Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Γανωτής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Γανωτής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2018

Ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας


 



Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων.

Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.

Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζές της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".

Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.

Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.

Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.

Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.

Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.

Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2016

Τέλειος γονιός; ...Προτιμῶ ἀληθινός!



Ὑπάρχει τέλειος γονιός; Παιδαγωγοὶ καὶ συγγραφεῖς φαίνεται πὼς τὸ πιστεύουν. Κι ὅμως! Τὰ προβλήματα τῶν νεότερων γενεῶν αὐξάνονται. Ἀγωνία, μοναξιά, ἀπογοήτευση, κατάθλιψη εἶναι κάποια ἀπ᾽ αὐτά. Μήπως κατὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς τελειοποίησης τοῦ ρόλου τοῦ γονιοῦ χάθηκε ἡ ἀληθινὴ σχέση γονέων-παιδιῶν; Μήπως οἱ γονεῖς, ἱκανοποιοῦμε μέσῳ τῶν παιδιῶν μας ἀνάγκες δικές μας καὶ κωφεύουμε στὶς ἀληθινὲς ἀνάγκες τους; Μήπως βρήκαμε ὑπέροχες θεωρίες ἀλλὰ στὴν πράξη χάσαμε τὰ παιδιά μας; Μήπως κι ἐκεῖνα ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν τὴ βρῆκαν σ᾽ ἐμᾶς; Τὸν ἀληθινὸ γονιὸ ἀναζητᾶ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Τὸν γονιὸ τῆς θυσίας, τοῦ παραδείγματος καὶ τῆς ἐνθάρρυνσης. Τὸν γονιὸ ποὺ δὲν ξέχασε πὼς ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ κοινοῦ Γονιοῦ ὅλων μας. Σὲ μία κοινωνία ὀρφάνιας, ὁ συγγραφέας ἀναζητᾶ ἀληθινὸ γονιό, ποὺ ἑτοιμάζει μία νέα γενιὰ κι ἔναν καλύτερο κόσμο... 


Περιεχόμενα τοῦ βιβλίου 



Προλεγόμενα. 

Μέρος Α’. Οἰκογένεια: ἐμπόδια καὶ προοπτικὲς 

● Ὁ εὐλογημένος ἔρωτας. 

● Οἰκογένεια, ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. 

● Τὸ πανηγύρι τῆς ἀγάπης. 

● Ἡ ἁγιασμένη ἀγάπη. 

● Γιατί χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι; 

● Γράμμα στὴν νέα γενιά. 

● Παιδιὰ δικά μας ἢ δικά Του; 

● Τὰ παιδιά μας, κριτὲς κι ἐλπίδα μας. 

● Παιδιά μου, ἀλλάξτε τὸν κόσμο! 

● Τὰ ὄνειρα τῶν σημερινῶν νέων. 

● Δίψα γιὰ νόημα ζωῆς. 

● Μιὰ μάννα συμβουλεύει τὴ θυγατέρα της. 

● Χριστιανὴ μάννα, ἁγία μάννα! 

● Ἡ χρεωκοπία τῆς ἠθικῆς καὶ ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης. 

● «Ἀφῆστε τὰ παιδιά σας, μὴν τὰ κυνηγᾶτε...». 

● Ἐπιστρέφοντας στὸ μέλλον μας. 

● Ποιοί διαφθείρουν τὰ παιδιά μας; 

● Καιροὶ παιδαγωγίας. 

● «Πές μου ἕνα παραμύθι». 

● Ὁ δάσκαλος τῆς θυσίας. 

● Τρεῖς δάσκαλοι τῆς αἰωνιότητας. 

Μέρος Β’. Κοινωνία: ἀδιέξοδα καὶ ἐλπίδες 

● Τὸ θαῦμα τῆς ἁπλότητας. 

● Ὑπογεννητικότητα. 

● Οὐράνιοι πολῖτες. 

● Κρίση καὶ ἀδιέξοδα. 

● Πρότυπα ἐλπίδας. 

● Ἑλληνικός, οἰκουμενικὸς πολιτισμός. 

● Φόβος καὶ ἐνοχή. 

Μέρος Γ’. Ἐκκλησία: ἡ οἰκογένεια τῶν Ἁγίων 

● Ἡ ἐπανάσταση τῆς ἐλπίδας. 

● Ἡ νοσταλγία τῆς πίστης. 

● Ἥρωες ἀρετῆς. 

● Κρίση καὶ Ἐκκλησία. 

● Ἡ λογικὴ τῆς πίστης. 


● Μπορεῖ ἕνας σημερινὸς Χριστιανὸς ν’ ἁγιάσει; 

