Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλίας Μηνιάτης Επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλίας Μηνιάτης Επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Αυγούστου 15, 2015

Ο πανέμορφος εγκωμιαστικός λόγος του Ηλία Μηνιάτη προς την Παναγία

                                 
Αλλά τάχα σε τι στέκεται η ευλάβεια της Παρθένου; Σε προσευχή και νηστεία. Σε προσευχή, όπου είναι η παράκληση, σε νηστεία, όπου είναι η εγκράτεια δύο τρόποι τούς οποίους διόρισε η Εκκλησία για να τιμούμε, έξοχα στις μέρες αυτές, την μητέρα του Θεού και μητέρα μας. Μα τι λογής πρέπει να είναι η προσευχή μας στην παράκληση; Οχι με αταξία, όχι με σύγχυση, όχι με αναισχυντία, αλλά με φόβο Θεού, με συντριβή καρδίας, με δάκρυα κατανύξεως. Τι λογής πρέπει να είναι η νηστεία μας στην εγκράτεια; Οχι μόνο νηστεία από φαγητά, αλλά νηστεία και από αμαρτίες· όχι μόνο εγκράτεια από κρέατα, αλλά εγκράτεια και από τα πάθη τα σαρκικά. Η Παναγία Παρθένος, με τη νηστεία, ζητεί από μας καρδία καθαρά και με την προσευχή, καρδίαν συντετριμμένη. Και τι λιγότερο μπορεί να ζητήσει από τούς Χριστιανούς η μητέρα του Θεού και μητέρα των χριστιανών; Αχ! Και να καταλαβαίναμε πόση χαρά και βοήθεια έχουμε από τέτοια αγιότατη μητέρα.

Ορφανοί, που στερηθήκατε τούς γονείς σας, ξένοι, που χάσατε την ευτυχία σας, άρρωστοι, θλιμμένοι, αμαρτωλοί μη λυπάστε, εσείς έχετε μητέρα, τη μητέρα του Θεού. Μητέρα που σας κυβερνά στην ξενιτιά σας, που σας τρέφει στη φτώχεια σας, που σας δίνει τη θεραπεία στα πάθη, την παρηγοριά στις θλίψεις, την ελευθερία στις σκλαβιές, την συγχώρεση στις αμαρτίες. Μη λυπάστε· έχετε μητέρα, τη μητέρα του Θεού. Ναύτες, όπου πλέετε στη θάλασσα, επικαλεστείτε την Παρθένο να έχετε λιμάνι στις ανεμοζάλες.Πραματευτές, που περπατάτε στη γη, επικαλεστείτε την Παρθένο να έχετε βοηθό στούς κινδύνους. Γεωργοί, όπου δουλεύετε τη γη, επικαλεστείτε την Παρθένο να έχετε ευλογία καρποφορίας στούς κόπους σας. Νεοι, όπου σπουδάζετε στα σχολεία, επικαλεστείτε την Παρθένο να έχετε φως γνώσεως στις σπουδές. Ιερείς και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, επικαλεστείτε την Παρθένο σε όλες τις σωματικές και ψυχικές ανάγκες, να την έχετε προστάτη σ’ αυτήν την ζωη, παραστάτη την ώρα του θανάτου, μεσίτρια την ημέρα της κρίσεως.

Χριστιανοί, μικροί και μεγάλοι, όσοι λατρεύετε και προσκυνείτε το όνομα του Ιησού, τιμάτε και ευλαβείστε και το όνομα της Παρθένου Μαρίας, της μητέρας του Ιησού και μητέρας μας. Ιησούς και Μαρία ας είναι τυπωμένα μέσα στην καρδιά σας. Ιησούς και Μαρία μη λείπει από το στόμα σας. Ιησούς και Μαρία, ας είναι η αρχή και το τέλος των προσευχών σας. Το όνομα Ιησούς και Μαρία, ας είναι τα πρώτα λόγια της αυγής, τα τελευταία της ημέρας, με αυτά να σφραγίζετε σε ύπνο τα μάτια σας, με αυτά να μπαίνετε και να βγαίνετε από την Εκκλησία, με αυτά να αρχίζετε και να τελειώνετε κάθε υπόθεση, για να αξιωθείτε την ώρα που πρόκειται να παραδώσετε το πνεύμα, να έχετε από το ένα μέρος τον Ιησού και από το άλλο την Μαρία και μαζί με τον Ιησού και την Μαρία να συνδοξάζεστε στην Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν.

Σάββατο, Μαρτίου 08, 2014

Ομιλία του Επισκόπου Κερκίνης και Καλαβρύτων, Ηλία Μηνιάτη, περί Πίστεως

«Απεκρίθη Ναθαναήλ και λέγει τω Ιησού: Ραββί,  συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ»

Όταν εγώ με ευλαβικήν θεωρία στοχάζομαι την αρχήν, την αύξηση, την στερέωση της Ορθοδόξου μας πίστεως, διακρίνω μυστήρια, ευρίσκω θαύματα, αφ' ενός τόσον πολλά, ώστε είναι αδύνατον να τα περιγράψω με τον λόγον, και αφ' ετέρου τόσον υψηλά, ώστε είναι αδύνατον να φθάσω εκεί με την διάνοιαν. Όθεν, όλος εκστατικός από το θάμβος και την χαράν, τoν μεν ύψιστον Θεόν, ο οποίος εδίδαξε τοιαύτην πίστην, δοξάζω αναφωνώντας με τoν Δαβίδ: «Μέγας ο Κύριος ημών και μεγάλη η ισχύς αυτού, και της συνέσεως αυτού ουκ έστιν αριθμός». Τoν δε ορθόδοξον λαόν, ο οποίος επαγγέλλεται τοιαύτην πίστην, μακαρίζω λέγοντας: «Μακάριος ο λαός, ου Κύριος ο Θεός αυτού». Μολονότι ο περί Ορθοδόξου πίστεως υψηλότατος λόγος, για να γίνη κτήμα των καρδιών των ακροατών με όλην την αήττητο δύναμη την οποίαν διαθέτει, έπρεπε να κηρυχθή από το στόμα ή ενός από τους Αποστόλους και μαθητές του Χριστού, ή ενός από τους θεοπνεύστους διδασκάλους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι υπήρξαν τα εκλεκτά εκείνα όργανα τα οποία εξ αρχής μετεχειρίσθη το Πνεύμα το Άγιον, προκειμένου να ενηχήση σε όλην την γη τον εύσημον ήχο της ευαγγελικής αληθείας. Παρ' όλα ταύτα τολμώ και εγώ να αναβώ σήμερα επάνω σε αυτόν τoν ιερόν άμβωνα με σκοπόν να κηρύξω,  όπως ημπορώ, την δόξαν και το μεγαλείον της Ορθοδοξίας.

Κατά την σεβασμίαν αυτήν και κυριώνυμον ημέραν, που είναι ημέρα πανηγύρεως εξ αιτίας της νίκης της Ορθοδοξίας κατά των αντιπάλων αιρετικών, με παρακινεί η ομολογία του αδόλου Ισραηλίτου Ναθαναήλ, ο οποίος αναγνωρίζει «ον έγραψεν Μωυσής εν τω Νόμω και οι Προφήται» και ομολογεί λέγοντας προς  τον Θεάνθρωπον Κύριον: «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ». Αυτή είναι η πρώτη ομολογία της Ορθοδοξίας. Και τι είναι χαριέστερον, τι είναι οφελιμώτερον από τoν περί Ορθοδοξίας λόγον, όταν αυτός κηρύττεται από Ορθόδοξον διδάσκαλον προς Ορθοδόξους ακροατάς; Για να ριζώνεται βαθύτερα το θεόφυτον δένδρον της πίστεως στις καρδιές των πιστών, για να ποτίζεται με τα καθαρά ύδατα της ευαγγελικής αληθείας, και να βλαστάνη περισσότερον αφθάρτους καρπούς αιωνίου ζωής;

Πνεύμα Πανάγιον, που είσαι πνεύμα σοφίας και συνέσεως, χάρισε σήμερα φως γνώσεως στον νου μου, ώστε να καταλάβω εγώ πρώτα, και δύναμιν λόγων στα χείλη μου για να εξηγήσω και σε άλλους, τα μεγαλεία των θαυμασίων σου, τα οποία έδειξες στην Ορθόδοξον πίστην των χριστιανών. Ναι, Παράκλητε αγαθέ! Το Πνεύμα της αληθείας, χωρίς το οποίον γλώσσα ανθρώπων δεν ημπορεί να θεολογήση, δίδαξε την ιδικήν μου για να κηρύξη πώς ήρχισε, πώς ηυξήθη, πώς εστερεώθη η Ορθοδοξία, η οποία είναι το υψηλότερον, το θαυμασιώτερον, το θειότερον έργον της Θείας σου σοφίας και δυνάμεως. Με αυτήν την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, το οποίον εγώ παρακαλώ, θα καταλάβετε κι εσείς, πως μόνον Θεού εύρημα και κατόρθωμα είναι η Ορθοδοξία. Για τούτο αυτή είναι η μόνη αληθινή διδασκαλία για να πιστεύσωμε, η μόνη αληθινή οδός για να σωθούμε.

                               Μέρος Α.

Όποιος στοχασθή τούτον τον κόσμον της φύσεως, το σύστημα δηλαδή του παντός, τoν ουρανόν και την γην και όσα είναι επουράνια και επίγεια, και μέσα  τους αντικρύση τόσα θαυμάσια, αναγκάζεται να ομολογήση πως όλα αυτά δεν ημπορούσε να τα κάμη άλλος, παρά ένας Θεός, και τούτο για τρεις λόγους. Πρώτον για την παράδοξον αρχήν. Για το ότι έγιναν από το μη είναι, από το μηδέν, χωρίς να προϋπάρχη κάποια ύλη. Δεύτερον για το άπειρον πλήθος. Πώς λάμπουν τόσοι αστέρες στον ουρανόν, πολλαπλασιάζονται τόσα γένη πτηνών στoν αέρα, τόσα γένη φυτών και ζώων στην γη, και κητών μέσα στην θάλασσα. Τρίτον για την στερεάν διαμονήν τους. Πώς όλα διατηρούνται και διαφυλάσσονται, άλλα με μίαν αδιάκοπον διαδοχήν, με μίαν απαράλλακτον κίνησιν, στερεωμένα όλα σε μίαν ασάλευτον τάξιν. Αυτά δεν ημπορούσε να τα κάμη άλλος, παρά ένας Θεός. Όθεν ο Προφήτης θαυμάζοντας εκφωνεί: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας!». Πράγματα τόσο μεγάλα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, δεν ημπορούσε να τα κάμη άλλος, παρά ένας Θεός πάνσοφος. Πράγματα τόσον χρήσιμα δεν ημπορούσε να τα κάμη άλλος, παρά ένας Θεός πανάγαθος. Ομοίως, όποιος στοχασθή τoν κόσμον της χάριτος, το σύστημα δηλαδή των Ορθοδόξων, την Εκκλησίαν του Χριστού, την Πίστην των Χριστιανών, και εύρη εδώ τόσον ύψος Θεολογίας, τόσον βάθος μυστηρίων, τόσον φως θείων αποκαλύψεων, τόσην αλήθεια στην διδασκαλία, τόσην αγιότητα στoν νόμο, τόσα κατορθώματα των Αποστόλων, τόσα ανδραγαθήματα των Μαρτύρων, τόσα θαύματα των Αγίων, είναι αδύνατον να μην ομολογήση πως αυτά όλα δεν ημπορούσε να τα κάνει άλλος παρά ένας Θεός. Και τούτο δια τρεις λόγους. Πρώτον για την αρχήν, πώς δηλαδή ήρχισε. Δεύτερον για την αύξηση, πώς δηλαδή ηυξήθη. Και τρίτον για την στερέωση, πώς εστερεώθη μία τέτοια Ορθόδοξος πίστις. Και αρχίζοντας από το πρώτον:

Πριν πλασθή τούτος ο κόσμος της φύσεως, δηλαδή ο ουρανός και η γη, τι υπήρχε; Χάος, άβυσσος, τίποτα. Και λοιπόν από το χάος, από την άβυσσον, από το τίποτε, δεν ημπορούσε να βγάλη άλλος τούτο το μέγα θέατρον των θαυμάτων, παρά η παντοδύναμος δεξιά του Υψίστου. Και πριν να κτισθή ο κόσμος της χάριτος, η Εκκλησία δηλαδή του Χριστού, πριν αρχίση η πίστις και η Ορθοδοξία τι υπήρχε; Χάος ασεβείας, άβυσσος απωλείας, τίποτε από δικαιοσύνην και αγιότητα. Αν εξαιρέσετε ένα πολύ μικρόν μέρος της γης, την Ιουδαίαν, όπου προσκυνείτο ο αληθινός Θεός, μολονότι και εκείνον το μέρος ήταν πολύ μολυσμένον από τα γειτονικά έθνη, ο κόσμος όλος ήταν γεμάτος από ειδωλολάτρες και είδωλα. Η Αίγυπτος, η Ελλάς, η Ρώμη, που ήσαν τα ευγενέστερα μέρη του κόσμου. Βασιλείς και λαός, σοφοί και αγράμματοι, άνδρες και γυναίκες, γέροντες και παιδιά, ηρνήθησαν τον Κτίστη και προσκύνησαν τα κτίσματα, άλλος τον ήλιον, άλλος την σελήνην, άλλος τα άστρα, άλλος ζώα, άλλος φυτά, καθένας ελάτρευε ό,τι ήθελε, και μάλιστα εθεοποιούσε το πάθος του. Και επειδή η πίστις είναι ο πρώτος κανόνας της ζωής, σκεφθήτε πώς εζούσαν οι άνθρωποι. Ποίος εφοβείτο να φονεύση; Ποίος εντρέπετο να πορνεύση ή να μοιχεύση; Αφού επροσκυνούντο θεοί αιμοβόροι σαν τον Άρη και τον Ηρακλή; Θεοί πόρνοι και μοιχοί σαν τον Αία και την Αφροδίτην; Ποίος να κάμη το καλόν, αφού δεν υπήρχε ελπίς Παραδείσου; Ποίος να αποφύγη το κακόν, αφού δεν υπήρχε φόβος κολάσεως; Ποία ήθη θα επικρατούσαν μεταξύ των ανθρώπων, αφού δεν εγνώριζαν τον Θεόν, και αν τον εγνώριζαν δεν τον ήθελαν; Το κακόν ήταν καθολικόν και παμπάλαιον, κατήντησε να γίνη φύσις. Ήταν πολύ δυνατά στερεωμένος ο θρόνος του Εωσφόρου στην γη, προς τον οποίον ήσαν ολοτελώς αφωσιωμένοι και υποδουλωμένοι οι άνθρωποι. Τότε ήταν αληθώς που «ο Θεός εκ του ουρανού διέκυψε επί  τους υιούς των ανθρώπων, του ιδείν ει εστί συνιών ή εκζητών τον Θεόν. Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστί έως ενός».

Μετρήστε τώρα με το νουν σας το βάθος της πλάνης και της απωλείας στο οποίον ήταν βυθισμένος ο κόσμος. Μετρήστε και το ύψος της θεογνωσίας και αγιότητος στο οποίον έμελλε να ανεβή με την πίστην του Χριστού. Έμελλε να παύση η ειδωλολατρία, που ήταν τόσο βαθειά ριζωμένη στις καρδιές των ανθρώπων, και να πιστευθή ένας μόνον Θεός. Και τούτο όχι απλώς, αλλά ότι αυτός είναι Θεός στους ουρανούς με μίαν φύσιν και τρεις υποστάσεις, πλην και οι τρεις αυτές είναι ένας Θεός. Και Θεός στην γη με δύο φύσεις  και με μίαν υπόστασιν, Θεός και άνθρωπος, αποθαμένος επάνω σε έναν σταυρόν. Έμελλαν να πέσουν όλοι οι ναοί των ειδώλων, που είχαν καλύψει όλην την γην, και να κτισθή μία νέα εκκλησία, στην οποία, σαν σε ποίμνη, να συναχθούν όλα εκείνα τα απολωλότα πρόβατα. Έμελλε να κηρυχθή μία νέα διδασκαλία εκ διαμέτρου αντίθετος με την φιλοσοφίαν του κόσμου, η οποία θα κάμη επιγείους αγγέλους στην αρετήν ανθρώπους, που ήσαν επίγειοι δαίμονες στην κακίαν. Έμελλε, με ολίγα λόγια, ο κόσμος που εγήρασε στην αμαρτία, να ανακαινισθή στην αγιότητα, να γίνη όντως κόσμος άλλος, να αλλάξη και πίστη και ζωήν.

Και αληθώς η αλλαγή έγινε. Αλλά τέτοια παράδοξος αλλοίωσις οποίας δεξιάς ημπορούσε να είναι κατόρθωμα; Όχι βεβαίως άλλης παρά του Θεού. Μόνον ο Ύψιστος Θεός, ο οποίος δεν έχει ανάγκην από κανένα μέσον για να κάμη ό,τι θέλει, ημπορούσε να κάμη ένα έργον τόσον θαυμαστόν από το μη oν.

Ποίον τάχα από τα κτίσματα εφάνη επί γης για να κτίση την Εκκλησία, για να διδάξη την πίστη του Χριστού; Δεν κατέβη από  τους ουρανούς ένας Άγγελος ή Αρχάγγελος για να εκπλήξη τους ανθρώπους με μίαν υπερφυσικήν δύναμιν εξαισίων θαυμάτων. Δεν ανεδείχθη εδώ στην γην ένας ανδρείος στρατιώτης, ένας σοφός ρήτορας ή ένας ένδοξος πλούσιος, για να αναγκάση, καταπείση και να σύρη  τους ανθρώπους σε μία νέαν πίστη, με τον φόβο των αρμάτων ή με την τέχνην της ευγλωτίας ή με το πλήθος των δωρεών. Εντελώς αντιθέτως, λέγει ο μακάριος Παύλος, για να καταισχύνη ο Θεός την σοφίαν του κόσμου, επέλεξε ανθρώπους αμαθείς. Για να νικήση την δύναμιν του κόσμου, επέλεξε ανθρώπους ανίσχυρους. Για να ταπεινώση την υπερηφάνεια του κόσμου επέλεξε το τίποτα.

Και ποίοι είναι αυτοί; Άνθρωποι Ιουδαίοι, που σημαίνει το όνειδος και το εξουθένημα των εθνών. Αλιείς στο επάγγελμα, που σημαίνει αγράμματοι και πτωχοί. Δώδεκα στον αριθμόν, πολύ ολίγοι. Αυτοί είναι εκείνοι που διάλεξε ο Θεός να υπάγουν να κηρύξουν το Ευαγγέλιον σε όλον τον κόσμο. Μου φαίνεται ότι τους βλέπω να κατεβαίνουν από το υπερώον της Ιερουσαλήμ και να ετοιμάζωνται να υπάγουν άλλος σε ένα, άλλος σε άλλο μέρος της οικουμένης. Σταθήτε, σταθήτε, ω άνδρες Γαλιλαίοι, αναμείνατε ολίγον, σας παρακαλώ, για να μου ειπήτε: τί είναι το έργον που επιχειρείτε;

Εμείς, αποκρίνονται, είμεθα απεσταλμένοι να υπάγωμε άλλος στας Αθήνας που είναι η έδρα της σοφίας της γης, άλλος τους Ινδούς και άλλος στους Σκύθες, σε έθνη άγρια και βάρβαρα, έως τα έσχατα της οικουμένης, να εξοστρακίσωμε κάθε άλλην θρησκεία, και να παρακινήσωμε τους ανθρώπους να δεχθούν μίαν νέαν πίστιν, να πιστεύσουν δηλαδή για Θεόν έναν άνθρωπον, ο οποίος εγεννήθη χωρίς Πατέρα, από Μητέρα μόνον και αυτήν Παρθένον. Άνθρωπον πτωχόν, που απέθανε επί Ποντίου Πιλάτου επάνω σε έναν σταυρόν, μεταξύ δύο ληστών. Ο οποίος, αφού απέθανε, ανέστη, ανέβη στους ουρανούς, και από τους ουρανούς μέλλει πάλι να κατεβή, για να κρίνη όλον το ανθρώπινον γένος. Πηγαίνουμε να καταπείσωμε  τους ανθρώπους, να είναι έτοιμοι για την αγάπην και πίστιν τούτου του Εσταυρωμένου, να αρνηθούν τον κόσμον, την πατρίδα, τους γονείς, τα τέκνα, την ιδίαν την ζωήν τους. Να προτιμήσουν την πτωχείαν και την καταφρόνησιν από όλους τους θησαυρούς και τα βασίλεια της γης, την σκληραγωγίαν από την τρυφήν, και να αγαπώνται μεταξύ τους τόσον ώστε να αγαπούν και  τους ιδίους τους εχθρούς, ανταλλάσσοντας τις ύβρεις με ευχές, το μίσος με ευεργεσίες. Πηγαίνουμε να κηρύξωμε αυτήν την νέαν διδασκαλίαν όχι σε ασήμαντους ανθρώπους, αλλά σε Στρατάρχες και Βασιλείς, σε ρήτορες και φιλοσόφους, και θέλουμε να ρίψουν εκείνοι τα σκήπτρα και τα διαδήματα και να πιάσουν τον σταυρόν, αυτοί δε να υποτάξουν τον νουν και την θέληση στην πίστη του Εσταυρωμένου. Πηγαίνουμε να φέρωμε τον κόσμο σε άλλη πίστη και άλλη ζωή. Να κάνωμε τον ειδωλολάτρη κόσμον Χριστιανόν, τον ασεβή κόσμον άγιον.

Πράγματι, εσείς αναλαμβάνετε μίαν μεγάλην και δύσκολον αποστολήν, αλλά, καλά, πού είναι τα στρατεύματά σας; Είμεθα μόνον δώδεκα. Και πού είναι τα όπλα σας; Εκείνος που μας έστειλε μας παρήγγειλε να μην πάρωμε μαζί μας ούτε ράβδον. Έχετε λοιπόν στον νουν σας να φέρετε τους ανθρώπους στην γνώμην σας με το πλήθος των χρημάτων; Όχι, είμεθα τόσον πτωχοί ώστε και εκείνα τα ολίγα υπάρχοντα που είχαμε, τα αφήσαμε όλα. Αλλά έχετε τουλάχιστον την δύναμιν του λόγου; Είσθε εύγλωτοι ρήτορες για να πείσετε τους ανθρώπους να δεχθούν δόγματα τόσον παράδοξα, αντίθετα από κάθε φυσικήν λογικήν; Ούτε αυτό διαθέτουμε. Εμείς δεν γνωρίζουμε τι είναι η σοφία του κόσμου και δεν μιλούμε άλλην γλώσσα παρά του τόπου μας. Τότε με τι ελπίζετε να στρέψετε σ' αυτήν την πίστη που διδάσκετε έναν κόσμον ολόκληρο; Εμείς δεν υπολογίζουμε σε καμμίαν ανθρωπίνην δύναμη, παρά στην δύναμη του διδασκάλου που μας έστειλε, και ελπίζουμε να τα κατορθώσωμε όλα.

