Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επίκαιρα Κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επίκαιρα Κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Αυγούστου 28, 2016

Ο ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Εὐάγγελου Π. Παπανούτσου
Καὶ στοὺς ἄλλους τομεῖς τοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ, ἰδιαίτερα ὅμως στὴ σφαίρα τῆς Φιλοσοφίας, ἡ Παιδεία μας -πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσομε- πάσχει ἀπὸ ἕνα εἶδος πρεσβυωπίας: στέκεται προσηλωμένη στὰ πολὺ μακρινά, στοὺς κλασσικοὺς χρόνους τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας, καὶ τὰ κοντινὰ δὲν τὰ βλέπει, οὔτε τὰ λογαριάζει.
vivliothikiΣπουδάζομε τὰ πρῶτα σκιρτήματα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ στὸν ἀρχαῖο κόσμο, τὰ χρόνια ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς μὲ τὴν ἀποικιακὴ διάπλωση ἐκτείνεται ἀπὸ τὴ μίαν ἄκρη τῆς Μεσογείου ἕως τὴν ἄλλη μὲ ὑπερηφάνεια (ἀφοῦ ἀπ᾿ ὅλους ἡ Φιλοσοφία ἀναγνωρίζεται γέννημα τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος) παρακολουθοῦμε τὴν ἄνδρωσή της στὴ γῆ τῆς Ἀττικῆς, μὲ τοὺς τρεῖς κορυφαίους στοχαστές: τὸ Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη στὸ τέλος φυλλομετροῦμε βιαστικὰ τὶς σελίδες τῶν τελευταίων αἰώνων τῆς ἀρχαίας ἱστορίας της (κ᾿ ἐδῶ ξεχωρίζουν τρία πάλι ὀνόματα σχολῶν Στωϊκοί, Ἐπικούρειοι, Νεοπλατωνικοὶ) – καὶ κλείνομε τὴ βίβλο τῶν ἐθνικῶν τίτλων.
Πέρ᾿ ἀπὸ τὸ ὅριο τοῦτο, τὸ τόσο μακρινό, πιστεύομε ὅτι δὲν εἶπε τίποτα πιὰ σημαντικὸ ὁ Ἑλληνικὸς λόγος. Τὴ βυζαντινὴ σκέψη τὴν προσγράφομε στὰ «θεολογούμενα», στὴ χριστιανικὴ Δογματική, καὶ γιὰ Φιλοσοφία στοὺς χρόνους ποὺ πλάθεται ὁ νέος Ἑλληνισμός, στοὺς μαύρους χρόνους τῆς δουλείας, νομίζομε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει συζήτηση σοβαρή. Τότε -λέμε- ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση δηλαδὴ κ᾿ ἐδῶθε, ἡ σκέψη ἡ φιλοσοφικὴ σβήνει στὶς χῶρες τὶς Ἑλληνικὲς- ἡ ἄλλη Εὐρώπη παίρνει στὰ χέρια της τὴν ἀρχαία κληρονομιά, τὴν ἀξιοποιεῖ καὶ μὲ τὸ δημιουργικὸ ἔργο της γράφει τὴ νέα περίοδο τῆς Ἱστορίας τῆς Φιλοσοφίας.
Πραγματικὰ ἔχει δημιουργηθεῖ καὶ πλατιὰ διαδοθεῖ (καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνάμεσά μας) ὁ ἱστορικὰ ἀνεδαφικὸς καὶ γιὰ τὴ ἐθνική μας Παιδεία ἐπικίνδυνος μύθος, ὅτι σ᾿ ὁλόκληρη τὴ Βυζαντινὴ περίοδο, ἰδίως ὅμως ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀρχίζει οἰκονομικὰ καὶ πολιτικὰ νὰ ἀποσυντίθεται, καθὼς καὶ στοὺς μαύρους γιὰ τὸ δύστυχο Ἔθνος μας αἰῶνες τῆς δουλείας, ὁ Ἑλληνισμὸς χάνει τὴν πνευματική του δημιουργικότητα, πέφτει σιγὰ-σιγὰ στὴν ἀμάθεια καὶ στὴ βαρβαρότητα καὶ τίποτα πιὰ ἀξιόλογο, στὴν περιοχὴ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς Φιλοσοφίας, δὲν παράγει, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ κοντὰ στὰ ἐκπληκτικὰ προϊόντα τῶν χρόνων τοῦ ἀρχαίου κλέους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἀνασταίνεται πάλι ἀπὸ τὴ στάχτη του μὲ τὴν ἡρωϊκὴ πράξη τοῦ Εἰκοσιένα, πνευματικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἡγέτες στρέφονται πρὸς τοὺς κλασσικοὺς αἰῶνες τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας καὶ ἐκεῖ ἀναζητοῦν τὶς βάσεις γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν Παιδεία της ἐλευθερωμένη· οἱ «Ἀρχαῖοι» καὶ οἱ «Ξένοι», οἱ Εὐρωπαῖοι ποὺ τοὺς τέσσερις-πέντε τελευταίους αἰῶνες θαυματούργησαν καὶ δοξάστηκαν στὶς πνευματικὲς κατακτήσεις, γίνονται οἱ δάσκαλοί μας.
Τὸ ἄμεσο ἐθνικὸ παρελθὸν στὴν πνευματική μας ἱστορία διαγράφεται μὲ μία φοβερὴ γιὰ τὶς συνέπειές της μονοκοντυλιά. Ἀφήνοντας τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα διασκελίζομε βιαστικὰ καὶ μὲ συγκατάβαση δέκα αἰῶνες Βυζαντινῆς ἱστορίας καί, ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο μὲ συναίσθημα πικρίας ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας καὶ τῆς Τουρκοκρατίας, προσπαθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν μετὰ τὸ Εἰκοσιένα ἐλεύθερο ἑαυτὸ μας μέσα ἀπὸ τὴν ἰταλική, τὴν ἀγγλική, τὴ γαλλικὴ Ἐπιστήμη καὶ Φιλοσοφία τῶν τετρακοσίων τελευταίων ἐτῶν. Νὰ ξανακολλήσομε στὴν Εὐρώπη γίνεται ἡ ἔγνοια μας καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀνακουφίσομε τὸν πληγωμένο ἐθνικό μας ἐγωϊσμὸ μὲ τὴν προσπάθεια ν᾿ ἀποδείξομε, ὅτι οἱ προχωρημένοι στὸν πολιτισμὸ Εὐρωπαῖοι ὀφείλουν τὰ φῶτα τους στοὺς Ἀρχαίους μας προγόνους.
vivlia-monastiriaΠῶς δημιουργήθηκε, καὶ ἰδίως πῶς διαθόθηκε καὶ ἔπιασε αὐτὸς ὁ μῦθος· πῶς ἡ ἐλεύθερη μετὰ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση Πατρίδα ἔπεσε σ᾿ αὐτὴ τὴ θανάσιμη πλάνη καὶ ἔκανε τὴν ἀσύγγνωστη ἀδικία νὰ σκίσει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια τόσες ἑκατοντάδες λαμπρῶν σελίδων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀκρωτηριάσει τὴν πνευματική της ἱστορία – αὐτὸ εἶναι θέμα χωριστὸ ποὺ ἡ ἀνάπτυξή του δὲν ἔχει θέση μέσα στὸ πλαίσιο αὐτῆς ἐδῶ τῆς μελέτης. Ἕνα πάντως εἶναι βέβαιο: ὅτι τὸ κακὸ ἔγινε, ὅτι ἡ πλάνη ἐξακολουθεῖ σὲ πολλοὺς νὰ ὑπάρχει. Ἀπὸ τὴ μόρφωση μᾶς ἀπουσιάζει σχεδὸν ὁλόκληρος ὁ βυζαντινός, ὁ μεσαιωνικὸς κόσμος μὲ τὴν Ἑλληνικὴ γραμματεία του καὶ -τὸ χειρότερο ἀκόμη- ἀπουσιάζει καὶ ὁ νέος Ἑλληνισμός, ἀπὸ τὸ 13ο αἰῶνα καὶ ἐδῶ. Ἔχομε ἀνοίξει μία μεγάλη πληγὴ ἀπάνω στὸ ἐθνικὸ σῶμα τῆς πνευματικῆς μας ἱστορίας· τὴ σταματοῦμε στοὺς πρώτους μεταχριστιανικοὺς αἰῶνες. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἀκρωτηριασμός, ἀπότομη, χάσμα μέγα ἕως τὸ 1821. Τότε μόνο νομίζομε, ὅτι ἀρχίζει πάλι νὰ κελαηδάει ἡ βουβαμένη ἐπὶ τόσους αἰῶνες πηγὴ μὲ τοὺς πρώτους ψάλτες τῆς Ἐλευθερίας…
Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς πλάνης εἶναι πολλές. Πρῶτα-πρῶτα ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὴν παιδεία τοῦ Ἔθνους τὸ στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ὁ καλύτερος ἄξονάς της καὶ ποὺ δικαιολογημένα πρέπει νὰ εἶναι τὸ καμάρι μας: τὴν ἰδέα τῆς ἀκατάλυτης διάρκειας, τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας ποὺ παρουσιάζει αὐτὸς ἐδῶ ὁ μικρὸς καὶ βασανισμένος λαὸς στὴ μακρὰ καὶ γεμάτη ἀπὸ ὡραῖες σελίδες πνευματική του ἱστορία.
Καὶ ἀλήθεια ἀναμφισβήτητη καὶ χρέος μας ἐθνικὸ ἀπὸ τὰ πρῶτα εἶναι νὰ τονίζομε στὶς γενεὲς ποὺ ἔρχονται, γιὰ νὰ πάρουν τὴ θέση τους μέσα στὸν ἐθνικὸ στίβο, ὅτι ποτὲ δὲν ἔπαψε αὐτὴ ἡ φυλὴ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐκδηλώνεται πνευματικὰ μὲ πρόσωπα καὶ ἔργα ἀξιόλογα. Ὅτι σὲ ὅλες τὶς φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ βίου της τραγούδησε, ἐρεύνησε καὶ στοχάστηκε, ἔγραψε καὶ φιλοσόφησε, ζωγράφισε, ἔπλασε καὶ ἔχτισε, δηλαδὴ ἔζησε καὶ πνευματικὰ καταξίωσε τὴ ζωή της, ὅπως ζοῦν καὶ πνευματικὰ καταξιώνουν τὴ ζωὴ τους οἱ λαοὶ ποὺ ἔχουν καὶ δημιουργοῦν παράδοση. Μπορεῖ, σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς μακραίωνης ἱστορίας της, τὰ πνευματικὰ κατορθώματά της νὰ μὴ βρίσκονται πάντα στὴν ἴδια γραμμή· ἄλλοτε νὰ λάμπουν περισσότερο, καὶ ἄλλοτε λιγότερο.
Ὅμως ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ ἱστορικό της παρελθόν, καὶ ἀπὸ τὸ μακρινὸ καὶ ἀπὸ τὸ πρόσφατο, ἡ Παιδεία μας ἔχει ν᾿ ἀντλήσει θησαυροὺς καὶ μορφωτικὰ ἀγαθὰ περιωπῆς, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὸ ἔργο της. Καὶ βαθιὰ μέσα στὴν ψυχὴ τῶν νέων μας νὰ φυτέψει τὴν πεποίθηση, ὅτι γιὰ ἕνα τοὐλάχιστο πρᾶγμα μποροῦν νὰ ὑπερηφανεύονται: γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ στὶς καλὲς καὶ στὶς μαῦρες μέρες τῆς μακρόχρονης ζωῆς του ὁ λαὸς μας ἀγάπησε τὸ πνεῦμα, δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο μέσα στὸν ἄνθρωπο, καὶ πρόθυμα τὸ ὑπηρέτησε.
Ἡ δεύτερη συνέπεια τῆς πλάνης εἶναι ὅτι, ἐνῷ οἱ ἐπιστήμονες καὶ γενικὰ οἱ μορφωμένοι μας ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ ἱστορία τῶν πέντε τελευταίων αἰώνων γνωρίζουν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς σημαντικούς, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἢ καὶ περισσότερους ἀσήμαντους Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, Ἄγγλους καὶ Γερμανοὺς καλλιτέχνες, λογίους, φιλοσόφους καὶ γενικὰ πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ἀγνοοῦν πολλοὺς ἀσήμαντους, ἀλλὰ καὶ περισ­σότερους σημαντικούς, δικούς μας.
Δὲν κηρύττω τὸν πνευματικὸ σωβινισμό. Καὶ ἀνόητο εἶναι νὰ περιορίζει κανεὶς τὸ πνεῦμα καὶ τὶς κατακτήσεις του μέσα σὲ ὁρισμένα ἐθνικὰ ἢ γεωγραφικὰ σύνορα, καὶ ἐπικίνδυνο γι᾿ αὐτὸν ποὺ θὰ τὸ κάνει. Ὀρθὸ καὶ συμφέρον ὑπῆρξε καὶ εἶναι γιὰ τὸ Ἔθνος μας νὰ μαθαίνει ξένες γλῶσσες καὶ νὰ μελετᾶ τοὺς ξένους ταξιδεύοντας στὸν τόπο τους ἢ ἀγοράζοντας τὰ βιβλία τους. Πρέπει, καὶ καλὰ πράττομε, ν᾿ ἀναζητοῦμε καὶ νὰ παίρνομε τὸ καλύτερο ὁπουδήποτε μᾶς προσφέρεται. Γιατί ὅμως, πρὶν ἀπευθυνθοῦμε στοὺς ξένους, ἢ τοὐλάχιστον παράλληλα μ᾿ αὐτούς, νὰ μὴ γνωρίσομε καὶ νὰ συμβουλευτοῦμε τοὺς δικούς μας λογίους καὶ σοφοὺς – ὄχι φυσικά τούς ἀσήμαντους, ἐπειδὴ καὶ μόνο εἶναι Ἕλληνες καὶ γράφουν ἑλληνικά, ἀλλὰ τοὺς πολὺ σημαντικούς, ποὺ βρίσκονται ψυχικὰ καὶ γλωσσικὰ κοντά μας καὶ μποροῦν νὰ γίνουν λαμπροὶ δάσκαλοί μας σὲ πλῆθος πράγματα;
Μὲ ποιά δικαιολογία θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ μελετοῦμε ἢ νὰ μεταφράζομε καὶ νὰ ἐκδίδομε ἄπειρα ξένα βιβλία (λογοτεχνικά, ἐπιστημονικά, φιλοσοφικὰ) τρίτης καὶ τέταρτης γραμμῆς, νὰ καμαρώνομε μάλιστα ποὺ ξέρομε τὰ ὀνόματα τῶν συγγραφέων καὶ τὸ περιεχόμενό τους, ἐνῷ ἀδιαφοροῦμε γιὰ συγγραφεῖς καὶ ἔργα πρώτης ποιότητας τῶν τελευταίων αἰώνων τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους μας, ποὺ ἀξίζουν καὶ πρέπει νὰ γίνουν βάση τῆς Παιδείας μας;
Ἡ ξενηλασία στὴν περιοχὴ τοῦ πνεύματος εἶναι πάντοτε ἀπόδειξη κουφότητας καὶ μικρόνοιας, ἀλλὰ καὶ ἡ παραμέληση τῶν ἐθνικῶν θησαυρῶν, ἀπὸ ἄγνοια ἢ κακὴν ἐκτίμηση τῆς ἀξίας τους καὶ ἀπὸ ὑπερτίμηση τῶν ξένων, εἶναι ἴδιο τῶν λαῶν ποὺ δὲν σέβονται ἢ ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὸν ἑαυτό τους.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ ἔργου του, Νεοελληνικὴ Φιλοσοφία, Ἐκδόσεις Ζαχαρόπουλος.

