Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικηφόρος Θεοτόκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικηφόρος Θεοτόκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Αυγούστου 20, 2016

Κυριακή Θ. Ματθαίου - Ομιλία Νικηφόρου Θεοτόκη, εις το, ολιγόπιστε, εις τί εδίστασας;


Ομιλία του Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, εις την πρότασιν του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;», την οποίαν είπεν ο Κύριος εις τον Πέτρον.

Ο κατά του Πέτρου έλεγχος, τον οποίον ηκούσαμε σήμερα στο Ιερόν Ευαγγέλιον, μας δίδει αφορμή να ερευνήσωμε με ακρίβεια τα περί της ολιγοπιστίας, η οποία ψυχραίνει τον πόθο της αρετής, και κατακρημνίζει εύκολα στα βάραθρα της αμαρτίας.

Ο ολιγόπιστος διαφέρει από τον πιστό και από τον άπιστο, όπως το χλιαρό νερό από το θερμό και το ψυχρό. Το χλιαρό νερό έχει πυρ συσσωρευμένο μέσα του, αλλά λίγο, το θερμό έχει πολύ, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει πίστη, όμως ολίγη, ο πιστός πολλή, ο άπιστος καθόλου. Το χλιαρό νερό έχει δύναμη, όμως ολίγη, το θερμό έχει πολλή, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει ζήλον, όμως πολύ ολίγον, ο πιστός έχει πολύν, ο άπιστος καθόλου. Γι’ αυτό ο άπιστος, επειδή καθόλου δεν πιστεύει στον Θεό, χωρίς καμία συστολή περιφρονεί τις εντολές Του. Επειδή δεν έχει κανένα ζήλο, δεν λαμβάνει καμία φροντίδα για την κατόρθωση της αρετής, ο δε πιστός, επειδή και θερμώς πιστεύει και πολύν ζήλον έχει, δύσκολα παραβαίνει τις εντολές του Θεού, δύσκολα αμελεί της αρετής τα έργα. Ενώ ο ολιγόπιστος, επειδή διστάζει στα λόγια του Θεού και έχει ολίγον ζήλον, εύκολα περιφρονεί τους θείους νόμους, εύκολα απογυμνώνεται από το επουράνιον ένδυμα της αρετής. Αυτό μας διδάσκει ο λόγος, αυτό μας δεικνύουν τα πράγματα.

Η πίστις κηρύττει ότι ο Θεός, ως άπειρος, είναι πάντοτε πανταχού παρών και πληροί τα πάντα: «εάν αναβώ εις τον ουρανόν, Συ εκεί εί. Εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει. Εάν αναλάβομαι τας πτέρυγάς μου κατ’ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου». Ουδείς τόπος κατ’ ουδένα καιρόν, ούτε καν εν ριπή οφθαλμού, μένει στερημένος της παρουσίας του Θεού. Ο πιστός, ο οποίος το πιστεύει αυτό αδιστάκτως, βλέπει με τα όμματα της πίστεως τον Δεσπότην Σαβαώθ ιστάμενον πάντοτε ενώπιόν του. Όθεν είναι πολύ δύσκολο να τολμήσει εμπρός στο πρόσωπο του Θεού να πράξει την αμαρτία. Ποίος, ευρισκόμενος ενώπιον επιγείου βασιλέως, πράττει, δεν λέγω καν αμαρτίαν, αλλά και μικροτάτην ακόμα αταξίαν; Ουδείς. Ο Προφήτης Δαυίδ, ο οποίος είχε τη θερμότητα της πίστεως, έλεγε: «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ». Για τον ίδιον λόγο, ο Πατριάρχης Ιωσήφ απέφυγε τη μοιχεία και εφύλαξε τη σωφροσύνη. Η ασελγής αιγυπτία τον επίεζε: «Κοιμήθητι μετ’ εμού» του έλεγε. Ο δε ‘Ιωσήφ, πιστεύοντας αδιστάκτως ότι ο Θεός είναι ενώπιόν του, αντέκρουσε την πίεση λέγοντας: «Και πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι ενώπιον του Θεού;».

Ο ολιγόπιστος, επειδή με τους σωματικούς μεν οφθαλμούς δεν βλέπει ότι παρίσταται ο Θεός ενώπιόν του, οι δε οφθαλμοί της ψυχής του μυωπάζουν και σχεδόν είναι κλεισμένοι εξ αιτίας της ολιγοπιστίας του, γι’ αυτό εύκολα κλονίζεται και σαλεύεται από τον άνεμο των παθών, εύκολα τον καταποντίζουν τα κύματα της αμαρτίας. Τι συλλογίζεσθε για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη; Άραγε αυτός δεν επίστευε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός τού Θεού; Και βέβαια επίστευε. Διότι, εάν δεν επίστευε, δεν θα τον ακολουθούσε, ούτε θα εγίνετο μαθητής του. Επίστευε, άλλα λίγο. Επίστευε, αλλά εδίσταζε. Γι’ αυτό την ολίγη πίστη του την έσβησε το πάθος της φιλαργυρίας, και έτσι από μαθητής έγινε προδότης. Είχε η Εύα πίστη στον Θεό. Αλλά η πίστη της ήταν ολίγη και χλιαρή. Ο Θεός είπε σ’ αυτήν και στον Αδάμ: «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, αποθανείσθε». Ο όφις της είπε το αντίθετο, δηλαδή, το «ου θανάτω αποθανείσθε, αλλά έσεσθε ως θεοί». Αυτή επίστευσε περισσότερο στα λόγια του όφεως, παρά στα λόγια του Θεού. Κι έτσι η ολιγοπιστία την κατακρήμνισε στην αμαρτία της παρακοής, την απογύμνωσε από τη Θεία Χάρη, και την εξώρισε σ’ αυτή την αθλία γη.

Κατεφρονήθη παντελώς η εργασία της αρετής, ελύθη της αμαρτίας ο χαλινός, καθένας από εμάς χωρίς καμία συστολή και φόβο αμαρτάνει κάθε είδος αμαρτίας. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών αγαθόν, ουκ έστιν έως ενός». Πού οφείλεται αυτό; Στην ολιγοπιστία. Πώς, λέγετε, είμεθα εμείς ολιγόπιστοι; Εμείς καθημερινώς αναγινώσκουμε και κηρύττουμε το Σύμβολον της Πίστεως. Εμείς καθημερινώς κραυγάζουμε μεγαλοφώνως «Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης», και τα υπόλοιπα όσα περιέχει το «Πιστεύω». Είμεθα λοιπόν ολιγόπιστοι; Τα έργα, αδελφοί, και όχι τα λόγια είναι η απόδειξη της πίστεως, καθώς θεοπνεύστως εδίδαξεν ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος. «Δείξον μοι», λέγει, «την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου».

Ποίαν όμως πίστη δεικνύουν τα έργα μας; Αυτά δεικνύουν φανερά ότι είμεθα υπερβολικά ολιγόπιστοι. Όχι τα λόγια, αλλά τα πράγματα κηρύττουν ότι έχουμε πολύ ολίγη πίστη στον Θεό.
Ο Θεός προστάσσει να αγαπούμε τους εχθρούς μας: «εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας: «ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς». Υπόσχεται δε σε όποιους αγαπούν τους εχθρούς των και τους ευεργετούν, μεγάλες ανταμοιβές: «και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί του Υψίστου». Εκτός αυτού, μας αναγγέλλει ότι Αυτός φροντίζει για την εκδίκηση εκείνων πού μας αδικούν, αυτός υπόσχεται να τους ανταποδώσει την πρέπουσα τιμωρία. «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος». Ο κόσμος συμβουλεύει το αντίθετο. Κατάτρεχε, λέγει, και βλάπτε, όσον ημπορείς τον εχθρόν σου, διότι εάν τον συγχωρήσεις χωρίς την πρέπουσα εκδίκηση, χάνεις την αξιοπρέπειά σου, όλοι σε καταφρονούν, σου επιτίθενται και σε βλάπτουν με κάθε τρόπο. Και εμείς πειθόμεθα περισσότερο στις συμβουλές του κόσμου παρά στα προστάγματα του Θεού, πιστεύουμε περισσότερο στα λόγια του κόσμου παρά στις υποσχέσεις του Θεού’ όθεν μισούμε τους εχθρούς μας και τους εχθρευόμεθα έως θανάτου. Και για να τους εκδικηθούμε, χρησιμοποιούμε ύβρεις, επιβουλές, συκοφαντίες, καταδρομές, προδοσίες, πληγές, φόνους, κακά μέγιστα και αμαρτήματα φοβερότατα.

Είναι αυτά έργα πίστεως; Όχι, αυτά είναι έργα ολιγοπιστίας, για να μην ειπώ απιστίας. Βλέπε τι έπρατταν οι άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι είχαν θερμή την πίστη στον Χριστόν. Αυτοί, «υβριζόμενοι, ευλογούσαν. Διωκόμενοι υπέμεναν, βλασφημούμενοι παρεκάλουν» τους εχθρούς των να μετανοούν. Βλέπε από τα έργα τι πίστη είχεν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Αυτός, λιθοβολούμενος, έκλινε τα γόνατα και προσηυχήθη υπέρ εκείνων που τον λιθοβολούσαν, λέγοντας: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη».

Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας, «πλην τα ενόντα (τα υπάρχοντα δηλαδή) δότε
ελεημοσύνην». Θρέψε, λέγει, αυτόν που πεινά, πότισε αυτόν που διψά, ένδυσε τον γυμνόν, υποδέξου τον ξένον, επισκέφου τον ασθενή, επιμελήσου τον φυλακισμένο». Ο πτωχός, λέγει, είναι αδελφός μου, ο πτωχός με αντιπροσωπεύει, ό,τι κάμεις στον πτωχό, σ’ εμέ το κάμεις: «αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Υπόσχεται στους ελεήμονες αμοιβές εκατονταπλάσιες στον κόσμον αυτό, και βασιλείαν αιωνία στη μέλλουσα ζωή. «Εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». Τα πιστεύεις αυτά;
- Ναι, λέγεις, πιστεύω και ομολογώ.
- Καλώς. Αλλά έπειτα παρουσιάζεται ενώπιόν σου ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο γυμνός, ο ξένος, ο ασθενής, και συ όχι μόνον αποστρέφεις το πρόσωπο σου από αυτόν, αλλά μερικές φορές τον περιφρονείς και τον ελέγχεις. Αυτά είναι τα έργα της πίστεώς σου; Αυτή είναι η πίστις σου; Αυτή δεν είναι πίστις, αλλά ολιγοπιστία. Ο πεπλανημένος λογισμός της φιλαργυρίας σου λέγει: μη δώσεις, για να μη γίνεις και συ πτωχός όπως εκείνος. Ο αψευδής Θεός σου λέγει: εάν δώσεις ένα, λαμβάνεις εκατό. Και συ πιστεύεις περισσότερο στην πλάνη του νοός σου παρά στον Παντοκράτορα Θεό.

Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμός είναι ο κόκκος του σινάπεως, θα φοβόμουν την ημέρα της κρίσεως και την κόλαση που περιμένει αυτούς που αμαρτάνουν, και έτσι θα συνέστελλα τα χέρια μου από την αρπαγή και την αδικία, θα έφευγα μακριά από την ξένη κλίνη, θα εδάμαζα τα πάθη της σαρκός μου, θα απέστρεφα τους οφθαλμούς μου από κάθε αμαρτία. Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμή ήταν η πίστις των Αγίων, θα άπλωνα τα χέρια μου σε ευεργεσίες πτωχών, θα ηγόραζα τον άγιο χιτώνα της σωφροσύνης, θα απέφευγα τη ματαιότητα του κόσμου, θα εφύλαττα τις εντολές του Θεού, και θα έτρεχα αόκνως τον δρόμο της αρετής.

Αλλά προς αυτό αποκρίνονται κάποιοι και λέγουν: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Εμείς επιστεύσαμε και βαπτισθήκαμε, άρα είμεθα σωσμένοι. Ναι, αληθώς. Αλλά γιατί ο ίδιος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλεγξε τον Πέτρον ως ολιγόπιστον; «Ολιγόπιστε», είπε, «εις τι εδίστασας;». Τον ήλεγξε για να μάθωμε ότι άλλο πίστις και άλλο ολιγοπιστία. Πίστιν ονόμασεν ο Κύριος την πίστιν την τελείαν, την μεγάλην, την θερμήν, και η πίστις αυτή ποτέ δεν είναι χωρισμένη από τα καλά έργα. Γι’ αυτό και ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος, έλεγε: «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου». Αυτή είναι η σωτηριώδης πίστις, για την οποίαν ο Σωτήρ είπεν: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Η ολιγοπιστία είναι πίστις νεκρά και πολλές φορές ξένη και εντελώς γυμνή από τα καλά έργα. Είναι αυτή για την οποίαν ο ίδιος Ιάκωβος είπε: «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί».

Εμείς θαυμάζουμε και απορούμε που δεν βλέπουμε σήμερα το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία υπεσχέθη ο Κύριος σε όσους πιστεύουν. «Σημεία» είπε «τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι. Καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει. Επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν». Ευκολότατα όμως λύεται το θάμβος και η απορία. Διότι ο Κύριος είπεν ότι αυτά τα σημεία θα επακολουθήσουν «τοις πιστεύουσι», όχι «τοις ολιγοπίστοις» . Όταν οι θερμοί στην πίστη ήσαν πολλοί, την εποχή δηλαδή των Αποστόλων και στους μετά ταύτα αιώνες, τότε εγίνοντο καθημερινώς αμέτρητα θαύματα. Σήμερα πολύ ολίγοι είναι αυτοί που έχουν τη θερμή και φλογερή πίστη. Όλοι σχεδόν είναι ολιγόπιστοι. Εάν όμως και σήμερα έχει κάποιος πίστη θερμή σαν τον κόκκο του σινάπεως, «ερεί τω όρει τούτω. Μετάβηθι εντεύθεν εκεί», και μεταβήσεται. Έπαυσε λοιπόν το πλήθος των θαυμάτων, επειδή έσβησεν η θερμότης της πίστεως. «Διατί», είπαν στον Κύριον οι Απόστολοι, «ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν το δαιμόνιον;» «Δια την απιστίαν υμών», τους απεκρίθη ο Κύριος, δηλαδή, «δια την ολιγοπιστίαν υμών». Διότι δεν ήσαν άπιστοι οι Απόστολοι, αλλά ατελείς ακόμη στην πίστη.

Βλέπετε, λοιπόν, αδελφοί, ότι η ολιγοπιστία είναι η ρίζα όλων των κακών, η δε πίστις είναι η ρίζα κάθε αρετής και αγαθοεργίας; Αλλά άραγε ημπορεί ο άνθρωπος να θερμάνει την ψυχράν του πίστη; Ναι, ημπορεί, εάν θέλει. Η πίστις οδηγεί στην αρετή, και η αρετή θερμαίνει την πίστη. Γίνε λοιπόν πράος, ταπεινός, φιλοδίκαιος, εύσπλαχνος, σώφρων, μακρόθυμος, «φρόνιμος ως ο όφις, ακέραιος ως η περιστερά», «οικτίρμων ως ο πατήρ σου ο επουράνιος». Αυτά ανάπτουν στην καρδιά του ανθρώπου εκείνο το πυρ, την πίστη δηλαδή, την οποίαν ήλθε να βάλει ο Ιησούς στη γη, δηλαδή στην καρδία όσων θα πιστεύσουν σ’ Αυτόν.

Κύριε Ιησού Χριστέ, μονογενή Λόγε του Θεού, Συ είσαι και της πίστεως χορηγός, και της αρετής δοτήρ. Εγώ πιστεύω και ομολογώ ότι Συ είσαι αληθώς ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο οποίος ήλθες εις τον κόσμον για να σώσεις τους αμαρτωλούς, ων πρώτος είμαι εγώ, αλλά η πίστις μου είναι ολίγη και ψυχρά, δεν είναι τόσο θερμή όσον είναι αναγκαίο για τη σωτηρία μου. Προς Σε, λοιπόν, πανοικτίρμων, κλίνω τα γόνατά μου και με δάκρυα, όπως ο πατέρας του παιδιού που είχε το πνεύμα το άλαλον, κράζω και βοώ «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία».

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 209 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2016

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής του ασώτου υιού: Ομιλία περί του αμαρτήματος της πορνείας (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)


(Προς Κορινθίους Παύλου Α΄ Επιστολή κεφ. στ΄, 12 – 20)
– Γιατί ο απόστολος Παύλος μίλησε με τέτοιο ζήλο και τέτοια σφοδρότητα για την πορνεία όσο για κανένα άλλο αμάρτημα;
– Γιατί το αμάρτημα της πορνείας στρέφεται και εναντίον του Δημιουργού και καθιστά τον άνθρωπο που έπεσε σε αυτό, χειρότερο και από τους σταυρωτές του Χριστού;

– Τί γράφει ο Απόστολος των Εθνών για το αν έχουμε εξουσία επί του σώματός μας.