Τί ακούω, όμως ακροαταί, τί ακούω; Όσα είπαν να κατορθώσουν οι άνθρωποι αυτοί τα κατώρθωσαν. Τώρα, σας παρακαλώ, να μου ειπήτε, ποίος άλλος ημπορούσε να κάμη ένα τοιούτον κατόρθωμα, να κτίση δηλαδή αυτήν την Ορθόδοξον Εκκλησία με αυτές τις προϋποθέσεις, από το μη ον, με τοιαύτα όργανα μη όντα, καθώς τα λέγει ο Παύλος, παρά ένας Παντοδύναμος Θεός; Ναι, «Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν», όχι αγγέλου, όχι ανθρώπου, αλλά εκείνη πανίσχυρος δεξιά του Θεού, η οποία έβγαλεν από το μη ον τον κόσμον της φύσεως, έβγαλεν και από το μη ον τον κόσμον της χάριτος.

Ώστε η Ορθοδοξία είναι όλη Θεία στην αρχήν της. Είναι όλη Θεία στην αύξηση. Διότι ο τρόπος με τον οποίον ηυξήθη είναι Θείος. Η πίστις των χριστιανών είναι μια διδασκαλία ουράνιος, υπέρ φύσιν, υπέρ λόγον, υπέρ έννοιαν. Περιέχει μυστήρια τα οποία δεν αποδεικνύονται, δεν καταλαμβάνονται. Να πιστεύωμε εις έναν Θεόν, απλούστατον και αδιαίρετον, πλην όμως Θεόν τρισυπόστατον, Θεόν Πατέρα, Θεόν Υιόν, Θεόν Πνεύμα Άγιον, τρεις κατά την υπόστασιν και έναν κατά την ουσίαν και φύσιν. Και πάλι να πιστεύωμε εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, Θεόν συγχρόνως και άνθρωπον, διπλούν στην φύσιν και έναν στην υπόστασιν. Να βλέπωμε εκεί στην Αγίαν Τράπεζαν άρτο και να πιστεύωμε πως εκεί είναι αληθώς το σώμα του Ιησού Χριστού. Σώμα έμψυχον, σώμα ολόκληρον, το οποίον ορίζεται σε έναν τόπον αλλά δεν περιγράφεται, που μελίζεται αλλά δεν διαιρείται, εσθίεται αλλά δεν δαπανάται, πολλαπλασιάζεται στον ουρανόν και την γην και σε όλες τις Εκκλησίες των Ορθοδόξων, και είναι ένα και το αυτό. Να βλέπωμε εκεί μέσα στην αγίαν Κολυμβήθρα νερόν φυσικόν, το οποίον βρέχει το σώμα, και να πιστεύωμε πως εκείνο είναι λουτήριον πνευματικόν που καθαρίζει την ψυχήν. Να βλέπωμε άλλα αισθητώς και να πιστεύωμε άλλα νοητώς μέσα στα Μυστήρια. Να αρνήται ο νους την αίσθησιν, και μάλιστα να μην πιστεύη ο νους τον εαυτόν του. Αυτά είναι δόγματα που δεν ημπορεί να καταλάβη ο ανθρώπινος νους. Και πάλιν η πίστις των χριστιανών είναι νόμος εξ ολοκλήρου πνευματικός και άγιος. Νόμος που διατάζει πτωχείαν, παρθενίαν, νηστείαν, εγκράτειαν, ταπεινοφροσύνην και μίαν αγάπην τόσον τελείαν, που παραγγέλλει να αγαπούμε και τους εχθρούς. Νόμος που θέλει τον άνθρωπον στο σώμα αλλά πνευματικόν, στον κόσμον αλλά άγιον. Νόμος που αντιτίθεται στον νόμο του κόσμου και της σαρκός. Αυτά είναι πράγματα τα οποία δεν δέχεται μετά χαράς η ανθρωπίνη θέλησις. Και παρ' όλα ταύτα, μία διδασκαλία τόσον δύσκολος για τον νουν, ένας νόμος τόσον βαρύς για την θέλησιν, ηυξήθη, επροχώρησε σε κάθε μέρος της γης, σε κάθε τάξιν ανθρώπων. Αλλά πώς; Μήπως με κάποιο όργανον ανθρωπίνης δυνάμεως; Όχι. Και μάλιστα όλη η δύναμις των ανθρώπων, συντροφιασμένη με όλη την δυναμη των δαιμόνων, αντεστάθη και αντεπολέμησε.

Κάμετε μίαν υπόθεση, χριστιανοί, ότι βλέπετε έξω σε έναν αγρόν ολίγα πρόβατα να πολεμούν με λύκους, και μάλιστα με λέοντες, με δράκοντες και με άλλα θηρία, αναρίθμητα σε πλήθος, ανήμερα στην αγριότητα, θανατηφόρα στο δηλητήριον. Αν εβλέπατε τα ολίγα εκείνα πρόβατα να νικήσουν, να διώξουν, να διασκορπίσουν και τους λύκους και  τους λέοντες και  τους δράκοντες και όλα τα άλλα θηρία, και έπειτα διαμοιρασμένα σε διαφόρους τόπους της γης να πολλαπλασιασθούν τόσον ώστε να αυξηθούν και να γίνουν ένα πολυάριθμον ποίμνιο, τι θα ελέγατε; Βέβαια, πως τούτο το πράγμα δεν είναι φυσικόν, αλλά ένα εξαίσιον θαύμα. Τούτο όμως, αληθινά, συνέβη στην Εκκλησίαν του Χριστού. Εκεί βλέπω σαν δώδεκα πρόβατα  τους δώδεκα εκείνους Αποστόλους,  τους οποίους απέστειλεν ο Χριστός στο παγκόσμιον κήρυγμα ωσάν σε πολεμικόν αγρόν.  Τους το προείπε ο ίδιος: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων». Και δεν είναι μόνον λύκοι, χριστιανομάχοι Ιουδαίοι, είναι και λέοντες, τύραννοι βασιλείς, διώκτες της πίστεως. Είναι και δράκοντες, οι αποστάτες και οι αντίθεοι δαίμονες. Θηρία αναρίθμητα, ορατοί και αόρατοι εχθροί, τα οποία εξήλθαν με άκρατον ορμή και θυμό να πολεμήσουν τα πρόβατα του Χριστού, την νεόλεκτον Εκκλησία. Αλλά τι παράδοξον θέαμα που βλέπω! Βλέπω ότι εκείνα τα πρόβατα ενίκησαν, εδίωξαν, διεσκόρπισαν λύκους και λέοντες και δράκοντες και όλα τα θηρία, και Ιουδαίους και τυράννους και δαίμονες και όλους  τους εχθρούς. Βλέπω ότι οι ταπεινοί εθριάμβευσαν έναντι των υπερηφάνων, οι άοπλοι έναντι των δυνατών, οι πτωχοί και αγράμματοι έναντι των βασιλέων και των φιλοσόφων. Οι δώδεκα έγιναν αναρίθμητοι, ηυξήθησαν, επληθύνθησαν, εγέμισαν όλην την γην. Εις πάσαν την γην  εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών». Βλέπω ότι επάνω στα τρόπαια του Καπιτωλίου της Ρώμης υψώθη ο Σταυρός του Χριστού. Βλέπω ότι στας Αθήνας έπεσεν ο βωμός ο αφιερωμένος «τω Αγνώστω Θεώ» και προσκυνείται ο Εσταυρωμένος. Βλέπω ότι, καθώς λέγει ο Χρυσόστομος, «πολύ σύντομα αλιείς και τελώνες επεκράτησαν στην κορυφαίαν των πόλεων και ο σκηνοποιός όλην την Ελλάδα επέστρεψε». Βλέπω ότι «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει, είδε φώς μέγα». Βλέπω έθνη βάρβαρα βαπτισμένα, πόλεις, επαρχίες, βασίλεια Ορθόδοξα. Ερήμους γεμάτες από ασκητάς, μοναστήρια από αγίες παρθένους. Βλέπω αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων να τρέχουν για την αγάπην του Χριστού στο μαρτύριον ως πρόβατα επί σφαγήν. Βλέπω τον πρώην άθεον και πολύθεον κόσμο, τον πρώην ασεβή και ακάθαρτον, ευσεβή, άγιον, χριστιανικόν. Κηρύττεται παντού το ευαγγέλιον, παντού νικά η πίστις. Αλλά τοιαύτη αλλοίωσις ποίου είναι κατόρθωμα; Βέβαια «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Τούτο το μέγα έργον πώς έγινε; Βέβαια «δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν». Ναι, η δεξιά του Κυρίου ήταν εκείνη η οποία ηύξησε την Ορθοδοξίαν. Η δεξιά του Κυρίου έκαμε την μία γλώσσα των Αποστόλων να ακουστή από διάφορα έθνη, έκαμε με τα χέρια των Αποστόλων να σωριάζωνται οι ναοί των ειδώλων, να συντρίβωνται τα είδωλα, να πιστεύουν οι ειδωλολάτρες. Διά των χειρών των Αποστόλων εγίνοντο σημεία και τέρατα εν τω λαώ πολλά. Σημεία: Ιατρεύοντο ασθενείς, εκαθαρίζοντο λεπροί, ανεσταίνοντο νεκροί, εδιώκοντο ακάθαρτα πνεύματα. Τέρατα: λέοντες να φιλούν τους πόδες των αγίων ανδρών, μάρτυρες να μένουν άφλεκτοι μέσα στη φωτιάν, παρθένοι να πολεμούν με τα θηρία και να τα δαμάζουν. Βουνά ασάλευτα να περπατούν, εξαγριωμένη θάλασσα να γαληνεύη με την προσευχήν ενός χριστιανού!

Ελάτε τώρα, άθεοι, ελάτε άπιστοι, ελάτε ασεβείς, ελάτε όλοι οι εχθροί της Ορθοδόξου πίστεως. Όσες ακτίνες έχει ο ήλιος, τόσες είναι οι αποδείξεις που βεβαιώνουν ότι αυτή η πίστις που κρατώ είναι η αληθινή πίστις. Όμως εγώ θέλω να σας προβάλω ένα επιχείρημα. Αυτά τα θαύματα με τα οποία εγώ λέγω πως ο Θεός ηύξησε την πίστη των χριστιανών, ή αληθινά έγιναν ή δεν έγιναν. Αν έγιναν, αυτή είναι η αληθινή πίστις του Θεού, για την οποίαν ο Θεός έκαμε τόσα θαύματα. Αν δεν έγιναν, πώς λοιπόν μία τοιαύτη πίστις, μία διδασκαλία τόσον δύσκολος στον νουν, ένας νόμος τόσον βαρύς στην θέλησιν, εξηπλώθη σε όλην την γη χωρίς θαύματα; Τούτο είναι ακόμη μεγαλύτερο θαύμα, μάλιστα είναι το θαύμα των θαυμάτων. Και αν έτσι ή αλλέως είναι θαύμα, τούτο είναι έργον Θεού. «Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν». Αν όμως η Ορθόδοξος πίστις είναι θεία στην αρχήν της, θεία στην αύξηση, δεν είναι άραγε θεία και στην στερέωση; Το Πνεύμα το άγιον εμφανέστατα εξεικόνισε την μυστηριώδη οικοδομήν της αγίας μας Εκκλησίας με το στόμα του Σολομώντος: «Η Σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον και εστερέωσε στύλους επτά». Η Σοφία. Αλλά ποία; Η σοφία των ανθρώπων; Η σοφία των αγγέλλων; Όχι, λέγει ο Παύλος. «Σοφία ην ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου έγνωκε», διότι η αληθινή, η υπέρ φύσιν και υπέρ άνθρωπον οικοδομή της Εκκλησίας, δεν ημπορούσε να είναι κτιστής σοφίας εφεύρημα. Είναι λοιπόν αυτή η ανωτάτη Σοφία του Θεού. Αυτή η οποία με στάθμη, μέτρον και αριθμόν έκτισε με τρόπον ανέκφραστο τα πάντα, αυτή η οποία κάθηται επί θρόνου δόξης στον ουρανόν, και προσκυνείται από  τους Αγγέλους. Θεμέλιον του οίκου έβαλε την ομολογίαν εκείνη που ηκούσαμε σήμερα από τον Ναθαναήλ: «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού», που είναι η ιδία την οποίαν έκαμε ο Πέτρος, όταν ομολόγησε «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Εμάθαμε λοιπόν πως αυτός ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο οποίος πιστεύεται με την καρδίαν και ομολογείται με το στόμα, είναι το αρχικόν θεμέλιο της Εκκλησίας, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, η ασάλευτος και αρραγής πέτρα της Πίστεως. Έτσι προφητεύει ο Ησαίας: «Ιδού τίθημι υμίν λίθον ακρογωνιαίον, εκλεκτόν, έντιμον, και ο πιστεύων εις αυτόν ου μη καταισχυνθή». Και ο Δαυίδ: «Λίθον oν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας». Έτσι διδάσκει ο Παύλος: «Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστίν Ιησούς ο Χριστός». Έτσι ερμηνεύει ο Θεοδώρητος στον τρίτον λόγο του Άσματος των Ασμάτων. Ο Βασίλειος στον λόγο περί μετανοίας και στο «πρόσεχε σεαυτώ». Ο Χρυσόστομος στο ις' κεφάλαιο του Ματθαίου, και πολλοί άλλοι διδάσκαλοι. Όθεν την στερέωση του μυστικού αυτού οίκου φανερώνει αλληγορικώς και ο Χριστός στο ζ' του Ματθαίου, όπου λέγει πως ο φρόνιμος άνθρωπος εθεμελίωσε την οικίαν αυτού επί την πέτραν. Οικία θεμελιωμένη επάνω στην πέτρα, στερεά και ασάλευτος, είναι η Εκκλησία του Χριστού, κτισμένη από τον φρόνιμον, τον πάνσοφον και Θείον Αρχιτέκτονα. Τρία δυνατά όργανα μετεχειρίσθη ο διάβολος για να την χαλάση. Βροχήν για να την καταποντίση, ποταμούς για να την ξεθεμελιώση και ανέμους για να την κατεδαφίση. Οι τρεις εκείνοι φοβεροί εχθροί που ήγειρε για να την πολεμήσουν ήσαν οι Ιουδαίοι, οι Τύραννοι και οι Αιρετικοί. Πρώτη κατέβη η βροχή, ο φθόνος των Ιουδαίων. Αετοί που εσταύρωσαν τον κτίστην της οικίας αυτής, συλλογισθήτε πόσον εμισούσαν  τους συνεργούς μαθητάς του. Το όνομα του Χριστού, το οποίον εκηρύττετο φανερά, τους επλήγωνε την καρδίαν. Το μεγαλείον της Εκκλησίας, η οποία ανυψώνετο καθημερινώς επάνω στην πτώση της Συναγωγής, τους εφαρμάκωνε την ψυχή. Πόσες επιβουλές, πόσες συκοφαντίες, πόσους διωγμούς, πόσους πολέμους έκαμαν εναντίον των Αποστόλων και των νέων χριστιανών, είναι αδύνατον να τους περιγράψη κανείς. Σαράντα ημέρες, καθώς γνωρίζετε, διήρκεσεν ο κατακλυσμός τον παλαιόν καιρό και κατεπόντισεν όλην την γη. Σαράντα χρόνους διήρκεσε ο κατακλυσμός του ιουδαϊκού φθόνου για να καταποντίση την Εκκλησίαν. Αλλά τι; Καθώς τότε η κιβωτός δεν κατεποντίσθη, και όσον εδυνάμωνε η βροχή τόσον ανυψώνετο η κιβωτός, η οποία περιεφέρετο αβλαβής επάνω στα ύδατα, έτσι και η Εκκλησία δεν εβλάβη καθόλου από τον φθόνον των Ιουδαίων. Όσον επολλαπλασιάζετο ο φθόνος των Ιουδαίων, τόσον ηύξανεν η πίστις των χριστιανών. Αλλά, τέλος πάντων, οι Ιουδαίοι εξωλοθρεύθησαν από τα στρατεύματα των Ρωμαίων και έπαυσεν η βροχή.

Ήλθαν όμως οι ποταμοί, βασιλικοί και μεγάλοι ποταμοί, στους οποίους έτρεχαν όχι νερά, αλλά αίματα εσφαγμένων χριστιανών. Είναι οι τύραννοι της παλαιάς και της νέας Ρώμης, οι χριστιανομάχοι, οι διώκτες της πίστεως οι οποίοι όρμησαν με σφοδρότατον διωγμόν να χαλάσουν εκ θεμελίων την Εκκλησίαν. Θέλετε να μάθετε πόσοι; Δεκαοκτώ τον αριθμόν, οι σπουδαιότεροι δε είναι: Νέρων, Δομετιανός, Τραϊανός, Αντωνίνος, Μάρκος Αυρήλιος, Λικίνιος, Αυρηλιανός, Μαξιμιανός, Κώνστας, Ιουλιανός ο παραβάτης, Ουάλης, Λέων ο Ίσαυρος, Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος και Θεόφιλος ο εικονομάχος. Γνωρίζετε πόσον καιρόν εκράτησεν ο διωγμός; Πεντακοσίους χρόνους συνολικά, και περισσότερον. Γνωρίζετε πόσοι εμαρτύρησαν κάτω από τόσους τυράννους και τόσους χρόνους; Μετρήστε τα άστρα του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Αν ο Θεός ήθελε να φυλάξη σε ένα μέρος τα αίματα τόσων χριστιανών που εμαρτύρησαν για την πίστη του Χριστού, θα έκαμε βέβαια μίαν άλλην Ερυθράν θάλασσαν αγίων αιμάτων. Καλά όμως, ήλθαν οι ποταμοί, και τι έκαμαν; Επέρασαν, οι Τύραννοι ηφανίσθησαν, έπεσαν βασιλείς και βασιλείες, και οι χριστιανοί φονευόμενοι επλήθυναν, διωκόμενοι ηυξήθησαν, πολεμούμενοι εστερεώθησαν, πειραζόμενοι ελαμπρύνθησαν περισσότερον στην αρετή.

Ύστερα έπνευσαν οι άνεμοι, οι Αιρετικοί, που εσηκώθησαν από όλα τα μέρη του κόσμου. Άνεμοι αληθώς σφοδροί στην γνώμη, πολέμιοι της Ορθοδοξίας, αντίθετοι και μεταξύ τους στην αίρεσιν και στην ζάλη που προξένησαν στην Εκκλησία του Χριστού. Αυτοί είναι άπειροι στον αριθμόν και είναι αδύνατον να τους απαριθμήσω, πλην όμως ας σας ειπώ τα πλέον επίσημα τάγματα: Γνωστικοί, Οφίται, Μοντανισταί, Σαβελλιανοί, Χιλιασταί, Παυλικιανοί, Μανιχαίοι, Δονατισταί, Αρειανοί, Ευνομιανοί, Ανθρωπομορφίται, Μακεδονιανοί, Πελαγιανοί, Νεστοριανοί, Σεβηριανοί, Διοσκορίται, Μονοθελήται, Εικονομάχοι, Παπικοί, Λουθηρανοί και Καλβινισταί. Άλλος βλασφημεί εναντίον απλώς του Θεού, άλλος εναντίον του Πατρός, άλλος εναντίον του Υιού, άλλος εναντίον του Αγίου Πνεύματος, άλλος εναντίον των Μυστηρίων. Όλοι από συμφώνου κινούνται, ορμούν, μάχονται κατά της Εκκλησίας του Χριστού. Τόσες Σύνοδοι και Συνέδρια, τόσες διαλέξεις και πόλεμοι, σκάνδαλα, σχίσματα, θόρυβοι, ταραχές, εξορίες, θάνατοι, ποίος να τα διηγηθή; Αλλά τέλος πάντων εκόπασαν οι άνεμοι, εξουθενώθησαν και αιρετικοί και αιρέσεις, έπαυσεν η ζάλη, επεκράτησεν η ειρήνη. Ιδού λάμπει καθαρή και  αμόλυντος η Ορθοδοξία στην Εκκλησία του Χριστού. Κατέβη η βροχή, ήλθαν οι ποταμοί, έπνευσαν οι άνεμοι, αλλά ο οίκος του Χριστού, η Εκκλησία, δεν έπεσε. Στέκει στερεά και ασάλευτος, διότι είναι θεμελιωμένη επάνω στην αρραγή ακρογωνιαίαν πέτραν, τον Χριστόν, τον Υιόν του Θεού του ζώντος, και «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Αλλά αυτή δεν είναι μία στερέωσις Θεία; Και εκείνη που την εστερέωσε, δεν είναι η δεξιά του Υψίστου;

Ω πίστις των χριστιανών, Θεία στην αρχήν. Θεία στην αύξησιν, Θεία στην στερέωσιν, όλη Θεία! Εσύ έγινες από τον Θεόν, ηυξήθης από τον Θεόν, εστερεώθης από τον Θεόν! Εσύ είσαι η αληθινή διδασκαλία. Όποιος σε περιπατεί, φθάνει ασφαλώς στον Παράδεισον. Χριστιανέ Ορθόδοξε, εσύ έχεις χρέος να ευχαριστής χίλιες φορές τον Θεόν, ο οποίος σε έκαμε και εγεννήθηκες μέσα σε μίαν τοιαύτην πίστη. Ένας παλαιός φιλόσοφος για τρία πράγματα ευχαριστούσε τους Θεούς. Πρώτον για το ότι εγεννήθη άνδρας και όχι γυναίκα, δεύτερον ότι ήταν  Έλληνας και όχι βάρβαρος, τρίτον ότι ήταν φιλόσοφος και όχι αμαθής. Έχεις και εσύ χρέος να ευχαριστής για τρία άλλα πράγματα τον Θεόν. Πρώτον για το ότι εγεννήθης Χριστιανός και όχι άπιστος, δεύτερον ότι είσαι χριστιανός ορθόδοξος και όχι αιρετικός. Για το τρίτον έχε υπομονή και θα σου το ειπώ στο δεύτερον μέρος.

                                Μέρος β'

Η πίστις είναι ο κανών της ζωής. Καθώς πιστεύουμε, έτσι πρέπει και να ζούμε. Διότι αλλέως, αν η ζωή δεν συμφωνή με την πίστιν, αυτή η πίστις είναι νεκρά, και σε τίποτε δεν ωφελεί: «τι το όφελος, αδελφοί μου — λέγει ο Θείος Ιάκωβος — εάν πίστην τις λέγη έχειν, έργα δε μη έχη; μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν; Ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύμα νεκρόν εστί, ούτω και η πίστις χωρίς έργων νεκρά εστί». Και ο Χρυσόστομος, εξηγώντας εκείνο το ρητόν του Χριστού «ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν του Θεού, αλλά ο ποιών το θέλημα του πατρός μου», λέγει: "Εδώ θέλει να δείξη ότι καμμίαν δύναμη δεν έχει η πίστις χωρίς τα έργα. Το οποίον σημαίνει ότι η πίστις χωρίς τα έργα είναι λείψανον πίστεως, δεν ενεργεί καθόλου. Και ο άνθρωπος που πιστεύει σαν χριστιανός, δεν ζει όμως σαν χριστιανός, ας μην ελπίζη σωτηρίαν. Εδώ χρειάζεται και πίστις αληθής, και ζωή καλή. Με τα δύο αυτά ο άνθρωπος ημπορεί να σωθή. Με αυτές τις δύο πτέρυγες ημπορεί να πετάξη στον Παράδεισον".

Εμείς είδαμε ποία είναι των χριστιανών η πίστις. Ας ιδούμε τώρα ποία είναι των χριστιανών η ζωή. Η πίστις των χριστιανών στην αρχή, στην αύξηση, στην στερέωση, είναι όλη Θεία, στην διδασκαλίαν είναι όλη αλήθεια, στον νόμον είναι όλη αγιότης. Αλλά ποία τάχα είναι των χριστιανών η ζωή; Των χριστιανών του καιρού τούτου, ποία είναι;

(Σημείωση: ο λόγος εκφωνήθηκε τον δέκατο όγδοο αιώνα).

