Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σάββας Ηλιάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σάββας Ηλιάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2015

«Το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο»

«Το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο»
«Το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο»

Ηλιάδης Σάββας, δάσκαλος

«Μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» 
(Λουκά 6,37), είπε ο Χριστός.

Μα πώς να μην κρίνω  και πώς να μην κατακρίνω, αφού  το ζωντανό και όμοιο πλάσμα, το συγκρίσιμο με μένα, ο πλησίον, είναι  η  δυνατότερη και γλυκύτερη πρόκληση και ευκαιρία,  να διατρανώσω το έλλειμμα της αγάπης  που υπάρχει στην καρδιά μου, αγκαλιά με την υπερηφάνεια  και την κενοδοξία, κατακρίνοντάς τον και  εισπράττοντας  τη γλυκιά αίσθηση της αμαρτωλής  ηδονής; Πώς; Αφού αυτή  είναι η πικρή αλήθεια;

Και μετά, ξέρω. Το έχω μάθει. Το κενό, η πίκρα, η απογοήτευση. Κι αν δεν υπάρχει δάκρυ, πόνος, μετάνοια και… πετραχήλι,  παραμένει η κόλαση στην καρδιά, το αδιέξοδο. Αλλά εγώ συνεχίζω. Συνεχίζω με πλήρη αφροσύνη…
Αχ, αυτή η άπειρη αγάπη του Θεού!
Μπήκα στο πρατήριο καυσίμων και πήρα θέση στη σειρά, πίσω από δυο άλλα αυτοκίνητα. Η σύζυγός μου κατέβηκε και απομακρύνθηκε σε κάποια απόσταση.
Ώσπου να γυρίσω το κεφάλι μου, να σου και βλέπω να με πλησιάζει αργά και μεγαλόπρεπα ένα πολυτελές αμάξι με δυο νεαρούς μέσα. Αμάξι για λίγους. Ωραιότατο και  πανάκριβο. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου. Μπήκε  και μου πήρε τη σειρά με τέτοια άνεση και τέτοιο θράσος, που μου έκανε εντύπωση. Δεν πρόλαβα να συνειδητοποιήσω την πρώτη έκπληξη και ήρθε η συνέχεια.
Λες και έπεσε συναγερμός στο πρατήριο. Έτρεξαν αμέσως δυο υπάλληλοι κοντά του. Ο οδηγός, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του, άρχισε να τους δίνει εντολές, κουνώντας πέρα δώθε τα χέρια του. Κι εκείνοι, κάνοντας απόλυτη υπακοή, εκτελούσαν  ό,τι  τους  έλεγε.                                                                                                      
 Έβαλαν βενζίνη, έλεγξαν τα λάστιχα. Ύστερα άνοιξαν το καπό της μηχανής και άρχισαν να ασχολούνται μ` αυτήν. Εν τω μεταξύ εκείνος από μέσα έδωσε   εντολή σε άλλον, να του φέρει  κάποια πράγματα από το μαγαζάκι του πρατηρίου και όταν γύρισε, τον ξανάστειλε για κάτι άλλο. 
Εγώ είχα πάρει φωτιά. Φούντωσα από τα νεύρα μου, γιατί μου πήρε τη σειρά με το έτσι θέλω, αλλά και παρακολουθώντας όλη αυτή τη σκηνή:
«Κοίτα εκεί, να παίρνει τη σειρά με τέτοιο νταηλίκι! Κι απ` την άλλη να διατάζει ο πιτσιρικάς μεγάλους ανθρώπους και  να γίνεται το δικό του! Και ποιος νομίζει πως είναι; Αλλά τι περιμένεις; Ποιος ξέρει από ποια πλούσια οικογένεια είναι και τι ανατροφή του δώσανε. Τι νοοτροπία κουβαλάει και τι εγωισμό μπορεί να έχει. Αυτά τα πλουσιόπαιδα συνήθως είναι κακομαθημένα και νομίζουν πως είναι όλοι υποχρεωμένοι να τους υπηρετούν. Επειδή έχεις χρήματα, φίλε μου, νομίζεις πως μπορείς να τους κάνεις όλους υπηρέτες και δούλους σου;».
Παραμιλούσα μέσα από τα δόντια μου, θολωμένος από το θυμό και τους λογισμούς, που με καταπλάκωσαν σαν ποτάμι ορμητικό,  να με πνίξουν.
Ήμουν έτοιμος  να ανοίξω την πόρτα και να βγω, να παρέμβω, να δημιουργήσω κατάσταση, αλλά στάθηκα. Γιατί, την ίδια στιγμή, άνοιξε η πόρτα του συνοδηγού  και βγήκε ο άλλος νεαρός, που καθόταν δίπλα του. Κινήθηκε προς το πορτ- μπαγκάζ, το άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα ογκώδες μεταλλικό πράγμα, που στην αρχή δεν κατάλαβα τι ήταν. Όταν όμως το έφερε από τη μεριά του οδηγού και το ξεδίπλωσε, πάγωσε το αίμα μου! Κρύος ιδρώτας ένιωσα να περιλούζει όλο το σώμα μου. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Αναπηρικό καρότσι!
