Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2018
Παρασκευή, Απριλίου 11, 2014
Ἡ θεολογική διαθήκη τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι
Ἀξίζει νά διαβάσουμε τό παρακάτω κείμενο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι (1893-1979) πού τό τιτλοφορεῖ ὁ ἴδιος ὡς τήν «θεολογική του διαθήκη». Πρόκειται γιά ἕνα χειρόγραφο πού δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώσει καί βρέθηκε μετά τόν θάνατο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου ἀπό τόν Andrew Blane, ὁ ὁποῖος καί τό δημοσιεύει.
«Σέ μιὰ τόσο ἐπίσημη περίσταση ὅπως αὐτή, μόνο λόγια εὐχαριστίας κι εὐγνωμοσύνης ἁρμόζουν. Πράγματι, εἶμαι βαθιά συγκινημένος ἀπό αὐτό τό γενναιόδωρο δεῖγμα ἀναγνώρισης ποὺ ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου θέλησε νά μοῦ ἀπονείμει. Ὅμως, ξέρω, προφανῶς καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, καί τίς ἀποτυχίες μου καί τά μειονεκτήματά μου. Ξέρω πράγματι ὅτι ἤμουν ἕνας ὀκνηρός δοῦλος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. Καί μάλιστα ξέρω πολύ καλά πόσα πράγματα δέν ἔχω κάνει, πράγματα ποὺ ἔπρεπε νά ἔχω κάνει, καί πόσα πολλά πράγματα ἔκανα ποὺ δέν ἔπρεπε νά κάνω.
Δέν ἔλαβα κανονική θεολογική ἐκπαίδευση (παρόλο ποὺ τό φταίξιμο δέν εἶναι δικό μου). Εἶμαι αὐτοδίδακτος στήν θεολογία, κάτι σάν ἐρασιτέχνης, αὐτοδημιούργητος – γιά νά χρησιμοποιήσω μιὰν ἀμερικανική ἔκφραση. Ἐκπαιδεύτηκα γιά νά γίνω καθηγητής ἱστορίας καί φιλοσοφίας.
Ὄντως, τήν ἀκαδημαϊκή σταδιοδρομία μου τήν ἄρχισα ὅταν ἤμουν ἀκόμη στή Ρωσία, πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὡς Ἐπισκέπτης Καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας, καί τό μόνο μάθημα ποὺ δίδαξα μ΄ αὐτή τήν ἰδιότητα στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀδησσοῦ ἦταν Φιλοσοφία τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν. Τή θεολογία μου δέν τήν ἔμαθα στό σχολεῖο, ἀλλά στήν Ἐκκλησία, μετέχοντας στή λατρεία της. Τήν ἄντλησα πρῶτα ἀπό τά λειτουργικά βιβλία καί, πολύ ἀργότερα, ἀπό τά γραπτά τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ὅταν τό 1926 μοῦ προτάθηκε νά διδάξω Πατρολογία στό νεοσύστατο Ὀρθόδοξο Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Παρισιοῦ, ἤμουν ἐντελῶς ἀπροετοίμαστος γιά κάτι τέτοιο. Ἔπρεπε πρῶτα νά μάθω αὐτό ποὺ ἔπρεπε νά διδάξω. Δέν ντρέπομαι γι΄ αὐτό. Πολλοί ἔχουν βρεθεῖ σ΄ αὐτὴ τή θέση. Ἡ φράση αὐτή ἀνήκει, παρεμπιπτόντως, στόν σπουδαιότερο θεολόγο καί ἱεράρχη τοῦ περασμένου αἰώνα, στόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Φιλάρετο τῆς Μόσχας. Καί αὐτός μάθαινε τά ἀντικείμενά του ἐνῶ τά δίδασκε στήν Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρούπολης.
Ἡ δική μου μέθοδος μελέτης ἦταν πολύ ἁπλή. Τά δύο πρῶτα χρόνια τῆς δουλειᾶς μου ὡς καθηγητὴς στό Παρίσι διάβαζα συστηματικά τά ἔργα τῶν πιό σημαντικῶν Πατέρων, κάποια στό πρωτότυπο, κάποια σέ μετάφραση. Μελέτησα κατά κύριο λόγο πηγές πρίν στραφῶ στή λόγια γραμματεία. Πιθανόν νά εἶναι αὐτός ὁ λόγος ποὺ φαίνομαι τόσο «παλιομοδίτης». Δέν ξεκίνησα μέ τίς «καλύτερες κριτικές», καί γι΄ αὐτό ἡ κριτική οὔτε μέ ζάλισε οὔτε μέ διέφθειρε. Ἀντίθετα, ἐξαιτίας αὐτοῦ ἀπέκτησα ἀνοσία γιά πάντα ἔναντι τῆς ρουτίνας, ἔναντι ἐκείνης τῆς «θεολογίας τῆς ἐπανάληψης» ἡ ὁποία βρίθει ἀπό ἀρχαϊκούς τύπους καί φράσεις, ἀλλά τόσο συχνά τῆς λείπει τελείως τό πνεῦμα ζωντάνιας.
Οἱ Πατέρες μέ δίδαξαν τή χριστιανική ἐλευθερία. Ὑπῆρξαν παραπάνω ἀπό ἁπλοί νομοθέτες• ἦταν ἀληθινοί προφῆτες μέ τήν ἀληθινή σημασία τῆς λέξης – ἀντικρυζαν τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. (Ἦταν πρωτίστως ἄνθρωποι μέ ἐνόραση καί πίστη). Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὁραματιστές. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος ποὺ μέ ὁδήγησε ἀρκετά νωρίς στήν ἰδέα αὐτοῦ ποὺ τώρα ὀνομάζω «νεοπατερική σύνθεση». Ὀφείλει νά εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό συλλογή Πατερικῶν ρητῶν καί διατυπώσεων. Πρέπει νά εἶναι μία σύνθεση, μία δημιουργική ἐπανεπιβεβαίωση ὅλων ἐκείνων τῶν ἐνοράσεων ποὺ χορηγήθηκαν στούς ἁγίους τοῦ παρελθόντος. Πρέπει νά εἶναι Πατερική, πίστη στό πνεῦμα καί τό δράμα τῶν Πατέρων – ad mentem Patrum. Ἀλλά ταυτόχρονα, πρέπει νά εἶναι καί νεοπατερική, καθώς ἀπευθύνεται στή νέα ἐποχή, μέ τά δικά της προβλήματα καί ἐρωτηματικά. Μ΄ αὐτό τό πνεῦμα καί μ΄ αὐτόν τόν τρόπο ἔγραψα, ἤδη τριάντα χρόνια πρίν, τίς δύο θεολογικές μου ἐργασίες, γιά τό Δόγμα τῆς Δημιουργίας καί τό Δόγμα τῆς Ἀπολύτρωσης, τίς ὁποῖες ἀκόμη θεωρῶ τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματά μου, καί ἴσως τά μοναδικά.
Δυστυχῶς, λίγο ἀργότερα περισπάστηκα. Δέν μπόρεσα νά ἀντισταθῶ στούς πειρασμούς. Ἄφησα τή δουλειά μου πάνω στούς Πατέρες ἡμιτελῆ: ἀπό τούς πέντε προγραμματισμένους τόμους, μόνο δύο ὁλοκληρώθηκαν, κι αὐτοί στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ΄30. Ἀντί νά ὁλοκληρώσω αὐτή τή δουλειά, στράφηκα στή ρωσική θεολογία καί αὐτή ἡ μελέτη ὁλοκληρώθηκε τήν παραμονή ἀκριβῶς τοῦ πρόσφατου πολέμου. Αὐτή ἡ μελέτη, ὅμως, ἀποδείχθηκε ἔργο μᾶλλον ἀποδόμησης παρά οἰκοδόμησης. Τήν ἴδια ἐποχή ἐμπλεκόμουν σέ διάφορες οἰκουμενικές δραστηριότητες, στήν ἀρχή σέ περιορισμένη κλίμακα. Γιά πολλά χρόνια περνοῦσα τίς καλοκαιρινές μου διακοπές στήν Ἀγγλία, ἐξηγώντας τήν Ὀρθοδοξία σέ Ἀγγλικανούς φοιτητές καί λαϊκούς, καί ταξιδεύοντας ἀπό κολλέγιο σέ κολλέγιο καί ἀπό πόλη σέ πόλη. Ἀργότερα ἀναμίχθηκα στή μείζονα οἰκουμενική κίνηση τῆς «Πίστης καί Τάξης».
Δέν μετανιώνω γιά ὅλα αὐτά, γιά αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς «παρακάμψεις». Ἐπίσης ἀπήλαυσα πάρα πολύ τή διδασκαλία, στά χρόνια του πολέμου, στά ρωσικά σχολεῖα δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, στήν Bela Crkva καί στό Βελιγράδι. Ἔμαθα πολλά διδάσκοντας. Καί ἀνακάλυψα ὅτι ἡ διδασκαλία εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, κάτι παραπάνω ἀπό παροχή γνώσης. Ὁ δάσκαλος ἔχει νά διδάξει ζωντανά πρόσωπα, ἀδελφούς καί ἀδελφές του ἐν Χριστῷ, καί νά τούς διδάξει γιά τή ζωή, γιά τήν αἰώνια ζωή ἐν τέλει. Ἀκόμη καί ὡς δάσκαλος, πρέπει κανείς νά παραμένει μαθητής, κάτι ποὺ πράγματι εἶναι ἀναπόφευκτο.
Μοῦ ἀρέσει νά μαθαίνω. Μοῦ ἀρέσει νά παραμένω in statu pupilari [σέ κατάσταση μαθητείας]. Δέν εἶναι μήπως ἡ ἀνώτερη βαθμίδα τό νά εἶσαι μαθητής, μαθητής τοῦ ἑνός καί μόνου Κυρίου, τοῦ μόνου στόν ὁποῖο ἀνήκει δικαιωματικά ὁ τίτλος τοῦ Διδασκάλου; Κανένας μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δάσκαλο. Ὁ μόνος Διδάσκαλος εἶναι ὁ Χριστός. Ὅμως, καί πόσα ἔχουν μείνει ἀπραγματοποίητα! Ἔγραψα λιγότερα ἀπό ὅσα ὄφειλα ἤ μποροῦσα πιθανόν νά γράψω. Καί τώρα προφανῶς εἶναι πιά πολύ ἀργά. Ἐλπίζω, ὅμως, ὅτι θά μοῦ δοθεῖ ὁ χρόνος νά συντάξω τή «θεολογική διαθήκη» μου καί νά μεταφέρω τή βαθειά μου ἔγνοια γιά τίς μέλλουσες γενιές.
Αὐτή ἡ διαθήκη περιλαμβάνει τρία κύρια σημεῖα.
Πρῶτον, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία πρέπει νά εἶναι μία ἱστορική θεολογία. Ἕνας διακεκριμένος Βρετανός ἱστορικός εἶπε πρόσφατα: «Ὁ Χριστιανισμός εἶναι μία καθημερινή πρόσκληση στή μελέτη τῆς ἱστορίας» (F. Μ. Powicke). Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος ἐρευνητής ὑποστήριξε, πολύ σωστά, ὅτι «ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν πιστεύουμε σέ ἰδέες, ἀλλά σέ ἕνα Πρόσωπο» (Dom Ansgar Venier) καί αὐτό τό πρόσωπο εἶναι ὁ ἀγαπημένος μας Κύριος καί Σωτήρας, Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι διαλεκτική ἐννοιῶν, ἀλλά ὁμολογία πίστης. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός δρῶν, ὁ ὁποῖος δρᾶ στήν ἱστορία, ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, συνεχίζει νά δρᾶ στίς ζωές μας καί θά συνεχίζει νά δρᾶ μέχρι ὁ Κριτής νά ἔρθει γιά νά ἐλέγξει ζώντας καί νεκρούς. Ἡ Θεολογία εἶναι ἑπομένως ἡ μελέτη τῶν θείων πράξεων.
Δεύτερον, καθώς μελετᾶμε αὐτές τίς πράξεις τοῦ Θεοῦ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ αὐτό ποὺ ἔχει εὔστοχα περιγραφεῖ ἀπό τόν Gerhardt Kittel ὡς «τό σκάνδαλο τῆς ἰδιαιτερότητας». Ἡ σωτηρία «ἐκ τῶν ἑβραίων ἐστιν» καί κηρύχτηκε στόν κόσμο στήν ἑλληνική γλώσσα. Πράγματι, τό νά εἶσαι Χριστιανός σημαίνει νά εἶσαι Ἕλληνας, ἐφόσον ἡ βασική μας αὐθεντία θά εἶναι γιά πάντα ἕνα ἑλληνικό βιβλίο, ἡ Καινή Διαθήκη. Τό χριστιανικό μήνυμα ἔχει διά παντός διατυπωθεῖ σέ ἑλληνικές κατηγορίες. Αὐτό μέ καμιά ἔννοια δέν σήμανε συνολική πρόσληψη τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθαυτοῦ, ἀλλά ἀνατομία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τό παλιό ἔπρεπε νά πεθάνει, τό νέο ὅμως παρέμενε ἑλληνικό: ὁ χριστιανικός Ἑλληνισμός τῆς δογματικῆς μας, ἀπό τήν Καινή Διαθήκη μέχρι τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἤ μᾶλλον μέχρι σήμερα. Προσωπικά εἶμαι ἀποφασισμένος νά ὑπερασπιστῶ αὐτή τή θέση, καί μάλιστα σέ δύο διαφορετικά μέτωπα: καί κατά τῆς ὄψιμης ἀναβίωσης τοῦ ἑβραϊσμοῦ, καί κατά ὅλων τῶν προσπαθειῶν ἐπαναδιατύπωσης δογμάτων σέ κατηγορίες σύγχρονων φιλοσοφιῶν, εἴτε γερμανικῶν, εἴτε δανέζικων, εἴτε γαλλικῶν (Χέγκελ, Χάϊντεγκερ, Κίρκεργκωρ, Μπέργκσον, Teilhard de Chardin), καί σέ κατηγορίες τοῦ ὑποτιθέμενου Σλαβικοῦ πνεύματος. Ἡ θέση μου, ὁμολογουμένως, χρειάζεται ἀκριβολογία καί ἀνάλυση, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τοῦ παρόντος.
