Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Καραβιδόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Καραβιδόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουνίου 04, 2015

Κυριακή των Αγίων Πάντων Ἡ σκυταλοδρομία τῆς πίστης

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ καὶ περιγράφει τὰ κατορθώματα τῆς πίστης τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ σὰν νέφος μᾶς περιβάλλουν καὶ ἀποτελοῦν φωτεινοὺς δεῖκτες τῆς πορείας μας πρὸς τὸ τέρμα, πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τὸ ἑξῆς:

«Ἀδελφοί, ὅλοι οἱ ἅγιοι μὲ τὴν πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, ἐπέβαλαν τὸ δίκαιο, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων· ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὴ σφαγή, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ἐχθρικὰ στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στὴ ζωὴ τοὺς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν' ἀναστηθοῦν σὲ μία καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη καὶ δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μὲ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μὲ προβιὲς καὶ κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καὶ κακουχίες – ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ 'χει τέτοιους ἀνθρώπους – πλανήθηκαν σὲ ἐρημιὲς καὶ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.

Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρὰ τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς πίστης τους, δὲν πῆραν ὅ,τι τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ φτάσουν ἐκεῖνοι στὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.

Ἔχοντας, λοιπόν, γύρω μας μία τόσο μεγάλη στρατιὰ μαρτύρων, ἂς τινάξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε φορτίο, καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, κι ἂς τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ τὸ ἀγώνισμα τοῦ δύσκολου δρόμου, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Ἂς ἔχουμε τὰ μάτια μας προσηλωμένα στὸν Ἰησοῦ, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν πίστη, τὴν ὁποία καὶ τελειοποιεῖ». (Ἑβρ.11,33-12,2).


Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῆς πίστης, γιὰ τοὺς ὁποίους κάνει λόγο ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, νίκησαν τὶς δυνάμεις ξένων βασιλιάδων, ὅπως π.χ. ὁ Γεδεὼν, ὁ Βαράκ, ὁ Σαμψών, ὁ Ἰεφθάε κ.ἄ., τὰ κατορθώματα τῶν ὁποίων ἀφηγεῖται τὸ Παλαιοδιαθηκικὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν, κυβέρνησαν τὸν λαὸ μὲ δικαιοσύνη ὅταν κατεῖχαν κάποιο ὑπεύθυνο ἀξίωμα, πέτυχαν τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ὅπως π.χ. ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Δανιήλ, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες στὴν κάμινο τοῦ πυρός, δυναμώθηκαν ὕστερα ἀπὸ ἀσθένεια, ὅπως ὁ ἀσθενὴς βασιλιὰς Ἐζεκίας, ἀναδείχτηκαν ἰσχυροὶ στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐχθρικὰ στρατεύματα, ὅπως σὲ πολλὰ σημεῖα ἀφηγεῖται ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.

‘Αλλοι πάλι ἐξαιτίας τῆς πίστης τους πέθαναν μὲ τρόπο μαρτυρικὸ ἐπάνω στὸ κυκλικὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λέγεται τύμπανο, λιθοβολήθηκαν ὅπως οἱ προφῆτες Ζαχαρίας καὶ Ἱερεμίας, πριονίστηκαν ὅπως, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἠσαΐας, ἀποκεφαλίστηκαν ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, Περιπλανήθηκαν σὲ ἔρημους τόπους διωγμένοι, σὲ βουνὰ καὶ σὲ σπηλιές, ντυμένοι μὲ δέρματα προβάτων ἢ κατσικιῶν, ὅπως ὁ Ἠλίας, ὁ Ἐλισαῖος, ὁ Δαβὶδ καὶ ἄλλοι.

Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀναφέρει ἢ ὑπαινίσσεται ὁ ἱ. συγγραφέας καὶ ποὺ εἴτε νίκησαν μὲ τὴν πίστη τους, εἴτε μαρτύρησαν γι’ αὐτήν, ἀποτελοῦν δεῖκτες πορείας γιὰ τοὺς χριστιανούς, προδρόμους στὴν σκυταλοδρομία τῆς πίστης ποὺ μὲ τρόπο νικηφόρο ἔφεραν σ’ ἐμᾶς τὴ σκυτάλη τῶν εὐγενῶν ἰδανικῶν καὶ μᾶς τὴν παρέδωσαν γιὰ νὰ συνεχίσουμε ἐμεῖς τὸν ἀγώνα. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνδρες καὶ οἱ ἅγιες γυναῖκες, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους, ὑπογραμμίζουν τὴν εὐθύνη ποὺ πέφτει στοὺς ὤμους τῶν χριστιανῶν.

Σὲ ἕναν κόσμο ὅπου ἐπικρατεῖ τὸ γκρέμισμα τῶν ἀξιῶν, ἡ ἀμφιβολία γιὰ τὶς ὑπεργήινες πραγματικότητες, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ ἐμπιστοσύνη στὶς μηχανές, ἡ ἀποθέωση τῆς τεχνολογίας, καλεῖται ὁ χριστιανὸς νὰ ἀναλογιστεῖ σὲ ποιὰ ἁλυσίδα εὐγενῶν καὶ ἡρώων ἀποτελεῖ κρίκο, σὲ ποιὸ τέρμα ἀπολήγει ἡ ἀγωνιστικὴ πορεία του, ποιὸς εἶναι ὁ ἀθλοθέτης. Εἶναι πολὺ εὔκολο ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία νὰ σπάσει κανεὶς ἕναν κρίκο στὴν ἡρωικὴ ἱστορία τῆς πίστης προσαρμοζόμενος στὶς ἑλκυστικὲς δυνάμεις τῆς ἐποχῆς. Κι ἂς μὴν αὐταπατώμαστε, εἶναι δύσκολο – γι’αὐτὸ καὶ πιὸ σπουδαῖο – νὰ μείνει κανεὶς πιστὸς στὶς ἀρχὲς καὶ τὰ ἰδανικὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης, χάνοντας ἴσως τὴν κατὰ κόσμον ἐξέλιξή του. Τὸν δύσκολο αὐτὸν δρόμο μᾶς δείχνουν σήμερα οἱ Ἅγιοι Πάντες, τῆς παλαιᾶς καὶ νέας ἐποχῆς, μικροὶ ἢ μεγάλοι, γνωστοὶ ἢ ἄγνωστοι καὶ μᾶς καλοῦν νὰ γίνουμε ἄξιοι συνεχιστὲς στὴ μακραίωνη σκυταλοδρομία τῆς χριστιανικῆς πίστης.

Τρίτη, Μαΐου 19, 2015

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας





Ἡ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ἀποτελεῖ μέρος τῆς λεγόμενης «Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς» τοῦ Ἰησοῦ, τῆς προσευχῆς δηλ. ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του καὶ ποὺ περιέχεται ὁλόκληρη στὸ κεφ. 17 τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου.

Σ’ αὐτὴ τὴν προσευχὴ κυριαρχοῦν δύο βασικὰ θέματα: (1) ἡ «δόξα» τοῦ Ἰησοῦ καὶ (2) ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.


1. Γιὰ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν ἔννοια τῆς «δόξας» στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ νεοελληνικὴ ἔννοια τῆς δόξας. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ λαμπρότητα καὶ τὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ, ὅπως φανερώνεται στὸν κόσμο μὲ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐπιτελεῖ, ὅπως ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς λαμπρῆς ἀκτινοβολίας του. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Χριστὸς φέρει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κι ὅταν «σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», τότε εἶναι ποὺ «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰω. 1,14). Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἰδίως τὰ θαύματά του ἀποκαλύπτουν τὴ δόξα του.

Ἀποκορύφωμα τῆς δόξας του εἶναι, ὅσο κι ἂν αὐτὸ φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως παράξενο, ὁ σταυρός του. Ὁ σταυρὸς ὅμως δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν ἀνάσταση γεγονός. Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελοῦν ἑνιαῖο γεγονὸς ποὺ φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ ξένους θεολόγους ὡς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονοῦμε ὅτι εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ, ὄχι μόνο διότι ἡ πορεία τῆς μέσα στὸν κόσμο ὑπῆρξε σταυρική, ἀλλὰ καὶ διότι στὴ λειτουργική της ζωὴ δεσπόζει τόσο ὁ σταυρὸς ὅσο καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. «Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν», ὁμολογοῦμε σὲ ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου.

2. Ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν Ἀρχιερατική του προσευχὴ (Ἰω. κεφ 17) ἔχει συγκεντρωμένο τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ ἔργο ποὺ ἄρχισε μέσα στὸν κόσμο καὶ ποὺ θὰ συνεχίσουν οἱ μαθητές του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἔργο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ δι’ αὐτῆς ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, παρακαλεῖ τὸν Θεὸ Πατέρα.

