Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2014

Ποιά τα σπουδαιότερα πνευματικά προβλήματα;

Ποιά τα σπουδαιότερα πνευματικά προβλήματα;

 Κάλλιστος Γουέαρ (Επίσκοπος Διοκλείας)
Ποιά τα σπουδαιότερα πνευματικά προβλήματα του συγχρόνου ανθρώπου;

- Κατά την άποψή μου, το σοβαρότερο πνευματικό πρόβλημα του σύγχρονου Ευρωπαίου είναι η απώλεια νοήματος και σκοπού. Στη σύγχρονη Δυτική Ευρώπη οι περισσότεροι άνθρωποι απολαμβάνουν μεγάλο βαθμό υλικής ευμάρειας, σαφώς μεγαλύτερης απ’ ότι στο παρελθόν, αλλά όπως είπε ο Κύριος «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», καθώς το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σήμερα είναι πως δεν βρίσκουν λόγο ύπαρξης, δεν βρίσκουν κανένα σκοπό η κατεύθυνση στη ζωή τους, και αυτό συμβαίνει όχι μόνο μ’ εκείνους που έχουν απωλέσει την πίστη τους, μεγάλος αριθμός χριστιανών αισθάνεται το ίδιο. Ως ένα βαθμό αυτό συνδέεται με μία μεγάλη μεγαλύτερη αποδόμηση της κοινωνίας.

Στο παρελθόν, στη Δυτική Ευρώπη, όπως συμβαίνει ακόμη σε άλλα μέρη της γης, οι άνθρωποι γεννιόντουσαν σε μια ζώσα κοινότητα, σε μια ευρύτερη οικογένεια, εντός πολλών δικτύων, εκείνων του χωριού η της κωμόπολης, και ένοιωθαν ότι κατείχαν μία θέση στην κοινωνία. Σήμερα, ο σύγχρονος Ευρωπαίος νοιώθει μόνος, είτε –συχνότατα-, ακόμη και εάν δύο άνθρωποι συζευχθούν, πρόκειται απλώς περί δύο προσώπων, δεν υφίσταται η ευρύτερη οικογένεια, θείοι, θείες, εξαδέλφια, φίλοι, να τους στηρίξουν.

- Ο,τι αποκαλούμε πυρηνική οικογένεια.

- Ακριβώς, πυρηνική οικογένεια. Νομίζω δε ότι αυτή [η κατάσταση] υποβάλλει το γάμο σε μεγάλη πίεση και εξάλλου, στη σύγχρονη δυτική κοινωνία μας, ως ένα βαθμό άγνωστο στο παρελθόν, έχουμε ανθρώπους που δεν έχουν συζευχθεί, που πιθανόν να είχαν περιστασιακές σχέσεις με άλλους, αλλά όχι σταθερές με την έννοια της μακρόχρονης δέσμευσης, καθώς επίσης έχουμε γύρω μας τόσους ανθρώπους των οποίων οι γάμοι είναι διαλυμένοι. Όταν κοιτώ στην εκκλησία μου, εδώ στην Οξφόρδη, εννοώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αναλογίζομαι πόσοι από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχουν πραγματική οικογένεια. Φυσικά, υπάρχουν άλλοι
στους οποίους τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, υφίστανται μητέρα, πατέρας καθώς και οικογένειες με παιδιά, αλλά ακόμη βλέπω τόσους ανθρώπους απομονωμένους.

Όταν δέχομαι τις εξομολογήσεις τους, αντιλαμβάνομαι ότι συνήθως οι άνθρωποι δεν έχουν διαπράξει ασυνήθιστα είτε υπερβολικά μεγάλα αμαρτήματα, και εάν αφουγκραστώ όχι τόσο αυτά που λένε όσο τη σιωπή τους, αυτά που δεν λένε, εκείνο που πραγματικά εξαγορεύουν στην εξομολόγηση είναι το εξής: «Δεν βρίσκω κανένα νόημα στη ζωή μου» . Και κατά συνέπεια, ένας από τους πρώτιστους σκοπούς του πνευματικού πατρός, σήμερα, είναι όχι να επιπλήττει τους ανθρώπους για την κακία τους, όχι να συντρίβει την υπερηφάνειά τους. Πολύ συχνά δεν έχουν ικανή αίσθηση της προσωπικής τους αξίας και νοήματος.

Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δώσουμε στους ανθρώπους την αίσθηση ότι ο Θεός τους αγαπά, ότι κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι μοναδικό, ότι ο Θεός έχει ένα ειδικό σκοπό για κάθε ένα μας και ότι δεν είμαστε απλά πιόνια επιτραπέζιου παιχνιδιού, που μπορούν να αντικατασταθούν. Σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο υπάρχει ένας θησαυρός, ο οποίος δεν ανευρίσκεται σε κανέναν άλλο. Όμως, για μένα αυτό είναι το μεγαλύτερο πνευματικό πρόβλημα. Φέρνω στη μνήμη μου κάποιον, ο οποίος μου εκμυστηρεύτηκε εδώ και λίγες εβδομάδες: «Εάν πέθαινα αύριο, δεν θα το έπαιρνε είδηση κανείς». Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την αίσθηση της μοναξιάς, της απομόνωσης, η οποία συχνά είναι δυνατόν να αποτελεί ένα είδος απόγνωσης.

Κατά συνέπεια, εάν θα μπορούσα να προσθέσω δυό λέξεις ακόμη, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία για το ανθρώπινο πρόσωπο, είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, του όπερ σημαίνει, πρωτίστως κατ’ εικόνα Χριστού. Αυτό όμως ενέχει επίσης την έννοια κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος. Και αν αναρωτηθούμε ποιο είναι το βασικό νόημα της Τριάδος, σαφώς πρόκειται περί του ότι ο Θεός είναι αγάπη, όχι απλά αυταγάπη. Ο Θεός είναι αμοιβαία αγάπη. Δεν είναι ο Θεός απλά η ενδοστρεφής αγάπη του ενός, είναι η συνενωτική και συμμετοχική αγάπη των τριών, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που οι Έλληνες Πατέρες καλούν «περιχώρηση». Ώστε, εάν εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα, είμαστε κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού, αυτό σημαίνει ότι είμαστε πλασμένοι να αγαπάμε ο ένας τον άλλο και ότι αδυνατούμε να είμαστε πλήρως ανθρώπινοι εάν είμαστε απομονωμένοι, εάν είμαστε μόνοι. Μέσω των σχέσεών μας με τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα φτάνουμε στην ολοκλήρωσή μας.

- Διαφορετικά παραμένουμε απλά σαρκικοί.

- Ακριβώς. Και θα συμφωνούσα με τον Γάλλο συγγραφέα Bernanos, που γράφει ότι «Κόλαση είναι να μην μπορείς να αγαπήσεις πλέον». Αυτό όμως είναι το πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας μας. Υπάρχει ασίγαστη δίψα μεταξύ των ανθρώπων, ασίγαστη δίψα για αγάπη. Ίσως δεν το έχουν αντιληφθεί, ίσως θεωρούν ότι υπάρχει δυστυχία, αλλά εάν μπορούσαμε να βρούμε τρόπους στη σύγχρονη κοινωνία μας να πληρώσουμε τη δίψα τους, ώστε οι άνθρωποι να γίνονται πραγματικές Τριαδικές εικόνες… 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2013

Ἐπίθεση κατὰ τοῦ οὐρανοῦ Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ





(Οἱ ἀντιδράσεις ἐξ ἀφορµῆς τῆς γνωστῆς ὑποθέσεως τῆς µονῆς Βατοπαιδίου, τὸ κλίµα ποὺ ἔχει δηµιουργηθεῖ, οἱ τρόποι ἔκφρασης ποὺ χρησιµοποιοῦνται, δηµιουργοῦν στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ ἰδιαίτερα συναισθήµατα. Ἐν µέσῳ αὐτῶν τῶν συναισθηµάτων ἔπεσε στὰ χέρια µας τὸ θαυµάσιο βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware «H ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Παραθέτουµε ἀπόσπασµα τοῦ βιβλίου ἀναφερόµενο στὸ τρόπο ποὺ ἔζησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τὴν περίοδο 1917-1988. Εὐκαιρία γιὰ ἐκτίµηση τῆς σχέσης µας µὲ τά µεγάλα καί καίρια τῆς ζωῆς.)


«Αὐτοί πού ἐπιθυµοῦν νά Μέ δοῦν, θά περάσουν µέσα ἀπό βάσανα καί ἀπελπισία»
Ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα vii, 11.


Ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1917, ὅταν οἱ Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τὴν ἐξουσία, µέχρι περίπου τὸ 1988, τὸ ἒτος ποὺ ὁ Ρωσικὸς Χριστιανισµὸς γιόρτασε τὴ χιλιετηρίδα του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση ἔζησε σὲ µία κατάσταση πολιορκίας. Ἡ ἔνταση τοῦ διωγµοῦ διέφερε ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχὴ σ’ αὐτὰ τὰ ἑβδοµήντα χρόνια, ἀλλὰ ἡ βασικὴ στάση τῶν Κοµµουνιστικῶν Ἀρχῶν παρέµεινε ἡ ἴδια: ἡ θρησκευτικὴ πίστη, σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις, εἶναι ἕνα λάθος ποὺ πρέπει νὰ καταπνιγεῖ καὶ νὰ ξερριζωθεῖ. Σύµφωνα µὲ τὰ λόγια τοῦ Στάλιν, «Τὸ Κόµµα δὲν µπορεῖ νὰ παραµείνει οὐδέτερο µπροστὰ στὴ θρησκεία. Διεξάγει ἕναν ἀντιθρησκευτικὸ ἀγώνα ἐναντίον κάθε θρησκευτικῆς προκατάληψης». Γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν πλήρη σηµασία ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ λόγια, θὰ πρέπει νὰ θυµηθοῦµε πὼς τὸ Κόµµα, ὑπὸ τὸν Σοβιετικὸ Κοµµουνισµό, ἦταν ἐντελῶς ταυτισµένο µὲ τὸ Κράτος.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀπὸ τὸ 1917 καὶ ἐφεξῆς, οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ βρέθηκαν µπροστὰ σὲ µία κατάσταση, ποὺ ὅµοιά της δὲν ὑπῆρξε ἄλλη στὴν ἱστορία τοῦ ἀρχέγονου Χριστιανισµοῦ. Ἡ Ρωµαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἂν καὶ κατὰ καιροὺς καταδίωκε τοὺς χριστιανούς, ὅµως δὲν ἦταν κατὰ καµία ἔννοια ἀθειστικό κράτος, προσανατολισµένο στὴν καταπίεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς θρησκείας. Οἱ Ὀθωµανοί Τοῦρκοι, πιστοὶ τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ἂν καὶ δὲν ἦσαν χριστιανοί, φάνηκαν ἀρκετὰ ἀνεκτικοὶ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, καθὼς εἴδαµε. Ὁ Σοβιετικὸς ὅµως Κοµµουνισµός, λόγω τῶν βασικῶν του ἀρχῶν, ἦταν στραµµένος σὲ µιά ἐπιθετικὴ καὶ στρατευµένη ἀθεία. Δὲν τοῦ ἀρκοῦσε ἕνας οὐδέτερος χωρισµὸς µεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἀλλά ἐπεζήτησε µὲ ὅλα τὰ µέσα, εὐθέα καὶ πλάγια, νὰ ἀναποδογυρίσει ὅλη τὴν ὀργανωµένη ἐκκλησιαστικὴ ζωή, καὶ νὰ ἐξαλείψει κάθε θρησκευτικὴ πίστη.

Οἱ Μπολσεβίκοι, µόλις κατέλαβαν τὴν ἐξουσία, ἔσπευσαν νὰ βάλουν σὲ ἐνέργεια τὸ πρόγραµµά τους. Ἡ Νοµοθεσία τοῦ 1918 ἀπέκλεισε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ κάθε συµµετοχὴ στὴν ἐκπαίδευση καὶ δήµευσε ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία. Ἡ Ἐκκλησία ἔπαυσε νὰ ἒχει ὁποιοδήποτε δικαίωµα ἁπλῶς δὲν διέθετε καµιὰ νοµικὴ ὑπόσταση. Τὰ ἄρθρα τοῦ Σοβιετικοῦ Συντάγµατος ἔγιναν ὅλο καὶ πιὸ σκληρά.

Τὸ Σύνταγµα τοῦ 1918 ἐπέτρεπε τὴν «ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας» (ἄρθρο 13), ἀλλά στὸν «Νόµο γιὰ τὶς θρησκευτικὲς Ἑνώσεις» ποὺ µπῆκε σ’ ἐφαρµογὴ τὸ 1929, αὐτὸ ἄλλαξε καὶ ἒγινε «ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς πίστης καὶ τῆς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας». Εἶναι πολὺ σηµαντικὴ ἐδῶ ἡ διάκριση: στοὺς χριστιανοὺς ἐπιτρεπόταν -τουλάχιστον θεωρητικά- ἐλευθερία πίστης, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν καµιὰ ἐλευθερία προπαγάνδας.

Η Ἐκκλησία ἐθεωρεῖτο ἁπλῶς ὡς µία λατρευτικὴ Ἕνωση. Οὐσιαστικά τῆς ἐπετράπη νὰ τελεῖ τὶς θρησκευτικὲς ἀκολουθίες καὶ στὴν πράξη -µετὰ µάλιστα ἀπὸ τὸ 1943-ἀποδόθηκαν ὁρισµένες ἐκκλησίες στὴ λατρεία. Ἐπίσης µετὰ ἀπὸ τὸ 1943 ἐπετράπη στὴν Ἐκκλησία νὰ διατηρεῖ λίγες ἱερατικὲς σχολὲς καὶ νὰ ἔχει κάποια περιορισµένη ἐκδοτικὴ δραστηριότητα. Ἀλλά πέρα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς ἐπετράπη οὐσιαστικὰ τίποτε ἄλλο.