Τρίτο καί τελευταῖο, πρέπει νά θεολογοῦμε ὄχι γιά νά ἱκανοποιοῦμε τή διανοητική μας περιέργεια, θεμιτό καί ἄν εἶναι αὐτό, ἀλλά γιά νά ζοῦμε, νά ἔχουμε ζωή περισσή ἐν τῇ Ἀληθείᾳ, ἡ ὁποία, τελικά, δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν, ἀλλά ἕνα Πρόσωπο, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Στό ζήτημα αὐτό μόνο οἱ Πατέρες μποροῦν νά εἶναι σίγουροι καί ἀσφαλεῖς ὁδηγοί.
Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα πρόγραμμα. Εἶναι τό πρόγραμμα βάσει τοῦ ὁποίου ἐγώ πορεύτηκα στό λογικό μου ἐγχείρημα. Τώρα, μόνη μου ἐλπίδα εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας ἀγκαλιάζει ἀκόμη καί τίς προθέσεις μας.
Κυριακή, Δεκεμβρίου 29, 2013
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: ο Προφήτης της φιλανθρωπίας
π. Γεωργίου Φλορόφσκυ - Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: ο Προφήτης της φιλανθρωπίας
Ο Χρυσόστομος υπήρξε πολύ δυνατός ιεροκήρυκας. Υπεραγαπούσε το κήρυγμα και το θεωρούσε ως το κατ’ εξοχήν καθήκον ενός χριστιανού κληρικού. Η ιεροσύνη είναι εξουσία, αλλ’ είναι εξουσία λόγου και πειθούς. Αυτό είναι το διακριτικό γνώρισμα της χριστιανικής αρχής.
Οι βασιλείς εξαναγκάζουν, οι κληρικοί πείθουν. Οι πρώτοι ενεργούν με διαταγές, οι δεύτεροι με προτροπές. Οι κληρικοί απευθύνονται στην ανθρώπινη ελευθερία, στην ανθρώπινη θέληση και ζητούν αποφάσεις. Όπως ο ίδιος ο Χρυσόστομος συνήθιζε να λέει, «είμαστε υποχρεωμένοι να επιτύχουμε τη σωτηρία των ανθρώπων με τον λόγο, την πραότητα και την προτροπή». Η όλη αξία της ανθρώπινης ζωής για τον Χρυσόστομο βρισκόταν στο ότι αυτή ήταν, και έπρεπε να είναι, μια ζωή εν ελευθερία, και γι’ αυτό μια ζωή χρήσιμη. Στα κηρύγματά του μιλούσε συνεχώς για την ελευθερία και την απόφαση. Η ελευθερία ήταν γι’ αυτόν μια εικόνα του Θεού στον άνθρωπο.
Ο Χριστός ήλθε, όπως ο Χρυσόστομος συνήθιζε να υπενθυμίζει, ακριβώς για να θεραπεύσει τη βούληση του ανθρώπου. Ο Θεός πάντοτε ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη καταστρέφει την ελευθερία μας, Ο ίδιος ο Θεός ενεργεί διά κλήσεων και προτροπών, όχι καταπιεστικώς. Δείχνει την ευθεία οδό, καλεί και προσκαλεί, και προειδοποιεί για τους κινδύνους της κακίας, αλλά δεν εξαναγκάζει. Οι χριστιανοί κληρικοί πρέπει να ενεργούν κατά παρόμοιο τρόπο. Εξ ιδιοσυγκρασίας ο Χρυσόστομος ήταν μάλλον υπέρ των άμεσων και επαναστατικών λύσεων,οξύς και αυστηρός, αλλ’ ήταν πάντοτε κατά του εξαναγκασμού, ακόμα και στον αγώνα με τους αιρετικούς.
Απαγορεύεται στους Χριστιανούς, συνήθιζε να επαναλαμβάνει, να μετέρχονται βία, ακόμα και για αγαθούς σκοπούς. «Η πολεμική μας δεν κάνει τους ζωντανούς νεκρούς, αλλά μάλλον κάνει τους νεκρούς να ζήσουν, γιατί ασκείται με πνεύμα πραότητας και ταπεινοφροσύνης. Καταδιώκω με λόγια, όχι με έργα. Καταδιώκω την αίρεση, όχι τους αιρετικούς. Είναι δικό μου γνώρισμα το να καταδιώκομαι μάλλον, παρά να καταδιώκω. Έτσι ο Χριστός ήταν νικητής ως εσταυρωμένος και όχι ως σταυρωτής». Η δύναμη του Χριστιανισμού βρισκόταν, γι’ αυτόν, στην ταπείνωση και στην ανεκτικότητα, όχι στη δύναμη. Έπρεπε κανείς να είναι αυστηρός με τον εαυτό του και επιεικής προς τους άλλους.
Εν τούτοις, ο Χρυσόστομος δεν ήταν καθόλου ένας αισιόδοξος αισθηματίας. Η διάγνωσή του για την ανθρώπινη κατάσταση ήταν μαύρη κι άραχνη. Ζούσε σε μια εποχή που η Εκκλησία κατακλύσθηκε ξαφνικά άπα πλήθη κατ’ όνομα μόνον Χριστιανών. Είχε την εντύπωση ότι κήρυττε σε νεκρούς. Παρατηρούσε την έλλειψη φιλανθρωπίας και την επαναπαυόμενη αδικία και τις είδε σχεδόν μέσα σε μια αποκαλυπτική προοπτική: «Κατεσβέσαμεν τον ζήλον και το σώμα του Χριστού είναι νεκρόν».
Είχε την εντύπωση ότι μιλούσε σε ανθρώπους για τους οποίους ο Χριστιανισμός ήταν μόνον ένας συμβατικός συρμός, ένας κενός τύπος, μια επιτήδευση και τίποτα περισσότερο: «Μέσα στις χιλιάδες μπορεί κανείς δύσκολα να βρει περισσότερους από εκατό που έχουν σωθεί, και ακόμα και γι’ αυτό αμφιβάλλω». Ένοιωθε μάλλον στενοχώρια για τον μεγάλο αριθμό των κατ’ όνομα μόνον Χριστιανών, που τους θεωρούσε «μια επί πλέον τροφή για το πυρ».
Η ευημερία ήταν γι’ αυτόν ένας κίνδυνος, το χειρότερο είδος διωγμού, χειρότερο κι από ένα φανερό διωγμό. Κανείς δεν βλέπει κινδύνους. Η ευημερία εκτρέφει την αδιαφορία. Οι άνθρωποι πέφτουν στον ύπνο και ο διάβολος σκοτώνει τους υπνώττοντας. Ο Χρυσόστομος ανησυχούσε ιδιαίτερα για το φανερό και αυθαίρετο χαμήλωμα των αξιολογικών κριτηρίων και των απαιτήσεων, που παρατηρείτε ακόμα και μεταξύ του κλήρου. Το άλας έχανε την ολιστική του δύναμη. Αντέδρασε σ’ αυτό όχι μόνο με λόγους αποδοκιμασίας και επιπλήξεως, αλλά και με έργα φιλανθρωπίας και αγάπης. Αγωνιζόταν απεγνωσμένα για την ανανέωση της κοινωνίας, για τη θεραπεία των κοινωνικών κακών.
Κήρυττε και ασκούσε τη φιλανθρωπία, ιδρύοντας νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, βοηθώντας τους φτωχούς και τους ενδεείς. Ήθελε να ανακτηθεί το πνεύμα ασκήσεως της αγάπης. Ήθελε περισσότερη δραστηριότητα και αφοσίωση μεταξύ των Χριστιανών. Ο Χριστιανισμός γι’ αυτόν ήταν ακριβώς «η οδός», όπως είχε μερικές φορές ορισθεί στους αποστολικούς χρόνους, και ο ίδιος ο Χριστός ήταν «η οδός». "Ο Χρυσόστομος ήταν πάντα εναντίον όλων των συμβιβασμών, εναντίον της πολιτικής της συνδιαλλαγής και της προσαρμογής. Ήταν προφήτης ενός ολοκληρωμένου Χριστιανισμού.
Ο Χρυσόστομος ήταν κυρίως ένας κήρυκας της ηθικότητας, αλλ’ η ηθική του ήταν βαθειά ριζωμένη στην πίστη. Συνήθιζε να ερμηνεύει τη Γραφή στο ποίμνιο του, και ο αγαπημένος του συγγραφέας ήταν ο αγ. Παύλος. Ήταν στις επιστολές του που μπορούσε κανείς να δει αυτή την οργανική σχέση μεταξύ πίστεως και ζωής. Ο Χρυσόστομος είχε το αγαπημένο του δογματικό θέμα, στο οποίο επανειλημμένα επανήρχετο –πρώτ’ απ’ όλα το θέμα της Εκκλησίας, που συνδεόταν στενά με το δόγμα της λυτρώσεως, δηλαδή της θυσίας του αρχιερέως Χριστού· η Εκκλησία είναι η καινούργια ύπαρξη, η εν Χριστώ ζωή, και η εν ανθρώποις ζωή του Χριστού.
Δεύτερον, το θέμα της θείας Ευχαριστίας, ενός μυστηρίου και μιας θυσίας. Είναι πολύ δίκαιο να ονομάζουμε τον Χρυσόστομο, όπως πράγματι καλείτο, «ο διδάσκαλος της θείας Ευχαριστίας», doctor eucharisticus. Και τα δύο θέματα συνδέονται μεταξύ τους. Ήταν εν τη θεία Ευχαριστία, και δ’ αυτής, που η Εκκλησία μπορούσε να είναι ζώσα.
Ό Χρυσόστομος ήταν μια μαρτυρία της ζωντανής πίστεως και γι’ αυτό το λόγο η φωνή του ακουγόταν τόσο πρόθυμα και στην Ανατολή και στη Δύση· αλλά γι’ αυτόν η πίστη ήταν κανόνας ζωής κι όχι απλώς μια θεωρία. Τα δόγματα πρέπει να γίνονται πράξεις. Ο Χρυσόστομος κήρυττε το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, το Ευαγγέλιο της καινούργιας ζωής. Δεν ήταν κήρυκας μιας αυτόνομης ηθικής. Κήρυττε τον Χριστό, και τούτον εσταυρωμένον και αναστάντα, τον αμνόν και τον αρχιερέα. Η ορθή ζωή ήταν γι’ αυτόν η μόνη επαρκής απόδειξη της ορθής πίστεως. Η πίστη ολοκληρώνεται στα έργα, τα έργα της φιλανθρωπίας και της αγάπης.
Χωρίς την αγάπη, η πίστη, η μυστική θεωρία, και η θέα των μυστηρίων του Θεού είναι αδύνατα. Ο Χρυσόστομος παρακολουθούσε τον απεγνωσμένο αγώνα για την αλήθεια μέσα στην κοινωνία των χρόνων του. Ενδιαφερόταν πάντοτε για ζωντανές ψυχές. Μιλούσε σε ανθρώπους, σε ζωντανά πρόσωπα. Πάντοτε απευθυνόταν σ’ ένα ποίμνιο, για το οποίο αισθανόταν ευθύνη. Πάντοτε συζητούσε συγκεκριμένες περιπτώσεις και καταστάσεις.
Ένα από τα συνήθη και αγαπημένα του θέματα ήταν το θέμα του πλούτου και της φτώχειας. Το θέμα το έθετε ή το υπαγόρευε το περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Χρυσόστομος έπρεπε να εργαστεί. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τη ζωή όπως είχε διαμορφωθεί μέσα σε μεγάλες και πολυάνθρωπες πόλεις, με όλες τις προστριβές μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών. Απλούστατα δεν μπορούσε να αποφύγει τα κοινωνικά προβλήματα χωρίς να απομακρύνει τον Χριστιανισμό από τη ζωή, αλλά τα κοινωνικά προβλήματα ήταν γι’ αυτόν κυρίως θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα.
Δεν ήταν κατά κύριο λόγο ένας κοινωνικός αναμορφωτής, έστω κι αν είχε τα δικά του σχέδια για μια χριστιανική κοινωνία. Ενδιαφερόταν για τη συμπεριφορά των Χριστιανών μέσα στον κόσμο, για τα καθήκοντά τους, για το επάγγελμά τους.
Στα κηρύγματά του βρίσκουμε, πρώτ’ απ’ όλα, μια διεισδυτική ανάλυση της κοινωνικής καταστάσεως. Βρίσκει πάρα πολλή αδικία, ψυχρότητα, αδιαφορία και πόνο και θλίψη στην κοινωνία των χρόνων του. Και βλέπει καλά σε ποιά έκταση αυτή η κατάσταση οφείλεται στονάπληστο χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας, στο άπληστο πνεύμα της ζωής. Αυτό το πνεύμαπλεονεξίας εκτρέφει την ανισότητα και επομένως την αδικία. Δεν ενοχλείται ο Χρυσόστομος μόνον από τη μάταιη πολυτέλεια της ζωής· φοβάται τον πλούτο ως ένα μόνιμο πειρασμό.
Ο πλούτος διαφθείρει τον πλούσιο. Ο πλούτος καθ’ εαυτόν δεν έχει καμιά αξία. Είναι μια μάσκα, κάτω απ’ την οποία κρύβεται το πραγματικό πρόσωπο του ανθρώπου, άλλ’ εκείνοι που έχουν πλούτη φθάνουν στο σημείο να τα αγαπούν, και εξαπατώνται· φθάνουν στο σημείο να τα εκτιμούν και να στηρίζονται σ’ αυτά. Όλα τα πλούτη, όχι μόνο τα μεγάλα, είναι επικίνδυνα, εφ’ όσον ο άνθρωπος μαθαίνει να στηρίζεται πάνω σ’ ό,τι είναι, απ’ την ίδια του τη φύση, κάτι το πρόσκαιρο και χιμαιρικό.
Ο Χρυσόστομος είναι πολύ ευαγγελικός σ’ αυτό το σημείο, θησαυροί πρέπει να θησαυρίζονται εν ουρανώ και όχι επί της γης και όλοι οι γήινοι θησαυροί είναι χιμαιρικοί και καταδικασμένοι να φθαρούν. «Μια αγάπη για τον πλούτο είναι αφύσικη αγάπη», λέγει ο Χρυσόστομος. Είναι απλώς ένα φορτίο της ψυχής και μάλιστα ένα επικίνδυνο φορτίο. Υποδουλώνει την ψυχή· την αποσπά από την υπηρεσία προς τον Θεό.
Το χριστιανικό πνεύμα είναι πνεύμα αυταπαρνήσεως και ο πλούτος προσδένει τον άνθρωπο σε άψυχα πράγματα. Το πνεύμα πλεονεξίας διαστρέφει την δράση, διαστρεβλώνει την προοπτική. Ο Χρυσόστομος ακολουθεί πιστά τις εντολές της επί του Όρους Ομιλίας. «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε...». Η ψυχή είναι σπουδαιότερη από το ένδυμα ή την τροφή, αλλ’ η αγωνία είναι η κυριαρχούσα διάθεση της άπληστης κοινωνίας.
Οι Χριστιανοί καλούνται να απαρνηθούν όλα τα πλούτη και να ακολουθήσουν τον Χριστό με πλήρη εμπιστοσύνη και πίστη. Τα πλούτη μπορούν να δικαιωθούν μόνο με τη χρήση τους: θρέψετε τους πεινασμένους, βοηθήστε τους φτωχούς, και δώστε τα πάντα στους ενδεείς. Εδώ είναι η κυρία ένταση, η κυρία σύγκρουση μεταξύ του πνεύματος της Εκκλησίας και της ψυχικής διαθέσεως της κοσμικής κοινωνίας. Η ωμή αδικία της καθημερινής ζωής είναι η αιμορροούσα πληγή αυτής της κοινωνίας. Σ’ ένα κόσμο θλίψεως και στερήσεως, όλα τα πλούτη είναι άδικα —είναι απλώς αποδείξεις ψυχρότητας και συμπτώματα ολιγοπιστίας.
Ο Χρυσόστομος προχωρεί τόσο πολύ, ώστε να αποκηρύσσει ακόμα και την πολυτέλεια των ναών. «Η Εκκλησία», λέγει, «είναι ένας θριαμβευτικός χορός αγγέλων και όχι ένα χρυσοχοείο. Η Εκκλησία ζητά τις ψυχές των ανθρώπων και μόνο προς χάριν των ψυχών ο Θεός δέχεται κάθε άλλη προσφορά. Το ποτήρι που ο Χριστός προσέφερε στους μαθητές κατά τον Μυστικό Δείπνο δεν ήταν από χρυσάφι. Κι όμως ήταν πολύτιμο όσο τίποτα άλλο. Όταν θέλεις να τιμήσεις τον Χριστό, κάνε το όταν τον βλέπεις γυμνό στο πρόσωπο των φτωχών.
Δεν έχει καμιά αξία, αν φέρεις μετάξι και πολύτιμα μέταλλα στον ναό και αφήσεις έξω τον Χριστό να υποφέρει από το κρύο και τη γύμνια. Δεν έχει καμιά αξία, αν ο ναός είναι γεμάτος από χρυσά σκεύη, αλλά ο ίδιος ο Χριστός πεθαίνει από την πείνα. Κατασκευάζετε χρυσά δισκοπότηρα, αλλά παραλείπετε να προσφέρετε ένα ποτήρι κρύο νερό στους φτωχούς. Ο Χριστός, ως ένας άστεγος ξένος περιφέρεται έξω και ζητιανεύει και αντί να τον δεχθήτε, σεις κάνετε διακοσμήσεις».
Ο Χρυσόστομος φοβόταν πως κάθε τι που αποθηκευόταν, ήταν κατά κάποιο τρόπο κλεμμένο από τους φτωχούς. Ένας δεν μπορεί να είναι πλούσιος, παρά μόνο αν κρατήσει τους άλλους φτωχούς. Η ρίζα του πλούτου βρίσκεται πάντα βυθισμένη σε κάποια αδικία. Εν τούτοις, η φτώχεια καθ’ εαυτή δεν ήταν για τον Χρυσόστομο μια αρετή. Φτώχεια σήμαινε γι’ αυτόν πρώτ’ απ’ όλα στέρηση και ανάγκη και θλίψη και πόνο. Γι’ αυτό τον λόγο ο Χριστός μπορεί να βρεθεί ανάμεσα στους φτωχούς, και έρχεται σε μας μεταμφιεσμένος σαν ζητιάνος, και όχι σαν πλούσιος άνθρωπος. Η φτώχεια είναι μια ευλογία μόνο όταν γίνει χαρούμενα αποδεκτή για χάρη του Χριστού.
Οι φτωχοί έχουν λιγότερη αγωνία από τους πλούσιους και είναι πιο ανεξάρτητοι -ή τουλάχιστον μπορεί να είναι. Ο Χρυσόστομος γνωρίζει καλά ότι η φτώχεια μπορεί επίσης να αποτελέσει πειρασμό, όχι μόνο γιατί είναι ένα βάρος, αλλά και γιατί μπορεί να ενθαρρύνει τον φθόνο ή την απελπισία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ήθελε να πολεμήσει τη φτώχεια, όχι μόνο για να απαλύνει τον πόνο, αλλά και για να απομακρύνει τους πειρασμούς.
Ο Χρυσόστομος ενδιαφερόταν πάντοτε για τα ηθικά θέματα. Είχε τις δικές του απόψεις για μια δίκαιη κοινωνία και το πρώτο που θεωρούσε απαραίτητο γι’ αυτήν ήταν η ισότητα. Αυτή αποτελεί την πρώτη αξίωση κάθε γνήσιας αγάπης. Αλλά ο Χρυσόστομος ήθελε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Αισθανόταν ότι μόνο ένας κάτοχος όλων των πραγμάτων υπήρχε στον κόσμο -ο ίδιος ο Θεός, ο ποιητής των όλων. Στην κυριολεξία, καμιά ατομική περιουσία δεν έπρεπε να υπάρχει. Τα πάντα ανήκουν στον Θεό. Το κάθε τι δεν δίδεται, αλλά δανείζεται μάλλον εμπιστευτικά από τον Θεό στον άνθρωπο, για τους σκοπούς του Θεού.
Ο Χρυσόστομος θα ήθελε να προσθέσει: Τα πάντα είναι του Θεού εκτός των καλών έργων του ανθρώπου -αυτά είναι το μόνο πράγμα που ο άνθρωπος μπορεί να κατέχει. Αφού τα πάντα ανήκουν στον Θεό, τον Κύριο όλων μας, τα πάντα δίδοντα για κοινή χρήση. Δεν αληθεύει τούτο ακόμα και για τα εγκόσμια πράγματα; Πόλεις, αγορές, δρόμοι δεν είναι κοινά για όλους; Η οικονομία του Θεού είναι του ιδίου είδους. Νερό, αέρας, ήλιος και σελήνη και η υπόλοιπη κτίση δόθηκαν για κοινή χρήση. Έριδες αρχίζουν συνήθως, όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να οικειοποιηθούν πράγματα, τα οποία, λόγω της φύσεως τους, δεν δόθηκαν για ιδιαίτερη κατοχή από μερικούς με αποκλεισμό των άλλων.
Ο Χρυσόστομος είχε σοβαρές αμφιβολίες για την ατομική ιδιοκτησία. Δεν αρχίζει η διαμάχη απ’ τη στιγμή που η ψυχρή διάκριση μεταξύ του «δικού μου» και του «δικού σου» πρωτοεμφανίζεται; Ο Χρυσόστομος δεν νοιαζόταν τόσο πολύ για τα αποτελέσματα, όσο για τις αιτίες -για τον προσανατολισμό της βουλήσεως. Πού πηγαίνει ο άνθρωπος να συγκεντρώσει τους θησαυρούς του; Ο Χρυσόστομος επιζητούσε τη δικαιοσύνη προς υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν δημιουργήθηκε κάθε άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού;
Δεν θέλει ο Θεός τη σωτηρία και μεταστροφή κάθε επί μέρους ανθρώπου, άσχετα από τη θέση του μέσα στη ζωή, και μάλιστα άσχετα από τη διαγωγή του κατά το παρελθόν; Όλοι καλούνται σε μετάνοια και όλοι μπορούν να μετανοήσουν. Δεν υπήρχε, όμως, στο κήρυγμά του καμιά περιφρόνηση των υλικών πραγμάτων. Τα υλικά αγαθά προέρχονται επίσης από τον Θεό και δεν είναι κακά καθ’ εαυτά. Εκείνο που είναι κακό είναι μόνο η άδικη χρήση των αγαθών, προς όφελος μερικών, ενώ οι άλλοι αφήνονται να πεινούν. Η απάντηση βρίσκεται στην αγάπη. Η αγάπη δεν είναι εγωιστική, «ου περπερεύεται, ου ζητεί τα εαυτής». Ο Χρυσόστομος κοίταζε πίσω προς την πρώτη Εκκλησία. «Κοιτάξετε την αύξηση της ευσέβειας.
Αποχωρίζονται τα πλούτη τους, και χαίρονται, και είχαν μεγάλη χαρά, γιατί μεγαλύτερα ήταν τα πλούτη που έπαιρναν χωρίς κόπο. Κανένας δεν ονειδιζόταν, κανένας δεν εφθονείτο, κανένας δεν μνησικακούσε· δεν υπήρχε υπερηφάνεια, δεν υπήρχε καταφρόνηση. Δεν γινόταν λόγος για «δικό μου» και «δικό σου». Γι’ αυτό και η χαρά υπηρετούσε στο τραπέζι τους-κανένας δεν φαινόταν να τρώει από τα δικά του ή από του άλλου. Ούτε θεωρούσαν την περιουσία των αδελφών τους ξένη γι’ αυτούς· ήταν περιουσία του Κυρίου. Ούτε πάλι νόμιζαν ότι κάτι ήταν δικό τους, όλα ήταν των αδελφών». Πώς ήταν τούτο δυνατόν; ρωτά ο Χρυσόστομος: Με την έμπνευση της αγάπης, σε αναγνώριση της άπειρης αγάπης του Θεού.
Με καμιά έννοια ο Χρυσόστομος δεν κήρυττε τον «κομμουνισμό». Η γενική περιγραφή καθ’ εαυτή μπορεί να ξεγελάσει και να παραπλάνηση όπως κάθε άλλη. Η ουσία είναι το πνεύμα. Ό,τι ο Χρυσόστομος κήρυττε στις πόλεις, οι μοναχοί με θέρμη το εφάρμοζαν στις κοινότητές τους, ομολογούντες με έργα ότι ο Θεός ήταν ο μόνος κύριος και ο κάτοχος των πάντων.
Ο Χρυσόστομος δεν θεωρούσε τη μοναστική ζωή απλώς ως μια ανώτερη οδό που προοριζόταν για τους εκλεκτούς, αλλά μάλλον ως ένα κανονικό ευαγγελικό υπόδειγμα ζωής που δόθηκε για όλους τους Χριστιανούς. Σ’ αυτό το σημείο συμφωνούσε πλήρως με την κυρία παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, από του αγ. Βασιλείου και του αγ. Αυγουστίνου μέχρι του αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου στους μεταγενέστερους χρόνους. Αλλά η δύναμη του μοναχισμού δεν βρίσκεται στο ίδιο το πρότυπο, αλλά στο πνεύμα της αφιερώσεως, στην εκλογή μιας «υψηλότερης κλήσεως». Ήταν αυτή η κλήση μόνο για τους λίγους; Ο Χρυσόστομος πάντα υποπτευόταν την ανισότητα.
Δεν ήταν επικίνδυνο να διακρίνεις μεταξύ των «ισχυρών» και των «αδυνάτων»; Ποιός θα έκρινε και θα αποφάσιζε εκ των προτέρων; Ο Χρυσόστομος πάντα είχε στον νου του πραγματικούς ανθρώπους. Υπήρχε κάποιο είδος εξατομικεύσεως έμφυτο στη μέθοδο με την οποία προσέγγιζε τους ανθρώπους, αλλά εκτιμούσε πάρα πολύ την ομοθυμία -το πνεύμα αλληλεγγύης, της κοινής φροντίδας και ευθύνης, του πνεύματος της διακονίας. Κανένας δεν μπορεί να αυξηθεί στην αρετή, παρά μόνο αν υπηρετεί τους αδελφούς του. Γι’ αυτόν τον λόγο πάντα τόνιζε την αξία της φιλανθρωπίας.
Εκείνοι που παραλείπουν να ασκούν εμπράκτως τη φιλανθρωπία, θα αφεθούν έξω από τον νυμφώνα του Χριστού. Δεν είναι αρκετό, λέγει, να υψώνετε τα χέρια στον ουρανό -απλώστε τα στους ενδεείς, και τότε θα εισακουσθείτε από τον Πατέρα. Υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την παραβολή της τελικής κρίσεως, η μόνη ερώτηση που θα τεθεί τότε είναι η ερώτηση για τη φιλανθρωπία. Αλλά πάλι δεν ήταν ένας απλός μοραλισμός αυτό που ενδιέφερε τον Χρυσόστομο. Η ηθική του είχε ένα ολοφάνερο βάθος. Το αληθινό θυσιαστήριο είναι το ίδιο το σώμα των ανθρώπων. Δεν είναι αρκετό να λατρεύεις τον Θεό στα θυσιαστήρια. Υπάρχει ένα άλλο θυσιαστήριο, καμωμένο από ζωντανές ψυχές και αυτό το θυσιαστήριο είναι ο ίδιος ο Χριστός, το σώμα του.
Η θυσία της δικαιοσύνης και της ευσπλαχνίας θα έπρεπε να προσφερθεί επίσης πάνω σ’ αυτό το θυσιαστήριο, αν πρόκειται οι προσφορές μας να γίνουν δεκτές στα μάτια του Θεού. Τα έργα της φιλανθρωπίας πρέπει να εμπνέονται από την απόλυτη αφοσίωση και αφιέρωση στο Χριστό, που ήλθε στον κόσμο να ανακουφίσει κάθε ανάγκη και λύπη και πόνο.
Ο Χρυσόστομος δεν πίστευε σε αφηρημένα σχήματα· είχε μια φλογερή πίστη στη δημιουργική δύναμη της χριστιανικής αγάπης. Γι’ αυτόν τον λόγο έγινε ο διδάσκαλος και ο προφήτης για όλες τις εποχές μέσα στην Εκκλησία. Κατά τη νεότητά του έζησε μερικά χρόνια στην έρημο, αλλά δεν θα ήθελε να παραμείνει εκεί. Γι’ αυτόν η μοναστική απομόνωση ήταν μόνο μια περίοδος καταρτισμού. Γύρισε στον κόσμο να κηρύξει τη δύναμη του Ευαγγελίου.
Ήταν ένας κεκλιμένος από τον Θεό ιεραπόστολος· είχε έναν αποστολικό και ευαγγελικό ζήλο. Ήθελε να μοιραστεί την έμπνευσή του με τους αδελφούς του. Ήθελε να εργαστεί για τη στερέωση της βασιλείας του Θεού. Προσευχόταν για τέτοια πράγματα μέσα στην κοινή ζωή, ώστε κανένας δεν θα είχε ανάγκη να αποτραβηχτεί στην έρημο αναζητώντας την τελείωση, γιατί θα υπήρχε η ίδια ευκαιρία και μέσα στις πόλεις. Ήθελε να μεταμορφώσει την ίδια την πόλη και γι’ αυτό τον σκοπό διάλεξε για τον εαυτό του το δρόμο της ιεροσύνης και του αποστολικού αξιώματος.
Ήταν τούτο ένα ουτοπικό όνειρο; Ήταν δυνατό να αναμορφώσει τον κόσμο και να αφαιρέσει την κοσμικότητα του κόσμου; Επέτυχε ο Χρυσόστομος στην αποστολή του; Η ζωή του ήταν θυελλώδης και σκληρή, ήταν μια ζωή καρτερίας και μαρτυρίου. Καταδιώχθηκε και αποδοκιμάστηκε όχι από τους εθνικούς, αλλά από φευδαδέλφους, και πέθανε άπατρις σαν αιχμάλωτος στην εξορία. Όλα όσα του δόθηκαν για να τα υποστεί τα δέχθηκε με πνεύμα χαράς, σαν να ερχόταν από το χέρι του Χριστού, που και ο ίδιος αποδοκιμάσθηκε και θανατώθηκε. Η Εκκλησία με ευγνωμοσύνη αναγνώρισε εκείνον τον μάρτυρα και πανηγυρικά ανακήρυξε τον Χρυσόστομο ως ένα από τους «οικουμενικούς διδασκάλους» για όλους τους μελλοντικούς αιώνες.
Υπάρχει κάποια ασυνήθιστη γεύση επικαιρότητος στα κείμενα του Χρυσοστόμου. Ο κόσμος στον οποίον έζησε ήταν σαν τον δικό μας, ένας κόσμος εντάσεων, ένας κόσμος άλυτων προβλημάτων σ’ όλους τους τομείς της ζωής. Οι συμβουλές του μπορεί να βρίσκουν όχι λιγότερη απήχηση στην εποχή μας από εκείνη που εύρισκαν στη δική του εποχή. Αλλά η σπουδαιότερη συμβουλή του είναι μια πρόσκληση προς πραγμάτωση του ολοκληρωμένου Χριστιανισμού, στον οποίον πίστη και φιλανθρωπία, πίστη και πρακτική εφαρμογή, συνδέονται οργανικά σε μια απόλυτη εγκατάλειψη του ανθρώπου στην καταπληκτική αγάπη του Θεού, σε μια απόλυτη εμπιστοσύνη στο έλεός του, σε μια απόλυτη προσήλωση στην υπηρεσία του, δια Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
(π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, «Θέματα Εκκλησιαστικής ιστορίας», εκδ. Π. Πουρναρά -Θεσ/νίκη, σ. 93-103).
Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013
Ο ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΤΩΝ & ΤΩΝ ΙΧΘΥΩΝ, Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ
Μία από τις πιο εντυπωσιακές περικοπές των Ευαγγελίων είναι αυτή που αναφέρεται στον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων από το Χριστό στην έρημο, προκειμένου να δώσει τροφή στους πέντε χιλιάδες άνδρες και τις ακόμη περισσότερες γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν στην έρημο για να τον ακούσουν. Ο Χριστός χορταίνει την πνευματική πείνα τω ανθρώπων και κατόπιν καλύπτει και τις υλικές τους ανάγκες. Όταν μάλιστα οι μαθητές Του ζητούν από Εκείνον να απολύσει τους όχλους, να δώσει δηλαδή εντολή να φύγουν από κοντά Του και να κατευθυνθούν στα κοντινά χωριά για να αγοράσουν την τροφή τους, ο Χριστός τους λέει ξεκάθαρα: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν» (14, 16). «Δεν είναι ανάγκη να φύγουν από κοντά μου για να φάνε, αλλά εσείς οι μαθητές μπορείτε να τους δώσετε από την δική μας τροφή», επισημαίνει ο Κύριος, χαράσσοντας τελικά έναν δρόμο που διαφοροποιεί την αντίληψη που οι περισσότεροι έχουν για τους συνεχιστές της πορείας του Κυρίου και των μαθητών Του, δηλαδή τους ανθρώπους που ανήκουν στην Εκκλησία. Ποια είναι αυτή η διαφοροποίηση;Προηγείται το χόρτασμα της πνευματικής πείνας, η ανταπόκριση των ανθρώπων στην πνευματική προσφορά του λόγου του Θεού και έπεται το υλικό χόρτασμα. Αν ο άνθρωπος έχει χορτάσει πνευματικά από την παρουσία του Χριστού και τον λόγο Του, τότε η ευθύνη των μαθητών είναι να μην του επιτρέψουν να φύγει για να βρει την υλική του τροφή, αλλά να μοιραστούν τη δική τους μαζί του. Και επειδή αυτή η τροφή είναι λίγη, ο Χριστός με την προσευχή Του, την πολλαπλασιάζει, ώστε όχι μόνο να φθάσει για όλους, αλλά και να περισσέψει εν αφθονία. Η πνευματική πείνα. Μία κατάσταση η οποία στην εποχή μας έχει τεθεί στο περιθώριο. ΟΙ άνθρωποι που πηγαίνουν στην Εκκλησία ή μιλούν για την Εκκλησία δεν βλέπουν την πνευματική πείνα αλλά μόνο την υλική. Ζητούν, απαιτούν, διαμαρτύρονται, κατηγορούν όχι γιατί η Εκκλησία δεν τους χορταίνει πνευματικά, γιατί κάτι τέτοιο δεν τους ενδιαφέρει, αλλά γιατί, κατά τη γνώμη τους, δεν τους χορταίνει υλικά. Είναι τέτοιος ο προσανατολισμός της ανθρώπινης φύσης στην ιδιοτέλεια του εδώ και τώρα, στην ιδιοτέλεια των υλικών αγαθών, στην ιδιοτέλεια της άκοπης επιβίωσης, η οποία καθίσταται κύριος στόχος του ανθρώπου, ώστε να έχει ξεχαστεί η πνευματική πείνα, η αγωνία για νόημα ζωής, για να γνωρίζει ο άνθρωπος γιατί ζει και υπάρχει, ποιος είναι ο σκοπός της πορείας του στον κόσμο αυτό. Ο Χριστός βλέπει στην έρημο τους ανθρώπους που πεινούν για ζωή, για αλήθεια, για κοινωνία με το Θεό. Και τους χορταίνει όχι μόνο με τη διδαχή Του, αλλά κυρίως με το πρόσωπό Του, με την παρουσία Του. Δεν περιφρονεί όμως και τις υλικές ανάγκες του κόσμου. Τις συνδυάζει όμως με τις πνευματικές και γι’ αυτό λέει στους μαθητές Του ότι δεν έχουν ανάγκη οι άνθρωποι να φύγουν από κοντά Του. Αυτός είναι ο δρόμος τον οποίο πορεύεται αληθινά η Εκκλησία, παρά την πίεση που υφίσταται από τον κόσμο να προτάξει την υλικότητα του ανθρώπου σε σχέση με το πνεύμα. Η Εκκλησία καλείται με τον λόγο, με τα βιώματα των Αγίων, με την ζωή στην οποία καλεί τον άνθρωπο να πορευτεί, να δείξει ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» και από κει και πέρα, αφού χορτάσει πνευματικά τον άνθρωπο, να τον βοηθήσει και στο υλικό κομμάτι της ζωής.Στην εποχή της μεγάλης κρίσης την οποία ζούμε η στάση του Χριστού φαντάζει εντελώς ουτοπική. Όταν μάλιστα αυξάνουν οι στρατιές των ανθρώπων που ζούνε κάτω από τα όρια της φτώχειας ή στερούνται ακόμη και το καθημερινό φαγητό, το συναίσθημα και η ανθρωπιά μας σπρώχνουν να βγάζουμε κηρύγματα φιλανθρωπίας και να απαιτούμε από την Εκκλησία να προσφέρει. Πόσοι από εκείνους που υποδεικνύουν στην Εκκλησία να αντιστρέψει την σειρά του Ευαγγελίου άραγε κάνουν πράξη αυτά που πρεσβεύουν για τους άλλους; Αλλά και η ίδια η Εκκλησία πόσο μπορεί να αντέξει αυτή την πίεση και να δώσει στους ανθρώπους να κατανοήσουν ποιος πρέπει να είναι ο αληθινός προσανατολισμός της ζωής; Μήπως, εάν οι άνθρωποι βίωναν τον πνευματικό χορτασμό, θα αισθάνονταν την ανάγκη τελικά να μοιραστούν και την τροφή τους μ’ αυτούς που δεν έχουν; ΚΙ εδώ οι μαθητές είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι δεν είχαν οι ίδιοι χορτάσει πνευματικά για να αισθανθούν το αυτονόητο: να μοιραστούν το υλικό με τους ακροατές του Χριστού. Τι άλλο μαρτυρεί η ορθολογιστική προτροπή προς το Χριστό να απολύσει τους όχλους για να βρούνε τροφή; Ενώ ο Χριστός, τους υποδεικνύει τελικά με τον τρόπο του ότι δεν είναι ο ορθολογισμός που πρέπει να κυβερνά τη ζωή μας, αλλά η πνευματική πορεία, από την οποία μπορεί να γεννηθεί το θαύμα. Γιατί η αγάπη τελικά είναι το σημείο του πνευματικού χορτασμού, που γεννά την πληρότητα εντός του ανθρώπου και τελικά το θαύμα του μοιράσματος.Ολοκληρώσαμε αυτές τις ημέρες την μελέτη του βιβλίου του Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκι: η ζωή και το έργο ενός μεγάλου Θεολόγου (εκδ. Εν πλω). Εκτός των άλλων ενδιαφερόντων στοιχείων για μία από τις μεγαλύτερες θεολογικές μορφές της Ορθόδοξης Εκκλησίας του 20ού αιώνα, μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η διαφωνία που ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ είχε σε σχέση με την πορεία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών από το 1960 και μετά. Αναφέρει χαρακτηριστικά το βιβλίο-βιογραφία ότι το ΠΣΕ είχε δύο μεγάλες επιτροπές, στα πλαίσια του διαλόγου των χριστιανικών ομολογιών-εκκλησιών: η πρώτη είχε θέμα της την Πίστη και την Τάξη και η δεύτερη την Εργασία και τη Ζωή (σελ. 220 κ. ε.). Η πρώτη επιτροπή είχε ως σκοπό της να συμβάλει στο να βρουν οι χριστιανικές ομολογίες τα στοιχεία εκείνα που θα οδηγούσαν σε ένα διάλογο σχετικά με την σωτηρία του ανθρώπου και το νόημα της πίστης για τον κόσμο και τον άνθρωπο, ενώ η δεύτερη να εξετάσει τη διδασκαλία των χριστιανικών ομολογιών για τα κοινωνικά προβλήματα και την μαρτυρία του χριστιανισμού για την κατάσταση του κόσμου. Από το 1961, προς μεγάλη απογοήτευση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, τα θέματα για την Εργασία και τη Ζωή αποτέλεσαν την κύρια βάση για τον διάλογο μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών, στην αγωνία των πολλών να δικαιολογήσουν την ύπαρξη και την αξία του χριστιανισμού για τον κόσμο, σε αντίθεση με τα θέματα της πίστης και της θεολογίας. Οι χριστιανικές ομολογίες ηττήθηκαν από το κοσμικό πνεύμα, το οποίο διαρκώς θέτει το ερώτημα πόσο άρτο μπορεί η πίστη και κατ’ επέκταση η Εκκλησία να παρέχει στον κόσμο και όχι ποιες απαντήσεις μπορεί να δώσει στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του ανθρώπου. Από τότε ακόμη και ο διάλογος μεταξύ των ομολογιών, αλλά και η έννοια της αποστολής του χριστιανισμού στον κόσμο θυμίζει την προτροπή των μαθητών στο Χριστό: «απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα» (14,15).Πόσοι είμαστε έτοιμοι στην εποχή αυτής της μεγάλης κρίσης να διακηρύξουμε τον λόγο του Χριστού: «Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (4, 4). Πόσο χορτάτοι από τον λόγο του Θεού είμαστε εμείς για να ακούσουμε τελικά την προτροπή του μοιράσματος: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν. δότε αυτοίς υμείς φαγείν», τόσο πνευματικά όσο και υλικά
;
;
Τρίτη, Ιουλίου 30, 2013
ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ
ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ
ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ μήνυμα ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μήνυμα σωτηρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἀρχικὰ χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ Σωτήρας, ὁ ῾Οποῖος λύτρωσε τὸν λαό Του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς. Τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως ἑρμηνευόταν συνήθως ἀπὸ τὴν πρώτη χριστιανικὴ θεολογία μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς Λυτρώσεως.
Εσφαλμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη ᾿Εκκλησία ἔπρεπε νὰ παλέψει, ἀποδοκιμάστηκαν καὶ ἀπορρίφθηκαν ἀκριβῶς ὅταν αὐτὲς ἔτειναν νὰ ὑποσκάψουν τὴν πραγματικότητα τῆς Λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Θεωρήθηκε γενικὰ ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς Σωτηρίας ἦταν ὅτι ἡ προσωπικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀποκαταστάθηκε, καὶ ἄρα ὁ Λυτρωμένος ἔπρεπε νὰ ἀνήκει ὁ ῎Ιδιος καὶ στὶς δυὸ πλευρές, δηλαδὴ νὰ εἶναι συγχρόνως θεῖος καὶ ἀνθρώπινος, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σπασμένη κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲ θὰ εἶχε ἀποκατασταθεῖ.
.paterikiorthodoxia.
ΣΧΟΛΙΟ: Άς προσέξουμε κατ'αρχάς αυτό τό λεπτό σημείο.
"Δέν ἀποκαταστάθηκε ἡ προσωπικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου".
Δέν ήταν ενωμένος ο Αδάμ μέ τόν Κύριο.
Αμέθυστος
Πέμπτη, Ιουλίου 25, 2013
Ἑλληνισμὸς καὶ Θεολογία
Florovsky George Fr. ((1893- 1979))
Δέν θά ἦταν σωστό νά ποῦμε ὅτι ἡ ρωσσική θεολογία, στή δημιουργική της ἀνάπτυξη, εἶχε καταλάβει καί ἀφομοιώσει πλήρως ἤ ἀρκετά σέ βάθος τούς Πατέρες καί τό Βυζάντιο. Αὐτό, πρέπει ἀκόμα νά τό κάνη. Πρέπει νά περάση μέσα ἀπό τό αὐστηρό σχολεῖο τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός, οὕτως εἰπεῖν, προσέλαβε αἰώνιο χαρακτήρα στήν Ἐκκλησία- ἔχει ἐνσωματωθῆ σ’ αὐτήν τή δομή τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Φυσικά ἐδῶ δέν ἐννοεῖται ὁ ἐθνικός Ἑλληνισμός τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἤ τῆς Ἀνατολῆς οὔτε ὁ ἑλληνικός φυλετισμός, ποὺ εἶναι ἀπηρχαιωμένος καί χωρίς δικαίωση. Ἀσχολούμεθα μέ τή χριστιανική ἀρχαιότητα, μέ τόν Ἑλληνισμό τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς εἰκόνος.
Στή λειτουργία, τό ἑλληνικό style τῆς «εὐσέβειας τῶν μυστηρίων» μπῆκε μέσα στόν ρυθμό τῆς λειτουργικῆς μυσταγωγίας, χωρίς νά ὑποστῆ κάποιο εἶδος μυστικοῦ «ἐπανεξελληνισμοῦ». Θά μποροῦσε κανείς, ποὺ εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε αὐθαίρετα νά «ἀφελληνίση» τίς λειτουργίες καί νά τίς μεταφέρη σ’ ἕνα πιό «μοντέρνο» style; Ἐπί πλέον, ὁ Ἑλληνισμός εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἕνας προσωρινός σταθμός στήν Ἐκκλησία. Ὅταν ὁ θεολόγος ἀρχίση νά σκέπτεται ὅτι οἱ «ἑλληνικές κατηγορίες» εἶναι ἀπηρχαιωμένες, αὐτό ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτός ἔχει βγῆ ἔξω ἀπ΄ τόν ρυθμό τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δέν μπορεῖ ἴσως νά εἶναι καθολική παρά μόνο μέσα στόν Ἑλληνισμό.
Βέβαια, ὁ Ἑλληνισμός ἔχει διπλή σημασία. Ἕνα ἀντιχριστιανικό στοιχεῖο κυριαρχοῦσε στό ἀρχαῖο πνεῦμα. Μέχρι τώρα ὑπῆρξαν πολλοί ποὺ κατέφυγαν στόν Ἑλληνισμό μέ ὁλοφάνερο σκοπό νά σηκωθοῦν καί νά πολεμήσουν τόν Χριστιανισμό (ἁπλῶς θυμηθῆτε τόν Νίτσε!).
Ἀλλά ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία• τέτοια εἶναι ἡ ἱστορική σημασία τῆς πατερικῆς θεολογίας. Αὐτή ἡ «ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» συνεπήγετο μιὰ ἀνελέητη διάσπαση, τό κριτήριο τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἱστορική φανέρωση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ χριστιανικός Ἑλληνισμός, μεταμορφωμένος καθώς ἦταν, εἶναι τελείως ἱστορικός.
Ἡ πατερική θεολογία εἶναι πάντα «θεολογία γεγονότων», μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ γεγονότα, τά γεγονότα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Ὅλα τά σφάλματα καί οἱ πειρασμοί ἑνός ἐξελληνισμοῦ ποὺ ἐπιδιώχθηκε ἀπερίσκεπτα -συνέβησαν ἐπανειλημμένα στόν ροῦ τῆς ἱστορίας- δέν μποροῦν ἴσως νά μειώσουν τή σπουδαιότητα αὐτοῦ του θεμελιώδους γεγονότος: τό «Εὐαγγέλιο» καί ἡ χριστιανική θεολογία, ἅπαξ διά παντός, διατυπώθηκαν ἐξ ἀρχῆς μέ ἑλληνικές κατηγορίες. Πατερικότητα καί καθολικότητα, ἱστορικότητα καί Ἑλληνισμός εἶναι διάφορες ἀπόψεις ἑνός μοναδικοῦ καί ἀδιαιρέτου δεδομένου.
πηγή
Παρασκευή, Ιουνίου 28, 2013
Ἡ Ἀληθινὴ Ἐκκλησία π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ
Σὰν μέλος καὶ ἱερεὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στὴν ὁποία βαπτίσθηκα καὶ ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Καὶ τὸ πιστεύω γιὰ πολλοὺς λόγους: ἕνεκα προσωπικῆς πεποιθήσεως καὶ ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Πνεύματος, ποὺ πνέει στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίζω ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν καθολικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νὰ θεωρῶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικὲς ἐκκλησίες ὡς ἐλαττωματικές, καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις μπορῶ νὰ προσδιορίσω αὐτὲς τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τὴν παγκόσμια ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Δὲν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακὴ πεποίθηση, ἡ πεποίθησή μου ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴν Una Sancta («Μία Ἅγία...» ).
Ξέρω καλὰ ὅτι ἡ ἀξίωσή μου θὰ ἀγνοηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς χριστιανούς, Θὰ θεωρηθεῖ ὅτι εἶναι μιὰ ἐγωιστικὴ καὶ μάταιη ἀπαίτηση. Ξέρω, ἐπίσης, καλὰ ὅτι πολλὰ πράγματα, ποὺ τὰ πιστεύω ἀπόλυτα δὲν εἶναι πιστευτὰ ἀπὸ ἄλλους. Ὅμως, δὲν βλέπω κανένα λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο πρέπει ἐγὼ ν’ ἀμφιβάλλω γι’ αὐτὰ ἤ νὰ μὴν πιστεύω ἐγὼ ὁ ἴδιος. Τὸ μόνο ὅμως ποὺ λογικά μοῦ ἐπιβάλλεται νὰ κάνω εἶναι νὰ διακηρύξω τὴν πίστη μου καὶ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε οἱ φτωχές μου λέξεις νὰ μὴν ἀμαυρώσουν τὴν ἀλήθεια. Γιατί εἶμαι σίγουρος, ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ φέρνει βεβαιότητα. Τοῦτο, βέβαια, δὲν σημαίνει ὅτι τὸ κάθε τί μέσα στὶς πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρελθὸν ἤ τὸ παρὸν πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ πράγματα προφανῶς ὑπόκεινται σὲ ἀλλαγές. Καί, φυσικά, πολλὰ πράγματα ἔχουν ἀνάγκη βελτιώσεως. Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ τέλεια Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ οἰκοδομηθεῖ μέσα στὴν ἱστορία. Κι ὅμως ἡ ὅλη καὶ ἡ πλήρης ἀλήθεια ἔχει ἤδη δοθεῖ καὶ ἀνατεθεῖ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἀναθεώρηση καὶ νέα διατύπωση εἶναι πάντοτε δυνατή, καὶ ὁρισμένες φορές, μάλιστα, ἐπιβεβλημένη. Ὅλη ἡ ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τοῦ παρελθόντος τὸ ἀποδεικνύει. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μ’ αὐτὸν τὸ σκοπὸ συγκεντρώνονταν. Βέβαια, στὸ σύνολο, τὸ ταμεῖο τῆς Πίστεως φυλάχθηκε πιστά, καὶ ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως κέρδισε σὲ ἀκρίβεια καὶ εὐστοχία διατυπώσεως. Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ μυστηριακὴ δομὴ τοῦ Σώματος ἔχει διατηρηθεῖ σώα καὶ ἄθικτος. Καὶ στὸ σημεῖο τοῦτο πάλι γνωρίζω ὅτι ἡ προσωπική μου αὐτὴ πεποίθηση εἶναι δυνατὸ νὰ ἀπορριφθεῖ σὰν αὐταπάτη. Ἀλλὰ γιὰ μένα ἀποτελεῖ ἀκράδαντη πεποίθηση. Ἂν αὐτὸ ἤθελε θεωρηθεῖ πεισμονή, εἶναι ἡ πεισμονὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῶν τεκμηρίων.
Μπορῶ μόνο νὰ δῶ αὐτό, ποὺ πράγματι βλέπω. Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κάνω τίποτ’ ἄλλο. Ἀλλὰ μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ θέσω κανέναν «ἐκτὸς Ἐκκλησίας». Ἡ «κρίσις» ἔχει δοθεῖ στὸν Υἱό. Κανεὶς δὲν διορίσθηκε γιὰ νὰ προλαμβάνει τὴν κρίση Του. Ἡ Ἐκκλησία, βέβαια, ἔχει τὴ δική της ἐξουσία μέσα στὴν ἱστορία. Εἶναι, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ἡ ἐξουσία νὰ κηρύττει καὶ νὰ διαφυλάττει τὸ λόγο τῆς ἀληθείας. Ὑπάρχει κάποιος κανόνας πίστεως καὶ τάξεως, ποὺ πρέπει νὰ θεωρεῖται σὰν κανόνας. Ὁτιδήποτε βρίσκεται πέραν τούτου εἶναι «ἀνωμαλία». Ἀλλὰ ἡ «ἀνωμαλία» πρέπει νὰ θεραπεύεται καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ καταδικάζεται. Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαίωση γιὰ τὴ συμμετοχὴ ἑνὸς Ὀρθοδόξου στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι μὲ τὴ μαρτυρία του ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ κερδίσει ἀνθρώπινες ὑπάρξεις.
πηγή
Παρασκευή, Απριλίου 19, 2013
Χριστιανική Ελεημοσύνη
Όσο εκπληκτικό κι αν φανεί, το κοινοβιακό υπόδειγμα θεωρήθηκε αυτή την εποχή (3ο – 4ος αιώνας) υποχρεωτικό για όλους τους Χριστιανούς, έστω κι αν ακόμη ήταν έγγαμοι. Θα μπορούσε όλη η χριστιανική κοινωνία να οργανωθεί σαν ένα είδος μοναστηριού; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν δίστασε να απαντήσει καταφατικά σ’ αυτό το ερώτημα.
Αυτό δεν σήμαινε πως όλοι θα έπρεπε να πάνε στην έρημο. Αντίθετα, οι Χριστιανοί θα έπρεπε να ανοικοδομήσουν την υπάρχουσα κοινωνία κατά το «κοινοβιακό» υπόδειγμα. Ήταν αρκετά βέβαιοι πως όλα τα κοινωνικά κακά είχαν τη ρίζα τους στην κτητική έφεση του ανθρώπου, στην εγωιστική επιθυμία του να κατέχει αγαθά για αποκλειστική ωφέλεια.
Ένα όμως είναι ο νόμιμος κάτοχος όλων των αγαθών και των περιουσιών εις στον κόσμον, δηλαδή ο παντοδύναμος Κύριος. Οι άνθρωποι δεν είναι παρά διάκονοι και δούλοι και όφειλαν να χρησιμοποιούν τα δώρα του Θεού μόνο για θείους σκοπούς, τουτέστιν, τελικά για τις κοινές ανάγκες.
Ένα όμως είναι ο νόμιμος κάτοχος όλων των αγαθών και των περιουσιών εις στον κόσμον, δηλαδή ο παντοδύναμος Κύριος. Οι άνθρωποι δεν είναι παρά διάκονοι και δούλοι και όφειλαν να χρησιμοποιούν τα δώρα του Θεού μόνο για θείους σκοπούς, τουτέστιν, τελικά για τις κοινές ανάγκες.
Οι ιδέες του Αγίου Χρυσοστόμου για την περιουσία ήταν αυστηρά τυπικές: Η κτήση δικαιώνεται μόνο με την ειδική χρήση. Να είμαστε βέβαιοι πως ο Άγιος δεν ήταν κοινωνικός ή οικονομικός μεταρρυθμιστής, και οι πρακτικές του υποθέσεις μπορεί να φανούν αβάσιμες ακόμα και αφελείς. Ήταν όμως ένας από τους πιο μεγάλους Χριστιανούς προφήτες της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης.
Τίποτε αισθηματολογικό δεν υπήρχε στης εκκλήσεις του για ελεημοσύνη. Η χριστιανική ελεημοσύνη στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο στοργική συγκίνηση. Οι Χριστιανοί δεν θα έπρεπε να υποκινούνται απλώς από τη δυστυχία, την ανάγκη και την αθλιότητα των άλλων ανθρώπων. πρέπει να κατανοούν πως η κοινωνική αθλιότητα είναι η συνεχιζόμενη αγωνία του Χριστού, που υποφέρει ακόμη στο πρόσωπο των μελών του. Το πάθος και ο ηθικός ζήλος του Χρυσοστόμου βασιζόταν στην καθαρή όραση του σώματος του Χριστού.
π.Γεωργίου Φλορόφσκυ
Πέμπτη, Απριλίου 11, 2013
Ἡ θεολογική διαθήκη τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι
Ἀξίζει νά διαβάσουμε τό παρακάτω κείμενο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι (1893-1979) πού τό τιτλοφορεῖ ὁ ἴδιος ὡς τήν «θεολογική του διαθήκη». Πρόκειται γιά ἕνα χειρόγραφο πού δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώσει καί βρέθηκε μετά τόν θάνατο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου ἀπό τόν Andrew Blane, ὁ ὁποῖος καί τό δημοσιεύει.
«Σέ μιὰ τόσο ἐπίσημη περίσταση ὅπως αὐτή, μόνο λόγια εὐχαριστίας κι εὐγνωμοσύνης ἁρμόζουν. Πράγματι, εἶμαι βαθιά συγκινημένος ἀπό αὐτό τό γενναιόδωρο δεῖγμα ἀναγνώρισης ποὺ ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου θέλησε νά μοῦ ἀπονείμει. Ὅμως, ξέρω, προφανῶς καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, καί τίς ἀποτυχίες μου καί τά μειονεκτήματά μου. Ξέρω πράγματι ὅτι ἤμουν ἕνας ὀκνηρός δοῦλος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. Καί μάλιστα ξέρω πολύ καλά πόσα πράγματα δέν ἔχω κάνει, πράγματα ποὺ ἔπρεπε νά ἔχω κάνει, καί πόσα πολλά πράγματα ἔκανα ποὺ δέν ἔπρεπε νά κάνω.
Δέν ἔλαβα κανονική θεολογική ἐκπαίδευση (παρόλο ποὺ τό φταίξιμο δέν εἶναι δικό μου). Εἶμαι αὐτοδίδακτος στήν θεολογία, κάτι σάν ἐρασιτέχνης, αὐτοδημιούργητος – γιά νά χρησιμοποιήσω μιὰν ἀμερικανική ἔκφραση. Ἐκπαιδεύτηκα γιά νά γίνω καθηγητής ἱστορίας καί φιλοσοφίας.
Ὄντως, τήν ἀκαδημαϊκή σταδιοδρομία μου τήν ἄρχισα ὅταν ἤμουν ἀκόμη στή Ρωσία, πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὡς Ἐπισκέπτης Καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας, καί τό μόνο μάθημα ποὺ δίδαξα μ΄ αὐτή τήν ἰδιότητα στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀδησσοῦ ἦταν Φιλοσοφία τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν. Τή θεολογία μου δέν τήν ἔμαθα στό σχολεῖο, ἀλλά στήν Ἐκκλησία, μετέχοντας στή λατρεία της. Τήν ἄντλησα πρῶτα ἀπό τά λειτουργικά βιβλία καί, πολύ ἀργότερα, ἀπό τά γραπτά τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ὅταν τό 1926 μοῦ προτάθηκε νά διδάξω Πατρολογία στό νεοσύστατο Ὀρθόδοξο Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Παρισιοῦ, ἤμουν ἐντελῶς ἀπροετοίμαστος γιά κάτι τέτοιο. Ἔπρεπε πρῶτα νά μάθω αὐτό ποὺ ἔπρεπε νά διδάξω. Δέν ντρέπομαι γι΄ αὐτό. Πολλοί ἔχουν βρεθεῖ σ΄ αὐτὴ τή θέση. Ἡ φράση αὐτή ἀνήκει, παρεμπιπτόντως, στόν σπουδαιότερο θεολόγο καί ἱεράρχη τοῦ περασμένου αἰώνα, στόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Φιλάρετο τῆς Μόσχας. Καί αὐτός μάθαινε τά ἀντικείμενά του ἐνῶ τά δίδασκε στήν Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρούπολης.
Ἡ δική μου μέθοδος μελέτης ἦταν πολύ ἁπλή. Τά δύο πρῶτα χρόνια τῆς δουλειᾶς μου ὡς καθηγητὴς στό Παρίσι διάβαζα συστηματικά τά ἔργα τῶν πιό σημαντικῶν Πατέρων, κάποια στό πρωτότυπο, κάποια σέ μετάφραση. Μελέτησα κατά κύριο λόγο πηγές πρίν στραφῶ στή λόγια γραμματεία. Πιθανόν νά εἶναι αὐτός ὁ λόγος ποὺ φαίνομαι τόσο «παλιομοδίτης». Δέν ξεκίνησα μέ τίς «καλύτερες κριτικές», καί γι΄ αὐτό ἡ κριτική οὔτε μέ ζάλισε οὔτε μέ διέφθειρε. Ἀντίθετα, ἐξαιτίας αὐτοῦ ἀπέκτησα ἀνοσία γιά πάντα ἔναντι τῆς ρουτίνας, ἔναντι ἐκείνης τῆς «θεολογίας τῆς ἐπανάληψης» ἡ ὁποία βρίθει ἀπό ἀρχαϊκούς τύπους καί φράσεις, ἀλλά τόσο συχνά τῆς λείπει τελείως τό πνεῦμα ζωντάνιας.
Οἱ Πατέρες μέ δίδαξαν τή χριστιανική ἐλευθερία. Ὑπῆρξαν παραπάνω ἀπό ἁπλοί νομοθέτες• ἦταν ἀληθινοί προφῆτες μέ τήν ἀληθινή σημασία τῆς λέξης – ἀντικρυζαν τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. (Ἦταν πρωτίστως ἄνθρωποι μέ ἐνόραση καί πίστη). Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὁραματιστές. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος ποὺ μέ ὁδήγησε ἀρκετά νωρίς στήν ἰδέα αὐτοῦ ποὺ τώρα ὀνομάζω «νεοπατερική σύνθεση». Ὀφείλει νά εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό συλλογή Πατερικῶν ρητῶν καί διατυπώσεων. Πρέπει νά εἶναι μία σύνθεση, μία δημιουργική ἐπανεπιβεβαίωση ὅλων ἐκείνων τῶν ἐνοράσεων ποὺ χορηγήθηκαν στούς ἁγίους τοῦ παρελθόντος. Πρέπει νά εἶναι Πατερική, πίστη στό πνεῦμα καί τό δράμα τῶν Πατέρων – ad mentem Patrum. Ἀλλά ταυτόχρονα, πρέπει νά εἶναι καί νεοπατερική, καθώς ἀπευθύνεται στή νέα ἐποχή, μέ τά δικά της προβλήματα καί ἐρωτηματικά. Μ΄ αὐτό τό πνεῦμα καί μ΄ αὐτόν τόν τρόπο ἔγραψα, ἤδη τριάντα χρόνια πρίν, τίς δύο θεολογικές μου ἐργασίες, γιά τό Δόγμα τῆς Δημιουργίας καί τό Δόγμα τῆς Ἀπολύτρωσης, τίς ὁποῖες ἀκόμη θεωρῶ τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματά μου, καί ἴσως τά μοναδικά.
Δυστυχῶς, λίγο ἀργότερα περισπάστηκα. Δέν μπόρεσα νά ἀντισταθῶ στούς πειρασμούς. Ἄφησα τή δουλειά μου πάνω στούς Πατέρες ἡμιτελῆ: ἀπό τούς πέντε προγραμματισμένους τόμους, μόνο δύο ὁλοκληρώθηκαν, κι αὐτοί στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ΄30. Ἀντί νά ὁλοκληρώσω αὐτή τή δουλειά, στράφηκα στή ρωσική θεολογία καί αὐτή ἡ μελέτη ὁλοκληρώθηκε τήν παραμονή ἀκριβῶς τοῦ πρόσφατου πολέμου. Αὐτή ἡ μελέτη, ὅμως, ἀποδείχθηκε ἔργο μᾶλλον ἀποδόμησης παρά οἰκοδόμησης. Τήν ἴδια ἐποχή ἐμπλεκόμουν σέ διάφορες οἰκουμενικές δραστηριότητες, στήν ἀρχή σέ περιορισμένη κλίμακα. Γιά πολλά χρόνια περνοῦσα τίς καλοκαιρινές μου διακοπές στήν Ἀγγλία, ἐξηγώντας τήν Ὀρθοδοξία σέ Ἀγγλικανούς φοιτητές καί λαϊκούς, καί ταξιδεύοντας ἀπό κολλέγιο σέ κολλέγιο καί ἀπό πόλη σέ πόλη. Ἀργότερα ἀναμίχθηκα στή μείζονα οἰκουμενική κίνηση τῆς «Πίστης καί Τάξης».
Δέν μετανιώνω γιά ὅλα αὐτά, γιά αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς «παρακάμψεις». Ἐπίσης ἀπήλαυσα πάρα πολύ τή διδασκαλία, στά χρόνια του πολέμου, στά ρωσικά σχολεῖα δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, στήν Bela Crkva καί στό Βελιγράδι. Ἔμαθα πολλά διδάσκοντας. Καί ἀνακάλυψα ὅτι ἡ διδασκαλία εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, κάτι παραπάνω ἀπό παροχή γνώσης. Ὁ δάσκαλος ἔχει νά διδάξει ζωντανά πρόσωπα, ἀδελφούς καί ἀδελφές του ἐν Χριστῷ, καί νά τούς διδάξει γιά τή ζωή, γιά τήν αἰώνια ζωή ἐν τέλει. Ἀκόμη καί ὡς δάσκαλος, πρέπει κανείς νά παραμένει μαθητής, κάτι ποὺ πράγματι εἶναι ἀναπόφευκτο.
Μοῦ ἀρέσει νά μαθαίνω. Μοῦ ἀρέσει νά παραμένω in statu pupilari [σέ κατάσταση μαθητείας]. Δέν εἶναι μήπως ἡ ἀνώτερη βαθμίδα τό νά εἶσαι μαθητής, μαθητής τοῦ ἑνός καί μόνου Κυρίου, τοῦ μόνου στόν ὁποῖο ἀνήκει δικαιωματικά ὁ τίτλος τοῦ Διδασκάλου; Κανένας μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δάσκαλο. Ὁ μόνος Διδάσκαλος εἶναι ὁ Χριστός. Ὅμως, καί πόσα ἔχουν μείνει ἀπραγματοποίητα! Ἔγραψα λιγότερα ἀπό ὅσα ὄφειλα ἤ μποροῦσα πιθανόν νά γράψω. Καί τώρα προφανῶς εἶναι πιά πολύ ἀργά. Ἐλπίζω, ὅμως, ὅτι θά μοῦ δοθεῖ ὁ χρόνος νά συντάξω τή «θεολογική διαθήκη» μου καί νά μεταφέρω τή βαθειά μου ἔγνοια γιά τίς μέλλουσες γενιές.
Αὐτή ἡ διαθήκη περιλαμβάνει τρία κύρια σημεῖα.
Πρῶτον, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία πρέπει νά εἶναι μία ἱστορική θεολογία. Ἕνας διακεκριμένος Βρετανός ἱστορικός εἶπε πρόσφατα: «Ὁ Χριστιανισμός εἶναι μία καθημερινή πρόσκληση στή μελέτη τῆς ἱστορίας» (F. Μ. Powicke). Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος ἐρευνητής ὑποστήριξε, πολύ σωστά, ὅτι «ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν πιστεύουμε σέ ἰδέες, ἀλλά σέ ἕνα Πρόσωπο» (Dom Ansgar Venier) καί αὐτό τό πρόσωπο εἶναι ὁ ἀγαπημένος μας Κύριος καί Σωτήρας, Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι διαλεκτική ἐννοιῶν, ἀλλά ὁμολογία πίστης. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός δρῶν, ὁ ὁποῖος δρᾶ στήν ἱστορία, ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, συνεχίζει νά δρᾶ στίς ζωές μας καί θά συνεχίζει νά δρᾶ μέχρι ὁ Κριτής νά ἔρθει γιά νά ἐλέγξει ζώντας καί νεκρούς. Ἡ Θεολογία εἶναι ἑπομένως ἡ μελέτη τῶν θείων πράξεων.
Δεύτερον, καθώς μελετᾶμε αὐτές τίς πράξεις τοῦ Θεοῦ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ αὐτό ποὺ ἔχει εὔστοχα περιγραφεῖ ἀπό τόν Gerhardt Kittel ὡς «τό σκάνδαλο τῆς ἰδιαιτερότητας». Ἡ σωτηρία «ἐκ τῶν ἑβραίων ἐστιν» καί κηρύχτηκε στόν κόσμο στήν ἑλληνική γλώσσα. Πράγματι, τό νά εἶσαι Χριστιανός σημαίνει νά εἶσαι Ἕλληνας, ἐφόσον ἡ βασική μας αὐθεντία θά εἶναι γιά πάντα ἕνα ἑλληνικό βιβλίο, ἡ Καινή Διαθήκη. Τό χριστιανικό μήνυμα ἔχει διά παντός διατυπωθεῖ σέ ἑλληνικές κατηγορίες. Αὐτό μέ καμιά ἔννοια δέν σήμανε συνολική πρόσληψη τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθαυτοῦ, ἀλλά ἀνατομία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τό παλιό ἔπρεπε νά πεθάνει, τό νέο ὅμως παρέμενε ἑλληνικό: ὁ χριστιανικός Ἑλληνισμός τῆς δογματικῆς μας, ἀπό τήν Καινή Διαθήκη μέχρι τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἤ μᾶλλον μέχρι σήμερα. Προσωπικά εἶμαι ἀποφασισμένος νά ὑπερασπιστῶ αὐτή τή θέση, καί μάλιστα σέ δύο διαφορετικά μέτωπα: καί κατά τῆς ὄψιμης ἀναβίωσης τοῦ ἑβραϊσμοῦ, καί κατά ὅλων τῶν προσπαθειῶν ἐπαναδιατύπωσης δογμάτων σέ κατηγορίες σύγχρονων φιλοσοφιῶν, εἴτε γερμανικῶν, εἴτε δανέζικων, εἴτε γαλλικῶν (Χέγκελ, Χάϊντεγκερ, Κίρκεργκωρ, Μπέργκσον, Teilhard de Chardin), καί σέ κατηγορίες τοῦ ὑποτιθέμενου Σλαβικοῦ πνεύματος. Ἡ θέση μου, ὁμολογουμένως, χρειάζεται ἀκριβολογία καί ἀνάλυση, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τοῦ παρόντος.
Τρίτο καί τελευταῖο, πρέπει νά θεολογοῦμε ὄχι γιά νά ἱκανοποιοῦμε τή διανοητική μας περιέργεια, θεμιτό καί ἄν εἶναι αὐτό, ἀλλά γιά νά ζοῦμε, νά ἔχουμε ζωή περισσή ἐν τῇ Ἀληθείᾳ, ἡ ὁποία, τελικά, δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν, ἀλλά ἕνα Πρόσωπο, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Στό ζήτημα αὐτό μόνο οἱ Πατέρες μποροῦν νά εἶναι σίγουροι καί ἀσφαλεῖς ὁδηγοί.
Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα πρόγραμμα. Εἶναι τό πρόγραμμα βάσει τοῦ ὁποίου ἐγώ πορεύτηκα στό λογικό μου ἐγχείρημα. Τώρα, μόνη μου ἐλπίδα εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας ἀγκαλιάζει ἀκόμη καί τίς προθέσεις μας.
Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013
“Ο Βίος του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου”.(π. Γεώργιος Φλορόφσκυ)
πηγή
Ο Γρηγόριος άφησε πολλά αυτοβιογραφικά κείμενα, και οι περιγραφές που μας δίνει για τη ζωή του είναι γεμάτες από λυρισμό και δραματικότητα. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Όμως εκλήθη από το θέλημα του Θεού και τις επιθυμίες των άλλων προς λόγους, έργα, και ποιμαντική διακονία σε μια περίοδο υπερβολικής συγχύσεως και αναταραχής. Σε όλη του τη ζωή, που ήταν γεμάτη από θλίψεις και επιτεύγματα, υποχρεώνονταν συνεχώς να καταπνίγει τις φυσικές του επιθυμίες και τους φυσικούς του πόθους.
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε περί το 330 στην Αριανζό, στο υποστατικό του πατέρα του κοντά στη Ναζιανζό, «στη μικρότερη από τις πόλεις» της νοτιοδυτικής Καππαδοκίας. Ο πατέρας του, που στη νεότητά του ανήκε στην αίρεση των Υψισταρίων, ήταν επίσκοπος Ναζιανζού. Η μητέρα τού Γρηγορίου ήταν η κυριαρχούσα μορφή στην οικογένεια. Υπήρξε ο «δάσκαλος της ευσέβειας» για τον άνδρα της και «επέβαλε αυτή τη χρυσή αλυσίδα» στα παιδιά της. Και η κληρονομικότητα και η εκπαίδευσή του ενίσχυσαν τον συναισθηματισμό, την ικανότητα διεγέρσεως αισθημάτων, και την ικανότητα άμεσου εντυπωσιασμού του Γρηγορίου, καθώς και την αποφασιστικότητά του και τη δύναμη της θελήσεώς του. Διατηρούσε πάντα θερμές και στενές σχέσεις με τους συγγενείς του και συχνά τους θυμότανε.
Από τα παιδικά του χρόνια ο Γρηγόριος διακρίνονταν από μιά «φλογερή αγάπη για τη μελέτη». «Προσπαθούσα να κάνω τις ανήθικες επιστήμες να υπηρετήσουν τις καλές», έλεγε. Σύμφωνα με τη συνήθεια των χρόνων εκείνων, τα χρόνια σπουδής τού Γρηγορίου ήταν χρόνια περιπλανήσεως.
Έλαβε πλήρη μόρφωση στη ρητορική και τη φιλοσοφία στην πατρίδα του Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια, και τέλος στην Αθήνα. Ανέβαλλε το βάπτισμά του ως ότου έγινε ώριμος άνδρας.Στην Αλεξάνδρεια ο Γρηγόριος είχε πιθανώς δάσκαλο τον Δίδυμο. Στην Αθήνα συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Βασίλειο, τον οποίον είχε νωρίτερα συναντήσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, και ο οποίος ήταν ακριβώς στα χρόνια του. Ο Γρηγόριος θυμόταν πάντα τα χρόνια εκείνα στην Αθήνα με ευχαρίστηση: «Αθήναι και παίδευσις». Όπως έγραψε αργότερα, ήταν στην Αθήνα που αυτός, όπως ο Σαούλ, «ζήτησε τη γνώση και βρήκε την ευτυχία». Αυτή η ευτυχία ήταν η φιλία του με τον Βασίλειο, που του έδωσε περισσότερη χαρά και περισσότερο πόνο από οποιονδήποτε άλλον. «Γίναμε τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Είμαστε ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, αδέλφια· η αγάπη μας για τη μάθηση ήταν ο μοναδικός σκοπός μας. Και η αγάπη του ενός για τον άλλον συνέχεια μεγάλωνε. Τα είχαμε όλα κοινά, και είχαμε μια ψυχή που ήταν σε δυό χωριστά σώματα». Η ενότητά τους ήταν ενότητα εμπιστοσύνης και φιλίας. Οι πειρασμοί των «βλαβερών Αθηνών» δεν τους απέσπασαν Ήξεραν μόνο δυο δρόμους. Εναν που οδηγούσε στην εκκλησία και τους θρησκευτικούς διδασκάλους τους. Και έναν άλλον που οδηγούσε στους διδασκάλους των κοσμικών επιστημών. Θεωρούσαν ως το σπουδαιότερο πράγμα το να είναι και να ονομάζονται Χριστιανοί. «Είχαμε και οι δυο μια μόνη επιδίωξη, την αρετή, και ένα μόνο σκοπό, που ήταν να απαρνηθούμε τον κόσμο όσο θα έπρεπε να ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν, και να ζούμε για τη μέλλουσα ζωή». Κατά την περίοδο αυτήν της ασκητικής ζωής σπούδασαν τη φιλοσοφία και τη θρησκεία.
Ο Γρηγόριος παρέμεινε πάντα ένας «εραστής της παιδεύσεως». «Είμαι ο πρώτος των εραστών της σοφίας», έλεγε. «Τίποτε δεν προτιμώ περισσότερο από τις σπουδές μου, και δεν θέλω η Σοφία να με ονομάσει φτωχό δάσκαλο». Ονομάζει τη φιλοσοφία ως τον «αγώνα να κερδίσει κανείς ό,τι είναι πιο πολύτιμο από όλα». Σ’ αυτήν περιλάμβανε και την «θύραθεν» παίδευση:
«παίρνουμε κάτι χρήσιμο για την ορθοδοξία μας ακόμα και από τις κοσμικές Επιστήμες. ‘Από εκείνο που είναι κατώτερο μαθαίνουμε για κείνο που είναι ανώτερο, και μετατρέπουμε αυτήν την αδυναμία σε δύναμη της διδασκαλίας μας. Ο Γρηγόριος εξακολούθησε να υπερασπίζεται την πολυμάθεια και αργότερα στη ζωή του. «Καθένας που έχει μυαλό θα αναγνωρίζει ότι η “παίδευσις” είναι για μας “το πρώτον των αγαθών”. Και δεν εννοώ μόνον την ευγενέστερη και δική μας (χριστιανική) παίδευση, η οποία περιφρονεί τον εξωραϊσμό και το μακρόσυρτο του λόγου και ενδιαφέρεται μόνο για τη σωτηρία και τη θεωρία του κάλλους, αλλά και την κοσμική (την «έξωθεν») παίδευση, την οποία πολλοί Χριστιανοί κακώς απεχθάνονται ως ψεύτικη, επικίνδυνη, και απέχουσα από του Θεού. Αλλά δεν θα προτάξουμε τη δημιουργία έναντι του Δημιουργού της. Η παίδευση δεν πρέπει να περιφρονείται, όπως νομίζουν μερικοί. Αντίθετα, θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε ότι εκείνοι που έχουν τέτοια γνώμη είναι ανόητοι και αμαθείς. Θέλουν καθένας να είναι σαν κι αυτούς, ώστε μέσα στη γενική αμάθεια να μη φαίνεται η δική τους άγνοια». Αυτά ειπώθηκαν από τον Γρηγόριο στην κηδεία του Βασιλείου. Δεν ήθελε να ξεχάσει ποτέ τα μαθήματα των Αθηνών, και αργότερα κατήγγειλε τον Ιουλιανό τον Αποστάτη γιατί απαγόρευε στους Χριστιανούς να διδάσκουν ρητορική και κοσμικές Επιστήμες.
Στην Αθήνα ο Γρηγόριος είχε διδασκάλους τον Ιμέριον και τον Προαιρέσιον, ο οποίος ήταν πιθανώς Χριστιανός. Πιθανότατα δεν υπήρξε μαθητής του Λιβανίου. Σπούδασε αρχαία φιλολογία, ρητορική, ιστορία, και ιδιαίτερα φιλοσοφία. Το 358 ή 359 επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο Βασίλειος είχε ήδη φύγει από την Αθήνα, και η πόλη είχε αδειάσει και είχε περιπέσει σε κατάπτωση. Ο Γρηγόριος βαφτίστηκε, και αποφάσισε να απαρνηθεί τη σταδιοδρομία του ρήτορος. Τον προσήλκυσε το ιδεώδες της σιωπής και ονειρευόταν την καταφυγή του στα βουνα ή την έρημο. Ήθελε να «έλθει σε στενή κοινωνία με τον Θεό και να φωτιστεί πλήρως από τις ακτίνες του Πνεύματος, χωρίς τίποτε το γήινο να σκιάζει ή να εμποδίζει το Θείο φως, και να προσεγγίσει την Πηγή της εξαίσιας λάμψεως και να σταματήσει όλες τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες. Με αυτόν τον τρόπο οι φαντασιώσεις μας αντικαθίστανται από την αλήθεια». Oι μορφές του Ηλία και του Ιωάννη του Βαπτιστή προκαλούσαν τον θαυμασμό του. Αλλά ταυτόχρονα νικήθηκε από «την αγάπη του για τα Θεία βιβλία και το φως του Πνεύματος, που αποκτάται με τη μελέτη του λόγου του Θεού. Τέτοιες μελέτες είναι αδύνατες στη σιωπή της ερήμου». Εκτός, όμως, από αυτό, εκείνο που κράτησε τον Γρηγόριο μέσα στον κόσμο ήταν ότι αγαπούσε τους γονείς του και θεωρούσε καθήκον του να τους βοηθήσει. «Αυτή η αγάπη ήταν βαρύ φορτίο που με κρατούσε στη γη».
Ο Γρηγόριος εξακολουθούσε να ζει μια αυστηρή ασκητική ζωή ακόμα και μέσα στις κοσμικές διασπάσεις του πατρικού του σπιτιού. Προσπαθούσε να συνδυάσει μια ζωή αδέσμευτης (καθαρής) θεωρίας με μια ζωή προσφοράς στην κοινωνία, και περνούσε τον καιρό του με νηστεία, μελέτη του Λόγου του Θεού, προσευχή, μετάνοια, και αγρυπνία. Όλο και πιο πολύ τον τραβούσε η έρημος του Πόντου, όπου ο Βασίλειος ζούσε μια αυστηρή ασκητική ζωή. Καθώς πλησίαζε τον Θεό, ο Βασίλειος του φαίνονταν να «καλύπτεται με σύννεφα, όπως οι σοφοί άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης». Ο Βασίλειος κάλεσε τον Γρηγόριο να συμμεριστεί τους σιωπηλούς αγώνες του, αλλά ο Γρηγόριος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει αμέσως την επιθυμία του. Ακόμα και ύστερα η αναχώρησή του ήταν μόνο προσωρινή. Αργότερα αναλογίζονταν με χαρά και ανέμελη διάθεση το χρόνο που πέρασε στον Πόντο, μια χρονική περίοδο στερήσεων, αγρυπνίας, ψαλμωδίας, και μελέτης. Οι δυο φίλοι διάβασαν την Αγία Γραφή και τα έργα τού Ωριγένη καθώς τα χρόνια της μαθήσεώς τους συνεχίζονταν.
Οι σπουδές του Γρηγορίου τέλειωσαν όταν γύρισε από τον Πόντο. Ο πατέρας του, ο Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος, μόλις και με δυσκολία κατάφερνε να ασκεί τα καθήκοντά του ως επίσκοπος. Δεν είχε ούτε τα πνευματικά εφόδια ούτε τη δύναμη θελήσεως που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσει τις λογομαχίες και αντιθέσεις που οργίαζαν ολόγυρά του. Χρειάζονταν κάποιον να τον βοηθήσει, και διάλεξε το γυιό του. Αυτό ήταν μια «τρομερή καταιγίδα» για τον νεώτερο Γρηγόριο. Ο Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος είχε εξουσία επάνω του και ως πατέρας του και ως επίσκοπός του. Και τώρα έδεσε το γυό του μαζί του με ακόμα πιο γερά πνευματικά δεσμά. Ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε βίαια και «παρά την θέλησή του» από τον πατέρα του. «Πικράθηκα τόσο πολύ από αυτή τη βίαιη ενέργεια», έγραψε ο Γρηγάριος, «ώστε ξέχασα τα πάντα: φίλους, γονείς, την πατρίδα μου και τους συμπατριώτες μου. Σαν βόδι που το τσίμησε αλογόμυγα, γύρισα στον Πόντο, ελπίζοντας να βρω θεραπεία της λύπης μου στον αφοσιωμένο φίλο μου». Τα αισθήματα πικρίας που είχε καταπραύνθηκαν με τον χρόνο.
Η χειροτονία του Γρηγορίου έγινε τα Χριστούγεννα του 361, αλλά γύρισε στη Ναζιανζό μόνο κατά το Πάσχα του 362. Ανέλαβε τα καθήκοντά του ως πρεσβύτερος διαβάζοντας το περίφημο κήρυγμά του που αρχίζει με τις λέξεις: «Αυτή είναι η ημέρα της αναστάσεως… Ας φωτιστούμε από αυτήν την εορτή». Σ΄ αυτό το κήρυγμα περιέγραψε το υψηλό ιδανικό που είχε για την ιερωσύνη. Ο Γρηγόριος είχε την αίσθηση ότι οι σύγχρονοί του ιεράρχες απείχαν πολύ από αυτό το ιδεώδες, αφού οι περισσότεροί τους έβλεπαν τή θέση τους ως «μέσον συντηρήσεως. Φαίνονταν ότι αναμένονταν λιγότερα από τους ποιμένες των ψυχών παρά από τους ποιμένες ζώων. Ήταν αυτή η συνείδηση των υψηλών απαιτήσεων από τους κληρικούς, που έκανε τον Γρηγόριο να επιχειρήσει να αποφύγει τα καθήκοντα που θεωρούσε ότι ήταν ανάξιος και ανίκανος να εκπληρώσει.
Ο Γρηγόριος παρέμεινε στη Ναζιανζό ως βοηθός του πατέρα του σχεδόν δέκα χρόνια, ελπίζοντας ότι θα τα κατάφερνε να αποφύγει να κληθεί να γίνει επίσκοπος. Οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Το 372, για μια ακόμα φορά χωρίς τη θέλησή του, ο Γρηγόριος εκλέχθηκε επίσκοπος Σασίμων, «ενός μέρους χωρίς νερό ή βλάστηση, χωρίς καμιά ευκολία, ενός πληκτικού και στενόχωρου μικρού χωριού. Υπάρχει σκόνη παντού, θόρυβοι αρμάτων, θρήνοι, στεναγμοί, πράκτορες, όργανα βασανισμού, και αλυσίδες. Οι κάτοικοι είναι περαστικοί ξένοι και πλάνητες».
Η πικρία που ο Γρηγόριος δοκίμασε με τη νέα αυτή τυραννική ενέργεια, που ήταν αντίθετη με την επιθυμία του να ζήσει σε απομόνωση, μεγάλωσε από το γεγονός ότι αυτή επικυρώθηκε από τον στενότερο φίλο του, τον Βασίλειο. Ο Γρηγόριος αγανάκτησε γιατί ο Βασίλειος δεν έδειξε καμιά κατανόηση για τη λαχτάρα που είχε να ζήσει με σιωπή και ειρήνη, και γιατί τον υποχρέωσε να εμπλακεί στον αγώνα του να διατηρήσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή της επισκοπικής δικαιοδοσίας του. Ο Βασίλειος είχε συστήσει την επισκοπή Σασίμων για να ισχυροποίησει τη θέση του έναντι του Ανθίμου Τυανέων. «Με κατηγορείς για νωθρότητα και αδράνεια», έγραφε ο Γρηγόριος ενοχλημένος στον Βασίλειο, «γιατί δεν κατέλαβα τη θέση των Σασίμων, γιατί δεν δρω ως επίσκοπος, και γιατί δεν οπλίζομαι να πολεμήσω στο πλευρό σου κατά τον τρόπον που τα σκυλιά, όταν τους ρίξουν ένα κόκκαλο, μάχονται μεταξύ τους». Ο Γρηγόριος δέχτηκε την εκλογή του με λύπη και χωρίς να το θέλει. Υποχώρησα στη βία, όχι στις πεποιθήσεις μου». «Για μια ακόμη φορά καθαγιάστηκα και το Πνεύμα εκχύθηκε επάνω μου, και κλαίω πάλι και θρηνώ».
Η χαρά του Γρηγορίου γι’ αυτήν τη φιλία ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Πολύ αργότερα στην κηδεία του Πατέρα του παραπονιόταν, παρόντος του Βασιλείου, ότι «κάνοντάς με ιερέα με παραδώσατε στην ταραχώδη και επίβουλο αγορά των ψυχών, για να υποστώ τις δυστυχίες της ζωής». Επέπληξε τον Βασίλειο εντονότερα, λέγοντας: «Αυτό είναι το αποτέλεσμα των Αθηνών, η κοινή μελέτη μας, η ζωή μας κάτω από την ίδια στέγη, η συντροφιά μας στο ίδιο τραπέζι, η ομοψυχία των δυο μας, τα θαυμάσια της Ελλάδος, και οι κοινοί όρκοι μας να αρνηθούμε τον κόσμο. Όλα καταστράφηκαν! Όλα γκρεμίστηκαν! Ας χαθεί από τον κόσμο ο νόμος της φιλίας, αφού τόσο λίγο σέβεται τη φιλία». Ο Γρηγόριος τελικά πήγε στα Σάσιμα. αλλά. όπως παραδέχεται ο ίδιος, «δεν επισκέφτηκα την εκκλησία που μου δόθηκε, δεν λειτούργησα εκεί, δεν προσευχήθηκα με τον λαό, και δεν χειροτόνησα ούτε έναν κληρικό».
Ο Γρηγόριος επέστρεψε στη γενέτειρά του ύστερα από παράκληση του πατέρα του για να τον βοηθήσει στα επισκοπικά του καθήκοντα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Γρηγόριος ανέλαβε προσωρινά τη διαποίμανση της ορφανεμένης εκκλησίας. Όταν τελικά μπόρεσε να ξεφύγει από το ποιμαντικό έργο του, «πήγε σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια της Ισαυρίας. Έμεινε στο ναό της Αγίας Θέκλας και αφιερώθηκε στην προσευχή και την πνευματική ενατένιση. Αλλά για μία ακόμα φορά η αναχώρησή του ήταν μόνο προσωρινή. Στη Σελεύκεια έμαθε τα νέα για το θάνατο του Βασιλείου, και αυτό το ειρηντκό διάλειμμα τέλειωσε όταν κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να μετάσχει στον αγώνα κατά των Αρειανών.
Όταν ο Γρηγόριος πήγε στην Κωνσταντινούπολη ως υπερασπιστής του Λόγου, ήταν για μια ακόμη φορά «χωρίς τη θέλησή του, αλλά με την πίεση των άλλων». Το έργο του στην Κωνσταντινούπολη ήταν δύσκολο. «Η Εκκλησία είναι χωρίς ποιμένες, το καλό χάθηκε και το κακό είναι παντού. Είναι ανάγκη να πλέω τη νύχτα και δεν υπάρχουν φωτιές που να δείχνουν το δρόμο. Ο Χριστός κοιμάται. Η επισκοπική έδρα της Κωνσταντινουπόλεως βρίσκονταν για αρκετό καιρό στα χέρια των Αρειανών. Ο Γρηγόριος έγραψε ότι εκείνο που βρήκε εκεί «δεν ήταν ένα ποίμνιο, αλλά μόνο μικρά ίχνη και μικρά τμήματα ενός ποιμνίου, χωρίς τάξη και επίβλεψη».
Ο Γρηγόριος άρχισε το έργο του σ΄ ένα ιδιωτικό σπίτι, το οποίο αργότερα έκανε Εκκλησία και του έδωσε το όνομα “Ανάστασις» για να συμβολίζει την «Ανάσταση της ορθοδοξίας». Εδώ εξεφώνησε τους περίφημους «Πέντε θεολογικούς Λόγους» του. Ο αγώνας του με τους Αρειανούς ήταν συχνά βίαιος. Του επετέθηκαν κακούργοι να τον σκοτώσουν, η εκκλησία του υπέστη επιθέσεις από τους όχλους, πετροβολήθηκε ο ίδιος, και οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι προκαλεί φιλονικείες και διαταράσσει την ειρήνη. Το κήρυγμά του, όμως. δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. «Στην αρχή η πόλη επαναστάτησε», έγραφε. «Ξεσηκώθηκαν εναντίον μου και ισχυρίζονταν ότι κήρυττα πολλούς θεούς και όχι έναν Θεό, γιατί δεν γνώριζαν την ορθόδοξη διδασκαλία κατά την οποία η Μονάδα θεωρείται ως τρία, και η Τριάδα ως ένα». Ο Γρηγόριος νίκησε με τη δύναμη της ρητορικής του, και προς τα τέλη του 380 ο νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος μπήκε στην πόλη και απέδωσε όλες τις εκκλησίες στους ορθοδόξους.
Ο Γρηγόριος αναγκάστηκε να αγωνιστεί όχι μόνο κατά των Αρειανών, αλλά και κατά των υπερασπιστών του Απολλιναρίου. Αντιμετώπισε επίσης την αντίθεση ορθοδόξων ιεραρχών. Ιδιαίτερα του Πέτρου Αλεξανδρείας και των επισκόπων της Αιγύπτου. Αυτοί στην αρχή τον δέχτηκαν, αλλά υστέρα χειροτόνησαν παράνομα τον Μάξιμο τον Κυνικό ως επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Αργότερα ο Γρηγόριος θυμόταν με πικρία την «Αιγυπτιακήν πληγήν» και την διπλοπροσωπία του Πέτρου. Ο Μάξιμος απομακρύνθηκε αλλά βρήκε για λίγο καταφύγιο στη Ρώμη από τον Πάπα Δάμασον. που είχε ελάχιστη γνώση για τα πράγματα της Ανατολής. Υπακούοντας σε απαίτηση του λαού, ο Γρηγόριος ανέλαβε προσωρινά τη διεύθυνση της διοικήσεως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ως ότου συγκληθεί μια Εκκλησιαστική σύνοδος. Θέλησε να αποτραβηχθεί, αλλά ο λαός τον έφερε πίσω: «Θα πάρεις μαζί σου την Αγία Τριάδα», του είπαν.
Στη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο, που άρχισε τον Μάϊο του 381 υπό την προεδρία του Μελετίου Αντιοχείας, ο Γρηγόριος εξελέγη επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Και χάρηκε και λυπήθηκε για την τοποθέτησή του στην επισκοπική έδρα της Κωνσταντινουπόλεως, «η οποία δεν ήταν τελείως νόμιμη». Ο Μελέτιος πέθανε ενώ ακόμα η Σύνοδος συνέχιζε τις εργασίες της. Και ο Γρηγόριος τον αντικατέστησε ως πρόεδρος. Ο Γρηγόριος διαφώνησε με την πλειονότητα των Ιεραρχών πάνω στο θέμα του λεγόμενου «Αντιοχειανού Σχίσματος», και πήρε το μέρος του Παυλίνου. Η δυσαρέσκεια, που από καιρό αναπτύσσονταν εναντίον του, ξαφνικά ξέσπασε. Μερικοί κληρικοί ήταν δυσαρεστημένοι με την ηπιότητά του, επειδή δεν είχε ζητήσει τη βοήθεια των πολιτικών Αρχών κατά των Αρειανών. Ο Γρηγόριος καθοδηγείτο πάντοτε από την αρχή ότι «το μυστήριο της σωτηρίας είναι για κείνους που το επιθυμούν, και όχι για κείνους που πιέζονται να το δεχτούν». Άλλοι ιεράρχες ενοχλήθηκαν από την έλλειψη ευελιξίας στις δογματικές πεποιθήσεις του, και ιδιαίτερα από την αδιάλλακτη ομολογία του για την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Άλλοι ακόμα θεωρούσαν ότι η διαγωγή του ήταν ανάρμοστη στην αξιοπρέπεια του βαθμού του. «Δεν ήξερα», έλεγε ο Γρηγόριος ειρωνικά, «ότι θα έπρεπε να ιππεύω ευγενή άλογα, ή να κάνω λαμπρή εμφάνιση καθισμένος πάνω σε άμαξα, ή ότι αυτοί που με συναντούν θα όφειλαν να μου φέρονται με δουλοπρέπεια, ή ότι όλοι θα έπρεπε να παραμερίζουν για μένα σαν να ήμουνα άγριο θηρίο». Ετέθη επίσης στη Σύνοδο το θέμα της νομιμότητος της μεταθέσεως του Γρηγορίου από τα Σάσιμα στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν ολοφάνερο ότι αυτό ήταν μια πρόφαση για ραδιουργία εναντίον του. Με πολλή θλίψη και απογοήτευση ο Γρηγόριος αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση του και να εγκαταλείψει τη Σύνοδο. Ήταν πικραμένος γιατί άφηνε τον «τόπον της νίκης μας» και το ποίμνιό του, που το κέρδισε στην αλήθεια με τα έργα του και τους λόγους του. Αυτή η πικρία δεν τον άφησε ποτέ.
Εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη ο Γρηγόριος έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». Επέστρεψε στην πατρίδα εξαντλημένος σωματικά και ψυχικά και γεμάτος με πικρές αναμνήσεις. «Δυο φορές έπεσα στις παγίδες σας και δυο φορές εξαπατήθηκα». Ο Γρηγόριος αναζήτησε ανάπαυση και απομόνωση, αλλά ακόμα μια φορά αναγκάστηκε να αναλάβει τη διαποίμανση της χειρεύουσας εκκλησίας της Ναζιανζού, «πιεζόμενος από τις περιστάσεις και φοβούμενος την επίθεση των εχθρών». Έπρεπε να πολεμήσει κατά των Απολλιναριστών οι οποίοι είχαν παράνομα ιδρύσει επισκοπή δική τους στη Ναζιανζό, και έτσι άρχισαν πάλι τις ραδιουργίες και τις διαμάχες.
Απεγνωσμένα ο Γρηγόριος ζήτησε από τον Θεόδωρο, μητροπολίτη Τυάνων, να τον αντικαταστήσει με έναν νέον επίσκοπο, και να πάρει από πάνω του αυτό το φορτίο που ήταν ανώτερο από τις δυνάμεις του. Αρνήθηκε να μετάσχει σε οποιαδήποτε πια σύνοδο. «Πρόθεσή μου είναι να αποφύγω όλες τις συνόδους Επίσκοπων, γιατί δεν έχω μέχρι τώρα δει ένα παραγωγικό αποτέλεσμα καμιάς συνόδου, ή καμιά σύνοδο που να μην έχει αυξήσει τα κακά αντί να τα μειώσει». Έγραφε στον Θεόδωρο, «χαιρετώ τις συνόδους και τις συνελεύσεις, αλλά μόνο εξ αποστάσεως γιατί έχω δοκιμάσει πολύ κακό απ΄ αυτές». Ο Γρηγόριος δεν απέκτησε αμέσως την ελευθερία του. Χάρηκε πάρα πολύ όταν ο εξάδελφός του Ευλάλιος εκλέχτηκε τελικά επίσκοπος Ναζιανζού, και αποσύρθηκε από τον κόσμο για να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του στη συγγραφή. Ταξίδεψε στα μοναστήρια της ερήμου στη Λαμίδα και σ’ άλλα μέρη. Εξασθένησε και πολλές φορές ζήτησε ανακούφιση σε λουτροθεραπείες. Τα λυρικά έπη που έγραψε στά γεράματά του είναι γεμάτα θλίψη. Ο Γρηγόριος πέθανε το 389 ή το 390.
————————————————————-
πηγή: π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, “Οι Ανατολικοί Πατέρες του 4ου αιώνα”, μετάφρ. Παναγιώτου Πάλλη, εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη.
πηγή: π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, “Οι Ανατολικοί Πατέρες του 4ου αιώνα”, μετάφρ. Παναγιώτου Πάλλη, εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος Χριστός ο Θεός, ο μακρόθυμος, ο πολυέλεος, ο πο...
-
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Το πνευματικό μεγαλείο, το μυστικό βάθος και το αισθητικό κάλλος της Ορθοδόξου τέχνης συνε...
-
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΟΔΕΣΤΟΣ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΑ ΖΩΑ ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ Α' ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ Ο Μόδεστος γεννήθηκε στη Σ...
-
ΕΥΧΗ ΕΠΙ ΕΥΛΟΓΙΑ ΠΙΤΑΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαφελφείας ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Ουράνιος Άρτος, ο τη...
-
τοῦ π. Μαρτίνου Πέτζολτ «Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι», ψέλνει ο λαός στην εκκλησία το κοντάκιον των Χριστουγέννων. Και στις ει...
-
ΧΟΕ : ΕΝΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ π.Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ – ΠΡΕ...
-
Θλίψη στους εκκλησιαστικούς χώρους της Πάτρας από την αναγγελία της κοιμήσεως του πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννη Τσακουμάγκου, σε ηλικία 79 ετ...
-
Ιωάννης Ελ. Σιδηράς Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός Οι θεολογικές, σ...
-
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέ...