Κωνσταντίνου Γανωτή
Το λέω χωρίς διάθεση να κινδυνολογήσω. Το βλέπω, το ζω. Πολλοί στις μέρες μας ζουν σαν να μην ανήκουν σε κανένα έθνος. Κι αν ακούσουν την ανήσυχη κραυγή μας “το έθνος κινδυνεύει”, θα σου απαντήσουν: Ε, και τι με νοιάζει εμένα; Τι χάνω δηλαδή; Είναι οι Έλληνες, που θα μπορούσαν να μεταναστεύουν σ’ ένα κράτος με καλούς μισθούς και να ζήσουν σαν πολίτες και ομοεθνείς σ’ αυτό το κράτος ξεχνώντας κάθε ανάμνηση, ακόμα και τη γλώσσα της τέως πατρίδας τους.
Έθνος είναι ένα σύνολο ανθρώπων, που τους συνδέει ένα κοινό αίσθημα σαν μία πλατιά οικογένεια, με κοινές ιστορικές αναμνήσεις, συχνά και κοινή θρησκεία και γλώσσα. Η κοινή γλώσσα κάποτε εκβιάζεται από ιστορικές περιστάσεις, όπως έγινε με περιοχές των Ελλήνων της Καππαδοκίας. Η κοινή θρησκεία είναι πολύ δυνατό στοιχείο εθνικής ενότητας, αλλά κι αυτό το στοιχείο κάποτε σκοντάφτει σε περιστάσεις ή υπερβαίνεται, όταν ζήσει κανείς πολλά χρόνια σε κάποιον τόπο. Τώρα καταλαβαίνουμε πώς χάνεται ένα έθνος· χάνεται, όταν ατονήσουν και τελικά σβήσουν οι κοινές εμπειρίες, οι κοινές περιστάσεις, που ενώνουν τους ομοεθνείς. Μαζί με αυτά χάνεται και η κοινή γλώσσα και η κοινή θρησκεία. Τότε οι άνθρωποι καταπίνονται εθνικά και αφομοιώνονται από άλλο έθνος (ή άλλα έθνη), που ακόμα ζει και συντηρείται. Έτσι οι πολίτες των ΗΠΑ στην αρχή της μετανάστευσης των Ευρωπαίων αφομοιώθηκαν από τις συμπαγείς και πιο οργανωμένες πρώτες αποικίες των Ανατολικών πολιτειών, όπου κυριαρχούσαν οι Ιρλανδοί, κι έτσι έγιναν ένα Αγγλόφωνο κράτος, που με την κοινή Ιστορία από κει και ύστερα άρχισαν να νιώθουν σαν έθνος κι έγιναν έθνος.
Ένας σημερινός κάτοικος της Ελλάδας με ταυτότητα ελληνική, που έχει ως κύριο μέλημά του το εισόδημά του, την ψυχαγωγία, κατά προτίμηση “ξένη”-ώστε να νιώθει παγκόσμιος άνθρωπος, την απόκτηση όλων των ανέσεων και απολαύσεων, και είναι αδιάφορος θρησκευτικά και χρησιμοποιεί περισσότερο μία διεθνή γλώσσα όπως λ.χ. τα Αγγλικά, αυτός ο άνθρωπος δεν είναι πια Έλληνας, έχει πεθάνει εθνικά. Γι’ αυτόν η γλώσσα είναι μόνο μέσο επικοινωνίας και αυτός ο άνθρωπος προτιμάει την ευκολότερη γραφή και γι’ αυτό βολεύεται με τις ευκολότερες γλώσσες, όπως είναι η Αγγλική.
Αυτός ο άνθρωπος θα σας κοιτάξει κάποτε στα μάτια και θα σας ρωτήσει: “Ε, και τι έπαθα εγώ, που είμαι τέτοιος; Δεν είμαι okay;”. Τι θα απαντήσετε αλήθεια; Αυτός ο ίδιος, αν εγκαταλείψει σύζυγο και παιδιά και κάνει άλλη σχέση, που να τον ευχαριστεί περισσότερο, θα μπορεί να σας κάνει την ίδια ερώτηση σηκώνοντας τους ώμους: “Ε, τι έπαθα δηλαδή; Δεν είμαι και σ’ αυτό okay;”. Δεν θα σας είναι εύκολο να του πείτε πως είναι δυστυχής, όπως δεν μπορείς να μιλήσεις με έναν πεθαμένο και να του πείσεις ότι ήταν καλύτερα ζωντανός.