Διαβάστε απόσπασμα του λόγου από το "Κυριακοδρόμιο εις τας Πράξεις των Αποστόλων", Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 2ος, σελ. 209 – Έκδοσις 1840), πατώντας 
εδώ


Κυριακή, Ιουνίου 22, 2014

ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Νικηφόρου Θεοτόκη

«Καί πολλοί ἐπί τῇ γεννήσει ατο χαρήσονται».(ΛουκΑ‘ 14).
«Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας γάπησεν». Τοῦτο ἁρμόζει νά εἰποῦμεν εἰς τήν ὑπέρλαμπρον καί ἐνδοξοτάτην ἑορτήν, ὅπου τήν σήμερον ἡμέραν ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς πανηγυρίζομεν. Δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος, καί τάς δικαιοσύνας ἀγαπᾶ, διά τοῦτο μέ τόσα πολλά μεγαλεῖα, καί μέ τόσας μεγάλας δόξας, ἠθέλησε νά μεγαλύνη τό γενέσιον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὁ Ἰωάννης ὑπερβαίνει ὅλους τούς Ἁγίους εἰς τήν ἁγιότητα· δέν ἐγεννήθη εἰς τόν κόσμον ἄλλος ἄνθρωπος μεγαλύτερος ἀπό αὐτόν εἰς τήν χάριν, ἐξαιρετικώτερος εἰς τήν ἀρετήν, περισσότερος εἰς τήν τελειότητα. Τοῦτο, ὅπου λέγω, δέν εἶναι ὑπερβολή, οὐδέ φοβοῦμαι τίποτε, μήν τύχη καί λανθασθῶ, ὅταν τόν ἀνεβάζω εἰς ἕνα τοιοῦτον ὑψηλότατον ὕψος ἡ ἄπειρος καί ἀλάνθαστος σοφία τοῦ πανσόψου καί ὑπερτελείου Θεοῦ, ὅπου καλά ἐγνώρισε τήν ἀρετήν του, αὐτή τόν ἀνέβασε τόσον ὑψηλά, δίδοντάς του τά πρωτεῖα ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γέννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ». Τοῦ Ἰωάννου ἡ ζωή ἔχει περισσοτέραν ἁγιότητα ἀπό τήν πολιτείαν τῶν ἄλλων Ἁγίων τό γενέσιον τοῦ Ἰωάννου πρέπει νά ἔχη περισσότερην χάριν καί δόξαν ἀπό τῶν ἄλλων Ἁγίων τά γενέσια.
«Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας γάπησεν». Τόση εἶναι ἡ χάρις καί ἡ δόξα, μέ τήν ὁποίαν ὁ Θεός λαμπρύνει τό γενέσιον τοῦ Βαπτιστοῦ, ὅπου κινεῖ εἰς μίαν ὑπέρμετρον χαράν καί ἀγαλλίασιν τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. «Καί πολλοί ἐπί τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται». Ἐχάρη πολλά ὁ παλαιός Ἰσραήλ, ὅταν εἶδε τόσα θαύματα εἰς τήν γέννησιν τοῦ Βαπτιστοῦ διότι κατάλαβε πώς ἐπλησίασεν ὁ καιρός, εἰς τόν ὁποῖον ἔμελλε νά γεννηθῆ ὁ Μεσσίας μέ χαράν μεγάλην πανηγυρίζομεν σήμερον ἡμεῖς, βλέποντες πώς ὁ Θεός ἠθέλησε νά δοξάση τόσο πολλά τήν γέννησιν ἐκείνου, ὅπου προεκήρυξε τόν ἐρχόμον τοῦ Σωτῆρος. Δέν ὑπέφερεν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅμοια μέ τά ἄλλα βρέφη νά γεννηθῆ ἐκεῖνο τό βρέφος, ὅπου ἦτο τόσον ἐξαίρετον εἰς τήν χάριν δέν ὑπέφερεν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ἕνα γενέσιον ὅμοιον μέ ἐκεῖνα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τό γενέσιον ἐκείνου, ὅπου ὑπερέβαινεν ὅλους τούς ἀνθρώπους εἰς τήν τελειότητα. Τοιαῦτα προνόμια καί μεγαλεῖα ἠθέλησεν ὁ δίκαιος Θεός νά δώση εἰς τοῦ Ἰωάννου τήν γέννησιν, ὥστε βλέπων αὐτά ὁ κόσμος νά καταλάβη εὐθύς, πώς ὁ γεννηθείς Ἰωάννης ὑπερβαίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους εἰς τήν χάριν καί εἰς τήν ἀρετήν. Tοῦτο ἠθέλησε νά δείξη ὁ Θεός, ὅταν εἰς τόν κόσμον ἐγεννήθη ὁ Ἰωάννης τοῦτο λοιπόν ἄς εἶναι σήμερον ἡ ἐγκωμιαστική ὑπόθεσις τῆς ἱερᾶς του γεννήσεως.
Πληροφορημένοι καί βέβαιοι ἤσαν οἱ Ἰσραηλῖται, πώς ὅλα ἐκεῖνα, ὅπου κατασκευάζει ἡ πάνσοφος δεξιά τοῦ Θεοῦ, θαυμαστά εἶναι ὅλα καί ὑπερτέλεια ἐπειδή εἶδαν, πόσον θαυματουργός ἦτο ἡ ράβδος τοῦ Μωϋσέως, πόσον θαυμαστά ἦσαν ὁ στῦλος, ὅπου τούς ἔφεγγε τήν νύκτα, καί ἡ νεφέλη, ὅπου τούς ἐσκέπαζεν ἀπό τήν καῦσιν τῆς ἡμέρας, πόσον τέλειον ἦτο τό μάννα καί ἡ ὀρτυγόμητρα, μέ τά ὁποῖα ἐτρέφοντο εἰς τήν ἔρημον, πόσον γλυκύ ἦτο ἐκεῖνο τό ὕδωρ, ὅπου εὔγανεν ἡ σχισθεῖσα πέτρα. Θέλοντας λοιπόν ὁ Θεός νά τούς κάμη νά γνωρίσουν πόσον ἐξαίρετος καί τέλειος ἦτο ὁ Ἰωάννης, καί νά τόν γνωρίσουν, ὄχι ἀπό τά κατορθώματα, ὅπου ἔπειτα ἐκατόρθωσεν, ἀλλά ἀπό τά μεγαλεῖα, ὅπου εἰς τό γενέσιόν του ἔλαβεν, οἰκονομεῖ μίαν οἰκονομίαν πολλά παράδοξον καί θαυμαστήν, κάμνει τό γενέσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου νά μή εἶναι ἔργον τῆς φύσεως, ἀλλά κατόρθωμα τῆς δυνάμεώς Του.
Ἄν στοχασθοῦμεν τάς φυσικάς ἀρχάς, ἀπό τάς ὁποίας ἡ φύσις ἔδωσε τό εἶναι τοῦ Ἰωάννου, τάς βλέπομεν πολλά ξηρᾶς, ἀνύδρους καί ἀκάρπους. Ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατήρ του, τόσον πολλά γέρων εἶναι καί τόσον ἀδύνατον τοῦ φαίνεται νά γέννηση υἱόν, ὥστε δέν ἐστάθη τρόπος νά καταπεισθῆ ποτέ εἰς τοῦ Γαβριήλ τά εὐαγγέλια. Ἐγώ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, τοῦ ἔλεγεν ὁ Ἄγγελος, ἀπό τόν Θεόν εἶμαι ἀπεσταλμένος νά σοῦ εἰπῶ, πώς ἔχεις νά γέννησης υἱόν. Μά αὐτός δέν καταπείθεται. Κατά τί τοῦτο; ἀποκρίνεται τοῦ Ἀγγέλου· ἀπό τί νά καταλάβω ἐγώ αὐτό, ὅπου λέγεις; ποίαν δύναμιν βλέπω εἰς τόν ἑαυτόν μου, ποῖος φυσικός λόγος νά μέ καταπείση; ἐγώ εἶμαι ὑπέργηρος. «Ἐγώ γάρ εἰμι πρεσβύτης»· ἡ γυνή μου, ἡ Ἐλισάβετ, ἐπέρασε τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς της, ἔφθασεν εἰς τό ἔσχατον γῆρας· «καί ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς».
Ἡ Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα του, καί διά τήν φυσικήν της στείρωσιν, καί διά τό βαθύτατον γῆρας της, τόσον ἀδύνατον νομίζει τό πράγμα, ὅπου πέντε μήνας ὁλόκληρους εἶχε τό βρέφος μέσα εἰςτήν κοιλίαν της καί ἀκόμη ἐδίσταζεν, ἐφοβεῖτο νά τό εἴπη, ἐκρύβετο ἀπό τά ὄμματα τῶν ἀνθρώπων. «Καί περιέκρυβεν αυτήν μήνας πέντε».
Ἕνας ὑπέργηρος πατήρ, μία στείρα καί νενεκρωμένη μήτηρ, ποιός νά τό πιστεύση, πώς θέλει νά γεννήσουν υἱόν; Τοῦτο τό ἀδύνατον τῆς φύσεως μέ πολλήν ἀκρίβειαν τό ἐσημείωσεν ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. «Καί οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στείρα, καί ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν». Ὡσάν νά ἔλεγε, πώς ἡ στείρωσις καί τό γῆρας ἦσαν δύο ἐμπόδια εἰς τήν φύσιν πολλά μεγάλα, ἦσαν δύο αἰτίαι, διά τάς ὁποίας ἦτο ἀδύνατον νά τεκνοποιήσουν.
Οἱ Ἰσραηλῖται ὅλοι εἶχον ἔμπροσθεν εἰς τούς ὀφθαλμούς των τοῦτο τό ἀδύνατον, ἤξευραν ὅμως πολλά καλά καί τήν μεγάλην ἀρετήν τοῦ Ζαχαρίου καί τῆς Ἐλισάβετ. «Ἦσαν δέ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καί δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι»· καί ἐπίστευαν ἀκόμη, πώς ὅλα εἶναι δυνατά εἰς τόν Θεόν, κανένα πράγμα δέν εἶναι ἀδύνατον.
Ὅθεν εὐθύς ὅπου ἐκατάλαβαν τήν σύλληψιν, καί εἶδον τοῦ παιδίου τήν γέννησιν, ἐγνώρισαν πώς τό βρέφος δέν εἶναι καρπός τῆς φύσεως, ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς παντοδυνάμου χάριτος· καί ἐπειδή πληροφορημένοι ἦσαν, πώς ὅσα κατασκευάζει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅλα ἐξαίρετα καί ὑπερτέλεια, διά τοῦτο εὐθύς ἄρχισεν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου νά λέγη: τό βρέφος εἶναι ἕνας βλαστός, τόν ὁποῖον ὁ Θεός ἐφύτευσεν, αὐτός λοιπόν πρέπει νά εἶναι γεμάτος οὐράνιον καρπόν· τό βρέφος εἶναι ἕνα ἄνθος, ὅπου ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τό ἐξήνθησεν, αὐτό λοιπόν εὐωδιάζει τάς εὐωδίας τῆς Θείας χάριτος· αὐτό εἶναι ἕνα σκεῦος, ὅπου ὁ Θεός τό κατεσκεύασε, λοιπόν περιέχει ὅλων τῶν ἀρετῶν τά ἀρώματα.
Δέν ἐγνώριζαν ὅμως ὅλοι οἱ υἱοί τῶν Ἰσραηλιτῶν, πώς καί ὁ Σαμψών καί ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Σαμουήλ ἐγεννήθησαν ἀπό γυναίκας στείρας, καί ὁ Ἰσαάκ ἀπό στεῖραν καί γηραλέαν μητέρα καί ἀπό ἑκατονταετῆ καί ἅγιον πατέρα; διατί λοιπόν τόσον θαυμαστόν καί τέλειον ἔπρεπε νά νομίσουν τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή; Διότι ἐκεῖνα ὅπου εἶδαν αὐτοί εἰς τό γενέσιον τοῦ Βαπτιστοῦ, δέν εἶχαν ἀκούσει νά ἔγιναν ποτέ εἰς ἄλλο κανένα γενέσιον. Ἐγέννησε καί ἡ Ἄννα τόν Σαμουήλ, καί ἡ Ραχήλ τόν Ἰωσήφ, χωρίς ὅμως νά ἰδοῦν ὀπτασίας, χωρίς νά ἀκούσουν προφητείας καί χρησμούς διά τά γεννηθέντα βρέφη των· ἐφάνη Ἄγγελος εἰς τόν Μανωέ, ἀλλά εἰς καιρόν ὅπου ἦτο εἰς τόν ἀγρόν του· ἐφάνησαν τρεῖς Ἄγγελοι εἰς τόν Ἀβραάμ, μά εἰς καιρόν ὅπου ἐκάθητο ἐν τῇ δρυί Μαμβρῆ. Ὁ Ἄγγελος καμμίαν ἄλλην προφητείαν δέν εἶπε τῆς γυναικός τοῦ Μανωέ διά τόν υἱόν της τόν Σαμψών, παρά ὅτι αὐτός θέλει ἐλευθερώσει τούς Ἰσραηλίτας ἀπό τήν αἰχμαλωσίαν τῶν Φιλισταίων. «Καί ατός ἄρξεται σῶσαι τόν Ἰσραήλ ἐκ χειρός Φιλιστιείμ»· οἱ τρεῖς Ἄγγελοι τίποτε ἄλλο δέν εἶπον τοῦ Ἀβραάμ, παρά πώς ἡ Σάρρα θέλει γεννήσει υἱόν. «Καίξει υἱόν Σάρρα ἡ γυνή σου».
Ὅταν ὅμως ἔμελλε νά γεννηθῆ ὁ Ἰωάννης, εἰς καιρόν ὅπου ὁ Ζαχαρίας μέσα εἰς τό θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ ἐπρόσφερε τό θυμίαμα, καί δέησιν ἔκανε διά τήν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ, καί ἔξω ἀπό τό θυσιαστήριον προσηύχετο ὁμοῦ μέ αὐτόν ὅλος ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, τότε καταβαίνει ἀπό τόν οὐρανόν ἐκεῖνος ὁ Ἀρχάγγελος, ὅστις παραστέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί ὅστις εὐηγγέλισε τήν σύλληψιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τήν ἀειπάρθενον κόρην Μαριάμ, καί τοῦ φέρνει τά μηνύματα, ὅτι ἔχει νά γεννήση υἱόν. Ὁ τόπος εἶναι ὁ πλέον ἐξαίρετος, ἀπό ὅσους εὑρίσκοντο τότε εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην, διότι ἦτο τά ἅγια τῶν ἁγίων· ὁ καιρός ἦτο ὁ πλέον εὐπρόσδεκτος καί ἀρεστός εἰς τόν Θεόν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους καιρούς, διότι ἦτο καιρός δεήσεως καί προσευχῆς, καιρός προσφορᾶς καί θυμιάματος· αἱ προφητεῖαι, τάς ὁποίας ὁ Γαβριήλ λέγει πρός τόν Ζαχαρίαν, εἶναι πολλά μεγάλαι· πολλά καθαρά, λέγω, φανερώνουσι τό ὕψος τῆς ἀρετῆς τοῦ παιδίου  οἱ χρησμοί τοῦ Ἀγγέλου. Ζαχαρία, τοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος, ἐκεῖνος ὁ υἱός τόν ὁποῖον θέλεις γεννήσει μεγαλωτάτην παρρησίαν θέλει ἔχει ἔμπροσθεν εἰς τόν Θεόν. «Ἔσται γάρ μέγας ἐνώπιον Κυρίου».
Καί τοῦτο μόνον ἀρκετόν ἦτο νά μᾶς φανερώση, πόσον τέλειον καί ἅγιον ἦτο τό πολίτευμα τῆς ζωῆς ἐκείνου, ὅστις ἔμελλε νά γεννηθῆ ἀλλ’ ὁ Θεός ἠθέλησεν, ὅτι ὁ Ἄγγελος νά παραστήση ἀπό μίαν μίαν ὅλας τάς ἀρετάς του. «Καί οἶνον καί σίκερα οὐ μή πί»· ἰδού οἱ ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεώς του, ἤ καλύτερα νά εἰπῶ, ἤ ἀγγελική πολιτεία ὅπου ἔζησεν εἰς τήν ἔρημον. «Καί πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρός ατο»· ἰδού τό μεγάλον χάρισμα τῆς προφητείας, τό ὁποῖον ὁ Ἰωάννης μόνον τό ἔλαβε μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του. «Καί πολλούς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ ἐπιστρέψει πρός Κύριον τόν Θεόν ατν»· ἰδού τό κήρυγμα τῆς μετανοίας, τό ὁποῖον αὐτός ἐκήρυξεν εἰς τά περίχωρα τοῦ Ἰορδάνου. «Καί αὐτός προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἡλιοῦ» ἰδού πῶς τόν φανερώνει πρόδρομον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί κηρύττει τόν ζῆλον τῆς ψυχῆς του, διά τόν ὁποῖον ἀπετμήθη τήν κεφαλήν. Δίκαιον, ὅσιον, προφήτην, χάριτος θείας πεπληρωμένον, κήρυκα τῆς μετανοίας, ζηλωτήν τῶν νόμων τοῦ Κυρίου, πρόδρομον Χριστοῦ, μέγαν ἐνώπιον Θεοῦ τόν ἐφανέρωσεν ὁ Ἄγγελος προτοῦ νά γεννηθῆ. Ποῖος ἄλλος ἔλαβεν εὐαγγέλια γεννήσεως μέσα εἰς τά ἅγια τῶν ἁγίων; κανένας ἄλλος βέβαια παρά ὁ Ζαχαρίας. Εἰς ποιόν ἄλλον ἐπέμφθησαν μηνύματα τεκνογονίας, εἰς τόν καιρόν ὅπου ἐπρόσφερε τοῦ Θεοῦ τό θυμίαμα; Εἰς κανένα ἄλλον βέβαια, παρά εἰς τόν Ζαχαρίαν. Εἰς ποιόν βρέφος τόσαι προφητεῖαι ἠκούσθησαν; Εἰς τόν Ἰωάννην μόνον. Εἰς ποίου βρέφους τήν γέννησιν ἐπροφητεύθησαν τόσοι χρησμοί; Εἰς τήν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου μοναχήν. «Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν». Εἰς τοῦ Ἰωάννου μόνον τό γενέσιον ἔγιναν πράγματα τόσον θαυμαστά καί ἐξαίσια, διότι τοῦ Ἰωάννου τό πολίτευμα ἔχει τό ὑπέρτερον ἀπό κάθε ἄλλου Ἁγίου πολιτείαν καί ζωήν.
Τόν Ἰωάννην πρῶτα τόν ἐγνώρισεν ὁ κόσμος Ἅγιον, καί ἔπειτα τόν εἶδε βρέφος· πρῶτα τόν εἶδε προφήτην καί ἔπειτα ἄνθρωπον ἐπειδή αὐτός προτοῦ νά ἔβγη ἀπό τήν κοιλίαν τῆς μητρός του ἔδειξε τήν χάριν ὅπου ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἁγία τῶν ἁγίων, ἡ Παντάνασσα Παρθένος καί Μήτηρ τοῦ Θεοῦ (μέ νεῦσιν βέβαια καί φωτισμόν τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου θέλει νά φανερώση τήν χάριν ὅπου ἔδωσε τοῦ Βαπτιστοῦ Του), ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Ναζαρέτ, καί ἔρχεται εις τήν ὀρεινήν τῆς Ἰουδαίας, ἐμβαίνει εἰς τόν οἶκον τοῦ Ζαχαρίου, χαιρετάει καί ἀσπάζεται τήν Ἐλισάβετ· ἡ Ἐλισάβετ θέλει εὐθύς νά ἀποκριθῆ εἰς τόν χαιρετισμόν τῆς Παρθένου, ἀλλά δέν προφθάνει· ἀποκρίνεται ὁ Πρόδρομος μέσα ἀπό τήν κοιλίαν της, καί ἀπό μέσα ἀπό τήν μήτραν της· σκιρτᾶ μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του καί τό σκίρτημα εἶναι ἕνα προσκύνημα, ὅπου γεμίζει τήν καρδίαν τῆς Ἐλισάβετ χαρᾶς πνευματικῆς. Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου, ἀρχίζει νά λέγη ἡ Ἐλισάβετ, εὐθύς μόλις ἔφθασεν ἡ φωνή τοῦ χαιρετισμοῦ σου εἰς τά ὦτα μου, τό βρέφος ὅπου βαστῶ μέσα εἰς τήν κοιλίαν μου ἐσκίρτησε, σέ προσεκύνησεν ὡς Μητέρα Θεοῦ, καί ἐπλήρωσε τήν καρδίαν μου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως· «Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ σπασμο σου εἰς τά ὦταμου, ἐσκίρτησε τό βρέφος ν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλία μου».
Ὦ θαῦμα, ὦ μεγαλεῖον, ὦ δόξα, ὦ χάρις, ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Ἰωάννην. Οἱ Μάρτυρες ἀφοῦ ἐρραντίσθησαν μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου, οἱ ἀσκηταί ἀφοῦ ἐπλύθησαν μέσα εἰς τούς ἱδρώτας τῆς ἀσκήσεως, οἱ Ἀπόστολοι ἀφοῦ εὐωδίασαν τόν ἑαυτόν των μέ τήν ὀσμήν τοῦ κηρύγματος, ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἀφοῦ ἐβάφησαν μέσα εἰς τό μύρον τῶν ἀγώνων των, τότε ἔλαβον τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ Ἰωάννης μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του πληροῦται Θείας χάριτος. Ὁ κόσμος ἐγνώρισε τόν κάθε ἕνα πῶς εἶναι Ἅγιος, ὕστερα ἀπό τά κατορθώματα τῆς ἀρετῆς τοῦ· τόν Ἰωάννην ἡγιασμένον τόν ἐκατάλαβε προτοῦ νά γεννηθῆ εἰς τόν κόσμον. Ἀφοῦ οἱ Προφῆται μέ τήν πολλήν τους ἀρετήν ἔγιναν σκεύη δεκτικά τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἔλαβον τῆς προφητείας τό χάρισμα, τότε ὁ κόσμος ἐκατάλαβε, πώς ἦσαν Προφῆται· τόν Ἰωάννην ὁ κόσμος τόν ἐγνώρισε Προφήτην, εἰς καιρόν ὅπου ἦτο βρέφος ἀγέννητον· ἐσκίρτησε μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του, ἐπροσκύνησε τόν Δεσπότην τῶν ἁπάντων, καί μετεδόθη ἡ χάρις ὅπου αὐτός ἔλαβε καί εἰς τήν Ἐλισάβετ. «Καί ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ», καί ἤρχισε μέ μεγάλην φωνήν νά κηρύττη ἐκεῖνα, ὅπου ὁ Ἰωάννης, διότι εἶναι ἀγέννητος, δέν ἠμπορεῖ νά εἴπη. «Καί ἀνεφώνησε φωνή μεγάλη καί εἶπεν: εὐλογημένη σύ ν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου· καί πόθεν μοι τοῦτο να ἔλθη ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με Μητέρα Θεοῦ ὀνομάζει τήν Παρθένον, ὡσάν νά ἤξευρε ποῖον βαστάζει εἰς τήν κοιλίαν Της, καί ὡσάν νά ἔβλεπε, πώς τό βρέφος, ὅπου ἔχει εἰς τήν μήτραν Της, εἶναι ὁ σεσαρκωμένος Θεός.
Γίνεται λοιπόν προφήτης ἡ Ἐλισάβετ, καί τοῦτο δόξα εἶναι τοῦ υἱοῦ της τοῦ Βαπτιστοῦ. Εἶχε προστάξει ὁ Θεός τόν Ζαχαρίαν νά ὀνομάση τόν υἱόν του Ἰωάννην «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην»· διά νά παρασταίνη καί τό ὄνομά του τήν τελειότητα τῆς προαιρέσεώς του, διατί Ἰωάννης θέλει νά εἴπη πλήρης χάριτος· ἐπειδή ὅμως κωφός καί ἄλαλος εὐγῆκεν ὁ Ζαχαρίας ἀπό τό θυσιαστήριον, δέν ἠδυνήθη νά φανερώση κανενός τό ὄνομα.
Ἦλθεν ἡ ὥρα ὅπου ἔμελλε νά περιτέμουν τό παιδίον, καί ὅλοι ἀπεφάσισαν νά τό ὀνομάσουν Ζαχαρίαν· ἡ δέ Ἐλισάβετ παρευθύς, μέ τό χάρισμα τῆς προφητείας, ὅπου ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν, ὄχι, τούς λέγει, μή τό ὀνομάσετε Ζαχαρίαν, τό ὄνομά του ἄς εἶναι Ἰωάννης· «Καί ἀποκριθεσα ἡ μήτηρ ατοῦ εἶπεν οὐχί, λλά κληθήσεται Ἰωάννης».
Θαυμάζουν οἱ περιεστῶτες, διατί κανένας δέν ἦτο εἰς τήν συγγένειάν του, ὅπου νά ὀνομάζεται Ἰωάννης· φιλονεικοῦσιν ἀναμεσόν τους, κάνουν νεύματα εἰς τόν κωφόν καί ἄλαλον πατέρα του νά τούς φανέρωση, πῶς νά ὀνομάσουν τό βρέφος· ἐκατάλαβε ὁ Ζαχαρίας, πώς διά τό ὄνομα εἶναι ἡ φιλονεικία, μέ τά σχήματα τούς γυρεύει πινακίδιον, γράφει ἐπάνω εἰς αὐτό, «Ἰωάννης ἐστί τό ὄνομα ατο», καί παρευθύς μόλις τό ἔγραψεν, ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! εὐθύς λύονται τά δεσμά τῆς γλώσσης του, ἀνοίγει τό στόμα του, κινεῖ τά χείλη του, καί εὐλογεῖ τόν Θεόν. «Ἀνεῲχθη δέ τό στόμα ατοῦ παραχρῆμα καί ἡ γλσσα ατο, καί λάλει ελογν τόν Θεόν»· καί παρευθύς ἄλλο θαῦμα γίνεται· πληροῦται Πνεύματος Ἁγίου ὁ Ζαχαρίας, καί ἀρχίζει μεγαλοφώνως νά προφητεύη διά τόν υἱόν του τάς θαυμαστάς καί μεγάλας προφητείας. «Καί Ζαχαρίας ὁ πατήρ ατοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου καί προεφήτευσε».
Ὦ μεγαλεῖα ἀνείκαστα, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός ἐμεγάλυνε τό γενέσιον τοῦ Βαπτιστοῦ! Ὅλοι ὅσοι ἤκουαν καί ἔβλεπαν τόσα θαύματα, ἐξεπλάγησαν ὅλοι καί ἐθαύμασαν. «Καί ἐθαύμασαν πάντες»· ὅλοι εὐθύς ἄρχισαν νά ἀποροῦσι· καί τί νά εἶναι τάχα, ἔλεγαν, τοῦτο τό παιδίον; «Τί ἄρα τό παιδίον τοτο σται;» Προφήτης μόνον; Μά δέν ἠκούσθησαν ποτέ τέτοια θαύματα εἰς τήν γέννησιν τῶν Προφητῶν. «Τί ἄρα τό παιδίον τοτο σται;» Βασιλεύς μόνον; Μά τά γενέσια τῶν βασιλέων δέν ἔλαβον τόσην δόξαν. «Τί ἄρα τό παιδίον τοτο σται;» Δίκαιος μόνον καί Ἅγιος; Μά δέν ἔγιναν τόσα παράδοξα πράγματα, ὅταν ἐγεννήθησαν οἱ ἅγιοι καί οἱ δίκαιοι. Ἀπεφάσισαν τέλος πάντων πώς αὐτός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας, καί ἐφύλαξαν αὐτήν τήν ὑπόληψιν μέσα εἰς τήν καρδίαν των, ἕως ὅτου ὁ Πρόδρομος ἔφθασεν εἰς μέτρον ἡλικίας. «Καί θεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδί ατν λέγοντες, τί ἄρα τό παιδίον τοτο σται;» ἔπειτα ἐρωτοῦσαν τόν ἴδιον, διά νά ἀκούσουν καί ἀπό τό στόμα του, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας. «Σύ τίς εἶ τοῦ ἔλεγαν· εἶπέ μας ποῖος εἶσαι; Ὁ Ἰωάννης τό ἐκατάλαβε, πώς τόν ἐρωτοῦσαν στοχαζόμενοι, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅθεν τούς ἀπεκρίθη: δέν εἶμαι ἐγώ, ὄχι, ὁ Χριστός. «Ατός μολόγησε, καί οὐκρνήσατο· καί μολόγησεν, ὅτι οὐκ εμι ἐγώ ὁ Χριστός». Δέν εἶχαν ὅμως δίκαιον νά στοχασθοῦν, πώς ὁ Ἰωάννης ἦτο ὁ Μεσσίας, ὅπου ἐκαρτεροῦσαν;
Ὁ Ζαχαρίας, ὅταν ἐθυσίαζε μέσα εἰς τό θυσιαστήριον, δέν ἐζήτει τοῦ Θεοῦ νά τοῦ χαρίση υἱόν· ἄν ἐζήτει τοιοῦτον τι, δέν ἤθελεν ἀπιστήσει τόσον πολλά, ὅταν ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε πώς εἰσηκούσθη ἡ δέησίς του, καί θέλει γεννήσει υἱόν ἡ Ἐλισάβετ. Αὐτός ὅταν ἐπρόσφερεν εἰς τόν Θεόν τό θυμίαμα, παρεκάλει διά τήν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ· καί εἰς καιρόν ὅπου αὐτός ἔκανε δέησιν διά τήν σωτηρίαν τοῦ κόσμου, παραστέκεται ὁ Ἄγγελος ἔμπροσθέν του λέγων εἰς αὐτόν:«Εσηκούσθη ἡ δέησίς σου, κά! ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι»· ὡσάν νά ἦτο ἡ γέννησις τοῦ Ἰωάννου ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Καί ἀπό ἐδῶ λαμβάνω ἀφορμήν νά στοχασθῶ, πώς, διά νά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι Πρόδρομος τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἠθέλησεν ὁ Θεός τό γενέσιόν του νά λάβη ὅμοια προτερήματα μέ ἐκεῖνα, ὅπου εἶχε τό γενέσιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰςτήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Γαβριήλ εὐαγγελίζει εἰς τήν Παρθένον τό χαῖρε· εἰςτήν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὁ Ἄγγελος λέγει εἰς τόν Ζαχαρίαν: «Καίἔσται χαρά σοι καί ἀγαλλίασις». Ὁ Ἄγγελος λέγει εἰς  τήν Παρθένον ἐκεῖνος ὅπου μέλλεις νά γεννήσης, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Ὑψίστου· ὁ Ἄγγελος προλέγει τοῦ Ζαχαρίου, ὅτι ὁ υἱός σου θέλει εἶναι μέγας ἐνώπιον Κυρίου. Εἰς τήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ παρθενία καί τόκος, εἰς τήν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στείρωσις καί γῆρας. Ἐκεῖ Ἄγγελοι δοξάζοντες, ἐδῶ ἄνθρωποι θαυμάζοντες. Ἐκεῖ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί, καί κατεβάζουν τόν ἀστέρα· ἐδῶ λύεται ἡ γλώσσα τοῦ πατρός, καί ἐκφωνεῖ τάς προφητείας. Γεννηθείς ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἔπαυσε τοῦ διαβόλου ἡ ἐξουσία· γεννηθείς ὁ Ἰωάννης, ἤρχισε τό κήρυγμα τῆς σωτηρίας. «Δίκαιος ὁ Κύριος, καί δικαιοσύνας γάπησε».
Τόση ἔπρεπε βέβαια νά εἶναι ἡ δόξα τοῦ γενεσίου σου, ὦ Προφήτα καί Πρόδρομε τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· διότι δέν ἐγεννήθη ἄλλος ἄνθρωπος μεγαλύτερος ἀπό λόγου σου εἰς τήν ἀρετήν. Μέ τό ἔνδυμα τῆς καμήλου ἐνδεδυμένον, καί μέ τήν δερματίνην ζώνην ἐζωσμένον, σέ στοχάζονται οἱ ἀσκηταί τοῦ Παραδείσου, καί εὐλαβούμενοι τούς ἀσκητικούς ἀγώνας σου, ὅλοι σοῦ δίδουν τά πρωτεῖα· σέ βλέπουν οἱ μάρτυρες ραντισμένον μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου σου, καί ὅλοι σέ ὑπερυψώνουσιν· ἠξεύρουν οἱ Ἀπόστολοι τό εὐαγγελικόν κήρυγμα, τό ὁποῖον ἐκήρυξες εἰς ὅλα τά περίχωρα τοῦ Ἰορδάνου, καί ὡς μέγαν διδάσκαλον καί πρῶτον Ἀπόστολον σέ νομίζουσι καί σοῦ δίδουν κάθε προτίμησιν· ἐκατάλαβαν οἱ Προφῆται, πώς ἐσύ εἶσαι ἡ σφραγίς ὅλων τῶν προφητειῶν των, ὅθεν πρώτιστον Προφήτην σέ στοχάζονται· οἱ Ἄγγελοι διακρίνουν καλά τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς σου, καί τό ἀξίωμα ὅπου ἔλαβες, νά θέσης τάς χείρας σου ἐπάνω εἰς τήν κορυφήν τοῦ Δεσπότου τῶν ἁπάντων, καί νά τόν βαπτίσης μέσα εἰς τοῦ Ἰορδάνου τά ὕδατα· ὅθεν ὅλα αὐτῶν τά Τάγματα μεγάλον σέβας σοῦ προσφέρουσι, μέ μεγάλας δόξας σέ τιμοῦν.
Βαπτιστά λοιπόν καί Πρόδρομε, λύχνε τοῦ φωτός φαεινότατε, φωνή τοῦ Λόγου μεγαλοφωνοτάτη, δόξα καί καύχημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἄγγελε ἐπίγειε, ἄνθρωπε οὐράνιε, σύ ὡς δίκαιος, ὡς μάρτυς, ὡς Ἀπόστολος, ὡς Προφήτης, ὡς Βαπτιστής, ὅπου εἶσαι, ἔχεις βέβαια μεγάλην τήν παρρησίαν πρός τόν Θεόν· ἔπαρον λοιπόν τάς ἁγίας σου χείρας ὑπέρ ἡμῶν πρός Κύριον· δυσώπησον αὐτόν νά ράνῃ πλουσίαν τήν δρόσον τοῦ ἐλέους του εἰς ἡμᾶς, ὅπου εὐλαβῶς ἑορτάζομεν τό ἔνδοξον καί ὑπέρλαμπρόν σου γενέσιον.

