Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παντελής Πάσχος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παντελής Πάσχος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2018

Οἴμοι, μέλαινα ψυχή!…


Οἴμοι, μέλαινα ψυχή!«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ», γράφεται στο συναξάρι, «Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, τῆς Δευτέρας καὶ ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μνείαν ποιούμεθα». Αν σκεφθεί κανείς, πως την ερχόμενη Κυριακή, μνήμη της εξορίας του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο, θυμούμαστε την αρχή του παρόντος βίου μας -κι απ’ αυτή την άποψη, η θλιβερή έξωση του Αδάμ απ’ την τρυφή του Παραδείσου, λογαριάζεται σαν πρώτη χρονικά γιορτή των χριστιανών- η μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας πρέπει να λογαριάζεται η τελευταία απ’ όλες τις γιορτές. Γιατί, πραγματικά, σ’ αυτήν τελειώνουν όλα: και τα δικά μας και του κόσμου όλα τα πράγματα. Και πάλι με πολλή σοφία οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθόρισαν, ύστερ’ απ’ τις Κυριακές του Τελώνου και Φαρισαίου και του Ασώτου, να τελούμε τη μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας. Γιατί δεν πρέπει, ακούοντας ο χριστιανός τη φιλανθρωπία του Θεού, που φαίνεται σ’ εκείνες τις παραβολές απέραντη, να πέσει σε μεγάλην αμέλεια, λέγοντας με το νου του: «ο Θεός είναι φιλάνθρωπος· άμα, στο τέλος, σταματήσω ν’ αμαρτάνω κάποτε, Εκείνος, όντας φιλάνθρωπος και πολυέλεος, θα με συγχωρέσει, κι όλα πια θα ’χουν τελειώσει καλά». Για να μη σκέφτονται, λοιπόν, μ’ αυτόν τον διαβολοκίνητο και σατανικό τρόπο οι χριστιανοί, έβαλαν οι θειότατοι Πατέρες, ύστερ’ από την Κυριακή του Ασώτου να γιορτάζουμε τη φοβερή και τρομερή εκείνη μέρα της Δευτέρας Παρουσίας. Λογιάζοντας, πως, με την ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως, οι αμελείς που συνεχίζουν ν’ αμαρτάνουν, βλέποντας μπροστά τους την άδηλην ώρα του θανάτου και περιμένοντας την ατελεύτητη σειρά των βασάνων της Κολάσεως, που θ’ ακολουθήσουν μετά την Κρίση για τους αμαρτωλούς, ίσως ξυπνήσουν απ’ το λήθαργο κι απ’ το βαρύτατον ύπνο της αμαρτίας· ίσως αφήσουν την νεκροποιό ραθυμία και αμέλεια, για να αγωνισθούν ν’ αποκτήσουν το χρυσοστόλιστο ένδυμα των αρετών, το «ένδυμα του γάμου», που δίχως αυτό και θα κρυώνουν, όντας γυμνοί, και δεν θα μπορούν να εισέλθουν εις τον «νυμφώνα» του Χριστού.
***
Δευτέρα Παρουσία λέγεται γιατί προηγήθηκε η πρώτη, κατά την οποία «σωματικῶς πρὸς ἡμᾶς ἐπεδήμησεν» ο Χριστός. Όμως, στην Δευτέρα δεν θα ’ρθει όπως στην πρώτη: φτωχός, άσημος, χωρίς δόξα. Θα έρθει με πολλή δόξα, με μεγάλη λαμπρότητα και με θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Και τότε δε θα ’ρθει να σώσει, μα να κρίνει τον κόσμο. Και ν’ ανταποδώσει, σ’ όσους έπραξαν αγαθά την αιώνια Βασιλεία του, και σ’ όσους έπραξαν κακά, την αιώνια κόλαση. Το βεβαιώνουμε συνοπτικά στο Σύμβολο της πίστεώς μας: «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης, κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὖ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Κι αυτό, που οι άγιοι Πατέρες έβαλαν ως Άρθρο στο Σύμβολο της Πίστεως, το βγάζουν ακριβώς απ’ το Ευαγγέλιο της Κρίσεως, που λέγει: «Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν δόξαν του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε θέλει καθήσει εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του καὶ θέλουσιν συναχθῆ ἔμπροσθέν του ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ θέλει διαχωρίσει ἀνάμεσά τους, καθὼς χωρίζει τὰ πρόβατα ὁ βοσκὸς ἀπὸ τὰ ἐρίφια, καὶ θέλει στήσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴν δεξιάν του μεριὰν καὶ τὰ ἐρίφια ἀπὸ τὴν ζερβήν. Καὶ τότε θέλει εἰπεῖν ὁ βασιλεὺς πρὸς ἐκείνους τῆς δεξιάς μεριᾶς: ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, νὰ κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ὁποὺ σᾶς εἶναι ἑτοιμασμένη, ἀπὸ ὅταν ἐκτίσθη ὁ κόσμος· ἐλᾶτε νὰ τὴν κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐγὼ ἐπείνασα καὶ ἐσεῖς μὲ ἐδώκετε καὶ ἔφαγα. Ἐδίψησα καὶ ἐδώκετέ μοι καὶ ἔπια. Ἤμην γυμνὸς καὶ μὲ ἐνδύσατε. Ἤμην ξένος καὶ μὲ προσκαλεσθήκετε, ἤμην ἀσθενὴς καὶ ἤλθετε καὶ μὲ εἴδετε. Ἤμουν εἰς τῆν φυλακὴν καὶ ἤλθετε καὶ ἐκοιτάξετέ με. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ μετὰ ταπεινοφροσύνης οἱ δίκαιοι, λέγοντές, του: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν ἡμεῖς νὰ πεινᾶς καὶ ἐδώκαμέν σου καὶ ἔφαγες, ἢ νὰ διψᾶς, καὶ ἐδώκαμέν σου νὰ πιεῖς; Ἢ πότε σὲ εἴδομεν γυμνὸν καὶ σὲ ἐνδύσαμεν, ἢ ξένον καὶ ἐπεριμαζώξαμεν· ἢ πότε σὲ εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ὑπηρετήσαμέν σοι;” Καὶ θέλει τοῖς ἀποκριθῆ, καὶ τοῖς θέλει εἰπεῖν: “Ἀμὴν λέγω σας, βέβαια, ὅτι εἰς ὅσον ἐκάμετε πρὸς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς τοὺς ἀδελφούς μου, ἐμένα τὸ ἐκάμετε”. Τότε θέλει εἰπεῖν καὶ ἐκείνων ὁποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀριστερὰν μεριάν: “σύρετε ἀπὸ τ᾿ ἐμένα οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ὁποὺ εἶναι ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῶν ἀγγέλων του, διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκετε νὰ φάγω. Ἐδίψησα καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε. Ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ἐκοιτάξετε”. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ καὶ αὐτοί, ἀλλὰ μὲ ἀδιαντροπίαν, καὶ θέλουσιν εἰπεῖν: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινασμένον ἢ διψασμένον ἢ γυμνὸν ἢ ξένον ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακαῖς καὶ δὲν σὲ ἀποκοιτάξαμεν;” Καὶ θέλει τοὺς ἀποκριθῆ ὁ βασιλεὺς καὶ θέλει τοὺς εἰπεῖ: “Ἀμὴν λέγω σας, ὅτι ὅσον δὲν ἐκάμετε ἑνὸς ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς, μηδὲ ἐμένα δὲν τὸ ἐκάμετε”. Καὶ ἔτσι θέλουσιν πάγει τοῦτοι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ πάλιν οἱ δίκαιοι είς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον». Έτσι αποδίδει ο πολύς Μελέτιος Πηγάς το Ευαγγέλιο της Κρίσεως.
***
Θα ήθελε πολύ ο άνθρωπος να ξέρει πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οπότε όλοι οι άνθρωποι -και όσοι βρίσκονται τότε στη ζωή και όσοι ως τότε θα ’χουνε κοιμηθεί, δηλ. θα ’χουνε πεθάνει- θα παρουσιαστούν μπροστά στο φοβερό κριτή για να κριθούν για τα καλά ή κακά έργα τους. Αλλά όπως ο θάνατος έρχεται σαν κλέφτης, σε άγνωστη ώρα, έτσι και ο Κύριος για τη Δευτέρα Παρουσία, μας άφησε άγνωστους τους καιρούς, που μέλλει να γίνει. Κάποτε που τον ρώτησαν οι μαθηταί του γι’ αυτό, Εκείνος απάντησε: «οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιρούς, οὓς ὁ Πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ». Και αλλού πάλι λέγει: «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ τῆς ὥρας, οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἀγγελοι τῶν Οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ μου μόνος». Γιατί άραγε δεν φανερώνει ο Χριστός την ώρα της Κρίσεως και όταν ακόμα τον ρωτούν με αγωνία οι Μαθηταί του; Και μας απαντούν με σοφία οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: «δίνει μονάχα τα σημάδια των καιρών, αλλά τους καιρούς τους παρασιωπά. Διότι θέλει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι· με το να μη γνωρίζουμε διορισμένο το πότε, θέλει να μη γνωρίζουμε τίποτε, για να είμαστε έτοιμοι αείποτε».
Υπάρχουν πολλοί, που ακούνε στο όνομα χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι -της ταυτότητος, όπως ονομάζονται προσφυέστατα- αλλά που, σαν άλλοι ειδωλολάτρες Αθηναίοι, δεν πιστεύουν ούτε στην ανάσταση των νεκρών, ούτε στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, ούτε στη φοβερή Κρίση, την οποία θ’ ακολουθήσει αιώνιος Παράδεισος ή αιώνια Κόλαση. Αυτοί οι άνθρωποι, λέγουν με μια χαρακτηριστική αδιαφορία και αμέλεια: «Εδώ, στη γη δηλαδή, βρίσκεται κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος». Κ’ έτσι, όχι μόνον αυτοί βαδίζουν στο δρόμο της αμαρτίας, χωρίς να φοβούνται καμιά κρίση και καμιά Κόλαση, μα παρασέρνουν κι άλλους στον εύκολο δρόμο της καλοζωΐας, της καλοπέρασης, του γήινου και σαρκώδους ευδαιμονισμού. Θέλουν να μην ανοίξουν κανένα παράθυρο, να μπει το μεταφυσικό φως στη ζωή τους· αρκούνται στα φωτερά σκοτάδια και στα σκοτεινά φώτα του παρεξηγημένου πολιτισμού της επιδερμίδας. Το στόμα τους και το στομάχι τους είναι γιομάτα αδικίες, τόσο, που ν’ αδυνατούν πέρα για πέρα να γνωρίσουν τη γεύση του ουρανού. Γι’ αυτό και λένε, πως όλα εδώ τελειώνουν, πως «εδώ είναι κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος». Κι όμως, πρέπει να γνωρίζει κάθε χριστιανός, πως αυτά είναι λόγια του διαβόλου, που τα ψιθυρίζει στ’ αυτιά μας για να μας κάνει πιο αδιάφορους για την αρετή και πιο πρόθυμους για την αμαρτία. Κ’ είναι μεγάλη αμαρτία να τα λέει κανείς. Όσο αβέβαιη είναι η ώρα του θανάτου, τόσο βέβαιος είναι ο θάνατος, που βάζει τέρμα στη γήινη ζωή μας. Κι όσο αβέβαιος είναι ο καιρός της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, άλλο τόσο είναι βέβαιη η έλευση της Δευτέρας Παρουσίας και της φοβερής του Κρίσεως, με την αιώνια Κόλαση και τον αιώνιο Παράδεισο· για να φανερωθεί, όχι μονάχα η απέραντη φιλανθρωπία του προς τους αξίους του Παραδείσου, αλλά και η απέραντη δικαιοσύνη του προς τους αξίους της Κολάσεως.
Για όποιον όμως πιστεύει στο Θεό, όπως μας απεκαλύφθη στην αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, κ’ έχει σταθερότητα στην πίστη του, δεν υπάρχει κίνδυνος και περιθώρια γι’ αμφιβολίες – αν υπάρχει Κρίση στον Ουρανό, και τι συνέπειες θα ’χει αυτό για τη συνέχεια της πνευματικής ζωής του. «Καὶ συνάξω πάντα τὰ ἔθνη, λέγει ο Κύριος στον προφήτη Ιωήλ, καὶ κατατάξω αὐτὰ εἰς κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, καὶ διακριθήσομαι πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ μου. Ἐξεγειρέσθωσαν, ἀναβαινέτωσαν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ διακρῖναι πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν» (Ιωήλ δ΄ 2, 12). Κι αλλού πάλι, στον προφήτη Δανιήλ, λέγει: «Ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον· ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν» (Δαν. ζ΄ 9-10). Εδώ ακριβώς έχουν την αρχή του οι βαθιά κατανυκτικοί ύμνοι της Κυριακής, που ψάλλονται στο Εσπερινό: «Ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι, κρίσιν δικαίαν ποιῆσαι», «Βίβλοι ἀνοιγήσονται, φανερωθήσονται πράξεις, ἀνθρώπων ἐπίπροσθεν, τοῦ ἀστέκτου Βήματος», «Ἠχήσουσι σάλπιγγες, καὶ κενωθήσονται τάφοι, καὶ ἐξαναστήσεται, τῶν ἀνθρώπων τρέμουσα, φύσις ἅπασα», «Οἴμοι μέλαινα ψυχή!» κ.α.
***
Για το χριστιανό, λοιπόν, η μέλλουσα Κρίσις και η μέλλουσα ζωή είναι μια βεβαιότητα χειροπιαστή, θα λέγαμε, με τις πνευματικές μας αισθήσεις. «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ, λέγει ο θεόγλωσσος Απόστολος, ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος, πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν»(Β΄ Κορ. ε΄ 10). Αυτή, όμως, η βεβαιότητα για τη μεταφυσική ζωή, στην οποία δεν πιστεύουν οι άθεοι, μας υποχρεώνει να ζούμε με ανάλογο τρόπο και την παρούσα ζωή, με αγάπη στο Θεό και στον πλησίον, με πνευματική και σωματική καθαρότητα, τηρώντας μ’ ένα λόγο το Νόμο του Θεού. «Μνημόνευε τὰ ἔσχατά σου καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσεις», λέγει ο σοφός Σολομών. Έτσι μονάχα έχουμε ελπίδα να μας βάλει δεξιά του, στη Δευτέρα Παρουσία, με τα πράα και ήρεμα πρόβατα, κι όχι ζερβά του, με τ’ άγρια κι άταχτα ερίφια. Και πράττοντας ελεημοσύνη στο φτωχό πλησίον μας, που έτσι δείχνουμε μαζί και την αγάπη προς το Θεό, την ίδια στιγμή, να λέμε συχνά αυτό το τροπάριο:
Ὅταν ἔλθῃς ὁ Θεός, ἐπὶ γῆς μετὰ δόξης,
καὶ τρέμωσι τὰ σύμπαντα,
ποταμὸς δὲ τοῦ πυρὸς,
πρὸ τοῦ Βήματος ἕλκῃ,
καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται
καὶ τὰ κρυπτὰ δημοσιεύωνται·
τότε ρῦσαί με, ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου,
καὶ ἀξίωσον, ἐκ δεξιῶν σου μὲ στῆναι,
Κριτὰ δικαιότατε.
Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2017

«Ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἔρως Ὀρθοδοξίας» τοῦ Π.Β. Πάσχου, τῶν ἐκδόσεων «Ἀστὴρ»


Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος, προσκαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς νὰ γιορτάσουν τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, μ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγος: «Δεῦτε ἴδετε ξένον κατακλυσμόν, πολὺ βελτίονα καὶ κρείττονα, τοῦ ἐπὶ Νῶε, θεωρούμενον· τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν ἐκεῖ τὸ ὕδωρ ἐθανάτωσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος διὰ τοῦ βαπτισθέντος τοὺς θανόντας ἐζωοποίησεν· ἐκεῖ ὁ Νῶε ἐκ ξύλων ἀσήπτων κιβωτὸν συνεπήξατο, ἐνταύθα δὲ ὁ Χριστός, ὁ νοητὸς Νῶε, ἐκ τῆς ἀφθόρου Μαρίας τὴν τοῦ σώματος Κιβωτὸν κατεσκεύασεν· ἐκεῖ περιστερά, κάρφος ἐλαίας βαστάζουσα, τὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ εὐωδίαν ἐμήνυσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς παραγενόμενον, τὸν ἐλεήμονα ὑποδείκνυσι Κύριον». Σὰν ἕνας δεύτερος κατακλυσμός, πραγματικά, εἶναι τὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Ἕνας κατακλυσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς χάριτος...
τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν πνευματικὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν εἰσαγωγή του καὶ πάλι στὸν Παράδεισο. Γι΄ αὐτὸ κι ὁ στίχος, ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας, λέγει: 

Τοὺς οὐρανοὺς Βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σχίσαν,
Τοὺς αὐτὸ μὴ χραίνοντας ἔνδον εἰσάγει

Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, γιορτάζουμε τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν ἅγιο Πρόδρομο, στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὅταν πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διάστημα ποὺ τὸ ἐπέρασεν ὁ Ἰησοῦς τηρώντας κατὰ πάντα τὸ «νόμο», θέλησε νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ὁ «Θεὸς ἐν σώματι» καὶ ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γνήσιος καὶ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί»· ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες, στὶς τόσο νοσταλγικὲς προφητεῖες τους, μὲ πολλὴ προσδοκία ἐκήρυχναν.

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶχεν ἔρθει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ βάπτιζε «βάπτισμα μετανοίας», κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ –ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. γ΄ 2-3). Καὶ μολονότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες, ὄντας ἀναμάρτητος, γιὰ νὰ πληρώσει καὶ σ΄ αὐτὸ τὸ «νόμο» ἦρθε νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης δειλιάζει, καὶ συλλογιζόμενος τὴν ἀναξιότητά του μπρὸς στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀναφωνεῖ: 

«Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καὶ σὺ ἔρχη πρὸς με;» -«Πῶς ἐκτείνω χείρα καὶ ἄψωμαι κορυφῆς κρατούσης τὰ σύμπαντα; Εἰ καὶ Μαρίας ὑπάρχεις βρέφος, ἀλλ΄ οἶδά σε Θεὸν προαιώνιον· ἐπὶ γῆς βαδίζεις, ὁ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφείμ· καὶ δοῦλος, Δεσπότην βαπτίζειν οὐ μεμάθηκα»! Μὰ ὁ Χριστὸς ἀφοπλίζει τὴ λογικὴ δειλία τοῦ Βαπτιστοῦ, λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια: «Ἅφες ἄρτι. Οὕτω γάρ πρέπον ἡμῖν ἐστι πληρῶσαι πάσαν δικαιοσύνην». Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ φέρει πιὰ ἄλλην ἀντίσταση, ἔστερξε νὰ βαπτίσει τὸ Χριστό. Κ΄ εἶδεν εὐθὺς ὁ Ἰωάννης τὴ στιγμὴ ἐκείνη, νἀνοίγωνται οἱ οὐρανοί· νὰ κατεβαίνει «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδη, ὡσεὶ περιστερὰ ἐπ΄ αὐτόν». Κι ἄκουσε νἂρχεται φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, ποὺ ἔλεγε: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ὧ ηὐδόκησα»!

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ἑφτὰ λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε: α) «βαπτίζεται δὲ ὁ Χριστός, οὐχ ὡς αὐτὸς χρήζων καθάρσεως, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν οἰκειούμενος κάθαρσιν», β) νὰ συντρίψει τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων πάνω στὸ νερό, γ) νὰ πνίξει τὴν ἁμαρτία κι ὅλο τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ νὰ τὸν παραχώσει μὲς στὸ νερό, δ) ν΄ ἁγιάσει τὸν Ἰωάννη Πρόδρομο, τὸν Βαπτιστή, ε) νὰ «πληρώση» τὸν νόμο, στ) ν΄ ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ζ) νὰ γίνει γιὰ μᾶς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ στὸ βάπτισμα. Σ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ νέος ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προσθέτει κ΄ ἕναν  η) ν΄ ἁγιάσει τὴν φύση τῶν ὑδάτων· «ὅθεν καὶ τὸ νερὸν ὅπου λάβῃ τινὰς ἀπὸ πηγὴν ἢ ποταμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, μένει ἄσηπτον».

Καὶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος μία χαρακτηριστικὴ περικοπὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ τὴ μεταφέρουμε κ΄ ἐμεῖς ἐδῶ, μεταφράζοντάς την κάπως. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ μέρα ποὺ (ὁ Χριστὸς) βαπτίσθηκε κι ἁγίασε ὅλα τὰ νερά. Γι΄ αὐτό, λοιπόν, καὶ στὴ γιορτὴ αὐτή, κατὰ τὸ μεσονύχτι (ἐπειδὴ κατὰ τὴν Παράδοση, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέρα Τρίτη, «ὥρᾳ δεκάτῃ τῆς νυκτός»), ἔρχονται ὅλοι (οἱ χριστιανοὶ) καὶ παίρνουνε νερὸ γιὰ τὰ σπίτια τους· ὅπου τὸ νερὸ αὐτό, γιὰ τὸν λόγον ὅτι ἁγιάστηκαν ὅλα τὰ νερὰ σήμερα, τὸ φυλάγουν ὅλο τὸ χρόνο. 

Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ γίνεται φανερό, ἀπ΄ τὸ ὅτι τὰ νερὰ ποὺ παίρνουμε (τὰ Φῶτα) δὲν ἀλλοιώνονται καὶ δὲν μυρίζουν, ὅσος καιρὸς κι ἂν περάσει· ἀλλὰ βαστοῦνε ἕνα χρόνο· ὁλάκερο, πολλὲς φορὲς καὶ δυὸ καὶ τρία χρόνια· καί, ὕστερ΄ ἀπὸ τόσα χρόνια, αὐτὸ τὸ νερὸ συναγωνίζεται σὲ φρεσκάδα καὶ σὲ καθαρότητα κ΄ ἐκεῖνα τὰ νερὰ ποὺ μόλις τώρα τὰ πῆραν ἀπὸ τὸ πηγάδι». Αὐτὸ εἶναι ἕνα θαῦμα ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς κάθε χρόνο νὰ γίνεται, ἀκόμη καὶ στὶς ἁμαρτωλὲς ἡμέρες μας –ἰδίως στὰ χωριά μας, ποὺ μὲ θερμὴ πίστη κ΄ εὐλάβεια, αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, τὸ βάζουν δίπλα ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα, στὸν ἱερώτερο τόπο κάθε σπιτιοῦ.

Ὁ Χριστὸς ἔλαβε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ, πὼς δὲν ἔλαβε οὔτε τὸ ἰουδαϊκὸ βάπτισμα ποὺ ἀφοροῦσε τὴν καθαρότητα σώματος καὶ ἐνδυμάτων, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό μας, μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου εἶχε μία κατάδυση καὶ μία ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου. Καὶ λέγονταν βάπτισμα «μετανοίας», γιατί ὁ Ἰωάννης, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐρχότανε νὰ βαπτισθοῦνε σ΄ αὐτόν, τοὺς βαστοῦσε μέσα στὸν Ἰορδάνη, ὥσπου νὰ ἐξομολογηθοῦνε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τους, κ΄ ὕστερα τούς ἔβγαζε ἔξω. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ παρέχει ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶχε ἐπιστέγασμά της τὸ βάπτισμα: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ «ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας». 

Ὅμως, καθὼς μᾶς ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Μάρκος, ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος». Γιατί; Ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση, ποὺ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτι, οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι, βαπτιζόμενοι, ἐπειδὴ ἦτον ἁμαρτωλοί, ἐστέκοντο μέσα εἰς τὸ νερὸν βουτημένοι, ἕως ὁπού ἤθελαν ὁμολογήσουν ὄλας τὰς ἁμαρτίας των, καὶ τότε ἔβγαινον ἀπὸ τὸ νερόν. Ὅθεν, ἐπέρνα ἀναμεταξὺ διάστημα καιροῦ. Ὁ δὲ Κύριος, ἐπειδὴ ἦτον ἀναμάρτητος, καὶ ἁμαρτίας δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθῇ, διὰ τοῦτο, εὐθὺς ὁπού ἐμβῆκεν εἰς τὸ νερόν, εὐθὺς καὶ ἐβγῆκεν ἔξω». Κ΄ ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου σὰν εἶδος γέφυρας, ποὺ μᾶς πέρασε ἀπ΄ τὸ ἰουδαϊκὸ-σωματικό, στὸ χριστιανικὸ-πνευματικὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν προπατορικὴ κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία καὶ μᾶς χαρίζει μιὰν ἄσπιλη κι ἀμόλυντη πνευματικὴ καθαρότητα.

Ἀπ΄ ὅλο τὸν ὑμνογραφικὸ πλοῦτο τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων, ποὺ ὑπομνηματίζει μὲ τὸν πνευματικώτερο καὶ ποιητικώτερο τρόπο τὸ περιεχόμενο τῆς Βαπτίσεως, μεταφέρουμε ἐδῶ τὸ τελευταῖο τροπάριό της η΄ ὠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος, ποίημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:

Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,

Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ,
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.


Ἤδη μὲ τὴν ἔκφραση «λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις», ὁ ἱερὸς μελωδὸς μᾶς μεταδίδει τὸ ἱερὸ δέος καὶ τὴν ἔνθεη συγκίνηση, εἰσάγοντάς μας σὲ μία πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἂς ἀσπροφορέσει, λέγει, κάθε ἀνθρώπινη, κάθε γήινη φύση, γιατί μετὰ τὴν ἔκπτωσή της ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, σήμερα μπορεῖ πάλι νὰ ἀνεβεῖ στὸ προτερινὸ ὕψος της. Κι ὄχι μόνο γι΄ αὐτό, μὰ ἀκόμη, πρέπει ν΄ ἀσπροφορεῖ καὶ νὰ χαίρεται κάθε πλάση ἀνθρώπινη, γιατί ὁ θεῖος Λόγος τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ξέπλυνε μέσα στὰ τρέχοντα νερὰ τοῦ Ἰορδάνου καὶ τὴν καθάρισε ἀπ΄ ὅλα τὰ προηγούμενα πταίσματά της, τὴν ἔκανε νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε σκοτεινὴ σκιὰ ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐκατάστησε πάμφωτη καὶ πεντακάθαρη –«τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη».

Ὁ τίτλος αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κειμένου εἶναι: «ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». Καὶ ὑπάρχει ἕνας σοβαρὸς λόγος, ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ τίτλος κι ὄχι ἕνας ἄλλος, πιὸ κατανοητὸς ἴσως στὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ποιητικώτατη προφητικὴ αὐτὴ φράση τῶν Ψαλμῶν εἶναι πλουτισμένη μ΄ ἕνα ἀσυνήθιστο καὶ ἀνυποψίαστο, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ φιλακόλουθους, πνευματικὸ βάθος. Ἂς προχωρήσουμε στὸ βαθὺ αὐτὸ νόημα, μὲ ὁδηγὸ καὶ συνέκδημο τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο –ποὺ πρέπει κάποτε νὰ πιάσει στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς μας μιὰν ὁλόκληρη ἕδρα, γιὰ νὰ μπορέσει ν΄ ἀξιοποιήσει τοὺς θησαυροὺς τῆς ἁγίας κηρυκτικῆς πείρας του ἡ Ἐκκλησία κ΄ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη. 

Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μέ τὴ γνωστὴ μέθοδό του, πὼς ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης –ποὺ ἦταν πολυφημισμένος στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα θαύματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ σ΄ αὐτὸν- πηγάζει ἀπό δύο πηγές: ἡ μία λέγεται Ἰὸρ κ΄ ἡ ἄλλη Δάν. Καθὼς προχωροῦν τὰ δύο αὐτὰ ποτάμια, ἑνώνονται καὶ γίνονται ἕνα ποτάμι ποὺ ὀνομάζεται (ἀπ΄ τὶς πηγὲς τοῦ Ἰὸρ καὶ Δᾶν) Ἰορδάνης καὶ χύνεται στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἡ ἀλληγορία ἐδῶ εἶναι βαθειὰ καὶ θεολογικώτατη, ὅπως τὴν φανερώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ δύο πηγὲς του συμβολίζουν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, τοὺς δύο προπάτορες, ἀπ΄ τοὺς ὁποίους ἀνέβλυσε –σὰν ἄλλος Ἰορδάνης- ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. 

Κι ὅλο τοῦτο τὸ ἀνθρώπινο γένος, πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε; στὴ νέκρωση καὶ στὸ θάνατο –ὅπως ὁ Ἰορδάνης στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἦρθε ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ πόνεσε γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κ΄ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἔπαθε ἀπάνω στὸ σταυρό, καὶ κατήργησε, μὲ τὸν θάνατό του, τὸν θάνατο. Ἔτσι ἐχάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἔστρεψε πρὸς τὰ πίσω, τοὺς ἔκαμε νὰ μὴν τρέχουν πιὰ πρὸς τὴ νέκρωση καὶ τὸ θάνατο, ἀλλὰ πρὸς τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀφθαρσία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει, ὅτι «ὅσοι εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν». (Ρωμ. Στ΄ 3).

Θὰ τελειώσουμε μ΄ ἕνα σύντομο ἀπόσπασμα τοῦ Μελετίου Πηγᾶ, ποὺ ἡ ἔκδοση τῶν λόγων του –ἀγνώστων σχεδὸν ὡς τὰ τώρα- τιμᾶ τὴν «Πηγὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Βιβλίου», ποὺ ἔβαλε τὴ δαπάνη καὶ τὴ φροντίδα γιὰ νὰ τυπωθοῦν, καὶ μάλιστα μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια. «Ἀλλ΄ ἐκεῖνο τὸ ὕστερον, λέγει ὁ μεγάλος Πατριάρχης τῆς Τουρκοκρατίας, μὲ ἀναπτερώνει, διὰ τὸ ὁποῖον γίνεται τὸ βάπτισμα. Εἶναι τοῦτο, οἱ ἀνοιγόμενοι Οὐρανοί. Ὢ βάπτισμα, θύρα τοῦ Παραδείσου! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλείς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλίμαξ τῶν Οὐρανῶν, ὢ βάπτισμα, ἡ κολυμβήθρα τῆς ἀναγεννήσεως! Ὢ βάπτισμα, τὸ λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας! Ὢ βάπτισμα, τῆς υἱοθεσίας μυστήριον! Ὢ βάπτισμα, ἡ ταφὴ τῆς ταφῆς, ὁ θάνατος τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάστασις τῆς ἀναστάσεως, διὰ τοῦ ὁποίου “συνθάπτομαι Χριστῷ καὶ συνανίσταμαι Χριστῶ”… Διὰ τ΄ ἐμᾶς εἶναι ἀνοιμένες οἱ θεόδμητες ἐκεῖνες πύλες τοῦ Οὐρανοῦ. Καὶ ἐμεῖς κατακυλιούμεστάνε χάμετες στὴν γῆν. Γιὰ τ΄ ἐμᾶς χύνεται τόσον καὶ τηλικοῦτον φῶς καὶ καθαρίζει μας καὶ λούει μας, καὶ ἀφαιρεῖ τὲς πονηρίες ἠμῶν “ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν” καὶ φωτίζει μας».

Δικαιολογημένη, λοιπόν, ἡ χαρὰ τῶν χριστιανῶν. «Τὰ σύμπαντα σήμερον ἀγαλλιάσθω». «Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνη ἁγιᾶσαι τὰ ὕδατα» καὶ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον»!

Τετάρτη, Απριλίου 01, 2015

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΪΩΝ





ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΪΩΝ

Την έκτη Κυριακή της Μεγ. Τεσσαρακοστής, η αγία Εκκλησία μας γιορτάζει την ένδοξη εορτή των Βαΐων, δηλ. την πανηγυρική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Μετά την ανάσταση του Λάζαρου, οι Ιουδαίοι ήθελαν να θανατώσουν το Χριστό, ο οποίος, δίνοντας τόπο στην οργή και στην κακία τους έφυγε.

Έπειτα όμως, όπως μας λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «προ εξ ημερών του Πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν». Από εκεί, μετά το δείπνο στο σπίτι του Λαζάρου, έστειλε δύο μαθητές του, του έφεραν «την όνον και τον πώλον» και την Κυριακή, καθήμενος επί πώλου όνου, έμπαινε στα Ιεροσόλυμα.

Τότε τα πλήθη των Εβραίων, μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς κι αγαλλιάσεως, τον υποδέχονταν με ζωηρούς αλαλαγμούς: «Ωσαννά τω Υιώ Δαβίδ.

Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ».
Και άλλοι έστρωναν στο δρόμο τα ενδύματα τους, άλλοι έκοβαν κλωνάρια από τις ελιές κι από τις φοινικιές και τα’ ριχναν στο δρόμο, ή τ’ ανέμιζαν με τα χέρια τους ζητωκραυγάζοντας με ενθουσιασμό.

Το «ωσαννά» ακούγονταν μυριόστομο απ’ όλους τους Εβραίους μα πιο πολύ ακόμα από τα θηλάζοντα βρέφη, για να εκπληρωθεί και η Προφητεία του Δαβίδ: «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον».

Κι’ όλος ο κόσμος των Ιεροσολύμων χαίρονταν και πανηγύριζε, για να επαληθεύσει κι άλλη μια προφητεία, του Προφ. Ζαχαρίου αυτή: «Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών. Ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεται σοι πραύς και επιβεβηκώς επί υποζύγιον και πώλον νέον, υιόν υποζυγίου».

Οι άγιοι Πατέρες ως «πώλον» εννοούν τα «έθνη», τον εθνικό κόσμο της ειδωλολατρίας, πάνω στον οποίο, νικητής τροπαιοφόρος κάθησε ο Χριστός, με τη νέα θρησκεία της Aγάπης.
Άλλοι Πατέρες πάλι -αυτό που μας ενδιαφέρει όλους σήμερα για την προσωπική πνευματική ζωή μας- δίνουν αυτή εδώ την ερμηνεία: Τώρα που περιμένουμε το νικητή Χριστό να μπει στα Iεροσόλυμα του καθενός μας και στη στέγη της ψυχής μας με τα άχραντα Μυστήρια, πρέπει με μια ειλικρινή μετάνοια να πετάξουμε τα παλιά ενδύματα των αμαρτιών μας, που τόσον καιρό εφορούσαμε.

Ν’ αφήσουμε δηλ. κάθε παλιά κακή συνήθεια και ν’ απεκδυθούμε τον παλιό μας άνθρωπο, «συν ταις πραξεσιν αυτού και ταις επιθυμίαις». Ύστερα, με μια τέλεια πνευματική αλλαγή ζωής, να πάρουμε στα χέρια τα βάγια της νίκης, δηλ. τις αειθαλείς πνευματικές αρετές, με τις οποίες θα νικήσουμε τους τρεις μεγάλους εχθρούς μας: τη σάρκα, τον κόσμο και το διάβολο.
Κι έπειτα, με άρρητη χαρά και αγαλλίαση, να πλησιάσουμε την αγία τράπεζα του Άρτου της ζωής, λέγοντας μαζί με τους ανυμνούντας παίδες του Ευαγγελίου: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»!

Εδώ, στο μεταίχμιο μεταξύ της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Μεγάλης Εβδομάδος, χρειάζεται να ακουστεί για άλλη μια φορά η σημασία της νηστείας, όπως την σημειώνει ένας ιεροκήρυκας των χρόνων της Τουρκοκρατίας. «Ιδού, λοιπόν, οπού διαπεράσαμε, τη βοηθεία του Θεού, το πέλαγος της αγίας Τεσσαρακοστής, και καλότυχος εκείνος, οπού δεν εκινδύνευσεν εις το πέλαγος αυτό αλλά εξήλθεν ελευθερωμένος από πάσαν δαιμονικήν τρικυμίαν.

Ούτος και εις τον καλόν λιμένα έφθασεν, και τον λοιπόν κίνδυνον δεν φοβείται. Η αγία Τεσσαρακοστή, την οπoίαν διήλθομεν, είναι αγιασμός και σωτηρία της ψυχής ημών, διότι η νηστεία είναι μέγα όφελoς. Από αυτήν την νηστείαν ο Mωϋσής έγινε νομοθέτης του Eβραϊκού γένους, από αυτήν εκαθαρίσθη ο νους του και είδε δόξαν Θεού. Από αυτήν και οι τρεις παίδες έσβεσαν την φλόγα της καμινου, από αυτήν και ο προφήτης Δανιήλ ημέρωσε τους λέοντας, από αυτήν ο προφήτης Ηλίας εκράτησε τα νέφη και δεν έβρεξε τρεις χρόνους και εξ μήνας και, σχεδόν ειπείν, όλοι οι Άγιοι από αυτήν ετιμήθησαν, από αυτήν ηξιώθησαν της Βασιλείας των ουρανών.

Με αυτήν την νηστείαν, είθε και ημείς να αξιωθώμεν, τώρα μεν να φθάσωμεν την αγίαν ημέραν του Πάσχα, να λαμπροφορέσωμεν ψυχικά και σωματικά, και να εορτάσωμεν, ως αγαπά ο Χριστός, εκεί δε, εις τον μέλλοντα αιώνα, να αξιωθώμεν του αιωνίου Πάσχα, της αιωνίου χαράς, και της αιωνίου τρυφής».

Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ«ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ»

Το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015

Εἰσαγωγικὰ στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα

 

Καθηγητὴς Παντελὴς Πᾶσχος


Περάσαμε πιὰ τὸ πέλαγος τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καὶ τώρα στεκόμαστε μπροστὰ στὴ θύρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὁποῦ ὀνομάζεται Μεγάλη ὄχι γιατί εἶναι μεγαλύτερη, ἢ ἔχει περισσότερες μέρες, ἀλλὰ «ἐπειδὴ μεγάλα ἡμῖν γέγονεν ἐν αὐτῇ παρὰ τοῦ Δεσπότου κατορθώματα. Καὶ γὰρ ἐν αὐτῇ τῇ ἑβδομάδι τῇ Μεγάλῃ, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ χρονία τοῦ διαβόλου κατελύθη τυραννίς· ὁ θάνατος ἐσβέσθη· ὁ ἰσχυρὸς ἐδέθη· τὰ σκεύη αὐτοῦ διηρπάγη· ἁμαρτία ἀνηρέθη· ἡ κατάρα κατελύθη· ὁ Παράδεισος ἀνεώχθη· ὁ Οὐρανὸς βάσιμος γέγονεν· ἄνθρωποι ἀγγέλοις ἀνεμίγησαν· τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ ἤρθη· τὸ θριγγίον περιηρέθη· ὁ τῆς εἰρήνης Θεὸς εἰρηνοποίησε τὰ ἄνω καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς· διὰ τοῦτο Μεγάλη καλεῖται Ἑβδομάς».


Ὄντως φοβερὰ αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος τὰ Μυστήρια! Ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅλη ἡ δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα πηγάζουν. Ἀπ᾿ τὸν καιρὸ πού, μαθητούδια ἀκόμη, παίρναμε ἀπ᾿ τὸ ζεστὸ χέρι τῆς μάνας μας τὴ σύνοψη καὶ τὸ κερί, ποὺ καθὼς ἦταν ἁγνὸ μοσκοβολοῦσε σὰν λιβάνι ὅταν ἔκαιγε, καὶ πηγαίναμε στὶς ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου, ἢ στὶς Μεγάλες Ὧρες τῶν Παθῶν, τῆς Μεγ. Πέμπτης καὶ τῆς Μεγ. Παρασκευῆς, ὅπου κλαίγαμε ἀπὸ καρδιᾶς μπρὸς στὸν Ἐσταυρωμένο, καθὼς ἀποθέταμε μὲ τρέμοντα δάχτυλα τὰ παρθενικὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ μὲ μίαν ὁλόζεστη λαχτάρα τρέχαμε νὰ μάσουμε στοὺς κήπους καὶ στὰ χωράφια· ἀπ᾿ τὰ μικρά μας ἐκεῖνα χρόνια, ποὺ προσμέναμε νά ῾ρθει ἡ ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γιὰ νὰ δεχτοῦμε ὕστερα καὶ τὴν Ἀνάσταση, μέχρι τὰ γηρατειά μας τὰ βαθιά, αὐτὴ ἡ Ἑβδομάδα εἶναι ποὺ μᾶς κρατάει συντροφιὰ μὲ τὸν πόνο της, μὲ τὰ δάκρυά της, μὲ τὴ λύπη της, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ἀκολουθεῖ.