Κυριακή, Αυγούστου 07, 2016

Δωσίλογος η πολιτική της αγλωσσίας

Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς 

Η ​​κοινή και κοινωνούμενη πείρα βεβαιώνει ότι η ανάπτυξη μιας χώρας, η ευζωία των πολιτών, είναι συνάρτηση όχι πρωτίστως του κατά κεφαλήν εισοδήματος αλλά πρωτίστως του επιπέδου ποιότητας της ζωής. Οτι η ποιότητα της ζωής είναι συνάρτηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, όχι της καταναλωτικής ευχέρειας. Και δείχτης της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, σε όσες χιλιάδες χρόνια διαρκεί η ανθρώπινη Ιστορία, είναι η γλώσσα: η διεύρυνση των δυνατοτήτων (πλούτος του λεξιλογίου και εύκαμπτη όσο και διαυγής συντακτική δομή) της γλωσσικής εκφραστικής.

Κοινότοπες διαπιστώσεις, τετριμμένες. Αυτονόητες όσους αιώνες το πολιτισμικό «παράδειγμα» (ο κοινός τρόπος του βίου και η νοηματοδότησή του) δεν ήταν στεγανά ιστορικο-υλιστικό. Οσο δεν είχε ακόμα «παγκοσμιοποιηθεί» ο θρίαμβος του διδύμου Ανταμ Σμιθ-Καρλ Μαρξ, δηλαδή ο ολοκληρωτισμός του «Διαφωτισμού», ο πρωτογονισμός του ατομοκεντρισμού. Οι κοινωνίες που γέννησαν το εφιαλτικό δίπολο (τη μεταποίηση της συλλογικότητας ή σε «κολεκτίβα» ή σε «αγορά») είχαν θητεύσει για αιώνες στον θρησκευτικό ατομοκεντρισμό: της ατομικής «πίστης», της ατομικής «ηθικής», της ατομικής «σωτηρίας». Γι’ αυτό και είχαν προλάβει να γεννήσουν και «αντισώματα» στην εγωτική ιδιοτέλεια: θεσμικά χαλινάρια και κατεστημένες «νοο-τροπίες» που να τιθασεύουν (κάπως) την ενορμητική φιλαυτία, τη βουλιμική αρχομανία, τον ακόρεστο ναρκισσισμό: Γέννησαν τον ρωμαιοκαθολικό νομικισμό, την προτεσταντική Ηθική και, αργότερα, τους κώδικες (μάλλον ευχετήριους) κατασφάλισης των «ατομικών δικαιωμάτων».

Η γλωσσική εκφραστική αυτών των κοινωνιών, καταγωγικά διαμορφωμένη για να εξυπηρετεί «την χρείαν» (όχι την «πολιτικήν κοινωνίαν»), ελάχιστα επηρεάστηκε από την παγκοσμιοποίηση του Ιστορικού Υλισμού – τη διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τον ολοκληρωτισμό των «Αγορών». Συρρικνώθηκε η γλωσσική εκφραστική σε μία και μόνη, λατινο-γερμανικού μείγματος λαλιά, την αγγλική, που κάθε λαός του πλανήτη παραμορφώνει κατά το κέφι του την προφορά της, σώζοντας (παραδόξως) τη χρηστική της δυναμική.

Η ελληνική ήταν μια διεθνοποιημένη γλώσσα, «κοινή» στην ελληνο-ρωμαϊκή «οικουμένη», για πολλούς αιώνες. Κοινή σε ένα πολιτισμικό «παράδειγμα» κοινωνικοκεντρικό (τουλάχιστον στις στοχεύσεις του), στους αντίποδες του ατομοκεντρικού της μετα-ρωμαϊκής (βαρβαρικής τότε) Δύσης.

Το κοινωνιοκεντρικό «παράδειγμα» καταλύθηκε με τη συνδυασμένη δράση (το πάθος-μένος) Σταυροφόρων και Οθωμανών. Και, τέσσερις αιώνες μετά, η ελάχιστη χούφτα απελευθερωμένων Ελλήνων υποτάχθηκε στους όρους του «έθνους-κράτους» (που συμπύκνωνε τον τρόπο - πολιτισμό του ατομοκεντρικού «παραδείγματος»). Οι συνέπειες για την ελληνική γλώσσα ήταν μοιραίες: Για δυο ολόκληρους αιώνες οι Ελληνόφωνοι βιάζουμε τη γλώσσα μας να εξυπηρετήσει τις εντελώς αντίθετες ανάγκες, τις ατομοκεντρικές, από τις ανάγκες τις κοινωνιοκεντρικές που γέννησαν την ίδια και τον μοναδικό πραγματικά εκφραστικό της πλούτο.

Μιλάμε σήμερα για συντελεσμένη μακάβρια καταστροφή: Το νοηματικό περιεχόμενο (βιωματικό φορτίο) πολύτιμων λέξεων έχει αλλοιωθεί ή διαστραφεί. Λέμε «δημοκρατία» και εννοούμε την καλοστημένη απάτη διαχείρισης εντυπώσεων την επιλεγόμενη «αντιπροσωπευτικό σύστημα». Λέμε «αλήθεια» και εννοούμε την ορθότητα της πληροφορίας, όχι την προφάνεια της κοινωνούμενης εμπειρίας. Λέμε «πίστη» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, όχι αμοιβαιότητα εμπιστοσύνης. Λέμε «ελευθερία» και εννοούμε δικαίωμα εγωτικών επιλογών ή συνδικαλισμένης αυθαιρεσίας, όχι το (κορυφαίο για τον άνθρωπο) άθλημα απεξάρτησης από τυφλά ένστικτα και ενορμήσεις. Λέμε «διάλογο» και εννοούμε παράλληλους μονολόγους. Λέμε «πρόσωπο» και καταλαβαίνουμε απρόσωπο άτομο, λέμε «έρωτας» και καταλαβαίνουμε «σεξ» – απειράριθμα τα ανάλογα εκτρωματικά.

