Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παντελής Πάσχος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παντελής Πάσχος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαΐου 26, 2012

Ορθοδοξία: Η Εκκλησία των Αγίων Πατέρων Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α Οικουμενικής Συνόδου -Παντελής Πάσχος


Ορθοδοξία: Η Εκκλησία των Αγίων Πατέρων
ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΛΗ σοφία και μεγάλη σύνεση στον τρόπο, με τον οποίον η αγία Εκκλησία μας καθόρισε τον εορταστικό κύκλο του εκκλησιαστικού λειτουργικού χρόνου. Κ’έχει πολύ βαθειά σημασία το γεγονός της συχνής υπομνήσεως, που κάνει η Εκκλησία στους πιστούς, με τις μνήμες ή τις Κυριακές των αγίων Πατέρων: θέλει δηλ. να μας δείξει αυτούς που αγωνίστηκαν κ’ έφτασαν μέχρι και το μαρτυρικό θάνατο, για να μείνει καθαρή κι αμόλυντη η πίστη των ορθοδόξων. Μας θυμίζει τους
μεγάλους πολέμους, μέσα στις ταραγμένες εποχές στη ζωή της Εκκλησίας, και τους αγώνες των Πατέρων, που, με τη χάρη του Θεού, πάντοτε καταλήγουν στη νίκη
της Ορθοδοξίας.
Αυτό είναι για μας μια ελπίδα, αλλά και μια μεγάλη κ’ επίσημη διάψευση των φόβων, των αγωνιών και ανησυχιών μας για το μέλλον της Ορθοδοξίας, που νομίζουμε πως οι αιρέσεις και οι πόλεμοι που κάθε μέρα αντιμετωπίζει -έσωθεν και έξωθέν- θα την εξαντλήσουν τάχα και θα την αφανίσουν. Οι γιορτές των αγίων Πατέρων μας δείχνουν, πως η Εκκλησία πέρασε πολύ πιο δύσκολες στιγμές απ’ τις σημερινές, αλλά με το να μείνει σταθερή στα ορθόδοξα δόγματα και στη γερή κι ασάλευτη πέτρα της Παραδόσεως στερεωμένη, νίκησε πάντοτε τους πολεμίους της, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, κ’ έβγαινε ύστερ’ από κάθε μάχη πιο λαμπερή
και πιο φωτεινή και με περισσότερα κάστρα γύρω της, που οι Πατέρες έχτιζαν για να φυλάξουν τους αρίφνητους θησαυρούς της αγίας μας Ορθοδοξίας. Έτσι, με
τους αγώνες και τους πολέμους που αντιμετώπιζαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, απαντούσαν στους εχθρούς της Ορθοδοξίας μ’ ένα πλήθος συνοδικών κανόνων
και δογμάτων, που ερμηνεύουν αυθεντικά την Αγία Γραφή και θεμελιώνουν με το βίο και τη διδασκαλία τους την Παράδοση της Ορθοδοξίας, που είναι η ωραιότερη,
η αληθινώτερη και -παρόλες τις ποικιλίες και αποχρώσεις στη διδασκαλία των αγίων Πατέρων- η πιο πολύ σφιχτά ενωμένη, απ’ όλες τις παραδόσεις, με το πνεύμα
του Ευαγγελίου• γιατί η «συμφωνία» που υπάρχει μέσα στο θείο χορό των αγίων Πατέρων, και η οποία δείχνει τη βιωματική συνοχή της Εκκλησίας, είναι καρπός
και αποτέλεσμα του θείου φωτισμού και της χάριτος του Θεού.
Οι άγιοι Πατέρες, με το ορθό δόγμα της πίστεως και με την αγία ζωή τους, είχαν γίνει άξιοι των επιλάμψεων του αγίου Πνεύματος, το Οποίο κυρίως τους φώτιζε να ερμηνεύουν και να διδάσκουν ορθά το άγιο Ευαγγέλιο, και να το προσφέρουν, ανάλογα με την προσληπτικότητά μας, ως δόγμα, ως λόγο και ως ζωή. Να γιατί -πολύ εύστοχα- ονομάζεται η αγία Ορθοδοξία μας Εκκλησία των αγίων Πατέρων. «Διότι την υπερφυά παρουσίαν του αγ.Πνεύματος εντός της Εκκλησίας, διά των Πατέρων εμάθομεν. Την ερμηνείαν του Ευαγγελίου της χάριτος του Χριστού, οι Πατέρες έδωκαν εις τον κόσμον: Τι θα ήτο η Εκκλησία δίχως «τα πάγχρυσσα στόματα του Λόγου», τους «οπλίτας παρατάξεως Κυρίου», τα «oργανα του αγ. Πνεύματος»; Ίδετε τον κονιορτοποιήσαντα την Εκκλησίαν Προτεσταντισμόν. Καταμάθετε τας αντορθοδόξους καινοτομίας, τας αιρέσεις, τας υπερβολάς, την εγκοσμιότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υποκαταστησάσης
την δι’ αγίου Πνεύματος πυριζομένην ακράδαντον αυθεντίαν των Πατέρων, διά των εξ υψηλοφροσύνης επίσφαλών ανθρωπίνων συλλογισμών (αλάθητον του Πάπα κ.λ.π.). Φοβήθητε την επιφαινομένην νόθευσιν του Ευαγγελίου εν τη Εκκλησία.
Αποτολμά ο λόγος να υποστηρίζη, ότι οι Άγιοι Πατέρες αποτελούν τα ασφαλή μέτρα της περί Θεού και ανθρώπων καθολικής και επί μέρους αληθείας. Αυτοί είναι οι οξυδερκείς της Εκκλησίας οφθαλμοί… oι απλανείς οδηγοί, οι φυσικοί ερμηνείς του Ευαγγελίου, ως θεωρίας και πράξεως» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Αθωνικά άν0η, σελ. 113).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας στηρίζεται πάνω στην αγία Γραφή και στην ιερά Παράδοση, δηλ. στο Άγιον Ευαγγέλιο και στους αγίους Πατέρας. Όλος ο αγώνας των
τέκνων της Εκκλησίας ειναι να φτάσουν στη θείαν αλήθεια και σωτηρία της ψυχής τους, διά μέσου της αγιότητος, που διδάσκει το άγιο και ιερόν Ευαγγέλιο.
Γι’ αυτό κ’ ένας νεώτερος συγγραφέας λέγει για την Εκκλησία του Θεού, πώς «είναι οι κληθέντες άγιοι, η συνάθροισις των πιστών, των κληθέντων εις αγιότητα»
(Κορέσιος). Για να φτάσουμε, όμως, στη σώζουσα αλήθεια του Ευαγγελίου, χρειαζόμαστε ένα έμπειρον οδηγό• γιατί, κι αμαρτωλότητα πολλή έχει σκοτίσει τα πνευματικά μάτια μας, και η πείρα μας λείπει για πνευματικές πορείες τόσο φοβερές, και οι κίνδυνοι που μας περιμένουν σ’ αυτό το δρόμο είναι μεγάλοι και δυσκολοπολέμητοι.
Κι αυτός ο οδηγός δεν είναι άλλος απ’ την Παράδοση των Πατέρων της Ορθοδοξίας. Οι φωτεινότεροι οδηγοί της πορείας μας προς τη σωτηρία είναι οι άγιοι Πατέρες.