Εδώ δεν φθάνουν λόγια για να την περιγράψωμε, εδώ χρειάζονται δάκρυα για να κλαύσωμε. Η εικόνα εκείνη, την οποίαν είδε στον ύπνον του ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, γνωρίζουμε τι εσήμαινε. Έχουμε την έννοια και την εξήγηση στην ίδια την Θεία Γραφήν. Πλην όμως αρμόζει και στην ιδικήν μας υπόθεση. Η εικόνα εκείνη είχε την κεφαλήν από καθαρόν χρυσάφι, τα χέρια και το στήθος αργυρά, την κοιλίαν και τους μηρούς χάλκινα, τα πόδια ένα μέρος σιδηρά και ένα μέρος πήλινα: «εθεώρεις Βασιλεύ, και ιδού εικών, ης η κεφαλή χρυσίου και αι χείρες και το στήθος και οι βραχίονες αυτής αργυροί. Η κοιλία και οι μηροί χαλκοί. Οι πόδες μέρος μεν τι σιδηρούν, μέρος δε τι οστράκινον». Αυτή, πιστεύσατέ με, είναι η αληθής εικόνα της ζωής και της πολιτείας των χριστιανών.

Η εικόνα εκείνη είχε την κεφαλήν από χρυσάφι καθαρόν. Και η ζωή των χριστιανών, στους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού, είχε την αρχήν από χρυσάφι καθαρό, στην αρετήν και στην αγιότητα. Οι Αρχιερείς, οι Ιερείς, οι Διάκονοι, οι υποδιάκονοι, οι μοναχοί, όλοι κοινώς οι ιερωμένοι, χρυσάφι καθαρόν στην διδασκαλία και στα ήθη. Χρυσάφι καθαρόν στο σώμα και στην ψυχήν. Όλοι χρυσοί, έλαμπαν σε όλα τους τα έργα ως φως αληθινόν, καθώς τους παρήγγειλεν ο Χριστός: «Υμείς εστέ το φως του κόσμου». Οι λαϊκοί ομοίως ως χρυσάφι καθαρόν στην σωφροσύνη. Οι γέροντες, χρυσάφι καθαρόν στην φρόνηση, οι νέοι στην παρθενία. Τα παιδιά στην απλότητα. Χριστιανοί όλοι χρυσοί στον νου τους, δεν εμελετούσαν άλλο παρά τα πνευματικά και ουράνια. Όλοι χρυσοί στην γλώσσα τους. Δεν αργολογούσαν κατακρίνοντας τον πλησίον, αλλά προσευχόμενοι υμνολογούσαν τον Θεόν. Όλοι χρυσοί στα χέρια τους, δεν ήρπαζαν από φιλαργυρίαν τα ξένα πράγματα, αλλά εχάριζαν σε ελεημοσύνες τα ιδικά τους. Όλοι χρυσοί στην καρδία, δεν αγαπούσαν παρά τον Θεό και τον πλησίον. Για την αγάπη του Θεού, ήσαν πάντοτε έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους στο μαρτύριο. Στην δε αγάπη του πλησίον, ήσαν όλοι μία καρδία και μία ψυχή. Κεφαλή χρυσού καθαρού, χριστιανοί ενάρετοι, άγιοι, αληθείς χριστιανοί.

Έπειτα ηκολούθησε το στήθος το οποίον ήταν από άργυρον, κατέβη η τιμή. Πολύτιμον είναι το ασήμι, αλλά όχι σαν το χρυσάφι το καθαρόν. Με τον καιρόν εψυχράνθη η θερμή εκείνη ζέσις της πίστεως, εσμικρύνθη η αρετή. Η ζωή των χριστιανών ήταν καλή, αλλά όχι όπως εκείνη των πρώτων. Αργότερα ήλθεν η κοιλία η χάλκινη. Όλο και χειρότερα. Ήλθε τότε κάποιος τρόπος ζωής πολύ κατώτερος και από τον πρώτο και από τον δεύτερον, ήθη σκληρά και δύσκολα. Πλην όμως, καθώς το χάλκωμα, αν και δεν αξίζει σαν το χρυσάφι ή σαν το ασήμι, όμως κάτι αξίζει και αυτό, έτσι και οι χριστιανοί, δεν ήσαν όπως οι πρώτοι ή οι δεύτεροι, παρ' όλα ταύτα δεν ήσαν εντελώς άχρηστοι. Αν και δεν ήσαν τέλειοι, δεν ήσαν και μηδαμινοί. Ανάμεσα στις πολλές κακίες ευρίσκετο και μία αρετή. Η κοιλία, λοιπόν, χάλκινη.

Αλλά τέλος πάντων, τους δυστυχισμένους τούτους καιρούς, εμείς εφθάσαμε στα κατώτερα μέρη της εικόνος, στα πόδια, τα οποία είναι ένα μέρος σιδηρά και ένα μέρος πήλινα. Πράγμα που σημαίνει ότι ήλθαμε σε μίαν αθλία κατάσταση, που δεν ημπορούμε να καταντήσωμε ούτε κατώτερα, ούτε χειρότερα. Ένα μέρος είμεθα σίδηρος και ένα μέρος πηλός. Σίδηρος, χωρίς λάμψιν αρετής, σκουριασμένοι από την αμάθειαν, σκληροί από την αμαρτίαν. Πηλός στα ήθη μας, τα έργα μας ακάθαρτα, χωρίς αξία, μηδαμινά, η κακία μας έφθασε στα άκρα. Η πίστις μας χριστιανική, αλλά η ζωή μας εθνική. Να σας κάμω να το ιδήτε οφθαλμοφανώς;

Ήταν μεσημέρι, όταν κάποτε ο Διογένης άναβε το φανάρι του και περιπατούσε μέσα στην αγορά των αθηναίων, σαν να ζητή κάτι να εύρη. Εγελούσαν εκείνοι που τον έβλεπαν και τον ερωτούσαν: Διογένη, τι ζητείς; Ζητώ άνθρωπον, απεκρίνετο. Μα πώς, δεν βλέπεις τόσους ανθρώπους; Δεν συναντάς τόσους ανθρώπους; Η αγορά είναι γεμάτη από ανθρώπους, και μέσα σε τόσους ανθρώπους εσύ ζητείς άνθρωπον; Ναι, άνθρωπον ζητώ, άνθρωπον ζητώ. Αλλά τι είδους άνθρωπον ζητεί ο Διογένης; Δύο ειδών είναι οι άνθρωποι΄ αυτοί δηλ. που έχουν μόνον την μορφήν και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, και αυτοί είναι εξωτερικώς και κατά το φαινόμενον άνθρωποι. Όμοια είναι και τα λείψανα και τα αγάλματα και τα είδωλα των ανθρώπων, αλλά εσωτερικώς δεν έχουν καμμίαν χρησιμότητα, και μάλιστα είναι ως άλογα ζωα ή στα πάθη ή στην αχρειότητα. Και από τούτους έβλεπε πολλούς, αλλά δεν εζητούσε κάποιον από αυτούς ο Διογένης. Υπάρχουν και άνθρωποι που εκτός από την ανθρώπινην μορφή και τα χαρακτηριστικά, έχουν και ανθρώπινην φρόνηση και αρετήν. Είναι όλοι εσωτερικώς και εξωτερικώς λογικοί, φρόνιμοι και ενάρετοι, αληθινοί άνθρωποι. Έναν από αυτούς ζητούσε ο Διογένης στην πολυάνθρωπον πόλιν των Αθηνών, και δεν τoν εύρισκε. Ζητώ άνθρωπον, ζητώ άνθρωπον.

Μου κακοφαίνεται να κάμω την σύγκριση, αλλά πρέπει να ειπώ την αλήθεια. Σ' έναν καιρό που σαν μεσημέρι λάμπει η Ορθοδοξία, ανάπτω κι εγώ τoν λύχνον του ευαγγελικού κηρύγματος, έρχομαι σε μίαν Εκκλησία γεμάτην από χριστιανούς και ζητώ χριστιανόν, ζητώ χριστιανόν. Μα πώς, τούτοι που βλέπω εδώ και αλλού, σε πόλεις, σε κάστρα, σε επαρχίες, σε βασίλεια, στο μεγαλύτερον μέρος της οικουμένης, δεν είναι χριστιανοί; Δύο ειδών είναι οι χριστιανοί. Είναι εκείνοι που έχουν μόνον το όνομα του χριστιανού, χριστιανοί εξωτερικώς και κατά το φαινόμενον, οι οποίοι έχουν μόρφωσιν αληθείας, λέγει ο Παύλος, αλλά εσωτερικώς δεν έχουν έργα χριστιανού. Έχουν χριστιανικήν πίστιν, αλλά δεν έχουν χριστιανικήν ζωή. Και μάλιστα έχουν μίαν ζωήν αντίθετο στην πίστη. Δεν ζητώ κάποιον από αυτούς. Υπάρχουν χριστιανοί, οι οποίοι εκτός από το όνομα έχουν και τα έργα, μαζί με την πίστιν έχουν και την ζωή, και εσωτερικώς και εξωτερικώς είναι όλοι Ορθόδοξοι, αληθινοί χριστιανοί. Από τούτους ζητώ έναν σε μίαν πολυάριθμον πολιτεία των χριστιανών, και δεν τoν ευρίσκω. Ζητώ χριστιανόν, ζητώ χριστιανόν. Περιπατώ από τόπον σε τόπο για να τoν εύρω. Τον ζητώ στις αγορές μεταξύ των αρχόντων, και βλέπω μίαν υψηλόφρονα υπερηφάνειαν. Δεν τoν ευρίσκω. Τον ζητώ στα παζάρια, μεταξύ των πραγματευτών, και εδώ βλέπω μίαν αχόρταγον φιλαργυρίαν. Δεν τον ευρίσκω. Τον ζητώ στους δρόμους, μέσα στην νεότητα, και εδώ βλέπω μίαν μεγάλην ασωτία. Δεν τον ευρίσκω. Αφήνω την πολιτεία και τoν ζητώ μεταξύ των χωρικών, και εδώ βλέπω του κόσμου τα ψεύματα. Δεν τον ευρίσκω. Περνώ στο μέρος της θαλάσσης, τoν ζητώ μεταξύ των ναυτικών, και εδώ βλέπω τις πλέον φοβερές βλασφημίες. Δεν τoν ευρίσκω. Διαβαίνω στα στρατεύματα, τον ζητώ μεταξύ των στρατιωτικών, και εδώ βλέπω την τελείαν απώλειαν. Δεν τoν ευρίσκω. Εισέρχομαι στις οικίες, τoν ζητώ μεταξύ των γυναικών, και εδώ τι βλέπω; Βλέπω υπανδρευμένες, χωρισμένες από τους άνδρες τους, να χαίρωνται με  τους μοιχούς. Βλέπω ανύπανδρες να ζουν με τον μισθόν της πορνείας. Βλέπω τιμημένες να μη φαντάζωνται άλλο παρά στολισμόν και ματαιότητα. Δεν ευρίσκω μίαν χριστιανήν. Ήθελα να ανεβώ και επάνω στα παλάτια των μεγιστάνων και των εξουσιαστών, να ιδώ και εκεί αν υπάρχη κάποιος χριστιανός. Αλλά δεν τολμώ, φοβούμαι. Είναι η κολακεία, που φυλάγει και δεν αφήνει να έμβη η αλήθεια. Όθεν έρχομαι στην Εκκλησίαν, έως μέσα στο Θυσιαστήριον. Εδώ ελπίζω να εύρω τoν χριστιανόν που ζητώ, μεταξύ τόσων Αρχιερέων, ιερέων, τόσων μοναχών, τόσων κληρικών, οι οποίοι αποτελούν το έθνος το άγιον, το βασίλειον ιεράτευμα,  τους διαδόχους των Αποστόλων, είναι έμψυχοι εικόνες του Χριστού. Ελπίζω ότι θα εύρω τον χριστιανόν, και μάλιστα έναν άγιον, έναν ασκητήν, έναν θαυματουργόν, έναν διδάσκαλον, έναν Ιωάννην Χρυσόστομον, ή έναν μεγάλον φωστήρα της Εκκλησίας. Ζητώ, εξετάζω, στοχάζομαι, αλλοίμονον όμως, τι βλέπω; Εδώ βλέπω στην έπαρσιν Εωσφόρους, στην φιλαργυρίαν Ιουδαίους, στα σαρκικά Επικούρους, στην αμάθειαν ζώα, στην πονηρίαν δαίμονες. Δεν ευρίσκω ούτε άγιον ούτε ασκητήν ούτε θαυματουργόν ούτε διδάσκαλον. Δεν ευρίσκω τoν χριστιανόν που ζητώ. Μά, πατέρες άγιοι! Αγαπητοί αδελφοί! Αυτό το αγγελικόν σχήμα που φορούμε, αυτά τα μαύρα ρούχα που μας σκεπάζουν, τι είναι; Είναι ενδύματα φαρισαϊκά, τα φορούμεν υποκριτικώς για να παραπλανούμεν τους ανθρώπους; Αυτό το Θείον χαρακτηριστικόν της ιερωσύνης, το οποίον έχουμε, τι είναι; Το έχουμε αντί επιχειρήσεως, για να κερδίσωμε χρήματα; Αλλά αυτά τα άχραντα Μυστήρια, τα οποία ιερουργούμε, τι είναι; Ή δεν τα γνωρίζουμε ή δεν τα πιστεύουμε. Ω μεγάλη εντροπή της πίστεως! Μεγίστη καταδίκη των χριστιανών!

Δεν σας το έλεγα εγώ ότι εκαταντήσαμε στην εσχάτην κακήν κατάσταση, ότι εφθάσαμε στα πόδια της εικόνος, που είναι ένα μέρος από σίδηρον και άλλο μέρος από πηλόν; Δεν σας έλεγα εγώ πως μεταξύ τόσων χριστιανών, ζητώ και δεν ευρίσκω τον αληθινόν χριστιανό; «Πάντες εξέκλιναν άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός». Όλοι, ιερωμένοι και λαϊκοί, άρχοντες και πτωχοί, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροντες, παρεξέκλιναν από την πίστιν, ηχρειώθησαν στην ζωή. Δεν υπάρχει ούτε ένας που να ζη όπως πιστεύει. Χριστιανοί, το ακούετε και δεν κλαίετε; Και αν δεν θέλετε να κλαύσετε από κατάνυξιν, κλαύσετε τουλάχιστον από εντροπήν.

Όσον για εμένα, βλέπω ότι ο πόνος της καρδίας μου δεν αφήνει την γλώσσα μου να ομιλήση περισσότερον. Σιωπώ και τελειώνω με τούτο μόνον: Χριστιανέ, αν δεν είναι και η ζωή σου καλή και αγία, όπως είναι η πίστις σου αληθινή και αγία, μην ελπίζης να σωθής. Πρέπει να ζης καθώς πιστεύεις, και τότε να ευχαριστής τoν Θεόν για τρία πράγματα: πρώτον, για το ότι είσαι χριστιανός και όχι άπιστος. Δεύτερον, ότι είσαι χριστιανός Ορθόδοξος και όχι αιρετικός, Και τρίτον, ότι είσαι Χριστιανός Ορθόδοξος τόσον κατά την πίστιν, όσον και κατά την ζωή, και όχι μόνον κατά την πίστη. Τότε, έλπιζε να σωθής, να απολαύσης την Βασιλείαν των Ουρανών.

 (Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 497 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Τετάρτη, Αυγούστου 14, 2013

Ο πανέμορφος εγκωμιαστικός λόγος του Ηλία Μηνιάτη προς την Παναγία


Αλλά τάχα σε τι στέκεται η ευλάβεια της Παρθένου; Σε προσευχή και νηστεία. Σε προσευχή, όπου είναι η παράκληση, σε νηστεία, όπου είναι η εγκράτεια δύο τρόποι τούς οποίους διόρισε η Εκκλησία για να τιμούμε, έξοχα στις μέρες αυτές, την μητέρα του Θεού και μητέρα μας. Μα τι λογής πρέπει να είναι η προσευχή μας στην παράκληση; Οχι με αταξία, όχι με σύγχυση, όχι με αναισχυντία, αλλά με φόβο Θεού, με συντριβή καρδίας, με δάκρυα κατανύξεως. Τι λογής πρέπει να είναι η νηστεία μας στην εγκράτεια; Οχι μόνο νηστεία από φαγητά, αλλά νηστεία και από αμαρτίες· όχι μόνο εγκράτεια από κρέατα, αλλά εγκράτεια και από τα πάθη τα σαρκικά. Η Παναγία Παρθένος, με τη νηστεία, ζητεί από μας καρδία καθαρά και με την προσευχή, καρδίαν συντετριμμένη. Και τι λιγότερο μπορεί να ζητήσει από τούς Χριστιανούς η μητέρα του Θεού και μητέρα των χριστιανών; Αχ! Και να καταλαβαίναμε πόση χαρά και βοήθεια έχουμε από τέτοια αγιότατη μητέρα.

Ορφανοί, που στερηθήκατε τούς γονείς σας, ξένοι, που χάσατε την ευτυχία σας, άρρωστοι, θλιμμένοι, αμαρτωλοί μη λυπάστε, εσείς έχετε μητέρα, τη μητέρα του Θεού. Μητέρα που σας κυβερνά στην ξενιτιά σας, που σας τρέφει στη φτώχεια σας, που σας δίνει τη θεραπεία στα πάθη, την παρηγοριά στις θλίψεις, την ελευθερία στις σκλαβιές, την συγχώρεση στις αμαρτίες. Μη λυπάστε· έχετε μητέρα, τη μητέρα του Θεού. Ναύτες, όπου πλέετε στη θάλασσα, επικαλεστείτε την Παρθένο να έχετε λιμάνι στις ανεμοζάλες.Πραματευτές, που περπατάτε στη γη, επικαλεστείτε την Παρθένο να έχετε βοηθό στούς κινδύνους. Γεωργοί, όπου δουλεύετε τη γη, επικαλεστείτε την Παρθένο να έχετε ευλογία καρποφορίας στούς κόπους σας. Νεοι, όπου σπουδάζετε στα σχολεία, επικαλεστείτε την Παρθένο να έχετε φως γνώσεως στις σπουδές. Ιερείς και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, επικαλεστείτε την Παρθένο σε όλες τις σωματικές και ψυχικές ανάγκες, να την έχετε προστάτη σ’ αυτήν την ζωη, παραστάτη την ώρα του θανάτου, μεσίτρια την ημέρα της κρίσεως.


Χριστιανοί, μικροί και μεγάλοι, όσοι λατρεύετε και προσκυνείτε το όνομα του Ιησού, τιμάτε και ευλαβείστε και το όνομα της Παρθένου Μαρίας, της μητέρας του Ιησού και μητέρας μας. Ιησούς και Μαρία ας είναι τυπωμένα μέσα στην καρδιά σας. Ιησούς και Μαρία μη λείπει από το στόμα σας. Ιησούς και Μαρία, ας είναι η αρχή και το τέλος των προσευχών σας. Το όνομα Ιησούς και Μαρία, ας είναι τα πρώτα λόγια της αυγής, τα τελευταία της ημέρας, με αυτά να σφραγίζετε σε ύπνο τα μάτια σας, με αυτά να μπαίνετε και να βγαίνετε από την Εκκλησία, με αυτά να αρχίζετε και να τελειώνετε κάθε υπόθεση, για να αξιωθείτε την ώρα που πρόκειται να παραδώσετε το πνεύμα, να έχετε από το ένα μέρος τον Ιησού και από το άλλο την Μαρία και μαζί με τον Ιησού και την Μαρία να συνδοξάζεστε στην Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν.
πηγή



Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2013

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΔΟΞΟΝ ΑΝΑΛΗΨΙΝ ΗΛΙΑΣ ΜΗΝΙΑΤΗΣ



(Ηλιού Μηνιάτη Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων)


