του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Μια από τις παθογένειες της νεότερης πολιτικής ιστορίας μας, είναι η γενική ατιμωρησία, που υποθάλπει και εκτρέφει ξανά και ξανά το φαινόμενο της διαφθοράς και της εθνικής μειοδοσίας. Με αφορμή τη γενική αμνηστία που δόθηκε έπειτα από το τέλος του πολέμου στους Έλληνες δωσίλογους και συνεργάτες των Ναζί, ένας Βρετανός αξιωματικός, είχε πει το εξής προφητικό: «Οι Έλληνες έκαναν μεγάλο λάθος που αμνήστευσαν τους συνεργάτες των Γερμανών και που δεν τους τιμώρησαν παραδειγματικά. Είναι κάτι, που στο μέλλον θα το βρουν μπροστά τους».
Και πραγματικά το βρήκαμε! Σαν μια εκπληρωμένη προφητεία από το βάθος του χρόνου, οι σκοτεινές μορφές των Κουϊσλινγκ αναβιώνουν. Βγαίνουν από τους τάφους με νέες μορφές και μεθόδους, μερικοί και με τα ίδια ονόματα, καθώς οι γιοι και οι πολιτικοί απόγονοι τους σχηματίζουν εκ νέου μια πέμπτη φάλαγγα στην οποία σπεύδουν να καταταχθούν φωνάζοντας «Μένουμε Ευρώπη» και εννοώντας φυσικά την Γερμανική. Έτσι, και ενώ το «Χάιλ Χίτλερ», έχει πια αντικατασταθεί από το «Χάιλ Σόιμπλε» και από το «Βάστα γερά Γερούν», οι σημερινοί, όπως και οι κατοχικοί τους προκάτοχοι ανήκουν σε δύο βασικές κατηγορίες. Στους παρακατιανούς γερμανοτσολιάδες και ταγματασφαλίτες, που είναι για τις βρώμικες δουλειές και στους άλλους, τους «πολιτικούς», που ενορχηστρώνουν και δεν «λερώνουν» τα χέρια, αλλά φροντίζουν να μεταμφιέζονται με τους συνταγματικούς και «δημοκρατικούς» τους μανδύες. Εννοείται, πως οι πρώτοι είναι αυτοί που καμιά φορά την πληρώνουν και ποτέ οι δεύτεροι.
Από τότε, μέχρι και σήμερα, τα 70 αυτά χρόνια γεφυρώνει η ίδια συνένοχη σιωπή της συγκάλυψης και της ατιμωρησίας με μόνη εξαίρεση τη δίκη της Χούντας. Η αντεθνική, όσο και αντιδημοκρατική αυτή πρακτική, διέτρεξε και το σύνολο των σαράντα χρόνων της μεταπολίτευσης. Σκάνδαλα προφανή και πασίδηλα, μίζες, διαπλοκή και αυθαιρεσίες, καταλήστευση των δημόσιων ταμείων και σκόπιμη κακοδιοίκηση, έμειναν στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης και στα συρτάρια των εισαγγελέων, ως μη διαπραχθέντα, ενώ οι δράστες αντί του δικαστικού πελέκεως, απόλαυσαν ασυλία και σε πολλές περιπτώσεις τις θριαμβικές επανεκλογές τους χάριν του πελατειακού κράτους. Επειδή, μάλιστα, «η σιωπή είναι χρυσός», κάποιοι έχουν φροντίσει να πλουτίσουν όλα αυτά τα χρόνια μένοντας σιωπηλοί.
Τα σκάνδαλα έρχονται, φεύγουν και επανέρχονται ασταμάτητα, χωρίς κανείς να τιμωρείται. Η χώρα εξασθενεί, ενώ ο λαός εξαχρειώνεται από τα χείριστα πρότυπα, καθώς «τo της όλης πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι» (Ισοκράτης). Η έλλειψη παραδειγματισμού αποθρασύνει, ενώ ταυτόχρονα η συνενοχή ισχυροποιεί τους δεσμούς μιας πανίσχυρης, διαπλεκόμενης και απροσπέλαστης διακομματικής σπείρας, που τη διέπουν οι άγραφοι «νόμοι» της μαφίας. Αυτό που ο απλός λαός το περιγράφει με την παροιμία «Κόρακας κοράκου μάτι» και που το πολιτικό σύστημα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνδρομο του Ροβεσπιέρου και των λαιμητόμων της Γαλλικής Επανάστασης, το παρερμηνεύει κατά το δοκούν ως «μη ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής»! Για αυτόν το λόγο, οι επόμενοι αμνηστεύουν πάντα τους προηγούμενους σε μια πρωτότυπη σκυταλοδρομία σκανδάλων και συγκάλυψης και δεν τους τιμωρούν. Προφανώς, επειδή επιθυμούν οι μεθεπόμενοι να κάνουν το ίδιο και για εκείνους. Νομοθετούν μάλιστα και την ατιμωρησία τους με προκλητικούς νόμους, που είναι αμφίβολο αν υπάρχουν όμοιοι τους σε όλη την οικουμένη, ανεπτυγμένη και υποανάπτυκτη. Έτσι, κανείς δεν τολμά να σπάσει τον φαύλο κύκλο της διαφθοράς και της ατιμωρησίας, αφού προτάσσεται το πλαστό πρόσχημα της «μη ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής» και του δήθεν ρεβανσισμού, όταν κατεξοχήν τα αδικήματα αυτά αφορούν όχι μόνο πολιτικές, αλλά και βαριές ποινικές ευθύνες, μιας και δεν αφορούν υποθέσεις της ιδιωτικής ζωής, αλλά είναι πράξεις που ζημιώνουν τον λαό και το Ελληνικό κράτος .