Ώστε ήταν για τον νεαρό οδηγό!  Για τον νεαρό τον «κακομαθημένο»,  τον «εγωιστή», το «αναιδές πλουσιόπαιδο»!                                                                                           Άνοιξε η πόρτα και πρόβαλαν  τα δυο του πόδια ατροφικά, αδύνατα, ανίσχυρα να κρατήσουν το σώμα του όρθιο. Τον έπιασαν οι υπάλληλοι του πρατηρίου, τον πήραν αγκαλιά και τον  έβαλαν επάνω στο καρότσι.                                                                                     - Πω πω Θεέ μου! Συγχώρα με Κύριε! φώναξα και έκρυψα το πρόσωπό μου ανάμεσα στις παλάμες  μου.  Μαύρισαν τα πάντα γύρω μου. Ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν…
 Κατέρρευσα κυριολεκτικά. Ένας κόμπος έγινε η καρδιά μου…
 Κοιτούσα τους ανθρώπους, που τον κουβαλούσαν και ζήλευα. Ζήλευα τη χαρά τους, την προσφορά της αγάπης στον ανήμπορο αδελφό. Και συνάμα λυπόμουν, γιατί δεν είχα δικαίωμα συμμετοχής σ` αυτό το πανηγύρι της αληθινής χαράς, καθόσον  είχα πάρει το μερίδιό μου. Πρόλαβα και απόλαυσα τη βρώμικη χαρά της άδικης κρίσης και ήμουν χορτάτος μ` αυτήν.                      
Πόσο θα ήθελα να ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς που τον σήκωναν. Να έβαζα κι εγώ το χέρι μου στο αναπηρικό καρότσι, να του ζητούσα συγγνώμη, να έπαιρνα πίσω ό,τι σκέφτηκα γι` αυτόν. Όμως ήταν αδύνατο. Τον πήραν γρήγορα και τον οδήγησαν στο μεγάλο κτίριο, που ήταν  στην πίσω μεριά. Κάποιος τράβηξε το αυτοκίνητό του παράμερα.
 Έβαλα βενζίνη και περίμενα στην άκρη. Εκείνη την ώρα είδα από τον καθρέφτη τη σύζυγό μου να πλησιάζει. Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. Έκλεισε την πόρτα και  σιγοψιθύρισα:
- Σ` ευχαριστώ, Κύριε. Σ` ευχαριστώ, που μου χάρισες αυτό το ωραίο δώρο. Να δω κατάματα τη φτώχεια της καρδιάς μου και το μέγεθος της αναίδειάς μου.                              
 - Τι έχεις; με ρώτησε εκείνη, κάπως  ανήσυχη. Προσεύχεσαι; Σε βλέπω αναστατωμένο ή κάνω λάθος; Τι είναι αυτά  που λες;   
- Πάμε, της  είπα, πάμε και  θα σου πω.   Πήραμε  την κατηφόρα με τις στροφές, για την πόλη.
Και της τα είπα όλα. Λεπτομερώς:
Για το «κακομαθημένο πλουσιόπαιδο», που παρίστανε τον «αφέντη».
Για τους λογισμούς  που με καταπλάκωσαν, για την άδικη κρίση που του έκανα και για το θυμό μου εναντίον του.
Για την αναπηρική καρέκλα, που ήταν δικιά του.
Για τη σκληρότητα της δικής μου καρδιάς και το μεγαλείο της ταπεινής καρδιάς των υπαλλήλων του πρατηρίου. 
   Για το σεισμό, που ταρακούνησε και πάλι, για πολλοστή  φορά, το ψεύτικο  κατασκεύασμα του άλλου εαυτού μου και που ελπίζω και πάλι, πως θα είναι ο τελευταίος… Ελπίζω… 
   Τέλειωσε η πρώτη εξομολόγηση…
Είχαμε πιάσει τον ίσιο δρόμο, που διέσχιζε το μεγάλο κάμπο και οδηγούσε κατευθείαν στη μικρή και ήσυχη  πολιτεία μας. Ο ήχος της μηχανής ακουγόταν στρωτός, ρυθμικός  κι εγώ   κρατούσα δυνατά τη θύμηση μέσα μου. Και με γαλήνευε, με πήγαινε σε άλλους κόσμους…                          
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, κυλούσε η ευχή μέσα μου…                                                                                                                       
Τώρα περιμένει ο παππούλης με το πετραχήλι του…