Η Ελλάδα χωρίς γλώσσα που να κομίζει την πολιτισμική διαφορά των Ελλήνων (να την κομίζει όχι σαν μουσειακό παρελθόν αλλά σαν επικαιρική πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια – αντιπρόταση στον ιστορικο-υλιστικό εφιάλτη) είναι αναπότρεπτο να υποταχθεί στο «μοντέλο» Ταϋλάνδης, Μαλαισίας, Γεωργίας, Ρουμανίας: Το μεροκάματο, για όσους αρνηθούν την προσφυγιά, ισοδύναμο με φυσική εξόντωση. Και η αγγλωσία δοκιμασμένη συνταγή εξαθλίωσης των μαζών, υποταγή τους σε σωστικά «μνημόνια» – μαζί με κατάργηση βαθμολογίας και εξετάσεων, δηλαδή με την εκδοχή της αριστείας ως «ρετσινιάς». Οι πολιτικές του υπουργείου Παιδείας, τα τελευταία σαράντα χρόνια, υπηρέτησαν, χωρίς εξαίρεση, τη δρομολογημένη επιδίωξη (ας ελπίσουμε, ανεπίγνωστα).

Η καταστροφή της γλώσσας συνεχίζεται αδυσώπητη – κάθε μέρα υπάρχουν τρεις έως πέντε εκφωνητές ή ανταποκριτές ή σχολιαστές στα κανάλια που θα έπρεπε να απολυθούν αυθημερόν για την αγραμματοσύνη τους, και άλλοι τόσοι από πολιτικούς θώκους, γελοιωδέστεροι. Ακούμε φρικαλεότητες, όπως: «ο αναλογούν φόρος», «η πλήρη εφαρμογή», «τον επικεφαλήν» ή «του επικεφαλή», «αυτή τη στιγμή συνδράμουν στην κατάσβεση», «κάτι άλλο δεν παρατηρούμε μέχρι στιγμή», «τους υπαγάγει τώρα δωρεάν», «άνευ άδεια», «να μην εκτίθεται στον ήλιο υπέρ του δέοντος»…

Το πιο αδιάντροπο είναι η αυθαίρετη στρέβλωση της γλώσσας επειδή ο ρήτορας λογαριάζει κάποιους γραμματικούς τύπους σαν «καθαρευουσιάνικους» που μολύνουν την «προοδευτική» του εκφραστική. Ο κ. Τσίπρας, π.χ., υιοθετεί το ανύπαρκτο «έχει παράξει πλεόνασμα η κυβέρνηση» (το έχει παραγάγει του μοιάζει «συντηρητικό», ακατάλληλο για υπέρμαχους «της Αριστεράς και της προόδου». Για τον ίδιο λόγο, προφανώς, και ο κ. Σημίτης καταργούσε τη διάκριση «στιγμιαίου» και «διαρκούς»: έλεγε «η Ελλάδα πέρυσι παρήγε» – τον ενοχλούσε το «παρήγαγε».

Ενας φιλόλογος θα μπορούσε να εντοπίσει ευστοχότερες και πολυπληθέστερες ενδείξεις της καταστροφής που συντελείται, τα πολύ τελευταία χρόνια, στη γλώσσα των Ελλήνων. Με ιστορικές συνέπειες ασύγκριτα εφιαλτικότερες από αυτές της οικονομικής χρεοκοπίας, της χαμένης κρατικής ανεξαρτησίας, της διοικητικής διάλυσης, του κυρίαρχου κυνικού αμοραλισμού. Δύσκολο να πείσει κανείς γλωσσικά απαίδευτους κομματανθρώπους πού οδηγεί η σύγχυση οριστικού και υποτακτικού λόγου («θα υπάρξει επιδείνωση του καιρού», αντί, «θα επιδεινωθεί ο καιρός» – «να σε ευχαριστήσω, Ανδρέα», αντί, «σε ευχαριστώ Ανδρέα»).

Πού οδηγεί η κατάργηση των άρθρων (όπως σε γλώσσες υπανάπτυκτης εκφραστικής): «θα πάμε Μοναστηράκι», «μένω Αγρίνιο». Γιατί τα ρήματα εις -έω μεταποιούνται εις -άω: «ζητά», «παρακαλά», «προχωρά», «μιλά», «εξηγά», «οδηγά». Γιατί η «προοδευτική» εκδοχή απαιτεί να λέμε: «η μέθοδο», «η πρόοδο», «η λεωφόρο», «η ψήφο», «η είσοδο». Γιατί το ανατριχιαστικό, πασοκικό και συριζαίικο: «η πλήρη εφαρμογή», «η διεθνή εκτίμηση», «η επισφαλή λύση».

Αυτό που συμβαίνει με τη γλώσσα στην Ελλάδα θα είχε το ανάλογο αν η Σαουδική Αραβία αχρήστευε τις πετρελαιοπηγές της και η Νότια Αφρική τα αδαμαντωρυχεία της. Το πολιτικό μας προσωπικό αντιλαμβάνεται τη σύγκριση σαν εικόνα, συμβολικά. Δεν καταλαβαίνουν ότι η σύγκριση κυριολεκτεί.

Πηγή εφημ. "Καθημερινή"
πηγή   //  αντιγραφή

Τρίτη, Ιουνίου 07, 2016

ΜΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ ΠΟΥ ΥΦΙΣΤΑΜΕΘΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ἙΤΑΙΡΟΥΣ" ΜΑΣ...


ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ Η ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ



Γράφει ο Φώτης Μιχαήλ

Για το μίσος των Φράγκων εναντίον των Ρωμηών, θα μπορούσε να πει κανείς πολλά. Θαρρώ, όμως, ότι εκείνο που έχει για εμάς ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τονισθεί, είναι η προέλευσή αυτού του μίσους.(1)

Δεν πρόκειται για μίσος συναισθηματικής τάξεως. Δηλαδή ρηχό, επιπόλαιο και ευκόλως αναστρέψιμο. Είναι μίσος τάξεως οντολογικής. Ξεκινάει από τα κατάβαθα της θρησκευτικής τους συνείδησης, η οποία είναι εντελώς διαφορετική από την δική μας.


Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος, διακεκριμένος μελετητής των σχέσεων Ανατολής-Δύσης, γράφει σχετικά: ’’Τό μίσος αυτό εκδηλώθηκε ακόμη από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία θέσπισε την προσκύνηση των ιερών εικόνων και συνεχίσθηκε αργότερα. Η πολιτική των Φράγκων συνδέθηκε με μια θεολογία, που ήταν αντίθετη με την θεολογία της Ορθοδόξου Ανατολής’’. (2)

Πράγματι, πίσω από κάθε απανθρωπία και σκληρότητα των Δυτικών εναντίον μας, κρύβεται η αναπηρία της θεολογίας τους.

Θέλετε να θυμηθούμε την πολιτική του Όθωνα και της τρόϊκας των ευρωπαίων επιτρόπων του;

1. Τετρακόσια Ορθόδοξα μοναστήρια κλείνουν διά της βίας, καταληστεύονται, και το προϊόν της λεηλασίας φυγαδεύεται στα φράγκικα αρχοντικά.

2. Ο θρυλικός Παπουλάκος διώκεται και φυλακίζεται, με την συγκατάθεση δικών μας ενδοτικών.

3. Προωθείται το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ταλανίζει μέχρι και αυτή την ώρα τα εκκλησιαστικά πράγματα της Πατρίδας μας, όχι μονάχα σε επίπεδο διοικητικό, αλλά προπαντός σε θέματα Πίστεως και Ορθοπραξίας.

Θέλετε να θυμηθούμε την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής;

Δεν ήσαν οι Δυτικοί, εκείνοι που οργάνωσαν στρατιωτικά, που ενίσχυσαν οικονομικά και που κάλυψαν πολιτικά την θηριωδία του Κεμάλ;

Θέλετε να μιλήσουμε για την Κατοχή;

Για τα 2.000 χωριά μας που παραδόθηκαν στην φωτιά; Για τα δωδεκάχρονα παιδιά που εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στα Καλάβρυτα; Για τον εξανδραποδισμό αθώων γυναικόπαιδων και υπερηλίκων ανδρών απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδος; Για τις ξεκοιλιασμένες εγκύους, τις καρφωμένες με ξιφολόγχες στα δένδρα του Διστόμου; Για την πείνα και το θανατικό;
Δεν ήταν το μίσος των Γερμανικών φύλων (Σημ. Οίμου-Αθήνας: Ασκεναζίμ-εκ Χαζάρων- ψευτοεβραίοι ήταν και όχι Γερμανοί...) εναντίον των Ελλήνων Ρωμηών, που τα προκάλεσε όλα αυτά;

Θέλετε να μιλήσουμε για τα μνημόνια τα σημερινά;

Για το ξεπούλημα της πατρίδας μας; Για την ανεργία και την φτώχεια που μαστίζουν την Ελλάδα μας τα τελευταία χρόνια; Για τα νιάτα μας που φεύγουν για τα ξένα; Για την υπογεννητικότητα και τον εποικισμό της πατρίδας μας από τα στίφη του Ισλάμ;
Δεν είναι, όλα αυτά τα δεινά, δαιμονικές μεθοδεύσεις της γερμανικής Ευρώπης, εναντίον της εν Ελλάδι Ρωμηοσύνης;

Πάντως, αυτό που ματιάζει πρώτο-πρώτο το φράγκικο μίσος, δεν είναι τα υλικά μας πλούτη. Επειδή η ρίζα του μίσους εναντίον της Ρωμηοσύνης είναι τάξεως θεολογικής, το πρώτο και κύριο όνειρό τους είναι να μας υποτάξουν εκκλησιαστικώς και να μας αλλάξουν την Πίστη.

Να μας αναγκάσουν με κάθε τρόπο να αναγνωρίσουμε εκκλησιαστικότητα στην ’’κουρελού’’, όπως έλεγε και ο άγιος γέροντάς μας Παΐσιος. Δηλαδή, στον κάθε αιρετικό του λεγόμενου παγκοσμίου συμβουλίου των εκκλησιών, στους οποίους η ξεθωριασμένη εκκλησιολογική μας συνείδηση έχει ήδη, δυστυχώς, αναγνωρίσει μυστήρια, συνεπώς και ιεροσύνη.

Το μήνυμα είναι σαφές: Απέναντι στο άσβεστο μίσος των Δυτικών, οφείλουμε από την πλευρά μας να είμαστε διαρκώς εξαιρετικά προσεκτικοί και να φυλαγόμαστε δεόντως.

Και όπως έχουν αποδείξει τα γεγονότα, αυτό δεν μπορεί να γίνει με τακτικές δικές τους. Δηλαδή, με αγαπολογίες και δημόσιες σχέσεις. Μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με τον τρόπο τον δικό μας.
Δηλαδή, με ειλικρινή μετάνοια, με φιλότιμο, με αγωνιστικότητα, με προσήλωση στην Πατερική μας παράδοση, και πάνω απ’ όλα με αναφορά στο θέλημα και στην Πρόνοια του Τριαδικού μας Θεού.

Με δυο λέξεις: Με επιστροφή στις ρίζες μας.


(1). Η Πτώση της Πόλης ωφείλετο σε δυο κυρίως λόγους: Πρώτον, στην προηγηθείσα καταστροφή και καταλήστευση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204 και δεύτερον, στο μίσος των Δυτικών εναντίον της Ρωμηοσύνης. (Συμπέρασμα του Στήβεν Ράνσιμαν)

(2). Από το άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ’’Η Πόλις εάλω, αλλά ζη’’ (http://agiameteora.net/index.php/i-polis-ealo/1796-i-polis-ealo-alla-kai-zi.html)

Φώτης Μιχαήλ
Ιατρός

ΠΗΓΗ

ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ



To αντιγράψαμε απο εδώ

Δευτέρα, Μαΐου 30, 2016

Η ελπίδα στο εφήμερο γεννήτρα της κατά κόσμον λύπης και φονεύτρα της κατά Θεόν χαράς.

Ηλιάδης Σάββας, Δάσκαλος





http://content-mcdn.feed.gr/filesystem/images/20150823/low/newego_LARGE_t_901_106654028.JPG Φυλακισμένοι οικειοθελώς σ' έναν πλασματικό κόσμο, ανύπαρκτο, βιολογικώς αναπνέοντες, πνευματικώς νεκροί, μακρυά από τον Δημιουργό Θεό, αναγεννάμε καθημερινώς την εσωτερική μας κατάθλιψη.
Επιστήμονες γιατροί, παιδαγωγοί, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι εργάζονται και παλεύουν, για να ανακουφίσουν τον άνθρωπο από την ψυχοφθόρα λύπη. Ποιητές και λογοτέχνες και άλλοι άνθρωποι της τέχνης επίσης, ασχολούνται με το θέμα, προσπαθώντας να την προσεγγίσουν εικαστικά. Τη λύπη, που, όταν θρονιάζει στα έγκατα της ψυχής, γίνεται κολαστήριο εργαλείο και την συγκλονίζει, την παραμορφώνει και καθιστά τον άνθρωπο «άλλον εαυτόν». Όλοι προβληματίζονται και προβληματίζουν, αναρωτιούνται, επιρρίπτουν ευθύνες, προτείνουν λύσεις, καταριούνται την «τύχη», αλλά αυτή, παρόλο που μπορεί να κατασταλεί προσωρινά, παραμένει ανίκητη, συνεχίζοντας να παίζει το παιχνίδι της. Να φυτεύει στην ψυχή την απόγνωση και να την οδηγεί σε αδιέξοδα. Χωρίς να ξεχωρίζει πρόσωπα. Χωρίς να κάνει διακρίσεις. Όποιος κι αν είναι ο άνθρωπος, του χτυπάει την πόρτα της καρδιάς και την ροκανίζει με το σαράκι της. Πού να βρίσκεται άραγε το φάρμακο της θεραπείας της; Στο βιβλίο με τίτλο: «Ωδή στο εφήμερο – Η λύπη κατά τους Πατέρες», από τις εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, γίνεται λόγος για το ουσιώδες και βασανιστικό αυτό θέμα της ζωής. Διαβάσαμε τον πρόλογο του βιβλίου και θεωρήσαμε επείγουσα και επιβεβλημένη την υποχρέωση να τον μοιραστούμε με τους αναγνώστες. Φαίνεται καθαρά πως διά των αγίων Πατέρων και της ορθής ερμηνείας της Αγίας Γραφής υπάρχει απάντηση. Καταργούνται τα σταυροδρόμια και τα αδιέξοδα. 

Γράφει η εκδότρια Μονή: «Εκφράζουν (οι Πατέρες) τη συμπάθειά τους προς τον πάσχοντα, χωρίς όμως αυτή η στάση τους να μειώνει στη συνείδηση των λυπημένων τη σημασία του πάθους της λύπης και την ανάγκη αποκοπής τους απ’ αυτό… «Το χαροποιόν πένθος» οδηγεί, κατά τον Απόστολο (Παύλο), στη σωτηρία, ενώ η λύπη του κόσμου προετοιμάζει και συντηρεί το θάνατο. Προσπαθούμε να προσφέρουμε στους εν Χριστώ αδελφούς μας, ως συνδρομή και υποστήριξη στον αγώνα τους κατά της εμπαθούς λύπης, που συνεχώς γεμίζει το ποτήρι της ζωής μας και μας στερεί τη χαρά «των τέκνων του Θεού…». 

Αντιγράφουμε τη συνέχεια από τον πρόλογο, συστήνοντας προκαταβολικά το βιβλίο ως επένδυση πνευματική: 

«Πράγματι, αν ερευνήσει κανείς κατά βάθος τα αίτια της λύπης, θα διαπιστώσει ότι αυτή είναι απόλυτα συσχετισμένη με ό,τι αφορά στα αγαθά και τις απολαβές του κόσμου τούτου. Ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές πάσχει από τη φιλαυτία του και εξαιτίας αυτής πρέπει, αν θέλει την ελευθερία του, να παλέψει, για να αποκτήσει πάλι «τον χαμένο θησαυρό του». Η κολοκυθιά του Προφήτη Ιωνά, όσο και αν δόθηκε φιλάνθρωπα από τον Θεό, για να καλυφθεί μια συγκεκριμένη και πρόσκαιρη ανάγκη του Προφήτη, δεν θα έπρεπε, για κανένα λόγο, να γίνει διαχωριστικό τείχος και να σκιάσει τη θέα του Θεού στην ψυχή του. Γι’ αυτό, όταν ο Ιωνάς «βολεύθηκε» κάτω από τη σκιά του υλικού αυτού υποκατάστατου της παρουσίας του Θεού, θεώρησε την ανάπαυση που του πρόσφερε η κολοκυθιά ως ευχάριστο αντίδοτο κατά της λύπης του και ως συμπλήρωμα του κενού της ψυχής του. Αλλά η σκιά της κολοκυθιάς δεν ήταν πηγή αληθινής χαράς και ανάπαυσης. Ήταν μονάχα ένα εφήμερο είδωλο ευτυχίας, στο οποίο ο Ιωνάς στήριξε τόσο απερίσκεπτα την ελπίδα της ανάπαυσης και της πληρότητάς του. Η απερισκεψία αυτή του Ιωνά προκάλεσε τη φιλάνθρωπη και πάνσοφη επέμβαση του Θεού, ο Οποίος πρόσταξε την κολοκυθιά να ξεραθεί κι αμέσως αυτή, μέσα σε μια νύχτα, ξεράθηκε. Η υπερβολική λύπη του Ιωνά, η οποία επακολούθησε, άφησε να φανεί ο ειδωλικός χαρακτήρας, τον οποίο είχε προσλάβει το εφήμερο αυτό κτίσμα στην ψυχή του Προφήτη. Καθένας μας, βέβαια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διατηρούμε κρυφά ή φανερά κάποια «κολοκυθιά», στην ύπαρξη της οποίας έχουμε στηρίξει τις προσδοκίες, τα αισθήματα και τις επιδιώξεις μας. Εκεί απολαμβάνουμε νοσηρά τον ψυχοφθόρο ύπνο, που μας χαρίζει «η πυκνή και πανόλεθρη σκιά της». Ο Πανοικτίρμονας Θεός όμως, ο Οποίος θέλει όλοι να σωθούν και να έλθουν «εις επίγνωσιν της αληθείας», επιτρέπει κάποια στιγμή να «ξεραθεί» η ειδωλική αυτή χαρά μας και να χαθούν για πάντα τα ψεύτικα στηρίγματά μας. Εξαιτίας λοιπόν της λύπης, η οποία θα πλημμυρίσει στη συνέχεια την ψυχή μας, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το ότι ποικίλες «κολοκυθιές» έχουν οικειοποιηθεί τη θέση του Θεού και έχουν εκβάλει την ελπίδα Του από την ψυχή μας. Θα αντιληφθούμε δηλαδή ότι η αγαπητική δύναμη, η οποία θα έπρεπε να λειτουργείται μέσα μας «Θεοπρεπώς» και η οποία όφειλε να στρέφεται πάντα, καθώς Εκείνος έχει ορίσει, προς τον Θεό και τον αδελφό, διοχετεύεται άσκοπα σε αλλότριους τόπους και έχει εντελώς εκτραπεί από την πορεία της προς το «καθ’ ομοίωσιν». Έχει, μ’ άλλα λόγια κάνει αντικείμενο και αποδέκτη της την εφήμερη ύλη, τις αθέμιτες σχέσεις με το παρόν και με την άκρατη φιλαυτία. Αυτά όμως, καθώς θα μας εξηγήσουν στη συνέχεια οι Πατέρες μας, είναι εκείνα για τα οποία δεν μας επιτρέπεται να τρέφουμε ελπίδες και να χαιρόμαστε. Είναι «οι κολοκυθιές μας», των οποίων τη σκιά επέτρεψε βέβαια, προς καιρόν, ο Θεός – για να μας προσφέρουν κάποια ανακούφιση και να μας προστατεύσουν, «ως δερμάτινοι χιτώνες», από τις συνέπειες της πτώσης μας – αλλά αυτές τις τρώει εύκολα κάποια στιγμή ένα σκουλήκι και έτσι μένουμε εκτεθειμένοι και απροστάτευτοι «στον καύσωνα της ημέρας». Αλλά γι’ αυτού του είδους τις αναπαύσεις θα πρέπει να λυπούμαστε συνεχώς και να μετανοούμε ενώπιον του Θεού. Γιατί, καθώς λέει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, «θα μας ζητηθεί λόγος από το Θεό, όχι γιατί δεν θαυματουργήσαμε ούτε γιατί δεν θεολογήσαμε ούτε επίσης γιατί δεν φθάσαμε στη θεωρία των αθεάτων, αλλά θα δώσουμε λόγο, γιατί δεν κλαύσαμε και δεν μετανοούσαμε συνεχώς». Ευχή και προσευχή μας για τον καθένα μας είναι να μην επενδύουμε πλέον στη σκιά που μας προσφέρουν οι «κολοκυθιές» μας, αλλά να βιασθούμε να απαλλαγούμε από τέτοια αβέβαια υποστυλώματα, ώστε να μη βρίσκει η λύπη στην ψυχή μας αντικείμενο, για να τρέφεται και να συντηρείται». 

Αυτά από τον πρόλογο του βιβλίου. 

Πώς οι πρόγονοί μας πορεύτηκαν αιώνες τώρα και αντιστάθηκαν σε τόσους «καύσωνες» χωρίς να λυγίσουν; Μήπως στηριζόμενοι σε εγκόσμια «παρασόλια» και σε ξένες της παραδόσεώς μας βακτηρίες; Πώς ανέδειξε το Γένος τόσους ήρωες και αγίους; Μήπως με τα πλούτη και τα θέλγητρα του κόσμου; Όχι. Αλλά με την απάρνηση των «ωραίων» του κόσμου και του εγώ, που ήταν γέννημα της προσήλωσης στο κοινό πνεύμα, στην κοινή πίστη στο ίδιο Πρόσωπο, αυτό του Χριστού, με τη βεβαιότητα του προορισμού στην αιωνιότητα. 
Ο Φώτης Κόντογλου, στο βιβλίο «Μυστικά άνθη», σ` ένα κείμενο με τίτλο «Η χαρμολύπη ή το χαροποιόν πένθος» με απλό, χαριτωμένο και λογοτεχνικό ύφος, γράφει: «Ο πόνος κατά τη χριστιανική θρησκεία είναι δύο λογιών, πόνος κατά Θεόν και πόνος κατά κόσμον. Ο πρώτος είναι ο πόνος που νοιώθει ο πνευματικός άνθρωπος, δηλαδή εκείνος που έχει πίστη στο Θεό, ενώ ο δεύτερος είναι ο πόνος που νοιώθει ο σαρκικός άνθρωπος που δεν έχει πίστη. Ο πρώτος είναι που τον γλυκαίνει η ελπίδα, ο δεύτερος είναι ο πόνος που τον κάνει ανυπόφερτον η απελπισία. Ο πρώτος κάνει τον άνθρωπο να ταπεινωθεί, να φχαριστήσει και να μαζευτεί στο βυθό του εαυτού του, ενώ ο δεύτερος τον κάνει να επαναστατήσει και να βλαστημήσει… Από τούτη τη λύπη που νοιώθει η ψυχή που πιστεύει στο Θεό γερά, βγαίνει η παρηγοριά, η «παράκλησις» που λένε τα βιβλία της θρησκείας και γίνεται το λεγόμενο «χαροποιόν πένθος» ή η «χαρμολύπη», που λένε οι άγιοι Πατέρες… 

Στη συνέχεια φέρνει ως παράδειγμα, που εφαρμόστηκε στην πράξη αυτή η ζωντανή ελπίδα και αγιοπνευματική χαρά το δικό μας Γένος. Η καταφρόνηση του θανάτου από το Γένος των Ελλήνων, που ήταν βασισμένη στο ευαγγελικό: «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ;» (Ματθ. 16, 26) και «μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ.10, 28)… 

Τον καιρό που πλάκωσε το γένος μας η μαύρη σκλαβιά του Τούρκου κι υποφέρνανε βασανιστήρια οι πατεράδες μας, η θρησκεία τους έδωσε αυτήν την αφοβία και τα αγιασμένα αισθήματα που είπαμε, ανεβήκανε στην καρδιά τους, χαρίζοντάς τους την ειρήνη του Χριστού και τη μακάρια ελπίδα του. Ο πόνος έκανε την καρδιά τους σαν κάποια ουράνια κιθάρα που άγγιζε τις κορδές (χορδές) της ένα μυστικό χέρι. Και γινήκανε ποιητές οι τσομπάνηδες, ψαλτάδες κι άγιοι οι χωριάτες, ζωγράφοι κι υμνογράφοι οι καλόγεροι κι οι ασκητάδες, μοιρολογήστρες και κεντήστρες οι γυναίκες. Ολάκερη η φυλή άγιασε και βούιζε σαν βλογημένο μελισσολόγι, που χαιρότανε πετώντας γύρω από τα πνευματικά άνθη, που φυτρώνανε στο ματωμένο χώμα. Ο πόνος μετάλλαζε σε χαρά, η σκλαβιά σε ξεπέταγμα, το ξόδι σε ψαλμό αθανασίας… Τότε ήτανε που τρέχανε να μαρτυρήσουνε για την πίστη του Χριστού τα παλληκάρια απάνω στ’ άνθος τους, χιλιάδες αδάμαστες ψυχές, κράζοντας στον άγριο σφάχτη τους: «Χτύπα για την πίστη!». 

Κι εμείς διδασκόμενοι απ’ αυτούς, αισθανόμαστε βαθιά ευγνωμοσύνη, και οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι να τους μιμηθούμε, αν ο καιρός το καλέσει. Ιδιαίτερα σήμερα, που οι ημέρες είναι πονηρές και οι εχθροί της πίστης μας κατεργάζονται καταφανώς και αδιστάκτως το κακό. 

Κιλκίς, 24-5-2016 

Πηγή: alopsis.gr

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2016

Φώτης Κόντογλου: "Οἱ φι­λο­πα­πι­κές κι­νή­σεις, εἶ­ναι θά­να­τος γι­ά τό Γέ­νος µας"


Tοῦ Φώ­τη Κό­ντο­γλου 
Με­γά­λο, πο­λύ µε­γά­λο καί σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι ἕ­να ζή­τη­µα πού δέν τοῦ δώ­σα­νε σχε­δόν κα­θό­λου προ­σο­χή οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ῞Ελ­λη­νες. Κι αὐ­τό εἶ­ναι τό ὅ­τι ἀ­πό και­ρό ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι δι­κοί µας κλη­ρι­κοί νά θέ­λουν καί νά ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά δέ­σουν στε­νές σχέ­σεις µέ τούς πα­πι­κούς, πού ἐ­πί τό­σους αἰ­ῶ­νες µᾶς ρη­µά­ξα­νε. 
Γι­α­τί, στ᾿ ἀ­λη­θι­νά, δέν ὑ­πάρ­χει πι­ό µε­γά­λος ἀ­ντί­µα­χος τῆς φυ­λῆς µας, κι ἐ­πί­µο­νος ἀ­ντί­µα­χος, πού, σώ­νει καί κα­λά, θέ­λει νά σβή­σει τῆν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α. Οἱ δε­σπο­τά­δες πού εἶ­πα πώς τούς ἔ­πι­α­σε, ἄ­ξα­φνα κι ἀ­να­πά­ντε­χα, ὁ ἔ­ρω­τας µέ τούς Λα­τί­νους, λέ­νε πώς τό κά­νου­νε ἀ­πό «ἀ­γά­πη». Μά αὐ­τό εἶ­ναι χον­δρο­ει­δε­στά­τη δι­και­ο­λο­γί­α καί κα­λά θά κά­νου­νε νά πα­ρα­τή­σου­νε αὐ­τά τά ρο­σό­λι­α τῆς «ἀ­γά­πης», πού τήν κά­να­νε ρε­ζί­λι. ῾Ο δι­ά­βο­λος, ἅ­µα θε­λή­σει νά κά­νει τό πι­ό πο­νη­ρό παι­γνί­δι του, µι­λᾶ, ὁ ἀ­λι­τή­ρι­ος γι­ά ἀ­γά­πη. ῞Ο,τι εἶ­πε ὁ Χρι­στός, τό λέ­γει κι αὐ­τός κάλ­πι­κα, γι­ά νά ξε­γε­λά­σει. Τώ­ρα, στά κα­λά κα­θού­µε­να, τούς ρα­σο­φό­ρους µας στήν Πό­λη, τούς ἔ­πι­α­σε πα­ρο­ξυ­σµός τῆς ἀ­γά­πης γι­ά τούς ᾿Ι­τα­λι­ά­νους, πού στέ­κου­νται, ὅ­πως πά­ντα, κρύ­οι καί πε­ρή­φα­νοι καί δέν γυ­ρί­ζου­νε νά τούς δοῦ­νε αὐ­τούς τούς «ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φούς», πού ὅ­σα τούς κά­να­νε ἀ­πό τόν και­ρό τῶν Σταυ­ρο­φό­ρων ἴ­σα­µε τώ­ρα, δέν τούς τἄ­κα­νε µή­τε Τοῦρ­κος, µή­τε Τά­τα­ρος, µή­τε Μω­µα­χε­τᾶ­νος. ῎Ι­σως κι οἱ δι­κοί µας νά κά­νουν ἀ­πό πα­ρε­ξη­γη­µέ­νη κα­λω­σύ­νη.

῞Ο­πως εἶ­πα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι δι­κοί µας δέν δώ­σα­νε καµ­µι­ά ση­µα­σία σ᾿ αὐ­τές τίς φι­λο­πα­πι­κές κι­νή­σεις, πού εἶ­ναι θά­να­τος γι­ά τό γέ­νος µας καί πού τίς κι­νή­σα­νε οἱ κα­τα­χθό­νι­ες δυ­νά­µεις πού πο­λε­µᾶ­νε τόν Χρι­στό καί πού µέ τά λε­πτά τούς ἀ­γο­ρά­ζου­νε ὅ­λους, δέν δώ­σα­νε λοι­πόν καµ­µι­ά ση­µα­σί­α, γι­α­τί....τά θε­ω­ροῦ­νε τι­πο­τέ­νι­α πρά­γµα­τα, ἄν δέν εἶ­ναι κι οἱ ἴ­δι­οι ἀ­γο­ρα­σµέ­νοι, ἄ­ξι­α µο­να­χά γι­ά κά­ποι­ους στε­νο­κέ­φα­λους πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες καί φα­να­τι­κούς ἀ­πο­πε­τρω­µέ­νους χρι­στι­α­νούς. Τώ­ρα τά µυ­α­λά γι­νή­κα­νε φαρ­δει­ά, καί κα­τα­γί­νο­νται µέ ἄλ­λα, κο­σµοϊ­στο­ρι­κά προ­βλή­µα­τα! «Θά κα­θό­µα­στε νά κυτ­τά­ζου­µε τώ­ρα πα­πά­δες κι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­ες»; Μά αὐ­τούς δέν τούς µέ­λει κι ἄν ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ἀ­πό τόν κό­σµο κά­θε ἑλ­λη­νι­κό πρᾶ­γµα. Καί θά ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ὄ­χι τό­σο εὔ­κο­λα µέ τόν ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµό πού πά­θα­µε, ὅ­σο ἄν γί­νου­µε στή θρη­σκεί­α πα­πι­κοί. Γι­α­τί γι᾿ αὐ­τοῦ πᾶ­µε. Πα­πι­κή ῾Ελ­λά­δα θά πεῖ ἐ­ξα­φά­νι­ση τῆς ῾Ελ­λά­δας. Νά γι­α­τί εἶ­πα πώς εἶ­ναι πο­λύ σπου­δαῖ­ο ζή­τη­µα αὐ­τές οἱ ἐ­ρω­το­τρο­πί­ες πού ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι κλη­ρι­κοί δι­κοί µας µέ τούς πα­πι­κούς, κι ἡ αἰ­τί­α εἶ­ναι τό ὅ­τι δέν νοι­ώ­σα­νε τί εἶ­ναι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α ὁ­λό­τε­λα, µ᾿ ὅ­λο πού εἶ­ναι δε­σπο­τά­δες.