Έξω απ’ αυτούς καραδοκεί ο κίνδυνος των αιρέσεων. Ας μη μας κατηγορήσει εδώ κανείς, πως υπερτονίζουμε τη σημασία της Παραδόσεως εις βάρος της αγίας Γραφής.
Τα άκρα του Προτεσταντισμού και του Ρωμαιοκαθολικισμού δεν ανήκουν στις συνήθειες της Ορθοδοξίας, η οποία πλησιάζει τον απλό αλλά βαθύ και υψηλό σε σώζοντα νοήματα λόγο του Θεού, με την ταπείνωση και την αγιότητα των αγίων Πατέρων. Η Εκκλησία μας τάχει ενωμένα Ευαγγέλιο και Παράδοση. Ούτε Ευαγγέλιο θα υπήρχε, αν δεν μας τα διέσωζε η Παράδοση, και δεν το ερμήνευαν οι πνευματέμφοροι άγιοι Πατέρες• ούτε άγιοι Πατέρες μπορούν να νοηθούν δίχως τη θεωρία του Ευαγγελίου. Οι άγιοι Πατέρες είναι η πράξη του Ευαγγελίου. Μια πράξη, που ενώνει διά των μυστηρίων της σωτηρίας τη ζωή όλης της Εκκλησίας κάτω απ’ το σταυρό του Χριστού. «το γαρ της Εκκλησίας όνομα, λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ου χωρισμού, αλλ’ ενώσεως και συμφωνίας εστίν όνομα». Αυτή η πράξη μας δείχνει πως η ορθή διδασκαλία είναι καρπός αγίας ζωής. Αν η θεολογία των Πατέρων ήταν μια απλή γνώση, δίχως τη βίωση του λόγου του Θεού, η θεολογία τους δεν θα διέφερε απ’ τις ευσεβείς φλυαρίες των αιρετικών. Γιατί κ’ οι αιρετικοί ήταν δεινοί στη μόρφωση και στη γνώση. Αλλά η εκτροπή τους απ’ την οδό της αγιότητος (στους πιο πολλούς,
τουλάχιστον, αυτή είναι η σπουδαιότερη αιτία), τους έρριξε σε σατανικές αιρέσεις και τους παρέσυρε έξω απ’ την Εκκλησία. Έξω, όμως, από τον αγιασμένο περίβολο
της Εκκλησίας, κατά την αρχαία ρήση του αγίου Κυπριανού, δεν υπάρχει σωτηρία – «extra ecclesiam nulla salus». Βγαίνοντας κανείς απ’ την Εκκλησία, για οποιοδήποτε
λόγο, είναι σα να παραδίδει τον εαυτό του στη δυναστεία του σατανά, όπως λέγει ο Μέγας Φώτιος: «οι γαρ των εκκλησιών εξωθούμενοι, έξω της θείας γινόμενοι
κηδεμονίας, υπό την βουλήν και δυναστείαν πίπτουσι του σατανά». Μ’ αυτούς τους αιρετικούς μοιάζουν κ’ εκείνοι, που για να δικαιολογήσουν την εγωϊστική
τους και σατανική φυγή από την Εκκλησία, ρίχνουν το βάρος στους λειτουργούς της Εκκλησίας, λέγοντας: «Με αυτόν τον ιερέα, και με αυτόν τον επίσκοπο, δεν
μπορώ να προσευχηθώ, σκανδαλίζομαι. Προτιμώ να κάμω την προσευχή μου στο σπίτι, στο χωράφι, στην αίθουσα ενός συλλόγου ή όπου αλλού, παρά να πάω στην Εκκλησία, που διακονείται από αυτά τα πρόσωπα…». Πόσο, αλήθεια, θα χαίρεται ο σατανάς, με κάτι τέτοιες δικαιολογίες των ευσεβοφρόνων πιστών!
Δεν είναι ο τόπος εδώ να εξηγήσουμε με λεπτομέρειες όλη την τακτική του σατανά σ’ αυτό τον πόλεμο τον εσωτερικό. Πρέπει όμως να πούμε, πως αυτοί οι τύποι,
πολλές φορές είναι πιο επικίνδυνοι από πολλούς αδιάφορους ή άθεους. Στις Πράξεις των Αποστόλων βρίσκεται μια σχετική ομιλία του Αποστόλου Παύλου, προς
τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Μιλήτου και της Εφέσου: «και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω
αυτών» (Πράξ. κ’ 30). «Δεν είναι ανάγκη, λέγει ένας σύγχρονος ποιμήν και εκκλησιαστικός συγγραφέας, να ονομάσωμεν αυτούς τους «εξ ημών αυτών», περί των
οποίων ομιλεί ο Απόστολος. Είναι όλοι ανεξαιρέτως όσοι θέτουν σκοπόν των «αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» -να αποσπούν τους πιστούς και να τους σύρουν οπίσω των, να δημιουργούν συμπαθείας και προτιμήσεις γύρω από τα πρόσωπά των και να γίνωνται αρχηγοί κομμάτων εις την Εκκλησίαν. Οι αληθινοί ποιμένες δεν χωρίζουν τους πιστούς, και δεν προβάλλουν τον εαυτόν τους μεταξύ των πιστών, δεν τους κατατυραννούν ψυχικώς, και δεν δεσμεύουν την πνευματικήν των ελευθερίαν. Διότι αυτό συμβαίνει, με όσους κινούνται και δρουν έξω από την παράδοσιν και την τάξιν της Εκκλησίας• δημιουργούν ένα κύκλον εντος της Εκκλησίας, και εις το κέντρον του κύκλου τοποθετούν τον εαυτόν τους» («Οικοδομή» εβδομαδιαία, έτος Β’ άρ. 22, 29 Μαΐου 1960). Τους κινδύνους αυτούς φοβάται κι ο ιερός Χρυσόστομος, όταν συμβουλεύει εκείνους που έχουν ελαττωμένη την εμπιστοσύνη τους προς τα πρόσωπα της Εκκλησίας και θέλουν ν’ απομακρυνθούν απ’ την ευλογημένη μάνδρα της: «μένε εις την Εκκλησίαν, λέγει, και ου προδίδοσαι υπό της Εκκλησίας• αν δε φύγης από Εκκλησίας, ουκ αιτία η Εκκλησία. Εάν μεν γαρ ης έσω, ο λύκος ουκ εισέρχεται• εάν δε εξέλθης έξω, θηριάλωτος γίνη• αλλ’ ου παρά την μάνδραν τούτο, αλλά παρά την σην μικροψυχίαν. Εκκλησίας γαρ ουδέν ίσον».
Πρέπει επίσης να προσέχουμε πολύ στη σύγχυση που δημιουργεί ο σατανάς με τις διαβολές του γύρω απ’ τό αιώνιο θέμα της Εκκλησίας και των φορέων της ιερωσύνης.
Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να έχουμε πάντοτε ιερείς ή επισκόπους του ύψους του Χρυσοστόμου ή του αγ. Ισιδώρου του Πηλουσιώτη. Αλλ’ αυτό δεν πρέπει να μας
απομακρύνει από την Εκκλησία. Αν μπορούμε, πρέπει να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, ή να μπούμε κ’ εμείς μέσα στο δοκιμαζόμενο σκάφος της Εκκλησίας και, με
τον άγιο βίο μας και την ορθή διδασκαλία, να διακονήσουμε το Ευαγγέλιο, και όχι να αποσπάσουμε μια μερίδα πιστών, τάχα για να εκδικηθούμε τον ιερέα ή τον επίσκοπο, και να φτιάξουμε δική μας Εκκλησία ή δικό μας σύλλογο, πράγμα πολύ συνηθισμένο σήμερα «της μόδας», όπως λέγει ο Παπαδιαμάντης κάπου: «θα ήτο