Οἱ μαθητές του ποὺ εἶναι οἱ πρῶτοι ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας δὲν προέρχονται ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεὸ («Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας»), ζοῦν ὅμως καὶ δροῦν μέσα στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔχει σὰν χαρακτηριστικά του τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορά, τὴ διάσπαση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας, τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς «δόξας» του - καὶ ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι ὁ σταυρὸς καί, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, συνάμα ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Θεὸ Πατέρα - παρακαλεῖ ἰδιαίτερα: «Ἅγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου πού μοῦ χάρισες γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς» (στίχ. 11).

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο τῶν σκέψεων καὶ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἑνότητα κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ἑνότητας Πατέρα καὶ Υἱοῦ, κατὰ τὸ πρότυπό της Ἁγίας Τριάδας («καθὼς ἡμεῖς»). Ἐὰν ἡ διάσπαση καὶ τὸ κομμάτιασμα τοῦ κόσμου σὲ ἀλληλομισούμενες ὁμάδες εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, δηλ. τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς θείας καταγωγῆς καὶ προελεύσεώς της. Μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μπροεῖ νὰ «συνάξει σὲ μία ἑνότητα τὰ διασκορπισμένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 11,52· μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνει «τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους ἕνα λαὸ» [«τὰ ἀμφότερα ἓν»] (Ἐφ. 2, 14)· μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ἐνοποιὸς ἀρχὴ καὶ ἡ συνεκτικὴ δύναμη τῶν ἀνθρώπων, εἶναι αὐτὸ πού, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ Τριαδικὸς Θεός, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ὁ ἐγγυητὴς καὶ τὸ θεμέλιο τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».

Ἐφόσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία ζεῖ καὶ δρᾶ μέσα στὸν κόσμο, ὁ κίνδυνος τῆς διαιρέσεως ὑπάρχει πάντοτε, κίνδυνος ποὺ ὀφείλεται στὸν πειρασμὸ τοῦ συμβιβασμοῦ τῶν χριστιανῶν μὲ τὶς φθοροποιὲς δυνάμεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως ὁ κάθε χριστιανὸς ἀποβλέπει στὴ «δόξα» πρὸς τὴν ὁποία ἀπέβλεπε καὶ ὁ Χριστός, δηλ. στὴν ὁδὸ τοῦ πάθους καὶ τῆς θυσίας γιὰ τὸν ἀδελφό, ὅταν εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν κεφαλὴ τοῦ σώματος, τὸν Χριστό, καὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ποὺ εἶναι τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ συνηθίζει νὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁ Ἀπ. Παῦλος· τότε ἡ «ζωὴ ἡ αἰώνιος», γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γενικότερα, ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τώρα καὶ ἡ χαρὰ τῶν πιστῶν ἔχει «ὅλην τὴν πληρότητά της» (Ἰω.17,13).

Ἄνθρωποι μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ὑπῆρξαν οἱ 318 Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους καὶ ποὺ μὲ τοὺς ἀγῶνες τους κατὰ τῶν αἱρετικῶν συνετέλεσαν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί ἡ αἵρεση σημαίνει διάσπαση, ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ τροφοδοσία ἀπὸ τὸ ζωοποιὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐξασφαλίζουν τὴν ἑνότητα.

Παρασκευή, Μαΐου 15, 2015

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΑΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ (Κυριακή του Τυφλού)

Μοναδική στην Κ. Διαθήκη θεραπεία τυφλού από γεννησιμιού του είναι αυτή που μας αφηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην περικοπή 9, 1 – 38· Αρκετές άλλες περιπτώσεις θεραπείας τυφλών μας διασώζουν και οι υπόλοιποί ευαγγελιστές όχι τόσο γιατί η τυφλότητα ήταν ασθένεια ευρύτατα διαδεδομένη στην Παλαιστίνη και στην αρχαία Ανατολή γενικότερα ή γιατί η συμπάθεια του Ιησού προς το είδος αυτό των ασθενών ήταν μεγάλη, αλλά γιατί τα θαύματα αυτά αποδεικνύουν την μεσσιανικότητά του και συγχρόνως αποτελούν σημεία μιας νέας πραγματικότητας που φέρνει στον κόσμο ο Χριστός. Οι προφήτες της Π. Διαθήκης, περιγράφοντας το έργο του αναμενόμενου Μεσσία, αναφέρουν ανάμεσα στις διάφορες πτυχές του και την ανάβλεψη τυφλών. Αυτός λοιπόν που έχει την εξουσία να ξαναδίνει το φως στους τυφλούς δεν είναι άλλος από τον Μεσσία.
Η απόδοση όμως του φωτός στους τυφλούς, πέραν της αποδεικτικής σημασίας της για την μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού, έχει και ένα άλλο βαθύτερο νόημα: Είναι σημάδι μιας νέας καταστάσεως πραγμάτων που εισβάλλει μέσα στον κόσμο του σκότους και της τυφλότητας. Ο Χριστός ανοίγει τα μάτια των ανθρώπων για να μπορέσουν να διαπιστώσουν τη νέα ζωή που αυτός προσφέρει σαν δώρο στον κόσμο. Πολλοί άνθρωποι μολονότι έχουν το σωματικό φως δεν αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Χριστού τον αποκαλυπτόμενο θεό που εισέρχεται μέσα στην ανθρώπινη ιστορία για να την σώσει από την καταστροφή, ενώ από την άλλη μεριά οι ευαγγελιστές μας διασώζουν περιπτώσεις τυφλών που αναγνωρίζουν στον Ιησού τον Μεσσία και μετά την σωματική θεραπεία τους διακηρύσσουν σ’ όλους την πίστη τους. Έτσι δικαιώνεται η φράση του Ιησού που ακολουθεί στο ευαγγέλιο του Ιωάννου ευθύς μετά την περικοπή που διαβάζεται σήμερα: «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται».
Η παρουσία του Χριστού ως Φωτός του κόσμου και εν συνεχεία του Ευαγγελίου του που διακηρύσσει η Εκκλησία δημιουργούν κρίση μέσα στον κόσμο βέβαια όχι με την έννοια της κατακρίσεως των ανθρώπων αλλά με την έννοια της υποχρεώσεως που δημιουργείται μέσα στον κάθε άνθρωπο να λάβει θέση απέναντι αυτού του φωτός. Από την στάση δε που παίρνει ο καθένας απέναντι στο φως κρίνεται ήδη και προδικάζεται το μέλλον του. Χρειάζεται τόλμη για να δει κανείς κατάματα το φως, να αντικρύσει τη γύμνια του χωρίς να την επενδύει με ψεύτικα και συμβατικά ρούχα, χρειάζεται θάρρος για να συνειδητοποιήσει δυσάρεστες πλευρές του εαυτού του που η ύπαρξή τους τον πληγώνει, να πει το όχι σε πολλές διεφθαρμένες επιθυμίες του που τον συνδέουν με προσωπική ωφέλεια στη ζωή, και παράλληλα να πει το ναι στην πρόσκληση του Θεού. Και την τόλμη αυτή την προσφέρει το φως το ερχόμενο στον κόσμο «διά τού Ιησού Χρίστου».
Το φως αυτό έρχεται σαν μια νέα δημιουργία και ανάπλαση του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό στη διήγηση της θεραπείας ότι ο Ιησούς πλάθει πηλό και επιχρίει τα κλειστά μάτια του τυφλού στέλνοντάς τον μετά να πλυθεί στη δεξαμενή τού Σιλωάμ. Όπως ο θεός, κατά την αρχική δημιουργία του κόσμου (σύμφωνα με τήν σχετική διήγηση της Π. Δια­θήκης) πλάθει με χώμα τον άνθρωπο, έτσι και ο Ιησούς με τον ίδιο τρόπο αναδημιουργεί το καταστραμμένο από την φθορά της αμαρτίας πλάσμα. Και όπως ο Θεός προστάζει το «γεννηθήτω φως», έτσι και ο Υιός του Θεού με την ίδια δημιουργική δύναμη δίνει το φώς στον τυφλό και ανοίγει τα μάτια των ανθρώπων να δουν την αλήθεια που αυτός αποκαλύπτει για να σώσει τον κόσμο.
Ωστόσο διαφορετικά αντιδρούν οι άνθρωποι μπροστά στο αποκαλυπτόμενο φως του Χριστού. Ενώ ο θεραπευμένος τυφλός ομολογεί και διακηρύσσει χωρίς φόβο σ’ όλους την πίστη του στο Χριστό, οι φαρισαίοι με κάθε τρόπο και μέσο, ακόμη και με εκφοβισμό των γονέων του θεραπευθέντος, προσπαθούν να αρνηθούν την πραγματικότητα του θαύματος. Αρνούνται το φως και εξακολουθούν να παραμένουν στο σκότος. Δεν τολμούν να κοιτάξουν προς το φως, γιατί προτιμούν το σκοτάδι που κρύβει και σκεπάζει τα έργα τους. Ο έλεγχος του φωτός δεν είναι αρεστός στους ανθρώπους, των οποίων τα έργα είναι σκοτεινά και φθοροποιά.
Η σημερινή ευαγγελική διήγηση μάς παρουσιάζει το κατ’ εξοχήν και αυθεντικό φως των πολλών αμυδρών φώτων που διεκδικούν σε κάθε εποχή τον φωτισμό και την καθοδήγηση των ανθρώπων, Προβάλλει τον Χριστό σαν φως και σωτήρα του κόσμου που φέγγει μέσα στο σκοτάδι και καλεί τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν. Η στάση απέναντι σ’ αυτό το φως είναι αποφασιστική για την τύχη του κάθε ανθρώπου. Όποιος απορρίπτει το φως του Χριστού και παραμένει στο σκοτάδι, γιατί αυτό το σκοτάδι καλύπτει τα πονηρά του έργα, είναι κατ’ ουσίαν τυφλός έστω και αν έχει τα σωματικά του μάτια. Όσοι αναγνωρίζουν την πνευματική τυφλότητά τους και προστρέχουν προς το φως του Χριστού, αποκτούν την απαιτουμένη όραση για να δουν την αλήθεια σχετικά με τον εαυτό τους, με τον πλησίον τους, με την δωρεά του Θεού γι’ αυτούς. Στη στάση του θεραπευμένου τυφλού και των φαρισαίων της διηγήσεως απηχούνται οι δύο διαμετρικά αντίθετες στάσεις των ανθρώπων έναντι του θείου φωτός. Ο κάθε άνθρωπος κρίνεται από το αν θελήσει να αντικρύσει με θάρρος το φως ή από το αν προτιμήσει το εύκολο σκοτάδι.