Τό κα­κό εἶ­ναι πώς ὁ λα­ός δέν πῆ­ρε, κα­λά-κα­λά, εἴ­δη­ση γι­ά τή συ­νω­µο­σί­α. Ποι­ός νά τόν πλη­ρο­φο­ρή­σει ἀ­φοῦ οἱ γραµ­µα­τι­σµέ­νοι τά θε­ω­ροῦ­νε αὐ­τά τά πρά­γµα­τα ἀ­νά­ξι­α γι­ά τή µο­ντέρ­να σο­φί­α τους, καί τρέ­χουν ση­µαι­ο­φό­ροι σέ κά­θε νε­ω­τε­ρι­σµό;

᾿Α­πό τό­τε πού ἀρ­χί­σα­νε οἱ λυ­κο­φι­λί­ες ἀ­νά­µε­σα στούς δι­κούς µας καί στούς πα­πι­κούς (καί ση­µεί­ω­σε πώς οἱ δι­κοί µας φα­γω­θή­κα­νε πρῶ­τοι νά πι­ά­σου­νε σχέ­ση µέ τούς Λα­τί­νους σάν νά πή­ρα­νε ἀ­πό κά­που δι­α­τα­γή, κι ὁ­λο­έ­να µι­λᾶ­νε γι­ά «τόν δι­ά­λο­γον» µα­ζί τους, δί­χως νά ξέ­ρου­νε κα­λά-κα­λά τί λέ­νε), ἀ­πό τό­τε λοι­πόν, ἀ­κοῦ­µε, κά­θε τό­σο, κά­τι πρά­γµα­τα θε­α­τρι­κά, ἄ­νο­στα, ἀ­νό­η­τα, δί­χως καµ­µι­ά σο­βα­ρό­τη­τα, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ λε­γό­µε­νη «Δι­ά­σκε­ψις τῆς Ρό­δου», τά νέ­α πα­ρεκ­κ­λή­σι­α τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ, κ.τ.λ. Στή Ρό­δο πή­γα­νε οἱ δι­κοί µας µέ σκο­πό νά που­λή­σουν τήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, γι­α­τί γι᾿ αὐ­τούς εἶ­ναι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νη µορ­φή τοῦ Χρι­στι­α­νι­σµοῦ, δη­λα­δή ἕ­νας βλά­χι­κος χρι­στι­α­νι­σµός, καί ν᾿ ἀρ­χί­σουν τόν «δι­ά­λο­γον», πού νά τό ν πά­ρει ἡ εὐ­χή αὐ­τόν τόν «δι­ά­λο­γον». Καί τί κά­να­νε; Τί­πο­τα! Λό­γι­α πολ­λά καί χα­µέ­να, πού νά ντρέ­πε­ται κι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ῞Ελ­λη­νας ᾿Ορ­θό­δο­ξος.

Προ­χθές πά­λι µά­θα­µε πώς ὁ Πά­πας ἐ­γκαι­νί­α­σε ἕ­να νέ­ο πα­ρεκ­κ­λή­σι­ο στό Βα­τι­κα­νό καί ἔ­βα­λε γι­ά εἰ­κό­νες (µή χει­ρό­τε­ρα!) τίς φω­το­γρα­φί­ες τοῦ Πά­πα καί τοῦ ᾿Α­θη­να­γό­ρα, «ὁ ὁ­ποῖ­ος ἵ­στα­ται ὄ­πι­σθεν τοῦ Πο­ντί­φη­κος»! Φα­ντα­σθεῖ­τε πα­ρεκ­κ­λή­σι­ο µέ φω­το­γρα­φί­ες (τί ἀ­κα­λαί­σθη­τα πρά­γµα­τα!). ῾Ο Πά­πας λοι­πόν θά προ­σεύ­χε­ται µπρο­στά στίς δι­κές του φω­το­γρα­φί­ες! Δη­λα­δή τρελ­λά­θη­καν οἱ ἄν­θρω­ποι! Αὐ­τά δέν τά κά­να­νε µή­τε οἱ ἀ­ρα­πά­δες τῆς ᾿Α­φρι­κῆς. Συλ­λο­γί­ζο­µαι πό­ση σο­βα­ρό­τη­τα ἔ­χουν οἱ Μου­σουλ­µᾶ­νοι στή θρη­σκεί­α τους, καί ποῦ κα­τα­ντή­σα­νε τή θρη­σκεί­α τοῦ Χρι­στοῦ αὐ­τοί οἱ ἀ­θε­ό­φο­βοι ᾿Ι­τα­λι­ά­νοι, πού προ­σκυ­νᾶ­νε ἀ­γάλ­µα­τα τῆς Πα­να­γι­ᾶς µέ κοκ­κι­νά­δι­α, µέ σκου­λα­ρί­κι­α καί µέ δα­χτυ­λί­δι­α. Κι ἐ­µεῖς οἱ ᾿Ορ­θό­δο­ξοι, πού φυ­λά­ξα­µε τό βα­θύ µυ­στή­ρι­ο τῆς εὐ­σέ­βει­ας, τώ­ρα, στά κα­λά κα­θού­µε­να, πᾶ­µε νά γί­νου­µε ἕ­να µ᾿ αὐ­τούς πού γε­λοι­ο­ποι­ή­σα­νε τόν Χρι­στό ὅ­σο κα­νέ­νας ἄ­θε­ος.

᾿Αλ­λά, ἀ­πό ποῦ νά πι­ά­σει κα­νέ­νας καί ποῦ νά τε­λει­ώ­σει; ῞Ο­σοι ἤ­τα­νε ἕ­ως τώ­ρα ἀ­δι­ά­φο­ροι γι­ά τή θρη­σκεί­α καί γι­ά τήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α, καί πού πολ­λοί ἀπ᾿ αὐ­τούς τίς πε­ρι­παί­ζα­νε µά­λι­στα, ὅ­λοι αὐ­τοί γι­νή­κα­νε ἔ­ξα­φνα πα­πό­φι­λοι, καί µα­σᾶ­νε σάν µα­στί­χι τήν ψεύ­τι­κη λέ­ξη «ἀ­γά­πη». Με­γα­λύ­τε­ρο ρε­ζι­λί­κι δέν ἔ­γι­νε. ᾿Ε­µεῖς οἱ ἄλ­λοι πού εἴ­µα­στε κολ­λη­µέ­νοι ἀ­πό νε­ό­τη­τος στήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α µας, εἴ­µα­στε στε­νο­κέ­φα­λοι, µο­χθη­ροί, γυ­µνοί ἀ­πό ἀ­γά­πη κι ἀ­πό ἀ­λη­θι­νή εὐ­σέ­βει­α. ῾Η µό­δα εἶ­ναι τώ­ρα νά φαί­νε­σαι ἄν­θρω­πος τῆς ἐ­πο­χῆς µας, πού ἔ­νοι­ω­σε τά «αἰ­τή­µα­τά» της. [...]

Πί­στη ἀ­σά­λευ­τη στήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, πού ἐ­µεῖς οἱ προ­κοµ­µέ­νοι τήν πή­ρα­µε κλη­ρο­νο­µι­ά καί τήν που­λᾶ­µε «ἀ­ντί πι­να­κί­ου φα­κῆς» καί ἀ­σπα­σµοῦ τῆς πα­ντό­φλας τοῦ Πά­πα! Μά σέ τέ­τοι­ο ση­µεῖ­ο ἐκ­φυ­λι­σθή­κα­µε; Αἰ­τί­α εἶ­ναι ἡ ἔµ­φυ­τη µα­ται­ο­δο­ξί­α µας, πού µᾶς κά­νει νά θέ­λου­µε νά φαι­νό­µα­στε ἔ­ξυ­πνοι συγ­χρο­νι­σµέ­νοι, προ­ο­δευ­τι­κοί, κι ὄ­χι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νοι. Μέ τή συ­ναί­σθη­ση τῆς κα­τω­τε­ρό­τη­τας πού ἀ­πο­χτή­σα­µε, φο­βό­µα­στε σάν τόν δι­ά­βο­λο µή­πως µᾶς ποῦ­νε «πα­λι­ά µυ­α­λά, πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες, κα­θυ­στε­ρη­µέ­νους». Καί τρέ­χου­µε νά πᾶ­µε πρῶ­τοι σέ κά­θε κί­νη­ση πού περ­νᾶ γι­ά «µο­ντέρ­να», θέ­λεις µί­µη­ση τῆς «ἀ­φη­ρη­µέ­νης ζω­γρα­φι­κῆς», θέ­λεις ἀ­κα­τα­λα­βί­στι­κες «λο­γο­τε­χνί­ες» (κα­η­µέ­νη λο­γο­τε­χνί­α, ποῦ κα­τά­ντη­σες!), θές φι­λο­πα­πι­σµός, θές ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµός, στά πά­ντα, στά ντυ­σί­µα­τά µας (πρό πά­ντων τῆς νε­ο­λαί­ας), στόν τρό­πο πού µι­λᾶ­µε καί σκε­πτό­µα­στε, ἀ­κό­µα καί στίς χει­ρο­νο­µί­ες. Δη­λα­δή, κα­τα­ντή­σα­µε µαϊ­µοῦ­δες τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους «ἐν ὀ­νό­µα­τι τῆς προ­ό­δου καί τῆς θαυ­µά­σι­ας ἐ­πο­χῆς µας».

(Φώ­τη Κό­ντο­γλου «Μυ­στι­κά ἄν­θη», ἐκ­δ. «Ἀ­στήρ», σελ. 51-53)
 

Κυριακή, Απριλίου 03, 2016

Πέμπτη, Μαρτίου 31, 2016

Aκέφαλη η κοινωνία αντιστέκεται

 
Χρήστος Γιανναράς


Γ​​ια κάποιες εβδομάδες το λιμάνι του Πειραιά φιλοξενεί χιλιάδες περαστικούς (τράνζιτο) πρόσφυγες – ο σταθερός αριθμός για αρκετό διάστημα ήταν δυόμισι χιλιάδες, έφτασε και τις πέντε. Στα Δελτία Eιδήσεων οι αριθμοί είναι «πληροφορία», στην άμεση επιτόπια θέα είναι συγκλονισμός και δέος που διαρκεί.


Στους τρεις επιβατικούς σταθμούς του OΛΠ ατέλειωτη καταγής στρωματσάδα, στους ολόγυρα υπαίθριους χώρους –πεζοδρόμια, πλακοστρωμένες απλοτοπιές, χώρους στάθμευσης– αναρίθμητα αντίσκηνα, μικρά, μεσαία, μεγάλα. Ποιος προμηθεύει τα αντίσκηνα και ποιος τα μοιράζει, ποιος τις ατέλειωτες κουβέρτες, τα αδιάβροχα, τα μπουφάν, τα πουλόβερ, ποιος πληρώνει το κόστος; Ποιος υποδέχεται τα σμήνη που καταφθάνουν αδιάκοπα, μέρα νύχτα, να τα κατευθύνει, να τα κουμαντάρει, να γνοιαστεί για τις πρώτες ανάγκες τους μόλις κατεβαίνουν από τα πλοία;
Γλωσσική επικοινωνία ανύπαρκτη. Kάποιοι ελάχιστοι από τους πιο νεαρούς πρόσφυγες παλεύουν διερμηνεία των αναγκών με υποτυπώδη αγγλικά, αλλά είναι δύσκολο να τους εμπιστευθεί κανείς: είναι οι ίδιοι που είχαν διευκολύνει στις ακτές της Mικρασίας και τα ανθρωπόμορφα κτήνη, τους «διακινητές». Για τα πολύ βασικά της συνεννόησης οι χειρονομίες αρκούν, όμως τον άρρωστο ή τον χαμένο από τους δικούς του πώς να τον καταλάβεις τι προσπαθεί να σου πει;


Tο κράτος απουσίασε ολοσχερέστατα, και ευτυχώς – τέτοιο τσουνάμι ανθρώπινων αναγκών δεν γίνεται να αντιμετωπιστεί από υπαλληλία σε διατεταγμένη υπηρεσία και με ωράριο. Ποικιλώνυμες και ποικιλόμορφες MHKYO προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια στη διάρκεια της μέρας, αλλά το βράδυ φυσικά αποσύρονται. Oπως περαστικές ήταν και οι σκόπιμα επιδεικτικές παρουσίες για «διανομή βοηθημάτων»: κυρίες της «καλής κοινωνίας», πολιτευτές (τωρινοί ή επίδοξοι), διοικητικά συμβούλια «ευαγών ιδρυμάτων», αντιπρόσωποι της Iεράς Συνόδου με πλήρη ανάρτηση επιστήθιων επίχρυσων σιδερικών... Aυτό το είδος των επισκεπτών μοιράζουν κάποια πακέτα φωτογραφούμενοι, και αποχωρούν.


Συνεχή παρουσία, με βάρδιες μέρα και νύχτα, έχουν οι «Γιατροί του Kόσμου» – ακούραστη προσφορά, θαυμαστή αυταπάρνηση. Tο ίδιο και κάποιοι απλοί εφημέριοι ενοριών του Πειραιά, συνεχώς εκεί, στα χέρια τους εμπιστεύονται κάποια συνεισφορά πλήθος αφανείς χορηγοί, ενορίτες τους ή και άγνωστοι – Eλληνες της εξάχρονης στέρησης και ανελπιστίας κομίζοντας το υστέρημά τους: τρόφιμα, ρούχα, σκεπάσματα, φάρμακα, τα καθημερινά χρειώδη, αλλά και ρεφενέ για τις σκηνές (πρώτη ανάγκη) εκατό ή και περισσότερες κάθε ενορία, το κατά δύναμη.


Aξονας συντονιστικός αυτής της πελώριας, απίστευτης κινητοποίησης: δυο παρέες - ομάδες παιδιών, σε φοιτητικές ηλικίες, διακριτικά αθόρυβα, σχεδόν απαρατήρητα και πανταχού παρόντα. Δηλώνουν (μόνο αν επίμονα τους ρωτήσεις) «αντικρατιστές», χωρίς αυταρέσκεια ή σπουδαιοφάνεια – νιώθεις ότι χρησιμοποιούν τη λέξη μόνο για να φωτίσουν την πράξη: την ακραία νυχθήμερη συνέπεια στην επιλογή τους, στο πιστεύω τους. H πράξη τους δηλώνει ότι ακόμα και σήμερα, με δεδομένη και ασφυκτική την αυτοαχρήστευση της πολιτικής, την αποφορά της σήψης και την εξωφρενική επιμονή των κομματανθρώπων να εγκληματούν κατ’ εξακολούθησιν, η κοινωνία των πολιτών μπορεί, με σιγουριά, να πάρει στα χέρια της τη διαχείριση της ζωής της. Nα αυτοοργανωθεί, να ζήσει τη χαρά της ανιδιοτέλειας.


Tα παιδιά της «αυτο-οργάνωσης» δεν λένε λέξη για τις πεποιθήσεις τους – «αυτό που βλέπεις», απαντούν στο ερώτημα: «ποιοι είσαστε, τι πιστεύετε». Δεν ανέχονται να τους καπελώσει κανένας, δεν κηρύττουν κοσμοσωτήρια ιδεολογήματα. Παραλαμβάνουν τα μπουλούκια μόλις κατεβαίνουν από τα πλοία, τα φρουρούν από τα «κοράκια» που παραμονεύουν (τους εγχώριους «διακινητές»), οδηγούν τους πρόσφυγες σε ποια μεριά να απαγκειάσουν, τους μοιράζουν τα απαραίτητα, ειδοποιούν τους γιατρούς, αν υπάρχει ανάγκη.


Δουλεύουν και τα παιδιά με βάρδιες, ακούραστα, αεικίνητα, πανταχού παρόντα – τόσο οι Eλληνες εθελοντές που βοηθούν όσο και οι πρόσφυγες που δέχονται τη βοήθεια, όλοι, σε αυτά τα παιδιά απευθύνονται και κανένας δεν ρωτάει για την οργανωσιακή ή ιδεολογική τους ταυτότητα. Kάποια Eλένη, ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων, όταν τη ρώτησα «πόσες νύχτες είσαι εδώ;» σαν να ξαφνιάστηκε: «Mα θα κοντεύει μήνας», είπε χαμογελώντας. Kαι μια Mαρία συμπλήρωσε: «Tι ρωτάς; Δεν μετράμε ένσημα».


Mια άλλη Eλλάδα, άλλη ελληνική κοινωνία, αναπάντεχη, ανυπότακτη στην πολιτική αηδία και ατιμία, αδιάφορη για τον κρετινισμό και την αισχρουργία των «μίντια», με την ευαισθησία της τεταμένη για τις κοινωνικές προτεραιότητες, την ανθρωπιά, τη χαρά της προσφοράς. O αδίστακτος αμοραλισμός των «κομμάτων εξουσίας» και των σφετεριστών του κοινωνικού χρήματος δεν έχει ακόμα κατορθώσει να γονατίσει αυτή την «άλλη» Eλλάδα που «αντιστέκεται και επιμένει». Aν καθαρίσει ποτέ η ματιά μας από τον σκοτασμό που φέρνει η οργή, έστω και δίκαιη, θα αναγνωρίσουμε ότι η στάση απέναντι στους πρόσφυγες ήταν η δεύτερη έκπληξη που, μέσα σε ένα χρόνο, εμφάνισε η ελληνική κοινωνία. H πρώτη έκπληξη ήταν το δημοψήφισμα της 5ης Iουλίου 2015.


Δυο φορές, σε επτά μήνες, φανερώθηκε έμπρακτα, απίστευτη και συγκλονιστική, η ελληνική διαφορά: Tο σθένος των Eλλήνων να πουν «όχι», σε ποσοστό 62%, στον «εκσυγχρονιστικό» μονόδρομο του αμοραλισμού και της εθελοδουλείας, που εκβιαστικά (με το μαχαίρι κυριολεκτικά στον λαιμό) απαιτούσε η Eυρώπη των «Aγορών». Kαι τώρα, η άρνηση της ελληνικής κοινωνίας να συμμορφωθεί με την καινούργια απαίτηση των «πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων» της Eυρώπης κρατών: να αφεθούν στον πνιγμό και στον θάνατο οι χιλιάδες των θυμάτων ενός τερατώδους, φρικιαστικού πολέμου, μεθοδευμένου από την ίδια την «προηγμένη» Δύση για τη δική της αχαλίνωτη ψυχοπαθολογική ανάγκη παγκόσμιας κυριαρχίας.


Aκέφαλη η ελληνική κοινωνία, με μπροστάρηδες σπιθαμιαία ευτελή ανθρωπάρια, σώζει ακόμα αντιστάσεις.




"Καθημερινή τής Κυριακής" 27-3-2016.
Αναδημοσίευση από: http://www.kathimerini.grΟΟΔΕ

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2016

Σου απαγορεύω να μιλάς για την Πατρίδα...

shmaia stratiwths 01



(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Το άλλο αστέρι ποιό είναι;
Η Πατρίδα, η Πατρίς.
Αυτές τις ημέρες, χιλιάδες φορές ακούς, και η λέξη Πατρίς και Πατρίς, και Πατρίς, και Πατρίς, και Πατρίς, και Πατρίς, και Πατρίς.
Σύμφωνοι ..
Στα παλιά τα βιβλιάρια των στρατιωτών μας, στα ατομικά τους βιβλιάρια των στρατιωτών μας, ήτανε τυπωμένος πάντοτε ο λόγος που γράφει: «Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς ..» Ότι παραπάνω απ’ όλα είναι η Πατρίς.

Πολύ καλά.
Και μάλιστα η Πατρίς, που ονομάζεται Ελλάς.
 Πολύ καλά.
Σύμφωνοι.
Στα πράγματα τώρα.


ΠΟΣΟ ΣΤΟΙΧΙΖΕΙ ΑΥΤΗ Η ΠΑΤΡΙΔΑ;


Όχι σε λέξεις.
Όχι σε βερμπαλισμό.
Όχι σε λόγια κούφια.
Όχι σε θεωρίες.
Όχι σε βιβλία.
Όχι σε περιοδικά.
Όχι στο ραδιόφωνο.
Όχι σε πλάκες.
Όχι σε τραγούδια.



Πόσο ζυγίζει η Πατρίδα, ΣΕ ΘΥΣΙΕΣ.