θρασύτης εκ μέρους μας, λέγει, αν ενομίζαμεν ότι έπρεπε να κάμωμεν ενταύθα λόγον περί τινων άλλων διακεκριμένων θεολόγων, οίτινες μετέφερον τας θρησκευτικάς συνάξεις εις μίαν αίθουσαν συλλόγου. Πολύ παράξενοι δεν είμεθα, και εννοούμεν κάλλιστα, ότι καθ’ ον τρόπον υπάρχουσι λ.χ. φωτογράφοι της μόδας, φραγκορράπται
της μόδας κ.λ.π., ούτως επόμενον είναι να υπάρχουσι και θεολόγοι της μόδας»! Αλλά σ’ ενα άλλο σημείο ο Παπαδιαμάντης ξεκαθαρίζει τη στάση των πιστών τέκνων
της Εκκλησίας -και απέναντι σ’ Εκείνη και απέναντι στους φορείς της ιερωσύνης- όταν απαντά στο «Λόγο» του Απ. Μακράκη: «Εγώ είμαι τέκνον γνήσιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκπροσωπουμένης υπό των Επισκόπων της. Εάν δε τυχόν πολλοί τούτων είναι αμαρτωλοί, αρμοδία είναι να κρίνη μόνη η Εκκλησία και μόνον το άπειρον έλεος του Θεού ημείς πρέπει να επικαλούμεθα». Πρέπει, πραγματικά, να προσέχει πολύ o χριστιανός, γιατί ο σατανάς χρησιμοποιεί με καταπληκτική ευκολία και πονηριά και τα δεξιά και τ’ αριστερά όπλα, για να μας βγάλει απ’ το δρόμο της Εκκλησίας, κ’ ύστερα να μας παραδώσει «εις νουν αδόκιμον», να μας διχάσει
και από τους φίλους και ομοιδεάτες μας, και να μας ρίξει στην απώλεια.
***
Πρέπει, να υπογραμμίσουμε, με πολλή λύπη, μια νοσηρή κατάσταση που υπάρχει στους ορθοδόξους χριστιανούς της Εκκλησίας μας σήμερα, που αδιαφορούν για τα
δόγματα των Πατέρων και τη γραμμή της Ορθοδοξίας. Έτσι αφήνεται ελεύθερο το έδαφος σ’ ένα πλήθος καλοθελητών, που άλλοτε με το πρόσχημα της «φιλανθρωπίας»
του δολλαρίου και άλλοτε της «διδασκαλίας» του λόγου του Θεού, κάνουν θραύση μέσα στο ευσεβές ποίμνιο της Ορθοδοξίας. Αυτοί οι βαρείς λύκοι, που πολεμούν
την ενότητα της Εκκλησίας, έχουν πολλά ονόματα, αλλά τα πιο φοβερά είναι των «Χιλιαστών» («μαρτύρων του Ιεχωβά»), των «Ευαγγελικών», των «Αντβεντιστών»,
των παραλλαγμένων κάπως και μεταμορφωμένων Ρωμαιοκαθολικων κ.ά. Εμείς, βέβαια, δεν δίνουμε και πολλή σημασία, γιατί δεν υποψιαζόμαστε τι κινδύνους κρύβει η αλιεία αυτή εκ μέρους των αιρετικών στα νερά της Ορθοδοξίας, όπου τα «χωρικά ύδατα» δεν φυλάγονται όπως πρέπει από μας. Οι Πατέρες όμως λέγουν, πως η αίρεση είναι θάνατος και χωρισμός από το Θεό. Σ’ ένα βιβλίο παμπάλαιο της Ορθοδοξίας βρίσκεται τούτο το γεγονός, που αναφέρεται στον αββά Αγάθωνα.
Μερικοί ασκηταί, που άκουσαν τη φήμη του και τη μεγάλη διάκριση που είχε, πήγαν να τον επισκεφθούν. Θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται, τον ρώτησαν: «Εσύ
είσαι ο Αγάθων, που λένε πως είσαι πόρνος και υπερήφανος;» –«Nαι, αδελφοί μου, εγώ είμαι». -«Εσύ είσαι o Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος;» -«Nαι, αδελφοί
μου, εγώ είμαι». «Εάν είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;» Τότε ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Όχι, δεν είμαι αιρετικός!» Οι ασκηταί τον ρώτησαν να τους πει, γιατί όσα
του έλεγαν πρώτα τα παραδέχονταν για τον εαυτό του, ενώ το λόγο τούτο, με την κατηγορία του αιρετικού, δεν τον βάσταξε; Κ’ εκείνος, ο γέροντας ο άγιος
και διακριτικός, τους απάντησε: «Τα πρώτα, εμαυτώ επιγράφω• όφελος γαρ έστι τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός εστι από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι
από Θεού». Οι ασκηταί θαύμασαν την πνευματική σοφία της διακρίσεως του γέροντα, κ’ έφυγαν πνευματικά οικοδομημένοι.
***
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι το «πίον και τετυρωμένον όρος», που δεν έχει να φοβηθεί τιποτε από τις αιρέσεις και τους αιρετικούς. Όλα τα πράγματα της Εκκλησίας είναι σε μια ιερή ενότητα δεμένα, που δεν αφήνουν περιθώρια για λιποταξίες -στους πραγματικούς τουλάχιστον και συνειδητούς ορθοδόξους. «Έκλυτον γαρ ουδέν, ή υδαρές εν τη Εκκλησία λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, αλλ’ έστι τα πάντα συνεσφιγμένα προς ευσέβειαν». Ο φόβος, όμως, είναι όταν οι αιρέσεις, που
μνημονεύσαμε, εκμεταλλεύονται τη δική μας αδράνεια ή αμαρτωλότητα. Κι αυτό γίνεται αιτία να αληθεύει ο λόγος του προφήτου: «το γαρ όνομα του Θεού δι’ υμάς
βλασφημείται». Γιατί, όσες γνώσεις κι αν έχουμε για την Ορθοδοξία και τους αγίους Πατέρας, δεν πρόκειται να μας ωφελήσουν σε τίποτε, αν δεν βιώσουμε οι
ίδιοι ό,τι εκείνοι πρώτα έζησαν κ’ ύστερα μας εδίδαξαν. «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το
θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Κ’ επειδή η φύση και o χαρακτήρας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Εκκλησίας των Πατέρων είναι ασκητικός, πρέπει με
άσκηση κ’ εμείς να μιμηθούμε το βίο τους, το κατά δύναμη, για να καταλάβουμε τη διδασκαλία τους ως το πιο μυστικό βάθος. Αυτό θα μας δώσει μια καινούργια δύναμη και θα σβήσει τη φλογισμένη δίψα μας. Αυτή την αλήθεια τονίζει και ο υμνογράφος, στην γ’ ωδή του Κανόνος της Κυριακής των Αγ. Πατέρων:
«Ανακαθαίρει θολερούς και βορβορώδεις χειμάρρους,
εκ πηγών του σωτηρίου αντλήσας, και διψώντα τον λαόν, τον του Χριστού κορέννυσι,
των διδαχών τοις ρείθροις, ο των Πατέρων κατάλογος».