(Ι.Δ.Καραβιδόπουλου, Καθηγ. Παν/μίου, «Οδός ελπίδας»)

Τετάρτη, Μαΐου 06, 2015

Τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας -Ἰωάννης Καραβιδόπουλος


Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν περικοπῶν τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου ποὺ ἀναγινώσκει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου εἶναι ὅτι παρουσιάζουν μερικὰ οὐσιαστικὰ γνωρίσματα τοῦ Ἰησοῦ: Εἶναι ὁ «Κύριος καὶ Θεὸς» (Κυριακή τοῦ Θωμᾶ), ὁ Λόγος ποὺ δίνει ζωὴ στοὺς πονεμένους (Κυριακή τοῦ παραλύτου), ἡ πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει νερὸ ζωῆς αἰώνιας (Κυριακὴ Σαμαρείτιδας), τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Κυριακή τοῦ τυφλοῦ).

Πολλὲς φορὲς τὶς ὡραῖες καὶ ὑψηλὲς διδασκαλίες του ὁ Ἰησοῦς τὶς ἀπηύθυνε σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶχαν κανένα ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικὸ ἁγιότητας ἢ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς. Δὲν ἀπέφευγε μάλιστα νὰ συνομιλεῖ καὶ μὲ γυναῖκες, ὅπως ἡ περίπτωση τῆς σημερινῆς περικοπῆς, πράγμα τὸ ὁποῖο ἐντυπωσίασε τοὺς μαθητές, διότι εἶναι μία πράξη ποὺ δὲν θὰ τὴν ἔκανε κανένας ἀξιοπρεπὴς δάσκαλος τῆς ἐποχῆς, δεδομένου ὅτι δὲν θεωροῦνταν οἱ γυναῖκες ἰσάξια πρὸς τὸν ἄνδρα πρόσωπα καὶ ἱκανὰ νὰ ἀκούσουν μία διδασκαλία. Ἐν τούτοις ὁ Ἰησοῦς, ἀποκαλύπτοντας καὶ σαρκώνοντας στὸ πρόσωπό του τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, βλέπει ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, στὰ ὁποῖα θέλει νὰ διδάξει ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ κυρίως τὰ ὁποῖα θέλει νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

Ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη 4, 5-42 μᾶς παρουσιάζει τὸν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος διερχόταν μὲ τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ συζητᾶ στὴ Συχάρ, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μὲ μία Σαμαρείτιδα γυναίκα καὶ μάλιστα μὲ γυναίκα, ἡ ὁποία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ συζήτηση, δὲν ὑπῆρξε πολὺ ἐνάρετη καὶ σεμνὴ στὴ ζωή της. Σ’ αὐτὴν τὴ γυναίκα, μετὰ ἀπὸ μία «τεχνικὴ παρανοήσεων» ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ νὰ διατυπώσει τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ «ζῶντος ὕδατος» ποὺ δὲν στερεύει ποτέ, περὶ τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῆς μεσσιανικῆς του ἰδιότητας. Ἀπὸ τὴ σημαντικὴ αὐτὴ συζήτηση τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα θὰ σταματήσουμε σ’ ἕνα σημεῖο, στὴ σημαντικὴ φράση ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τί εἶναι ὁ Θεός: «Εἶναι ὅμως κοντὰ ὁ καιρός, ἦρθε κιόλας, ποὺ ὅσοι πραγματικὰ λατρεύουν, θὰ λατρέψουν τὸν Πατέρα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια - γιατί ἔτσι τοὺς θέλει ὁ Πατέρας αὐτοὺς ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα. Κι αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια».

Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ προφέρει ὁ Χριστὸς σὰν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῆς Σαμαρείτιδας, ποῦ εἶναι πιὸ σωστὸ νὰ λατρεύεται ὁ Θεός, στὸ Ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι ἢ στὸ ὅρος Γαριζεὶν ὅπως ἤθελαν οἱ Σαμαρεῖτες. Μὲ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ μετατίθεται τὸ θέμα ἀπὸ τὸν τόπο στὸν τρόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ λέξεις «πνεῦμα» καὶ «ἀλήθεια» ποὺ δεσπόζουν στὴν ἀπάντηση. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ὁ Ἰησοῦς ἑνώνει πιὸ στενὰ τοὺς δύο αὐτοὺς ὅρους λέγοντας: «τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας θὰ σᾶς ὁδηγήσει σὲ ὅλη τὴν ἀλήθειαν» (16, 13).

Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ ὑψηλὴ διατύπωση περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τοῦ τρόπου λατρείας του, τὴν ὁποία δὲν συλλαμβάνει κανεὶς θεωρητικὰ ἀλλὰ ζώντας μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας. Πρόκειται σὲ τελευταία ἀνάλυση γιὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται διὰ τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι κατάκτηση τῆς νοητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι τὸ βέβαιο συμπέρασμα μίας σειρᾶς συλλογισμῶν ἀλλ’ ἡ μείζων πρότασή τους. Εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, ἀποκάλυψη Θεοῦ, εἶναι τὸ σαρκωμένο πρόσωπο τοῦ Λόγου ποὺ διακηρύττει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Συνεπῶς ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἰδέα, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, μία ζωή, ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ προσφέρει ἀκόμη περισσότερη ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ διακήρυξη ὅτι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν τὸν Θεὸν» πρέπει νὰ μᾶς ἀφυπνίζει πάντοτε καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ λατρεύουμε τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ψεύτικη ἱκανοποίηση τῆς συνειδήσεώς μας, μὲ τὴν ἐπιφανειακὴ τήρηση τοῦ γράμματος, μὲ τὸν ποσοτικὸ ὑπολογισμὸ τῶν πράξεών μας, μὲ τὴν ὠφελιμιστικὴ σκέψη τῆς ἀμοιβῆς. Ἐπίσης, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν τυποποίηση τῆς στάσεώς μας πρὸς τὸν Θεὸ μέσα σὲ καθιερωμένες καὶ ξηρὲς λέξεις ἢ ἐκφράσεις ποὺ δὲν ζοῦμε τὸ περιεχόμενό τους. Τὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» σημαίνει ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι - μὲ ἄλλα λόγια, σημαίνει συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς Ἐκκλησίας βέβαια ποὺ ἀποτελεῖ ζωντανὸ σῶμα Χριστοῦ καὶ ὄχι ὀργανισμὸ νεκροῦ γράμματος ἢ σύνολο ξηρῶν τύπων.

Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς, ἰδιαίτερα τῆς φράσεως τοῦ Ἰησοῦ ποὺ μᾶς ἀπασχόλησε περισσότερο, εἶναι ἕνα μήνυμα ἀπαγκιστρώσεως ἀπὸ τὸ ψέμα τοῦ νεκροῦ θρησκευτικοῦ τύπου στὸ ὁποῖο κινδυνεύει κανεὶς νὰ ἐγκλωβισθεῖ, ὅταν ξεχνᾶ τὸ «πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καὶ θέλει νὰ ἱκανοποιήσει συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα τὸ δικό του πνεῦμα ποὺ μπορεῖ νὰ βρίσκεται σὲ δρόμο πλανεμένο.