Σάββατο, Μαρτίου 08, 2014

Νικηφόρου Θεοτόκη: Περί πίστεως, Α΄ Κυριακή Νηστειών

Πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει. (Ἰω. α´ 51)

ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΣ σήμερον, ὦ χριστοφόροι λαοί, ἡ ἁγιωτάτη τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησία πνευματέμφορον ὅρον τῆς ἁγίας οἰκουμενικῆς ἑβδόμης Συνόδου, καί τοὺς μὲν εὐσεβεῖς, καὶ ὀρθοδόξους μακαρίζοντας, τοὺς δὲ ἀπίστους καὶ κακοδόξους ἀναθεματίζοντας, ὑπέρμετρον τὴν ἐπιθυμίαν διὰ τὸν περὶ πίστεως λόγον εἰς τὴν καρδίαν τοῦ καθενὸς ἐγείρει, καὶ ἐξυπνᾷ. Ἀκούοντες σήμερον τόσους μακαρισμοὺς εἰς τοὺς πιστούς, τόσα ἀναθέματα εἰς τοὺς ἀπίστους, ὅλοι, φαίνεταί μου, πὼς ἐπιθυμᾶτε νὰ ἀκούσετε τί εἶναι, καὶ πῶς ἔλαβε τὸ εἶναι, καὶ ἐπάνω εἰς ποῖες ἀρχὲς θεμελιώνεται, καὶ μὲ ποῖον τρόπον παρασταίνεται, καὶ μὲ ποῖες ἀπόδειξες ἀποδείχνεται ἡ πίστις ὁποὺ πιστεύομεν. Ἐπιθυμᾶτε ἴσως ὅλα ἐτοῦτα νὰ τὰ ἀκούσετε, μὰ ὄχι μὲ τὸν τρόπον ὁποὺ οἱ δογματικοὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκουσι τοὺς πιστούς, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον ὁποὺ οἱ σχολαστικοὶ φιλόσοφοι καταπείθουσι τοὺς ἀπειθεῖς. Τώρα λοιπὸν ἐγνωρίζω πόσον μεγάλη εἶναι ἡ ὑπόθεσις ὁποὺ ἔχω ἔμπροσθέν μου σήμερον, πόσον βάθος ἔχει ἡ ὕλη, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ἐμβαίνω. Κανένας δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ πρῶτον, καὶ καλὰ νοήσῃ τὸν ὁρισμὸν τοῦ πράγματος. Καὶ ἄν ἐγὼ ζητήσω τὸν ὁρισμὸν τῆς πίστεως, τὸν ἀκούω ναί, ἀπὸ τὸν θεῖον Ἀπόστολον. Μὰ οὐδὲ τὸν χωρεῖ ὁ νοῦς μου, οὐδὲ νὰ τὸν καταλάβω ἠμπορῶ. «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Ἐτοῦτος εἶναι ἕνας ὁρισμός, τόσον ὑψηλός, καὶ ἀκατανόητος ὁποὺ ἀπὸ ὅλα του τὰ μέρη μὲ βιάζει, ὁλοτελῶς νὰ μὴν προσδιαλέγωμαι περὶ τῶν πραγμάτων τῆς πίστεως ἀλλὰ νὰ πιστεύω, καὶ νὰ σιωπῶ, ἐπειδή, ἄν ἡ πίστις ὑπόστασις εἶναι τῶν ἐλπιζομένων πραγμάτων, καὶ ἔλεγχος τῶν μὴ βλεπομένων, τί ἡμπορῶ ἐγὼ νὰ σᾶς παραστήσω διὰ τὰ ἐλπιζόμενα; Τὰ ὁποῖα, ἐπειδὴ «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», ἀκατάληπτα εἶναι, καὶ ἀκατανόητα. Ἄν ζητήσω τὸ ἱερογλυφικὸν τῆς πίστεως, διὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω κἂν συμβολικῶς, καὶ ἀλληγορικῶς, τὸ βλέπω εἰς τὴν ἀποκάλυψιν, καὶ πολὺ φοβοῦμαι, δειλιάζω ὅλος, καὶ ἀπορῶ. Εἶναι αὐτὸ ἕνα βιβλίον μὲ ἑπτὰ σφραγίδες ἐσφραγισμένον, τὸ ὁποῖον κανένας, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐδὲ ἀπό τοὺς ἐν τῇ γῇ, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἐν τοῖς καταχθονίοις νὰ ἀνοίξῃ, καὶ νὰ καταλάβῃ ἐδυνήθη παρὰ μόνον τὸ ἐσφαγιασμένον ἀρνίον τὸ γεννηθὲν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. «Καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐδὲ ἐπὶ τῆς γῆς, οὐδὲ ὑποκάτω τῆς γῆς, ἀνοίξαι τὸ βιβλίον, οὐδὲ βλέπειν αὐτό». Πῶς θέλετε λοιπὸν νὰ τὸ ἀνοίξω ἐγὼ σήμερον, καὶ νὰ τὸ ἀνοίξω εἰς τρόπον ποὺ νὰ τὸ καταλάβω ἐγώ, νὰ τὸ καταλάβουν ὅσοι μὲ ἀκούουν, καὶ νὰ καταπεισθοῦν; Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τόσα μυστήρια, καὶ νὰ ἀνακαλύψω τόσα κεκαλυμμένα, καὶ νὰ φανερώσω τόσα ἀπόκρυφα, καὶ νὰ ἐρευνήσω τόσα βάθη, καὶ νὰ περιλάβω τόσα ἄπειρα, καὶ τόσα ἀναπόδεικτα, πῶς θέλετε νὰ σᾶς τά ἀποδείξω; Ἠξεύρω ἐγὼ τί ἔπρεπε νὰ κάμω εἰς τέτοιαν ὑπόθεσιν. Ἔπρεπε νὰ εἰπῶ εἰς τὸν κάθε ἕνα, ἐκεῖνο ὁποὺ ὁ Θεάνθρωπος σήμερον εἰς τὸν Ναθαναὴλ εἶπε: «Πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει». Νὰ εἰπῶ ἔπρεπεν εἰς τὸν κάθε ἕναν· χριστιανὲ πιστεύεις; Ἄν πιστεύῃς θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῇς μυστήρια· νὰ ἰδῇς θαυμάσια· νὰ νὰ ἰδῇς μεγαλεῖα, καὶ δόξας ἀπὸ ἐτοῦτα ὁποὺ τώρα βλέπεις ἀσυγκρίτως μεγαλύτερα, καὶ ἀπό ἐτοῦτα ὁποὺ τώρα πιστεύεις, πολὺ περισσότερα. Μὰ τί; Τὸ βλέπω. Οὐδὲ ἀρκεῖσθε, οὐδὲ πείθεσθε εἰς τοῦτο. Σήμερον ὁποὺ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὸν ὅρον τῆς πίστεως, θέλετε καὶ τὸν λόγον νὰ εἶναι περὶ πίστεως. Πείθομαι λοιπὸν εἰς τοιαύτην ἐπιθυμίαν, ἡ ὁποία ὅσον εἶναι ἐπαινετή, ἄλλο τόσον εἶναι ὑψηλή, καὶ δύσκολος. Θέλω ὁμιλήσει κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν σας, μὰ θέλω ὁμιλήσει ἐν ταὐτῷ ἐναντίον εἰς τὴν ἐπιθυμίαν σας. Κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν σας· ἐπειδὴ θέλω ὁμιλήσει περὶ πίστεως· ἐναντίον εἰς τὴν ἐπιθυμίαν σας· διατὶ θέλω σᾶς εἰπεῖ, πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζετε τὴν πίστιν. Διατὶ ἡ πίστις ὅταν ἐξετάζεται, ὀλιγοστεύει, καὶ φεύγει· ἀμὴ πρέπει νὰ ἐνεργῆτε τὴν πίστιν. Διατὶ ἡ πίστις ὅταν ἐνεργῆται, αὐξάνει καὶ περισσεύει. Τί σᾶς φαίνεται; Οἱ ὅροι εἶναι ἐναντίοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν σας; Ἀληθῶς. Ἀφοῦ ὅμως τοὺς ἀκούσετε, ἴσως καταπεισθῆτε νὰ μὴν ἐπιθυμᾶτε νὰ ἐξετάζετε τὴν πίστιν· ἀμὴ ἀνεξετάστως νὰ πιστεύετε, καὶ νὰ ἐνεργῆτε, ἐκεῖνο ὁποὺ διδάσκει ἡ πίστις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

Μὲ δύο τρόπους ἠμπορεῖ κάθε ἕνας τὴν πίστιν καὶ ὅσα περιλαμβάνονται εἰς τὴν πίστιν, νὰ ἐξετάζῃ. Ὁ ἕνας εἶναι ὁπόταν ἐξετάζῃ, διὰ νὰ μάθῃ μόνον τί πιστεύει, καὶ τί δογματίζει ἡ Ἐκκλησία τῶν ὀρθοδόξων διὰ τὸ ἑνιαῖον τῆς θείας οὐσίας, διὰ τὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητος, διὰ τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ υἱοῦ, καὶ λόγου τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν μετάδοσιν τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία καὶ χρονικὴ ἐκπόρευσις τοῦ παρακλήτου λέγεται· διὰ τὴν τελείωσιν τῶν ἑπτὰ μυστηρίων, διὰ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, διὰ τὴν παντοτινὴν μακαριότητα, καὶ διὰ ἄλλα ὅμοια. Καὶ μία τοιαύτη ἐξέτασις, ὄχι μόνον δὲν εἶναι βλαπτική, ἀλλὰ εἰς κάθε χιστιανὸν ἀναγκαία εἶναι, καὶ πολλὰ ὠφέλιμος. Ἐπειδὴ πρέπει κάθε χριστιανὸς νὰ ἠξεύρῃ ποῖα εἶναι τὰ ἀποστολικὰ πατροπαράδοτα δόγματα, διὰ νὰ κρατῇ ἐκεῖνα ὡς ἀληθινά, καὶ ἀναμφίβολα· ἐκεῖνα νὰ πιστεύῃ μὲ τὴν καρδίαν του· ἐκεῖνα νὰ κηρύττῃ μὲ τὴν γλῶσαν του, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ἤ ὡς ψευδῆ ὁλοτελῶς νὰ μὴν τὰ πιστεύῃ, ἤ ὡς ἀμφίβολα νὰ τὰ ἀποστρέφεται. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ἀφοῦ μάθῃ ὅλον τῆς Ἐκκλησίας τὸ δόγμα, νὰ θέλῃ καὶ εἰς τὰ πλέον ἀπόκρυφα, καὶ ἀκατάληπτα τῆς πίστεως νὰ ἐξετάζῃ· διατὶ αὐτὸ ἔτσι; καὶ ποῖος εἶναι ὁ λόγος ἐτούτου; Καὶ διατί; Καὶ πῶς ἔγινεν ἐκεῖνο; Καὶ ποία εἶναι ἡ αἰτία τοῦ ἄλλου; Ἐξέτασις ἐτούτη αὐθάδης, παράλογος, καὶ σφαλερή. Μὲ ἐτούτην τὴν ἐξέτασιν, καὶ ὄχι μὲ τὴν πρώτην, λέγω ἐγώ, πὼς ἐκεῖνος ὁποὺ ἐξετάζει τὴν πίστιν, φεύγει ἡ πίστις ἀπὸ λόγου του. Φεύγει ἡ πίστις ἀπό λόγου του; Ναί. Φανερὰ τὸ βλέπομεν, καὶ ὀρθὰ τὸ συμπεραίνομεν ἀπὸ τὴν θείαν Γραφήν.
Τὸ ξύλον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἰς τὸ μέσον τοῦ παραδείσου ἐφύτευσεν ὁ Θεός, καὶ ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὴν ἀπόλαυσιν ἐμπόδισε τοὺς πρωτοπλάστους, ἦτον μία θεωρία τῆς Θεότητος, καθὼς μᾶς διδάσκει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. «Θεωρία γὰρ ἦν τὸ φυτόν». Δὲν ἦτον ὅμως μία θεωρία ἁπλῆ, καὶ ἀπερίεργος. Διατὶ μὲ ἁπλῆν καὶ ἀπερίεργον θεωρίαν οἱ δύο προπάτορές μας, ἔβλεπαν, καὶ θεωροῦσαν κάθ’ ἑκάστην ἡμέραν τὸν Θεόν. Ἀλλὰ ἦτον βέβαια μία θεωρία περίεργος, καὶ ἐξεταστική· μία θεωρία, διὰ τῆς ὁποίας ἔπρεπεν ὁ νοῦς τῶν πρωτοπλάστων, ἄν ἤθελε νὰ θεωρήσῃ, νὰ ἐξετάσῃ, καὶ νὰ ἐρευνήσῃ τὴν φύσιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ διὰ τοῦτο ξύλον τῆς γνώσεως, ἐκεῖνο τὸ ξύλον τὸ ὠνόμασεν ἡ ἁγία Γραφή. Καὶ ἡμεῖς βλέπομεν μέσα εἰς τὴν ἁγίαν Γραφήν, πὼς ὁ Θεὸς ἐμπόδισε τοὺς πρωτοπλάστους ἀπὸ μίαν τέτοιαν θεωρίαν, καὶ τοὺς ἐμπόδισε μὲ προσταγὴν μεγάλην, μὲ φοβερισμὸν θανάτου. Διατί; Διατὶ νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ ὁ Θεός, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἐρευνήσουν, καὶ νὰ καταλάβουν τὴν φύσιν του; Ὁ ὄφις εἶπε πὼς τοὺς ἐμπόδισε διὰ νὰ μὴ γένουν Θεοί. Μὰ ψεῦδος εἶναι ἐτοῦτο διαβολικόν. Ἐπειδὴ εἰς τὸν Θεὸν δὲν χωρεῖ πάθος, καὶ δὲν ἔχει τόπον ὁ φθόνος ὁλοτελῶς. Ὁ Θεός, χριστιανοί μου, τοὺς ἐμπόδισε· διατὶ αὐτὸς ὁποὺ τοὺς ἐδημιούργησεν, ἐγνώριζε, πὼς ὁ νοῦς τους δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ τὴν φύσιν τῆς Θεότητός του· καὶ θέλοντας νὰ ἐρευνᾷ, καὶ νὰ ἐξετάζῃ, σκοτίζεται, ἀπιστίζει, καὶ ἀπελπίζεται. Καὶ εἰς τοῦτο μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Κατεβαίνει μιὰν φορὰν ὁ Θεὸς εἰς τὸ ὄρος τοῦ Σινᾶ, διὰ νὰ δώσῃ τὸν νόμον του εἰς τὸν Μωϋσῆν. Καὶ διὰ νὰ πληροφορηθοῦν οἱ Ἰσραηλῖται ὅλοι, πὼς ὁ Θεὸς ἐκατέβη εἰς τὸ Σινᾶ, καὶ ὁμιλεῖ μὲ τὸν Μωϋσῆν, ἀστράπτει, καὶ βροντᾷ ὅλον τὸ ὄρος Σινᾶ· ἐκεῖ νεφέλη σκοτεινὴ ἀπὸ ἄνω ἕως κάτω τὸ ὄρος καλύπτει· ἐκεῖ καπνὸς ὁποὺ ἕως οὐρανοῦ ἀναβαίνει. Ἐγνωρίζει ὁ Θεός, πὼς ἀπὸ ὅλα ἐτοῦτα οἱ Ἰσραηλῖται ἤθελαν γένει πολλὰ περίεργοι νὰ μάθουν, καὶ νὰ καταλάβουν, ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁ Θεός, ὁ τόσον μέγας, καὶ φοβερός. Ὅθεν κράζει εὐθὺς τὸν Μωϋσῆ, τοῦ λέγει, κατέβα ὀγλήγορα ἀπὸ τὸ ὄρος, καὶ εἰπὲ εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ μὴν ἀποτολμήσῃ κανένας νὰ ἐξετάσῃ μὲ τὸν νοῦν του, διὰ νὰ καταλάβῃ τίς εἶναι ὁ Θεός. «Καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μή ποτε ἀγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι». Βεβαίωσέ τους ἀπὸ μέρους μου, πὼς ἄν ἀποτολμήσουν νὰ κάμουν τέτοιον πρᾶγμα, ἐγκρεμνίζονται εὐθύς ἀπὸ τὴν χάριν μου, πίπτουν παρευθὺς ἀπὸ τὴν πίστιν ὁποὺ ἔχουν, εἰς τὸ βάθος τῆς ἀπιστίας. «Διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μή ποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι, καὶ πέσωσι. Ἀκούετε; «Μή ποτε ἐγγίσωσι κατανοῆσαι»· μὴ θελήσουν νὰ ἐρευνήσουν διὰ νὰ καταλάβουν. Καὶ διατί; Διατὶ πίπτουν εἰς τὸ σκότος τῆς ἀκαταληψίας. Αὐτὸ παθαίνουν ἐκεῖνοι οἱ αὐθάδεις, ὅσοι θέλουν μὲ τὸν νοῦν τους νὰ καταλάβουν τὸν Θεόν. Πίπτουν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, πίπτουν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πίστεως, πίπτουν εἰς τοὺς χάνδακας τῆς ἀπιστίας. «Μή ποτε ἐγγίσωσι κατανοῆσαι, καὶ πέσωσι». Μὰ τί; Δὲν εἶναι ἴσως ἔτσι; Δὲν σκοτίζεται ἴσως ὁ νοῦς μας, ὅταν ἐξετάζωμεν τὰ πράγματα τῆς πίστεως δὲν βυθίζεται μέσα εἰς ἕνα πέλαγος ἀνεξάντλητον; Δὲν ἐμβαίνει μέσα εἰς ἕνα χάος βαθύτατον; Δὲν γεμίζει ἀπορίες, καὶ ἀμφιβολίες;
Ὁπόταν ἀρχίσῃ ὁ νοῦς μας νὰ ἐξετάζῃ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἕνας ὁ Θεός, καὶ νὰ εἶναι τρία; Καὶ ποῖος λόγος πείθει πῶς τὰ τρία δὲν συγχύζουν, καὶ ἀφανίζουν τὸ ἕνα, καὶ ἁπλοῦν, καὶ πῶς αὐτὸ τὸ ἕνα, δὲν ἀναιρεῖ τὰ τρία! Μὰ εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσίαν, λέγουσιν οἱ θεολόγοι, καὶ τρία κατὰ τὰς ὑποστάσεις. Καὶ τί εἶναι αὐτὴ ἡ οὐσία, καὶ τί εἶναι ὑπόστασις; Ἡ οὐσία εἶναι ἕνα ὄν ἄπειρον, ὑπερούσιον, αὐτοδέσποτον. Καὶ πόθεν τάχα ἔχει τὴν ἀρχήν της ἡ οὐσία; Ἀπὸ καμμίαν ἀρχήν. Μὰ πῶς; Σιωπή, τόση αὐθάδεια, ἡ ὁποία ἄλλο δὲν προξενεῖ, παρὰ σκότωσιν. Διατὶ πρὸ τοῦ νὰ προφθάσῃ ὁ νοῦς μας νὰ τὸ καταλάβῃ, αὐτὸ φεύγει· καὶ πρὸ τοῦ ὁ νοῦς μας ἀκόμη τὸ νοήσῃ, αὐτὸ πετᾷ. «Πρὶν κρατηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν νοηθῆναι διαδιδράσκον». Τέτοια εἶναι ἡ νόησις τῆς Θεότητος. Ἀμὴ τί εἶναι ἡ ὑπόστασις; Τὸ κοινὸν μετὰ τοῦ ἰδιάζοντος· κοινὸν εἰς τὰ τρία· καὶ ὅλον εἰς τὰ τρία· καὶ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ εἰς τὰ τρία· καὶ τὰ τρία προσωπικῶς χωρισμένα. Μοῦ ἔφυγε· δὲν ἔφθανα νὰ τὸ νοήσω, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὸν νοῦν μου. «Πρὶν νοηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν κρατηθῆναι διαδιδράσκον». Ἀμὴ πῶς ὁ πατὴρ γεννᾷ τὸν υἱόν, καὶ ἔχει ὁ υἱὸς τὴν αὐτὴν οὐσίαν τοῦ πατρός, καὶ εἰς τὸν πατέρα ἡ οὐσία θεωρεῖται ὡς ἀγέννητος καὶ εἰς τὸν υἱὸν ὡς γεννητή; Ἀμὴ πῶς ὁ πατὴρ ἐκπορεύει τὸ πνεῦμα, καὶ ἡ οὐσία εἰς τὸν πατέρα εἶναι ἀνεκπόρευτος, καὶ εἰς τὸ πνεῦμα ἐκπορευτή; Ποῖος λόγος πείθει, πὼς δὲν συμπεραίνονται τὰ ἐναντία; Καὶ ἄν συμπεραίνονται τὰ ἐναντία; Φθάνει τόση αὐθάδεια, δὲν ἠμπορεῖ ὁ νοῦς μας νὰ τὸ χωρήσῃ. Δὲν προφθαίνῃ νὰ τὸ νοήσῃ, καὶ ἐκεῖνο πετᾷ, καὶ φεύγει. «Πρὶν κρατηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν νοηθῆναι διαδιδράσκον». Τὸ λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Δὲν ἠμποροῦμεν νὰ καταλάβωμεν, ὄχι, ὦ χριστιανοί, καὶ ὁπόταν θελήσωμεν νὰ προσηλώσωμεν τὸν νοῦν μας εἰς τὸν Θεον διὰ νὰ τὸν καταλάβωμεν, παθαίνει ὁ νοῦς μας ἐκεῖνο τὸ ἴδιον ὁποὺ παθαίνουσι τὰ ὀμμάτιά μας, ὅταν τὰ προσηλώσωμεν ἐπάνω εἰς τὸν ἥλιον διὰ νὰ τὸν ἰδοῦμεν, εὐθὺς πολὺ πλῆθος ἀπὸ τὲς ἀκτῖνές του ἐμβαίνει μέσα εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μας, οἱ ὁποῖες τόσον δυνατὰ ταράττουσι τὴν ἀμφιβληστροειδῆ μεμβράναν τῶν ὀφθαλμῶν μας, καὶ τὰ νεῦρα τὰ ὀπτικά, ὁποὺ σκοτίζονται τὰ ὀμμάτιά μας· χάνομεν τὸ φῶς μας, καὶ μένομεν ὡσὰν τυφλοί. Ὅταν ἡμεῖς ὑψώσωμεν τὸν νοῦν διὰ νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, τόσον πολύ, καὶ ἄμετρον ἀπὸ τῆς Θεότητός του τὸ ἄϋλον φῶς κτυπᾷ παρευθὺς ἐπάνω εἰς τὸν νοῦν μας, ὁποὺ χάνει ὁ νοῦς μας ὅλες του τὲς δύναμες· δὲν βλέπει πλέον τὸν Θεὸν· μένει ὡσὰν νεκρός. Ὅσον ἡμεῖς εὐχαριστούμεσθε νὰ βλέπωμεν μόνον τὴν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου, ἀπολαμβάνομεν τὸ φῶς του· βλέπομεν ὅλα τὰ ὁρατά· χαίρεται ἡ καρδία μας, καὶ εἴμεσθε γεμάτοι ἀγαλλίασιν, καὶ φῶς. Ὅσον ἡμεῖς εὐχαριστούμεσθε νὰ βλέπωμεν ἐκεῖνο τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ὁποὺ εἶναι εἰς τὴν ἁγίαν Γραφήν, πιστεύομεν τὸν Θεόν· δεχόμεσθε ὅσα μᾶς διδάσκει ἡ πίστις· ἡ ψυχή μας καταπείθεται, ὅλοι γεμάτοι εἴμεσθε ζῆλον, καὶ ἀρετήν. Εὐθὺς ὁποὺ ἡμεῖς θελήσομεν νὰ ἰδοῦμε τὸν ἥλιον, εὐθὺς τυφλώνονται τὰ ὀμμάτιά μας· σκοτίζεται ἡ ὅρασίς μας, χάνομεν τὸ φῶς μας. Εὐθὺς ὁποὺ ἡμεῖς θελήσομεν νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, ἀσθενεῖ ὁ νοῦς μας· ἀδυνατεῖ ἡ ψυχή μας· χάνομεν τὴν πίστιν μας ὁλοτελῶς. Δὲν ἠμποροῦμεν, ὄχι, νὰ καταλάβωμεν καὶ ὁπόταν ἐξετάζωμεν. Ἀπορία γεννᾶται ἐπάνω εἰς τὴν ἀπορίαν· δυσκολία ἐπάνω εἰς τὴν δυσκολίαν· ἀκαταληψία ἐπάνω εἰς τὴν ἀκαταληψίαν. Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἐτοῦτα γεννᾶται ὁ δισταγμός· καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν δισταγμὸν, ἀπόφασις. Καὶ τί ἀπόφασις; Ὄχι φρόνιμος, καὶ στοχαστική. Ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα, καθὼς ἡ πίστις τὰ διδάσκει. Μὰ ἐγὼ οὔτε νὰ τὰ καταλάβω, οὔτε τοὺς λόγους νὰ εὕρω ἠμπορῶ. Ἀλλὰ ἀπόφασις ἐσκοτισμένη, καὶ ἐλεεινή. Δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω, δὲν ἠμπορῶ νὰ εὕρω τοὺς λόγους· λοιπὸν δὲν εἶναι. Ὦ βόθρος, ὦ ἄβυσσος, ὦ ἀπώλεια θλιβερή.
Βλέπετε, πῶς ἡ πίστις ὅταν ἐξετάζετε, φεύγει; Μὴ ἐξέτασις λοιπὸν εἰς τὴν πίστιν, ὦ χριστιανοί. «Πιστεύετε καθὼς παρελάβετε, τὰς δὲ μωράς, καὶ ἀπαιδεύτους ζητήσεις», σᾶς παραγγέλλει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, νὰ τὲς ἀφήσετε. Ἐξετάζετε, ναί, ἄν εἶστε γεωμέτραι τὰ τετράγωνα, καὶ τὰ τρίγωνα, τοὺς κυλίνδρους, καὶ τὰς σφαίρας, ὅλας τὰς ἐπιφανείας, καὶ ὅλα τὰ στερεά. Καὶ τὴν πίστιν μὴν ἐξετάζετε. Ἐπειδὴ δὲν δέχεται γεωμετρικὴν ἀπόδειξιν· διὰ τὸ νὰ μὴν εἶναι οὐδὲ τρίγωνον, οὐδὲ τετράγωνον, οὐδὲ ἐπιφάνεια, οὐδὲ στερεόν. Ἄν εἶστε μηχανικοί, ἐξετάζετε τὰ ζύγια, τοὺς μοχλούς, τοὺς τροχούς, τοὺς ἐν περιτροχείῳ ἄξονας· ἄν εἶστε ὀπτικοί, ἐξετάζετε τὸ ὄμμα, καὶ τὸ φῶς, καὶ τὰ κάτοπτρα· τὸν ἀέρα, καὶ τὸ φῶς. Κάθε γήϊνον σῶμα ἐξετάζετε, ἄν εἶστε φυσικοί. Κάθε οὐράνιον, ἄν εἶστε ἀστρονόμοι. Καὶ εἰς τὴν πίστιν μὴ ἐξέτασες. Διατὶ ἡ πίστις δὲν εἶναι κανένα τοιοῦτον. Ὅθεν εἰς ἀπόδειξιν δὲν ὑποπίπτει. Ζητεῖτε τοὺς λόγους ἀκριβῶς, εἰς κάθε φυσικόν, καὶ τεχνικὸν πρᾶγμα. Διατὶ ἄν τοὺς καταλάβετε, πολὺ εἶναι τὸ κέρδος σας· γίνεσθε φιλόσοφοι, κατασταίνεσθε ἐπιστήμονες· μὰ ἄν δὲν τοὺς καταλάβετε· τίποτε ἄλλο δὲν χάνετε, παρὰ νὰ ἀπομείνετε ἀμαθεῖς. Μὰ εἰς τὰ πράγματα τῆς πίστεως, μὴ ζητεῖτε λόγους. Ἡ πίστις εἶναι πίστις, δὲν ἔχει ἀπόδειξιν· νὰ τὴν καταλάβετε δὲν ἠμπορεῖτε καὶ ἄν σφάλλετε, θάνατος εἶναι ἡ ζημία, καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς. «Ὁ γὰρ ἀπιστήσας κατακριθήσεται».
Μὰ ἐδῶ τὸ ἐγνωρίζω, μὲ μεγάλην ἔνστασιν, ἠμπορεῖ κάθε ἕνας νὰ μοῦ ἐναντιωθῇ. Καὶ ἄν δὲν ἐξετάζωμεν τοὺς λόγους τῆς πίστεως, καὶ ἂν δὲν γυμναζώμεθα εἰς τὴν σχολαστικὴν θεολογίαν, πῶς ἠμποροῦμεν νὰ ἀντιστεκόμεσθεν εἰς τῆς πίστεως τοὺς ἐχθρούς; Βεβαιώνετε τὴν ἔνστασιν. Πῶς ἤθελαν ἠμπορέσει οἱ θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ἀντιπαλεύσουν τοὺς θεοκαπήλους αἱρεσιάρχας, ἀνίσως δὲν ἤξευραν τοὺς λόγους τῆς πίστεως; Καὶ τί ὠφέλειαν προξενεῖ, εἰπέτε μου, ἡ διὰ λόγου ἔνστασις εἰς τοὺς ἐχθρούς; Διὰ νὰ τοὺς πείσῃ; Εὕρετέ μου, ἄν εἶστε καλοί, ἕνα παράδειγμα· δείξετέ μου, πῶς νὰ ἐπείσθη ποτὲ ἕνας ἄπιστος, ἤ νὰ ἐνικήθη ἕνας αἱρετικὸς μὲ τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ θέλω πληροφορηθῆ. Μὰ δὲν εὑρίσκετε, ὄχι, διατὶ «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος». Εἶναι ἕτοιμα εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ἀπατηλὰ σοφίσματα· οἱ διαίρεσες τῆς μείζονος, ἤ τῆς ἐλάττονος. Εἶναι ἕτοιμος ὁ κύκλος τοῦ ἐπιχειρήματος· οἱ παρεξήγησες τῆς Γραφῆς. Κι ἄν ἔτσι εἶναι, τί ἄλλο προξενεῖ ἡ ἐναντίωσις, παρὰ μάχην, διχόνοιαν, φιλονεικίαν καὶ μάταιον ἀπεραντολογίαν; Οἱ θεοφόροι ἐκεῖνοι, ὅσοι εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἐναντιώνοντο, τὸ ἔκαναν βιασμένοι ἀπὸ αὐτούς, καὶ τὸ ἔκαναν, ἐξετασμένην ἔχοντες τὴν πίστιν, ὄχι μὲ τὸν δεύτερον τρόπον ἀλλὰ μὲ τὸν πρῶτον. Ἐγυμνάζοντο οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄχι εἰς τὴν ἀκριβεστάτην ἐξέτασιν τῶν λόγων· ἀλλὰ εἰς τὴν πληρεστάτην εἴδησιν τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Καὶ ἄν θεωρήσετε τοὺς λόγους τοῦ μεγάλου ἐκείνου φωστῆρος Ναζιανζηνοῦ, θέλετε εὕρει νὰ ὀνομάζῃ τοὺς τέτοιους ἐξαταστάς, λογολέσχας· ἀσυνέτους, ἀκρατήτους, γλωσσάλγους. Μὲ ὅλον τοῦτο, ἄς εἶναι. Ἦτον γυμνασμένοι, καθώς θέλετε, καὶ ἐπιχειρίζοντο, καθὼς ἀρέσκεσθε. Μὰ τί ἐκατόρθωσαν; Τί ἐκατόρθωσαν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀθανασίου, καὶ τί ἐκεῖνα τοῦ Εὐσταθίου, καὶ ἄλλων σοφῶν, εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ πρώτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; Τίποτες. Μάλιστα ἄν δώσωμεν πίστιν εἰς τοὺς ἱστορικούς, μᾶς ἱστοροῦν αὐτοί, πὼς ἐκεῖ εὑρισκόμενος ἕνας γηραλέος ὁμολογητής, ἕνας, ὁ ὁποῖος ὅμοια μὲ τὸν Ἀπόστολον, τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ ἐβάσταζεν· ἐπειδὴ εἶχε μαρτυρήσει, καὶ πληγωθεῖ ὁ τρισόλβιος, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· αὐτὸς ἀκούοντας νὰ διαλέγωνται, τοὺς ἐφώναξε παρρησίᾳ ἐκεῖ: πατέρες, θεῖοι πατέρες, μὴ συλλογισμούς, μὴ ἐνθυμήματα, μὴ σωρίτην, μὴ ἐπαγωγάς, μὴ διλήμματα. Πατέρες, μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς λογικῆς τέχνης ἀγωνίζεσθε νὰ φέρετε εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν τοὺς αἱρετικούς. Δὲν εἶναι ἐτοῦτος ὁ τρόπος. Δὲν μᾶς ἐδίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι τὴν πίστιν μὲ τὰ ἐπιχειρήματα· ἀλλὰ κάνοντες τὴν ἔκθεσιν τῆς πίστεως, μᾶς ἔπειθαν νὰ πιστεύωμεν. Ὅθεν ἔτσι κάμετε καὶ ἐσεῖς· καὶ ἔτσι ἔκαμαν εἰς τὸ καθεξῆς. Σηκώνεται εὐθύς, μετὰ τὴν ὁμιλίαν ἐκείνου τοῦ γέροντος, ὁ ἄκακος, καὶ ἁπλοῦς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤξευρε νὰ ἐπιχειρίζεται, μήτε ἐγυμνάσθη νὰ διαλέγεται· ἐκεῖνος εἰς τὸ μέσον τόσων σοφῶν στέκει, ὁ ἱεράρχης Σπυρίδων, ὁ θαυματουργός· ἐκεῖνος ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τῆς Συνόδου, καὶ ἐκείνου ἐστάθη τὸ κατόρθωμα. Αὐτὸς μὲ τὴν ἁπλουστάτην ἔκθεσιν τῆς πίστεως, πρῶτον ὡσὰν ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Ἀνδρέας, οἱ ἀλιεῖς, ἔπεισε τὴν καρδίαν ἐκείνου τοῦ φιλοσόφου ὁποὺ ἐκαυχᾶτο εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ ἔπειτα μὲ τὸ θαῦμα τὸν ἐστερέωσεν εἰς τὴν πίστιν τὴν ἀληθινήν. Τίποτες δὲν ἐκατόρθωσαν οἱ σοφοὶ μὲ τὰ ἐπιχειρήματα. Τὸ ὅλον τὸ ἐκατόρθωσεν ὁ ἁπλοῦς Σπυρίδων, μὲ τὴν ἔκθεσιν τὴν ἁπλῆν. Ἔτσι ἠθέλησε, καὶ ἔτσι ἐδιόρισεν ὁ Θεός. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι ἡ δόξα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν πιστεύουσιν οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων· ἀλλὰ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὴν πίστιν, ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος πληροφορούμενοι. Ὅθεν δὲν ἐπείσθη ποτὲ κανένας ἐξετάζοντας, καὶ πολυπραγμονώντας τὴν πίστιν.
Ἠξεύρω ἐγὼ νὰ σᾶς εἰπῶ, καὶ μὲ ἀλήθειαν σᾶς τό λέγω, πῶς ἀπό τὸν Ἄρειον ἔφυγεν ἡ ὀρθοδοξία· διατὶ ἤθελε νὰ ἐξετάζῃ τὴν αἰώνιον γέννησιν τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ σᾶς βεβαιώνω, πῶς ὁ Μακεδόνιος ἀρνήθη τὸ ἄκτιστον τοῦ πνεύματος· διατὶ νὰ ἐξετάζῃ ἤθελε, πῶς ἔχει τὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ὁ Σαβέλλιος ἀρνήθη τὴν Ἁγίαν Τριάδα· ὁ Νεστόριος, τὴν Θεοτόκον· οἱ Μονοφυσῖται, τὰς δύο φύσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οἱ Θεοπασχῖται, τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος· οἱ εἰκονομάχοι, τὰς ἁγίας εἰκόνας. Καὶ οὕτω καθεξῆς ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἔχασαν τὴν ὀρθόδοξον πίστιν· διατὶ ἤθελαν νὰ λεπτολογοῦσι, καὶ νὰ πολυπραγμονοῦν τὴν πίστιν, καὶ τὰ τῆς πίστεως.
Καὶ ἀκόμη ἠμπορῶ νὰ σᾶς εἰπῶ, πὼς ὁ Ἀβραὰμ ἀπόμεινε στερεὸς εἰς τὴν πίστιν, ὄχι διὰ ἄλλην αἰτίαν, παρὰ διατὶ ποτὲ δὲν ἤθέλησεν, ὄχι μόνον νὰ μάθη τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ οὐδὲ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ ἀπετόλμησε ποτὲ νὰ ἐξετάσῃ. Ἔλαβεν ὁ Ἀβραὰμ πολλὲς φορὲς αἰτίαν νὰ ἐρευνήσῃ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐξετάσῃ τὶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του· νὰ ἀφήσῃ τὸν οἶκον τοῦ πατρός του, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν αὐτὸς τοῦ ἔδειχνεν, ἔλαβεν αἰτίαν τότε βέβαια νὰ ἐξετάσῃ καὶ τὸ διατὶ τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ, καὶ τί ἔμελλε νὰ κάμῃ ὁλοτελῶς. Ἀλλὰ πιστεύει ἀνεξετάστως εἰς τὸν Θεόν. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ὅταν πάλιν τὸν ἐπρόσταξε νὰ δέσῃ τὸν ἠγαπημένον του υἱόν, τὸν Ἰσαάκ, καὶ νὰ τὸν βάλῃ ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα τῆς ὁλοκαυτώσεως, καὶ νὰ τὸν σφάξῃ ὡσὰν νὰ ἦτον πρόβατον. Καὶ ἡ φύσις, καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ τὰ πατρικὰ σπλάγχνα τὸν ἐπαρακινοῦσαν βέβαια, καὶ νὰ ἐξετάξῃ, καὶ νὰ μάθῃ, διατὶ τὸν προστάζει ὁ Θεὸς νὰ κάμῃ ἕνα τοιοῦτον ἔργον φοβερόν. Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ· ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ἀμὴ ὁπόταν ὑποκάτω εἰς τὴν δρῦν τὴν ἐν Μαμβρῇ, ἐφιλοξένησεν ἐκείνους τοὺς τρεῖς, τοὺς ὁποίους κατὰ πρῶτον ἐνόμισε πὼς ἦσαν ἄνθρωποι, ἔπειτα τοὺς ἐγνώρισε πὼς ἦτον ὁ Θεός; Δὲν ἔλαβε τότε αἰτίαν νὰ ἐρωτήσῃ ποία εἶναι ἡ φύσις τους; Διατὶ τοῦ φαίνονται ὡς ἄνθρωποι; Πῶς εἶναι τρεῖς, καὶ εἶναι ἕνας; Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ, ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Μὰ τί στοχάζεσθε; Ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἐξέταζε τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ· ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἤθελε ἀποτολμήσῃ νὰ ἐξετάξῃ διὰ νὰ καταλάβῃ τί εἶναι ὁ Θεός, ἤθελε μείνῃ τάχα τόσον θερμὸς εἰς τὴν πίστιν; Ἐγὼ φοβοῦμαι, πὼς ἄν ἐξέταζεν, ἤθελε διστάσει· ἤθελεν ὀλιγοπιστήσει· δὲν ἤθελε μείνει βέβαια τόσον πιστός. Τὸ εἶπε φανερὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐκείνου τοῦ προφήτου, μὲ τὸν ὁποῖον συχνὰ ἐσυνομίλει πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καθὼς ὁ φίλος ὁμιλεῖ μὲ τὸν φίλον του. Τὸ εἶπε, λέγω καθαρὰ τοῦ Μωϋσῆ ὅταν ἠθέλησε καὶ αὐτὸς μίαν φορὰν νὰ ἰδῇ τὸν Θεόν. «Οὐ μὴ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου». Δὲν ἠμπορεῖς, ὄχι, τοῦ εἶπε, Μωϋσῆ νὰ μὲ ἰδῇς, καὶ νὰ μὲ καταλάβῃς. Διατὶ ὅστις θελήσει νὰ μὲ καταλάβῃ, χάνεται, ἀποθνήσκει, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ εὐσεβὴς καὶ πιστός. «Οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ζήσεται».
Καὶ ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι. Μὰ διὰ νὰ τό καταλάβωμεν καλλίτερα, ἄν ὑποθέσωμεν, πὼς ἕνας ἄνθρωπος κρατεῖ εἰς τὰς χεῖρας του ἕνα ἀγγεῖον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον θέλει νὰ βάλῃ ὅλην τὴν θάλασσαν. Πρέπει βέβαια ἕνα ἀπὸ τὰ δύο νὰ γένῃ· ἤ τὸ ἀγγεῖον νὰ γένῃ τόσον μεγάλον, ὅση εἶναι ἡ θάλασσα, καὶ ἔτσι τὸ ἀγγεῖον νὰ χωρέσῃ μέσα του τὴν θάλασσαν· ἤ ἡ θάλασσα νὰ γένῃ τόσον μικρή, ὅσον εἶναι τὸ ἀγγεῖον, καὶ οὕτω νὰ περικλεισθῇ ἡ θάλασσα μέσα εἰς τό ἀγγεῖον. Ὅταν ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας θέλωμεν νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο βέβαια πρέπει νὰ γένῃ· ἤ ὁ νοῦς μας νὰ γένῃ τόσον μεγάλος, ὅσον εἶναι ὁ Θεός, ἤ ὁ Θεὸς νὰ γένη τόσον μικρός, ὅσον εἶναι ὁ νοῦς μας. Νὰ γένῃ τὸ πρῶτον, εἶναι ἀδύνατον. Διατὶ ὁ νοῦς μας εἶναι κατὰ φύσιν μικρός, στενός, καὶ πεπερασμένος. Νὰ γένῃ τὸ δεύτερον, εἶναι ἀδύνατον, διατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερμέγιστος, εὐρυχωρότατος, ἄπειρος, ἤ διὰ νὰ εἰπῶ συντομώτερα: νὰ γένῃ ὁ νοῦς μας ἄπειρος εἶναι ἀδύνατον· νὰ γένῃ ὁ Θεὸς πεπερασμένος, εἶναι τῶν ἀδυνάτων. Τί ἔχει νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃ λοιπόν, ὅταν ἐξετάζωμεν ἐκεῖνα ὁποὺ μᾶς διδάσκει ἡ πίστις; Σκότος βέβαια, ἀπορία, δισταγμός, ἀμφιβολία, ὀλιγοπιστία. Ἐτοῦτο ἀποκτοῦμεν ὅταν ἐξετάζωμεν τὴν πίστιν.
Τί θέλετε τώρα; Νὰ ἐξετάζετε τολμηρῶς ἤ νὰ πιστεύτε ἀνεξετάστως; Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐξέταζαν τολμηρῶς, εἶναι ὁ Ἄρειος, ὁ Μακεδόνιος, ὁ Νεστόριος, ὁ Πύρρος, ὁ Εὐτυχής, ὁ Ὁνώριος, ὁ Διόσκορος, καὶ ἄλλοι ὅμοιοι· μέλη σεσηπότα, δοχεῖα τοῦ διαβόλου, ἄνθρακες τοῦ ἅδου, κληρονόμοι τῆς αἰωνίου, καὶ παντοτινῆς κολάσεως. Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐπίστευαν χωρὶς νὰ ἐξετάζουσιν, ἦτον ὁ Ἀβραάμ, ὁ Μωϋσῆς, ὁ Παῦλος, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος, ὁ Χρυσόστομος, καὶ ἄλλοι παρόμοιοι τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες· τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι· ἄνθη τοῦ παραδείσου· τοῦ Θεοῦ υἱοί· τῆς μακαριότητος κληρονόμοι. Μὲ ποίων τὸ μέρος θέλετε νὰ εἶστε; Μὲ τὸ μέρος τῶν δευτέρων στοχάζομαι. Μὴ ἐξέτασες λοιπὸν περίεργες, αὐθάδεις, καὶ ἄχρηστες. Μὴ ἐξέτασες εἰς τὴν πίστιν, ἀλλὰ πίστις εἰς τὴν πίστιν, καὶ εἰς ὅσα διδάσκει ἡ πίστις.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Ἄλλη εἶναι ἡ πίστις ἡ θεωρητική, καὶ ἄλλη ἡ πίστις ἡ πρακτική. Πίστις θεωρητικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πιστεύω μὲ τὸν νοῦν μου, ὅσα ἡ πίστις διδάσκει. Πίστις πρακτικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πράττω, ὅσα ὁ νόμος τῆς πίστεως, μοῦ παραγγέλλει. Ἡ θεωρητικὴ χωρὶς τὴν πρακτικήν, εἶναι νεκρά. «Οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν», λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος. Ἡ πρακτικὴ χωρὶς τὴν θεωρητικήν, εἶναι ἀνωφελής. «Ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ, ἐνώπιον αὐτοῦ», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ θεωρητικὴ δὲν εἶναι πάντοτε ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν. Διατὶ βλέπομεν πολλοὺς ὁποὺ πιστεύουσι μὲ τὸν νοῦν τους ὀρθά, μὰ οἱ πράξεις τους, καὶ τὰ ἤθη τους εἶναι κακά. Βλέπομεν καμμίαν φορὰ καὶ μερικοὺς ὁποὺ δὲν ἔχουν πίστιν ὀρθήν, καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι καλά. Ὅταν ἡ θεωρητικὴ ἐνεργῆται, δηλονότι ὅταν εἶναι ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν, πάντοτε μὲ ἕναν κάποιον τρόπον θαυμαστόν, καὶ ἀνεκδιήγητον αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει.
Ἐκεῖνοι οἱ καλότυχοι ἄνθρωποι, ὅσοι ἔχοντες πίστιν ὀρθήν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τὴν ἐνεργοῦσι, καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, μὲ τὴν πραότητα, μὲ τὴν ἀγάπην, μὲ τὴν σωφροσύνην, καὶ μὲ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετὲς τὴν ψυχήν τους στολίζουσι, τραβίζουν ἐκ τοῦ λόγου τους τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τοὺς προσθέτει ὁ Θεὸς τὸ μέτρον τῆς χάριτός του, καθὼς αὐτοὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν αὐξάνουσι τὸ μέτρον τῆς ἀρετῆς τους. «Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι ἐβεβαίωνε τοὺς Ἐφεσίους ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ἡ χάρις λοιπόν, τὴν ὁποίαν τοὺς δίδει ὀ Θεὸς, πρέπει βέβαια νὰ τοὺς ἐνδυναμώσῃ τὴν ψυχήν, νὰ τοὺς φωτίσῃ τὸν νοῦν, καὶ νὰ τοὺς στερεώσῃ τὴν θέλησιν εἰς κάθε ἀρετήν. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι τὸ τέλος, διὰ τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς τοὺς δίδει τὴν χάριν του. Μὰ ποία ἄλλη ἀρετὴ μεγαλύτερη, ἤ ποία πλέον ἀναγκαιοτέρα διὰ τὴν σωτηρίαν μας ἀπὸ τὴν πίστιν; Εἰς τὴν πίστιν λοιπὸν πρῶτον τοὺς στερεώνει ἡ χάρις, εἰς τὴν πίστιν τοὺς θερμαίνει, καὶ εἰς τὴν πίστιν τοὺς αὐξάνει. Καὶ διὰ τοῦτο βλέπομεν τόσον ζῆλον διὰ τὴν πίστιν εἰς τοὺς Ἀποστόλους, εἰς τοὺς Ἱεράρχας, εἰς τοὺς ἀσκητάς, εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους. Διὰ τὴν ἀρετὴν τοὺς ηὔξανεν εἰς τὴν πίστιν. Διὰ τοῦτο βλέπομεν καὶ ἕως τὴν σήμερον μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅσοι χριστιανοὶ εἶναι ἐνάρετοι, ἐκεῖνοι εἶναι καὶ ζηλωταὶ τῆς πίστεως· ὅσοι ἔχουν κακὰ ἤθη καὶ εἶναι γυμνοὶ ἀπὸ τὴν ἀρετήν, δὲν ἔχουν καμμίαν ζέσιν διὰ τὴν πίστιν τους. Ἡ πίστις, εἰς τὴν πρώτην ἀρχὴν ὁποὺ πιστεύομεν, πολλὰ μικρὴ εἶναι,  καθὼς μᾶς λέγει ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. «Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ». Μὰ ἀφοῦ τὴν σπείρει ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ κάθε ἡμέραν τὴν ποτίζει μὲ τὰ γλυκύτατα νάματα τῆς ἀρετῆς, αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει, καὶ στερεώνεται περισσότερον ἀπὸ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετές. «Ὅταν δὲ αὐξηθῇ, μείζων πάντων τῶν λαχάνων ἐστί, καὶ γίνεται δένδρον».
Ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνταμωμένην ἔχῃ τὴν πίστιν τὴν ὀρθὴν μὲ τὰ ἔργα τὰ καλά, καὶ ἐνεργῇ τὴν πίστιν του μὲ τὴν ἀγάπην, ἡ πίστις του λαμβάνει μεγαλωτάτην αὔξησιν. Διατὶ τότε βλέπει, καί, αἰσθάνεται, καὶ ψηλαφᾷ διὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι, ἐκεῖνα ὁποὺ πιστεύει. Καὶ πῶς; «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, μᾶς λέγει ὁ Θεός, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατὴρ ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα, καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Ὦ μακάριοι, ὅσοι τοιούτου χαρίσματος ἀξιωθήκατατε· τρισμακάριοι, καὶ τρισόλβιοι εἶστε. Ἐκεῖνος ὁ Θεὸς ὁποὺ ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας μόνον λατρεύομεν, ἐκατοίκησεν εἰς τὴν ψυχήν σας. Ἐσεῖς βέβαια δοκιμάζετε τὴν δόξαν τοῦ παραδείσου, καὶ τὴν χάριν τῆς μακαριότητος ἐδῶ εἰς τὴν γῆν. Καὶ τί χρεία εἶναι νὰ εἰπῶ ἐγὼ πλέον, πόσον μεγάλη ἔγινεν ἡ πίστις σας διὰ μέσου τῶν καλῶν ἔργων σας; Κάθε ἕνας ἠμπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ μοναχός του. Βέβαια περισσοτέραν πίστιν ἔχετε ἐσεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ πιστεύετε, παρὰ ὁποὺ ἔχομεν ἡμεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ βλέπομεν. Διατὶ ἐκεῖνα ὁποὺ ἡμεῖς βλέπομεν μᾶς πλανοῦν πολλὲς φορὲς τὲς αἴσθησες· μὰ ἐκεῖνα ὁποὺ ἐσεῖς αἰσθάνεσθε, σᾶς πληροφοροῦσιν τὸν νοῦν, καὶ τὴν καρδίαν. Τόσην αὔξησιν λαμβάνει εἰς ἡμᾶς ἡ πίστις, ὅταν ἐνεργεῖται· καὶ ὄχι μόνον αὐτὴν τὴν αὔξησιν λαμβάνει, ἐνεργουμένη, ἀλλὰ καὶ ἄλλην θαυμασιωτέραν. Ἐπειδὴ πολλαπλασιάζεται, καὶ μεταδίδεται καὶ εἰς ἐκείνους ὁποὺ μᾶς βλέπουσι, καὶ ὁποὺ μᾶς συναναστρέφονται.
Ἐτοῦτο ὁποὺ λέγω, δὲν ἠμποροῦμεν βέβαια νὰ τὸ ἰδοῦμεν εἰς ἐτούτους τοὺς δυστυχεῖς καιρούς, ὁποὺ ἐκαταντήσαμεν. Διατὶ τώρα ἐφθάρησαν τὰ ἤθη, ἐσβύσθη ἡ ἀγάπη, ἐπλήθυναν οἱ ἀνομίες. Εἰς τὰ πάθη τῆς σαρκὸς ἐκαταστήθημεν ἀκράτητοι. Εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοιλίας ἀχόρταστοι. Εἰς τὰ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσης ἀχαλίνωτοι. Εἰς τὲς ματαιότητες τοῦ κόσμου ἔκδοτοι. Τὸ Εὐαγγέλιον ἀργεῖ, οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄχρηστοι. «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Ἰδέτε ὅμως εἰς τὴν πρώτην Ἐκκλησίαν, πῶς ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἀναρίθμητα πλήθη ἐπίστευαν· καὶ πῶς ἀπὸ ὀλίγοι πιστοὶ ὁποὺ ἦτον, τόσες μυριάδες ἔγιναν. Πῶς; Μὲ τί τρόπον οἱ δώδεκα ἁλιεῖς ἅπλωσαν τόσον τὴν πίστιν, καὶ τόσον ὀγλήγορα τὴν ἐμετάδωσαν; Μὲ τὰ ἀργύρια ὁποὺ ἐχάριζαν, ἤ μὲ τὰ ἀξιώματα ὁποὺ ἐμοίραζαν, ἤ μὲ τὲς ἀνάπαυσες ὁποὺ ἔταζαν, ἤ μὲ τὴν ἐξουσίαν, καὶ βίαν ὁποὺ ἐμεταχειρίζοντο; Μὲ κανένα ἀπὸ αὐτά. Δὲν εἶχαν ἀργύρια νὰ χαρίζωσι, διατὶ ἦτον πτωχοί. Δὲν εἶχαν ἀξίες νὰ μοιράσουν, διατὶ ἦτον ἰδιῶται. Δὲν ἐβίαζαν, διατὶ δὲν εἶχαν καμμίαν ἐξουσίαν. Νὰ ἀφήσῃ κάθε ἕνας τὴν ἀνάπαυσίν του ἐπαρακινοῦσαν· νὰ μοιράσῃ τὰ πλούτη του· νὰ καταφρονήσῃ τὸν ἑαυτόν του· νὰ εἶναι ἕτοιμος εἰς διωγμοὺς καὶ κινδύνους· νὰ εἶναι πρόθυμος, καὶ διὰ τὸν θάνατον, ἄν χρειασθῇ. Πόθεν λοιπὸν τόση αὔξησις εἰς τὴν πίστιν; Πῶς ἀπὸ δώδεκα, ἔγιναν τόσες μυριάδες, καὶ τόσον ὀγλήγορα; Ἀπὸ τὰ θαύματα ἔχετε νὰ εἰπῆτε. Εἶναι ἀληθινόν· μὰ καὶ ἡ ζωὴ ὁποὺ ἐζοῦσαν οἱ πιστεύοντες ἐτράβιζε μὲ παράδοξον τρόπον τὴν καρδίαν τῶν ἀπίστων. Ἔβλεπαν οἱ ἄπιστοι τοὺς πιστοὺς χωρὶς φθόνον, χωρὶς κακίαν, χωρίς κανένα πάθος, τόσον ἠγαπημένους τὸν ἕναν μὲ τὸν ἄλλον, ὁποὺ ἡ καρδία τους ἦτον μία· ἄκακους, ὡσὰν τὰ ἀρνία· καθαρούς, ὡσὰν τὲς περιστερές· εἰς τὴν προσευχήν, προσκαρετεροῦντας· εἰς τὴν νηστείαν, ἐπιμένοντας· εἰς τοὺς διωγμούς, τρέχοντας· εἰς τὸν θάνατον, χαίροντας. Καὶ τέτοιαν ζωὴν βλέποντες καὶ ἐθαύμαζαν, καὶ ἐσυμπαίραναν πὼς τέτοια ζωὴ ἁγία, πρέπει βέβαια νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ μίαν πίστιν ὑπεραγίαν. Καὶ ἔτσι ἐδέχοντο τὴν πίστιν, καὶ ἐπίστευαν. Διατὶ ὅταν ἡμεῖς οἱ χριστιανοὶ ζῶμεν καθὼς μᾶς διδάσκει ἡ πίστις μας, ὅταν ἔχωμεν δηλονότι ἤθη καλά, καὶ ἅγια, καὶ ἀρετὲς εὐαγγελικές, θαυμάζουσι τότε οἱ ἄπιστοι, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, καὶ ἐπιστρέφουσιν ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν τους, «μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν», λέγοντες. «Ὅταν γὰρ ὁ ἄπιστος ἴδῃ σε τὸν πιστὸν κατεσταλμένον, σωφρονοῦντα, κόσμιον ὄντα, ἐκπλαγήσεται, καὶ ἐρεῖ· ἀληθῶς μέγας ὁ τῶν χριστιανῶν Θεός».
Τὰ καλὰ ἤθη, ναί, καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ἐκεῖνες, ὁποὺ καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἰδίους, καὶ εἰς τὸν πλησίον μας αὐξάνουσι τὴν πίστιν, καὶ τὴν μεγαλύνουσι. Σηκώσατε ὀλίγον τὰ ὄμματα καὶ εἰς τὴν σήμερον πανηγυριζομένην ἁγιωτάτην Αὐγούσταν, καὶ θέλετε τὸ ἰδεῖ. Ἐκ προγόνων τὴν ὀρθοδοξίαν διδάσκεται ἡ ἀξιάγαστος, καὶ θεόσεπτος βασιλίς· καὶ ἐπειδὴ ἐξ ἁπαλῶν τῶν ὀνύχων, ὅλη ἔκδοτος εἰς τοῦ παντοδυνάμου τὸ θέλημα ἦτον· καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, καὶ μὲ τὴν ἀγάπην, καὶ μὲ τὲς ἄλλες ὅλες ἀρετές, τὴν προγονικὴν ὀρθοδοξίαν ἐστόλιζεν, ἰδέτε πόσον αὐξάνει ἡ πίστις εἰς αὐτήν, καὶ πόσον θεμελιώνεται μέσα εἰς τὴν καρδίαν της· μὲ πολλὲς καὶ ἀναρίθμητες κολακεῖες τὴν κολακεύει ὁ Θεόφιλος, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον σύζυγος ἐδικός της· μὲ πολλοὺς φοβερισμοὺς τὴν φοβερίζει, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον Αὐτοκράτωρ Βασιλεύς. Κάθε τρόπον, κάθε μέθοδον, καὶ μέσον μεταχειρίζεται, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον τύραννος, πανοῦργος, καὶ σκληρός· νὰ τῆς ὀλιγοστεύσῃ θέλει τὴν πίστιν· θέλει νὰ καταφρονήσῃ τῶν ἁγίων εἰκόνων τὴν προσκύνησιν. Μὰ οὔτε οἱ κολακεῖες οὔτε οἱ φοβερισμοί, οὔτε οἱ τρόποι, οὔτε αἱ μέθοδοι, οὔτε τὰ μέσα, οὔτε οἱ πανουργίες, ὦ τοῦ θαύματος, τίποτες δὲν ἠδυνήθησαν. Δὲν σαλεύει ὁλότελα τὴν πατροπαράδοτον ὀρθοδοξίαν. Ἀσάλευτος μένει εἰς τὴν εὐσέβειαν. Προσκυνεῖ ἀκαταπαύστως τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας μορφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τόσον τὰ καλὰ ἔργα ηὔξησαν τὴν πίστιν εἰς αὐτήν. Αὔξησε πάλιν ἡ πίστις διὰ μέσου της, καὶ εἰς τὸν πλησίον της ἐμεταδόθη. Ἐπειδὴ μὲ τὴν λιτανείαν ὁποὺ ἐδιόρισε, καὶ μὲ τὴν σύνοδον ὁποὺ ἐσύναξε, καὶ μὲ τὸν ζῆλον ὁποὺ ἔδειξε διὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποὺ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο, ἀναρίθμητοι ἐπίστευσαν, καὶ τὰς ἁγίας εἰκόνας ἐπροσκύνησαν, ἀλλὰ καὶ ἕως τὴν σήμερον ἀκόμη ἄν προσκυνῶμεν τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἄν σεβώμεθα τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἄν τιμῶμεν τὰς ἁγίας εἰκόνας, ὁ ζῆλος τῆς αὐγούστας Θεοδώρας εἶναι ἡ αἰτία. Ἄν δὲν εἴμεσθεν εἰκονομάχοι, αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία. Νὰ πόσον αὔξησεν ἡ πίστις ἀπὸ τὸν ζῆλον της. Διὰ τοῦτο λοιπὸν τόσον τὴν ἐδόξασεν ὁ Θεός, σῶον ἀφήνοντας στοὺς αἰῶνας τὸ ἱερόν, καὶ βασιλικόν, καὶ ἅγιον σῶμά της, διὰ νὰ προσκυνῆται ἀπὸ τὸν κόσμον· ἐπειδὴ αὐτὴ ἔδειξε τοῦ κόσμου, τὰς ἁγίας εἰκόνας νὰ προσκυνῇ. Ἐτοῦτο εἶναι ἡ πίστις ἐνεργουμένη, ὦ χριστιανοί. Ἐνεργουμένη, αὐξάνει· καὶ αὐξάνοντας, μεγαλώνει· καὶ μεγαλώνοντας, δοξάζει τοὺς πιστούς. Μὴ πλανᾶσθε λοιπὸν ἀδελφοί μου. Εἶναι ἀληθινὰ ἡ πίστις ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ὅστις τὸ πίει, δὲν διψᾷ εἰς τὸν αἰῶνα. Εἶναι ἀληθινὰ ζύμη, ἡ ὁποία κρυπτομένη μέσα εἰς τὸ τριμελὲς τῆς ψυχῆς μας, ὅλον θεῖον τὸ ἀποκατασταίνει. Εἶναι σαγήνη, ἡ ὁποία ἁπλωθεῖσα εἰς τὴν πολυτάραχον τοῦ βίου τούτου θάλασσαν, ἐσαγήνευσε τοὺς ἀνθρώπους· εἶναι φῶς ὁποὺ φωτίζει, καὶ ἄρτος ὁποὺ θρέφει, καὶ μαργαρίτης ὁποὺ τὴν ψυχὴν καλλωπίζει. Μὰ ὅλα ἐτοῦτα εἶναι, ὁπόταν ἀνταμωμένη μὲ τὰ καλὰ ἔργα, εἶναι ἀνενέργητος, εἶναι ἀνωφελής, εἶναι ἕνα σῶμα χωρὶς ψυχήν. «Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρὸν ἐστίν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστίν». Ὥστε ὁποὺ καὶ ἄν παύσητε νὰ τὴν ἐξετάζετε, δὲν φθάνει ἐτοῦτο· καὶ ἄν ἐξακολουθῆτε νὰ τὴν πιστεύετε μόνον, τίποτες δὲν ὠφελεῖσθε. Πρέπει, ὦ χριστιανοί, ἄν θέλετε τὸν παράδεισον, ἄν ἐπιποθῆτε τὸν Θεὸν ἐκεῖνον ὁποὺ πιστεύετε, νὰ τὸν ἰδῆτε, νὰ τὸν ἀπολαύσετε νὰ μακαρισθῆτε, πρέπει νὰ ἐνεργῆτε τὴν πίστιν, καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ σᾶς διδάσκει ἡ πίστις ἡ ὀρθή.

[Ἀπὸ τὸ δυσεύρετο βιβλίο του ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ «ΛΟΓΟΙ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΝ» (Λειψία 1766), Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 1968, σελ.  25 ἑπ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2013

Κυριακή ΙΓ' Λουκά: Ομιλία περί της χριστιανικής τελειότητος (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)


- Γιατί ο Ιησούς λέει στον πλούσιο ότι ένα σου λείπει για την τελειότητα και μετά του λέει δύο πράγματα: να πουλήσει την περιουσία του δίνοντας τα χρήματα στους φτωχούς πρώτον, και να Τον ακολουθήσει δεύτερον;

- Αρκεί κανείς να εγκαταλείψει όλα τα υπάρχοντά του για να ανέβει τον υψηλόν της αρετής βαθμόν;

- Από τί εξαρτάται ο βαθμός τής τελειότητος;

- Πώς σχετίζεται η φιλανθρωπία και η αγάπη προς τον Θεό;

- Πρότυπο όσων επιθυμούν την τελειότητα ο σωτήρας του κόσμου Ιησούς Χριστός.

- Μπορεί από μόνος του ο άνθρωπος να φτάσει στην τελειότητα;

- Δεν είναι όμως πιο εύκολο για έναν πτωχό να αφήσει τα υπάρχοντά του και να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό, παρά για έναν πλούσιο;

- Υπάρχουν και σήμερα παραδείγματα ανθρώπων που αφήνουν τα υπάρχοντά τους και ακολουθούν τον Χριστό;

- Εάν κανείς δεν μπορέσει να φτάσει στην τελειότητα κινδυνεύει και αυτή η σωτηρία του;

- Υπάρχει ανταμοιβή για τους τελείους και ποιά είναι αυτή;


Διαβάστε τον λόγο από το "Κυριακοδρόμιο των τεσσάρων Ευαγγελιστών", του Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 2ος, σελ. 138 - Έκδοσις 1840), πατώνταςεδώ

Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013

Κυριακή Η’ Ματθαίου: Ὁμιλία περί ἐλπίδος (Ἀρχιεπίσκοπος Ἀστραχάν καί Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)

(Ματ. ιδ’ 14-22)
- Κάθε ψυχή ανθρώπου έχει από τον Θεόν της ελπίδος την δύναμη.
- Οι άνθρωποι διαστρέφουμε το δώρο της ελπίδος που μας έδωσε ο Θεός και αντί να ελπίζουμε σε Αυτόν, ελπίζουμε στους ανθρώπους, στα χρήματα, τα υλικά πράγματα, τα ασθενή, τα φθαρτά, τα μεταβλητά και πρόσκαιρα. Γιατί οι άνθρωποι το κάνουν αυτό;
- Οι επί τον Θεόν ελπίζοντες, ουδέποτε μένουσιν εστερημένοι των δωρεών Αυτού.
- Η ελπίς θυγάτηρ γνησία της πίστεως.
- Ο άπιστος μην έχοντας ελπίδα στο Θεό δεν βρίσκει παρηγορία στις θλίψεις του.


Διαβάστε την ομιλία από το «Κυριακοδρόμιο των τεσσάρων Ευαγγελιστών», του Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 1ος, σελ. 221 – Έκδοσις 1840), πατώντας 
εδώ

Κυριακή, Ιουνίου 23, 2013

ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ Νικηφόρου Θεοτόκη



«Καί πολλοί ἐπί τῇ γεννήσει ατο χαρήσονται».(ΛουκΑ‘ 14).
«Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας γάπησεν». Τοῦτο ἁρμόζει νά εἰποῦμεν εἰς τήν ὑπέρλαμπρον καί ἐνδοξοτάτην ἑορτήν, ὅπου τήν σήμερον ἡμέραν ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς πανηγυρίζομεν. Δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος, καί τάς δικαιοσύνας ἀγαπᾶ, διά τοῦτο μέ τόσα πολλά μεγαλεῖα, καί μέ τόσας μεγάλας δόξας, ἠθέλησε νά μεγαλύνη τό γενέσιον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὁ Ἰωάννης ὑπερβαίνει ὅλους τούς Ἁγίους εἰς τήν ἁγιότητα· δέν ἐγεννήθη εἰς τόν κόσμον ἄλλος ἄνθρωπος μεγαλύτερος ἀπό αὐτόν εἰς τήν χάριν, ἐξαιρετικώτερος εἰς τήν ἀρετήν, περισσότερος εἰς τήν τελειότητα. Τοῦτο, ὅπου λέγω, δέν εἶναι ὑπερβολή, οὐδέ φοβοῦμαι τίποτε, μήν τύχη καί λανθασθῶ, ὅταν τόν ἀνεβάζω εἰς ἕνα τοιοῦτον ὑψηλότατον ὕψος ἡ ἄπειρος καί ἀλάνθαστος σοφία τοῦ πανσόψου καί ὑπερτελείου Θεοῦ, ὅπου καλά ἐγνώρισε τήν ἀρετήν του, αὐτή τόν ἀνέβασε τόσον ὑψηλά, δίδοντάς του τά πρωτεῖα ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γέννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ». Τοῦ Ἰωάννου ἡ ζωή ἔχει περισσοτέραν ἁγιότητα ἀπό τήν πολιτείαν τῶν ἄλλων Ἁγίων τό γενέσιον τοῦ Ἰωάννου πρέπει νά ἔχη περισσότερην χάριν καί δόξαν ἀπό τῶν ἄλλων Ἁγίων τά γενέσια.
«Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας γάπησεν». Τόση εἶναι ἡ χάρις καί ἡ δόξα, μέ τήν ὁποίαν ὁ Θεός λαμπρύνει τό γενέσιον τοῦ Βαπτιστοῦ, ὅπου κινεῖ εἰς μίαν ὑπέρμετρον χαράν καί ἀγαλλίασιν τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. «Καί πολλοί ἐπί τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται». Ἐχάρη πολλά ὁ παλαιός Ἰσραήλ, ὅταν εἶδε τόσα θαύματα εἰς τήν γέννησιν τοῦ Βαπτιστοῦ διότι κατάλαβε πώς ἐπλησίασεν ὁ καιρός, εἰς τόν ὁποῖον ἔμελλε νά γεννηθῆ ὁ Μεσσίας μέ χαράν μεγάλην πανηγυρίζομεν σήμερον ἡμεῖς, βλέποντες πώς ὁ Θεός ἠθέλησε νά δοξάση τόσο πολλά τήν γέννησιν ἐκείνου, ὅπου προεκήρυξε τόν ἐρχόμον τοῦ Σωτῆρος. Δέν ὑπέφερεν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅμοια μέ τά ἄλλα βρέφη νά γεννηθῆ ἐκεῖνο τό βρέφος, ὅπου ἦτο τόσον ἐξαίρετον εἰς τήν χάριν δέν ὑπέφερεν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ἕνα γενέσιον ὅμοιον μέ ἐκεῖνα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τό γενέσιον ἐκείνου, ὅπου ὑπερέβαινεν ὅλους τούς ἀνθρώπους εἰς τήν τελειότητα. Τοιαῦτα προνόμια καί μεγαλεῖα ἠθέλησεν ὁ δίκαιος Θεός νά δώση εἰς τοῦ Ἰωάννου τήν γέννησιν, ὥστε βλέπων αὐτά ὁ κόσμος νά καταλάβη εὐθύς, πώς ὁ γεννηθείς Ἰωάννης ὑπερβαίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους εἰς τήν χάριν καί εἰς τήν ἀρετήν. Tοῦτο ἠθέλησε νά δείξη ὁ Θεός, ὅταν εἰς τόν κόσμον ἐγεννήθη ὁ Ἰωάννης τοῦτο λοιπόν ἄς εἶναι σήμερον ἡ ἐγκωμιαστική ὑπόθεσις τῆς ἱερᾶς του γεννήσεως.
Πληροφορημένοι καί βέβαιοι ἤσαν οἱ Ἰσραηλῖται, πώς ὅλα ἐκεῖνα, ὅπου κατασκευάζει ἡ πάνσοφος δεξιά τοῦ Θεοῦ, θαυμαστά εἶναι ὅλα καί ὑπερτέλεια ἐπειδή εἶδαν, πόσον θαυματουργός ἦτο ἡ ράβδος τοῦ Μωϋσέως, πόσον θαυμαστά ἦσαν ὁ στῦλος, ὅπου τούς ἔφεγγε τήν νύκτα, καί ἡ νεφέλη, ὅπου τούς ἐσκέπαζεν ἀπό τήν καῦσιν τῆς ἡμέρας, πόσον τέλειον ἦτο τό μάννα καί ἡ ὀρτυγόμητρα, μέ τά ὁποῖα ἐτρέφοντο εἰς τήν ἔρημον, πόσον γλυκύ ἦτο ἐκεῖνο τό ὕδωρ, ὅπου εὔγανεν ἡ σχισθεῖσα πέτρα. Θέλοντας λοιπόν ὁ Θεός νά τούς κάμη νά γνωρίσουν πόσον ἐξαίρετος καί τέλειος ἦτο ὁ Ἰωάννης, καί νά τόν γνωρίσουν, ὄχι ἀπό τά κατορθώματα, ὅπου ἔπειτα ἐκατόρθωσεν, ἀλλά ἀπό τά μεγαλεῖα, ὅπου εἰς τό γενέσιόν του ἔλαβεν, οἰκονομεῖ μίαν οἰκονομίαν πολλά παράδοξον καί θαυμαστήν, κάμνει τό γενέσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου νά μή εἶναι ἔργον τῆς φύσεως, ἀλλά κατόρθωμα τῆς δυνάμεώς Του.
Ἄν στοχασθοῦμεν τάς φυσικάς ἀρχάς, ἀπό τάς ὁποίας ἡ φύσις ἔδωσε τό εἶναι τοῦ Ἰωάννου, τάς βλέπομεν πολλά ξηρᾶς, ἀνύδρους καί ἀκάρπους. Ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατήρ του, τόσον πολλά γέρων εἶναι καί τόσον ἀδύνατον τοῦ φαίνεται νά γέννηση υἱόν, ὥστε δέν ἐστάθη τρόπος νά καταπεισθῆ ποτέ εἰς τοῦ Γαβριήλ τά εὐαγγέλια. Ἐγώ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, τοῦ ἔλεγεν ὁ Ἄγγελος, ἀπό τόν Θεόν εἶμαι ἀπεσταλμένος νά σοῦ εἰπῶ, πώς ἔχεις νά γέννησης υἱόν. Μά αὐτός δέν καταπείθεται. Κατά τί τοῦτο; ἀποκρίνεται τοῦ Ἀγγέλου· ἀπό τί νά καταλάβω ἐγώ αὐτό, ὅπου λέγεις; ποίαν δύναμιν βλέπω εἰς τόν ἑαυτόν μου, ποῖος φυσικός λόγος νά μέ καταπείση; ἐγώ εἶμαι ὑπέργηρος. «Ἐγώ γάρ εἰμι πρεσβύτης»· ἡ γυνή μου, ἡ Ἐλισάβετ, ἐπέρασε τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς της, ἔφθασεν εἰς τό ἔσχατον γῆρας· «καί ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς».
Ἡ Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα του, καί διά τήν φυσικήν της στείρωσιν, καί διά τό βαθύτατον γῆρας της, τόσον ἀδύνατον νομίζει τό πράγμα, ὅπου πέντε μήνας ὁλόκληρους εἶχε τό βρέφος μέσα εἰςτήν κοιλίαν της καί ἀκόμη ἐδίσταζεν, ἐφοβεῖτο νά τό εἴπη, ἐκρύβετο ἀπό τά ὄμματα τῶν ἀνθρώπων. «Καί περιέκρυβεν αυτήν μήνας πέντε».
Ἕνας ὑπέργηρος πατήρ, μία στείρα καί νενεκρωμένη μήτηρ, ποιός νά τό πιστεύση, πώς θέλει νά γεννήσουν υἱόν; Τοῦτο τό ἀδύνατον τῆς φύσεως μέ πολλήν ἀκρίβειαν τό ἐσημείωσεν ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. «Καί οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στείρα, καί ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν». Ὡσάν νά ἔλεγε, πώς ἡ στείρωσις καί τό γῆρας ἦσαν δύο ἐμπόδια εἰς τήν φύσιν πολλά μεγάλα, ἦσαν δύο αἰτίαι, διά τάς ὁποίας ἦτο ἀδύνατον νά τεκνοποιήσουν.
Οἱ Ἰσραηλῖται ὅλοι εἶχον ἔμπροσθεν εἰς τούς ὀφθαλμούς των τοῦτο τό ἀδύνατον, ἤξευραν ὅμως πολλά καλά καί τήν μεγάλην ἀρετήν τοῦ Ζαχαρίου καί τῆς Ἐλισάβετ. «σαν δέ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ν πάσαις τας ντολας καί δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι»· καί ἐπίστευαν ἀκόμη, πώς ὅλα εἶναι δυνατά εἰς τόν Θεόν, κανένα πράγμα δέν εἶναι ἀδύνατον.
Ὅθεν εὐθύς ὅπου ἐκατάλαβαν τήν σύλληψιν, καί εἶδον τοῦ παιδίου τήν γέννησιν, ἐγνώρισαν πώς τό βρέφος δέν εἶναι καρπός τῆς φύσεως, ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς παντοδυνάμου χάριτος· καί ἐπειδή πληροφορημένοι ἦσαν, πώς ὅσα κατασκευάζει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅλα ἐξαίρετα καί ὑπερτέλεια, διά τοῦτο εὐθύς ἄρχισεν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου νά λέγη: τό βρέφος εἶναι ἕνας βλαστός, τόν ὁποῖον ὁ Θεός ἐφύτευσεν, αὐτός λοιπόν πρέπει νά εἶναι γεμάτος οὐράνιον καρπόν· τό βρέφος εἶναι ἕνα ἄνθος, ὅπου ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τό ἐξήνθησεν, αὐτό λοιπόν εὐωδιάζει τάς εὐωδίας τῆς Θείας χάριτος· αὐτό εἶναι ἕνα σκεῦος, ὅπου ὁ Θεός τό κατεσκεύασε, λοιπόν περιέχει ὅλων τῶν ἀρετῶν τά ἀρώματα.
Δέν ἐγνώριζαν ὅμως ὅλοι οἱ υἱοί τῶν Ἰσραηλιτῶν, πώς καί ὁ Σαμψών καί ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Σαμουήλ ἐγεννήθησαν ἀπό γυναίκας στείρας, καί ὁ Ἰσαάκ ἀπό στεῖραν καί γηραλέαν μητέρα καί ἀπό ἑκατονταετῆ καί ἅγιον πατέρα; διατί λοιπόν τόσον θαυμαστόν καί τέλειον ἔπρεπε νά νομίσουν τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή; Διότι ἐκεῖνα ὅπου εἶδαν αὐτοί εἰς τό γενέσιον τοῦ Βαπτιστοῦ, δέν εἶχαν ἀκούσει νά ἔγιναν ποτέ εἰς ἄλλο κανένα γενέσιον. Ἐγέννησε καί ἡ Ἄννα τόν Σαμουήλ, καί ἡ Ραχήλ τόν Ἰωσήφ, χωρίς ὅμως νά ἰδοῦν ὀπτασίας, χωρίς νά ἀκούσουν προφητείας καί χρησμούς διά τά γεννηθέντα βρέφη των· ἐφάνη Ἄγγελος εἰς τόν Μανωέ, ἀλλά εἰς καιρόν ὅπου ἦτο εἰς τόν ἀγρόν του· ἐφάνησαν τρεῖς Ἄγγελοι εἰς τόν Ἀβραάμ, μά εἰς καιρόν ὅπου ἐκάθητο ἐν τῇ δρυί Μαμβρῆ. Ὁ Ἄγγελος καμμίαν ἄλλην προφητείαν δέν εἶπε τῆς γυναικός τοῦ Μανωέ διά τόν υἱόν της τόν Σαμψών, παρά ὅτι αὐτός θέλει ἐλευθερώσει τούς Ἰσραηλίτας ἀπό τήν αἰχμαλωσίαν τῶν Φιλισταίων. «Καί ατός ἄρξεται σῶσαι τόν Ἰσραήλ ἐκ χειρός Φιλιστιείμ»· οἱ τρεῖς Ἄγγελοι τίποτε ἄλλο δέν εἶπον τοῦ Ἀβραάμ, παρά πώς ἡ Σάρρα θέλει γεννήσει υἱόν. «Καίξει υἱόν Σάρρα ἡ γυνή σου».
Ὅταν ὅμως ἔμελλε νά γεννηθῆ ὁ Ἰωάννης, εἰς καιρόν ὅπου ὁ Ζαχαρίας μέσα εἰς τό θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ ἐπρόσφερε τό θυμίαμα, καί δέησιν ἔκανε διά τήν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ, καί ἔξω ἀπό τό θυσιαστήριον προσηύχετο ὁμοῦ μέ αὐτόν ὅλος ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, τότε καταβαίνει ἀπό τόν οὐρανόν ἐκεῖνος ὁ Ἀρχάγγελος, ὅστις παραστέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί ὅστις εὐηγγέλισε τήν σύλληψιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τήν ἀειπάρθενον κόρην Μαριάμ, καί τοῦ φέρνει τά μηνύματα, ὅτι ἔχει νά γεννήση υἱόν. Ὁ τόπος εἶναι ὁ πλέον ἐξαίρετος, ἀπό ὅσους εὑρίσκοντο τότε εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην, διότι ἦτο τά ἅγια τῶν ἁγίων· ὁ καιρός ἦτο ὁ πλέον εὐπρόσδεκτος καί ἀρεστός εἰς τόν Θεόν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους καιρούς, διότι ἦτο καιρός δεήσεως καί προσευχῆς, καιρός προσφορᾶς καί θυμιάματος· αἱ προφητεῖαι, τάς ὁποίας ὁ Γαβριήλ λέγει πρός τόν Ζαχαρίαν, εἶναι πολλά μεγάλαι· πολλά καθαρά, λέγω, φανερώνουσι τό ὕψος τῆς ἀρετῆς τοῦ παιδίου  οἱ χρησμοί τοῦ Ἀγγέλου. Ζαχαρία, τοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος, ἐκεῖνος ὁ υἱός τόν ὁποῖον θέλεις γεννήσει μεγαλωτάτην παρρησίαν θέλει ἔχει ἔμπροσθεν εἰς τόν Θεόν. «Ἔσται γάρ μέγας ἐνώπιον Κυρίου».
Καί τοῦτο μόνον ἀρκετόν ἦτο νά μᾶς φανερώση, πόσον τέλειον καί ἅγιον ἦτο τό πολίτευμα τῆς ζωῆς ἐκείνου, ὅστις ἔμελλε νά γεννηθῆ ἀλλ’ ὁ Θεός ἠθέλησεν, ὅτι ὁ Ἄγγελος νά παραστήση ἀπό μίαν μίαν ὅλας τάς ἀρετάς του. «Καί οἶνον καί σίκερα οὐ μή πί»· ἰδού οἱ ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεώς του, ἤ καλύτερα νά εἰπῶ, ἤ ἀγγελική πολιτεία ὅπου ἔζησεν εἰς τήν ἔρημον. «Καί πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρός ατο»· ἰδού τό μεγάλον χάρισμα τῆς προφητείας, τό ὁποῖον ὁ Ἰωάννης μόνον τό ἔλαβε μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του. «Καί πολλούς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ ἐπιστρέψει πρός Κύριον τόν Θεόν ατν»· ἰδού τό κήρυγμα τῆς μετανοίας, τό ὁποῖον αὐτός ἐκήρυξεν εἰς τά περίχωρα τοῦ Ἰορδάνου. «Καί αὐτός προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἡλιοῦ» ἰδού πῶς τόν φανερώνει πρόδρομον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί κηρύττει τόν ζῆλον τῆς ψυχῆς του, διά τόν ὁποῖον ἀπετμήθη τήν κεφαλήν. Δίκαιον, ὅσιον, προφήτην, χάριτος θείας πεπληρωμένον, κήρυκα τῆς μετανοίας, ζηλωτήν τῶν νόμων τοῦ Κυρίου, πρόδρομον Χριστοῦ, μέγαν ἐνώπιον Θεοῦ τόν ἐφανέρωσεν ὁ Ἄγγελος προτοῦ νά γεννηθῆ. Ποῖος ἄλλος ἔλαβεν εὐαγγέλια γεννήσεως μέσα εἰς τά ἅγια τῶν ἁγίων; κανένας ἄλλος βέβαια παρά ὁ Ζαχαρίας. Εἰς ποιόν ἄλλον ἐπέμφθησαν μηνύματα τεκνογονίας, εἰς τόν καιρόν ὅπου ἐπρόσφερε τοῦ Θεοῦ τό θυμίαμα; Εἰς κανένα ἄλλον βέβαια, παρά εἰς τόν Ζαχαρίαν. Εἰς ποιόν βρέφος τόσαι προφητεῖαι ἠκούσθησαν; Εἰς τόν Ἰωάννην μόνον. Εἰς ποίου βρέφους τήν γέννησιν ἐπροφητεύθησαν τόσοι χρησμοί; Εἰς τήν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου μοναχήν. «Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν». Εἰς τοῦ Ἰωάννου μόνον τό γενέσιον ἔγιναν πράγματα τόσον θαυμαστά καί ἐξαίσια, διότι τοῦ Ἰωάννου τό πολίτευμα ἔχει τό ὑπέρτερον ἀπό κάθε ἄλλου Ἁγίου πολιτείαν καί ζωήν.
Τόν Ἰωάννην πρῶτα τόν ἐγνώρισεν ὁ κόσμος Ἅγιον, καί ἔπειτα τόν εἶδε βρέφος· πρῶτα τόν εἶδε προφήτην καί ἔπειτα ἄνθρωπον ἐπειδή αὐτός προτοῦ νά ἔβγη ἀπό τήν κοιλίαν τῆς μητρός του ἔδειξε τήν χάριν ὅπου ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἁγία τῶν ἁγίων, ἡ Παντάνασσα Παρθένος καί Μήτηρ τοῦ Θεοῦ (μέ νεῦσιν βέβαια καί φωτισμόν τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου θέλει νά φανερώση τήν χάριν ὅπου ἔδωσε τοῦ Βαπτιστοῦ Του), ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Ναζαρέτ, καί ἔρχεται εις τήν ὀρεινήν τῆς Ἰουδαίας, ἐμβαίνει εἰς τόν οἶκον τοῦ Ζαχαρίου, χαιρετάει καί ἀσπάζεται τήν Ἐλισάβετ· ἡ Ἐλισάβετ θέλει εὐθύς νά ἀποκριθῆ εἰς τόν χαιρετισμόν τῆς Παρθένου, ἀλλά δέν προφθάνει· ἀποκρίνεται ὁ Πρόδρομος μέσα ἀπό τήν κοιλίαν της, καί ἀπό μέσα ἀπό τήν μήτραν της· σκιρτᾶ μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του καί τό σκίρτημα εἶναι ἕνα προσκύνημα, ὅπου γεμίζει τήν καρδίαν τῆς Ἐλισάβετ χαρᾶς πνευματικῆς. Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου, ἀρχίζει νά λέγη ἡ Ἐλισάβετ, εὐθύς μόλις ἔφθασεν ἡ φωνή τοῦ χαιρετισμοῦ σου εἰς τά ὦτα μου, τό βρέφος ὅπου βαστῶ μέσα εἰς τήν κοιλίαν μου ἐσκίρτησε, σέ προσεκύνησεν ὡς Μητέρα Θεοῦ, καί ἐπλήρωσε τήν καρδίαν μου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως· «Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ σπασμο σου εἰς τά ὦταμου, ἐσκίρτησε τό βρέφος ν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλία μου».
Ὦ θαῦμα, ὦ μεγαλεῖον, ὦ δόξα, ὦ χάρις, ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Ἰωάννην. Οἱ Μάρτυρες ἀφοῦ ἐρραντίσθησαν μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου, οἱ ἀσκηταί ἀφοῦ ἐπλύθησαν μέσα εἰς τούς ἱδρώτας τῆς ἀσκήσεως, οἱ Ἀπόστολοι ἀφοῦ εὐωδίασαν τόν ἑαυτόν των μέ τήν ὀσμήν τοῦ κηρύγματος, ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἀφοῦ ἐβάφησαν μέσα εἰς τό μύρον τῶν ἀγώνων των, τότε ἔλαβον τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ Ἰωάννης μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του πληροῦται Θείας χάριτος. Ὁ κόσμος ἐγνώρισε τόν κάθε ἕνα πῶς εἶναι Ἅγιος, ὕστερα ἀπό τά κατορθώματα τῆς ἀρετῆς τοῦ· τόν Ἰωάννην ἡγιασμένον τόν ἐκατάλαβε προτοῦ νά γεννηθῆ εἰς τόν κόσμον. Ἀφοῦ οἱ Προφῆται μέ τήν πολλήν τους ἀρετήν ἔγιναν σκεύη δεκτικά τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἔλαβον τῆς προφητείας τό χάρισμα, τότε ὁ κόσμος ἐκατάλαβε, πώς ἦσαν Προφῆται· τόν Ἰωάννην ὁ κόσμος τόν ἐγνώρισε Προφήτην, εἰς καιρόν ὅπου ἦτο βρέφος ἀγέννητον· ἐσκίρτησε μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του, ἐπροσκύνησε τόν Δεσπότην τῶν ἁπάντων, καί μετεδόθη ἡ χάρις ὅπου αὐτός ἔλαβε καί εἰς τήν Ἐλισάβετ. «Καί ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ», καί ἤρχισε μέ μεγάλην φωνήν νά κηρύττη ἐκεῖνα, ὅπου ὁ Ἰωάννης, διότι εἶναι ἀγέννητος, δέν ἠμπορεῖ νά εἴπη. «Καί ἀνεφώνησε φωνή μεγάλη καί εἶπεν: εὐλογημένη σύ ν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου· καί πόθεν μοι τοῦτο να ἔλθη ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με Μητέρα Θεοῦ ὀνομάζει τήν Παρθένον, ὡσάν νά ἤξευρε ποῖον βαστάζει εἰς τήν κοιλίαν Της, καί ὡσάν νά ἔβλεπε, πώς τό βρέφος, ὅπου ἔχει εἰς τήν μήτραν Της, εἶναι ὁ σεσαρκωμένος Θεός.
Γίνεται λοιπόν προφήτης ἡ Ἐλισάβετ, καί τοῦτο δόξα εἶναι τοῦ υἱοῦ της τοῦ Βαπτιστοῦ. Εἶχε προστάξει ὁ Θεός τόν Ζαχαρίαν νά ὀνομάση τόν υἱόν του Ἰωάννην «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην»· διά νά παρασταίνη καί τό ὄνομά του τήν τελειότητα τῆς προαιρέσεώς του, διατί Ἰωάννης θέλει νά εἴπη πλήρης χάριτος· ἐπειδή ὅμως κωφός καί ἄλαλος εὐγῆκεν ὁ Ζαχαρίας ἀπό τό θυσιαστήριον, δέν ἠδυνήθη νά φανερώση κανενός τό ὄνομα.
Ἦλθεν ἡ ὥρα ὅπου ἔμελλε νά περιτέμουν τό παιδίον, καί ὅλοι ἀπεφάσισαν νά τό ὀνομάσουν Ζαχαρίαν· ἡ δέ Ἐλισάβετ παρευθύς, μέ τό χάρισμα τῆς προφητείας, ὅπου ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν, ὄχι, τούς λέγει, μή τό ὀνομάσετε Ζαχαρίαν, τό ὄνομά του ἄς εἶναι Ἰωάννης· «Καί ἀποκριθεσα ἡ μήτηρ ατοῦ εἶπεν οὐχί, λλά κληθήσεται Ἰωάννης».
Θαυμάζουν οἱ περιεστῶτες, διατί κανένας δέν ἦτο εἰς τήν συγγένειάν του, ὅπου νά ὀνομάζεται Ἰωάννης· φιλονεικοῦσιν ἀναμεσόν τους, κάνουν νεύματα εἰς τόν κωφόν καί ἄλαλον πατέρα του νά τούς φανέρωση, πῶς νά ὀνομάσουν τό βρέφος· ἐκατάλαβε ὁ Ζαχαρίας, πώς διά τό ὄνομα εἶναι ἡ φιλονεικία, μέ τά σχήματα τούς γυρεύει πινακίδιον, γράφει ἐπάνω εἰς αὐτό, «Ἰωάννης ἐστί τό ὄνομα ατο», καί παρευθύς μόλις τό ἔγραψεν, ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! εὐθύς λύονται τά δεσμά τῆς γλώσσης του, ἀνοίγει τό στόμα του, κινεῖ τά χείλη του, καί εὐλογεῖ τόν Θεόν. «Ἀνεῲχθη δέ τό στόμα ατοῦ παραχρῆμα καί ἡ γλσσα ατο, καί λάλει ελογν τόν Θεόν»· καί παρευθύς ἄλλο θαῦμα γίνεται· πληροῦται Πνεύματος Ἁγίου ὁ Ζαχαρίας, καί ἀρχίζει μεγαλοφώνως νά προφητεύη διά τόν υἱόν του τάς θαυμαστάς καί μεγάλας προφητείας. «Καί Ζαχαρίας ὁ πατήρ ατοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου καί προεφήτευσε».
Ὦ μεγαλεῖα ἀνείκαστα, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός ἐμεγάλυνε τό γενέσιον τοῦ Βαπτιστοῦ! Ὅλοι ὅσοι ἤκουαν καί ἔβλεπαν τόσα θαύματα, ἐξεπλάγησαν ὅλοι καί ἐθαύμασαν. «Καί ἐθαύμασαν πάντες»· ὅλοι εὐθύς ἄρχισαν νά ἀποροῦσι· καί τί νά εἶναι τάχα, ἔλεγαν, τοῦτο τό παιδίον; «Τί ἄρα τό παιδίον τοτο σται;» Προφήτης μόνον; Μά δέν ἠκούσθησαν ποτέ τέτοια θαύματα εἰς τήν γέννησιν τῶν Προφητῶν. «Τί ἄρα τό παιδίον τοτο σται;» Βασιλεύς μόνον; Μά τά γενέσια τῶν βασιλέων δέν ἔλαβον τόσην δόξαν. «Τί ἄρα τό παιδίον τοτο σται;» Δίκαιος μόνον καί Ἅγιος; Μά δέν ἔγιναν τόσα παράδοξα πράγματα, ὅταν ἐγεννήθησαν οἱ ἅγιοι καί οἱ δίκαιοι. Ἀπεφάσισαν τέλος πάντων πώς αὐτός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας, καί ἐφύλαξαν αὐτήν τήν ὑπόληψιν μέσα εἰς τήν καρδίαν των, ἕως ὅτου ὁ Πρόδρομος ἔφθασεν εἰς μέτρον ἡλικίας. «Καί θεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδί ατν λέγοντες, τί ἄρα τό παιδίον τοτο σται;» ἔπειτα ἐρωτοῦσαν τόν ἴδιον, διά νά ἀκούσουν καί ἀπό τό στόμα του, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας. «Σύ τίς εἶ τοῦ ἔλεγαν· εἶπέ μας ποῖος εἶσαι; Ὁ Ἰωάννης τό ἐκατάλαβε, πώς τόν ἐρωτοῦσαν στοχαζόμενοι, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅθεν τούς ἀπεκρίθη: δέν εἶμαι ἐγώ, ὄχι, ὁ Χριστός. «Ατός μολόγησε, καί οὐκρνήσατο· καί μολόγησεν, ὅτι οὐκ εμι ἐγώ ὁ Χριστός». Δέν εἶχαν ὅμως δίκαιον νά στοχασθοῦν, πώς ὁ Ἰωάννης ἦτο ὁ Μεσσίας, ὅπου ἐκαρτεροῦσαν;
Ὁ Ζαχαρίας, ὅταν ἐθυσίαζε μέσα εἰς τό θυσιαστήριον, δέν ἐζήτει τοῦ Θεοῦ νά τοῦ χαρίση υἱόν· ἄν ἐζήτει τοιοῦτον τι, δέν ἤθελεν ἀπιστήσει τόσον πολλά, ὅταν ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε πώς εἰσηκούσθη ἡ δέησίς του, καί θέλει γεννήσει υἱόν ἡ Ἐλισάβετ. Αὐτός ὅταν ἐπρόσφερεν εἰς τόν Θεόν τό θυμίαμα, παρεκάλει διά τήν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ· καί εἰς καιρόν ὅπου αὐτός ἔκανε δέησιν διά τήν σωτηρίαν τοῦ κόσμου, παραστέκεται ὁ Ἄγγελος ἔμπροσθέν του λέγων εἰς αὐτόν:«Εσηκούσθη ἡ δέησίς σου, κά! ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι»· ὡσάν νά ἦτο ἡ γέννησις τοῦ Ἰωάννου ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Καί ἀπό ἐδῶ λαμβάνω ἀφορμήν νά στοχασθῶ, πώς, διά νά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι Πρόδρομος τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἠθέλησεν ὁ Θεός τό γενέσιόν του νά λάβη ὅμοια προτερήματα μέ ἐκεῖνα, ὅπου εἶχε τό γενέσιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰςτήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Γαβριήλ εὐαγγελίζει εἰς τήν Παρθένον τό χαῖρε· εἰςτήν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὁ Ἄγγελος λέγει εἰς τόν Ζαχαρίαν: «Καίἔσται χαρά σοι καί ἀγαλλίασις». Ὁ Ἄγγελος λέγει εἰς  τήν Παρθένον ἐκεῖνος ὅπου μέλλεις νά γεννήσης, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Ὑψίστου· ὁ Ἄγγελος προλέγει τοῦ Ζαχαρίου, ὅτι ὁ υἱός σου θέλει εἶναι μέγας ἐνώπιον Κυρίου. Εἰς τήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ παρθενία καί τόκος, εἰς τήν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στείρωσις καί γῆρας. Ἐκεῖ Ἄγγελοι δοξάζοντες, ἐδῶ ἄνθρωποι θαυμάζοντες. Ἐκεῖ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί, καί κατεβάζουν τόν ἀστέρα· ἐδῶ λύεται ἡ γλώσσα τοῦ πατρός, καί ἐκφωνεῖ τάς προφητείας. Γεννηθείς ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἔπαυσε τοῦ διαβόλου ἡ ἐξουσία· γεννηθείς ὁ Ἰωάννης, ἤρχισε τό κήρυγμα τῆς σωτηρίας. «Δίκαιος ὁ Κύριος, καί δικαιοσύνας γάπησε».
Τόση ἔπρεπε βέβαια νά εἶναι ἡ δόξα τοῦ γενεσίου σου, ὦ Προφήτα καί Πρόδρομε τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· διότι δέν ἐγεννήθη ἄλλος ἄνθρωπος μεγαλύτερος ἀπό λόγου σου εἰς τήν ἀρετήν. Μέ τό ἔνδυμα τῆς καμήλου ἐνδεδυμένον, καί μέ τήν δερματίνην ζώνην ἐζωσμένον, σέ στοχάζονται οἱ ἀσκηταί τοῦ Παραδείσου, καί εὐλαβούμενοι τούς ἀσκητικούς ἀγώνας σου, ὅλοι σοῦ δίδουν τά πρωτεῖα· σέ βλέπουν οἱ μάρτυρες ραντισμένον μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου σου, καί ὅλοι σέ ὑπερυψώνουσιν· ἠξεύρουν οἱ Ἀπόστολοι τό εὐαγγελικόν κήρυγμα, τό ὁποῖον ἐκήρυξες εἰς ὅλα τά περίχωρα τοῦ Ἰορδάνου, καί ὡς μέγαν διδάσκαλον καί πρῶτον Ἀπόστολον σέ νομίζουσι καί σοῦ δίδουν κάθε προτίμησιν· ἐκατάλαβαν οἱ Προφῆται, πώς ἐσύ εἶσαι ἡ σφραγίς ὅλων τῶν προφητειῶν των, ὅθεν πρώτιστον Προφήτην σέ στοχάζονται· οἱ Ἄγγελοι διακρίνουν καλά τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς σου, καί τό ἀξίωμα ὅπου ἔλαβες, νά θέσης τάς χείρας σου ἐπάνω εἰς τήν κορυφήν τοῦ Δεσπότου τῶν ἁπάντων, καί νά τόν βαπτίσης μέσα εἰς τοῦ Ἰορδάνου τά ὕδατα· ὅθεν ὅλα αὐτῶν τά Τάγματα μεγάλον σέβας σοῦ προσφέρουσι, μέ μεγάλας δόξας σέ τιμοῦν.
Βαπτιστά λοιπόν καί Πρόδρομε, λύχνε τοῦ φωτός φαεινότατε, φωνή τοῦ Λόγου μεγαλοφωνοτάτη, δόξα καί καύχημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἄγγελε ἐπίγειε, ἄνθρωπε οὐράνιε, σύ ὡς δίκαιος, ὡς μάρτυς, ὡς Ἀπόστολος, ὡς Προφήτης, ὡς Βαπτιστής, ὅπου εἶσαι, ἔχεις βέβαια μεγάλην τήν παρρησίαν πρός τόν Θεόν· ἔπαρον λοιπόν τάς ἁγίας σου χείρας ὑπέρ ἡμῶν πρός Κύριον· δυσώπησον αὐτόν νά ράνῃ πλουσίαν τήν δρόσον τοῦ ἐλέους του εἰς ἡμᾶς, ὅπου εὐλαβῶς ἑορτάζομεν τό ἔνδοξον καί ὑπέρλαμπρόν σου γενέσιον.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...