Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιουλίου 29, 2016

Οι καλοκαιρινοί έρωτες


καλοκαιρινοί



Οι καλοκαιρινές διακοπές κάνουν τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους να νιώθουν την ανάγκη για συντροφικότητα, για σχέση.

Οι καλοκαιρινοί έρωτες έρχονται σε στιγμές όπου το μυαλό δεν έχει άλλες προτεραιότητες. Η θέα των σωμάτων γεννά έλξεις και πειρασμούς. Η ψυχή νιώθει αδύναμη να αντισταθεί. Η παρέα σπρώχνει. Ο ενθουσιασμός εύκολος. Οι πειραματισμοί το ίδιο. Η μέθη ότι η μοναξιά νικήθηκε άμετρη. Και η βεβαιότητα ότι έτσι αξίζει η ζωή φαινομενικά ακατανίκητη.
Είναι πανίσχυροι οι καλοκαιρινοί έρωτες. Συνήθως όμως πρόσκαιροι. Αφήνουν πληγές. Ένα αίσθημα ματαίωσης. Την πίκρα ότι κρατάνε όσο ένα καλοκαίρι ή όσο οι διακοπές. Και χτίζουν γενικεύσεις. Ότι δύσκολα κρατά η αγάπη. Κι επειδή η ήττα είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα, δε χρειάζεται να προσέχουμε. Είναι προτιμότερο να αφηνόμαστε σε έναν έρωτα ο οποίος έτσι κι αλλιώς θα τελειώσει γρήγορα, να περάσουμε καλά, να χαρούμε την ελευθερία του θέρους μ’ αυτόν και να συνεχίσουμε τη ζωή μας σα να μην τρέχει τίποτα. Γι’ αυτό και πολλά τα τραγούδια για τις καλοκαιρινές αγάπες. Όπως όλα τα αισθήματα που αφήνουν μνήμες, δε γίνονται όμως αφετηρία σπουδής πάνω στο νόημα των σχέσεων.
Τι να πούνε οι μεγαλύτεροι στους νέους, όταν κι αυτοί έχουν περάσει από αυτό τον τρόπο; Όταν η εποχή προβάλλει ως καλοκαιρινό πρότυπο τα ατέλειωτα πάρτυ, τα ξενύχτια, τον στόχο της ηδονής, το «μ’ αρέσεις και σ’ αρέσω» ως την πεμπτουσία της σχέσης; Πώς να αντισταθεί ένας νέος, έφηβος, φοιτητής, θηρευτής των διακοπών, στο «μπορείς κι εσύ», στην αίσθηση ότι ο άλλος ή η άλλη είναι μάτια, μαλλιά, σώμα, εικόνα που δεν χρειάζεται να επενδύσεις ούτε σ’ αυτόν ούτε στην ψυχή σου; Δε χρειάζεται να μπεις στη λογική της ευθύνης για να κρατήσεις μια σχέση, να το σκεφτείς αν ταιριάζετε, αν έχει νόημα, αν αυτό που είσαι έχει την ιερότητά του. Όλα τα κατατρώει η αδηφαγία του δικαιώματος στην απόλαυση.
Η Εκκλησία εντούτοις έχει να προτείνει στους νέους τον δρόμο της αληθινής αγάπης, η οποία δεν περιορίζεται στον καλοκαιρινό έρωτα, αλλά βλέπει τη ζωή ως συνέχεια, ως πορεία στα χνάρια του Θεού που μας αγαπά και που ζητά από εμάς και η δική μας αγάπη να είναι συνειδητή και υπεύθυνη, τόσο έναντί Του όσο και έναντι οποιουδήποτε πλησίον μας. Η Εκκλησία δεν αρνείται τον δρόμο της παρέας, της κοινωνικότητας, της συνάντησης. Δεν μπορεί όμως να αποδεχτεί ως στάση ζωής την επιπόλαιη παράδοση στο τώρα, στην συνειδητή αποφυγή τού να δούμε τον άλλο ως πρόσωπο που έχει ανάγκη όχι μόνο από απόλαυση, αλλά κυρίως από το να μοιραστεί το βαθύτερο είναι του, να δώσει και να πάρει νόημα. Κι αυτό δε γίνεται μόνο με το σώμα.
Αυτός ο τρόπος πηγάζει από την καλλιέργεια ενός ήθους το οποίο βλέπει τον συνάνθρωπο με σεβασμό και υπευθυνότητα. Ήθος που στοχεύει στην ελευθερία από τα πάθη. Ήθος που υπερβαίνει την ροπή στον μιμητισμό και προκρίνει την χαρά τού «να είσαι» για να μπορείς να δώσεις. Αυτό είναι το ήθος της πίστης που κάνει τη δύναμη του έρωτα να στρέφεται προς το πρόσωπο και όχι προς το σώμα μόνο. Προς τον όλο χρόνο τελικά και όχι σε μια αγάπη για το καλοκαίρι.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 27 Ιουλίου 2016
το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2016

Η ΣΥΝΕΧΗΣ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η συνεχής Θεία Κοινωνία

Μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια έρχεται και ένας άλλος γλυκύς και ειρηνικός τρόπος κάθαρσης του νού κι αυτός είναι η συνεχής Θεία Κοινωνία. Είναι αυτό που λέγει έναν τροπάριο της ακολουθίας της Θείας Μεταλήψεως.
«Θεού το Σώμα και θεοί με και τρέφει, Θεοί το πνεύμα τον δε νούν τρέφει ξένως»
Αυτός ο λόγος, «τρέφει ξένως», σημαίνει πως το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που κοινωνούμε είναι η τροφή που καθαρίζει τους ακάθαρτους λογισμούς και αλλοιώνει αγαθώς τα φρονήματα προς ευσέβειαν. Ο λόγος αυτός μας λέγει ότι η μετοχή στα Άγια Μυστήρια φέρει κατά μυστικό τρόπο την υγεία της ψυχής και του σώματος.
Η συνεχής παρουσία της Θείας Κοινωνίας προσδίδει μυστικά δύο ευλογίες για την αντιμετώπιση των λογισμών, το ένα είναι η δύναμη της αντίστασης και το άλλο είναι ο θείος έρωτας.
Η παρουσία του Χριστού μέσα μας με την συνεχή Θεία Κοινωνία ντύνει τον πιστό με μια αγγελική πανοπλία για να μπορεί να αντέχει στα δόλια βέλη του πονηρού. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στην ύπαρξη του χριστιανού κατά μυστικό τρόπο , όπως το λέγει η προσευχή αυτή της Θείας Μεταλήψεως: «Είναι το Σώμα του Θεού που τον θεώνει και τον τρέφει, τους θεώνει το πνεύμα και τρέφει το νού με θεϊκό τρόπο». Ο νούς και η καρδιά του αγιάζονται και δυναμώνουν και αποκτούν την δύναμη να αντιστέκονται. Και λέγει ο Ιερός Χρυστόστομος:
«Η Θεία Κοινωνία είναι ένας ποταμός πιο δυνατός και πιο σφοδρός απ’ τη φωτιά, που όμως δεν κατακαίει, αλλά περιλούει και πυρπολεί αφλέκτως αυτόν που παίρνει αυτή την τροφή των αγγέλων μέσα του. Να! όπως παίρνεις το χρυσό και καθώς λειώνει στη φωτιά, αν ήταν δυνατόν να γίνει και να βουτούσες μέσα στο χέρι σου ή τη γλώσσα σου σ’ αυτόν ,τότε αμέσως θα γινόταν χρυσή , έτσι κι εδώ κι ακόμη πιο πολύ χρυσώνει την ψυχή σου το αίμα του Χριστού».
Με τη συνεχή θεία κοινωνία δυναμώνει η θέληση του πιστού και στηρίζεται από τον Χριστό με «πνεύμα ηγεμονικό» μπροστά στην ολισθηρότητα των λογισμών. Αντιστέκεται στον πειρασμό με μια δύναμη που ξεπηδά μόνη της από την καρδιά του. Μάλλον πρέπει να πούμε καλύτερα πως ο Χριστός είναι Αυτός που πολεμά και κάνει τον αγώνα και σώζεται ο πιστός εφ’ όσον είναι εντός του. Αφήνει σ’ αυτόν να πολέμα και να υπερασπίζεται. Στην πνευματική πρακτική διαπιστώνει κανείς ότι πολλές περιπτώσεις ανθρώπων μέσα από την συνεχή Θεία Κοινωνία έχουν θεραπευθεί από διάφορα ψυχικά νοσήματα.
Πολύ όμορφα και πάλι ο ίδιος ο Ιερός Πατήρ μιλά για το αίμα του αμνού που άλειψαν το Πάσχα οι Εβραίοι στις πόρτες τους και σώθηκαν από τον ολοθρευτή άγγελο και το αντιπαραβάλλει με το Αίμα του Χριστού, που κοινωνούμε στην Θεία Ευχαριστία
«Βλέπεις πως το αίμα εκείνο το αναίσθητο, το άψυχο, έσωσε τους ανθρώπους που έχουν ψυχές όχι επειδή ήταν αίμα, αλλά επειδή συμβόλιζε και προφήτευε την θυσία και το αίμα του Χριστού και όταν είδε ο ολοθρευτής το αίμα επιχρισμένο τις πόρτες, δεν τόλμησε να μπει μέσα. Έτσι λοιπόν και τώρα, όταν βλέπει ο διάβολος όχι πια το αίμα εκείνο το συμβολικό χρισμένο στις πόρτες, αλλά το αληθινό Αίμα του Χριστού χρισμένο στο στόμα των πιστών , στην πόρτα του χριστοφόρου ναού, δεν θα διστάσει πολύ περισσότερο; Διότι , αν άγγελος είδε τον συμβολικό αυτόν τύπο και ντράπηκε, πολύ περισσότερο ο διάβολος δεν θα φύγει βλέποντας αυτό το Σώμα και το Αίμα του Χριστού;».
Ο διάβολος φοβάται την Θεία Κοινωνία. Είναι αυτό που τον πονά και τον διαλύει και αδυνατεί και υποχωρεί, όταν βρίσκεται μπροστά στους συνεχώς κοινωνούντας των Αγίων Μυστηρίων. Είναι όντως το μυστικό φάρμακο που θεραπεύει τον ποικίλο λογισμό που κολλάει σαν πειρασμός μέσα στην σκέψη και καταναγκαστικά τον εμπαίζει.
Πολύ πρακτικά μας μιλάει για το θέμα αυτό ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων:
«Αν το δηλητήριο του εγωισμού σε κάνει να υποφέρεις τρομερά όπως πάντα, λάβε το μυστήριο και ο ταπεινός άρτος θα σου δώσει τη γαλήνη. Αν η ζήλια μαραίνει με τον καυτερό της άνεμο την καρδιά σου , λάβε τον άρτο των αγγέλων και η πραγματική αγάπη θα φουντώσει μέσα σου. Αν η τεμπελιά σ’ έχει κυριεύσει και νοιώθεις πως δεν έχεις κέφι για προσευχή και γα άσκηση της αγάπης στο διπλανό σου, δυναμώσου με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Ασφαλώς η καρδιά σου θα γεμίσει από αγάπη. Επιτέλους αν νιώθεις να σε πιέζει ο πειρασμός για να κάνεις μια ανήθικη πράξη, ω! τότε, προπαντός τότε! λάβε το μεγαλύτερο από τα μυστήρια, και το πανάγιο σώμα του Χριστού θα σε κάνει κ’ εσένα αγνό και ολόλευκο σαν κρίνο».
Με τη συνεχή παρουσία Του κυρίου μαραίνει τον πειρασμό και ειρηνεύει την καρδιά του ανθρώπου. Είναι προτιμότερο πάνω στον πειρασμό , αντί να ξεριζώνει κάποιος με τα χέρια του το δένδρο αυτό και να πονά χωρίς αποτέλεσμα, καλύτερα να τον μαραίνει με την αγάπη στον Χριστό και την διαρκή παρουσία Του.
«Η αγάπη του Χριστού νικά την αγάπη του κόσμου, «έρως έρωτι νικάται». Χριστιανός είναι αυτός που την ζωή του την συμπλέκει σε έναν μεγάλο έρωτα με τον Θεό και όχι σε έναν φόβο και άγχος για την αμαρτία και την ενοχικότητα. Δεν παλεύει τόσο με τους πειρασμούς και τον διάβολο, γιατί τους περιφρονεί και αδιαφορεί για τον πόλεμο τους, αλλά παλεύει με έναν σκοπό, να αγαπήσει πιο πολύ τον Χριστό.
Αυτός ο θείος έρωτας έρχεται κατά κύριο λόγο με τη συνεχή Θεία Κοινωνία του τιμίου Σώματος και Αίματος του Κυρίου. Αυτός ο Χριστός , εντός ημών, έχει μόνο την δύναμη να μαράνει εξ ολοκλήρου τους πειρασμούς.
Οι Εβραίοι , κάθε φορά που ατένιζαν το πρόσωπο του Μωϋσή όταν κατέβαινε απ’ το Σινά, θαμπώνονταν και δεν μπορούσαν να τον αντικρύσουν , διότι έλαμπε σαν ήλιος. Έτσι ακριβώς , λέει ο Ι. Χρυσόστομος, «και οι δαίμονες εκθαμβούνται , τρέμουν και αποφεύγουν να βλέπου το πρόσωπο ενός που μεταλαμβάνει, διότι εκείνη την ώρα μία θεϊκή φωτιά ξεπετάγεται από το στόμα , θέμα θαυμαστό στους αγγέλους , φοβερό στον διάβολο».
Η συνεχής Θεία Κοινωνία με τα χρόνια που περνούν γίνεται το ουράνιο φάρμακο της ψυχικής ηρεμίας και της αγγελικής αλλαγής του ανθρώπου. Εγκαθίσταται μέσα στην καρδιά του ο θείος έρωτας. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού γίνεται το εμβόλιο της ψυχής του.
Και όπως ένα άγριο δένδρο δεν μπορεί να αλλάξει όσο και να το σκαλίζουμε, όσο και να το ποτίζουμε, παρά μονάχα εάν το εμβολιάσουμε, έτσι και ο άνθρωπος, άγριο δένδρο με πάθη και αδυναμίες,, εμβολιάζεται και μεταμορφώνεται με το ουράνιο μπόλι, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Γίνεται από «αγριαέλαιος» «καλιέλαιος».
Η καλλιέργεια τα ψυχής και η ειρήνευσή της από τους πειρασμούς του νου και της καρδίας γίνεται με μυστικό τρόπο και μέσα στον χρόνο από τον γεωργό Χριστό. Έλεγε: «Αυτομάτη γάρ η γη καρποφορεί». Η συνεχής Θείας Κοινωνία φέρει τον αληθινό αγιασμό και την απάθεια στους πειρασμούς. Εξάλλου , χριστιανός είναι μόνο εκείνος που ζει συνεχώς εν μετανοία και εγκεντρισμένος στο σώμα του Χριστού με την συνεχή Θεία Κοινωνία.
Όμως η συνεχής Θεία Κοινωνία δεν μπορεί να εφαρμοστεί με ωφελιμιστικό τρόπο , ούτε και με καταναγκαστικό, διότι δεν πρόκειται ποτέ να ωφελήσει.
Η Θεία Κοινωνία δεν είναι ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο, που το παίρνει κανείς δι’ επιβολής και εξ ανάγκης στην δυσκολία, περιμένοντας μαγικά το θαύμα, αλλά είναι η εξ όλης καρδίας ένωση μας με τον ίδιο τον Θεό, που ζει μέσα μας και εμείς εγκεντρισμένοι στο Σώμα Του.
 Ο πιστός που ζει στην Εκκλησία με την συνεχή Θεία είναι Θεοφόρος και Χριστοφόρος,όμαιμος και σύναιμος του Χριστού, κι αυτό μέσα στον χρόνο φέρει τον καρπό του, την κάθαρση του νου και της καρδιάς.
Όπου κατοικεί ο Χριστός βασιλεύει η πηγαία χαρά και ειρήνη. Η συμμετοχή στο Ιερό Μυστήριο με την προετοιμασία των ευχών της Θείας Μεταλήψεως οδηγούν σε μία συναίσθηση των αμαρτιών και σε έναν θείο έρωτα και εκζήτηση του ελέους του Θεού. Ο φόβος Θεού και ο πόθος Θεού είναι ο άριστος της καρδιάς τρόπος προετοιμασίας για την Κοινωνία του Θεού.
Και εδώ όταν λέμε φόβο Θεού δεν σημαίνει τον τρόμο του ανθρώπου σαν να βρίσκεται ενώπιον ενός αδυσώπητου άρχοντος που πρόκειται να τον τιμωρήσει και να τον κατακόψει και ως καταναγκασμένος δούλος τον φοβάται, αλλά σημαίνει την εν μετανοία και μετά δακρύων συναίσθηση των αμαρτιών του, καθώς και την γλυκεία αγάπη και συγχώρηση του Θεού.
Όταν ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του διεργάζεται το μυστήριο της μετανοίας καθώς και το μυστήριο του θείου πόθου και έρωτος, τότε τα άχραντα Μυστήριο και ο Άρτος της Ζωής είναι καθαρτικός του νου τρόπος.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 29, 2016

Ζωὴ πολυμέριμνη, χωρὶς καμμία ἐσωτερικὴ εὐτυχία




Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος, θέλει ν᾿ ἀπολάψει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάξει ὅλα. Καὶ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλά, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποχτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ οἰκονομία, εἴτε γιατὶ ἔχει τὴν ἰδέα πὼς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢ στὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατὶ στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. «Τὶς ἔστι πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος».

Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουνε πουθενὰ ἡσυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦνε νὰ ζήσουνε χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Τρέχουνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ νὰ βροῦνε τὴν εὐτυχία, μὰ εὐτυχία δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. θέλουμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε μὲ συμπόσια ἀπ᾿ ὅπου λείπουμε. Ὅποιος ἔχει χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα ποὺ δίνουνε οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς κι ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδίας. Μ᾿ αὐτὸ τὸ βύθισμα στὸν ἑαυτό του βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν θεό. Γιὰ τοῦτο εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν· ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν». «Μὴν ψάχνετε, ζαλισμένοι ἄνθρωποι, ἐδῶ κι ἐκεῖ νὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Γιατὶ ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα σας».

Μέγας λόγος, ὅπως ὅλα τὰ θεϊκὰ λόγια. Μέσα μας εἶναι ὁ θησαυρός. Ἀπ᾿ ἔξω εἶναι ξέρακας, κι ἂς μὴ μᾶς ξεγελᾶ ἡ φασαρία καὶ τὰ ψεύτικα πυροτεχνήματα. Ὅποιος ζεῖ ἐξωτερικά, ζεῖ ψεύτικα. Ὅποιος ζεῖ ἐσωτερικά, ζεῖ ἀληθινά. Ξέρω καλὰ τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ διάφορες ματαιότητες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό, ἐνῷ σὰν τὰ δεῖ κανένας ἀπὸ κοντά, ἀπορεῖ γιὰ τὴ φτώχεια ποὺ ἔχουνε καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ψευτογελιοῦνται μ᾿ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Ξέρω λοιπὸν καλὰ αὐτὴ τὴ ζωή, γιατί, ἀναγκαστικά, ἔζησα, κάποιες φορές, μὲ ἀνθρώπους πλούσιους, ποὺ μὲ προσκαλούσανε στὰ σπίτια τους, στὶς ἐπαύλεις τους, στὰ κόττερά τους καὶ στὶς ἄλλες διασκεδάσεις τους. Μελαγχολία μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ κείνη τὴν κατάσταση. Ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνανε τὸν εὐτυχισμένο, κατάδικους ποὺ κάνανε τὸν ἐλεύθερο. Ἀλλά, ἂν δὲν καταγινόντανε μὲ τόσες ψεύτικες χαρές, θὰ πέφτανε στὴ βαρεμάδα, στὴ λεγόμενη ἀνία. Ἢ τὸ ἕνα, ἢ τὸ ἄλλο. Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία, τρισδυστυχισμένοι. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνύπαρκτη κι ἀνύπαρκτη ἡ εὐτυχία, ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ. Πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τὸ ἁλάτι;

Λοιπόν, ὅποτε ἀναγκαζόμουνα νὰ πάγω γιὰ λίγο κοντὰ σὲ τέτοιους κοσμικοὺς ἀνθρώπους, πρᾶγμα ποὺ γινότανε σπάνια, γιὰ νὰ μὴν τοὺς προσβάλω, ἀφοῦ μὲ προσκαλούσανε μὲ εὐγένεια, δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ νὰ ἀποτραβηχτῶ στὸ καβούκι μου, νὰ γυρίσω στὸ φτωχὸ σπίτι μου καὶ στ᾿ ἀγαπημένα πράγματα ποὺ βρίσκουνται γύρω μου. Ἔβλεπα πῶς ἀντὶ νὰ πάρω κάτι ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴν τυμπανοκρουσία, ὅπως πιστεύει ὁ πολὺς ὁ κόσμος, ἐγὼ ἔδινα, ἔδινα ξύπνημα στοὺς κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στοὺς μουδιασμένους, ζωὴ στὴ μονοτονία τους.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ γράφω, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶμαι προσκαλεσμένος σὲ πολλὰ μέρη ἀπὸ κάποιους εὐγενεῖς ἀνθρώπους, ὄχι μονάχα στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲ μακρυνὰ μέρη, κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας μὲ τὰ λίγα δεντράκια καὶ μὲ τὰ ταπεινὰ λουλούδια. Ξεκουράζουμαι κι εἰρηνεύει ἡ ψυχή μου. Τοῦτο τὸ μικρὸ κηπάριο εἶναι γιὰ μένα ὁ Κῆπος τῆς Ἐδέμ. Ὁ ἀγέρας μοσχοβολᾶ, κι ὁ νοῦς μου ταξιδεύει. Ταξιδεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὰ περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, ἐκεῖ ποὺ ἀναβρύζει τὸ μυστικὸ νερό, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνται τὰ ριζώματα» τοῦ κόσμου.

Εὐχαριστῶ τὸν θεὸ ποὺ βρέθηκε αὐτὸ τὸ καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη εὐτυχία ποὺ εἶμαι μοναχιασμένος, πού, ἐδῶ ποὺ κάθομαι, δὲν μὲ ξέρει κανένας, δὲν μὲ θυμᾶται κανένας. Σὰν νὰ εἶμαι καραβοτσακισμένος ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὴ φουρτούνα, κι ἀκούγει τὸ μούγκρισμα τῆς θάλασσας ἀπὸ τὸ σίγουρο καταφύγιό του. Σὰν νὰ γλύτωσε ἀπὸ λῃστές. Ἀνατριχιάζω συλλογισμένος τὴν ἀνεμοζάλη ποὺ τὴ λένε ζωὴ οἱ ὅμοιοί μου, κοινωνικὴ ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια καὶ λύκους. Ἀναπαύουμαι μοναχὰ μὲ δυὸ - τρεῖς ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ καλοκάγαθους, ποὺ ἔχουνε ἀγάπη μέσα τους καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά τους. Δὲν θέλω μήτε θαυμασμούς, μηδὲ δόξες, μήτε ἄλλες τέτοιες συμφορές, θέλω νὰ εἶμαι ξεχασμένος κι ἀσήμαντος. Ὢ λησμονιά, τί μπάλσαμο εἶσαι γιὰ ὅσους ποθοῦνε τὴν εἰρήνη! Κατάρα εἶναι ἡ δίψα ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι νὰ κατασταθοῦνε ξακουσμένοι, νὰ τοὺς δοξάζει ὁ κόσμος καὶ νὰ βασανίζουνται μέσα στὴ ματαιότητα κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνται κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνε.

Ἐδῶ ποὺ κάθουμαι, νοιώθω πῶς εἶμαι μακρυὰ ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς βραχνάδες ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ εὐτυχία οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι.

Φυσᾶ στὸ πρόσωπό μου τὸ δροσερὸ ἀγεράκι, μπαίνει ἁπαλὰ στ᾿ αὐτιά μου, σὰν νὰ μὲ χαιρετᾶ. Σιγοσαλεύουνε τὰ κλαδιὰ κι οἱ κορφὲς τῶν δέντρων. Μαμούνια περπατοῦνε στὸ μοσχοβολημένο χῶμα, τὸ κάθε ἕνα τραβὰ τὸν δρόμο του κι ἔχει τὸν σκοπό του. Ποῦ πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια καὶ μυγάκια λογὴς - λογής, ἄλλα μακρουλά, ἄλλα στρογγυλά, πετᾶνε καὶ μαζεύονται γύρω ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ εἶναι ἀναμμένο ἀπὸ πάνω μου. Ὅλα εἶναι σπουδαία, ὅλα ἀξιαγάπητα. Κι ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἀπ᾿ αὐτά.

Δὲν ἀκούγεται τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὶς σταλαγματιὲς τὸ νερὸ ποὺ πέφτουνε ἀπὸ τὴ βρύση, κάνοντας τὴ σιωπὴ ἀκόμα πιὸ βαθειά. Σὰ νὰ γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου τὸ νοιώθω καὶ μέσα μου κι ἀπέξω. Μυστικὲς θύρες ἀνοίγουνε ἀπὸ παντοῦ. Τὸ κάθε δέντρο, τὸ κάθε χορτάρι, τὸ κάθε λουλούδι, σὰν νὰ μὲ βλέπει μὲ τὰ μυστηριώδη μάτια του.

Εἶμαι μακάριος στὸ μικρὸ τοῦτο περιβολάκι μας. Τύφλα νἄχουνε μπροστά του οἱ μεγάλοι κῆποι καὶ τὰ πολυέξοδα παλάτια, τὰ φανταχτερὰ κόττερα. Ὅσα εἶναι γύρω μου εἶναι ἀγαπημένα, γιατὶ δὲν εἶναι ἀγορασμένα μὲ λεφτὰ πολλά, ὅπως εἶναι ὅσα ἔχουνε οἱ πλούσιοι. Ἀγορασμένα πράγματα μποροῦνε νὰ δώσουνε εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο;

Ὤ, ἐσεῖς ποὺ ἔχετε τὰ πλούτη καὶ ποὺ μόνο τί λογῆς εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ δὲν ξέρετε. Ἄνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες κι ἀπὸ τὶς σκουτοῦρες, σκλάβοι στὴ φιλοδοξία καὶ στ᾿ ἄλλα πάθη, ὢ ἄσωτοι γυιοί, ποὺ φάγατε τὰ ξυλοκέρατα καὶ δὲν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στὸ σπίτι τοῦ πατέρα σας τοῦ πονετικοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ καρδιὰ ἡ δική σας, καὶ μπεῖτε μέσα νὰ ξαποστάσετε, νὰ εὐφρανθῆτε καὶ νὰ νοιώσετε τὴν ἀληθινὴ χαρά!

Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2015

Είναι οι Ορθόδοξοι Μοναχοί φυγόπονοι;

Στα Μοναστήρια, ακόμα και μία απλή συζήτηση, μπορεί να συντελέσει στην αναγέννηση ενός ανθρώπου. Υπήρξαν άνθρωποι που βρήκαν το Θεό σε ένα Μοναστήρι, που τονώθηκε η ελπίδα τους σε μία συνάντηση που είχαν με μοναχούς ως θεοφόρα πρόσωπα σε μία Μονή.
Στα Μοναστήρια μας δεν υπάρχουν προγράμματα κοσμικά. Η Μονή έχει το πρόγραμμα που ορίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας και που είναι ένα και μοναδικό: το έργο του Παναγίου Θεού, όπως εκφράζεται στην ευαγγελική διδαχή και στην αγιοπνευματική παράδοση.
IMG_6103
Οι μοναχοί, αφοσιωμένοι στο έργο τους, νιώθουν πληρότητα θείας ζωής. Δεν έχουν ελεύθερο χρόνο για ανόητες συζητήσεις. Όλος ο χρόνος της ζωής τους είναι γεμάτος, για να μή βρει χαραμάδα ο διάβολος να τους πειράξει. Οι μοναχοί δεν επιζητούν ανθρώπινες παρηγοριές. Έχουν μαζί τους τη συντροφιά του Θεού και των Αγίων. Ο Θεός προνοεί ακόμα και για τις λεπτομέρειες της ζωής τους και ενεργεί κατά το μέτρο της απείρου αγαθότητάς Του.
Υπάρχει μία παρεξήγηση σε πολλούς ανθρώπους για τον ορθόδοξο Μοναχισμό. Θέλουν τους μοναχούς μας, κατά ξένα εκκλησιαστικά πρότυπα, να ασχολούνται με κοινωνικό έργο. Ζητούν ακτιβιστικό μοναχισμό. Αυτός ο μοναχισμός όμως δεν έχει σχέση με την ορθόδοξη Παράδοση.
Ο ορθόδοξος μοναχός έχει χωριστεί μέν τοπικά από τον κόσμο, έχει φύγει μακριά απ’ αυτόν, όχι γιατί αποστρέφεται και μισεί τον κόσμο, αλλά εξέρχεται έξω της παρεμβολής του κόσμου για να αναθέσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά στο Θεό και με όλες του τις εφέσεις και τις δυνάμεις να γίνει προσφορά αγάπης στην Εκκλησία και τον άνθρωπο.
Το να βοηθήσεις με ένα κοινωνικό έργο κάποιους ανθρώπους είναι λίγο, ελάχιστο. Το να βοηθήσεις όλο τον κόσμο με την προσευχή και την αγάπη σου, αυτό είναι μοναδικό, είναι τέλειο. Η ανθρώπινη βοήθεια που προσφέρουμε στη φιλανθρωπία της Εκκλησίας, όσο μεγάλη και αν είναι, είναι πάντοτε σχετική ελλιπής. Η θεία βοήθεια δεν τελειώνει ποτέ.
Δεν είναι απράγμονες, φυγόπονοι οι μοναχοί όπως τους κατηγορούν. Ας πάνε κάποιοι να ζήσουν μερικές μέρες στα Μοναστήρια για να διαπιστώσουν τον αγώνα και το μαρτύριό τους. Στα Μοναστήρια η μέρα και η νύκτα γίνονται καιρός προσευχής και αγάπης.
Και ακόμη γνωρίζουμε ότι λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν ανθρωπίνως. Πολλά και θαυμαστά γίνονται με τη θεϊκή επέμβαση.
Με τις προσευχές αυτών των απλών μοναχών στα Μοναστήρια, αρρώστιες θεραπεύονται, παιδιά προστατεύονται, ανδρόγυνα συμφιλιώνονται, απελπισμένοι ενισχύονται, θλιμμένοι παρηγορούνται, πολλές ψυχές σώζονται. Αυτό εκφράζει στην Εκκλησία κάθε Μονή που είναι όρος πίστεως, θεμέλιο του κόσμου, σε μία διαρκή επικοινωνία με το Θεό.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τα δικά της πνευματικά κριτήρια και χαρίσματα. Για τους μοναχούς υπάρχει μία άλλη τάξη, αποστολή και διακονία. Έργο τους είναι το «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» του Τιμίου Προδρόμου. Διακονία τους αποτελεί μία άλλη ιεραποστολή, αυτή του Μεγάλου Αντωνίου, η σιωπηλή, αλλά και τόσο κραυγαλέα υπόμνηση, πως παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου και ότι «ουκ έχουμεν μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
Κάθε Ιερά Μονή κινείται μεταξύ ασκήσεως και Ευχαριστίας. Έχει την άσκηση στον καθημερινό αγώνα των μοναχών και την αδιάλειπτη προσευχή στη Θεία Ευχαριστία.
Στην άσκηση, που γίνεται με τον καθημερινό αγώνα του μοναχού, για να νικήσει την αμαρτία και στη συχνή Θεία Κοινωνία, με την οποία καθίσταται Σώμα Χριστού και προγεύεται της χαράς της Βασιλείας του Θεού. Αυτό είναι το μοναχικό πολίτευμα.
Η Κρήτη είναι ένα άλλο Άγιον Όρος με τις πολλές Μονές της, τα Καστρομονάστηρά της. Αυτά συνέβαλαν στο να μην αλλοιωθεί το ορθόδοξο φρόνημα του λαού μας στις τόσες κατοχές που πέρασε. Μπορεί πολλοί να κούρσεψαν, εδαφικά, τη Μεγαλόνησο, αλλά δεν κατέκτησαν την ψυχή της, δεν αλλοίωσαν την ταυτότητά της.
Όλες οι Ιερές Μονές έδωσαν τα πάντα,, ακόμα και τα καντήλια που κρέμονταν στις Εικόνες, για να σωθεί το Γένος μας. Οι περισσότερες δε από τις Μονές της Κρήτης πυρπολήθηκαν, καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν και είναι αμέτρητοι οι Εθνοϊερομάρτυρες που προσέφεραν.