Δεύτε αναβώμεν εις το όρος Κυρίου, και εις τον οίκον του Θεού Ιακώβ, δια να γίνωμεν και ημείς επόπται της ενδόξου του Χριστού Αναλήψεως. Αναβώμεν, με ευλαβητικήν θεωρίαν, εις το τρισμακάριστον όρος των Ελαιών, εκεί όπου σήμερον ανοίγεται πανθαύμαστον θέατρον δόξης θεοπρεπούς, και ο τροπαιοφόρος αναστάς Ιησούς, ο αήττητος καθαιρέτης του Άδου, παρρησιάζει τον κατά του θανάτου περιφανέστατον θρίαμβον. Εκεί χορός Αποστόλων, όπου παραπέμπουσιν ανερχόμενον εις ουρανούς τον γλυκύτατον Διδάσκαλον. Εκεί Ταξιαρχίαι νοερών Δυνάμεων, όπου προάγουσι τον Βασιλέα της δόξης. Εκεί πληθύς δικαίων ψυχών λελυτρωμένων, όπου ακολουθούσι τον θειότατον Λυτρωτήν. Εδώθεν επίγειος Μήτηρ απολύει τον θεάνθρωπον Υιόν, πληρώσαντα της ενσάρκου οικονομίας το πολύπονον στάδιον· εκείθεν τον εκδέχεται ο ουράνιος Πατήρ, και δίδων Αυτώ την εξουσίαν του ουρανού και της γης, τον καθίζει εκ δεξιών Αυτού εν τοις επουρανίοις. Λαμπρά όντως και παμφανής, φιλέορτοι ακροαταί, είναι η παρούσα πανήγυρις. Αύτη το κεφάλαιον πασών της Εκκλησίας των εορτών· αύτη των Μυστηρίων του Χριστού η κορωνίς· αύτη της σωτηρίας ημών η εκπλήρωσις. Σήμερον ανοίγεται εις τους εξορίστους παίδας της Εύας η είσοδος εις την ποθητήν πατρίδα της άνω Ιερουσαλήμ· σήμερον γίνεται του νέου Ισραήλ η αποκατάστασις εις την ουράνιον Βασιλείαν. Σήμερον ο πεπτωκώς υπεράνω των Σεραφείμ επαίρεται, και το βρότειον φύραμα διπλής ηξιωμένον υπερτάτης τιμής, καθώς με την σάρκωσιν του θείου Λόγου έγινε μέτοχον θείας φύσεως, ούτω με την Ανάληψιν του Αυτού γίνεται μέτοχον θείας δόξης. Δεύτε λοιπόν αναβώμεν εις το όρος Κυρίου, όπως θεωρήσαντες τας περιστάσεις της σημερινής σεβασμιωτάτης εορτής, καταλάβωμεν το μέγεθος των ευεργεσιών του Θεού και της ημετέρας φύσεως τα μεγαλεία. Αφ΄ ου έλυσε τα δεσμά του θανάτου και ανέστη εκ νεκρών ο Σωτήρ του κόσμου, δι΄ ημερών τεσσαράκοντα συνανεστράφη ακόμη επάνω εις την γην, οπτανόμενος συχνάκις εις τους Μαθητάς Του, και εν πολλοίς τεκμηρίοις πιστούμενος την ένδοξόν Του Ανάστασιν. Και δεν ήτο χωρίς μυστήριον ο αριθμός των τεσσαράκοντα ημερών· εις την πρώτην εκ Παρθένου άσπορον Γέννησιν, μετά τεσσαράκοντα ημέρας ωδηγήθη υπό των γονέων εις το Ιερόν, και ως πρωτότοκον άγιον αφιερώθη τω Κυρίω, κατά τον Νόμον (Λουκ. β:22-24,  Λευϊτ. ιβ: 2-8). Και εις την εκ νεκρών λοιπόν παράδοξον αναβίωσιν, όπου είναι η παλιγγενεσία, και ωσάν Δευτέρα Αυτού Γέννησις, μετά τεσσαράκοντα ημέρας ομοίως αναβαίνει εις το υπερουράνιον Ιερόν, και ως πρωτότοκος των νεκρών γενόμενος, παριστά τω Θεώ και Πατρί αγίαν και καθαράν την εν αυτώ ανθρωπίνην φύσιν, την απαρχήν όλης της ημετέρας φύσεως. Και όταν ήλθε το πέρας των ημερών τούτων εξήγαγε τους Μαθητάς έως την Βηθανίαν, εις το όρος των Ελαιών (αρμόζει ο τόπος των Ελαιών, όπου είναι της ειρήνης το σύμβολον, τω άρχοντι της ειρήνης), Όστις χωριζόμενος από τους Μαθητάς Του, τους αφήκε διαθήκην αιώνιον, την ειρήνην Του. Αλλά και ο χρησμός του θεσπεσίου Ζαχαρίου τούτο προανεκήρυξεν: «Ιδού ημέραι έρχονται Κυρίου…, και στήσονται οι πόδες αυτού εν τη ημέρα εκείνη επί το όρος των Ελαιών το κατέναντι Ιερουσαλήμ» (Ζαχαρ. ιδ: 1-4). Εδώ αφ΄ ου με την δύναμιν των θείων Του λόγων διήνοιξε τον νουν των Μαθητών, του συνιέναι τας Γραφάς, όσα δηλαδή εν τω Νόμω Μωϋσέως και Προφήταις και Ψαλμοίς περί Αυτού εχρησμοδότησε το Πνεύμα το Άγιον· αφ΄ ου τους επρόσταξε να κηρύξωσιν εις όλην την κτίσιν το Ευαγγέλιον, ήτοι το χαριέστατον μήνυμα της αφέσεως και σωτηρίας· αφ΄ ου τους επαρηγόρησεν εις την λύπην του χωρισμού Του, με την επαγγελίαν του Πατρός, εντειλάμενος να προσμένωσιν εις Ιερουσαλήμ, έως ου ενδύσωνται δύναμιν εξ ύψους, επάρας τας χείρας Αυτού, δίδει ωσάν βεβαιωτικήν των επαγγελιών, την τελευταίαν δεσποτικήν ευλογίαν. Δεν εχόρταιναν οι οφθαλμοί των Μαθητών ατενίζοντες εις εκείνο το θειότατον πρόσωπον τότε, όταν «Βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν Αυτόν από των οφθαλμών αυτών» (Πράξ. α: 9). Εις την νεφέλην ταύτην εγώ βλέπω κεκαλυμμένον Μυστήριον, του οποίου τον τύπον προείδεν ο Θεσβίτης Ηλίας εις εκείνην την μικράν νεφέλην, όπου ως ίχνος ανθρώπου ανέβαινεν εκ της θαλάσσης εις τον ουρανόν· όθεν έβρεξεν άφθονον βροχήν, από την οποίαν τότε εχορτάσθη η δια τρεις και ήμισυν χρόνους κατεξηραμμένη γη, και εχόρτασε τον πεινασμένον λαόν με καρπόν αφθονίας (Γ΄ Βασιλ. ιη: 44). Αυτή είναι εκείνη η θαυμαστή νεφέλη, όπου, αφ΄ ου ανέβασεν εις ουρανούς τον δεδοξασμένον Υιόν του ανθρώπου, έβρεξεν εκείθεν τον καιρόν της Πεντηκοστής, την πολυχεύμονα ομβροτοκίαν του Αγίου Πνεύματος, από την οποίαν η άνυδρος και άκαρπος γη, ποτισμένη πλουσιοπαρόχως, εβλάστησε τα εύοσμα άνθη των Χριστιανικών αρετών, έδωκεν επταπλασίονα τον καρπόν της αληθούς διδασκαλίας, και ευφόρησε την ευθηνίαν του θείου κηρύγματος, περί της οποίας ίσως εχρησμολόγει ο Προφητάναξ: «Βροχήν εκούσιον αφοριείς ο Θεός τη κληρονομία σου» (Ψαλμ. ξζ: 10). «Επεσκέψω την γην, και εμέθυσας αυτήν· επλήθυνας του πλουτίσαι αυτήν· ο ποταμός του Θεού επληρώθη υδάτων» (Ψαλμ. ξδ: 10). Ήθελον είπει ακόμη, ότι η μυστηριώδης αύτη νεφέλη ήτο του ομοουσίου Πνεύματος η σκια, όπου άρπαξαν αισθητώς από την περίγειον παροικίαν τον θείον Ήλιον εις την ουράνιον σφαίραν, ωσάν εις ίδιον κέντρον, δια να φωτίζη εκείθεν νοερώς και επίγεια και ουράνια με της θείας δόξης το ανέσπερον φως. Την θαυμαστήν επάνοδον του νοητού Ηλίου τούτου προείδε τυπικώς ο Εζεκίας, τότε όταν παρακαλών με θερμά δάκρυα την απαλλαγήν από του θανάτου τον κίνδυνον, είδεν εις το σκιατερικόν ωρολόγιον το χαριέστατον σημείον της υγείας του, όπου δια του Προφήτου Ησαϊου του έδειξεν ο Θεός. Είδεν ότι ο ήλιος ανέβη επάνω δέκα γραμμάς, από τας οποίας ήτο κατεβασμένος. Και ο άδυτος Ήλιος της δικαιοσύνης, ο Υιός του Θεού, ωσάν δέκα βαθμούς ήτο κατεβασμένος από την θείαν Του αξίαν, δι΄ άκραν συγκατάβασιν, όταν έκλινεν ουρανούς, και κατέβη εννέα, τα εννέα τάγματα των Ασωμάτων· «βραχύ τι παρ΄ Αγγέλους» (Εβρ. β: 7) ηλαττωμένος (καθώς λέγει ο Παύλος), «γενόμενος άνθρωπος εν δούλου μορφή» (Φιλιπ. β:7) · και δέκατον βαθμόν, αυτήν την τάξιν των ανθρώπων, υπέρ άνθρωπον τεταπεινωμένος εις το εκούσιον πάθος και τον θάνατον. Αλλ΄ Αυτός Όστις κατέβη εις τα κατώτερα μέρη της γης, ανέβη και πάλιν με την ένδοξόν Του Ανάληψιν τας δέκα γραμμάς, υψηλότερος και ανθρώπων και Αγγέλων γενόμενος· «Υπεράνω (κατά τον αυτόν Απόστολον) πάσης αρχής και εξουσίας» (Εφες. α:21), υψωθείς έως εις την δεξιάν του Θεού και Πατρός. «Εγώ (λέγει ο ίδιος) παρά του Θεού εξήλθον, εξήλθον παρά του Πατρός, και ελήλυθα εις τον κόσμον· πάλιν αφίημι τον κόσμον, και πορεύομαι προς τον Πατέρα» (Ιωάν. ιστ: 27-28). Και τούτο μας έδωκεν ευτυχέστατον σημείον της σωτηρίας και αιωνίου ζωής δια το αρρωστημένον και νεκρωμένον τη αμαρτία γένος το ανθρώπινον. Όθεν έλεγε: «Συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω· εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς» (Ιωάν. ιστ:7). Ούτος εστάθη του ενανθρωπήσαντος θείου Λόγου ο σκοπός, τούτο της ενσάρκου οικονομίας το τέλος· δια τούτο έγινεν Υιός ανθρώπου ο Υιός του Θεού, δια τούτο ανέστη ο πρωτότοκος των νεκρών, δια να υψώση τον πεπτωκότα, δια να δοξάση τον κατάκριτον, δια να θεώση το ανθρώπινον. Ίδετε άμιλλαν, από το ένα μέρος του μίσους, όπου άναψε καθ΄ ημών ο διάβολος, και από το άλλο της αγάπης, όπου έδειξε προς ημάς ο Υιός του Θεού. Εκείνος εφθόνησε την αρχαίαν μακαριότητα της ανθρωπίνης φύσεως, και την εξώρισεν από τον Παράδεισον της τρυφής, Ούτος αυτήν την ιδίαν φύσιν ύψωσεν υπεράνω των ουρανών, και εκάθισεν αυτήν εις τον θρόνον της θείας δόξης. Εκείνος δεν υπέφερε να βλέπη υποτεταγμένα υπό τους πόδας αυτής τα επίγεια, Ούτος υπέταξεν υπό τους πόδας αυτής και τα ουράνια. Εκείνος την κατέστησεν αιχμάλωτον του θανάτου και της αμαρτίας· Ούτος την έκαμε πολίτιν του ουρανού, σύνθρονον της Θεότητος, ημφιεσμένην με στολήν μακαριωτάτης αθανασίας, προσκυνουμένην υπό των Σεραφίμ, αντιπληρώσας με κέρδος άπειρον την ζημίαν, και με τέχνην θεοπρεπή απατήσας τον απατήσαντα. Κατήσχυνε παντελώς τον αντίθεον και μισάνθρωπον Εωσφόρον η ένδοξος του Σωτήρος Ανάληψις. Εκείνος, ωσάν πανούργος κυνηγός, είχεν απλωμένην επάνω εις το πρόσωπον της γης την ολέθριον παγίδα του θανάτου, όπου επιάνοντο ωσάν πετεινά του κατακρίτου Αδάμ οι δυστυχείς απόγονοι, των οποίων τας ψυχάς εκράτει αιχμαλώτους εις τα δεσμά της αρχαίας κατάρας. Ηθέλησεν εις αυτήν την ιδίαν παγίδα να πιασθή εκουσίως αποθανών ο θεάνθρωπος Ιησούς. Αλλ΄ ωσάν μέγας αετός, συντρίβων με την θείαν Του δύναμιν την παγίδα και λύων τα δεσμά, Αυτός μεν πρώτος επέταξε τριήμερος αναστάς· επέταξαν δε συν Αυτώ ελεύθεραι και αι ψυχαί των Δικαίων, ψάλλουσαι τα επινίκια με τον Δαβίδ: «Η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν» (Ψαλμ. ρκγ:7). Και πάλιν καθώς ο αετός θέλων να δείξη εις τα μικρά του πουλία έτι αμαθή να πετάξωσιν εις τον ασυνήθιστον δρόμον του αέρος, αυτός προάγων τα οδηγεί, ομοίως εις την άβατον τρίβον του ουρανού, όπου ακόμη δεν ήθελε φανή ίχνος ανθρώπινον, ανίπταται ο αναληφθείς Κύριος, προάγων, οδηγών ως νεοσσούς τα πνεύματα των Δικαίων. «Ο αετός (το προείδεν ο Μωϋσής) προάγων εις πτήσιν, τους νεοσσούς αυτού ανεβίβασε» (Έξ. ιθ:4)· «και όντως αναβάς εις ύψος, ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν» (Ψαλμ. ξζ: 19)· και τοιαύτην, καθώς η πτώσις του πρώτου Αδάμ ήνοιξεν εις ημάς την είσοδον εις τον Άδην, ούτω του νέου Αδάμ η Ανάληψις ήνοιξεν εις ημάς την είσοδον εις τον ουρανόν· «Έχοντες ουν, αδελφοί (λέγει ο Απ. Παύλος), παρρησίαν εις την είσοδον των Αγίων εν τω Αίματι του Ιησού, ην ενεκαίνισεν ημίν οδόν πρόσφατον, και ζώσαν δια του καταπετάσματος, τουτέστι της σαρκός Αυτού» (Εβρ. ι:19-20). Του μυστικού τούτου αετού την δια σαρκός εις ουρανούς παράδοξον άνοδον δεν δύναται ακόμη να καταλάβη, και φρίττει ο αποστάτης εχθρός. Και αν ο Σολομών έλεγεν, ότι τρία είναι εκείνα, όπου δεν καταλαμβάνει, δηλαδή τον δρόμον της νεώς (του πλοίου), όπου περιπατεί εις την θάλασσαν· τον δρόμον του όφεως δια της πέτρας, και τον δρόμον του αετού εις τον ουρανόν, πρεπωδέστερα δύναται να είπη ο υπερήφανος εκείνος νους, ότι τρία μυστήρια δεν καταλαμβάνει ολότελα εις την ένσαρκον του θείου Λόγου οικονομίαν. Πρώτον, ότι καθώς η ναυς (το πλοίον) διαβαίνει τα θαλάσσια κύματα, και της διαβάσεως δεν αφήνει κανένα ίχνος, ούτω και το μακαριώτατον Σώμα του Χριστού διεπέρασε την απέραντον μήτραν της Παρθένου, και δεν άφησε σημείον φθοράς κατά την άσπορον Γέννησιν. Δεύτερον δεν καταλαμβάνει τον δρόμον του όφεως δια της πέτρας, ήτοι πως αυτό το ίδιον Σώμα, όπου ετάφη, όπου ησφαλίσθη εις μνήμα καινόν λελατομημένον εκ πέτρας, όπου εσκεπάσθη με λίθον μέγαν κείμενον επί την θύραν του μνήματος, διέδραμε μ΄ όλον τούτο, και αφήνοντας ως όφις το παλαιόν ένδυμα της φθοράς, ανέστη εκ νεκρών με το νέον ένδυμα της αφθαρσίας, δίχως να αφήση κανένα σημείον. Και τρίτον δεν καταλαμβάνει τον δρόμον του αετού εις τον ουρανόν, ήτοι πως αυτό το Σώμα αναβαίνει υπεράνω των ασωμάτων, πως το γήινον διαπερά τους ουρανούς, πως το ανθρώπινον καθέζεται εις τον θρόνον της θείας μεγαλειότητος. Αλλ΄ ούτε οι μακάριοι Άγγελοι καταλαμβάνουσι την ένδοξον εν Σώματι Ανάληψιν του Σωτήρος· όθεν τώρα μεν βλέποντες ανερχόμενον τον Βασιλέα της δόξης προπορεύονται να ετοιμάσωσι την είσοδον, και λέγουσιν εις τας ανωτέρω Ταξιαρχίας: «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών, και επάρθητε πύλαι αιώνιοι» (Ψαλμ. κγ:7)· τώρα δε πάλιν θεωρούντες τον Αυτόν να αναβαίνη ημφιεσμένος με ανθρώπινον Σώμα, και τούτο σημειωμένον με τα στίγματα των πληγών και πεφοινιγμένον με το εκ της πλευράς Αυτού ρεύσαν άχραντον Αίμα, απορούσιν εις το ξένον θέαμα και ερωτώσι: «Τις ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ; Διατί σου ερυθρά τα ιμάτια;» (Ησαϊας ξγ:2). Πλην οικονομία είναι το ορώμενον, θέλοντος του φιλανθρώπου Δεσπότου να θεατρίση και εις τους ουρανούς του Πάθους τα σύμβολα, τεκμήρια ανεξάλειπτα της αγάπης μεν προς ημάς, και της κραταιάς κατά του κοσμοκράτορος νίκης. Ή μάλλον ειπείν: «ούτως έδει παθείν τον Χριστόν» (Λουκ. κδ: 46), «και εισελθείν εις την δόξαν Αυτού» (αυτόθι 26), δια να μάθωμεν, ότι δια της στενής οδού των παθών και των θλίψεων πρέπει και ημείς να εισέλθωμεν εις την ουράνιον Βασιλείαν. Και έπρεπε πάντως, με αυτήν την ιδίαν Σάρκα, όπου προσέλαβε να αναληφθή εις τους ουρανούς ο Χριστός· πρώτον μεν δια να είναι μεσίτης Θεού και ανθρώπων, δεικνύων προς τον άναρχον Πατέρα την αναμάρτητον εκείνην Σάρκα, όπου προσέφερεν επί του Σταυρού θυσίαν καθαράν και αμίαντον, να τον εξιλεώνη δια τας αμαρτίας ημών. «Ου γαρ (λέγει ο Απ. Παύλος) εις χειροποίητα άγια εισήλθεν ο Χριστός, αντίτυπα των αληθινών αλλ΄ εις αυτόν τον ουρανόν νυν εμφανισθήναι τω προσώπω του Θεού υπέρ ημών» (Εβρ. θ:24). Και ο Ιωάννης: «Εάν τις αμάρτη, παράκλητον έχομεν προς τον Πατέρα, Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (Α΄  Ιωάν. β:1). Δεύτερον δε, δια να έχωμεν ημείς οι εις Χριστόν ζήσαντες ασφαλή και βεβαίαν ελπίδα της εν σαρκί Αναστάσεως, και της εν σαρκί αιωνίου δόξης. Επειδή εάν ανέστη εν Σαρκί, εάν εδοξάσθη εν Σαρκί ο Χριστός, όστις είναι των πιστών η κεφαλή, πρέπει λοιπόν εν Σαρκί να δοξασθώσιν οι πιστοί, όπου είναι του Χριστού τα μέλη, δια να είναι τα μέλη ανάλογα τη κεφαλή. Όθεν λέγει ο Απ. Παύλος: «Οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι· και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου» (Α΄ Κορινθ. Ιε: 48-49). Και πάλιν: «Ισχυράν παράκλησιν έχομεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκειμένης ελπίδος· ην ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν και εισερχομένην εις το εσώτερον του καταπετάσματος όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς» (Εβρ. στ: 18-20). Ω ακατάληπτον μέγεθος των ευεργεσιών του Θεού! Ω υπέρτατα της ημετέρας φύσεως μεγαλεία! Αλλ΄ ανίσως και ανέβη από την γην εις τον ουρανόν ο θείος ημών Πατήρ και Διδάσκαλος, δεν μας άφησεν ορφανούς. Όταν με πύρινον άρμα ανελήφθη ο Θεσβίτης Ηλίας, δια να παρηγορήση τον μαθητήν του Ελισσαίον του άφησε την μηλωτήν. Ομοίως αναληφθείς ο φιλάνθρωπος Κύριος, αφήνει εις ημάς εις παρηγορίαν το ένδυμα της θεότητός Του, όπου εφόρεσε γενόμενος άνθρωπος, ήτοι την μακαριωτάτην Αυτού Σάρκα εις το φρικτόν της θείας Ευχαριστίας Μυστήριον, δια να είναι αχώριστος αφ΄ ημών. Όθεν παρηγορεί ημάς λέγων: «Ιδού εγώ μεθ΄ υμών ειμι πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη: 20). Αθάνατε Νυμφίε των ψυχών μας! Εκείθεν από την δεξιάν του Θεού, όπου σήμερον εκάθισας Βασιλεύς των αιώνων, πέμψον ημίν την επαγγελίαν του Πατρός, το Πανάγιον Πνεύμα, όπερ είναι ο άλυτος σύνδεσμος της αγάπης, δια να είμεθα αχώριστοι από Σε, και να αξιωθώμεν εις την γην μεταλαμβάνοντες αξίως το άχραντόν Σου Σώμα και Αίμα, να είμεθα πάντα μέτοχοι της θείας Σου Χάριτος, και εις τον ουρανόν απολαμβάνοντες το μακάριόν Σου πρόσωπον, να είμεθα πάντα μέτοχοι της αιωνίου Σου δόξης. Αμήν.

Πέμπτη, Μαΐου 02, 2013

Ἠλίας Μηνιάτης - Εἰς τὸ Σωτήριον Πάθος







Ἠλίας Μηνιάτης (1669-1714): κληρικός, συγγραφεὺς καὶ ἐκκλησιαστικὸς ῥήτωρ ἐκ Κεφαλληνίας. Διετέλεσεν Ἐπίσκοπος Κερνίτσης καὶ Καλαβρύτων.
Τῇ Ἁγία καὶ Μεγάλῃ Παρασκευῇ

Πῶς ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ πῶς ἔκαμεν ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν! Ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τῆς γῆς, τὸ ἔπλασε μὲ τὰς χεῖράς του, τὸ ἐμψύχωσε μὲ τὴν πνόην του, τὸ ἐτίμησε μὲ τὴν εἰκόνα του, καὶ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ ἐκατάστησε τὸν Θεὸν χωρὶς μορφήν, χωρὶς πνοήν, ὅλον αἷμα, ὅλον πληγάς, προσηλωμένον εἰς ἕνα ξύλον. Βλέπω ἐκεῖ ἕνα Ἀδάμ, καθὼς τὸν ἔπλασε ὁ Θεός, ἔμψυχον εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐστεφανωμένον δόξῃ καὶ τιμῇ, αὐτεξούσιον βασιλέα πάντων τῶν ὑπὸ σελήνην κτισμάτων, εἰς τὴν ἀπόλαυσιν ὅλης τῆς ἐπιγείου μακαριότητος. Βλέπω ἐδῶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν, καθὼς τὸν ἀκατάστησεν ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς κάλλος, χωρὶς εἶδος ἀνθρώπου, ἐστεφανωμένον μὲ ἀκάνθας, κατάδικον, ἄτιμον, ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, εἰς τὴν ἀγωνίαν τοῦ πλέον ἐπωδύνου θανάτου. Συγκρίνω τὴν μίαν μὲ τὴν ἄλλην εἰκόνα, τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν παράδεισον, τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Σταυρόν, καὶ στοχάζομαι τί ὡραῖον πλάσμα ἔκαμαν τὸν ἄνθρωπον τὰ πλουσιόδωρα χέρια τοῦ Θεοῦ· καὶ τί ἐλεεινὸν θέαμα ἔκαμαν τὸν Θεὸν τὰ παράνομα χέρια τῶν ἀνθρώπων! Γνωρίζω ἐκεῖ εἰς τὴν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου ἕνα ἔργον, μὲ τὸ ὁποῖον ἐστεφάνωσεν ὅλα του τὰ ἔργα ὁ Θεός· καὶ γνωρίζω ἐδῶ εἰς τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ μίαν ἀνομίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπλήρωσεν ὅλας του τὰς ἀνομίας ὁ ἄνθρωπος. Ξανοίγω ἐκεῖ μίαν ἄπειρον ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον· ἐδῶ μίαν ἄπειρον ἀχαριστίαν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν· καὶ δὲν ἠξεύρω ἢ τί περισσότερον νὰ θαυμάσω ἢ τί περισσότερον νὰ ἐλέγξω. Τοῦτο ἠξεύρω, πὼς ἐξίσου πρέπει νὰ κλαύσω καὶ τὸν Θεόν, ὅπου τόσα ἔπαθε, καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου τόσα ἐτόλμησε. Ἐγὼ δὲν ξεχωρίζω τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν δακρύων μου. Διατί, ὅταν θρηνῶ τὰ πάθη, ἐγὼ ἀπεικάζω τὴν ἀφορμὴν τῶν παθῶν· ὅταν μετρῶ τὰς πληγάς, ἐγὼ εὑρίσκω τὰ χέρια ὅπου τὰς ἄνοιξαν· ὅταν θεωρῶ Ἐκεῖνον, ὅπου ἐσταυρώθη, θεωρῶ καὶ ἐκεῖνον, ὅπου τὸν ἐσταύρωσε· καὶ εἰς τὸν θάνατον ἑνὸς ἀδικοφονευμένου Θεοῦ, ἐγὼ ξανοίγω ἄνθρωπον τὸν φονέα.