Δάσκαλος

Κιλκίς, 19-8-2015


το είδαμε εδώ

Κυριακή, Αυγούστου 09, 2015

Νόμοι και αρετή



Νόμοι και αρετή
Ηλιάδης Σάββας, δάσκαλος
Ένα βασικό κριτήριο μεταξύ των άλλων και μάλιστα πειστικότατο, που καταδεικνύει  την ηθική και πνευματική κατάσταση ενός λαού, είναι  οι νόμοι που ψηφίζονται από τα θεσμικά όργανα του κράτους και τα θέματα των οποίων  άπτονται και τακτοποιούν. Διότι, εκ προοιμίου, ο λαός με τις αδυναμίες του και τις αρετές του είναι συνυπεύθυνος  και «ηθικός αυτουργός» για τη δημιουργία του  όλου νομοθετικού πλαισίου του κράτους.

Η νομοθεσία της πολιτείας είναι ή τουλάχιστον πρέπει να είναι ο φύλακας της κοινωνικής ειρήνης, της δικαιοσύνης,  των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, της ελευθερίας και της προσωπικής αξιοπρέπειάς τους. Κυρίως όμως ο διαμορφωτής του ήθους  του «καλού καγαθού» πολίτη, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι, δηλαδήυπηρέτης της αρετής. Ο νομοθέτης  δεν εργάζεται προσβλέποντας μυωπικά στα στενά όρια του παρόντος. Έχοντας αίσθηση της βαριάς ευθύνης του έργου με το οποίο είναι επιφορτισμένος, διεισδύει διακριτικά στην ιστορία και την παράδοση,  αντλεί τα ωφέλιμα και συνεχίζει να χτίζει το παρόν με προοπτική  το μέλλον.
Το κράτος και οι νόμοι είναι αναγκαία στη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου και έχουν ιερό σκοπό. Είναι αλήθεια πως και η χειρότερη διακυβέρνηση είναι πολύ προτιμότερη από την ακυβερνησία και την έλλειψη νομοθεσίας.
Στην προς Ρωμαίους επιστολή (ιγ΄, 1):«Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν», σχολιάζει ο Χρυσόστομος: «Το να υπάρχουν αρχές (εξουσίες) και οι μεν να άρχουν οι δε να άρχονται και να μη γίνονται τα πάντα έτσι απλώς και ακωλύτως και να μη ταλαιπωρείται ο λαός, συρόμενος σαν από κύματα από δω και από κει, νομίζω πως είναι έργο της σοφίας του Θεού».
Ο δε Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης: «Η αναρχία είναι σε κάθε περίπτωση πάρα πολύ ανυπόφορη και αιτία συγχύσεως και ακαταστασίας».
Και ο Θεοδώρητος: «Ο Θεός προνοώντας για  την επικράτηση της κοινής τάξης, οικονόμησε να υπάρχουν οι άρχοντες και οι αρχόμενοι, βάζοντας κατά κάποιο τρόπο σαν χαλινάρι στους αδίκους το φόβο των αρχόντων». Εδώ,  στην πραγματικότητα,  ο φόβος του νόμου αντικατοπτρίζεται στα πρόσωπα των αρχόντων.
