Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νομοκανονικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νομοκανονικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαρτίου 04, 2017

Περὶ Ἀναθεμάτων

Ἰωσὴφ Βρυέννιος (1350-1431) - Οὐκ ἀρνησόμεθά σε

Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·
οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα·
εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα.

Κ. Π. Καβάφης (1863-1933) - Οὐκ ἔγνως

Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες - ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.

ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων: παροιμιακὴ ἔκφραση ἀπάντηση τοῦ Ἰουλιανοῦ σὲ ἐπιστολὴ ἐπισκόπων.
Ἡ ἀνταπάντηση ὅμως ποὺ ἔλαβε, ἐνδεχομένως μάλιστα ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο,
ἦταν ἐξ ἴσου παροιμιώδης: ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως. εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως.

Ἀπάντηση ἐπεξηγηματική περὶ Ἀναθεμάτων

Οἱ πλάνες τῶν φιλοσόφων

Ἴσως σὲ μερικοὺς νὰ φαίνεται ὑπερβολικὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν ἀρχαίων σοφῶν ὡς μωρῶν. Τί θὰ λέγαμε ὅμως ἂν πληροφορούμασταν ὅτι πρὶν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐξέφερε περὶ τῶν σοφῶν του προχριστιανικοῦ κόσμου αὐστηρότατη κρίση κάποιος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ συγκαταλεχθεῖ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ρήτορες τῆς εἰδωλολατρικῆς δύσεως;
Πρόκειται γιὰ τὸν Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δὲν δίστασε νὰ διακηρύξει ὅτι «δὲν ὑπάρχει παραλογισμός, ὁσονδήποτε χονδροειδής, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ἐγένετο παραδεκτὸς καὶ νὰ μὴ ἐδιδάχθη ὑπὸ τινὸς φολοσόφου» De divin. II 58, «Sed nescio quo tam absurde dici potest quod non dicatur ab aliquo philosophorum»

Ἀστοχίες τοῦ Πλάτωνος

Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε συγκεκριμένα ἀρχίζουμε ἀπὸ φιλόσοφο ποὺ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ὑγιέστερων ἀπὸ ὅλους τοὺς φιλοσοφοῦντες, τὸν Πλάτωνα δηλαδή. Ὅπως λοιπόν μας λέει γιὰ αὐτὸν ὁ Hittinger (Apologie..., τόμ. Β´, σελ. 71) κατὰ πᾶσα πιθανότητα δὲν εἶχε κἂν ἰδέα περὶ δημιουργίας, ἢ τουλάχιστον δὲν μιλοῦσε γιὰ αὐτὴν κατὰ τρόπο σαφῆ καὶ συγκεκριμένο. Σὲ ἐπιβεβαίωση δὲ τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ ὁ Brandis (Ἱστορία τῆς Ἑλληνορωμαϊκῆς Φιλοσοφίας τόμ. ΙΙ, σελ. 36) ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἀλήθεια περὶ ἀπολύτου δημιουργίας (δηλαδὴ ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ χωρὶς προϋπάρχουσας ὕλης δημιουργία τοῦ κόσμου) παρέμεινε ἄγνωστη σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ ἀρχαιότητα.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὁ Πλάτωνας παρουσιάζεται παραλογιζόμενος καὶ ἀνάξια πρὸς τὸν ἑαυτό του φερόμενος εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι τὰ καχεκτικὰ καὶ ἀσθενῆ βρέφη θὰ πρέπει νὰ ἀπορρίπτονται ἔκθετα, ἐκεῖ ποὺ συνιστᾷ οἱ γυναῖκες νὰ εἶναι κοινές, ὅπως καὶ ἐκεῖ ποὺ ἐπιδοκιμάζει νὰ ἀποκαλεῖται βάρβαρος κάθε ξένος καὶ μὴ Ἕλληνας, προχωρώντας μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὁρίζει ἰδιαίτερη τάξη πολιτῶν στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ πλειοψηφία τους καὶ τοὺς ὁποίους καταδικάζει σὲ ἰσόβια καὶ ἀπεριόριστη δουλεία. Καὶ μὲ λίγα λόγια ἡ ἠθικὴ καὶ τὸ σύστημα τοῦ Πλάτωνος εἶναι κατ᾿ οὐσία ἀριστοκρατικὰ (δὲν μιλᾶμε κὰν γιὰ δημοκρατία), ἀπευθύνονται ἀποκλειστικὰ στοὺς διανοούμενους καὶ τοὺς ταλαντούχους τοῦ πνεύματος καὶ συνεπῶς δὲν ἀποτελοῦν κτῆμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας ἀλλὰ μερίδας της μόνον.

Γενικοὶ χαρακτηρισμοὶ γιὰ τοὺς φιλοσόφους

Ἂς συνεχίσουμε ἀκολουθώντας τοῦ Κικέρωνα τοῦ ὁποίου τὴν δυσμενῆ κρίση προαναφέραμε καὶ τοῦ ὁποίου ἡ γνώμη ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, ὄχι τόσο ἐξ αἰτίας τῆς ἰδιότητάς του ὡς μεγάλου ρήτορος, ἀλλὰ λόγω τοῦ γεγονότος πὼς ἐπιδόθηκε ὅσο λίγοι σὲ φιλοσοφικὲς μελέτες, ἔτσι ὥστε νὰ παρουσιάζεται ἐνημερωμένος γιὰ τὶς φιλοσοφικὲς κινήσεις τῆς ἀρχαιότητας, ὅσο λίγοι. Τὰ συγγράμματα τοῦ παρέχουν πλήρη περίληψη ὅλων τῶν συστημάτων τῶν διαφόρων σχολῶν καὶ ἐμφανίζονται πλούσια σὲ πολυμάθεια. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὕστερα ἀπὸ μακρὰ ἔκθεση τῶν διαφόρων φιλοσοφικῶν θεωριῶν περὶ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, παρατηρεῖ γεμάτος ἀπογοήτευση: «Ἕνας Θεὸς μόνο, μπορεῖ νὰ διακρίνει ποιὰ ἀπ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς θεωρίες εἶναι ἡ ἀληθινή, εἶναι δὲ δύσκολο νὰ δείξει κανεὶς ἔστω καὶ τὴν πιθανότερη μόνο, ἀπὸ αὐτές» «Harum sententiarum quae vera est, Deus aliquis viderit, quae verisimilis, manga quaestio est» (Qu. Tuscul. I, 11, 23)
Ἀλλοῦ πάλι ὅταν ἐκθέτει τὶς περὶ θεῶν διάφορες φιλοσοφικὲς θεωρίες παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς: « Ἰδοὺ τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸ θέμα τῶν θεῶν, ὄχι ὅτι θέλω νὰ ἀρνηθῶ τὴν ὕπαρξή τους ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ κρίνετε ποιὸ σκοτάδι καὶ ποιὲς δυσκολίες καλύπτουν τὸ θέμα αὐτό» «Haec fere dicere habui de natura deorum, non ut eam tollerem, sed ut intelligeretis quam esse obscrura et quam difficilis explicates haberet» (De natura Deor. III 39. Πρβλ. αὐτόθ. I 13 καὶ III 40 καὶ I 6)
Θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ πεῖ κανεὶς βάσει τῶν κρίσεων τοῦ Κικέρωνος ὅτι ὅλες οἱ ὑποθέσεις τῶν φιλοσόφων κατάληξαν σὲ τόσο πενιχρὸ καὶ ἀντιφατικὸ ἀποτέλεσμα, καὶ τόσο καταπληκτικὰ παράλογο, ὥστε κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἴδιου του Κικέρωνα ἀποτελοῦν «ὄνειρα παραληρούντων μᾶλλον παρὰ γνῶμες φιλοσόφων» «Exposui fer non philisiphorum jidicia, sed delirantium somnia» De natura Deor. I 16.
Στὴν συνέχεια παραθέτουμε ὁμολογίες σειρᾶς ὁλόκληρης παλαιῶν φιλοσόφων ποὺ παραπονοῦνται ἄλλοι μὲν γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, ἄλλοι δὲ ρητὰ ἀποφαίνονται ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι κάτι τὸ ἀσύλληπτο καὶ ἀκατάληπτο. Ἔτσι ὁ Ξενοφάνης παραπονεῖται γιὰ τὴν ἀβεβαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων διατινόμενος ὅτι κανεὶς ποτὲ δὲν γνώρισε τὴν ἀλήθεια, οὔτε πρόκειται νὰ γνωρίσει αὐτὴ εἴτε περὶ τοῦ Θεοῦ εἴτε περὶ τοῦ παντός. Καὶ ἐὰν ποτὲ κάποιος κατέληγε στὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ τὴν εἶχε καὶ πραγματικὰ γνωρίσει, γιατὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ γνώριζε δὲν θὰ ἦταν παρὰ προσωπικὴ γνώμη καὶ πιθανότητα, ὄχι ὅμως καὶ βέβαιη γνώση τῆς ἀλήθειας. Ὁ Παρμενίδης πάλι ἐκδηλώνεται μὲ μεγαλύτερη ἀκόμη ἀπογοήτευση ἀφοῦ χαρακτηρίζει τὴν γέννηση τῶν ἀνθρώπων ὡς πρᾶγμα θλιβερὸ καὶ θεωρεῖ ὅτι προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μὴν ἔρχονται αὐτοὶ στὴν ὕπαρξη, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπὸ τὸν ζυγὸ σκληροῦ πεπρωμένου νὰ παραμένει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Μάλιστα λέει ὅτι οἱ θνητοὶ ὁμοιάζουν μὲ τοὺς κουφοὺς καὶ τοὺς τυφλούς. Εἶναι γένος ἀμαθῶν καὶ ἀφρόνων. Ὁ Ἠράκλειτος ἐβεβαίωνε ὅτι ὁ ἄνθρωπος στερεῖται διανοίας καὶ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει νοῦ. Ἀπέναντι δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ πιὸ σοφὸς ἄνθρωπος εἶναι σὰν ἕνας τυχαῖος πίθηκος. Τέλος ὁ Ἀναξαγόρας διακήρυττε ὅτι λόγω τῆς ἀδυναμίας τῶν αἰσθήσεών μας ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν αἰτία τῶν ὄντων.

Πλῆθος φιλοσοφημάτων ἀλληλοαναιρούμενων

Ἐνῷ λοιπὸν ἀνεμπόδιστα μεταδιδόταν μεταξὺ τῶν φιλόσοφων τὸ φρόνημα ὅτι ἡ κατάκτηση τῆς ἀλήθειας μέσῳ τῆς φιλοσοφίας εἶναι κάτι τὸ ἀκατόρθωτο, φαίνεται νὰ ἰσχύει ὡς κυρίαρχος νόμος σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Hegel ὅτι: «ἡ μονομανία τῆς ἐλεύθερης σκέψεως εἶναι νὰ δημιουργεῖ πάντοτε ὁ ἕνας κάτι ἀνοητότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο». Ὑλισμὸς περισσότερο ἢ λιγότερο παχυλὸς ἐπικρατεῖ πρὸς στιγμή, γιὰ νὰ ἀνατραπεῖ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀπὸ κάποια μορφὴ φυσιοκρατικοῦ ἢ πνευματοκρατικοῦ Πανθεϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του θὰ δώσει τὴν θέση του στὸν Ἀγνωστικισμὸ ἢ σὲ διάφορες μορφὲς ἄκρατης Πνευματοκρατίας ἢ τοῦ λεγόμενου Ὑπαρξισμοῦ ἢ τῆς Ἐξελιξιαρχίας καὶ τοῦ Μονισμοῦ καὶ γενικὰ τῆς ποικιλόμορφης Ἀρνήσεως ποὺ σύγχυση μᾶλλον καὶ σκοτισμὸ παρὰ φῶς φέρνουν στὴν ἔρευνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀλήθειας. Βλέποντας τὴν ἀντίφαση καὶ τὴν ἀντίθεση τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων μεταξύ τους, τὴν διαρκῆ ἀπόρριψη καὶ ἐμφάνιση νέων, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὁ καθολικὸς φιλόσοφος νοῦς τῶν ἀνθρώπων σὰν ἀόρατος Κρόνος ἄπληστος καὶ ἀχόρταγος καταβροχθίζει τὸ ἕνα μετὰ τοῦ ἀλλοῦ τὰ ἴδια τὰ παιδιά του. Καὶ ὅπως λέει ὁ Hittenger κανένα ἀπὸ τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ ἐμφανίστηκαν μὲ διάφορες μορφές, εἴτε μιλᾶμε γιὰ τὸν Ὑλισμὸ εἴτε γιὰ τὸν Πανθεϊσμὸ εἴτε γιὰ τὴν Ἀρνητικὴ κριτικὴ καὶ τὴν Ἀμφιβολία, δὲν κατόρθωσε νὰ λύσει τὸ αἴνιγμα τῆς ὑπάρξεως καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συμπληρώσει τὸ κενὸ ποὺ θὰ δημιουργοῦσε στὸν κόσμο ἡ ἐξαφάνιση τῆς θρησκευτικῆς πίστης.
Γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῶ θέλω νὰ τονίσω ὅτι δὲν ἀρνεῖται κανεὶς ὅτι οἱ πρὸ Χριστοῦ φιλόσοφοι ἀνέβηκαν σὲ ἀλήθειες λιγότερο ἢ περισσότερο ὑψηλές. Ἀλλὰ ὅμως οἱ ἀλήθειες αὐτὲς ἐκτὸς τοῦ ὅτι βρίσκονταν ἐγκατεσπαρμένες ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀνάμεσα στὶς συγγραφὲς καὶ τὶς φιλοσοφκὲς θεωρίες τους, ἦταν ἀρκετὰ συχνὰ ἀνακατεμένες μὲ ζοφερὲς πλάνες μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ παρουσιάζεται τὸ πρόβλημα τοῦ ποιὸς θὰ πετύχαινε τὸ κατόρθωμα νὰ ξεδιαλύνει καὶ νὰ μαζέψει τὶς τόσο σκορπισμένες αὐτὲς ἀκτῖνες τὶς ἀλήθειας καὶ ἀφοῦ τὶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν σκουριὰ τοῦ ψεύδους νὰ τὶς ταιριάξει σὲ ἥλιο φωτεινό, ἀπαραίτητο γιὰ καρποφόρα καὶ ὑγιῆ θρησκευτικὴ ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν δὲν ἀντιτίθεται στοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ συγγραφεῖς, ἁπλὰ διατυπώνει καὶ αὐτὴ τὶς ἐπιφυλάξεις τῆς ὅπως πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴν τὶς διατύπωσαν ὁ Κικέρωνας, ὁ Ξενοφάνης, ὁ Παρμενίδης, ὁ Ἠράκλειτος, ὁ Ἀναξαγόρας καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἄλλωστε ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς ἱεράρχες τὶς καὶ μεγάλοι Πατέρες, εἶχαν βαθιὰ γνώση τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας. Ὁ Μέγας Βασίλειος γιὰ παράδειγμα σπούδασε στὶς σχολὲς τὶς Ἀθήνας κάθε διδασκόμενη τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐπιστήμη. Ὁ ἴδιος δὲ συμβουλεύει τὰ πνευματικὰ τοῦ παιδιὰ νὰ μελετᾶνε τὰ συγγράμματα τῶν προγόνων τοὺς φροντίζοντας βέβαια ὅπως οἱ μέλισσες νὰ παίρνουν ὅτι χρήσιμο καὶ ἀληθὲς καὶ νὰ πετᾶνε ὅτι ἄχρηστο ψευδὲς καὶ ἐπιβλαβές.
Αὐτά, ὡς εἰσαγωγικά.
Σὲ ὅτι ἀφορᾷ τώρα τὰ ἀναθέματα καὶ τὰ τρὶς ἀναθέματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προφανὲς γιὰ ὅποιον τὰ διάβασε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀναφέρεται στοὺς Ἕλληνες (γένος) ἀλλὰ στοὺς ἐθνικοὺς πολυθεϊστὲς εἰδωλολάτρες (θρησκεία). Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ καταλάβει κανεὶς εἶναι μία μετάφραση τῶν κείμενων, ἐφόσον δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ νόημά τους ἀπὸ τὸ πρωτότυπο.

Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἕλληνας»

ΕΛΛΗΝΑΣ. Ὅσοι ξέρουν καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἱστορία, καὶ συγκεκριμένα μὲ τὴν ἱστορία τῆς Γλώσσας, γνωρίζουν ὅτι οἱ πολλὲς λέξεις μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ἐξελίσσονται. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι σχετικὴ μὲ τὴν προφορὰ καὶ τὴν γραφὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν χρήση καὶ τὴν σημασία τῆς λέξης καὶ εἶναι ἀποτέλεσμα διαφόρων πολιτιστικῶν ἐπιδράσεων.
Μία ἀπὸ τὶς λέξεις μὲ ἀξιοσημείωτη μακρὰ καὶ μεταβαλλόμενη πορεία εἶναι ἡ λέξη Ἕλλην. Δὲν θὰ ἀναφερθῶ σ᾿ ὅλη τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἑτοιμολογία τῆς τὴν ὁποία μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό. Ἁπλὰ θὰ σημειώσω ὅτι στοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς χρόνους ἡ ἔννοια τῆς λέξης ἔχει ἀλλάξει καὶ ἀπὸ δηλωτικὴ μίας ἐθνότητας γίνεται συνώνυμη μὲ τὴν ἔννοια πολυθεϊστὴς καὶ εἰδωλολάτρης ἀρχικά, καὶ στὴν συνέχεια δηλώνει τὸν μὴ Χριστιανὸ γενικά. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ λαμβάνουμε πάντα ὑπ᾿ ὄψιν μας τὴν χρονικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία μία λέξη χρησιμοποιεῖται καὶ τὴν ἔννοια ποὺ προσδίδεται τότε σ᾿ αὐτήν. Ἡ φράση π.χ. κατὰ Ἑλλήνων, ἂν εἰπωθεῖ σήμερα στρέφεται ἐναντίον μας ὡς ἔθνους ἐνῷ ἂν λέγεται κατὰ τὰ βυζαντινὰ χρόνια στρέφεται ἐναντίων τῶν μὴ Χριστιανῶν δηλαδὴ τῶν ἐθνικῶν εἰδωλολατρῶν.

Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἀνάθεμα»