Έλα να σε ζυγίσω. Πόσα δράμια είναι ο πατριωτισμός σου. Έλα να σε ζυγίσω, τα έργα σου, να αποδείξεις ότι είσαι πατριώτης.
Πατρίς, φωνάζει Πατρίς.
Εάν αγαπούσε την Πατρίδα .. αυτός ο πλούσιος που έχει τα χρήματα τα πολλά .. Πρώτα-πρώτα δεν ζητούμε το αίμα του, το αίμα το δώσαν τα παιδιά για να ζήσει αυτός ο τόπος ελεύθερος, ζητούμε το λιγότερο, τα χρήματά του. Εάν αγαπούσε την Πατρίδα του θα ήτο συνεπής εις τας οικονομικάς υποχρεώσεις του. Θα έσπευδε εις το ταμείον του Κράτους και θα επλήρωνε τον φόρο του τίμια, ειλικρινά.

Κι όμως, αυτοί που αποφεύγουν τον φόρο, να δώσουν εις το Κράτος .. 

δεν είναι οι μικροί. 
Αυτοί που αποφεύγουν να πληρώσουν τους φόρους των εις το Κράτος είναι αυτοί που φωνάζουν Πατρίδα και πάλι Πατρίδα. .. αυτοί είναι οι μεγάλοι φοροφυγάδες. Και τα βάρη των φόρων πέφτουν στους ώμους του μικρού του μαρτυρικού λαού μας που κάμπτεται κάτω από τη βαρυτάτη φορολογία για να αποφεύγουν οι άλλοι τας βαρυτάτας υποχρεώσεις των προς τους νόμους. Και ψηφίζει το Κράτος νόμους επί νόμους και αυτοί ασύλληπτοι. Γιατί είναι ασύλληπτοι, είναι άλλο θέμα.
Πατρίδα φωνάζει.
Εάν αγαπούσε την Πατρίδα θα αγαπούσε τη Σημαία. Ναι τη Σημαία αυτό το πανί, ναι τη Σημαία, θα την αγαπούσε. Όχι στα λόγια, όχι στα λόγια. Θα αγαπούσε την Πατρίδα στην πραγματικότητα και θα το είχε καμάρι .. Αφού τον βοήθησε .. και έχει καράβια πλεούμενα .. προς τιμήν των παιδιών της Ελλάδος θα θεωρούσε χαρά του επάνω στα κατάρτια των καραβιών του να υψώσει την Ελληνική σημαία. Εάν άλλοι υψώσανε την Ελληνική σημαία πάνω στα ψηλά βουνά με αίματα, αυτός εκαλείτο να υψώσει την Ελληνική σημαία επάνω στα κατάρτια των καραβιών του.

Ένα σχοινάκι ήτανε, ένα σχοινάκι. Κι όμως στα καράβια τους επάνω στις θάλασσες που αρμενίζανε κάτω από την τουρκιά, ο Κατσαντώνης είχε τη σημαία την Ελληνικιά. Κάτω από την Τουρκία, και μέσα σε ελεύθερο Κράτος πάνω στα κατάρτια τους δεν ανεμίζει Ελληνική σημαία, ανεμίζει σημαία μικρών και ασημάντων εθνών. Σε άλλο κατάρτι σημαία της Κόστα Ρίκα, στο άλλο κατάρτι σημαία του Παναμά, στο άλλο κατάρτι σημαία της Γουατεμάλας .. 

Γιατί; Γιατί εκεί είναι φτηνά τα πάντα και για λίγα τριάκοντα αργύρια προτιμούν στα κατάρτια οι εφοπλιστές να υψώσουν ξένες σημαίες.
Θέλετε να τους δείτε να κατεβάσουν όλες τις σημαίες και να υψώσουν Ελληνικές σημαίες; Όταν δούνε ότι το Κράτος το Ελληνικό τους κάνει χατίρι και τους έχει αφορολογήτους, θα υψώσουν πάνω στα κατάρτια τους την Ελληνική σημαία και θα γιορτάσουμε το γεγονός εμείς οι ηλίθιοι.
Πατρίδα, Πατρίδα.
Πατρίδα, και φόρο δεν πληρώνεις.
Πατρίδα, και στα κατάρτια σου έχεις ξένες σημαίες.
Πατρίδα.
Αν είσαι πατριώτης, στο πορτοφόλι σου μέσα θα ‘χεις Ελληνικά φράγκα, αυτά τα φράγκα τα φτωχά φράγκα θα τα ‘χεις στο πορτοφόλι σου. Κι όμως, αυτοί καμμίαν εμπιστοσύνη στο Ελληνικό

νόμισμα. Λένε ‘εμπιστοσύνη’ στο Ελληνικό νόμισμα, φωνάζουν στον κόσμο ‘αποταμίευση’, να μαζέψουν τα χρήματα, πολύ καλά συμφωνώ και εγώ .. όλα αυτά ωραία, και αυτοί τα λεφτά τους τα κάνουνε μετοχές στο εξωτερικό. Δεν είναι μυστικό αγαπητοί μου δεν είναι μυστικό αυτό. Τα χρήματά τους τα κάνουνε ράβδους χρυσού που τα φυλάνε στην Ελβετία, μέσα στις άλλες χώρες.
Και αν καμμιά φορά -Άγιοι, Άγγελοι και Αρχάγγελοι φυλάγετε τον τόπο μας, φυλάγετε τα βουνά μας τα λαγκάδια μας, ας μη δώσει. Εμείς οι παλαιότεροι που ζήσαμε το δράμα, που πολεμήσαμε, που αγωνιστήκαμε, που γίναμε χίλια κομμάτια, που μπήκαμε στις φυλακές. Δεν θέλω να έρθει αυτή η μέρα, για τη νέα γενιά δεν θέλω να ‘ρθει αυτή η μέρα. Όχι εγώ τουλάχιστον θέλω να πεθάνω παρά να δω πάλι μία τοιαύτη ημέρα- ε λοιπόν αν έρθει καμμιά τέτοια ημέρα κατηραμμένη θα τους δείτε αυτούς με τα ελικόπτερα να φεύγουν από την Ελλάδα με τις ράβδους τους .. και να μένει αυτός ο μικρός λαός εδώ να υποφέρει .. 
Πατρίδα φωνάζει, και φόρο δεν πληρώνει.
Πατρίδα φωνάζει, και σημαία δεν υψώνει στα κατάρτια.
Πατρίδα φωνάζει, και νόμισμα Ελληνικό το περιφρονάει.
Πατρίδα φωνάζει. Φωνάζει Πατρίδα.

Και, και .. ούτε μια δραχμή, ούτε μια δραχμή δε δίνει στα ευαγή ιδρύματα. .. Διαθήκαι ανοίγονται κάθε μέρα, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη ανοίγουν κάθε μέρα διαθήκες. Κλαίω αδερφοί μου, μου γράφουν από το Λονδίνο, μου γράφουν από το Παρίσι, ανοίγουν κάθε μέρα διαθήκες πλουσίων που μπορούν να αγοράσουν το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη και την Ελλάδα ολόκληρη εκατό φορές. .. Δίνουν, στα σκυλιά, στα γατιά, στις υπηρέτριες, στις παλλακίδες, στις ερωμένες .. δίδουν, δίδουν, δίδουν με το φτυάρι. Στην πτωχή μας την Πατρίδα ούτε μία δραχμή.
Που είναι οι μεγάλοι ευεργέται; Που είναι οι μεγάλοι ευεργέται μας που γέμισαν την Ελλάδα με κτήρια. Κοιτάξτε, Αρσάκειο, Ριζάρειο, Πολυτεχνείο, Βαρβάκειο .. Ποιοι; Φτωχαδάκια, που φεύγανε με παντελόνια γυμνοί με την ευχή της μάνας των. Άλλος πήγαινε Ηπειρώτης επάνω στη Μόσχα, άλλος στην Οδησσό, άλλος στην Αλεξάνδρεια .. Μια καρδιά είχαν, Θεέ μου να πιάσουμε λεφτά να κάνουμε καλό, να χτίσουμε σχολειό στο χωριό μας, να χτίσουμε πανεπιστήμιο στην πτωχή μας την Πατρίδα.
Και άνοιγε διαθήκη και έκλαιγε όλη η Ελλάδα. Άνοιξε η διαθήκη του Ριζάρη και έκλαιγε η Αθήνα. Άνοιξε η διαθήκη του Βαρβάκη και έκλαιγε η Αθήνα. Όλα τα χρήματά τους τα άφηναν στην Πατρίδα και γέμισε η Ελλάδα από φιλανθρωπικά καταστήματα. Δέστε στα Γιάννενα, μια μικρά πόλη, πτωχή πόλη, γεμάτη φιλανθρωπικά καταστήματα. Τα χτίσανε Ηπειρώτες, τα γνήσια παιδιά της.
Που είναι σήμερα αυτοί οι ευεργείται; Ένας Αβέρωφ. Πού είναι ο Αβέρωφ, ο Αβέρωφ, που μας έφτιασε όχι μόνο το μαρμάρινο στάδιο .. εκατομμύρια λίρες .. μας έφτιασε τον ΑΒΕΡΩΦ, το θρυλικό καράβι, που μάντρωσε, ΜΑΝΤΡΩΣΕ τους τουρκαλάδες μεσ’ τα στενά και δεν ξεμυτίσανε από ‘κει μέσα. Που είναι αυτοί οι ευεργέται μας; Που είναι αυτοί οι μεγάλοι άντρες;
Όλα έγιναν μπίζνες, όλα έγιναν συμφέρον. Και η Πατρίς; Η Πατρίς τι κατήντησε;
Η Πατρίς.
Ω Πατρίς! Πατρίς φωνάζεις.


ΣΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ. 
ΕΙΣ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΘΕΑΤΡΟ Η ΠΑΤΡΙΣ.
ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΟΙ ΑΝΩΤΕΡΟΙ. 

ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ, ΟΙ ΕΦΕΔΡΟΙ.\
ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
ΕΣΥ ΟΧΙ.

ΔΕΝ ΣΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΩ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ, ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ.

Πατρίδα;
Πατρίς Άστρο και κατήντησε Πατρίς ίσον η τσέπη τους. Τίποτε άλλο δεν είναι η Πατρίδα τους.
Αδερφοί μου, το ένα αστέρι το ιδανικό η οικογένεια το ρίψαμε μέσα εις το Χόλλυγουντ, το άλλο αστέρι το ρίψαμε μέσα στα χρηματοκιβώτιά μας του Ιούδα.
Ας αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, ας μετανοήσωμεν και ας συναισθανθώμεν τα ελαττώματά μας για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μία νέα κοινωνία. ...

πηγή  
το είδαμε εδώ
τ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...