Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαΐου 19, 2012

Κυριακή του τυφλού (Ιω. θ', 1-38) κήρυγμα εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού




Αγίου Μάρτυρος Θαλλελαίου
Η τύφλωση των διωκτών
Ευρισκόμενοι μέσα στο κλίμα της Αναστάσεως, αδελφοί μου,
καλούμαστε σήμερα να τιμήσουμε την μνήμη ενός ακόμα εκ των
δισμυρίων Μαρτύρων της πίστεως, που έζησε και ομολόγησε την
αγάπη και την αφοσίωσή του στον Ιησού Φριστό, κατά τον 3ο μ.Φ.
αιώνα. Πρόκειται για τον Άγιο Μάρτυρα Θαλλέλαιο, ο οποίος
καταγόταν από τον Λίβανο και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα
Νουμεριανού. Είχε σπουδάσει την ιατρική επιστήμη και προσέφερε
προς όλους, αφιλοκερδώς και με θυσιαστική αγάπη, τις ιατρικές του
υπηρεσίες, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας τον ενέταξε στην χορεία των
εικοσιενός, συνολικά, Αγίων Ιατρών Αναργύρων.
Για την πίστη του στον Φριστό τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες
στην Ανάζαρβο, πρωτεύουσα της δεύτερης επαρχίας της Κιλικίας και
τον οδήγησαν στον τοπικό άρχοντα Σιβεριανό. Εκείνος, επειδή ο Άγιος
δεν πειθόταν να θυσιάσει στα είδωλα, τον υπέβαλε σε φρικτά
βασανιστήρια, από τα οποία ο Θαλλέλαιος εξερχόταν  αλώβητος
επιδεικνύοντας υπομονή και καρτερία, καθώς βρισκόταν υπό την
προστασία του Θεού. Αποτέλεσμα της μαρτυρικής αγάπης του για τον
Φριστό ήταν δύο από τους βασανιστές του στρατιώτες, ονόματι
Αλέξανδρος και Αστέριος, να πιστέψουν και να ομολογήσουν πίστη
στον ένα και αληθινό Θεό και να οδηγηθούν και οι ίδιοι στο μαρτύριο.
Σελικά, ο Θαλλέλαιος υπέστη τον, δι’ αποκεφαλισμού, μαρτυρικό
θάνατο, στις 20 Μαΐου του έτους 284 και έλαβε τον αμάραντο στέφανο
του Μαρτυρίου.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι διώκτες και δήμιοι του
Αγίου έμεναν ασυγκίνητοι και απροβλημάτιστοι μπροστά στο θαύμα
που έβλεπαν ενώπιόν τους, στην προσπάθειά τους να θανατώσουν έναν
ανυπεράσπιστο Φριστιανό. Παρά τα παρανοϊκά βασανιστήρια στα
οποία τον υπέβαλαν εκείνος παρέμενε αλώβητος, ατραυμάτιστος, σαν
να μην είχε τίποτα συμβεί. Σον τρύπησαν στους αστραγάλους, τον
έριξαν στη θάλασσα να πνιγεί, στα θηρία για να τον κατασπαράξουν κι
όμως, τίποτα δε συνέβαινε, γιατί ο Άγιος βρισκόταν υπό την σκέπη του
Φριστού. Και οι διώκτες παρέμεναν με τα μάτια κλειστά, ανίκανοι να
ομολογήσουν την δύναμη του Φριστού και να δοξάσουν το όνομά του,
εντασσόμενοι και οι ίδιοι στην Εκκλησία του. Σο φαινόμενο αυτό
παρατηρείται στα συναξάρια των περισσοτέρων Αγίων Μαρτύρων όλων
των εποχών, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων και μπορεί κάλλιστα να
χαρακτηριστεί πνευματική τύφλωση.

Σάββατο, Απριλίου 14, 2012

Μήνυμα του μητροπολίτη Δημητριάδος επί τω Αγίω Πάσχα


Αγαπητοί  μου  πατέρες και  αδελφοί, παιδιά  μου  εν  Κυρίω αγαπημένα,
 Δεν υπάρχει πιο λαμπρή και όμορφη εικόνα απ’ αυτή, την φωτισμένη με τις αναστάσιμες λαμπάδες σας σύναξη. Και είναι αυτή η σύναξη, σύναξη πίστης ότι η αλήθεια είναι δυνατότερη από το ψέμα, το αγαθό ισχυρότερο από το κακό, η αγάπη δυνατότερη από το μίσος, η ζωή κραταιότερη από τον θάνατο.
Δυό αιώνες τώρα, φιλόσοφοι και οικονομικοί εγκέφαλοι θέλουν να μας πείσουν πως ο Θεός δεν έχει θέση στη ζωή των ανθρώπων. Και είπαν, μερικοί, μεγαλόστομα ότι ο Θεός πέθανε. Και εμείς σήμερα τους απαντάμε: ναι, πέθανε ο Θεός, αλλά από αγάπη για τους ανθρώπους. Αυτός, ο δημιουργός και Θεός μας, έκανε δική του την ανθρώπινη αποτυχία και δέχτηκε στο Πανάγιο σώμα Του τις πληγές της ανθρώπινης θηριωδίας. Φωνάζουν οι δυνάστες και οι ισχυροί της γης. «Δείξτε μας τον Θεό σας» κι εμείς τους δείχνουμε μνημείο κενό και τα σουδάρια αδειανά. Αυτά είναι η παρηγοριά μας, η ελπίδα μας, η αιτία και η προοπτική των δικών μας αγώνων.
Δείτε αδελφοί μου την εικόνα της Ανάστασης.  Το αναστημένο σώμα του Χριστού μας, φέρει ακόμη τις πληγές του Σταυρού. Γιατί; Για να θυμίζουν, πως η Ανάσταση, ως γεγονός ιστορικό έχει ήδη συντελεστεί, αλλά για τη δική μας ψυχή και το δικό μας σώμα παραμένει ένα ζητούμενο. Ο δρόμος άνοιξε κι εμείς βαδίζουμε προς το κενό μνημείο. Μην φοβηθούμε όπως οι μυροφόρες, ούτε να κρυφτούμε όπως οι μαθητές.
Ας βαδίσουμε έστω και με τις δικές μας πληγές ακόμη ανοιχτές, τις πληγές της αδικίας, της εξαθλίωσης, του ψεύδους και της βίας που έχουν χαραχθεί στο κορμί και την ψυχή μας. Πληγές, που κι εμείς συμβάλαμε σ’ αυτές. Πληγές πάνω στο αναστημένο σώμα. Γι’ αυτές γεννήθηκε, έπαθε και αναστήθηκε ο Χριστός. Βλέπουμε τις πληγές μας και πονάμε. Τις ψηλαφούμε σαν τον Θωμά κι αναρωτιόμαστε τι θα νικήσει το φόβο και τον πόνο που μας έχουν ζώσει. Κι ο άγγελος, φύλακας στον άδειο τάφο, το πρώτο που μας λέει είναι: «Μη φοβάστε». Στρέφουμε το βλέμμα γύρω και αναρωτιόμαστε αν ο Θεός εγκατέλειψε τον κόσμο. Κι ο άγγελος απορεί: «Τι ζητάτε, τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς;» κι είναι σαν να μας λέει: «εγκαταλείψτε τον δρόμο των νεκρών, που νομίζουν ότι ζουν, και ακολουθείστε τον δρόμο του ζωντανού Θεού, που για τον κόσμο πέθανε, μα που υπάρχει πιο ζωντανός κι από την ίδια τη ζωή».
Ο Χριστός Ανέστη, αδελφοί μου, μα πρέπει να γίνουμε άξιοι να γευθούμε την Ανάστασή Του. Ο τάφος της ψυχής μας, ο τάφος της κοινωνίας μας, είναι ακόμη γεμάτος από τις ουτοπικές επιλογές, τα πάθη και τις παραλείψεις μας. Δεν θα ψηλαφήσουμε την χαρά της Ανάστασης, αν δεν συντονίσουμε το βήμα μας με το δικό Του. Μόνο αυτό θέλει από εμάς. Να Του επιτρέψουμε να προσλάβει τις πληγές μας και να τις γιατρέψει με το νάμα της αθανασίας.
Ας ακολουθήσουμε τον δικό του δρόμο, το δρόμο του αγώνα και της θυσίας, για το καλό του διπλανού, του φίλου κι αδελφού, δείχνοντας διαρκώς πως θα βρει την έξοδο από τον τάφο της σκληροκαρδίας.
Αν την οδύνη της κοινωνίας μας την κάνουμε και δική μας υπόθεση, όπως Εκείνος έκανε δική Του την αμαρτία μας, τότε όλοι μαζί με το δικό μας «ήμαρτον» θα αποκυλίσουμε τον λίθο. «Κανείς να μη θρηνεί πια για τα λάθη του» πανηγυρίζει ο ιερός Χρυσόστομος. «Ανέτειλε η συγνώμη από τον τάφο του Χριστού μας».
 Αδελφοί μου,
Η χαρά της Ανάστασης δεν πηγάζει από μία εικονική νίκη ενός θρησκευτικού ηγέτη. Πηγάζει από το άνοιγμα ενός δρόμου προς την χώρα των ζώντων. Είναι κρίμα να μην περπατήσουμε αυτόν τον δρόμο. Κοιτάξτε την κατάληξη του δρόμου εκείνων που νόμισαν πως υπέγραψαν την ληξιαρχική πράξη του θανάτου του Θεού. Κοιτάξτε και την κατάληξη της σταυρικής θυσίας του Ναζωραίου. Πλαστήκαμε για ζωή και για αγάπη. Σήμερα η χαρά μας είναι ανείπωτη, γιατί ξανασυναντάμε τον εαυτό μας. Ο αναστημένος Χριστός ανάστησε τον αληθινό εαυτό μας. Θυμόμαστε παράδεισο, ψηλαφούμε την αιωνιότητα. Όσο το σκοτάδι γύρω μας πυκνώνει, τόσο το φως το ανέσπερο, που ακόμη ανάβει στις λαμπάδες μας, θα το διατρυπήσει με τη λάμψη, τη θαλπωρή και την ελπίδα του. Το φως είναι αυτό που θα νικήσει. Κι είναι στο χέρι το δικό μας, ώστε ο φόβος, η απόγνωση και η απαισιοδοξία, να μην  νικήσουν την άφατη χαρά αυτής της ώρας.
Το «Χριστός Ανέστη» θα το ψάλλουμε σε λίγο. Το «Αληθώς Ανέστη» ας το φανερώνουμε στην ίδια τη ζωή μας.