Μ’ ἄλλα λόγια οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὁ κλῆρος δὲν µποροῦσαν ν’ ἀσχοληθοῦν µὲ τὸ φιλανθρωπικὸ ἤ τὸ κοινωνικὸ ἔργο.Ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενῶν ἦταν πολὺ περιορισµένη. Ἦταν ἀδύνατο τὸ ποιµαντικὸ ἔργο στὶς φυλακές, στὰ νοσοκοµεῖα ἤ στὰ ψυχιατρεῖα. 0ἱ ἐνοριακοὶ ἱερεῖς δὲν µποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν κανενὸς είδους νεανικὲς ὁµάδες ἤ κύκλους µελέτης. Δὲν µποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν κατηχητικὰ γιὰ τὰ παιδιά. Ἡ µόνη κατήχηση ποὺ οὐσιαστικὰ µποροῦσαν νὰ προσφέρουν στὸ ποίµνιό τους ἦταν µέσω τοῦ κηρύγµατος κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν. (Συχνὰ µάλιστα δὲν ἄφηναν ἀνεκµετάλλευτη µία τέτοια εὐκαιρία: θυµᾶµαι τὴ συµµετοχή µου στὴν τέλεση µιᾶς Λειτουργίας, στὴ δεκαετία τοῦ ‘70, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἔγιναν τέσσερα ἤ πέντε διαφορετικὰ κηρύγµατα. Τὸ ἐκκλησίασµα τὰ παρακολούθησε µὲ µεγάλη προσοχὴ καὶ στὸ τέλος εὐχαρίστησε τὸν κήρυκα µὲ ἐκδηλώσεις µεγάλης εὐγνωµοσύνης - ἦταν µιά ἐµπειρία ποὺ δὲν τὴν ἒχω συνήθως ὅταν κηρύττω στὴ Δύση!)

Ὁ κλῆρος δὲν µποροῦσε νὰ ὀργανώσει κάποια ἐνοριακὴ βιβλιοθήκη, καθόσον τὰ µόνα βιβλία ποὺ ἐπιτρεπόταν νὰ ὑπάρχουν στὴν ἐκκλησία ἦσαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία γιὰ λατρευτικὴ χρήση. Δὲν διέθεταν οὔτε φυλλάδια, οὔτε τὸ παραµικρότερο ἄλλο πληροφοριακὸ ὑλικό. Ἀκόµη καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἦταν σπάνιο εἶδος, ποὺ ἀνταλλασσόταν στὴ µαύρη ἀγορὰ σὲ τεράστιες τιµές. Τὸ χειρότερο δὲ ἀπ’ ὅλα ἦταν πὼς ὁ κάθε κληρικός, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο µέχρι τὸν ταπεινότερο ἐνοριακὸ ἱερέα, χρειαζόταν νὰ ἒχει ἄδεια ἀπὸ τὸ Κράτος γιὰ νὰ ἐξασκήσει τὸ λειτούργηµά του, καὶ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴ στενὴ καὶ ἀνελέητη παρακολούθηση τῆς µυστικῆς ἀστυνοµίας. Κάθε λέξη ποὺ ἔλεγε ὁ ἱερέας στὰ κηρύγµατά του σηµειωνόταν προσεκτικά. Ὁλόκληρη τή µέρα, κάποια ἐχθρικὰ καὶ παρατηρητικὰ µάτια θὰ παρακολουθοῦσαν ποιὸς ἐπισκεπτόταν τὴν ἐκκλησία γιὰ βαπτίσεις ἤ γάµους, γιὰ ἐξοµολόγηση ἤ ἁπλὴ προσωπικὴ συζήτηση.

Τὸ ὁλοκληρωτικὸ κοµµουνιστικὸ καθεστὼς χρησιµοποίησε ὅλες τὶς δυνατὲς µορφὲς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας, ἐνῶ εἶχε στερήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κάθε δικαίωµα ἀνταπάντησης. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ἡ ἀθειστικὴ διδασκαλία ποὺ µεταδιδόταν συστηµατικὰ σὲ κάθε σχολεῖο. Οἱ δάσκαλοι ἔπαιρναν ἐντολές, σὰν αὐτή:

΄΄Ὁ Σοβιετικὸς δάσκαλος πρέπει νὰ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἐπιστηµονικοῦ πνεύµατος τοῦ Κόµµατος. Ὑποχρεοῦται ὄχι µόνον νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἄπιστος, ἀλλά καὶ νὰ εἶναι ἕνας δραστήριος προπαγανδιστὴς τῆς Ἀθεΐας µεταξὺ τῶν ἄλλων, νὰ εἶναι φορέας τῶν ἰδεῶν τοῦ στρατευµένου προλεταριακοῦ ἀθεϊσµοῦ. Μὲ ἱκανότητα καὶ ἠρεµία, µὲ λεπτότητα καὶ ὑποµονὴ θὰ πρέπει ὁ Σοβιετικὸς δάσκαλος νὰ ἀποκαλύπτει καὶ νὰ ὑπερβαίνει τὶς θρησκευτικὲς προκαταλήψεις στὴ διάρκεια τῆς ἐργασίας του στὸ σχολεῖο ἀλλά καί ἔξω ἀπ’ αὐτό, κάθε µέρα΄΄.

Ἔξω ἀπὸ τὸ σχολεῖο, µιά τεράστια ἀντιθρησκευτικὴ ἐκστρατεία διεξαγόταν ἀπὸ τὸν Σύνδεσµο Στρατευµένων Ἀθέων. Τὸν Σύνδεσµο αὐτὸν ἀντικατέστησε τὸ 1942 ἡ λιγότερο ἐπιθετικὴ «Πανενωσιακὴ Ἑταιρεία γιὰ τὴ διάδοση τῆς Ἐπιστηµονικῆς καὶ Πολιτικῆς Γνώσης». Ἡ ἀθεΐα καλλιεργεῖτο συστηµατικὰ µεταξὺ τῶν νέων ἀπὸ τὸν Σύνδεσµο Νέων Κοµµουνιστῶν. Δηµιουργήθηκαν Μουσεῖα Θρησκείας καὶ Ἀθεΐας, συχνὰ σὲ πρώην ἐκκλησίες, ὅπως στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Στὴ δεκαετία τοῦ ‘20 διοργανώνονταν στοὺς δρόµους ἀντιθρησκευτικὲς «λιτανεῖες» µὲ ὠµὸ καὶ προκλητικὸ χαρακτήρα, ἰδιαίτερα τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ ἔχουµε µιά περιγραφὴ ἀπὸ κάποιον αὐτόπτη µάρτυρα: ΄΄Δὲν ὑπῆρχαν διαµαρτυρίες ἀπό τούς σιωπηλοὺς δρόµους -τὰ χρόνια τοῦ τρόµου, εἶχαν κάνει καλὰ τὴ δουλειά τους — καὶ ὅλοι προσπαθοῦσαν νὰ παρακάµψουν τὸν δρόµο ὅταν συναντοῦσαν αὐτὴ τὴν προκλητικὴ «λιτανεία». Ἐγώ, προσωπικά, ποὺ παραβρέθηκα στὸ Καρναβάλι τῆς Μόσχας, µπορῶ νὰ διαβεβαιώσω πὼς δὲν ὑπῆρχε οὔτε µιά σταγόνα λαϊκῆς εὐχαρίστησης σ’ αὐτό. Ἡ πορεία ἐκινεῖτο σὲ ἄδειους δρόµους καὶ ἡ προσπάθειά της νὰ δηµιουργήσει γέλιο ἤ πρόκληση συναντοῦσε τὴ βαθιὰ σιωπὴ τῶν τυχαίων περαστικῶν.΄΄

Ὄχι µόνο ἔκλεισε ἕνας µεγάλος ἀριθµὸς ἐκκλησιῶν στὶς δεκαετίες τοῦ ‘20 καὶ τοῦ ‘30, ἀλλά καὶ πάρα πολλοὶ ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, µοναχοί, µοναχὲς καὶ λαϊκοὶ κλείστηκαν σὲ φυλακὲς καὶ σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δὲν µποροῦµε νὰ ὑπολογίσουµε πόσοι ἐκτελέστηκαν ἤ πέθαναν ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Ὁ Νικήτας Στροῦβε µᾶς δίνει ἕναν κατάλογο µὲ 130 ὀνόµατα µαρτύρων ἐπισκόπων, ἀλλὰ ἀκόµη κι αὐτὸν τὸν ἀποκαλεῖ «προσωρινὸ καὶ ἀτελῆ». Ὁ συνολικὸς ἀριθµὸς τῶν ἱερέων ποὺ µαρτύρησαν πρέπει νὰ φτάνει σὲ δεκάδες χιλιάδες. Φυσικὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἦσαν κατὰ κανένα τρόπο οἱ µόνοι ποὺ ὑπέφεραν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς τροµοκρατικῆς ἐξουσίας τοΰ Στάλιν, ἀλλ’ ὑπέφεραν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Τίποτε δὲν θὰ µποροῦσε νὰ συγκριθεῖ µὲ ὅ,τι συνέβαινε στοὺς διωγµοὺς κατὰ τὴ Ρωµαϊκὴ περίοδο. Τὰ λόγια τοῦ Πρωτόπαπα Ἀββακούµ, ποὺ ἒζησε τὸν δέκατο ἕβδοµο αἰώνα, βγῆκαν ἀληθινὰ στὴν περίοδο τοῦ κοµµουνιστικοῦ καθεστῶτος, τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα: «Ὁ Σατανᾶς ἀπέσπασε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ φωτεινὴ Ρωσία µας, γιὰ νὰ γίνει κόκκινη ἀπὸ τὸ αἷµα τῶν µαρτύρων».

Πῶς ἐπηρέασε τὴν Ἐκκλησία ἡ κοµµουνιστικὴ προπαγάνδα καὶ οἱ διωγµοί; Σὲ πολλὲς περιοχὲς ὑπῆρξε µιά καταπληκτικὴ ἀναζωογόνηση τῆς πνευµατικῆς ζωῆς. Οἱ ἀληθινοὶ Ὀρθόδοξοι πιστοί, καθαρισµένοι ἀπὸ τὰ κοσµικὰ στοιχεῖα, ἐλευθερωµένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψευδῶν µελῶν τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἁπλῶς συµµορφώνονταν µὲ τοὺς τύπους γιὰ κοινωνικοὺς λόγους, «κεκαθαρµένοι ὡς διὰ πυρός», συγκεντρώθηκαν καὶ ἀντιστάθηκαν µὲ ἡρωισµὸ καὶ ταπείνωση. Ἕνας Ρῶσος τῆς διασπορᾶς ἒχει γράψει: «Ἐκεῖ ὅπου δοκιµάστηκε ἡ πίστη, ἡ χάρις ξεχύθηκε ἄφθονη, καὶ συνέβησαν τὰ πιὸ καταπληκτικὰ θαύµατα: εἰκόνες ποὺ ἀνακαινίστηκαν µπροστὰ στὰ ἔκθαµβα µάτια τῶν πιστῶν(1), θόλοι τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἔλαµψαν µ’ ἕνα φῶς ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσµο αὐτό... Μολαταῦτα, πολὺ λίγοι τὰ πρόσεξαν αὐτά. Ἡ ἔνδοξη πλευρὰ ὅσων συνέβησαν στὴν Ρωσία δὲν ἐνδιέφερε σχεδὸν καθόλου τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας... Ὁ σταυρωµένος καὶ ἐνταφιασµένος Χριστὸς πάντοτε θὰ κρίνεται ἔτσι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι τυφλοὶ στὸ φῶς τῆς ἀναστάσεώς Του». Τὸ ἐκπληκτικὸ δὲν εἶναι πὼς ἕνας τόσο µεγάλος ἀριθµὸς ἀνθρώπων ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία στὴν ὥρα τοῦ διωγµοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ ἀνέκαθεν συνέβαινε, καὶ χωρὶς ἀµφιβολία θὰ ξανασυµβεῖ. Ἐκπληκτικότερο εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς τόσοι πολλοὶ παρέµειναν πιστοί.



(1). Lossky, Ή Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας. Ἡ θαυµατουργή «ἀνακαίνιση τῶν εἰκόνων», στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Λόσσκυ, ἔλαβε χώρα σέ ἀρκετές περιοχές ὑπό τό κοµµουνιστικό καθεστώς. Εἰκόνες καί τοιχογραφίες, µαυρισµένες καί παραµορφωµένες ἀπό τόν καιρό, ξαφνικά, χωρίς καµιά ἀνθρώπινη ἐπέµβαση, ἀπόκτησαν ξανά τά λαµπρά καί φωτεινά χρώµατά τους.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2013

Ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος




Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν µποροῦσε νὰ ἔρθει στὸ Θεό, ὁ Θεὸς ἦρθε στὸν ἄνθρωπο, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό του µὲ τὸν ἄνθρωπο µὲ τὸν πιὸ ἄµεσο τρόπο. Ὁ αἰώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ ἐµᾶς. Συµµετέχει ἀπόλυτα στὸ κάθε τί ποὺ µᾶς ἀποτελεῖ κι ἔτσι µᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ συµµετέχουµε σ’ αὐτὰ ποὺ τὸν ἀποτελοῦν, στὴ θεϊκή του ζωὴ καὶ στὴ δόξα του. Ἔγινε ὅ,τι εἴµαστε γιὰ νὰ µᾶς κάνει ὅ,τι εἶναι αὐτός.

Ὁ Θεὸς ἑνώνεται µὲ τὴ δηµιουργία του πιὸ στενὰ ἀπ’ τὴ κάθε δυνατὴ ἕνωση, καθὼς γίνεται ὁ ἴδιος αὐτὸ ποὺ δηµιούργησε. Ὁ Θεὸς σὰν ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸ µεσολαβητικὸ ἔργο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπέκρουσε κατὰ τὴ πτώση. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας µας, γεφυρώνει τὴν ἄβυσσο ἀνάµεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο γιατί εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅπως λέµε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὕµνους τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σήµερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήµερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».

Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν εἶναι ἡ ὑπέρτατη πράξη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ µᾶς ἀπολυτρώσει καὶ νὰ ξανασυνδέσει τὴν ἐπικοινωνία µας µαζί του. Ἔχει περισσότερη σηµασία ἀπὸ µιὰ ἀναίρεση τῆς πτώσης ἢ µιὰ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχική του κατάσταση µέσα στὸ Παράδεισο. Ὅταν ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, αὐτὸ σηµαδεύει τὴν ἀρχὴ ἑνὸς οὐσιαστικὰ νέου σταδίου στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι µόνο τὴν ἐπιστροφή του στὸ παρελθόν.

Ἡ Ἐνσάρκωση ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο σ’ ἕνα καινούριο ἐπίπεδο, ἡ τελευταία κατάσταση εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Μόνο µέσα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βλέπουµε νὰ ἀποκαλύπτονται ὅλες οἱ δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης µας. Μέχρι νὰ γεννηθεῖ, ἡ ἀληθινὴ σηµασία τῆς προσωπικότητάς µας ἦταν κρυµµένη. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ἡ γενέθλια ἡµέρα ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους».

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος τέλειος ἄνθρωπος- τέλειος δηλαδὴ ὄχι µόνο δυναµικά, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰµ µὲ τὴν ἀθωότητά του πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἀλλὰ µὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπόλυτα πραγµατοποιηµένης «ὁµοίωσης». Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν δὲν εἶναι µόνο ἕνας τρόπος γιὰ ν’ ἀπαλειφθοῦν τὰ ἀποτελέσµατα τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος, ἀλλὰ εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στάδιο στὸ ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν θεία εἰκόνα στὴ θεϊκὴ ἐξοµοίωση. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση δὲν βρίσκεται στὴν ἁµαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὴ πεπτωκυία φύση του, στὴν ὕπαρξή του ποὺ ἔγινε σύµφωνα µὲ τὴ θεϊκὴ εἰκόνα καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἑνωθεῖ µὲ τὸ Θεό.

Ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «κἀγὼ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς µοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡµεῖς ἕν ἐσµέν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐµοί, ἵνα ὦσι τετελειωµένοι εἰς ἕν» (Ἰωαν. 17, 22-23). Ὁ Χριστὸς µᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ συµµετέχουµε στὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Πατέρα. Εἶναι ὁ σύνδεσµος καὶ τὸ σηµεῖο ἐπαφῆς. Ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα µὲ ἐµᾶς, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Θεός, εἶναι ἕνα µὲ τὸν Πατέρα. Ἔτσι µέσῳ καὶ ἐν αὐτῷ εἴµαστε ἕνα µὲ τὸ Θεό, καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατέρα γίνεται δική µας δόξα.

Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τὸ δρόµο γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ νὰ θεωθεῖ κανεὶς σηµαίνει, µὲ µεγαλύτερη σαφήνεια, νὰ «χριστοποιηθεῖ». Ἡ θεϊκὴ ὁµοιότητα ποὺ καλούµαστε νὰ φτάσουµε εἶναι ἡ ὁµοίωση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ ποὺ εἶναι Θεάνθρωπος ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι «θεούµεθα», θεοποιούµαστε, γινόµαστε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β Πέτρου 1,4). Προσλαµβάνοντας τὴν ἀνθρώπινή µας φύση ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ φύση Του µᾶς ἔχει κάνει γιοὺς τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Ἐν αὐτῷ εἴµαστε «υἱοθετηµένοι» ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, καὶ γινόµαστε γιοὶ ἐν τῷ Υἱῷ.

Τετάρτη, Ιουλίου 31, 2013

Ποιά τά σπουδαιότερα πνευματικά προβλήματα;



Ποιά τά σπουδαιότερα πνευματικά προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου; 


- Κατὰ τὴν ἄποψή μου, τὸ σοβαρότερο πνευματικὸ πρόβλημα τοῦ σύγχρονου Εὐρωπαίου εἶναι ἡ ἀπώλεια νοήματος καὶ σκοποῦ. Στὴ σύγχρονη Δυτικὴ Εὐρώπη οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀπολαμβάνουν μεγάλο βαθμὸ ὑλικῆς εὐμάρειας, σαφῶς μεγαλύτερης ἀπ' ὅτι στὸ παρελθόν, ἀλλὰ ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος», καθὼς τὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶναι πὼς δὲν βρίσκουν λόγο ὕπαρξης, δὲν βρίσκουν κανένα σκοπὸ ἢ κατεύθυνση στὴ ζωή τους, καὶ αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο μ' ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀπωλέσει τὴν πίστη τους, μεγάλος ἀριθμὸς χριστιανῶν αἰσθάνεται τὸ ἴδιο. Ὡς ἕνα βαθμὸ αὐτὸ συνδέεται μὲ μία μεγάλη μεγαλύτερη ἀποδόμηση τῆς κοινωνίας. 

Στὸ παρελθόν, στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, ὅπως συμβαίνει ἀκόμη σὲ ἄλλα μέρη τῆς γῆς, οἱ ἄνθρωποι γεννιόντουσαν σὲ μιὰ ζῶσα κοινότητα, σὲ μιὰ εὐρύτερη οἰκογένεια, ἐντὸς πολλῶν δικτύων, ἐκείνων τοῦ χωριοῦ ἢ τῆς κωμόπολης, καὶ ἔνοιωθαν ὅτι κατεῖχαν μία θέση στὴν κοινωνία. Σήμερα, ὁ σύγχρονος Εὐρωπαῖος νοιώθει μόνος, εἴτε –συχνότατα-, ἀκόμη καὶ ἐὰν δύο ἄνθρωποι συζευχθοῦν, πρόκειται ἁπλῶς περὶ δύο προσώπων, δὲν ὑφίσταται ἡ εὐρύτερη οἰκογένεια, θεῖοι, θεῖες, ἐξαδέλφια, φίλοι, νὰ τοὺς στηρίξουν. 

- Ὅ,τι ἀποκαλοῦμε πυρηνικὴ οἰκογένεια. 

- Ἀκριβῶς, πυρηνικὴ οἰκογένεια. Νομίζω δὲ ὅτι αὐτὴ [ἡ κατάσταση] ὑποβάλλει τὸ γάμο σὲ μεγάλη πίεση καὶ ἐξάλλου, στὴ σύγχρονη δυτικὴ κοινωνία μας, ὡς ἕνα βαθμὸ ἄγνωστο στὸ παρελθόν, ἔχουμε ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν συζευχθεῖ, ποὺ πιθανὸν νὰ εἶχαν περιστασιακὲς σχέσεις μὲ ἄλλους, ἀλλ' ὄχι σταθερὲς μὲ τὴν ἔννοια τῆς μακρόχρονης δέσμευσης, καθὼς ἐπίσης ἔχουμε γύρω μας τόσους ἀνθρώπους τῶν ὁποίων οἱ γάμοι εἶναι διαλυμένοι. Ὅταν κοιτῶ στὴν ἐκκλησία μου, ἐδῶ στὴν Ὀξφόρδη, ἐννοῶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀναλογίζομαι πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχουν πραγματικὴ οἰκογένεια. Φυσικά, ὑπάρχουν ἄλλοι στοὺς ὁποίους τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά, ὑφίστανται μητέρα, πατέρας καθὼς καὶ οἰκογένειες μὲ παιδιά, ἀλλὰ ἀκόμη βλέπω τόσους ἀνθρώπους ἀπομονωμένους. 

Ὅταν δέχομαι τὶς ἐξομολογήσεις τους, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι συνήθως οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν διαπράξει ἀσυνήθιστα εἴτε ὑπερβολικὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, καὶ ἐὰν ἀφουγκραστῶ ὄχι τόσο αὐτὰ ποὺ λένε ὅσο τὴ σιωπή τους, αὐτὰ ποὺ δὲν λένε, ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ ἐξαγορεύουν στὴν ἐξομολόγηση εἶναι τὸ ἑξῆς: «Δὲν βρίσκω κανένα νόημα στὴ ζωή μου» . Καὶ κατὰ συνέπεια, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτιστους σκοποὺς τοῦ πνευματικοῦ πατρός, σήμερα, εἶναι ὄχι νὰ ἐπιπλήττει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν κακία τους, ὄχι νὰ συντρίβει τὴν ὑπερηφάνειά τους. Πολὺ συχνὰ δὲν ἔχουν ἱκανὴ αἴσθηση τῆς προσωπικῆς τους ἀξίας καὶ νοήματος. 

Ὀφείλουμε νὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἀγαπᾶ, ὅτι κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι μοναδικό, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἕνα εἰδικὸ σκοπὸ γιὰ κάθε ἕνα μας καὶ ὅτι δὲν εἴμαστε ἁπλὰ πιόνια ἐπιτραπέζιου παιχνιδιοῦ, ποὺ μποροῦν νὰ ἀντικατασταθοῦν. Σὲ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο ὑπάρχει ἕνας θησαυρός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνευρίσκεται σὲ κανέναν ἄλλο. Ὅμως, γιὰ μένα αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο πνευματικὸ πρόβλημα. Φέρνω στὴ μνήμη μου κάποιον, ὁ ὁποῖος μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε ἐδῶ καὶ λίγες ἑβδομάδες: «Ἐὰν πέθαινα αὔριο, δὲν θὰ τὸ ἔπαιρνε εἴδηση κανείς». Ὀφείλουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἀπομόνωσης, ἡ ὁποία συχνὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἀπόγνωσης. 

Κατὰ συνέπεια, ἐὰν θὰ μποροῦσα νὰ προσθέσω δυὸ λέξεις ἀκόμη, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, εἴμαστε πλασμένοι κατ' εἰκόνα Θεοῦ, τουθ' ὅπερ σημαίνει, πρωτίστως κατ' εἰκόνα Χριστοῦ. Αὐτὸ ὅμως ἐνέχει ἐπίσης τὴν ἔννοια κατ' εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ἂν ἀναρωτηθοῦμε ποιὸ εἶναι τὸ βασικὸ νόημα τῆς Τριάδος, σαφῶς πρόκειται περὶ τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὄχι ἁπλὰ αὐταγάπη. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀμοιβαία ἀγάπη. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἁπλὰ ἡ ἐνδοστρεφὴς ἀγάπη τοῦ ἑνός, εἶναι ἡ συνενωτικὴ καὶ συμμετοχικὴ ἀγάπη τῶν τριῶν, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ποὺ οἱ Ἕλληνες Πατέρες καλοῦν «περιχώρηση». Ὥστε, ἐὰν ἐμεῖς, τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα, εἴμαστε κατ' εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε πλασμένοι νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὅτι ἀδυνατοῦμε νὰ εἴμαστε πλήρως ἀνθρώπινοι ἐὰν εἴμαστε ἀπομονωμένοι, ἐὰν εἴμαστε μόνοι. Μέσῳ τῶν σχέσεών μας μὲ τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πλάσματα φτάνουμε στὴν ὁλοκλήρωσή μας. 

- Διαφορετικὰ παραμένουμε ἁπλὰ σαρκικοί. 

- Ἀκριβῶς. Καὶ θὰ συμφωνοῦσα μὲ τὸν Γάλλο συγγραφέα Bernanos, ποὺ γράφει ὅτι «Κόλαση εἶναι νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ἀγαπήσεις πλέον». Αὐτὸ ὅμως εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς σύγχρονης κοινωνίας μας. Ὑπάρχει ἀσίγαστη δίψα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀσίγαστη δίψα γιὰ ἀγάπη. Ἴσως δὲν τὸ ἔχουν ἀντιληφθεῖ, ἴσως θεωροῦν ὅτι ὑπάρχει δυστυχία, ἀλλὰ ἐὰν μπορούσαμε νὰ βροῦμε τρόπους στὴ σύγχρονη κοινωνία μας νὰ πληρώσουμε τὴ δίψα τους, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνονται πραγματικὲς Τριαδικὲς εἰκόνες... 
 πηγή

Παρασκευή, Ιουλίου 26, 2013

Η Διαφορά της Υπακοής στους Λαϊκούς και στους Μοναχούς



Υπάρχει σαφώς μια διαφορά ανάμεσα στους μοναχούς, που έχουν δώσει μια ειδική 


υπόσχεση υπακοής, και τους λαϊκούς, που ζουν στον «κόσμο».


Ακόμη και στην περίπτωση των μοναχών, υπάρχουν εξαιρετικά λίγες κοινότητες όπου μπορεί να βρεθεί η διακονία τού γέροντα στην πλήρη της μορφή, όπως αναφέρεται στα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, ή όπως ασκήθηκε τον δέκατο ένατο αιώνα στη Μονή της Όπτινα. Ένας σύγχρονος Ρώσος Ιερέας, ο πατήρ Αλέξανδρος Μεν -πολύ σεβαστός ως πνευματικός πατέρας μέχρι τον τραγικό και πρόωρο θάνατό του από άγνωστα χέρια το 1990- σοφά επέμενε πως οι μοναχικοί κανόνες δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσιοι στη ζωή της ενορίας.

Συχνά νομίζουμε ότι η σχέση τού πνευματικού παιδιού με τον πνευματικό πατέρα απαιτεί το πρώτο να υπακούει πάντοτε στον δεύτερο. Στην πραγματικότητα, η αρχή αυτή αποτελεί ουσιώδες μέρος της μοναχικής ζωής. Ο μοναχός υπόσχεται να κάνει υπακοή, να κάνει οτιδήποτε απαιτεί ο πνευματικός πατέρας του. Ένας ενοριακός ιερέας δεν μπορεί να επιβάλει ένα τέτοιο πρότυπο στους λαϊκούς και δεν μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα να δίνει αυθαίρετες εντολές. Θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχής αν μπορεί να εφαρμόζει τους εκκλησιαστικούς κανόνες, προσανατολίζοντας τη ζωή των ενοριτών του, και βοηθώντας τους στους εσωτερικούς αγώνες τους.

Ακόμη κι αν δεχθούμε πλήρως αυτά τα δυο σημεία, υπάρχουν τρία επί πλέον πράγματα που πρέπει να ειπωθούν, προκειμένου να ερμηνευθεί σωστά ένα κείμενο όπως τα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, ή μια μορφή όπως ο στάρετς Ζωσιμάς, στους Αδελφούς Καραμαζώφ. Κατ' αρχάς, η υπακοή που προσφέρεται από το πνευματικό τέκνο στον αββά δεν είναι αναγκαστική, αλλά πρόθυμη και εθελούσια. Είναι έργο του γέροντα να αναλάβει το θέλημά μας στο δικό του, όμως μπορεί να το κάνει μόνο αν εμείς, με τη δική μας ελεύθερη επιλογή το τοποθετήσουμε στα χέρια του. Δεν συντρίβει τη θέλησή μας, αλλά τη δέχεται από μας ως δώρο. Μια υποταγή αναγκαστική και ακούσια στερείται προφανώς ηθικής άξιας· ο γέροντας ζητά από τον καθένα μας να προσφέρει στον Θεό την καρδιά του, όχι τις εξωτερικές ενέργειές του.Ακόμη και σ' ένα μοναστικό πλαίσιο η υπακοή είναι εθελούσια, όπως τονίζεται έντονα στο τυπικό της κουράς, μόνο αφού ο υποψήφιος τοποθετήσει τρεις φορές το ψαλίδι στα χέρια του ηγουμένου, προχωρεί εκείνος στην κουρά του.

Ωστόσο, η εθελούσια προσφορά της ελευθερίας μας, ακόμη και στο μοναστήρι, είναι προφανώς κάτι που δεν μπορεί να συμβεί μια για πάντα, με μια μοναδική χειρονομία. Καλούμαστε να αναλάβουμε τον σταυρό μας καθ' ημέραν (Λουκ. 9.23). Πρέπει να υπάρχει μια συνεχής προσφορά, που να εκτείνεται σε ολόκληρη τη ζωή μας η αύξησή μας εν Χριστώ μετριέται ακριβώς από τον αυξανόμενο βαθμό αυτοπροσφοράς μας.

Η ελευθερία μας πρέπει να προσφέρεται εκ νέου κάθε μέρα και κάθε ώρα, με συνεχώς διαφοροποιούμενους τρόπους. Και τούτο σημαίνει πως η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στον μαθητή δεν είναι στατική αλλά δυναμική, δεν είναι αμετάβλητη αλλά απείρως ποικίλη. Κάθε μέρα και κάθε ώρα, κάτω από την καθοδήγηση του γέροντά του, ο μαθητής θα αντιμετωπίσει νέες καταστάσεις, που απαιτούν μια διαφορετική απάντηση, ένα νέο είδος αυτοπροσφοράς.

Δεύτερον, η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στο πνευματικό τέκνο.

Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, δεν είναι μονόπλευρη, αλλά αμοιβαία. Όπως ο γέροντας δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να δουν τον εαυτό τους όπως πραγματικά είναι, έτσι και οι μαθητές αποκαλύπτουν στον γέροντα τον εαυτό του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκείνος που καλείται να γίνει γέροντας δεν το αντιλαμβάνεται, μέχρις ότου οι άλλοι τον πλησιάσουν και επιμείνουν να μπουν υπό την καθοδήγηση του. Η αμοιβαιότητα αυτή συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης ανάμεσα στους δύο. Ο πνευματικός πατέρας δεν διαθέτει κάποιο εξαντλητικό πρόγραμμα, που έχει υποστεί επεξεργασία εκ των προτέρων και επιβάλλεται στον καθένα με τον ίδιο τρόπο. Αντιθέτως, αν είναι αληθινός γέροντας, διαθέτει για τον καθένα διαφορετικό λόγο· δεν προχωρεί επί τη βάσει αφηρημένων κανόνων, αλλά συγκεκριμένων ανθρώπινων καταστάσεων. Εισέρχεται μαζί με τον μαθητή του στη συγκεκριμένη κατάσταση, χωρίς να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποια θα είναι ακριβώς η έκβαση, αλλά περιμένοντας ο καθένας τον φωτισμό του Πνεύματος. Και οι δύο, πνευματικός πατέρας και μαθητής, μαθαίνουν κατά την πορεία.

Η αμοιβαιότητα στη σχέση τους φαίνεται σε αρκετές ιστορίες στα Αποφθέγματα των Πατέρων της Έρημου. Όπου ένας ανάξιος αββάς σώζεται από την υπομονή και την ταπεινοφροσύνη του υποτακτικού του. Ένας αδελφός, επί παραδείγματι, έχοντας ένα γέροντα δοσμένο στο πάθος της μέθης, πειράζεται έντονα για να τον εγκαταλείψει· αλλά αντί να φύγει, παραμένει πιστός στον γέροντα του μέχρι που ο τελευταίος οδηγείται τελικά στη μετάνοια.

Και ο αφηγητής σχολιάζει, «...ότι εισί νεώτεροι και οδηγούσι γέροντας εις ζωήν». Ο μαθητής μπορεί να κληθεί να δώσει όπως και να λάβει ο δάσκαλος μπορεί συχνά να μάθει απ’ τους μαθητές του. Όπως αναφέρει το Ταλμούδ: «Ο ραβίνος Χανίνα έλεγε, «από τους δασκάλους μου έμαθα πολλά, πιο πολλά από τους συμμαθητές μου, αλλά από τους μαθητές μου έμαθα τα περισσότερα»».

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η σχέση δεν είναι αμφίπλευρη αλλά τριγωνική, επειδή μαζί με τον γέροντα και τον μαθητή του υπάρχει κι ένα τρίτο μέλος, ο Θεός. Ο Κύριος μας είπε πως δεν πρέπει να καλούμε κανέναν «πατέρα», γιατί έχουμε μόνο έναν Πατέρα τον εν Ουρανοίς (Ματθ. 13.8-10).

Ο γέροντας δεν είναι κάποιος αλάθητος κριτής σ’ ένα εφετείο, αλλά συνυπηρέτης του ζώντος Θεού· δεν είναι τύραννος, αλλά οδηγός και σύντροφος στο ταξίδι. 

Ο μόνος αληθινός «πνευματικός οδηγός», με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το Άγιο Πνεύμα.


Επισκόπου Διοκλείας Καλλιστου Ware


 πηγή

Τρίτη, Ιουλίου 16, 2013

Ἡ ἰδιωτικὴ προσευχή Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ

Ὅταν ἕνας Ὀρθόδοξος σκέφτεται γιὰ προσευχὴ ἔχει κυρίως ὑπ’ ὄψιν του τὴν κοινὴ λειτουργικὴ προσευχή. Ἡ κοινὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πολὺ μεγαλύτερο μέρος στὴν θρησκευτική του ἐμπειρία παρὰ σ’ αὐτὴν τοῦ μέσου δυτικοῦ Χριστιανοῦ. Βέβαια αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν προσεύχονται παρὰ μόνο ὅταν βρίσκονται στὴν ἐκκλησία. Ἀντίθετα ὑπάρχουν εἰδικὰ προσευχητάρια μὲ τὶς καθημερινὲς προσευχὲς γιὰ νὰ εἰπωθοῦν ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθόδοξους, πρωὶ καὶ βράδυ μπροστὰ στὶς εἰκόνες στὸ σπίτι τους. Οἱ προσευχὲς σ’ αὐτὰ τὰ βιβλία εἶναι κατὰ μεγάλο ποσοστὸ παρμένες ἀπὸ τὸ Ὡρολόγιον ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν κοινὴ Λατρεία, καὶ ἔτσι ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι του ὁ Ὀρθόδοξος προσεύχεται «μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία». Ἀκόμη καὶ στὸ σπίτι του συναδελφώνεται μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς ποὺ προσεύχονται μὲ τὰ ἴδια λόγια ὅπως κι αὐτός. Ἡ προσωπικὴ προσευχὴ εἶναι δυνατὴ μόνο μέσα στὰ πλαίσια τῆς κοινότητας. Κανένας δὲν εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ μόνο σὰν μέλος τοῦ Σώματος. Ἀκόμη καὶ σὲ ἀπομόνωση «στὸ ταμεῖον» ὁ Χριστιανὸς προσεύχεται σὰν μέλος τῆς λυτρωμένης κοινότητας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ μαθαίνει πῶς νὰ λατρεύει» (1). 

Στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ὅπως δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς μεταξὺ Λειτουργίας καὶ προσωπικῆς λατρείας, ἔτσι δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς μεταξὺ μοναχῶν καὶ ὅσων ζοῦν στὸν κόσμο. Οἱ προσευχὲς στὰ προσευχητάρια ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ λαϊκοί, εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἴδιες ποὺ ἐπαναλαμβάνονται καθημερινὰ στὰ μοναστήρια σὰν μέρος τῆς Θείας Λατρείας. Τὰ ἀνδρόγυνα ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιο Χριστιανικὸ δρόμο ὅπως οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς κι ἔτσι ὅλοι παρόμοια χρησιμοποιοῦν τὶς ἴδιες προσευχές. Φυσικὰ τὰ προσευχητάρια αὐτὰ στοχεύουν μόνο σὰν ὁδηγοί, σὰν πλαίσια προσευχῆς, καὶ ὁ κάθε Χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος νὰ προσευχηθεῖ ὅπως τὸ νοιώθει μὲ δικά του λόγια.

Οἱ ὁδηγίες στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῶν πρωϊνῶν προσευχῶν δίνουν ἔμφαση στὴν ἀνάγκη περισυλλογῆς γιὰ μιὰ «ζωντανὴ» προσευχὴ στὸν «Ζῶντα » Θεό. Στὴν ἀρχὴ λέγουν: «Μόλις ξυπνήσεις προτοῦ ξεκινήσεις τὴ μέρα στάσου μὲ σεβασμὸ μπρὸς στὸν Παντεπόπτη Θεό. Κάμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ πές: Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν. Προσφωνώντας ἔτσι τὴν Ἁγία Τριάδα μεῖνε γιὰ λίγο σιωπηλὸς ὥστε οἱ σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά σου νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ κοσμικὲς ἔγνοιες. Μετὰ ἀπάγγειλε τὶς ἀκόλουθες προσευχὲς χωρὶς βιασύνη καὶ μ’ ὅλη σου τὴν καρδιά».

Στὸ τέλος τῶν πρωινῶν προσευχῶν σημειώνεται: «Ἂν ἡ ὥρα στὴ διάθεσή σου εἶναι λίγη καὶ ἡ ἀνάγκη ν’ ἀρχίσεις δουλειὰ εἶναι πιεστική, εἶναι καλύτερα νὰ πεῖς μερικὲς ἀπὸ τὶς προσευχὲς ποὺ εἰσηγοῦνται, μὲ προσοχὴ καὶ ἀφιέρωση, παρὰ νὰ τὶς ἀπαγγείλεις ὅλες βιαστικὰ καὶ χωρὶς αὐτοσυγκέντρωση».

Ὑπάρχει ἐπίσης μία σημείωση στὶς πρωινὲς προσευχὲς γιὰ ὅλους, ποὺ τοὺς ἐνθαρρύνει νὰ διαβάσουν τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας.

Γιὰ παράδειγμα, ἂς πάρουμε δύο προσευχὲς ἀπὸ τοὺς «Ὁδηγοὺς» ἡ πρώτη γιὰ τὸ ξεκίνημα τῆς ἡμέρας γραμμένη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Κύριε κάνε ὥστε νὰ συναντήσω τὴν ἐρχόμενη μέρα εἰρηνικά. Βοήθα με σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ στηρίζομαι πάνω στὸ θεῖο Σου θέλημα. Σὲ κάθε ὥρα τῆς ἡμέρας ἀποκάλυψε τὸ θέλημά Σου σὲ μένα. Εὐλόγησε τὶς συναλλαγὲς μ’ ὅλους ὅσους μὲ περιτριγυρίζουν. Δίδαξέ με νὰ μεταχειρίζομαι τὸ κάθε τί ποὺ συναντῶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς μέρας μὲ ψυχικὴ γαλήνη καὶ μὲ σταθερὴ πεποίθηση ὅτι ἡ θέλησή Σου τὰ κυβερνᾶ ὅλα. Σ’ ὅλα μου τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια κυβέρνησε τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μου. Σὲ ἀπρόβλεπτα γεγονότα μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ξεχάσω ὅτι ὅλα στέλλονται ἀπὸ Σένα. Δίδαξὲ με νὰ ἐνεργῶ σταθερὰ καὶ σοφά, χωρὶς νὰ πικραίνω καὶ νὰ στενοχωρῶ τοὺς ἄλλους. Δός μου δύναμη νὰ ἀντέξω τὴν κόπωση τῆς μέρας ποὺ ἔρχεται μὲ ὅλα ὅσα θὰ φέρει. Καθοδήγησε τὴν θέλησή μου, δίδαξέ με νὰ προσεύχομαι· προσεύχου ὁ ἴδιος σὲ μένα. Ἀμήν».

Αὐτὲς εἶναι μερικὲς φράσεις ποὺ κλείνουν τὴν βραδυνὴ προσευχή: «Τοῖς μισοῦσιν καὶ ἀδικοῦσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε. Τοῖς ἀγαθοποιοῦσιν ἀγαθοποίησον, τοῖς ἀδελφοις καὶ οἰκείοις ἡμῶν χάρισαι τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον. Τοὺς ἐν ἀσθενείᾳ ἐπίσκεψαι καὶ ἴασιν δώρησαι, τοὺς ἐν θαλάσσῃ κυβέρνησον, τοῖς ἐν ὁδοιπορίαις συνόδευσον... Τοὺς ἐντειλαμένους ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτῶν ἐλέησον κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος. Μνήσθητι Κύριε τῶν προκοιμηθέντων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ ἀνάπαυσον αὐτούς, ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου....»

