Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Ιουλίου 08, 2014

Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς προεστώς τῆς Εὐχαριστίας -Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης




   
Τὸ θέμα αὐτὸ ἔκρινα ὅτι ἁρμόζει κατεξοχὴν στὸν τιμώμενο σήμερα Ἱεράρχη, διότι τόσον ἐκεῖνος ὅσον καὶ ἡ ταπεινότης μου προσωπικῶς θεωροῦμε ὅτι τὸ κύριον, τὸ κατεξοχὴν ἔργον τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἡ προεδρία τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἀπὸ αὐτὴν πηγάζει ὅλη ἡ ἐξουσία τοῦ Ἐπισκόπου, ὄχι μόνον ἡ ἁγιαστικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ποιμαντικὴ καὶ ἡ λεγομένη διοικητική. Εὐχαριστία χωρὶς Ἐπίσκοπον δὲν ὑπάρχει, ἀλλ' οὔτε καὶ Ἐπίσκοπος χωρὶς Εὐχαριστίαν.   Τὰ δυὸ αὐτὰ εἶναι ἀλληλένδετα καὶ συνιστοῦν τὸν ἄξονα αὐτοῦ τούτου τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας : "ὅπου ἂν φανεῖ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καὶ τὸ πλῆθος- δηλαδὴ ὁ λαὸς - ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἂν εἴη Χριστὸς Ἰησοῦς ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία" γράφει ὁ Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἤδη στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει ὅτι "αὕτη βεβαία Εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπον οὔσα".


         Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διαμέσου τῶν αἰώνων παρέμεινε πιστὴ στὴν ἀρχὴ αὐτὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποστῆ ἀπὸ αὐτὴν ἂν θέλει νὰ παραμείνει ὀρθόδοξος. Καταστρατηγήσεις τῆς ἀρχῆς αὐτῆς ἀπὸ ὅσους τελοῦν τὴ Θεία Εὐχαριστία χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου ἤ, τὸ φοβερότερο, χωρὶς τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου, ὅπως συμβαίνει μὲ μερικοὺς λεγομένους ζηλωτάς εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, μὲ καμία δικαιολογία δὲν ἐπιτρέπεται, ἐφόσον ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος δὲν ἐπάφθη ἤ ἀντικατεστάθη ἀπὸ ἄλλον, πάντοτε καὶ μόνον ὑπὸ Ἐπισκοπικῆς Συνόδου, γι' αὐτὸ καὶ κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ἐκτροπὴ σοβαροτάτη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μεγίστη αἵρεση ἐν τῇ πράξει ἔστω καὶ ἂν τὴν καλύπτει ὁ μανδύας τοῦ ζήλου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.


         Ὁ Ἐπίσκοπος, λοιπόν, ἔχει ὡς κύριον ἔργον του καὶ πρωταρχικὸν τὸ νὰ ἡγεῖται τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα του εἶναι δευτερεύοντα, γιατί ὅλα τὰ ἄλλα νοηματίζονται ἀπὸ τὴ σχέση τους μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἐτελοῦντο μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ὅπως ἔδειξε μὲ μία μελέτη του ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλός μας διαπρεπὴς λειτουργιολόγος Παναγιώτης Τρεμπέλας τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα, ὁ Γάμος κ.λ.π. ἐτελοῦντο ἐντὸς τῆς Θείας Λειτουργίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἐπίσκοπος ἀπέκτησε τὴν ἐξουσία νὰ παρέχει τὴν ἄδεια γιὰ τὴν τέλεση ὄχι μόνο τῆς Θείας Λειτουργίας ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Μυστηρίων. Τὴν ἐξουσία αὐτὴ τὴν ἄντλησε ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὸς προΐστατο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ κατὰ συνέπειαν καὶ ὅλα ὅσα ἐτελοῦντο ἐντὸς τῆς Εὐχαριστίας ἐτελοῦντο μὲ τὴν εὐλογίαν του.


         Ὁ Ἐπίσκοπος συνεπῶς ὅταν διοικεῖ δὲν ἀσκεῖ διοίκησιν, ὅπως λέμε, ἀλλὰ προεκτείνει σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία τῆς Θείας Εὐχαριστίας τῆς ὁποίας προΐσταται. Χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία δὲν ὑπάρχει ἁγιασμὸς καὶ εὐλογία στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἅγιος χωρὶς τὴ συμμετοχή του στὸν Ἕνα Ἅγιον, Ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος προσφέρει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του λύτρον ἀντὶ πολλῶν εἰς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἀκριβῶς διότι μόνον στὴ Θεία Εὐχαριστία ὑπάρχει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη ἡ χάρις καὶ ὁ ἁγιασμὸς στὴ ζωή μας πηγάζουν ἀπὸ ἐκεῖ. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία χωρὶς Ἐπίσκοπον εἶναι ἀδιανόητη, οὔτε χάρις καὶ ἁγιασμὸς στὴ ζωή μας εἶναι δυνατὴ χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου.


         Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὅλα στὴν Ἐκκλησία γίνονται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου. Εἶναι ἡ θέση του στὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τίποτε ἄλλο. Ὁ Ἐπίσκοπος στὴν οὐσία δὲν εἶναι διοικητής, εἶναι λειτουργός. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κατανοήσουν πρῶτα οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ κατόπιν ὅλος ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς γιὰ νὰ μὴν παρεισφρύουν στὴν Ἐκκλησία ἀντιλήψεις κοσμικὲς περὶ διοικήσεως, ἐξουσίας καὶ τὰ τοιαῦτα.


         Ἀλλὰ τί σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι πρώτιστα πάντων καὶ κατεξοχὴν λειτουργὸς καὶ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας; Ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο θεολογικὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας καὶ πῶς ἐκδηλώνεται στὴν πράξη;


         Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, στὸν ὁποῖον ἀναφερθήκαμε ἤδη, βλέπει τὸν Ἐπίσκοπο μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία ὡς καθήμενον εἰς τόπον ἤ τύπον Θεοῦ περιστοιχούμενον ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν εἰς τύπον τῶν Ἀποστόλων. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἐπεκράτησε σὲ ὅλη τη διαδρομὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διαμέσου τῶν αἰώνων καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴ δομὴ τῶν ἱερῶν ναῶν καθὼς καὶ τὴ δομὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀξίζει νὰ τὰ δοῦμε αὐτὰ ἀπὸ πιὸ κοντά.


         Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στὴ Θεία Λειτουργία βιώνουμε καὶ προγευόμεθα τῆς καταστάσεως στὴν ὁποία θὰ ζεῖ ὁ κόσμος ὅταν ἐπικρατήσει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ πιστοὶ προσδοκοῦμε καὶ γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ὁποίας προσευχόμεθα κάθε φορὰ ποὺ λέμε στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ "ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου". Τὰ χαρακτηριστικά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ περιλαμβάνουν ὅλα ὅσα παρατηροῦμε στὴν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ

α)     τὴ σύναξη τοῦ διεσκορπισμένου κόσμου ἐπὶ τῷ αὐτῷ. Στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης κ.ἄ., ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶχε ἕνα μόνο ὄνομα: Σύναξις. Καὶ τοῦτο διότι στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ διηρημένος καὶ κατατεμαχισμένος κόσμος μας, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ διαίρεση καὶ κατατεμαχισμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας θὰ παραχωρήσουν τὴ θέση του στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι συνώνυμα μὲ τὴν αἰώνια, τὴν ἀληθινὴ ζωή. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ βαθύτερος θεολογικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἀπαγορεύσει τὴν τέλεση περισσοτέρων τῆς μιᾶς Θείων Λειτουργιῶν στὴν ἴδια ἐνορία. Ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεία Εὐχαριστία συνάγει ὅλον τὸν λαὸν ἐντὸς ἑνὸς τόπου ἐπὶ τῷ αὐτῷ.

β)     Ἡ σύναξη τοῦ διασκορπισμένου κόσμου ἐπὶ τῷ αὐτῷ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἔχει ἕνα συγκεκριμένο κέντρο καὶ μία συγκεκριμένη κεφαλή, τὸν Βασιλέα Ἰησοῦ Χριστόν, ὁ ὁποῖος καθήμενος ἐπὶ θρόνου εἰς τύπον καὶ τόπον Θεοῦ θὰ συναγάγει τὰ διασκορπισμένα εἰς ἕν καὶ θὰ θρέψει τὸν κόσμον μὲ τὴν αἰώνια ζωὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Σῶμα Του.
Αὐτὸν τὸν Βασιλέα Χριστόν, ὅπως θὰ ἔλθει στὴ Βασιλεία Του, εἰκονίζει στὴν Ἐκκλησία ὁ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπος. Γι' αὐτὸ καὶ κάθεται ἐπὶ θρόνου, ὄχι βέβαια αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα Δεσποτικὸ Θρόνο, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ λέγεται Σύνθρονο, κάτι ποὺ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ στοὺς ναοὺς καὶ ποὺ ἔχει ἀτυχῶς σήμερα ἀτονήσει. Ὁ θρόνος τοῦ Ἐπισκόπου στὸ Σύνθρονο εἶναι εἰκόνα τῆς ἐγκαθιδρύσεως τοῦ Χριστοῦ στὴ Βασιλεία Του, μὲ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους νὰ τὸν περιστοιχοῦν καθήμενοι καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴ φράση τοῦ Κυρίου "ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραήλ", κάτι ποὺ εἰκονίζεται ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως.


         Δὲν εἶναι συνεπῶς χωρὶς σημασία τὸ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ οἱ λειτουργοὶ στὴ Θεία Εὐχαριστία φέρουν λαμπρὲς στολές. Κακῶς σκανδαλίζονται πολλοὶ σήμερα ἀπὸ τὴ λαμπρότητα τῶν ἀμφίων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ θέλουν δῆθεν νὰ τὰ ἁπλοποιήσουν. Ὅλα στὴ Θεία Εὐχαριστία εἶναι λουσμένα στὸ φῶς καὶ τὴ λαμπρότητα γιατί μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ἐκκλησία μας θέλησε νὰ δείξει ὅτι στὴ Θεία Λειτουργία ζοῦμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἤμαστε παιδιὰ στὰ χρόνιά μου, θυμοῦμαι ὅτι ἦταν ἀδιανόητο νὰ πᾶμε στὴ Λειτουργία ἂν δὲ φορούσαμε τὰ καλύτερά μας ροῦχα. Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν πιὸ αὐθεντικὴ ἔκφραση τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ στέρηση, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἁπλότητα τοῦ βίου βιώνονται στὸ ἔπακρον δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι βρίσκονται τὰ πολυτελέστερα ἄμφια τῶν λειτουργῶν. Ἡ ταπείνωση καὶ ἁπλότητα τοῦ καθημερινοῦ βίου τῶν μοναχῶν δὲν μπορεῖ νὰ συνεχιστεῖ καὶ ἐπεκταθεῖ στὴ Θεία Εὐχαριστία. Γιατί στὴ Θεία Εὐχαριστία ζοῦμε τὴν ὑπέρβαση τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ δοξασμό του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀπαγορεύσει τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας σὲ ἡμέρες νηστείας, μὲ δυὸ μόνον ἐξαιρέσεις ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸν κανόνα. Εὐχαριστία καὶ νηστεία εἶναι ἀσυμβίβαστα, ἀκριβῶς διότι ἡ Εὐχαριστία εἶναι χαρὰ καὶ πανηγύρι, "κλάσις τοῦ Ἄρτου ἐν ἀγαλλιάσει" κατὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς.


         Ὅλα στὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ στὸν ναὸ εἶναι λαμπρά. Οἱ εἰκόνες ἔχουν φόντο χρυσό, οἱ πολυέλαιοι εἶναι ἀναμμένοι, τὰ πρόσωπα τῶν πιστῶν λάμπουν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ φυσικὰ ὁ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπος, ὡς εἰκὼν τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, τί φυσικότερον ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει λαμπρὰ στολὴ καὶ ἀμφίεση.



         Ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται σήμερα κάπως περίεργα. Καὶ τοῦτο διότι χάσαμε πλέον τὴ γλῶσσα τῆς εἰκόνας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι στὴ Θεία Εὐχαριστία εἰκὼν Χριστοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὅμως ἐντελῶς ἀδιανόητη χωρὶς τὴν ἔννοια τοῦ εἰκονισμοῦ.


         Τί εἶναι εἰκόνα καὶ πῶς ἐφαρμόζεται στὴ Θεία Εὐχαριστία; Ὁ εἰκονισμὸς εἶναι πρῶτα ἀπ' ὅλα διάχυτος στὸν Ὀρθόδοξο ναὸ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας. Ἔτσι στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία ὁ τροῦλος εἶναι ὁ χῶρος ὅπου παριστάνεται ἡ Οὐράνια Ἐκκλησία ἐνῶ ἡ ἀμέσως ἀπὸ κάτω ζώνη διακόσμησης εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἐξεικόνιση τῆς ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χορὸς ἀπὸ Ἁγίους, ὅπως καὶ ἡ ἡμερολογιακὴ σειρὰ τῆς μνήμης τους εἶναι κατανεμημένος σ' ὁλόκληρο τὸ ναό. Οἱ πατριάρχες, οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱερεῖς ἔχουν θέση στὴν κύρια ἁψίδα, στὸ ἱερὸ βῆμα καὶ στοὺς παραπλεύρους χώρους, ἤ στοὺς ἀμέσως κάτω ἀπὸ τὸν τροῦλο εὐρισκομένους θόλους. Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες σὲ ὁμαδικὴ διάταξη σκεπάζουν τὰ κύρια τόξα τοῦ τρούλου, τοὺς τοίχους, τὶς κολῶνες καὶ τοὺς ὑπόλοιπους θολωτοὺς χώρους τοῦ ναοῦ, ἐνῶ οἱ ἀσκητές, οἱ ἁπλοὶ μοναχοὶ καὶ οἱ τοπικοὶ Ἅγιοι καταλαμβάνουν τελικὰ τὸ δυτικὸ τμῆμα τοῦ ναοῦ δίπλα στὴν εἴσοδο. Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ἕνα πράγμα : ὅτι στὴ Θεία Λειτουργία οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ αἰσθάνονται ὅτι βρίσκονται στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων, στὴν ὁποία βασιλεύει ὁ Χριστός, ὅπως θὰ συμβεῖ ἀκριβῶς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.


         Ἀλλὰ ὁ εἰκονισμὸς δὲν περιορίζεται στὸν ναὸ καὶ τὶς εἰκόνες ποὺ τὸν διακοσμοῦν. Ἐπεκτείνεται καὶ στὰ τελούμενα ἐν τῷ ναῷ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ τὰ τελοῦν, δηλαδὴ στοὺς λειτουργούς. Ἔτσι, ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο καὶ ἀπηχώντας τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, ὁ Ἅγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸν 8ο αἰώνα, στὸ ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα στὴ Θεία Λειτουργία γράφει γιὰ τὸ Σύνθρονο τοῦ Ἐπισκόπου ὅτι εἶναι "τόπος καὶ θρόνος ἐν ὅπερ ὁ Παμβασιλεύς Χριστὸς προκάθηται μετὰ τῶν αὐτοῦ Ἀποστόλων". Ὑποδεικνύει δὲ καὶ τὴν Δευτέραν Αὐτοῦ Παρουσίαν "καθ' ἥν ἐλθών ἐν δόξῃ" - σημειῶστε τὸ στοιχεῖο τῆς δόξας καὶ λαμπρότητος - "ἀποδοὺς ἐκάστω κατὰ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ πάντα κόσμον κρινεῖ".


         Ὅλα λοιπὸν καὶ ὅλοι μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία εἰκονίζουν κάτι. Ὁ λαὸς τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ὁ Ἐπίσκοπος τὸν Χριστὸ Βασιλέα, οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἀποστόλους, οἱ διάκονοι τοὺς Ἀγγέλους, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα "τὰ εἰς δικανονίαν ἀποστελλόμενα" κατὰ τὴν ἔκφραση τῆς Γραφῆς. Ἡ ἀναπαράσταση τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο ὡς Χριστὸ Βασιλέα, τοὺς διακόνους ὡς Ἀγγέλους κλπ. εἶναι ἐμφανὴς στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία τῶν ναῶν. Ὅποιος ἀρνεῖται τὸν εἰκονισμὸ στὴν Ἐκκλησία, ἀρνεῖται ὅλη τὴν ἱστορία τῆς Σωτηρίας, ἰσχυρίζεται ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.


         Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ εἰκόνα μέσα στὴ θεολογία τῆς Λειτουργίας καὶ γιατί εἶναι ἀπαραίτητη; Τί σημαίνει ὡς πρὸς τὸ θέμα μας ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ καὶ γιατί δὲν μποροῦμε νὰ παρακάμψουμε τὴν εἰκόνα καὶ νὰ φθάσουμε ἀπευθείας στὸ πρωτότυπο; Γιατί μὲ ἄλλα λόγια δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμεθα ἀπευθείας στὸ Χριστό, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα του, ὁ Ἐπίσκοπος; Μάλιστα, πολλοὶ θὰ προτιμοῦσαν νὰ μὴν παρεμβάλλεται τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο ἐνίοτε μᾶς ἐμποδίζει νὰ προσευχηθοῦμε νοερὰ καὶ πνευματικά, ὅπως λέμε, ὄχι σπάνια ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς λαμπρᾶς ἀμφίεσης.


         Τέτοιες σκέψεις ὁδήγησαν τὸν προτεσταντισμὸ στὴν ἀπόρριψη τοῦ εἰκονισμοῦ, τόσο στὴ διακόσμηση τοῦ ναοῦ ὅσο καὶ στὴν ἀντίληψη περὶ λειτουργῶν καὶ ἱεροσύνης. Τὸ ἴδιο ἔκανε περίπου καὶ ἡ δευτέρα Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ προτεσταντισμοῦ καὶ λόγω του ὅτι στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας εἶχε πρὸ πολλοῦ μετατραπεῖ σὲ ἁπλὴ διακοσμητικὴ τέχνη χωρὶς ἐσχατολογικὸ καὶ ὀντολογικὸ περιεχόμενο.


         Μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων ἐπεκράτησε στὸν καιρό μας σύγχυση καὶ ἀντιφατικότητα σὲ βαθμὸ ἄκρως ἐπικίνδυνο. Ἔτσι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ πιστοί μας δέχονται τὸν εἰκονισμὸ ὡς πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες τὶς ὁποῖες προσκυνοῦν μὲ εὐλάβεια ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος διστάζουν νὰ προσεγγίσουν μὲ τὸν ἴδιο λατρευτικὸ ρεαλισμό, μὲ τὴν ἴδια εὐλάβεια, τοὺς λειτουργοὺς καὶ τὸν Ἐπίσκοπο. Ὑπάρχουν, βέβαια, ἀκόμη πολλοὶ ποὺ βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ἀλλὰ ὁ ἀριθμὸς τους μειώνεται διαρκῶς καὶ περισσότερο καὶ χάνεται ἡ εἰκονολογικὴ ἀντίληψη τῶν δρωμένων τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πόσοι βλέπουν πλέον τὸν προεστώτα τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπο ὡς εἰκόνα Χριστοῦ;


         Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀρχίζει νὰ ἐκλείπει ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι διττός. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀγνοοῦμε τὸ τί σημαίνει "εἰκόνα", "εἰκονισμός" καὶ "εἰκονίζω" στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος δὲν φαίνεται νὰ κατανοοῦμε πιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ εἰκονισμοῦ στὴ λατρεία.


         Ἂς ἀναλύσουμε σύντομα αὐτὰ τὰ δυὸ στοιχεῖα. Εἰκόνα εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ἐπιγραμματικά, ἡ προσωπικὴ ἡ ὑποστατικὴ παρουσία χωρὶς τὴν παρουσία τῆς οὐσίας ἡ φύσεως. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ὁ ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι σαφὴς : «Οὐχ ἄλλο τι ἐστὶν ἡ τοῦ Χριστοῦ εἰκών, ἤ Χριστός, παρὰ τὸ τῆς οὐσίας, δηλαδή, διάφορον.» Γι' αὐτὸ καὶ δὲν διστάζει νὰ γράψει : «καὶ Χριστὸν τὴν τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα λέγομεν».


         Μὲ ἄλλα λόγια στὴν εἰκόνα ὑπάρχει προσωπικὰ τὸ πρωτότυπο γι' αὐτὸ καὶ ἡ προσκύνησίς της "ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει" κατὰ τὴν γνωστὴν φράσιν τοῦ Μ. Βασιλείου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρὶς θεολογία τοῦ προσώπου δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἔννοια τῆς εἰκόνας.


         Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τείνει πρὸς τὴν ἀτομοκρατία καὶ δυσκολεύεται νὰ κατανοήσει τὴν εἰκόνα. Ἔτσι βλέπει τὸν ἄλλον ὡς ἄτομο, παρασύρεται ἀπὸ τὶς φυσικές του ἰδιότητες καὶ ἀδυνατεῖ νὰ ἀναχθεῖ πέρα ἀπὸ αὐτὲς σὲ κάτι ποὺ παραπέμπει προσωπικὰ ἡ εἰκόνα.


         Γιὰ νὰ περιορίσουμε τὸ πρόβλημα στὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μας, τὸ νὰ λέμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ ξενίζει τὸν ἄνθρωπο σήμερα, ὁ ὁποῖος συνηθίζει νὰ βλέπει ὅλα καὶ τὸν συγκεκριμένο Ἐπίσκοπο ὡς ἄτομο, οἱ φυσικὲς ἰδιότητες τοῦ ὁποίου, τὸ σῶμα, ἡ μορφή, τὰ χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητός του, θετικὰ ἤ ἀρνητικά, ἐγκλωβίζουν τὴ σκέψη του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀναχθεῖ πρὸς κάτι πέρα ἀπὸ τὸ ὁρώμενο ἄτομο.


         Γιατί ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας στὴ Θεία Εὐχαριστία; Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δίνουν στὴν εἰκόνα τὸ προβάδισμα ἔναντι τοῦ λόγου γιὰ δυὸ κυρίως λόγους. Ὁ ἕνας εἶναι ὅτι, ὁ λόγος μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ παρανοήσεις ἐνῶ ἡ εἰκόνα δυσκολότερα. Ὁ ἄλλος, ὁ καὶ κυριότερος κατ' αὐτούς, εἶναι διότι ἡ εἰκόνα προσεγγίζει περισσότερο πρὸς τὸ ἐσχατολογικὸ ὅραμα. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ θέα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς ἐσχατολογικῆς θέας. "Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μὴ ἴδει ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσία τὴν Τούτου μορφήν".


         Ἂν δὲν ἔχουμε ἔννοια εἰκόνας τότε δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε πῶς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς προσεγγίσει διαμέσου τῆς ἱστορίας, παραμένουμε ἐγκλωβισμένοι στὴν ἱστορία, σ' αὐτὸ ποὺ βλέπουμε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι γιὰ μᾶς ὁ κύριος τάδε μὲ τὶς ἰδιότητες τῆς ἀτομικῆς ὑπάρξεώς του, καλὲς ἤ κακές, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἀναχθοῦμε διαμέσου του πρὸς τὴν Βασιλεία. Ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ παρακάμπτει ἔτσι τὸν ἄνθρωπο καὶ πραγματοποιεῖται μέσω τῆς φαντασίας. Ὁ πιστὸς ποὺ πηγαίνει στὴν Θείαν Εὐχαριστία καὶ κλείνει τὰ μάτια του ἤ διαβάζει τὸ βιβλίο τῆς Θείας Λειτουργίας ἐπικοινωνεῖ - μᾶλλον νομίζει πὼς ἐπικοινωνεῖ - νοερὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ θεωρεῖ τοὺς ἀνθρώπους δίπλα του ἐμπόδιο στὴν ἐπικοινωνία του αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ καθίσει στὸ σπίτι του καὶ νὰ προσευχηθεῖ νοερὰ - τώρα μάλιστα ἔχει στὴ διάθεσή του καὶ τὴ ραδιοφωνικὴ ἤ τηλεοπτικὴ μετάδοση τῆς Θείας Λειτουργίας - χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὸ διπλανό του ἤ νὰ σκανδαλίζεται ἀπὸ τὸ λειτουργό.


        Ἡ εἰκόνα μᾶς προσφέρει παραδόξως τόσο μία καταξίωση τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πλησίον μας, ὅσο καὶ μία ὑπέρβαση καὶ ἀναφορά τους στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεώρηση τοῦ Ἐπισκόπου ὡς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ἔχει σπουδαῖες συνέπειες στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀμφίεση γιὰ τὴν ὁποίαν ἤδη ἔγινε λόγος ὑπάρχουν μέσα στὸ τυπικό τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, σημαντικὰ στοιχεῖα ποὺ εἰκονίζουν τὴν ἔλευση καὶ ἐγκαθίδρυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ διαμέσου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Θὰ περιορισθῶ σὲ μερικὰ ἀπὸ αὐτά.

α)     Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἐπισκόπου. Στὶς ἀρχαῖες λειτουργίες ἡ εἴσοδος αὐτὴ ταυτίζεται μὲ τὴ λεγομένη Μικρὰ Εἴσοδο. Πρὶν ἀπὸ αὐτὴν ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εὐρίσκετο στὸν ναό. Ἐνεδύετο τὰ ἄμφιά του στὸ σκευοφυλάκιο καὶ εἰσήρχετο στὸν ναὸ ὅπου τὸν ἀνέμενεν ὁ λαὸς γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ ὡς τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ψαλμωδία "δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ" συνοδευόμενη προφανῶς ἀπὸ μία προσκύνηση τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν εἰκονίζοντα τὸν Χριστὸν Ἀρχιερέα. Σήμερα ἡ συνήθεια τῶν Ἐπισκόπων, μόνο στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη - εὐτυχῶς - νὰ ἐνδύονται τὰ ἄμφιά των ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ γελοιοποιεῖ, ἂν δὲν ἐξαφανίζει, τὴν ἔννοια τῆς εἰσόδου ἀφοῦ ὁ Ἐπίσκοπος ξαναμπαίνει ἐκεῖ ποὺ ἤδη εἶχε εἰσέλθει. Τοῦτο συντελεῖ στὴν ἀπώλεια τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐρχομένου στὸν κόσμο, ὅπως τὴν ἔβλεπεν ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κ.ἄ.

β)     Ἡ ἐγκατάστασις τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τὸ Σύνθρονον, βασικὴ ὅπως εἴδαμε εἰκόνα τοῦ ἐσχατολογικοῦ Χριστοῦ στὴν ὁποία τόσο πολὺ ἐπέμειναν οἱ Πατέρες ποὺ ἑρμήνευσαν τὴ Θεία Λειτουργία. Καὶ αὐτὸ τείνει νὰ ἀτονήσει. Σημειωτέον ὅτι μόνον ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος κάθεται εἰς τὸ Σύνθρονόν του διότι μόνον αὐτὸς εἶναι κεφαλὴ τῆς συγκεκριμένης τοπικῆς Ἐκκλησίας.

γ)     Τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου μόνον εὐθὺς μετὰ τὰ ἀναγνώσματα, διότι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος, "μετὰ ταῦτα ὅλα πλέον συντελοῦνται στὰ ἔσχατα", στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου τὸ κήρυγμα εἶναι ἀδιανόητο. Καὶ αὐτὸ δυστυχῶς πολὺ συχνὰ πλέον καταστρατηγεῖται καὶ ἔτσι ἀνατρέπεται ἡ ἔννοια τῆς Εὐχαριστίας ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας.

δ)     Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ, διότι μόνον αὐτὸς δὲν λαμβάνει μέρος στὴν ἱερὰν πομπὴ τῶν Τιμίων Δώρων καὶ ἀναμένει πρὸ τῆς Ἁγίας Πύλης γιὰ νὰ τὰ παραλάβει. Εἶναι ἄκρως σημαντικὴ αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια ὅταν μάλιστα ληφθεῖ ὑπόψιν ὅτι στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος δὲν ἐπλησίαζε καθόλου στὴν Πρόθεση καὶ δὲν μετεῖχε στὴν Προσκομιδή, ὅπως συμβαίνει σήμερα. Ὡς εἰκὼν Χριστοῦ παραλαμβάνει τὰ δῶρα διὰ νὰ τὰ ἀναφέρει εἰς τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ ἁγιάσει. Πρόκειται γιὰ μία κατεξοχὴν χριστολογικὴ πράξη.

ε)     Ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς, ἡ ὁποία ἀρχίζει μὲ τὸ "Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ" καὶ τελειώνει μὲ τὰ Δίπτυχα λέγεται ὅλη ἀπὸ τὸν προεστώτα Ἐπίσκοπο διότι εἶναι ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο ὅλον. Τὰ Δίπτυχα, ποὺ ἀποτελοῦσαν ἄλλοτε οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι διπλὰ : τῶν κεκοιμημένων καὶ τῶν ζώντων • καὶ τῶν μὲν κεκοιμημένων ἔχουν ἐπικεφαλῆς τὴν Παναγίαν, "ἐξαιρέτως", τῶν δὲ ζώντων τὸν προεστώτα Ἐπίσκοπον, "ἐν πρώτοις". Τὸ σημεῖον αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι χωρὶς τὸ μνημόσυνον τοῦ Ἐπισκόπου ἡ Εὐχαριστία εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτος. Πρόκειται γιὰ τὸ πλέον καίριο στοιχεῖο, ποὺ ἀναδεικνύει τὴν Θεία Εὐχαριστία ἐπισκοποκεντρικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι οἱ ζῶντες ἀναγνωρίζουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὡς κεφαλὴ τοὺς ἐν πρώτοις τὸν Ἐπίσκοπο. Γι' αὐτὸ καὶ ἐνέχει ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἡ ὀρθὴ μνημόνευση τὴ στιγμὴ ἐκείνη τοῦ κανονικοῦ Ἐπισκόπου ἤ ἐκείνου "ὧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψει" κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου.


         Ὅταν τῆς Θείας Λειτουργίας προΐσταται Ἀρχιερεὺς ἀναγινώσκονται τὰ Δίπτυχα μὲ τὰ ὀνόματα τῶν κεφαλῶν ὅλων τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν μετὰ τῶν ὁποίων εὑρίσκεται σὲ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τοῦτο εἶναι σημαντικό, καὶ κακῶς κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη ἔχει πλέον περιορισθεῖ μόνον κατὰ τὶς μεγάλες πανηγύρεις. Διότι τὸ νόημά του δὲν εἶναι τελετουργικὸ ἀλλὰ βαθύτατα ἐκκλησιολογικό. Μὲ αὐτὸ δηλώνεται ὅτι κάθε Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπον οὔσα, δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἔγκυρη ἂν δὲν ἀποτελεῖ κοινωνίαν μὲ τὴν Εὐχαριστίαν ὅλων τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.

         Ὁ Ἐπίσκοπος, ὡς προεστώς τῆς τοπικῆς Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ κρίκον ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς μὲ ὅλες τὶς ἀνὰ τὸν κόσμον Ἐκκλησίες. Ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι μόνον τὸ κέντρο ἑνότητος τῆς δικῆς του τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ ὁ κρίκος ποὺ συνδέει μεταξὺ τους ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες σὲ μία ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησία. Γιὰ τὸ λόγο ἄλλωστε αὐτὸ καὶ ὑπάρχει τὸ συνοδικὸ σύστημα στὴν Ἐκκλησία, στὸ ὁποῖο μετέχουν μόνον Ἐπίσκοποι. Πρόκειται γιὰ ἕνα σύστημα ἑνότητος ὅλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν διαμέσου τῶν προεστώτων τῆς Θείας Εὐχαριστίας κάθε Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐμμέσως, κάθε Σύνοδος ἀποτελεῖ εὐχαριστιακὸ γεγονός, ἔκφραση τῆς μιᾶς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Θείας Εὐχαριστίας.


         Στὸ σημεῖο αὐτό, τῆς ἐκφωνήσεως δηλαδὴ τῶν Διπτύχων πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ σημεῖο οὐσιαστικό τῆς Εὐχαριστίας, διότι ἔχει σχέση μὲ τὴν Εὐχαριστία ὡς ἀνάμνηση, ὡς μνημόσυνο ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ στὴ Βασιλεία Του. Τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς φρικτῆς Ἀναφορᾶς ὁ λειτουργὸς μνημονεύει ὅλων ἐκείνων, νεκρῶν καὶ ζώντων, τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ θυμηθεῖ ὁ Θεὸς στὴ Βασιλεία Του : "Μνήσθητι Κύριε" τούτων ἤ ἐκείνων τῶν προσώπων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὀρθῶς ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Πατρῶν, ὁ τιμώμενος ἀπόψε, εἰσηγεῖται νὰ ἀπαλειφθεῖ ἀπὸ τὰ Δίπτυχα ἡ φράση "πολλὰ τὰ ἔτη" ἡ ὁποία παρεισέφρησε προφανῶς ἐξ' ἐπιδράσεως τῶν ἀρχιερατικῶν φημῶν. Πρόκειται γιὰ σημαντικὴ πρόταση, ἡ ὁποία ἐλπίζω νὰ ληφθεῖ ὑπόψιν ἀπὸ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πρωτοστατοῦντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.


        Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἄλλες πτυχὲς τῆς Θείας Λειτουργίας, οἱ ὁποῖες καταδεικνύουν τὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου στὴ Θεία Εὐχαριστία. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει κανεὶς πολλὲς λειτουργικὲς λεπτομέρειες, σημαντικὲς ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἱερεὺς ὅταν πρόκειται νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία λαμβάνει καιρὸν ὄχι μόνον ἀπὸ τὶς ἱερὲς εἰκόνες τοῦ εἰκονοστασίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι κενὸς - ἔτσι τουλάχιστον ἔκαναν οἱ παλαιοὶ ἱερεῖς - καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία παρὰ ἐπάνω σὲ Ἀντιμήνσιο ὑπογεγραμμένο ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅλα αὐτὰ μαζὶ μὲ τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου τὴν ὥρα τῆς Ἀναφορᾶς μαρτυροῦν ὅτι καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν λειτουργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος, αὐτὸς εἶναι τὸ κέντρον τῆς Θείας Εὐχαριστίας.


        Σεβασμιώτατοι καὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ὁ αἰὼν ὁ ὁποῖος δύει ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς αἰώνας τῆς ἐκκλησιολογίας. Πράγματι, πολλὲς μελέτες ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐποχή μας. Ἀλλά, ἡ ἐκκλησιολογικὴ συνείδηση, ἀκόμη καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, ἔχει πολλὴν ἀνάγκη καλλιεργείας. Στὴν ὁμιλία μου αὐτὴ θέλησα νὰ ὑπογραμμίσω ἰδιαιτέρως τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστία. Συνηθίζομε νὰ θεωροῦμε τὸ τυπικὸ ὡς κάτι δευτερεῦον, ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία μας τὴν Ὀρθόδοξο δὲν ὑπάρχουν τύποι καὶ τυπικὸν χωρὶς βαθὺ ἐκκλησιολογικὸ περιεχόμενο.


         Τὸ λειτουργικό μας τυπικὸ πηγάζει ἀπὸ τὴ θεολογικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εἶναι νεκρὸν γράμμα, οὔτε τυπολατρία. Ὁ σεβασμὸς του ἀποτελεῖ καθῆκον ἰσάξιο πρὸς τὸ σεβασμὸ ποὺ ὀφείλουμε πρὸς τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας.





(ἐπί τῆ ἑξηκονταετηρίδι
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Νικοδήμου
Διακίδειος Σχολή Λαοῦ
15 Ιανουαρίου 1999)

Κυριακή, Ιουνίου 30, 2013

Η παρεξηγημένη “Αγιότητα”(Του Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννου (Ζηζιούλα)

ηγή:ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ
agioi_pantes 

Αν ρωτήσει κανείς τυχαία τους ανθρώπους στον δρόμο τι αποτελεί κατά τη γνώμη τους «αγιότητα», η απάντηση που θα λάβει κατά κανόνα είναι περίπου η εξής: άγιος είναι εκείνος που δεν κάνει αμαρτίες, που τηρεί τον νόμο του Θεού, είναι ηθικός από κάθε άποψη, με μια φράση: «δεν αμαρτάνει». Σε ορισμένες περιπτώσεις στην έννοια της αγιότητας προστίθεται ένα στοιχείο και με χροιά μυστικισμού, σύμφωνα με την όποια άγιος είναι εκείνος που έχει εσωτερικά βιώματα, επικοινωνεί με το «θείον», περιέρχεται σε έκσταση και βλέπει πράγματα που δεν τα βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι, με λίγα λόγια ζει υπερφυσικές καταστάσεις και ενεργεί υπερφυσικές πράξεις.
Έτσι η έννοια της αγιότητας φαίνεται να συνδέεται στη σκέψη των ανθρώπων με κριτήρια ηθικολογικά και ψυχολογικά. Όσο πιο ενάρετος είναι κανείς, τόσο πιο άγιος είναι. Και όσο πιο χαρισματικός είναι κάποιος και επιδεικνύει ικανότητες που δεν τις έχουν συνήθως οι άνθρωποι (όπως να διαβάζει τη σκέψη μας, να προβλέπει το μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισσότερο μας κάνει να τον θεωρούμε «άγιο». Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα: όταν διαπιστώσουμε κάποιο ελάττωμα στον χαρακτήρα ή τη συμπεριφορά κάποιου (ότι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τον διαγράφουμε από τους «αγίους». Ή αν δεν εκδηλώσει υπερφυσικές ικανότητες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μας ξενίζει και η σκέψη ακόμη ότι θα μπορούσε κάποιος να είναι άγιος.
Η κοινή και διαδεδομένη αυτή αντίληψη για την αγιότητα δημιουργεί ορισμένα βασικά ερωτηματικά, όταν τη θέσουμε στο φως του Ευαγγελίου, της πίστεως και της παραδόσεώς μας. Ας αναφέρουμε μερικά από αυτά:
1. Αν η αγιότητα συνίσταται κυρίως στην τήρηση των ηθικών αρχών, τότε γιατί ο Φαρισαίος κατακρίθηκε από τον Κύριο, ενώ δικαιώθηκε ο Τελώνης  στη γνωστή σε όλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε να αποκαλούμε τον Φαρισαίο «υποκριτή», αλλά στην πραγματικότητα δεν έλεγε ψέματα, όταν ισχυριζόταν ότι τηρούσε πιστά τον Νόμο, ότι έδινε το 1/10 της περιουσίας του στους πτωχούς και ότι τίποτε από όσα του ζητούσε ο Θεός ως πιστός Ιουδαίος δεν παρέλειπε να εφαρμόσει. Όπως επίσης δεν έλεγε ψέματα όταν χαρακτήριζε τον τελώνη αμαρτωλό – όπως και ο τελώνης τον εαυτό του – γιατί πράγματι ο τελώνης ήταν άδικος και παραβάτης των ηθικών κανόνων.
2. Παρόμοιο ερώτημα προκύπτει και από τη χρήση του όρου «άγιος» από τον Απόστολο Παύλο στις επιστολές του. Απευθυνόμενος στους χριστιανούς της Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης, της Γαλατίας κ.λπ., ο Παύλος τους καλεί «αγίους». Στη συνέχεια όμως των επιστολών αυτών κατονομάζει μύρια όσα ηθικά ελαττώματα των χριστιανών αυτών, τα οποία και επικρίνει δριμύτατα. Στην προς Γαλάτας μάλιστα επιστολή φαίνεται ότι η ηθική κατάσταση των εκεί «αγίων» ήταν τόσο απογοητευτική, ώστε να αναγκάζεται ο Παύλος να τους γράψει: «ει γαρ αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων αναλωθείτε»! Πώς συμβαίνει να καλούνται οι πρώτοι χριστιανοί «άγιοι», όταν είναι βέβαιο ότι η καθημερινή τους ζωή δεν ήταν σύμφωνη με τις επιταγές της ίδιας της πίστεώς τους; Θα διανοείτο άραγε κανείς στις μέρες μας να καλούσε «άγιον» έναν από τους χριστιανούς;
3. Αν η αγιότητα συνδέεται με υπερφυσικά χαρίσματα, τότε θα μπορούσε να την αναζητήσει και να τη βρει κανείς και έξω από την Εκκλησία. Είναι γνωστό ότι και τα πονηρά πνεύματα ενεργούν υπερφυσικές πράξεις. Οι άγιοι δεν είναι μάντεις και φακίρηδες, ούτε κρίνεται η αγιότητα τους από τέτοια «χαρίσματα». Υπάρχουν άγιοι της Εκκλησίας μας για τους οποίους δεν αναφέρονται θαύματα, ενώ υπήρξαν θαυματοποιοί, οι οποίοι ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ως άγιοι. Είναι, σχετικά, πολύ ενδιαφέροντα όσα γράφει ο Απόστολος Παύλος στην Α’ επιστολή του προς τους Κορινθίους, οι οποίοι, όπως πολλοί σήμερα, εντυπωσιάζονταν από υπερφυσικές ενέργειες: «και εάν έχω πίστιν ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί». Το να διατάξεις ένα βουνό να μετακινηθεί, είχε πει ο Κύριος ότι είναι δυνατόν, αν έχεις πίστη «ως κόκκον σινάπεως». Δεν είναι όμως από μόνο του δείγμα αγιότητας, δεν είναι τίποτα «ουδέν», αν δεν υπάρχει η προϋπόθεση της αγάπης, κάτι δηλαδή που οποιοσδήποτε άνθρωπος χωρίς θαυματουργικές ικανότητες μπορεί να έχει. Θαυματουργία και αγιότητα δεν ταυτίζονται, ούτε συνυπάρχουν κατ’ ανάγκη.
4. Παρόμοια ερωτηματικά δημιουργούνται από τη σύνδεση της αγιότητας με ασυνήθεις και «μυστικές» ψυχολογικές εμπειρίες. Πολλοί ανατρέχουν σήμερα στις ανατολικές θρησκείες για να συναντήσουν εξαϋλωμένους «γκουρού», ανθρώπους εξαίρετης αυτοπειθαρχίας, ασκήσεως και προσευχής. Η Εκκλησία μας δεν τους θεωρεί αυτούς αγίους, όσο βαθιές και υπερφυσικές και αν είναι οι εμπειρίες τους, και όσο σπουδαία και αν είναι η αρετή τους.
Έτσι τελικά τίθεται το ερώτημα: υπάρχουν άγιοι εκτός της Εκκλησίας; Αν η λέξη «άγιος» σημαίνει αυτό που γενικά ο κόσμος νομίζει και που περιγράφουμε πιο πάνω (δηλαδή ηθικός βίος, υπερφυσικά χαρίσματα και υπερφυσικές εμπειρίες), τότε πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχουν άγιοι και εκτός της Εκκλησίας (Ίσως μάλιστα συχνότερα εκτός παρά εντός). Αν πάλι θελήσουμε να πούμε ότι η αγιότητα είναι δυνατή μόνο στην Εκκλησία, τότε πρέπει να αναζητήσουμε το νόημα της αγιότητας πέρα από τα κριτήρια που αναφέρουμε πιο πάνω, πέρα δηλαδή από την ηθική τελειότητα και τις υπερφυσικές δυνάμεις και εμπειρίες.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς αντιλαμβάνεται ή Εκκλησία μας την αγιότητα.
Ο όρος «άγιος» έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Η ρίζα της λέξεως στην ελληνική γλώσσα είναι το αγ-, από το οποίο παράγονται μια σειρά από όρους, όπως το αγνός, το άγος κ.λπ. Τη βαθύτερη σημασία της ρίζας αυτής την κρατάει το ρήμα άζεσθαι, που σημαίνει το δέος σε μια απόκρυφη και φοβερή δύναμη (Αισχύλου, Ευμ. 384 κ. έ.), το σέβας προς τον φορέα της Δύναμης (Ομήρου, Οδύσ. 9,200 κ. έ.) κ.λπ. Έτσι στον αρχαίο ελληνισμό η αγιότητα συνδέεται με τη δύναμη, με αυτό που ο Otto αποκαλεί mysterium fascinosum et tremendum – αυτό που προκαλεί ταυτόχρονα έλξη και φόβο.

Στην Παλαιά Διαθήκη η σημιτική λέξη, που μεταφράζεται από τους Εβδομήκοντα με το «άγιος» είναι το godes, που συγγενεύει με την ασσυριακή kuddushu, και που δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ριζικά, καθαιρώ (εξ ου και η σύνδεση με την καθαρότητα και αγνότητα). Τα άγια πράγματα είναι αυτά που τα ξεχωρίζει κανείς από τα υπόλοιπα – κυρίως στη λατρεία – και τα αφιερώνει στον Θεό.
Έτσι η Αγία Γραφή προχωρεί πέρα από την ψυχολογική σημασία που συναντούμε στους αρχαίους Έλληνες (το δέος, τον φόβο, τον σεβασμό προς μια ανώτερη δύναμη) και συνδέει την έννοια του «αγίου» με την απόλυτη ετερότητα, το απολύτως Άλλο, πράγμα που τελικά οδηγεί την Αγία Γραφή στην ταύτιση του «αγίου» με τον ίδιο τον Θεό, στην απόλυτη υπερβατικότητα σε σχέση με τον κόσμο. Άγιος είναι μόνο ο Θεός, και απ’ Αυτόν και μόνο και τη σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε αγιότητα. Για να δηλωθεί μάλιστα με έμφαση η πίστη αυτή στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας, ο προφήτης της αγιότητας του Θεού) καλεί τον Θεό τρεις φορές άγιο: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, που σημαίνει στη μορφή του εβραϊσμού, της τριπλής επαναλήψεως, απείρως άγιος (πρβ. το 777 και το αντίθετό του 666, για το οποίο τόσος λόγος και τόσος τρόμος γίνεται σήμερα).
Συνεπώς για την Αγία Γραφή η αγιότητα ταυτίζεται με τον Θεό και όχι με τον άνθρωπο ή τα ιερά πράγματα, όπως στον αρχαίο Ελληνισμό, γίνεται πρόσωπο, και μάλιστα στους Πατέρες της Εκκλησίας ταυτίζεται με την Αγία Τριάδα, με την οποία οι Πατέρες ταυτίζονται και το τρεις φορές άγιος τού Προφήτη Ησαΐα.Η αγιότητα, συνεπώς, για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική, και δεν εξαρτάται από τα ηθικά επιτεύγματα του ανθρώπου, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού, από τον βαθμό της προσωπικής σχέσεώς μας με τον προσωπικό Θεό. (Για τον λόγο αυτό και η Θεοτόκος ονομάζεται «Παναγία» ή και «Υπεραγία» - όχι για τις αρετές Της, αλλά γιατί αυτή, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, ενώθηκε προσωπικά με τον άγιο Θεό δίνοντας σάρκα και αίμα στον Υιό του Θεού).
Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι για την Εκκλησία ατομικό κτήμα κανενός, όσο «άγιος» κι αν είναι κανείς στη ζωή του, αλλά θέμα σχέσεως προσωπικής με τον Θεό. Ο Θεός κατά την ελεύθερη βούλησή Του αγιάζει όποιον Εκείνος θέλει, χωρίς να εξαρτάται ο αγιασμός από κάτι άλλο, παρά μόνο από την ελεύθερη θέληση του αγιασμένου. Όπως τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, οι άνθρωποι δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο εκτός από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η άσκησή μας δεν παράγει ως αποτέλεσμα την αγιότητά μας, αφού μπορούν να αποδειχθούν σκύβαλο χωρίς καμιά αξία.
Αυτή η ταύτιση της αγιότητας με τον ίδιο τον Θεό, στη χριστιανική πίστη οδηγεί στη σύνδεσή της με την ίδια τη δόξα του Θεού. Αγιότητα σημαίνει πλέον το να δοξασθεί ο Θεός από όλο τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ως πρώτο αίτημα της Κυριακάτικης προσευχής δεν είναι άλλο από το «αγιασθήτω το όνομά Σου». Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η προσευχή αυτή είναι εσχατολογική, δηλαδή αναφέρεται στην τελική κατάσταση του κόσμου, είναι σαφές ότι αυτό που ζητούμε στο «Πάτερ ημών» είναι να δοξασθεί ο Θεός από όλο τον κόσμο, να έλθει η στιγμή που όλος ο κόσμος  θα πει μαζί με τα Χερουβείμ αυτό που είδε και άκουσε ο Ησαΐας στο όραμά του: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου! ωσαννά εν τοις υψίστοις».
Οι άγιοι δεν επιζητούν τη δική τους δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Ο Θεός δοξάζει τους αγίους, όχι με τη δική τους δόξα, αλλά με την ίδια Του τη δόξα. Οι άγιοι αγιάζονται και δοξάζονται όχι με μια αγιότητα και μια δόξα που πηγάζει από μέσα τους, αλλά με την αγιότητα και τη δόξα του ίδιου του Θεού (πρβ. βυζαντινή αγιογραφία – χρήση φωτός απ’ έξω προς τα έσω κ.λπ.). Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη θέωση των αγίων.
Όπως αποσαφηνίστηκε κατά τις ησυχαστικές έριδες του 14ου αιώνα, σε αντίθεση προς τη δυτική θεολογία, η οποία έκανε λόγο για «κτιστή» χάρη, δηλαδή χάρη και δόξα που ανήκει στην ίδια τη φύση των ανθρώπων δοσμένη από τον Θεό κατά τη δημιουργία, η Ορθόδοξη θεολογία, όπως την ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι άλλοι ησυχαστές των χρόνων εκείνων, αντιλαμβάνεται το φως που βλέπουν οι άγιοι και τη δόξα που τους περιβάλλει ως «άκτιστες» ενέργειες του Θεού, δηλαδή ως το φως και τη δόξα αυτού του ίδιου τού Θεού. Ο πραγματικός άγιος, είναι εκείνος που δεν επιζητεί με κανένα τρόπο τη δική του δόξα, αλλά μόνο τη δόξα του Θεού. Όταν επιζητεί κανείς τη δική του δόξα, χάνει την αγιότητά του, γιατί σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει άλλος άγιος εκτός από τον Θεό. Αγιότητα σημαίνει μετοχή και κοινωνία στην αγιότητα του Θεού – αυτό σημαίνει άλλωστε θέωση. Κάθε αγιότητα που στηρίζεται στις αρετές μας, στην ηθική μας, στα προσόντα μας, στην άσκησή μας κ.λπ. είναι δαιμονική, και δεν έχει καμιά σχέση με την αγιότητα της Εκκλησίας μας. Από τις παρατηρήσεις αυτές γίνεται φανερό γιατί η κατ’ εξοχήν πηγή της αγιότητας βρίσκεται στη Θεία Ευχαριστία. Ας αναλύσουμε κάπως τη θέση αυτή.
Είπαμε ότι δεν υπάρχει άλλη αγιότητα από εκείνη του Θεού, και ότι οι άγιοι δεν διαθέτουν δική τους αγιότητα, αλλά μετέχουν στην αγιότητα του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι στην Εκκλησία δεν έχουμε αγίους, παρά μόνον με την έννοια των ηγιασμένων.
Όταν τον 4ο αιώνα μ.Χ. γίνονταν συζητήσεις σχετικά με τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, το κύριο επιχείρημα του αγίου Αθανασίου, για να αποδείξει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός και όχι κτίσμα, ήταν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν αγιάζεται, αλλά μόνον αγιάζει. Αν αγιαζόταν, θα ήταν κτίσμα, διότι τα κτίσματα, και συνεπώς και οι άνθρωποι, δεν αγιάζουν, αλλά αγιάζονται. Ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή Του, που διασώζεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και την ακούμε στο πρώτο από τα «δώδεκα Ευαγγέλια» της Μ. Πέμπτης, λέγει τη βαρυσήμαντη φράση προς τον Πατέρα: «υπέρ αυτών (των μαθητών και των ανθρώπων, κατ’ επέκταση) εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία». Τα λόγια αυτά λέγονται λίγο πριν από το Πάθος και σε σχέση με τον Μυστικό Δείπνο, έχουν δε ευχαριστιακό νόημα: ο Χριστός με τη θυσία Του αγιάζει ο ίδιος (ως Θεός) τον εαυτό Του (ως άνθρωπος) για ν’ αγιασθούμε εμείς κοινωνώντας το σώμα και το αίμα Του. Με τη συμμετοχή μας στη Θεία Ευχαριστία αγιαζόμεθα, δηλαδή γινόμαστε άγιοι κοινωνώντας με τον έναν και μόνον άγιο, τον Χριστό.
Ίσως δεν υπάρχει πιο αποκαλυπτικό σημείο της ζωής του χριστιανού του τι είναι αγιότητα, από την εκφώνηση του ιερέως, όταν υψώνει το Τίμιο Σώμα λίγο πριν από τη Θ. Κοινωνία: «τα άγια τοις αγίοις», δηλαδή το Σώμα του Χριστού και το Αίμα Του είναι άγια και προσφέρονται στους «άγιους», τα μέλη της Εκκλησίας προς κοινωνίαν. Η απάντηση του λαού στην εκφώνηση αυτή είναι συγκλονιστική, και συνοψίζει όσα είπαμε πιο πάνω: «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Ένας είναι μόνον άγιος, ο Χριστός – εμείς είμαστε αμαρτωλοί – και η αγιότητά Του, στην οποία καλούμεθα να συμμετάσχουμε και εμείς οι αμαρτωλοί, δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο από τη δόξα τού Θεού (εις δόξαν Θεού Πατρός). Την ώρα εκείνη η Εκκλησία βιώνει την αγιότητα στο αποκορύφωμά της. Με την ομολογία «εις άγιος», κάθε αρετή μας και κάθε αξία μας εκμηδενίζονται μπροστά στην αγιότητα του μόνου άγιου. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσερχώμεθα στη Θ. Κοινωνία χωρίς προπαρασκευή και αγώνα για την άξια προσέλευσή μας. Σημαίνει όμως ότι όσο και αν προετοιμαστούμε, δεν γινόμαστε άγιοι προτού κοινωνήσουμε. Η αγιότητα δεν προηγείται της ευχαριστιακής κοινωνίας, αλλ’ έπεται. Αν είμαστε άγιοι πριν κοινωνήσουμε, τότε προς τι η Θ. Κοινωνία; Μόνον η μετοχή στην αγιότητα του Θεού μας αγιάζει, και αυτό είναι που μας προσφέρει η Θ. Κοινωνία. Από την παρατήρηση αυτή πηγάζει μια σειρά από αλήθειες που έχουν σχέση με το θέμα μας.
Η πρώτη είναι ότι κατανοούμε με τον τρόπο αυτό γιατί, όπως αναφέραμε στην αρχή της ομιλίας μας, στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου όλα τα μέλη της Εκκλησίας καλούνται «άγιοι», παρά το ότι δεν χαρακτηρίζονται από ηθική τελειότητα. Εφ’ όσον αγιότητα για τους ανθρώπους σημαίνει μετοχή στην αγιότητα του Θεού, όπως αυτή προσφέρεται από τον Χριστό, ο Οποίος υπέρ ημών αγιάζει εαυτόν με τη θυσία Του, όλα τα μέλη της Εκκλησίας, που μετέχουν στον αγιασμό αυτό μπορούν να καλούνται «άγιοι».
Με την ίδια «λογική», στη γλώσσα της Εκκλησίας ήδη από τους πρώτους αιώνες και τα στοιχεία της Ευχαριστίας έλαβαν το όνομα «τα άγια» (πρβ. τα άγια τοις αγίοις»), παρά το ότι από τη φύση τους δεν είναι άγια. Και με την ίδια αιτιολογία η Εκκλησία πολύ νωρίς επίσης απένειμε τον τίτλο «άγιος» στους επισκόπους. Πολλοί σκανδαλίζονται σήμερα όταν λέμε «ο άγιος δείνα» (ένας δημοσιογράφος που είχε ως κύριο έργο του να προβάλλει σκάνδαλα επισκόπων, είχε καθιερώσει τη γραφή ο άγιος – εντός εισαγωγικών – δείνα. Πλήρης άγνοια της σημασίας του όρου άγιος).Ο Επίσκοπος  καλείται κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι για τις αρετές του, αλλά γιατί εικονίζει στη Θ. Ευχαριστία τον μόνον άγιο, ως εικών του Χριστού και ως καθήμενος εις τόπον και τύπον Θεού, κατά τον άγιο Ιγνάτιο. Η θέση του επισκόπου στη Θ. Ευχαριστία είναι εκείνη που δικαιολογεί τον τίτλο «άγιος». Ο Ορθόδοξος λαός, πριν υποστεί τη διάβρωση του ευσεβισμού   δεν είχε καμία δυσκολία να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του εικονισμού, και βλέπει τον ίδιο τον Χριστό στο πρόσωπο εκείνου, που τον εικονίζει μέσα στη Θ. Λειτουργία, δηλαδή στον επίσκοπο.
Έτσι η Θ. Ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν «κοινωνία αγίων». Σ’ αυτήν αποβλέπει η άσκηση των οσίων, η οποία δεν είναι ποτέ σκοπός, αλλά μέσο προς τον σκοπό, που είναι η ευχαριστιακή κοινωνία. Το σημείο αυτό λησμονείται και παραβλέπεται από πολλούς σύγχρονους θεολόγους, ακόμα και Ορθοδόξους, οι οποίοι, ιδιαίτερα στις μέρες μας, τείνουν να ταυτίσουν την αγιότητα με την άσκηση.
Η περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας όμως είναι εύγλωττη. Επί σαράντα χρόνια ασκήθηκε σκληρά για να καθαρθεί από τα πάθη, αλλά όταν κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων από τον άγιο, τότε ετελεύτησε τον βίο έχοντας αγιασθεί. Ο σκοπός της ασκήσεώς της ήταν η ευχαριστιακή κοινωνία. Θα ήταν αγία η οσία Μαρία, αν είχε καθαρθεί από τα πάθη αλλά δεν είχε κοινωνήσει; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική.
Αλλά η Θ. Ευχαριστία είναι το αποκορύφωμα του αγιασμού, όχι μόνο γιατί αυτή προσφέρει στον άνθρωπο την τελειότερη και πληρέστερη ένωση (σωματική και πνευματική) με τον μόνον άγιο, αλλά και διότι αποτελεί τον πιο τέλειο εικονισμό της Βασιλείας τού Θεού, δηλαδή της καταστάσεως εκείνης, στην οποία θα αγιάζεται και θα δοξάζεται από όλη την κτίση αιώνια και αδιάκοπα ο «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ».
Από το βιβλίο «Αγιότητα, ένα λησμονημένο όραμα», εκδ. Ακρίτας.

ΣΧΟΛΙΟ : Άς προσέξουμε τήν κακοποίηση τού κειμένου τού Ευαγγελίου, προκειμένου νά οδηγήσει τό νόημα εκεί πού θέλει. Άς δούμε πού θέλει νά τό πάει

 Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο
 14 ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου. 15 οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ' ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ. 16 ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσὶν καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμὶ. 17ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι. 18 καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον· 19καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. 20 Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ
 Άς προσέξουμε ιδιαιτέρως αυτή τήν φράση: "«υπέρ αυτών (των μαθητών και των ανθρώπων, κατ’ επέκταση) εγώ αγιάζω εμαυτόν," 

"Έτσι η Θ. Ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν «κοινωνία αγίων». Σ’ αυτήν αποβλέπει η άσκηση των οσίων, η οποία δεν είναι ποτέ σκοπός, αλλά μέσο προς τον σκοπό, που είναι η ευχαριστιακή κοινωνία"
Μάς λέει σχεδόν ότι ο Κύριος κοινώνησε καί αγιάστηκε!  
 Καί τί  λέει τό ευαγγέλιο χωρίς τήν κακοποίηση του Ζηζιούλα;
"ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι."
 Η ΑΛΛΟΊΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΥΠΟΦΟΡΗ. ΑΛΛΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ, ΔΙΟΤΙ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΡΑΣΣΟ, ΤΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΙΤΛΟΥΣ. 
ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΠΕΙΘΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ.
Αμέθυστος

Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2012

Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης


…Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων», εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…

Ἡ λέξη «ἅγιος» ἢ «ἁγιότητα» παραπέμπει σὲ κάτι ἐντελῶς ἄσχετο καὶ ξένο πρὸς τὴν ἐποχή μας, πρὸς τὸν πολιτισμὸ καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῆς ἐποχῆς μας φιλοδοξεῖ νὰ κάνει τὰ παιδιὰ του «ἅγιους»; Ποιὸ ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας καὶ τὰ ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργοῦν τὴν ἁγιότητα ἢ τὴν προβάλουν ὡς ὅραμα καὶ πρότυπο; Ὁ «ἐπιτυχημένος» ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, τὸ ἰδανικό τῆς σύγχρονης παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, δὲν εἶναι κἄν ὁ «καλὸς κ’ ἀγαθὸς» τῶν κλασσικῶν χρόνων. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐξασφαλίζει χρήματα, ἀνέσεις καὶ κοινωνικὴ προβολὴ - αὐτὸ θέλουν οἱ γονεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά τους, σ’ αὐτὸ κυρίως ἀποβλέπουν τὰ ἐκπαιδευτικά μας συστήματα, αὐτὸ καλλιεργοῦν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας, αὐτὸ ὀνειρεύεται ἡ πλειονότητα τῶν νέων μας.

Πράγματι, σὲ μία κοινωνία, ἡ ὁποία βιώνει ὡς τὸ σοβαρότερο πρόβλημά της τὴν ἀνεργία, καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ ἄγχος πῶς νὰ αὐξήσει τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα, τὸ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἅγιους καὶ ἁγιότητα ἀποτελεῖ πρόκληση, ἂν ὄχι πρόσκληση σὲ γέλωτα καὶ χλευασμό. Οὕτως, ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμονημένο ὅραμα».

Λησμονημένο γιατί κάποτε ὑπῆρχε, γιατί αὐτὸ ἐνέπνεε τὸν πολιτισμό μας, διότι οἱ ἄνθρωποί μας ἄλλοτε ζοῦσαν μὲ τοὺς ἁγίους καὶ ἀντλοῦσαν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ μέτρο τοῦ πολιτισμοῦ τους, αὐτοὶ ἦταν οἱ ἥρωες, οἱ μεγάλοι πρωταθλητές, οἱ «διάσημοι ποδοσφαιριστὲς» καὶ «στὰρ» τῶν χρόνων τους. Τώρα ἔχουν μείνει μόνο τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων μας, καὶ αὐτὰ «κουτσουρεμένα» καὶ ἀλλοιωμένα ἐπὶ τὸ ξενικώτερον, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν πλέον νὰ γιορτάζουν, ὄχι τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων τους, μὰ τὰ δικά τους προσωπικὰ γενέθλια. Σὲ μία τέτοια ἐποχὴ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν ἁγιότητα; Ὁ λόγος του θὰ πέσει στὸ κενό.

Μά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, πῶς νὰ μὴ μιλήσει κανεὶς γιὰ κάτι τόσο κεντρικὸ καὶ θεμελιῶδες γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ; Γιατί ἡ πίστη μας χωρὶς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται. Διότι, ἂν λησμονήσουμε τὴν ἁγιότητα, δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο, ἡ «ἐκκοσμίκευσή της» εἶναι πλέον ἀναπόφευκτη.

Ἀλλὰ ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μόνο «λησμονημένη» στὶς μέρες μας, εἶναι ὅταν καὶ ὅπως γίνεται λόγος γι’ αὐτήν, καὶ παρεξηγημένη. Τί σημαίνει ἁγιότητα, ὅταν τὴ δεῖ κανεὶς ὡς εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς βίωμα καὶ πρόγευση τῶν ἐσχάτων;




Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα

Ἂν ρωτήσει κανεὶς τυχαία τοὺς ἀνθρώπους στὸν δρόμο τί ἀποτελεῖ κατὰ τὴ γνώμη τους «ἁγιότητα», ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ λάβει κατὰ κανόνα εἶναι περίπου ἡ ἑξῆς: ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάνει ἁμαρτίες, ποὺ τηρεῖ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἠθικὸς ἀπὸ κάθε ἄποψη, μὲ μία φράση: «δὲν ἁμαρτάνει». Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις στὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητας προστίθεται ἕνα στοιχεῖο καὶ μὲ χροιὰ μυστικισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐσωτερικὰ βιώματα, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ «θεῖον», περιέρχεται σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, μὲ λίγα λόγια ζεῖ ὑπερφυσικὲς καταστάσεις καὶ ἐνεργεῖ ὑπερφυσικὲς πράξεις.

Ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας φαίνεται νὰ συνδέεται στὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων μὲ κριτήρια ἠθικολογικὰ καὶ ψυχολογικά. Ὅσο πιὸ ἐνάρετος εἶναι κανείς, τόσο πιὸ ἅγιος εἶναι. Καὶ ὅσο πιὸ χαρισματικὸς εἶναι κάποιος καὶ ἐπιδεικνύει ἱκανότητες ποὺ δὲν τὶς ἔχουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι (ὅπως νὰ διαβάζει τὴ σκέψη μας, νὰ προβλέπει τὸ μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισσότερό μᾶς κάνει νὰ τὸν θεωροῦμε «ἅγιο». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ ἀντίστροφα: ὅταν διαπιστώσουμε κάποιο ἐλάττωμα στὸν χαρακτήρα ἢ τὴ συμπεριφορὰ κάποιου (ὅτι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τὸν διαγράφουμε ἀπὸ τοὺς «ἁγίους». Ἢ ἂν δὲν ἐκδηλώσει ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, μᾶς ξενίζει καὶ ἡ σκέψη ἀκόμη ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι ἅγιος.

Ἡ κοινὴ καὶ διαδεδομένη αὐτὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἁγιότητα δημιουργεῖ ὁρισμένα βασικὰ ἐρωτηματικά, ὅταν τὴ θέσουμε στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεώς μας. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ ἀπὸ αὐτά:

1. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνίσταται κυρίως στὴν τήρηση τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, τότε γιατί ὁ Φαρισαῖος κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἐνῶ δικαιώθηκε ὁ Τελώνης στὴ γνωστὴ σὲ ὅλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὸν Φαρισαῖο «ὑποκριτή», ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔλεγε ψέματα, ὅταν ἰσχυριζόταν ὅτι τηροῦσε πιστὰ τὸν Νόμο, ὅτι ἔδινε τὸ 1/10 τῆς περιουσίας του στοὺς πτωχοὺς καὶ ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅσα τοῦ ζητοῦσε ὁ Θεὸς ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος δὲν παρέλειπε νὰ ἐφαρμόσει. Ὅπως ἐπίσης δὲν ἔλεγε ψέματα ὅταν χαρακτήριζε τὸν τελώνη ἁμαρτωλὸ - ὅπως καὶ ὁ τελώνης τὸν ἑαυτὸ του - γιατί πράγματι ὁ τελώνης ἦταν ἄδικος καὶ παραβάτης τῶν ἠθικῶν κανόνων.

2. Παρόμοιο ἐρώτημα προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «ἅγιος» ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς ἐπιστολές του. Ἀπευθυνόμενος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Γαλατίας κ.λπ., ὁ Παῦλος τοὺς καλεῖ «ἁγίους». Στὴ συνέχεια ὅμως τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν κατονομάζει μύρια ὅσα ἠθικὰ ἐλαττώματα τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἐπικρίνει δριμύτατα. Στὴν πρὸς Γαλάτας μάλιστα ἐπιστολὴ φαίνεται ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάσταση τῶν ἐκεῖ «ἁγίων» ἦταν τόσο ἀπογοητευτική, ὥστε νὰ ἀναγκάζεται ὁ Παῦλος νὰ τοὺς γράψει: «εἰ γὰρ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθεῖτε»! Πῶς συμβαίνει νὰ καλοῦνται οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ «ἅγιοι», ὅταν εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ καθημερινή τους ζωὴ δὲν ἦταν σύμφωνη μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἴδιας τῆς πίστεώς τους; Θὰ διανοεῖτο ἄραγε κανεὶς στὶς μέρες μας νὰ καλοῦσε «ἅγιον» ἕναν ἀπὸ τοὺς χριστιανούς;

3. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα, τότε θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀναζητήσει καὶ νὰ τὴ βρεῖ κανεὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἐνεργοῦν ὑπερφυσικὲς πράξεις. Οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι μάντεις καὶ φακίρηδες, οὔτε κρίνεται ἡ ἁγιότητά τους ἀπὸ τέτοια «χαρίσματα». Ὑπάρχουν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἀναφέρονται θαύματα, ἐνῶ ὑπῆρξαν θαυματοποιοί, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ἀναγνωρίστηκαν ὡς ἅγιοι. Εἶναι, σχετικά, πολὺ ἐνδιαφέροντα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α’ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως πολλοὶ σήμερα, ἐντυπωσιάζονταν ἀπὸ ὑπερφυσικὲς ἐνέργειες: «καὶ ἐὰν ἔχω πίστιν ὥστε ὅρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμί». Τὸ νὰ διατάξεις ἕνα βουνὸ νὰ μετακινηθεῖ, εἶχε πεῖ ὁ Κύριος ὅτι εἶναι δυνατόν, ἂν ἔχεις πίστη «ὡς κόκκον σινάπεως». Δὲν εἶναι ὅμως ἀπὸ μόνο του δεῖγμα ἁγιότητας, δὲν εἶναι τίποτα «οὐδέν», ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς ἀγάπης, κάτι δηλαδὴ ποὺ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος χωρὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες μπορεῖ νὰ ἔχει. Θαυματουργία καὶ ἁγιότητα δὲν ταυτίζονται, οὔτε συνυπάρχουν κατ’ ἀνάγκη.

4. Παρόμοια ἐρωτηματικὰ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ σύνδεση τῆς ἁγιότητας μὲ ἀσυνήθεις καὶ «μυστικὲς» ψυχολογικὲς ἐμπειρίες. Πολλοὶ ἀνατρέχουν σήμερα στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες γιὰ νὰ συναντήσουν ἐξαϋλωμένους «γκουρού», ἀνθρώπους ἐξαίρετης αὐτοπειθαρχίας, ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τοὺς θεωρεῖ αὐτοὺς ἁγίους, ὅσο βαθιὲς καὶ ὑπερφυσικὲς καὶ ἂν εἶναι οἱ ἐμπειρίες τους, καὶ ὅσο σπουδαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρετή τους.

Ἔτσι τελικὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα: ὑπάρχουν ἅγιοι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν ἡ λέξη «ἅγιος» σημαίνει αὐτὸ ποὺ γενικὰ ὁ κόσμος νομίζει καὶ ποὺ περιγράφουμε πιὸ πάνω (δηλαδὴ ἠθικὸς βίος, ὑπερφυσικὰ χαρίσματα καὶ ὑπερφυσικὲς ἐμπειρίες), τότε πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι καὶ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας (Ἴσως μάλιστα συχνότερα ἐκτὸς παρὰ ἐντός). Ἂν πάλι θελήσουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι δυνατὴ μόνο στὴν Ἐκκλησία, τότε πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὸ νόημα τῆς ἁγιότητας πέρα ἀπὸ τὰ κριτήρια ποὺ ἀναφέρουμε πιὸ πάνω, πέρα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις καὶ ἐμπειρίες.



Ἂς δοῦμε, λοιπόν, πῶς ἀντιλαμβάνεται ἢ Ἐκκλησία μας τὴν ἁγιότητα.


Ὁ ὅρος «ἅγιος» ἔχει μία ἐνδιαφέρουσα ἱστορία. Ἡ ρίζα τῆς λέξεως στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι τὸ αγ-, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγονται μία σειρὰ ἀπὸ ὅρους, ὅπως τὸ ἁγνός, τὸ ἄγος κ.λπ. Τὴ βαθύτερη σημασία τῆς ρίζας αὐτῆς τὴν κρατάει τὸ ρῆμα ἄζεσθαι, ποὺ σημαίνει τὸ δέος σὲ μία ἀπόκρυφη καὶ φοβερὴ δύναμη (Αἰσχύλου, Εὐμ. 384 κ. ἑ.), τὸ σέβας πρὸς τὸν φορέα τῆς Δύναμης (Ὁμήρου, Ὀδύσ. 9,200 κ. ε.) κ.λπ. Ἔτσι στὸν ἀρχαῖο ἑλληνισμὸ ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ τὴ δύναμη, μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Otto ἀποκαλεῖ mysterium fascinosum et tremendum - αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ ταυτόχρονα ἕλξη καὶ φόβο.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ σημιτικὴ λέξη, ποὺ μεταφράζεται ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα μὲ τὸ «ἅγιος» εἶναι τὸ godes, ποὺ συγγενεύει μὲ τὴν ἀσσυριακὴ kuddushu, καὶ ποὺ δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ριζικά, καθαιρῶ (ἐξ οὗ καὶ ἡ σύνδεση μὲ τὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα). Τὰ ἅγια πράγματα εἶναι αὐτὰ ποὺ τὰ ξεχωρίζει κανεὶς ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα - κυρίως στὴ λατρεία - καὶ τὰ ἀφιερώνει στὸν Θεό.

Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφὴ προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ σημασία ποὺ συναντοῦμε στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες (τὸ δέος, τὸν φόβο, τὸν σεβασμὸ πρὸς μία ἀνώτερη δύναμη) καὶ συνδέει τὴν ἔννοια τοῦ «ἁγίου» μὲ τὴν ἀπόλυτη ἑτερότητα, τὸ ἀπολύτως Ἄλλο, πράγμα ποὺ τελικὰ ὁδηγεῖ τὴν Ἁγία Γραφὴ στὴν ταύτιση τοῦ «ἁγίου» μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο. Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός, καὶ ἀπ’ Αὐτὸν καὶ μόνο καὶ τὴ σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε ἁγιότητα. Γιὰ νὰ δηλωθεῖ μάλιστα μὲ ἔμφαση ἡ πίστη αὐτὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἠσαΐας, ὁ προφήτης τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ) καλεῖ τὸν Θεὸ τρεῖς φορὲς ἅγιο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, ποὺ σημαίνει στὴ μορφὴ τοῦ ἑβραϊσμοῦ, τῆς τριπλῆς ἐπαναλήψεως, ἀπείρως ἅγιος (πρβ. τὸ 777 καὶ τὸ ἀντίθετό του 666, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσος λόγος καὶ τόσος τρόμος γίνεται σήμερα).

Συνεπῶς γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἁγιότητα ταυτίζεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι μὲ τὸν ἄνθρωπο ἢ τὰ ἱερὰ πράγματα, ὅπως στὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμό, γίνεται πρόσωπο, καὶ μάλιστα στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὴν ὁποία οἱ Πατέρες ταυτίζονται καὶ τὸ τρεῖς φορὲς ἅγιος τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα. Ἡ ἁγιότητα, συνεπῶς, γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, ἀλλὰ θεοκεντρική, καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἠθικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο σπουδαῖα καὶ ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς προσωπικῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό. (Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἡ Θεοτόκος ὀνομάζεται «Παναγία» ἢ καὶ «Ὑπεραγία» - ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές Της, ἀλλὰ γιατί αὐτή, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο, ἑνώθηκε προσωπικὰ μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ δίνοντας σάρκα καὶ αἷμα στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ).

Ἡ ἁγιότητα λοιπὸν δὲν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀτομικὸ κτῆμα κανενός, ὅσο «ἅγιος» κι ἂν εἶναι κανεὶς στὴ ζωή του, ἀλλὰ θέμα σχέσεως προσωπικῆς μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Του ἁγιάζει ὅποιον Ἐκεῖνος θέλει, χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ κάτι ἄλλο, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἁγιασμένου. Ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, οἱ ἄνθρωποι δὲν συνεισφέρουμε τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ, ὁ δὲ κόπος καὶ ἡ ἄσκησή μας δὲν παράγει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἁγιότητά μας, ἀφοῦ μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν σκύβαλο χωρὶς καμιὰ ἀξία.

Αὐτὴ ἡ ταύτιση τῆς ἁγιότητας μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴ χριστιανικὴ πίστη ὁδηγεῖ στὴ σύνδεσή της μὲ τὴν ἴδια τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἁγιότητα σημαίνει πλέον τὸ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὡς πρῶτο αἴτημα τῆς Κυριακάτικης προσευχῆς δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου». Ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἐσχατολογική, δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴν τελικὴ κατάσταση τοῦ κόσμου, εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε στὸ «Πάτερ ἡμῶν» εἶναι νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ ἔλθει ἡ στιγμὴ ποὺ ὅλος ὁ κόσμος θὰ πεῖ μαζὶ μὲ τὰ Χερουβεὶμ αὐτὸ ποὺ εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ Ἠσαΐας στὸ ὅραμά του: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου! ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

Οἱ ἅγιοι δὲν ἐπιζητοῦν τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δοξάζει τοὺς ἁγίους, ὄχι μὲ τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια Του τὴ δόξα. Οἱ ἅγιοι ἁγιάζονται καὶ δοξάζονται ὄχι μὲ μία ἁγιότητα καὶ μία δόξα ποὺ πηγάζει ἀπὸ μέσα τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ δόξα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ (πρβ. βυζαντινὴ ἁγιογραφία - χρήση φωτὸς ἀπ’ ἔξω πρὸς τὰ ἔσω κ.λπ.). Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴ θέωση τῶν ἁγίων.

Ὅπως ἀποσαφηνίστηκε κατὰ τὶς ἡσυχαστικὲς ἔριδες τοῦ 14ου αἰώνα, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴ δυτικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιὰ «κτιστὴ» χάρη, δηλαδὴ χάρη καὶ δόξα ποὺ ἀνήκει στὴν ἴδια τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δημιουργία, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως τὴν ἀνέπτυξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ οἱ ἄλλοι ἡσυχαστὲς τῶν χρόνων ἐκείνων, ἀντιλαμβάνεται τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ ἅγιοι καὶ τὴ δόξα ποὺ τοὺς περιβάλλει ὡς «ἄκτιστες» ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς τὸ φῶς καὶ τὴ δόξα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ πραγματικὸς ἅγιος, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐπιζητεῖ μὲ κανένα τρόπο τὴ δική του δόξα, ἀλλὰ μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐπιζητεῖ κανεὶς τὴ δική του δόξα, χάνει τὴν ἁγιότητά του, γιατί σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἁγιότητα σημαίνει μετοχὴ καὶ κοινωνία στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ - αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε θέωση. Κάθε ἁγιότητα ποὺ στηρίζεται στὶς ἀρετές μας, στὴν ἠθική μας, στὰ προσόντα μας, στὴν ἄσκησή μας κ.λπ. εἶναι δαιμονική, καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς γίνεται φανερὸ γιατί ἡ κατ’ ἐξοχὴν πηγὴ τῆς ἁγιότητας βρίσκεται στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἂς ἀναλύσουμε κάπως τὴ θέση αὐτή.

Εἴπαμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι οἱ ἅγιοι δὲν διαθέτουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλὰ μετέχουν στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουμε ἁγίους, παρὰ μόνον μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἡγιασμένων.

Ὅταν τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. γίνονταν συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ κύριο ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς καὶ ὄχι κτίσμα, ἦταν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἁγιάζεται, ἀλλὰ μόνον ἁγιάζει. Ἂν ἁγιαζόταν, θὰ ἦταν κτίσμα, διότι τὰ κτίσματα, καὶ συνεπῶς καὶ οἱ ἄνθρωποι, δὲν ἁγιάζουν, ἀλλὰ ἁγιάζονται. Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του, ποὺ διασώζεται στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἀκοῦμε στὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ «δώδεκα Εὐαγγέλια» τῆς Μ. Πέμπτης, λέγει τὴ βαρυσήμαντη φράση πρὸς τὸν Πατέρα: «ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, κατ’ ἐπέκταση) ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Τὰ λόγια αὐτὰ λέγονται λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἔχουν δὲ εὐχαριστιακὸ νόημα: ὁ Χριστὸς μὲ τὴ θυσία Του ἁγιάζει ὁ ἴδιος (ὡς Θεὸς) τὸν ἑαυτό Του (ὡς ἄνθρωπος) γιὰ ν’ ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς κοινωνώντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ Θεία Εὐχαριστία ἁγιαζόμεθα, δηλαδὴ γινόμαστε ἅγιοι κοινωνώντας μὲ τὸν ἕναν καὶ μόνον ἅγιο, τὸν Χριστό.

Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκαλυπτικὸ σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τοῦ τί εἶναι ἁγιότητα, ἀπὸ τὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως, ὅταν ὑψώνει τὸ Τίμιο Σῶμα λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Θ. Κοινωνία: «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Αἷμα Του εἶναι ἅγια καὶ προσφέρονται στοὺς «ἁγίους», τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς κοινωνίαν. Ἡ ἀπάντηση τοῦ λαοῦ στὴν ἐκφώνηση αὐτὴ εἶναι συγκλονιστική, καὶ συνοψίζει ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω: «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ἕνας εἶναι μόνον ἅγιος, ὁ Χριστὸς - ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ - καὶ ἡ ἁγιότητά Του, στὴν ὁποία καλούμεθα νὰ συμμετάσχουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, δὲν ἀποβλέπει σὲ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός). Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν ἁγιότητα στὸ ἀποκορύφωμά της. Μὲ τὴν ὁμολογία «εἷς ἅγιος», κάθε ἀρετή μας καὶ κάθε ἀξία μας ἐκμηδενίζονται μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ μόνου ἁγίου. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ προσερχώμεθα στὴ Θ. Κοινωνία χωρὶς προπαρασκευὴ καὶ ἀγώνα γιὰ τὴν ἄξια προσέλευσή μας. Σημαίνει ὅμως ὅτι ὅσο καὶ ἂν προετοιμαστοῦμε, δὲν γινόμαστε ἅγιοι προτοῦ κοινωνήσουμε. Ἡ ἁγιότητα δὲν προηγεῖται τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, ἀλλ’ ἕπεται. Ἂν εἴμαστε ἅγιοι πρὶν κοινωνήσουμε, τότε πρὸς τί ἡ Θ. Κοινωνία; Μόνον ἡ μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἁγιάζει, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ Θ. Κοινωνία. Ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ πηγάζει μία σειρὰ ἀπὸ ἀλήθειες ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα μας.

Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι κατανοοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γιατί, ὅπως ἀναφέραμε στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μας, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται «ἅγιοι», παρὰ τὸ ὅτι δὲν χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἠθικὴ τελειότητα. Ἐφ’ ὅσον ἁγιότητα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σημαίνει μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὑπὲρ ἡμῶν ἁγιάζει ἑαυτὸν μὲ τὴ θυσία Του, ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μετέχουν στὸν ἁγιασμὸ αὐτὸ μποροῦν νὰ καλοῦνται «ἅγιοι».

Μὲ τὴν ἴδια «λογική», στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς Εὐχαριστίας ἔλαβαν τὸ ὄνομα «τὰ ἅγια» (πρβ. τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις»), παρὰ τὸ ὅτι ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν εἶναι ἅγια. Καὶ μὲ τὴν ἴδια αἰτιολογία ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς ἐπίσης ἀπένειμε τὸν τίτλο «ἅγιος» στοὺς ἐπισκόπους. Πολλοὶ σκανδαλίζονται σήμερα ὅταν λέμε «ὁ ἅγιος δεῖνα» (ἕνας δημοσιογράφος ποὺ εἶχε ὡς κύριο ἔργο του νὰ προβάλλει σκάνδαλα ἐπισκόπων, εἶχε καθιερώσει τὴ γραφὴ ὁ ἅγιος - ἐντὸς εἰσαγωγικῶν – δεῖνα. Πλήρης ἄγνοια τῆς σημασίας τοῦ ὅρου ἅγιος). Ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί εἰκονίζει στὴ Θ. Εὐχαριστία τὸν μόνον ἅγιο, ὡς εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς καθήμενος εἰς τόπον καὶ τύπον Θεοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο. Ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἐκείνη ποὺ δικαιολογεῖ τὸν τίτλο «ἅγιος». Ὁ Ὀρθόδοξος λαός, πρὶν ὑποστεῖ τὴ διάβρωση τοῦ εὐσεβισμοῦ, δὲν εἶχε καμία δυσκολία νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ γλώσσα τοῦ εἰκονισμοῦ, καὶ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο ἐκείνου, ποὺ τὸν εἰκονίζει μέσα στὴ Θ. Λειτουργία, δηλαδὴ στὸν ἐπίσκοπο.

Ἔτσι ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων». Σ’ αὐτὴν ἀποβλέπει ἡ ἄσκηση τῶν ὁσίων, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ποτὲ σκοπός, ἀλλὰ μέσο πρὸς τὸν σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τὸ σημεῖο αὐτὸ λησμονεῖται καὶ παραβλέπεται ἀπὸ πολλοὺς σύγχρονους θεολόγους, ἀκόμα καὶ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, τείνουν νὰ ταυτίσουν τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἄσκηση.

Ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας ὅμως εἶναι εὔγλωττη. Ἐπὶ σαράντα χρόνια ἀσκήθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅταν κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν ἅγιο, τότε ἐτελεύτησε τὸν βίο ἔχοντας ἁγιασθεῖ. Ὁ σκοπὸς τῆς ἀσκήσεώς της ἦταν ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Θὰ ἦταν ἁγία ἡ ὁσία Μαρία, ἂν εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη ἀλλὰ δὲν εἶχε κοινωνήσει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον ἀρνητική.

Ἀλλὰ ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς καταστάσεως ἐκείνης, στὴν ὁποία θὰ ἁγιάζεται καὶ θὰ δοξάζεται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση αἰώνια καὶ ἀδιάκοπα ὁ «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ».
πηγή

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2012

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



Με επιστολή μου της 17ης Σεπτεμβρίου ε.ε. προς τον Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεον διαμαρτυρήθηκα εντόνως γιατί διέστρεψε δημοσιευμένα κείμενά μου δίνοντας την εντύπωση ότι υπάρχει κακοδοξία στις θέσεις, που εκφράζω στις Πανεπιστημιακές Παραδόσεις μου στο μάθημα της Δογματικής. Του εδήλωσα ότι με την παραποίηση αυτή των κειμένων μου, διά της μεθόδου των αποσιωπητικών, με εμφανίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ασπάζομαι κακοδοξία, την οποία ρητώς καταδικάζω στο εν λόγῳ έργο μου. Με πόνο ψυχής για την ενέργεια του αυτή του απηύθυνα το ερώτημα: γιατί το έκανε; Εκ παραδρομής –οπότε θα αρκούσε μία έκφραση λύπης εκ μέρους του- ή εσκεμμένα –πράγμα δύσκολο να το διανοηθώ;
Στο γράμμα μου αυτό ο Σεβασμιώτατος έσπευσε να απαντήσει ταχύτατα, με δικό του γράμμα της 21ης Σεπτεμβρίου, απέφυγεν όμως να δώσει απάντηση στο πιο πάνω κρίσιμο ερώτημά μου. Με μία βιαστική αναφορά σχεδόν ως «εν παρόδῳ» δηλώνει ότι δεν είχε την πρόθεση να παραποιήσει τα κείμενά μου (σαν να έχει σημασία η πρόθεση και όχι η πράξη - άλλωστε τα κείμενα ομιλούν από μόνα τους), σπεύδει όμως να συγκαλύψει το πρόβλημα αναφερόμενος σε ευρύτερες διαφωνίες του μαζί μου: η παραποίηση αυτή δεν έχει σημασία, αφού ούτως ή άλλως η διαφωνία μας επεκτείνεται και σε άλλα θέματα (π.χ. στο θέμα της θελήσεως του ανθρώπου)! Αυτό είναι το νόημα της απαντήσεώς του.
Κατανοώ απόλυτα τη θέση του αγίου αδελφού: η ομολογία ενός σφάλματος είναι πάντοτε δύσκολη• δεν είναι εύκολη υπόθεση.Πρόθεσή μου, ειλικρινά, δεν ήταν, ούτε είναι, να δυσχεράνω τη θέση του Σεβασμιωτάτου. Εκπλήσσομαι όμως, ειλικρινά, από την έλλειψη κάθε ευαισθησίας εκ μέρους του. Εκτός, από το δημοσίευμα του στον τόμο της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς (ο οποίος και, ακούω, μεταφράζεται στην αγγλική!) πληροφορούμαι ότι την παραποιημένη αναφορά του στο κείμενό μου την ανήρτησε και στο διαδίκτυο, όπου και, κατά την ιστοσελίδα, διαβάστηκε περισσότερες από 16.000 φορές! Αν εξαιρέσουμε τους σοβαρούς και ειδικούς γνώστες του θέματος, οι οποίοι και διέγνωσαν αμέσως ότι πρόκειται για πλαστογράφηση της πραγματικότητος, χιλιάδες άνθρωποι που δεν έχουν πρόσβαση στα κείμενα μου και τώρα και στο μέλλον θα θεωρούν γνήσιο το παραποιημένο κείμενο μου. Και αυτό δεν φαίνεται να σημαίνει τίποτε για τον άγιο αδελφό, ο οποίος θα κοιμάται με ήσυχη τη συνείδησή του!
Εφ’ όσον ο άγιος Ναυπάκτου θέλει για ευνόητους λόγους να παρακάμψει το θέμα αυτό και, προφανώς, δεν προτίθεται να διορθώσει το λάθος του (αφού δεν το αναγνωρίζει και δεν λυπείται γι’ αυτό) κανονικά θα έπρεπε να σταματήσει εδώ η συνομιλία μας. Επειδή υποσχέθηκα όμως ότι θα απαντήσω και επί της ουσίας των ισχυρισμών του, στους οποίους και επανέρχεται στην απαντητική επιστολή του, ελπίζω σύντομα να το πράξω δίνοντας τέλος σε μία, δυστυχώς, αδιέξοδη υπόθεση.
Ως προς το ερώτημα του Αγίου Ναυπάκτου γιατί συνέδεσα το όλον θέμα με εκείνο της πολεμικής που ασκείται κατά των θεολογικών διαλόγων, του υπενθυμίζω ότι το παραποιημένο κείμενό μου βρίσκεται σε ομιλία του που χειροκροτήθηκε από σύναξη, κατά την οποία ακούστηκαν τα μύρια όσα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των θεολογικών διαλόγων του.
Τέλος, ως προς την επιστολή του της 7ης Οκτωβρίου 2009, όπως μαρτυρεί το περιεχόμενό της, δεν απήντησα, διότι αναφέρεται σε θέματα εσωτερικής φύσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, στα οποία δεν είχα κανένα δικαίωμα να αναμειχθώ. Είμαι πάντως υποχρεωμένος για λόγους δικαιοσύνης προς το πρόσωπο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου να δηλώσω ότι το θέμα του θεολογικού διαλόγου με την Ρώμη το έφερε όντως στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, και η σχετική απόφαση ήταν συνοδική.
Αθήνα, 27 Σεπτεμβρίου 2012
 
ΣΧΟΛΙΟ : ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ  "Ο ΦΙΛΕΥΣΠΛΑΧΝΟΣ". Χαίρεται τόσο πολύ όταν νομίζει ότι έχει δίκαιο, όταν στριμώχνει τόν αντίπαλο. η υπερηφάνεια απογειώνεται. Είχε επαναληφθεί η ιστορία στό παρελθόν μέ τον Φιλίπ Σεράρντ καί η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη πού τον κατατρόπωσε, ώστε μετά από χρόνια πρόσθεσε τή διαμάχη αυτή στό αγγλικό του βιβλίο. Λές καί δέν πέρασαν τά χρόνια, λές καί δέν γέρασε, τό ίδιο πνεύμα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...