Τρίτη, Απριλίου 03, 2012

Καθηγητής Παντελής Πάσχος - Εισαγωγικά στην Μεγάλη Εβδομάδα


Καθηγητής Παντελής Πάσχος - Εισαγωγικά στην Μεγάλη Εβδομάδα


Περάσαμε πιά το πέλαγος της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Και τώρα στεκόμαστε μπροστά στη θύρα της Μεγάλης Εβδομάδος, οπού ονομάζεται Μεγάλη όχι γιατί είναι μεγαλύτερη, ή έχει περισσότερες μέρες, αλλά «επειδή μεγάλα ημίν γέγονεν εν αυτή παρά του Δεσπότου κατορθώματα. Και γάρ εν αυτή τη εβδομάδι τη Μεγάλη, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, η χρονία του διαβόλου κατελύθη τυραννίς· ο θάνατος εσβέσθη· ο ισχυρός εδέθη· τα σκεύη αυτού διηρπάγη· αμαρτία ανηρέθη· η κατάρα κατελύθη· ο Παράδεισος ανεώχθη· ο Ουρανός βάσιμος γέγονεν· άνθρωποι αγγέλοις ανεμίγησαν· το μεσότοιχον του φραγμού ήρθη· το θριγγίον περιηρέθη· ο της ειρήνης Θεός ειρηνοποίησε τα άνω και τα επί της γής· διά τούτο Μεγάλη καλείται Εβδομάς».Όντως φοβερά αυτής της εβδομάδος τα Μυστήρια! Όλη η ποίηση του Χριστιανισμού και όλη η δόξα της Ορθοδοξίας, από αυτή την εβδομάδα πηγάζουν. Απ᾿ τον καιρό που, μαθητούδια ακόμη, παίρναμε απ᾿ το ζεστό χέρι της μάνας μας τη σύνοψη και το κερί, που καθώς ήταν αγνό μοσκοβολούσε σάν λιβάνι όταν έκαιγε, και πηγαίναμε στις ακολουθίες του Νυμφίου, ή στις Μεγάλες Ώρες των Παθών, της Μεγ. Πέμπτης και της Μεγ. Παρασκευής, όπου κλαίγαμε από καρδιάς μπρός στον Εσταυρωμένο, καθώς αποθέταμε με τρέμοντα δάχτυλα τα παρθενικά αγριολούλουδα, που με μίαν ολόζεστη λαχτάρα τρέχαμε να μάσουμε στους κήπους και στα χωράφια· απ᾿ τα μικρά μας εκείνα χρόνια, που προσμέναμε να ῾ρθει η εβδομάδα των Παθών, για να δεχτούμε ύστερα και την Ανάσταση, μέχρι τα γηρατειά μας τα βαθιά, αυτή η Εβδομάδα είναι που μάς κρατάει συντροφιά με τον πόνο της, με τα δάκρυά της, με τη λύπη της, αλλά και με τη χαρά και την ευφροσύνη της Αναστάσεως, που ακολουθεί.
Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοσοφία της ζωής, που η αγία Εκκλησία μας την δίνει με τον πιό ωραίο, απλό και κατανυκτικό τρόπο στη Μεγάλη Εβδομάδα. Και είναι αλήθεια, ότι αυτή η φιλοσοφία, που δεν είναι άλλη από την υψηλή θεολογία του Σταυρού, δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να την αφομοιώσει και να την κατανοήσει έξω από τον εκκλησιαστικό περίβολο, έξω από τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
Έξω από την Εκκλησία, ο Σταυρός ή η Μεγάλη Εβδομάδα γίνεται λογοτεχνία, γίνεται θέατρο ή κινηματογράφος, γίνεται στοχαστική διάλεξη ή δημοσιογραφικό άρθρο, γίνεται ευκαιρία για να δοκιμάσει κανείς τις ικανότητές του μ᾿ έναν τρόπο – οποιοδήποτε – επάνω σ᾿ ένα σοβαρό θέμα. Και μόνο μέσα από τις ιερές Ακολουθίες και τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας, μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην κορφή της πνευματικής φιλοσοφίας και στη δόξα της Αναστάσεως, ανεβαίνοντας τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά και περνώντας πνευματικά μέσα από την αγωνία της Σταυρώσεως.
Ο ορθόδοξος χριστιανός, όλη την Εβδομάδα έχει ένα μεγάλο δρόμο να οδοιπορήσει. Μεγάλο, όχι με τις εξωτερικές, αλλά με τις εσωτερικές διαστάσεις. Ένα δρόμο, που περπάτησε ο ίδιος ο Χριστός. Ναί, κι άς μή φανεί σε κανέναν αυτό το πράγμα παράδοξο. Αν δεν «συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν», δεν θα μπορέσουμε οὔτε τη Μεγαλοβδομάδα να νιώσουμε, οὔτε και στην Ανάσταση να φτάσουμε μαζί του. Σ᾿ αυτό το δρόμο, που βρίσκεται πάντα κάτω απ᾿ τη σκιά του Σταυρού, και αντικρύζει στο βάθος το φωτεινό λόφο της Αναστάσεως, οι άγιοι Πατέρες έβαλαν μερικά σημάδια σάν ορόσημα, που μάς βοηθούν κι αυτά μ᾿ έναν ειδικό το καθένα τρόπο, για να πετύχουμε το σκοπό μας.
Τη Μεγάλη Δευτέρα, μετά το Κοντάκιο και τον Οίκο της ημέρας, θ᾿ ακούσουμε μαζί με το σύντομο συναξάρι, αυτό το υπόμνημα: «τη Αγία και Μεγάλη Δευτέρα, μνείαν ποιούμεθα του μακαρίου Ιωσήφ του παγκάλου και της υπό του Κυρίου καταρασθείσης συκής». Δοξάζεται και τιμάται ο πάγκαλος Ιωσήφ, γιατί «της Αιγυπτίας τότε ταίς ηδοναίς μή δουλεύσας», εσκλαβώθηκε μέν κατά το σώμα, αλλά κατά την ψυχή έμεινε αδούλωτος, ο αοίδιμος και σώφρων, και έτσι αξιώθηκε να γίνει κυρίαρχος όλης της Αιγύπτου. «Ο Θεός γάρ παρέχει τοίς δούλοις αυτού στέφος άφθαρτον». Η κατάρα έπειτα της άκαρπης συκιάς, μάς λέει ν᾿ αποφεύγουμε το πάθος και να κάνουμε έργα και καρπούς πνευματικούς, για να μή μάς εύρει ο Χριστός με φύλλα μοναχά σάν έρθει, και μάς δείξει τη φωτιά, σάν μοίρα αναπόφυγη των ακάρπων μας δέντρων.
Τη Μεγάλη Τρίτη θ᾿ ακούσουμε: «της των δέκα παρθένων παραβολής μνείαν ποιούμεθα», δηλ. των πέντε φρονίμων και των πέντε μωρών παρθένων, με τις διδακτικές λαμπάδες τους. Μάς συμβουλεύει κ᾿ εδώ με ύμνους εξαίσιους η Εκκλησία μας, «να σπουδάσωμεν να ανάψωμεν τάς νοητάς λαμπάδας των ψυχών μας, ως αι φρόνιμοι εκείναι παρθένοι. Διατί; Ίνα με το λαμπρόν φώς των λαμπάδων μας και με ύμνους πνευματικούς, συναπαντήσωμεν τον αθάνατον νυμφίον των ψυχών, δηλαδή τον Δεσπότην μας Ιησούν Χριστόν, όστις θα έλθει εν τη συντελεία του κόσμου, διά να εμβάσει τάς δρονίμους ψυχάς μέσα εις τον ουράνιον νυμφώνα της αϊδίου τρυφής τεσ και βασιλείας».
Τη Μεγάλη Τετάρτη: «της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι πρό του σωτηρίου Πάθους μικρόν τούτο γέγονεν». Ποιός δεν δακρύζει, όταν σκεφθεί ότι, ενώ όλοι αμαρτάνουμε (και πολλές φορές βαρύτερα από την πόρνη) ωστόσο δεν ακολουθούμε το παράδειγμά της, για να σβήσουμε με δάκρυα μετανοίας το χειρόγραφο, που είναι φορτωμένο με το πλήθος των αμαρτιών μας.
Τη Μεγάλη Πέμπτη «εορτάζομεν τον Ιερόν Νιπτήρα, τον Μυστικόν Δείπνον, την υπερφυά προσευχήν και την Προδοσίαν». Η κυριαρχούσα μορφή – αιώνιο σύμβολο σκότους συνειδήσεως και παράδειγμα προς αποφυγήν – είναι η προδοτική όψη του Ιούδα.
Τη Μεγάλη Παρασκευή «τα Άγια και Σωτήρια και Φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν».
Και το Μέγα Σάββατον «την Θεόσωμον Ταφήν και την εις Άδου κάθοδον του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν».
Είπαμε, ότι πίσω από τα μαρτύριο και το Πάθος της Σταυρώσεως, ο ορθόδοξος χριστιανός βλέπει πάντοτε το γλυκό φώς της Αναστάσεως. Είναι αυτό που τον εμποδίζει να ιδεί τα Πάθη μέσα σ᾿ ένα ζοφερό και καταλυτικό σκοτάδι. Ο ορθόδοξος – και ο Έλληνας ιδιαίτερα, που πέρασε τόσα και τόσα πάθη μέσα στη μακραίωνη πορεία της ιστορίας του – είναι ντυμένος με το ζεστό ένδυμα της χαρμολύπης. Πάσχει και υποφέρει, αλλά όχι με ασυγκράτητο σαρκικό πόνο. Η πνευματική φιλοσοφία του Σταυρού, αυτές τις ημέρες ειδικώτερα, πρέπει να είναι ο επιούσιος άρτος μας, ο άρτος της ζωής μας. Ιδού πώς βλέπουν μερικοί από τους αγίους Πατέρας το Σταυρό και το μυστήριο της Σταυρώσεως.
Ο ακάνθινος στέφανος φανέρωσε ότι ο Κύριος εξάλειψε την κατάρα που έλαβε η γή, να βλαστάνει αγκάθια και τριβόλια και ότι ο Χριστός αφάνισε τις μέριμνες και τις οδύνες της παρούσης ζωής.
«Εξεδύθη τα ιμάτια και ενεδύθη την πορφύραν, διά να εκδύσει τους δερματίνους χιτώνας της νεκρώσεως, οπού εφόρεσεν ο Αδάμ μετά την παράβασιν. Κάλαμον έλαβεν ο Κύριος εις την δεξιάν, ως σκήπτρον, διά να θανατώσει τον αρχαίον όφιν και δράκοντα· έλαβε κάλαμον, διά να σβήσει το χειρόγραφον των αμαρτιών μας. Έλαβε τον κάλαμον διά να υπογράψει βασιλικώς, με το κόκκινον αίμα του, το γράμμα της συγχωρήσεως των αμαρτιών μας, καθότι και οι βασιλείς με κόκκινον κιννάβαρι υπογράφουσιν».
»Εις το ξύλον εσταυρώθη, διά το ξύλον της γνώσεως. Έλαβε την γεύσιν της χολής και του όξους, διά την γλυκείαν γεύσιν του καρπού του απηγορευμένου. Έλαβε τα καρφία διά να καρφώσει την αμαρτίαν. Άπλωσε τάς χείρας εις τον Σταυρόν, διά να ιατρεύσει το άπλωμα των χειρών του Αδάμ και της Εὔας, οπού εποίησαν εις το απηγορευμένον ξύλον, και διά να ενώσει τα μακράν διεστώτα, αγγέλους και ανθρώπους, ουράνια και επίγεια. Έλαβε τον θάνατον, διά να θανατώσει τον θάνατον. Ετάφη, διά να μή στρεφώμεθα πλέον ημείς εις την γήν, ως το πρότερον...».
»Εσκοτίσθησαν οι φωστήρες, διά να φανερώσουν ότι πενθούσι τον Σταυρωθέντα. Αι πέτραι εσχίσθησαν, διότι έπασχεν η πέτρα της ζωής. Εις το ύψος του Σταυρού ανέβη, διά το πτώμα οπού έπαθεν ο Αδάμ. Και τελευταίον ανέστη, διά την ιδικήν μας ανάστασιν!».
Ώ! Ευτυχισμένοι και τρισμακάριοι, όσοι μπορέσουν ν᾿ αφήσουν τις βιοτικές τους μέριμνες αυτές τις μέρες, κι αρχίσουν από τώρα, από αυτή την ώρα κιόλας, την ευλογημένη πορεία δίπλα στον πορευόμενο προς το Πάθος Χριστό! «Δεύτε οὖν και ημείς, συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν, και νεκρωθώμεν δι᾿ αυτόν, ταίς του βίου ηδοναίς», «ίνα μή μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού».

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2012

Ὁ χρόνος καὶ ὁ ἄνθρωπος


Πάσχος Παντελῆς



Ὑπάρχει ἕνας χρόνος, ποὺ μετροῦμε τὶς ὧρες μας, τὶς νύχτες καὶ τὶς μέρες, τὰ χρόνια καὶ τοὺς αἰῶνες – ὁ φυσικὸς ἢ κοσμολογικὸς χρόνος· κ’ ἕνας ἄλλος χρόνος, ποὺ γεμίζουμε μὲ τὰ ψυχικά μας γεγονότα καὶ τὴν πνευματική μας καλὴ ἢ κακή, δραστηριότητα – ὁ ψυχολογικὸς ἢ ὑποκειμενικὸς χρόνος. Ὁ πρῶτος εἶναι ἕνας δρόμος, ποὺ τὸν ὑποδιαιροῦμε ἀνάλογα καὶ τὸν περπατοῦμε. Ὁ δεύτερος εἶναι ἕνα ἀπέραντο ποτάμι, ποὺ τὸ διαπλέουμε μὲ τὸ φτωχὸ σκαρί μας, πότε μὲ ἥλιο, πότε μὲ βροχή, πότε μὲ κάλμα ἢ μὲ τρικυμία, πότε ἀργὰ καὶ πότε γρήγορα, σύμφωνα μὲ τὸ ρεῦμα· ὅμως, ἀφήνοντας σὲ κάθε στάλα του κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας.

Γιὰ μερικοὺς ἀνθρώπους τὸ ἐγὼ, ἀντὶ νὰ λάμνει καὶ νὰ σκίζει μὲ τὴ δράση του «τοῦ ποταμοῦ τὰ ὁρμήματα», γίνεται δέντρο, ὄχι «παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων», ἀλλὰ στὴ μέση τοῦ πόταμου μὲ τὰ κλαδιὰ του ἁπλωμένα. Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ «πανδαμάτωρ» παρασέρνει τὸ δέντρο συνηθέστατα.

Μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ πῶ σὲ κάποιον ποὺ ρωτάει, πότε ἄρχισε ὁ χρόνος, ὅπως κι ὅταν θὰ μὲ ρωτήσουν, πότε ἄρχισε νὰ ὑπάρχει ὁ Θεός· ὡστόσο, δὲ θέλω τώρα νὰ ξεφύγουμε σὲ φιλοσοφικὲς ὁρολογίες, μὲ τὸ «χωρόχρονο» καὶ τὰ λοιπά. Ὅμως ἂν ἐπιμένει νὰ ρωτάει, θὰ τοῦ πῶ πὼς καὶ ὁ χρόνος κι ὁ Θεὸς εἶναι «αἰώνιοι. Ἀλλὰ μὲ μία διάκριση· ἡ αἰωνιότητα τοῦ χρόνου εἶναι μικρότερη ἀπ’ τὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ χρόνος ξεκινάει ἀπ’ τὰ χέρια Του. Μὲ τὸ «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος» τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸ ὑπέρχρονο τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ μικραίνει κάπως τὴν αἰωνιότητα τοῦ χρόνου – σὲ ποιότητα τουλάχιστον, ἂν ὄχι σὲ ποσότητα, σὲ διάρκεια ὑλιστικὰ καὶ συνηθισμένα χρονική.

Παιδεύομαι νὰ βρῶ ἀπὸ καιρό, ἕναν ὁρισμὸ τοῦ χρόνου. Ὁ Πυθαγόρας τὸν λέγει «σφαῖρα τοῦ περιέχοντος»· ὁ Ξενοκράτης «μέτρον τῶν γεννητῶν»· ὁ Πλωτῖνος στὶς περίφημες Ἐννεάδες του «ζωὴν τῆς ψυχῆς»· ὁ Πλούταρχος «τὸν βίον πάντα» κι ἄλλοι ἀλλιῶς. Ἀφοῦ, ὅμως, ζοῦμε μέσα στὸ χρόνο κι αὐτὸς ζεῖ μέσα μας, κι ἀφοῦ περιεχόμενο εἶναι ὅ,τι τὸ ἐγὼ μας ἔζησε καὶ ζεῖ ὑπεύθυνα, νομίζω πὼς ὁ χρόνος εἶναι ἕνας πνευματικὸς χῶρος ποὺ ἐναποθηκεύουμε τὸ λόγο καὶ τὴν πράξη μας• ἕνα μεγάλο πλαίσιο ὑποκειμενικότητας, ὅπου ἐναποθέτουμε τὴν ἑκάστοτε ἀντικειμενικότητα· ἕνας παρθενικὸς καμβάς, ὅπου κεντοῦμε νεράιδες ἢ φαντάσματα, ἀνθοὺς ἢ σερπετά, ἀγγέλους ἢ δαιμόνια -ἀνάλογα μὲ ὅ,τι ἔχει ἢ μπορεῖ κανένας νὰ κεντήσει μόνος του, προσωπικά.

Εἶναι πολὺ γνωστό, πὼς στὸν ὑποκειμενικὸ ἢ ψυχολογικὸ χρόνο, ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ πάντα μὲ τὴν ἴδια ἔνταση, γι’ αὐτὸ δὲ λογαριάζει μὲ τὰ ἴδια μέτρα τὴν ποιότητα καὶ τὴν ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία τρέχει. Ὁ νέος μας νιώθει ὅτι ἀνεβαίνει πολὺ ἀργὰ στὴν κορυφὴ τοῦ χρόνου κ’ ἔχει, ὅπως λογαριάζει, ὅλη τὴν ἄνεση γιὰ ὁποιαδήποτε ἀπόλαυση κ’ ἐπιτυχία – ἐδῶ φυτρώνουνε τὰ περισσότερα ρόδα καὶ ὄνειρα τῆς αἰσιοδοξίας τῶν νέων μας. Ἀντίθετα, ὁ ἡλικιωμένος αἰσθάνεται πὼς ἔγειρε πιὰ καὶ πὼς πῆρε τὸν κατήφορο, ὅπου μὲ καταπληκτικὴ ταχύτητα τρέχει τὰ βήματα τῶν τελευταίων χρόνων του· ἀπὸ δῶ ξεκινοῦνε οἱ περισσότερες συμβουλὲς τῶν ἡλικιωμένων πρὸς τοὺς νέους: νὰ ζήσουν ἐκεῖνα, ποὺ ἐκεῖνοι πιὰ μονάχα συμβουλεύοντας μποροῦν νὰ τ’ ἀναφέρουν. Αὐτός, ὅμως, δὲν εἶναι νόμος ἢ κανόνας ἀπαράβατος. Ὑπάρχουν γέροι ποὺ νεάζουνε στὰ ὅλα τους, ὅπως καὶ νέοι πού, δυστυχῶς, χρειάζονται γεροντικὸ μπαστούνι ἀπ’ τὰ δεκαοχτώ τους χρόνια, ὅπως σημειώσαμε ἀλλοῦ.

Ἀνάλογα μὲ τὶς διαστάσεις τοῦ χώρου, φτάσαμε νὰ δώσουμε καὶ στὸ χρόνο «διαστάσεις»: παρελθὸν- παρὸν – μέλλον. Τὸ παρελθὸν μας ἔχουμε δικαίωμα, μονάχα μὲ τὴ μνήμη νὰ τὸ συλλογιόμαστε ἢ νὰ τὸ «νοσταλγοῦμε». Τὸ μέλλον ποὺ δὲν ἦρθε, δὲν μποροῦμε μὲ κανένα τρόπο νὰ τὸ ἐξουσιάσουμε – μονάχα νὰ τὸ φανταζόμαστε καὶ νὰ τὸ περιμένουμε. Ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς μένει νὰ τὸ ζήσουμε καὶ νὰ τὸ γεμίσουμε μὲ τὸ εἶναι μας, εἶναι τὸ παρόν: ἡ στιγμὴ αὐτὴ μονάχα. Τίποτ’ ἄλλο! (Ἐδῶ θὰ ἔπρεπε ν’ ἀνοίξω μία παρένθεση, γιὰ κείνους ποὺ νοσταλγοῦν τὸ χαμένο παράδεισο, ἀπ’ ὅπου ἔφυγαν κάποτε. Νοσταλγοῦν τὸ Θεό, ἀπ’ ὅπου ξεκίνησαν καὶ ὅπου ἡ συγγενική τους φύση τοὺς «βιάζει» σχεδὸν νὰ κατευθύνονται. Ὅμως αὐτοὶ ἀραίωσαν πολὺ στὴν ἐποχή μας. Εἶναι ὁ μικρός, ὁ ἐλάχιστος ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν).

Δὲν εἶναι σπάνιοι οἱ ἄνθρωποι, πού, συγκρίνοντας τὴν παροῦσα ζωὴ μὲ τὸν «μέλλοντα χρόνο» καὶ τὴν αἰωνιότητα, τὴν βρίσκουν πολὺ μικρή, ἀσήμαντη, μάταιη. Καὶ τὴ διασπαθίζουν, ὅταν δὲν τὴ «βιάζουν» νὰ σταματήσει. Ὅμως αὐτὸ τὸ «ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστὶ» (Α’ Κορ, ζ’ 29), δὲν ἐξισώνει τὸ σύντομο μὲ τὸ ἀσήμαντο. Αὐτὸ ἀποτελεῖ, ἴσα – ἴσα, ἕνα λόγο νὰ εἶναι πιὸ σημαντικός, ἀκριβῶς γι’ αὐτὴ του τὴ βραχύτητα. Ἂν μάλιστα σκεφτοῦμε, πὼς ἀπὸ τὸν «συνεσταλμένο» καιρὸ ποὺ ζοῦμε, ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα νὰ χάσουμε ἢ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα, καταλαβαίνει κανένας, πὼς ὄχι μονάχα δὲν εἶναι μάταιη καὶ ἀσήμαντη ἡ παροῦσα ζωή, μὰ πὼς εἶναι τὸ μεγαλύτερο κεφάλαιο, ποὺ ἀναμένει ἀπὸ μᾶς τὴν πρέπουσα, τὴν ἁρμόδια ἀξιοποίηση.

Ἱστορικὰ τὸ παρελθὸν εἶναι παιδὶ τοῦ παρόντος κ’ ἐγγόνι τοῦ μέλλοντος. Πνευματικά, ὅμως, τὸ μέλλον γεννιέται καὶ γίνεται καλὴ ἢ κακὴ αἰωνιότητα, κόλαση ἢ παράδεισος μόνο ἀπ’ τὸ παρελθόν, δηλαδὴ ἀπ’ τὸ τωρινὸ παρόν. Γι’ αὐτὸ οἱ τόσες συμβουλές, ὅτι δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὸν καιρό, ποὺ χάνει ἐκείνους ποὺ τὸν χάνουνε, ὅτι ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα, ὅτι ἀπ’ τὸ χρόνο ἐξαρτᾶται ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή μας κ.λπ. Γι’ αὐτὸ κ’ ἡ Ἁγ. Γραφὴ λέγει «ἐν φόβῳ τὸν τῆς παροικίας ὑμῶν χρόνον ἀναστράφητε». Καὶ ἀλλοῦ, ἀκόμη καθαρότερα: «τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος, κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Κι’ ὁ Δαβίδ, στὴν Π. Διαθήκη, θρηνεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ χρόνο ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὴ γήινη σφαίρα πολὺ γρήγορα, σὰν τὸ χόρτο, σὰν τὸ λουλούδι: «ἄνθρωπος ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ, ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει». Ἄν, ὅμως, αὐτὸς ὁ ἀνθὸς δὲν καταστραφεῖ, ὁ σπόρος του εἶναι ἱκανὸς νὰ μᾶς δώσει τὴν αἰώνια ζωή. Τὴ ζωὴ ποὺ δὲν φθείρεται καὶ δὲν παλιώνει μέσα στὴν ἀγέραστη κι ἀγαπημένη μας αἰωνιότητα.

Σκέφτομαι, πὼς ἡ τριβή μου μὲ τὰ χρονικὰ γεγονότα μὲ φθείρει. Ἀλλὰ ἡ ἀπραξία μου κ’ ἡ ἀδράνεια, μοῦ ἀφήνει τὰ πάντα κενά, χωρὶς κανένα νόημα. Ἔτσι, μποροῦμε νὰ ποῦμε, πὼς ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀδειάζουν τὸ χρόνο τους καὶ τὸν ἑαυτό τους στὴν ἄβυσσο τοῦ Τίποτε, ὅπως ἀντίθετα ὑπάρχουν κι ἄνθρωποι ποὺ γεμίζουν τὸ χρόνο τους καὶ τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸ πιὸ ὑψηλό, τὸ πιὸ βαρὺ καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ περιεχόμενο. Γιατί, ἁπλούστατα, δὲ χάνονται μέσα στὸν «συνεσταλμένο καιρό», ἀλλὰ προσανατολίζονται πῶς θὰ περάσουν στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Ἔτσι ὁ ἀγώνας τους καὶ ἡ ἀγωνία τους σὲ τοῦτον τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο, εἶναι πῶς θὰ κερδίσουν τὰ ὑπέρτοπα καὶ τὰ ὑπέρχρονα, ποὺ «σὴς καὶ βρῶσις» δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ τὰ βρεῖ καὶ νὰ τὰ βλάψει.

Ἡ μέριμνα κ’ ἡ ἀνησυχία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει πολλὴ καὶ ἔντονη συνείδηση τοῦ χρόνου μέσα της· ἄλλο, βέβαια, ἂν ἐμεῖς δὲν ἔχουμε χρόνο νὰ τὸ συλλογιστοῦμε. Κ’ ἡ πίστη κ’ ἡ ἐλπίδα, ποὺ δίχως τους ἡ ὅποια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καταντάει κόλαση ἀπ’ τὶς φριχτότερες, ἔχει μέσα πολὺ χρόνο. Ὅμως, ἡ πίστη κ’ ἡ ἐλπίδα δὲν μποροῦν νὰ δεσμεύσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ἀξιοποιήσει τὸν παρόντα χρόνο. Ἡ ἐντολὴ τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἶναι πολὺ σαφής: «μὴ ἀφυστερήσῃς ἀπὸ ἀγαθῆς ἡμέρας», Κ’ ἡ «ἀγαθὴ ἡμέρα» εἶναι αὐτή, ποὺ εἶναι σήμερα στὴ δικαιοδοσία σου νὰ τὴ σβήσεις ἢ νὰ τὴ γράψεις στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς· -σὰν τὸν πλούσιο Λάζαρο τῆς παραβολῆς τῶν Εὐαγγελίων- μοναδικὸ παράδειγμα γιὰ τὰ καλὰ ἢ κακὰ ἀποτελέσματα ἀξιοποιήσεως τοῦ χρόνου, καὶ τὶς παρακόλουθες ἐπιπτώσεις στὴ μεταφυσικὴ ζωή μας, ὅπου καὶ μόνο κρίνεται ἡ ἀξία τοῦ χρόνου.

Κάποτε, μερικοὶ αἰσθαντικοὶ νέοι καὶ νεανίδες τῆς εἰδωλολατρίας, ὅταν ἔμαθαν, πὼς ὁ ἀνθρώπινος ἀνθός, σὰν μαραθεῖ σὲ τούτη τὴ ζωή, φυτρώνει σὲ μίαν ἄλλη -ἄπειρες φορὲς καλύτερη- αὐτοκτονοῦσαν, γιὰ νὰ μείνουν στὴν αἰωνιότητα μὲ τὸ νεανικὸ κορμὶ τους σφρίγος κι ὡραιότητα γεμάτο. Ἡ πλάνη εἶναι φανερὴ καὶ δὲν χρειάζεται καμιὰ προσπάθεια γι’ ἀνασκευή. Ἀλλά μοῦ χρειάζεται ἡ εἰκόνα αὐτή, γιὰ μερικοὺς ποὺ «σκοτώνουν» μὲ πολλοὺς ἄσκοπους καὶ ἀνόητους πέρα γιὰ πέρα τρόπους τὸ χρόνο τους -χωρὶς ἐλπίδα κἄν ἀναστάσεώς του- δίχως νὰ ὑποψιαστοῦν, πὼς τοῦτο εἶναι ἕνα ἀπ’ τ’ ἄγραφα θανάσιμα ἁμαρτήματα: εἶναι μία αὐτοκτονία σωστή. Καὶ ὅτι ὁ θεὸς Κρόνος (-χρόνος) ἔτρωγε, στὴν ἀρχαιότητα, ὁ ἴδιος τὰ παιδιὰ ποὺ γεννοῦσε, σήμερα δὲν τὸ θυμᾶται παρὰ μόνον ἡ Μυθολογία. Ἂν ἤθελε, ὅμως, κανεὶς νὰ ἐμβαθύνει καὶ σ’αὐτὸ τὸ μύθο, θὰ ‘βρισκε πὼς καὶ σήμερα ὁ Χρόνος κατασπαράσσει πολλὰ τέκνα τῆς γῆς, ποὺ μὲς τὴν πολλὴ τὴν «ὕβριν» τους τὸν ἔχουν ἀγνοήσει.

Ἡ νεώτερη ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία, περνώντας πολὺ φρόνιμα ἀπὸ τὰ παλαιὰ μονοπάτια πότε τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ πότε τοῦ Λεόντιου τοῦ Βυζαντίου, συνέλαβε μερικὲς ἀπ’ τὶς βαθύτερες χριστιανικὲς ἔννοιες, Ἔτσι μᾶς παρουσίασε καὶ τὴν ἔννοια τοῦ «ὑπαρξιακοῦ» ἢ «ἱστορικοῦ χρόνου». Σ’ αὐτὸν ζοῦν, ἑνωμένα μὲ τὴ στιγμὴ τοῦ παρόντος, τὸ παρελθὸν ὁλάκερο καὶ τὸ μέλλον. Εἶναι κάτι σχετικὸ μὲ τὸν τρισδιάστατο κινηματογράφο. Βλέπεις, στὴν ἴδια ὀθόνη ποὺ διαδραματίζεται ἡ σημερινὴ πράξη σου, ἀντάμα νὰ προβάλλονται ἡ χτεσινὴ καὶ ἡ αὐριανή. Παρουσιάζεται μπροστά σου ἡ εὐθύνη ἀναπόφυγη καὶ γιὰ τὶς τρεῖς διαστάσεις τοῦ χρόνου, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὶς καταστρέφεις, οὔτε νὰ τὶς «ἐξευτελίζεις»• ἀλλὰ νὰ λὲς μὲ τὴν «τιμὴ καὶ τὴν πεποίθησή» σου, «τὸ μεγάλο Ναὶ ἢ τὸ μεγάλο Ὄχι», ζώντας ὑπεύθυνα, καὶ ἑπομένως ἠθικά, τὴν ἐλεύθερη πράξη σου μὲς στὸν τριπλὸ αὐτὸ χρόνο. Ἑλληνικὰ παραδείγματα ἔχουμε, δόξα στὸ Θεό, πολλά. Ἀπὸ τὸν Λεωνίδα μὲ τοὺς Τριακόσιους, μέχρι τὸ Εἰκοσιένα καὶ τὸ Σαράντα εἶναι χυμένος μέσα καὶ πάνω σ’ ὅλα τὰ ἔργα -στὰ μεγάλα δηλαδὴ- ὁ τριπλὸς χρόνος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πυκνότητα τῆς Ἑλληνικῆς στιγμῆς, ἀπ’ αὐτὴ τὴ σκοπιά, εἶναι τάση, ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ τὴ συλλάβει κανένας στὶς μέρες μας, ὅπου ὑφίστανται τὰ πάντα μίαν ἀχαρακτήριστη καπηλεία, ἀπὸ ἀπίθανα πρόσωπα καὶ συλλόγους.

Συλλογίζομαι κάποτε τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχω γιὰ τὸ μέγα ἀγαθό τοῦ χρόνου, ὅταν οἱ «ἐνδημήσαντες» θὰ ἔδιναν τὸ πᾶν, ποὺ εἴχανε στὴ γῆ, γιὰ μία στιγμὴ μονάχα, ἤ, ὅταν φαντάζομαι καὶ τοὺς καθήμενους ἀκόμη καὶ στὰ δεξιὰ τοῦ Δικαιοκρίτη, πὼς θὰ ‘θελαν πολὺ λίγες στιγμὲς γήινου χρόνου, γιὰ νὰ ὡριμάσουν καλύτερα καὶ νὰ ’ναι καλύτερα στὰ ὑπέρχρονα δώματα! Λίγες στιγμὲς μονάχα, μὰ τόσο πολύτιμες.

Ὅμως, οἱ πιὸ πολλοὶ ζοῦμε τὸν μονόχρονο τοῦ Ἐπικούρου, ὅπου ὁ χρόνος εἶναι τὸ παρὸν καὶ τὸ παρὸν εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, ἔχει μοναχὰ παρόν, κι αὐτὸ στιγμιαῖο: «ὁ χρόνος τούτων (τῶν ἡδονῶν, δηλ.) οὐ πολύς, ἀλλ’ ὥσπερ οἱ διάττοντες ἔξαψιν ἅμα καὶ σβέσιν ἐν τῇ σαρκὶ λαμβάνουσιν», κατὰ τὴ χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ Ἐπικούρου, ποὺ περίμενε κανεὶς νὰ τὶς ὑποστηρίξει γενναία.

Ἀπ’ τὴ στιγμὴ τοῦ Ἐπικούρου, ὡς τὴ «ριπὴ ὀφθαλμοῦ» τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὑπάρχει ἕνα ἄπειρο διάστημα Χρόνου ποὺ βιώνεται μονάχα μέσα στὸ Χριστιανισμὸ – ἀλλὰ στὸν πραγματικό, βέβαια, Χριστιανισμό. Γιατί, δυστυχῶς, στὶς μέρες μας ἔχει καταντήσει κι ὁ Χριστιανισμὸς ἀγνώριστος, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα πράγματα. Ἂν ἔρχονταν νὰ ἰδεῖ τὴν ἐποχή μας σήμερα ὁ ὑλιστὴς καὶ ἡδονιστὴς Ἐπίκουρος, θὰ’ βρισκε πιὸ πολλοὺς ὀπαδοὺς -κι ὄχι μονάχα ἔξω ἀπ’ τὸ Χριστιανισμό. Αὐτὸ ἔχει πολλὲς αἰτίες, ἀλλὰ δὲν εἶναι τῆς ὥρας νὰ ἐξεταστοῦν. Οὔτε κἄν πρόχειρα ν’ ἀναφερθοῦν ἐδῶ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...