Παρασκευή, Απριλίου 24, 2015

Κυριακὴ των Μυροφόρων. Ἡ ἀπαρχὴ τοῦ καινούργιου κόσμου

«Κατὰ τὸ δειλινό, ὁ Ἰωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, καὶ περίμενε κι αὐτὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νὰ πάει στὸν Πιλάτο καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος ἀπόρησε ποὺ ὁ Ἰησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν ρώτησε ἂν εἶχε πεθάνει ἀπὸ ὥρα. Ὅταν πῆρε τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χάρισε τὸ σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τὸν Ἰησοῦ, τὸν τύλιξε μ' αὐτὸ καὶ τὸν τοποθέτησε σ' ἕνα μνῆμα ποὺ ἦταν λαξεμένο σὲ βράχο· μετὰ κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ τὸν ἔβαλαν.

Ὅταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καὶ ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ πᾶνε ν' ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦρθαν στὸ μνῆμα πολὺ πρωὶ τὴν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλήσει τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατί ἦταν πάρα πολὺ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρὸς τὰ 'κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπὸ τὸν τόπο της.

Μόλις μπῆκαν στὸ μνῆμα, εἶδαν ἕνα νεαρὸ μὲ λευκὴ στολὴ νὰ κάθεται στὰ δεξιά, καὶ τρόμαξαν. Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπε: «Μὴν τρομάζετε. Ψάχνετε γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸ σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νὰ καὶ τὸ μέρος ὅπου τὸν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καὶ πεῖτε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο: “πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴν Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε”». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα γεμάτες τρόμο καὶ δέος· δὲν εἶπαν ὅμως τίποτα σὲ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες» (Μάρκ. 15, 43-16,8).

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου ἀφηγεῖται δύο γεγονότα μεγάλης σημασίας, τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ (15, 43-47) καὶ τὴν ἐπίσκεψη τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸν ἄδειο τάφο (16, 1-8). Ὁ ἐνταφιασμὸς εἶναι ἡ τελευταία πράξη τοῦ δράματος τοῦ σταυροῦ, μὲ τὴν ὁποία κλείνει ὁ κύκλος τῆς ἐπίγειας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ· ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ ἀπαρχὴ ἑνὸς καινούργιου κόσμου ποὺ προσφέρεται στοὺς ἀνθρώπους.

Πρὶν ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ δεύτερη διήγηση, ἂς στρέψουμε γιὰ λίγο τὴν προσοχή μας στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση («ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου») καὶ ἀνῆκε σ’ αὐτοὺς ποὺ περίμεναν μὲ κρυφὴ ἐλπίδα τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὴν παράλληλη διήγησή του ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει περὶ τοῦ Ἰωσὴφ ὅτι ἦταν «μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κρυφὸς ὅμως, γιατί φοβόταν τοὺς Ἰουδαίους» (19, 38), προσθέτει δὲ ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ συνήργησε καὶ ὁ Νικόδημος, ἕνας ἄλλος ἀφανὴς μαθητής. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ γνωστοὶ μαθητές, τρομοκρατημένοι καὶ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴ σταύρωση τοῦ διδασκάλου τους, εἶναι κλεισμένοι σ’ ἕνα σπίτι, ὁ Ἰωσὴφ «τ ό λ μ η σ ε νὰ πάει στὸν Πιλάτο καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Ξύπνησε μέσα του ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀποδώσει τὴν ὕστατη τιμὴ στὸ νεκρὸ διδάσκαλο, τὸν ὁποῖο δὲν εἶχε τὸ θάρρος νὰ ὑπηρετήσει ζωντανό. Ὁ σταυρός, ἀντὶ νὰ τὸν φοβίσει, τὸν ὅπλισε μὲ τόλμη, τὸν ἔκανε νὰ ἀφυπνιστεῖ καὶ νὰ λάβει θέση ἔναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ὑπάρχουν συνταρακτικὲς στιγμὲς ποὺ φέρουν τὸν ἄνθρωπο ἀντιμέτωπο μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸν συγκλονίζουν καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὶς μεγάλες ἀποφάσεις. Εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ νιώθει κανεὶς νὰ τὸν ἐγγίζει κατάβαθα τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ σὰν παρουσία ἀγάπης. Ὁ Ἰωσὴφ συγκλονισμένος ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ξεπέρασε τοὺς ὑποσυνείδητους φόβους του, συνειδητοποίησε τὸ χρέος του καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο διοικητὴ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ προσφέρει τὶς τελευταῖες φροντίδες στὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοποθετώντας το στὸν τάφο μὲ ὅλη τὴ σχετικὴ διαδικασία.

Ὁ τάφος ὅμως, «ποὺ ἦταν λαξεμένος σὲ βράχο» καὶ κλεισμένος μὲ λίθο στὴν εἴσοδό του, δὲν ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ κρατήσει μέσα του τὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς «οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἑσπέρας τῆς Μ. Παρασκευῆς. Στὴ συνέχεια τοῦ ἀναγνώσματος, στὴ δεύτερη διήγηση, ἀναζητοῦν οἱ μυροφόρες γυναῖκες τὸ νεκρὸ Ἰησοῦ στὸν τάφο γιὰ νὰ τὸν ἀλείψουν μὲ ἀρώματα, κατὰ τὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς. Ἐνῶ πηγαίνουν γιὰ νὰ ἀποδώσουν μία τελευταία τιμή, βρίσκονται ἔκθαμβες μπροστὰ στὴν ἀρχὴ μίας νέας δωρεᾶς ποὺ ἀκόμα δὲν συνέλαβαν τὸ νόημα καὶ τὴν ἔκτασή της. Μὲ πολλὴ λιτό­τητα ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει τὴν ψυχικὴ κατάσταση τῶν γυναικῶν: «Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα γεμάτες τρόμο καὶ δέος· δὲν εἶπαν ὅμως τίποτα σὲ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες». Ἡ φράση τοῦ ἀγγέλου «Μὴν τρομάζετε. Ψάχνετε γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸν σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νὰ καὶ τὸ μέρος ὅπου τὸν εἶχαν βάλει» δημιουργεῖ δέος καὶ ἔκσταση, καὶ ἀφαιρεῖ τὴ λαλιά τους.

Αὐτὲς οἱ γυναῖκες εἶναι οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Ὅσο κι ἂν ἠχοῦν τὰ λόγια τους «σὰν φλυαρία» στοὺς μαθητὲς στοὺς ὁποίους διηγοῦνται τὸ γεγονὸς τοῦ κενοῦ τάφου, ἀποτελοῦν μία πραγματικότητα τὴν ὁποία ζοῦν ἐν συνεχείᾳ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές. Σ’ αὐτοὺς ἐμφανίζεται ὕστερα ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς γιὰ νὰ κραταιώσει τὴν πίστη τους καὶ νὰ τοὺς στείλει μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς του «ὥς τὰ πέρατα τῆς γῆς» (Πράξ. 1, 8)· σ’ αὐτοὺς καὶ ὄχι στὸν Ἰωσὴφ ποὺ ὁ σταυρὸς τὸν ἔκανε νὰ λάβει φανερὴ θέση ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ὁποίου ἀσφαλῶς ἐν συνεχείᾳ θὰ ἐπίστευσε τὴν ἀνάσταση, ἂν καὶ δὲν ἔχουμε σχετικὴ πληροφορία τῶν εὐαγγελίων περὶ αὐτοῦ.

Τὸ α' μέρος τοῦ ἀναγνώσματος δείχνει - ἐκτὸς τῶν ὅσων εἴπαμε γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσὴφ - καὶ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀμφιβάλει. Τὸ β' μέρος μᾶς παριστᾶ τὴν ἀνάσταση σὰν πραγματικότητα ποὺ δὲν ἐντάσσεται ὅμως στὰ ἐκτυλισσόμενα ἐντός τῆς νομοτέλειας τοῦ παρόντος κόσμου γεγονότα, ἀλλὰ στηρίζεται στὴ βάση τῆς πίστεως. Ἕνας ἄπιστος καὶ κακόβουλος δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ πεισθεῖ λογικὰ γιὰ τὴν ἱστορικότητα τῆς ἀναστάσεως καὶ θὰ ὁμιλήσει εἴτε γιὰ κλοπὴ τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι, εἴτε γιὰ φαντασιώσεις τῶν εὔπιστων μαθητῶν, ὅπως ἔκαναν οἱ διάφοροι ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὀρθολογιστές. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ πείθει εἶναι τὸ βίωμα τῶν μαθητῶν καὶ ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς τους γιὰ τὴν διακήρυξη τῆς αὐθεντικότητας τοῦ βιώματος αὐτοῦ. 

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν πείθει λογικὰ ἀλλὰ προκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς καὶ τὸν προσκαλεῖ νὰ λάβει θέση ἀπέναντί της. Ἡ οὐδετερότητα εἶναι ἀδιανόητη. Ἡ ἀρνητικὴ καὶ ἐχθρικὴ στάση ἀπέναντί της σημαίνει τὴν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στὰ στενὰ ὅρια μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς ὑπάρξεως στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ τρόμος τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ μηδενός· ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ θετικὴ τοποθέτηση, ἡ ἐν πίστει ἀποδοχὴ τῆς Ἀναστάσεως, σημαίνει τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου σ’ ἕνα νέο κόσμο ἐλπίδας, ὅπου τὸ φράγμα τοῦ θανάτου διασπᾶται ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Γιατί ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Ἰησοῦς Χριστὸς «ἔχει ἀναστηθεῖ, κάνοντας τὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν» (Α΄ Κορ. 15,20).

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2015

Η αισιοδοξία του χριστιανικού μηνύματος του Ιωάννη Καραβιδόπουλου

«Εκείνο τον καιρό εισήλθε ο Ιησούς στην Καπερναούμ και διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν υπήρχε χώρος ούτε κι έξω από την πόρτα· και τους κήρυττε το μήνυμά του. “Ερχονται τότε μερικοί προς αυτόν, φέρνοντας έναν παράλυτο, που τον βάσταζαν τέσσερα άτομα. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, έβγαλαν τη στέγη πάνω από “κει που ήταν ο Ιησούς, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος. “Οταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Κάθονταν όμως εκεί μερικοί γραμματείς και συλλογίζονταν μέσα τους: «Μα πώς μιλάει αυτός έτσι, προσβάλλοντας τον Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Μόνον ένας, ο Θεός». Αμέσως κατάλαβε ο Ιησούς ότι αυτά σκέφτονται και τους λέει: «Γιατί κάνετε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό σας; Τι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: “σου συγχωρούνται οι αμαρτίες” ή να του πω, “σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”; Για να μάθετε λοιπόν ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί πάνω στη γη αμαρτίες» —λέει στον παράλυτο: «Σ” εσένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε αμέσως, πήρε το κρεβάτι του και μπροστά σ” όλους βγήκε έξω, έτσι που όλοι θαύμαζαν και δόξαζαν τον Θεό: «Τέτοια πράγματα», έλεγαν, «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουμε δει!» (Μάρκ. 2, 1-12).
Με πολύ παραστατικό τρόπο αφηγείται ο ευαγγελι­στής Μάρκος την προσπάθεια τεσσάρων ανθρώ­πων να φέρουν μπροστά στον Ιησού έναν παράλυτο: μη μπορώντας αυτοί να τον πλησιάσουν εξαιτίας του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί στο σπίτι, ακόμη και έξω από την πόρτα, ανέρχονται στη στέγη (προφανώς από την οπίσθια σκάλα που υπήρχε στα σπίτια της Παλαιστί­νης), ανοίγουν ένα πέρασμα (πράγμα εύκολο αν λάβει κα­νείς υπόψη τα πολύ απλούστερα των σημερινών οικοδομι­κά υλικά της εποχής) και κατεβάζουν μπροστά στον Ιη­σού το «κρεβάτι», επάνω στό οποίο βρισκόταν ό ασθενής. Πρέπει να σημειωθεί ότι αφενός οι τέσσερις δεν λέγουν απολύτως τίποτε στον Ιησού – είναι εύγλωττη η ίδια η πράξη τους – και αφετέρου ότι ο Ιησούς επαινε! την πίστη «αυτών», προφανώς τόσο του ασθενή όσο και των τεσσάρων συνοδών του για την εμμονή και εφευρητικότητά τους. Ο άνθρωπος που πι­στεύει βαθιά δεν κάμπτεται από τα τυχόν εμπόδια που συναντά, αλλά βρίσκει τρόπους δράσης για να επιτύχει τον επιδιωκόμενο στόχο, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους, όταν μάλιστα αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης.
Εντυπωσιακό και εκ πρώτης όψεως παράδοξο είναι το γεγονός ότι στον σωματικά ασθενή ο Ιησούς απευθύνει τη φράση «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Η φράση αυτή, που προκάλεσε τους διαλογισμούς των παρισταμένων γραμματέων, θέτει το θέμα της σχέσης αμαρτίας και ασθένειας. Ε­παναστατεί το μυαλό του σημερινού ανθρώπου, όταν ακούει τη βιβλική σχέση ανάμεσα στην αμαρτία και στην αρρώστια, και διερωτάται ποιά εξάρτηση μπορεί να έχει η μια από την άλλη. Κι ακόμη πρέπει να παρατηρήσουμε ότι χάνει ολοένα και περισσότερο ο άνθρωπος της εποχής μας την αίσθηση της αμαρτίας, μη μπορώντας να καταλά­βει γιατί ορισμένες πράξεις, που τον εξυπηρετούν κοινω­νικά ή ατομικά κι είναι τόσο σύμφωνες με τη φύση του και τις επιθυμίες του, να θεωρούνται αμαρτίες. Ευχαρίστως παραθεωρεί κάθε φραγμό θρησκευτικό ή ηθικό αδιαφορώντας ακόμη και για τις υποσυνείδητες ενοχλήσεις που συνοδεύουν συνήθως αυτές τις υπερβάσεις.
Κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στη δυσάρεστη και ενοχλητική πραγματικότητα της αμαρτίας και προτιμούμε να την αναλύουμε – γιατί ούτως ή άλλως είναι αναντίρρη­τη εμπειρική πραγματικότητα  – δίνοντάς της άλλα ονόμα­τα ή ενδύματα. Ποιος δεν έχει ακούσει π.χ. για το άγχος και την αγωνία στην εποχή μας; Οι ψυχολόγοι και ψυχα­ναλυτές μας δίνουν φοβερές περιγραφές του βάθους της ανθρώπινης ψυχής, στην οποία συσσωρεύονται ποικίλες πικρίες από τη μη ομαλά ρυθμισμένη ζωή και δημιουρ- γούνται επιθυμίες εκδικήσεως, επιβουλών, καταστροφών. Κι ακόμη οι φιλόσοφοι μιλούν για «οριακές» καταστά­σεις μέσα στις οποίες είναι δέσμιος ο άνθρωπος, ή περιγρά­φουν την «ασθένεια προς θάνατο» από την οποία πάσχει και βλέπουν την απελπισία σαν μόνιμο σύντροφο του τρο­μοκρατημένου από τη σκέψη του θανάτου σύγχρονου ανθρώπου. Όλα αυτά δεν είναι παρά επικύρωση και περι­γραφή μιας εμπειρικά γνωστής σ’ όλους μας καταστάσεως, που η Αγία Γραφή την χαρακτηρίζει με τη λέξη αμαρτία, δηλ. αστοχία να επιτύχει ο άνθρωπος το σκοπό της αρχικής δημιουργίας του.
Η Αγία Γραφή παρουσιάζει μια πολύ βαθιά σύλληψη της τραγικής αποτυχίας των ανθρώπων,  και δεν εκλαμβάνει την αμαρτία σαν απλή παράβαση της θείας εντολής Όπως ανάλαφρη είναι και η Πλατωνική αντίληψη της αμαρτίας ως άγνοιας. Θάταν πολύ απλή και παιδαριώδης μια τέτοια αντίληψη (της αμαρτίας ως παραβάσεως μιας εντολής ή Πλατωνικής άγνοιας) και δεν θα δικαιολογούσε το γεγονός της σαρκώσεως του Ιησού Χριστού. Εάν ο Θεός γίνεται άν­θρωπος και πάσχει ως άνθρωπος μέσα στον κόσμο για να αναστηθεί ως Θεός, αυτό σημαίνει ότι η φθορά της ανθρωπότητας από την αμαρτία, έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση και πολύ πιο τραγικές συνέπειες απ’ ό,τι φαντα­ζόμαστε ή απ’ ό,τι εκφράζουν οι λέξεις παράβαση και παράπτωμα.
Σε τούτο ακριβώς συνίσταται και το ελπιδοφόρο μή­νυμα της Αγίας Γραφής, στο ότι από την αγχώδη «ασθένεια προς θάνατο», από την αγωνία του μηδενός, από το φόβο του θανάτου σώζει τον άνθρωπο ο Θεός με το σταυ­ρό και την ανάσταση του Χριστού. Κι αυτά όχι με την ψυχολογική έννοια της εσωτερικής γαλήνης και ομαλότητας αλλά με την ουσιαστική έννοια της πραγματικής υπαρξιακής αλλαγής και μεταμορφώσεως της εχθρότητας σε φιλία, του άγχους σε ειρήνη, του φόβου του μηδενός σε βεβαιότητα ζωής και ελπίδα αναστάσεως.
Να γιατί ο νικητής του θανάτου και αρχηγός της ζωής Χριστός λέγει στον παράλυτο τα αυθεντικά λόγια με τα οποία αρχίσαμε: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Απαλλάσσοντας τον άρρωστο από την πηγή του κακού, τον ελευθερώνει και από τις συνέπειές του. Αν τα ευαγγέλια διηγούνται πολλά παρόμοια θαύματα, είναι γιατί θέλουν να μας παρουσιάσουν όχι την καταθλιπτική κατά­σταση της αμαρτίας που βασίλευσε μέσα στον κόσμο αλ­λά την καινούργια κατάσταση της λυτρώσεως που προσ­φέρει στον κόσμο ο Ίησούς Χριστός.
Η αισιοδοξία του χριστιανικού μηνύματος συνίσταται στο ότι αυτό είναι στραμμένο όχι στο παρελθόν αλλά στο μέλλον, όχι στο κακό που κυριάρχησε μέσα στον κόσμο μέχρι τώρα, αλλά στη σωτηρία που προσφέρεται σαν και­νούργια δυνατότητα. Είναι ανεπανόρθωτα ασυγχώρητος αυτός που πρότιμά να παραμένει στα όρια του κακού, ενώ του προσφέρεται η απεριόριστη αγάπη του Θεού μέσα στην πίστη, τη διδασκαλία και τα  μυστήρια της Εκκλησίας.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2015

Η γνήσια πνευματικότητα - Kυριακή της Τυροφάγου


Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα προέρχεται από την «Έπί του όρους ομιλία» του Χριστού- είναι η περικο­πή Ματθ. 6, 14-21 που ακολουθεί ευθύς μετά την Κυριακή Προσευχή. Έτσι, οι πρώτοι στίχοι της, που αποτελούν σχόλιο στο πέμπτο αίτημα της προσευχής: («Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών...»), είναι σε μετάφραση οι εξής: «Άν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματά τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέ­ρας σας. Άν όμως δεν συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα δικά σας παραπτώματα».
Η εμπειρία της συγγνώμης, που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο, δημιουργεί μέσα του την αυτονόητη υπο­χρέωση να φέρεται και αυτός με την ίδια επιείκεια στον συνάνθρωπό του. Όταν η προς τον Θεό σωστή τοποθέτη­ση του χριστιανού δεν αντανακλάται στις σωστές σχέσεις του με τον άλλον άνθρωπο, όταν δηλ. η θεία αγάπη που εκφράζεται σαν άφεση αμαρτιών δεν γεμίζει με ευγνωμο­σύνη τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην ίδια συγχωρητικότητα έναντι του αδελφού, τότε ή έχει εσφαλμένη περί Θεού αντίληψη ή η θρησκευτικότητά του είναι υποκριτι­κή. Στην περίπτωση αυτή το σφάλμα του συνίσταται στο ότι θεωρεί την προς τον Θεό σχέση του σαν κάτι ανεξάρτητο από την κοινωνία και τα καθήκοντά του μέσα σ’ αυτή, σαν κάτι ιδιαίτερο που δεν ρυθμίζει και δεν προσ­διορίζει τις άλλες εκδηλώσεις της ζωής του. Πολύ εύκολα όμως μπορεί αυτό να οδηγήσει στην υποκρισία- γιατί έτσι νομίζει κανείς ή μάλλον θέλει να νομίζει ότι βρίσκεται σε αρμονία με το θείο θέλημα, ενώ στην πραγματικότητα το περιφρονεί, εφόσον το εντοπίζει μόνο στις προσωπικές σχέ­σεις του με τον Θεό και δεν το επεκτείνει σ’ ολόκληρη τη ζωή του με τις πολλές εκδηλώσεις της μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων.
Στο θέμα της υποκρισίας αναφέρονται και οι επόμε­νοι στίχοι του αναγνώσματος που είναι οι εξής: «Όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους άνθρώπους πως νηστεύουν. Σας διαβεβαιώνω πως έτσι έ­χουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπό σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νη­στεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις· και ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πρά­ξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά» (16, 18).
Τά λόγια αυτά υπογραμμίζουν την ακόλουθη αλήθεια: Όταν η νηστεία από παιδαγωγικό μέσο πνευματικής προόδου του χριστιανοΰ γίνεται σκοπός της θρησκευτικής ζωής, ή όταν αποβλέπει στην ικανοποίηση της συνειδήσεως, ή αποβαίνει πιστοποιητικό για την καλή γνώμη των άλλων για μας, τότε πλέον δεν έχει καμμιά σχέση με τη γνήσια πνευματική ζωή· είναι τύπος χωρίς περιεχόμε­νο, είναι απαλλαγή από ορισμένες τροφές απλώς, χωρίς βαθύτερο πνευματικό νόημα. Γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύοντας τη σχετική διδασκαλία της Κ. Διαθήκης τονίζουν επανειλημμένως ότι η αληθινή και ευάρεστη στον Θεό νηστεία δεν είναι η αποφυγή ορισμέ­νου είδους τροφών -που στην εποχή μας άλλωστε αποβλέπει και σε άλλες σωματικές σκοπιμότητες- αλλ’ η απαλλαγή από πάθη και φιλοδοξίες, από κακότητες και πονηριές, στα οποία είναι υπόδουλο το εγώ και με τα οποία αμύνεται ή και επιτίθεται έναντι των άλλων. Γιατί τελικά εκείνο που μολύνει τον άνθρωπο δεν είναι ό,τι μπαίνει μέσα στο στόμα του και χωνεύεται στο στομάχι αλλά ό,τι βγαίνει από το στόμα σαν έκφραση του περιεχο­μένου της καρδιάς του.Ο Ιησούς με άλλα λόγια προτρέπει, η φαινομενική κατάσταση του ανθρώπου να υπολείπεται της πραγματικότητας, γιατί το αντίθετο (το να φαίνεται ο άνθρωπος καλύτερος από ό,τι είναι) συνιστά υποκρισία.
Και το ανάγνωσμα τελειώνει μ’ ένα τρίτο θέμα: τη στροφή της προσοχής του ανθρώπου στη συγκέντρωση θησαυρών αιώνιων και άφθαρτων και όχι επίγειων που φθείρονται και κινδυνεύουν να κλαπούν, να υποτιμηθούν, να χαθούν: «Μη συγκεντρώνετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέ­φτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να συγκεντρώνετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας» (19- 21).
Βέβαια, τα λόγια αυτά ως προς τις χρησιμοποιούμενες εικόνες απηχούν συνθήκες ανασφάλειας της εποχής εκεί­νης, μένει όμως αναλλοίωτη από το πέρασμα των αιώνων η τελική παρατήρηση του Κυρίου ότι η καρδιά του αν­θρώπου προσκολλάται εκεί όπου βρίσκεται ο θησαυρός, είτε στη γη. και τότε παγιδεύεται μέσα στα άγχώδη οικο­νομικά προβλήματα των καιρών, είτε στον Θεό και τότε σκέπτεται τους μελλοντικούς θησαυρούς της βασιλείας του.
Ένα μήνυμα, λοιπόν, αληθινής και γνήσιας πνευματι­κότητας περιέχει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Χα­ρακτηριστικά αυτής της πνευματικότητας είναι:
α) Η ε­πιείκεια και συγχωρητικότητα έναντι των συνανθρώπων μας σαν έκφραση ευγνωμοσύνης για την αγάπη του Θεού προς τον κόσμο,
β) Η αποφυγή της υποκριτικής προβο­λής των αρετών και εν προκειμένω της νηστείας, προς ψευδή ικανοποίηση της συνειδήσεως και προς εξασφάλι­ση της καλής γνώμης των άλλων για μας,
καί γ) η στροφή της καρδιάς μας προς τους μόνιμους και άφθαρτους θη­σαυρούς του ουρανού.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 14, 2015

Κυριακή της Αποκρεώ Η αγάπη ως βάση της Κρίσεως Του Ιωάννη Καραβιδόπουλου


Μπροστά σε μια τρομερή αλλά και δίκαιη σκηνή μας τοποθετεί η σημερινή ευαγγελική διήγηση (Ματθ. 25, 31-46).. Την αγα­θότητα και καλοσύνη του Θεου μας υπογράμμισε η παραβολή της προηγούμενης Κυριακής με την εικόνα του Πα­τέρα που γεμάτος στοργή υποδέχεται το μετανιωμένο άσω­το παιδί του. Η καλοσύνη του όμως αυτή δεν πρέπει να μας κάνει να λησμονήσουμε και την άλλη όψη του: τη δικαιοσύνη του ως Κριτού. Κριτού βέβαια που δεν είναι αυθαίρετος, αλλά αμείβει ή τιμωρεί τους ανθρώπους ανάλογα με τα έργα τους.
Η εικόνα του διαχωρισμού των προβάτων από τα ερίφια, με την οποία αισθητοποιείται στη διήγησή μας η τελική διαλογή των ανθρώπων στους εκ δεξιών και στους εξ αριστερών του Κριτού, είναι παρμένη από την ποιμενική ζωή της Παλαιστίνης, γιατί ο Χριστός μιλούσε πάντο­τε με παραστάσεις γνωστές και οικείες στους ακροατές τους. Η εικόνα αυτή θέλει να δείξει την αλάνθαστη βε­βαιότητα του Κριτού και την αδέκαστη απόφασή του: οι άνθρωποι θα διαχωρισθούν κατά την τελική κρίση με όση ευκολία και βεβαιότητα ένας βοσκός διακρίνει τα πρόβα­τα από τα ερίφια.
Δεν πρόκειται βέβαια εδώ για μια λεπτομερή περιγρα­φή της μελλούσης Κρίσεως, αλλ’ η όλη διήγηση αποσκοπεί στο να υπογραμμίσει βάσει ποίου κριτηρίου κρίνονται οι άνθρωποι. Και το κριτήριο αυτό δεν είναι ούτε η μόρ­φωση, ούτε η θέση που κατέχει κανείς μέσα στην Εκκλη­σία, αλλά η εκδήλωση της αγάπης με έργα. Ας προσέξου­με τα λόγια του Κριτού προς τους εκ δεξιών: «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Επίσης και τα λόγια του προς τους εξ αριστερών: «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Το «ποιείν» ή το «μη ποιείν» διακρίνει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς. Σε κανένα άλλο κείμενο της Κ. Διαθήκης δεν τονίζεται με τόση έμφαση όσο στο σημερινό ανάγνωσμα ότι η παράλειψη της αγάπης μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για τον άνθρω­πο.
Το ότι σαν βάση για το τελικό ξεχώρισμα των ανθρώπων παρίσταται το κριτήριο της αγάπης σημαίνει ότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι αποτελούν το αντικείμενο της δίκαιης κρίσεως του Θεού.
Βέβαια, αυτό δεν μας επιτρέπει να πούμε ότι είναι δυνατή η άσκηση της αγάπης χωρίς την πίστη στον Θεό, στη λύτρωση που προσφέρει στον κόσμο δια του Ιησού Χριστού, χωρίς την ελπίδα της αναστάσεως, χωρίς την καθαρή ζωή. Μπορούμε όμως να πούμε ότι η αγάπη αποτελεί τη συνισταμένη όλων αυτών και την έμπρακτη εκ­δήλωσή τους και ότι όλα αυτά δεν έχουν καμιά αξία χωρίς την ενεργοποίησή τους με την αγάπη.
Από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα αλλά και από όλη την Κ.Διαθήκη μπορούμε να συναγάγουμε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά της χρι­στιανικής αγάπης:
1.  Η αγάπη μας αποτελεί απάντηση στην αγάπη του Θεού, γιατί «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α” Ίω. 4, 19)· η απάντηση όμως αυτή δίδεται μέσω των πτωχών και πασχόντων συνανθρώπων μας. Ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό διέρχεται από το σταυροδρόμι του συνανθρώπου μας· «εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον άδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν» (Α” Ίω. 4, 20), γράφει ο ευαγγελιστής της αγάπης Ιωάννης.
2.  Η αγάπη είναι ανιδιοτελής· δεν αποβλέπει στην αμοιβή, ούτε στην αναγνώριση ή την επίδειξη· γίνεται μόνο γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Αυτοί που ακούουν τον έπαινο του Κριτού στη διήγησή μας εκπλήσσονται όχι γιατί αποδίδονται σ’ αυτούς έργα αγάπης που δεν τα διέπραξαν, αλλά γιατί αυτά τα έργα ερμηνεύονται ως απευθυνόμενα προς τον ίδιο τον Χριστό. Αυτό σημαί­νει ότι έγιναν χωρίς τον υπολογισμό της αμοιβής και χωρίς ιδιοτέλεια.
3.  Η αγάπη για την οποία γίνεται λόγος στη διήγηση έχει ένα διαπροσωπικό χαρακτήρα· κινείται στη σχέση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, τον συγκεκριμένο πάσχοντα συνάνθρωπο. Δεν επαινεί ο Κριτής τους καλούς, γιατί έλυσαν το πρόβλημα της πείνας στον κόσμο, αλλά γιατί έδωσαν τροφή σ’ έναν πεισασμένο· δεν τους επαινεί γιατί έλυσαν το παγκόσμιο πρόβλημα της στέγης αλλά γιατί περιμάζεψαν έναν άστεγο και ξένο· δεν τους βρα­βεύει γιατί συνετέλεσαν στο να εκλείψει η πτώχεια και η γύμνια από την ανθρωπότητα, αλλά γιατί έντυσαν ένα γυ­μνό. Η αγάπη λοιπόν είναι σχέση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, τον συγκεκριμένο και όχι προς την αφηρημένη ανθρωπότητα. Όποιος λέει ότι αγαπά όλη την ανθρωπότητα, όχι όμως τον άνθρωπο που βρίσκεται κάθε φορά μπροστά του και του ζητεί τη συμπαράστασή του, αυτός δεν λέει την αλήθεια.
4.  Τέλος, η αγάπη προϋποθέτει την αναγνώριση του συνανθρώπου, του κάθε συνανθρώπου, ακόμη και του πιο πτωχού και ελάχιστου, σαν αδελφοΰ, σαν μέλους της ίδιας οικογένειας με Πατέρα τον Θεό. Ό άθεος υπαρξισμός βλέπει στον άλλον άνθρωπο την απειλή, την κόλαση· ο χριστιανισμός μας αποκαλύπτει στο πρόσωπο του συνανθρώπου τον παράδεισο, τον δρόμο προς την κοι­νωνία με τον Θεό της αγάπης.
Ένα μήνυμα, λοιπόν, αγάπης και συναδελφώσεως αποτελεί η σημερινή ευαγγελική διήγηση και υπογραμμίζει τις τραγικές συνέπειες για εκείνον, ο οποίος κλεισμένος στο νοσηρό εγωκεντρισμό του ξεχνά τον πτωχό και ελά­χιστο αδελφό.

Σάββατο, Ιανουαρίου 03, 2015

Η βάπτιση του Ιησού σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου κόσμου του Ιωάννη Καραβιδόπουλουκα

«Τότε έρχεται ο Ιησούς από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη, προς τον Ιωάννη για να βαφτιστεί απ' αυτόν. Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε λέγοντάς του: «Εγώ έχω ανάγκη να βαφτιστώ από σένα κι έρχεσαι εσύ σ' εμένα;»Ο Ιησούς όμως του αποκρίθηκε: «Ας τ' αφήσουμε τώρα αυτά, γιατί πρέπει να εκπληρώσουμε κι οι δυο μας ό,τι προβλέπει το σχέδιο του Θεού». Τότε ο Ιωάννης τον άφησε να βαφτιστεί.Βαφτίστηκε, λοιπόν, ο Ιησούς κι αμέσως βγήκε από το νερό. Κι αμέσως άνοιξαν γι' αυτόν οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι να κατεβαίνει και να έρχεται πάνω του. Ακούστηκε τότε μια φωνή από τα ουράνια που έλεγε: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μουΥιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου» (Ματθ. 3,13-17).
Τρία είναι τα σημεία που θέλουμε να σχολιάσουμε στη σύντομη και λιτή διήγηση της βάπτισης του Ιησού από τον ευαγγελιστή Ματθαίο: α) η διάνοιξη των ουρανών, β) η εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος με τη μορφή περιστεράς και γ) η εξ ουρανών φωνή του Θεού Πατέρα, με την οποία ολοκληρώνεται η Επιφάνεια ή Θεοφάνεια. Η Αγία Τριάδα μετέχει στο γεγονός με το οποίο αρχίζει η επί γης δραστηριότητα του Μεσσία. Ο ευαγγελιστής δεν ενδιαφέρεται νακαθορίσει ως ιστορικός το χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα το γεγονός της βαπτίσεως (αντίθετα βλ. Λουκ 3, 1-2),αλλά κυρίως ενδιαφέρεταιως θεολόγος ναεξάρει τη σημασία του γεγονότος πουβρίσκεται στα τρία σημεία που θα σχολιάσουμε:
α) Η διάνοιξη των ουρανών, γνωστό θέμα της αποκαλυπτικής φιλολογίας του Ιουδαϊσμού, δηλώνει με παραστατικό τρόπο την επικοινωνία επίγειου και ουράνιου κόσμου, κατά την οποία «τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ» (Απότο ποίημαΣωφρονίουΠατριάρχου Ιεροσολύμωνπου διαβάζεταιστονΜ.Αγιασμότηςεορτήςτων Θεοφανείων)Δεδομένου ότι οι ουρανοί παραμένουν κλειστοί και μόνο σεεξαιρετικές περιπτώσειςανοίγουν, η διάνοιξή τους στην πα­ρούσα περίσταση εκφράζει, με τις παραστάσεις βέβαια του κοσμοειδώλου τηςεποχής εκείνης, την άμεση σχέση Θεού καιανθρώπου πουεπιτυγχάνεται με το έργο του Χριστού. Ο Θεός βρίσκεται κοντά στον άνθρωπο, χωρίς να υπάρχει κάποιο εμπόδιο ανάμεσά τους. Το ίδιο νόημα έχει και το σχίσιμο του καταπετάσματος του Ναού που χώριζε τα «Άγια των Αγίων» από τα «΄Αγια» την ώρα του θανάτου του Ιησού επί του σταυρού προς το τέλος του Ευαγγελίου (Ματθ. 27,51 κ.παρ.).
β) Ηορατή μορφή με την οποία κατέρχεται το Άγιον Πνεύμα από τον ουρανό δηλώνεται με το «ὡσεί περιστερά». Ηπερι­στερά είναι το μόνο από τα πτηνά που μπορεί να προσφερθεί ως θυσία στο Ναό (Λευιτ 1, 14) και αποτελείσύμ­βολο ακεραιότητας (Ματθ 10, 16). Η κάθοδος του Πνεύμα­τος «ὡσεί περιστερά» έχει κατά τους πατέρες τηςΕκκλη­σίας, ένα βαθύτατο συμβολισμό, στηριγμένο σεαντίστοιχο παράλληλο της Π.Δ.: Όπως στην περίπτωση τουΝώε η περιστερά που έφερε κλαδί ελιάς υπήρξε άγγελος καλής είδησης, γιατί δήλωσε το τέλος του κατακλυσμού (Γεν 8, 8-12), έτσι και τώρα η κάθοδος του Πνεύματος με τη μορφή περιστεράς δηλώνει το τέλος του κατακλυσμού της αμαρτίας και την έναρξη νέας εποχής για την ανθρωπότητα, της εποχής του Μεσσία. Τότε μεν, παρατηρείοάγιος Ιωάννης ο Χρυ­σόστομος, «το περιστέρι που φάνηκε βγάζει απτην κιβωτό έναν νθρωπο», ενώ τώ­ρα «όλητην οικουμένη ανεβάζει στον ουραν, και αντ κλάδου ελιάς προσφέρει τν υιοθεσία σε όλόκληρη την οκουμένη»· «κα τότε που βασίλευε η απόγνωση έδωσε λύση και διόρθωση,λλά τό­τε μεν με την τιμωρία, τώρα όμως  με τη χάρη και τη δωρεά» (PG 57,205).Εκφράζεται συνεπώς με την περιστερά ένα μήνυμα ελπίδας για την ανθρωπότητα, τομήνυμα ότι έφτασε η ώρα της απελευθέρωσης από τη δουλεία στις δυνάμεις της φθοράς και της καταστροφής.
γ) Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος βρί­σκονται επί σκηνής: Ό Πατέρας απευθύνεται προς τον Υιόν, ο οποίος βαπτίζεται αρχίζοντας έτσι το μεσσιανικό έργο του, και το Πνεύμα του Θεού κατέρχεται επάνω του. Η διήγησηαποκορυφώνεται στη φωνή εξ ουρανού του στίχου 17: «Οτός στιν υός μου γαπητός, ν  εδόκησα».Ηεπιγραμματική αυτή προσφώνηση του Θεού Πατέρα προς τον Ίησοϋ μας φέρει στονου δύο κυρίως χωρία της Π.Δ., τοΨαλμ.2, 7 («Υός μου ε σ») και το Ήσ 42,1 («σραήλ κλεκτός μου, προσεδέξατο ατν  ψυχή μου· δωκα τ πνεμά μου π’ ατόν...».). Γιατη μεσσιανική ερμηνεία του Ψαλμού 2 στην Κ.Δ. βλ. τα χωρία Πράξ 4,25. 13,33, Έβρ 1,5. 5,5 κ.ά. Το δεύτερο τμήμα της πατρικής προσφώνησης μας θυμίζει τα άσματα του Πάσχοντος Δούλου τουΘεού από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα. Με τη φωνή από τα ουράνια σημειώνεται μια σημαντική στιγμή στην ιστορία του Ιησού και στην αποκάλυψη του προσώπου και της αποστολής του στον κόσμο: Αναγνωρίζεται δημόσια ότι είναι Υιός του Θεού. Δεδομένου ότι στον ιουδαϊσμό δεν μαρτυρείται ο τίτλος Υιός Θεού για τον Μεσσία, μπορούμε ναυποστηρίξουμε ότι πρόκειται για χριστιανική θεώρηση του προσώπου του Ιησοϋ, ηοποία απορρέει όχι μόνο από την πίστη της Εκκλησίας σ’ αυτόν αλλά κυρίως από τη συνείδηση που είχε ο ίδιος ο Ιησούς για τον εαυτό του, συνείδηση πουεκφράζεται σαφώς στις προσφωνή­σεις του Θεού ως Πατέρα και στον αυτοχαρακτηρισμό του ως Υιού. Όπως ο βασιλιάς μετα λόγια του Ψαλμού 2 ενθρονίζεται καιαρχίζει το έργο του, έτσι καιοΙησούς αρχίζει τηδημόσια δράση του με την αναγνώρισή του ως Υιούαπό τον Θεό Πατέρα, δηλ. με την επίσημη διακήρυξη της μεσσιανικής του ιδιότητας, γιατί τελικά το «Σ ε ὁ υός μου» ισοδυναμεί με το: Συ είσαι ο Μεσσίας. Ότι όμως δεν είναι ο πολιτικός επίγειος Μεσσίας των Ιουδαϊκών προσδοκιών της εποχής διαφαίνεται στο δεύτερο μέρος της πατρικής φωνής: Ο Μεσσίας αναλαμβάνει το δύσκολο έργο του πάσχοντος δούλου του Θεοϋ (Ήσ 42,1.52,13-53,12) για το οποίο επανειλημμένως γίνεται λόγος στην Κ.Δ. και τοοποίο ολοκληρώνεται με το πάθος, Ό θρόνος επί του ο ποίου θα καθήσει ο Μεσσίας Ιησούς θα είναι ο σταυρός, γιά τον οποίο προετοιμάζεται   ο αναγνώστης ήδη από τα πρώτα κεφάλαια των ευαγγελίων. Υιός Θεού και Πάσχων Δούλος είναι δύο μεσσιανικοί τίτλοι που θα συνοδεύσουν τον Ιη­σού σε όλο το επίγειο έργο του.
Στη διήγηση αυτή φαίνεται σαφώς η έναρξη της καινούργιας εποχής για την ανθρωπότητα, της μεσσιανικής εποχής,εφόσον η παλαιοδιαθηκική προσδοκία τοϋ Πνεύματος γί­νεται πραγματικότητα με την κάθοδο τουύ Πνεύματος κατά τη βάπτιση. Η διάνοιξη των ουρανών, που στοΗσ 64, 1 αποτελεί έκφραση επιθυμίας τοϋ λαού για την έναρξη τωνεσχάτων, στη διήγησή μας δηλώνει την έναρξη της νέας έποχής κατά την οποία οιυποσχέσεις του Θεούεκπληρώνονται στο πρόσωπο και το έργο του Ίησού. Το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της καινούργιαςεποχής που αρχίζει είναι το Πνεύμα του Θεού που «ὅλον συγκροτε» τὸν θεσμὸν τῆς ἐκκλησίας». Το Πνεύμα, ενώ κατέρχεται στον Ιησού και δρα ήδη μέσα στον κόσμο, συνάμα αναγγέλλεται από τον Ίησούως ο Παράκλητος πουθαέλθει μετά τη δική του επάνοδο στον Θεό Πατέρα για ναοδηγήσει την Εκκλη­σία «ες τν λήθειαν πσαν» (Ιω 16, 13). Η περικοπή αυτή εκτός από τον σαφή μεσσιανικό της χαρακτήρα έχει καιεκκλησιολογικό προσανατολισμό. Ηβάπτιση του Υιούη φωνή του Θεού Πατέρα καιη παρουσία του Α­γίου Πνεύματος αποτελούν τη τριαδολογική βάση και πί­στη της Εκκλησίας. Ήδη εδώ έχουμε τις απαρχές της εκκλησιολογίας, που θααναπτυχτείαργότερα στηθεολογική σκέψη της Εκκλησίας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...