Όλος ο παγκόσμιος πολιτισμός έχει ως αυτονόητο σκοπό την ευημερία του ανθρώπου, βασικά την οικονομική ευημερία και ως συνέπεια κάθε άλλη ανάπτυξη. Σ’ αυτό το σημείο συμπίπτουν όλα τα συστήματα, από καπιταλισμό μέχρι κομμουνισμό. Η ικανοποίηση των επιθυμιών, των υλικών κυρίως ή έστω και των ψυχολογικών επιθυμιών είναι ο κύριος σκοπός του πολιτισμού σε όλους τους αιώνες. Το έθνος αν και χρήσιμο σ’ αυτόν τον σκοπό, το συντηρούμε. Αλλιώς το ξεχνούμε. Όταν λ.χ. ξεκίνησε ο Χίτλερ να κατακτήσει τον κόσμο, χρειάστηκε τη Γερμανική εθνότητα, για να συσπειρώσει τους πολίτες και τον στρατό, και για να ξέρουν ποιοι θα καρπωθούν τα κέρδη των κατακτήσεων. Και γι’ αυτό ετόνισε τα εθνικά-φυλετικά στοιχεία.
Βέβαια, θα πει και αυτός ο αστός, ότι και κάποιες εθνικές φιέστες, κανένας χορός, κάποιοι φουστανελάδες, λίγες σημαίες και τέτοια “φολκλορικά” δεν ενοχλούν, ίσα-ίσα αποτελούν μία ποικιλία ψυχαγωγίας. Έτσι υποβιβάζεται το έθνος σε τύπο κι από τύπο σε καραγκιόζη και γελοιοποιείται. Παραμένει σαν γραφικότητα διακοσμητικής της αστικής μηδενιστικής κοινωνίας.
Βέβαια κάποιες αναμνήσεις μένουν, κι από τα βάθη της ψυχής σε ώρες έντονου συναισθηματισμού, όπως σε γάμους ή σε θρησκευτικές εορτές, βγαίνουν στην επιφάνεια για λίγο κι ύστερα απωθούνται πάλι. Πολύ συχνά σε ομαδικές διασκεδάσεις αρχίζουν με τα ροκ και άλλα ξένα και τελειώνουν με τσάμικα και τσιφτετέλια. Άλλοτε πάλι γίνεται το αντίστροφο. Αυτό είναι σύμπτωμα της πολιτιστικής μας σχιζοφρένειας.
Αυτή η σχιζοφρένεια είχε αρχίσει προ πολλού, ίσως προ αιώνων. Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας την ανιχνεύουν από την εποχή των Σταυροφοριών. Όταν πρωτογνώρισαν οι πρόγονοι το γλυκανάλατο ύφος των Ευρωπαϊκών μυθιστοριών, άρχισαν να δελεάζονται από το κοσμικό πνεύμα, που τους έβγαζε από το σοβαρό εκκλησιαστικό ύφος. Ιδιαίτερα οι βασιλείς και οι άρχοντες έφεραν μέσα στην Ρωμανία έθιμα αλλά και ήθη των δυτικών κι έτσι άρχισε η διάβρωση της παράδοσής μας.
Οι άνθρωποι επεθύμησαν και ονειρεύτηκαν την εποχή της “ευημερίας και της προόδου” και αυτή η νέα διάθεση έγινε σιγά-σιγά μεσσιανισμός. Μετά τις μυθιστορίες και τους τροβαδούρους η νεωτεριστική ψυχολογία προχώρησε σε όλες τις μορφές της ζωής και εξελίχθηκε και σε φιλοσοφία. Δυσκολεύτηκε λίγο να γίνει και δογματική θεολογία, με τις διστακτικές ερωτοτροπίες με τον παπισμό, αλλά κατάφερε να υπογράψουν οι Πατέρες το πρακτικό της Φλωρεντίας-Φερράρας και να δημιουργήσουν την Ουνία. Μας έσωσε “παρά τρίχα” η αυθεντία του Μάρκου του Ευγενικού και η αθωότητα του Ευρωπαϊκού κόσμου, εποχή που εμείς εδώ ζούσαμε την Τουρκοκρατία μας, ο κόσμος ονειρεύτηκε την απόλυτη κατάκτηση του ιδανικού της ευημερίας. Μετά από μία απεγνωσμένη προβολή των εθνικών συμφερόντων, που οδήγησαν στους τελευταίους μεγάλους πολέμους, οι λαοί προσκύνησαν το είδωλο του πλουτισμού παραμερίζοντας τα εθνικά συναισθήματα. Έτσι ένας πλούσιος Γερμανός μπορούσε να ζει άνετα στην Αγγλία, ένας πρίγκιπας Ρώσος να περνάει τον καιρό του στο Παρίσι κ.ο.κ Ήταν ιστορική η προσχώρηση της αριστοκρατίας των Ευρωπαϊκών λαών στην Γαλλική κουλτούρα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνος. Ο ζωγράφος Τσαρούχης εξομολογείται ότι στην οικογένειά του ακόμα και τα εσώρουχά τους έρχονταν από την Γαλλία· και οι πρώτες ζωγραφιές του ήταν αντιγραφές από γαλλικά περιοδικά. Χρειάστηκε υψηλός ηρωισμός, για να συντηρήσουν όσοι τον συντήρησαν τον εθνικό χαρακτήρα τους. Εμάς μας έσωσαν τα άλυτα εθνικά μας προβλήματα, που χρειάστηκαν οι πόλεμοι, για να τα λύσουν, κι έτσι καλλιεργήθηκε για ακόμα έναν αιώνα η εθνική μας συνείδηση. Προς το τέλος όμως του 20ου αιώνα το έθνος μας ατόνησε και άρχισε να πεθαίνει.
Στις αρχές του 20ου αιώνα καλλιεργήθηκε η φανατική πίστη στις τεράστιες δυνάμεις της επιστήμης και επειδή το Γερμανικό έθνος είχε και έχει μεγάλες ικανότητες στην θεότητα Επιστήμη, επεκράτησε η πεποίθηση ότι οι Γερμανοί είναι αήττητοι. Σ’ αυτή την προπαγάνδα οφείλεται η γερμανοφοβία των άλλων Ευρωπαίων, που φαίνονταν αδύναμοι μπροστά στα γερμανικά όπλα.
Μετά την αναμέτρηση των παγκόσμιων πολέμων οι Ευρωπαίοι κατάλαβαν ότι δεν τους συμφέρει να σκοτώνονται μεταξύ τους και μετέθεσαν τους αιματηρούς πολέμους στις “αναπτυσσόμενες” χώρες, για να μην αναπτυχθούν ασφαλώς. Ύστερα χρησιμοποίησαν τον αφορισμό του Μαρξ “το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα” κι έτσι δημιουργήθηκαν δύο έθνη σ’ όλη την Ευρώπη, το έθνος των προνομιούχων πλουσίων και το έθνος των εργαζομένων. Τα παλιά εθνικά χαρακτηριστικά ατόνησαν και πηγαίνουν να σβήσουν. Αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα βέβαια.
Από την κατανοητή ψυχολογικά πτώση του εθνικού φρονήματος στους ευημερούντες λαούς, περνάμε στην ηθική πτώση, που την ταλάνισε και ο Χριστός μας μ’ εκείνο το “πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες…”. Μία σκέψη όμως πρέπει να μας προβληματίζει. Στους δυο τελευταίους αιώνες (19ο και 20ο) είχαμε πολλούς πλουσίους Έλληνες που είχαν πολύ υψηλό εθνικό φρόνημα γι’ αυτό κι έγιναν εθνικοί ευεργέτες με πολύ, πάρα πολύ μεγάλες δωρεές. Πώς αυτοί δεν παρασύρθηκαν από τον πλούτο τους στον ηθικό και θρησκευτικό μηδενισμό, αλλά πλούτισαν την πατρίδα τους και τις γύρω χώρες των Βαλκανίων και της Μ. Ασίας με πλούσια κληροδοτήματα; Επιχειρώ μία εξήγηση και λέω πως αυτοί οι ευεργέτες ήταν πρώην φτωχοί, αλλά χαρισματικοί άνθρωποι, που στο σκληρό αγώνα να φτιάξουν περιουσίες δεν είχαν τις συνθήκες να ψευτομορφωθούν και να εισπνεύσουν τα ρεύματα του μηδενισμού. Άλλωστε το γένος μας ήταν ακόμα σκλαβωμένο και τραβούσε τη συμπάθεια. Ίσως οι απόγονοί τους, όσοι βρήκαν υπόλοιπα των μεγάλων περιουσιών, να έγιναν “προοδευτικοί” και ευδαιμονιστές. Γι’ αυτό δεν ακούγονται ως ευεργέτες κι αυτοί.
Όταν είπε ο Κύριος “πως οι δυσκόλως τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των ουρανών”, οι μαθητές αμέσως ρώτησαν: “Και τις δύναται σωθήναι;”. Η εύκολη απάντηση ήταν: Οι μη έχοντες τα χρήματα, αλλά οι μαθητές κάτι άλλο είχαν στο νου τους και γι’ αυτό είχαν την απορία. Και μ’ αυτούς που δεν έχουν τα χρήματα, αλλά μοναδικός τους πόθος και όνειρο είναι να τ’ αποκτήσουν, τι γίνεται;
Πράγματι το ιδανικό της ευημερίας, ο πόθος της εύκολης υλιστικής ζωής είναι απλωμένος στον κόσμο και γίνεται βιοθεωρία, φιλοσοφία ζωής και σπρώχνει τον κόσμο στον ηδονισμό με όσες δυνατότητες έχει ο καθένας. Οι πιο φτωχοί τρώνε το μεροκάματο στο κρασί ή στα χαρτιά. Ολόκληροι λαοί παραδομένοι στο παραλήρημα της υλιστικής ευημερίας κάνουν αυτονόητο τον μηδενισμό και βγάζουν (όσο μπορούν) στο περιθώριο τους πατριώτες και τους ευσυνείδητους.
Και μέχρι εδώ κατανοούμε την κατάσταση ως κατά κάποιο τρόπο φυσική εξέλιξη της πτώσης των ανθρώπων, που δεν φωτίστηκαν να ασκήσουν μία αντίσταση. Πώς συμβαίνει όμως να σχεδιάζεται, να χρηματοδοτείται και να εφαρμόζεται μία τέτοια παιδεία, που διαφθείρει μικρούς και μεγάλους; Αυτός ο εκμαυλισμός του λαού μας είναι το μεγάλο και σκοτεινό πρόβλημα της εποχής μας. Είναι δυνατόν κάποιοι να επενδύσουν στη διαφθορά του λαού μας;! Αυτό είναι μία ύπουλη και εξοντωτική επίθεση στην εθνική μας ύπαρξη.
Θα μπορούσε κανείς να αναθεματίσει τους ενόχους αυτής της δόλιας επίθεσης, αν δεν έβλεπε την τόσο εκούσια συγκατάθεση των πολλών Ελλήνων. Όσοι δεν τρέχουν πρόθυμα να πέσουν στον εθνικό μηδενισμό, είναι σε μεγάλο βαθμό απαθείς, σαν να μη τρέχει τίποτα και ουσιαστικά κάνουν και αυτοί το ίδιο.
Ξέρουμε βέβαια ότι διάφορα συμφέροντα ξένων και ντόπιων παραγόντων εξυπηρετούνται από την εθνική εξαχρείωσή μας. Οικονομικά συμφέροντα, στρατηγικά συμφέροντα… Δεν αρκούν όμως αυτά. Εμείς, οι Ορθόδοξοι, που υπολογίζουμε τον Θεό, υπολογίζουμε και τον διάβολο. Τόσο μεγάλο κακό στον άνθρωπο δεν μπορεί να κάνει κανείς άλλος άνθρωπος· μόνον ο διάβολος, που είναι ανθρωποκτόνος απ’ αρχής, μπορεί να σχεδιάζει και να εκτελεί τόσο καταχθόνια σχέδια και βέβαια με τη δική μας θέληση και συνεργασία.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός προφήτεψε: “Το κακό θα σας έρθει από τους σπουδαγμένους”. Και το βλέπουμε τόσο καθαρά στις μέρες μας. Εγκάθετοι των μηδενιστικών και ανήθικων κινήσεων κρύβονται στα υπουργεία, στα παιδαγωγικά ινστιτούτα, στις διευθυντικές θέσεις και αφανίζουν κάθε υγιές εθνικό ίχνος στις καρδιές των παιδιών και των μεγάλων.
Έτσι καταλήγουμε στην ανακάλυψη του διαβόλου, που και ανθρωποκτόνος είναι και εθνοκτόνος. Χωρίς όμως την ανοχή μας δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Η μόνη ελπίδα λοιπόν μετά τη βοήθεια του Θεού, οι συμφορές και οι θλίψεις, τραντάζουν τις ψυχές και σπρώχνουν τους ανθρώπους στη μετάνοια. Η μεγάλη ανασφάλεια, που συγκλονίζει τις αστικές κοινωνίες, ο πανικός σε κάθε απότομη αλλαγή συνθηκών της ζωής, η αφάνταστη εξάπλωση των ναρκωτικών κα αυτοκτονιών, των ψυχικών νοσημάτων, του έιτζ κα άλλων τέτοιων εφιαλτικών συνεπειών του εθνικού και θρησκευτικού μηδενισμού, που έγινε δυνατός και καλλιεργήθηκε στις κοινωνίες των “ανεπτυγμένων χωρών”, αυτά όλα τα οδυνηρά συμπτώματα μπορούν με λίγη καλή θέληση και κατήχηση να φέρουν τη μετάνοια.
Πολλοί ρίχνουν τα βάρη της διόρθωσής μας στους ώμους της παιδείας. Κάποτε είχε πράγματι επωμιστεί μεγάλες ευθύνες η παιδεία για τη χειραγώγηση της κοινωνίας και έχει μείνει στη μνήμη μας η δόξα της. Τώρα όμως που έχασε τον ιεραποστολικό της χαρακτήρα μέσα στον έντονο επαγγελματισμό των εκπαιδευτικών, οι ελπίδες μας μεταναστεύουν στους ώμους της οικογένειας. Η οικογένεια ακόμα στις μέρες μας αντέχει τρεμουλιαστά στα χτυπήματα του μηδενισμού. Ο ασυνείδητος και συνειδητός πόνος για τα σκοτωμένα έμβρυα των εκτρώσεων αντιμάχεται την ξεγνοιασιά και γεννάει μέσα στις ψυχές τον πόνο της ερήμωσης. Ποιος θα αξιοποιήσει αυτό τον πόνο ώστε να τον οδηγήσει στην μετάνοια; Ποιος θα μας θυμίσει το φόβο του Θεού, που είναι τόσο γλυκός σαν τη στοργή του πατέρα στα παιδικά μας χρόνια; Ποιος θα μας θυμίσει τους ήρωες των απελευθερωτικών μας πολέμων, τις γυναίκες του Ζαλόγγου, τις δραματικές θυσίες στο Κούγκι, στο Αρκάδι, τις εκατόμβες των ηρώων του Μπιζανίου του Λαχανά, του Σκρά, των Αλβανικών βουνών; Τα θύματα του ΄41, της κατοχής στην Ελλάδα, τους νεαρούς ήρωες της Κύπρου; Πότε θα συγκλονιζόμαστε γι’ αυτά περισσότερο από τα γκολ του ποδοσφαίρου; Η προσεκτική μελέτη της Ιστορίας μας δείχνει ότι μόνο τα παραδείγματα επηρεάζουν και πείθουν τους ανθρώπους είτε στο κακό, είτε στο καλό. Ύστερα οι άνθρωποι κατέφυγαν στη μελέτη των θεωριών και των μανιφέστων, για να δώσουν μία ευπρεπή εικόνα των αποκρυσταλλωμένων συναισθημάτων τους.
Στο καλό μπορεί να προκόψει μία κοινωνία περισσότεροι από τους δασκάλους και τους γονείς με το παράδειγμα των μαρτύρων. Όποιος δείξει ότι θυσιάζει και τη ζωή του γι’ αυτό που πιστεύει, αυτός πείθει και πείθοντας χειραγωγεί την κοινωνία. Γι’ αυτό ύστερα από τη διαπίστωση ότι το έθνος μας πεθαίνει, αναζητούμε μάρτυρες. Αναζητούμε αυτούς που αγαπούν τον διπλανό τους μέχρι θανάτου. Σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο βρίσκεται σήμερα η εθνική μας ιστορία, η ελευθερία του έθνους μας, που είναι απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά!