Πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει. (Ἰω. α´ 51)
ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΣ σήμερον, ὦ χριστοφόροι λαοί, ἡ ἁγιωτάτη τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησία πνευματέμφορον ὅρον τῆς ἁγίας οἰκουμενικῆς ἑβδόμης Συνόδου, καί τοὺς μὲν εὐσεβεῖς, καὶ ὀρθοδόξους μακαρίζοντας, τοὺς δὲ ἀπίστους καὶ κακοδόξους ἀναθεματίζοντας, ὑπέρμετρον τὴν ἐπιθυμίαν διὰ τὸν περὶ πίστεως λόγον εἰς τὴν καρδίαν τοῦ καθενὸς ἐγείρει, καὶ ἐξυπνᾷ. Ἀκούοντες σήμερον τόσους μακαρισμοὺς εἰς τοὺς πιστούς, τόσα ἀναθέματα εἰς τοὺς ἀπίστους, ὅλοι, φαίνεταί μου, πὼς ἐπιθυμᾶτε νὰ ἀκούσετε τί εἶναι, καὶ πῶς ἔλαβε τὸ εἶναι, καὶ ἐπάνω εἰς ποῖες ἀρχὲς θεμελιώνεται, καὶ μὲ ποῖον τρόπον παρασταίνεται, καὶ μὲ ποῖες ἀπόδειξες ἀποδείχνεται ἡ πίστις ὁποὺ πιστεύομεν. Ἐπιθυμᾶτε ἴσως ὅλα ἐτοῦτα νὰ τὰ ἀκούσετε, μὰ ὄχι μὲ τὸν τρόπον ὁποὺ οἱ δογματικοὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκουσι τοὺς πιστούς, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον ὁποὺ οἱ σχολαστικοὶ φιλόσοφοι καταπείθουσι τοὺς ἀπειθεῖς. Τώρα λοιπὸν ἐγνωρίζω πόσον μεγάλη εἶναι ἡ ὑπόθεσις ὁποὺ ἔχω ἔμπροσθέν μου σήμερον, πόσον βάθος ἔχει ἡ ὕλη, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ἐμβαίνω. Κανένας δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ πρῶτον, καὶ καλὰ νοήσῃ τὸν ὁρισμὸν τοῦ πράγματος. Καὶ ἄν ἐγὼ ζητήσω τὸν ὁρισμὸν τῆς πίστεως, τὸν ἀκούω ναί, ἀπὸ τὸν θεῖον Ἀπόστολον. Μὰ οὐδὲ τὸν χωρεῖ ὁ νοῦς μου, οὐδὲ νὰ τὸν καταλάβω ἠμπορῶ. «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Ἐτοῦτος εἶναι ἕνας ὁρισμός, τόσον ὑψηλός, καὶ ἀκατανόητος ὁποὺ ἀπὸ ὅλα του τὰ μέρη μὲ βιάζει, ὁλοτελῶς νὰ μὴν προσδιαλέγωμαι περὶ τῶν πραγμάτων τῆς πίστεως ἀλλὰ νὰ πιστεύω, καὶ νὰ σιωπῶ, ἐπειδή, ἄν ἡ πίστις ὑπόστασις εἶναι τῶν ἐλπιζομένων πραγμάτων, καὶ ἔλεγχος τῶν μὴ βλεπομένων, τί ἡμπορῶ ἐγὼ νὰ σᾶς παραστήσω διὰ τὰ ἐλπιζόμενα; Τὰ ὁποῖα, ἐπειδὴ «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», ἀκατάληπτα εἶναι, καὶ ἀκατανόητα. Ἄν ζητήσω τὸ ἱερογλυφικὸν τῆς πίστεως, διὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω κἂν συμβολικῶς, καὶ ἀλληγορικῶς, τὸ βλέπω εἰς τὴν ἀποκάλυψιν, καὶ πολὺ φοβοῦμαι, δειλιάζω ὅλος, καὶ ἀπορῶ. Εἶναι αὐτὸ ἕνα βιβλίον μὲ ἑπτὰ σφραγίδες ἐσφραγισμένον, τὸ ὁποῖον κανένας, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐδὲ ἀπό τοὺς ἐν τῇ γῇ, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἐν τοῖς καταχθονίοις νὰ ἀνοίξῃ, καὶ νὰ καταλάβῃ ἐδυνήθη παρὰ μόνον τὸ ἐσφαγιασμένον ἀρνίον τὸ γεννηθὲν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. «Καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐδὲ ἐπὶ τῆς γῆς, οὐδὲ ὑποκάτω τῆς γῆς, ἀνοίξαι τὸ βιβλίον, οὐδὲ βλέπειν αὐτό». Πῶς θέλετε λοιπὸν νὰ τὸ ἀνοίξω ἐγὼ σήμερον, καὶ νὰ τὸ ἀνοίξω εἰς τρόπον ποὺ νὰ τὸ καταλάβω ἐγώ, νὰ τὸ καταλάβουν ὅσοι μὲ ἀκούουν, καὶ νὰ καταπεισθοῦν; Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τόσα μυστήρια, καὶ νὰ ἀνακαλύψω τόσα κεκαλυμμένα, καὶ νὰ φανερώσω τόσα ἀπόκρυφα, καὶ νὰ ἐρευνήσω τόσα βάθη, καὶ νὰ περιλάβω τόσα ἄπειρα, καὶ τόσα ἀναπόδεικτα, πῶς θέλετε νὰ σᾶς τά ἀποδείξω; Ἠξεύρω ἐγὼ τί ἔπρεπε νὰ κάμω εἰς τέτοιαν ὑπόθεσιν. Ἔπρεπε νὰ εἰπῶ εἰς τὸν κάθε ἕνα, ἐκεῖνο ὁποὺ ὁ Θεάνθρωπος σήμερον εἰς τὸν Ναθαναὴλ εἶπε: «Πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει». Νὰ εἰπῶ ἔπρεπεν εἰς τὸν κάθε ἕναν· χριστιανὲ πιστεύεις; Ἄν πιστεύῃς θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῇς μυστήρια· νὰ ἰδῇς θαυμάσια· νὰ νὰ ἰδῇς μεγαλεῖα, καὶ δόξας ἀπὸ ἐτοῦτα ὁποὺ τώρα βλέπεις ἀσυγκρίτως μεγαλύτερα, καὶ ἀπό ἐτοῦτα ὁποὺ τώρα πιστεύεις, πολὺ περισσότερα. Μὰ τί; Τὸ βλέπω. Οὐδὲ ἀρκεῖσθε, οὐδὲ πείθεσθε εἰς τοῦτο. Σήμερον ὁποὺ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὸν ὅρον τῆς πίστεως, θέλετε καὶ τὸν λόγον νὰ εἶναι περὶ πίστεως. Πείθομαι λοιπὸν εἰς τοιαύτην ἐπιθυμίαν, ἡ ὁποία ὅσον εἶναι ἐπαινετή, ἄλλο τόσον εἶναι ὑψηλή, καὶ δύσκολος. Θέλω ὁμιλήσει κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν σας, μὰ θέλω ὁμιλήσει ἐν ταὐτῷ ἐναντίον εἰς τὴν ἐπιθυμίαν σας. Κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν σας· ἐπειδὴ θέλω ὁμιλήσει περὶ πίστεως· ἐναντίον εἰς τὴν ἐπιθυμίαν σας· διατὶ θέλω σᾶς εἰπεῖ, πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζετε τὴν πίστιν. Διατὶ ἡ πίστις ὅταν ἐξετάζεται, ὀλιγοστεύει, καὶ φεύγει· ἀμὴ πρέπει νὰ ἐνεργῆτε τὴν πίστιν. Διατὶ ἡ πίστις ὅταν ἐνεργῆται, αὐξάνει καὶ περισσεύει. Τί σᾶς φαίνεται; Οἱ ὅροι εἶναι ἐναντίοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν σας; Ἀληθῶς. Ἀφοῦ ὅμως τοὺς ἀκούσετε, ἴσως καταπεισθῆτε νὰ μὴν ἐπιθυμᾶτε νὰ ἐξετάζετε τὴν πίστιν· ἀμὴ ἀνεξετάστως νὰ πιστεύετε, καὶ νὰ ἐνεργῆτε, ἐκεῖνο ὁποὺ διδάσκει ἡ πίστις.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Μὲ δύο τρόπους ἠμπορεῖ κάθε ἕνας τὴν πίστιν καὶ ὅσα περιλαμβάνονται εἰς τὴν πίστιν, νὰ ἐξετάζῃ. Ὁ ἕνας εἶναι ὁπόταν ἐξετάζῃ, διὰ νὰ μάθῃ μόνον τί πιστεύει, καὶ τί δογματίζει ἡ Ἐκκλησία τῶν ὀρθοδόξων διὰ τὸ ἑνιαῖον τῆς θείας οὐσίας, διὰ τὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητος, διὰ τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ υἱοῦ, καὶ λόγου τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν μετάδοσιν τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία καὶ χρονικὴ ἐκπόρευσις τοῦ παρακλήτου λέγεται· διὰ τὴν τελείωσιν τῶν ἑπτὰ μυστηρίων, διὰ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, διὰ τὴν παντοτινὴν μακαριότητα, καὶ διὰ ἄλλα ὅμοια. Καὶ μία τοιαύτη ἐξέτασις, ὄχι μόνον δὲν εἶναι βλαπτική, ἀλλὰ εἰς κάθε χιστιανὸν ἀναγκαία εἶναι, καὶ πολλὰ ὠφέλιμος. Ἐπειδὴ πρέπει κάθε χριστιανὸς νὰ ἠξεύρῃ ποῖα εἶναι τὰ ἀποστολικὰ πατροπαράδοτα δόγματα, διὰ νὰ κρατῇ ἐκεῖνα ὡς ἀληθινά, καὶ ἀναμφίβολα· ἐκεῖνα νὰ πιστεύῃ μὲ τὴν καρδίαν του· ἐκεῖνα νὰ κηρύττῃ μὲ τὴν γλῶσαν του, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ἤ ὡς ψευδῆ ὁλοτελῶς νὰ μὴν τὰ πιστεύῃ, ἤ ὡς ἀμφίβολα νὰ τὰ ἀποστρέφεται. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ἀφοῦ μάθῃ ὅλον τῆς Ἐκκλησίας τὸ δόγμα, νὰ θέλῃ καὶ εἰς τὰ πλέον ἀπόκρυφα, καὶ ἀκατάληπτα τῆς πίστεως νὰ ἐξετάζῃ· διατὶ αὐτὸ ἔτσι; καὶ ποῖος εἶναι ὁ λόγος ἐτούτου; Καὶ διατί; Καὶ πῶς ἔγινεν ἐκεῖνο; Καὶ ποία εἶναι ἡ αἰτία τοῦ ἄλλου; Ἐξέτασις ἐτούτη αὐθάδης, παράλογος, καὶ σφαλερή. Μὲ ἐτούτην τὴν ἐξέτασιν, καὶ ὄχι μὲ τὴν πρώτην, λέγω ἐγώ, πὼς ἐκεῖνος ὁποὺ ἐξετάζει τὴν πίστιν, φεύγει ἡ πίστις ἀπὸ λόγου του. Φεύγει ἡ πίστις ἀπό λόγου του; Ναί. Φανερὰ τὸ βλέπομεν, καὶ ὀρθὰ τὸ συμπεραίνομεν ἀπὸ τὴν θείαν Γραφήν.
Τὸ ξύλον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἰς τὸ μέσον τοῦ παραδείσου ἐφύτευσεν ὁ Θεός, καὶ ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὴν ἀπόλαυσιν ἐμπόδισε τοὺς πρωτοπλάστους, ἦτον μία θεωρία τῆς Θεότητος, καθὼς μᾶς διδάσκει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. «Θεωρία γὰρ ἦν τὸ φυτόν». Δὲν ἦτον ὅμως μία θεωρία ἁπλῆ, καὶ ἀπερίεργος. Διατὶ μὲ ἁπλῆν καὶ ἀπερίεργον θεωρίαν οἱ δύο προπάτορές μας, ἔβλεπαν, καὶ θεωροῦσαν κάθ’ ἑκάστην ἡμέραν τὸν Θεόν. Ἀλλὰ ἦτον βέβαια μία θεωρία περίεργος, καὶ ἐξεταστική· μία θεωρία, διὰ τῆς ὁποίας ἔπρεπεν ὁ νοῦς τῶν πρωτοπλάστων, ἄν ἤθελε νὰ θεωρήσῃ, νὰ ἐξετάσῃ, καὶ νὰ ἐρευνήσῃ τὴν φύσιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ διὰ τοῦτο ξύλον τῆς γνώσεως, ἐκεῖνο τὸ ξύλον τὸ ὠνόμασεν ἡ ἁγία Γραφή. Καὶ ἡμεῖς βλέπομεν μέσα εἰς τὴν ἁγίαν Γραφήν, πὼς ὁ Θεὸς ἐμπόδισε τοὺς πρωτοπλάστους ἀπὸ μίαν τέτοιαν θεωρίαν, καὶ τοὺς ἐμπόδισε μὲ προσταγὴν μεγάλην, μὲ φοβερισμὸν θανάτου. Διατί; Διατὶ νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ ὁ Θεός, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἐρευνήσουν, καὶ νὰ καταλάβουν τὴν φύσιν του; Ὁ ὄφις εἶπε πὼς τοὺς ἐμπόδισε διὰ νὰ μὴ γένουν Θεοί. Μὰ ψεῦδος εἶναι ἐτοῦτο διαβολικόν. Ἐπειδὴ εἰς τὸν Θεὸν δὲν χωρεῖ πάθος, καὶ δὲν ἔχει τόπον ὁ φθόνος ὁλοτελῶς. Ὁ Θεός, χριστιανοί μου, τοὺς ἐμπόδισε· διατὶ αὐτὸς ὁποὺ τοὺς ἐδημιούργησεν, ἐγνώριζε, πὼς ὁ νοῦς τους δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ τὴν φύσιν τῆς Θεότητός του· καὶ θέλοντας νὰ ἐρευνᾷ, καὶ νὰ ἐξετάζῃ, σκοτίζεται, ἀπιστίζει, καὶ ἀπελπίζεται. Καὶ εἰς τοῦτο μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Κατεβαίνει μιὰν φορὰν ὁ Θεὸς εἰς τὸ ὄρος τοῦ Σινᾶ, διὰ νὰ δώσῃ τὸν νόμον του εἰς τὸν Μωϋσῆν. Καὶ διὰ νὰ πληροφορηθοῦν οἱ Ἰσραηλῖται ὅλοι, πὼς ὁ Θεὸς ἐκατέβη εἰς τὸ Σινᾶ, καὶ ὁμιλεῖ μὲ τὸν Μωϋσῆν, ἀστράπτει, καὶ βροντᾷ ὅλον τὸ ὄρος Σινᾶ· ἐκεῖ νεφέλη σκοτεινὴ ἀπὸ ἄνω ἕως κάτω τὸ ὄρος καλύπτει· ἐκεῖ καπνὸς ὁποὺ ἕως οὐρανοῦ ἀναβαίνει. Ἐγνωρίζει ὁ Θεός, πὼς ἀπὸ ὅλα ἐτοῦτα οἱ Ἰσραηλῖται ἤθελαν γένει πολλὰ περίεργοι νὰ μάθουν, καὶ νὰ καταλάβουν, ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁ Θεός, ὁ τόσον μέγας, καὶ φοβερός. Ὅθεν κράζει εὐθὺς τὸν Μωϋσῆ, τοῦ λέγει, κατέβα ὀγλήγορα ἀπὸ τὸ ὄρος, καὶ εἰπὲ εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ μὴν ἀποτολμήσῃ κανένας νὰ ἐξετάσῃ μὲ τὸν νοῦν του, διὰ νὰ καταλάβῃ τίς εἶναι ὁ Θεός. «Καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μή ποτε ἀγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι». Βεβαίωσέ τους ἀπὸ μέρους μου, πὼς ἄν ἀποτολμήσουν νὰ κάμουν τέτοιον πρᾶγμα, ἐγκρεμνίζονται εὐθύς ἀπὸ τὴν χάριν μου, πίπτουν παρευθὺς ἀπὸ τὴν πίστιν ὁποὺ ἔχουν, εἰς τὸ βάθος τῆς ἀπιστίας. «Διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μή ποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι, καὶ πέσωσι. Ἀκούετε; «Μή ποτε ἐγγίσωσι κατανοῆσαι»· μὴ θελήσουν νὰ ἐρευνήσουν διὰ νὰ καταλάβουν. Καὶ διατί; Διατὶ πίπτουν εἰς τὸ σκότος τῆς ἀκαταληψίας. Αὐτὸ παθαίνουν ἐκεῖνοι οἱ αὐθάδεις, ὅσοι θέλουν μὲ τὸν νοῦν τους νὰ καταλάβουν τὸν Θεόν. Πίπτουν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, πίπτουν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πίστεως, πίπτουν εἰς τοὺς χάνδακας τῆς ἀπιστίας. «Μή ποτε ἐγγίσωσι κατανοῆσαι, καὶ πέσωσι». Μὰ τί; Δὲν εἶναι ἴσως ἔτσι; Δὲν σκοτίζεται ἴσως ὁ νοῦς μας, ὅταν ἐξετάζωμεν τὰ πράγματα τῆς πίστεως δὲν βυθίζεται μέσα εἰς ἕνα πέλαγος ἀνεξάντλητον; Δὲν ἐμβαίνει μέσα εἰς ἕνα χάος βαθύτατον; Δὲν γεμίζει ἀπορίες, καὶ ἀμφιβολίες;
Ὁπόταν ἀρχίσῃ ὁ νοῦς μας νὰ ἐξετάζῃ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἕνας ὁ Θεός, καὶ νὰ εἶναι τρία; Καὶ ποῖος λόγος πείθει πῶς τὰ τρία δὲν συγχύζουν, καὶ ἀφανίζουν τὸ ἕνα, καὶ ἁπλοῦν, καὶ πῶς αὐτὸ τὸ ἕνα, δὲν ἀναιρεῖ τὰ τρία! Μὰ εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσίαν, λέγουσιν οἱ θεολόγοι, καὶ τρία κατὰ τὰς ὑποστάσεις. Καὶ τί εἶναι αὐτὴ ἡ οὐσία, καὶ τί εἶναι ὑπόστασις; Ἡ οὐσία εἶναι ἕνα ὄν ἄπειρον, ὑπερούσιον, αὐτοδέσποτον. Καὶ πόθεν τάχα ἔχει τὴν ἀρχήν της ἡ οὐσία; Ἀπὸ καμμίαν ἀρχήν. Μὰ πῶς; Σιωπή, τόση αὐθάδεια, ἡ ὁποία ἄλλο δὲν προξενεῖ, παρὰ σκότωσιν. Διατὶ πρὸ τοῦ νὰ προφθάσῃ ὁ νοῦς μας νὰ τὸ καταλάβῃ, αὐτὸ φεύγει· καὶ πρὸ τοῦ ὁ νοῦς μας ἀκόμη τὸ νοήσῃ, αὐτὸ πετᾷ. «Πρὶν κρατηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν νοηθῆναι διαδιδράσκον». Τέτοια εἶναι ἡ νόησις τῆς Θεότητος. Ἀμὴ τί εἶναι ἡ ὑπόστασις; Τὸ κοινὸν μετὰ τοῦ ἰδιάζοντος· κοινὸν εἰς τὰ τρία· καὶ ὅλον εἰς τὰ τρία· καὶ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ εἰς τὰ τρία· καὶ τὰ τρία προσωπικῶς χωρισμένα. Μοῦ ἔφυγε· δὲν ἔφθανα νὰ τὸ νοήσω, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὸν νοῦν μου. «Πρὶν νοηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν κρατηθῆναι διαδιδράσκον». Ἀμὴ πῶς ὁ πατὴρ γεννᾷ τὸν υἱόν, καὶ ἔχει ὁ υἱὸς τὴν αὐτὴν οὐσίαν τοῦ πατρός, καὶ εἰς τὸν πατέρα ἡ οὐσία θεωρεῖται ὡς ἀγέννητος καὶ εἰς τὸν υἱὸν ὡς γεννητή; Ἀμὴ πῶς ὁ πατὴρ ἐκπορεύει τὸ πνεῦμα, καὶ ἡ οὐσία εἰς τὸν πατέρα εἶναι ἀνεκπόρευτος, καὶ εἰς τὸ πνεῦμα ἐκπορευτή; Ποῖος λόγος πείθει, πὼς δὲν συμπεραίνονται τὰ ἐναντία; Καὶ ἄν συμπεραίνονται τὰ ἐναντία; Φθάνει τόση αὐθάδεια, δὲν ἠμπορεῖ ὁ νοῦς μας νὰ τὸ χωρήσῃ. Δὲν προφθαίνῃ νὰ τὸ νοήσῃ, καὶ ἐκεῖνο πετᾷ, καὶ φεύγει. «Πρὶν κρατηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν νοηθῆναι διαδιδράσκον». Τὸ λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Δὲν ἠμποροῦμεν νὰ καταλάβωμεν, ὄχι, ὦ χριστιανοί, καὶ ὁπόταν θελήσωμεν νὰ προσηλώσωμεν τὸν νοῦν μας εἰς τὸν Θεον διὰ νὰ τὸν καταλάβωμεν, παθαίνει ὁ νοῦς μας ἐκεῖνο τὸ ἴδιον ὁποὺ παθαίνουσι τὰ ὀμμάτιά μας, ὅταν τὰ προσηλώσωμεν ἐπάνω εἰς τὸν ἥλιον διὰ νὰ τὸν ἰδοῦμεν, εὐθὺς πολὺ πλῆθος ἀπὸ τὲς ἀκτῖνές του ἐμβαίνει μέσα εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μας, οἱ ὁποῖες τόσον δυνατὰ ταράττουσι τὴν ἀμφιβληστροειδῆ μεμβράναν τῶν ὀφθαλμῶν μας, καὶ τὰ νεῦρα τὰ ὀπτικά, ὁποὺ σκοτίζονται τὰ ὀμμάτιά μας· χάνομεν τὸ φῶς μας, καὶ μένομεν ὡσὰν τυφλοί. Ὅταν ἡμεῖς ὑψώσωμεν τὸν νοῦν διὰ νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, τόσον πολύ, καὶ ἄμετρον ἀπὸ τῆς Θεότητός του τὸ ἄϋλον φῶς κτυπᾷ παρευθὺς ἐπάνω εἰς τὸν νοῦν μας, ὁποὺ χάνει ὁ νοῦς μας ὅλες του τὲς δύναμες· δὲν βλέπει πλέον τὸν Θεὸν· μένει ὡσὰν νεκρός. Ὅσον ἡμεῖς εὐχαριστούμεσθε νὰ βλέπωμεν μόνον τὴν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου, ἀπολαμβάνομεν τὸ φῶς του· βλέπομεν ὅλα τὰ ὁρατά· χαίρεται ἡ καρδία μας, καὶ εἴμεσθε γεμάτοι ἀγαλλίασιν, καὶ φῶς. Ὅσον ἡμεῖς εὐχαριστούμεσθε νὰ βλέπωμεν ἐκεῖνο τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ὁποὺ εἶναι εἰς τὴν ἁγίαν Γραφήν, πιστεύομεν τὸν Θεόν· δεχόμεσθε ὅσα μᾶς διδάσκει ἡ πίστις· ἡ ψυχή μας καταπείθεται, ὅλοι γεμάτοι εἴμεσθε ζῆλον, καὶ ἀρετήν. Εὐθὺς ὁποὺ ἡμεῖς θελήσομεν νὰ ἰδοῦμε τὸν ἥλιον, εὐθὺς τυφλώνονται τὰ ὀμμάτιά μας· σκοτίζεται ἡ ὅρασίς μας, χάνομεν τὸ φῶς μας. Εὐθὺς ὁποὺ ἡμεῖς θελήσομεν νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, ἀσθενεῖ ὁ νοῦς μας· ἀδυνατεῖ ἡ ψυχή μας· χάνομεν τὴν πίστιν μας ὁλοτελῶς. Δὲν ἠμποροῦμεν, ὄχι, νὰ καταλάβωμεν καὶ ὁπόταν ἐξετάζωμεν. Ἀπορία γεννᾶται ἐπάνω εἰς τὴν ἀπορίαν· δυσκολία ἐπάνω εἰς τὴν δυσκολίαν· ἀκαταληψία ἐπάνω εἰς τὴν ἀκαταληψίαν. Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἐτοῦτα γεννᾶται ὁ δισταγμός· καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν δισταγμὸν, ἀπόφασις. Καὶ τί ἀπόφασις; Ὄχι φρόνιμος, καὶ στοχαστική. Ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα, καθὼς ἡ πίστις τὰ διδάσκει. Μὰ ἐγὼ οὔτε νὰ τὰ καταλάβω, οὔτε τοὺς λόγους νὰ εὕρω ἠμπορῶ. Ἀλλὰ ἀπόφασις ἐσκοτισμένη, καὶ ἐλεεινή. Δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω, δὲν ἠμπορῶ νὰ εὕρω τοὺς λόγους· λοιπὸν δὲν εἶναι. Ὦ βόθρος, ὦ ἄβυσσος, ὦ ἀπώλεια θλιβερή.
Βλέπετε, πῶς ἡ πίστις ὅταν ἐξετάζετε, φεύγει; Μὴ ἐξέτασις λοιπὸν εἰς τὴν πίστιν, ὦ χριστιανοί. «Πιστεύετε καθὼς παρελάβετε, τὰς δὲ μωράς, καὶ ἀπαιδεύτους ζητήσεις», σᾶς παραγγέλλει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, νὰ τὲς ἀφήσετε. Ἐξετάζετε, ναί, ἄν εἶστε γεωμέτραι τὰ τετράγωνα, καὶ τὰ τρίγωνα, τοὺς κυλίνδρους, καὶ τὰς σφαίρας, ὅλας τὰς ἐπιφανείας, καὶ ὅλα τὰ στερεά. Καὶ τὴν πίστιν μὴν ἐξετάζετε. Ἐπειδὴ δὲν δέχεται γεωμετρικὴν ἀπόδειξιν· διὰ τὸ νὰ μὴν εἶναι οὐδὲ τρίγωνον, οὐδὲ τετράγωνον, οὐδὲ ἐπιφάνεια, οὐδὲ στερεόν. Ἄν εἶστε μηχανικοί, ἐξετάζετε τὰ ζύγια, τοὺς μοχλούς, τοὺς τροχούς, τοὺς ἐν περιτροχείῳ ἄξονας· ἄν εἶστε ὀπτικοί, ἐξετάζετε τὸ ὄμμα, καὶ τὸ φῶς, καὶ τὰ κάτοπτρα· τὸν ἀέρα, καὶ τὸ φῶς. Κάθε γήϊνον σῶμα ἐξετάζετε, ἄν εἶστε φυσικοί. Κάθε οὐράνιον, ἄν εἶστε ἀστρονόμοι. Καὶ εἰς τὴν πίστιν μὴ ἐξέτασες. Διατὶ ἡ πίστις δὲν εἶναι κανένα τοιοῦτον. Ὅθεν εἰς ἀπόδειξιν δὲν ὑποπίπτει. Ζητεῖτε τοὺς λόγους ἀκριβῶς, εἰς κάθε φυσικόν, καὶ τεχνικὸν πρᾶγμα. Διατὶ ἄν τοὺς καταλάβετε, πολὺ εἶναι τὸ κέρδος σας· γίνεσθε φιλόσοφοι, κατασταίνεσθε ἐπιστήμονες· μὰ ἄν δὲν τοὺς καταλάβετε· τίποτε ἄλλο δὲν χάνετε, παρὰ νὰ ἀπομείνετε ἀμαθεῖς. Μὰ εἰς τὰ πράγματα τῆς πίστεως, μὴ ζητεῖτε λόγους. Ἡ πίστις εἶναι πίστις, δὲν ἔχει ἀπόδειξιν· νὰ τὴν καταλάβετε δὲν ἠμπορεῖτε καὶ ἄν σφάλλετε, θάνατος εἶναι ἡ ζημία, καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς. «Ὁ γὰρ ἀπιστήσας κατακριθήσεται».
Μὰ ἐδῶ τὸ ἐγνωρίζω, μὲ μεγάλην ἔνστασιν, ἠμπορεῖ κάθε ἕνας νὰ μοῦ ἐναντιωθῇ. Καὶ ἄν δὲν ἐξετάζωμεν τοὺς λόγους τῆς πίστεως, καὶ ἂν δὲν γυμναζώμεθα εἰς τὴν σχολαστικὴν θεολογίαν, πῶς ἠμποροῦμεν νὰ ἀντιστεκόμεσθεν εἰς τῆς πίστεως τοὺς ἐχθρούς; Βεβαιώνετε τὴν ἔνστασιν. Πῶς ἤθελαν ἠμπορέσει οἱ θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ἀντιπαλεύσουν τοὺς θεοκαπήλους αἱρεσιάρχας, ἀνίσως δὲν ἤξευραν τοὺς λόγους τῆς πίστεως; Καὶ τί ὠφέλειαν προξενεῖ, εἰπέτε μου, ἡ διὰ λόγου ἔνστασις εἰς τοὺς ἐχθρούς; Διὰ νὰ τοὺς πείσῃ; Εὕρετέ μου, ἄν εἶστε καλοί, ἕνα παράδειγμα· δείξετέ μου, πῶς νὰ ἐπείσθη ποτὲ ἕνας ἄπιστος, ἤ νὰ ἐνικήθη ἕνας αἱρετικὸς μὲ τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ θέλω πληροφορηθῆ. Μὰ δὲν εὑρίσκετε, ὄχι, διατὶ «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος». Εἶναι ἕτοιμα εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ἀπατηλὰ σοφίσματα· οἱ διαίρεσες τῆς μείζονος, ἤ τῆς ἐλάττονος. Εἶναι ἕτοιμος ὁ κύκλος τοῦ ἐπιχειρήματος· οἱ παρεξήγησες τῆς Γραφῆς. Κι ἄν ἔτσι εἶναι, τί ἄλλο προξενεῖ ἡ ἐναντίωσις, παρὰ μάχην, διχόνοιαν, φιλονεικίαν καὶ μάταιον ἀπεραντολογίαν; Οἱ θεοφόροι ἐκεῖνοι, ὅσοι εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἐναντιώνοντο, τὸ ἔκαναν βιασμένοι ἀπὸ αὐτούς, καὶ τὸ ἔκαναν, ἐξετασμένην ἔχοντες τὴν πίστιν, ὄχι μὲ τὸν δεύτερον τρόπον ἀλλὰ μὲ τὸν πρῶτον. Ἐγυμνάζοντο οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄχι εἰς τὴν ἀκριβεστάτην ἐξέτασιν τῶν λόγων· ἀλλὰ εἰς τὴν πληρεστάτην εἴδησιν τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Καὶ ἄν θεωρήσετε τοὺς λόγους τοῦ μεγάλου ἐκείνου φωστῆρος Ναζιανζηνοῦ, θέλετε εὕρει νὰ ὀνομάζῃ τοὺς τέτοιους ἐξαταστάς, λογολέσχας· ἀσυνέτους, ἀκρατήτους, γλωσσάλγους. Μὲ ὅλον τοῦτο, ἄς εἶναι. Ἦτον γυμνασμένοι, καθώς θέλετε, καὶ ἐπιχειρίζοντο, καθὼς ἀρέσκεσθε. Μὰ τί ἐκατόρθωσαν; Τί ἐκατόρθωσαν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀθανασίου, καὶ τί ἐκεῖνα τοῦ Εὐσταθίου, καὶ ἄλλων σοφῶν, εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ πρώτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; Τίποτες. Μάλιστα ἄν δώσωμεν πίστιν εἰς τοὺς ἱστορικούς, μᾶς ἱστοροῦν αὐτοί, πὼς ἐκεῖ εὑρισκόμενος ἕνας γηραλέος ὁμολογητής, ἕνας, ὁ ὁποῖος ὅμοια μὲ τὸν Ἀπόστολον, τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ ἐβάσταζεν· ἐπειδὴ εἶχε μαρτυρήσει, καὶ πληγωθεῖ ὁ τρισόλβιος, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· αὐτὸς ἀκούοντας νὰ διαλέγωνται, τοὺς ἐφώναξε παρρησίᾳ ἐκεῖ: πατέρες, θεῖοι πατέρες, μὴ συλλογισμούς, μὴ ἐνθυμήματα, μὴ σωρίτην, μὴ ἐπαγωγάς, μὴ διλήμματα. Πατέρες, μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς λογικῆς τέχνης ἀγωνίζεσθε νὰ φέρετε εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν τοὺς αἱρετικούς. Δὲν εἶναι ἐτοῦτος ὁ τρόπος. Δὲν μᾶς ἐδίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι τὴν πίστιν μὲ τὰ ἐπιχειρήματα· ἀλλὰ κάνοντες τὴν ἔκθεσιν τῆς πίστεως, μᾶς ἔπειθαν νὰ πιστεύωμεν. Ὅθεν ἔτσι κάμετε καὶ ἐσεῖς· καὶ ἔτσι ἔκαμαν εἰς τὸ καθεξῆς. Σηκώνεται εὐθύς, μετὰ τὴν ὁμιλίαν ἐκείνου τοῦ γέροντος, ὁ ἄκακος, καὶ ἁπλοῦς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤξευρε νὰ ἐπιχειρίζεται, μήτε ἐγυμνάσθη νὰ διαλέγεται· ἐκεῖνος εἰς τὸ μέσον τόσων σοφῶν στέκει, ὁ ἱεράρχης Σπυρίδων, ὁ θαυματουργός· ἐκεῖνος ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τῆς Συνόδου, καὶ ἐκείνου ἐστάθη τὸ κατόρθωμα. Αὐτὸς μὲ τὴν ἁπλουστάτην ἔκθεσιν τῆς πίστεως, πρῶτον ὡσὰν ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Ἀνδρέας, οἱ ἀλιεῖς, ἔπεισε τὴν καρδίαν ἐκείνου τοῦ φιλοσόφου ὁποὺ ἐκαυχᾶτο εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ ἔπειτα μὲ τὸ θαῦμα τὸν ἐστερέωσεν εἰς τὴν πίστιν τὴν ἀληθινήν. Τίποτες δὲν ἐκατόρθωσαν οἱ σοφοὶ μὲ τὰ ἐπιχειρήματα. Τὸ ὅλον τὸ ἐκατόρθωσεν ὁ ἁπλοῦς Σπυρίδων, μὲ τὴν ἔκθεσιν τὴν ἁπλῆν. Ἔτσι ἠθέλησε, καὶ ἔτσι ἐδιόρισεν ὁ Θεός. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι ἡ δόξα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν πιστεύουσιν οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων· ἀλλὰ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὴν πίστιν, ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος πληροφορούμενοι. Ὅθεν δὲν ἐπείσθη ποτὲ κανένας ἐξετάζοντας, καὶ πολυπραγμονώντας τὴν πίστιν.
Ἠξεύρω ἐγὼ νὰ σᾶς εἰπῶ, καὶ μὲ ἀλήθειαν σᾶς τό λέγω, πῶς ἀπό τὸν Ἄρειον ἔφυγεν ἡ ὀρθοδοξία· διατὶ ἤθελε νὰ ἐξετάζῃ τὴν αἰώνιον γέννησιν τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ σᾶς βεβαιώνω, πῶς ὁ Μακεδόνιος ἀρνήθη τὸ ἄκτιστον τοῦ πνεύματος· διατὶ νὰ ἐξετάζῃ ἤθελε, πῶς ἔχει τὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ὁ Σαβέλλιος ἀρνήθη τὴν Ἁγίαν Τριάδα· ὁ Νεστόριος, τὴν Θεοτόκον· οἱ Μονοφυσῖται, τὰς δύο φύσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οἱ Θεοπασχῖται, τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος· οἱ εἰκονομάχοι, τὰς ἁγίας εἰκόνας. Καὶ οὕτω καθεξῆς ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἔχασαν τὴν ὀρθόδοξον πίστιν· διατὶ ἤθελαν νὰ λεπτολογοῦσι, καὶ νὰ πολυπραγμονοῦν τὴν πίστιν, καὶ τὰ τῆς πίστεως.
Καὶ ἀκόμη ἠμπορῶ νὰ σᾶς εἰπῶ, πὼς ὁ Ἀβραὰμ ἀπόμεινε στερεὸς εἰς τὴν πίστιν, ὄχι διὰ ἄλλην αἰτίαν, παρὰ διατὶ ποτὲ δὲν ἤθέλησεν, ὄχι μόνον νὰ μάθη τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ οὐδὲ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ ἀπετόλμησε ποτὲ νὰ ἐξετάσῃ. Ἔλαβεν ὁ Ἀβραὰμ πολλὲς φορὲς αἰτίαν νὰ ἐρευνήσῃ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐξετάσῃ τὶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του· νὰ ἀφήσῃ τὸν οἶκον τοῦ πατρός του, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν αὐτὸς τοῦ ἔδειχνεν, ἔλαβεν αἰτίαν τότε βέβαια νὰ ἐξετάσῃ καὶ τὸ διατὶ τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ, καὶ τί ἔμελλε νὰ κάμῃ ὁλοτελῶς. Ἀλλὰ πιστεύει ἀνεξετάστως εἰς τὸν Θεόν. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ὅταν πάλιν τὸν ἐπρόσταξε νὰ δέσῃ τὸν ἠγαπημένον του υἱόν, τὸν Ἰσαάκ, καὶ νὰ τὸν βάλῃ ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα τῆς ὁλοκαυτώσεως, καὶ νὰ τὸν σφάξῃ ὡσὰν νὰ ἦτον πρόβατον. Καὶ ἡ φύσις, καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ τὰ πατρικὰ σπλάγχνα τὸν ἐπαρακινοῦσαν βέβαια, καὶ νὰ ἐξετάξῃ, καὶ νὰ μάθῃ, διατὶ τὸν προστάζει ὁ Θεὸς νὰ κάμῃ ἕνα τοιοῦτον ἔργον φοβερόν. Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ· ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ἀμὴ ὁπόταν ὑποκάτω εἰς τὴν δρῦν τὴν ἐν Μαμβρῇ, ἐφιλοξένησεν ἐκείνους τοὺς τρεῖς, τοὺς ὁποίους κατὰ πρῶτον ἐνόμισε πὼς ἦσαν ἄνθρωποι, ἔπειτα τοὺς ἐγνώρισε πὼς ἦτον ὁ Θεός; Δὲν ἔλαβε τότε αἰτίαν νὰ ἐρωτήσῃ ποία εἶναι ἡ φύσις τους; Διατὶ τοῦ φαίνονται ὡς ἄνθρωποι; Πῶς εἶναι τρεῖς, καὶ εἶναι ἕνας; Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ, ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Μὰ τί στοχάζεσθε; Ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἐξέταζε τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ· ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἤθελε ἀποτολμήσῃ νὰ ἐξετάξῃ διὰ νὰ καταλάβῃ τί εἶναι ὁ Θεός, ἤθελε μείνῃ τάχα τόσον θερμὸς εἰς τὴν πίστιν; Ἐγὼ φοβοῦμαι, πὼς ἄν ἐξέταζεν, ἤθελε διστάσει· ἤθελεν ὀλιγοπιστήσει· δὲν ἤθελε μείνει βέβαια τόσον πιστός. Τὸ εἶπε φανερὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐκείνου τοῦ προφήτου, μὲ τὸν ὁποῖον συχνὰ ἐσυνομίλει πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καθὼς ὁ φίλος ὁμιλεῖ μὲ τὸν φίλον του. Τὸ εἶπε, λέγω καθαρὰ τοῦ Μωϋσῆ ὅταν ἠθέλησε καὶ αὐτὸς μίαν φορὰν νὰ ἰδῇ τὸν Θεόν. «Οὐ μὴ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου». Δὲν ἠμπορεῖς, ὄχι, τοῦ εἶπε, Μωϋσῆ νὰ μὲ ἰδῇς, καὶ νὰ μὲ καταλάβῃς. Διατὶ ὅστις θελήσει νὰ μὲ καταλάβῃ, χάνεται, ἀποθνήσκει, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ εὐσεβὴς καὶ πιστός. «Οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ζήσεται».
Καὶ ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι. Μὰ διὰ νὰ τό καταλάβωμεν καλλίτερα, ἄν ὑποθέσωμεν, πὼς ἕνας ἄνθρωπος κρατεῖ εἰς τὰς χεῖρας του ἕνα ἀγγεῖον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον θέλει νὰ βάλῃ ὅλην τὴν θάλασσαν. Πρέπει βέβαια ἕνα ἀπὸ τὰ δύο νὰ γένῃ· ἤ τὸ ἀγγεῖον νὰ γένῃ τόσον μεγάλον, ὅση εἶναι ἡ θάλασσα, καὶ ἔτσι τὸ ἀγγεῖον νὰ χωρέσῃ μέσα του τὴν θάλασσαν· ἤ ἡ θάλασσα νὰ γένῃ τόσον μικρή, ὅσον εἶναι τὸ ἀγγεῖον, καὶ οὕτω νὰ περικλεισθῇ ἡ θάλασσα μέσα εἰς τό ἀγγεῖον. Ὅταν ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας θέλωμεν νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο βέβαια πρέπει νὰ γένῃ· ἤ ὁ νοῦς μας νὰ γένῃ τόσον μεγάλος, ὅσον εἶναι ὁ Θεός, ἤ ὁ Θεὸς νὰ γένη τόσον μικρός, ὅσον εἶναι ὁ νοῦς μας. Νὰ γένῃ τὸ πρῶτον, εἶναι ἀδύνατον. Διατὶ ὁ νοῦς μας εἶναι κατὰ φύσιν μικρός, στενός, καὶ πεπερασμένος. Νὰ γένῃ τὸ δεύτερον, εἶναι ἀδύνατον, διατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερμέγιστος, εὐρυχωρότατος, ἄπειρος, ἤ διὰ νὰ εἰπῶ συντομώτερα: νὰ γένῃ ὁ νοῦς μας ἄπειρος εἶναι ἀδύνατον· νὰ γένῃ ὁ Θεὸς πεπερασμένος, εἶναι τῶν ἀδυνάτων. Τί ἔχει νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃ λοιπόν, ὅταν ἐξετάζωμεν ἐκεῖνα ὁποὺ μᾶς διδάσκει ἡ πίστις; Σκότος βέβαια, ἀπορία, δισταγμός, ἀμφιβολία, ὀλιγοπιστία. Ἐτοῦτο ἀποκτοῦμεν ὅταν ἐξετάζωμεν τὴν πίστιν.
Τί θέλετε τώρα; Νὰ ἐξετάζετε τολμηρῶς ἤ νὰ πιστεύτε ἀνεξετάστως; Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐξέταζαν τολμηρῶς, εἶναι ὁ Ἄρειος, ὁ Μακεδόνιος, ὁ Νεστόριος, ὁ Πύρρος, ὁ Εὐτυχής, ὁ Ὁνώριος, ὁ Διόσκορος, καὶ ἄλλοι ὅμοιοι· μέλη σεσηπότα, δοχεῖα τοῦ διαβόλου, ἄνθρακες τοῦ ἅδου, κληρονόμοι τῆς αἰωνίου, καὶ παντοτινῆς κολάσεως. Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐπίστευαν χωρὶς νὰ ἐξετάζουσιν, ἦτον ὁ Ἀβραάμ, ὁ Μωϋσῆς, ὁ Παῦλος, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος, ὁ Χρυσόστομος, καὶ ἄλλοι παρόμοιοι τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες· τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι· ἄνθη τοῦ παραδείσου· τοῦ Θεοῦ υἱοί· τῆς μακαριότητος κληρονόμοι. Μὲ ποίων τὸ μέρος θέλετε νὰ εἶστε; Μὲ τὸ μέρος τῶν δευτέρων στοχάζομαι. Μὴ ἐξέτασες λοιπὸν περίεργες, αὐθάδεις, καὶ ἄχρηστες. Μὴ ἐξέτασες εἰς τὴν πίστιν, ἀλλὰ πίστις εἰς τὴν πίστιν, καὶ εἰς ὅσα διδάσκει ἡ πίστις.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Ἄλλη εἶναι ἡ πίστις ἡ θεωρητική, καὶ ἄλλη ἡ πίστις ἡ πρακτική. Πίστις θεωρητικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πιστεύω μὲ τὸν νοῦν μου, ὅσα ἡ πίστις διδάσκει. Πίστις πρακτικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πράττω, ὅσα ὁ νόμος τῆς πίστεως, μοῦ παραγγέλλει. Ἡ θεωρητικὴ χωρὶς τὴν πρακτικήν, εἶναι νεκρά. «Οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν», λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος. Ἡ πρακτικὴ χωρὶς τὴν θεωρητικήν, εἶναι ἀνωφελής. «Ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ, ἐνώπιον αὐτοῦ», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ θεωρητικὴ δὲν εἶναι πάντοτε ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν. Διατὶ βλέπομεν πολλοὺς ὁποὺ πιστεύουσι μὲ τὸν νοῦν τους ὀρθά, μὰ οἱ πράξεις τους, καὶ τὰ ἤθη τους εἶναι κακά. Βλέπομεν καμμίαν φορὰ καὶ μερικοὺς ὁποὺ δὲν ἔχουν πίστιν ὀρθήν, καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι καλά. Ὅταν ἡ θεωρητικὴ ἐνεργῆται, δηλονότι ὅταν εἶναι ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν, πάντοτε μὲ ἕναν κάποιον τρόπον θαυμαστόν, καὶ ἀνεκδιήγητον αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει.
Ἐκεῖνοι οἱ καλότυχοι ἄνθρωποι, ὅσοι ἔχοντες πίστιν ὀρθήν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τὴν ἐνεργοῦσι, καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, μὲ τὴν πραότητα, μὲ τὴν ἀγάπην, μὲ τὴν σωφροσύνην, καὶ μὲ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετὲς τὴν ψυχήν τους στολίζουσι, τραβίζουν ἐκ τοῦ λόγου τους τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τοὺς προσθέτει ὁ Θεὸς τὸ μέτρον τῆς χάριτός του, καθὼς αὐτοὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν αὐξάνουσι τὸ μέτρον τῆς ἀρετῆς τους. «Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι ἐβεβαίωνε τοὺς Ἐφεσίους ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ἡ χάρις λοιπόν, τὴν ὁποίαν τοὺς δίδει ὀ Θεὸς, πρέπει βέβαια νὰ τοὺς ἐνδυναμώσῃ τὴν ψυχήν, νὰ τοὺς φωτίσῃ τὸν νοῦν, καὶ νὰ τοὺς στερεώσῃ τὴν θέλησιν εἰς κάθε ἀρετήν. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι τὸ τέλος, διὰ τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς τοὺς δίδει τὴν χάριν του. Μὰ ποία ἄλλη ἀρετὴ μεγαλύτερη, ἤ ποία πλέον ἀναγκαιοτέρα διὰ τὴν σωτηρίαν μας ἀπὸ τὴν πίστιν; Εἰς τὴν πίστιν λοιπὸν πρῶτον τοὺς στερεώνει ἡ χάρις, εἰς τὴν πίστιν τοὺς θερμαίνει, καὶ εἰς τὴν πίστιν τοὺς αὐξάνει. Καὶ διὰ τοῦτο βλέπομεν τόσον ζῆλον διὰ τὴν πίστιν εἰς τοὺς Ἀποστόλους, εἰς τοὺς Ἱεράρχας, εἰς τοὺς ἀσκητάς, εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους. Διὰ τὴν ἀρετὴν τοὺς ηὔξανεν εἰς τὴν πίστιν. Διὰ τοῦτο βλέπομεν καὶ ἕως τὴν σήμερον μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅσοι χριστιανοὶ εἶναι ἐνάρετοι, ἐκεῖνοι εἶναι καὶ ζηλωταὶ τῆς πίστεως· ὅσοι ἔχουν κακὰ ἤθη καὶ εἶναι γυμνοὶ ἀπὸ τὴν ἀρετήν, δὲν ἔχουν καμμίαν ζέσιν διὰ τὴν πίστιν τους. Ἡ πίστις, εἰς τὴν πρώτην ἀρχὴν ὁποὺ πιστεύομεν, πολλὰ μικρὴ εἶναι, καθὼς μᾶς λέγει ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. «Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ». Μὰ ἀφοῦ τὴν σπείρει ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ κάθε ἡμέραν τὴν ποτίζει μὲ τὰ γλυκύτατα νάματα τῆς ἀρετῆς, αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει, καὶ στερεώνεται περισσότερον ἀπὸ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετές. «Ὅταν δὲ αὐξηθῇ, μείζων πάντων τῶν λαχάνων ἐστί, καὶ γίνεται δένδρον».
Ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνταμωμένην ἔχῃ τὴν πίστιν τὴν ὀρθὴν μὲ τὰ ἔργα τὰ καλά, καὶ ἐνεργῇ τὴν πίστιν του μὲ τὴν ἀγάπην, ἡ πίστις του λαμβάνει μεγαλωτάτην αὔξησιν. Διατὶ τότε βλέπει, καί, αἰσθάνεται, καὶ ψηλαφᾷ διὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι, ἐκεῖνα ὁποὺ πιστεύει. Καὶ πῶς; «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, μᾶς λέγει ὁ Θεός, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατὴρ ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα, καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Ὦ μακάριοι, ὅσοι τοιούτου χαρίσματος ἀξιωθήκατατε· τρισμακάριοι, καὶ τρισόλβιοι εἶστε. Ἐκεῖνος ὁ Θεὸς ὁποὺ ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας μόνον λατρεύομεν, ἐκατοίκησεν εἰς τὴν ψυχήν σας. Ἐσεῖς βέβαια δοκιμάζετε τὴν δόξαν τοῦ παραδείσου, καὶ τὴν χάριν τῆς μακαριότητος ἐδῶ εἰς τὴν γῆν. Καὶ τί χρεία εἶναι νὰ εἰπῶ ἐγὼ πλέον, πόσον μεγάλη ἔγινεν ἡ πίστις σας διὰ μέσου τῶν καλῶν ἔργων σας; Κάθε ἕνας ἠμπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ μοναχός του. Βέβαια περισσοτέραν πίστιν ἔχετε ἐσεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ πιστεύετε, παρὰ ὁποὺ ἔχομεν ἡμεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ βλέπομεν. Διατὶ ἐκεῖνα ὁποὺ ἡμεῖς βλέπομεν μᾶς πλανοῦν πολλὲς φορὲς τὲς αἴσθησες· μὰ ἐκεῖνα ὁποὺ ἐσεῖς αἰσθάνεσθε, σᾶς πληροφοροῦσιν τὸν νοῦν, καὶ τὴν καρδίαν. Τόσην αὔξησιν λαμβάνει εἰς ἡμᾶς ἡ πίστις, ὅταν ἐνεργεῖται· καὶ ὄχι μόνον αὐτὴν τὴν αὔξησιν λαμβάνει, ἐνεργουμένη, ἀλλὰ καὶ ἄλλην θαυμασιωτέραν. Ἐπειδὴ πολλαπλασιάζεται, καὶ μεταδίδεται καὶ εἰς ἐκείνους ὁποὺ μᾶς βλέπουσι, καὶ ὁποὺ μᾶς συναναστρέφονται.
Ἐτοῦτο ὁποὺ λέγω, δὲν ἠμποροῦμεν βέβαια νὰ τὸ ἰδοῦμεν εἰς ἐτούτους τοὺς δυστυχεῖς καιρούς, ὁποὺ ἐκαταντήσαμεν. Διατὶ τώρα ἐφθάρησαν τὰ ἤθη, ἐσβύσθη ἡ ἀγάπη, ἐπλήθυναν οἱ ἀνομίες. Εἰς τὰ πάθη τῆς σαρκὸς ἐκαταστήθημεν ἀκράτητοι. Εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοιλίας ἀχόρταστοι. Εἰς τὰ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσης ἀχαλίνωτοι. Εἰς τὲς ματαιότητες τοῦ κόσμου ἔκδοτοι. Τὸ Εὐαγγέλιον ἀργεῖ, οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄχρηστοι. «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Ἰδέτε ὅμως εἰς τὴν πρώτην Ἐκκλησίαν, πῶς ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἀναρίθμητα πλήθη ἐπίστευαν· καὶ πῶς ἀπὸ ὀλίγοι πιστοὶ ὁποὺ ἦτον, τόσες μυριάδες ἔγιναν. Πῶς; Μὲ τί τρόπον οἱ δώδεκα ἁλιεῖς ἅπλωσαν τόσον τὴν πίστιν, καὶ τόσον ὀγλήγορα τὴν ἐμετάδωσαν; Μὲ τὰ ἀργύρια ὁποὺ ἐχάριζαν, ἤ μὲ τὰ ἀξιώματα ὁποὺ ἐμοίραζαν, ἤ μὲ τὲς ἀνάπαυσες ὁποὺ ἔταζαν, ἤ μὲ τὴν ἐξουσίαν, καὶ βίαν ὁποὺ ἐμεταχειρίζοντο; Μὲ κανένα ἀπὸ αὐτά. Δὲν εἶχαν ἀργύρια νὰ χαρίζωσι, διατὶ ἦτον πτωχοί. Δὲν εἶχαν ἀξίες νὰ μοιράσουν, διατὶ ἦτον ἰδιῶται. Δὲν ἐβίαζαν, διατὶ δὲν εἶχαν καμμίαν ἐξουσίαν. Νὰ ἀφήσῃ κάθε ἕνας τὴν ἀνάπαυσίν του ἐπαρακινοῦσαν· νὰ μοιράσῃ τὰ πλούτη του· νὰ καταφρονήσῃ τὸν ἑαυτόν του· νὰ εἶναι ἕτοιμος εἰς διωγμοὺς καὶ κινδύνους· νὰ εἶναι πρόθυμος, καὶ διὰ τὸν θάνατον, ἄν χρειασθῇ. Πόθεν λοιπὸν τόση αὔξησις εἰς τὴν πίστιν; Πῶς ἀπὸ δώδεκα, ἔγιναν τόσες μυριάδες, καὶ τόσον ὀγλήγορα; Ἀπὸ τὰ θαύματα ἔχετε νὰ εἰπῆτε. Εἶναι ἀληθινόν· μὰ καὶ ἡ ζωὴ ὁποὺ ἐζοῦσαν οἱ πιστεύοντες ἐτράβιζε μὲ παράδοξον τρόπον τὴν καρδίαν τῶν ἀπίστων. Ἔβλεπαν οἱ ἄπιστοι τοὺς πιστοὺς χωρὶς φθόνον, χωρὶς κακίαν, χωρίς κανένα πάθος, τόσον ἠγαπημένους τὸν ἕναν μὲ τὸν ἄλλον, ὁποὺ ἡ καρδία τους ἦτον μία· ἄκακους, ὡσὰν τὰ ἀρνία· καθαρούς, ὡσὰν τὲς περιστερές· εἰς τὴν προσευχήν, προσκαρετεροῦντας· εἰς τὴν νηστείαν, ἐπιμένοντας· εἰς τοὺς διωγμούς, τρέχοντας· εἰς τὸν θάνατον, χαίροντας. Καὶ τέτοιαν ζωὴν βλέποντες καὶ ἐθαύμαζαν, καὶ ἐσυμπαίραναν πὼς τέτοια ζωὴ ἁγία, πρέπει βέβαια νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ μίαν πίστιν ὑπεραγίαν. Καὶ ἔτσι ἐδέχοντο τὴν πίστιν, καὶ ἐπίστευαν. Διατὶ ὅταν ἡμεῖς οἱ χριστιανοὶ ζῶμεν καθὼς μᾶς διδάσκει ἡ πίστις μας, ὅταν ἔχωμεν δηλονότι ἤθη καλά, καὶ ἅγια, καὶ ἀρετὲς εὐαγγελικές, θαυμάζουσι τότε οἱ ἄπιστοι, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, καὶ ἐπιστρέφουσιν ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν τους, «μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν», λέγοντες. «Ὅταν γὰρ ὁ ἄπιστος ἴδῃ σε τὸν πιστὸν κατεσταλμένον, σωφρονοῦντα, κόσμιον ὄντα, ἐκπλαγήσεται, καὶ ἐρεῖ· ἀληθῶς μέγας ὁ τῶν χριστιανῶν Θεός».
Τὰ καλὰ ἤθη, ναί, καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ἐκεῖνες, ὁποὺ καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἰδίους, καὶ εἰς τὸν πλησίον μας αὐξάνουσι τὴν πίστιν, καὶ τὴν μεγαλύνουσι. Σηκώσατε ὀλίγον τὰ ὄμματα καὶ εἰς τὴν σήμερον πανηγυριζομένην ἁγιωτάτην Αὐγούσταν, καὶ θέλετε τὸ ἰδεῖ. Ἐκ προγόνων τὴν ὀρθοδοξίαν διδάσκεται ἡ ἀξιάγαστος, καὶ θεόσεπτος βασιλίς· καὶ ἐπειδὴ ἐξ ἁπαλῶν τῶν ὀνύχων, ὅλη ἔκδοτος εἰς τοῦ παντοδυνάμου τὸ θέλημα ἦτον· καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, καὶ μὲ τὴν ἀγάπην, καὶ μὲ τὲς ἄλλες ὅλες ἀρετές, τὴν προγονικὴν ὀρθοδοξίαν ἐστόλιζεν, ἰδέτε πόσον αὐξάνει ἡ πίστις εἰς αὐτήν, καὶ πόσον θεμελιώνεται μέσα εἰς τὴν καρδίαν της· μὲ πολλὲς καὶ ἀναρίθμητες κολακεῖες τὴν κολακεύει ὁ Θεόφιλος, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον σύζυγος ἐδικός της· μὲ πολλοὺς φοβερισμοὺς τὴν φοβερίζει, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον Αὐτοκράτωρ Βασιλεύς. Κάθε τρόπον, κάθε μέθοδον, καὶ μέσον μεταχειρίζεται, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον τύραννος, πανοῦργος, καὶ σκληρός· νὰ τῆς ὀλιγοστεύσῃ θέλει τὴν πίστιν· θέλει νὰ καταφρονήσῃ τῶν ἁγίων εἰκόνων τὴν προσκύνησιν. Μὰ οὔτε οἱ κολακεῖες οὔτε οἱ φοβερισμοί, οὔτε οἱ τρόποι, οὔτε αἱ μέθοδοι, οὔτε τὰ μέσα, οὔτε οἱ πανουργίες, ὦ τοῦ θαύματος, τίποτες δὲν ἠδυνήθησαν. Δὲν σαλεύει ὁλότελα τὴν πατροπαράδοτον ὀρθοδοξίαν. Ἀσάλευτος μένει εἰς τὴν εὐσέβειαν. Προσκυνεῖ ἀκαταπαύστως τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας μορφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τόσον τὰ καλὰ ἔργα ηὔξησαν τὴν πίστιν εἰς αὐτήν. Αὔξησε πάλιν ἡ πίστις διὰ μέσου της, καὶ εἰς τὸν πλησίον της ἐμεταδόθη. Ἐπειδὴ μὲ τὴν λιτανείαν ὁποὺ ἐδιόρισε, καὶ μὲ τὴν σύνοδον ὁποὺ ἐσύναξε, καὶ μὲ τὸν ζῆλον ὁποὺ ἔδειξε διὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποὺ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο, ἀναρίθμητοι ἐπίστευσαν, καὶ τὰς ἁγίας εἰκόνας ἐπροσκύνησαν, ἀλλὰ καὶ ἕως τὴν σήμερον ἀκόμη ἄν προσκυνῶμεν τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἄν σεβώμεθα τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἄν τιμῶμεν τὰς ἁγίας εἰκόνας, ὁ ζῆλος τῆς αὐγούστας Θεοδώρας εἶναι ἡ αἰτία. Ἄν δὲν εἴμεσθεν εἰκονομάχοι, αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία. Νὰ πόσον αὔξησεν ἡ πίστις ἀπὸ τὸν ζῆλον της. Διὰ τοῦτο λοιπὸν τόσον τὴν ἐδόξασεν ὁ Θεός, σῶον ἀφήνοντας στοὺς αἰῶνας τὸ ἱερόν, καὶ βασιλικόν, καὶ ἅγιον σῶμά της, διὰ νὰ προσκυνῆται ἀπὸ τὸν κόσμον· ἐπειδὴ αὐτὴ ἔδειξε τοῦ κόσμου, τὰς ἁγίας εἰκόνας νὰ προσκυνῇ. Ἐτοῦτο εἶναι ἡ πίστις ἐνεργουμένη, ὦ χριστιανοί. Ἐνεργουμένη, αὐξάνει· καὶ αὐξάνοντας, μεγαλώνει· καὶ μεγαλώνοντας, δοξάζει τοὺς πιστούς. Μὴ πλανᾶσθε λοιπὸν ἀδελφοί μου. Εἶναι ἀληθινὰ ἡ πίστις ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ὅστις τὸ πίει, δὲν διψᾷ εἰς τὸν αἰῶνα. Εἶναι ἀληθινὰ ζύμη, ἡ ὁποία κρυπτομένη μέσα εἰς τὸ τριμελὲς τῆς ψυχῆς μας, ὅλον θεῖον τὸ ἀποκατασταίνει. Εἶναι σαγήνη, ἡ ὁποία ἁπλωθεῖσα εἰς τὴν πολυτάραχον τοῦ βίου τούτου θάλασσαν, ἐσαγήνευσε τοὺς ἀνθρώπους· εἶναι φῶς ὁποὺ φωτίζει, καὶ ἄρτος ὁποὺ θρέφει, καὶ μαργαρίτης ὁποὺ τὴν ψυχὴν καλλωπίζει. Μὰ ὅλα ἐτοῦτα εἶναι, ὁπόταν ἀνταμωμένη μὲ τὰ καλὰ ἔργα, εἶναι ἀνενέργητος, εἶναι ἀνωφελής, εἶναι ἕνα σῶμα χωρὶς ψυχήν. «Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρὸν ἐστίν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστίν». Ὥστε ὁποὺ καὶ ἄν παύσητε νὰ τὴν ἐξετάζετε, δὲν φθάνει ἐτοῦτο· καὶ ἄν ἐξακολουθῆτε νὰ τὴν πιστεύετε μόνον, τίποτες δὲν ὠφελεῖσθε. Πρέπει, ὦ χριστιανοί, ἄν θέλετε τὸν παράδεισον, ἄν ἐπιποθῆτε τὸν Θεὸν ἐκεῖνον ὁποὺ πιστεύετε, νὰ τὸν ἰδῆτε, νὰ τὸν ἀπολαύσετε νὰ μακαρισθῆτε, πρέπει νὰ ἐνεργῆτε τὴν πίστιν, καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ σᾶς διδάσκει ἡ πίστις ἡ ὀρθή.
[Ἀπὸ τὸ δυσεύρετο βιβλίο του ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ «ΛΟΓΟΙ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΝ» (Λειψία 1766), Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 1968, σελ. 25 ἑπ.