. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι ο οπλισμός που διέθετε ο ΕΛΑΣ και με τον οποίο αντιστάθηκε στις μάχες ήταν 42 περίστροφα, 1 οπλοπολυβόλο με 1300 σφαίρες, 1 πολυβόλο Τόμσον με 50 φυσίγγια και 50 χειροβομβίδες.
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944
Όλη τη νύχτα οι Ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους είναι ταμπουρωμένοι στο σχολείο (Γρεβενών και Ραιδεστού). Περιμετρικά υπάρχουν φρουρές από Ναζί με οπλοπολυβόλα. Οι γύρω δρόμοι περιφρουρούνται από Ναζί και ταγματασφαλίτες. Όλο το βράδυ κάνουν μικρές επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν Κοκκινιώτες. Ψάχνουν στα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και μέλη του ΕΑΜ.
Οι Ναζί βγάζουν τα δικά τους χωνιά και τρομοκρατούν τον κόσμο με απειλές. Προσπαθούν να στρέψουν το λαό της Κοκκινιάς κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Φωνάζουν ότι αν δεν επιτεθεί ο ΕΛΑΣ δεν θα πειράξουν κανέναν. Δείχνουν καθαρά ότι οι ίδιοι είναι τρομοκρατημένοι.
Από νωρίς το πρωί μέσα στο σχολείο, ο Ι.Πλυντζανόπουλος φορώντας στολή έλληνα αξιωματικού διαλέγει ποιοι από τους αιχμαλώτους Κοκκινιώτες θα μεταφερθούν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν στην πλατεία Αγίων Αναργύρων τους συλληφθέντες, από τις 5 Μάρτη 1944, υπαστυνόμο Νίκο Σαββαϊδη, το δάσκαλο Γιώργο Βενέτα, τον Δημήτρη Τσακανίκα και τον Τσακάρα.
Αργά το απόγευμα Ναζί και ταγματασφαλίτες αποχωρούν από την Κοκκινιά, μεταφέροντας 300 αιχμαλώτους Κοκκινιώτες στο Χαϊδάρι.Ο λαός της Κοκκινιάς μετά από λίγο ξεχύνεται στους αιματοβαμμένους δρόμους και τα μπαρουτοκαπνισμένα κτίρια της πόλης για να πανηγυρίσει. Πανηγυρίζει που οι επιδρομείς Ναζί και ταγματασφαλίτες δεν άντεξαν να μείνουν ούτε μια ολόκληρη ημέρα στην Κοκκινιά.
Τα «χωνιά» του ΕΑΜ πιάνουν αμέσως δουλειά, ανεβάζουν το ηθικό του λαού, ζητώντας εκδίκηση για τα 300 παλικάρια της Κοκκινιάς που πήραν οι κατακτητές στο Χαϊδάρι.
Ο Γ. Πισσάνος -διοικητής και καπετάνιος του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ- χαρακτήρισε την 7η Μάρτη 1944 σημαντική ημέρα δόξας για την Κοκκινιά, γιατί αυτήν την ημέρα η πόλη σφράγισε την αντιστασιακή ιστορία της. Στην έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρεται, επίσης, πως ήσαν απερίγραπτοι οι ηρωισμοί των μαχητών. Εκείνο, όμως, που δημιούργησε δέος και ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήταν η συμμετοχή του λαού (ανδρών, γυναικών, εφήβων ακόμα και των παιδιών). Τρέχανε να συνδράμουν τους τραυματίες, να βρουν φυσίγγια, οπλίζονταν και ζητούσαν να οργανωθούν άμεσα στον ΕΛΑΣ. Στήριξαν την αντίσταση με απαράμιλλο θάρρος, αίσθημα ευθύνης, αυτοθυσία και ψυχική γενναιότητα.
Οι Γερμανοί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατόρθωσαν να πατήσουν ξανά -οργανωμένα- το πόδι τους στην Κοκκινιά μέχρι την 17η Αυγούστου, τη μέρα που η πόλη ζει την κορυφαία στιγμή της αιματοχυσίας της, το ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το “Μπλόκο” ήταν -μεταξύ άλλων- η εκδικητική κατάληξη του δράματος της 7ης Μάρτη, τ’ αντίποινα των Γερμανών για την ήττα που υπέστησαν στη Μάχη της Κοκκινιάς.
Στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου
Όπως ήταν αναμενόμενο οι αιχμάλωτοι που πιάστηκαν από το τριήμερο πρώτο μπλόκο της Κοκκινιάς, μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχαν στήσει οι γκεσταπίτες στο Χαϊδάρι.
Το κολαστήριο του Χαϊδαρίου ήταν τόπος συγκέντρωσης αγωνιστών όχι μόνο από τον Πειραιά και την Αθήνα, αλλά και από ολόκληρη την περιοχή της Αττικής. Στον χώρο αυτό γίνονταν η επιλογή των αιχμαλώτων που στέλνονταν όμηροι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, μετά από εξαντλητικά βασανιστήρια και εκατοντάδες εκτελέσεις.
Μετά τη Μάχη της Κοκκινιάς στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου στάλθηκαν όπως αναφέρθηκε 300 Κοκκινιώτες. Τους έκλεισαν στα υπόγεια του «μπλοκ 3» και στο πάνω πάτωμα του «μπλοκ 4» (μαζί με κρατουμένους από την Χαλκίδα). Αμέσως άρχισαν στους περισσότερους το βασανιστήριο με το «φιδάκι» για αντίποινα και για να προδώσουν συναγωνιστές από την Κοκκινιά. Οι άνδρες της Γκεστάπο έψαχναν διάφορους τρόπους για ακόμα πιο οδυνηρά βασανιστήρια και μόνο στο άκουσμα ότι οι αιχμάλωτοι είναι από την Κοκκινιά.
Στις 9 Μάρτη 1944, 50 κρατούμενοι μεταφέρονται στα νταμάρια του Χαϊδαρίου όπου και εκτελούνται. Ανάμεσά τους και 37 Κοκκινιώτες (μέσα σ΄ αυτούς και ο «ποιητής» από τον Ορειβατικό Φυσιολατρικό Όμιλο Κοκκινιάς (ΟΦΟΚ), σημερινό ΟΦΟΝ, ο Αλέξανδρος Μουχτούρης).
Από τους 37 εκτελεσμένους Κοκκινιώτες οι 5 ήταν Αρμένιοι. Ήταν οι Καλατερζάν Κιρκόρ, Κασαπιάν Παρσέκ, Τσενεκιάν Αγκόπ, Τσενεκιάν Οσίκ, Χατζησοκιάν Γιόγια. Δεν πρέπει να λησμονούμε το μέγεθος της Αρμενικής κοινότητας στην πόλη μας, κυρίως στην περιοχή των Άσπρων Χωμάτων, όπου η προσφορά της στη μάχη της Κοκκινιάς και στον αντιστασιακό αγώνα της πόλης ήταν ιδιαίτερα σημαντική.
Στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου ο ερχομός των Κοκκινιωτών έδωσε διαφορετική πνοή στη ζωή των κρατουμένων. Όπως αναφέρει ο Αντώνης Φλούντζης, γιατρός του στρατοπέδου, οι Κοκκινιώτες άλλαξαν με τη ζωντάνια τους τη ζωή του στρατοπέδου και τόνωσαν το ηθικό όλων των κρατουμένων, ανδρών και γυναικών. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους που ήρθαν από την Κοκκινιά ήταν και 30 νεαροί από τον ΟΦΟΚ ο οποίος διέθετε μουσικό όμιλο. Αμέσως λοιπόν οι ΟΦΟΚίτες άρχισαν το τραγούδι και την πρώτη Κυριακή της κράτησής τους (12 Μάρτη 1944) οργάνωσαν εκδήλωση που συμμετείχε όλο το στρατόπεδο. Μπορεί οι ΟΦΟΚίτες να απολύθηκαν γρήγορα, αλλά οι εκδηλώσεις κάθε Κυριακή μεσημέρι ήταν ήδη θεσμός, και κράτησαν μέχρι την απελευθέρωση.
Aπό το Χρονικό Μνήμης του Δήμου Νίκαιας Τo Μπλόκο της Κοκκινιάς 2004

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...