Τετάρτη, Απριλίου 13, 2016

Γιὰ τὴ νέα Παιδεία


Γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Γανωτὴς
Γιατί τόση ἔνταση στὴ διαμαρτυρία μας γιὰ τὴ σύγχρονη «ἀνθρωπιστικὴ» παιδεία, ποὺ καλλιεργεῖ πλέον συστηματικὰ καὶ μεθοδευμένα ἡ πολιτικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας; Τί ζητᾶμε ἀπὸ μία ἡγεσία λυμεώνα τοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ μας; Ἀφοῦ τὸ λένε καθαρὰ καὶ ξάστερα οἱ ἄνθρωποι ὅτι διδάσκουν τοὺς μαθητὲς νὰ εἶναι χειραφετημένοι ἀπὸ ὅ,τι ὀνομάζεται πρόσδεση στὸ παρελθόν… Καὶ οἱ διδάσκοντες νὰ «ἑστιάσουν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ μαθητῆ στὴν ἀνθρώπινη διάσταση τῶν θρησκειῶν». Ἄρα στοχεύουν σὲ μία νεολαία, ποὺ πιστεύει σ’ ἕναν Ἀρειανισμὸ ὅλων τῶν θρησκειῶν! Συμβουλεύουν ὅτι δὲν πρέπει «νὰ καταφεύγομε στὴ θαλπωρὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ λύση τῶν προβλημάτων μας, ἀλλὰ στὸ ἄτομο». Ἄρα δὲν εἶναι κάποιοι ἰθύνοντες ποὺ λαθεύονται, ἀλλὰ στοχεύουν ἑκούσια καὶ συνειδητὰ στὸ γκρέμισμα τοῦ παραδοσιακοῦ μας πολιτισμοῦ.
Οἱ καλοπροαίρετοι εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ποὺ ἀρθρογραφοῦν κατὰ τοῦ πνεύματος τῆς Νεοεποχίτικης Παιδείας, ποὺ ξετσίπωτα χειραγωγεῖ τὰ παιδιά μας στὸ μηδενισμό, φαίνεται ὅτι ἀγνοοῦν κάτι ἀκόμα χειρότερο. Τὸ ὅτι πρὶν ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες κάνουν τὸ ἴδιο καὶ οἱ γονεῖς τῶν παιδιῶν μας. Μὴν ὑπολογίζετε αὐτούς, ποὺ βαφτίζουν (ἀκόμα) τὰ παιδιά τους κι αὐτοὺς ποὺ γεμίζουν τὰ πεζοδρόμια γύρω ἀπὸ τοὺς ναοὺς στὶς 12 τὰ μεσάνυχτα τοῦ μεγάλου Σαββάτου. Μία κοινωνία μὲ τὶς ἑκατοντάδες χιλιάδες (ναί, ἑκατοντάδες χιλιάδες) ἐκτρώσεις τὸ χρόνο ὄχι μόνο δὲν συντηρεῖ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλὰ τὴ χρειάζεται μάλιστα τὴ Νεοεποχίτικη παιδεία, γιατί ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κοιτάξει στὰ μάτια τὰ παιδιά της καὶ ν’ ἀπαντήσει στὰ καυτὰ ἐρωτήματά τους.
Εἶστε σίγουροι, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὅτι σ’ ἕνα δημοψήφισμα γιὰ τὴ σημερινὴ παιδεία θὰ πλειοψηφοῦσαν οἱ ἀρνητικὲς ψῆφοι; Ὅταν ἐδίκαζαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβύτεροι τὸν Κύριο στὰ Ἱεροσόλυμα, πόσοι ἀπὸ τοὺς θεραπευθέντες καὶ ἀναστηθέντες ἀπ’ αὐτόν, πόσοι ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες τῶν μοναδικῶν θαυμάτων του πῆγαν νὰ ἐκδηλώσουν τὰ εὐγνώμονα αἰσθήματά τους πρὸς τὸν γλυκύτατο εὐεργέτη τους;
Κι ἐγὼ πιστεύω ὅτι στὸ βάθος ὁ λαὸς μας κρύβει μία ὀρθόδοξη ψυχή. Τὴν Ἱστορία ὅμως δὲν τὴ γράφει μόνο τὸ βάθος, τὴ γράφει ἡ μαρτυρία, τὸ μαρτύριο. Αὐτὴ τὴ μαρτυρία δὲν τὴ δίνει ἡ σημερινὴ οἰκογένεια κι ἔτσι τὰ παιδιὰ μας ξεκινοῦν προδομένα ἀπὸ τὰ σπίτια τους κάθε πρωί, γιὰ νὰ πᾶνε σ’ ἕνα διεφθαρμένο σχολεῖο.
Ἡ Χαρμολίνα στὸ διήγημα «Ἡ θητεία τῆς πενθερᾶς» τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἀνέτρεφε τὰ ὀχτὼ ἐγγονάκια της μὲ πολὺν κόπο ὁλημερίς, τὸ βράδυ τὰ ξάπλωνε στὰ στρωματάκια τους συχνὰ χωρὶς νὰ τὰ ξεντύσει, γιατί δὲν ἄντεχαν τὰ καημένα ἀπὸ τὴ νύστα, ἀλλὰ ποτὲ χωρὶς νὰ τὰ στήσει μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα (καὶ συχνὰ κρατώντας τα ἀπὸ τὶς ἀμασχάλες γιὰ νὰ μὴν σωριαστοῦν κάτω), γιὰ νὰ κάνουν τὴν προσευχή τους. Αὐτὰ τὰ παιδάκια σ’ ὅποιο σχολεῖο κι ἂν πήγαιναν, δὲν θὰ διαφθείρονταν.
Αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες σήμερα, ποὺ δὲν ἐκκλησιάζονται, κάνουν τὰ παιδιὰ τους ὄχι ἁπλῶς ὀκνηρὰ καὶ ἀμελῆ στὴν πίστη τους, ἀλλὰ ἐμπαθεῖς ἀθέους σὰν τοὺς σημερινοὺς ἰθύνοντες τῆς παιδείας, γιατί καὶ τὸ κακὸ προοδεύει ὅπως καὶ τὸ καλό.
Αὐτοὶ οἱ 97% τῶν Ἑλλήνων, ποὺ δὲν ἐκκλησιάζονται, βλέπουν τὸν ἐκτροχιασμὸ τῶν παιδιῶν τους, τὴ διαφθορὰ τους ἀπ’ τὴν ἴδια τὴν παιδεία τους καὶ ἁπλῶς λίγο ἐνοχλοῦνται γιὰ τὶς συνέπειες καὶ τοὺς κινδύνους. Κατὰ τ’ ἄλλα θεωροῦν ἀναπόφευκτη τὴν κατρακύλα καὶ δὲν ἀντιδροῦν.
Καὶ οἱ δάσκαλοι, ἰθύνοντες καὶ διδάσκοντες ἀπολογοῦνται: τί νὰ σᾶς κάνομε; Νὰ διδάξομε στοὺς μαθητὲς-παιδιὰ σας μία θρησκεία, ποὺ μέσα στὰ σπίτια τους δὲν τὴ βλέπουν, καὶ μία ἠθική, πού μέσα στὰ σπίτια τους τὴν περιγελοῦν; Τί θὰ γίνομε δηλαδὴ ἐμεῖς; Δὸν Κιχώτηδες τῆς παιδείας;
Κι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς προβληματισμένους γονεῖς πολλοὶ προβληματίζονται γιὰ τὴν ἐνοχλητικὴ ἀπείθεια τῶν παιδιῶν τους, γιὰ τὴν πολυδάπανη διαφθορά τους, γιὰ τὴν κακὴ ὑπόληψη τῆς οἰκογένειας, γιὰ τὰ τρεξίματα στὰ νοσοκομεῖα καὶ στ’ ἀστυνομικὰ τμήματα. Πόσοι μποροῦν νὰ ποῦν στὸ παιδί τους: Παιδί μου, ἀγωνιῶ νὰ μὴ χάσεις τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, φοβοῦμαι μήπως καταλήξεις στὴν κόλαση;
Αὐτὸ τὸ μικρὸ ποσοστὸ τῶν πιστῶν ἔχει ἀπομείνει στὴν Ἐκκλησία μας καὶ στὸ ἔθνος μας. Βγεῖτε καὶ μετρῆστε τὶς σημαῖες, ποὺ στολίζουν τὰ μπαλκόνια μας κατὰ τὶς ἐθνικές μας ἑορτές. Κι ἂν ἀπαγορεύονταν καὶ τὰ βαρελότα τοῦ Πάσχα, θὰ ἦταν λιγότεροι οἱ πιστοὶ στὴν Ἀνάσταση.
Ἀκόμα δὲν πήραμε εἴδηση ἢ δὲν θέλομε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἡ πατρίδα μας εἶναι ὑπὸ κατοχὴν ἀδίστακτων καὶ καλὰ ὀργανωμένων πολιτιστικῶν κατακτητῶν. Τί ἐλπίδα ἔχομε παρακαλώντας τους καὶ ἀπειλώντας νὰ τοὺς πτοήσομε;
Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἐξυψώσει τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τῶν πραγματικῶν πιστῶν της καὶ νὰ τοὺς καταρτίσει ἔτσι, ὥστε νὰ δίνουν μέσα ἀπὸ τὰ σπίτια τους στὰ δικά τους παιδιὰ τὴν ἀγωγή, ποὺ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς συνδικαλιστὲς δασκάλους. Ἡ μεγάλη σημασία ποὺ δίνομε ἀκόμα στὴ σχολικὴ παιδεία εἶναι δεῖγμα τῆς ἀδιαφορίας μας γιὰ τὴν πραγματικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν μας.
Ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς δημιούργησε ἄπειρες ἀπολαύσεις, πιὸ πολλὲς ἀπ’ τὶς ἀνάγκες μας· γι’ αὐτὸ ἱκανοποιώντας πολλὲς ἀνύπαρκτες στὴν ἀρχὴ ἀνάγκες ἔκανε καὶ τὶς ἀνύπαρκτες πραγματικές, ἀπαραίτητες. Τώρα τὰ παιδιὰ μας συνήθισαν κι αὐτὰ νὰ ἀγαποῦν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν ἀγαθά, ποὺ ἀγγίζουν τὸ κορμάκι τους ἢ τὸ πολὺ πολὺ καὶ τὴν ψυχολογία τους. Τὰ παραδοσιακά μας ἀγαθὰ εἶναι μέσα ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ἡ θέαση τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, νὰ «δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο» ὅπως λέμε. Κι αὐτὸ εἶναι ἄθλημα ἡρωικὸ καὶ ἐπώδυνο. Ἡ ἐποχή μας ὅμως εἶναι ἐποχὴ ἀγωνιώδους ἀναζήτησης ἡδονῶν καὶ ἀποφυγῆς θυσιῶν. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ γενικὸ πνεῦμα τῶν σχολικῶν βιβλίων ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπόθεση ὅλων τῶν κοινωνικῶν κινητοποιήσεων.
Ὀφείλει λοιπὸν (ἔτσι πιστεύω) ὁ κάθε εὐσεβὴς Χριστιανὸς καὶ φιλότιμος Ἕλληνας νὰ παρακολουθήσει τὸ πνεῦμα τῆς νέας παιδείας καὶ νὰ καλύψει μὲ δική του ἐνδοοικογενειακὴ πρωτοβουλία τὸ βαθὺ κενὸ (τὸ βάραθρο), ποὺ ἀφήνει ἀκάλυπτο ἡ σημερινὴ παιδεία. Δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ξεφορτωνόμαστε τὸ βάρος τῆς κατήχησης τῶν παιδιῶν μας στὰ χέρια τῆς κρατικῆς παιδείας. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι δύσκολο γιὰ πολλοὺς γονεῖς χαμηλῆς μόρφωσης, τὸ βάρος πέφτει στοὺς ὤμους τῆς ἐνορίας καὶ ἀκόμα ψηλότερα τῆς Μητρόπολης. Νὰ πάψουν πιὰ οἱ ἐνορίες νὰ εἶναι δημοτολόγια βαπτισθέντων καὶ νὰ γίνουν σχολεῖα γιὰ τὰ οὐσιώδη μορφωτικὰ στοιχεῖα τῶν νέων.
Οἱ προβληματισμένοι Ὀρθόδοξοι γονεῖς νὰ φέρουν τὰ παιδάκια τους στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ γίνει ἕνα σοβαρὸ καὶ θερμὸ κατηχητικὸ ἔργο. Τὸ λέω αὐτό, γιατί ὡς τώρα καὶ τὸ κατηχητικὸ ἔργο ἔχει σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀλωθεῖ ἀπὸ ἕναν ἰδεολογικὸ καὶ ψυχολογικὸ χαρακτήρα, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἰδεολογίες τῶν κομματικῶν νεολαιῶν. Ἔχομε ἔλλειμμα δηλαδὴ πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ θεολογικῆς κατάρτισης.
Ἐκεῖνο ποὺ δίνει πάντα μέσα στὴν Ἱστορία τὸ στίγμα τῆς ζωντανῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ πλῆθος τῶν μαρτύρων. Δηλαδὴ θὰ παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ ἐνταθεῖ ὁ πόλεμος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι νὰ μποῦμε στὸ στάδιο τῶν μαρτύρων κι ἔτσι ν’ ἀρχίσει ν’ ἀνεβαίνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τῶν πιστῶν! Ἄρα αὐτὲς οἱ διαμαρτυρίες γιὰ τὸν κηρυγμένο πλέον πόλεμο τῆς Νέας Ἐποχῆς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας θὰ πρέπει νὰ σταματήσουν, καὶ ὁ πόλεμος αὐτὸς ν’ ἀντιμετωπιστεῖ μὲ τὸ ἐνθουσιαστικὸ καὶ πράο πνεῦμα τῶν Χριστιανῶν μαρτύρων ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Πρῶτο μέλημα τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι ἡ σύνταξη παρασχολικῶν βιβλίων καὶ ἡ κατάρτιση δασκάλων, ποὺ θὰ κερδίσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν παιδιῶν καὶ τὴν ἀποδοχὴ βέβαια καὶ τὴν ἐνθάρρυνση τῶν γονιῶν. Ν’ ἀφήσομε λοιπὸν τὴν «εὐλαβῆ» γκρίνια καὶ νὰ μποῦμε στὴν ἐνθουσιαστικὴ μαρτυρία. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 05, 2016

ΟΤΑΝ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ, Ο ΘΕΟΣ ΒΓΑΖΕΙ ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΟΤΑΝ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΙΩΚΕΤΑΙ, Ο ΘΕΟΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΥ

Κωνσταντίνου Γανωτῆ φιλολόγου-συγγραφέως
Ο Θεὸς ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο μὲν ἀλλὰ μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ γίνει ἅγιος ἔβαλε τὸν ἄνθρωπο μπροστὰ σὲ  πειρασμοὺς καὶ προβλήματα ἀπὸ μεσ’ ἀπ’ τὸν Παράδεισο ἀκόμα. Ἔτσι ἔκανε τὴν ἁγιότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιβίωση ἀκόμα προβληματικὴ καὶ ἀντικείμενο ἀγῶνος καὶ θυσιῶν, ἀκόμα καὶ βασάνων καὶ μαρτυρίων.
Φαίνεται καθαρὰ μάλιστα ὅτι θέλει νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἄξιον γιὰ τὰ μεγάλα αὐτὰ δῶρα καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἁγιότητα, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅμοιον μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἐπιβίωση ἔγινε πρόβλημα στὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν ἔξωση τῶν Πρωτοπλάστων. Γενικὰ ὅμωςὁ ἀνθρώπινος βίος ἀποτελεῖ ἕνα στάδιο ἀθλημάτων, δὲν εἶναι ἀνάπαυση καὶ ἠρεμία. Ἀρκεῖ μία ἀνάγνωση τῆς παγκοσμίου ἱστορίας καὶ τῆς μυθολογίας ἀκόμη ὅλων τῶν λαῶν γιὰ νὰ μᾶς πείσει ὅτι ἡ πολυπόθητη ἀνάπαυση καὶ εὐημερία ἦταν πάντα τόσο σύντομες περίοδοι, ὥστε νὰ μὴν ἐπηρεάζουν τὴν εἰκόνα τῆς ζωῆς.
Αὐτὸ ποὺ λέμε εἰρήνη στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν κρατῶν ἦταν πάντα τόσο εὔθραυστο, ὥστε καὶ ὅταν τὴν ἀπολάμβανε κανεὶς ζοῦσε μὲ τὸ φόβο ὅτι κάθε στιγμὴ διακινδυνευόταν. Γι’ αὐτὸ οἱ Ρωμαῖοι ἔλεγαν “si vis pacem, para bellum”, δηλαδὴ ἂν θέλεις εἰρήνη, παρασκεύαζε πόλεμο. Καταλαβαίνομε βέβαια ὅτΙ μιλοῦσαν γιὰ εἰρήνη στὶς διακρατικὲς σχέσεις, γιατί ὅταν ἑτοιμάζεις πόλεμο, ἡ καρδιά σου εἶναι ἀνήσυχη καὶ ἐκδικητική.
Ἂν ἀκόμα χρησιμοποιήσομε τὸ σοφὸ ρητὸ τῶν Ρωμαίων στὶς μεταξὺ μας διανθρώπινες σχέσεις, τότε ἀκόμα γιὰ λιγότερη εἰρήνη θὰ μιλοῦμε, ἀφοῦ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ διαρκῆ ὑποψία ἑτοιμοπόλεμοι μὲ τοὺς γείτονές μας. Γι’ αὐτό ὅταν μιλοῦμε γιὰ κίνδυνο τῆς πατρίδας μας, θὰ πρέπει νὰ πάει ὁ νοῦς μας σὲ μία διαρκῆ καὶ ἀδιάκοπη ἀνησυχία καὶ μία συνεχῆ ὀργάνωση ἄμυνας μέσα στὴν καθημερινότητα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἡ εἰρήνη μέσα στὴν ψυχή μας ἀπειλεῖται τὴν κάθε στιγμὴ ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς ἐχθρούς. Οἱ ἐμφύ λιοι πόλεμοι, οἱ δικαστικὲς διαμάχες, οἱ πολιτικὲς συγκρούσεις, οἱ ταξικές, οἱ συνδικαλιστικὲς ἀντιπαραθέσεις, οἱ θορυβώδεις ἐκδηλώσεις μέσα στὶς πόλεις, ὅλα αὐτὰ συμπληρώνουν μία εἰκόνα ἀσταμάτητου πολέμου καὶ ἡ εἰρήνη ἔχει πετάξει ἀπὸ τὴ ζωή μας ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα. Αὐτὴ ἡ ἀνεμοταραγμένη ζωὴ δὲν εἶναι ἡ ζωή, ποὺ ὀνειρεύεται καὶ ἐπιθυμεῖ κάθε βρεφάκι ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο, δὲν εἶναι μὰ ζωὴ ἀντάξια του εὐγενικοῦ καὶ θεαγάπητου πλάσματος τοῦ Θεοῦ.
Ἂν δεχτοῦμε αὐτὴ τὴ ζωὴ σὰν φυσικὴ καὶ λογικὴ κατάσταση, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι «πόλεμος πάντων πατήρ, πάντων δὲ βασιλεύς…», θὰ ἀδικούσαμε τὸν δημιουργό μας.
Σ’ αὐτὸν τὸν ἀνελέητο πόλεμο ποὺ μαίνεται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κρατᾶ ἀναστατωμένους ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν ὁ Θεὸς ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τοὺς ἥρωες. Οἱ
ἥρωες προετοιμάζουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή τους. Ἀντὶ νὰ ταράζονται ἀπὸ τὴν ἀνησυχία καὶ νὰ τροχίζουν μαχαίρια κατὰ τῶν συμπολιτῶν τους, βάζουν τὸν ἑαυτό τους ὁ καθένας στὴ δοκιμασία τῶν ἀρετῶν. Δὲν γίνεται κανένας ἥρωας τὴ στιγμὴ τοῦ κινδύνου πάνω στὴ μάχη. Ὁ ἥρωας τότε ἐκδηλώνεται, ἀλλὰ ἥρωας γίνεται μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴν ἄσκηση στὶς ἀρετές.
Μαθαίνει πρῶτα νὰ ἀγαπᾶ τοὺς πλησίον καὶ τοὺς μακράν. Καὶ ἀγαπῶντας ἑτοιμάζεται νὰ ὠφελήσει, νὰ βοηθήσει καὶ νὰ θυσιαστεῖ ἀκόμα γιὰ ὑπεράσπιση τῶν φίλων του. Αὐτὸς εἶναι ὁ πατριώτης. Ὁ πατριώτης δὲν ἐπιτίθεται γιὰ νὰ αὐξήσει τὴν ἔκταση ἢ τὸν πλοῦτο τῆς δικῆς του πατρίδας. Ὁ ἀρχαῖος Περικλῆς στὸν περίφημο Ἐπιτάφιό του καυχιέται γιὰ τοὺς Ἀθηναίους ὅτι πολεμοῦν τοὺς διπλανούς τους («τοὺς πέλας») ὅταν αὐτοὶ οἱ διπλανοί τους πολεμοῦν γιὰ τοὺς δικούς τους («περὶ τῶν οἰκείων») καὶ συνήθως τοὺς νικοῦν. Αὐτὸ δὲν εἶναι πατριωτισμὸς βέβαια ἀλλὰ εἶναι ἡ τέλεια ἔννοια τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ. Καὶ οἱ «ἥρωες» τέτοιων πολέμων δὲν εἶναι ἀληθινοί, ὅπως δὲν εἶναι καὶ οἱ ληστές, οἱ τρομοκράτες καὶ λοιποὶ κακοποιοί. Αὐτοὶ ἡ ψευτοήρωες τοῦ τριακονταετοῦς πολέμου, δὲν δίστασαν μετὰ τὴ ἅλωση τῆς Ἀθήνας τὸ 404 π.Χ. νὰ κατασφάξουν καὶ τοὺς συμπολῖτες τους, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθῆνα ἡ ἀρχὴ τῶν τριάκοντα τυράννων. Ἔτσι ἐλέγχονται οἱ πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες δῆθεν πατριῶτες Ἀθηναῖοι ὅτι δὲν ἄξιζαν τοὺς ἐπαίνους τῶν ρητόρων, ποὺ ἀγόρευαν τοὺς ἐπιτάφιους γι’ αὐτούς. Ὅταν ὅμως τὸ 490 ἀντιμετώπιζαν τοὺς Μήδους στὸ Μαραθῶνα καὶ μάλιστα ἐνίκησαν νίκην λαμπρὰν παρὰ τὸ ἄνισον τῶν δυνάμεών τους ἀπέναντι στὸ ἀσιατικὸ πλῆθος, ἀπέ-σπασαν τὸ θαυμασμὸ τοῦ κόσμου καὶ ἡ δόξα τοὺς παρέμεινε αἰώνια. Τότε ἦταν ἥρωες ἀληθινοὶ ὅπως καὶ οἱ ἀπόγονοί τους ὑπερασπιστὲς τῆς Βασιλεύουσας τὸ 1453, ὅπως οἱ ἥρωες τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ὅπως οἱ ἀπελευθερωτὲς τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θρᾴκης στὰ 1912 καὶ 13, ὅπως οἱ ἐπαναστάτες τῆς Κρήτης καὶ τὰ παλληκάρια τοῦ 1940-41.
Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐθνικές μας περιπέτειες καὶ σὲ ἄλλες ποὺ παραλείπομε ἀναδείχτηκαν ἥρωες, ποὺ οἱ περισσότεροι σκοτώθηκαν, ἀλλὰ ὅποιος μελετήσει τὴ ζωὴ τῶν ἡρώων αὐτῶν καὶ τὸ ἦθος ποὺ καλλιέργησαν στὸν ἑαυτό τους, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ ἡρωισμός τους φύτρωσε καὶ γιγάντωσε πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τοὺς κάλεσε ἡ πατρίδα, καὶ στὴν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα ὁ ἡρωισμός τους ἀναδείχτηκε καὶ φάνηκε τὸ μεγαλεῖο του. Ἐπειδὴ ξέρει ὁ Θεὸς ὅτι οἱ πολλοὶ εἶναι καὶ ἀδύνατοι καὶ δειλοὶ καὶ ἀμαθεῖς, καλλιεργεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ἡρώων γιὰ νὰ τοὺς ἐμπιστευθεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἥρωες, ὅταν βρεθοῦν κι ἀναλάβουν νὰ σηκώσουν τὸ χρέος τους, γίνονται θαύματα. Καὶ τὰ θαύματα ὁ Θεὸς δὲν τὰ κάνει μόνος του, τὰ πραγματοποιεῖ μὲ τὴ λεβεντιὰ καὶ τὴ αὐτοθυσία τῶν ἡρώων μας, γιὰ νὰ ἔχουμε καὶ τὰ παραδείγματά τους μαθήματα στὶς ἑπόμενες γενιές. Γι’ αὐτὸ δίνομε τόση σημασία στὴνπαιδεία, ποὺ χρέος ἔχει νὰ καλλιεργεῖ ὑγιεῖς ἠθικοὺς χαρακτῆρες καὶ νὰ μεταδίδει τὴν ἐθνικὴ ἱστορία στὰ νέα βλαστάρια τοῦ ἔθνους, ἔτσι θὰ ξέρουν τὰ παλληκάρια μας γιατί χρωστοῦν νὰ πολεμήσουν, γιὰ ποιά πατρίδα καὶ μὲ ποιά παραδείγματα ἀπ’ τὴ ζωὴ τῶν προγόνων τους.
Ἡ πατρίδα μας ποὺ μᾶς ὑποδέχτηκε στὴ ζωὴ καὶ μᾶς χάρισε τὰ πρῶτα τοπία της καὶ μᾶς ἔθρεψε μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά της εἶναι ὁ πρῶτος στόχος τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν μας,