Τοῦτο εἶναι, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἄλλα, τὸ μεγαλύτερον πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι, ὅπου τοῦ πλήττει τὴν κεφαλὴν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἀκάνθινον στέφανον. Τοῦτο, ὅπου τοῦ κεντᾶ τὴν πλευρὰν περισσότερον ἀπὸ τὴν λόγχην. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν βασανίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσήλωσιν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ πικραίνει τὰ χείλη περισσότερον ἀπὸ τὴν χολήν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ βαρεῖ περισσότερον ἀπὸ τὸν σταυρόν. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν νεκρώνει γληγορώτερον ἀπὸ τὸν θάνατον: Νὰ βλέπῃ αἰτίαν τοῦ πάθους του καὶ τοῦ θανάτου του ἕνα ἄνθρωπον, τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του. Καὶ τοῦτο ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλη ἡ ἀφορμὴ τῶν δακρύων μας, πὼς ἡμεῖς ἐσταυρώσαμεν, ἡμεῖς ἐθανατώσαμεν τὸν Θεόν μας. Ἀνίσως καὶ τοιούτου πάθους ἄλλος ἤθελ᾽ ἦτον ἡ ἀφορή, ἡμεῖς μ᾽ ὅλον τοῦτο ἔπρεπε πολλὰ νὰ πονέσωμεν, διατὶ ἄλλος τόσα δὲν ἔπαθε· ἀλλὰ νὰ εἴμασθεν ἡμεῖς ἀφορμή, πρέπει καὶ νὰ πονέσωμεν, καὶ νὰ ἐντραπῶμεν· πρέπει νὰ κλαύσωμεν καὶ τὸ πάθος του καὶ τὴν ἀχαριστίαν μας· πρέπει νὰ χύσωμεν διπλᾶ τὰ δάκρυα, διὰ νὰ εἶναι δάκρυα συμπαθείας καὶ συντριβῆς· καὶ τέτοιας λογῆς, νὰ θρηνήσωμεν καὶ τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἑαυτόν μας.

Ὅμως ἐγὼ δὲν ἀνέβηκα σήμερον μὲ τοιοῦτον σκοπὸν ἐπάνω εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν ἄμβωνα. Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ χριστιανοί, ὅπου τώρα καίουσι τὰ πάθη, ἀναμένουσι μόλον τοῦτο πότε νὰ ἀναστηθῇ ὁ Ἐσταυρωμένος, διὰ νὰ Τὸν βάλωσι πάλιν εἰς τὸν Σταυρόν· καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ παρακινήσω εἰς θρῆνον τοὺς χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ψηφῶ δάκρυα προσωρινά, ὁποῦ δὲν γεννῶνται ἀπὸ τὴν καρδίαν, ὁποῦ δὲν εἶναι τέκνα τῆς κατανύξεως· ἂς κρατοῦσι τὰ δάκρυά τους οἱ χριστιανοί, διὰ νὰ κλαίωσιν ἢ τὴν ζημίαν τοῦ πράγματος ἢ τὸν θάνατον τῶν συγγενῶν ἢ τὸ καλὸν τοῦ πλησίον· δὲν χρειάζεται ἀπὸ τέτοια δάκρυα ὁ Ἰησοῦς μου. Εἶναι καὶ ἄλλοι ὅπου Τὸν λυποῦνται, ἂν δὲν Τὸν λυποῦνται οἱ χριστιανοί, Τὸν λυπεῖται ὁ οὐρανός, καὶ σκεπάζει μὲ βαθύτατον σκότος τὸ γαληνόμορφον πρόσωπον· Τὸν λυπεῖται ὁ ἥλιος, καὶ κρύπτει εἰς ἔκλειψιν τὰς ἀκτῖνας· Τὸν λυπεῖται ἡ γῆ, καὶ σείεται ἀπὸ κλώνον καὶ ἀνοίγει τὰ μνημεῖα καὶ σχίζει ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ· Τὸν λυποῦνται καὶ αὐτοί, ὅπου τὸν ἐσταύρωσαν· ὅθεν στρέφονται τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη.

Ἐγὼ ἦλθα, ὄχι διὰ νὰ σᾶς κάμω νὰ κλαύσετε, ἦλθα διὰ νὰ σᾶς κάμω ἁπλῶς νὰ καταλάβετε, τί εἶναι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοῦτα τὰ τρία κεφάλαια.
Πρῶτον, τί εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου ἔπαθε·
Δεύτερον, τί ἔπαθε.
Τρίτον, διὰ ποῖον ἔπαθε.

Θέλετε ἀκούσει εἰς Ἐκεῖνον, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· εἰς ἐκεῖνα, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἀγάπην. Καὶ ἀνίσως εἰς τόσην συγκατάβασιν δὲν θέλετε θαυμάσει· εἰς τόσην ὑπομονὴν δὲν θέλετε συμπονέσει· εἰς τόσην ἀγάπην δὲν θέλετε εὐχαριστήση· τότε – ναὶ – θέλω εἰπεῖ πὼς ἡ καρδία σας εἶναι πέτρα σκληροτέρα ἀπὸ ἐκείνας, ὅπου ἐσχίσθησαν εἰς τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.

Δεῦτε λοιπὸν ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Γολγοθᾶ, εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ φρικώδους θεάματος· καὶ εἰς τόσον σκότος, ὁποῦ σκεπάζει τῆς οἰκουμένης τὸ πρόσωπον, ἂς προβάλῃ, διὰ νὰ μᾶς δείξη τὴν ὁδὸν τοῦ ζωοδόχου Σταυροῦ τὸ σεβάσμιον ξύλον.

Ποῦ εἶσαι; Πρόβαλε, ξύλον θεομακάριστον, ὅπου, ποτισμένον μὲ τὸ ζωηρὸν αἷμα Θεοῦ ἐσταυρωμένου, μᾶς ἐβλάστησες τὴν ζωήν. Τράπεζα πολύτιμε, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐπληρώθη σήμερον ἡ ἐξαγορὰ τῆς ἀνθρωπίνου σωτηρίας. Θρόνε ὑπέρτιμε, ὅπου ἐκάθισε καὶ ἐβασίλευσε κατὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ νεὸς βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Κλῖμαξ ἐπουράνιε, ὅθεν ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν μᾶς ἔδειξε τὴν ἀνάβασιν εἰς τὸν παράδεισον. Στύλε φωτοειδέστατε, ὅπου ὁδηγεῖς τὸν περιούσιον λαὸν εἰς τὴν μακαρίαν γῆν τῆς θείας ἐπαγγελίας. Σταυρὲ ἁγιώτατε, τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ στήριγμα, τῆς πίστεώς μας τὸ καύχημα! μίαν φορὰν ξύλον ἀτιμίας καὶ θάνατου, τώρα ξύλον δόξης καὶ ζωῆς! ὄργανον βασανιστήριον τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος καὶ ὄργανον τρισόλβιον τῆς σωτηρίας μας! Γένοιτο εἰς τὴν σημερινὴν θλιβερὰν διήγησιν ὅπου ἔχω νὰ κάνω, καθὼς ὅλος ἐπροσηλώθη εἰς ἐσὲ ὁ Ἰησοῦς μας, ἔτσι ὅλη νὰ προσηλωθῇ εἰς ἐσὲ ἡ καρδία μας!
ΜΕΡΟΣ Α´

Ὅλον τὸ θεμέλιον τῆς ὀρθοδόξου μας πίστεως εἶναι, πὼς ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, ἐστάθη ἀληθῶς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς φαίνεται μωρία εἰς τοὺς ἐθνικούς, ἂς εἶναι σκάνδαλον εἰς τοὺς Ἰουδαίους· «ἡμεῖς κηρύττομεν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον», καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος. Ὁ ἐσταυρωμένος οὗτος, ἦτον ἕνας σεσαρκωμένος Θεός· καὶ ἀγκαλὰ ἔπαθεν εἰς τὴν σάρκα μόνον, κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα μόνον, διατὶ ὡς Θεὸς ἦτον ἀπαθής, πλήν, ἐπειδὴ καὶ ὑποστατικῶς ἦτον ἡνωμένη καὶ ἡ σάρκα μὲ τὸν Θεῖον Λόγον καὶ ἡ ἀνθρωπότης μὲ τὴν θεότητα, ἡ σάρκα ἐκείνη ἦτον κυρίως τεθεωμένη, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦτον ἰδίως Θεός. Ἐκεῖνος ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου ἦτον ἀληθῶς καὶ υἱὸς Θεοῦ· εἷς Ἰησοῦς Θεάνθρωπος· ὥστε ὅπου, καθὼς εἶναι ἀληθινὸν πὼς ἐκεῖνος ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος, ἔτσι ὁμοίως εἶναι ἀληθινὸν πὼς ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ ἔπαθεν, ἦτον Θεός, Θεὸς ὕψιστος, βασιλεὺς τῶν αἰώνων, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο κατεδέχθη νὰ πάρῃ δούλου μορφήν, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος». Θεὸς ἀναμάρτητος, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο ἠθέλησε νὰ βαστάξη τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ φανῇ ὡσὰν ἕνας ἁμαρτωλός· Θεὸς πλήρης δόξης, πλήρης δυνάμεως, πλήρης ἀθανασίας, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο ἄδειασεν, ἐκένωσε (καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος) τὸν ἑαυτὸν Του ἀπὸ ὅλον τὸν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ θεότητος, μένοντας εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ πτωχείαν μόνην τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἕως νὰ ἀποθάνῃ· τὴν ὁποίαν κένωσιν «καὶ ὕφεσιν τινα καὶ ἐλάττωσιν» ὀνομάζει ὁ θεολόγος Γρηγόριος.

Μὰ τάχα τί χρεία ἦτο νὰ πάθη, νὰ σταυρωθῇ νὰ ἀποθάνῃ ἕνας Θεὸς; δὲν ἦτον ἄλλο μέσον, διὰ νὰ γένῃ τὸ μέγα ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Ἐδῶ θαυμάσατε τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ συγκατάβασιν. Ζάλευκος, ὁ βασιλεὺς τῶν Λοκρῶν, ἔκαμεν ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους ἕνα νόμον, ὅτι ἑνὸς μοιχοῦ νὰ ἐβγάνωσι καὶ τοὺς δύο ὀφθαλμούς· δικαιότατος νόμος, νὰ χάνη τὸ φῶς τῶν ὀμμάτων, ὁποῦ εἶναι τὸ ἀκριβώτερον πρᾶγμα τῆς ζωῆς, ὅποιος ἐγγίζει τοῦ ἄλλου τὴν τιμήν, ὅπου εἶναι τὸ ἀκριβώτερον πρᾶγμα τοῦ κόσμου. Πρῶτος, ὅπου παρέβη τὸν νόμον τοῦτον καὶ ἐπιάσθη εἰς μοιχείαν, ἐστάθη ὁ ἴδιος του υἱὸς καὶ ἀποφασίζει ὁ δικαιότατος βασιλεὺς νὰ τοῦ δοθῇ ἡ πρέπουσα παίδευσις. Παρακαλοῦσιν ὅλοι οἱ ἄρχοντες, παρακαλεῖ ὅλος ὁ λαὸς τὸν βασιλέα νὰ γένῃ ἵλεως πρὸς τὸν υἱόν του, τὸν διάδοχον καὶ κληρονόμον τῆς βασιλείας του, ἄλλ᾽ ἐκεῖνος στέκει στερεὸς εἰς τὴν γνώμην του καὶ θέλει καλλίτερα νὰ φυλάξη τὸν νόμον του, παρὰ τὸν υἱόν του. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ αἱ μεσιτεῖαι καὶ αἱ παρακλήσεις τὸν στενεύουσι δυνατά, ἄρχισε νὰ μαλακώνεται καὶ νὰ ἀκούῃ ὄχι μόνον δικαιοσύνην του, ἀλλὰ καὶ τὴν πατρικὴν ἀγάπην. Ἡ δικαιοσύνη - ἔλεγε συλλογιζόμενος μὲ τὸν ἑαυτόν του – ζητεῖ νὰ τυφλώσω τὸν υἱόν μου, διατὶ εἶναι παραβάτης τοῦ νόμου μου· ἡ ἀγάπη ἡ πατρικὴ ζητεῖ νὰ συμπαθήσω τὸν υἱόν μου, διότι εἶναι γέννημα τῶν σπλάγχνων μου. Ἂν ἐγὼ παραβλέψω τὴν δικαιοσύνην μου καὶ δὲν τὸν παιδεύσω καθὼς πρέπει, εἶμαι ἄδικος κριτής· ἂν παραβλέψω πάλιν τὴν ἀγάπην τὴν πατρικὴν καὶ τὸν τιμωρήσω καθὼς πρέπει, εἶμαι ἄσπλαγχνος πατήρ. Ἂχ τύχη! καὶ ἂν ἐγὼ ἔμελλον νὰ εἶμαι πατήρ, διὰ τί νὰ μὲ κάμῃς κριτὴν; ἂχ φύσις! καὶ ἂν ἐγὼ ἔμελλον νὰ εἶμαι κριτής, διατὶ νὰ μὲ καμῃς πατέρα; μὰ πῶς; ἀμφιβάλλω; ἐγὼ εἶμαι δίκαιος κριτής, ἡ δικαιοσύνη εἶναι τυφλὴ καὶ δὲν βλέπει εἰς τοῦ πταίστου τὸ πρόσωπον…, μὰ πάλιν τί ἀποφασίζω; ἐγὼ εἶμαι φιλότεκνος πατὴρ καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ὁμοίως τυφλή, καὶ δὲν βλέπει τοῦ πταίστου τὸ πταίσιμον. Εἶμαι βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νὰ παιδεύσω, μὰ καὶ ὡς βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νὰ συγχωρήσω· καὶ νὰ μὴ φυλάξω ἕνα υἱόν, ὁποῦ ἐγὼ ἐγέννησα; τί νὰ κάμω ὁ δυστυχής, καὶ κριτὴς καὶ πατὴρ; εἶναι τάχα μέσον νὰ φυλάξω καὶ τὸν νόμον μου, νὰ φυλάξω καὶ τὸν υἱόν μου; Ναί. Ἐδῶ χρειάζεται νὰ ἐβγοῦσι δύο μάτια· ἂς ἔβγῃ ἕνα ἀπὸ τὰ μάτια μου, ἂς ἔβγῃ καὶ ἄλλο τοῦ υἱόν μου· ἂς δώσῃ ἐκεῖνος τὸ ἕνα, διατὶ εἶναι πταίστης, ἂς δώσω καὶ ἐγὼ τὸ ἄλλο, διατὶ εἶμαι πατήρ· μὲ τοῦτο θέλω εὐχαριστήσει τὴν δικαιοσύνην μου καὶ τὴν ἀγάπην μου· μὲ τοῦτο θέλω φυλάξει τὸν νόμον ου καὶ τὸν υἱόν μου· μὲ τοῦτο θέλω φανῇ καὶ κριτὴς δίκαιος καὶ πατὴρ φιλότεκνος.

Ἔτσι ἔγινεν ἀκροαταί. Ἐδῶ δύο μάτια ἐχρειάζοντο, ὅμως ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, διὰ νὰ πληρωθῇ ὁ νόμος καὶ νὰ παιδευθῇ τὸ πταίσιμον, ἀπὸ τὸ ἄλλο διὰ νὰ φυλάξη ὁ κριτὴς πατὴρ τὴν ἀγάπην του, ὁ πταίστης υἱὸς τὸ φῶς του, εὑρέθη τοῦτος ὁ μέσος ὅρος, νὰ δώσῃ τὸ ἕνα ὁ πατὴρ καὶ τὸ ἄλλο ὁ υἱός. Τοῦτο εἶναι ἕνα παράδειγα ἐξαίρετον, ἀνάμεσα εἰς ὅλας τὰς ἱστορίας, μιᾶς ἄκρας καὶ βασιλικῆς δικαιοσύνης καὶ συγκαταβάσεως πατρκῆς· πλὴν εἶναι παράδειγμα ἀνθρώπινον, ὅπου δὲν φθάνει νὰ συγκριθῇ μὲ ἐκεῖνο, ὅπου ἔκαμεν ἕνας δίκαιος ὁμοῦ καὶ εὔσπλαγχος Θεός.
Ἀπόφασις θεϊκὴ ἦτον ἄνωθεν καὶ ἀπ᾽ ἀρχῆς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς, γεγραμένη εἰς τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, ὅτι ὅποιος ἤθελε φάγει ἀπὸ ἐκεῖνο καὶ ἤθελε παρέβη τὴν Θείαν ἐντολήν, νὰ εἶναι εὐθὺς παραδομένος εἰς τὸν θάνατον, «ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»· ἡμεῖς εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ παρέβημεν· «ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἥμαρτον»· ἡμάρτομεν μὲ τὴν προπατορικὴν καὶ ἀκόμη μὲ τὴν προαιρετικὴν ἁμαρτίαν, ὥστε ὅπου ὅλοι εἴμασθεν ὑποκείμενοι εἰς τὴν θείαν κατάραν· ὅλοι ἄξιοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἔπρεπε λοιπὸν ἡμεῖς ἢ νὰ λάβωμεν τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, νὰ χάσωμεν, ὡσὰν τὰ δύο μάτια, τὰς δύο ζωὰς ὅπου εἴχαμεν, τὴν σωματικὴν καὶ τὴν ψυχικήν, μὲ τὴν κόλασιν ἢ νὰ εὑρεθῇ ὁ τρόπος τῆς ἰατρείας. Μὰ ποῖος τρόπος, ὅπου τὸ χρέος μας μὲ τὸν Θεὸν εἶναι ἄπειρον; ἂν ἤθελον ἔλθῃ, ὡσὰν ὁ Μωϋσῆς ἢ ἄλλος τις τῶν προφητῶν, χίλιοι ἄνθρωποι· ἂν ἤθελον σαρκωθῇ χίλιοι ἄγγελοι νὰ ἀποθάνωσι, διὰ νὰ πληρώσωσι δι᾽ ἡμᾶς τὴν θείαν δικαιοσύνην, τὸ αἷμα, ὅπου ἤθελον χύσῃ ὅλοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι, δὲν ἤθελε φθάσει· ὡς αἷμα κτισμάτων, ἤθελ᾽ ἦτον πεπερασμένης, ἐλλειποῦς καὶ ὀλίγης τιμῆς, ἐνῷ τὸ χρέος μας πρὸς τὸν Θεὸν ἦτον ἄπειρον «ἔδει τοίνυν δυοῖν θάτερον – θεολογεῖ ὁ ἅγιος Πρόκλος - ἢ πᾶσιν ἐπαχθῆναι τὸν ἐκ καταδίκης θάνατον, ἐπειδὴ πάντες ἥμαρτον· ἢ τοιοῦτον δοθῆναι πρὸς ἀντίδοσιν τίμημα, ᾧ τῷ χρέει ἱκανὸν ὑπῆρχε δικαίωμα πρὸς παράτασιν. Ἄνθρωπος μὲν σῶσαι οὐκ ἠδύνατο· ὑπέκειτο γὰρ τῷ χρέει τῆς ἁμαρτίας. Ἄγγελος δὲ ἐξαγοράσασθαι τὴν ἀνθρωπότητα οὐκ ἴσχυεν, ἠμπόρει γὰρ τοῦ τοιούτου λύτρου. Ἄνθρωπος ψιλὸς σῶσαι οὐκ ἴσχυεν, (ἀκολουθεῖ ὁ αὐτὸς Διδάσκαλος), Θεὸς γυμνὸς παθεῖν οὐκ ἠδύνατο». Ἐδῶ ἐχρειάζοντο δύο φύσεις, ἀνθρωπίνη καὶ θεία· οὐχὶ ἀνθρωπίνη μοναχή, διατὶ μὲ τὸ νὰ πάθη καὶ ἀποθάνῃ δὲν ἐδύνατο νὰ σώσῃ, ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνη καὶ θεία ὁμοῦ, ἡνωμέναι εἰς ἕνα πρόσωπον. Τοῦτο τὸ πρόσωπον ἔπρεπε νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀποθάνῃ μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ὅπου εἶναι παθητὴ καὶ θνητή· ἀλλὰ διὰ τὴν θείαν φύσιν, ὅπου εἶναι ἀπείρου ἀξίας, ἐκεῖνο τὸ πάθος, ἐκεῖνος ὁ θάνατος, ἔπρεπε νὰ γένῃ καὶ ἔτσι ἔγεινεν. Ἤκουσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν δικαιοσύνην του, ὅπου ἐζήτει ἐκδίκησιν ἐναντίον μας, διατὶ εἴμασθεν παραβάται τῆς ἐντολῆς του· «ἐξαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα»· μὰ ἤκουσε καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὴν εὐσπλαγχνίαν του, ὅπου ἐζήτει συγχώρησιν δι᾽ ἡμᾶς, διότι εἴμασθε πλάσματα τῶν χειρῶν του. «Ζῶ ἐγώ, οὐ θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ». Ὁ Θεός, κριτὴς δίκαιος ὅπου θέλει νὰ φυλάξῃ τὸ πλάσμα του· τί νὰ κάμῃ; Κριτὴς καὶ Πατήρ, καὶ Θεὸς καὶ πλάστης, ηὗρεν ἡ ἄπειρός του σοφία ἕνα μέσον νὰ φυλάξῃ τὸν νόμον του καὶ νὰ φυλάξῃ καὶ νὰ πλάσμα του.

Ἐδῶ - εἶπε – χρειάζονται δύο φύσεις· Θεία καὶ ἀνθρωπίνη· ἂς δώσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὴν μίαν μὲ τὴν θνητὴν σάρκα, ἐγὼ δίδω τὴν ἄλλην μὲ τὸν Θεῖον Λόγον· ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς δύο φύσεις, καὶ ἀνθρωπίνην καὶ Θείαν, ἂς γενηθῇ ἕνα πρόσωπον Θεανδρικόν· τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεός. Τοῦτο ἂς πάθη, τοῦτο ἂς ἀποθάνῃ· ἀποθνήσκοντας ὡς ἄνθρωπος, τὸ αἷμα Του, ὅπου χύνεται, εἶναι ὡς τόσον πληρωμή, μά, ἐπειδὴ ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁμοῦ καὶ Θεός, τὸ αἷμὰ Του, ὅπου χύνεται, εἶναι μία πληρωμὴ ἄπειρος. Τέτοιας λογῆς εὐχαριστεῖται καὶ ἡ εὐσπλαγχνία μου, διατὶ μὲ τὸ αἷμα τούτου μόνου τοῦ ἀνθρώπου, λυτρώνονται οἱ ἐπίλοιποι ἄνθρωποι· εὐχαριστεῖται καὶ ἡ δικαιοσύνη μου, διατὶ μὲ τὸ αἷμα τούτου τοῦ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, πληρώνεται τὸ ἄπειρον χρέος· καὶ ἐγὼ θέλω φανῇ καὶ κριτὴς δίκαιος καὶ πλάστης φιλάνθρωπος.

Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀφορμή, κατὰ τὴν ὁποίαν χρείαν ἦτον νὰ πάθη καὶ νὰ ἀποθάνῃ ἕνας Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος, διὰ νὰ ἠμπορῇ ὡς ἄνθρωπος νὰ πληρώσῃ καὶ ὡς Θεὸς νὰ πληρωθῇ σωστά. Ἐδῶ, λέγω πάλιν, χριστιανοί μου, ἐχρειάζοντο ὡσὰν δύο μάτια, δύο φύσεις· ἡμεῖς οἱ πταῖσται, οἱ παραβάται τῆς Θείας ἐντολῆς, ἐδώκαμεν, ὡσὰν τὸ ἕνα ὀμμάτι, τὴν ἀνθρωπότητα· ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἔδωκεν, ὡσὰν τὸ ἄλλο, τὴν θεότητα· μᾶς ἔγγιζεν ἡ τιμωρία τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾽ εἰς τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἡ τιμωρία θανάτου ἐξηφανίσθη. Ἐπληρώσαμεν μὲ τὴν θείαν σάρκα, ἡνωμένην τῷ θείῳ Λόγω, καὶ ἐλυτρώθημεν μὲ τὸν θεῖον Λόγον, ἡνωμένον τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκί· εἶναι ὑψηλότατον νόημα τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου· «συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταὐτῷ γενέσθαι παραδόξως, ὅτι ὁ πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καὶ ὁ θάνατος διὰ τὸν συνόντα Λόγον, ἐξηφανίζετο»· ὢ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβα- σις! Ἀλλ᾽ ὦ Θεέ, πολυέλεε καὶ πολυεύσπλαγχνε, καὶ διὰ νὰ σώσῃς τὸν ἄνθρωπον, δὲν εἶχεν ἡ παντοδυναμία σου ἄλλον τρόπον, χωρὶς νὰ παραδώσῃς εἰς θάνατον τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν τοῦ θείου σου προσώπου; Χωρὶς ἀμφιβολίαν ἐδύνατο ὁ Θεός, ἐνεργῶν ὡς παντοδύναμος, καθὼς μὲ ἕνα λόγον εἶπε καὶ πάντα ἐγένετο, ἔτσι ὁμοίως μὲ ἕνα λόγον νὰ εἰπῇ καὶ νὰ γένῃ ἡ τοῦ ἀνθρώπου σωτηρία. Ἐδύνατο καὶ χωρὶς καμμίαν πληρωμὴν νὰ μᾶς ἀφήση τὸ ἄπειρον χρέος, ἐδύνατο καὶ χωρὶς τὸν θάνατον τοῦ ἰδίου του Υἱοῦ νὰ συγχωρήσῃ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ ἀνθρώπου· ἐδύνατο καὶ χωρὶς τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ σβέσῃ τὴν φλόγα τῆς αἰωνίου κολάσεως· ἐδύνατο, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τέτοιας λογῆς δὲν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τὴν ἄπειρον δύναμιν, δὲν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τὴν ἄπειρον συγκατάβασιν. Ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ κάμῃ καὶ ὡς κριτὴς καὶ ὡς πατήρ· νὰ δείξῃ καὶ τὴν δικαιοσύνην του καὶ τὴν φιλανθρωπίαν του πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ ἦτον ὁ παραβάτης τοῦ νόμου του, καὶ νὰ κάμῃ ὡσὰν κριτής, νὰ δείξῃ τὴν δικαιοσύνην του πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστόν, ὅπου ἦτον ὁ Υἱός του. Ἐλυπήθη περισσότερον τὸν ἄνθρωπον, παρὰ τὸν Μονογενῆ του Υἱὸν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀκόμη καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἠθέλησε νὰ θυσιάσῃ τὸν μονογενῆ του υἱὸν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὰ ἰδέτε τὴν διαφορετικὴν τοῦ πράγματος ἔκβασιν. Ἔφθασεν ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν διατεταγ- μένον τόπον, ἑτοίμασε τὸ θυσιαστήριον ἔβαλεν ἐπάνω τὰ ξύλα, ἄναψε ὑποκάτω τὴν φωτίαν καί, συμποδίζοντας τὸν υἱόν του τὸν Ἰσαάκ, τὸν ἔρριψε ἐκεῖ· ἔπιασε τὴν μάχαιραν, ἐσήκωσε τὴν δεξιάν, ἀλλ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἤθελε νὰ κατεβάσῃ τὴν θανατηφόρον πληγήν, εἶδεν ὁ Θεὸς καὶ εὐσπλαγχνίσθη· καὶ «Ἀβραάμ, Ἀβραὰμ – εἶπε –στάσου μὴ ἐπιβάλῃς τὴν μάχαιράν σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποιήσης αὐτῷ μηδὲν»· φθάνει με ἡ καλή σου προαίρεσις, ἂς ζῇ ὁ υἱός σου Ἰσαάκ, διὰ νὰ εἶναι πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν, ὅπου θέλω εὐλογήσει καὶ θέλω πληθύνει ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης.

Καὶ τί παράδοξον, ἦτον, Θεέ μου, ἂν ὁ Ἀβραὰμ ἤθελε θυσιάσει τὸν υἱὸν του διὰ τὴν ἀγάπην σου; ἐσὺ εἶσαι Θεὸς ὅ,τι κάμῃ διὰ σὲ ἕνας ἄνθρωπος, τὸ κάνει χρεωστικῶς καὶ ἀξίως· μὰ τί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος; ἕνας μικρὸς σκώληξ τῆς γῆς, παραβάτης τῶν ἐντολῶν σου· καὶ τόσον τὸν ἀγαπᾷς, ὁποῦ θυσιάζεις τὸν υἱόν σου διὰ τὴν ἀγάπην του; «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτὸν»; Δὲν εἶναι ἄλλο· τόση εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ συγκατάβασις· ἐλυπήθη τὸν υἱὸν ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ θυσιασθῇ, καὶ δὲν ἐλυπήθη τὸν ἴδιὸν του υἱόν, ἀλλὰ ἄφησε νὰ ἀποθάνῃ· «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο· ἀλλ᾽ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτὸν»· παρέδωκε νὰ τὸν πωλήσωσιν οἱ μαθηταί του, νὰ τὸν ἀρνηθῶσιν οἱ φίλοι του, νὰ τὸν κρίνωσιν οἱ ἐχθροί του. Τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν φθόνον τῶν Ἰουδαίων, εἰς τὴν κρίσιν τῶν ἐθνικῶν, εἰς τὰς κατηγορίας τῶν ἱερέων, εἰς τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν στρατιωτῶν, εἰς τὸ μῖσος καὶ εἰς τὴν μανίαν ἑνὸς ἀχαρίστου λαοῦ, ὅπου ἐδίψα τὸ αἷμα του. Τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐμπτυσμούς, εἰς τὰ ραπίσματα, εἰς τὰς μάστιγας, εἰς τὰς ἀκάνθας, εἰς τὸν σταυρόν, μὲ ἕνα τρόπον, ὅπου δὲν τὸν ἐλογίασεν ὡσὰν υἱόν, ἀλλ᾽ ὡσὰν ἕνα ἁμαρτωλόν, μάλιστα ὡσὰν αὐτὴν τὴν ἰδίαν ἁμαρτίαν, διὰ νὰ κρίνῃ ὡσὰν πταίστην τὸν υἱὸν καὶ νὰ ἀθωώσῃ τὸν πταίστην ἄνθρωπον· διὰ νὰ παιδεύσῃ τὸν ἀναμάρτητον, καὶ νὰ δικαιώσῃ τὸν ἁμαρτωλόν· διὰ νὰ πληρώσῃ εἰς ἐκεῖνον ὅλην του τὴν θείαν δικαιοσύνην, διὰ νὰ χύσῃ εἰς τοῦτον ὅλον του τὸ ἄπειρον ἔλεος· εἶναι νόημα τοῦ Παύλου «τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν, ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ»· ὢ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβασις!

Τοιαύτη ἦτον ἡ διάθεσις τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν υἱόν· ποία δὲ τοῦ υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα; Μία ἄκρα ὑπακοή· «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου». Καὶ τῆς μὲν ἄκρας ταπεινοφροσύνης δίδει τὸ πρῶτον σημάδι εἰς τὸ ἐστρωμένον ἀνώγεον· ἐδῶ τὴν πρώτην φορὰν φαίνεται ἐν δούλου μορφῇ, πλύνει μὲ τὰ ἴδια του χέρια τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν εἰς τὸν νιπτῆρα καὶ δίδει τὸν ἑαυτόν του τροφὴν τοῖς μαθηταῖς εἰς τὸ Μυστήριον. Τῆς δὲ ἄκρας ὑπακοῆς, εἰς τὸν κῆπον Γεθσημανῇ· ἐδῶ, ἀγκαλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος δείχνων ὅλη τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως, λυπεῖται, μὲ μίαν λύπην τόσον βαθεῖαν, ὅπου τοῦ ἤφερεν ἕως θανάτου τὴν ψυχήν· ἀγωνίζεται μὲ ἕναν ἀγώνα τόσον πολύν, ὅπου τὸν ἔκαμεν νὰ ἐβγάλῃ ἱδρῶτα ὡσὰν αἷμα περισσόν, εἰς τόσον ὅπου ἔτρεχεν ἕως εἰς τὴν γῆν· πίπτει μὲ τὸ πρόσωπον κάτω καὶ μὲ τὴν ψυχὴν εἰς τὰ χείλη παρακαλεῖ ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ δοκιμάση τὸ πικρὸν ἐκεῖνο τοῦ θανάτου ποτήριον· μ᾽ ὅλον τοῦτο, ὑπήκοος μέχρι θανάτου εἰς τὸ θέλημα τοῦ πατρός. «Πάτερ – λέγει – οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ, γενηθήτω τὸ θέλημὰ σου». Στρεφόμενος πρὸς τοὺς τρεῖς μαθητάς, ὅπου ηὗρε καθεύδοντες, τοὺς ἐξυπνεῖ καὶ «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν» εἶπεν, ἐκεῖ, ὅπου μᾶς κράζει τοῦ πατρὸς τὸ θέλημα καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ σωτηρία.

Τώρα τί περισσότερον νὰ θαυμάσωμεν, χριστιανοὶ; τὸν ὁρισμὸν τοῦ Πατρός, ὅπου ἀπεφάσισε τὸν Υἱόν του εἰς θάνατον; ἢ τὴν ὑπακοὴν τοῦ Υἱοῦ, ὅπου τρέχει εἰς τὸν θάνατον μὲ τόσην προθυμίαν; οὐχί, καὶ εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ πατρὸς καὶ εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Υἱοῦ, ἡμεῖς πρέπει νὰ θαυμάσωμεν τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβασιν;

Ὁ Θεός, διὰ νὰ λυτρώσῃ τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν τυραννίδα τῆς Αἰγύπτου, ἔστειλεν ἕναν ἄνθρωπον, τὸν Μωϋσῆν. Διὰ νὰ σγχωρῇ τὰς ἁμαρτίας τῶν Ἑβραίων, ἔκαμε καὶ ἐχύνετο εἰς τὸ ὁλοκαύτωμα τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν, ὅπου ἦτον αἷμα τράγων καὶ μόσχων· μά, διὰ νὰ λυτρώση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν τυραννίδα τοῦ ᾅδου, ἦλθεν αὐτὸς ὁ Ἴδιος προσωπικῶς· «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»·διὰ νὰ ἐξαλείψη τὰς ἁμαρτίας μας, ἔχυσεν αὐτὸς τὸ Ἴδιον αἷμα· «οὐ δι᾽ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος ἔσωσεν ἡμᾶς». Τόσον πολύτιμος εἶναι ἡ σωτηρία μας ὅπου ἀξίζει τὸ αἷμα ἑνὸς Θεοῦ. Μία μοναχὴ σταλαγματία τοῦ θείου αἵματος, εἶναι ὁ ἀκριβώτερος μαργαρίτης τοῦ παραδείσου· καὶ μία μοναχὴ σταλαγματία ἔφθανε, διὰ νὰ σβύσῃ ὅλας τὰς φλόγας τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο, τόσον πλουσιοπάροχα, ἐχύθη διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ὅπου ἐχύθη ὅλον καὶ δὲν ἔμεινε μία σταλαγματία εἰς τὴν φλέβα τοῦ ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Στοχασθῆτε καλὰ τοῦτο τὸ μέγα πρᾶγμα, χριστιανοί· Τοῦτος, ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· τοῦτος ἔχυσε, διὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσῃ τὰς ψυχὰς ὅλον τὸ αἷμα· καὶ ἡμεῖς, ἀλλοίμονον! κρατοῦμεν ἀκόμη αἰχμαλώτους τὰς ψυχάς· ἡμεῖς ἀκόμη δουλεύομεν τῇ ἁμαρτία· ἡμεῖς ἀκόμη δὲν ἤλθομεν εἰς ἐξομολόγησιν καὶ μετάνοιαν· καὶ λοιπόν, τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματὶ μου; ἠμπορεῖ νὰ μᾶς εἰπῇ ὁ Σωτήρ. Τόσον αἷμα, ὅπου ἔχυσα ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη μου· ἡ ἀγωνία, ὅπου ἔκαμα εἰς τὸν κῆπον· τόσον, ὅπου ἔτρεξεν ἀπὸ ὅλον μου τὸ σῶμα εἰς τὰς μάστιγας, ἀπὸ τὴν κεφαλήν μου διὰ τὰς ἀκάνθας, ἀπὸ τὴν πλευράν μου διὰ τὴν λόγχην· τόσον αἷμα ἀπὸ τὰς πληγὰς τῶν χειρῶν καὶ ποδῶν ἔπεσε ματαίως εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ τὸ καταπατοῦσιν οἱ ἄνθρωποι; τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου!

Πατὴρ ἄναρχε, ἐγὼ ἔκαμα τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον, ἔπαθα, ἐσταυρώθηκα, παρέδωκα τὸ πνεῦμα, ἔχυσα ὅλον τὸ αἷμα διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν χριστιανῶν, μὰ οἱ χριστιανοὶ δὲν γνωρίζουσι τὸν σωτῆρα τους, δὲν θέλουσι τὴν σωτηρίαν τους, ἀγαποῦσι τὴν κόλασίν τους· λοιπὸν διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπου μὲ ἐσταύρωσαν, ὅπου μὲ ἔκαμαν νὰ ἀποθάνω, ζητῶ συγχώρησιν: «ἀφες αὐτοῖς»· διὰ τοὺς χριστιανούς, ὁποῦ μὲ ἔκαμαν νὰ ἀποθάνω δίχως ὄφελος τῶν πολλῶν, ζητῶ κρίσιν: «κρῖνον αὐτοὺς ὁ Θεὸς»· ἡ δικαιοσύνη σου μὲ ἔκαμε νὰ χύσω τὸ αἷμα μου, ἡ δικαιοσύνη σου ἂς ἐκδικήσῃ τὸ αἷμα μου.

Καὶ δὲν ἔχει καμμίαν ἀπολογίαν ἕνας χριστιανὸς ἀμετανόητος. «Ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας, καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος» λέγει ὁ Παῦλος· ὅσῳ τιμιωτέρα ἐστάθη ἡ ἐξαγορά του, τόσῳ βαρυτέρα θέλει εἶναι ἡ τιμωρία του.

Ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἂς δοξάσωμεν τὸν Σωτῆρα· ἂς κάμωμεν μετάνοιαν· καὶ ἂς λάβωμεν τὴν ὠφέλειαν τοῦ πολυτίμου ἐκείνου αἵματος, ὁποῦ ἐχύθη δι᾽ ἡμᾶς. Ἴδαμεν τὶς εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθε, καὶ ἐθαυμάσαμεν μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· ἂς ἰδῶμεν τί ἔπαθε, διὰ νὰ συμπονέσωμεν εἰς μίαν ἄκραν ὑπομονήν.
ΜΕΡΟΣ Β´

Ἴδετε ποτέ, χριστιανοί, ἕνα μικρὸν πλοιάριον μέσα εἰς πλατεῖαν θάλασσαν, μακρὰν ἀπὸ τὴν γῆν, ἐγκαταλελειμμένον ἀπὸ πᾶσαν τέχνην καὶ βοήθειαν, πολεμούμενον ἀπὸ ἐναντίους καὶ σφοδροτάτους ἀνέμους, συχνοδαρμένον ἀπὸ ἄγρια κύματα, ὅπου τέλος πάντων καταποντίζεται εἰς τὸν βυθὸν; τέτοιας λογῆς στοχασθῆτε νὰ βλέπετε εἰς τὴν αἱματώδη θάλασσαν τῶν πικροτάτων παθῶν, τὸν μονογενῆ υἱὸν τῆς Παρθένου, μακρὰν ἀπὸ τὰς ἀγκάλας τῆς ἠγαπημένης του μητρός· ἐγκαταλελειμ -μένον ἀπὸ τὸν ἄναρχον Πατέρα του, ὅπου μίαν φορὰν παρέδωκεν αὐτόν· μοναχόν, χωρὶς τὴν βοήθειαν καὶ συντρο -φίαν τῶν μαθητῶν, ὅπου τὸν ἀφῆκαν καὶ ἔφυγον.

Μά, ὄχι· ἐγὼ βλέπω ἕναν του μαθητήν, ὅπου ἔρχεται μὲ πλῆθος πολὺ στρατιωτῶν καὶ ὑπηρετῶν, μὲ ἅρματα, μὲ φανούς, μὲ λαμπάδας, πλησιάζει, τὸν ἀγκαλιάζει, τὸν φιλεῖ· εἰς καλὴν ὥραν ἦλθες, φίλε καὶ πιστὲ μαθητά, νὰ παρηγορήσης τὸν λυπημένον, νὰ συντροφεύσης τὸν ἐγκαταλελειμμένον Διδάσκαλον· μὰ – εἶπε μου – τί καλὸν μήνυμα φέρεις ἀπὸ τὴν αὐλὴν τῶν ἀρχιερέων; «Φίλε ἐφ᾽ ᾧ πάρει»; τοὺς ἐκατάπεισες τάχα νὰ ἀφήσωσιν εἰς εἰρήνην ἕνα θειότατον ἄνθρωπον, ὅπου δὲν ἔδωκε κανένα σκάνδαλον, μάλιστα ἔκαμε χιλίας εὐεργεσίας εἰς ὅλον τὸν λαὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ; ἢ τάχα ἐξάνοιξες πὼς τοῦ μελετοῦσι κανένα μεγάλον κακὸν καὶ ἦλθες μὲ τόσην παράταξιν νὰ τοῦ δώσῃς βοήθειαν; Δὲν ἀποκρίνεσαι; Νὰ σὲ ἰδῶ καλύτερα ποῖος εἶσαι; Ἄχ! ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἰούδας ὁ προδότης, ὁ ἀποστάτης ἀπόστολος, ὁ δόλιος μαθητής· ἐσὺ εἶσαι, ὁποῦ τὸν ἐφίλησες τώρα, καὶ ἔρχεσαι νὰ τὸν παραδώσῃς; ὢ μεγάλη ἀχαριστία τοῦ Ἰούδα! ὢ μεγάλη συμφορὰ τοῦ Χριστοῦ.

Χριστιανοί, λέγουσι πώς, ὅταν Ἰούλιος ὁ Καῖσαρ εἶδε τοὺς φονεῖς, ὅπου ἦλθον νὰ τὸν φονεύσουν μέσα εἰς τὴν Γερουσίαν, καὶ ἐξάνοιξεν ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους τὸν Βροῦτον, ὅπου ἠγάπα ὡς υἱόν· «καὶ σὺ τέκνον»; τοῦ εἶπε· καὶ μὲ τοῦτο ἐσκέπασε τὸ πρόσωπόν του μὲ τὴν χλαμμύδα του, διὰ νὰ μὴ βλέπῃ τόσην ἀχαριστίαν, τὴν ὁποίαν ἐτρόμαξε περισσότερον ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ πόσην λύπην θὰ ἔλαβε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Ἰούδα; καὶ σὺ τέκνον; θὰ ἔλεγε· καὶ σὺ μαθητά μου; καὶ σύ, ἀπόστολέ μου, εἰς τὴν συντροφίαν τῶν ἐχθρῶν μου; μάλιστα καταφυγὴ τῶν ἐχθρῶν μου καὶ μὲ προδίδεις εἰς θάνατον; «Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως»; Ἀλλὰ εἰς τὴν μεγάλην ἀχαριστίαν τοῦ προδότου μαθητοῦ, εἶναι καὶ μεγάλη καταφρόνησις τοῦ προδομένου διδασκάλου. Ἐπροδόθησαν καὶ ἄλλοι, ἐπωλήθησαν καὶ ἄλλοι, ἀλλὰ καθὼς ἐπροδόθη καὶ ἐπωλήθη ὁ Χριστός, ἄλλος οὐδείς. Ἐπρόδωσεν ὁ Βροῦτος τὸν Καίσαρα, μὰ διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος· ἐπρόδωσεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν, ἀλλὰ διὰ τριάκοντα ἀργύρια· τόσον ἐνομοθέτησεν ὁ Μωϋσῆς νὰ πληρώνεται ὁ φόνος ἑνὸς δούλου. Κακὸν παράδειγμα, ὅπου ἄφησες, ὦ Ίούδα, νὰ πωλῆται διὰ φιλαργυρίαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ὁ Χριστός, ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ πραγματεύωνται τὰ μυστήρια. Ἐπώλησαν οἱ ἀδελφοὶ τὸν Ἰωσήφ, μὰ διὰ νὰ μὴ λάβῃ θάνατον· ἐπώλησεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν, ἀλλὰ διὰ νὰ λάβῃ θάνατον· «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι»· ἂν δὲν λογίζεται ὡς υἱὸς Θεοῦ, ὑπομονή, δὲν εἶναι ἀκόμη φανερὰ γνωρισμένος· μά, κἂν νὰ ἐλογίζεται ὡς υἱὸς ἑνὸς ἀνθρώπου! οὐδὲ τοῦτο· λογίζεται ὡσὰν ἕνα ἄλογον ζῶον, διωρισμένον εἰς τὴν σφαγήν.

Διψοῦσι τὸ αἷμά του οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ Συνέδριον ὅλον, συνηγμένοι εἰς τὰ παλάτια Ἄννα καὶ Καϊάφα, ὅπου, συρμένος ἀπὸ ὅλην τὴν σπεῖραν, παραστέκεται διὰ νὰ κριθῇ ὁ Ἰησοῦς. Οἱ κριταὶ ἐχθροί, οἱ μάρτυρες ψευδεῖς, ποίαν ἀπόφασιν ἀναμένομεν; «Ἔνοχος θανάτου ἐστὶν»· ἔνοχος θανάτου ἐστὶ; καὶ λοιπὸν ἂς πεθάνῃ μὰ τὶς χρεία εἶναι νὰ τὸν πτύουσι εἰς τὸ πρόσωπον; νὰ τὸν κολαφίζουν, νὰ τὸν ραπίζωσι; καί, διὰ περισσότερον περιγέλοιον, νὰ τοῦ σφαλίζωσι τὰ μάτια; καί, προσθέτοντες τὰς ὕβρεις τῆς βλασφήμου γλώσσης εἰς τὰς βαρυματίας τῆς ἱεροσύλου δεξιᾶς, ἐρωτοῦσιν εἰς κάθε ράπισμα: «προφήτευσον ἡμῖν (λέγοντες), Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; Σταθῆτε, ὦ ὑπηρέται τοληροί, καὶ ἐγὼ θέλω νὰ τὸν ἐρωτήσω: Ἰησοῦ μου, Λυτρωτά μου, ὅπου ἐκαταστήθης καὶ ἔγεινες παίγνιον τῶν ἀνθρώπων, διατὶ τώρα ἔχεις τὸ πρόσωπον, ὡσὰν σκεπασμένον μὲ τὸ κάλυμμα τῆς πίστεως, «προφήτευσον ἡμῖν· τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; προφήτευσον ἡμῖν ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου συχνότερα σὲ κολαφίζει, Ἰουδαῖος ἢ αἱρετικὸς ἢ ὀρθόδοξος; προφήτευσον ἡμῖν· τίνος εἶναι ἐκεῖνο τὸ χέρι, ὅπου σοῦ δίδει τὸ βαρύτερον ράπισμα; εἶναι χέρι σκανδαλοποιοῦ ἱερέως ἢ ἀνευλαβοῦς λαϊκοῦ; εἶναι χέρι πόρνης ἀσελγοῦς ἢ νέου ἀκολάστου; εἶναι χέρι ἀδίκου κριτοῦ ἢ πλουσίου πλεονέκτου; εἶναι χέρι φονέως αἱμοβόρου ἢ κλέπτου ἅρπαγος; προφήτευσον ἡμῖν· τί σοῦ πονεῖ περισσότερον; τὰ ραπίσματα τῶν Ἰουδαίων ἢ αἱ ἁμαρτίαι τῶν χριστιανῶν; Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς μου τώρα δὲν ὁμιλεῖ, σιωπᾷ, καὶ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄφωνος ἀμνός, ὁποῦ προεῖπεν ὁ Ἡσαΐας.