Με αυτά που διαβάζουμε  στην Αγία Γραφή, αλλά και σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, μπορούμε να πούμε πως οι νόμοι  ουσιαστικά από αιώνες είναι φύλακες  του ηθικού νόμου στο «καθόλου», δηλαδή σε όλες του τις εκφάνσεις. Έχουν σκοπό με τους φραγμούς και τις απαγορεύσεις τους από  τη μια και τις υπενθυμίσεις των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των πολιτών και τις οδηγίες για την εφαρμογή τους από την άλλη, να κρατούν σε κάποιο επίπεδο, σε έναν μέσο όρο τουλάχιστον,  το «αξιότιμο», το «αξιοσέβαστο», το «αξιοζήλευτο»,το «ενάρετο»  αυτού του πλάσματος, που το ίδιο τους σχεδιάζει και το ίδιο τους επιβάλλει στον εαυτό του.
Τι συμβαίνει όμως σήμερα με την ποιότητα και το περιεχόμενο των νόμων; Με τι καταδέχεται  ή «αναγκάζεται» να καταπιάνεται ο νομοθέτης και να νομοθετεί; Τι επιχειρεί να καταστήσει νόμιμο και τι παράνομο; Με ποιο υπόβαθρο και ποια αγωνία πνευματική εργάζεται, για να υπηρετήσει το λαό στο δρόμο της αρετής;
Είναι γεγονός πως έχει αποδεσμευτεί σήμερα η νομοθέτηση από την έννοια του ήθους του διαμορφούμενου από τις μεταφυσικές και πνευματικές ανησυχίες του ανθρώπου και τα «πιστεύω». Δεν ενδιαφέρει στο νομοθέτη, απ΄ όσο τουλάχιστον αντιλαμβανόμαστε, το επέκεινα, το αιώνιο. Ούτε το μυστήριο  ούτε η πίστη ούτε ο Θεός. Αντιμετωπίζεται δε ο άνθρωπος  με τρόπο μηχανιστικό, με πνεύμα καθαρά υλιστικό. Θεωρείται,   αντιμετωπίζεται  απλώς ως «ζώο συμπεριφερόμενο», καθώς επιμόνως και ως τοιούτος ορίζεται από την κρατούσα βιοθεωρία και κοσμοθεωρία, αφού παντού διδάσκεται και πιστεύεται ότι είναι  απόγονος του πιθήκου. Δεν έχει σημασία λοιπόν από πού προκύπτει η συμπεριφορά του. Δεν έχει σημασία από ποια πίστη, από ποιες ανησυχίες προέρχεται.
Όμως ο νόμος δεν  έχει μόνο  κατασταλτικό και ελεγκτικό  χαρακτήρα αλλά και διαπλαστικό του ήθους του ανθρώπου. Ως συνεργάτης των πνευματικών φορέων του κράτους,  αγωνίζεται και για το χτίσιμο της αρετής. Η καταστολή από μόνη της είναι μια διαρκής τυραννία, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Είναι ένας φαύλος κύκλος, που εξυπηρετεί τους «ατάκτους», και τους πονηρούς, διεξάγοντας μαζί τους ένα ατελείωτο «παιχνίδι», πολλές φορές ατελέσφορο, αφήνοντας αδιάφορους   τους νομοταγείς και φιλήσυχους πολίτες.
Επίσης ο νομοθέτης δε συνδέει και δε συνδυάζει τη νομοθεσία με την επιθυμία διαμόρφωσης ήθους της πλειοψηφίας των πολιτών ή έστω αναλογικά και με τις φυσιολογικές  τάσεις και επιλογές  τους. Διότι νόμος σημαίνει κυρίως: «παν ό,τι έχει απονεμηθεί ή δοθεί κατ΄αναλογίαν». (Λεξικό Λίντελ- Σκότ)
  Τη νομοθεσία ενός κράτους βέβαια  δεν αρκεί να την ενδιαφέρουν  μόνο οι αριθμοί, αν θέλει πραγματικά να δημιουργήσει υγιές κοινωνικό υπόστρωμα. Αυτό που δημιουργεί ισχυρό κοινωνικό ιστό είναι η κοινή φιλοσοφία των πολιτών σε βασικά θέματα περί της ζωής, η κοινή πίστη σε ιδανικά, που τρέφουν την καρδιά και κάνουν τους ανθρώπους δυνατούς  και τους ενώνουν στην  καθημερινότητα  αλλά κυρίως  στις δύσκολες  ώρες και του  έθνους και των ίδιων των πολιτών. Αυτά προσδίδουν και το διαχρονικό χαρακτήρα  στο νόμο και όχι οι εφήμερες και «ιδιότροπες»   αντιλήψεις και θεωρίες .