Τρίτη, Ιουλίου 21, 2015

Γέροντες-ερημίτες, Άγιοι και φυσικός κόσμος

Tsourapas_27_UP
Ασκηταριά στην Ι.Μ. Γουβερνέτου (Χανιά, Κρήτη)
Την έντονη συμφιλίωση γερόντων-ερημιτών με τον φυσικό κόσμο, παρατηρούμε και κατά τη μελέτη της ζωής τους. Πολλοί από αυτούς συνδέθηκαν με ορισμένα ζώα, και αυτά υπάκουαν και τους υπηρετούσαν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Σεραφείμ του Σάρωφ, ο οποίος συνδέθηκε με μια αρκούδα. Όπως ο ίδιος αναφέρει, η νηστεία καθιστά το σώμα «διαφανές και ανάλαφρο» και το μεταθέτει στην αρχέγονη κατάσταση του Αδάμ. Τα θηρία οσφραίνονται επάνω στον ασκητή ακριβώς αυτή την «καλή μυρωδιά του Αδάμ».161 Γράφει ο άγιος Ιασαάκ ο Σύρος: «Εάν θέλεις ίνα γένηται η καρδιά σου τόπος μυστηρίων του καινού κόσμου, πρώτον μεν πλούτησον [1] [2] [3] εν έργοις σωματικοίς, νηστεία, αγρυπνία, λειτουργία, ασκήσει, υπομονή, καθαιρέσει των λογισμών, και τοις λοιποίς».[4]
Μέσα από τη διδαχή του ορθόδοξου ήθους, γίνεται κατανοητό, ότι η σχέση του ανθρώπου με τον Θεόν διέρχεται οπωσδήποτε μέσα από τη χρήση του κόσμου και δεν είναι απλά διανοητική ή νομικά «ηθική». Βιώνοντας το ασκητικό ήθος, ο πιστός αποδέχεται πως η σχέση ανθρώπου-Θεού εξαρτάται από τη χρήση του κόσμου. Έτσι, η άσκηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς η αποκοπή του σημερινού ανθρώπου από την άσκηση υπονομεύει την ευαγγελική αλήθεια της σωτηρίας[5]. Το εν λόγω διακύβευμα δυστυχώς δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό από τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος ασφυκτιά από την τεχνοκρατική οργάνωση και την καταναλωτική ευημερία, οι οποίες τον οδηγούν σε μία δεσμευτική ηθική, με συνέπεια να καταλήγει να διαχειρίζεται επιφανειακά την κρίση και τα προβλήματα της ζωής του. Ίσως περισσότερο από ποτέ ο άνθρωπος οφείλει στην εποχή μας να συνειδητοποιήσει πως ήθος χρειάζεται και όχι ηθική. Ο διαφορετικός τρόπος ζωής, δηλαδή ο πολιτισμός που αναζητούμε, θα ξεκινήσει από μία διαφορετική στάση και νοοτροπία και όχι από μια αυστηρή νομοθεσία. Σε αυτόν τον πολιτισμό, το ορθόδοξο ήθος δύναται να συμβάλει καίρια και αποφασιστικά, για να ζήσει ο κόσμος.[6]
Αρχή για τον νέο τρόπο ζωής είναι να συνυπάρξει ο άνθρωπος αρμονικά με το περιβάλλον, όπως μάς διδάσκουν οι άγιοι της Εκκλησίας. Είναι αναγκαίο να αποστραφεί την πλεονεξία, την απληστία και τον καταναλωτικό βίο, μέσω της ασκήσεως. Το αιτιολογικό στήριξης είναι ότι υπεράνω όλων η κοινωνική αδικία, που γίνεται σε βάρος των άλλων με την απληστία και την κατάχρηση, οφείλει να περιοριστεί στην αυτάρκεια και ο άνθρωπος να επιζητεί τα πραγματικώς απαραίτητα. Αυτά αρμόζουν ειδικά σ’ έναν αληθινό Χριστιανό. Όλα όμως τα φυσικά πράγματα του κόσμου δόθηκαν από τον Θεό ως κοινά, για να καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες, με στόχευση να μην ενεργούν οι άνθρωποι παραχρηστικά σε βάρος του κόσμου και του περιβάλλοντος.[7] Ειδικά στην εποχή μας, η εκμετάλλευση έχει απωλέσει το μέτρο και τον έλεγχό της, η παράχρηση και ο βιασμός της φύσης έχουν
υπερβεί τα όρια αντοχής. Οι Πατέρες και οι Άγιοι της Εκκλησίας προβάλλουν ένα αντικαταναλωτικό ήθος, το οποίο δεν στηρίζεται σε εφησυχασμό απέναντι στις σχέσεις ανθρώπου και περιβάλλοντος. Το ήθος αυτό είναι ιδιαίτερα σωτήριο, αφού μάς επιδεικνύει με ποιο τρόπο ο άνθρωπος θα περιορίσει την απληστία του απέναντι στη φύση, για να μπορέσει να αποκτήσει πάλι τους συνδετικούς δεσμούς μαζί της, πιο οργανικά και σταθερά, όπως δημιουργήθηκαν από το Θεό.[8]
Η ασκητική χρήση του κόσμου συνδέεται άμεσα με την αγάπη για τη φύση, τον κόσμο, το περιβάλλον. Η αγάπη αυτή βοηθά τον άνθρωπο στο να βλέπει και να αναγνωρίζει καθετί μέσα στον κόσμο ως δημιουργήματα του Θεού, που θα τον βοηθήσουν στην προσπάθεια και στον αγώνα του να ενωθεί μαζί Του και όχι ως αντικείμενα υποτασσόμενα στο συμφέρον του. Κάθε απώλεια του περιβάλλοντος σημαίνει και απώλεια για τον άνθρωπο, διότι οδηγούνται σε απώλεια έργα αγάπης του Θεού, αποδυναμώνονται αξίες και αρετές του, με αποτέλεσμα το νόημα της ζωής του να μειώνεται. Αποδεχόμενος ο άνθρωπος την ασκητική χρήση του κόσμου, αποφεύγει να γίνεται εγωκεντρικός και ιδιοτελής.[9]
Επιχειρώντας μία σύνοψη περί του ασκητικού ήθους, μπορούμε να υποστηρίζουμε πως πηγάζει από την αναγνώριση των υλικών αγαθών ως δώρων του Θεού. Ολόκληρη η ύλη και, κατ’ επέκταση, η κτίση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού προορίζεται για τον άνθρωπο. Οφείλει όμως ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί μόνον τα υλικά αγαθά που είναι απαραίτητα, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Παράλληλα, οφείλει να κατανοήσει ότι η κτίση δεν αποτελεί ιδιοκτησία του, αλλά έχει την ευθύνη της διαχείρισής της.[10] Υπό την προϋπόθεση ότι ο ασκούμενος γνωρίζει τον ιερό και αντικειμενικό σκοπό της άσκησης, εύλογα συνειδητοποιούμε ότι η άσκηση αποτελεί αναγκαιότητα με όποιο τρόπο και αν επιχειρείται. Δίχως αμφιβολία μπορεί να περιορίσει την απληστία του ανθρώπου, οδηγώντας τον μέσω της μετάνοιας στην επανόρθωση. Υπό το πρίσμα αυτό, η άσκηση είναι βασική και αναγκαία για τη σημερινή οικολογική ισορροπία,[11] όπως θα αναλύσουμε και κατωτέρω.
[1]    Μπαλατσούκας, 1996, σ. 129.
[2]    Μπαλατσούκας, 1996, σ. 129-130.
[3]    Νικολαΐδης, 1990, σ. 43.
[4]    Γιανναράς, 1989, σ. 149.
[5]    Γιανναράς, 1989, σ. 304.
[6]    Γιαγκάζογλου, 2002, σ. 276.
[7]    Μπαλατσούκας, 1996, σ. 88.
[8]    Μπαλατσούκας σελ 88.
[9]    Μπαλατσούκας, 1996, σ. 89.
[10]   Ζορμπάς, 2002, σ. 332.
[11]   Μπαλατσούκας σελ 88

Κυριακή, Ιουλίου 12, 2015

Η ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΗΜΙΜΑΘΕΙΑΣ

Η ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΗΜΙΜΑΘΕΙΑΣ 
Υπό Σ. Κ. Τσιτσίγκου 
Αν. Καθηγητή Ψυχολογίας τής Θρησκείας
 τού Πανεπιστημίου Αθηνών

Όσο το θέμα αυτό είναι παλιό, άλλο τόσο είναι και επίκαιρο. Μετά μάλιστα την ισότητα που διακήρυξε ο Διαφωτισμός, όλοι «δημοκρατικά» ενδείκνυται ―και μάλιστα στον ίδιο βαθμό― να έχουν άποψη (ίση ψήφο) για όλα!
 Ανόητοι, ψυχασθενείς, αφελείς, αναλφάβητοι, παιδιά και έφηβοι δικαιούνται να διδάσκονται και να μαθαίνουν ό,τι λ.χ. και ένας πυρηνικός επιστήμων.
 Μα, είναι αυτό λογικά, ψυχολογικά, παιδαγωγικά, κοινωνικά και πολιτικά ορθό ή εφικτό; 
Μπορείς σε ένα μικρό παιδάκι, χωρίς την κατάλληλη προπαιδεία, να το διδάξεις αμέσως και από την αρχή Τριγωνομετρία;
 Μπορείς να του εμπιστευθείς ένα επικίνδυνο όπλο;
 Μπορείς π.χ. τα μυστικά τού Κράτους να τα κοινοποιήσεις σε όλους;
 Μπορούν όλοι να κατανοήσουν ανώτερα Μαθηματικά και Φιλοσοφία;
 Μακάρι να ήταν στο χέρι μας να καθορίζαμε εμείς τη φυσική ισότητα των ανθρώπων, αλλά, δυστυχώς, άλλο το στομάχι τού μικρού παιδιού και άλλο τού ενήλικα· άλλος ο εγκέφαλος του ενός και άλλος τού άλλου. Εν τοιαύτη περιπτώσει, πώς με μία τέτοια τακτική προκύπτει η λήψη αποφάσεων; Για να μην αναφερθούμε στη ρουσφετολογία, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά, που είναι συνήθη φαινόμενα, οι αποφάσεις ―υπό κανονικές συνθήκες (δηλ. «επιστημονικά»)― βγαίνουν είτε με βάση τον στατιστικό μέσο όρο, είτε από την υφαρπαγή των «πρώτων εντυπώσεων» του δημαγωγού απέναντι στην «κοινή γνώμη» ή τη (ρητορική) ικανότητα πειθούς που διαθέτει ο εμπνευστής (βλ. επιστημονική επανάσταση, κατά Τh. Kuhn). 
Από την άλλη μεριά, ερωτάται πώς είναι δυνατόν να ψέγουμε την ημιμάθεια, τη στιγμή που τα πάντα ―και μάλιστα επιστημονικώς πλέον αποδεδειγμένα (βλ. θεωρίες τής Σχετικότητας, Αβεβαιότητας, Χάους κ.λπ.)― είναι πεπερασμένα και σχετικά;

 Ποια αλήθεια θεωρείται απόλυτη, όταν «τά πάντα ῥεῖ καί οὐδέν μένει»;
 Ποιος μπορεί να κάνει τον δάσκαλο στους άλλους;
 Ποιος είναι αλάθητος; 

Κανείς δεν έχει τα (γνωστικά, ηθικά, πνευματικά κ.λπ.) εχέγγυα, ώστε να είναι ο ίδιος η Αυτοπηγή τής Γνώσης (Αυτοαλήθεια), να είναι δηλ. «ὁ ὤν» (ο «Ἐγώ εἰμί»), εκτός και αν δεν προέρχεται «εκ τού κόσμου τούτου», ή είναι Προφήτης και Άγιος (που και πάλι, βέβαια, δεσμεύεται από τον Κανόνα Πίστεως της Παράδοσής του). 
Η ψυχοπαθολογία τής ημιμάθειας δεν έγκειται στην πλήρη ή την ελλιπή γνώση τού ημιμαθούς, αλλά στην ψευδαίσθηση που ο ίδιος καλλιεργεί για τη βεβαιότητα και απολυτότητα των γνώσεών του, και μάλιστα για την πληρότητα αυτών τών γνώσεων· με άλλα λόγια, ότι κατέχει την (πάσα) αλήθεια (βλ. δοκησισοφία). 