Για να σπάσει αυτός ο κύκλος, λοιπόν, χρειάζεται όχι μόνο μια μη διεφθαρμένη και καθαρή πολιτική δύναμη στην εξουσία, αλλά το κυριότερο μια δύναμη που στο τέλος της θητείας της, θα παραμένει το ίδιο αδιάφθορη, όσο ήταν και πριν την ανάληψη της. Όμως, για να κάνουν κάποιοι κάτι τέτοιο, θα πρέπει να είναι πρώτα οι ίδιοι έντιμοι και να έχουν αποφασίσει να παραμείνουν καθαροί. Υπάρχουν τέτοιες πολιτικές δυνάμεις στη χώρα; Φοβάμαι πως όχι! Εφόσον το σύστημα αυτό είναι κλειστό, δεν επιτρέπει τέτοιου είδους ανατρεπτικές πρωτοβουλίες. Το σύστημα περιλαμβάνει ακόμα και εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που δεν έχουν ασκήσει άμεσα την εξουσία, αλλά οι οποίες έχουν και αυτές σε κάποιο βαθμό αποδεχθεί τους κανόνες του παιχνιδιού και έχουν κεφαλαιοποιήσει τη συμμετοχή τους στο πολιτικό γίγνεσθαι μέσω κομματικών επιδοτήσεων, βουλευτικών προνομίων κ.α. Είναι τελικά ένα πολιτικό σύστημα όπου δεν υπάρχουν εντελώς αθώοι, αλλά μόνο περισσότερο ή λιγότερο ένοχοι.
Έτσι η Δημοκρατία, που θα έπρεπε να εξαρτά την ισχύ και τη δύναμη της από το σεβασμό στους νόμους και από την ίση εφαρμογή τους προς όλους, έχει καταλήξει να είναι περισσότερο μια εικονική πραγματικότητα και ένα άδειο τσόφλι, παρά ένα πολίτευμα με ουσία. Τις εναλλαγές όλων των κυβερνήσεων στην εξουσία, ακολουθούν μέχρι σήμερα πιστά και οι εναλλαγές των σκανδάλων τους. Κόμματα με διαφορετικές υποτίθεται ιδεολογίες, είχαν ως κοινό σημείο τη διάπραξη σκανδάλων από κορυφαία στελέχη τους, για να αποδειχθεί, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή της «κουτάλας», ότι σύσσωμο το πολιτικό σύστημα εξουσίας, είναι βαθύτατα ενωμένο στη διαφθορά και πως οι εξωτερικές διαφορές των πολιτικών τους ιδεολογιών, είναι μόνο το άλλοθι για τους ευκολόπιστους ψηφοφόρους τους.
Το γεγονός πως ακόμα δεν έχουν καταργηθεί οι επονείδιστοι νόμοι των μνημονίων και της υπουργικής ασυλίας και ότι ένα πλήθος πολιτικών και δημόσιων αξιωματούχων, που έχουν περιπέσει στην πλήρη λαϊκή δυσμένεια και ανυποληψία και μάλιστα με σχεδόν αποδεδειγμένα αδικήματα, συνεχίζουν ακόμα να κυκλοφορούν όχι μόνο ελεύθεροι, αλλά και να ασκούν απρόσκοπτα τη δράση τους από καίριες θέσεις ισχύος, δείχνει πλέον φανερά, πως ούτε η σημερινή συγκυβέρνηση του Σύριζα και των Ανελ, είναι πρόθυμη να κάνει τη διαφορά σπάζοντας την ομερτά. Και αυτό, παρόλο που οι ίδιοι εμφανίζονται ως αδιάφθοροι αριστεροί και ως μη έχοντες κυβερνήσει στο παρελθόν -τουλάχιστον όχι όλοι-, δείχνει μάλλον σα να λαμβάνουν πρόνοια, φροντίζοντας να κρατούν και μια «πισινή αλληλεγγύης», για την περίπτωση που στο μέλλον τη χρειαστούν και οι ίδιοι. Αλλιώς δεν εξηγείται αυτή η ολιγωρία στην απονομή της δικαιοσύνης για σκάνδαλα και μεθοδεύσεις, που και οι ίδιοι κατήγγειλαν ως αντιπολίτευση.