 Σήμερα υπερέχει και επιβάλλεται κατά έναν ακραίο και παράλογο τρόπο στη διαδικασία της  νομοθέτησης  το προβαλλόμενο  «δικαίωμα». Και αφού απαιτείται με θράσος, με αδιαντροπιά, είναι έτοιμο προς νομοθέτηση και νομιμοποίηση, διαχωριζόμενο από το βίο και την πολιτεία των «απαιτούντων». Δεν έχει τόση σημασία το περιεχόμενο αυτής της απαίτησης και του «δικαιώματος». Δεν έχει σημασία το ήθος αυτών που το απαιτούν.   Γιατί αυτή η εύκολη παραχώρηση  αυτών που νομοθετούν, ενώ γνωρίζουν το βάρος της ευθύνης τους  τουλάχιστον απέναντι στο λαό; Με απλά λόγια, πρέπει να είσαι αναιδής και θρασύς, για να  γίνει «το δικό σου»;Αλλά, δυστυχώς, τι σημαίνει σήμερα ήθος και αρετή;
Εύκολη λύση, λογικοφανής, αλλά κατάφορα άδικη και πράξη ανήθικη. Πράξη προδοτική και απέναντι σ΄όσους πάλεψαν στο χώρο της νομοθεσίας και όχι μόνο, από αιώνες, για να πορευτεί η ανθρωπότητα στο σωστό δρόμο. Για να κρατηθεί στο δρόμο το δύσκολο της λογικής και της αυτογνωσίας. Χωρίς συστολή  ψηφίζονται και δημοσιεύονται συνεχώς νόμοι για τέρατα και όχι για ανθρώπους. Είμαστε μάρτυρες επιβολής τέτοιων νόμων τα τελευταία χρόνια, αντιγράφοντας την κορεσμένη, την κουρασμένη και γηρασμένη  από τα αδιέξοδα Δύση. Κρίμα!
 Είναι δυνατόν, επί παραδείγματι, να ανάγεται σε θέμα και να καταπιάνεται  ο νομοθέτης με την νομιμοποίηση  παρά φύση παθών, κάτι που  από αιώνες και εκ παραδόσεως για όλους τους λαούς θεωρούνταν αποβλητέο και ούτε καν δεκτό προς συζήτηση; Δεν είναι τρέλα αυτό;  Ή να αντιμετωπίζεται ως κατώτερος ο άνθρωπος από το νόμο, σε σχέση με τα ζώα; Δείχνει πως συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό με την οντολογική κατάσταση του ίδιου του ανθρώπου. Με την αρχή του ζειν  και πολιτεύεσθαι, ως ευγενούς όντος.
Αυτή η οδός είναι χειρότερη και από την αναρχία. Διότι εδώ φαίνεται καθαρά το αποτέλεσμα της εσωτερικής πνευματικής αναρχίας του ανθρώπου και της απώλειας του ελέγχου του εαυτού του και την υποταγή του στα άλογα πάθη, τα οποία δυστυχώς νομοθετούνται, για να γίνουν βάσανο και σ΄ αυτούς που τα απεχθάνονται και χύνουν αίμα να σταθούν μακριά τους. Και είναι οπωσδήποτε η συντριπτική πλειοψηφία αυτοί.
«Νους  αποστάς από του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης.». (Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς).Κτηνωδία και δαιμονισμός. Μήπως έχουμε πάρει το δρόμο και μάλιστα «με το νόμο»;
Ηλιάδης Σάββας
Δάσκαλος