Κι αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία τῆς ζωῆς, ποὺ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας τὴν δίνει μὲ τὸν πιὸ ὡραῖο, ἁπλὸ καὶ κατανυκτικὸ τρόπο στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅτι αὐτὴ ἡ φιλοσοφία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ θεολογία τοῦ Σταυροῦ, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ κανεὶς νὰ τὴν ἀφομοιώσει καὶ νὰ τὴν κατανοήσει ἔξω ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ περίβολο, ἔξω ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.


Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὁ Σταυρὸς ἢ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα γίνεται λογοτεχνία, γίνεται θέατρο ἢ κινηματογράφος, γίνεται στοχαστικὴ διάλεξη ἢ δημοσιογραφικὸ ἄρθρο, γίνεται εὐκαιρία γιὰ νὰ δοκιμάσει κανεὶς τὶς ἱκανότητές του μ᾿ ἕναν τρόπο – ὁποιοδήποτε – ἐπάνω σ᾿ ἕνα σοβαρὸ θέμα. Καὶ μόνο μέσα ἀπὸ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φτάσει στὴν κορφὴ τῆς πνευματικῆς φιλοσοφίας καὶ στὴ δόξα τῆς Ἀναστάσεως, ἀνεβαίνοντας τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ περνώντας πνευματικὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἀγωνία τῆς Σταυρώσεως.


Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός, ὅλη τὴν Ἑβδομάδα ἔχει ἕνα μεγάλο δρόμο νὰ ὁδοιπορήσει. Μεγάλο, ὄχι μὲ τὶς ἐξωτερικές, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐσωτερικὲς διαστάσεις. Ἕνα δρόμο, ποὺ περπάτησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ναί, κι ἂς μὴ φανεῖ σὲ κανέναν αὐτὸ τὸ πράγμα παράδοξο. Ἂν δὲν «συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν», δὲν θὰ μπορέσουμε οὔτε τὴ Μεγαλοβδομάδα νὰ νιώσουμε, οὔτε καὶ στὴν Ἀνάσταση νὰ φτάσουμε μαζί του. Σ᾿ αὐτὸ τὸ δρόμο, ποὺ βρίσκεται πάντα κάτω ἀπ᾿ τὴ σκιὰ τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἀντικρύζει στὸ βάθος τὸ φωτεινὸ λόφο τῆς Ἀναστάσεως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔβαλαν μερικὰ σημάδια σὰν ὁρόσημα, ποὺ μᾶς βοηθοῦν κι αὐτὰ μ᾿ ἕναν εἰδικὸ τὸ καθένα τρόπο, γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ σκοπό μας.


Τὴ Μεγάλη Δευτέρα, μετὰ τὸ Κοντάκιο καὶ τὸν Οἶκο τῆς ἡμέρας, θ᾿ ἀκούσουμε μαζὶ μὲ τὸ σύντομο συναξάρι, αὐτὸ τὸ ὑπόμνημα: «τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ παγκάλου καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης συκῆς». Δοξάζεται καὶ τιμᾶται ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ, γιατί «τῆς Αἰγυπτίας τότε ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας», ἐσκλαβώθηκε μὲν κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ κατὰ τὴν ψυχὴ ἔμεινε ἀδούλωτος, ὁ ἀοίδιμος καὶ σώφρων, καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ γίνει κυρίαρχος ὅλης τῆς Αἰγύπτου. «Ὁ Θεὸς γὰρ παρέχει τοῖς δούλοις αὐτοῦ στέφος ἄφθαρτον». Ἡ κατάρα ἔπειτα τῆς ἄκαρπης συκιᾶς, μᾶς λέει ν᾿ ἀποφεύγουμε τὸ πάθος καὶ νὰ κάνουμε ἔργα καὶ καρποὺς πνευματικούς, γιὰ νὰ μὴ μᾶς εὕρῃ ὁ Χριστὸς μὲ φύλλα μοναχὰ σὰν ἔρθει, καὶ μᾶς δείξει τὴ φωτιά, σὰν μοίρα ἀναπόφυγη τῶν ἀκάρπων μας δέντρων.


Τὴ Μεγάλη Τρίτη θ᾿ ἀκούσουμε: «τῆς τῶν δέκα παρθένων παραβολῆς μνείαν ποιούμεθα», δηλ. τῶν πέντε φρονίμων καὶ τῶν πέντε μωρῶν παρθένων, μὲ τὶς διδακτικὲς λαμπάδες τους. Μᾶς συμβουλεύει κ᾿ ἐδῶ μὲ ὕμνους ἐξαίσιους ἡ Ἐκκλησία μας, «νὰ σπουδάσωμεν νὰ ἀνάψωμεν τὰς νοητὰς λαμπάδας τῶν ψυχῶν μας, ὡς αἱ φρόνιμοι ἐκεῖναι παρθένοι. Διατί; Ἵνα μὲ τὸ λαμπρὸν φῶς τῶν λαμπάδων μας καὶ μὲ ὕμνους πνευματικούς, συναπαντήσωμεν τὸν ἀθάνατον νυμφίον τῶν ψυχῶν, δηλαδὴ τὸν Δεσπότην μας Ἰησοῦν Χριστόν, ὅστις θὰ ἔλθει ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ κόσμου, διὰ νὰ ἐμβάσει τὰς δρονίμους ψυχὰς μέσα εἰς τὸν οὐράνιον νυμφώνα τῆς ἀϊδίου τρυφῆς τεσ καὶ βασιλείας».


Τὴ Μεγάλη Τετάρτη: «τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικὸς μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονεν». Ποιὸς δὲν δακρύζει, ὅταν σκεφθεῖ ὅτι, ἐνῶ ὅλοι ἁμαρτάνουμε (καὶ πολλὲς φορὲς βαρύτερα ἀπὸ τὴν πόρνη) ὡστόσο δὲν ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμά της, γιὰ νὰ σβήσουμε μὲ δάκρυα μετανοίας τὸ χειρόγραφο, ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας.


Τὴ Μεγάλη Πέμπτη «ἑορτάζομεν τὸν Ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον, τὴν ὑπερφυᾶ προσευχὴν καὶ τὴν Προδοσίαν». Ἡ κυριαρχοῦσα μορφὴ – αἰώνιο σύμβολο σκότους συνειδήσεως καὶ παράδειγμα πρὸς ἀποφυγὴν – εἶναι ἡ προδοτικὴ ὄψη τοῦ Ἰούδα.


Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ «τὰ Ἅγια καὶ Σωτήρια καὶ Φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν».


Καὶ τὸ Μέγα Σάββατον «τὴν Θεόσωμον Ταφὴν καὶ τὴν εἰς ᾍδου κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν».


Εἴπαμε, ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ μαρτύριο καὶ τὸ Πάθος τῆς Σταυρώσεως, ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς βλέπει πάντοτε τὸ γλυκὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν ἐμποδίζει νὰ ἰδεῖ τὰ Πάθη μέσα σ᾿ ἕνα ζοφερὸ καὶ καταλυτικὸ σκοτάδι. Ὁ ὀρθόδοξος – καὶ ὁ Ἕλληνας ἰδιαίτερα, ποὺ πέρασε τόσα καὶ τόσα πάθη μέσα στὴ μακραίωνη πορεία τῆς ἱστορίας του – εἶναι ντυμένος μὲ τὸ ζεστὸ ἔνδυμα τῆς χαρμολύπης. Πάσχει καὶ ὑποφέρει, ἀλλὰ ὄχι μὲ ἀσυγκράτητο σαρκικὸ πόνο. Ἡ πνευματικὴ φιλοσοφία τοῦ Σταυροῦ, αὐτὲς τὶς ἡμέρες εἰδικώτερα, πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἐπιούσιος ἄρτος μας, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς μας. Ἰδοὺ πῶς βλέπουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ μυστήριο τῆς Σταυρώσεως.


Ὁ ἀκάνθινος στέφανος φανέρωσε ὅτι ὁ Κύριος ἐξάλειψε τὴν κατάρα ποὺ ἔλαβε ἡ γῆ, νὰ βλαστάνει ἀγκάθια καὶ τριβόλια καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀφάνισε τὶς μέριμνες καὶ τὶς ὀδύνες τῆς παρούσης ζωῆς.


«Ἐξεδύθη τὰ ἱμάτια καὶ ἐνεδύθη τὴν πορφύραν, διὰ νὰ ἐκδύσει τοὺς δερματίνους χιτώνας τῆς νεκρώσεως, ὁποῦ ἐφόρεσεν ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν παράβασιν. Κάλαμον ἔλαβεν ὁ Κύριος εἰς τὴν δεξιάν, ὡς σκῆπτρον, διὰ νὰ θανατώσει τὸν ἀρχαῖον ὄφιν καὶ δράκοντα· ἔλαβε κάλαμον, διὰ νὰ σβήσει τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἔλαβε τὸν κάλαμον διὰ νὰ ὑπογράψει βασιλικῶς, μὲ τὸ κόκκινον αἷμα του, τὸ γράμμα τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, καθότι καὶ οἱ βασιλεῖς μὲ κόκκινον κιννάβαρι ὑπογράφουσιν».


»Εἰς τὸ ξύλον ἐσταυρώθη, διὰ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως. Ἔλαβε τὴν γεῦσιν τῆς χολῆς καὶ τοῦ ὄξους, διὰ τὴν γλυκείαν γεῦσιν τοῦ καρποῦ τοῦ ἀπηγορευμένου. Ἔλαβε τὰ καρφία διὰ νὰ καρφώσει τὴν ἁμαρτίαν. Ἅπλωσε τὰς χείρας εἰς τὸν Σταυρόν, διὰ νὰ ἰατρεύσει τὸ ἅπλωμα τῶν χειρῶν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ὁποῦ ἐποίησαν εἰς τὸ ἀπηγορευμένον ξύλον, καὶ διὰ νὰ ἑνώσει τὰ μακρὰν διεστῶτα, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, οὐράνια καὶ ἐπίγεια. Ἔλαβε τὸν θάνατον, διὰ νὰ θανατώσει τὸν θάνατον. Ἐτάφη, διὰ νὰ μὴ στρεφώμεθα πλέον ἡμεῖς εἰς τὴν γῆν, ὡς τὸ πρότερον...».


»Ἐσκοτίσθησαν οἱ φωστῆρες, διὰ νὰ φανερώσουν ὅτι πενθοῦσι τὸν Σταυρωθέντα. Αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, διότι ἔπασχεν ἡ πέτρα τῆς ζωῆς. Εἰς τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ ἀνέβη, διὰ τὸ πτῶμα ὁποῦ ἔπαθεν ὁ Ἀδάμ. Καὶ τελευταῖον ἀνέστη, διὰ τὴν ἰδικήν μας ἀνάστασιν!».


Ὤ! Εὐτυχισμένοι καὶ τρισμακάριοι, ὅσοι μπορέσουν ν᾿ ἀφήσουν τὶς βιοτικές τους μέριμνες αὐτὲς τὶς μέρες, κι ἀρχίσουν ἀπὸ τώρα, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὥρα κιόλας, τὴν εὐλογημένη πορεία δίπλα στὸν πορευόμενο πρὸς τὸ Πάθος Χριστό! «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν, καὶ νεκρωθῶμεν δι᾿ αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς», «ἵνα μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».

πηγή

Το είδαμε : εδώ

Κυριακή, Μαρτίου 16, 2014

Π. Β. Πάσχου Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Οἱ λόγοι σου πάνσοφε καὶ τὰ σεπτὰ συγγράμματα, δρόσος οὐρανία, μέλι πέτρας, ἄρτος Ἀγγέλων τοῖς ἐντυγχάνουσι, νέκταρ ἀμβροσία γλυκασμός, ἥδυσμα Γρηγόριε καὶ πηγὴ ζῶντος ὕδατος. (ἐκ τῆς ἀκολουθίας)

ἐκ τῆς ἐκδόσεως, Π. Β. Πάσχου, Ἔρως Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1987

