Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.Μ.Σωτήρχος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.Μ.Σωτήρχος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2015

Π. Μ. ΣΩΤΗΡΧΟΣ- ΚΛΑΨΕ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ (Πώς θα βρούμε την άνωθεν βοήθεια)»

Η «ΟΥΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
Πηγαίνοντας σ’ ένα Μοναστήρι της Φθιώτιδος , συνάντησα στον δρόμο έναν παράξενο καλόγερο, με ανεμοδαρμένα γκρίζα γένια και αχτένιστα μαλλιά, που τον έλεγαν Ιωάννη. Τα ράσα του πολύ τριμμένα και όχι πολύ καθαρά κι ένα βλέμμα κοφτερό σαν αετίσιο που δεν βοηθούσε να λογαριάσης την ηλικία του. Ψηλός, λιπόσαρκος, σου έδινε την εντύπωση αντάρτη των βουνών και θύμιζε στιγμές-στιγμές τον μεγάλον εκείνον αντάρτη της Ερήμου, τον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη. Έδειχνε και τούτος ατρόμητος , αλλά και συγκλονισμένος ταυτόχρονα, ωσάν να έβλεπε αδιάκοπα μπροστά του τον Θεόν. Με χαιρέτησε πρώτος και με ρώτησε αν πηγαίνω στο Μοναστήρι που φαινόταν κατάντικρυ στην δασωμένη βουνοπλαγιά.
- Πηγαίνω να βρω τον Γέροντα Σωφρόνιο, είπα.
- Τον ίδιο σκοπό έχουμε, αποκρίθηκε. Κι εγώ στον Γέροντα Σωφρόνιο πηγαίνω. Στάσου όμως και πάρε μιαν ανάσα ,γιατί έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να κάνουμε και ο κατσικόδρομος είναι ανηφορικός.
Καθήσαμε κάτω από ένα δέντρο. Εκείνος άνοιξε τον ντροβά του και έβγαλε το παγούρι με το νερό που κουβαλούσε πάντα μαζί του.
- Θες μια γουλιά; με ρώτησε. 
Ήπιε μόνον εκείνος και ύστερα συστηθήκαμε. Ήταν ιερομόναχος και δεν ήξερε πολλά γράμματα κοσμικά. Μόνον το δημοτικό είχε τελειώσει και δυο τάξεις του παλιού γυμνασίου. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι ο κόσμος τούτος είναι γεμάτος λάσπη και πήρε τα βουνά για να καλογερέψη και να γλιτώση από την βρωμιά της ματαιότητος. Τον πήρε κοντά του , σαν υποτακτικόν, ο Γέροντας Ισαάκ ,και η πρώτη εντολή που του έδωσε ήταν:
- Μάθε να προσεύχεσαι.

- Και πώς θα μάθω, Γέροντα;
- Παρακάλεσε τον Θεό να σου δείξη, μου είπε. Και συνέχισε: «Πιστεύεις στον Χριστό;». Και όταν του απάντησα ότι πιστεύω, μου ξανάπε:
- Όσο περισσότερο πιστεύεις στον Θεό, τόσο και ο Θεός θα πιστεύη σε σένα και θα σε προστατεύη συνεχώς.
Έτσι, από την μιαν απορία έπεφτα σε άλλη, και ο Γέροντας Ισαάκ μου έδωσε την εξήγηση λέγοντάς μου: «Όταν αγκαλιάζης κάποιον πώς τον αγκαλιάζεις;
- Με τα χέρια μου τον αγκαλιάζω, απάντησα.
- Το ίδιο να κάνης και με τον Θεόν, όταν προσεύχεσαι.
- Μα τον Θεόν δεν τον βλέπω, δεν είναι μπροστά μου για να τον αγκαλιάσω!
- Ποιός σου το είπε αυτό, βρε κουτορνίθι; Ο Θεός είναι πάντοτε μπροστά σου, αφού είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Μόλις λοιπόν αρχίζεις να προσεύχεσαι, σε πλησιάζει ακόμα πιο πολύ και σε ακούει. Κατάλαβες;
- Μα εγώ δεν τον βλέπω, Γέροντα…
- Δεν τον βλέπεις, μου είπε, γιατί τα μάτια σου είναι γεμάτα τσίμπλες από τις αμαρτίες σου. Αυτό κάνουν οι αμαρτίες. Γεμίζουν τα μάτια της ψυχής με τσίμπλες, για να μη βλέπουμε πού βρισκόμαστε και πού πάμε και τί κάνουμε…
- Και έμαθες να προσεύχεσαι, π. Ιωάννη; τον ρώτησα.
- Τί να σου πω; Ακόμα προσπαθώ, αδελφέ μου, αποκρίθηκε. Η προσευχή είναι η πιο δύσκολη δουλειά σ’ αυτόν τον κόσμο, η αληθινή προσευχή ,βεβαίως, όχι να κρατάς ένα βιβλίο και να διαβάζης λόγια. Όποιος μάθει καλά την προσευχή, σώζεται. Γιατί ο προσευχόμενος αληθινά μιλά με τον Θεό και ο Θεός τον καθοδηγεί σε όλα.
- Αυτό ,που σου είπε ο Γέροντάς σου, να αγκαλιάζης τον Θεόν όταν προσεύχεσαι, δεν σου το εξήγησε πώς γίνεται;
- Βέβαια, βέβαια, είπε ο π. Ιωάννης. Γιατί και σε μένα έκανε μεγάλη εντύπωση αυτός ο λόγος και δεν κατάλαβα στην αρχή τί ήθελε να πη.
- Και τί εξήγηση σου έδωσε;
- Μου είπε ότι δεν αγκαλιάζουμε ποτέ την μάνα ή τον πατέρα μας ή το παιδί μας μόνο με το ένα χέρι, αλλά και με τα δυο. Και στην προσευχή έχουμε δύο χέρια, τον νου και την καρδιά. Πρέπει και με τα δυο αυτά χέρια να αγκαλιάζουμε τον Θεόν. Και αν φθάσουμε σιγά-σιγά στο σημείον να ενώσουμε τον νου με την καρδιά και την καρδιά με τον νου και να νοιώθουμε αληθινά τα όσα λέγει ο νους, τότε φτάνουμε στην αληθινή προσευχή και αγκαλιάζουμε τον Θεόν και ο Θεός αγκαλιάζει εμάς, όπως ο βιολογικός μας πατέρας , όταν τον αγκαλιάζη το παιδί του. Να το θυμάσαι πάντοτε ότι τα χέρια της ψυχής είναι ο νους και η καρδιά…