ποὺ χωρὶς νὰ τοὺς προκαλοῦμε ἁπλώνουν βέβηλα χέρια, γιὰ νὰ μᾶς τὴν ἀποσπάσουν. Ἄλλοι ὀρέγονται τὰ νησιά μας, ἄλλοι τὴ Θράκη μας, ἄλλοι τὴ Μακεδονία, τὴν Ἤπειρο. Κι ἀπ’ αὐτὸ ἀκόμα μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσομε καλύτερα τὴν ἀξία τῆς πατρίδας μας, ἀπὸ τὸ ὅτι πολλοὶ λαοὶ γύρω μας ζηλεύουν τὰ κάλλη της καὶ θέλουν νὰ τῆς τὰ πάρουν. Ἀλλὰ δὲν ἔχουμε μία μόνο πατρίδα. Ἐπειδὴ ζοῦμε καὶ στὴ γῆ αὐτὴ καὶ στὸν οὐρανὸ συγχρόνως, ἔχουμε καὶ τὴν οὐράνια πατρίδα μας, ποὺ κι αὐτὴ ζητάει τὴν ἀγάπη μας, κι αὐτὴ διώκεται καὶ κινδυνεύει τὴν κάθε στιγμὴ ἀπὸ ἐξω τερικοὺς καὶ ἐσωτερικοὺς ἐχθρούς. Ἡ οὐράνιά μας πατρίδα βέβαια δὲν κινδυνεύει ἡ ἴδια, κινδυνεύουμε ὅμως ἐμεῖς νὰ τὴ χάσουμε καὶ νὰ βρεθοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἡ σωτηρία μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ὑπαρξιακό μας πρόβλημα. Καὶ τὰ ἐμπόδιά μας σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μὲ τὰ ἀνυπολόγιστα μεγάλα ἔπαθλα εἶναι
πολλὰ καὶ μάλιστα τὰ πιὸ κρίσιμα ἀπ’ὅλα προέρχονται ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό
μας.
Ἡ ραθυμία μας, ὁ ἐγωισμός μας, ἡ λιποψυχία μας μπροστὰ στὶς ἀπειλές, ἡ προσκόλλησή μας στὶς ἡδονὲς εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ποὺ βάζομε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στὴ σωτηρία μας. Καὶ οἱ Πατέρες μᾶς λένε ὅτι αὐτὰ εἶναι τὰ μεγαλύτερα καὶ τὰ κρισιμότερα ἐμπόδια στὴ σωτηρία μας. Ὁ ἀγῶνας μας γιὰ τὴ σωτηρία μας
ἀπαιτεῖ πρῶτα ἀπόφαση καὶ στὴ συνέχεια λεβεντιά. Οἱ πολλοὶ ὅμως εἶναι πάντα ράθυμοι καὶ ὅσο μποροῦν ξένοι ἀπὸ τὸν Θεό. Πῶς λοιπὸν ὁ Θεός, ποὺ δὲν παύει νὰ φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία μας, πῶς θὰ μᾶς φιλοτιμήσει νὰ ἀναθαρρήσομε; Σ’ αὐτὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς τοὺς ἁγίους, ὁσίους καὶ μάρτυρες, τοὺς
«καλῶς ἀθλήσαντας καὶ στεφανωθέντας». Οἱ ἅγιοί μας ἀναδεικνύονται πάντοτε ὑπερασπιστὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ οἱἄνθρωποι οἱ πολλοὶ σὰν ἐμᾶς εἶναι διαρκῶς πολιορκούμενοι ἀπὸ πάθη καὶ περιστασιακὲς ἁμαρτίες. Οἱ πολλοὶ δὲν ἔχουν οὔτε πίστη ἀρκετή, οὔτε παρρησία, πῶς νὰ ἀποσπάσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Οἱ προσευχὲς ὅμως τῶν ἁγίων εἰσακούονται καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πα-
ρατείνεται. Ἂν ἡ ἐπίγεια πατρίδα μας ἔχει ἐμφανῆ ἐμπόδια καὶ συγκεκριμένους ἐχθρούς, ἡ Ἐκκλησία μας ποὺ μέσα τῆς τελετουργεῖται τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μᾶς ἔχει ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς.
Ἔχει ἀσταμάτητο πόλεμο «πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Σ’ ἕνα τέτοιο πόλεμο χρειάζονται πνευματικὲς δυνάμεις, λεβεντιὰ ψυχικὴ καὶ σωματική. Γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀγωνιζόμαστε μὲ ὁλόκληρη τὴν ὑπόστασή μας στὴν πίστη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ λατρεία μας στὰ ἔργα μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ φιλανθρωπία. Καὶ ὅπως τὰ κοπάδια τῶν προβάτων ἔχουν τὸν ποιμένα ἀλλὰ καὶ τοὺς πιστικοὺς καὶ τὰ μαντρόσκυλα ποὺ παλεύουν τοὺς λύκους ἔτσι κι ἐμεῖς πορευόμαστε μὲ τὸν ποιμένα τὸν καλὸν καὶ μὲ τοὺς ἁγίους μας. Λένε συνήθως πὼς ὅταν ἡ Ἐκκλησία διώκεται, βγάζει
ἁγίους. Μὰ πότε δὲν διώκεται ἡ Ἐκκλησία; Κάθε στιγμὴ τὸ σαρκικό μας φρόνημα τὴ διώχνει ἀπὸ
πάνω μας καὶ στὴ ζωὴ μέσα ὁ κόσμος, ποὺ ἔχει ἀνοίξει πόλεμο ἀπ’ ἀρχῆς ἐναντίον της, μάχεται τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἐκμεταλλεύεται κάθε ἀδύνατο σημεῖο στὴν πανοπλία τους, γιὰ νὰ τοὺς παραπλανήσει. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὀνόμασε τὴν ἁμαρτία ἔτσι,ἐνῷ στὴν ἀρχαιότητα τὴν ἔλεγαν «ὕβριν», γιατί τὴν θεωρεῖ ἀστοχία, λάθος καὶ ὄχι συνειδητὴ ἄρνηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ φαίνεται ἀκόμα καὶ στὸν πολὺ καὶ ἀμύητο κόσμο εἶναι ἡ μεγάλη ἐποποιία τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανεὶς γιατί ὅλος, μὰ ὅλος ὁ κόσμος ρίχτηκε δύο χιλιάδες χρόνια ἐπάνω στοὺς χριστιανοὺς μὲ τόση ἀγριότητα, ἐνῷ οἱ χριστιανοὶ δὲν ἐδίωξαν κανένα. Βέβαια εἴχαμε τὴ βιαιότητα τῶν λεγόμενων Σταυροφόρων, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν λογαριάζονται χριστιανοί. Μόνο τὸ ὄνομα εἶχαν, ἀπὸ τὸ χριστιανισμό.
Στοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, καθὼς καὶ στοὺςδιωγμοὺς ποὺ ἔκαναν οἱ Ζωροαστρινοί,οἱ πυρολάτρες κι ἀργότερα οἱ Μουσουλμάνοι στὴν Αἴγυπτο, στὴν Ἀσία καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου εἴχαμε ἑκατομμύρια μάρτυρες. Κι ἀκόμα στὶς μέρες μας ἔχουμε διωγμοὺς μαρτυρικοὺς στὴ Συρία καὶ σὲ ἄλλα μέρη. Λογικὰ οἱ διῶκτες περίμεναν νὰ σβήσει ἡ Ἐκκλησία τῶν χριστιανῶν κάτω ἀπὸ τὰ ἀνελέητα χτυπήματα τῶν διωγμῶν. Καὶ ὅμως μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἡ
αὔξηση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν καὶ ἡ κατάκτηση τῆς ἐξουσίας τοῦ πανίσχυρου ρωμαϊκοῦ κράτους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὀφείλεται στὴν ἀντιστροφὴ τῆς λογικῆς τῶν διωκτῶν.
Ὁ Θεὸς ποὺ κυβερνᾶ τὸν κόσμο ποὺ ἔπλασε βραβεύει τοὺς μάρτυρές του μὲ τὸ θρίαμβο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἁγιάζει τὸν κόσμο καὶ ἀντιστρέφει τὰ ἀποτελέσματα τῆς κοσμικῆς πολιτικῆς τῶνἐχθρῶν του. Καὶ αὐτὸ γίνεται μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς μάρτυρες. Θὰ μποροῦσε βέβαια ὁ Θεὸς νὰ ἀναλάβει ὁλόκληρο τὸ θαῦμα καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν Ἐκκλησία ἀήττητη. Φαίνεται ὅμως καθαρὰ ὅτι θέλει νὰ νικήσει τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὴ συνεργασία τῶν ἁγίων του. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ κάθε διωγμὸ «παράγει» ἁγίους-παλληκάρια. Κι ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο ἐπιβιώνει ἀλλὰ καὶ θριαμβεύει.
Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ μεγάλο παλληκάρι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μπορεῖ νὰ κηρύσσει ἀπὸτὸν ἄμβωνα μ’ αὐτὸ τὸ ἐμβατήριο τὸ μεγαλεῖο της Ἐκκλησίας. «Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλη-σία, πολεμουμένη νικᾷ, ἐπιβουλευομένη περιγίνεται, ὑβριζόμενη λαμπροτέρα καθίσταται, δέχεται τραύματα καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν, κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται, χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει, παλαίει, ἀλλ’ οὐχ ἡττᾶται, πυκτεύει ἀλλ’ οὐ νικᾶται».
Ἀκοῦμε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρυσοστόμου καὶ βλέπομε ὅτι ἀποδεικνύονται ἀκέραια μὲ τὰ συναξάρια
καὶ μὲ τὴ ἱστορία καὶ ἀποροῦμε πῶς συμβιβάζονται μὲ τὴ ἀδυναμία μας καὶ μὲ τὴ χαλαρότητά μας.
Βλέπομε ὅμως ὅτι, ἐνῷ οἱ πολλοὶ θαυμάζουν μόνο καὶ τιμοῦν μὲ εὐλάβεια τοὺς ἁγίους, οἱ ἅγιοι μπαίνουν
μπροστὰ σημαιοφόροι καὶ χαίρονται μὲ τὰ βασανιστήρια τῶν διωγμῶν τους, ἀναφωνοῦν μαζὶ γιὰ τὸν σύγχρονό μας ἅγιο Λουκᾶ τὸν ἐπίσκοπο Συμφεροπόλεως «Ἀγάπησα τὸ μαρτύριό μου». Ἂς δοξάσομε λοιπὸν τὸν Θεὸ γιατί δὲν μᾶς ἀφήνει στὴν ἀνεπάρκειά μας ἀβοήθητους, ἀλλὰ στέλνει στὴν πατρίδα ποὺ κινδυνεύει τοὺς ἥρωες καὶ στὴν Ἐκκλησία ποὺ διώκεται τοὺς ἁγίους της. Ἰδιαίτερα τὴν πατρίδα μας τὴ χριστιανικὴ Ἑλλάδα τὴν ἐπροίκισε μὲ ἥρωες πολεμιστές, μὲ ἥρωες εὐεργέτες, μὲ ἁγίους ὁσίους, μὲ ἁγίους σοφοὺς Πατέρες καὶ μὲ θαυμαστοὺς μάρτυρες καὶ γι’ αὐτὸ κανεὶς νὰ μὴν ἀπελπίζεται γιὰ τὸ μέλλον της.
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Μαρτίου 02, 2015

Ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας



 



Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων.

Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.

Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζές της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".

Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.

Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.

Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.

Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.

Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.

Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.
πηγή

Πέμπτη, Μαΐου 22, 2014

ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ

SHMAIA
Κωνσταντίνου Γανωτή

            Το λέω χωρίς διάθεση να κινδυνολογήσω. Το βλέπω, το ζω. Πολλοί στις μέρες μας ζουν σαν να μην ανήκουν σε κανένα έθνος. Κι αν ακούσουν την ανήσυχη κραυγή μας “το έθνος κινδυνεύει”, θα σου απαντήσουν: Ε, και τι με νοιάζει εμένα; Τι χάνω δηλαδή; Είναι οι Έλληνες, που θα μπορούσαν να μεταναστεύουν σ’ ένα κράτος με καλούς μισθούς και να ζήσουν σαν πολίτες και ομοεθνείς σ’ αυτό το κράτος ξεχνώντας κάθε ανάμνηση, ακόμα και τη γλώσσα της τέως πατρίδας τους.
            Έθνος είναι ένα σύνολο ανθρώπων, που τους συνδέει ένα κοινό αίσθημα σαν μία πλατιά οικογένεια, με κοινές ιστορικές αναμνήσεις, συχνά και κοινή θρησκεία και γλώσσα. Η κοινή γλώσσα κάποτε εκβιάζεται από ιστορικές περιστάσεις, όπως έγινε με περιοχές των Ελλήνων της Καππαδοκίας. Η κοινή θρησκεία είναι πολύ δυνατό στοιχείο εθνικής ενότητας, αλλά κι αυτό το στοιχείο κάποτε σκοντάφτει σε περιστάσεις ή υπερβαίνεται, όταν ζήσει κανείς πολλά χρόνια σε κάποιον τόπο. Τώρα καταλαβαίνουμε πώς χάνεται ένα έθνος· χάνεται, όταν ατονήσουν και τελικά σβήσουν οι κοινές εμπειρίες, οι κοινές περιστάσεις, που ενώνουν τους ομοεθνείς. Μαζί με αυτά χάνεται και η κοινή γλώσσα και η κοινή θρησκεία. Τότε οι άνθρωποι καταπίνονται εθνικά και αφομοιώνονται από άλλο έθνος (ή άλλα έθνη), που ακόμα ζει και συντηρείται. Έτσι οι πολίτες των ΗΠΑ στην αρχή της μετανάστευσης των Ευρωπαίων αφομοιώθηκαν από τις συμπαγείς και πιο οργανωμένες πρώτες αποικίες των Ανατολικών πολιτειών, όπου κυριαρχούσαν οι Ιρλανδοί, κι έτσι έγιναν ένα Αγγλόφωνο κράτος, που με την κοινή Ιστορία από κει και ύστερα άρχισαν να νιώθουν σαν έθνος κι έγιναν έθνος.
            Ένας σημερινός κάτοικος της Ελλάδας με ταυτότητα ελληνική, που έχει ως κύριο μέλημά του το εισόδημά του, την ψυχαγωγία, κατά προτίμηση “ξένη”-ώστε να νιώθει παγκόσμιος άνθρωπος, την απόκτηση όλων των ανέσεων και απολαύσεων, και είναι αδιάφορος θρησκευτικά και χρησιμοποιεί περισσότερο μία διεθνή γλώσσα όπως λ.χ. τα Αγγλικά, αυτός ο άνθρωπος δεν είναι πια Έλληνας, έχει πεθάνει εθνικά. Γι’ αυτόν η γλώσσα είναι μόνο μέσο επικοινωνίας και αυτός ο άνθρωπος προτιμάει την ευκολότερη γραφή και γι’ αυτό βολεύεται με τις ευκολότερες γλώσσες, όπως είναι η Αγγλική.
            Αυτός ο άνθρωπος θα σας κοιτάξει κάποτε στα μάτια και θα σας ρωτήσει: “Ε, και τι έπαθα εγώ, που είμαι τέτοιος; Δεν είμαι okay;”. Τι θα απαντήσετε αλήθεια; Αυτός ο ίδιος, αν εγκαταλείψει σύζυγο και παιδιά και κάνει άλλη σχέση, που να τον ευχαριστεί περισσότερο, θα μπορεί να σας κάνει την ίδια ερώτηση σηκώνοντας τους ώμους: “Ε, τι έπαθα δηλαδή; Δεν είμαι και σ’ αυτό okay;”. Δεν θα σας είναι εύκολο να του πείτε πως είναι δυστυχής, όπως δεν μπορείς να μιλήσεις με έναν πεθαμένο και να του πείσεις ότι ήταν καλύτερα ζωντανός.
            Όλος ο παγκόσμιος πολιτισμός έχει ως αυτονόητο σκοπό την ευημερία του ανθρώπου, βασικά την οικονομική ευημερία και ως συνέπεια κάθε άλλη ανάπτυξη. Σ’ αυτό το σημείο συμπίπτουν όλα τα συστήματα, από καπιταλισμό μέχρι κομμουνισμό. Η ικανοποίηση των επιθυμιών, των υλικών κυρίως ή έστω και των ψυχολογικών επιθυμιών είναι ο κύριος σκοπός του πολιτισμού σε όλους τους αιώνες. Το έθνος αν και χρήσιμο σ’ αυτόν τον σκοπό, το συντηρούμε. Αλλιώς το ξεχνούμε. Όταν λ.χ. ξεκίνησε ο Χίτλερ να κατακτήσει τον κόσμο, χρειάστηκε τη Γερμανική εθνότητα, για να συσπειρώσει τους πολίτες και τον στρατό, και για να ξέρουν ποιοι θα καρπωθούν τα κέρδη των κατακτήσεων. Και γι’ αυτό ετόνισε τα εθνικά-φυλετικά στοιχεία.
            Βέβαια, θα πει και αυτός ο αστός, ότι και κάποιες εθνικές φιέστες, κανένας χορός, κάποιοι φουστανελάδες, λίγες σημαίες και τέτοια “φολκλορικά” δεν ενοχλούν, ίσα-ίσα αποτελούν μία ποικιλία ψυχαγωγίας. Έτσι υποβιβάζεται το έθνος σε τύπο κι από τύπο σε καραγκιόζη και γελοιοποιείται. Παραμένει σαν γραφικότητα διακοσμητικής της αστικής μηδενιστικής κοινωνίας.
            Βέβαια κάποιες αναμνήσεις μένουν, κι από τα βάθη της ψυχής σε ώρες έντονου συναισθηματισμού, όπως σε γάμους ή σε θρησκευτικές εορτές, βγαίνουν στην επιφάνεια για λίγο κι ύστερα απωθούνται πάλι. Πολύ συχνά σε ομαδικές διασκεδάσεις αρχίζουν με τα ροκ και άλλα ξένα και τελειώνουν με τσάμικα και τσιφτετέλια. Άλλοτε πάλι γίνεται το αντίστροφο. Αυτό είναι σύμπτωμα της πολιτιστικής μας σχιζοφρένειας.
            Αυτή η σχιζοφρένεια είχε αρχίσει προ πολλού, ίσως προ αιώνων. Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας την ανιχνεύουν από την εποχή των Σταυροφοριών. Όταν πρωτογνώρισαν οι πρόγονοι το γλυκανάλατο ύφος των Ευρωπαϊκών μυθιστοριών, άρχισαν να δελεάζονται από το κοσμικό πνεύμα, που τους έβγαζε από το σοβαρό εκκλησιαστικό ύφος. Ιδιαίτερα οι βασιλείς και οι άρχοντες έφεραν μέσα στην Ρωμανία έθιμα αλλά και ήθη των δυτικών κι έτσι άρχισε η διάβρωση της παράδοσής μας.
            Οι άνθρωποι επεθύμησαν και ονειρεύτηκαν την εποχή της “ευημερίας και της προόδου” και αυτή η νέα διάθεση έγινε σιγά-σιγά μεσσιανισμός. Μετά τις μυθιστορίες και τους τροβαδούρους η νεωτεριστική ψυχολογία προχώρησε σε όλες τις μορφές της ζωής και εξελίχθηκε και σε φιλοσοφία. Δυσκολεύτηκε λίγο να γίνει και δογματική θεολογία, με τις διστακτικές ερωτοτροπίες με τον παπισμό, αλλά κατάφερε να υπογράψουν οι Πατέρες το πρακτικό της Φλωρεντίας-Φερράρας και να δημιουργήσουν την Ουνία. Μας έσωσε “παρά τρίχα” η αυθεντία του Μάρκου του Ευγενικού και η αθωότητα του Ευρωπαϊκού κόσμου, εποχή που εμείς εδώ ζούσαμε την Τουρκοκρατία μας, ο κόσμος ονειρεύτηκε την απόλυτη κατάκτηση του ιδανικού της ευημερίας. Μετά από μία απεγνωσμένη προβολή των εθνικών συμφερόντων, που οδήγησαν στους τελευταίους μεγάλους πολέμους, οι λαοί προσκύνησαν το είδωλο του πλουτισμού παραμερίζοντας τα εθνικά συναισθήματα. Έτσι ένας πλούσιος Γερμανός μπορούσε να ζει άνετα στην Αγγλία, ένας πρίγκιπας Ρώσος να περνάει τον καιρό του στο Παρίσι κ.ο.κ Ήταν ιστορική η προσχώρηση της αριστοκρατίας των Ευρωπαϊκών λαών στην Γαλλική κουλτούρα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνος. Ο ζωγράφος Τσαρούχης εξομολογείται ότι στην οικογένειά του ακόμα και τα εσώρουχά τους έρχονταν από την Γαλλία· και οι πρώτες ζωγραφιές του ήταν αντιγραφές από γαλλικά περιοδικά. Χρειάστηκε υψηλός ηρωισμός, για να συντηρήσουν όσοι τον συντήρησαν τον εθνικό χαρακτήρα τους. Εμάς μας έσωσαν τα άλυτα εθνικά μας προβλήματα, που χρειάστηκαν οι πόλεμοι, για να τα λύσουν, κι έτσι καλλιεργήθηκε για ακόμα έναν αιώνα η εθνική μας συνείδηση. Προς το τέλος όμως του 20ου αιώνα το έθνος μας ατόνησε και άρχισε να πεθαίνει. 