ΑΝΑΘΕΜΑ. Τὸ ἀνάθεμα σὰν λέξη, σήμερα χρησιμοποιεῖται ἀπὸ πολλοὺς στὸν καθημερινὸ λόγο, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κατάρας. Μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται σὲ κάτι ποὺ μᾶς δυσαρεστεῖ ἢ ποὺ μᾶς προκαλεῖ ἔντονο μῖσος. Χρησιμοποιεῖται βέβαια καὶ σὲ ἄλλες περιστάσεις τοῦ καθημερινοῦ λόγου μὲ λιγότερο ἢ καὶ καθόλου ὑβριστικὴ σημασία, ὅπως μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό.
Ἐμᾶς ὅμως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ παραπάνω χρήσεις τοῦ ὄρου, γιατὶ πέρα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὸ ἀνάθεμα εἶναι καὶ ἰδιαίτερος ἐκκλησιαστικὸς ὅρος μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ σημασία.
«.. 4. ΕΚΚΛΗΣ. Εἰδικὴ βαριὰ ποινὴ ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ ἑνὸς προσώπου ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: ρίχνω τὸ ἀνάθεμα σὲ κάποιον || παραδίδω κάποιον στὸ ἀνάθεμα || ἀπαγγέλλω τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον κάποιου..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΩ. Γενικά, συνώνυμο τοῦ καταριέμαι, ὅμως..
«.. 2. ΕΚΚΛΗΣ. Ἀποβάλlω (κάποιον) ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. ἀφορίζω, ἀποκηρύσσω, ἀποκόπτω..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ. Γενικά, σημαίνει κατάρα, ἀλλά...
«.. 2. ἡ ἀποκήρυξη ἑνὸς ἀτόμου ἀπὸ τὴν κοινότητα στὴν ὁποίαν ἀνήκει καὶ εἰδικότ. ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. Ἀφορισμός, ἀποβολή, ἀποκοπή.»
(Τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν εἶναι ἀπὸ τὸ «Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας», τοῦ Κέντρου Λεξικολογίας ὑπὸ τοῦ Καθηγητοῦ Γ. Δ. Μπαμπινιώτη)
Ἡ λέξη, ἔχει τὴ θεολογικὴ ἔννοια, «αὐτοῦ ποὺ ἀφήνεται στὸν διάβολο». Εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ τὴ λέξη: «ΑΝΑΘΗΜΑ», ποὺ σημαίνει: «Αὐτὸ ποὺ ἀφιερώνεται στὸν Θεό».
Ἀπὸ αὐτά, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «ἀνάθεμα» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ νομίζουν οἱ κατήγοροί της, ἀλλὰ μὲ δική της, θεολογικὴ σημασία. Ὅπως εἶναι γνωστὸ κάθε ἐπιστήμη κάθε ἐπάγγελμα καὶ κάθε ὀργανισμὸς προκειμένου νὰ περιγράψει λεπτομερῶς τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἐνδιαφέροντός του εἴτε δημιουργεῖ νέες λέξεις, εἴτε χρησιμοποιεῖ ἤδη ὑπάρχουσες ποὺ τοὺς προσδίδει ὅμως νέα ἐξειδικευμένη σημασία. Ὅταν π.χ. ὁ γιατρὸς μιλᾷ γιὰ κυκλοφορία δὲν ἐννοεῖ τὰ αὐτοκίνητα στοὺς δρόμους ἀλλὰ τὸ αἷμα στῆς φλέβες καὶ τὶς ἀρτηρίες.
Ὅταν λοιπὸν ἀναφερόμαστε σὲ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία καθὼς καὶ τὸ νόημα τῶν λέξεων ΓΙ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΙΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ, καὶ μάλιστα σὲ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ εἰπώθηκαν καὶ ὄχι στὴν σημερινή.
Τώρα πλέον, ἀφοῦ κάναμε μερικὲς ἀπαραίτητες διευκρινίσεις περὶ τῆς ἀξίας τῆς φιλοσοφίας μέσα ἀπὸ κείμενα μὴ Χριστιανικά, περὶ τῆς ἔννοιας τῆς λέξεως Ἕλληνας στὰ Βυζαντινὰ χρόνια καὶ περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς χρήσης τῆς λέξης «ἀνάθεμα», μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὰ ἀποσπάσματα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοειδωλολάτρες ἀπὸ τὸ Τριῴδιον τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας.
Ἑρμηνεία ἀποσπάσματος τοῦ Συνοδικοῦ
Ἑπτὰ ἀναθέματα κατὰ τῶν ΕΛΛΗΝΩΝ ἀπὸ τὸ Τριώδιον τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, παρατίθενται καὶ ἐξηγοῦνται στὴ συνέχεια:
ΚείμενοἘξήγηση
Ἐπὶ τοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνάργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος, ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστὴ γὰρ κατὰ τοὺς Ἁγίους ἐνέργεια, κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν ἄκτιστον δέ, ἄκτιστον χαρακτηρίζει οὐσίαν. Κἀντεῦθεν ἤδη κινδυνεύουσι εἰς θείαν παντελῆ περιπίπτειν, καὶ τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τὴν τῶν κτισμάτων λατρείαν, τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμω τῶν χριστιανῶν πίστει προστριβομένοις. Μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς ἁγίας θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος ἀνάθεμα τρίς.Τὸ κείμενο αὐτὸ ξεκάθαρα ἀναφέρεται σὲ ὅσους πιστεύουν πὼς οἱ ἐνέργειες καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ ἡ οὐσία του εἶναι κτιστὰ καὶ οὐσιαστικὰ μέρος τοῦ κόσμου καὶ ὄχι ἡ δημιουργικὴ καὶ τελικὴ αἰτία του ἡ ὁποία βρίσκεται ἔξω ἀπ᾿ τὸν κόσμο. Ἐναντίον αὐτῶν καταφέρεται τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα. Καὶ ἀντιπαραβάλλει τὴν εἰδωλολατρικὴ καὶ γενικὰ τὴ μὴ Χριστιανικὴ μυθολογία καὶ θεολογία γιὰ νὰ καταστήσει τὴν διαφορὰ ἀκόμη εὐκρινέστερη.
Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καί, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρα, ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν ἀνενδοιάστως ἀνάθεμα τρίς.Αὐτὸ πάλι εἶναι ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν. Γιατὶ φανερώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀντιτίθεται στὴν μελέτη τῶν ἀρχαίων σοφῶν ἀλλὰ στὸ νὰ πιστεύουμε ὅτι ὅλα ὅσα εἶπαν εἶναι ἀληθῆ καὶ ἀλάνθαστα. Καὶ καλῶς κάνει τὴν διευκρίνιση αὐτὴ καὶ τὸ ἴδιο πίστευαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι.
Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων, ἐφ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς κλίσιν μεταπλάττουσι, καὶ τὰς πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις καὶ ὡς αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι λέγουσι, καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγόντος τὰ πάντα, καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς ἀνάθεμα τρίς.Μερικὲς παθολογικὲς Πλατωνικὲς ἰδέες ἀναφέραμε ἤδη. Ἐδῶ παρουσιάζονται μερικὲς ἀκόμη. Ὅπως βλέπεις τὸ κείμενο κάνει σαφῆ διάκριση καὶ δὲν κατηγορεῖ τὸν Πλάτωνα οὔτε τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του ἀλλὰ διευκρινίζει ὅτι διαφωνεῖ μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ἰδέες του ποὺ εἶναι ἐσφαλμένες, ὅπως π.χ. «τὸ αὐθυπόστατο τῆς ὕλης».
Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδίδουσι τὰ μάταια καὶ ἑλληνικὰ ῥήματα, ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ παρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοιούτων λόγων τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως, καὶ παράγουσαν εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε, καὶ παρέδοτο καὶ διὰ πάσης τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς ἡμεῖς παρελάβομεν ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ βασιλεία ἀΐδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε ἀπολλύουσι, καὶ ἑτέροις αἰωνίας καταδίκης προξένους γενομένοις ἀνάθεμα τρίς.Ἐδῶ πάλι φαίνεται γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἐπιτίθεται ἐναντίων κανενὸς ἀλλὰ ἁπλὰ ὁριοθετεῖ τὴν πίστη της. Λέει λοιπὸν ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ διδασκαλία περὶ προΰπαρξης τῶν ψυχῶν εἶναι ἐσφαλμένη, συνεχίζει ὅμως λέγοντας ἐξ ἴσου ἐσφαλμένη εἶναι καὶ ἡ διδασκαλία περὶ καταργήσεως τῆς κόλασης.Ἂς προσέξουμε ὅτι ἡ τελευταία αὐτὴ διδασκαλία δὲν εἶναι Ἀρχαιοελληνική, ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες δὲν πίστευαν σὲ κόλαση. Ἄρα Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΔΩ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΛΑ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΜΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ τὰ ὁποῖα ἔχουν παρεξηγήσει καὶ παραποιήσει τὴν διδασκαλία της.
Ἑπομένως καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν μεροληπτεῖ ἔναντι καμίας φυλῆς καὶ παραδόσεως. Μένει ὅμως ἄγρυπνη καὶ ὁποιαδήποτε πλαστογράφηση καὶ διαστροφὴ τοῦ πιστεύω τῆς τὴν καταγγέλλει χωρὶς νὰ ἔχει πρόβλημα, ἀπὸ ποιὸν χῶρο προέρχεται ἡ πλαστογράφηση αὐτή.
Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν ἀνάθεμα τρίς.Τὰ τῶν Ἑλλήνων δυσσεβῆ δόγματα.. Νομίζω ὅτι καταλαβαίνουμε ὅλοι τὸ νόημα τῆς φράσεως αὐτῆς. Δηλώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἁγία ἀντίληψη ποὺ ἔχει γιὰ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβιβαστεῖ μὲ χαμηλὲς περὶ θείου δοξασίες μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι γεμάτες οἱ πολυθεϊστικὲς μυθολογίες μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Ἑλληνική. Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ πρώτη ὁποῦ ἐκφράζει τέτοιες θέσεις. Πολὺ πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἵδρυσή της ὁ ΠΛΑΤΩΝ ἔλεγξε κάθε πάτρια ἰδέα περὶ θεοῦ καὶ ἔδειξε τὸ ἄτοπο αὐτῆς. Μάλιστα φυγάδευσε κυριολεκτικὰ τὸν Ὅμηρο ἀπὸ τὴν «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ὅτι οἱ ἀνήθικοι μῦθοι γιὰ τοὺς θεοὺς ἀποτελοῦν ἐπιζήμια πρότυπα γιὰ τοὺς νέους. Τόνισε ἐμφατικὰ ὅτι ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος ἔπλασαν ψευδεῖς καὶ ἀνάξιους μύθους γιὰ τοὺς θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Ἀρνήθηκε οὐσιαστικὰ τὴν πατρῴα εἰδωλολατρικὴ θρησκεία καὶ προσηλώθηκε στὴν δική του ἰδεατὴ θεότητα, τὸ «Ὄντως Ὄν».Ὁ Πλάτων ὅμως δὲν ἦταν ὁ μόνος. Ο ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ Ο ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΣ τόλμησε νὰ ἀρνηθῇ τὴν κρατοῦσα εἰδωλολατρικὴ θρησκεία τῆς ἐποχῆς του καὶ νὰ διακηρύξῃ ἐπίσημα: «Εἷς Θεός, ἔν τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισι μέγιστος οὔτε δέμας θνητοίσι ὅμοιος οὐδὲ νόημα». Ὅμως «πάντα θεοίσ᾿ ἀνέθηκαν Ὅμηρος θ´ Ἡσίοδος τε... ὄσσα παρ᾿ ἀνθρώποισιν ὀνείδεα καὶ ψόγος ἐστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν» (Ξενοφ. Ἀπ. 11)! Τοὺς θεοὺς θεωροῦσε ἐξ ὁλοκλήρου ΑΠΟΚΥΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΑΝΑΡΜΟΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ. Ὑποστήριζε μάλιστα πὼς ὅσοι πιστεύουν ὅτι οἱ θεοὶ γεννήθηκαν, ἀσεβοῦν τὸ ἴδιοι μὲ ὅσους λένε πὼς οἱ θεοὶ πεθαίνουν!
Τέλος ὁ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ὑποστήριζε πὼς ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος, ἀποδίδοντας στοὺς θεοὺς κακίες καὶ ἀνηθικότητες εἶχαν ὀλέθρια ἐπίδραση στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη στηλίτευσε τὸν ἀνόητο ἀνθρωπομορφισμό, τόνισε τὴν ἀπόλυτη διαφορὰ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ (Ἀποσπ. 88) καὶ ἀπειλοῦσε ὅσους ἔκαναν ἀνίερες τελετὲς (Βακχισμός, ἱερὰ ὄργια, ἱερὴ πορνεία κ.λπ.).
Δεν συνεχίζω. Τα παραπάνω δείχνουν την ορθότητα της Εκκλησίας όταν μιλά για δυσσεβή δόγματα.
Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν (στὸ σημεῖο αύτὸ οἱ Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= Ἑλλήνων») φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμοῦσι, καὶ τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν ἑπομένοις, καὶ τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις καὶ διὰ τοῦτο ἀνάστασιν, καὶ κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν ἀθετοῦσιν ἀνάθεμα τρίς.Ἐδῶ πάλι δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὁ ὅρος Ἕλληνας ἀλλὰ προστίθεται ἐκ τῶν ὑστέρων! Ἂς εἴμαστε σοβαροί. Στὸ κάτω κάτω τὸ κείμενο ἀναφέρεται στὴν μετεμψύχωση καὶ σὲ ὅσους ἀρνοῦνται τὴν ἀνάσταση. Ἂν τώρα αὐτοὶ εἶναι Ἕλληνες, Ἰνδοί, Χριστιανοί, Πολυθεϊστὲς καὶ δὲν ξέρω ‘γὼ τί ἄλλο, δὲν ἔχει σημασία.
Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν αἱρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν συνόδων, καὶ παρὰ πάντων τῶν ἐν Ὀρθοδοξίᾳ λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντας, ὡς ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν λόγοις αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπαρὰν περιουσίαν κρείττονες εἰσι κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει, καὶ τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἣ ἀγνόημα πλημμελησάντων ἀνάθεμα τρίς.ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ. Ἐφόσον τὸ ἀνάθεμα σημαίνει ἀποκοπὴ καὶ ἀποβολὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐπιβολή του σὰν ποινὴ ἔχει νόημα μόνο ἐφ᾿ ὅσον ἐφαρμόζεται σὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἔχει νόημα νὰ ἀναθεματιστεῖ κάποιος Μουσουλμᾶνος, Ἑβραῖος ἢ Δωδεκαθεϊστὴς ἀφοῦ δὲν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τί θὰ ἀποκοποῦνε ἀπὸ κάτι ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν ποτὲ συνδεδεμένοι; Ὄχι φυσικά.Ἑπομένως μὲ τὰ παραπάνω δείξαμε ὅτι τὸ ἀνάθεμα ἀναφέρεται σὲ ὅσους εἶναι ἤδη Χριστιανοὶ καὶ νοθεύουν τὴν πίστη τους μὲ δοξασίες ξένες πρὸς τὴν πίστη τοὺς ὅπως εἰδωλολατρικὲς ἢ οἱ αἱρετικές. ΤΑ ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ ΑΠΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ.
Ἕνα τροπάριο
Ναοὺς εἰδώλων (στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= ἑλληνικούς») καθείλετε ἀθλοῦντες, καὶ ἑαυτοὺς τῆς Τριάδος θείους ναοὺς ἐδομήσασθε, ἀθλοφόροι κυρίου ἀγγέλων συνόμιλοι.
Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὁ ὅρος «Ἑλληνικός» προστίθεται ἀπὸ ἔξω. Ὅπως εἶναι ἐμφανὲς ὅμως, στόχος τοῦ ὑμνογράφου δὲν εἶναι νὰ δείξει τὴν ἀντίθεση μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ (ἂν ὑπῆρχε αὐτή) ἀλλὰ μὲ τὰ εἴδωλα. Μποροῦσε κάλλιστα νὰ πεῖ «Ναοὺς Ἑλλήνων..» Καὶ οἱ δυὸ λέξεις ἔχουν ἴδιο ἀριθμὸ συλλαβῶν καὶ τονίζονται στὴν παραλήγουσα. Ἔτσι δὲν θὰ χαλοῦσε τὸ μέτρο οὔτε τὸ μουσικὸ μέλος. Γιατί λοιπὸν λέει εἰδώλων καὶ ὄχι Ἑλλήνων, ἂν αὐτὸ ὑπονοοῦσε;
Ἕνας μακαρισμός
Οἱ καλάμω τοῦ Σταυροῦ, ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας τοὺς λαοὺς ἀναγαγόντες Ἀπόστολοι, τὴν τῶν Ἑλλήνων πλάνην ἀπεμειώσατε ἀπὸ τῆς γῆς, ἀπλανεῖς σωτῆρες γενόμενοι τῶν πιστῶν, ἀληθῶς ὅθεν μακαρίζεσθε.
Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ πλάνη τῶν Ἑλλήνων; Μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ διάθεσή τους καὶ ἡ δίψα τους γιὰ τὴν ἀλήθεια; Ὄχι, γιατὶ καὶ οἱ Πατέρες μελέτησαν καὶ ἔγιναν κοινωνοὶ αὐτῆς τῆς ἀναζήτησης. Μήπως εἶναι οἱ ἐπιστῆμες τους; Μᾶλλον ὄχι, γιατὶ ὅπως εἶπα καὶ πρὶν οἱ Βυζαντινοί, θεματοφύλακες τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς ἦταν. Ἄλλωστε σὲ αὐτοὺς χρωστᾶμε τὴν διάσωση τῶν ἀρχαίων χειρογράφων καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν ἱστορική μας συνείδηση. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ Βυζαντινοὶ ἀντιγραφεῖς, σήμερα τὸ ὄνομα τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Σωκράτη, τοῦ Περικλῆ καὶ τοῦ Θουκυδίδη ἂν δὲν εἶχε ἐξαφανιστεῖ θὰ σῳζόταν μέσα σὲ μυθολογικὴ ὁμίχλη. Ἑπομένως τὸ ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στὴν περὶ θεοῦ ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων ἡ ὁποία ἦταν ὄντως πλανεμένη.

Ἀναθέματα

(ὅπως παρατίθενται σὲ ἄρθρο ἐθνικῶν [δωδεκαθεϊστῶν])
  1. Ἐπὶ τοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνάργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος, ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστὴ γὰρ κατὰ τοὺς Ἁγίους ἐνέργεια, κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν ἄκτιστον δέ, ἄκτιστον χαρακτηρίζει οὐσίαν. Κἀντεῦθεν ἤδη κινδυνεύουσι εἰς θείαν παντελῆ περιπίπτειν, καὶ τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τὴν τῶν κτισμάτων λατρείαν, τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμω τῶν χριστιανῶν πίστει προστριβομένοις. Μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς ἁγίας θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος ἀνάθεμα τρίς.
  2. Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καί, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρα, ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν ἀνενδοιάστως ἀνάθεμα τρίς.
  3. Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων, ἐφ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς κλίσιν μεταπλάττουσι, καὶ τὰς πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις καὶ ὡς αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι λέγουσι, καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγόντος τὰ πάντα, καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς ἀνάθεμα τρίς.
  4. Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδίδουσι τὰ μάταια καὶ ἑλληνικὰ ῥήματα, ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ παρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοιούτων λόγων τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως, καὶ παράγουσαν εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε, καὶ παρέδοτο καὶ διὰ πάσης τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς ἡμεῖς παρελάβομεν ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ βασιλεία ἀΐδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε ἀπολλύουσι, καὶ ἑτέροις αἰωνίας καταδίκης προξένους γενομένοις ἀνάθεμα τρίς.
  5. Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν ἀνάθεμα τρίς.
  6. Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμοῦσι, καὶ τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν ἑπομένοις, καὶ τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις καὶ διὰ τοῦτο ἀνάστασιν, καὶ κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν ἀθετοῦσιν ἀνάθεμα τρίς.
  7. Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν αἱρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν συνόδων, καὶ παρὰ πάντων τῶν ἐν Ὀρθοδοξίᾳ λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντας, ὡς ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν λόγοις αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπαρὰν περιουσίαν κρείττονες εἰσι κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει, καὶ τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἣ ἀγνόημα πλημμελησάντων ἀνάθεμα τρίς.
Τὰ ὡς ἄνω ἀναθέματα καταγράφονται στο «Τριώδιον», προέρχονται ὡστόσον ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας». Δηλαδή, ἀνάθεμα τρεῖς φορὲς εἰς τοὺς Ὀρφέα, Θαλῆ, Ἀναξίμανδρο, Ἀναξιμένη, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη, Παρμενίδη, Ζήνωνα, Ἐμπεδοκλῆ, Ἠράκλειτο, Ἀναξαγόρα, Δημόκριτο, Σωκράτη, Πλάτωνα κ.ἄ.
Ἀπὸ τὴν «Παρακλητικήν» λαμβάνονται ἐπίσης: α) ἕνα τροπάριο καὶ β) ἕνας μακαρισμός.
α) Ναοὺς εἰδώλων (= ἑλληνικούς) καθείλετε ἀθλοῦντες, καὶ ἑαυτοὺς τῆς Τριάδος θείους ναοὺς ἐδομήσασθε, ἀθλοφόροι κυρίου ἀγγέλων συνόμιλοι.
β) Οἱ καλάμῳ τοῦ Σταυροῦ, ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας τοὺς λαοὺς ἀναγαγόντες Ἀπόστολοι, τὴν τῶν Ἑλλήνων πλάνην ἀπεμειώσατε ἀπὸ τῆς γῆς, ἀπλανεῖς σωτῆρες γενόμενοι τῶν πιστῶν, ἀληθῶς ὅθεν μακαρίζεσθε.

Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2017

Οἱ νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας





Ἡ νηστεία εἶναι, ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη. Ἡ πιὸ παλαιὰ ἀπὸ ὅλες. Τὴν ἔδωκε στὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν Παράδεισο.

Τὸ νόημά της εἶναι: Μὲ ὅπλο τὴν νηστεία νὰ συνηθίσωμε στὴν ὑπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ στὴν πάλη κατὰ τοῦ διαβόλου.

Ὁ Χριστός, ἐτόνισε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀξία τῆς νηστείας. Εἶπε: «Τὸ γένος τοῦτο οὐκ ἐκπορεύεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Δηλ. μὲ τὴν νηστεία πολεμᾶμε τὸν διάβολο καὶ τὸν νικᾶμε. Ὅταν δὲν νηστεύωμε, μᾶς νικάει.



α. Πῶς νηστεύουμε;

Νηστεία, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, δὲν εἶναι ἡ πλήρης ἀποχὴ ἀπὸ κάθε τροφή, ἀλλὰ ἡ ἀποφυγὴ ὡρισμένων τροφῶν μὲ βάση εἰδικὲς διατάξεις, ποὺ καθορίζουν, πότε τρῶμε καὶ πότε νηστεύομε· πότε τρῶμε εἰς δόξαν Θεοῦ· καὶ πότε νηστεύομε εἰς δόξαν Θεοῦ.

Στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται λόγος γιά:

* ξηροφαγία (= τρῶμε φυτικὲς οὐσίες ὠμές, χωρὶς λάδι)·

* νηστεία (= τρῶμε φαγητὸ νερόβραστο ἀπὸ φυτικὲς οὐσίες· χωρὶς λάδι)·

* κατάλυση ἰχθύος (= τρῶμε φυτικὲς οὐσίες καὶ ψάρια- φαγητὸ παρασκευασμένο μὲ φυτικὰ ἔλαια)

* κατάλυση σὲ αὐγὰ καὶ γάλα καὶ ὅλα τὰ προϊόντα τους·

* κατάλυση «εἰς πάντα» (= τρῶμε κάθε εἴδους φυτικὴ καὶ ζωικὴ τροφή· ἀκόμη καὶ κρέας).

Ἡ διάκριση τῶν φαγητῶν στὶς πέντες αὐτὲς κατηγορίες ἔγινε, προφανῶς, μὲ βάση τὴν ἡδύτητα (= νοστιμάδα) τῶν φαγητῶν. Δηλαδή: κριτήριο, μὲ τὸ ὁποῖο κατενεμήθησαν τὰ φαγητὰ στὶς πέντε αὐτὲς κατηγορίες, εἶναι ἡ νοστιμάδα τους.

Εἶναι φανερὸ ὅτι:

* τὰ πιὸ νόστιμα φαγητὰ γίνονται μὲ κρέας·

* ἀκολουθοῦν τὰ φαγητὰ ποὺ γίνονται μὲ αὐγά, τυρί, βούτυρο, γάλα καὶ τὰ προϊόντα τους·

* ἀκολουθοῦν τὰ φαγητὰ μὲ ψάρια·

* λιγότερο νόστιμα εἶναι τὰ λαχανικὰ καὶ τὰ ὄσπρια μὲ λάδι·

* ἀκόμη λιγώτερο νόστιμα εἶναι τὰ φαγητὰ τὰ ἀλάδωτα·

* καὶ ἀκόμη πιὸ λίγο νόστιμα τὰ ὠμὰ φυτικὰ φαγητά. Μὲ τὴν νηστεία ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται κάθε φορὰ ἀπὸ ὡρισμένα φαγητά. Τηρώντας τὶς νηστεῖες, μαθαίνει: νὰ μὴν εἶναι «κοιλιόδουλος», νὰ μὴν ἀσχολεῖται μὲ τὸ τί κάθε φορὰ θὰ φάει· ἀλλὰ «Θεόδουλος», νὰ ποθεῖ νὰ πλουτίζει σὲ χαρίσματα καὶ ἀρετές.

Ἡ χρήση ἐλαίου στὸ φαγητὸ δὲν ἀποτελεῖ νηστεία. Γι᾿ αὐτό, τὶς ἡμέρες ποὺ τρῶμε λάδι, ἡ Ἐκκλησία μιλάει γιὰ κατάλυση. Ἀντίθετα, ὅταν τὸ τυπικὸ προβλέπει φαγητὸ ἀλάδωτο καὶ ξηροφαγία, ποτὲ δὲν γίνεται λόγος γιὰ κατάλυση.

Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ρυθμισθῇ καλὰ ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ μὴ γίνωνται ὑπερβολές, καθώρισε, τί πρέπει νὰ τρῶμε τὴν κάθε ἡμέρα καὶ ἐποχή. Ἔτσι ἔχομε:



β. Ἡμέρες αὐστηρῆς νηστείας:

Εἶναι ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ ὅλου του χρόνου καὶ ἰδιαίτερα τῶν περιόδων νηστείας (σαρακοστῶν). Νηστεία σημαίνει φαγητὸ χωρὶς λάδι.

Τὴν Παρασκευὴ νηστεύομε, ἐπειδὴ Παρασκευὴ ἐσταυρώθη ὁ Κύριος· σταυρώνομε μὲ τὴν νηστεία μας τὸν κακὸ ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσει τοὺς ἀναξίους, ὅπως ἐλέησε τὸν ἐσταυρωμένο εὐγνώμονα λῃστή.

Τὴν Τετάρτη ,γιὰ νὰ ἐνθυμούμεθα, ὅτι ἕνας φίλος του Τὸν πρόδωσε ἡμέρα Τετάρτη, καὶ νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε ὅτι καὶ ἐμεῖς, παρ᾿ ὅτι εἴμαστε φίλοι του, εἶναι φυσικό, ἂν δὲν προσέχωμε καὶ δὲν ἀγωνιζώμεθα, νὰ Τὸν προδώσωμε.

Ὅταν τὶς ἡμέρες, ποὺ ἔχομε χρέος νὰ κάνωμε αὐστηρὴ νηστεία, συμπέσει κάποια ἑορτή, γίνεται «κατάλυση», δηλ. χαλάρωση τῆς νηστείας: ἂν εἶναι ἑορτὴ ἁγίου τρῶμε λάδι· ἂν εἶναι ἑορτὴ τῆς Παναγίας ἢ τοῦ Προδρόμου τρῶμε ψάρι.

Οἱ ἡμέρες Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο καὶ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρες καταλύσιμες, δήλ. τρῶμε ἀπ᾿ ὅλα ὅτι θέλομε, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς περιόδους νηστειῶν.

Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ δὲν ἐπιτρέπεται ποτὲ νὰ γίνει αὐστηρὴ νηστεία, δηλ. χωρὶς λάδι. Ὅλο τὸν χρόνο ἕνα μόνο Σάββατο νηστεύομε τὸ λάδι, δηλ. τὸ Μεγάλο Σάββατο, ἐπειδὴ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς εἶναι σωματικὰ στὸν τάφο καὶ ἡ ψυχή Του ἔχει κατεβῇ στὸν ᾅδη νὰ ἀναστήσει τὸν προπάτορα Ἀδάμ.



γ. Σαρακοστὲς εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή:

Ἀρχίζει τὴν Καθαρὰ Δευτέρα καὶ τελειώνει τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἡ πιὸ αὐστηρὴ νηστεία ὅλου τοῦ χρόνου. Γίνεται πρὸς τιμὴν τοΰ Χριστοῦ καὶ ἰδίως τοῦ Πάθους Του γιὰ μᾶς. Κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ γίνονται οἱ ἑξῆς καταλύσεις:

Ὅποια μέρα καὶ ἂν πέσει τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τρῶμε ψάρι· καὶ τῶν ἁγίων 40 Μαρτύρων τρῶμε λάδι. Τὸ ἴδιο καὶ στὶς 26 Μαρτίου ἑορτὴ τῆς Συνάξεως τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ.

2. Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων:

Ἀπὸ 15 Νοεμβρίου μέχρι καὶ 24 Δεκεμβρίου. Κατὰ τὴν νηστεία αὐτὴ τρῶμε ψάρι (ὅλες τὶς ἡμέρες πλὴν Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς) ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὶς 12 Δεκεμβρίου (τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος). Συνηθίζουν οἱ Χριστιανοὶ πολὺ ἀξιέπαινα καὶ δὲν τρῶνε ψάρι τὴν πρώτη ἑβδομάδα, γιὰ νὰ κοινωνήσουν τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας.

3. Ἡ νηστεία τῆς Παναγίας:

Ἀπὸ 1 Αὐγούστου μέχρι καὶ 14 Αὐγούστου. Νηστεύομε πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας. Ἐπειδὴ καὶ ἡ Παναγία ἐνήστεψε 15 ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν Κοίμησή της γιὰ τὴν ψυχή της. Ἂν ἐκείνη ἐνήστεψε γιὰ τὴν ψυχή της, τί πρέπει νὰ κάνωμε ἐμεῖς; Ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρή. Ψάρι τρῶμε μόνο τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρός μας (6 Αὐγούστου).

4. Ἡ νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων:

Ἀπὸ τὴν Δευτέρα μετὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἅγιων Πάντων μέχρι τὶς 28 Ἰουνίου. Συνήθως ἡ νηστεία αὐτὴ εἶναι πολὺ μικρή. Νηστεύομε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες τρῶμε, ἂν θέλωμε, ψάρι μέχρι τὶς 24 Ἰουνίου (Γενέθλιον τοῦ Προδρόμου). Ἀπὸ 25 μέχρι 28 Ἰουνίου νηστεύομε αὐστηρότερα πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἂν ἡ ἑορτὴ τῆς Παναγίας (15 Αὐγούστου) καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου (29 Ἰουνίου) πέσουν ἡμέρα Τετάρτη καὶ Παρασκευή, τρῶμε μόνο ψάρι. Ἂν πέσουν ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τρῶμε ἀπὸ ὅλα.



δ. Αὐστηρὴ νηστεία κάνομε καὶ στὶς ἑξῆς ἡμέρες:

* 5 Ἰανουαρίου (παραμονὴ Θεοφανείων). Νηστεύομε γιὰ νὰ πιοῦμε τὴν ἑπομένη τὸν Μεγάλο Ἁγιασμό, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό, ὄχι βέβαια ὅπως ἡ Θεία Κοινωνία.

* 14 Σεπτεμβρίου (Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ), γιατὶ εἶναι κάτι τὸ ἀνάλογο μὲ τὴν Μεγάλη Παρασκευή.

* 29 Αὐγούστου (ἀποτομὴ τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου) σὲ ἔνδειξη πένθους γιὰ τὴν ἄδικη θανάτωση τοῦ ἁγιωτέρου ἀνθρώπου τῆς παγκόσμιας ἱστορίας· (ἀνώτερη ἀπὸ τὸν Πρόδρομο εἶναι μόνο ἡ Παναγία).

Ἂν οἱ τρεῖς αὐτὲς ἡμέρες τύχουν Σάββατο ἢ Κυριακή, τρῶμε λάδι. Εἴπαμε: ἕνα Σάββατο νηστεύομε τὸ λάδι, τὸ Μ. Σάββατο. Καὶ καμμιὰ Κυριακή. Γιατὶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἑορτὴ χαρμόσυνη: ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Περίοδοι Ἀπολυτές



Ἡ Ἐκκλησία δὲν καθώρισε μόνο περιόδους νηστείας. Καθώρισε καὶ περιόδους «ἀπολυτές», ποὺ τρῶμε ἀπὸ ὅλα ὅλες τὶς ἡμέρες, καὶ τὴν Τετάρτη, καὶ τὴν Παρασκευή. Τέτοιες περίοδοι εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Τὸ Δωδεκαήμερο, δηλ. ἀπὸ 25 Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τὶς 6 Ἰανουαρίου μὲ ἐξαίρεση τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων, ποὺ νηστεύομε, γιὰ νὰ πιοῦμε τὸν Μεγάλο Ἁγιασμό.

2. Ἡ Διακαινήσιμος, δηλ. ἡ ἑβδομάδα τοῦ Πάσχα.

3. Ἡ ἑβδομάδα μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ (μέχρι τῶν ἁγίων Πάντων).

4. Οἱ τρεῖς ἑβδομάδες ποῦ προηγοῦνται τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (Ἀπόκριες). Κατὰ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἑβδομάδες ἔχομε μιὰ ποικιλία διατάξεων, ποῦ εἶναι οἱ ἑξῆς:

* Τὴν πρώτη ἑβδομάδα (τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου) τρῶμε ὅλες τὶς ἡμέρες ἀπὸ ὅλα.

* Τὴν δεύτερη ἑβδομάδα (ἀπὸ τοῦ Ἀσώτου μέχρι τῶν Ἀπόκρεω) τρῶμε ἀπὸ ὅλα, ἀλλὰ νηστεύομε τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ χωρὶς λάδι.

* Τὴν τρίτη ἑβδομάδα, τῆς Τυρινῆς, τρῶμε ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἐκτὸς ἀπὸ κρέας, ὅλες τὶς ἡμέρες, τρῶμε καὶ τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2017

Οι Ψάλτες κατά τους Ιερούς Κανόνες.


Αποτέλεσμα εικόνας για Οι Ψάλτες κατά τους Ιερούς Κανόνες.




(Άρθρο του Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου Βαλληνδρά, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1964 στα πρώτα φύλλα της Εφημερίδας «Ιεροψαλτικά Νέα», Μηνιαίου Οργάνου του Πανελληνίου Συνδέσμου Ιεροψαλτών «Ρωμανός ο Μελωδός και Ιωάννης ο Δαμασκηνός».

Είναι βεβαίως γνωστόν ότι, κατά τους ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας οι Ψάλται θεωρούνται κατώτεροι Κληρικοί.
Όπως δε οι ανήκοντες εις τον ανώτερον Κλήρον (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι) καθίστανται τοιούτοι δια χειροτονίας, παρομοίως και οι αποτελούντες τον κατώτερον Κλήρον λαμβάνουσιν ειδικήν χειροθεσίαν υπό του οικείου Επισκόπου.


ΑΡΧΙΜ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΒΑΛΛΗΝΔΡΑ
ΟΙ ΨΑΛΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
* * * 

1. Πρώτος Κανών, όστις ομιλέι ρητώς περί Ψαλτών και χαρακτηρίζει τούτους ως ανήκοντας είς τον Κλήρον, είναι ο 26ος Αποστολικός Κανών. Δια του κανόνος τούτου ρυθμίζεται το θέμα του γάμου των Κληρικών εν γένει. Καθορίζεται η γνωστή απαγόρευσις του μετά την χειροτονίαν γάμου των ανωτέρων Κληρικών. Και προστίθεται: «των εις Κλήρον προελθόντων αγάμων κελεύομεν βουλομένως γαμείν Αναγνώστας και Ψάλτας μόνον.» Δηλαδή εκ πάντων των Κληρικών, μετά την εγκατάστασιν αυτών εις το εκκλησιαστικόν αυτών λειτούργημα (δια χειροτονίας ή δια χειροθεσίας), ο γάμος επιτρέπεται μόνον είς τους Αναγνώστας και τους Ψάλτας.
Η σημασία του Κανόνος τούτου εν σχέσει πρός τους Ψάλτας έγκειται όχι τόσο εις την περί του γάμου αυτών διάταξιν, αλλ' είς τό ότι ρητώς συγκαταριθμεί τους Ψάλτας μετά του Κλήρου, και δη προβαίνει και εις ρύθμισιν σοβαρού ζητήματος αφορώντος εις τους Κληρικούς εν γένει λαμβάνων ειδικήν πρόνοιαν περί των Ψαλτών.

2. Κατά την παλαιάν εποχήν οι Ψάλται, ως Κληρικοί, είχον το προνόμιον να ανέρχωνται επί του άμβωνος και επ' αυτού ιστάμενοι να ψάλωσιν ωρισμένα ψάλματα. Σχετικώς ο 33ος Κανών της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου όπως μή επιτρέπηται εις ουδένα μή έχοντα κανονικήν χειροθεσίαν επισκόπου να αναβαίνη εις τον άμβωνα και να ψάλλη. Διατάσσει δε τούτο ελέγχων ωρισμένους «μή αποκειρομένους Ιεροψάλτας...» (τ.έ. μή προβαίνοντας εις χειροθεσίαν και κουράν των Ιεροψαλτών). Όθεν παραγγέλει: «μηδέ τινά συγχωρείν, επ' άμβωνος κατά τήν τών έν κλήρω καταλεγομένων τάξιν, τους θείους τώ λαώ λόγους υποφωνείν εί μήτι άν ιερατική κουρά χρήσηται ο τοιούτος, και την ευλογίαν υπό του οικείου ποιμένος κανονικώς υποδέξηται».
Συνοπτικώτερος αλλ' εξίσου απόλυτος, ο 15ος Κανών της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου διαλαμβάνει: «περί του μή δειν πλέον των κανονικών Ψαλτών των επί τον άμβωνα αναβαινόντων, και από διφθέρας ψαλλόντων, ετέρους τινάς εν τη Εκκλησία». Απαγορεύει δηλαδή να ψάλλει οιοσδήποτε εν τη Εκκλησία. Μόνον κανονικοί Ψάλται (κανονικώς χειροθετημένοι και κανονικώς εντεταγμένοι εις τον κατώτερον Κλήρον της Εκκλησίας) δύνανται να ψάλλωσιν.

3.Είναι επόμενον ότι, εφ' όσον η Εκκλησία θεωρεί τους Ψάλτας ως Κληρικούς και παρέχει εις αυτούς χειροθεσίαν παρά του Επισκόπου, επιβάλλονται εις αυτούς και ωρισμέναι υποχρεώσεις. Κυρίως η Εκκλησία, δια των ιερών αυτής Κανόνων, παροτρύνει του Ψάλτας να συνειδοτοποιήσουν την ιερότητα του λειτουργήματος αυτών και να διάγωσιν βίον μή απάδοντα προς την διακεκριμένην εν τη Εκκλησία θέσιν των.
Θα αναφέρωμεν, επί του παρόντος, δύο μόνον Αποστολικούς Κανόνας, τον 43ον και τον 69ον, οίτινες ρητώς ομιλούντες περί Ψαλτών αξιούσι παρ αυτών ιεροπρέπειαν και εκκλησιαστικήν συνειδησιν. Επιφυλασσόμεθα δ' όπως εν συνεχεία αναφέρωμεν και άλλας κανονικάς διατάξεις ομιλούσας περί ηθικών υποχρεώσεων των ανηκόντων εις τον κατώτερον εν γένει Κλήρον.
Και ο μεν πρώτος εκ των μνημονευθέντων Κανόνων επιτάσσει:« ...Ψάλτης τα όμοια ποιών (κύβοις σχολάζων και μέθαις) ή παυσάσθω ή αφοριζέσθω». Είναι προφανές ότι αξίωσις του Αποστολικού τούτου Κανόνος είναι όπως οι Ψάλται, καθό Κληρικοί, μή εκτρέπωνται εις αναρμόστους πράξεις, ώς είναι η χαρτοπαιξία και η μέθη. Παραλλήλως δ' ως θα είδομεν άλλοι Αποστολικοί Κανόνες απαγορεύουσιν εις τους κατωτέρους Κληρικούς ότι δεν είναι σύμφωνον προς τον ηθικόν νόμον. Απαίτησις άρα της Εκκλησίας είναι, όπως οι Ψάλται ίστανται εις υψηλήν ηθικήν στάθμην και μή εκπίπτωσιν εις χαμηλόν ηθικόν επίπεδον. Ο δε μνημονευθείς Κανών, ομιλών περί της τηρήσεως της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εκάστης Τετάρτης και Παρασκευής αξιοί ίνα δίδωσι το παράδειγμα οι Κληρικοί, Ανώτεροι και Κατώτεροι, δεν παραλείπει δε να αναφέρη ρητώς και τους Ψάλτες: «Ει τις ...Ψάλτης την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ού νηστεύει, ή Τετράδα ή Παρασκευήν», ορίζει ίνα εκπίπτη του κληρικού αυτού αξιώματος.
Ενδεικτικώς βεβαίως αναφέρομεν την περί νηστείας ταύτην κανονικήν διάταξιν. Είναι πρόδηλον ότι τοιαύται κανονικαί διατάξεις, διαλαμβάνουσαι μάλιστα ρητώς περί Ψαλτών και κατωτέρων Κληρικών, εκφράζουσι την απαίτησιν της Εκκλησίας όπως οι εν οιωδήποτε βαθμώ (ανωτέρω ή κατωτέρω) υπηρετούντες ώς κληρικοί Αυτής, σέβονται τας εκκλησιαστικάς εν γένει διατάξεις, έχωσιν ανεπτυγμένον το Εκκλησιαστικόν φρόνημα, και είναι πρόσωπα εγνωσμένης ευσεβείας και αρετής.
Πλήν των ιερών εκείνων Κανόνων, οίτινες ρητώς αναφέρουσι τους Ψάλτας και θεσπίζουσιν ειδικάς περί αυτών διατάξεις και πλήστοι άλλοι κανόνες της Εκκλησίας αφορώσιν είς τους Ψάλτας, βεβαίως και αναμφισβητήτως, εφ' όσον ομιλούσιν ευρύτερον περί των κατωτέρων εν γένει Κληρικών μετά των οποίων συγκαταλέγονται οι Ψάλται ως «κληρικοί έξω του Βήματος».

1.-Μεταξύ των Κανόνων τούων όχι ολίγοι καθορίζουσι τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών. Ο 25ος Αποστολικός Κανών, επί παραδείγματι, λέγει ότι θεωρείται ανάξιος της τιμής να είναι Κληρικός - ούτε Κατώτερος - ο «επί πορνεία ή επορκία ή κλοπή αλούς». Ως ποινήν δε εις τους τα τοιαύτα πράξαντας ορίζει την έκπτωσιν από του αξιώματος του Κληρικού. Και ως μόνην επιείκειαν διά τους τοιούτους αναφέρει, να μή εξωεκκλησιάζονται, και αφορίζωνται δια να μή είναι διπλή η τιμωρία των (έκπτωσις από του βαθμού του Κληρικού και αφορισμός). «Λέγει γαρ η Γραφή: ούκ εκδικήσεις δις επί τω αυτώ». Δια να είναι δε σαφές ότι είς τήν διάταξιν ταύτην δεν περιλαμβάνονται μόνον οι ανώτεροι Κληρικοί (Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος) ο Κανών ρητώς επιλέγει: «ωσαύτως και οι λοιποί Κληρικοί» οι κατώτεροι δηλαδή, εν οίς, εκ των πρώτων είναι και οι Ψάλται.
Εκ του Κανόνος τούτου συνάγεται ότι , ούτως ειπείν, καθαιρείται ο Ψάλτης ο διαπράτων τας προμνημονευθείσας πράξεις. Καταβιβάζεται από την υψηλήν και διακεκριμένην εν τη Εκκλησία θέσιν του, και -επιεικώς - δεν εξάγεται εις τον Νάρθηκα, έξω του Ναού, οπού ήτο άλλοτε η θέσις των βαρέως αμαρτανόντων, αλλά του επιτρέπεται να μένη εντός του Ναού μετά των άλλων πιστών ώς εκπεσών Κληρικός. Ρητώς δε περί «καθαιρέσεως» και των Ψαλτών ομιλεί ο 4ος κανών της 6ης οικουμενικής Συνόδου.
Ο 54ος Αποστολικός Κανών, εξάλλου, αξιοί παρά παντός Κληρικού, Ανωτέρου και Κατωτέρου να μή συχνάζη εις ύποπτα κέντρα, «εν καπηλείω», και εις άλλα παρόμοια, διότι ταύτα δεν αποτελούν περιβάλλον κατάλληλον δι άνθρωπον υπηρετούντα τον Θεόν και την Εκκλησίαν.

2. - Άλλοι ιεροί Κανόνες ρυθμίζουσι πειθαρχικά ζητήματα. Απαιτούσι δ' όπως πάντες οι κατώτεροι σέβωνται τους ιεραρχικώς ανωτέρους των. Και ο μεν 55ος Αποστολικός κανών περιφρουρεί το κύρος του Επισκόπου και απαγορεύει είς πάντα κληρικόν οιουδήποτε βαθμού (και εις τους ψάλτας επομένως) να συμπεριφερθή υβριστικώς και ανευλαβώς προς Επίσκοπον. Ο δε επόμενος (56ος) επιβάλλει σεβασμόν προς πάντα Πρεσβύτερον και Διάκονον. Είναι πρόδηλον ότι ο Κανών ούτος, δια της φράσεως «εί τις Κληρικός υβρίσει Πρεσβύτερον ή Διάκονον αφοριζέσθω», αναφέρεται μάλλον εις τους κατωτέρους Κληρικούς (Αναγνώστας, Ψάλτας κ.τ.λ.), οίτινες οφείλουσι σεβασμόν πρός τους έσω του Βήματος Κληρικούς, Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Έστω λοιπόν προς γνώσιν των ψαλτών των εν τω Ναώ υπηρετούντων, ότι δεν είναι «κανονικόν» να απολείπει αυτούς η διάκρισις και ο σεβασμός προς Διακόνους και Πρεσβυτέρους, και ότι ουδαμώς συμβιβάζονται προς την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας διαπληκτισμοί και φιλονικίαι μετά των ιερουργούντων εν γένει εν τη Εκκλησία. Και η παρακοή απλώς προς τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας (είτε Προϊσταμένους, είτε λειτουργούς), ακόμη και προς τους Διακόνους, επιτιμάται υπό των Κανόνων ως ανευλάβεια.

3.- Οι ιεροί Κανόνες δεν παραλείπωσι να ρυθμίσωσι και τας έναντι των πολιτικών αρχόντων υποχρεώσεις των εν τω Ναώ υπηρετούντων. Σχετικώς ο 84ος Αποστολικός Κανών λέγει: «Ει τις υβρίσει Βασιλέα ή Άρχοντα ...Κληρικός καθαιρείσθω». Το νόημα του Κανόνος τούτου είναι ευρύτερον παρ' ότι έκ πρώτης όψεως φαίνεται. Απαιτεί κυρίως νομιμοφροσύνην από τους εν τω Ναώ υπηρετούντας, ίνα γίνονται παράδειγμα είς πάντας. Εγγύησιν νομιμοφροσύνης και υποταγής είς τα κελεύσματα των νομίμων Αρχών αξιοί ο Κανών. Εγγύησιν, ώς θα ελέγομεν σήμερον, υγιών κοινωνικών φρονημάτων, θεσπίζει. Κατά το πνεύμα δηλ. τού Κανόνος τούτου, δεν έχουσι θέσιν εν τη υπηρεσία της Εκκλησίας άνθρωποι ανατρεπτικών αρχών, μή σεβόμενοι τα θεία παραγγέλματα τα καθορίζοντα: «τον Βασιλέα τιμάτε» (Α' Πετρ.2, 17), «άρχοντα του λαού σου ούκ ερείς κακώς» (Πραξ.23,5), «ού γαρ εστίν εξουσία, εί μή υπό Θεού» (Ρωμ.13,1) κλπ. Είναι λοιπόν κανονικώς απαράδεκτον να ψάλλωσι και εν γένει να υπηρετώσιν εν τη Εκκλησία πρόσωπα μή ηγγυημένης νομιμοφροσύνης.
Και εις άλλους ιερούς κανόνας απαντάται η αξίωσις, όπως οι άνθρωποι του Ναού είναι υπόδειγμα νομοταγών πολιτών. Εις τον 66ον Αποστολικόν ωσαύτως Κανόνα στίγματίζεται: «εί τις Κληρικός εν μάχη τινά κρούσας». Γνωστή βεβαίως η παραγγελία του Αποστόλου Παύλου η απαιτούσα πάντα ανώτερον Κληρικόν «μή πλήκτην» (Α' Τιμοθ. 3,3). ο δε Αποστολικός ούτος Κανών, επεκτείνων το πράγμα πρός πάντα Κληρικόν (και Κατώτερον δηλ. ώς οι Ψάλται), παραγγέλει να απέχωσιν οι άνθρωποι της Εκκλησίας πάσης αυτοδικίας. Αλλοίμονον, εάν εν τω Ναώ στεγάζωνται και εργάζονται άνθρωποι φιλόνικοι, φθάνοντες μέχρι χειροδικίας! Προνοητικώτατος ο Κανών ορίζει, όπως, όταν παρουσιασθώσι τοιαύτα συμπτώματα, αποβάλλωνται εκ της εκκλησιαστικής υπηρεσίας τα φιλόνεικα πρόσωπα , δια το αδιάβλητον της Εκκλησίας, και χάριν της εν τη Εκκλησία ειρήνης και της εν αυτή αρμονικής συνεργασίας πάντων των συνυπηρετούντων , εν οιωδήποτε βαθμώ προσώπων.
Και την εντιμότητα , τέλος, των εν τω Ναώ υπηρετούντων απαιτούσιν οι Ιεροί Κανόνες. Ενδεικτικώς δε αναφέρωμεν τον 72ον Αποστολικόν Κανόνα, όστις επιτιμά τους εκ του υπηρετικού προσωπικού του Ναού (Κληρικούς ή και λαϊκούς) αφαιρούντας και ιδιοποιουμένους υλικά πράγματα ανήκοντα εις τον Ναόν. Είναι φανερόν ότι, κατά το πνεύμα του Κανόνος τούτου, οι εν τω Ναώ υπηρετούντες οφείλουσι να είναι κατά πάντα έντιμοι και ακέραιοι άνθρωποι , ανώτεροι και της παραμικράς υποψίας δια την ειλικρίνειαν και την ευθύτητα και το άδολον αυτών.
Θαυμάζει κανείς, ομολογουμένως, περί πόσων ζητημάτων έλαβον αφορμήν να προνοήσουν οι Ιεροί Κανόνες. Πολύπλευροι κανονικαί διατάξεις ρυθμίζουσι μετ' αυθεντικού κύρους τα επισυμβαίνοντα εν τη Εκκλησία, και ανακαλούσι εις την τάξιν και εις την «κανονικήν» δεοντολογίαν τους οπωσδήποτε σφάλωντας .
Συμπληρούντες τάς επιταγάς των ιερών Κανόνων περί των ψαλτών, εφιστώμεν δια του παρόντος την προσοχήν των ασκούντων το ιερό λειτούργημα του ψάλλειν εν τη Εκκλησία επί τριών εισέτι ζητημάτων, (παραλείποντας άλλα αναφερόμεν είς καθοριζομένας ηθικάς προϋποθέσεις και υποχρεώσεις των ψαλτών, περί των οποίων αρκούμεθα ενδεικτικώς εις τα σημειωθέντα εν τοις προηγουμένοις).

1. Ρητή διάταξις του 8ου Αποστολικού Κανόνος διαλαμβάνει πεί της υποχρεώσεως πάντων των «εκ του καταλόγου του ιερατικού» δηλ. και των κατωτέρων κληρικών (και των ψαλτών επομένως), όπως μεταλαμβάνωσι τακτικώς των αχράντων Μυστηρίων. «Εί τίς (δέ) μή μεταλάβοι, την αιτίαν ειπάτω, και εάν ή εύλογος, συγγνώμης τυγχανέτω...».
Ο κανών ούτος αναφέρεται βεβαίως εις την συνεχή θείαν Κοινωνίαν, ήτις επί των Αποστολικών χρόνων και επί των ημερών των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων ήτο εν ευρυτάτη χρήσει. Οπωσδήποτε όμως θέτει το ζήτημα της συμμετοχής (των ψαλτών εν προκειμένω) εις την θείαν Κοινωνίαν, κατά το μάλλον και ήτον τακτικώς.
Θα είμεθα ευτυχείς εάν ηδυνάμεθα να βεβαιώσωμεν ότι ευρίσκει ικανήν ανταπόκρισιν ο κανών ούτος εις τους παρ' ημίν ψάλτας.
Δια τούτο προσημειώσαμεν τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών, ίνα, προσέχοντες εις ταύτας, μή εμποδίζονται να μεταλαμβάνωσι. Και είναι ωραίο πράγματι και εποικοδομητικόν δια το εκκλησίασμα, να κατέρχεται ο ψάλτης εκ του στασιδίου του, ίνα προσέλθη εις την θείαν Κοινωνίαν. Όπως εξάλλου δίδει πολύ κακήν εντύπωσιν εις τον θρησκεύοντα λαόν ο αδιάφορος προς τα θεία μυστήρια και ξένος προς αυτά ιεροψάλτης.

2. Ωσαύτως ρητή διάταξις του 15ου Αποστολικού Κανόνος κάμνει λόγον περί των μετακινήσεων από πόλεως εις πόλιν καί από επαρχίας είς επαρχίαν (κατά πρώτον βεβαίως λόγων τών Πρεσβυτέρων καί Διακόνων, έν συνεχεία όμως και «ό λ ω ς τ ο υ κ α τ α λ ό γ ο υ τ ώ ν κ λ η ρ ι κ ώ ν», οπότε περιλαμβάνονται αφεύκτως και οι ψάλται). Είς ουδένα επιτρέπει ο κανών, ίνα «μεταστάς διατρίβη εν άλλη (επαρχία) παρά γνώμην του ιδίου Επισκόπου αυτού επανελθείν, ούχ υπήκουσεν». Είναι σαφές ότι, κατά την κανονικήν ταύτην διάταξιν, καί ο ψάλτης, ώς κληρικός, υπάγεται εις τον οικείον Επίσκοπον, είς τήν αρμοδιότητα τού οποίου υπόκειται νά επιτρέψει ή μή τήν μετάθεσιν ψάλτου είς άλλην Επαρχίαν. Ο δέ ακολουθών 16ος αποστολικός Κανών απαγορεύει είς τόν Επίσκοπον εταίρας Επαρχίας «ίνα δέξηται αυτούς ώς Κληρικούς», τούς άνευ αδείας τού οικείου Επισκόπου αποχωρήσαντας εκ τής Επαρχείας αυτού. Ρητώς δέ αναφέρεται ότι κατωχυρώνεται τοιουτοτρόπως η τάξις και η πειθαρχία εν τη Εκκλησία, αποδοκιμάζεται δε «ως διδάσκαλος αταξίας» ο τά αντίθετα επιτρέπων και ανεχόμενος υπεύθυνος εκκλησιαστικός λειτουργός.
Σκοπός τής υπομνήσεως τής κανονικής ταύτης διατάξεως είναι ουχί η δέσμευσις βεβαίως των επιθυμούντων μετάθεσιν τινά, είτε εντός της ιδίας επαρχίας είτε και εκτός αυτής, αλλ' η αποφυγή των αυθαιρεσιών εκείνων και μονομερών αποφάσεων ψαλτών τινών, οίτινες εγκαταλείπουσιν αυτοβούλως και τελεσιγραφικώς τάς θέσεις των, ίνα μεταπηδήσωσιν είς άλλας, χωρίς να προηγηθή η υπό του οικείου Επισκόπου ρύθμισης τού ζητήματος, διά τής οποίας θά αποφεύγετο οιαδήποτε ανωμαλία είς τήν λειτουργίαν των ιερών Ναών καί θά ετηρήτο ή επιβεβλημένη εκκλησιαστική ευταξία και δεοντολογία.

3. Καιρός ήδη νά γίνη λόγος καί περί τών υπό τών ιερών Κανόνων οριζομένων δικαιωμάτων των Ιεροψαλτών.
Συναφής διάταξις υπάρχει είς τον 4ον Αποστολικόν Κανόνα. Δι' αυτής καθορίζεται ότι τά προσφερόμενα υπό των πιστών «δ ή λ ο ν» (είναι αυτονόητον) ώς ο Επίσκοπος και οί Πρεσβύτεροι επιμερίσουσι τοίς Διακόνοις και τοις λοιποίς Κληρικοίς». Η ρητή αύτη μνεία τού «επιμερισμού», τ.ε. τής διανομής είς πάντας τούς έν τώ Ναώ υπηρετούντας τών προσφορών τών πιστών (ούτως ειπείν, των «τυχηρών»), είναι άξιον προσοχής ότι ειδικεύεται έτι περισσότερον είς τας λεγομένας «Διαταγάς των Αποστόλων» βιβλ. Β' κεφ. 28), ένθα, προκειμένου περί τών ψαλτών, αφ' ενός μέν αναφέρονται ούτοι ώς δικαιούχοι επί λέξει: «ω σ α ύ τ ω ς κ α ι ψ α λ τ ω δ ό ς», αφ' ετέρου δέ καθορίζεται καί τό δί αυτούς αναλογούν ποσοστόν τής διανομής, τιθεμένης ώς αρχής ίνα οί έσω τού Βήματος Κληρικοί λαμβάνωσιν έκαστος διπλάσιον μερίδιον τών έξω τού Βήματος τοιούτων.
Τέλος, ο 59ος Αποστολικός Κανών λαμβάνει πρόνοιαν διά τάς περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης τών Κληρικών έν γένει (ανωτέρων και κατωτέρων) και αξιοί στοργήν πρός τους κατωτέρους υπό τών ανωτέρων. «Εί τίς Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος τινός τών Κληρικών ενδεούς όντως, μή επιχορηγοί τα δέοντα κρίνεται αυστηρώς διά τήν αστοργίαν ταύτην, με τον βαρύτατον χαρακτηρισμόν: ως φονεύσας τον αδελφόν αυτού».
Τοιουτοτρόπως συνάπτοντες οί ιεροί Κανόνες πάντας τούς έν τώ Ναώ υπηρετούντας διά του ιερού δεσμού τής αγάπης (έν συνδυασμώ μετά τής οφειλομένης πειθαρχίας και σεβασμού, ώς προείπομεν επιθέτουσιν αρίστην κορωνίδαν, την υψίστην τών αρετών, την θεοδίδακτον αγάπην, είς την κλίμακαν τών ηθικών υποχρεώσεων καί καθηκόντων, τών βαρυνόντων τούς διακονούντας έν οιωδήποτε βαθμώ, τον Άγιον τών Αγίων εν τώ Αγίω Ναώ.

Αντιγραφή από την ιστοσελίδα της ΟΜΣΙΕ (Ομοσπονδία Συλλόγων Ιεροψαλτών Ελλάδος), το 2008.
http://analogion.gr/logos/canons/171-psaltes-ieroi-kanones 

το είδαμε εδώ

Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2017

Γιατί Ορθόδοξοι και Καθολικοί γιορτάζουμε ξεχωριστά το Πάσχα;

πάσχα

Φέτος οι Ορθόδοξοι θα εορτάσουμε το Πάσχα, όπως οι περισσότεροι ήδη έχουμε σπεύσει να ενημερωθούμε, στις 16 Απριλίου. Και κατ’ εξαίρεση και οι Καθολικοί θα γιορτάσουν το Πάσχα, ακριβώς την ίδια ημερομηνία. 
Η 16η Απριλίου 2017 είναι η ημερομηνία κατά την οποία Ορθόδοξοι και Καθολικοί θα εορτάσουν το Πάσχα μαζί, κάτι που συνέβη και το 2014. Γεγονός σπάνιο, αφού Ορθόδοξοι και Καθολικοί δεν εορτάζουμε το Πάσχα από κοινού; Γιατί συμβαίνει αυτό; Για ποιον λόγο η ημερομηνία του Πάσχα μετακινείται μέσα στον χρόνο και ποια είναι η σχέση ανάμεσα στους αστρονομικούς υπολογισμούς και στον καθορισμό της ημερομηνίας του; Και πόσες φορές ακόμα το «Πάσχα μας» θα συμπέσει;
Ο κύκλος της Σελήνης
Όλα ξεκίνησαν από τους Εβραίους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το σεληνιακό ημερολόγιο που βασιζόταν στον κύκλο της Σελήνης. Γιόρταζαν το Πάσχα -από την εβραϊκή λέξη «πεσάχ» που σημαίνει «διέλευση» (της Ερυθράς Θάλασσας)- την 14η του μήνα Νισάν, η οποία ήταν η μέρα της πρώτης εαρινής πανσελήνου, που συμβαίνει κατά την εαρινή ισημερία ή αμέσως μετά από αυτήν.
Η εαρινή ισημερία συνδέθηκε με τον εορτασμό του Χριστιανικού Πάσχα από τα πρώτα κιόλας χρόνια μετά την Ανάσταση του Χριστού. Αυτό συνέβη, επειδή ο Χριστός αναστήθηκε την πρώτη ημέρα μετά το Εβραϊκό Πάσχα, που έπεσε εκείνο το χρόνο Σάββατο (το οποίο άρχιζε τότε -όπως και οι υπόλοιπες ημέρες- στις 6 το απόγευμα της Παρασκευής).
Αρχικά, οι διάφορες χριστιανικές τοπικές εκκλησίες γιόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Οι ιουδαΐζουσες εκκλησίες κυρίως της Μικράς Ασίας το γιόρταζαν κατά την ημέρα του θανάτου του Χριστού την 15η του εβραϊκού μήνα Νισάν (σε όποια ημέρα της εβδομάδας έπεφτε), ενώ οι εθνικές εκκλησίες προτιμούσαν την πρώτη Κυριακή -ως αναστάσιμη ημέρα- μετά τη πρώτη εαρινή πανσέληνο.
Λόγω αυτών των διαφωνιών, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, υπό τον Μέγα Κωνσταντίνο το 325 μ.Χ., αποφάσισε ότι το Πάσχα θα εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης και, αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή, τότε την αμέσως επόμενη Κυριακή. Με αυτό τον τρόπο, αφενός το χριστιανικό Πάσχα δεν θα συνέπιπτε ποτέ με το εβραϊκό, αφετέρου ο εορτασμός του χριστιανικού Πάσχα συνδέθηκε με ένα αστρονομικό φαινόμενο, την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης (την «Πασχαλινή πανσέληνο»).
Συνεπώς, για να υπολογιστεί η ημερομηνία του Πάσχα ενός έτους, αρκούσε να βρεθεί αρχικά η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου και, στη συνέχεια, η πρώτη Κυριακή μετά από αυτή την πανσέληνο. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ανέθεσε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας να γνωστοποιεί κάθε χρόνο στις άλλες εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα, αφού προηγουμένως είχε υπολογιστεί η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου, με τη βοήθεια των αστρονόμων της Αλεξάνδρειας.
Τα σφάλματα
Το ημερολόγιο που ίσχυε την εποχή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήταν το Ιουλιανό που είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρας το 45 π.Χ., με τη βοήθεια του αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη. Ο τελευταίος, βασιζόμενος στους υπολογισμούς του Ιππάρχου (ο οποίος πριν έναν αιώνα με αξιοθαύμαστη ακρίβεια είχε υπολογίσει πως το ηλιακό έτος έχει διάρκεια 365,242 ημερών), θέσπισε ένα ημερολόγιο, του οποίου τα έτη είχαν 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος (το λεγόμενο «δίσεκτο») πρόσθετε μία ακόμα ημέρα.
Όμως, σύμφωνα με τον Διονύση Σιμόπουλο, επίτιμο διευθυντή του Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου, το Ιουλιανό Ημερολόγιο είχε μια μικρή απόκλιση, καθώς η διάρκεια του ηλιακού έτους στην πραγματικότητα είναι 365,242199 ημέρες. Έτσι, το έτος του Σωσιγένη είναι μεγαλύτερο του πραγματικού κατά 11 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα.
Ανά τετραετία το μικρό αυτό σφάλμα φθάνει περίπου τα 45 λεπτά, ενώ κάθε 129 χρόνια φθάνει την μία ημέρα, με αποτέλεσμα να μετακινείται συνεχώς νωρίτερα η εαρινή ισημερία. Το λάθος συσσωρευόταν και έτσι ενώ η εαρινή ισημερία την εποχή του Χριστού συνέβη στις 23 Μαρτίου, το 1582 μ.Χ. είχε φτάσει να συμβαίνει στις 11 Μαρτίου.
Εκείνο το έτος, ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ ανέθεσε στους αστρονόμους Χριστόφορο Κλάβιους και Λουίτζι Λίλιο να προωθήσουν μία ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Η 5η Οκτωβρίου 1582 μετονομάστηκε 15η Οκτωβρίου, προκειμένου να διορθωθεί το λάθος των δέκα ημερών, που είχαν συσσωρευθεί τους προηγούμενους 11 αιώνες, έτσι ώστε η εαρινή ισημερία να επιστρέψει στην 21η Μαρτίου, όπως είχε συμβεί κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Το Νέο ή Γρηγοριανό Ημερολόγιο υιοθετήθηκε από τα καθολικά κράτη της Ευρώπης μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά καθυστέρησαν πολύ περισσότερο. Η αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο ήταν ακόμη πιο μεγάλη, με συνέπεια το Ιουλιανό Ημερολόγιο να παραμείνει σε ισχύ σε όλα τα Ορθόδοξα κράτη έως τον 20ο αιώνα.
Η αλλαγή στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα το Ιουλιανό Ημερολόγιο αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό, αρχής γενομένης στις 16 Φεβρουαρίου 1923, η οποία μετονομάστηκε σε 1η Μαρτίου. Αφαιρέθηκαν δηλαδή 13 ημέρες από το 1923, γιατί στις δέκα ημέρες λάθους Γρηγοριανού και Ιουλιανού μεταξύ 325 μ.Χ. και 1582 είχαν προστεθεί άλλες τρεις ημέρες, στη διάρκεια των περίπου τρεισήμισι αιώνων που είχαν περάσει από την εισαγωγή του Γρηγοριανού Ημερολογίου στη Δύση.
Αρχικά η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία -αντίθετα από το ελληνικό κράτος- διατήρησε το Ιουλιανό Ημερολόγιο, αλλά το 1924 αποδέχτηκε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο να ταυτισθεί με το πολιτικό και να ισχύσει για τις ακίνητες εορτές. Δεν έκανε όμως κάτι ανάλογο για το Πασχάλιο Ημερολόγιο και για τις κινητές εορτές, που εξακολουθούν να υπολογίζονται με βάση το Ιουλιανό ή Παλαιό Ημερολόγιο.
Όμως, η διαφορά του εορτασμού του Πάσχα ανάμεσα σε Ορθόδοξους και Καθολικούς δεν βασίζεται μόνο στο λάθος του Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλά και στο σφάλμα του λεγόμενου «Μετωνικού Κύκλου» του 5ου αιώνα π.Χ., τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί αλεξανδρινοί αστρονόμοι και με βάση τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να υπολογίζει τις ημερομηνίες των μελλοντικών εαρινών πανσελήνων.
Στις 13 ημέρες της λανθασμένης Ιουλιανής εαρινής ισημερίας, πρέπει να προστεθεί και το λάθος του 19ετούς Μετωνικού κύκλου, το οποίο ανέρχεται, από το 325 μ.Χ. έως σήμερα, σε τέσσερις έως πέντε περίπου ημέρες, με συνέπεια η Μετώνεια (ή Ιουλιανή) πανσέληνος να υπολογίζεται τέσσερις έως πέντες ημέρες αργότερα από την πραγματική.
Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο και τον κύκλο του Μέτωνος για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα. Έτσι, συχνά το ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται όχι την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο, αλλά την επόμενη (όπως το 2012) ή μετά τη δεύτερη εαρινή πανσέληνο (όπως το 2002 και το 2013), αντί της πρώτης Κυριακής μετά την πρώτη εαρινή πανσέληνο, όπως είχε ορίσει η Σύνοδος της Νίκαιας.
Κοινό Πάσχα
Οι Καθολικοί γιορτάζουν το Πάσχα σύμφωνα με τον κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά η εαρινή ισημερία και η εαρινή πανσέληνος υπολογίζονται σύμφωνα με το νέο Γρηγοριανό Ημερολόγιο, έχοντας λάβει υπόψη και το Μετώνειο σφάλμα. Έτσι, η Γρηγοριανή – Καθολική πανσέληνος είναι πολύ πιο κοντά στην αστρονομική (συχνά συμπίπτει ή απέχει μόνο μια ημέρα) από ό,τι η Ιουλιανή – Ορθόδοξη.
Στον 21ο αιώνα τα όρια εορτασμού του Ορθόδοξου Πάσχα υπολογίζεται ότι είναι από τις 4 Απριλίου το νωρίτερο έως τις 8 Μαΐου το αργότερο. Τα όρια του Καθολικού Πάσχα είναι από τις 22 Μαρτίου το νωρίτερο έως τις 25 Απριλίου το αργότερο. Αυτό σημαίνει ότι οι Καθολικοί δεν θα έχουν ποτέ Πάσχα τον Μάιο και οι Ορθόδοξοι ποτέ Πάσχα τον Μάρτιο.
Από κοινού εορτάζεται το Πάσχα για Ορθόδοξους και Καθολικούς, όταν τόσο η Γρηγοριανή, όσο και η Ιουλιανή – Μετώνεια πασχαλινή πανσέληνος πέσουν από την Κυριακή μέχρι το Σάββατο της ίδιας εβδομάδας (αρκεί να είναι μετά τις 3 Απριλίου και οι δύο πανσέληνοι), οπότε την αμέσως επόμενη Κυριακή είναι το κοινό Πάσχα.
Αυτό συμβαίνει και φέτος, στις 16 Απριλίου 2017, ενώ θα συμβεί και κατά τα έτη: 2025 (20 Απριλίου), 2028, 2031, 2034, 2037, 2038, 2041 κ.α. Συνολικά, κατά τον τρέχοντα αιώνα το Πάσχα θα είναι κοινό 31 έτη, ενώ κάθε επόμενο αιώνα αυτό θα συμβαίνει όλο και πιο σπάνια. Το τελευταίο κοινό Πάσχα υπολογίζεται ότι θα συμβεί το έτος 2698, καθώς μετά το 2700 -λόγω συσσώρευσης του Μετώνειου σφάλματος- δεν θα μπορούν να συμπέσουν ποτέ την ίδια εβδομάδα η Ιουλιανή και η Γρηγοριανή πανσέληνος.
το είδαμε εδώ

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2017

Μια διαφορετική προσέγγιση του άλυτου προβλήματος που ακούει «Μονή Εσφιγμένου»

 
Βλέπουμε αδελφούς συναγωνιστές ενάντια στην παναίρεση του οικουμενισμού και συγχρονίζονται με τις γραφικές φιγούρες «γνησίων αγιορειτών» και νοιώθουμε πως χάνουνε το δίκιο τους! Δεν μας κάνει εντύπωση πως οι αγιορείτες πατέρες που έκοψαν το μνημόσυνο του αιρεσιάρχη Βαρθολομαίου έχουν πάρει σαφής αποστάσεις από την εν λόγο ομάδα;;;
Η συμπάθεια κατά ανθρωπον είναι δεδομένη όμως όσοι δεν γνωρίζουν ας διαβάσουν προσεκτικά την μελέτη αυτή!










Κυριακή, Νοεμβρίου 13, 2016

Γιά όσους ΘΕΛΟΥΝ να καταλάβουν. .. (Οἱ ἄλλοι -ὅ,τι κι ἂν διαβάσουν- δὲν μετακινοῦνται ἀπὸ τὴν θέση τους!)


                              Γιά όσους ΘΕΛΟΥΝ να καταλάβουν. 
 (Οἱ ἄλλοι  -ὅ,τι κι ἂν διαβάσουν-  δὲν μετακινοῦνται ἀπὸ τὴν θέση τους!)

    Ὁ Νόμος καὶ οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στοὺς ἀσεβεῖςαἱρετικούς:

* «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε∙ ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ  τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (B΄ Ιωάνν. 10-11).
* «Εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ …καί τῇ κατ’ εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ τετύφωται, …ἀφίστασο  ἀπό τῶν τοιούτων» (24. Α΄ Τιμόθ. 6, 3-5).
 «Ἀπόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθετε ἐκεῖθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε…» (Ἡσαΐας 52, 10-12).
* «Οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν» (Ἡσαΐας 48,22)
* «Μή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί» (Ματθ. 7,6).

Ἀναλυτικότερα:

* Ὁ Μ. Φώτιος ἑρμηνεύει: «Κύνες καί τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀπίστων, ὅσοι πολλάκις τόν τῆς εὐσεβείας κατηχηθέντες λόγον, οὐ μόνον οὐδέν ἄμεινον διετέθησαν, ἀλλά καί τήν λύσσαν αὐτῶν …ἐμμανέστερον κυνῶν ὑλακτούντων ἐπεδείξαντο» (P.G. 101, 940C. –Ε.Π.Ε. 3, 232, 30).
* «Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω (Γαλάτ. 1, 8-9.
* Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικός κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν ἤ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 138).
  «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λοιπόν ἀναθεματίζει τόν οἱονδήποτε ἀποδεχθῆ καί κηρύξη κάποια αἵρεσι. Καί αἵρεσις εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, ὄχι μόνο ἡ ἀθέτησις κάποιου δόγματος (π.χ. τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν δύο ἐπί Χριστοῦ φύσεων καί θελήσεων κ.λπ.), ἀλλά «παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντα», δηλαδή ἡ ἀλλοίωσις καί διαστροφή κάθε εὐαγγελικῆς ἐντολῆς (π.χ. σέ ἐντολές πού ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς) [ἐδῶ].
* Ὁ Μ. Φώτιος: «“Κἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”. Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς Ἐκκλησίας σάλπιγξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει» (Ε.Π.Ε. 4, 396, 28).
* Ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Καί οὐκ εἶπεν, ἐάν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἤ ἀνατρέπωσι τό πᾶν, ἀλλά, κἄν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὅ εὐαγγελισάμεθα, κἄν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν»(Ε.Π.Ε. 20, 200, 1).
* «Παραγγέλομεν δε ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς (νὰ ἀπομακρύνεσθεἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά παράδοσιν ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν (Β΄ Θεσσ. 3,6). Καί· «Εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούη τῷ λόγῳ ἡμῶν διά τῆς ἐπιστολῆς τοῦτον σημειοῦσθε καί μή συναναμίγνυσθε αὐτῷ ἵνα ἐντραπῇ» (Β΄ Θεσσ. 3,14).
* «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Τίτον 3,10:
*  «Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσειςἀπωλείας…· καὶ πολλοὶ ἐξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι᾿ οὓς ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται» (Β΄ Πέτρου 2, 1-3).
* «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε∙ ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ  τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (B΄ Ιωάνν. 10-11).
     «Aὐστηροτάτη εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ γιά τούς αἱρετικούς, ἡ ὁποία στό χωρίο αὐτό μεταφέρεται διά τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης. Ἀπαγορεύει ὁ Θεός οἱαδήποτε σχέσι σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τήν Ὀρθόδοξο καί Ἀποστολική πίστι.  Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή φθάνει εἰς τό σημεῖο τοῦ ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ, διότι καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό τῶν αἱρετικῶν γινόμεθα κοινωνοί τῆς πίστεως αὐτῶν.  Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι αὐτός ἀκριβῶς ὁ μολυσμός, τόν ὁποῖον ἀναφέρουν οἱ Πατέρες. Δηλαδή καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό γινόμεθα κοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί ἄρα μολυνόμεθα ὡς πρός τήν πίστι» (ἐδῶ). 
* Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἀλλ’ οὐδέ νά τούς προσφωνῆτε καί νά λέγετε εἰς αὐτούς τό συνειθισμένον χαῖρε, ἤτοι νά μή τούς χαιρετᾶτε.  Διατί ὅποιος εὑρεθῇ καί εἰπῇ τοῦτον μόνον τόν ψιλόν λόγον τοῦ χαιρετισμοῦ εἰς αὐτούς, αὐτός εὑρίσκεται ἐνταυτῷ καί τῶν ἀσεβῶν δογμάτων καί τῶν πονηρῶν αὐτῶν ἔργων συγκοινωνός καί συμμέτοχος. Ταύτην δέ τήν παραγγελίαν ἐρανίσθη ὁ Θεολόγος ἀπό τόν προφήτην Ἡσαΐαν, ὅστις λέγει ταῦτα∙ “οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν” (Ἡσ. 48,22). Διδασκόμεθα λοιπόν ἀπό ὅλα τά λόγια ταῦτα, ὅτι πρέπει νά ἀποστρεφώμεθα τούς κακοδόξους καί αἱρετικούς καί καμμίαν κοινωνίαν καί ἕνωσιν νά μήν ἔχωμεν μέ αὐτούς, οὐδέ τό χαῖρε νά προσφωνοῦμεν εἰς αὐτούς, ἀλλά νά τούς ἔχωμεν μισητούς και σιχαμερούς» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά  Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 655).
* «Εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς θείας κοινωνίας ἀφεκτέον… εἰ ἐσθίει τις μετά τοῦ μοιχοζεύκτου, ἤ μεθ' ἑτέρου αἱρετικοῦ ἀδιαφόρως, φυλακτέον μή συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις, κἄν ὑποκρίνωνται ὀρθοδοξεῖν∙ οὐ γάρ φυλάσσουσι τό πρόσταγμα τοῦ ἀποστόλου, τοῖς τοιούτοις, λέγοντος, μηδέ συνεσθίειν» (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολὴ Ναυκρατίῳ τέκνῳ).
     Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός μνημονεύει ἀπό φόβο τόν αἱρετικό Μητροπολίτη, πέραν τούτου ὅμως δέν ἔχει καμμία ἄλλη ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ὅταν ὅμως ὁ ἱερεύς μνημονεύει αἱρετικόν Ἐπίσκοπο ἤ ὁ Ἐπίσκοπος αἱρετικόν Μητροπολίτη, ἀπό αὐτούς δέν κοινωνοῦμε, ἔστω καί ἄν παρουσιάζωνται μέ τά λόγια καί τίς ὁμολογίες  ὡς Ὀρθόδοξοι: «εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς θείας κοινωνίας ἀφεκτέον» (ἐδῶ).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...