Ἀλλὰ θέλετε νὰ προφητεύσω ἐγὼ; Περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἀναρίθητα ραπίσματα, ὅπου τοῦ δίδουσιν οἱ ὑπηρέται τῶν ἀρχιερέων, τοῦ κακοφαίνονται τρία, ὅπου τοῦ δίδει ἕνας του μαθητής, ὁ Πέτρος, ὅπου τρεῖς φοραῖς τὸν ἀρνεῖται· «οὐκ οἷδα τὸν ἄνθρωπον». Ὁ Πέτρος ἡ πέτρα τῆς πίστεως, ἔγεινε πέτρα σκανδάλου· αὐτὴ εἶναι ἡ μοναχὴ πέτρα, ὅπου ἐρράγη, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνῃ ὁ Χριστός, ὅτε τρὶς ἠρνήθη τὸν διδασκαλον· μὰ πάλιν ἐρράγη εἰς τὴν συντριβὴν καὶ ἐγνώρισε τὸν διδάσκαλον. Καθὼς ἐκείνη ἡ πέτρα εἰς τὴν ἔρημον κτυπημένη μὲ τὴν ράβδον τοῦ Μωϋσέως, ἔτσι ἐτούτη συντετριμένη μὲ ἕνα βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ· μὲ ταύτην τὴν διαφοράν, πὼς ἀπὸ ἐκείνην ἔτρεξε νερὸν γλυκὺ ὡσὰν μέλι, ἀπὸ ἐτούτην δὲ ἔτρεξαν πικρότατα δάκρυα· «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς». Δίκαιον ἔχεις, ὦ Πέτρε, νὰ κλαίῃς ἀπαρηγόρητα, πάλιν μακάριος ἐσύ, ὁποῦ καθὼς ἐστάθης γλήγορος εἰς τὸ νὰ ἀρνηθῇς, ἔτσι ἐστάθης καὶ γλήγορος εἰς τὸ νὰ μετανοήσῃς, μίαν ὥραν ἐστάθης εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἔκλαυσες ὅλην σου τὴν ζωήν. Ἄθλιοι ἡμεῖς, ὁποῦ εἴμασθεν τόσον γλήγοροι εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τόσον ἀργοὶ εἰς τὴν μετάνοιαν· ἡμεῖς ἁμαρτάνομεν ὅλην μας τὴν ζωὴν καὶ δὲν κλαίομεν μίαν ὥραν.

Μὰ ἐγὼ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν τοῦ Πέτρου καταλαμβάνω πὼς ὁ ἀλέκτωρ ἐφώνησε τρίς, ὅπου ἦτον τὸ σημάδι τῆς μετανοίας του· καὶ λοιπὸν ἐξημέρωσεν, ἤνοιξε τὸ Πραιτώριον τοῦ Πιλάτου. Ἐδῶ ἀπὸ τὸ σπῆτι τοῦ Καϊάφα φέρεται δεμένος ὡσὰν κατάδικος ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ χέρια τῶν ἱερωμένων, μέσα εἰς τὰ σπίτια τῶν ἀρχιερέων κακά, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ χέρια τῶν λαϊκῶν, μέσα εἰς τὰ παλάτια τῶν ἀρχόντων χειρότερα. Ὤ ἀσύγκριτος δυστυχία τοῦ Ἰησοῦ! ποὺ ποτε δὲν εὑρίσκει καταφυγὴν καὶ βοήθειαν, ὁλοῦθεν καταφρόνησιν καὶ τιμωρίαν. Ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, Ἰουδαῖοι καὶ ἄρχοντες καὶ δοῦλοι, κριταὶ καὶ στρατιῶται, νέοι καὶ γέροντες, κάθε τάξις, ὅλος ὁ λαὸς τὸν κατακρίνουσι ὡς πταίστην, ὅλοι τὸν θέλουσι ἀποθαμένον, ὅλοι φωνάζουσι: «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτὸν»· ἕνας Βαραββᾶς λῃστὴς ἐπίσημος, προτιμᾶται ἀπὸ τὸν ἄπταιστον Ἰησοῦν, διὰ τὸν ὁποῖον μία εἶναι ὁλονῶν ἡ γνώμη καὶ ἡ φωνή: «σταυρωθήτω»· ἐξίσταται εἰς τόσην ὁργὴν ὁ ἡγεμὼν καὶ θέλει νὰ μάθῃ ποῖον εἶναι τὸ πταίσιμόν του, ὅθεν: «τὸ ἔθνος τὸ σὸν – λέγει – καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί, τί ἐποίησας»; Οὐχί, Πιλάτε ἐσὺ μόνος εἶσαι ξένος ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δὲν ἠξεύρεις τί ἔκαμεν ὁ Ναζωραῖος ἐτοῦτος; «Τί ἐποίησας»; ἐγὼ νὰ σοῦ εἰπῶ· τυφλοὺς ἐφώτισε, λεπροὺς ἐκαθάρισε, παραλύτους ἀνώρθωσε, νεκροὺς ἀνέστησε, λαοὺς πεινασμένους ἐχόρτασε, ψυχὰς πλανεμένας ἐδίδαξεν· αὐτὸ εἶναι τὸ πταίσιμόν του. «Τί ἐποίησας»; ἐρώτησαι τοὺς λαούς, ὁποῦ ἐκστατικοὶ ἤκουον τὸ θεῖον του κήρυγμα· ἐρώτησαι μίαν Σαμαρῖτιν, ὁποῦ μὲ ἕνα του λόγον, ἀπὸ πόρνη ἔγεινε παρθένος· μίαν Μαγδαληνήν, ὁποῦ ἀπὸ ἁμαρτωλὸς ἔγεινεν ἀπόστολος· ἕνα Ζακχαῖον, ὅπου ἀπὸ πλεονέκτης ἔγεινεν ἐλεήμων· ἕνα Ματθαῖον, ὅπου ἀπὸ τελώνης ἔγεινεν εὐαγγελιστής· ἐρώτησε ἕνα Λάζαρον, ὁποῦ ἀκόμη ζῇ, τὸν ὁποῖον ἓξ ἡμέρας εἶναι, ὁποῦ ἀνέστησε τεταρταῖον· ἐρώτησε τοὺς παῖδας τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου τὸν ἐπροϋπάντησαν μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, ψάλλοντες τὸ Ὡσαννά. «Τί ἐποίησας»· ἂν ἦτον δυνατὸν νὰ ὁμιλήσωσι καὶ ἡ θάλασσα καὶ οἱ ἄνεμοι, ὁποῦ τὸν ὑπήκουσαν, καὶ οἱ ἴδιοι δαίμονες, οἱ ἐχθροί του, ὁποῦ τὸν ὡμολόγησαν Υἱὸν Θεοῦ. «Τί ἐποίησας»· καὶ τί δὲν ἔκαμεν, ὦ Πιλάτε; ἂν εἶχες νοῦν νὰ ἐκαταλάβανες τὴν ὑψηλήν μας θεολογίαν, ἐγὼ σοῦ ἔλεγα: πὼς τοῦτος εἶναι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ προανάρχου Πατρός, «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»· ὅπου ἔκαμεν ὅσα βλέπεις καὶ ὅσα δὲν βλέπεις, τὴν γῆν μὲ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα· τὸν οὐρανὸν μὲ τὰ ἄστρα καὶ μὲ τὸν ἥλιον· ὁποῦ ἔκαμε τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ ἐσὲ τὸν ἴδιον, ὦ Πιλάτε· ἕνα μόνον πρᾶγμα δὲν ἔκαμε, τὴν ἁμαρτίαν· «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Τοῦτο τὸ ἠξεύρει καὶ ὁ Πιλάτος καὶ τὸ λέγει φανερὰ εἰς ἐπήκοον παντὸς τοῦ λαοῦ: «οὐκ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο… παράνομα κριτήρια τῆς γῆς, κρίσεις ἄδικοι τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων, δὲν φθάνει νὰ εἶναι ἄπταιστος, ὅταν πέφτῃ εἰς τὰ χέρια ἑνὸς ἀδίκου κριτοῦ, ὅπου ἔχει τὰ ἴδια τέλη, ὁποῦ φοβεῖται μὴ χάσῃ τὴν φιλίαν τοῦ Καίσαρος.

Ὁ ἄπταιστος Ἰησοῦς μαστιγώνεται καί, ἂν ἐρωτήσῃς τὴν ἀφορμήν, ὁ ἴδιος κριτὴς ἀποκρίνεται· διατὶ «οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· ὢ ἐλεεινὸν θέαμα! νὰ βλέπῃ τινὰς ἕνα Υἱὸν Θεοῦ, ὁποῦ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἀναβάλλεται τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον, γυμνὸν εἰς τὰ μάτια καὶ στρατιωτῶν, ὁποῦ ἐμπαίζουσι, καὶ Ἰουδαίων, ὁποῦ βλασφημοῦσιν! Αὐτοὶ ἁρματώνουσι τὴν ἀπάνθρωπον δεξιὰν μὲ τὰς μάστιγας· δέρνουσι, πληγώνουσι, καταξεσκλοῦσι τὰς καθαρωτάτας σάρκας τοῦ θείου Ἐμμανουήλ, ὁποῦ τρέμει, ἱδρώνει, ὀλιγοψυχεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ χυνομένου αἵματος. Καὶ τέτοια βάσανος δὲν ἐτύχαινεν ἐμὲ; τέτοιαι μάστιγες, δὲν ἔπρεπε νὰ δέρνουσι τὰς σάρκας μου, ὁποῦ ἔπταισαν μὲ χιλίων λογιῶν ἁμαρτίας; τόσον αἷμα δὲν ἔπρεπε νὰ τρέξῃ ἀπὸ τὸ κορμί μου, διὰ νὰ πλύνῃ τὰς ἀκαθαρσίας μου; Ἄγγελοι, Σεραφίμ, δράμετε τὸ ὀγληγορώτερον σκεπάσατε τὰ ἀμώμητα ἐκεῖνα μέλη, κρύψετὲ τα ἀπὸ τῶν ἀσεβῶν τὰ ἀκάθαρτα βλέμματα.

Μὰ ἐγὼ βλέπω καὶ τὰ ἐσκέπασαν μὲ κόκκινην χλαμύδα, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ στρατιῶται τὸν ἐνδύουσι διὰ παίγνιον, ὡς βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. Τοῦ βάνουσιν, ὡσὰν βασιλικὸν διάδημα, ἕνα ἀκάνθινον στέφανον, ὁποῦ τοῦ κεντᾶ καὶ πληγώνει βαθεῖα τὴν κεφαλή. Τοῦ δίδουσι βασιλικὸν σκῆπτρον ἕνα κάλαμον, τὸν ὁποῖον συχνοπαίρνουσιν ἀπὸ τὰ χέρια του, διὰ νὰ δέρνουσι τὴν κεφαλήν του. Γονατίζουσιν ἐμπρός του, ἐμπαίζοντές τον ὡς ἕνα μωρόν, καὶ τὸν χαιρετοῦσι μὲ ἐμπτυσμοὺς καὶ ραπίσματα· «χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Δὲν ἐσφάλετε, ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς· θέλοντες νὰ κάμετε ἕνα πλαστὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων, ἐκάματε τὸν ἀληθινὸν βασιλέα τῶν χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ μας Χριστοῦ, δὲν εἶναι, ὄχι, βασιλεία ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· τέτοιον βασιλέα καταφρονεμένον καὶ βασανισμένον προσκυνοῦμεν ἡμεῖς, διατὶ καυχώμεθα εἰς τὰς καταφρονήσεις καὶ εἰς τὰ βάσανα. Μὲ τέτοιαν ὀνειδιστικὴν χλαμμύδα τὸν θέλομεν, διατὶ τὸ ὄνειδός μας εἶναι δόξα καὶ τιμή· μᾶς ἀρέσει ὁ ἀκάνθινός του στέφανος διατὶ μᾶς ἀρέσει ἡ θλῖψις καὶ στενοχώρια. Δὲν ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἔχῃ ἄλλο σκῆπτρον, παρὰ ἕνα ἐλαφρὸν κάλαμον, διότι δὲν ὀρεγόμεθα βάρος περιουσίας βιοτικῆς. Δὲν ἐσφάλετε ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς, καὶ μὴ θέλοντες ἐχειροτονήσατε τὸν βασιλέα τῶν μαρτύρων μας καὶ ἀσκητῶν μας, ποὺ θέλουσι πολιτεύσειν τὸν οὐρανόν. Ἄχ! καὶ νὰ ἠξεύρετε πὼς τέτοιον βασιλέα, ὅπου τώρα ἐμπαίζετε, θέλουσι προσκυνήσει ὅλοι οἱ βασλεῖς τῆς γῆς. Νὰ ἠξεύρετε πὼς ὑποκάτω ἐκείνης τῆς ξεσχισμένης χλαμμύδος, ὁποῦ τοῦ ἐβάλετε, θέλουσιν ὑποταχθῇ εἰς προσκύνησιν πάντα τὰ ἔθνη. Νὰ ἠξεύρετε πὼς ἐκεῖνα τὰ ἀκάνθια, μὲ τὰ ὁποῖα τοῦ ἐπλέξατε στέφανον, θέλουσι γίνει βέλη κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἁγίας μας πίστεως. Νὰ ἠξεύρετε, πὼς μὲ ἐκεῖνον τὸν ἐλαφρὸν κάλαμον, ὅπου τοῦ ἐδώκατε, θέλει καταβάλει καὶ τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν.

Χριστιανοί, ὅπου μὲ ἀκούετε, δὲν εἶναι ἔτσι; τοιοῦτος σωστὰ εἶναι ὁ βασιλεύς, τοῦ ὁποίου ἡμεῖς εἴμεσθεν δοῦλοι. Βασιλεὺς τῶν πόνων καὶ τῆς ὑπομονῆς, καὶ ἰδέτε τον, ὅπου προβαίνει φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, συντροφιασμένος ἀπὸ τὸν Πιλάτον, ὁποῦ τὸν δείχνει εἰς τὰ μάτια ὅλης τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ λέγει: «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Κρατήσετε τὰ δάκρυά σας, δὲν θέλω νὰ κλαύσετε· θέλω νὰ προσκυνήσετε τὸν βασιλέα ἡμῶν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Πάτερ οὐράνιε, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ δὲν ἔχει οὔτε εἶδος, οὔτε κάλλος, εἶναι ὁ μονογενῆς σου Υἱός, ὁποῦ «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησας»; Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁ πολυπαθής, εἶναι ἐκεῖνος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, τοῦ ὁποίου ψάλλετε ἀκατάπαυστα τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ἐν οὐρανοῖς; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ποῦ εἶσθε, προφῆται, νὰ ἰδῆτε τὴν προσδοκίαν τῶν ἐθνῶν, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ἐπιθυμημένον Μεσσίαν; ποῦ εἶσθε, Ἀπόστολοι, νὰ ἰδῆτε τὸν Θεὸν καὶ διδάσκαλον; ποῦ εἶσαι, μήτηρ γλυκυτάτη Μαρία, νὰ ἰδῇς τὸν μονάκριβόν σου υἱὸν; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ἴδετε, ἱερεῖς, τὸν ἄκρον ἀρχιερέα σας· ἴδετε, παρθένοι, τὸν νυμφίον σας· ἴδετε, ὀρφανοί, τὸν πατέρα σας· ἴδετε, πλανεμένοι τὸν ὁδηγόν· ἴδετε, ἀσθενησμένοι, τὸν ἰατρόν· ἴδετε, ἁμαρτωλοί, τὸν σωτῆρα· ἴδετε χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ γνωρίσατε τὸν βασιλέα ἡμῶν· Χαῖρε ὁ βασιλεύς, ὄχι τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὁ θεῖος σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν· ὁ αἰώνιος νυμφίος τῆς ἐκκλησίας μας. Ἐσὺ δὲν ἔχεις εἶδος καὶ μορφὴν ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τοῦτο τὸ πρόσωπον λατρεύομεν· φιλοῦμεν τὰ σχοινία τῶν χειρῶν σου, ὁποῦ μᾶς ἰάτρευσαν· καταφρονεμένος, πληγωμένος, αἱματωμένος, ἂς εἷσαι ὁ βασιλεὺς ἡμῶν· ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»· μὰ ὄχι, ἴδε ὁ Θεός· σὲ γνωρίζομεν διὰ ἄνθρωπον, ὅταν βλέπωμεν τὰ πάθη σου· σὲ γνωρίζομεν διὰ Θεόν, ὅταν βλέπωμεν τὴν εὐεργεσίαν σου· ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ Θεός, διατὶ πάσχεις καὶ σώζεις.

Μὰ φθάνει, σὲ παρακαλοῦμεν, ἕως ἐδῶ· ἵλεώς σοι, Κύριε, μὴ πάθῃς ἄλλο περισσότερον· φθάνει καὶ περισσεύει διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ὅσον αἷμα ἔχυσες ἕως τώρα. Ἰησοῦ μου, ψυχὴ τῆς ψυχῆς μου, διὰ νὰ μὴ σὲ ἀφήσω νὰ μισεύῃς, ἂν ἦτον δυνατὸν ἤθελα νὰ σὲ κρύψω μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου. Μά, ἀλλοίμονο εἰς ἐμέ· αὐτὴ εἶναι ὅλη μολυσμένη ἀπὸ ἁμαρτίας καὶ φοβοῦμαι πὼς ἐσύ, ὁ καθαρώτατος, παρὰ νὰ στέκῃς εἰς τὴν ἀκάθαρτόν μου καρδίαν, κάλιον θέλεις νὰ στέκῃς εἰς τὸν σταυρόν· καὶ πήγαινε εἰς τὸν Σταυρόν, ὁποῦ ἐγὼ σὲ ἀκολουθῶ μὲ τὰ δάκρυά μου καὶ μὲ τὸν λόγον μου.

Καὶ ὄντως Σταυρὸς εἶναι ὁ θάνατος, εἰς τὸν ὁποῖον τὸν ἀπεφάσισεν ὁ Πιλάτος· «παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Καὶ λοιπὸν μὲ φοβεροὺς ἀλαλαγμούς, μὲ μεγάλας χαράς, μὲ ἄπειρον πλῆθος λαοῦ, τὸν παίρνουσιν ἀπὸ τὸ πραιτώριον τοῦ Πιλάτου οἱ Ἰουδαῖοι· καὶ οἱ στρατιῶται τοῦ φορτώνουσιν εἰς τοὺς ὤμους του τὸ τιμωρητικὸν ξύλον τοῦ σταυροῦ· τὸν περνοῦσιν ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φορτωμένον τὸ βάρος, ἀγωνισμένον ἀπὸ τὸν κόπον, στάζοντα ἱδρῶτα ἀπὸ ὅλον τὸ κορμί, τὸν ἀνεβάζουσιν ἐπάνω εἰς τὸν Γοργοθᾶ. Ποτίζουσι τὰ μαραμένα του χείλη μὲ ὄξος καὶ χολήν· καί, ἐπειδὴ πολλὰ ὀλίγη ζωὴ ἔμεινεν ἀκόμη εἰς ἐκεῖνα τὰ πολυπαθῆ μέλη, σπουδάζουσι τὸ γρηγορώτερον νὰ τελειώσωσιν τὸ παράνομον ἔργον. Τὸν ἐκδύουσι μὲ βίαν· τὸν ρίπτουσι εἰς τὴν γῆν, τὸν ἁπλώνουσιν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, καρφώνουσι πρῶτον τὴν δεξιάν, τὴν ἀριστερὰν ὕστερα, καὶ τοὺς δύο πόδας, καὶ τέλος πάντων, μὲ χίλιαις φοβεραῖς φωναῖς, συμπλεγμέναις μὲ ἄλλας τόσας βλασφημίας, τὸν σηκώνουσι ὑψηλὰ καὶ σταίνουσι τὸν Σταυρὸν ἐπὶ τὸν καλούμενον Κρανίου τόπον. Δὲν φθάνει, ἀλλ᾽ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν σταυρώνουσι καὶ δύο ληστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων διὰ νὰ μὴ λείψῃ εἰς τὴν ἄκραν βάσανον καὶ ἄκρα ἀτιμία· διὰ νὰ εἶναι διπλοῦν πάθος, καὶ σώματος καὶ ψυχῆς. Τοὺς πόνους τῆς σκληρᾶς ταύτης σταυρώσεως ἐκεῖνος μόνο ἔχει δύναμιν νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ, ὅπου μόνος ἔλαβεν ὑπομονὴν νὰ τοὺς δοκιμάσῃ. Λέγουσιν οἱ ἱεροὶ θεολόγοι, στοχαζόμενοι τὸ ἁγιώτατον σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πὼς ἦτον ὄχι ἔργον φύσεως, διατὶ δὲν ἦτον τῆς θείας δυνάμεως ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς · διατὶ ἦτον ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ ἐκ τῶν καθαρῶν αἱμάτων Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου, θεότευκτον κατοικητήριον μιᾶς ὁλοφώτου ψυχῆς· ὅπου ἔχει δηλαδὴ καὶ τὰς ἔξω αἰσθήσεις, καὶ τὰς ἔσω δυνάμεις εἰς μίαν ἄκραν τελειότητα. Λέγουσι· πὼς ὅλοι οἱ πόνοι ὁμοῦ, ὁποῦ ἐδοκίμασαν εἰς τὰς βασάνους οἱ μάρτυρες, δὲν εἶναι νὰ συγκριθῶσι ἕναν μόνον πόνον ἀπὸ ἐκείνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τὰ πάθη του ὁ Χριστός. Εἶναι ὅμως ἀκόμη καὶ τοῦτο, πὼς εἰς ἐκείνους τοὺς πόνους τῶν μαρτύρων ἔστεκεν ἀοράτως ὁ Θεός, ὅπου τοὺς ἐδυνάμωσε μὲ τὴν θείαν του χάριν· ὅθεν ἐκεῖνοι πολλάκις ἐχόρευον μέσα εἰς τὰς φλόγας, ἔχαιρον εἰς τὴν σφάγὴν καὶ ἢ ἐκεῖνοι ἦτον ὁλότελα ἀναίσθητοι εἰς τοὺς πόνους ἢ οἱ πόνοι ἦσαν πολλὰ ἐλαφροὶ εἰς ἐκείνην τὴν αἴσθησιν· ἀλλ᾽ εἰς τοὺς πόνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τὰ πάθη του ὁ Χριστός, παρέδωκεν αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ τρόπον τινὰ ὁλότελα τὸν ἐγκατέλειπε· τὸ λέγει ὡσὰν παραπονεμένος ὁ αὐτὸς Ἰησοῦς: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες»; Ὄχι πὼς ἡ θεότης ἐγκατέλειψε κἂν μίαν στιγμὴν τὴν ἀνθρωπότητα, μὲ τὴν ὁποίαν ἦτον ἀχώριστα ἡνωμένη ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ὑποστάσεως, ἀλλ᾽ ὅσον εἰς τὰ πάθη, ἡ θεότης τέτοιας λογῆς ἄφησε μοναχὴν τὴν ἀνθρωπότητα νὰ πάσχῃ καὶ νὰ πονῇ, ὡσὰν νὰ μὴν ἦτον μετ᾽ αὐτὴν ἡνωμένη ὁλότελα, διὰ νὰ μὴν ἔχῃ εἰς τὰ πάθη καμμίαν βοήθειαν, εἰς τοὺς πόνους καμίαν παρηγορίαν· «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες»;