            Στις αρχές του 20ου αιώνα καλλιεργήθηκε η φανατική πίστη στις τεράστιες δυνάμεις της επιστήμης και επειδή το Γερμανικό έθνος είχε και έχει μεγάλες ικανότητες στην θεότητα Επιστήμη, επεκράτησε η πεποίθηση ότι οι Γερμανοί είναι αήττητοι. Σ’ αυτή την προπαγάνδα οφείλεται η γερμανοφοβία των άλλων Ευρωπαίων, που φαίνονταν αδύναμοι μπροστά στα γερμανικά όπλα.
            Μετά την αναμέτρηση των παγκόσμιων πολέμων οι Ευρωπαίοι κατάλαβαν ότι δεν τους συμφέρει να σκοτώνονται μεταξύ τους και μετέθεσαν τους αιματηρούς πολέμους στις “αναπτυσσόμενες” χώρες, για να μην αναπτυχθούν ασφαλώς. Ύστερα χρησιμοποίησαν τον αφορισμό του Μαρξ “το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα” κι έτσι δημιουργήθηκαν δύο έθνη σ’ όλη την Ευρώπη, το έθνος των προνομιούχων πλουσίων και το έθνος των εργαζομένων. Τα παλιά εθνικά χαρακτηριστικά ατόνησαν και πηγαίνουν να σβήσουν. Αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα βέβαια.
            Από την κατανοητή ψυχολογικά πτώση του εθνικού φρονήματος στους ευημερούντες λαούς, περνάμε στην ηθική πτώση, που την ταλάνισε και ο Χριστός μας μ’ εκείνο το “πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες…”. Μία σκέψη όμως πρέπει να μας προβληματίζει. Στους δυο τελευταίους αιώνες (19ο και 20ο) είχαμε πολλούς πλουσίους Έλληνες που είχαν πολύ υψηλό εθνικό φρόνημα γι’ αυτό κι έγιναν εθνικοί ευεργέτες με πολύ, πάρα πολύ μεγάλες δωρεές. Πώς αυτοί δεν παρασύρθηκαν από τον πλούτο τους στον ηθικό και θρησκευτικό μηδενισμό, αλλά πλούτισαν την πατρίδα τους και τις γύρω χώρες των Βαλκανίων και της Μ. Ασίας με πλούσια κληροδοτήματα; Επιχειρώ μία εξήγηση και λέω πως αυτοί οι ευεργέτες ήταν πρώην φτωχοί, αλλά χαρισματικοί άνθρωποι, που στο σκληρό αγώνα να φτιάξουν περιουσίες δεν είχαν τις συνθήκες να ψευτομορφωθούν και να εισπνεύσουν τα ρεύματα του μηδενισμού. Άλλωστε το γένος μας ήταν ακόμα σκλαβωμένο και τραβούσε τη συμπάθεια. Ίσως οι απόγονοί τους, όσοι βρήκαν υπόλοιπα των μεγάλων περιουσιών, να έγιναν “προοδευτικοί” και ευδαιμονιστές. Γι’ αυτό δεν ακούγονται ως ευεργέτες κι αυτοί.
            Όταν είπε ο Κύριος “πως οι δυσκόλως τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των ουρανών”, οι μαθητές αμέσως ρώτησαν: “Και τις δύναται σωθήναι;”. Η εύκολη απάντηση ήταν: Οι μη έχοντες τα χρήματα, αλλά οι μαθητές κάτι άλλο είχαν στο νου τους και γι’ αυτό είχαν την απορία. Και μ’ αυτούς που δεν έχουν τα χρήματα, αλλά μοναδικός τους πόθος και όνειρο είναι να τ’ αποκτήσουν, τι γίνεται;
            Πράγματι το ιδανικό της ευημερίας, ο πόθος της εύκολης υλιστικής ζωής είναι απλωμένος στον κόσμο και γίνεται βιοθεωρία, φιλοσοφία  ζωής και σπρώχνει τον κόσμο στον ηδονισμό με όσες δυνατότητες έχει ο καθένας. Οι πιο φτωχοί τρώνε το μεροκάματο στο κρασί ή στα χαρτιά. Ολόκληροι λαοί παραδομένοι στο παραλήρημα της υλιστικής ευημερίας κάνουν αυτονόητο τον μηδενισμό και βγάζουν (όσο μπορούν) στο περιθώριο τους πατριώτες και τους ευσυνείδητους.
            Και μέχρι εδώ κατανοούμε την κατάσταση ως κατά κάποιο τρόπο φυσική εξέλιξη της πτώσης των ανθρώπων, που δεν φωτίστηκαν να ασκήσουν μία αντίσταση. Πώς συμβαίνει όμως να σχεδιάζεται, να χρηματοδοτείται και να εφαρμόζεται μία τέτοια παιδεία, που διαφθείρει μικρούς και μεγάλους; Αυτός ο εκμαυλισμός του λαού μας είναι το μεγάλο και σκοτεινό πρόβλημα της εποχής μας. Είναι δυνατόν κάποιοι να επενδύσουν στη διαφθορά του λαού μας;! Αυτό είναι μία ύπουλη και εξοντωτική επίθεση στην εθνική μας ύπαρξη.
            Θα μπορούσε κανείς να αναθεματίσει τους ενόχους αυτής της δόλιας επίθεσης, αν δεν έβλεπε την τόσο εκούσια συγκατάθεση των πολλών Ελλήνων. Όσοι δεν τρέχουν πρόθυμα να πέσουν στον εθνικό μηδενισμό, είναι σε μεγάλο βαθμό απαθείς, σαν να μη τρέχει τίποτα και ουσιαστικά κάνουν και αυτοί το ίδιο.
            Ξέρουμε βέβαια ότι διάφορα συμφέροντα ξένων και ντόπιων παραγόντων εξυπηρετούνται από την εθνική εξαχρείωσή μας. Οικονομικά συμφέροντα, στρατηγικά συμφέροντα… Δεν αρκούν όμως αυτά. Εμείς, οι Ορθόδοξοι, που υπολογίζουμε τον Θεό, υπολογίζουμε και τον διάβολο. Τόσο μεγάλο κακό στον άνθρωπο δεν μπορεί να κάνει κανείς άλλος άνθρωπος· μόνον ο διάβολος, που είναι ανθρωποκτόνος απ’ αρχής, μπορεί να σχεδιάζει και να εκτελεί τόσο καταχθόνια σχέδια και βέβαια με τη δική μας θέληση και συνεργασία.
            Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός προφήτεψε: “Το κακό θα σας έρθει από τους σπουδαγμένους”. Και το βλέπουμε τόσο καθαρά στις μέρες μας.  Εγκάθετοι των μηδενιστικών και ανήθικων κινήσεων κρύβονται στα υπουργεία, στα παιδαγωγικά ινστιτούτα, στις διευθυντικές θέσεις και αφανίζουν κάθε υγιές εθνικό ίχνος στις καρδιές των παιδιών και των μεγάλων.
            Έτσι καταλήγουμε στην ανακάλυψη του διαβόλου, που και ανθρωποκτόνος είναι και εθνοκτόνος. Χωρίς όμως την ανοχή μας δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Η μόνη ελπίδα λοιπόν μετά τη βοήθεια του Θεού, οι συμφορές και οι θλίψεις, τραντάζουν τις ψυχές και σπρώχνουν τους ανθρώπους στη μετάνοια. Η μεγάλη ανασφάλεια, που συγκλονίζει τις αστικές κοινωνίες, ο πανικός σε κάθε απότομη αλλαγή συνθηκών της ζωής, η αφάνταστη εξάπλωση των ναρκωτικών κα αυτοκτονιών, των ψυχικών νοσημάτων, του έιτζ κα άλλων τέτοιων εφιαλτικών συνεπειών του εθνικού και θρησκευτικού μηδενισμού, που έγινε δυνατός και καλλιεργήθηκε στις κοινωνίες των “ανεπτυγμένων χωρών”, αυτά όλα τα οδυνηρά συμπτώματα μπορούν με λίγη καλή θέληση και κατήχηση να φέρουν τη μετάνοια.
            Πολλοί ρίχνουν τα βάρη της διόρθωσής μας στους ώμους της παιδείας. Κάποτε είχε πράγματι επωμιστεί μεγάλες ευθύνες η παιδεία  για τη χειραγώγηση της κοινωνίας και έχει μείνει στη μνήμη μας η δόξα της. Τώρα όμως που έχασε τον ιεραποστολικό της χαρακτήρα μέσα στον έντονο επαγγελματισμό των εκπαιδευτικών, οι ελπίδες μας μεταναστεύουν στους ώμους της οικογένειας. Η οικογένεια ακόμα στις μέρες μας αντέχει τρεμουλιαστά στα χτυπήματα του μηδενισμού. Ο ασυνείδητος και συνειδητός πόνος για τα σκοτωμένα έμβρυα των εκτρώσεων αντιμάχεται την ξεγνοιασιά και γεννάει μέσα στις ψυχές τον πόνο της ερήμωσης. Ποιος θα αξιοποιήσει αυτό τον πόνο ώστε να τον οδηγήσει στην μετάνοια; Ποιος θα μας θυμίσει το φόβο του Θεού, που είναι τόσο γλυκός σαν τη στοργή του πατέρα στα παιδικά μας χρόνια; Ποιος θα μας θυμίσει τους ήρωες των απελευθερωτικών μας πολέμων, τις γυναίκες του Ζαλόγγου, τις δραματικές θυσίες στο Κούγκι, στο Αρκάδι, τις εκατόμβες των ηρώων του Μπιζανίου του Λαχανά, του Σκρά, των Αλβανικών βουνών; Τα θύματα του ΄41, της κατοχής στην Ελλάδα, τους νεαρούς ήρωες της Κύπρου; Πότε θα συγκλονιζόμαστε γι’ αυτά περισσότερο από τα γκολ του ποδοσφαίρου; Η προσεκτική μελέτη της Ιστορίας μας δείχνει ότι μόνο τα παραδείγματα επηρεάζουν και πείθουν τους ανθρώπους είτε στο κακό, είτε στο καλό. Ύστερα οι άνθρωποι κατέφυγαν στη μελέτη των θεωριών και των μανιφέστων, για να δώσουν μία ευπρεπή εικόνα των αποκρυσταλλωμένων συναισθημάτων τους.
            Στο καλό μπορεί να προκόψει μία κοινωνία περισσότεροι από τους δασκάλους και τους γονείς με το παράδειγμα των μαρτύρων. Όποιος δείξει ότι θυσιάζει και τη ζωή του γι’ αυτό που πιστεύει, αυτός πείθει και  πείθοντας χειραγωγεί την κοινωνία. Γι’ αυτό ύστερα από τη διαπίστωση ότι το έθνος μας πεθαίνει, αναζητούμε μάρτυρες. Αναζητούμε αυτούς που αγαπούν τον διπλανό τους μέχρι θανάτου. Σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο βρίσκεται σήμερα η εθνική μας ιστορία, η ελευθερία του έθνους μας, που είναι απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά!

Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2014

Ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας


 



Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων.

Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.

Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζές της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".

Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.

Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.

Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.

Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.

Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.

Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.

πηγή

Τρίτη, Μαρτίου 19, 2013

Ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντῖνος Γανωτῆς






Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων.

Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.

Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζές της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".

Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.

Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.

Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.

Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.

Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.

Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.

πηγή

Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2012

η Εκκλησία και οι αξιολύπητοι αχθοφόροι της νέας τάξης



του φιλόλογου και συγγραφέα Κώστα Γανωτή

Η παγκοσμιοποίηση που δεν έρχεται καλπάζοντας και καλλιεργείται μεθοδικά απο κυβερνητικά και επιχειρηματικά  στελέχη είναι βέβαιο ότι θα σαρώσει θεσμούς και παραδόσεις. Ενας θεσμός μόνο δεν κινδυνεύει απο καμιά παγκοσμιοποίηση και αυτός είναι η Εκκλησία.
     Και δεν κινδυνεύει γιατί η Εκκλησία απο την ίδρυση της είναι παγκόσμια, δεν είναι εθνική. Τον οποιοδήποτε αλλοεθνή τον θεωρούμε δυνάμει αδελφό μας και όταν είναι βαπτισμένος είναι αδελφός μας καρδιακός και τίποτε δεν μας χωρίσει απ'αυτόν.
     Πως εξηγείται όμως το γεγονός μας η Εκκλησία να ευλογεί τους εθνικούς αγώνες και να ευνοεί την εθνική απελευθέρωση; Πως λέμε ότι το έθνος μας είναι συνυφασμένο με την Ορθοδοξία και συμπορεύεται μαζί της; Γιατί η εθνική μας σημαία προβάλλει το σύμβολο της Εκκλησίας μας, το Σταυρό;
     Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι μιαΕκκλησία οικουμενική δεν ευνοεί καμία υποδούλωση και ευνοεί κάθε απελευθέρωση. Ωστε η θερμή συμπαράσταση της Εκκλησίας μας στους εθνικούς μας αγώνες είναι μια παραχώρηση προς τις ανάγκες και τα προβλήματα του λαού, μια συμπαράσταση σε θέμα δικαιοσύνης, μια έξοδος της Εκκλησίας απο τη φύση της προς βοήθεια του κόσμου.
     Αν η ιστορία του έθνους μας είναι συνυφασμένη με την εκκλησιαστική μας ιστορία, αυτό οφείλεται στο ότι το έθνος υπηρέτησε την Εκκλησία και την υπάκουσε. Εγινε δηλαδή το έθνος μας(σε πολύ μεγάλο βαθμό) ο κόκκος του σίτου που έπεσε στη γη και απέθανε και έδωσεν καρπόν εκατονταπλασίονα. Δεν έγινε δηλαδή ηΕκκλησία έθνος αλλά το έθνος έγινε (σε μεγάλο βαθμό)Εκκλησία.

     Δεν μας παραγγέλλει η Εκκλησία να πολεμούμε και να σκοτώνουμε τον εισβολέα, αλλά εμείς, που δεν αντέχομε τη σκλαβιά, αποφασίζομε να πολεμήσουμε, κι επειδή νιώθομε πως ο αγώνας μας είναι δίκαιος, επικαλούμαστε τη βοήθεια της Εκκλησίας. Γι'αυτό και ηΕκκλησία μας ευλογεί τους απελευθερωτικούς και αμυντικούς πολέμους, ποτέ όμως τους κατακτητικούς. Αυτό το κατάλαβε επιτέλους και το Βατικανό και εζήτησε έπειτα απο εξήντα χρόνια συγγνώμην γιατί συντάχθηκε με τον κατακτητικό φασισμό και συνεργάστηκε κιόλας μαζί του.

     Στις μέρες μας πάλι η Εκκλησία προεξάρχει σε αγώνες κοινωνικούς και εθνικούς, όχι γιατί ορέγεται να γίνει μια κοινωνική ή εθνική δύναμη, αλλά γιατί αυτοί οι θεσμοί πολεμούνται και κινδυνεύουν. Θα κάνει όντως κανείς τη σκέψη: αν οι θεσμοί αυτοί ταυτίζονται με τηνΕκκλησία τότε δεν κινδυνεύουν, αν δεν ταυτίζονται τότε ας κινδυνέψουν. Η Εκκλησία όμως δεν νιώθει έτσι, αλλά νιώθει σαν μάνα.
     Ο κόσμος, είτε είναι κάτω απ'τις φτερούγες της είτε βόσκει παραπέρα, της ανήκει το ίδιο και οι αγώνες αυτοί γίνονται κυρίως για τους αδυνάτους, για τις λιγότερο σχετικούς.
     Είδαμε ότι όταν το Ρωμαϊκό κράτος με τον άγιο και μέγα Κωνσταντίνο έγινε χριστιανικό, η Εκκλησίαευνόησε τη διανοητική ρωμαιοσύνη των Ελλήνων, γιατί δεν τους έβλαφτε σε τίποτε, και παράλληλα ευνόησε την πολιτιστική ελληνοποίηση του Ρωμαϊκού κράτους, κάτι που πολύ το ωφέλησε. Ετσι γίναμε κι εμείς Ρωμιοί και το'χομε και καμάρι, γιατί με το Ρωμαίικο προσδιορισμό μας αισθανόμαστε πολίτες ενός μεγάλου "έθνους" που τα χαρακτηριστικά του δεν είναι φυλετικά αλλά πολιτιστικά. Οι Ρωμιοί είναι πολίτες ενός παγκόσμιου έθνους και γι'αυτό καμιά παγκοσμιοποίησηδεν τους τρομάζει.
     Η παγκοσμιοποίηση που επιχειρείται στις μέρες μας διαφέρει πάρα πολύ απο τη ρωμαϊκή-χριστιανικήπαγκοσμιοποίηση, γιατί εκείνη είχε ένα μεγάλο μεταφυσικό μήνυμα να μεταδώσει στον κόσμο και γι'αυτό το μήνυμα που έγινε πίστη, ένωσε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.
Η σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι απομυθοποιητική, επιδιώκει τη διάψευση αυτού του μηνύματος, την επικράτηση του φόβου, της ομοιομορφίας, της εμπορευματικότητας των αγαθών, της κατάργησης κάθε ηθικής.
     Η απάλειψη του θρησκεύματος και της εθνικότητος απο τις ταυτότητες, που είδαμε πόσο αντιδημοκρατικοί και ανυποχώρητα ενεργείται απο το κρατικό και υπερκρατικό κατεστημένο, θα φέρει το σβήσιμο της εθνικότητος στο λαό και ίσως και της θρησκευτικής του υπόστασης, ανεξάρτητα αν πολλοί ακόμα εξακολουθούν να πιστεύουν και να καλλιεργούν την εθνική και τη θρησκευτική τους ταυτότητα. Και εξηγούμαι.
     Με την ελεύθερη διακίνηση πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που εγκαινιάζεται σε λίγους μήνες, θα είναι πολλά τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων που θα έρθουν να ζήσουν στην ωραία Ελλάδα και να δουλέψουν σ'αυτήν. Και πολλοί απ'αυτούς θα είναι Ευρωπαίοι τουρκικής καταγωγής. Και όπως τα καλοκαίρια όποιος παει στη Μύκονο, ή στην Κρήτη δυσκολεύεται να πιστέψει ότι βρίσκεται στην Ελλάδα, έτσι θα νιώθει ολοχρονίς πια.
     Αυτοί οι καινούριοι συμπατριώτες μας θα έχουν όλα τα πολιτικά δικαιώματα με τους "παλιούς" κατοίκους και οι κοινότητες μας, οι δημόσιες υπηρεσίες, η Βουλή μαςθα καταληφθούν νομίμως απ'αυτούς.
     Τότε όσοι επιμένουν να ονειρεύονται τη γαλανόλευκη, τους εθνικούς μας αγώνες, την ελληνική οικογένεια, το φιλότιμο του Ελληνα, τον Μακρυγιάννη, τον Κολοκοτρώνη και τέτοια, θα θεωρούνται απλώς ρομαντικοί. Αυτά που βλέπομε σήμερα στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά σενάρια, αυτά που διαβάζομε στη λογοτεχνία τους, θα αποτελέσουν μόνιμη πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Οι άνθρωποι δεν ανήκουν σε καμιά οικογένεια, σε καμιά θρησκεία ή έθνος, παρά είναι αρσενικοί ή θηλυκοί, ο μόνος τους προσδιορισμός. (σ.Misha και αυτό άλλαξε πλέον με τα «νέα ήθη»)
     Επιμένω ότι αυτή η κατάσταση είναι πολύ κοντινή, γιατί κιόλας το μοντέρνο κοσμικό μέρος του λαού μας αυτή την κατάσταση ζει. Και η ασυγκράτητη αντιπάθεια των ιθυνόντων προς την Εκκλησία δείχνει την ενόχληση του κοσμικού κατεστημένου, γιατί ως θεσμός ηΕκκλησία δείχνει την ενόχληση του κοσμικού κατεστημένου, γιατί ως θεσμός η Εκκλησία τους αναγκάζει να αναστέλλουν τις ροπές τους και να δείχνουν ντροπή ή και να ντρέπονται ακόμη. Οι ξένοι τουρίστες, λ.χ. μας απειλούν με εγκατάλειψη των τουριστικών μας εγκαταστάσεων αν επιμένομε να δυστροπούμε μπροστά στην εισαγόμενη χυδαιότητα.
     Η Εκκλησία μας τα βλέπει όλα αυτά και ευλογεί κάθε κοινωνική αντίσταση στην επερχόμενη λαίλαπα της κατεδάφισης όλου του πολιτισμού μας, αν και είναι ο μόνος θεσμός που και θα συντηρηθεί και θα βρει πεδίον δράσεως μέσα στη ρωμαϊκή κοινωνία στα χρόνια του Νέρωνα και της πιο μεγάλης διαφθοράς. Μέσα στη μοναξιά και την ανασφάλεια του κόσμου, μέσα στην αβάσταχτη πλήξη του μηδενισμού θα λάμψουν ο Σταυρός και η σοφία του Ευαγγελίου. Και η Εκκλησία θα ανεβεί πάλι απο τις κατακόμβες και θα χτίσει πάλι την Αγία-Σοφιά της.
     Γι'αυτό οι πιο αξιολύπητοι στις μέρες μας είναι οι ανυποψίαστοι αστοί, συλλέκτες στιγμιαίων ηδονών, και ακόμα πιο αξιολύπητοι είναι αυτοί που φόρεσαν το λουρί του ζυγού της νεας τάξης και παλεύουν να το επιβάλουν στο λαό μας. Αυτοί οι τελευταίοι είναι τραγικά πρόσωπα. Ξέρουν ότι ο λαός μας(που υπάρχουν ακόμα) θα τους συντρίψει(το δείχνουν ήδη οι δημοσκοπήσεις και ο τρόμος ενός δημοψηφίσματος) αλλά, και αν ταυτιστούν με το λαό, θα τους συντρίψει το νεοταξικό κατεστημένο.
Βέβαια, αν γίνει το δεύτερο, θα γίνουν νεομάρτυρες, δεν έχουν όμως την ωριμότητα να το δεχτούν αυτό. Οταν όμως τους συντρίψει ο λαός, θα αποδειχθούν και κακοί και γελοίοι και θα ντρέπονται με τη σκέψη ότι τα εγγόνια τους θα διαβάζουν το βιο και την πολιτεία τους προ πάντων την πολιτεία τους.
     Χαρά σ'εκείνους που θα παραμείνουν κάτω απο τις φτερούγες της Εκκλησίας. Θα γίνουν αλιείς ανθρώπων, θα ιδούν με τα μάτια τους θαύματα και οράματα, αυτοί θα χορτάσουν αλαλαγμό.

Πέμπτη, Μαΐου 10, 2012

Τὸ ὄνειρο τῆς Ἀνάστασης στοὺς ἀρχαίους



Ποτὲ καὶ πουθενὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμβιβάστηκε μὲ τὸ θάνατο,οὔτε τὸν ἔνοιωσε φυσικόν, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι γύρω του. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότατη ἐποχὴ μὲ τοὺς κοπετοὺς καὶ τὶς μοιρολογίστριες μέχρι τὸ Διονύσιο Σολωμὸ ποὺ ἐπιμένει: «...γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα»

Ὅλοι οἱ θνητοὶ πάνω στὴ γῆ ἐξορκίζουν τὸ θάνατο. Καὶ ὅμως «ὁ δαίμων ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχὼς ἀπαραίτητος», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, δηλαδὴ ὁ Θεός, ποὺ πῆρε τὴ μοίρα μας στὰ χέρια του, δὲν μᾶς ἀφήνει μὲ τίποτε. Αὐτὸ πίστευαν οἱ προγονοί μας, γιατί αὐτὸ ἔβλεπαν. Ἡ καρδιὰ ὅμως τοῦ καθενὸς δὲν μπαίνει στὰ καλούπια τοῦ νοῦ, γιατί ἔχει τὴ δική της ἱστορία, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης τὸ «ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ». Γι’αὐτό, ὅσο κι ἂν ἡ λογικὴ καὶ ἡ παρατήρηση ἔδειχναν τὸ «ἀπαραίτητον» τοῦ θανάτου κι ἐβάφτιζαν τοὺς ἀνθρώπους θνητοὺς καὶ βροτούς, οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι κατέφευγαν στὴ μόνη παρηγοριὰ ποὺ τοὺς ἀπόμενε, στὸ Ὄνειρο. Κι ἐπειδή, ὅπως λένε, στὰ ὄνειρά μας βλέπομε αὐτὰ ποὺ στερούμαστε στὸ ξύπνιο μας, ἂς δοῦμε ποιὸς ἦταν ὁ συνειδητὸς καημός τους.

Στὸν «Ὁμηρικὸ ὕμνο τοῦ Ἀπόλλωνα», στίχοι 189-193, διαβάζαμε ὅτι στ’ ἀνάκτορο τοῦ Δία οἱ Μοῦσες ὑμνοῦν τῶν θεῶν τ’ ἀθάνατα δῶρα καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ βάσανα, ὅσα βάσανα ἔχοντας ζοῦν κάτω ἀπ’ τὴν ἐξουσία τῶν θεῶν: «ἀφραδέες καὶ ἀμήχανοι, οὐδὲ δύνανται εὑρέμεναι θανάτου τ' ἄκος γήραος τ' ἄλκαρ» δηλ. ἀνίκανοι νὰ σκεφτοῦν ἀνίκανοι καὶ νὰ μηχανευτοῦν κάτι, κι οὔτε μποροῦν νὰ βροῦν τοῦ θανάτου γιατρικὸ καὶ ἀποτρεπτικὸ τῶν γηρατειῶν.

Στὴ γιορτὴ τοῦ Ἀπόλλωνα στὸ ἀνάκτορο τοῦ Δία, ὅπου τραγουδοῦν οἱ ἴδιες οἱ Μοῦσες τὴ μακαριότητα τῶν θεῶν, ὁ ποιητὴς πέρασε καὶ τὴν ἔντονη διαμαρτυρία του γιὰ τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν εἶχαν θέση αὐτὴ τὴν ὥρα σ’ αὐτὰ τὰ τραγούδια.

Ἡ διαμαρτυρία γιὰ τὸ θάνατο ἐκφράστηκε στὴ Μυθολογία μὲ τοὺς θρήνους ποὺ γίνονταν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ «Ἄδωνη, ποὺ κάθε ἄνοιξη ἐρχόταν στὴ γῆ καὶ κάθε φθινόπωρο μετανάστευε στὸν Ἅδη», ὅπου τὸν περίμενε ἡ Περσεφόνη. Σὲ ἄλλους μύθους ἡ Περσεφόνη ἁρπαγμένη ἀπ’ τὸν Πλούτωνα ἀναγκάζεται νὰ μείνει τέσσερες μῆνες στὸν κάτω κόσμο καὶ τοὺς ὀχτὼ ν΄ ἀνεβαίνει στὴ γῆ, καὶ τότε ἡ μητέρα της ἡ Δήμητρα ἀπ’ τὴ χαρὰ της ὀμορφαίνει τὴν πλάση μὲ τὰ ἄνθη καὶ τὶς πρασινάδες.

Δύο ἥρωες, ὁ Θησέας καὶ ὁ Πειρίθους, κατέβηκαν στὸν κάτω κόσμο μὲ σκοπὸ νὰ κλέψουν τὴν Περσεφόνη γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Πειρίθου. Ὁ Πλούτων τοὺς ἔπιασε καὶ τοὺς ἔδεσε μὲ φίδια. Ἀργότερα, ὅταν κατέβηκε ὁ Ἡρακλῆς γιὰ νὰ πάρει ἐπάνω τὸν Κέρβερο, κατάφερε νὰ λύσει τὸ Θησέα μόνο καὶ τὸν ἀνέβασε στὸν ἐπάνω κόσμο. Καὶ ἡ Εὐριδίκη παραδόθηκε ἀπὸ τὸν Πλούτωνα στὸν Ὀρφέα, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸν ἐπάνω κόσμο, μὲ τὸν ὅρο νὰ μὴ γυρίσει νὰ τὴν κοιτάξει, ὥσπου νὰ φτάσουν ἐπάνω· ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἄντεξε καὶ τὴν κοίταξε κι ἔτσι ἡ Εὐριδίκη ἔμεινε στὸν «Ἅδη κι ὁ Ὀρφέας ἀπαρηγόρητος.

Ὅλες αὐτὲς οἱ μυθολογικὲς ἀπόπειρες νὰ παραστήσουν μία ἐπιστροφὴ ἀπ’ τὸν «εὐρώεντα» (τὸν μουχλιασμένον) Ἅδη εἶναι πολὺ σύντομες καὶ σχηματικές, χωρὶς ἐπεξεργασία τοῦ νοῦ. Μία ὁλοκληρωμένη τέτοια μυθικὴ ἀνάσταση μᾶς προσφέρει ὁ Εὐριπίδης στὸ Ὅραμά του «Ἀλκηστις». Ἡ νεαρὴ σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φερῶν Ἄδμητου δέχεται νὰ πεθάνει ἀντὶ γιὰ τὸν ἄντρα της, ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα ὡς δῶρο αὐτὴ τὴ δυνατότητα. Ὁ πατέρας του καὶ ἡ μάνα του δὲν δέχτηκαν νὰ κάνουν αὐτὴ τὴ θυσία, δέχτηκε ὅμως πρόθυμα ἡ σύζυγός του Ἄλκηστη. Ἔτσι ὁ θάνατός της παίρνει τὴ μορφὴ ἑκούσιας θυσίας καὶ τὴ στολίζει μὲ τὸ στεφάνι τῆς μάρτυρος τῆς ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμό της, ὅμως, τυχαίνει νὰ περάσει ὁ Ἡρακλῆς (θεάνθρωπος ἦταν ὁ Ἡρακλῆς!) καὶ γίνεται δεκτὸς στὸ φιλόξενο παλάτι τοῦ Ἄδμητου. Ἐκεῖ, μόλις μαθαίνει γιὰ τὸ θάνατο τῆς βασίλισσας, τρέχει στὸν τάφο της, παλεύει μὲ τὸ Χάροντα καὶ φέρνει τὴν Ἀλκηστη ζωντανὴ πάλι στὸν Ἄδμητο. Θὰ εἶναι ὅμως τρεῖς μέρες ἀμίλητη κι ὕστερα θὰ τοὺς μιλήσει. Στὸ μεγάλο χορικὸ αὐτοῦ τοῦ ὁράματος ἐκφράζεται ἡ λαχτάρα τῆς ἀνάστασης.

Ὁ χορὸς ἀποχαιρετώντας τὴν ἡρωίδα μᾶς δίνει ἕνα ἀληθινὸ συναξάρι στὴν καρδιὰ τοῦ χρυσοῦ αἰώνα: «…Μακάρι νὰ ἦταν στὸ χέρι μου καὶ νὰ μποροῦσα νὰ σὲ φέρω στὸ φῶς ἀπ’ τὰ βάθη τοῦ «Ἅδη καὶ τὰ ρεῖθρα τοῦ Κωκυτοῦ μὲ βάρκα ποταμίσια τοῦ κάτω κόσμου… Γιατί ἐσύ, μοναδικὴ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες κι ἀγαπητή, ἐσὺ τὸν ἄντρα σου ἄντεξες νὰ ἐξαγοράσεις ἀπ’ τὸν Ἅδη μὲ τὴ ζωή σου. Ἀνάλαφρη ἡ γῆ ἐπάνω σου ἂς πέσει…» Ἐδῶ βλέπομε τὸ ὄνειρο τῆς ἀνάστασης νὰ στηρίζεται πάνω στὴν ἠθικὴ ἀξία τῆς ἡρωίδας. Ὁ λαὸς ξέρει καὶ παραδέχεται ὅτι δὲν γίνεται πράξη τὸ ὄνειρό του, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιὰ του τὸ ὄνειρό του κρατεῖ ὁλοζώντανο. Καημὸς ἀπαρηγόρητος τὸ ἀμετάκλητο τοῦ θανάτου γιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα, ὄνειρο γλυκὸ ἀπελπισμένο ἡ ἀνάσταση. Γιὰ πρώτη φορὰ ἄκουσαν γιὰ ἀνάσταση οἱ Ἀθηναῖοι ἀπ’ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὸν Ἄρειο Πάγο. Καὶ τότε δὲν ἦταν ὄνειρο, δὲν ἦταν θέατρο, ἦταν ἀλήθεια. Κι ἀπὸ τότε τὴν ἀκοῦμε καὶ τὴ ζοῦμε τὴν Ἀνάσταση σὰν γεγονός, «χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...