Μετά θερμών  πασχαλίων  ευχών  και  της  εν  Χριστώ Αναστάντι αγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ 
† Ο ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ  ΙΓΝΑΤΙΟΣ

Σάββατο, Μαρτίου 31, 2012

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ- ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ



Αναγνώσματα:

Απόστολος: Εβρ. θ΄,11 – 14. Ευαγγέλιο: Μάρκ. ι΄, 32-45

(Εωθινόν 2ο, Ήχος πλ.α΄)

Η διακονία του Χριστού στον κόσμο


          Βρισκόμαστε στην τελευταία Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αδελφοί μου. Στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακούσαμε ο Κύριός μας προετοιμάζει τους Μαθητές Του για το Πάθος και την Ανάστασή Του. Τους αποκαλύπτει όλα όσα πρόκειται να Του συμβούν, προκειμένου να μη λιποψυχήσουν και απελπιστούν, αλλά να διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα της νίκης, καθώς Εκείνος θα είναι ο ρυθμιστής και κυρίαρχος των εξελίξεων. Όμως, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, παρεξηγούν τα λόγια Του και ζητούν δόξες και τιμές στη Βασιλεία Του. Και ο Χριστός τους ομιλεί για το ποτήρι του πόνου και της οδύνης που ο Ίδιος και εκείνοι θα πιούν και το οποίο θα κληθούν να δοκιμάσουν όσοι επιλέξουν να Τον ακολουθήσουν. Τους ομιλεί για το αληθινό πρωτείο στη ζωή που είναι καρπός της διακονίας της αγάπης, πρότυπο της οποίας είναι ο Ίδιος, ο Οποίος δεν ήλθε στον κόσμο για να διακονηθεί, αλλά για να διακονήσει τους ανθρώπους.
          Ποιά είναι, όμως, η διακονία που επετέλεσε και επιτελεί ο Χριστός στον κόσμο; Καταρχήν, η ίδρυση της Εκκλησίας Του, «του επιγείου ουρανού, στον οποίο ο ουράνιος Θεός ζει και κινείται»[1] και η παράδοση των ιερών Μυστηρίων. Πρόκειται για την σημαντικότερη διακονία και προσφορά του Θεανθρώπου στην ανθρωπότητα γιατί «η Εκκλησία είναι η μεγάλη αγκαλιά που δίδει νόημα στη ζωή και παρηγοριά στον κάθε άνθρωπο. Στην Εκκλησία όλοι οι άνθρωποι είναι δεκτοί, όλοι Τής ανήκουν και σε όλους ανήκει. Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν διακρίσεις, υπάρχει ισότητα, δεν υπάρχει εξουσία, αλλά διακονία, δεν υπάρχει βία, υπάρχει μόνο αλληλεγγύη, δεν υπάρχει μίσος, αλλά μόνο αγάπη, δεν υπάρχει καταπίεση, αλλά μόνο ελευθερία. Σε κανένα άλλο χώρο δε γίνεται κανείς δεκτός όπως είναι, με τις αμαρτίες του, με τα λάθη του, με τις σκιές και τις κηλίδες του. Μόνο στην Εκκλησία υπάρχει χώρος για τον καθένα. Και γι’ αυτό, όποιος λείπει απ’ το καθημερινό προσκλητήριο της Εκκλησίας γίνεται αντιληπτός και προκαλεί όχι μόνο ανησυχία για την προσωπική του κατάσταση, αλλά και τις προσευχές για την μετάνοιά του. Κανένας δεν είναι αναμάρτητος και κανένας δεν αποκλείεται από την χάρη του Θεού και την Βασιλεία Του…»[2]
          Η επόμενη σπουδαία προσφορά του Χριστού στον κόσμο είναι η διακονία του ανθρώπινου πόνου. Ο Κύριος δεν αγνόησε, ούτε περιφρόνησε τις υλικές και καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων. Αντιθέτως, θεράπευσε τους αρρώστους, απάλυνε τον πόνο της ψυχής και του σώματος, χόρτασε τους πεινασμένους, παρηγόρησε τους πενθούντες, απάλλαξε τους δαιμονισμένους από την επήρεια του διαβόλου και χάραξε τους δρόμους της διακονίας που και η Εκκλησία Του ακολουθεί στην πορεία του χρόνου. Το έργο της Εκκλησίας είναι διττό. Πρωτίστως η σωτηρία της κάθε ψυχής και, στη συνέχεια, η θεραπεία των κοινωνικών αναγκών. Σε αυτή τη λογική στηρίζεται το σπουδαίο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο που επιτελεί η Εκκλησία και αγκαλιάζει όλα εκείνα τα σημεία πάνω στα οποία παίζεται, στην εποχή μας, το δράμα του κόσμου. Πρόκειται για διακονία που γίνεται στο όνομα του Χριστού και για την αγάπη του Χριστού, τον Οποίο η Εκκλησία βλέπει και συναντά στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου.
          Οι διαστάσεις και το μέγεθος της διακονίας του Χριστού στον κόσμο ασφαλώς δε μπορούν να εξαντληθούν και περιγραφούν σ’ ένα τόσο περιορισμένο χώρο. Κορυφαία θέση, όμως, μέσα της κατέχει η απαλλαγή του ανθρώπου από την αιχμαλωσία της αμαρτίας, που επιτεύχθηκε με το Πάθος και τη Σταύρωσή Του. Η αμαρτία δημιουργεί γύρω από τον άνθρωπο μία κατάσταση απελπιστική, χαρακτηριστικά της οποίας είναι ο θάνατος, η δουλεία, η αιχμαλωσία, η αναίρεση της ουσιαστικής ελευθερίας, η ατιμία και η καταισχύνη. Ο Χριστός, με το Αίμα Του, μάς εξαγόρασε, πλήρωσε τα λύτρα της ελευθερίας μας και μάς έδωσε την δυνατότητα της σωτηρίας με τη σταυρωμένη αγάπη Του, που δεν είναι λόγια, ευχολόγια, πράξεις συμπάθειας και αλτρουισμού, αλλά το απόλυτο δόσιμο, μέχρι θυσίας.
          Αυτές είναι οι κορυφαίες διαστάσεις της διακονίας και της προσφοράς του Χριστού στον κόσμο. Αυτός είναι ο Χριστός, τελικά. Ο μόνος και αληθινός διάκονος, Τον οποίο καλούμαστε, εντός ολίγου, ν’ ακολουθήσουμε στον δρόμο της απόλυτης θυσίας. Στην πορεία προς τον Γολγοθά. Είθε να συμπορευτούμε πλάι Του, αντιλαμβανόμενοι το μέγεθος της σταυρωμένης αγάπης Του για μάς. ΑΜΗΝ!  

Αρχιμ. Ε.Ο.


[1] Άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως
[2] Χριστόδουλος (+), Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος, Ομιλία, Π. Ψυχικό 17/9/2006

Σάββατο, Μαρτίου 03, 2012

Κυριακή της Ορθοδοξίας - Η θέση των Εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ




Η σημερινή πρώτη Κυριακή των Νηστειών της Αγίας και
Μεγάλης Σεσσαρακοστής, αδελφοί μου, συνιστά την ημέρα του
θριάμβου της Ορθόδοξης πίστης έναντι της αίρεσης και της
κακοδοξίας. Είναι ημέρα ανάμνησης όλων εκείνων των ευσεβών και
αγιασμένων προσώπων της Εκκλησιαστικής ιστορίας, αυτοκρατόρων
και Εκκλ/κών ανδρών, που συνέβαλαν στην εδραίωση της Ορθόδοξης
αυτοσυνειδησίας, στην διατύπωση της Δογματικής Θεολογίας και στην
αποκατάσταση των Ιερών Εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας, ύστερα από
την μακρά και πολύπονη περίοδο της εικονομαχίας. Αυτό το
τελευταίο γεγονός της επαναφοράς των Ιερών Εικόνων στην Ορθόδοξη
Λειτουργική πραγματικότητα γίνεται αφορμή για την κατάθεση ενίων
απλών σκέψεων που θα συμβάλουν στην κατανόηση της ακριβούς
θέσης και του πραγματικού ρόλου των Εικόνων στη ζωή της
Εκκλησίας και του καθενός από εμάς.
΢την παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης η ύπαρξη Εικόνων ήταν
ξένη γιατί ο Θεός δεν είχε αποκαλυφθεί εν σώματι και, κατά συνέπεια,
δε μπορούσε να περιγραφεί και να εικονιστεί. Με την αποκάλυψη,
όμως, της Θεότητας στο πρόσωπο του Ιησού Φριστού, δίδεται η
δυνατότητα της εικονογραφικής απεικόνισης της ανθρώπινης
διάστασης του Θείου,  με σκοπό να καταδειχθεί, αφενός μεν η
αγαπητική προσέγγιση του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και η
δυνατότητα προσέγγισης του ανθρώπου προς τον Θεό, διά της
μιμήσεως του Ιησού Φριστού. Με το πέρασμα του χρόνου αυτή η
δυνατότητα επεκτείνεται στα πρόσωπα της  Τπεραγίας Θεοτόκου και
των Αγίων της Εκκλησίας μας, προκειμένου αυτά να καταστούν
διδακτικές αφορμές και παραδείγματα προς μίμησιν για τους
Χριστιανούς.
Στην πορεία της Εκκλησιαστικής ιστορίας η ανάπτυξη της
εικονογραφίας και η χρήση της Εικόνος καταλαμβάνουν ιδιαίτερη
θέση στην Ορθόδοξη Λειτουργική Παράδοση. Στον 4ο αιώνα η
εικονογραφία αναπτύσσεται ραγδαία, ενώ συστηματοποιείται η
τιμητική προσκύνηση των Ιερών Εικόνων, οι οποίες θεωρούνται
λειτουργικά «σκεύη» που χρησιμοποιούνται στη Θεία Λατρεία,
λιτανεύονται, τίθενται προς προσκύνηση από το λαό, που λαμβάνει
την χάρη και τον αγιασμό των εικονιζόμενων προσώπων. Είναι η
εποχή κατά την οποία ο Μέγας Βασίλειος καταγράφει την ορθή
Θεολογία περί των Εικόνων, τονίζοντας ότι «η τιμή επί το πρωτότυπον
 διαβαίνει», η τιμή δηλ. που αποδίδει κανείς σε μία Εικόνα δεν αφορά
στο υλικό στοιχείο της σύστασής της αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο
και δι’ αυτού σ’ αυτόν τον ίδιο το Θεό ο οποίος είναι ο μόνος φορέας
της χάριτος και του αγιασμού απάντων. Με αυτό τον τρόπο η
Εκκλησία μάς μορφώνει πνευματικά, προβάλλοντάς μας ένα
συγκεκριμένο και ενσαρκωμένο Θεοπρεπές ήθος.
Η Εκκλησία μας αναγκάζεται στα τέλη του 8ου αιώνος (787), στα
πλαίσια της 7ης Οικουμενικής ΢υνόδου, να δογματίσει για τις Ιερές
Εικόνες και να καταδικάσει τους  εικονομάχους που θέλησαν να
πλήξουν και ν’ αμφισβητήσουν τη θέση τους στη ζωή Σης, αλλά και να
τις συνδέσουν με παγανιστικές και ειδωλολατρικές πρακτικές. ΢το
΢υνοδικό της Ορθοδοξίας - που διαβάζεται σήμερα - η Εκκλησία μας,
ως φορέας και συνεχιστής της παραδόσεως των Αγίων Πατέρων,
διακηρύσσει:  «…ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν
Φριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους Αυτού Αγίους εν λόγοις
τιμώντες, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν Ναοίς,  εν
Εικονίσμασι, τον μεν Θεόν και Δεσπότην προσκυνούντες και
σέβοντες, τους δε, διά τον κοινόν Δεσπότην ως Αυτού γνησίους
θεράποντας, τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες.
Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η
πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξε»
Σο γεγονός ότι η τιμητική προσκύνηση των Ιερών Εικόνων
σχετίζεται άμεσα με την παράδοση της Εκκλησίας μας και δεν είναι
νεοφανής πρακτική, καταγράφεται στην ίδια ΢ύνοδο η οποία
χαρακτήρισε την τιμή και την προσκύνησή τους  «έγκριτον και
θεάρεστον θεσμοθεσίαν και παράδοσιν της Εκκλησίας μας, ευσεβές
αίτημα και ανάγκην του πληρώματος της Εκκλησίας». Πρόκειται, δηλ.
για μία πρακτική που ευαρεστεί το Θεό, αφού, με αυτήν, δίδεται η
ευκαιρία στο λαό Σου να εκφράσει την καρδιακή πίστη και ευλάβειά
του και να ικανοποιήσει το ευσεβές αίτημά του να ψηλαφίσει, κατά το
δυνατόν, το Θείον και να μετάσχει της Θεότητος  δι’ εσόπτρου και εν
αινίγματι…1 Επιζητά, όμως, παράλληλα, τη χάρη και την ευλογία,
καθώς επίσης, τη δύναμη και ενίσχυση από τα πρόσωπα των Αγίων
που καταξιώθηκαν τόσο πολύ από το Θεό, λόγω της Θεοφιλούς και
αγιασμένης βιωτής τους.
Αυτή είναι, δι’ ολίγων, η διδασκαλία της Εκκλησίας μας περί
των Ιερών Εικόνων, που ο ιδιαίτερος εκφραστής της Ορθόδοξης
Εικονογραφίας και τέχνης Υώτης Κόντογλου, εγκωμίασε με τρόπο
παραστατικό:  «Αυτά τα εικονίσματα προσκυνούσανε ο Μέγας
Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, ο Υώτιος, ο Παλαμάς και απ’ αυτά
φούντωνε μέσα τους η φλόγα της πίστης. Αυτά τα έργα κάνανε τον
Άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης να χύνει δάκρυα κατανύξεως και τον
Χρυσόστομο να μη μπορεί να ζήσει και να προσευχηθεί χωρίς να έχει
                                               
1
Α΄ Κορ. 13,12


κρεμασμένο στο κελί του το εικόνισμα του Αγίου Παύλου, που το
ασπαζότανε και έκλαιγε. Αυτά τα έργα έβλεπε ο Μέγας Υώτιος να
καταστολίζουνε την Αγία ΢οφία και σκιρτούσε από Θείον οίστρο και
τα εγκωμίαζε στις ομιλίες του. Και αυτά τα έργα μάς παραδώσανε,
μαζί με την Ορθόδοξη πίστη, οι Μεγάλοι Πατέρες, για να τα
προσκυνούμε στον αιώνα, όσο θα έχουμε την Ορθόδοξη πίστη. Γιατί
δεν είναι ένα φόρεμα φθαρτό που το φορέσαμε μια φορά και που
πάλιωσε, αλλά είναι η στολή η άφθαρτη, που μ’ αυτή θα υπάρχει
στολισμένη στην αιωνιότητα…»
ΑΜΗΝ

Παρασκευή, Μαρτίου 02, 2012

Κήρυγμα εις τους Α Χαιρετισμούς-Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού


"Χαῖρε ὓψος δυσαμάβατομ ἀμθρωπίμοις λογισμοῖς, χαῖρε βάθος
δυσθεώρητομ καί Ἀγγέλωμ ὀφθαλμοῖς"
"Ἰσχμόφωμος γάρ καί βραδύγλωσσος καί οὐκ εὒλαλος ὑπάρχω, ἲμ'
οὖτως εἲπω, περί τῆς μεγαλωμύμου καί ὁσίας καί ἀπειρογάμου καί
ἀειπαρθέμου Μαρίας, Μητρός τοῦ Κυρίου… "
1
Μέ αὐςά ςά λόγια, ἀδελτξί μξσ, ὁ Ἃγιξπ Ἐπιτάμιξπ, Ἐπίρκξπξπ
Κχμρςαμςίαπ ςῆπ Κύποξσ, νεκιμᾶ ςό λόγξ ςξσ γιά ςό παμάγιξ ποόρχπξ
ςῆπ Ὑπεοαγίαπ Θεξςόκξσ. Καί ἂμ μέ αὐςά ςά αἰρθήμαςα καί ςίπ
ἀμαρςξλέπ ξἱ Ἃγιξι ςῆπ Ἐκκληρίαπ μαπ ρςέκξμςαι μποξρςά ρςήμ
Παμαγία μαπ, πόρξ μᾶλλξμ ἐμεῗπ ξἱ ἐλάυιρςξι ἂμθοχπξι αὐςῆπ ςῆπ ζχῆπ,
πξύ ζξῦμε ςόμ ἀγῶμα καί ςήμ ἀγχμία αὐςξῦ ςξῦ κόρμξσ, μέ ςί ποόρχπξ
καί πξιά λόγια μπξοξῦμε μ' ἀπεσθσμθξῦμε ρςή Μηςέοα ςξῦ Θεξῦ καί ςῶμ
ἀμθοώπχμ!
Ἡ Ἐκκληρία μαπ, ὃμχπ, ςό ἐπιςοέπει καί βάζει ρςό ρςόμα ὃλχμ
μαπ λόγια ἀγγελικά, λόγια πξύ βγῆκαμ ἀπό ςά ἂσλα υείλη ςξῦ
Ἀουαγγέλξσ Γαβοιήλ καί ὓμμηραμ ςό ὑπέολξγξ θαῦμα πξύ
ποξρχπξπξιεῖςαι ρςό ποόρχπξ ςῆπ Παμαγίαπ. Εἶμαι λόγια εὐτξοίαπ καί
υαομόρσμχμ αἰρθημάςχμ, πξύ ἡ Ἐκκληρία μαπ ςξπξθέςηρε ρςή διάοκεια
ςῆπ Μεγάληπ Τερραοακξρςῆπ, καςά ςίπ Ἀκξλξσθίεπ ςῶμ Χαιοεςιρμώμ,
γιά μά ςξμῶρει ςό ἠθικό καί μ' αὐνήρει ςίπ πμεσμαςικέπ δσμάμειπ ςῶμ
ἀγχμιζόμεμχμ, ρςό Σςάδιξ ςῶμ Ἀοεςῶμ, Χοιρςιαμῶμ.
Καί εἶμαι,  ὂμςχπ, ἰρυμότχμξπ καί βοαδύγλχρρξπ ὁ λόγξπ ἡμῶμ
ςῶμ ἀμθοώπχμ, ὃςαμ ἀπξταρίζξσμε μά μιλήρξσμε γιά ςήμ Παμαγία.
Ἀλήθεια, πῶπ μά ἐκτοαρςξῦμε γιά ςόμ ἂμθοχπξ πξύ καςέρςηρε ςόμ
ἑασςό ςξσ θοόμξ ςξῦ Θεξῦ, γιά ἐκείμη πξύ ἒγιμε κλίμακα, μέρῳ ςῆπ
ὁπξίαπ καςέβηκε ὁ Θεόπ ρςή γῆ καί ἀμέβηκε ὁ ἂμθοχπξπ ρςόμ ξὐοαμό! Τί
μά πξῦμε γιά ἐκείμη πξύ, ρσμςοίβξμςαπ ςά ρςεγαμά ςῆπ λξγικῆπ, ἂμ καί
ἀπειοόγαμξπ, ἒτεοε ρςόμ κόρμξ ςόμ Υἱό ςξῦ Θεξῦ! Γιἀ ἐκείμη πξύ ἒγιμε
ὑπόδειγμα ςαπείμχρηπ καί ὑπακξῆπ λέγξμςαπ "μαί" ρςήμ  πιό ἀπόκξρμη
ποξρςαγή πξύ ἀκξύρςηκε πξςέ ρςή γῆ! Πῶπ μά πεοιγοάφξσμε ςή γσμαίκα
πξύ ναμαέτεοε ςή υαοά καί ςήμ ἐλπίδα ρςόμ κόρμξ, ἐκείμη πξύ ὑμμήθηκε
ὃρξ καμείπ ἂλλξπ ἀπό ςξύπ Ἀγγέλξσπ, πξύ γέμμηρε ςό τῶπ καί ἐνεσςέλιρε
ςή γμώρη ςῶμ ρξτῶμ!
Ἡ  ἀμθοχπόςηα ρςήμ ἐπξυή μαπ ἒυει τςάρει ρέ ἀπίρςεσςα ὓφη
ἐπιρςημξμικῆπ γμώρηπ καί ςευμξλξγικῆπ καςάοςιρηπ. Οἱ καςακςήρειπ ρςό
υῶοξ ςῆπ ἐπιρςήμηπ ποξκαλξῦμ θασμαρμό. Τό ἀμθοώπιμξ μσαλό
κσοιαουεῖ καί βαριλεύει, ποξκαλώμςαπ ἒπαορη, ἱκαμξπξίηρη, αὐςάοκεια.
Ὑπάουξσμ, ὃμχπ, ἀκόμα μεγέθη καί ποαγμαςικόςηςεπ πξύ ἡ ἀμθοώπιμη
λξγική δέ μπξοεῖ μά ἑομημεύρει. Ὃςαμ ςό ἐπιυειοεῖ, ὁδηγεῖςαι ρέ
ἀδιένξδξ, ρηκώμει ςά υέοια φηλά, ἀδύμαμη μά δώρει λύρη καί
ἱκαμξπξιηςική ἀπάμςηρη.
                                             
1
Ἁγίου Ἐπιφανίου ἐγκώμιον εἰς τήν Ἁγίαν Θεοτόκον, PG 43, 488BἩ πίρςη ςῆπ Ἐκκληρίαπ μαπ ρςό ποόρχπξ ςῆπ Παμαγίαπ καί ρςό
οόλξ πξύ αὐςή διαδοαμάςιρε ρςή ζχή ςηπ, ὂμςχπ ποξκαλεῖ ρύγυσρη ρςόμ
πάμρξτξ ἂμθοχπξ ςξῦ 20ξῦ αἰώμα. Μέ καμία δύμαμη δέμ μπξοεῖ μά
ἑομημεύρει ςίπ ἀλήθειεπ πξύ κξρμξῦμ ςό ὑπέολξγξ ποόρχπό ςηπ. Πῶπ μά
ἑομημεσθεῖ ἡ ἂρπξοξπ ρύλληφη; Πῶπ μά ἑομημεσθεῖ ἡ παοθεμική
γέμμηρη; Πῶπ μά γίμει ἀπξδεκςό πώπ ὁ Θεόπ, διά ςῆπ Παμαγίαπ, ἒγιμε
ἓμαπ ἀπό ἐμᾶπ ςξύπ ἀμθοῶπξσπ; Πῶπ μά ἑομημεσθεῖ ἡ μεςάρςαρή ςηπ
ρςξύπ ξὐοαμξύπ; Ὃπξιξπ ἐπιυειοήρει μά δεῖ μέ ςά μάςια ςῆπ λξγικῆπ
αὐςέπ ςίπ ἀλήθειεπ ἢ θά ὁδηγηθεῖ ρςήμ ςοέλα ἢ ρςήμ πλάμη.
Τό ὓφξπ, ὃμχπ, αὐςό πξύ ρσμδέεςαι μέ ςό ποόρχπξ ςῆπ Παμαγίαπ
δέμ εἶμαι μόμξ δσραμάβαςξ γιά ςξύπ ἀμθοώπιμξσπ λξγιρμξύπ· εἶμαι καί
δσρθεώοηςξ γιά ςξύπ ὀτθαλμξύπ ςῶμ Ἀγγέλχμ. Αὐςξί ξἱ Ἂγγελξι πξύ
δξοστξοξῦμ αἰώμια ςό θοόμξ ςξῦ Θεξῦ καί δξνξλξγξῦμ ςή μεγαλχρύμη
Τξσ, αὐςξί ξἱ Ἂγγελξι πξύ εὐαγγελίρςηκαμ ςό μήμσμα ςῆπ ρχςηοίαπ καί
ςῆπ λύςοχρηπ ρςόμ κόρμξ καί αὐςξί ἀκόμη δέμ εἶμαι ρέ θέρη μά
καςαμξήρξσμ ςό μεγαλεῖξ καί ςή δόνα ςῆπ Θεξςόκξσ. Ἀδσμαςξῦμ καί ξἱ
ἲδιξι μά πληριάρξσμ ςήμ ποαγμαςικόςηςα, ἐκείμη πξύ ρσμδέεςαι μέ ςό
ποόρχπξ πξύ ἒπαινε  ςόρξ καθξοιρςικό οόλξ ρςήμ πξοεία ςῆπ
ἀμθοώπιμηπ ἱρςξοίαπ.
Παο’ ὁλεπ, ὃμχπ, ςίπ παοαπάμχ ἀλήθειεπ πξύ ρσμδέξμςαι μέ ςό
ποόρχπό ςηπ, παοά ςό γεγξμόπ ὃςι ὑπεοέβη κάθε ἀμθοώπιμη μξμξςέλεια
ρςήμ ἐπί γῆπ ζχή ςηπ, ἡ Παμαγία δέμ εἶμαι ἀποόριςη, δέμ εἶμαι μακοσά
μαπ, δέμ εἶμαι ποόρχπξ ἀπξμσθξπξιημέμξ. Ἡ Παμαγία εἶμαι ρσμευῶπ
ἀμάμερά μαπ, ἑςξιμη, ράμ καλή μάμα, μ' ἀτξσγκοαρςεῖ ςόμ πόμξ ςῶμ
παιδιῶμ ςηπ, ὃπχπ, ἂλλξςε ἀτξσγκοάρςηκε ςόμ πόμξ ςξῦ Θεαμθοώπξσ.
Μᾶπ καλεῖ ρσμευῶπ μά ςήμ πληριάρξσμε, μά  ςήμ ἐμπιρςεσθξῦμε, μά ςῆπ
ἀμξίνξσμε ςήμ καοδιά μαπ, μά καςαθέρξσμε ρςά πόδια ςηπ ςά ὂμειοα, ςά
ποξβλήμαςα, ςξύπ καϋμξύπ καί ςίπ δσρκξλίεπ ςῆπ ζχῆπ μαπ.
Αὐςό, λξιπόμ, ἂπ κάμξσμε καί ςώοα, αδελτξί μξσ, ςώοα πξύ θά
ναμαποξρκσμήρξσμε ςήμ εἰκόμα ςηπ καί θ' ἀςεμίρξσμε ςό ποόρχπό ςηπ.
Νά ςῆπ μιλήρξσμε ράμ ςα παιδιά ρςή μηςέοα ςξσπ καί μά εἲμαρςε
ρίγξσοξι πώπ ἐκείμη θά ἒοθει ἀοχγόπ ρςόμ ἀγώμα ςῆπ ζχῆπ. Ἂπ ςῆπ
ἀπεσθύμξσμε λόγξ παοακληςικό, λόγξ ἱκεςεσςικό: Μῆτερ τοῦ Θεοῦ τοῦ
Ὑψίστου, ὃθεμ σοί προσπίπτομεμ ρῦσαι πάσης περιστάσεως τούς
δούλους σου. ΑΜΗΝ!

Σάββατο, Φεβρουαρίου 25, 2012

«Κριτήρια» Αγιότητα Κυριακή της Τυρινής Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού



Σπουδαίες μορφές του Ορθοδόξου εορτολογίου, τιμά κατά την
σημερινή Κυριακή της Συρινής, αδελφοί μου, η Εκκλησία μας.
Ανάμεσά τους δεσπόζουν η Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα, η οποία,
μετά τον ιστορικό και σωτήριο διάλογό της με τον Κύριο στο φρέαρ
του Ιακώβ, κατά την γνωστή Ευαγγελική διήγηση, μετεστράφη και
κατέστη φλογερή Ισαπόστολος και Μάρτυς του Χριστού, όπως, επίσης
και ο Άγιος Πορφύριος, Επίσκοπος Γάζης, ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα
και διακρίθηκε για τους επίμονους αγώνες του για την προστασία του
Χριστιανικού ποιμνίου από τα κατάλοιπα της ειδωλολατρίας. Η μνήμη
τους, όπως και η μνήμη κάθε Αγίου στην καθημερινότητα του
Εκκλησιαστικού βίου, γίνεται αφορμή να καταθέσουμε κάποιες λιτές
σκέψεις σχετικά με τα κριτήρια εκείνα που ενεργοποιεί η Εκκλησία
μας για να κατατάξει έναν άνθρωπο στην χορεία των Αγίων της.
Η κατάκτηση της αγιότητας είναι ο σκοπός της ζωής του κάθε
Χριστιανού. Δεν πρόκειται για κάτι πού αφορά μία μερίδα ανθρώπων,
πού διακρίνονται από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά αφορά
όλους μας, όσοι έχουμε συνείδηση της αμαρτωλότητάς μας και ζούμε
σε κατάσταση συνεχούς μετανοίας. Άλλωστε Άγιοι δεν αναδεικνύονται
οι αναμάρτητοι, αλλά εκείνοι πού διακρίνονται για τη μετάνοιά τους
και τον διά βίου αγώνα τους για τον περιορισμό και την πάταξη της
αμαρτωλότητάς τους.
         Οι πλείστοι των Αγίων είναι άγνωστοι σε εμάς, είναι, όμως,
γνωστοί και τιμημένοι από τον Θεό, αφού μετέχουν των αγαθών της
Βασιλείας Σου. Οι λίγοι εξ αυτών είναι γνωστοί και τιμώνται από το
Σώμα της Εκκλησίας και αναδεικνύονται ως Άγιοι επί τη βάσει
συγκεκριμένων «κριτηρίων». Πρώτο και βασικό κριτήριο, όπως
φαίνεται από την Εκκλησιαστική ιστορία,  είναι η βούληση Σώματος
της Εκκλησίας, του λαού, όσων γνώρισαν και συναναστράφηκαν το
υπό αγιοποίηση πρόσωπο, κατά τη διάρκεια της ζωής του, όσων
γνώρισαν το περιεχόμενό του, τα έργα και τις ημέρες του και στη
συνείδησή τους το έχουν ήδη κατατάξει στο χορό των Αγίων.
         Άλλο πολύ σημαντικό κριτήριο είναι  ο οσιακός βίος και η
πνευματική ζωή. Η ζωή του υπό αγιοποίηση προσώπου να είναι
παράδειγμα πίστεως, ευσεβείας, μετανοίας και προσευχής. Να ζει στον
κόσμο αλλά να φαίνεται ότι δεν ανήκει στον κόσμο. Να εργάζεται στον
κόσμο, αλλά, κατά βάθος, να απεργάζεται την προσωπική του
τελείωση, αλλά και την ωφέλεια των συνανθρώπων του, καθιστώντας τον
εαυτό του φάρο τηλαυγή, θεϊκό φως, κερί ελπίδας αναμμένο για να
διαλύσει τα σκοτάδια του κόσμου και της αμαρτίας.
         Ένα εξίσου  σημαντικό κριτήριο είναι  ο μαρτυρικός θάνατος.
Σέτοιο θάνατο δοκίμασαν οι άνθρωποι του Θεού κυρίως στους πρώτους
αιώνες ζωής της Εκκλησίας, στον Ελληνικό χώρο κατά την περίοδο
της τουρκοκρατίας, στα κράτη πού δοκιμάστηκαν από το ζυγό των
αθεϊστικών καθεστώτων, πού θέλησαν να πατάξουν τη θρησκευτική
πίστη και να χαλιναγωγήσουν το Εκκλησιαστικό βίωμα, αλλά και στις
μέρες μας σε τόπους που ανθεί ο επάρατος θρησκευτικός φανατισμός.
Σο μαρτύριο θεωρείται στη ζωή της Εκκλησίας ως «Βάπτισμα
αίματος», διά του οποίου ο Μάρτυρας απαλλάσσεται από τις αμαρτίες
του και καταλαμβάνει περίζηλη και κορυφαία θέση στη ζωή του
παραδείσου.
         Οι αγώνες υπέρ της Εκκλησίας, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθούν
ένα ακόμα κριτήριο για την αγιοποίηση ενός ανθρώπου. Η Εκκλησία
στην ιστορική της πορεία δοκιμάστηκε από διώκτες, από αμφισβητίες,
από εχθρικά ιδεολογικά συστήματα, από αρνητικές πολιτικές
τοποθετήσεις, πού προσπάθησαν, με κάθε μέσο, να τη φιμώσουν, να
την περιορίσουν και, ει δυνατόν, να την εξαφανίσουν. Τπήρξαν πάντα
στο πέρασμα του χρόνου, φωτεινές προσωπικότητες, προερχόμενες
είτε από τον Ιερό Κλήρο είτε από τις τάξεις των λαϊκών, πού
προέταξαν τα στήθη τους και αγωνίστηκαν για την ελευθερία της
Εκκλησίας. Τπήρξαν άνθρωποι πού, χωρίς να γευτούν το νέκταρ του
μαρτυρίου του αίματος, βίωσαν το συνεχές μαρτύριο της συνειδήσεως
και στερέωσαν το οικοδόμημα της Εκκλησίας με τα θεολογικά τους
έργα, με τούς δυναμικούς τους αγώνες, με τη δύναμη της αδούλωτης
πίστης τους, με τις περιφανείς νίκες τους κατά των αιρέσεων.
         Ασφαλή δείγματα αγιότητας, τέλος, μπορούν να θεωρηθούν και
κάποια εξωτερικά σημεία τα οποία ο Θεός επιτρέπει να
παρουσιάζονται και να ενεργούνται, όχι για να προκαλέσουν το
θαυμασμό, όχι για να εκβιάσουν την πίστη, αλλά για να
επιβραβεύσουν την πίστη και τη ζωή τόσο του εξαγιασμένου
προσώπου, όσο και όλων εκείνων πού το συναναστράφηκαν και πλέον,
το προσκυνούν και το τιμούν. Πρόκειται για τις θαυματουργικές
ενέργειες και την ιδιαίτερη χάρη των Ιερών Λειψάνων και των Αγίων
Εικόνων, σημεία αποδεικτικά της αγιότητας και της Θεϊκής
ευαρέσκειας.
         Η Αγιότητα, αδελφοί μου, είναι υπόθεση του χθες, του παρόντος
και του μέλλοντος στη ζωή της Εκκλησίας. Μία κατάσταση τόσο
φυσική στον Ορθόδοξο κόσμο και στην Ορθόδοξη εμπειρία, όσο φυσική
είναι η ίδια η ζωή. Τπόθεση πού αφορά όλους, στόχος πού πρέπει να
βάλουμε όλοι, αποσκοπώντας στην Θεϊκή τιμή μάλλον κι όχι στην
ανθρώπινη αναγνώριση. ΑΜΗΝ

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2012

Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ π. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ



Αυτό που απουσιάζει συχνά όχι μόνο από τη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και από τη ζωή της κοινωνίας και την προσωπική μας είναι το βίωμα και η ιδιότητα της πατρότητας. Οι άνθρωποι δε νιώθουμε την ανάγκη ούτε να είμαστε να θέλουμε πατέρες. Η πατρότητα ταυτίζεται με τον αυταρχισμό και την διακυβέρνηση της ζωής μας από άλλους και την αποστέρηση της ελευθερίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να στερούμαστε τόσο της πνευματικής συγγένειας, όσο και της αγάπης που η πατρότητα προσφέρει και να μένουμε όχι απλώς ακαθοδήγητοι στη ζωή μας, αλλά και αδύναμοι στο να επιδείξουμε την ταπεινότητα εκείνη που θα μας βοηθήσει να μάθουμε αληθινά σπουδάζοντας στον αληθινό πατέρα νοήματα και αξίες, που θα μας βοηθήσουν με τη σειρά μας όχι μόνο να προχωρήσουμε γόνιμα και δημιουργικά στη ζωή μας, σε όλες της τις εκφάνσεις, αλλά και να γίνουμε ικανοί «ετέρους διδάξαι».
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στον μαθητή του Τιμόθεο, περιγράφει τα χαρακτηριστικά εκείνα του πνευματικού πατέρα που τον καθιστούν άξιο της εμπιστοσύνης του πνευματικού υιού, αλλά και που τον κάνουν να ανταποκρίνεται στο κατεξοχήν πρότυπο πατρότητας που είναι ο Χριστός.
Ο Παύλος λοιπόν τονίζει ότι ο πνευματικός πατέρας διακρίνεται για την διδασκαλία που προσφέρει στα πνευματικά του παιδιά, τον τρόπο ζωής του, τον σκοπό της ύπαρξής του, γιατί δηλαδή ζει και πού οδηγεί τα παιδιά του, την πίστη του, την μακροθυμία και συγχωρητικότητα, την αγάπη, την υπομονή, το ότι διώκεται και παθαίνει για χάρη της πίστης την οποία βιώνει (και οι διωγμοί και τα παθήματα δεν είναι μόνο σωματικά, είναι και πνευματικά και έχουν να κάνουν με την περιθωριοποίηση που υφίσταται ο πνευματικός πατέρας από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και τον εσωτερικό πόλεμο των λογισμών και των επιθέσεων του διαβόλου που εύκολα γεννά θλίψη και πόνο). Όλα αυτά πηγάζουν από τη σχέση που έχει ο πνευματικός πατέρας με το Χριστό. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Παύλος «εκ πάντων με ερρύσατο ο Κύριος» (Β’ Τιμ. 3, 10-11). Δεν έχει την εντύπωση ότι κατάφερε να δείξει αυτά τα χαρακτηριστικά στη ζωή του, γιατί στον εαυτό του αναφέρεται όταν μιλά στον Τιμόθεο, επειδή ο ίδιος από μόνος του ήταν ικανός, αλλά γιατί ο Κύριος τον βοήθησε να αντέξει και να βγάλει στην επιφάνεια όλα αυτά τα πνευματικά σημεία. Ο Παύλος θα ζητήσει από τον μαθητή του να διατηρήσει στη ζωή του ακέραιο το συνδυασμό των όσων έμαθε από τον ίδιο ως πατέρα και πνευματικό του διδάσκαλο, αλλά και να συνδυάσει ό,τι προστέθηκε σ’ αυτόν με τα ιερά γράμματα, τα οποία έμαθε από την παιδική του ηλικία, αλλά και με την πίστη «εν Χριστώ Ιησού», την οποία βίωσε στη ζωή του.
Μας δίνει λοιπόν τη δυνατότητα ο Παύλος να δούμε τελικά τι σημαίνει πνευματικός πατέρας στη ζωή μας και να κρίνουμε αν όντως τον έχουμε ανάγκη για να τον αναζητήσουμε και να διδαχθούμε από αυτόν στη ζωή μας.
Ο πνευματικός πατέρας γνωρίζει τη διδασκαλία της πίστης και την προσφέρει αφειδώλευτα, κηρύττοντας όχι τον εαυτό του, αλλά το Χριστό. Και δεν μένει μόνο στα λόγια, αλλά προχωρά και στην υιοθέτηση και βίωση ενός τρόπου ζωής σύμφωνου με το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία. Κοντά του δηλαδή κανείς μπορεί να βρει όχι μόνο την θεωρία, αλλά και την πράξη της εν Χριστώ ζωής. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πνευματικός πατέρας είναι τέλειος και αψεγάδιαστος. Ο Παύλος αναφέρει χαρακτηριστικά για τον εαυτό του ότι ήταν ο πρώτος των αμαρτωλών. Ο πνευματικός πατέρας αγωνίζεται, μετανοεί, προσπαθεί να είναι κοντά στο Θεό, χωρίς να δικαιολογεί τα πάθη του και τις πτώσεις του, αλλά και χωρίς να απολυτοποιεί τις αρετές του. Κι αυτό γιατί γνωρίζει ότι ο Χριστός είναι αυτός που τον στηρίζει στον αγώνα του και προς Εκείνον απευθύνεται. Επομένως, τα πνευματικά παιδιά καλούνται να λάβουν από τον πνευματικό πατέρα όχι το δικό του χαρακτήρα ή τις ιδέες του, αλλά τον τρόπο με τον οποίο θα οδηγηθούν στο Χριστό. Και όλα αυτά σε ένα πλαίσιο ελευθερίας και σεβασμού στην διαφορετικότητας του καθενός.
Ο πνευματικός πατέρας στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους επιδεικνύει αγάπη και μακροθυμία και υπομονή. Αυτό σημαίνει ότι δεν κατακρίνει τους άλλους, ούτε τους απορρίπτει ό,τι κι αν είναι, ό,τι κι αν κάνουν, ακόμη και στον ίδιο, αλλά ζει γι’ αυτούς, προσεύχεται γι’ αυτούς, τους αγαπά, μακροθυμεί στα λάθη τους, νικά ακόμη και την πίκρα που πιθανόν αυτοί να του προσφέρουν. Αυτό ισχύει και για την στάση των πνευματικών του παιδιών, εφόσον αυτά θέλουν να είναι και να λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η πατρότητα λειτουργεί ευσπλαχνικά και όχι εγωκεντρικά και αυτοδικαιωτικά. Αυτό σημαίνει τελικά μία ταπεινότητα, η οποία καθιστά τον πνευματικό πατέρα δοχείο τη χάριτος του Θεού, κατά το πρότυπο του Χριστού.
Ο πνευματικός πατέρας είναι έτοιμος να κακοπάθει για την πίστη του στο Χριστό. Αυτό σημαίνει ότι σκοπός της ζωής του είναι η αλήθεια και όχι οι έπαινοι των ανθρώπων. Αν ο σκοπός του πνευματικού πατέρα είναι η ανθρωπαρέσκεια, τότε και ο ίδιος δημιουργεί οπαδούς του προσώπου του και όχι πιστούς της Εκκλησίας, αλλά και δεν μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στην αλήθεια, αφού το μόνο που κάνει είναι να κολακεύει τις αδυναμίες τους και να τους διδάσκει έναν Χριστό, ο Οποίος δεν ζητά αυταπάρνηση και σταυρό, αλλά το βόλεμα των ανθρώπων. Η κακοπάθεια του πνευματικού πατέρα δεν έγκειται μόνο στους διωγμούς και τα παθήματα του σώματος ή στη θυσία και την μέριμνα για τα πνευματικά του παιδιά. Έγκειται και στην λύπη να βλέπει τους πονηρούς και γόητες ανθρώπους να προκόπτουν «επί το χείρον» και να μην μπορεί να κάμει τίποτε γι’ αυτό, παρά μόνο να δέχεται και να υπακούει στο θέλημα του Θεού, να υπερασπίζεται την αλήθεια, ακόμη και με προσωπικό κόστος.
Στη ζωή μας σήμερα δεν έχουμε τη διάθεση να μάθουμε, να σπουδάσουμε, να γευτούμε την αγάπη όχι με την έννοια του συμφέροντος, αλλά με την έννοια της κοινωνίας που θα μας βοηθήσει να έχουμε ως σκοπό της ζωής όχι την απόλαυση του άλλου, αλλά τη βοήθειά του να γίνουμε σοφότεροι τόσο κατά Θεόν όσο και κατά κόσμον. Έχει εκλείψει σήμερα το πνεύμα της μαθητείας. Έχει εκλείψει η αίσθηση ότι η πίστη προϋποθέτει πνευματικό αγώνα και εκεί έχουμε ανάγκη από έναν αληθινό βοηθό, που θα αγωνίζεται να ζήσει τα όσα ο Χριστός ζητά από τον άνθρωπο. Έχει ψυγεί η αγάπη, που μας κάνει να θέλουμε να λειτουργήσουμε στην κατεύθυνση του σταυρού και της θυσίας και έχει πρυτανεύσει η λογική του βολέματος, του δικαιώματος, ης κυριαρχίας του εγώ. Το εγώ όμως αληθινά καταξιώνεται μέσα από την γνήσια κοινωνία με το συνάνθρωπο, όπου ο άνθρωπος καλείται να έχει και να μπορεί να προσφέρει. Και χρειάζεται τέτοια πρότυπα να έχουμε στη ζωή μας, όχι μόνο την εκκλησιαστική, αλλά και την πολιτική και την κοινωνική, που να μπορούμε να τα εμπιστευθούμε και να λάβουμε από αυτά τη στήριξη και την πρόταση της οδού που θα οδηγεί τόσο στην απόκτηση νοήματος για την προσωπική μας ζωή, όσο και για την συλλογική πορεία. Η συνειδητοποίηση της ανάγκης αυτής αποτελεί το πρώτο βήμα. Αλλά και η εργασία από την πλευρά όσων έχουν εκλεγεί και σε όσους έχει ανατεθεί η διακονία της πνευματικής πατρότητας πρέπει να εντατικοποιηθεί. Κι αυτό δε γίνεται με παραινέσεις αλλά με ανάληψη αληθινής ευθύνης και συναίσθηση ότι η όποια ραθυμία ή ιδιοτέλεια ή μετάθεση ευθυνών σε άλλους, εκτός από απογοήτευση, οδηγεί στη απόρριψη από την πλευρά των πολλών και της ίδιας της υπόστασης των θεσμών. Στην περίπτωση της Εκκλησίας η ευθύνη όσων δε λειτουργούν ως αληθινοί πνευματικοί πατέρες είναι ακόμη μεγαλύτερη, γιατί δεν έχει να κάνει μόνο με την ιστορία και το «νυν» του κόσμου, αλλά και με την αιωνιότητα, το «αεί» της βασιλείας του Θεού.
Καθώς ξεκινά το Τριώδιο και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ανοίγεται μπροστά μας, ας επαναβεβαιώσουμε ή ας εύρουμε σχέση με πνευματικούς μας πατέρες που θα διακρίνονται για τον αγώνα και την ελευθερία που εμπνέουν στα τέκνα τους, για την ταπεινότητα και την αγάπη και, κυρίως, για την διάθεση να προσφέρουν την αλήθεια. Για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε γόνιμα όλες τις προκλήσεις και τις προσκλήσεις της Εκκλησίας μας, αλλά και να βοηθήσουμε στο να ανοιχτεί ένας νέος δρόμος και στη ζωή της κοινωνίας μας. 

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου Οι αναβαθμοί του Τριωδίου- Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού

Οι αναβαθμοί του Τριωδίου

Με τη σημερινή Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, ανοίγει τις πύλες της, αγαπητοί μου, η κατανυκτική περίοδος του Τριωδίου. Πρόκειται για μία πνευματική πορεία, που διέπει την ζωή της Εκκλησίας μας, μέχρι και το Σάββατο του Λαζάρου και μάς καλεί σε συνεχή εσωτερική ανάβαση, πάνω στα ίχνη της Ορθόδοξης πνευματικότητας, όπως αυτά θαυμαστά αποκαλύπτονται στις Ευαγγελικές περικοπές της περιόδου. Σήμερα θα σταθούμε στους πνευματικούς αναβαθμούς, που καλούμαστε να ανεβούμε τις τέσσερις πρώτες Κυριακές του Τριωδίου, πριν εισέλθουμε στην μοναδική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Η σημασία του Τριωδίου είναι ιδιαίτερη και καθοριστική στον Εκκλησιαστικό βίο. Ο Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης ομολογεί ότι «και μόνον η ύπαρξις του Τριωδίου αποδεικνύει την πνευματικότητα της Εκκλησίας μας, την χαρισματική αποστολή Της, τον υπερβατικό χαρακτήρα Της – ταυτόχρονα δε και τόσο ανθρώπινο – και τον εσχατολογικό ορίζοντα, τον οποίο ανοίγει ενώπιόν μας. Ο άνθρωπος που καταφέρνει να ζήσει το Τριώδιο είναι αδύνατον να μη γίνει πνευματικός άνθρωπος»1Ο πρώτος σταθμός, τον οποίο καλούμαστε να κατακτήσουμε στο Τριώδιο και κατ’ επέκτασιν στην πνευματική μας ζωή, είναι η ταπείνωση, όπως αυτή αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του τελώνη της σημερινής Ευαγγελικής διήγησης. Η υμνολογία της ημέρας μάς καλεί να ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού, όπως ο τελώνης,2 παραδεχόμενοι την πνευματική μας υστέρηση και αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της αμαρτωλής ζωής μας. Η στάση αυτή, ενώ συνιστά ενέργεια αδυναμίας και ατολμίας, κατά την κοσμική αντίληψη, εντούτοις είναι κίνηση βαθιάς εσωτερικής δύναμης, την οποία ο άνθρωπος ενεργοποιεί για ν’ αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο αντίπαλό του, τον κακό εαυτό του. Γι’ αυτό και η ταπείνωση ελκύει την χάρη του Θεού, σε αντιδιαστολή με την φαρισαϊκή έπαρση και αυτοδικαίωση, η οποία προβάλλεται ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Ο δεύτερος σταθμός, του Τριωδίου, την επόμενη Κυριακή του Ασώτου, είναι ημετάνοια. Ο μικρός γιος της παραβολής κάνει την επανάστασή του. Αποσυνδέεται από την πατρική σκέπη και, έχοντας στη διάθεσή του τον πλούτο που τού αναλογεί, κατρακυλά στο βάραθρο της αμαρτίας και της ασωτίας. Και τότε νιώθει εσωτερικό συγκλονισμό από την στέρηση της πατρικής αγάπης, παίρνει τον δρόμο της επιστροφής και αποκαθίσταται στην πατρική οικία, χάριν της ειλικρινούς μετανοίας. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο «η μετάνοια είναι το ιατρείο που θεραπεύει την αμαρτία. Είναι δώρο ουράνιο, δύναμη θαυμαστή, χάρη που νικά τις συνέπειες των νόμων. Γι’ αυτό δεν απορρίπτει τον πόρνο, δεν εμποδίζει τον μοιχό, δεν αποστρέφεται τον μέθυσο, δε σιχαίνεται τον ειδωλολάτρη, δεν απομακρύνει τον κακολόγο, δεν διώχνει τον βλάσφημο, ούτε τον αλαζόνα, αλλά όλους τους μεταμορφώνει… Η μετάνοια μάς ανοίγει τον ουρανό, αυτή μάς εισάγει στον Παράδεισο»3.Ο τρίτος σταθμός του Τριωδίου, την Κυριακή των Απόκρεω, είναι η αγάπη. Οι εικόνες του Ευαγγελίου είναι αποκαλυπτικές. Οι άνθρωποι θα βρεθούν ενώπιον του δικαίου Κριτού, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Εκεί ο δικαιοκρίτης Χριστός θα κατατάξει όλους ανάλογα με το μέτρο, όχι της προσποιητής θρησκευτικότητάς τους, αλλά με την ποιότητα και ποσότητα της αγάπης τους, που επέδειξαν στην εικόνα του Θεού, τον συνάνθρωπο. «Το πιστοποιητικό της εισόδου στην σωτήρια αυλή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αγάπη. Μία αγάπη ειλικρινής, αληθινή, πραγματική, συγκεκριμένη, όχι στα λόγια, στο νου, στη φαντασία, στην αφηρημένη γενικότητα, αλλά στην πείνα, τη δίψα, τη γύμνια, τη στέρηση, τον πόνο και την αιχμαλωσία του πλησίον»4.Ο τέταρτος πνευματικός αναβαθμός του Τριωδίου, την Κυριακή της Τυρινής, είναι η νηστεία. Οι σύγχρονοι Χριστιανοί συχνά παρεξηγούμε το βαθύτερο νόημά της. Την περιορίζουμε στην υλική στέρηση και αποφυγή συγκεκριμένων τροφών, νομίζοντας ότι, με τον τρόπο αυτό, κάνουμε το καθήκον μας ενώπιον του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όμως, τοποθετεί την νηστεία στην σωστή της βάση: «ο τελικός σκοπός της νηστείας είναι η κάθαρση της ψυχής. Ποιά μπορεί να είναι η ωφέλεια μιας αποχής απ’ τις υλικές τροφές, που θα την ακολουθούσε ήττα και υποδούλωση στα σαρκικά φρονήματα και πάθη;»5.Το περιεχόμενο της αληθινής νηστείας, λοιπόν, είναι καθαρά πνευματικό. Αποσκοπεί στην εσωτερική αναγέννηση του ανθρώπου, την οποία έρχεται να υποβοηθήσει η άσκηση της νηστείας, όταν αυτή γίνεται με τρόπο ταπεινό και αθόρυβο. Καλό και Ευλογημένο Τριώδιο!

Αρχιμ. Ε.Ο.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

1«Λόγοι ασκητικοί, ερμηνεία στον Αββά Ησαΐα», σελ. 185-186
2«ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς». 1ο ιδιόμελο Εσπερινού Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου
3Ε.Π.Ε. 30, 240 & 286
4 π. Μωυσής Αγιορείτης, «Χριστός Χριστιανούς χαρά χαρίζει», σελ. 73
5 PG 151, 160D-161A


Σάββατο, Ιανουαρίου 28, 2012

Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου. (Χαναναίας) Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού


Πόλεμος με τον διάβολο

Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου, ο Κύριος έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με μία μητέρα σε απόγνωση. Η κόρη της είχε καταληφθεί από δαιμονικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να υφίσταται ισχυρή ψυχική δοκιμασία. Ο Χριστός ακούει την ικεσία της, αλλά δεν επεμβαίνει αμέσως. Δοκιμάζει την πίστη της, επιδεικνύοντας προσποιητή αδιαφορία και περιφρόνηση. Η στάση Του φαντάζει περίεργη, αλλά δεν είναι. Αναμένει ν’ αποκαλυφθεί στην ολότητά της η βαθιά πίστη και εμπιστοσύνη της στην Θεϊκή Του παντοδυναμία, να καταστεί η πίστη της παράδειγμα και υπόδειγμα ζωής από τους άλλους ανθρώπους και επεμβαίνει θεραπευτικά, σώζοντας το δοκιμαζόμενο πλάσμα Του.

Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ασχοληθεί με το πρόσωπο του διαβόλου, με το διαβρωτικό του έργο και τις απατηλές μεθοδίες του, που σκοπό έχουν την απώλεια και τον ψυχικό όλεθρο του ανθρώπου. Είναι αλήθεια ότι η βίωση της πνευματικής ζωής, είναι ένας συνεχής αγώνας, μία ασταμάτητη πάλη, ένας αδυσώπητος πόλεμος, ανάμεσα στον άνθρωπο του Θεού – ο οποίος θέλει και αγωνίζεται να προκόψει στην αρετή – και στον διάβολο. Ο πόλεμος αυτός δε γίνεται χωρίς αιτία. Μάλιστα, ενίοτε παραχωρείται από τον ίδιο τον Θεό για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Ο  Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επισημαίνει πέντε λόγους για τους οποίους ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο με τον διάβολο.

Ο πρώτος λόγος είναι προκειμένου, μέσα από την πολεμική αναμέτρηση με τον διάβολο να καταφέρουμε να διακρίνουμε εντός μας, την αρετή από την κακία.1 Είναι αλήθεια πως η διάκριση αυτή δεν είναι πάντα εύκολη, κυρίως στις μέρες μας, κατά τις οποίες τείνει να αμβλυνθεί η αίσθηση της κακίας και της αμαρτίας και να αμνηστευτεί, προκειμένου ο άνθρωπος δήθεν ν’ απελευθερωθεί από τα πνευματικά δεσμά με τα οποία τον ελέγχει η Εκκλησία. Αντιλαμβάνεται κανείς πως η διαβολική παγίδα είναι τεράστια και πως, αν ο άνθρωπος δεν προσέξει μπορεί να οδηγηθεί στις χειρότερες εκτροπές και αμαρτίες, χωρίς να συναισθάνεται το μέγεθος της πτώσης και της απομάκρυνσης από το θέλημα του Θεού.

Ο δεύτερος λόγος, κατά τον άγιο Μάξιμο, είναι αφού αποκτήσουμε την αρετή, μέσα από τον πόλεμο με τον διάβολο και τον πόνο που προκαλείται απ’ αυτόν, να την εδραιώσουμε μέσα μας.2 Δεν αρκεί δηλ. μόνο η απόκτηση της αρετής, αλλά και ο αγώνας για την διατήρησή της, αφού ο πονηρός θα κάνει τα πάντα για να μάς παρασύρει στη ζωή της αμαρτίας χρωματίζοντας τα θέλγητρά της με τα ζωηρότερα χρώματα.

Ο τρίτος λόγος είναι, αφού προκόψουμε στην αρετή, να μην υπερηφανευόμαστε, αλλά να είμαστε ταπεινοί.3 Στο σημείο αυτό ο Άγιος Μάξιμος επισημαίνει τον κίνδυνο της υπερηφανείας, που συχνά αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που προκόβουν στην αρετή και στην πνευματική ζωή. Ο κίνδυνος της πτώσης για εκείνους που βρίσκονται ψηλά είναι μεγαλύτερος, τα επακόλουθα δε της πτώσης είναι ολέθρια και οδυνηρά. Γι’ αυτό ο άνθρωποι της αρετής οφείλουν ν΄ ασκούνται στην ταπείνωση, η οποία ελκύει την χάρη του Θεού.

Η τέταρτη αιτία του πολέμου με τον διάβολο, κατά τον Άγιο Μάξιμο, είναι, αφού δοκιμάσουμε τον πειρασμό της κακίας, να την μισήσουμε με τέλειο και απόλυτο τρόπο.4 Όποιοι καταφέρουμε να νικήσουμε τον διάβολο σ’ αυτόν αδυσώπητο πόλεμο και να δούμε τα αποτελέσματα της κακίας και της αμαρτίας, τότε σίγουρα θα μισήσουμε, με πάθος, τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Και αυτός είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι μπορούμε να νιώσουμε μίσος στην ψυχή μας. Όταν αυτό το μίσος στρέφεται κατά του διαβόλου και των έργων του. Είναι μίσος σωτήριο και λυτρωτικό.