Χωρίς να αναγνωρίζει τη μερικότητά  του, διδάσκει «ὡς ἐξουσίαν ἔχων».

 Έτσι, προκύπτει μία αυταρέσκεια, που παραθεωρεί τα πολλά που αγνοεί, και υπερτιμά τα λίγα ή τα ελάχιστα που συμβαίνει να γνωρίζει. Η τυχόν δε διάψευση ή αμφισβήτηση των γνώσεών του από τους άλλους τού ενισχύει την παράλογη διεκδικητικότητα και επιθετικότητά του, αφού έχει ταυτίσει όλη του την ύπαρξη με τη δήθεν παντογνωσία του. Ο ημιμαθής, εντέλει, μειονεκτεί όχι μόνο έναντι των πραγματικά μορφωμένων, αλλά και των παντελώς αγράμματων, γιατί αφενός δεν προσπαθεί να διορθωθεί (αφού δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει την πνευματική του ένδεια) και αφετέρου οι γνώσεις και «γνωσίες» (γνωσιακά σχήματα) που ήδη διαθέτει, δεν του επιτρέπουν μια νέα (ορθή ή/και πληρέστερη) «εγγραφή» μέσα του άλλων πληροφοριών. Έτσι, ουσιαστικά, παραμένει πλήρως αμαθής και αδαής: “A smattering of everything, and a knowledge of nothing” (C. Dickens).
 Ημιμάθεια (sciolism, smattering) λέγεται η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τις ανολοκλήρωτες και ατελείς γνώσεις (βλ. ελλειμματική μάθηση) ενός ατόμου (Μπριτάννικα 26, 409). Η ημιμάθεια σχετίζεται με την ημιμόρφωση (T. Adorno 1990), δηλ. την εκπαίδευση αλλ’ όχι την παιδεία· τη δεξιότητα αλλ’ όχι τη μόρφωση (< «μορφοῦν»).
 Μία ημιμαθής «παιδεία» όχι μόνο μπορεί να διαστρεβλώσει μια αλήθεια, αλλά και δεν μπορεί να παράσχει πρωτογενή γνώση, αφού συνήθως στέκεται στις επαναλήψεις, στις αντιγραφές, στον σχολιασμό, στον μιμητισμό και στον φορμαλισμό. 

Τόσο οι Αρχαίοι Έλληνες, όσο και η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία γνωρίζουν και στηλιτεύουν αυτό το πάθος. Σύμφωνα με τον π. G. Florovsky, οι Πατέρες τής Εκκλησίας για την ημιμάθεια χρησιμοποιούσαν ―ιδίως για τους αιρετικούς― τον όρο «ψευδομόρφωσις» (D. Wendebourg, Rome 1993). Ειδι- κότερα, ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Βέλτιον γάρ ἀγνοεῖν καλῶς ἤ εἰδέναι κακῶς» (MG 50, 768). 

Κλινική εικόνα, διάγνωση και συμπτωματολογία

 Την ημιμάθεια είναι δυνατόν να συναντήσει κανείς από τον ευτελέστερο κοινωνικά άνθρωπο μέχρι και τον πλέον λόγιο. 
Πολιτικοί, απόστρατοι, επίσκοποι, αρχιμανδρίτες, καθηγητές, εκπαιδευτικοί, γιατροί, δικηγόροι και δημοσιογράφοι είναι τα συνήθη θύματα της σοβαρής αυτής νόσου.

Μπορεί, για παράδειγμα, μια νοικοκυρά, που έτυχε να αγοράσει σε μία επαρχιακή εμποροπανήγυρη ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο, από όλα αυτά που κυκλοφορούν, για τον βίο λ.χ. τού Ιησού Χριστού, να αρχίσει να διδάσκει ―και μάλιστα με απολυτότητα― ως ειδική Καινοδιαθηκολόγος (βλ. «το θράσος τής αμάθειας»)!

 Ιεροκήρυκες, που διάβασαν μια καινοτόμο ερμηνεία ή ιδέα ενός πανεπιστημιακού, άκριτα και άμεσα την υιοθετούν και τη μεταδίδουν. Εξάλλου, οι ημιμαθείς, επειδή πολλές φορές δεν μπο- ρούν ―με ταπείνωση και ειλικρίνεια― να παραδεχθούν ότι κατιτί το αγνοούν ή τουλάχιστον ότι δεν είναι ειδικοί, αυτοσχεδιάζουν ή εκνευρίζονται και στρέφουν τη συζήτηση σε προσωπικές αντιδικίες.

 Ποιος δεν έχει προσέξει τη μωροσοφία ορισμένων δημοσιογράφων ή τον τρόπο συγγραφής (δίκην συρραφής κομματιών μιας κουρελούς, χωρίς δηλ. εννοιολογική εμβάθυνση αφαιρετικά ή συνθετικά) κάποιων βιβλίων τους;
 Ή ποιος δεν έχει παρατηρήσει την ανωφελή δαπάνη (σπατάλη) έγχρωμων και με illustration χαρτί πολλών ενοριακών χριστιανικών περιοδικών που γέμουν απλοϊκών, αφελών, ρηχών, ελαφρών, συναισθηματικών, βιωματικών, παιδαριωδών και εν πολλοίς άστοχων, λανθασμένων, παραμυθητικών, λογογραφικών, ηθικιστικών και ευσεβιστικών άρθρων και φωτογραφιών;

Έχω π.χ. διαβάσει άρθρα αρχιμανδριτών και νυν επισκόπων, που χωρίς καμία επιστημονική εξειδίκευση αλλά και καμία αιδώ, γνωμάτευαν ad litteram ότι δεν εμπιστεύονται τη χριστιανική Κατήχηση σε κανέναν θεολόγο, πλην, εννοείται, τού εαυτού τους! 

Έχω, επίσης, διαβάσει κηρύγματα Μητροπολιτών που εκφωνούνται από τους ιερείς σε όλες τις ενορίες, τα οποία συγχέουν κατά τραγικό τρόπο Πατερικές έννοιες, διαστρεβλώνοντας έτσι τελείως το θεολογικό νόημα.

 Φιλοσοφικο-θεολογική και επιστημολογική ημιμάθεια

 Εκεί, όμως, που η ημιμάθεια και η ισχυρογνωμοσύνη φθάνουν κυριολεκτικά στο ζενίθ τους, είναι σε θέματα φιλοσοφικά, ηθικά, παιδαγωγικά, ιδεολογικο-πολιτικά και μεταφυσικά/θρησκευτικά. Εκεί όλοι σχεδόν έχουν άποψη, παριστάνοντας τους ειδήμονες, γιατί, βέβαια, δεν τους περιορίζει (τόσο) η γνώση μιας αυστηρής ορολογίας, μολονότι κάθε επιστήμη έχει την ορολογία της. 

Και, βέβαια, δεν καταδικάζουμε απερίφραστα τον οποιοδήποτε ερασιτεχνισμό (Dilettantism), που πολλές φορές (τυχαία;) έχει απεργασθεί σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις για την ανθρωπότητα, αρκεί αφενός το υποκείμενο να μη διέπεται από μία ολοκληρωτική και αυταρχική συμπεριφορά, έχοντας συνείδηση των ορίων του, και αφετέρου η εγκυκλοπαιδική, επιφανειακή και σποράδην γνώση να μην θεωρηθεί ότι υποκαθιστά τη βαθιά, ενδελεχή και εξαντλητική έρευνα και σπουδή. 

Ομοίως, στον χώρο των Θετικών Επιστημών ο κάθε πτυχιούχος αποφαίνεται με ύφος Einstein επί παντός επιστητού. Η αδαημοσύνη και η ανεπιτηδειότητα πάντα κερδίζουν (ποσοτικά και όχι ποιοτικά) σε ακροατήριο! Αγνοώντας σφαιρικά την πιο πρόσφατη βιβλιογραφία πάνω στην ειδικότητά του, αφού εδώ οι γνώσεις ―ιδίως στα εξειδικευμένα ξένα κυρίως περιοδικά― αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, ο ημιμαθής επιστήμων αποφαίνεται δογματικά, μολονότι η σύγχρονη Επιστημολογία (Κ. Popper, P. Feyerabend κ.ά.) είναι επ’ αυτού πολύ επιφυλακτική και προσεκτική.

 Αίτια της ημιμάθειας

 Τα συνηθέστερα αίτια της ημιμάθειας είναι: το complex κατωτερότητας, η άγνοια του εαυτού και των ορίων του, η ανάγκη για (κοινωνική) αναγνώριση, η ματαιοδοξία και φιλοδοξία, η προβολή, η αλαζονεία, ο ε- γωισμός, ο ναρκισσισμός, η στενή και περιορισμένη επιστημονική εξειδί- κευση, ή, αντίθετα, η γενικευμένη και η πνευματική ελεφαντίαση, το εν- τεταλμένο καθήκον, η νομιζόμενη ιεραποστολή, η παρανόηση του Χαρίσματος ομολογίας τής Πίστεως, το σύνδρομο του «σωτήρα» κ.ά. Έτσι, βλέπουμε στην τηλεόραση, που συνήθως επιδίδεται σε μια βιομηχανία ταλέντων, τα ίδια πρόσωπα ή ακόμα και άσχετα (ηθοποιούς, τραγουδιστές, χορευτές, ζωγράφους, μανεκέν, σεφ, μαιτρ, κομμωτές, ποδοσφαιριστές κ.ά.) να συζητούν κάθε φορά για διαφορετικά θέματα (Πολιτικής, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας, Κοινωνικής Ηθικής, Θρησκείας/Μεταφυσικής κ.λπ.), εκφράζοντας δημόσια (και προφανώς παρασύροντας ένα ικανό μέρος τής κοινής γνώμης) τις (προσωπικές-εμπειρικές) πεποιθήσεις τους.
 Έτσι, η TV ή το Internet, που πληροφορούν μαζικά, διαδίδουν ραγδαία αυτή την εγκυκλοπαιδική, επιφανειακή, επιπόλαια, αντεπιστημονική, λαϊκή, γενικευτική και επικίνδυνη ψευδο-γνώση (παραπληροφόρηση).

 Πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου 

Τόσο η αρχαιοελληνική διανόηση («Μή προτρεχέτω ἡ γλῶττα τῆς διανοίας») και οι μεγαλύτεροι σοφοί, όπως ο Σωκράτης («ἕν οἶδα ὅτι οὐδέν οἶδα»), όσο και οι ιδρυτές, μύστες και άγιοι των διαφόρων Θρησκειών, αλλά και ψυχο-κοινωνιολόγοι, έχουν διαγνώσει το πάθος αυτό, συνιστώντας αυτογνωσία, αυτοέλεγχο και αυτοκριτική, σοβαρή προετοιμασία και εξέταση των πραγμάτων σε βάθος και πλάτος, όχι βεβιασμένες αποφάνσεις, σκληρή άσκηση για την απόκτηση της αληθινής σοφίας (κυρίως κριτική, αφαιρετική και συνθετική ικανότητα) και όχι απλά πληθώρας πληροφοριών, λακωνικότητα, μετριοπάθεια, ταπεινό και συμπαθητικό γενικά φρόνημα, ησυχία και σιωπή, όπου και όποτε επιβάλλεται:
 «Κρεῖττον σιωπᾶν ἤ λαλεῖν μάτην».

 Το ίδιο για τη σιωπή συμβουλεύουν και όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ποιητές και ρήτορες της Αρχαιότητας: Πυθαγόρας, Ευριπίδης, Μένανδρος, Επίκτητος, Ισοκράτης κ.ά. 
Και ο Αυστρο-Βρετανός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein (1889–1951) λέει σχετικά: «για ό,τι δεν μπορούμε να συλλάβουμε καθαρά με τη σκέψη μας, είναι καλύτερα να σιω- πούμε». Για να φθάσουμε, όμως, σε αυτό το επίπεδο, απαιτείται προηγου- μένως να αποκτήσουμε το Πατερικό ήθος τής «διακρίσεως»: «καιρός τοῦ σιγᾶν καί καιρός τοῦ λαλεῖν», όπως κηρύττει ο Εκκλησιαστής (3, 7). 
Ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός παραγγέλλει: «μηδέ κληθῆτε καθηγηταί, ὅτι κα- θηγητής ὑμῶν ἐστιν εἷς ὁ Χριστός. ὁ δέ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. ὅστις δέ ὑψώσει ἑαυτόν ταπεινωθήσεται καί ὅστις ταπεινώσει ἑαυτόν ὑψωθήσεται» (Ματθ. 23, 10-12).
 Εδώ ο Χριστός ―πέρα από το ότι αποδίδει  την ημιμάθεια στην αλαζονεία― δεν εννοεί ούτε per se τον τίτλο (ο οποίος χρησιμοποιείτο και χρησιμοποιείται), ούτε την αυθεντία τού ίδιου τού Λό- γου Του, αλλά την ψυχοπαθολογική εμμονή κάποιων στο ανθρωπίνως Αλάθητο. Εφόσον δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ή μια ομάδα ανθρώπων (πρβλ. think tank) να κατέχει απόλυτα και αλάθητα ολόκληρη την α- λήθεια, τουλάχιστον θα πρέπει να εμπιστευόμαστε ―περισσότερο από ό,τι όλους τούς άλλους― τους (πραγματικούς και όχι πλασματικά) ειδικούς: «οὐϰ ἄρα, ὦ βέλτιστε, πάνυ ἡμῖν οὕτω ϕροντιστέον τί ἐροῦσιν οἱ πολλοὶ ἡμᾶς, ἀλλ᾽ ὅτι ὁ ἐπαἸων περὶ τῶν διϰαίων ϰαὶ ἀδίϰων, ὁ εἷς ϰαὶ αὐτὴ ἡ ἀλήϑεια» (Πλάτων., Κρίτων).
 Όπως δεν μπορείς να κάνεις δημοψήφισμα λ.χ. για το ποιο οπλικό σύστημα είναι καταλληλότερο, έτσι δεν μπορείς να κάνεις δημοψήφισμα και για ένα ιατρικό ζήτημα. Αλλά, το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει ―αν όλα λειτουργούσαν, όπως έπρεπε να λειτουργούν― και για όλους τούς τομείς τής ζωής, τούς οποίους επί τούτω καλύπτουν οι διάφοροι επιστημονικοί χώροι (ειδικότητες και υπο-ειδικότητες).
το είδαμε εδώ

Τρίτη, Ιουνίου 23, 2015

Πειρασμοί υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε στη ζωή μας!




Εδώ δεν έχομε πατρίδα αληθινή, είμεθα ξένοι! 
Η πατρίδα μας είναι στους ουρανούς.
 Γνωρίζω καλά πόσο μεγάλη ωφέλεια προξενεί η πρόσκαιρη ασθένεια σε εκείνους που έχουν υπομονή στις θλίψεις, δεν γογγύζουν αλλά λέγουν σαν τον Ιώβ δόξα σοι ο Θεός.




Όλοι οι Άγιοι και οι δίκαιοι στον κόσμο αυτό είχαν ασθένειες, θλίψεις, στερήσεις, διωγμούς, εξορίες, βασάνους, τιμωρίες, εάν, όμως, δεν είχαν υπομονή, δεν θα άγιαζαν· γι’ αυτό ο Κύριος είπε· όποιος έχει υπομονή μέχρι τέλους, εκείνος θα σωθεί. Με την υπομονή τους οι Άγιοι άγιασαν και έλαβον μεγάλη χάρη και εδώ στη γη και στους Ουρανούς….




Οι Άγιοι πάντες Προφήτες, Απόστολοι, Μάρτυρες, Όσιοι και δίκαιοι και ο ίδιος ο αναμάρτητος Κύριός μας, είχαν θλίψεις. Πώς εμείς θέλουμε, χωρίς θλίψεις και πειρασμούς, να σωθούμε;




Οι ασθένειες είναι δώρο Θεού, είναι σημείο της αγάπης του Θεού. Μας παιδεύει εδώ στην πρόσκαιρη ζωή ολίγον για να μας αναπαύσει στην αιώνια, και «ολίγα παιδευθέντες μεγάλα ευεργετηθήσονται», λέγει το Άγιο Πνεύμα.




Όλοι οι Άγιοι είχαν ασθένειες, θλίψεις, πειρασμούς στην πρόσκαιρη ζωή, αλλά τώρα χαίρουν και θα χαίρουν αιώνια.




Εμείς οι αμαρτωλοί οφείλουμε να πιστεύουμε και να παραδεχόμαστε, ότι όσα κάμνει ο Κύριος είναι καλά, είναι δίκαια και ωφέλιμα.




Θεωρώ αναγκαίον να σου υπομνήσω ό,τι και εγώ και συ και όλοι οι Χριστιανοί οφείλουμε να έχουμε υπομονή στις θλίψεις. Χωρίς θλίψεις, ασθένειες και πειρασμούς είναι δύσκολο να σωθούμε,




Έχεις δίκαιο να παραπονιέσαι για την αστοργία στις θλίψεις και συμφορές σου των θεωρουμένων φίλων και πνευματικών αδελφών, που αν ήθελαν, θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν… Εάν εγνώριζες τί καλό σου προξενούν οι φίλοι με την καταφρόνησή τους θα έχαιρες. Πρέπει να γνωρίζεις ότι έχεις χιλιάδες και σε παρακολουθούν, συμπονούν και βοηθούν, που δεν τους βλέπεις. Είναι οι Άγιοι Πάντες, οι Άγιοι Άγγελοι, η Κυρία Θεοτόκος, Αυτός ο ίδιος ο Χριστός. Λοιπόν μη φοβάσαι, μη στενοχωριέσαι, μη δειλιάζεις, αλλά να ευχαριστείς το Θεό….




Στους πειρασμούς, τις θλίψεις, τους κινδύνους, τις στενοχώριες, να καταφεύγεις, διά της προσευχής, προς τον Θεό ζητώντας βοήθεια. Μπορείς όμως να βάζεις και μεσίτες για τα αιτήματά σου την Κυρία Θεοτόκο και όλους τους Αγίους, οι οποίοι, επειδή έχουν λάβει χάρη, μπορούν να σε βοηθήσουν.




Οι πειρασμοί υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε στη ζωή μας και πρέπει να φυλαγό­μαστε από τις αμέτρητες παγίδες που στήνει εναντίον μας ο παμπόνηρος Διάβολος. Μόνο με την ταπεινοφροσύνη και την προσευχή μπορούμε να τις αποφύγουμε και ασφαλιστούμε…Όποιος προσέχει και είναι συνετός, ωφελείται πολύ από τις θλίψεις και τους πειρασμούς.




Όπως ο Θεός σε υπομένει, σε ανέχεται, να υπομένεις και συ το παιδί σου. Έχεις καθήκον να το συμβουλεύεις, όχι όμως με ταραχή και με θυμό, αλλά με τρόπο ήρεμο και γαλήνιο. Εάν δεν σε ακούει, εκείνο έχει όλη την ευθύνη. Συ τότε να παρακαλείς το Θεό να το φωτίσει και οδηγήσει στην οδό των εντολών του.




Ή έγγαμο ή άγαμο βίον ακολουθήσεις, φρόντισε να αγαπάς το Θεό και να τηρείς τις εντολές Του και θα σωθείς ευκολότερα από πολλούς κληρικούς, που έγιναν και γίνονται αναξίως ιερείς. Να προτιμήσεις να σώσεις τη ψυχή σου.




Σε συμβουλεύω να έχεις υπομονή, να έχεις την αδιάλειπτη νοερά προσευχή και να μην αφήνεις να φεύγει ο Θεός από κοντά σου. Ο πάγκαλος Ιωσήφ ήταν στην Αίγυπτο, στο τόπο της αμαρτίας και δεν αμάρτησε διότι είχε την ενθύμηση του Θεού. Ο Αδάμ ήταν στο παράδεισο, που δεν υπήρχε αμαρτία, επειδή λησμόνησε το Θεό, τον παράκουσε, έχασε τον παράδεισο. Λοιπόν, όχι ο τόπος, αλλά ο τρόπος σώζει τον άνθρωπο, λέγει ο θείος Χρυσόστομος.