Μὰ ἂν ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἐγκατέλιπε τὸν Χριστόν, δὲν τὸν ἐγκατέλιπε ἡ ἀγαπημένη του Μήτηρ. Ἄχ, χριστιανοί! ἂν ἕνας σταυρὸς κρατῆ τὸν Χριστὸν ὄπισθεν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, ἡ παρουσία τῆς γλυκυτάτης μητρὸς εἶναι ἄλλος ἕνας σταυρός, ὅπου ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια του. «Εἱστήκει παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ». Αὐτὴ στέκει, βλέπει, δὲν κλαίει, δὲν παραπονεῖται, καὶ βαστᾶ εἰς τὴν καρδίαν μὲ σιωπὴν ἐκείνην τὴν ρομφαίαν, ὁποῦ τῆς ἐπροεῖπεν ὁ Συμεών· στέκει ἐσταυρωμένη εἰς τὴν σταύρωσιν, μὰ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν γίνεται δεύτερος σταυρὸς τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐγὼ δὲν ἠξεύρω, ποῖος βασανίζεται περισσότερον, ὁ υἱὸς ἢ ἡ μητέρα; καὶ ποῖος υἱὸς ἐγνώρισε τέτοιαν μητέρα; ἐθλίβετο ἡ μητέρα, συνεθλίβετο καὶ ὁ υἱός. Ἐδοκίμαζεν ὁ υἱὸς εἰς τὸ πάθος του τὴν θλῖψιν τῆς μητρός, ἐδοκίμαζεν ἡ μητέρα σιμὰ εἰς θλῖψιν της τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ, καὶ ἐγίνετο εἰς τὸν υἱὸν καὶ εἰς τὴν μητέρα διπλῆ ἡ βάσανος, ὁποῦ ἔκανεν ἀπὸ τὸν πόνον τοῦ υἱοῦ καὶ ἀπὸ πόνον τῆς μητρὸς ἕνα μοναχὸν πόνον. Πόνον, ὅπου ἤρχετο ἀπὸ τὴν καρδίαν τοῦ υἱοῦ εἰς ἐκείνην τῆς μητρὸς καὶ ἐστρέφετο ἀπὸ τὴν καρδίαν τῆς μητρὸς εἰς ἐκείνην τοῦ υἱοῦ· καὶ τέτοιας λογῆς ἐρχόμενος καὶ στρεφόμενος, ἐγένετο πάντα πλέον σφοδρὸς καὶ ἐξανάσπα καὶ τὰς δύο καρδίας, διὰ νὰ τὰς φέρῃ εἰς μίαν. Καὶ πέλος πάντων ἢ ἤθελε σύρει υἱὸν εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μητρὸς ἢ ἤθελε σύρει τὴν μητέρα εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ υἱόν, ἂν ὁ Ἰησοῦς μου, ὅπου ἤθελε νὰ ἀποθάνη μοναχός, χωρὶς συντροφίαν εἰς τὸν σταυρὸν δὲν ἤθελεν ἐμποδίσει· μὰ πῶς; Μὲ ἕνα δεύτερον πόνον, ἀκόμη ἀπὸ τὸν πρῶτον μεγαλύτερον, ἀναγκαζόμενος νὰ μὴν τὴν γνωρίσῃ, ἀλλ᾽ ὡσὰν μίαν ξένην γυναῖκα, καὶ νὰ τῆς δώσῃ τὸν Ἰωάννην ὡσὰν ἄλλον υἱόν: «Γύναι, ἴδε, ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» Ἀλλ᾽ ὦ σταυρωμένε Βασιλεῦ, τί ὑπομένεις; ἐχόρτασες ἕως τώρα, πίνοντας τὸ πικρὸν τοῦ θανάτου ποτήριον; ὄχι· διψῶ. Ἀπὸ ὅλα τὰ βασανισμένα μέλη, ἡ γλῶσσα ἔμεινεν ἀκόμη, καὶ ζητεῖ πάθος ξεχωριστόν· ὅθεν γεύεται ὅξος μεμιγμένον μὲ ὕσσωπον, ὕστερην σταλαγματίαν τοῦ πικροῦ ποτηρίου. «Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς, εἶπε· τετέλεσται». Καὶ ἐδῶ, ὡσὰν φρόνιμος οἰκονόμος, γνωρίζοντας πὼς ἐγγίζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, κάνει εἰς τὴν καινὴν διαθήκην πλήρωμα καὶ τέλος εἰς τὴν παλαιάν. Καὶ ἀφίνει πρῶτον μὲν τῶν ἐχθρῶν του, τῶν Ἰουδαίων, τὴν συγχώρησι· «Πατὲρ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ἀφίνει τῶν στρατιωτῶν, ὅπου ἐσταύρωσαν, τὰ ἱμάτια, τὰ ὁποῖα «διεμερίσαντο ἑαυτοῖς, βάλλοντες κλῆρον». Ἀφίνει τοῦ καλοῦ ληστοῦ, ὅπου τὸν ἐπαρακάλεσε καὶ εἶπε: «μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», τὸν παράδεισον· «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ». Ἀφίνει τοῦ Κεντυρίωνος, ὅπου τὸν ἐγνώρισεν: «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος», τὴν θεογνωσίαν. Ἀφίνει τοῦ ἑνὸς μαθητοῦ, τοῦ Πέτρου, ὅπου τὸν ἠρνήθη καὶ ἐμετανοήσε, τὴν προτέραν χάριν τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος. Ἀφίνει τοῦ ἄλλου, τοῦ Ἰωάννου, τὴν ἐπιστασίαν τῆς ἰδίας μητρός: «ἴδε ἡ μήτηρ σου». Ἀφίνει τῆς λυπημένης μητρὸς τὴν συντροφίαν τοῦ μαθητοῦ, «ἴδε ὁ υἱός σου». Ἀφίνει τῆς νύμφης του Ἐκκλησίας τὰ ἑπτὰ μυστήρια. Ἀφίνει τῶν τέκνων του, τῶν χριστιανῶν, τὸν Σταυρόν του, νὰ βαστῶσιν εἰς ὅλην τους τὴν ζωήν· ἀφίνει τοῦ οὐρανίου Πατρὸς τὸ πνεῦμά του: «Πάτερ εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου»· ἀλλὰ καὶ τοῦτο μὲ τὴν συνηθισμένην ὑπακοήν· διατὶ «κλίνας τὴν κεφαλήν, παρέδωκε τὸ πνεῦμα». Ἐσὺ ἔμεινες νεκρὸς ἄφωνος, Θεῖε Λόγε, καὶ ἐγὼ κρατῶ πρὸς ὀλίγον τὸν λόγον μου, νὰ στοχασθῶσι τί ἔπαθες καὶ νὰ συμπονέσωσιν εἰς τὴν ἄκραν σου ὑπομονήν.
ΜΕΡΟΣ Γ´

Νὰ ἀποθάνῃ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποίαν ἐδύνατο νὰ τὴν ἐνεργήσῃ μὲ κάθε τρόπον ὡς παντοδύναμος, αὐτὸ εἶναι μία ἄκρα συγκατάβασις. Νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα θάνατον, συντροφιασμένον ἀπὸ τόσον ὄνειδος καὶ ἀπὸ τόσον πάθος, ἐκεῖ ὅπου ἐδύνατο νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα θάνατον ἁπλοῦν, χωρὶς τόσον ὄνειδος καὶ χωρὶς τόσον πάθος, αὐτὸ εἶναι μία ἄκρα ὑπομονή. Μὰ τάχα διὰ ποῖον ἔδειξε τὴν ἄκραν συγκατάβασιν; τάχα διὰ ποῖον ἔλαβε ταύτην τὴν ἄκραν ὑπομονὴν; Διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου ἦτον ἐχθρός· καὶ αὐτὴ εἶναι μία ἄκρα ἀγάπη.

Χριστιανοί, ὅταν ὁ Θεὸς ἡμῶν ἔπαθεν, ἐσταυρώθη καὶ ἀπέθανε δι᾽ ἡμᾶς, ἡμεῖς δὲν τὸν ἐγνωρίζαμεν διὰ Θεόν· ἡμεῖς ἐβλασφημούσαμεν τὸ ὄνομά του, ἡμεῖς ἐκαταπατούσαμεν τὸν νόμον του, ἡμεῖς ἐλατρεύαμεν ἄλλους θεούς, καὶ περιπλέον ἡμεῖς δὲν ἐκάναμεν καμμίαν ἀρετήν· μάλιστα ἡμεῖς ἤμασθεν βυθισμένοι εἰς πᾶσαν κακίαν· καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς ἤμασθεν ἄξιοι τῆς ὀργῆς του, ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως, ὡς ἁμαρτωλοὶ «ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε». Νὰ ἀποθάνῃ ὁ πατὴρ διὰ τὸν υἱὸν ἢ ὁ υἱὸς διὰ τὸν πατέρα ἢ ὁ συγγενὴς διὰ τὸν συγγενῆ, αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τὸ ἐπιζητεῖ ἡ φύσις καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἔγεινε καμμίαν φοράν. Νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν φίλον αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τὸ ἐπιζητεῖ ἡ φιλία, καὶ σημάδι μιᾶς ἀγάπης, τῆς ὁποίας ὁμοία δὲν εὑρίσκεται, λέγει ὁ ἴδιος Χριστός· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις θῇ τὴν ψυχὴν αὑτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὑτοῦ»· καὶ τοιαύτης φιλίας εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους κάποια παραδείγματα. Μὰ νὰ ἀποθάνῃ τινὰς διὰ τὸν ἐχθρόν του, τοῦτο δὲν ἐπιζητεῖ οὔτε ἡ φύσις, οὔτε ἡ φιλία· τοῦτο ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀκόμη δὲν ἔγεινε· τοῦτο τὸ παράδειγμα δὲν ἠκούσθη ποτέ· μὰ τοῦτο γίνεται τοῦτο ἀκούεται μέσα εἰς τὴν πίστιν ἡμῶν τῶν χριστιανῶν, διατὶ ὁ Θεὸς ἀπέθανε διὰ ἡμᾶς τοὺς ἐχθρούς του· εἶναι μία ἀγάπη ὑπὲρ φύσιν, ὑπὲρ λόγον, ὑπὲρ ἔννοιαν· ἀγάπη ἰδία τοῦ Θεοῦ· «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς (μαρτυρεῖ ὁ Παῦλος), ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Αὐτὴ εἶναι μία εὐεργεσία, τὴν ὁποίαν ἡμεῖς δὲν ἠθέλαμεν δυνηθῇ νὰ εὐχαριστήσωμεν ἀξίως, ἀνίσως καὶ ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς εἶχεν ἑκατὸν ζωὰς καὶ διὰ ἀγάπην Χριστοῦ παρέδιδε καὶ τὰς ἑκατὸν ζωὰς εἰς θάνατον. Ἀνίσως καὶ ἡμεῖς ἐζούσαμεν χιλίους χρόνους καὶ διὰ ἀγάπην Χριστοῦ ἐβαστάζαμεν εἰς ὅλους τοὺς χιλίους χρόνους τὸν Σταυρόν. Τέλος πάντων, ὅσα ἠθέλαμεν πάθη, τὰ ἐπάσχαμεν διὰ τὸν εὐεργέτην μας, ἐνῷ ὅσα ἔπαθεν ὁ Χριστός, τὰ ἔπαθε δι᾽ ἡμᾶς, τοὺς ἐχθρούς του. Καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο, εἰς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν ζωήν, ὅπου ἔχασε, δὲν ζητεῖ τὴν ζωήν μας· διὰ τὸ αἶμα ὅπου ἔχυσε, δὲν ζητεῖ τὸ αἶμά μας· ζητεῖ, διὰ τὴν ἀγάπην ὅπου ἔδειξε, τὴν ἀγάπην μας.

Καὶ μήτε τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἕνας τόσον εὐεργέτης Θεὸς; καὶ λοιπὸν πῶς ἔχω νὰ σᾶς ὀνομάσω, ὦ ἄνθρωποι; Τυφλούς, ὅπου δὲν βλέπετε τόσον καλὸν; ἀχαρίστους, ὅπου δὲν γνωρίζετε τόσην εὐεργεσίαν; σκληροκαρδίους, ὅπου δὲν μαλακώνεσθε εἰς τὴν ἀγάπην ἑνὸς Θεοῦ;

Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ δαίμονες μοναχὰ εἶναι τόσον στερεοὶ εἰς τὸ κακόν, ἀμετάτρεπτοι ἀπὸ τὴν γνώμην τους, ὅπου εἶναι αἰώνιοι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ποτὲ δὲν γίνονται φίλοι. Ἐσεῖς δὲν εἶσθε δαίμονες, μὰ πάλιν ἐσεῖς δὲν εἶσθε ἄνθρωποι· πρέπει νὰ εἶσθε τέρατα, συνθεμένα ἀπὸ φύσιν ἀνθρωπίνην καὶ ἀπὸ γνώμην δαιμονικήν· ὅπου διὰ νὰ γενῆτε φίλοι τοῦ Θεοῦ πάντα ἠμπορεῖτε καὶ ποτὲ δὲν θέλετε. Ἐκεῖνος ἂς ἔγεινεν ἄνθρωπος, ἂς ἔπαθεν, ἂς ἐσταυρώθη, ἂς ἀπέθανεν, ἂς ἔχυσεν ὅλον του τὸ αἷμα διὰ ἡμᾶς, ἐσεῖς δὲν τὸν θέλετε· ἄλλα τόσα νὰ πάθῃ, ἂν ἦτο δυνατὸν χίλιαις φοραῖς, πάλι νὰ ἀποθάνῃ, δὲν σᾶς μέλει, δὲν τὸν θέλετε. Αὐταὶ δὲν εἶναι αἱ ἡμέραι, εἰς τὰς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὸ πάθος, τὸν σταυρόν, τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ; ἀλλὰ ποῖος εἶναι ἀπὸ ἐσᾶς, ὅπου νὰ μετανοῇ ἀληθινὰ καὶ νὰ κλαίῃ πικρά, ὡσὰν ὁ Πέτρος; ποῖος εἶναι, ὅπου νὰ λέγῃ ἐκ καρδίας ὡς ὁ λῃστής: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»; καὶ ποῖος μάλιστα δὲν εἶναι ὅπου τώρα διὰ φιλαργυρίαν νὰ μὴ πωλῇ τὸν Χριστόν, ὡσὰν ὁ Ἰούδας; ὁποῦ, μὲ κάθε λογῆς ἁμαρτίαν, νὰ μὴ τὸν προσηλώνῃ, ὡσὰν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν Σταυρὸν; Ποῖος δὲν εἶναι, ὁποῦ νὰ μὴν ἔχῃ σκοπόν, εὐθὺς ὁποῦ ἀναστηθῇ, πάλιν νὰ τὸν σταυρώσῃ πρᾶγμα, ὁποῦ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐτόλμησαν. Ὁ Χριστὸς κρεμᾶται ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἐκεῖνος ὁ χριστιανὸς κρεμᾶται ἀπὸ τὰς ἀγκάλας μιᾶς πόρνης. Ἄλλος τὴν ἄφησε, μὰ διὰ νὰ τὴν ξαναπάρῃ τὸ γρηγορώτερον. Ἐκεῖνος οὔτε ἐγνοιάζεται νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ ξένον πρᾶγμα· ἐτοῦτος δὲν ἐσυμπάθησε τὸν ἐχθρόν. Ποῖος δὲν ἐμετανόησε ὁλότελα· καὶ ποῖος ἐμετανόησε, μὲ σκοπὸν νὰ γυρίσῃ εἰς τὴν προτέραν ἁμαρτίαν· καὶ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ; αὐτὸ δὲν ὠφελεῖ· καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Αὐτὸ καταπατεῖται. Μά, ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέθανε, διὰ νὰ κάμῃ τοὺς ἐχθρούς του φίλους, διὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς; αὐτοὶ δὲν θέλουσι, δὲν θέλουσι. Ἀμετανοήτοι, σκληροκάρδιοι ἁμαρτωλοί, καὶ ἂν δὲν τὸν θέλετε διὰ φίλον, ἔχετέ τον διὰ ἐχθρὸν καὶ ἐγὼ θέλω νὰ σᾶς τὸν δείξω τοῦτον τὸν ἐχθρόν σας, διὰ νὰ πληρώσετε τὴν ἐπιθυμίαν σας: Ἰδέτε τον καὶ χαρῆτε, παρηγορηθῆτε, χορτάσετε· ἰδέτε τον ἄνδρες, ἰδέτε τον γυναῖκες, ἰδέτε τον ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, ἄρχοντες καὶ πένητες· ἰδέτε τον ὅλοι σας τοῦτον σας τὸν ἐχθρόν· τὸν θέλετε πλέον καταφρονημένον, πλέον βασανισμένον ἀπὸ ὅ,τι τὸν βλέπετε; Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ πάθετε τέτοιας λογῆς καὶ ἀκόμη νὰ μὴ πληρώσετε τὴν Θείαν δικαιοσύνην, ἀκόμη νὰ εἶσθε ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καὶ αὐτός, ἔπαθεν ὅλα, διὰ νὰ μὴ πάθετε ἐσεῖς τίποτε· αὐτὸς ἐπῆρε τὸ χρέος σας καὶ ἐπλήρωσε μὲ τὸ ἴδιον αἷμα· ἐπῆρε τοὺς ὑπερηφάνους σας λογισμοὺς εἰς τὸν ἀκάνθινον στέφανον· ἐπῆρε τὰς βλασφημίας σας εἰς τὴν γεῦσιν τοῦ ὄξους καὶ τῆς χολῆς, ἐπῆρε τὰς ἔχθρας σας εἰς τὸ κέντημα τῆς πλευρᾶς, ἐπῆρε ταῖς ἁρπαγαῖς σας εἰς τὴν προσήλωσιν τῶν χειρῶν· ἐπῆρε τὰς σαρκικὰς ἀκαθαρσίας εἰς τὰς πληγὰς τῶν μαστίγων, ἐπῆρεν ὅλον τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας σας, εἰς τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ· ἐπῆρε τὰς ἁμαρτίας, μὰ δὲν ἐκέρδισεν ἀκόμη τοὺς ἁμαρτωλούς. Τόση ἀγάπη, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ ἀποθάνῃ διὰ τοὺς ἐχθρούς του; Τόση ἀχαριστία, καὶ οἱ ἔχθροί του δὲν γίνονται φίλοι του;

Ἀμέτανόητοι, σκληρόκαρδοι ἁμαρτωλοί! μὲ διαβολικὴν μηχανὴν οἱ λαοὶ τῆς Ἰαπωνίας, εἰδωλολάτραι ἕως τὴν σήμερον, ἐχθροὶ θανάσιμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν, εἰς τὸ κατώφλιον τῆς πύλης, ὅπου φέρει μέσα εἰς τὴν πόλιν, ἔσκαψαν ἐπάνω εἰς μάρμαρον τὸν τίμιον Σταυρόν, δίδοντες μὲ τοῦτο εἴδησιν πρὸς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ὁποίους δὲν θέλουσιν οὔτε νὰ ἀκούουσιν, οὔτε νὰ ἰδοῦσι πώς, ἂν θέλουν νὰ εἰσέβουν εἰς τὴν πόλιν τους, πρέπει πρῶτα νὰ πατήσωσι τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τολμᾷ τινὰς νὰ ὑπάγῃ εἰς μίαν χώραν τόσον ἀσεβῆ. Μὰ ἐγὼ μὲ ἔνθεον ζῆλον θέλω νὰ ὑπάγω, νὰ θέσω κάτω εἰς τὴν θύραν ἐκείνης τῆς πόρνης, ἐκείνης τῆς μοιχαλίδος, τοῦτον τὸν Ἐσταυρωμένον, διὰ νὰ μὴν ἠμπορῆτε νὰ εἰσέβητε ἐκεῖ μέσα, χωρὶς πρῶτα νὰ τὸν πατήσετε· καὶ πατήσατέ τον, πλὴν λέγω ὑμῖν; «ἀπ᾽ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς Δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ»· θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῆτε τοῦτον τὸν νεκρόν, κριτὴν φοβερὸν ζώντων καὶ νεκρῶν, μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς εἰς τὴν δευτέραν του παρουσίαν. Αὐτὰ τὰ μάτια δὲν θέλουσιν εἶσθαι πάντοτε σφαλιστά, οὔτε αὐτὰ τὰ χέρια πάντοτε καρφωμένα· θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῆτε ἐκεῖνα ἀναμμένα μὲ ὅλας τὰς φλόγας τῆς θείας ὀργῆς· τοῦτα ἁρματωμένα μὲ ὅλους τοὺς κεραυνοὺς τῆς θείας δικαιοσύνης· τοῦτο τὸ μαραμένον στόμα, ὅπου τώρα σιωπᾷ θέλει ἐβγάλει ὡσὰν βροντὴν τὴν φωνὴν καί, ἀφ᾽ οὗ ἐλέγξῃ τὴν ἀχαριστίαν σας, θέλει εἶπεῖ: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ».

Μὰ πάλιν ἐγὼ ἠξεύρω, γλυκύτατε Ἰησοῦ, πὼς ἡ ἀγάπη σου εἶναι ἕνα πέλαγος ἀνεξάντλητον, ὅπου δὲν ἔχει ὅριον. μεγάλη ἀληθινὰ εἶναι ἡ ἀχαριστία μας, πλὴν βάσταξε ἀκόμη ὀλίγον μὲ ἐκείνην τὴν συνηθιμένην ὑπομονήν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐβάσταξες τὸν Σταυρόν. Μακροθύμησον καὶ δός μοι θέλημα νὰ εἰπῶ διὰ τούτους τοὺς χριστιανοὺς ἕνα λόγον τοῦ συμπαθεστάτου σου στόματος: «ἄφες αὐτοῖς». Δὸς συγχώρησιν εἰς ἱερεῖς καὶ λαϊκούς, συγχώρησιν εἰς ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἂν ἕως τώρα σοῦ σταθήκαμεν ἐχθροί, πάλιν μὲ τὴν χάριν σου γινόμεθα φίλοι· καὶ μὲ ταύτην τὴν ἐλπίδα ἀσπαζόμενοι τοὺς ἀχράντους σου πόδας, Σὲ παρακαλοῦμεν, ὅταν κατέβῃς ἀπὸ τὸν Σταυρόν, νὰ ἔλθῃς νὰ προσηλωθῇς μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας, διὰ νὰ εἶσαι ἀχώριστος ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν. Ἀμήν.


από τον δικτυακό χώρο του Νεκταρίου Μαμαλούγκου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...