… - Και τι άλλο σου είπε ο π. Σωφρόνιος για την προσευχή;
- Πολλά μου έχει πει, αποκρίθηκε, αλλά εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι αυτό που μου δίδαξε την πρώτη φορά όπου τον επισκέφθηκα. Μου είπε: «Όταν προσεύχεσαι, να ξέρης ότι αυτή είναι η τελευταία προσευχή σου σ’ αυτόν τον κόσμο και ότι την ίδια μέρα θα φύγης από αυτήν την ζωήν για πάντα. Να έχης την αίσθηση ότι αυτά είναι τα τελευταία λόγια σου στον Θεόν. Τότε τι θα του πης; Δεν θα βάλης τα κλάματα και δεν θα παρακαλής να σε συγχωρέση για τις αμαρτίες σου και δεν θα παρακαλής να σε σώση και δεν θα δοξάζης τον Θεόν για το παντοδύναμον μεγαλείον του, αφού είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου, και από αυτόν τον ίδιον και μόνον από αυτόν εξαρτώνται τα σύμπαντα; Πώς θα προσευχηθής τότε, την τελευταία ώρα της ζωής σου; Έτσι να προσεύχεσαι πάντα, γιατί δεν ξέρεις πότε θα τελειώση η σύντομη πορεία σου σ’ αυτόν τον κόσμο…
- Σοφά λόγια, πολύ σοφά, είπα με θαυμασμό…
….
- Σε ακούω , πάτερ, να ψέλνης συνεχώς «Θεοτοκία» και «Δοξαστικά» για την Θεοτόκον. Σου αρέσουν τόσον πολύ αυτά τα τροπάρια ή έχουν άλλη σημασία; ξαναρώτησα.
- Και για τα δυο, που είπες φίλε μου. Και γιατί μου αρέσουν πολύ και γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, το να τιμούμε την Μητέρα του Θεού, το αγνότερον πλάσμα της παγκοσμίου ιστορίας. Τέτοιος άνθρωπος δεν έχει εμφανισθεί , ούτε πρόκειται να φανή σ’ αυτόν τον κόσμον. Είναι αυτό που λέγει ο Ψαλμός: «Χαίρε χαράς δοχείον». Και όντως είναι το δοχείον της αιώνιας χαράς . Και αυτό το δεύτερον μου το εξήγησε μια μέρα ο π. Σωφρόνιος.
- Για τα «Θεοτοκία»;
- Για κάθε προσευχή προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον, συνέχισε ο π. Ιωάννης.
- Δηλαδή, πώς σου το είπε;
- Δεν θα τελειώνης, παιδί μου, την προσευχή σου, χωρίς να επικαλεσθής την βοήθεια και την μεσιτείαν της Θεοτόκου, χωρίς την «ουρά» της προσευχής, διότι αυτό κάνει και η Εκκλησία, που έχει καθιερώσει μετά από άλλα δοξολογικά υμνογραφήματα , να ψάλλεται και ένα Θεοτοκίον, που είναι πάντοτε αφιερωμένον στην Κυρίαν Θεοτόκον. Αλλά και ο λαός μας , μέσα στην σοφή απλότητά του, αυτό κάνει. Επικαλείται μετά τον Χριστόν την παναγία και λέγει: “Έλα Χριστέ και Παναγία” και κάνει τον σταυρό του και πορεύεται ανάλογα. Γι’ αυτό κι εσύ να κάνης το ίδιο και θα έχης πολλή βοήθεια και ευλογία εξ ύψους».
Σιώπησε ο Γέροντας Ιωάννης κι εγώ σκεφτόμουνα τα όσα είχε πει για την προσευχή προς την Παναγία. Κι ακόμα τα λόγια του για τα δυο χέρια της ψυχής, τον νου και την καρδιά, με τα οποία πρέπει να αγκαλιάζουμε τον Θεόν όταν προσευχόμαστε. Και ο π. Ιωάννης ξανάρχισε να σιγοψέλνη:
- Πάντων προστατεύεις, Αγαθή, των καταφευγόντων εν πίστει τη κραταιά σου χειρί∙ άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς τον Θεόν…»…





Από το βιβλίο: «Π. Μ. ΣΩΤΗΡΧΟΣ
ΚΛΑΨΕ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ
(Πώς θα βρούμε την άνωθεν βοήθεια)»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
από το 1896    
        

το είδαμε     Εδώ 

Παρασκευή, Μαΐου 08, 2015

Δυό φράσεις από το Ευαγγέλιο,που μας λένε καθαρά που βρίσκεται ο Χριστός,για να Τον βρίσκουμε εύκολα.


...Τώρα θυμήθηκα,παιδιά μου,δυό φράσεις από το Ευαγγέλιο,που μας λένε καθαρά που βρίσκεται ο Χριστός,για να Τον βρίσκουμε εύκολα.
Η πρώτη φράση είναι τα λόγια του Κυρίου στον γραμματικόν εκείνον,που ζήτησε να Τον ακολουθήσει παντού όπου και αν πήγαινε:«αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ».(Ματθ.8,20).Δεν είχε δηλαδή που ν'ακουμπήσει το κεφάλι Του σαν άνθρωπος για να ξεκουραστεί.Και κοιμόνταν στα άλση και στους λόφους ή όπου Τον φιλοξενούσαν.Κι εμείς οι άθλιοι και αχόρταγοι άνθρωποι,όσα κι αν έχουμε πάντα παραπονιόμαστε και θέλουμε περισσότερα!Είμαστε πλεονέκτες,φίλαυτοι,ματαιόφρονες...


-Ενώ ο Χριστός ήταν ξυπόλητος και μονοχίτων και πιο φτωχός από τους φτωχούς ο πλουσιότερος πάντων,συμπλήρωσε κάποιος ακροατής.

-Η άλλη φράση παιδιά μου είναι από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον(19,30)και μας αποκαλύπτει που βρήκε τόπον για να γείρει το κεφάλι Του ο Δημιουργός του σύμπαντος.
-Σε ποιό μέρος,Γέροντα;
-Πάνω στον Σταυρό!Ναι,πάνω στον Σταυρό,δηλαδή στην κορυφή της θυσίας.Εκεί «κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα».
Το ακούσατε αγαπητοί μου;Στην αρχή ο κόσμος δεν του έδωσε τόπο να γεννηθεί και κατέφυγε σ'έναν σταύλο για ζώα.Και σε όλη Του τη ζωή,φτωχός,κατατρεγμένος,άστεγος και διωκόμενος,δεν βρήκε άλλον τόπο από τον μαρτυρικό Σταυρό.Μόνο πάνω στον Σταυρό βρήκε τόπο ν'αναπαυθεί.Και η ανάπαυσή Του ήταν η θυσία.Τότε ακριβώς παρέδωσε το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα.
Να λοιπόν που πρέπει και εμείς να βρίσκουμε την αληθινή ανάπαυσή μας:Στον Σταυρο του Χριστού μας,στο πνεύμα της αγάπης του Θεού όπου«πάντες οι Άγιοι αναπαύονται»!
 Έγινε και πάλι σιωπή κατανυκτική και ο γέροντας αφού έκανε το σημείο του Σταυρού πρόσθεσε:
-Όταν κάνουμε,παιδιά μου,τον σταυρό μος,ας θυμόμαστε τον λόγο του Ευαγγελίου:«Κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα»και ας λέμε ολοκαρδίως την ευγνωμοσύνη μας:«Δόξα σε Σένα,Κύριε Ιησού Χριστέ,δόξα Σοι»!Γιατί χωρίς αυτήν την κορυφαία θυσία δεν θα υπήρχε σωτηρία για κανέναν άνθρωπο!Κι ακόμα να θυμόμαστε ότι ο Χριστός βρίσκεται πάνω στον Σταυρό με την ανίκητη δύναμή Του συνεχώς,για να βοηθά τους πιστούς,όταν κάνουν τον Σταυρό τους να επικαλούνται την χάρη Του!

Από το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου«Οι εραστές του Παραδείσου»Εκδ.Αστήρ

Μεταφορά στο διαδίκτυο proskynitis.blogspot.    
πηγή

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 12, 2014

Πῶς βρέθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς


Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. 

Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης. 

Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου.

Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα: 

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη». 

Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν.

Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον. 

Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του».

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. 

Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια.

Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός. 

Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος. 

Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων.

Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. 

Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι' αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν. 

Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ διασώζεται στὸν Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ί. Μονὴ Ξηροποτάμου.

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἀσφαλῶς μέγα γεγονὸς τῆς παγκοσμίας ἱστορίας, διότι ἀφορᾶ στὸ σύνολον τῆς ἀνθρωπότητας, ἀνεξαρτήτως ἂν δὲν ἔχουν ἀκόμα ἀποδεχθῆ τὴν Χριστιανικὴ Πίστη καὶ δὲν γνωρίζουν ὅλοι τὴν ἀλλαγὴ πορείας τῆς ἱστορίας. 

Ἰδιαίτερα, ὅμως, εἶναι κορυφαῖον γεγονὸς στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐπιβεβαιώνει καὶ ἐπισφραγίζει τὴν δωρεὰν τῆς σωτηρίας σὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ καλεῖ ἀδιαλείπτως κάθε ἄνθρωπον νὰ ἐπιστρέψη στὴν ἀληθινὴν πατρίδα τοῦ Παραδείσου. Δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβολικὴ καὶ ἐνδεικτικὴ ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἔγινε Χριστιανὸς καὶ Ἅγιος Μάρτυς τῆς Ἐκκλησίας, ὡσὰν νὰ ἀποπλύνη τὴν προδοσία τοῦ ἄλλου Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη, ποὺ παρέδωσε τὸν Θεάνθρωπον στοὺς σταυρωτές του. Καὶ εἶναι τοῦτο μέγα δίδαγμα γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὅσον καὶ ἂν ἔχει πέσει στὸ ἔσχατον ἄκρον τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ὁ Ἰσκαριώτης, μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ διανύση τὴν ἀπόσταση μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ σωτηρίας, μεταξὺ προδοσίας καὶ μετανοίας, ποὺ δὲν ἔκανε ὁ πρῶτος Ἰούδας, ἀλλὰ ἀγχονίσθηκε μέσα στὴν ἀπελπισία του. Αὐτὴ ἡ μέγιστη μεταστροφὴ τοῦ δεύτερου Ἰούδα εἶναι ὁ αἰώνιος καὶ ἐμπράγματος ἀντίλαλος τῆς προσευχῆς τοῦ Θεανθρώπου τὴν ὥρα τῆς θυσίας του, ὅταν παρεκάλεσε τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ εἶπε γιὰ τοὺς σταυρωτές του τὸν λόγον τῆς ὕψιστης συγνώμης γιὰ ὅλους τους ἀρνητές του, ἄρα καὶ τοῦ Ἰούδα:

— «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. ΚΓ' 34).

Κλείνοντας τὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς γιὰ τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, θὰ θέλαμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν σχετικὸν λόγον ἑνὸς μακαριστοῦ Γέροντος, ποὺ ἔλεγε:

— «Ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παιδιά μου, δὲν γίνεται μόνον κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς 14ης Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ μία ψυχὴ καὶ πηγαίνει κοντὰ στὸν Χριστόν. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος: «Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ' 7). Γιατί ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ φανερώνει τὸν θρίαμβον τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ αὐτὸς ὁ θρίαμβος ἀποτελεῖ μεγάλη χαρὰ στὸν οὐρανὸν τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ ἀληθινὰ ἕνας ἄνθρωπος. Γι' αὐτὸ ἂς μετανοοῦμε ὅλοι μας συνεχῶς καὶ ἀληθινά, γιὰ νὰ κυρίαρχη πάντοτε ἡ χαρὰ καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανόν. Ἀμήν».

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 12, 2013

Πῶς βρέθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς


Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. 

Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης. 

Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου.

Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα: 

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη». 

Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν.

Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον. 

Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του».

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. 

Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια.

Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός. 

Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος. 

Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων.

Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. 

Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι' αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν. 

Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ διασώζεται στὸν Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ί. Μονὴ Ξηροποτάμου.

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἀσφαλῶς μέγα γεγονὸς τῆς παγκοσμίας ἱστορίας, διότι ἀφορᾶ στὸ σύνολον τῆς ἀνθρωπότητας, ἀνεξαρτήτως ἂν δὲν ἔχουν ἀκόμα ἀποδεχθῆ τὴν Χριστιανικὴ Πίστη καὶ δὲν γνωρίζουν ὅλοι τὴν ἀλλαγὴ πορείας τῆς ἱστορίας. 

Ἰδιαίτερα, ὅμως, εἶναι κορυφαῖον γεγονὸς στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐπιβεβαιώνει καὶ ἐπισφραγίζει τὴν δωρεὰν τῆς σωτηρίας σὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ καλεῖ ἀδιαλείπτως κάθε ἄνθρωπον νὰ ἐπιστρέψη στὴν ἀληθινὴν πατρίδα τοῦ Παραδείσου. Δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβολικὴ καὶ ἐνδεικτικὴ ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἔγινε Χριστιανὸς καὶ Ἅγιος Μάρτυς τῆς Ἐκκλησίας, ὡσὰν νὰ ἀποπλύνη τὴν προδοσία τοῦ ἄλλου Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη, ποὺ παρέδωσε τὸν Θεάνθρωπον στοὺς σταυρωτές του. Καὶ εἶναι τοῦτο μέγα δίδαγμα γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὅσον καὶ ἂν ἔχει πέσει στὸ ἔσχατον ἄκρον τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ὁ Ἰσκαριώτης, μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ διανύση τὴν ἀπόσταση μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ σωτηρίας, μεταξὺ προδοσίας καὶ μετανοίας, ποὺ δὲν ἔκανε ὁ πρῶτος Ἰούδας, ἀλλὰ ἀγχονίσθηκε μέσα στὴν ἀπελπισία του. Αὐτὴ ἡ μέγιστη μεταστροφὴ τοῦ δεύτερου Ἰούδα εἶναι ὁ αἰώνιος καὶ ἐμπράγματος ἀντίλαλος τῆς προσευχῆς τοῦ Θεανθρώπου τὴν ὥρα τῆς θυσίας του, ὅταν παρεκάλεσε τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ εἶπε γιὰ τοὺς σταυρωτές του τὸν λόγον τῆς ὕψιστης συγνώμης γιὰ ὅλους τους ἀρνητές του, ἄρα καὶ τοῦ Ἰούδα:

— «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. ΚΓ' 34).

Κλείνοντας τὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς γιὰ τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, θὰ θέλαμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν σχετικὸν λόγον ἑνὸς μακαριστοῦ Γέροντος, ποὺ ἔλεγε:

— «Ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παιδιά μου, δὲν γίνεται μόνον κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς 14ης Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ μία ψυχὴ καὶ πηγαίνει κοντὰ στὸν Χριστόν. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος: «Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ' 7). Γιατί ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ φανερώνει τὸν θρίαμβον τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ αὐτὸς ὁ θρίαμβος ἀποτελεῖ μεγάλη χαρὰ στὸν οὐρανὸν τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ ἀληθινὰ ἕνας ἄνθρωπος. Γι' αὐτὸ ἂς μετανοοῦμε ὅλοι μας συνεχῶς καὶ ἀληθινά, γιὰ νὰ κυρίαρχη πάντοτε ἡ χαρὰ καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανόν. Ἀμήν».

Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2012

Μη εγκαταλίπης με τον αμαρτωλόν…Ο Φύλαξ Άγγελος (Η δύναμη του Θεού κοντά μας)



Σε ένα αγιοπατερικόν κείμενον εδιάβασα ότι όταν κάνουμε σωστά και ευλαβικά το σημείον του Σταυρού, πρώτος χαίρεται ο Φύλακας Άγγελός μας, διότι βλέπει στο σημείον του Σταυρού την Χάριν και την δύναμιν του Χριστού.
Και ψάχνοντας να βρω την διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων για τον Φύλακα Άγγελον, διάβασα στον Μέγα Βασίλειον να λέγη με σαφήνειαν: «Εκάστω των πιστών, εστίν Άγγελος παρεζευγμένος (δηλ. συνδεδεμένος), άξιος του βλέπειν τον Πατέρα τον εν ουρανοίς» (ΕΠΕ ε’ 352). Και σε άλλο σημείον τονίζει: «Παντί πεπιστευκότι εις τον Κύριον παρεδρεύει και περιτειχίζει εκ των έμπροσθεν και οπισθοφυλακτεί και ουδέ τα εκατέρωθεν αφύλακτα καταλείπει» (ΕΠΕ ε’ 218-220). Δηλονότι μας προστατεύει από όλες τις πλευρές και δεν απομακρύνεται ποτέ από κοντά μας, εκτός και αν εμείς τον διώξουμε κάνοντας ακάθαρτη και αμαρτωλή ζωή. Και αύτό μας το λέγει και το εξηγεί πάλιν ο Μέγας Βασίλειος λέγοντας ότι… όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισσες από τα μελίσσια τους ούτω και τον Φύλακα της ζωής ημών Άγγελον η πολύδακρυς και δυσώδης αφίστησιν αμαρτία» (ΕΠΕ ε’ 218). Γι αύτό και η Εκκλησία παρακαλεί και μας συνιστά να ζητούμε από τον Θεόν: «Άγγελον ειρήνης, πιστόν όδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών. Παράσχου, Κύριε».
Θυμάμαι αυτήν την ώρα τον μακαριστόν κατηχητήν μου πατέρα Χαράλαμπον Δέδεν (την ευχήν του να έχουμε όλοι), πού μας μιλούσε για τους Αγγέλους και ανέφερε αναλυτικά και τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων, όπως του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, πού έλεγε: «Τούτο αγγέλων λειτουργία, το διακονείν τω Θεώ εις σωτηρίαν ημετέραν». Γι’ αυτό και ονομάζονται Άγγελοι, γιατί αναγγέλλουν το θέλημα του Θεού στους ανθρώπους και γι’ αυτό έχει κάθε πιστός και τον δικό του, τον προσωπικόν Φύλακα Άγγελον.
Ο αληθινά Μέγας Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος έχει γράψει μια θεοφώτιστη προσευχή, «Ευχή εις τον Φύλακα Άγγελον» επιγράφεται και βρίσκεται στο τέλος του «Μικρού Αποδείπνου» και αναφέρει τα έξης:
Ευχή εις τον φύλακα Άγγελον
«Άγιε Άγγελε, ο εφεστώς της αθλίας μου ψυχής και ταλαιπώρου μου ζωής, μη εγκαταλίπης με τον αμαρτωλόν, μηδέ αποστής απ’ εμού διά την ακρασίαν μου· μή δώης χώραν τω πονηρώ δαίμονι κατακυριεύσαι μου τη καταδυναστεία του θνητού τούτου σώματος· κράτησον της αθλίας και παρειμένης χειρός μου, και οδήγησόν με εις οδόν σωτηρίας. Ναι, αγιε Άγγελε του Θεού, ο φύλαξ και σκεπαστής της αθλίας μου ψυχής και του σώματος, πάντα μοι συγχώρησον, όσα σοι έθλιψα πάσας τας ημέρας της ζωής μου και ει τι ήμαρτον την σήμερον ημέραν σκέπασαν με εν τη παρούση νυκτί και διαφύλαξόν με από πάσης επήρειας του αντικειμένου, ίνα μή εν τινί αμαρτήματι παροργίσω τον Θεόν και πρέσβευε υπέρ εμού προς τον Κύριον του επιστηρίξαι με εν τω φόβω αυτού και άξιον αναδείξαί με δούλον της αυτού αγαθότητος. Αμήν».
Αυτήν την «Ευχήν» του Μεγάλου Μακαρίου πρέπει όλοι να την λέμε κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε, διότι μας προστατεύει ο Φύλακας Άγγελος και ιδιαιτέρως κατά την νύκτα, την ώρα του ύπνου, αφού οι δαίμονες μας πολεμούν συνεχώς και μάλιστα, τις ώρες πού δεν μπορούμε να τους πολεμήσουμε, γιατί βρισκόμαστε σε κατάσταση ύπνου. Το μόνον όπλον, πού έχουμε για προστασία η προ του ύπνου προσευχή και το σταύρωμα του μαξιλαριού μας, όπως έκαναν οι παλαιότεροι, λέγοντας την ευχή: «Πέφτω κάνω τον σταυρό μου, άρμα βάζω στο πλευρό μου, την Παναγία, τον Χριστόν, και τους Δώδεκα Αποστόλους. Αμήν». Την έλεγαν τρεις φορές αυτή την ευχή, μετά την «Ευχήν εις τον Φύλακα Άγγελον», έκαναν τον σταυρό τους και έκλειναν τα μάτια και αφήνονταν στον ύπνον, κάτω από την άγρυπνη προστασία του Φύλακος Αγγέλου, πού είναι πάντοτε η αδιάκοπη προστασία του Θεού, και η δύναμή του βρίσκεται πάντοτε κοντά μας.
Επίσης θυμάμαι και τα λόγια, πού μας έλεγε ο μακαριστός κατηχητής μας:
- Θα έχετε ακούσει ασφαλώς να λένε πολλές φορές την φράση «Άγιον είχε και σώθηκε», όταν κάποιος σώζεται από μεγάλον κίνδυνον δυστυχήματος. Και αυτό είναι αλήθεια και συμβαίνει πολύ συχνά, στα αμέτρητα δυστυχήματα, πού γίνονται καθημερινά. Πάντοτε η δύναμη του Θεού επεμβαίνει και κάποιος Άγιος σώζει την τελευταία στιγμή κάποιον άνθρωπον. Πολλοί μπορούν να σκεφθούν, γιατί σώζονται μερικοί και όχι όλοι. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα, πού θα μας απασχολήση σε άλλο μάθημα. Τώρα πρέπει να πούμε ότι ο «Άγιος» αυτός, πού έπεμβαίνει και σώζει κάποιον από βέβαιον θάνατον, είναι ο Φύλακας Άγγελος του καθενός μας. Γι’ αυτό και σας το ξαναλέω, παιδιά μου, αυτόν τον Φύλακα Άγγελόν μας, πού έχει κάθε πιστός, πρέπει να τον αγαπούμε, να τον σεβόμαστε και να επικαλούμεθα την βοήθειάν του.
Τελειώνοντας τα λόγια του κατηχητού μου, πού τα αντέγραψα από το τετράδιον του Κατηχητικού, όπου γράφαμε όλα τα μαθήματά μας, βλέπω και μια σημείωση, πού λέγει ότι «η φωνή της συνειδήσεως· πού μας έλέγχει όταν αμαρτάνουμε, είναι η φωνή του Φύλακα Αγγέλου και πρέπει να την ακούμε και να μετανοούμε». Όπως κι αν είναι η συνείδηση μας, πρέπει να ακούμε την φωνή αυτή και να μετανοούμε. Πάντοτε όμως πρέπει να τον παρακαλούμε να μή μας αφήνη μόνους:
- «Άγιε Άγγελε, ο εφεστώς της αθλίας μου ψυχής και ταλαίπωρου μου ζωής μή εγκαταλίπης με τον αμαρτωλόν…».
Π.Μ. ΣΩΤΗΡΧΟΣ
Δημοσιογράφος, Συγγραφέας

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2012

Πῶς βρέθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς του Π. Μ. Σωτήρχου

 


Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. 

Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης. 

Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου.

Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα: 

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη». 

Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν.

Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον. 

Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του».

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. 

Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια.

Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός. 

Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος. 

Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων.

Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. 

Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι' αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν. 

Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ διασώζεται στὸν Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ί. Μονὴ Ξηροποτάμου.

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἀσφαλῶς μέγα γεγονὸς τῆς παγκοσμίας ἱστορίας, διότι ἀφορᾶ στὸ σύνολον τῆς ἀνθρωπότητας, ἀνεξαρτήτως ἂν δὲν ἔχουν ἀκόμα ἀποδεχθῆ τὴν Χριστιανικὴ Πίστη καὶ δὲν γνωρίζουν ὅλοι τὴν ἀλλαγὴ πορείας τῆς ἱστορίας. 

Ἰδιαίτερα, ὅμως, εἶναι κορυφαῖον γεγονὸς στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐπιβεβαιώνει καὶ ἐπισφραγίζει τὴν δωρεὰν τῆς σωτηρίας σὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ καλεῖ ἀδιαλείπτως κάθε ἄνθρωπον νὰ ἐπιστρέψη στὴν ἀληθινὴν πατρίδα τοῦ Παραδείσου. Δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβολικὴ καὶ ἐνδεικτικὴ ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἔγινε Χριστιανὸς καὶ Ἅγιος Μάρτυς τῆς Ἐκκλησίας, ὡσὰν νὰ ἀποπλύνη τὴν προδοσία τοῦ ἄλλου Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη, ποὺ παρέδωσε τὸν Θεάνθρωπον στοὺς σταυρωτές του. Καὶ εἶναι τοῦτο μέγα δίδαγμα γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὅσον καὶ ἂν ἔχει πέσει στὸ ἔσχατον ἄκρον τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ὁ Ἰσκαριώτης, μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ διανύση τὴν ἀπόσταση μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ σωτηρίας, μεταξὺ προδοσίας καὶ μετανοίας, ποὺ δὲν ἔκανε ὁ πρῶτος Ἰούδας, ἀλλὰ ἀγχονίσθηκε μέσα στὴν ἀπελπισία του. Αὐτὴ ἡ μέγιστη μεταστροφὴ τοῦ δεύτερου Ἰούδα εἶναι ὁ αἰώνιος καὶ ἐμπράγματος ἀντίλαλος τῆς προσευχῆς τοῦ Θεανθρώπου τὴν ὥρα τῆς θυσίας του, ὅταν παρεκάλεσε τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ εἶπε γιὰ τοὺς σταυρωτές του τὸν λόγον τῆς ὕψιστης συγνώμης γιὰ ὅλους τους ἀρνητές του, ἄρα καὶ τοῦ Ἰούδα:

— «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. ΚΓ' 34).

Κλείνοντας τὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς γιὰ τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, θὰ θέλαμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν σχετικὸν λόγον ἑνὸς μακαριστοῦ Γέροντος, ποὺ ἔλεγε:

— «Ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παιδιά μου, δὲν γίνεται μόνον κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς 14ης Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ μία ψυχὴ καὶ πηγαίνει κοντὰ στὸν Χριστόν. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος: «Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ' 7). Γιατί ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ φανερώνει τὸν θρίαμβον τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ αὐτὸς ὁ θρίαμβος ἀποτελεῖ μεγάλη χαρὰ στὸν οὐρανὸν τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ ἀληθινὰ ἕνας ἄνθρωπος. Γι' αὐτὸ ἂς μετανοοῦμε ὅλοι μας συνεχῶς καὶ ἀληθινά, γιὰ νὰ κυρίαρχη πάντοτε ἡ χαρὰ καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανόν. Ἀμήν».
πηγή

Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2012

ΟΡΘΌΔΟΞΗ ΖΩΉ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΑΓΊΟΥΣ ΠΑΤΈΡΕΣ Π. Μ. Σωτῆρχος


Νὰ θυμᾶσαι ὅτι σὲ κάθε ἡδονὴ ἀκολουθεῖ ἀηδία καὶ πίκρα (Ἰσαὰκ ὁ Σύρος).

ΟΡΘΌΔΟΞΗ ΖΩΉ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΑΓΊΟΥΣ ΠΑΤΈΡΕΣ

 Π. Μ. Σωτῆρχος

(Ορθόδοξος Τύπος)

ΠΟΤΕ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Ποτέ, μᾶς λέγει ὁ μέγας Ἰσαὰκ ὁ Σύρος στὸν «ΝΕ´Λόγον Περὶ παθῶν»,ὅπου γράφει: «Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ὑψηλότερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὸἔργον της δὲν μπορεῖ νὰ τελειώσηπαρὰ μόνον τὴν ὥραν τοῦ θανάτου.Γι αὐτὸ ἡ μετάνοια χρειάζεται πάντοτε σὲ ὅλους καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας ὅρος τελειώσεως τῆς μετανοίας. Διότι καὶ αὐτῶν τῶν τελείων ἀνθρώπων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Γι αὐτὸ καὶ ἡ μετάνοια δὲν περιορίζεται σὲ ὁρισμένους καιρούς, οὕτε σὲ ὁρισμένες πράξεις, ἕως τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Νὰ θυμᾶσαι ὅτι σὲ κάθε ἡδονὴ ἀκολουθεῖ ἀηδία καὶ πίκρα». Ἂς μετανοοῦμε λοιπὸν συνεχῶς…

ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΕΠΛΑΣΕ Ο ΘΕΟΣ

 Τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ τὴν δίνει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὸ ἔργον του «Γ´ Ἑκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων»,ὅπου γράφει μεταξὺ ἄλλων: «Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασεγιὰ νὰ γίνουμεκοινωνοὶ τῆς θείας φύσεως (Β´ΠέτρΑ´ 14) καὶ μέτοχοι τῆς αἰωνιότητός του καὶ νὰ φανοῦμε ὅμοιοι μὲ Αὐτὸν (Α´ Ἰω. Γ´ 2) θεούμενοι μέσῳ τῆς θείας Χάριτος. Γι αὐτὴν τὴν θέωσιν ἔχουν συσταθῆ καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν τὰ ὄντα, καὶ γι αὐτὴν τὰ μὴ ὄντα ἐκαρποφόρησαν καὶ γέννησαν τὰ ὄντα». Συγκλονιστικὸς αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, ποὺ συνοψίζει τὴν σχετικὴν διδασκαλίαν τοῦ Εὐαγγελίου, μᾶς λέγει καθαρὰ τί πρέπει νὰ κάνουμε, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὴν μεγίστη αὐτὴ δωρεὰ τοῦ Ὑπερτελείου καὶ Παναγάθου Θεοῦ!

ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΜΕ ΤΡΕΙΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

 Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος στὶς «Συμβουλές γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή»,γράφει τὰ ἑξῆς: «Αὐτόςποὺ κάθεται στὴν ἔρημο ἀπομακρύνεται ἀπὸτρεῖς πολέμουςἀπὸ τὸν πόλεμον τῆς ὁράσεωςἀπὸ τὸν πόλεμον τῆςἀκοῆςκαὶ ἀπὸ τὸν πόλεμον τῆς λαλιᾶς». Στὸν κόσμον, ὅπου ζοῦμεν ἐμεῖς οἱ λαϊκοὶ Χριστιανοὶ δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς ἀποφύγουμε τοὺς τρεῖς αὐτοὺς πολέμους. Μποροῦμε ὅμως νὰ τοὺς πολεμήσουμε, κατὰ τὸ δυνατὸν ὁ καθένας ἀποκλείοντας τὰ περιττὰ καὶ τὰ ἄσεμνα καὶ τὰ ψυχοβλαβῆ στὰ θεάματα, στὰ ἀκροάματα καὶ στὰ λόγια. Τὸ κέρδος μέγα.

ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

 Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς λέγει ὅτι πιὸ ἀπαραίτητη καὶ ἀπὸ τὴν ἀναπνοή μας εἶναι ἡ προσευχή. Τώρα διαβάζω στὸν «ΣΤ´ Λόγον»τῆς «Κλίμακας» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου ὅτι ἡ «μνήμη τοῦ θανάτου» εἶναι ἡ πιὸ ἀπαραίτητη ἀπὸ κάθε ἄλλη πνευματικὴ ἐργασία γιὰ τὴν ψυχή. Γιατὶ ἔτσι θυμόμαστε ὅτι μᾶς περιμένει ἡ ἀδέκαστη Κρίση τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλα. Ἰδοὺ τὰ λόγια τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου: «Ὅπως τὸ ψωμὶ εἶναι τὸ πιὸ ἀπαραίτητο ἀπὸ κάθε ἄλλη τροφή, ἔτσι καὶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἡ πιὸ ἀπαραίτητη ἀπὸ κάθε ἄλλη πνευματικὴ ἐργασία». Καὶ αὐτὴ πρέπει νὰ τὴν κάνουμε καθημερινῶς, ἀφοῦ κάθε ἡμέρα μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ τελευταία τοῦ βίου μας σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμον…

ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΩΜΑΣΤΕ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΑ

 Τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς θυμίζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸν Ἐπίλογον τῆς «Φιλοκαλίας» λέγοντας μεταξὺ ἄλλων: «Ἂς μὴ νομίση κανείς, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, πὼς μόνον οἱ ἱερωμένοι καὶ οἱ μοναχοὶ ἔχουν χρέος νὰ προσεύχωνται ἀκατάπαυστα καὶ παντοτεινὰ καὶ ὄχι οἱ κοσμικοί. Ὄχι, ὄχι. Ὅλοι γενικὰ οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε χρέος νὰ βρισκώμαστε πάντοτε σὲ προσευχή…».Ἀμήν.

 Π. Μ. Σωτῆρχος

Πηγή: Ἀναγνώστε τό φύλλον τῆς 20.07.12 τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» (αρ. φ. 1936)            

πηγή             

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...