Ἡ Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη σ᾿ ἕνα ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας: τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τέλη τοῦ 13ου αἰώνα, γύρω στὰ 1296. Ἔχοντας «περιφανεῖς καὶ ἔνδοξους γονεῖς», τὸ συγκλητικὸ Κωνσταντῖνο καὶ τὴν εὐσεβέστατη Καλλονή, φρόντισε νὰ κοσμήσει πιὸ πολὺ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲν φαίνεται, μὲ ἀρετὲς καὶ παιδεία. Μικρὸς ἀκόμα, ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Εἶχε τὴν εὐτυχία ὅμως νά ῾χει μητέρα τὴν εὐσεβέστατη Καλλονή, ποὺ ἡ μόνη φροντίδα τῆς ἦταν ν᾿ ἀναθρέψει τὰ παιδιά της μὲ τὴν παιδεία τοῦ Κυρίου. Στὰ εἴκοσί του χρόνια ὁ ἅγ. Γρηγόριος, φλεγόμενος ἀπὸ τὸ διάπυρο πόθο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, παίρνει τὰ δύο ἀδέρφια του, τὸν Μακάριο καὶ τὸ Θεοδόσιο, καὶ πηγαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ὑποτάσσεται στὸν γέροντα Νικόδημο, πεπειραμένο ἁγιορείτη μοναχὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου. Σὰν πέθανε ὁ γέροντάς του Νικόδημος, φεύγει γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἀπ᾿ ὅπου οἱ συνεχεῖς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀγαρηνῶν τὸν ἀναγκάζουν νὰ φύγει, καὶ νὰ πάρει τὸ δρόμο γιὰ τὴ Σκήτη τοῦ ἁγ. Προδρόμου, στὴ Βέροια. Πηγαίνει σὲ λίγο στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου χειροτονεῖται ἱερεὺς κ᾿ ἐπιστρέφει πάλι στὴ Βέροια, ὅπου ἔμεινε πέντε χρόνια. Ὁ θεῖος ἔρωτας καὶ ἡ δίψα του γιὰ τὴν ἡσυχία, ἀναγκάζουν πάλι τὸν ἅγιο Γρηγόριο, νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμεινε εἴκοσι τρία ὁλάκερα χρόνια μὲ προσευχή, μελέτη καὶ πολὺ ἱδρώτα τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων τῆς ἐρήμου. Τότε παρουσιάστηκε ὁ δαιμόνιος ἐκεῖνος Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, ποὺ σήκωσε τὸν φοβερὸ πόλεμο, ὁ ὁποῖος ἔχει μείνει στὴν ἱστορία μὲ τὸ ὄνομα «ἡσυχαστικαὶ ἔριδες τοῦ ιδ´ αἰῶνος».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πάλεψε μὲ τὸν αἱρετικὸ Βαρλαάμ, μὲ πολλὴ δύναμη καὶ πολλὴ σοφία, καὶ νίκησε στὸ τέλος καὶ τὸν ἀντίπαλό του καὶ τὶς αἱρετικὲς καὶ ἀπὸ τὴ Δύση φερμένες διδασκαλίες του, ἀποδεικνύοντας μὲ γραφικὰ καὶ πατερικὰ πνευματικὰ ἐπιχειρήματα, πὼς τὸ θαβώριο φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν ἄκτιστο κι ὄχι κτιστὸ-ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ. Στὴ Σύνοδο, μάλιστα, τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Ἀνδρόνικου τοῦ Β´, ἡ ἥττα τοῦ Καλαβροῦ ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ φύγει γρήγορα γιὰ τὴν Ἰταλία. Ἔτσι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔσωσε τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ διέτρεξε γι᾿ ἄλλη μιὰ φορὰ τεράστιο κίνδυνο ἀπὸ τὴ Δύση, καὶ κατέκτησε δίκαια μιὰ ὑψηλὴ θέση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Χειροτονεῖται μετὰ ἐπίσκοπος καὶ στέλνεται ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸ θρόνο τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πανηγυρίζουν τὴ μνήμη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου μὲ πάνδημες γιορτὲς καὶ Λειτουργίες στὸ φερώνυμο ὡραῖο Ναὸ ποὺ τοῦ ἔκτισαν, τότε ἤτανε μοιρασμένοι σὲ δύο φατρίες καὶ δὲν τὸν δέχτηκαν. Ἀναγκάστηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ φύγει στὴ Λῆμνο, ἀπ᾿ ὅπου ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια τὸν κάλεσαν οἱ ἴδιοι οἱ Θεσσαλονικεῖς στὴ πόλη τους καὶ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ μεγάλες τιμές. Μετὰ ἀπὸ κάμποσο καιρό, ἀπὸ σεβασμὸ καὶ ἐκτίμηση στὴ μεγάλη του ἁγιότητα, τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ συμφιλιώσει τ᾿ ἀντιμαχόμενα, γιὰ πολιτικοὺς λόγους, ὑψηλὰ βασιλικὰ πρόσωπα τοῦ Βυζαντίου. Στὸ δρόμο, συλλαμβάνεται ἀπ᾿ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ ταλαιπωρεῖται καὶ βασανίζεται ἐπὶ ἕνα χρόνο, περιφερόμενος ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία. Στὴν Προῦσα, ὅπου τελικὰ δικάστηκε, ἐλευθερώθηκε μετὰ τὴν ἀθώωσή του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ θρόνο του, ἀφοῦ στήριξε καὶ μὲ τὰ πάθη ποὺ ὑπέφερε καὶ μὲ τοὺς θείους λόγους του, τὶς βασανισμένες ἀπ᾿ τοὺς Ἀγαρηνοὺς χριστιανικὲς ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατάκοπος πιὰ ἀπὸ τόσα δεινὰ καὶ τόσους ἀγῶνες γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναπαύτηκε ἐν Κυρίῳ στὴ Θεσσαλονίκη, γύρω στὰ 1360, σὲ ἡλικία 63 χρονῶν. Τὸ ἅγιο λείψανό του σώζεται ἐνταφιασμένο στὸν πρὸς τιμή του καὶ στὸ ὄνομά του ἀφιερωμένο ἱερὸ ναὸ τῆς Θεσσαλονίκης.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ μὲ μεγάλη συντομία καὶ σὲ ἁδρὲς μόνο γραμμὲς ἀναφερθήκαμε πρὶν λίγο στὸν ἅγιο βίο του, φύλαξε ὅσο ζοῦσε ἀνόθευτη τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὶς ξένες ἐπιδράσεις. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, α) μὲ τὰ πολλὰ θαύματα, καὶ β) μὲ τὰ βαθιὰ σὲ ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ θεολογία συγγράμματά του, συνεχίζει νὰ εἶναι ἕνας φύλακας ἄγγελος τῆς πονεμένης καὶ χτυπημένης ἀπὸ χίλιους δύο αἱρετικοὺς Ὀρθοδοξίας μας.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματά του, εἶναι κι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Φράγκους τῆς Σαντορίνης. Τὸ ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (στὰ 1660), γιὰ ν᾿ ἀποδείξει στοὺς Φράγκους ὅτι λένε ψέματα καὶ συκοφαντίες, ὅταν λένε πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀνέδειξε πιὰ κανέναν ἅγιο, ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ χωρίσαμε μὲ τοὺς Δυτικούς, μὲ τὸ σχίσμα. Στὴ Σαντορίνη, λοιπόν, τὴ μέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δηλ. τὴ Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, μερικοὶ Φράγκοι, Ρωμαιοκατόλικοι, μπῆκαν σὲ μιὰ βάρκα καὶ ἔκαναν βόλτα στὴ θάλασσα. Μέσα στὴ βάρκα εἶχαν καὶ μερικὰ φραγκόπουλα, δασκαλεμένα νὰ βλαστημοῦν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Φώναζαν, λοιπόν, τὰ δασκαλεμένα φραγκόπουλα: «ἀνάθεμα στὸν Παλαμᾶ· ἂν εἶναι ὁ Παλαμᾶς ἅγιος, ἂς κάμει νὰ πνιγοῦμε»! Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ – ὢ τοῦ θαύματος!- μέσα σὲ γαλήνια καὶ ἀκύμαντη θάλασσα, καταποντίστηκε στὸ βυθὸ ἡ βάρκα, μὲ ὅλους τοὺς Φράγκους καὶ τὰ φραγκόπουλα, ποὺ πρὶν λίγο προκαλοῦσαν τὸν ἅγιο, μὲ τὰ ὑβριστικὰ ἐκεῖνα λόγια «ἂν εἶναι ἅγιος ἂς μᾶς πνίξει!»

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅπως προηγουμένως σημειώσαμε, στήριξε καὶ στηρίζει τὴν Ὀρθοδοξία ὄχι μονάχα μὲ τὰ θαύματά του τὰ πολλά, μὰ καὶ μὲ τὰ πολύτιμα συγγράμματά του, τὰ ὁποῖα, δυστυχῶς, ὄχι μόνον ὁ κόσμος ὁ πολύς, μὰ καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ θεολόγοι μας τὰ ἀγνοοῦν.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἀπ᾿ τοὺς μεγαλύτερους καὶ μυστικότερους θεολόγους τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ συγχρόνως ἀπὸ τοὺς λιγότερο γνωστούς. Καὶ ἐπειδὴ ἀγνοοῦμε οἱ περισσότεροι τὴ διδασκαλία του καὶ τὰ μυστικά του συγγράμματα, συμβαίνει, ὄχι σπάνια, ὅταν ἀπὸ ἀνάγκη καταπιανόμαστε μ᾿ αὐτά, νὰ τὰ παρερμηνεύουμε καὶ νὰ πέφτουμε στὸ ἀντίθετο στρατόπεδο, τῶν αἱρετικῶν, δίχως νὰ τὸ καταλάβουμε. Ὕστερα πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ σημειώσουμε, πὼς ἡ μελέτη τοῦ ἔργου, ἢ πολὺ περισσότερο, ἡ παρουσίαση καὶ ἡ ἑρμηνεία του, χρειάζονται ἰδιοσυγκρασίες συγγενικὲς πνευματικά, ὄχι μονάχα σὲ κλίση καὶ σὲ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ καὶ σὲ κατόρθωση ἁγιότητος. Γιατὶ μὲ τὴ γνώση τῶν θεωριῶν γιὰ τὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, δὲν κερδίζουμε ἀπολύτως τίποτε, ὅταν εἴμαστε βυθισμένοι σὲ χίλιες δύο ἁμαρτωλὲς ἔγνοιες, ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ γνωρίζουμε τὸ ἄκτιστο φῶς, μὲ τὴν κεκαθαρμένη καὶ ἐξαγνισμένη καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό, κι ὅταν ἀκοῦμε ἢ διαβάζουμε γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἡσυχαστῶν καὶ τὴ σκληρὴ μέθοδό τους, μὲ τὴ στροφὴ καὶ τοῦ σωματικοῦ τους βλέμματος πρὸς τὴν καρδιὰ ἐπὶ ὧρες ἀτέλειωτες, γιὰ νὰ δοῦν τὸ θαβώρειο φῶς, δείχνουμε μιὰ ἀπορία -ἂν δὲν ἐκδηλώνουμε ὀρθολογιστικότερα τὴν ἐπιφύλαξή μας, ἢ δὲν χαρακτηρίζουμε καὶ ἐμεῖς τοὺς ἡσυχαστὲς (ὅπως τοὺς ὀνόμασε ὁ δυτικόφρονας Βαρλαὰμ) «ὀμφαλοσκόπους» καὶ «ὀμφαλοψύχους». Κι ἀκόμα – κι ἐδῶ εἶναι ὁ πιὸ μεγάλος κίνδυνος- πιστεύουμε, πὼς μὲ τὴν ἐνδοστρέφεια θὰ δοῦμε τὸ φῶς τοῦ Θαβώρ, ἢ – ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου- πὼς μὲ τὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ τὴν ἐνδοστρέφεια θὰ βροῦμε τὸ Θεό μας, τὴ σωτηρία μας. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἁπλὴ αὐτὴ ἐνδοστρέφεια, δὲν κάνουμε τίποτ᾿ ἄλλο, παρὰ νὰ γινόμαστε περίλαμπροι Νεοπλατωνικοί, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὴ ψυχὴ ὡς θεία ἀρχὴ «καθεαυτήν», καὶ πίστευαν ὅτι ἀρκεῖ νὰ στραφεῖ κανεὶς πρὸς τὴ ψυχή του γιὰ νὰ θεωρήσει τὸ θεῖον. Κάτι ἀνάλογο βέβαια ἔπαθε καὶ ὁ Βαρλαάμ, ποὺ ταύτισε αὐτὴ τὴν ἐνδοσκόπηση τῶν Νεοπλατωνικῶν μὲ τὴ “νοερὰ προσευχὴ” τῶν ἡσυχαστῶν, «ἐκμεταλλευθεὶς ἐπὶ πλέον καὶ τὶς καταχρήσεις ἀπὸ παρανόηση μερικῶν Μοναχῶν, ὡς καὶ τὴν κακοποίηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀπὸ τὶς λαϊκὲς μάζες τοῦ Βυζαντίου, στὶς ὁποῖες εἶχε διαδοθεῖ, γιατὶ αὐτὲς ἦσαν ἀνέτοιμες γιὰ τέτοια λεπτὴ ἐργασία» (Θεοκλ. Διονυσιάτου, Μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, σελ. 116).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅμως, πολέμησε γενναιότατα τὴ νεοπλατωνικὴ μυστικὴ καὶ τὸν αἱρετικὸ Βαρλαάμ, προασπίζοντας τὴν πνευματικότητα καὶ τὸν ἀσκητισμὸ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ διασύρει καὶ νὰ γελοιοποιήσει ὁ Βαρλαάμ. Κήρυξε ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ἀπόρροια τοῦ Θεοῦ – γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος κανείς, πὼς γυρνώντας μέσα της βρίσκει καὶ θεωρεῖ τὸ Θεό. Ὕστερα – κι αὐτὸ εἶναι τὸ δογματικὸ σημεῖο ποὺ μπορεῖ καλύτερα νὰ μᾶς φωτίσει πάνω στὸ θέμα – διδάσκει, πὼς «ἐκτὸς τῆς ἀνακαίνισης ἀπὸ τὸ Χριστὸ τῆς εἰκόνας τῆς ψυχῆς ποὺ καταστράφηκε ἡ ἐνδοσκόπηση δὲν ὁδηγεῖ, παρὰ μόνο στὴ θεώρηση τῆς διεφθαρμένης ἀνθρωπίνης φύσεως, ἐφ᾿ ὅσον ἡ θεία εἰκόνα μὲ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία ἀμαύρωθηκε. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παλαμᾶς ὀνόμασε «θεωροὺς εἰκόνων» ὅσους ἐνδοσκοποῦσαν, ἀλλὰ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸ χριστιανισμό, σὲ ἀντίθεση πρὸς τοὺς «οἰκείους τοῦ Χριστοῦ», οἱ ὁποῖοι πραγματικὰ ἔβλεπαν τὴν θείαν εἰκόνα, δοξασμένη μέσα σὲ ἄφθονο φῶς»» (π. Θεόκλητος Διονυσιάτης).

Πρέπει, τελειώνοντας, νὰ ποῦμε δύο λόγια καὶ γιὰ τὸ θέμα ποὺ συγκλόνισε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὸν ιδ´ αἰώνα, στὸ δογματικὸ τομέα. Ὁ Βαρλαάμ, χτυπώντας τὴ «νοερὰ προσευχὴ» τῶν ἡσυχαστῶν, χρησιμοποιοῦσε τὰ γνωστὰ ὅπλα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, «τὰς κτιστὰς χάριτας» τῆς «Καθαρᾶς ἐνεργείας» τοῦ Θεοῦ κ.λπ. Ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὁμόφρονές του, ἔλεγαν, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, πὼς τὸ Θαβώριο φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν κτιστό. Καὶ ἑπομένως οἱ Μοναχοὶ τοῦ ἁγίου Ὄρους, ποὺ μὲ τὶς μεθόδους τοῦ ἡσυχασμοῦ ἔλεγαν πὼς βλέπουν τὸ ἄκτιστο φῶς, πέφτουν σὲ αἵρεση, γιατὶ εἶναι σὰ νὰ λένε, πὼς βλέπουν τὸ Θεό, ἐνῶ, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Τὴν ἄποψη τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἀκολουθοῦν ἀκόμα καὶ σήμερα οἱ διάδοχοι τοῦ Θωμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαὰμ στὴ Δύση, ἀνέτρεψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χρησιμοποιώντας τὴ διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. «Ἡ θεία καὶ θεοποιὸς ἔλλαμψη καὶ χάρη, δὲν εἶναι ἡ οὐσία, ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν ἄνθρωπον εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀκατάληπτη καὶ ἀνέκφραστη στὸ νοῦ, ὅμως οἱ ἐνέργειές του ἔρχονται σὲ μᾶς». Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἡσυχαστὲς μὲ τὴ μεγάλη ἄσκηση καὶ τὸν κυκλικὸ τρόπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸ ἄκτιστο φῶς, ποὺ δὲν ἦταν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἡ ἀκατάληπτη, ἀλλὰ «ἡ θεία χάρη καὶ θεοποιὸς ἐνέργεια, στὴν ὁποία ὅσοι μετέχουν ἐπιτυγχάνουν τὴ θέωση». Ὅμως αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη ἄποψη καὶ διδασκαλία, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν καταλάβει ἡ δυτικὴ ἀριστοτελίζουσα καὶ σχολαστικὴ Θεολογία. Κάνουν σύγχυση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο θεωροῦν ὡς «actus purus», δηλ. καθαρὰ ἐνέργεια. Καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν κατάλαβαν ποτὲ τὴν «πρόοδον ἐπὶ τὰ ἔξω» του ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, οὔτε τὴν «θείαν ἔλλαμψιν καὶ ἐνέργειαν», γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Πάντως ἡ Ἐκκλησία, στὶς τοπικὲς Συνόδους Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1341, 1347, καὶ 1351, δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία του καὶ καταδίκασε ὡς αἱρετικούς τους ἀντιπάλους του.

Βέβαια, «δὲν μπορεῖ κάποιος μὲ τὴ δική του δύναμη νὰ δεῖ τὸ Ἕν, τὸν Θεό». Αὐτὴ τὴν ἱκανότητα τὴ δίνει μόνον ὁ Χριστὸς στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ» χριστιανούς. «Πῶς λοιπόν, γράφει ὁ Παλαμᾶς, εἶδαν τὰ μάτια (τῶν Ἀποστόλων) τὴν ἄκτιστη δόξα; Ἔπαθαν ἀλλαγὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀφοῦ ἀπόκτησαν δύναμη ποὺ δὲν εἶχαν προηγουμένως καὶ ἔγιναν Πνεῦμα, ὅτι ἔκαναν γινόταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀπορρίπτει τὸν φυσιοκρατικὸ ἀγνωστικισμὸ τῆς Δυτικῆς θεολογίας καὶ διδάσκει «τὴν ἐν Χριστῷ γνώση καὶ μέθεξη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικὰ ἄνθη, σελ. 95).

Πραγματικά, ἅγιοι λόγοι τῆς χάριτος εἶναι οἱ λόγοι τοῦ ἁγ. Γρηγορίου: «ἄρτος ἀγγέλων, δρόσος οὐρανία, νέκταρ, ἀμβροσία, γλυκασμός, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε συνηθίσει τὸ στομάχι μας μὲ τὶς κοσμικὲς λογοτεχνίες καὶ φιλοσοφίες, καὶ δὲν ἔχουμε τόπο γιὰ τέτοια πολυτέλεια πνευματικῆς τροφῆς. Νομίζουμε πὼς γίναμε πάνσοφοι, γιατί ξέρουμε πέντε γράμματα. Καὶ νομίζουμε πὼς γίναμε ἅγιοι, γιατὶ διαβάζομε ἕνα θρησκευτικὸ περιοδικὸ ἢ βιβλίο. Τὰ πόσα σκοτάδια ἔχουμε μέσα μας κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ πεῖ καὶ κανένας ἥλιος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ φωτίσει. Μὰ τὸ φῶς ποὺ ζητοῦμε, θὰ ἔρθει μονάχα μὲ τὴ συντριβή, τὸ γονάτισμα, τὸ κομποσκοίνι, τὴ μετάνοια, τὴν ἐγκράτεια, τὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἀσταμάτητη τραγικὴ κραυγὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος! Φώτισόν μου τὸ σκότος!»

Σάββατο, Ιουνίου 15, 2013

Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α. Οικουμενικής Συνόδου Ορθοδοξία: Η Εκκλησία των Αγίων Πατέρων

ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΛΗ σοφία και μεγάλη σύνεση στον τρόπο, με τον οποίον η αγία Εκκλησία μας καθόρισε τον εορταστικό κύκλο του εκκλησιαστικού λειτουργικού χρόνου. Κ’έχει πολύ βαθειά σημασία το γεγονός της συχνής υπομνήσεως, που κάνει η Εκκλησία στους πιστούς, με τις μνήμες ή τις Κυριακές των αγίων Πατέρων: θέλει δηλ. να μας δείξει αυτούς που αγωνίστηκαν κ’ έφτασαν μέχρι και το μαρτυρικό θάνατο, για να μείνει καθαρή κι αμόλυντη η πίστη των ορθοδόξων. Μας θυμίζει τους
μεγάλους πολέμους, μέσα στις ταραγμένες εποχές στη ζωή της Εκκλησίας, και τους αγώνες των Πατέρων, που, με τη χάρη του Θεού, πάντοτε καταλήγουν στη νίκη
της Ορθοδοξίας.
Αυτό είναι για μας μια ελπίδα, αλλά και μια μεγάλη κ’ επίσημη διάψευση των φόβων, των αγωνιών και ανησυχιών μας για το μέλλον της Ορθοδοξίας, που νομίζουμε πως οι αιρέσεις και οι πόλεμοι που κάθε μέρα αντιμετωπίζει -έσωθεν και έξωθέν- θα την εξαντλήσουν τάχα και θα την αφανίσουν. Οι γιορτές των αγίων Πατέρων μας δείχνουν, πως η Εκκλησία πέρασε πολύ πιο δύσκολες στιγμές απ’ τις σημερινές, αλλά με το να μείνει σταθερή στα ορθόδοξα δόγματα και στη γερή κι ασάλευτη πέτρα της Παραδόσεως στερεωμένη, νίκησε πάντοτε τους πολεμίους της, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, κ’ έβγαινε ύστερ’ από κάθε μάχη πιο λαμπερή
και πιο φωτεινή και με περισσότερα κάστρα γύρω της, που οι Πατέρες έχτιζαν για να φυλάξουν τους αρίφνητους θησαυρούς της αγίας μας Ορθοδοξίας. Έτσι, με
τους αγώνες και τους πολέμους που αντιμετώπιζαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, απαντούσαν στους εχθρούς της Ορθοδοξίας μ’ ένα πλήθος συνοδικών κανόνων
και δογμάτων, που ερμηνεύουν αυθεντικά την Αγία Γραφή και θεμελιώνουν με το βίο και τη διδασκαλία τους την Παράδοση της Ορθοδοξίας, που είναι η ωραιότερη,
η αληθινώτερη και -παρόλες τις ποικιλίες και αποχρώσεις στη διδασκαλία των αγίων Πατέρων- η πιο πολύ σφιχτά ενωμένη, απ’ όλες τις παραδόσεις, με το πνεύμα
του Ευαγγελίου• γιατί η «συμφωνία” που υπάρχει μέσα στο θείο χορό των αγίων Πατέρων, και η οποία δείχνει τη βιωματική συνοχή της Εκκλησίας, είναι καρπός
και αποτέλεσμα του θείου φωτισμού και της χάριτος του Θεού.
Οι άγιοι Πατέρες, με το ορθό δόγμα της πίστεως και με την αγία ζωή τους, είχαν γίνει άξιοι των επιλάμψεων του αγίου Πνεύματος, το Οποίο κυρίως τους φώτιζε να ερμηνεύουν και να διδάσκουν ορθά το άγιο Ευαγγέλιο, και να το προσφέρουν, ανάλογα με την προσληπτικότητά μας, ως δόγμα, ως λόγο και ως ζωή. Να γιατί -πολύ εύστοχα- ονομάζεται η αγία Ορθοδοξία μας Εκκλησία των αγίων Πατέρων. «Διότι την υπερφυά παρουσίαν του αγ.Πνεύματος εντός της Εκκλησίας, διά των Πατέρων εμάθομεν. Την ερμηνείαν του Ευαγγελίου της χάριτος του Χριστού, οι Πατέρες έδωκαν εις τον κόσμον: Τι θα ήτο η Εκκλησία δίχως «τα πάγχρυσσα στόματα του Λόγου», τους «οπλίτας παρατάξεως Κυρίου», τα «oργανα του αγ. Πνεύματος»; Ίδετε τον κονιορτοποιήσαντα την Εκκλησίαν Προτεσταντισμόν. Καταμάθετε τας αντορθοδόξους καινοτομίας, τας αιρέσεις, τας υπερβολάς, την εγκοσμιότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υποκαταστησάσης
την δι’ αγίου Πνεύματος πυριζομένην ακράδαντον αυθεντίαν των Πατέρων, διά των εξ υψηλοφροσύνης επίσφαλών ανθρωπίνων συλλογισμών (αλάθητον του Πάπα κ.λ.π.). Φοβήθητε την επιφαινομένην νόθευσιν του Ευαγγελίου εν τη Εκκλησία.
Αποτολμά ο λόγος να υποστηρίζη, ότι οι Άγιοι Πατέρες αποτελούν τα ασφαλή μέτρα της περί Θεού και ανθρώπων καθολικής και επί μέρους αληθείας. Αυτοί είναι οι οξυδερκείς της Εκκλησίας οφθαλμοί… oι απλανείς οδηγοί, οι φυσικοί ερμηνείς του Ευαγγελίου, ως θεωρίας και πράξεως» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Αθωνικά άν0η, σελ. 113).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας στηρίζεται πάνω στην αγία Γραφή και στην ιερά Παράδοση, δηλ. στο Άγιον Ευαγγέλιο και στους αγίους Πατέρας. Όλος ο αγώνας των
τέκνων της Εκκλησίας ειναι να φτάσουν στη θείαν αλήθεια και σωτηρία της ψυχής τους, διά μέσου της αγιότητος, που διδάσκει το άγιο και ιερόν Ευαγγέλιο.
Γι’ αυτό κ’ ένας νεώτερος συγγραφέας λέγει για την Εκκλησία του Θεού, πώς «είναι οι κληθέντες άγιοι, η συνάθροισις των πιστών, των κληθέντων εις αγιότητα»
(Κορέσιος). Για να φτάσουμε, όμως, στη σώζουσα αλήθεια του Ευαγγελίου, χρειαζόμαστε ένα έμπειρον οδηγό• γιατί, κι αμαρτωλότητα πολλή έχει σκοτίσει τα πνευματικά μάτια μας, και η πείρα μας λείπει για πνευματικές πορείες τόσο φοβερές, και οι κίνδυνοι που μας περιμένουν σ’ αυτό το δρόμο είναι μεγάλοι και δυσκολοπολέμητοι.
Κι αυτός ο οδηγός δεν είναι άλλος απ’ την Παράδοση των Πατέρων της Ορθοδοξίας. Οι φωτεινότεροι οδηγοί της πορείας μας προς τη σωτηρία είναι οι άγιοι Πατέρες.
Έξω απ’ αυτούς καραδοκεί ο κίνδυνος των αιρέσεων. Ας μη μας κατηγορήσει εδώ κανείς, πως υπερτονίζουμε τη σημασία της Παραδόσεως εις βάρος της αγίας Γραφής.
Τα άκρα του Προτεσταντισμού και του Ρωμαιοκαθολικισμού δεν ανήκουν στις συνήθειες της Ορθοδοξίας, η οποία πλησιάζει τον απλό αλλά βαθύ και υψηλό σε σώζοντα νοήματα λόγο του Θεού, με την ταπείνωση και την αγιότητα των αγίων Πατέρων. Η Εκκλησία μας τάχει ενωμένα Ευαγγέλιο και Παράδοση. Ούτε Ευαγγέλιο θα υπήρχε, αν δεν μας τα διέσωζε η Παράδοση, και δεν το ερμήνευαν οι πνευματέμφοροι άγιοι Πατέρες• ούτε άγιοι Πατέρες μπορούν να νοηθούν δίχως τη θεωρία του Ευαγγελίου. Οι άγιοι Πατέρες είναι η πράξη του Ευαγγελίου. Μια πράξη, που ενώνει διά των μυστηρίων της σωτηρίας τη ζωή όλης της Εκκλησίας κάτω απ’ το σταυρό του Χριστού. «το γαρ της Εκκλησίας όνομα, λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ου χωρισμού, αλλ’ ενώσεως και συμφωνίας εστίν όνομα». Αυτή η πράξη μας δείχνει πως η ορθή διδασκαλία είναι καρπός αγίας ζωής. Αν η θεολογία των Πατέρων ήταν μια απλή γνώση, δίχως τη βίωση του λόγου του Θεού, η θεολογία τους δεν θα διέφερε απ’ τις ευσεβείς φλυαρίες των αιρετικών. Γιατί κ’ οι αιρετικοί ήταν δεινοί στη μόρφωση και στη γνώση. Αλλά η εκτροπή τους απ’ την οδό της αγιότητος (στους πιο πολλούς,
τουλάχιστον, αυτή είναι η σπουδαιότερη αιτία), τους έρριξε σε σατανικές αιρέσεις και τους παρέσυρε έξω απ’ την Εκκλησία. Έξω, όμως, από τον αγιασμένο περίβολο
της Εκκλησίας, κατά την αρχαία ρήση του αγίου Κυπριανού, δεν υπάρχει σωτηρία – «extra ecclesiam nulla salus». Βγαίνοντας κανείς απ’ την Εκκλησία, για οποιοδήποτε
λόγο, είναι σα να παραδίδει τον εαυτό του στη δυναστεία του σατανά, όπως λέγει ο Μέγας Φώτιος: «οι γαρ των εκκλησιών εξωθούμενοι, έξω της θείας γινόμενοι
κηδεμονίας, υπό την βουλήν και δυναστείαν πίπτουσι του σατανά». Μ’ αυτούς τους αιρετικούς μοιάζουν κ’ εκείνοι, που για να δικαιολογήσουν την εγωϊστική
τους και σατανική φυγή από την Εκκλησία, ρίχνουν το βάρος στους λειτουργούς της Εκκλησίας, λέγοντας: «Με αυτόν τον ιερέα, και με αυτόν τον επίσκοπο, δεν
μπορώ να προσευχηθώ, σκανδαλίζομαι. Προτιμώ να κάμω την προσευχή μου στο σπίτι, στο χωράφι, στην αίθουσα ενός συλλόγου ή όπου αλλού, παρά να πάω στην Εκκλησία, που διακονείται από αυτά τα πρόσωπα…». Πόσο, αλήθεια, θα χαίρεται ο σατανάς, με κάτι τέτοιες δικαιολογίες των ευσεβοφρόνων πιστών!
Δεν είναι ο τόπος εδώ να εξηγήσουμε με λεπτομέρειες όλη την τακτική του σατανά σ’ αυτό τον πόλεμο τον εσωτερικό. Πρέπει όμως να πούμε, πως αυτοί οι τύποι,
πολλές φορές είναι πιο επικίνδυνοι από πολλούς αδιάφορους ή άθεους. Στις Πράξεις των Αποστόλων βρίσκεται μια σχετική ομιλία του Αποστόλου Παύλου, προς
τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Μιλήτου και της Εφέσου: «και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω
αυτών» (Πράξ. κ’ 30). «Δεν είναι ανάγκη, λέγει ένας σύγχρονος ποιμήν και εκκλησιαστικός συγγραφέας, να ονομάσωμεν αυτούς τους «εξ ημών αυτών”, περί των
οποίων ομιλεί ο Απόστολος. Είναι όλοι ανεξαιρέτως όσοι θέτουν σκοπόν των «αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών” -να αποσπούν τους πιστούς και να τους σύρουν οπίσω των, να δημιουργούν συμπαθείας και προτιμήσεις γύρω από τα πρόσωπά των και να γίνωνται αρχηγοί κομμάτων εις την Εκκλησίαν. Οι αληθινοί ποιμένες δεν χωρίζουν τους πιστούς, και δεν προβάλλουν τον εαυτόν τους μεταξύ των πιστών, δεν τους κατατυραννούν ψυχικώς, και δεν δεσμεύουν την πνευματικήν των ελευθερίαν. Διότι αυτό συμβαίνει, με όσους κινούνται και δρουν έξω από την παράδοσιν και την τάξιν της Εκκλησίας• δημιουργούν ένα κύκλον εντος της Εκκλησίας, και εις το κέντρον του κύκλου τοποθετούν τον εαυτόν τους» («Οικοδομή” εβδομαδιαία, έτος Β’ άρ. 22, 29 Μαΐου 1960). Τους κινδύνους αυτούς φοβάται κι ο ιερός Χρυσόστομος, όταν συμβουλεύει εκείνους που έχουν ελαττωμένη την εμπιστοσύνη τους προς τα πρόσωπα της Εκκλησίας και θέλουν ν’ απομακρυνθούν απ’ την ευλογημένη μάνδρα της: «μένε εις την Εκκλησίαν, λέγει, και ου προδίδοσαι υπό της Εκκλησίας• αν δε φύγης από Εκκλησίας, ουκ αιτία η Εκκλησία. Εάν μεν γαρ ης έσω, ο λύκος ουκ εισέρχεται• εάν δε εξέλθης έξω, θηριάλωτος γίνη• αλλ’ ου παρά την μάνδραν τούτο, αλλά παρά την σην μικροψυχίαν. Εκκλησίας γαρ ουδέν ίσον».
Πρέπει επίσης να προσέχουμε πολύ στη σύγχυση που δημιουργεί ο σατανάς με τις διαβολές του γύρω απ’ τό αιώνιο θέμα της Εκκλησίας και των φορέων της ιερωσύνης.
Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να έχουμε πάντοτε ιερείς ή επισκόπους του ύψους του Χρυσοστόμου ή του αγ. Ισιδώρου του Πηλουσιώτη. Αλλ’ αυτό δεν πρέπει να μας
απομακρύνει από την Εκκλησία. Αν μπορούμε, πρέπει να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, ή να μπούμε κ’ εμείς μέσα στο δοκιμαζόμενο σκάφος της Εκκλησίας και, με
τον άγιο βίο μας και την ορθή διδασκαλία, να διακονήσουμε το Ευαγγέλιο, και όχι να αποσπάσουμε μια μερίδα πιστών, τάχα για να εκδικηθούμε τον ιερέα ή τον επίσκοπο, και να φτιάξουμε δική μας Εκκλησία ή δικό μας σύλλογο, πράγμα πολύ συνηθισμένο σήμερα «της μόδας”, όπως λέγει ο Παπαδιαμάντης κάπου: «θα ήτο
θρασύτης εκ μέρους μας, λέγει, αν ενομίζαμεν ότι έπρεπε να κάμωμεν ενταύθα λόγον περί τινων άλλων διακεκριμένων θεολόγων, οίτινες μετέφερον τας θρησκευτικάς συνάξεις εις μίαν αίθουσαν συλλόγου. Πολύ παράξενοι δεν είμεθα, και εννοούμεν κάλλιστα, ότι καθ’ ον τρόπον υπάρχουσι λ.χ. φωτογράφοι της μόδας, φραγκορράπται
της μόδας κ.λ.π., ούτως επόμενον είναι να υπάρχουσι και θεολόγοι της μόδας»! Αλλά σ’ ενα άλλο σημείο ο Παπαδιαμάντης ξεκαθαρίζει τη στάση των πιστών τέκνων
της Εκκλησίας -και απέναντι σ’ Εκείνη και απέναντι στους φορείς της ιερωσύνης- όταν απαντά στο «Λόγο” του Απ. Μακράκη: «Εγώ είμαι τέκνον γνήσιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκπροσωπουμένης υπό των Επισκόπων της. Εάν δε τυχόν πολλοί τούτων είναι αμαρτωλοί, αρμοδία είναι να κρίνη μόνη η Εκκλησία και μόνον το άπειρον έλεος του Θεού ημείς πρέπει να επικαλούμεθα». Πρέπει, πραγματικά, να προσέχει πολύ o χριστιανός, γιατί ο σατανάς χρησιμοποιεί με καταπληκτική ευκολία και πονηριά και τα δεξιά και τ’ αριστερά όπλα, για να μας βγάλει απ’ το δρόμο της Εκκλησίας, κ’ ύστερα να μας παραδώσει «εις νουν αδόκιμον», να μας διχάσει
και από τους φίλους και ομοιδεάτες μας, και να μας ρίξει στην απώλεια.
***
Πρέπει, να υπογραμμίσουμε, με πολλή λύπη, μια νοσηρή κατάσταση που υπάρχει στους ορθοδόξους χριστιανούς της Εκκλησίας μας σήμερα, που αδιαφορούν για τα
δόγματα των Πατέρων και τη γραμμή της Ορθοδοξίας. Έτσι αφήνεται ελεύθερο το έδαφος σ’ ένα πλήθος καλοθελητών, που άλλοτε με το πρόσχημα της «φιλανθρωπίας”
του δολλαρίου και άλλοτε της «διδασκαλίας” του λόγου του Θεού, κάνουν θραύση μέσα στο ευσεβές ποίμνιο της Ορθοδοξίας. Αυτοί οι βαρείς λύκοι, που πολεμούν
την ενότητα της Εκκλησίας, έχουν πολλά ονόματα, αλλά τα πιο φοβερά είναι των «Χιλιαστών” («μαρτύρων του Ιεχωβά”), των «Ευαγγελικών”, των «Αντβεντιστών”,
των παραλλαγμένων κάπως και μεταμορφωμένων Ρωμαιοκαθολικων κ.ά. Εμείς, βέβαια, δεν δίνουμε και πολλή σημασία, γιατί δεν υποψιαζόμαστε τι κινδύνους κρύβει η αλιεία αυτή εκ μέρους των αιρετικών στα νερά της Ορθοδοξίας, όπου τα «χωρικά ύδατα” δεν φυλάγονται όπως πρέπει από μας. Οι Πατέρες όμως λέγουν, πως η αίρεση είναι θάνατος και χωρισμός από το Θεό. Σ’ ένα βιβλίο παμπάλαιο της Ορθοδοξίας βρίσκεται τούτο το γεγονός, που αναφέρεται στον αββά Αγάθωνα.
Μερικοί ασκηταί, που άκουσαν τη φήμη του και τη μεγάλη διάκριση που είχε, πήγαν να τον επισκεφθούν. Θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται, τον ρώτησαν: «Εσύ
είσαι ο Αγάθων, που λένε πως είσαι πόρνος και υπερήφανος;» –«Nαι, αδελφοί μου, εγώ είμαι». -«Εσύ είσαι o Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος;» -«Nαι, αδελφοί
μου, εγώ είμαι». «Εάν είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;» Τότε ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Όχι, δεν είμαι αιρετικός!» Οι ασκηταί τον ρώτησαν να τους πει, γιατί όσα
του έλεγαν πρώτα τα παραδέχονταν για τον εαυτό του, ενώ το λόγο τούτο, με την κατηγορία του αιρετικού, δεν τον βάσταξε; Κ’ εκείνος, ο γέροντας ο άγιος
και διακριτικός, τους απάντησε: «Τα πρώτα, εμαυτώ επιγράφω• όφελος γαρ έστι τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός εστι από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι
από Θεού». Οι ασκηταί θαύμασαν την πνευματική σοφία της διακρίσεως του γέροντα, κ’ έφυγαν πνευματικά οικοδομημένοι.
***
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι το «πίον και τετυρωμένον όρος», που δεν έχει να φοβηθεί τιποτε από τις αιρέσεις και τους αιρετικούς. Όλα τα πράγματα της Εκκλησίας είναι σε μια ιερή ενότητα δεμένα, που δεν αφήνουν περιθώρια για λιποταξίες -στους πραγματικούς τουλάχιστον και συνειδητούς ορθοδόξους. «Έκλυτον γαρ ουδέν, ή υδαρές εν τη Εκκλησία λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, αλλ’ έστι τα πάντα συνεσφιγμένα προς ευσέβειαν». Ο φόβος, όμως, είναι όταν οι αιρέσεις, που
μνημονεύσαμε, εκμεταλλεύονται τη δική μας αδράνεια ή αμαρτωλότητα. Κι αυτό γίνεται αιτία να αληθεύει ο λόγος του προφήτου: «το γαρ όνομα του Θεού δι’ υμάς
βλασφημείται». Γιατί, όσες γνώσεις κι αν έχουμε για την Ορθοδοξία και τους αγίους Πατέρας, δεν πρόκειται να μας ωφελήσουν σε τίποτε, αν δεν βιώσουμε οι
ίδιοι ό,τι εκείνοι πρώτα έζησαν κ’ ύστερα μας εδίδαξαν. «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το
θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Κ’ επειδή η φύση και o χαρακτήρας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Εκκλησίας των Πατέρων είναι ασκητικός, πρέπει με
άσκηση κ’ εμείς να μιμηθούμε το βίο τους, το κατά δύναμη, για να καταλάβουμε τη διδασκαλία τους ως το πιο μυστικό βάθος. Αυτό θα μας δώσει μια καινούργια δύναμη και θα σβήσει τη φλογισμένη δίψα μας. Αυτή την αλήθεια τονίζει και ο υμνογράφος, στην γ’ ωδή του Κανόνος της Κυριακής των Αγ. Πατέρων:
«Ανακαθαίρει θολερούς και βορβορώδεις χειμάρρους,
εκ πηγών του σωτηρίου αντλήσας, και διψώντα τον λαόν, τον του Χριστού κορέννυσι,
των διδαχών τοις ρείθροις, ο των Πατέρων κατάλογος».
Από το βιβλίο του: Π.Β.Πάσχου, Έρως Ορθοδοξίας,
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1987.

Πέμπτη, Απριλίου 25, 2013

Εισαγωγικά Στην Μεγάλη Εβδομάδα – Καθηγητής Παντελής Πάσχος


Περάσαμε πιὰ τὸ πέλαγος τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καὶ τώρα στεκόμαστε μπροστὰ στὴ θύρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὁποῦ ὀνομάζεται Μεγάλη ὄχι γιατί εἶναι μεγαλύτερη, ἢ ἔχει περισσότερες μέρες, ἀλλὰ «ἐπειδὴ μεγάλα ἡμῖν γέγονεν ἐν αὐτῇ παρὰ τοῦ Δεσπότου κατορθώματα. Καὶ γὰρ ἐν αὐτῇ τῇ ἑβδομάδι τῇ Μεγάλῃ, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ χρονία τοῦ διαβόλου κατελύθη τυραννίς· ὁ θάνατος ἐσβέσθη· ὁ ἰσχυρὸς ἐδέθη· τὰ σκεύη αὐτοῦ διηρπάγη· ἁμαρτία ἀνηρέθη· ἡ κατάρα κατελύθη· ὁ Παράδεισος ἀνεώχθη· ὁ Οὐρανὸς βάσιμος γέγονεν· ἄνθρωποι ἀγγέλοις ἀνεμίγησαν· τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ ἤρθη· τὸ θριγγίον περιηρέθη· ὁ τῆς εἰρήνης Θεὸς εἰρηνοποίησε τὰ ἄνω καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς· διὰ τοῦτο Μεγάλη καλεῖται Ἑβδομάς».
Ὄντως φοβερὰ αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος τὰ Μυστήρια! Ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅλη ἡ δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα πηγάζουν. Ἀπ᾿ τὸν καιρὸ πού, μαθητούδια ἀκόμη, παίρναμε ἀπ᾿ τὸ ζεστὸ χέρι τῆς μάνας μας τὴ σύνοψη καὶ τὸ κερί, ποὺ καθὼς ἦταν ἁγνὸ μοσκοβολοῦσε σὰν λιβάνι ὅταν ἔκαιγε, καὶ πηγαίναμε στὶς ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου, ἢ στὶς Μεγάλες Ὧρες τῶν Παθῶν, τῆς Μεγ. Πέμπτης καὶ τῆς Μεγ. Παρασκευῆς, ὅπου κλαίγαμε ἀπὸ καρδιᾶς μπρὸς στὸν Ἐσταυρωμένο, καθὼς ἀποθέταμε μὲ τρέμοντα δάχτυλα τὰ παρθενικὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ μὲ μίαν ὁλόζεστη λαχτάρα τρέχαμε νὰ μάσουμε στοὺς κήπους καὶ στὰ χωράφια· ἀπ᾿ τὰ μικρά μας ἐκεῖνα χρόνια, ποὺ προσμέναμε νά ῾ρθει ἡ ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γιὰ νὰ δεχτοῦμε ὕστερα καὶ τὴν Ἀνάσταση, μέχρι τὰ γηρατειά μας τὰ βαθιά, αὐτὴ ἡ Ἑβδομάδα εἶναι ποὺ μᾶς κρατάει συντροφιὰ μὲ τὸν πόνο της, μὲ τὰ δάκρυά της, μὲ τὴ λύπη της, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ἀκολουθεῖ.
Κι αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία τῆς ζωῆς, ποὺ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας τὴν δίνει μὲ τὸν πιὸ ὡραῖο, ἁπλὸ καὶ κατανυκτικὸ τρόπο στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅτι αὐτὴ ἡ φιλοσοφία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ θεολογία τοῦ Σταυροῦ, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ κανεὶς νὰ τὴν ἀφομοιώσει καὶ νὰ τὴν κατανοήσει ἔξω ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ περίβολο, ἔξω ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὁ Σταυρὸς ἢ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα γίνεται λογοτεχνία, γίνεται θέατρο ἢ κινηματογράφος, γίνεται στοχαστικὴ διάλεξη ἢ δημοσιογραφικὸ ἄρθρο, γίνεται εὐκαιρία γιὰ νὰ δοκιμάσει κανεὶς τὶς ἱκανότητές του μ᾿ ἕναν τρόπο – ὁποιοδήποτε – ἐπάνω σ᾿ ἕνα σοβαρὸ θέμα. Καὶ μόνο μέσα ἀπὸ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φτάσει στὴν κορφὴ τῆς πνευματικῆς φιλοσοφίας καὶ στὴ δόξα τῆς Ἀναστάσεως, ἀνεβαίνοντας τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ περνώντας πνευματικὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἀγωνία τῆς Σταυρώσεως.
O ὀρθόδοξος χριστιανός, ὅλη τὴν Ἑβδομάδα ἔχει ἕνα μεγάλο δρόμο νὰ ὁδοιπορήσει. Μεγάλο, ὄχι μὲ τὶς ἐξωτερικές, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐσωτερικὲς διαστάσεις. Ἕνα δρόμο, ποὺ περπάτησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ναί, κι ἂς μὴ φανεῖ σὲ κανέναν αὐτὸ τὸ πράγμα παράδοξο. Ἂν δὲν «συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν», δὲν θὰ μπορέσουμε οὔτε τὴ Μεγαλοβδομάδα νὰ νιώσουμε, οὔτε καὶ στὴν Ἀνάσταση νὰ φτάσουμε μαζί του. Σ᾿ αὐτὸ τὸ δρόμο, ποὺ βρίσκεται πάντα κάτω ἀπ᾿ τὴ σκιὰ τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἀντικρύζει στὸ βάθος τὸ φωτεινὸ λόφο τῆς Ἀναστάσεως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔβαλαν μερικὰ σημάδια σὰν ὁρόσημα, ποὺ μᾶς βοηθοῦν κι αὐτὰ μ᾿ ἕναν εἰδικὸ τὸ καθένα τρόπο, γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ σκοπό μας.
Τὴ Μεγάλη Δευτέρα, μετὰ τὸ Κοντάκιο καὶ τὸν Οἶκο τῆς ἡμέρας, θ᾿ ἀκούσουμε μαζὶ μὲ τὸ σύντομο συναξάρι, αὐτὸ τὸ ὑπόμνημα: «τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ παγκάλου καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης συκῆς». Δοξάζεται καὶ τιμᾶται ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ, γιατί «τῆς Αἰγυπτίας τότε ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας», ἐσκλαβώθηκε μὲν κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ κατὰ τὴν ψυχὴ ἔμεινε ἀδούλωτος, ὁ ἀοίδιμος καὶ σώφρων, καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ γίνει κυρίαρχος ὅλης τῆς Αἰγύπτου. «Ὁ Θεὸς γὰρ παρέχει τοῖς δούλοις αὐτοῦ στέφος ἄφθαρτον». Ἡ κατάρα ἔπειτα τῆς ἄκαρπης συκιᾶς, μᾶς λέει ν᾿ ἀποφεύγουμε τὸ πάθος καὶ νὰ κάνουμε ἔργα καὶ καρποὺς πνευματικούς, γιὰ νὰ μὴ μᾶς εὕρῃ ὁ Χριστὸς μὲ φύλλα μοναχὰ σὰν ἔρθει, καὶ μᾶς δείξει τὴ φωτιά, σὰν μοίρα ἀναπόφυγη τῶν ἀκάρπων μας δέντρων.
Τὴ Μεγάλη Τρίτη θ᾿ ἀκούσουμε: «τῆς τῶν δέκα παρθένων παραβολῆς μνείαν ποιούμεθα», δηλ. τῶν πέντε φρονίμων καὶ τῶν πέντε μωρῶν παρθένων, μὲ τὶς διδακτικὲς λαμπάδες τους. Μᾶς συμβουλεύει κ᾿ ἐδῶ μὲ ὕμνους ἐξαίσιους ἡ Ἐκκλησία μας, «νὰ σπουδάσωμεν νὰ ἀνάψωμεν τὰς νοητὰς λαμπάδας τῶν ψυχῶν μας, ὡς αἱ φρόνιμοι ἐκεῖναι παρθένοι. Διατί; Ἵνα μὲ τὸ λαμπρὸν φῶς τῶν λαμπάδων μας καὶ μὲ ὕμνους πνευματικούς, συναπαντήσωμεν τὸν ἀθάνατον νυμφίον τῶν ψυχῶν, δηλαδὴ τὸν Δεσπότην μας Ἰησοῦν Χριστόν, ὅστις θὰ ἔλθει ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ κόσμου, διὰ νὰ ἐμβάσει τὰς δρονίμους ψυχὰς μέσα εἰς τὸν οὐράνιον νυμφώνα τῆς ἀϊδίου τρυφῆς τεσ καὶ βασιλείας».
Τὴ Μεγάλη Τετάρτη: «τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικὸς μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονεν». Ποιὸς δὲν δακρύζει, ὅταν σκεφθεῖ ὅτι, ἐνῶ ὅλοι ἁμαρτάνουμε (καὶ πολλὲς φορὲς βαρύτερα ἀπὸ τὴν πόρνη) ὡστόσο δὲν ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμά της, γιὰ νὰ σβήσουμε μὲ δάκρυα μετανοίας τὸ χειρόγραφο, ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Τὴ Μεγάλη Πέμπτη «ἑορτάζομεν τὸν Ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον, τὴν ὑπερφυᾶ προσευχὴν καὶ τὴν Προδοσίαν». Ἡ κυριαρχοῦσα μορφὴ – αἰώνιο σύμβολο σκότους συνειδήσεως καὶ παράδειγμα πρὸς ἀποφυγὴν – εἶναι ἡ προδοτικὴ ὄψη τοῦ Ἰούδα.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ «τὰ Ἅγια καὶ Σωτήρια καὶ Φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν».
Καὶ τὸ Μέγα Σάββατον «τὴν Θεόσωμον Ταφὴν καὶ τὴν εἰς ᾍδου κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν».
Εἴπαμε, ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ μαρτύριο καὶ τὸ Πάθος τῆς Σταυρώσεως, ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς βλέπει πάντοτε τὸ γλυκὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν ἐμποδίζει νὰ ἰδεῖ τὰ Πάθη μέσα σ᾿ ἕνα ζοφερὸ καὶ καταλυτικὸ σκοτάδι. Ὁ ὀρθόδοξος – καὶ ὁ Ἕλληνας ἰδιαίτερα, ποὺ πέρασε τόσα καὶ τόσα πάθη μέσα στὴ μακραίωνη πορεία τῆς ἱστορίας του – εἶναι ντυμένος μὲ τὸ ζεστὸ ἔνδυμα τῆς χαρμολύπης. Πάσχει καὶ ὑποφέρει, ἀλλὰ ὄχι μὲ ἀσυγκράτητο σαρκικὸ πόνο. Ἡ πνευματικὴ φιλοσοφία τοῦ Σταυροῦ, αὐτὲς τὶς ἡμέρες εἰδικώτερα, πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἐπιούσιος ἄρτος μας, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς μας. Ἰδοὺ πῶς βλέπουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ μυστήριο τῆς Σταυρώσεως.
Ὁ ἀκάνθινος στέφανος φανέρωσε ὅτι ὁ Κύριος ἐξάλειψε τὴν κατάρα ποὺ ἔλαβε ἡ γῆ, νὰ βλαστάνει ἀγκάθια καὶ τριβόλια καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀφάνισε τὶς μέριμνες καὶ τὶς ὀδύνες τῆς παρούσης ζωῆς.
«Ἐξεδύθη τὰ ἱμάτια καὶ ἐνεδύθη τὴν πορφύραν, διὰ νὰ ἐκδύσει τοὺς δερματίνους χιτῶνας τῆς νεκρώσεως, ὁποῦ ἐφόρεσεν ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν παράβασιν. Κάλαμον ἔλαβεν ὁ Κύριος εἰς τὴν δεξιάν, ὡς σκῆπτρον, διὰ νὰ θανατώσει τὸν ἀρχαῖον ὄφιν καὶ δράκοντα· ἔλαβε κάλαμον, διὰ νὰ σβήσει τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἔλαβε τὸν κάλαμον διὰ νὰ ὑπογράψει βασιλικῶς, μὲ τὸ κόκκινον αἷμα του, τὸ γράμμα τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, καθότι καὶ οἱ βασιλεῖς μὲ κόκκινον κιννάβαρι ὑπογράφουσιν».
»Εἰς τὸ ξύλον ἐσταυρώθη, διὰ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως. Ἔλαβε τὴν γεῦσιν τῆς χολῆς καὶ τοῦ ὄξους, διὰ τὴν γλυκείαν γεῦσιν τοῦ καρποῦ τοῦ ἀπηγορευμένου. Ἔλαβε τὰ καρφία διὰ νὰ καρφώσει τὴν ἁμαρτίαν. Ἅπλωσε τὰς χείρας εἰς τὸν Σταυρόν, διὰ νὰ ἰατρεύσει τὸ ἅπλωμα τῶν χειρῶν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ὁποῦ ἐποίησαν εἰς τὸ ἀπηγορευμένον ξύλον, καὶ διὰ νὰ ἑνώσει τὰ μακρὰν διεστῶτα, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, οὐράνια καὶ ἐπίγεια. Ἔλαβε τὸν θάνατον, διὰ νὰ θανατώσει τὸν θάνατον. Ἐτάφη, διὰ νὰ μὴ στρεφώμεθα πλέον ἡμεῖς εἰς τὴν γῆν, ὡς τὸ πρότερον…».
»Ἐσκοτίσθησαν οἱ φωστῆρες, διὰ νὰ φανερώσουν ὅτι πενθοῦσι τὸν Σταυρωθέντα. Αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, διότι ἔπασχεν ἡ πέτρα τῆς ζωῆς. Εἰς τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ ἀνέβη, διὰ τὸ πτῶμα ὁποῦ ἔπαθεν ὁ Ἀδάμ. Καὶ τελευταῖον ἀνέστη, διὰ τὴν ἰδικήν μας ἀνάστασιν!».
Ὤ! Εὐτυχισμένοι καὶ τρισμακάριοι, ὅσοι μπορέσουν ν᾿ ἀφήσουν τὶς βιοτικές τους μέριμνες αὐτὲς τὶς μέρες, κι ἀρχίσουν ἀπὸ τώρα, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὥρα κιόλας, τὴν εὐλογημένη πορεία δίπλα στὸν πορευόμενο πρὸς τὸ Πάθος Χριστό! «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν, καὶ νεκρωθῶμεν δι᾿ αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς», «ἵνα μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...