Για τις αμαρτίες μας έρχεται η οργή του Θεού




Σε χάος μεγάλο βρίσκεται ολόκληρη η ανθρωπότητα. Βαδίζει κατά κρημνών και βαράθρων. Βαδίζει στο σκοτάδι και χωρίς πυξίδα. Πού άραγε θα καταντήσει; Εκεί που κατάντησαν όλοι οι αμαρτωλοί και παραβάτες των εντολών του Θεού… Η τωρινή γενεά είναι πονηρή και προς τους πονηρούς ο Κύριος στέλνει ανάλογες τιμωρίες για να μετανοήσουν…




Ο Σατανάς κάνει την τελευταία έφοδο, και στα χρόνια μας μεγάλη θλίψη και μεγάλη οργή θα έρθει στον κόσμο… Τώρα μόνον ο Θεός να μας σκεπάσει από τους πονηρούς και κακούς εχθρούς, αόρατους και ορατούς.




Μακρυά από τα έργα, την λατρεία και την πομπή του Σατανά




Έργα του Σατανά είναι:



Η υπερηφάνεια, ο φθόνος, ο φόνος, η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η αρπαγή, η κλοπή, το ψεύδος, η συκοφαντία, η επιορκία, η καταλαλιά, η κατάκριση, η ακρασία, η κραιπάλη, η μέθη, η ασωτία και γενικά όλα όσα είναι ενάντια στο θέλημα του Θεού.




Λατρεία του Σατανά είναι:



Οι μαγείες, οι γοητείες, ο πνευματισμός, ο υπνωτισμός και τα παραπλήσια με αυτά. 

Επίσης και όσοι στις ανάγκες ή τις ασθένειές τους καταφεύγουν στους μάγους, τους πνευματιστές και ζητούν βοήθεια, και όσες γυναίκες παρατηρούν στα φλιτζάνια και μαντεύουν. Όλες αυτές είναι λατρευτές των δαιμόνων, δηλαδή απονέμουν λατρεία στους δαίμονες.




Πομπή δε του Σατανά είναι:




Οι άσεμνοι χοροί, τα άσεμνα και ερωτικά άσματα, τα άσεμνα θέατρα και θεάματα, οι άνθρωποι που γίνονται μασκαράδες και ντύνονται στις απόκρεω, οι άνδρες με ρούχα γυναικεία και οι γυναίκες ανδρικά.

 Πρόσθεσε και τα βαψίματα και φκιασίδια των γυναικών που μεταχειρίζονται για να φανούν δήθεν ανώτερες από τον Πλάστη και Δημιουργό Θεό μας, να δώσουν ανώτερη μορφή από εκείνη που τους έδωσε ο Θεός. Όσοι και όσες είναι υποκείμενοι στα παραπάνω, εάν δεν έλθουν σε αίσθηση, να μετανοήσουν και εξομολογηθούν, είναι παραβάτες των υποσχέσεων που ομολόγησαν στο Άγιο Βάπτισμα, ότι αποστρέφονται, μισούν και δεν θα πράξουν και ακολουθήσουν τα έργα, την λατρεία και την πομπή του Σατανά, όσοι και όσες μάλιστα δεν αρκούνται στη δική τους κακία, αλλά προτρέπουν και άλλους στην αμαρτία, ιδίως στο φθόνο, την ασέλγεια και τις μαγείες· αυτοί ή αυτές είναι τέκνα του διαβόλου και όχι του Θεού….




Ας είμαστε, λοιπόν, πάντοτε ντυμένοι το Χριστό· ας σκεπτόμαστε πάντοτε το χάρισμα της υιοθεσίας που πήραμε με το άγιο Βάπτισμα, τις υποσχέσεις που δώσαμε, και να αγαπάμε Αυτόν με όλη μας τη ψυχή και τη καρδιά, για να είμαστε και εδώ στην πρόσκαιρη ζωή μαζί με το Χριστό ενωμένοι και στην αιωνιότητα.




Μη πλανώμεθα, αγαπητοί, τα έργα μας δείχνουν τί έχουμε στο νου μας.

 Εμείς οι άνθρωποι της σημερινής γενεάς στο νου μας κάθε μέρα έχουμε τί θα φάμε και τί θα πιούμε!…. 
Τί δε να πω και για τις γυναίκες;
 δεν έχουν άλλο στο νου τους παρά πώς να στολιστούν. 
Συναγωνίζονται ποιά θα ξεπεράσει την άλλη στο στολισμό. 
Τί πάλι να πω και για την άσεμνη ενδυμασία, την οποία ο εφευρέτης της κακίας Διάβολος δίδαξε τις γυναίκες να ντύνονται με γυμνά χέρια, στήθη και πόδια; 
Αλίμονο, αλίμονο για την άθλια κατάσταση των Χριστιανών!
 Κρύψε με, Θεέ μου, ή πάρε με, για να μη βλέπω τέτοιες αισχρότητες και αθλιότητες! Πώς δεν αισχύνονται οι γυναίκες των Ελλήνων Χριστιανών; Οι γυναίκες των Τούρκων να ντύνονται κόσμια και να καλύπτουν και το πρόσωπο, για να μη δίδουν σκάνδαλο στους άνδρες, και οι ελληνίδες και οι γυναίκες των χριστιανών, οι οποίες έχουν παράδοση από τον Χριστό, τους Αποστόλους και τους Αγίους Πατέρας να ντύνονται σεμνά, έφθασαν σε σημείο τέλειας παραφροσύνης, με τον τρόπο που ντύνονται…


Αρχ. Φιλοθέου Ζερβάκου

πηγή

Τρίτη, Ιουνίου 16, 2015

Ποιμαντική Ψυχολογία και Ορθόδοξη Θεολογία

Many the isolated portraits of people
Στην Πατερική Ορθόδοξη Θεολογία μπορεί να μην βρήκαμε πουθενά τον όρο «Ποιμαντική Ψυχολογία» αλλά όλη η Ποιμαντική των Πατέρων είναι Ποιμαντικής Ψυχολογίας Ποιμαντική.
  • Συνέντευξη με τον π. Αντώνιο Ρωμαίο (απόσπασμα)
  • Περιοδικό ‘Ψυχής δρόμοι’, τεύχος 1, 2011, εκδόσεις Αρμός.
Θα θέλατε να εξηγήσετε λίγο περισσότερο τι εννοείτε με την φράση ότι δεν μπορούμε να απολυτοποιήσουμε ούτε την Ορθόδοξη Θεολογία; Μάλιστα δε, θα παρακαλούσα να το κάνετε αυτό με την προοπτική και εν όψει του επιχειρήματος (θέλω να τα συνδέσω αυτά τα δύο) που ακούγεται από ορισμένους πως η Ποιμαντική Ψυχολογία είναι κλάδος που δημιούργησαν οι ετερόδοξοι και πως η Ορθόδοξη Θεολογία έχει κάτι το ιδιάζον και επομένως δεν χρειάζεται την Ψυχολογία, επειδή υπάρχει όλη αυτή η παρακαταθήκη των Πατέρων κτλ.
Εγώ νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι που μιλάνε έτσι και παίρνουν τέτοιες θέσεις, ουσιαστικά είναι σαν να παίζουν στρατιωτάκια και να νομίζουν ότι με το παιχνίδι που κάνουν με τα στρατιωτάκια μπορούν να ρυθμίσουν την ζωή και δράση των πραγματικών στρατευμάτων των διαφόρων χωρών. Δηλαδή, δουλεύουν με τίτλους, δουλεύουν με καλουπωμένες έννοιες και αποσπασματικά καλουπωμένες ιστορικές πραγματικότητες τις οποίες κάνουν ταμπού και λησμονούν να κάνουν την διάκριση μεταξύ τύπου και ουσίας, μεταξύ ονόματος και πραγματικότητος, θεωρίας και πράξης.
Στην Πατερική Ορθόδοξη Θεολογία μπορεί να μην βρήκαμε πουθενά τον όρο «Ποιμαντική Ψυχολογία» αλλά όλη η Ποιμαντική των Πατέρων είναι Ποιμαντικής Ψυχολογίας Ποιμαντική. Δηλαδή όταν ο Χρυσόστομος αναλύει τον μεθυσμένο ή τον οργίλο, όταν οι Πατέρες παίρνουν την θέση ότι «τα ακούσια εκ των εκουσίων έχουν την πηγήν και την προαίρεσιν» ή ότι «εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις απολαμβάνομεν» και χίλιες-δύο άλλες θέσεις, όταν ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης προτεινει τα επιτίμια να εξατομικεύονται ανάλογα με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τόσα άλλα, ουσιαστικά οι Πατέρες εργάστηκαν ποιμαντικοψυχολογικά μόνο που δεν είχαν τον όρο. Την πράξη την είχαν. Δηλαδή μέσα στην Ποιμαντική προσέγγιση και την Ποιμαντική αντιμετώπιση των πιστών ασκούσαν Ποιμαντική Ψυχολογία.
Το θέμα είναι ότι στο σύγχρονο επιστητό, εμείς αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε αυτόν τον νέο όρο και να εναρμονίσουμε τις δύο πραγματικότητες, οι οποίες δεν ήταν τότε από πλευράς επιστημολογίας ξεχωριστές, όπως είναι σήμερα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ενωμένες και ζούσαν μέσα στην πράξη της Εκκλησίας θαυμάσια, λειτουργούμενες ως Ποιμαντική Ψυχολογία από τους Πατέρες. Οπότε για μένα αυτά είναι παραμύθια, τα περί προτεσταντικής προελεύσεως. Δηλαδή είναι όσο θα λέγαμε ότι και η ερμηνεία της Αγίας Γραφής είναι προτεσταντικής προελεύσεως, επειδή έχουμε και υπομνήματα ή ερμηνείες της Αγίας Γραφής και εκ μέρους προτεσταντών. Δηλαδή είναι αστείο πράγμα, δεν με αγγίζει καθόλου. Αυτή τη θέση τη θεωρώ σαφώς εξωπραγματική. Εκτός αν κρατηθώ σε αυτά τα αποσπασματικά ταμπού τα οποία έχουν υιοθετήσει άλλοι.
Σε κάθε περίπτωση εγώ πιστεύω ότι τίποτα ανθρώπινο δεν μπορεί να απολυτοποιηθή αλλά και αν ακόμα θεωρήσουμε ότι αυτή καθεαυτήν η θεολογική γνώση είναι απόλυτη, δεν υπάρχει περίπτωση ένας και ο αυτός άνθρωπος, στο κλάσμα του χρόνου που ζει πάνω στην γη, να μπορέσει να προσλάβει όλη τη θεολογική παραγωγή, να προσεγγίσει, να κατανοήσει όλη την ορθόδοξη θεολογική παραγωγή και να μπορέσει να ταυτίσει τον εαυτό του με την Θεολογία. Είναι σα να λέει κανείς ότι εκπροσωπεί όλη την θάλασσα γιατί κάποτε κατάπιε μια κουταλιά θαλασσόνερο.
Τώρα, αν περάσουμε στην ποιμαντική πράξη, εσείς από τη μακρά εμπειρία που έχετε μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο πώς νομίζετε ότι η ποιμαντική πράξη σήμερα πληρώνει αυτό το σφάλμα που γίνεται, της παραγνωρίσεως της Ψυχολογίας; Πώς ασκείται και με ποιες συνέπειες στους χριστιανούς και πώς θα έπρεπε να ασκείται; Δηλαδή, θα ήθελα να καταλήξω στο τι κάνετε εσείς. Ποια είναι τα κριτήρια, οι άξονες με τους οποίους λειτουργείτε ποιμαντικά.
Εγώ νομίζω ότι το βασικό στοιχείο που λείπει από την σύγχρονη Ποιμαντική, είναι ότι θέλουμε να έχουμε τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα με την μέγιστη δυνατή μείωση των προσπαθειών. Και ειδικότερα θέλουμε να μην δίνουμε χρόνο στους ποιμαινόμενους και θέλουμε να βρίσκουμε τρόπο που να τους βοηθάμε χωρίς να μας αφαιρούν τα προσωπικά μας αγαθά του χρόνου, του χρήματος, της ελευθερίας κτλ. Τελικά για να κάνει κανείς Ποιμαντική πρέπει να έχει την θέση του ποιμένος και για να έχει την θέση του ποιμένος δεν μπορεί παρά να έχει την θέση της αγάπης. Δηλαδή μια αγάπη όπως την σάρκωσε ο ενανθρωπήσας Κύριος Ιησούς Χριστός, που σημαίνει βασικά ότι ηγεμονία πνευματική δεν μπορεί να υπάρξει με άλλα σκήπτρα παρά μόνο με τον σταυρό και το λέντιο. Εμείς θέλουμε να κάνουμε Ποιμαντική χωρίς σταυρό και χωρίς λέντιο.
Με αυτή την έννοια λοιπόν εγώ από μικρός αποφάσισα, εφόσον δόθηκα στους ανθρώπους και στην Εκκλησία, να διαθέτω τον χρόνο μου και τον δυναμισμό μου στους ανθρώπους. Να τον διαθέτω για κατανόηση πρώτον και για υποβοήθηση πλέον της σχέσεως τους με τον Θεό. Δεν θέλω να πιστεύω ότι ουσιαστικά τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τον Θεό την ρυθμίζει ο πνευματικός. Την ρυθμίζει ο ενδιαφερόμενος ποιμαινόμενος άνθρωπος και ο Θεός. Εγώ αισθάνομαι ότι ο πνευματικός πρέπει να είναι ένας παράγων εξομαλύνσεως της σχέσης του ποιμαινόμενου προς τον Θεό, τότε που αυτή η σχέση δεν λειτουργεί ή δυσλειτουργεί.
Και από αυτής της πλευράς μέσα στην σημασία της εξομαλύνσεως της σχέσεως του ποιμαινομένου με τον Θεό, διαβλέπω ακριβώς, ότι την εξομάλυνση την βοηθάει και ο παράγοντας της Ψυχολογίας. Δεν φτάνει να είναι μόνο η «παπαδική θεολογία», γιατί δυστυχώς κάθε παπάς, ο καθένας από μας έχει και την θεολογία του- και μάλιστα απολυτοποιημένη – και εκεί χρειάζεται πολλή προσοχή.

Δευτέρα, Μαΐου 18, 2015

Πόνος και παρηγορητική φροντίδα

Patient Lying On Bed In HospitalΜε βάση τον ορισμό της International Association for the study of Pain122, πόνος είναι μια δυσάρεστη αισθητική και συγκινησιακή εμπειρία που έχει σχέση με πραγματική ή δυνητική καταστροφή ιστών ή που περιγράφεται σαν τέτοια. Το μέγεθος του ερεθίσματος και η αντίληψή του σαν πόνος εξαρτώνται από την προσωπικότητα του ατόμου, τη στάση του απέναντι στη ζωή. Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη κλίμακα123 με την οποία μπορεί να μετρηθεί και να μελετηθεί ο πόνος ποιοτικά και ποσοτικά.
Η έρευνα στη μοριακή γενετική έχει μέχρι τώρα καταδείξει ότι ο πόνος εξαρτάται από παράγοντες οι οποίοι δρουν υποσυνείδητα και είναι μοναδικοί σε κάθε άνθρωπο. Περιγράφεται μέσα από τη βιωματική και συμπεριφοριστική του πλευρά του φαινομένου. Αναλύεται στο πρωτογενές124αισθητηριακό στοιχείο και το δευτερογενές ψυχολογικό. Η σχέση πόνου και τρόπου με τον οποίο ο πάσχοντας τον κατανοεί αποτελεί μία ασθενοκεντρική προσέγγιση προς μελλοντική αναζήτηση. Η ολιστική προοπτική θα μπορούσε να αποδώσει στην κατανόηση εκ μέρους των φροντιστών του αρρώστου ώστε να του προσφέρουν εξατομικευμένη βοήθεια.
Στο πλαίσιο αυτό, η  μηχανιστική αντίληψη της ζωής ενταγμένης στους μαθηματικούς νόμους σταδιακά αναθεωρείται. Σε όλα σχεδόν τα σημεία του σώματος υπάρχουν υποδοχείς πόνου. Πρόκειται για ειδικά διαμορφωμένα νευρικά κύτταρα που όταν δεχθούν το κατάλληλο ερέθισμα πυροδοτούν τη νευρική οδό που καταλήγει στον εγκέφαλο. Το μέγεθος του ερεθίσματος, η αντίληψή του σαν πόνος και η αντίδραση του ασθενούς είναι υποκειμενικό ζήτημα. Υπάρχουν γενετικές διαφορές στην πρόσληψη του πόνου. Έχουν αναγνωριστεί και στο επίπεδο των υποδοχέων
αλλά και στην περαιτέρω διάδοση και επεξεργασία του μηνύματος από το νευρικό σύστημα. Όμως διαφορετικότητα στον πόνο υπάρχει και στην κοινωνική του έκφραση. Ηλικία, παραδόσεις, θρησκεία και άλλα είναι μερικά παραδείγματα.
Ο χρόνιος σωματικός πόνος ασθενών τελευταίου σταδίου μπορεί να προκαλέσει και ιδιαίτερα έντονο ψυχικό πόνο. Σε περίπτωση οξέως πόνου θα μπορούσε ο πάσχων να αντιμετωπίσει νευρώσεις. Ο πόνος ως σύμπτωμα βλάβης υπάρχει περίπτωση να αποτελέσει ο ίδιος βλάβη ανεπιθύμητη ώστε ο ασθενής να απαρνηθεί την ύπαρξή του.
Το άγχος και ο πόνος συχνά συνυπάρχουν και έχουν παρόμοια σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα125. Κοινό στις δύο αυτές περιπτώσεις παρουσιάζονται σωματικά στοιχεία διέγερσης. Σε χρόνια κατάσταση το άγχος μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση του πόνου αλλά και το αντίστροφο.
Συχνά η οργάνωση του σύγχρονου νοσοκομείου126 αγνοεί την ψυχοσωματική σύνθεση του ανθρώπου. Οι ιατροί αντιμετωπίζουν τον άρρωστο όχι ως το πάσχον πρόσωπο αλλά ως το συγκεκριμένο όργανο ενός οργανισμού στο κρεβάτι. Μαζί με τον σωματικό πόνο ο άρρωστος αντιμετωπίζει και ψυχικές127 απώλειες. Βρίσκεται σε ξένο χώρο, περιορισμένος κινητικά, διάφοροι άνθρωποι του κάνουν ερωτήσεις, δεν μπορεί να διαθέσει το χρόνο του όπως επιθυμεί και τον υποβάλλουν σε εξετάσεις συχνά χωρίς εξηγήσεις.
Η φροντίδα του θνήσκοντος αλλάζει από τη θεραπεία στη φροντίδα. Οι ιατροί όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν το θάνατο μπορούν να περιορίσουν τον πόνο. Το κέντρο του ενδιαφέροντος μετατοπίζεται από την πάση θυσία αποφυγή του θανάτου και την ίαση προς την ανακούφιση του σωματικού και ψυχικού πόνου. Στόχος δεν μπορεί να αποτελεί μόνο η συντόμευση της ζωής, την οποία επαγγέλλεται η ευθανασία, αλλά και η αποφυγή της οδυνηρής παράτασής της, την οποία υπηρετεί η ανακουφιστική φροντίδα128.
122 IASP (International Association for the study of pain), ʺPainʺ, στο διαδικτυακό τόπο: http://www.iasp-pain.org/PublicationsNews/PainClinicalUpdates.aspx?navItemNumber=571, ημερομηνία ανάκτησης: 17/7/2014.
123 Daniel BCarrʺWhat does pain hurt?ʺ, στο διαδικτυακό τόπο: http://www.iasp-pain.org/PublicationsNews/NewsletterIssue.aspx?ItemNumber=2096,   ημερομηνία ανάκτησης: 14/4/2014.
124 Ι. Γουλέ, «Η εννοιολογία του πόνου ως βίωμα και συμπεριφορά», στο διαδικτυακό τόπο:http://www.iatrikionline.gr/Ortho_50/Orth_50.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 15/6/2014.
125 Ι. Γουλέ, «Η εννοιολογία του πόνου ως βίωμα και συμπεριφορά», στο διαδικτυακό τόπο:http://www.iatrikionline.gr/Ortho_50/Orth_50.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 15/6/2014.
126 π.Σταύρου Κοφινά,  «Ο ποιμένας και το σύγχρονο νοσηλευτικό περιβάλλον», στο διαδικτυακό τόπο: http://www.ecclesia.gr/greek/holySynod/commitees/pastoral/poimenas.html, ημερομηνία ανάκτησης: 15/2/2014.
127 π.Αδ. Αυγουστίδη, «Ευσπλαχνία και ιατρική πράξη: ψυχολογική και ποιμαντική προσέγγιση», στο Το πρόβλημα της Ευθανασίας, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου για την Ευθανασία που διοργανώθηκε από την Ειδική Συνοδική Επιτροπή Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Νεάπολη Θεσσαλονίκης 17-18 Μαΐου 2002,  Αθήνα, Αποστολική Διακονία, 2003, σελ. 105.
128 Δ. Ματάμη, «Παράταση ζωής ή παρεμπόδιση θανάτου; Περιστατικά και διλήμματα στις ΜΕΘ», στο Το πρόβλημα της Ευθανασίας, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου για την Ευθανασία που διοργανώθηκε από την Ειδική Συνοδική Επιτροπή Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Νεάπολη Θεσσαλονίκης 17-18 Μαΐου 2002,  Αθήνα, Αποστολική Διακονία, 2003, σελ. 59, σελ. 53-60.

Παρατήρηση: η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ συνεχίζει τη δημοσίευση με τη μορφή σειράς άρθρων της μελέτης «ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ – ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΗΘΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ: ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ» της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΚΑΤΣΑΟΥΝΗ. Πρόκειται για αναθεωρημένη έκδοση του κειμένου που κατατέθηκε ως διπλωματική εργασία στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστήμιου με επιβλέποντα καθηγητή τον Νικόλαο Κόϊο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...