Ὑπάρχει ἕνα εἶδος προσωπικῆς προσευχῆς ποὺ χρησιμοποιεῖται πλατειὰ στὴ Δύση ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἀποτελέσει ποτὲ χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας: ὁ τυπικὸς «Διαλογισμός», σύμφωνα μὲ μιὰ μέθοδο, τὴν Ἰγνατιανή, τὴν Σαλπικιακή, τὴν Σαλεσιανή, ἤ κάποια ἄλλη. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐνθαρρύνονται νὰ διαβάζουν τὴν Βίβλο ἤ τοὺς Πατέρες ἀργὰ καὶ σὲ βάθος. Ἀλλὰ τέτοια ἄσκηση ἐνῶ εἶναι ἐξαιρετικὴ στὸ σύνολό της δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ προσευχή, οὔτε ἔχει συστηματοποιηθεῖ καὶ περιορισθεῖ σὲ καμμιὰ μέθοδο. Κάθε ἕνας προτρέπεται νὰ διαβάζει ὅπως τὸν ἀναπαύει.

Μὰ ἂν οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἀσκοῦν τυπικὸ Διαλογισμὸ ὑπάρχει ἕνα ἄλλο εἶδος προσωπικῆς προσευχῆς ποὺ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἔχει παίξει ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ, Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Μιὰ καὶ κάποτε λέγεται ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δίνουν ἀρκετὴ σημασία στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωμένου Χριστοῦ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι αὐτὴ ποὺ εἶναι σίγουρα ἡ πιὸ κλασσικὴ ἀνάμεσα σ’ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες προσευχὲς εἶναι βασικὰ Χριστοκεντρικὴ• ἀπευθύνεται καὶ συγκεντρώνεται στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ὅσοι ἔχουν μεγαλώσει μέσα στὴν παράδοση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ δὲν μποροῦν οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ ξεχάσουν τὸν Ἐνσαρκωμένο Χριστό.

Σὰν βοήθημα στὴν ἀπαγγελία αὐτῆς τῆς προσευχῆς πολλοὶ Ὀρθόδοξοι χρησιμοποιοῦν κομβοσχοίνι ποὺ διαφέρει κάπως ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιοῦν στὴν Δύση. Τὸ Ὀρθόδοξο κομβοσχοίνι εἶναι καμωμένο ἀπὸ μαλλὶ ἔτσι δὲν κάνει θόρυβο ὅπως ἕνας σπόγγος μὲ χάντρες.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι προσευχὴ θαυμαστῆς εὐελιξίας, εἶναι προσευχὴ γιὰ ἀρχάριους μὰ συνάμα, προσευχὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὰ βαθύτερα μυστήρια τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ ὁποιονδήποτε, ὁποτεδήποτε, ὀπουδήποτε• περιμένοντας στὴ σειρά, περπατώντας, ταξιδεύοντας, σὲ λεωφορεῖο ἤ στὸ τραῖνο, δουλεύοντας, ὅταν δὲν μπορεῖς νὰ κοιμηθεῖς τὸ βράδυ σὲ ὧρες σοβαρῆς ἀνησυχίας, ὅταν ἀδυνατεις νὰ συγκεντρωθεῖς σὲ ἄλλες προσευχές. Μὰ ἂν βέβαια κάθε Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ λέγει τὴν «εὐχὴ» σὲ σκόρπιες περιστάσεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, εἶναι διαφορετικὸ θέμα νὰ τὴν ἐπαναλαμβάνεις λίγο - πολὺ συνεχῶς καὶ νὰ χρησιμοποιεῖς τὶς φυσικὲς ἀσκήσεις ποὺ ἔχουν συνδεθεῖ μαζί της. Ὀρθόδοξοι πνευματικοὶ συγγραφεῖς ἐπιμένουν ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἐργάζονται συστηματικὰ στὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει, ὅπου εἶναι δυνατόν, νὰ μποῦν κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση πεπειραμένου διδασκάλου καὶ νὰ μὴν κάνουν τίποτα ἀπὸ μόνοι τους.

Γιὰ μερικοὺς ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ «εἰσέρχεται στὴν καρδιὰ» ὥστε δὲν ἐπαναλαμβάνεται κατόπιν συνειδητῆς προσπάθειας ἀλλὰ ἀπαγγέλεται ἀπὸ μόνη της, συνεχίζοντας ἀκόμη κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μιλᾶ ἤ γράφει, στὰ ὄνειρά του, ξυπνώντας τὸν τὸ πρωί.

Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος λέγει: «Ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατοικήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματᾶ νὰ προσεύχεται ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα θὰ προσεύχεται συνεχῶς μέσα του. Τότε, οὔτε ὅταν κοιμᾶται οὔτε ὅταν εἶναι ξύπνιος θὰ ἀποκοπεῖ ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ του• μὰ ὅταν τρώγει κι ὅταν πίνει, ὅταν ξαπλώνει ἤ ὅταν ἐργάζεται, ἀκόμα κι ὅταν κοιμᾶται βαθειὰ ἡ εὐωδία τῆς προσευχῆς θὰ εἰσπνέεται μέσα στὴν καρδιά του ἀπὸ μόνη της.»

Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουν ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἔτσι ὥστε ἡ ἐπίκληση αὐτοῦ τοῦ θείου ὀνόματος ἐνεργεῖ σὰν ἕνα ἀποτελεσματικὸ σημάδι τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, σὰν ἕνα εἶδος μυστηρίου» (2). «Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν βρίσκεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, συνδέει τὴν καρδιὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς θέωσης... Λάμποντας μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τὸ φῶς τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, φωτίζει ὅλον τὸ Σύμπαν» (3)

Σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς ὅπως καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν σὲ μερικὲς στιγμές, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἀποδεικνύεται μεγάλη πηγὴ διαβεβαίωσης καὶ χαρᾶς.

«Νὰ πῶς προχωρῶ τώρα καὶ ἐπαναλαμβάνω συνέχεια τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἡ ὁποία εἶναι γιὰ μένα τὸ πιὸ πολύτιμο καὶ γλυκὺ πράγμα στὸν κόσμο. Κάποτε περπατῶ 43 ἡ 44 μίλια τὴν μέρα καὶ νοιώθω ὅτι δὲν περπατῶ καθόλου. Ἔχω μόνο τὴν συναίσθηση ὅτι λέγω τὴν «εὐχή». Ὅταν μὲ διαπερνᾶ τὸ τσουχτερὸ κρύο ἀρχίζω καὶ λέγω τὴν εὐχὴ μὲ πιὸ πολὺ ζῆλο καὶ σύντομα ζεσταίνομαι ὅλος. Ὅταν ἡ πείνα μὲ καταβάλλει καλῶ πιὸ συχνὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ξεχνάω τὴν ἐπιθυμία μου γιὰ φαγητό. Ὅταν πέσω ἄρρωστος μὲ ρευματισμοὺς στὴν ράχη καὶ στὰ πόδια συγκεντρώνω τὶς σκέψεις μου στὴν «εὐχὴ» καὶ δὲν νοιώθω τὸν πόνο. Ἂν κάποιος μοῦ κάνει κακό, τὸ μόνο ποὺ ἔχω εἶναι νὰ σκεφτῶ πόσο γλυκειὰ εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τὸ τραῦμα κι ὁ θυμὸς περνοῦν μακρυὰ καὶ τὰ ξεχνάω ὅλα... Εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ ποὺ μπορῶ καὶ καταλαβαίνω τώρα τὸ νόημα τῆς περικοπῆς τοῦ Ἀποστόλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α' Θεσσαλονικεῖς ε' 17).» (4)


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1) Γ. Φλωρόφσκυ — Prayer private and Corporate ( Ologos publications, Saint Louis), p. 3.
2) In Moine de l’ Eglise d’ Orient. - La Priere Jesus, Chevetogne, 1952, p. 87.
3) S. Bulgakov - The Orthodox Church, p. 170-1
4) Οἱ περιπέτειες ἑνὸς Προσκυνητοῦ, σ. 26-8

Μετάφραση: Θεοφάνη Τομάζου
πηγή

Τρίτη, Ιουνίου 25, 2013

Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware :Ὁ Ἐπίγειος Οὐρανὸς

Ὑπάρχει μία ἱστορία στὸ Πρῶτο Ρωσσικὸ χρονικό, γιὰ τὸ πῶς ὁ Βλαδίμηρος, πρίγκηπας τοῦ Κιέβου, ἐνῶ ἦταν ἀκόμα εἰδωλολάτρης, θέλησε νὰ μάθει ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ θρησκεία καὶ γι’ αὐτὸ ἔστειλε τοὺς ἀκολούθους του νὰ ἐπισκεφθοῦν τὶς διάφορες χῶρες τοῦ κόσμου μὲ τὴ σειρά. 

Πρῶτα πῆγαν στοὺς μουσουλμάνους Βούλγαρους τοῦ Βόλγα, ἀλλὰ παρατηρώντας πὼς αὐτοὶ ὅταν προσεύχονταν κοιτοῦσαν γύρω τους σὰ δαιμονισμένοι, oι Ρῶσσοι, συνέχισαν ἀνικανοποίητοι τὸ δρόμο τους. «Δὲν ὑπάρχει χαρὰ ἀνάμεσά τους», ἔστειλαν ἀναφορὰ στὸ Βλαδίμηρο, «μόνο θλίψη καὶ δυσωδία· καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ καλὸ στὸ σύστημά τους». 

Ταξιδεύοντας κατόπιν στὴ Γερμανία καὶ στὴ Ρώμη βρῆκαν τὴ λατρεία πιὸ ἱκανοποιητική, παραπονέθηκαν ὅμως πὼς κι ἐδῶ δὲν ὑπῆρχε ὀμορφιά. 

Τελικὰ ἔφτασαν στὴν Κωνσταντινούπολη κι' ἐδῶ, ἐπὶ τέλους, καθὼς παρακολουθοῦσαν τὴ Θεία Λειτουργία στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀνακάλυψαν αὐτὸ ποὺ ποθοῦσαν. «Δὲν ξέραμε ἂν βρισκόμαστε στὴ γῆ ἤ στὸν οὐρανό, γιατί σίγουρα, τέτοια λαμπρότητα καὶ ὀμορφιὰ δὲν ὑπάρχουν πάνω στὴ γῆ. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ περιγράψουμε: μόνο αὐτὸ ξέρουμε, πὼς ὁ Θεὸς κατοίκει ἐκεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ πὼς ἡ λατρεία τους ξεπερνᾶ τὴ λατρεία ὅλων τῶν ἄλλων λαῶν. Γιατί δὲν μποροῦμε νὰ ξεχάσουμε ἐκείνη τὴν ὀμορφιά».

Στὴν Ἱστορία αὐτὴ μποροῦμε νὰ δοῦμε πολλὰ χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανοσύνης. Εἶναι πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἡ ἔμφαση στὴ θεϊκὴ ὀμορφιά: «Δὲν μποροῦμε νὰ ξεχάσουμε ἐκείνη τὴν ὀμορφιά», φαίνεται σὲ πολλοὺς πὼς τὸ ἰδιαίτερο δῶρο τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν - καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Βυζαντίου καὶ τῆς Ρωσσίας - εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη νὰ συλλαμβάνουν τὴν ὀμορφιὰ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, καὶ νὰ ἐκφράζουν αὐτὴ τὴν οὐράνια ὀμορφιὰ στὴ λατρεία τους.

Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι oἱ Ρῶσσοι εἶπαν: «Δὲν ξέρουμε ἂν βρισκόμαστε στὸν οὐρανὸ ἤ στὴ γῆ». Ἡ λατρεία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ «οὐρανὸς ἐπὶ γῆς». Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι κάτι ποὺ ἀγκαλιάζει δυὸ κόσμους συγχρόνως, γιατί καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ ἡ Λειτουργία εἶναι ἡ ἴδια - ἕνας βωμός, μιὰ θυσία, μιὰ παρουσία. Σὲ κάθε τόπο λατρείας, ὅσο ταπεινὴ κι ἂν εἶναι ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση, ἐνῶ oi πιστοὶ συναθροίζονται γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴ θεία Εὐχαριστία, ἀνυψώνονται σὲ «οὐράνιους χώρους».

Σὲ κάθε τόπο λατρείας, ὅταν προσφέρεται ἡ θεία θυσία, δὲν παρευρίσκονται μόνο τὸ τοπικὸ ἐκκλησίασμα, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία – oἱ ἅγιοι, oἱ ἄγγελοι, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος. «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σὺν ὑμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν» (1). «Αὐτὸ ξέρουμε, ὅτι ὁ Θεὸς κατοικεῖ ἐκεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους».

Οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐμπνευσμένοι ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὅραμα τοῦ «οὐρανοῦ ἐπὶ γῆς», πάσχισαν νὰ κάνουν τὴ λατρεία τους σὲ ἐξωτερικὴ λαμπρότητα καὶ ὀμορφιὰ εἰκόνα τῆς μεγάλης Λειτουργίας στὸν οὐρανό. Τὸ ἔτος 612 μ.Χ. στὸ προσωπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀνῆκαν 80 Ἱερεῖς, 150 διάκονοι, 40 διακόνισσες, 70 ὑποδιάκονοι, 160 ἀναγνῶστες, 25 ψάλτες καὶ 75 φύλακες· αὐτὸ δίνει μιὰ ἀμυδρὴ ἰδέα τοῦ μεγαλείου τῆς Λειτουργίας ποὺ παρακολουθοῦσαν oἱ ἀκόλουθοι τοῦ Βλαδίμηρου. Ὡστόσο, κι αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας κάτω ἀπὸ πολὺ διαφορετικὸ ἐξωτερικὸ περιβάλλον ἔνοιωσαν, ὄχι λιγότερο ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Ρὼσσους τοῦ Κιέβου τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. 

Ἂς γυρίσουμε, γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ τὸ πρῶτο Ρωσσικὸ χρονικὸ σὲ ἕνα γράμμα μιᾶς Ἀγγλίδας, γραμμένο τὸ 1935:

«Τὸ πρωινὸ ἦταν τόσο παράξενο. Μιὰ πολὺ βρώμικη καὶ ἐλεεινὴ πρεσβυτεριανὴ αἴθουσα ἱεραποστολῆς σ’ ἕνα στάβλο πάνω ἀπὸ ἕνα συνεργεῖο ποὺ παραχωρεῖται κάθε 15 μέρες στοὺς Ρώσσους γιὰ νὰ λειτουργοῦνται. Ἕνα στημένο τέμπλο καὶ μερικὲς σύγχρονες εἰκόνες. Ἕνα ἀκάθαρτο πάτωμα γιὰ νὰ γονατίσεις... Κι ἐδῶ μέσα, δύο μεγαλοπρεπεῖς γέροντες Ἱερεῖς καὶ ἕνας διάκονος, σύννεφα ἀπὸ λιβάνι καί, κατὰ τὴν Ἀναφορά, μιὰ κυρίαρχη ὑπερφυσικὴ αἴσθηση». (2)

Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ ὁποῖο διευκρινίζει ἡ ἱστορία τῶν ἀκολούθων τοῦ Βλαδίμηρου. Ὅταν θέλησαν νὰ ἀνακαλύψουν τὴν ἀληθινὴ πίστη, oἱ Ρῶσσοι δὲν ζήτησαν ἠθικοὺς κανόνες, οὔτε ἀπαίτησαν λογικὴ διατύπωση τοῦ δόγματος, ἀλλὰ παρακολούθησαν τὰ διάφορα ἔθνη στὴν προσευχή τους. Ἡ Ὀρθόδοξη προσέγγιση τῆς θρησκείας εἶναι βασικὰ λειτουργικὴ προσέγγιση, ποὺ κατανοεῖ τὸ δόγμα στὰ πλαίσια τῆς θείας λατρείας: δὲν εἶναι σύμπτωση τὸ ὅτι ἡ λέξη « Ὀρθοδοξία» δηλώνει ταυτόχρονα ὀρθὴ πίστη καὶ ὀρθὴ λατρεία, γιατί αὐτὰ τὰ δυὸ εἶναι ἀχώριστα. Ἀληθῶς ἔχει εἰπωθεῖ γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς ὅτι: «Τὸ δόγμα γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι μόνο ἕνα διανοητικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο γίνεται κατανοητὸ ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ ἑρμηνεύεται στοὺς λαϊκούς, ἀλλὰ ἕνα πεδίο ὅρασης μέσα στὸ ὁποῖο βλέπουμε ὅλα τὰ πράγματα στὴ γῆ σὲ σχέση τῶν πραγμάτων στὸν οὐρανό, πρωταρχικὰ διὰ τοῦ λειτουργικοῦ ἑορτασμοῦ. (3) Μὲ τὰ λόγια τοῦ Γεωργίου Φλωρόφσκυ: «Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μία λειτουργικὴ θρησκεία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πρῶτα ἀπ’ ὅλα μιὰ λατρευτικὴ κοινότητα. Ἡ λατρεία ἔρχεται πρώτη, τὸ δόγμα καὶ ἡ ἠθικὴ δεύτερα». (4)

Αὐτοὶ ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ μάθουν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν χρειάζεται τόσο νὰ διαβάσουν βιβλία, ὅσο νὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμα τῆς συνοδείας τοῦ Βλαδίμηρου καὶ νὰ παρευρεθοῦν στὴ Λειτουργία. Ὅπως ὁ Φίλιππος εἶπε στὸ Ναθαναήλ: «Ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰωάν. α' 47).

Ἐπειδὴ προσεγγίζουν τὴ θρησκεία μ’ αὐτὸ τὸ λειτουργικὸ τρόπο, οἱ Ὀρθόδοξοι συχνὰ ἀποδίδουν σὲ λεπτομερῆ σημεῖα τελετουργίας μιὰ σπουδαιότητα ποὺ ἐκπλήσσει τοὺς δυτικοὺς χριστιανούς. Ἀλλὰ μιᾶς καὶ καταλάβαμε τὴν κύρια θέση τῆς λατρείας στὴ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου, ἕνα περιστατικὸ ὅπως τὸ σχίσμα τῶν Παλαιοπίστων δὲν θὰ φαίνεται πιὰ ἐντελῶς ἀκατάληπτο: ἐὰν ἡ λατρεία εἶναι ἡ πίστη σὲ δράση, τότε λειτουργικὲς ἀλλαγὲς δὲν μποροῦν νὰ ἀντιμετωπίζονται ἐπιπόλαια. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι εἶναι Ρῶσσος συγγραφέας τοῦ ΙΕ' αἰώνα ὅταν ἐπιτίθετο κατὰ τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας, βρῆκε σφάλμα στοὺς Λατίνους, ὄχι γιὰ ὁτιδήποτε λάθος στὸ δόγμα, ἀλλὰ γιὰ τὴ συμπεριφορά τους στὴ λατρεία:

«Τί ἔχετε δεῖ ποὺ νὰ ἀξίζει ἀνάμεσα στοὺς Λατίνους; Οὔτε κἄν ξέρουν πῶς νὰ σέβονται τὸ ναὸ τὸ Θεοῦ. Ὑψώνουν τὶς φωνές τους σὰν τρελλοὶ καὶ τὸ τραγούδι τους εἶναι ἕνας παράφωνος θρῆνος. Δὲν ἔχουν ἰδέα περὶ ὀμορφιᾶς καὶ εὐλάβειας στὴ λατρεία, γιατί κτυποῦν τρομπόνια, παίζουν σάλπιγγες, χρησιμοποιοῦν ὄργανα, κουνοῦν τὰ χέρια τους, κτυποῦν τὰ πόδια τους, καὶ κάνουν πολλὰ ἀλλὰ ἀνευλαβὴ καὶ ἀκατάστατα πράγματα ποὺ φέρνουν χαρὰ στὸ διάβολο». (5)

Ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τὸν ἄνθρωπο πάνω ἀπ’ ὅλα σὰ λειτουργικὸ ὄν, ποὺ βρίσκει τὸν ἀληθινό του ἑαυτὸ ὅταν δοξάζει τὸ Θεὸ καὶ φτάνει στὴν τελειότητα καὶ τὴν ὁλοκλήρωση μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία. Μέσα στὴ θεία Λειτουργία ποὺ ἐκφράζει τὴν πίστη τους, οἱ Ὀρθόδοξοι λαοὶ διοχέτευσαν ὅλη τὴ θρησκευτική τους ἐμπειρία. Εἶναι ἡ Λειτουργία ποὺ ἐνέπνευσε τὴν καλύτερή τους ποίηση, τέχνη καὶ μουσική. Ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους, ἡ Λειτουργία δὲν κατάντησε τὸ πεδίο δράσεως τῶν μορφωμένων καὶ τοῦ κλήρου, ὅπως ἔτεινε νὰ γίνει στὴ μεσαιωνικὴ Δύση, ἀλλὰ παρέμεινε λαϊκὴ (τὸ κοινὸ κτῆμα ὁλόκληρου τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ):

«Ὁ κανονικὸς ὀρθόδοξος λαϊκὸς πιστός, μὲ τὴν οἰκειότητα ποὺ ἀναπτύχθηκε νωρὶς στὴν παιδικὴ ἡλικία, νοιώθει ἐντελῶς σὰ σπίτι του στὴν Ἐκκλησία, καὶ λαμβάνει μέρος μὲ ἀσυναίσθητη καὶ αὐθόρμητη εὐκολία κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τελετῆς, σὲ τέτοια ἔκταση ποὺ μποροῦν νὰ μετέχουν μόνο οἱ πάρα πολὺ θεοσεβεῖς καὶ μὲ ψηλὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ἄνθρωποι τῆς δύσης». (6)

Γι’ αὐτὸ σ’ ὅλες τὶς σκοτεινὲς μέρες τῆς Ἱστορίας τους - κάτω ἀπὸ τοὺς Μογγόλους, τοὺς Τούρκους, ἤ τοὺς κομμουνιστὲς - οἱ Ὀρθόδοξοι λαοί, πάντα στρέφονται στὴ Θεία Λειτουργία γιὰ ἔμπνευση καὶ νέα ἐλπίδα. Καὶ δὲν στρέφονται μάταια.

Μετάφραση: Ἑλένη Χατζηγεωργίου


Σημειώσεις
1. Λόγια ποὺ ψάλλονται κατὰ τὴ Μεγάλη Εἴσοδο στὴ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων.
2. «Τὰ γράμματα τῆς Ἔβελυν Ἄντερχιλλ», σελ. 249.
3. Γ. Ἔβερυ, Τὸ Βυζαντινὸ Πατριαρχεῖο, πρώτη ἔκδοση, σελ. IX.
4. «Τὰ Στοιχεῖα τῆς Λειτουργίας στὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία», στὸ περιοδικὸ «Μία Ἐκκλησία», τόμος XIII (Νέα Ὑόρκη, 1959), No. 1-2, σελ. 24.
5. Παρατίθεται στὸν «Ν. Zernov Μόσχα ἡ Τρίτη Ρώμη», σελ. 37• παραθέτω αὐτὸ τὸ κείμενο ἁπλῶς σὰν ἕνα παράδειγμα τῆς λειτουργικῆς προσέγγισης τῆς Ὀρθοδοξίας, χωρὶς κατ’ ἀνάγκη νὰ ὑποστηρίζω τὶς ἐπικρίσεις πάνω στὴ δυτικὴ λατρεία τὶς ὁποῖες περιέχει!
6. Ὤστιν Ὄουκλυ, Ἡ Ὀρθόδοξος Λειτουργία, Λονδίνο 1958, σελ. 12.
πηγή

Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2013

Εἰς τὴν Πεντηκοστήν Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ


 



Ὁ Ὀρθόδοξος ἔχει πλήρη συνείδηση πὼς ἀνήκει σὲ μία κοινότητα. «Γνωρίζουμε πὼς ὅποιος ἀπὸ μᾶς πέσει», ἔγραφε ὁ Χομιάκωφ, «πέφτει μόνος του, κανεὶς ὅμως δὲν σώζεται ἀπὸ μόνος του. Σώζεται ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα μέλη της».

Εἶναι ὅμως σίγουρο πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι πνευματικὴ καὶ μυστικὴ ὑπὸ τὴν ἔννοια πὼς ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ποτὲ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐπίγεια πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένα, ἀλλὰ θεωρεῖ πάντοτε τὴν Ἐκκλησία «ἐν Χριστῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἰδιαίτερη σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Τρεῖς φάσεις μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ ν᾿ ἀποδώσουν αὐτὴ τὴ σχέση: ἡ Ἐκκλησία εἶναι: α) εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, β) Σῶμα Χριστοῦ καὶ γ) μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι Τριαδική, Χριστολογικὴ καὶ «Πνευματολογική».

α) Εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας.
Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πρόσωπο ἔχει δημιουργηθεῖ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς ὅλον εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἀναπαράγοντας πάνω στὴ γῆ τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ποικιλίας. Στὴν ἁγία Τριάδα τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός, χωρὶς ὅμως νὰ παύουν νὰ εἶναι τέλεια πρόσωπα.

Στὴν Ἐκκλησία ἕνα πλῆθος διαφορετικῶν ἀνθρώπων ἑνώνεται σ᾿ ἕνα σῶμα, στὸ ὁποῖο ὅμως ὁ καθένας καὶ ἡ καθεμιὰ διατηρεῖ ἀτόφια τὴν προσωπικότητά του. Τὸ κάθε πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδας κατοικεῖ στὸ ἄλλο καὶ αὐτὸ ἐξεικονίζεται στὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει διάσταση μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ αὐθεντίας. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα καὶ ὄχι ὁλοκληρωτισμός. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδίδουν στὴν Ἐκκλησία τὸν ὅρο «Καθολική», ἔχουν κατὰ νοῦ (μεταξὺ ἄλλων) καὶ αὐτὸ τὸ ζωντανὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας τῶν πολλῶν προσώπων σὲ ἕνα.

Αὐτὴ ἡ σύλληψη τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνας τῆς ἁγίας Τριάδας, μᾶς βοηθᾶ ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε γιατὶ οἱ Ὀρθόδοξοι δίνουν τεράστια σημασία στὶς Συνόδους. Ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ Τριαδικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ μυστήριό της ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, νὰ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη, ὅταν οἱ πολλοὶ ἐπίσκοποι, οἱ συναγμένοι στὴ σύνοδο, φτάνουν ἐλεύθερα σὲ κοινὴ ἀπόφαση ὑπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

β) Σῶμα Χριστοῦ.
«Οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμα ἐσμὲν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. 12, 5). Ὁ στενότερος δυνατὸς δεσμὸς ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας: κατὰ τὴν περίφημη φράση τοῦ Ἰγνατίου, «ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς Σάρκωσης, τὸ πεδίο ὅπου συνεχίζεται ἡ Σάρκωση. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸν Ἕλληνα θεολόγο Χρῆστο Ἀνδροῦτσο, εἶναι τὸ «κέντρο καὶ τὸ ὄργανο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ... δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία συνέχιση καὶ μία ἐπέκταση τοῦ προφητικοῦ, τοῦ ἱερατικοῦ καὶ βασιλικοῦ Του ἀξιώματος... Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Ἱδρυτής της εἶναι ἀδιάρρηκτα ἑνωμένοι... Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς «μεθ᾿ ἡμῶν».

Ὁ Χριστὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία ὅταν ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὑποσχέθηκε (Ματθ. 28, 20), ἐπειδὴ «οὗ γὰρ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).

Ἡ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πραγματώνεται, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, μέσῳ τῶν μυστηρίων. Στὸ Βάπτισμα ὁ νέος χριστιανὸς θάπτεται καὶ ἀνίσταται μὲ τὸν Χριστό. Στὴν Εὐχαριστία τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τὸ Σῶμα Του μέσῳ τῶν μυστηρίων. Ἡ Εὐχαριστία, ἑνώνοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, τὰ ἑνώνει ταυτόχρονα μεταξύ τους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμὲν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» (Α´ Κορ. 10, 17). Ἡ Εὐχαριστία δημιουργεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία (ὅπως τὴν εἶδε ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος) εἶναι μία Εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἕνας μυστηριακὸς ὀργανισμὸς ποὺ σαρκώνεται ὅπου τελεῖται ἡ Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ὅτι ὁ ὅρος «Σῶμα Χριστοῦ» σημαίνει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μυστήριο. Καὶ πὼς ἡ φράση sommunio sanctrorum στὸ Ἀποστολικὸ Σύμβολο σημαίνει οὐσιαστικὰ «κοινωνία τῶν ἁγίων» καὶ «κοινωνία τῶν μυστηρίων». Πρέπει νὰ θεωροῦμε πρωταρχικὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο. Ἡ ἐξωτερική της ὀργάνωση, ὅσο σημαντικὴ κι ἂν εἶναι, ἔρχεται μετὰ τὴ μυστηριακή της ζωή.

γ) Μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή.
Εἶναι εὔκολο νὰ ὑπερτονίσουμε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ καὶ νὰ ξεχαστεῖ ὁ ρόλος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε, στὸ ἔργο τους μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλληλοσυμπληρώνονται, καὶ αὐτὸ ἰσχύει τόσο στὴν Ἐκκλησιολογία ὅσο καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς θεολογίας. Ἐνῷ ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος λέγει πὼς «ὅπου Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία», ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος γράφει τὸ ἐξίσου ἀληθὲς πὼς «ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπίσης ναὸς καὶ κατοικία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Πνεῦμα ἐλευθερίας. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὄχι μόνο μᾶς ἑνώνει, ἀλλ᾿ ἐγγυᾶται καὶ τὴν ἄπειρη ποικιλία τῶν προσώπων μέσα στὴν Ἐκκλησία: κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ οἱ γλῶσσες πυρὸς «διαμοιράστηκαν» καὶ ἐκάθησαν «ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον» τῶν παρόντων. Τὸ δῶρο τοῦ Πνεύματος εἶναι δῶρο στὴν Ἐκκλησία, ταυτόχρονα ὅμως εἶναι καὶ προσωπικὸ δῶρο, προσαρμοσμένο στὸν χαρακτῆρα τοῦ καθενὸς καὶ τῆς καθεμιᾶς. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα» (Α´ Κορ. 12, 4). Ζωὴ στὴν Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ἰσοπέδωση τῆς ποικιλίας τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἐπιβολὴ ἐνὸς ἄκαμπτου καὶ ὁμοιόμορφου προτύπου πάνω σ᾿ ὅλους, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο δὲν παρουσιάζουν κάποια ἀνιαρὴ μονοτονία, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀναπτύξει τὴν πιὸ ἔντονη καὶ διακεκριμένη προσωπικότητα. Πληκτικὸ εἶναι τὸ κακὸ κι ὄχι ἡ ἁγιότητα.

Αὐτὴ ἐν συντομίᾳ εἶναι ἡ σχέση Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία – εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, σῶμα Χριστοῦ, πληρότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος- εἶναι ταυτόχρονα ὁρατὴ καὶ ἀόρατη, θεία καὶ ἀνθρώπινη. Εἶναι ὁρατή, ἐπειδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ συγκεκριμένες κοινότητες, ποὺ λειτουργοῦν πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ἀόρατη, ἐπειδὴ περιλαμβάνει τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἀνθρώπινη, ἐπειδὴ ἁμαρτωλοὶ ἀποτελοῦν τὰ ἐπίγεια μέλῃ της, εἶναι θεία, ἐπειδὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς μεταξὺ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου, μεταξὺ στρατευμένης Ἐκκλησίας καὶ θριαμβευούσας (σύμφωνα μὲ τὴ δυτικὴ ὁρολογία), ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ συνιστοῦν μία μοναδικὴ καὶ συνεχῆ πραγματικότητα. «Ἡ ὁρατὴ Ἐκκλησία, ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία, ζεῖ σὲ πλήρη κοινωνία καὶ ἑνότητα μὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας Κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός». Βρίσκεται στὸ σημεῖο συνάντησης τοῦ Παρόντος αἰῶνος καὶ τοῦ Μέλλοντος, καὶ ζεῖ ταυτόχρονα στοὺς δυὸ Αἰῶνες.

Κυριακή, Ιουνίου 09, 2013

Άγιοι, μοναχοί και αυτοκράτορες

Δεν είναι χωρίς λόγο που το Βυζάντιο αποκλήθηκε «εικόνα της ουράνιας Ιερουσαλήμ». Η θρησκεία βρισκόταν σε κάθε πτυχή της ζωής του Βυζαντίου. Οι γιορτές του Βυζαντινού ήσαν θρησκευτικά πανηγύρια· οι αγώνες που παρακολουθούσε στον Ιππόδρομο άρχιζαν με ύμνους· στα εμπορικά του συμβόλαια επικαλείτο την Αγ. Τριάδα και έβαζε σ’ αυτά το σημείο του σταυρού. Σήμερα, σε μια αθεολόγητη εποχή, είναι αδύνατο να καταλάβουμε πόσο τρομερό ενδιαφέρον έδειχνε η κάθε κοινωνική τάξη, οι λαϊκοί και οι κληρικοί, οι φτωχοί και οι αγράμματοι, αλλά συνάμα οι αυλικοί και οι λόγιοι, για τα θρησκευτικά ζητήματα. 

Ο Βυζαντινός επίσκοπος δεν ήταν απλώς μια απόμακρη μορφή που παρακολουθούσε αφ’ υψηλού τις συνόδους· ήταν σε πολλές περιπτώσεις και ο αληθινός πατέρας για τον λαό του, ένας φίλος και προστάτης στον οποίο ο κόσμος στρεφόταν με εμπιστοσύνη όταν βρισκόταν σε ανάγκη. Τη μέριμνα για τους φτωχούς και καταπιεσμένους που έδειχνε ο αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος τη βρίσκουμε και σε πολλούς άλλους. Ο αγ. “Ιωάννης ο Ελεήμων, Πατριάρχης Αλεξάνδρειάς (πέθανε το 619), παραδείγματος χάριν, αφιέρωνε όλον τον πλούτο της επισκοπής του για να βοηθεί εκείνους που ονόμαζε «αδελφούς και αδελφές μου, τους φτωχούς». Όταν στέρεψαν οι δικοί του πόροι, έκανε έκκληση στους άλλους: «Συνήθιζε να λέει», όπως μας το διέσωσε κάποιος σύγχρονός του, «πως αν κάποιος, χωρίς βέβαια να το κάνει από έχθρα, γύμνωνε κάποιον πλούσιο από τα πλούτη του για να τα δώσει στους φτωχούς, δεν θα έκανε κακό». «Αυτούς που εσύ ονομάζεις φτωχούς και ζητιάνους», έλεγε ο αγ. Ιωάννης, «εγώ τους αποκαλώ κυρίους και βοηθούς μου. Γιατί αυτοί, και μόνον αυτοί, μπορούν να μας βοηθήσουν πραγματικά να εισέλθουμε στη Βασιλεία των Ουρανών». Η Εκκλησία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν παρέβλεπε τις κοινωνικές υποχρεώσεις της, και μια από τις κύριες λειτουργίες της ήταν το φιλανθρωπικό έργο. 

Ο Μοναχισμός έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή του Βυζαντίου, όπως και σε κάθε άλλη Ορθόδοξη χώρα. Πολύ σωστά έχει ειπωθεί πως «ο καλύτερος τρόπος για να διεισδύσει κάποιος στην Ορθόδοξη πνευματικότητα είναι μέσω του Μοναχισμού». «Μεγάλος πλούτος μορφών πνευματικής ζωής βρίσκεται μέσα στην Ορθοδοξία, αλλά ο Μοναχισμός παραμένει η κλασικότερη μορφή απ’ όλες». Η μοναχική ζωή ως καθορισμένος θεσμός εμφανίστηκε κατ’ αρχάς στην Αίγυπτο και στη Συρία τον τέταρτο αιώνα και από εκεί επεκτάθηκε ραγδαία σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη. Δεν είναι σύμπτωση το ότι ο Μοναχισμός αναπτύχθηκε αμέσως μετά τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου, όταν δηλαδή έπαυσαν οι διωγμοί και ο Χριστιανισμός έγινε της μόδας. Οι μοναχοί, με την αυστηρή τους ζωή, έγιναν μάρτυρες σε μια εποχή που δεν υφίστατο πλέον το μαρτύριο του αίματος· αποτελούσαν το αντίβαρο σ’ έναν κατεστημένο Χριστιανισμό. Οι άνθρωποι στη Βυζαντινή κοινωνία κινδύνευαν να ξεχάσουν πως το Βυζάντιο ήταν μια εικόνα και ένα σύμβολο, και όχι μια πραγματικότητα· διέτρεχαν τον κίνδυνο να ταυτίσουν τη Βασιλεία του Θεού μ’ ένα επίγειο βασίλειο. Οι μοναχοί, αποσυρόμενοι στην έρημο, εκπλήρωναν ένα προφητικό και εσχατολογικό λειτούργημα στη ζωή της Εκκλησίας. Υπενθύμιζαν στους χριστιανούς πως η Βασιλεία του Θεού δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. 

Ο Μοναχισμός έλαβε τρεις κυρίες μορφές, που είχαν και οι τρεις εμφανιστεί στην Αίγυπτο ήδη από το 350 μ.Χ. και παραμένουν εν ισχύι μέχρι σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατ’ αρχήν είναι οι ερημίτες, ασκητές που ζουν μόνοι τους σε καλύβες ή σπηλιές, ακόμη και σε τάφους, στα κλαδιά των δέντρων και στην κορυφή στύλων. Το μέγα πρότυπο της ερμητικής ζωής είναι ο πατέρας του ίδιου του Μοναχισμοί, ο άγ. Αντώνιος της Αιγύπτου (251-356). Μετά έρχεται η κοινοβιακή ζωή, στην οποία οι μοναχοί μένουν μαζί υπό κοινό κανόνα, σε ένα καθιδρυμένο μοναστήρι, Εδώ πρωτοπόρος υπήρξε ο άγ. ΙΙαχώμιος της Αιγύπτου (286-346). συντάκτης του κανόνα τον οποίο αργότερα χρησιμοποίησε ο άγ. Βενέδικτος στη Δύση. Ο Μέγας Βασίλειος, που τα ασκητικά του γραπτά επηρέασαν αποφασιστικά τον ανατολικό Μοναχισμό, ήταν σφοδρός υπέρμαχος της κοινοβιακής ζωής, αν και επηρεάστηκε μάλλον περισσότερο από τα Συριακά παρά τα Παχωμιανά μοναστήρια που επισκέφτηκε. Προσέδωσε μια κοινωνική έμφαση στον Μοναχισμό, παρακινώντας τα μοναστήρια να φροντίζουν για τους αρρώστους και τους φτωχούς, ιδρύοντας νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, και να εργάζονται άμεσα για το καλό ολόκληρης της κοινωνίας. Εν γένει όμως τον ανατολικό Μοναχισμό τον απασχολεί πολύ λιγότερο η δράση απ’ ό,τι τον δυτικό. Στην Ορθοδοξία το πρωταρχικό καθήκον ενός μοναχού είναι η ζωή της προσευχής και μέσω αυτής μπορεί να διάκονεί τους άλλους. Δεν ενδιαφέρει τόσο πολύ τί κάνει ένας μοναχός όσο το τί είναι. Τελικά υπάρχει μία μορφή μοναχικής ζωής μεταξύ των δύο πρώτων, μια ημι-ερημητική ζωή, «ένας μέσος δρόμος», όπου αντί της μιας πολύ οργανωμένης κοινότητας υπάρχει ένα σύνολο μικρών οικημάτων με χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους, όπου το κάθε οίκημα περιλαμβάνει περίπου δύο έως έξι μέλη, τα οποία ζουν μαζί υπό την καθοδήγηση ενός γέροντα. Τα μεγάλα κέντρα της ημι-ερημιτικής ζωής στην Αίγυπτο ήταν η Νιτρία και η Σκήτις, τα οποία με το τέλος του τέταρτου αιώνα είχαν δημιουργήσει πολλούς φημισμένους μοναχούς -τον Άμμωνα, ιδρυτή της Νιτρίας, τον Μακάριο τον Αιγύπτιο και τον Μακάριο Αλεξάνδρειάς, τον Ευάγριο Ποντικό και τον Αρσένιο τον Μεγάλο. (Αυτό το ημι-ερημιτικό σύστημα δεν απαντάται μόνο στην Ανατολή, αλλά και στην ακρότατη Δύση, στον Κελτικό Χριστιανισμό.) Από την αρχή η μοναχική ζωή θεωρήθηκε σε Ανατολή και Δύση ως μια κλήση για άνδρες και γυναίκες, και υπήρχαν αναρίθμητα γυναικεία μοναστήρια. 

Λόγω αυτών των μοναστηριών η Αίγυπτος του τέταρτου αιώνα θεωρείτο ως μια δεύτερη Αγία Γη και αυτοί που ταξίδευαν στην Ιερουσαλήμ θεωρούσαν πως το προσκύνημά τους δεν θα ολοκληρωνόταν αν δεν περιλάμβανε και τα ασκητήρια του Νείλου. Τον πέμπτο και έκτο αιώνα τα σκήπτρα στο μοναστικό κίνημά τα πήρε η Παλαιστίνη, με τον άγ. Ευθύμιο τον Μεγάλο (πέθανε το 473) και τον μαθητή του άγ. Σάββα (πέθανε το 532). Το μοναστήρι που ίδρυσε ο άγ. Σάββας στην κοιλάδα του Ιορδάνη έχει μια αδιάλειπτη ιστορία μέχρι σήμερα· σ’ αυτήν την κοινότητα ανήκε ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός. Η Μονή της αγ. Αικατερίνης του όρους Σινά, ιδρυμένη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό (βασίλεψε 527-565), έχει σχεδόν την ίδια αδιάλειπτη ιστορία. Όταν η Παλαιστίνη και το Σινά έπεσαν στα χέρια των Αράβων, τα σκήπτρα του Μοναχισμού πέρασαν, τον ένατο αιώνα, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στη Μονή του Στουδίου, στην Κωνσταντινούπολη. Ο άγ. Θεόδωρος, που έγινε Ηγούμενος εκεί το 799, επανενεργοποίησε την κοινότητα, αναθεώρησε τον κανονισμό της και έτσι προσέλκυσε μεγάλο πλήθος μοναχών. 

Από τον δέκατο αιώνα ο Άθωνας έγινε το κύριο κέντρο του Ορθόδοξου Μοναχισμού. Ο Άθωνας είναι μια βραχώδης χερσόνησος στη Βόρεια Ελλάδα που εισχωρεί στο Αιγαίο και καταλήγει σε μια κορυφή ύψους περίπου 2000 μ. Γνωστός ως «Άγιον Όρος», ο Άθωνας περιλαμβάνει είκοσι «κυρίαρχες» μονές και ένα μεγάλο αριθμό μικρότερων κτισμάτων καθώς και ερημητήρια. Ολόκληρη η χερσόνησος είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στη μοναστική διαβίωση, και την εποχή της μεγάλης του ακμής λέγεται πως περιλάμβανε γύρω στους σαράντα χιλιάδες μοναχούς. Η Μεγίστη Λαύρα, η μεγαλύτερη από τις είκοσι κυρίαρχες μονές, έχει η ίδια αναδείξει 2ο πατριάρχες και 144 επισκόπους: αυτό δίνει κάποια ιδέα για τη σημασία που έχει ο Άθωνας στην Ορθόδοξη ιστορία. 

Δεν υπάρχουν «Τάξεις» στον Ορθόδοξο Μοναχισμό. Στη Δύση ο μοναχός ανήκει στους Καρθουσιανούς, στους Σιστερσιανούς ή σε κάποια άλλη Τάξη· στην Ανατολή είναι απλώς μέλος μιας μεγάλης αδελφότητας που περιλαμβάνει όλους τους μοναχούς και τις μοναχές, σε οποιοδήποτε μοναστήρι κι αν ανήκει ο καθένας ή η καθεμία. Δυτικοί συγγραφείς μερικές φορές αποκαλούν τους Ορθόδοξους μοναχούς «Βασιλειανούς μοναχούς» ή «μοναχούς της Βασιλείου Τάξεως», αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Ο άγ. Βασίλειος είναι μια σπουδαία μορφή στον Ορθόδοξο Μοναχισμό, αλλά δεν ίδρυσε κάποια Τάξη, και παρόλο που δύο έργα του είναι γνωστά ως Εκτενείς Κανόνες και Βραχείς Κανόνες δεν μπορούν καθόλου να συγκριθούν με τον Κανόνα του αγ. Βενεδίκτου. 

Μια χαρακτηριστική μορφή του Ορθόδοξου Μοναχισμού είναι ο «γέροντας» (στα ρωσικά στάρετς, πληθ, στάρτσι). Ο γέροντας είναι ένας μοναχός με πνευματική διάκριση και σοφία, τον οποίον οι άλλοι είτε μοναχοί είτε κοσμικοί τον αποδέχονται ως πνευματικό τους καθοδηγητή. Μερικές φορές είναι ιερέας, αλλά συνήθως είναι ένας απλός μοναχός· δεν έχει λάβει καμιά ειδική χειροτονία ή τοποθέτηση για το έργο του γέροντα, αλλά καθοδηγείται σ’ αυτό υπό την άμεση επίνευση του αγ. Πνεύματος. Σ’ αυτό το λειτούργημα μπορούν να προσκληθούν άνδρες και γυναίκες, επειδή είναι γνωστό πως στην Ορθοδοξία υπάρχουν «πνευματικές μητέρες» όπως και «πνευματικοί πατέρες». Ο γέροντας διακρίνει μ’ ένα συγκεκριμένο και πρακτικό τρόπο πιο είναι το θέλημα του Θεού σε σχέση με τον κάθε άνθρωπο που έρχεται να τον συμβουλευτεί: αυτό είναι το ιδιαίτερο χάρισμα του γέροντα. Ο αρχαιότερος και γνωστότερος γέροντας ήταν ο ίδιος ο Μέγας Αντώνιος. Το πρώτο μέρος της ζωής του, από τα δέκα οκτώ μέχρι τα πενήντα πέντε του, το πέρασε σε απομόνωση και αναχώρηση. Κατόπιν, παρόλο που συνέχισε να ζει στην έρημο, εγκατέλειψε τη ζωή της πλήρους απομόνωσης, και άρχισε να δέχεται επισκέπτες. Γύρω του μαζεύτηκαν αρκετοί μαθητές του, και πέρα απ’ αυτούς τους μαθητές του υπήρχε ένας πολύ ευρύτερος κύκλος ανθρώπων που έρχονταν, συχνά από μακρινά μέρη, για να τον συμβουλευτούν· ήταν τέτοιο το ρεύμα των προσκυνητών, ώστε, σύμφωνα με τον βιογράφο του άγ. Αθανάσιο, έγινε ο γιατρός όλης της Αιγύπτου. Ο Μέγας Αντώνιος είχε πολλούς διαδόχους, και στους περισσότερους βρίσκουμε την ίδια σειρά εξωτερικών γεγονότων την απόσυρση με σκοπό την επάνοδο. Ο μοναχός πρέπει πρώτα να αποσυρθεί, και να μάθει στην ησυχία την αλήθεια για τον Θεό και τον εαυτό του. Κατόπιν, μετά τη μακρά και έντονη προετοιμασία στην απομόνωση, έχοντας αποκτήσει το χάρισμα της διάκρισης, το τόσο αναγκαίο για ένα γέροντα, μπορεί να ανοίξει την πόρτα του κελλιού του και να δεχτεί τον κόσμο από τον οποίο είχε πριν απομακρυνθεί. 

Στην καρδιά του χριστιανικού πολιτεύματος του Βυζαντίου βρισκόταν ο Αυτοκράτορας, που δεν ήταν ένας συνηθισμένος κυβερνήτης αλλά ο εκπρόσωπος του Θεού πάνω στη γη. Αν το Βυζάντιο ήταν η εικόνα της ουράνιας Ιερουσαλήμ, τότε η επίγεια μοναρχία του Αυτοκράτορα ήταν η εικόνα της μοναρχίας του Θεού πάνω στη γη· στην εκκλησία οι άνθρωποι προσκυνούσαν την εικόνα του Χριστού, και στο παλάτι προσέπεφταν μπροστά στη ζωντανή εικόνα του Θεού στον Αυτοκράτορα. Το πολυδαίδαλο παλάτι, η Αυλή με το εκλεπτυσμένο τελετουργικό, η αίθουσα του θρόνου όπου μηχανικά λιοντάρια βρυχιούνταν και μουσικά πτηνά τραγουδούσαν: όλα αυτά τα πράγματα ήσαν σχεδιασμένα για να φανερώνουν την ιδιότητα του Αυτοκράτορα ως εκπροσώπου του Θεού. «Μ΄ αυτά τα μέσα», έγραφε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, «προβάλλουμε την αρμονική κίνηση του Δημιουργού Θεού μέσα στο σύμπαν, ενώ η αυτοκρατορική εξουσία διακρατείται κατ’ αναλογία και τάξη». Ο Αυτοκράτορας κατείχε μια ειδική θέση στη λατρεία της Εκκλησίας: δεν μπορούσε φυσικά να τελέσει τη θεία Ευχαριστία, αλλά κοινωνούσε με «τον τρόπο των ιερέων», -λαμβάνοντας στα χέρια του τον καθαγιασμένο άρτο και πίνοντας από το ποτήριο αντί να κοινωνήσει με το κοχλιάριο-, κήρυσσε, και σε ορισμένες γιορτές μάλιστα θυμιάτιζε την αγία Τράπεζα. Τα άμφια, που φορούν τώρα οι Ορθόδοξοι επίσκοποι, ήσαν η στολή που κάποτε φορούσε ο Αυτοκράτορας στην εκκλησία. 

Η ζωή του Βυζαντίου αποτελούσε ένα ενιαίο όλο, και δεν υπήρχε καμία σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ του θρησκευτικού και του κοσμικού, μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας: και οι δύο θεωρούνταν ως τμήματα ενός μόνου οργανισμού. Γι’ αυτό ήταν αναπόφευκτο ο Αυτοκράτορας να παίζει έναν τέτοιο ενεργητικό ρόλο στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Όμως δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει ταυτόχρονα το Βυζάντιο για Καισαροπαπισμό, για υποταγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία. Αν και Εκκλησία και Πολιτεία σχημάτιζαν ένα οργανικό σύνολο, όμως μέσα σ’ αυτόν τον οργανισμό υπήρχαν δύο διακεκριμένα στοιχεία, η ιερωσύνη (sacerdotium) και η αυτοκρατορική εξουσία (imperium)· αν και τα στοιχεία αυτά συνεργάζονταν στενά, το καθένα βρισκόταν στη δική του σφαίρα αυτονομίας. Μεταξύ τους υπήρχε μία «συμφωνία» ή «αρμονία», και κανένα στοιχείο δεν εξασκούσε απόλυτο έλεγχο πάνω στο άλλο. 

Αυτή είναι η πρακτική που ενσωματώθηκε από τον Ιουστινιανό στον μεγάλο νομικό κώδικα του Βυζαντίου (βλ. την έκτη Νεαρά) και επαναλήφθηκε σε τόσα άλλα Βυζαντινά κείμενα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα λόγια του Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή: «Αναγνωρίζω δύο αρχές, την ιερωσυνη και την αυτοκρατορία· ο Δημιουργός του κόσμου εμπιστεύτηκε στην πρώτη τη φροντίδα των ψυχών και στη δεύτερη τον έλεγχο των σωμάτων. Καμιά από τις δύο αρχές δεν πρέπει να προσβληθεί, για να μπορεί έτσι ο κόσμος να απολαμβάνει την ευημερία». Ήταν λοιπόν καθήκον του Αυτοκράτορα να συγκαλεί συνόδους και να θέτει σε εφαρμογή τις αποφάσεις τους, το να υπαγορεύει όμως το περιεχόμενο αυτών των αποφάσεων βρισκόταν πέρα από τις δυνάμεις του: μόνο οι επίσκοποι, οι συγκεντρωμένοι εν συνόδω μπορούσαν να αποφασίσουν ποιά ήταν η αληθινή πίστη. Οι επίσκοποι αναδεικνύονταν από τον Θεό ως διδάσκαλοι της πίστεως, ενώ ο Αυτοκράτορας ήταν προστάτης της Ορθοδοξίας, και όχι διερμηνευτής της. Αυτή ήταν η θεωρία, και αυτή ήταν επίσης η πράξη κατά μεγάλο μέρος. Ομολογουμένως υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που ο Αυτοκράτορας αναμείχτηκε άνευ εγγυήσεων στα εκκλησιαστικά ζητήματα· όταν όμως ανέκυπτε ένα σοβαρό ζήτημα αρχών (principle), τότε οι εκκλησιαστικές αρχές γρήγορα έδειχναν πως διέθεταν τη δική τους θέληση. Η Εικονομαχία, παραδείγματος χάριν, υποστηρίχτηκε από μία σειρά Αυτοκράτορες, όμως παρ’ όλα αυτά απορρίφθηκε από την Εκκλησία. Στη Βυζαντινή ιστορία, Εκκλησία και Πολιτεία ήσαν στενά συνδεδεμένες, καμιά όμως δεν ήταν υποταγμένη στην άλλη. 

Υπάρχουν πολλοί σήμερα, και όχι μόνο έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, που ασκούν οξεία κριτική στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στην ιδέα της Χριστιανικής κοινωνίας που αυτή εκπροσωπούσε. Είχαν όμως οι Βυζαντινοί εντελώς άδικο; Πίστευαν πως ο Χριστός, που έζησε ως άνθρωπος πάνω στη γη, είχε λυτρώσει κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, και υποστήριζαν πως κατέστη έτσι δυνατό να βαπτίζονται όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ολόκληρο το πνεύμα και η οργάνωση της κοινωνίας. Έτσι αγωνίστηκαν να δημιουργήσουν ένα εντελώς Χριστιανικό Πολίτευμα ως προς τις αρχές (principles) της διακυβέρνησης και ως προς την καθημερινή ζωή. Το Βυζάντιο στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να γίνουν αποδεκτές και να μπουν σε πράξη οι πλήρεις συνέπειες της Σάρκωσης. Βεβαίως, η προσπάθεια αυτή είχε τους κινδύνους της: συγκεκριμένα οι Βυζαντινοί συχνά έπεσαν στο λάθος να ταυτίσουν το επίγειο βασίλειο του Βυζαντίου με τη Βασίλεια του Θεού, τους Έλληνες ή μάλλον τούς «Ρωμαίους», σύμφωνα με τον όρο που οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν για να περιγράφουν τους εαυτούς τους, με τον λαό του Θεού. Βεβαίως το Βυζάντιο δεν ήρθη πολλές φορές στο ύψος των στόχων που είχε θέσει στον εαυτό του, και η αποτυχία του ήταν συχνά αξιοθρήνητη και καταστροφική. Οι ιστορίες για τη διπλοπροσωπία του Βυζαντίου, τη βιαιότητα και την απανθρωπιά είναι τόσο γνωστές που δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε εδώ. Είναι αληθινές – αλλά είναι μέρος της αλήθειας. Πίσω όμως απ’ όλες τις ελλείψεις του Βυζαντίου μπορούμε πάντοτε να διακρίνουμε το μεγάλο δράμα που ενέπνεε τους Βυζαντινούς: να εγκαθιδρύσουν εδώ πάνω στη γη μια ζωντανή εικόνα της επουράνιας πολιτείας του Θεού. 

(Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Ware, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», εκδ. Ακρίτας, σ. 64-76)

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...