Και η πέμπτη αιτία, για την οποία ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο με τον διάβολο είναι, αφού, νικητές πια, απαλλαγούμε από την κυριαρχία της κακίας και των παθών, να μη ξεχάσουμε ούτε την έμφυτη ασθένεια και αδυναμία μας, ούτε και την δύναμη του Θεού, που συνήργησε στον αγώνα μας κατά του διαβόλου.5 Τον αγώνα αυτόν δε μπορούμε να τον διεξάγουμε μόνοι. Οι δυνάμεις μας δεν αρκούν για την αντιμετώπιση των δαιμονικών ενεργειών. Απαιτείται η βοήθεια και η ενίσχυση του Θεού. Γι’ αυτό, όσο κι αν προκόψουμε στην αρετή, να μη ξεχάσουμε ποτέ ότι, αν δε προσέξουμε, υπάρχει ο κίνδυνος της εκ νέου πτώσης, καθώς ο διάβολος ουδέποτε επαναπαύεται, αλλά περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να πλήξει και πάλι τους αγωνιστές. Να μη ξεχάσουμε, όμως, ν’ αποδίδουμε δόξα και ευγνωμοσύνη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο Οποίος ενισχύει πάντοτε τους αγωνιστές Χριστιανούς στον διαρκή και συναρπαστικό πνευματικό τους αγώνα. ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ


1«Πρώτην, ίνα πολεμούμενοι και αντιπολεμούντες, εις διάκρισιν της αρετής και της κακίας έλθωμεν»

2«Δευτέραν δε, ίνα πολέμω και πόνω την αρετήν κτώμενοι, βεβαίαν αυτήν και αμετάπτωτον έξωμεν»

3«Τρίτην δε, ίνα προκόπτοντες εις την αρετήν, μη υψηλοφρονώμεν, αλλά μάθωμεν ταπεινοφρονείν»

4«Τετάρτην δε, ίνα πειρασθέντες υπό της κακίας, τέλειον μίσος αυτήν μισήσωμεν»

5«Πέμπτον δε επί πάσης, ίνα απαθείς γενόμενοι, μη επιλαθώμεθα της οικείας ασθενείας, μήτε της του βοηθήσαντος δυνάμεως»

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2012

Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου.Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος




  • Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου (22 Ιανουαρίου)
    Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου
    Το Αποστολικό έργο της Εκκλησίας
    Σον μαθητή του Αποστόλου των εθνών Παύλου Τιμόθεο, τιμά και προβάλει σήμερα η Αγία
     μας Εκκλησία, αδελφοί μου. Έχοντας διδαχθεί την πίστη στον ένα και αληθινό Θεό από 
    την μητέρα του, δέχθηκε το Βάπτισμα και έγινε μέλος της Εκκλησίας του Χριστού από τον
     Απόστολο Παύλο, ο οποίος τον επέλεξε ως σύντροφο στους κόπους του για την 
    διάδοση του Ευαγγελίου και αγαπημένο μαθητή του.
    Συνόδευσε τον Παύλο στις ιεραποστολικές του περιοδείες στην Φρυγία και στην Γαλατία,
     πέρασε μαζί του στη Μακεδονία, εργάστηκε ποιμαντικά στην Θεσσαλονίκη και στη 
    Βέροια και κήρυξε με τον Παύλο στην Κόρινθο, απεστάλη στην Εκκλησία των Φιλίππων 
    και κατέστη πρώτος Επίσκοπος της Εκκλησίας της Εφέσου. 
    Με την ιδιότητά του αυτή έλαβε δύο από τις περίφημες ποιμαντικές επιστολές
     του Αποστόλου Παύλου, όπου καθορίζονται οι αρχές της ποιμαντικής διακονίας
     και περιγράφεται το πρόσωπο του καλού Ποιμένος. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου
     του, ο Τιμόθεος αφιερώθηκε στο Εκκλ/κό  του έργο στην Έφεσο, όπου γνώρισε τον 
    ηγαπημένο Μαθητή του Κυρίου Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο. Δε δίστασε να
     ελέγξει την πλάνη της ειδωλολατρίας και να συγκρουστεί με τους ειδωλολάτρες, 
    από τους οποίους, τελικά, υπέστη μαρτυρικό θάνατο.

    Ως μαθητής του Αποστόλου Παύλου ο Τιμόθεος συγκαταλέγεται στην χορεία των 
    Αγίων Αποστόλων. Γι’ αυτό και έκανε σκοπό της ζωής του την εκπλήρωση του
     Αποστολικού έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην εντολή του Κυρίου προς 
    τους Μαθητές Του, μετά την Ανάστασή Του: πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη,
     βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Τιού και του Αγίου Πνεύματος, 
    διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν.1 Σ’ αυτή την εντολή 
    αποκαλύπτονται οι διαστάσεις του Αποστολικού έργου, το οποίο αποσκοπεί 
    στην σωτηρία του ανθρώπου.
      Το Αποστολικό έργο είναι, καταρχήν, Κατηχητικό. Είναι η μετάδοση του Θείου Λόγου, 
    η εξάπλωση της Ευαγγελικής αλήθειας στους ανθρώπους, έργο που συνεχίζεται μέχρι
     και στις μέρες μας στα πρόσωπα των διαδόχων των Αγίων Αποστόλων, των κληρικών 
    της Εκκλησίας μας. Πρόκειται για έργο με οικουμενικό περιεχόμενο, καθώς ο λόγος του
     Χριστού δεν απευθύνεται σε κάποιους ανθρώπους, δεν περιορίζεται από συγκεκριμένες
     ανθρωπολογικές προϋποθέσεις, δεν σχετίζεται  με εθνολογικά, εθνικιστικά ή
     τοπικιστικά δεδομένα,   αλλά αφορά το σύνολο της ανθρωπότητας.
      «Η αποστολή των μαθητών του Φριστού προς «πάντα τα έθνη» 
    αποβλέπει στην παγκοσμιότητα της αγάπης που ανυψώνει τον άνθρωπο
     προς τον Θεάνθρωπο… Η αποστολή είναι χρέος της «καθόλου» Εκκλησίας.
     Οι «εκτός» της Εκκλησίας μπορεί γεωγραφικά να είναι πολύ κοντά ή πολύ μακριά…
    Το ζητούμενο δεν είναι η Εκκλησία να κατακτήσει «πάντα τα έθνη», αλλά να τα
     μαθητεύσει…»2
    Το Αποστολικό έργο, επίσης, είναι Λειτουργικό – Μυστηριακό. 
    Πρόκειται για το βίωμα της Θείας Λατρείας, την διδαχή και την διακονία
     των Ιερών Μυστηρίων, καθώς, άνευ του Βαπτίσματος και της συμμετοχής
     στην Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας δε νοείται Εκκλ/κός βίος. Η Χριστιανική 
    ιδιότητα, έτσι, λαμβάνει θεωρητικά και φιλοσοφικά χαρακτηριστικά και απογυμνώνεται
     από την Μυστηριακή εμπειρία, μέσα στην οποία ο άνθρωπος εκκλησιαστικοποιείται
     και καθίσταται πραγματικά φιλάνθρωπος και όντως φιλόθεος. Στην συνείδηση της
     Εκκλησίας η Μυστηριακή ζωή είναι καθοριστικά σημαντική αφού «το Βάπτισμα χορηγεί
     την ύπαρξη και την υπόσταση κατά Χριστόν, γιατί μάς παίρνει νεκρούς και διεφθαρμένους
     και μάς εισάγει για πρώτη φορά στη ζωή. Η χρήση με το Μύρο τελειοποιεί αυτόν που 
    γεννήθηκε, γιατί προσφέρει ενέργεια κατάλληλη γι’ αυτή τη ζωή. Η Θεία Ευχαριστία
     συντηρεί και διατηρεί τη ζωή αυτή και την υγεία, γιατί ο Άρτος της ζωής δίδει τη δυνατότητα
     να διαφυλάξουμε όσα αποκτήσαμε και να παραμείνουμε ζωντανοί. Ζούμε, λοιπόν,
     με αυτόν τον Άρτο, κινούμαστε με το Μύρο, έχοντας λάβει την ύπαρξη από το Βάπτισμα»3
    Το Αποστολικό έργο είναι  Διδακτικό και αφορά στην τήρηση των εντολών του Χριστού. 
    Ο Χριστός στηλίτευσε την φαρισαϊκή υποκρισία και ζήτησε ταύτιση έργων και λόγων. 
    Η Φριστιανική ζωή δεν είναι θεωρητική υπόθεση, αλλά κτίζεται και οικοδομείται πάνω 
    στην εφαρμογή του θελήματος του Θεού, το οποίο αφορά στην διαρκή μετάνοια και 
    κορυφώνεται στο έργο της αγάπης προς Εκείνον και προς κάθε άνθρωπο, που είναι εικόνα 
    Του. Αυτή η εντολή της αγάπης σήμερα καθίσταται επιτακτική περισσότερο από κάθε άλλη 
    φορά, καθώς η αγάπη μπορεί να λειτουργήσει συνεκτικά, να χαρίσει ελπίδα, να διασαλεύσει
     την απογοήτευση και να χαρίσει την απαραίτητη δύναμη για να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες 
    και τα βάρη της εποχής μας.
    Το Αποστολικό έργο της Εκκλησίας συνεχίζεται σ’ όλες τις εποχές μέσα από ποικίλες
     αντιξοότητες. Δεν κάμφθηκε, όμως και δε νικήθηκε ποτέ. Γι’ αυτό, ας δρομολογήσουμε
     το βίο μας, αδελφοί μου, μέσα του. Ας γινόμαστε διαρκώς μέτοχοί του. Είναι η ασφάλεια 
    και η καταξίωση της εν Χριστώ ζωής μας. ΑΜΗΝ!

    Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου. 

    Μητρόπολη Δημητριάδος

    1. Ματζ. 28,19
    2.Αναστάσιος, Αρχιεπίσκοπος Τυράνων & Πάσης Αλβανίας, 
    «Ιεραποστολή στα ίχνη τοσ Χριστού»
    3.Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «Περί τις εν Χριστώ ζωής», σει. 22

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...