Κιλκίς, 8-8-2015

ΑΙΔΩΣ...

Hλιάδης Σάββας

Δάσκαλος
Κιλκίς, 26-7-2015


Καλοκαίρι. Βλέπω τους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται πέρα στο δρόμο. Με την ελάχιστη παρατηρητικότητα, ανάμεσα στις άλλες προ των οφθαλμών ρέουσες εικόνες, προβάλλουν στην πλειονότητά τους  επαναλαμβανόμενες ως  ακριβές  αντίγραφο η μια κατόπιν της άλλης αυτές του θήλεος φύλου, πάσης ηλικίας,συνθέτοντας κατά ασχήμονα και απειρόκαλο τρόπο μια αισθησιακή, επιτηδευμένη, αφύσικη και εν πολλοίς απροκάλυπτη,  «αποκαλυπτική» και προκλητική παρέλαση,  έναν «ξενισμό»  παντελώς άγευστο της  «ευωδίας», που αναδύει μέσα από τους αιώνες η  ιστορία της  Ρωμιάς γυναίκας.
 Η κρατούσα νοοτροπία, με τον κατακερματισμό της συνολικής εικόνας του  θείου και χαριτωμένου πλάσματος,  με τη δημιουργία σύγχυσης στο πρότυπο της γυναίκας, που  είναι  η Παναγία μας,  με την επιχείρηση   διαγραφής  της ιδιαιτερότητας της αποστολής αυτού του φύλου και με την επίμονη προσπάθεια αποκάλυψης και προβολής σε δημόσια θέα των μελών του σώματος, που έχουν εκ φύσεως ιερή αποστολή -επινόηση δυτικής προέλευσης, αισθησιακού  χαρακτήρα  και ολότελα ξένης προς την ελληνορθόδοξη Παράδοσή μας - πέτυχε   να  επιβληθεί και να επικρατήσει. Ως μη ορθά δε αξιολογημένη για την καταλυτική της δύναμη επί του ορθόδοξου ήθους, «εισέβαλε» στη ζωή ακόμη και των λεγόμενων ηθικών ανθρώπων, αλλά και πολλών ενσυνείδητα αγωνιζόμενων χριστιανών.
Καθιερώθηκε  λοιπόν και στη δική μας  απροετοίμαστη κοινωνία, η οποία είναι πλέον πεπεισμένη,  πως  δε συμβαίνει τίποτε με όλον αυτόν  για  τη γυναικεία φύση και ύπαρξη  ξεπεσμό, που δίνει το στίγμα  της οριστικής  μετάλλαξης αυτής και της αποστολής της στη ζωή. Για τη γυναίκα κόρη. Για τη γυναίκα σύζυγο. Για τη γυναίκα μητέρα. Για τη γυναίκα γιαγιά. Για τη γυναίκα, σύμβολο της συστολής, της σεμνότητας, της αιδούς.
Ρεύμα ισχυρό πλέον στην πληγωμένη από τον εκδυτικισμό κοινωνία μας.
Κακέκτυπο  προδοτικό προς τους αρχαίους προγόνους μας:
«άμα δε και κιθώνι εκδυομένω συνεκδύεται και την αιδώ η γυνή». (Ηρόδοτος)Απ΄τη στιγμή που η γυναίκα θα βγάλει το ρούχο της, ταυτόχρονα πετάει και την ντροπή.
 Αλλά και προς τους Αγίους μας:
 «άνθος έν εστι γυναιξίν εράσμιον, εσθλόν έρευθος». (Γρηγ. Ο Θεολόγος) Το πιο θελκτικό και όμορφο λουλούδι στις γυναίκες, είναι το υπέροχο κοκκίνισμα της ντροπής.
Όλα αυτά  ακροθιγώς, σαν αφορμή  για  το θέμα «Αιδώς» και η συνέχεια σε ένα μικρό βιβλίο, το οποίο  κυκλοφόρησε πριν από μια εικοσαετία περίπου.
Τίτλος του: «ΑΙΔΩΣ» και συγγραφέας ο  αείμνηστος  Μιχαήλ Μιχαηλίδης. Εκεί μπορεί να  ενημερωθεί κάθε καλοπροαίρετος ανήσυχος νους και να προβληματιστεί περί του θέματος.
 Απλό και προσιτό στην κατανόησή του από τον καθένα και πάντα επίκαιρο, όπως επίκαιρη και διαχρονική παραμένει και η αιδώς ως έννοια  εφαρμοσμένη, αλλά και  εφαρμόσιμη και εφαρμοστέα.
Παραθέτω τον πρόλογο του βιβλίου, εκδόσεων «Άγιος Νικόλαος»:
«Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το ναυάγιο του «Τιτανικού» υπήρξε το πιο τρομακτικό στην ιστορία της θάλασσας.
 «Αβύθιστο» το είπανε, μα στο παρθενικό του ταξίδι χτύπησε σε παγόβουνο και βούλιαξε στα βαθιά νερά του Ατλαντικού.
Λήγοντος του εικοστού αιώνα, ένα άλλο ναυάγιο-πολύ πιο τρομακτικό- βρίσκεται σε εξέλιξη. Πρόκειται για το ναυάγιο της Ευρώπης.
Μόνο της Ευρώπης; Όλης της ανθρωπότητας. Ένα χωρίς προηγούμενο ναυάγιο. Μια πρωτόγνωρη παρακμή των ηθικών αξιών και του πολιτισμού. Μια παρακμή που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο μαρασμό και τον πνευματικό θάνατο.
Τα «δρώμενα» σε όλα τα επίπεδα, το πιστοποιούν και το προσυπογράφουν. Ένας τεχνολογικός γιγαντισμός, που στηρίζεται σε καλαμένια πόδια. Μια παχυσαρκία, που δεν αφήνει το πνεύμα να ισχυροποιηθεί. Μια ποιότητα ζωής με τυρί και λουκάνικο, αλλά με ψυχή που λιμοκτονεί.
Όσο ξεψυχάει η αιδώς, πεθαίνει μαζί της η ομορφιά, ο πολιτισμός, ο άνθρωπος.
Σκοπός του βιβλίου: Να σημάνει συναγερμό για την περιφρούρηση των μεγάλων αξιών της ζωής, όπως είναι η Αιδώς, και το διαμάντι της σεμνότητας.
Με τη βοήθεια του Θεού, υπάρχει ελπίδα».
Στο πρώτο κεφάλαιο, μεταξύ άλλων γράφει:
«Ελάχιστες λέξεις στο ελληνικό λεξιλόγιο έχουν τόσο αμέτρητο βάθος και τόσον πλούτο εννοιών και συναισθημάτων, όσο η αιδώς. Είναι μια λέξη με απέραντο ηθικό περιεχόμενο. Με κάποια προέκταση, θα λέγαμε πως είναι μια σύνοψη της ηθικής ή μια έκφραση του όλου ηθικού νόμου. Συγκεφαλαιώνει όλες μαζί τις αρετές.Η Ιωάννα Τσάτσου στέκεται με θαυμασμό και αναφωνεί:

Κάποτε τον παληό καιρό
Άγραφος ακόμα ο νόμος
ελεύθερος ο άνθρωπος
από το φόρτο της γνώσης
στην πρώτη διδαχή
μια λέξη

«Αιδώς»

Μια λέξη για τους άριστους
που κλείνει όλους τους νόμους
τη συστολή, το σεβασμό
και την ευγένεια.
Σχολιάζοντας το μικρό, αλλά συμπυκνωμένο από νοήματα, ποίημα, ο Σαράντος Καργάκος σημειώνει: «Η ποιήτρια τοποθετεί τη λέξη «αιδώ» στο κέντρο του ποιήματος, όπως τον παληό καιρό ήταν τοποθετημένη στο κέντρο της κοινωνικής ζωής και διαμόρφωνε το ήθος των παλαιών ανθρώπων. Έτσι απομονωμένη, μοιάζει με φωτιστική εστία που φωτίζει το υπόλοιπο λεκτικό στερέωμα».
Όσες καλοπροαίρετες ψυχές έχουν ενδιαφέρον, ανησυχίες και ερωτηματικά, μπορούν να καταφύγουν σ΄ αυτό το μικρό βιβλίο. Θα αποκτήσουν γνώσεις,  για τις οποίες μέχρι τώρα δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να ενημερωθούν και να προβληματιστούν, προς ωφέλεια πνευματική.
Είναι κρίμα να κλείσουμε το άρθρο, χωρίς να καταφύγουμε  στην Καινή Διαθήκη, στην οποία η λέξη «αιδώς» αναφέρεται δύο φορές.
Στην προς Εβραίους επιστολή: «Διὸ βασιλείαν ἀσάλευτον παραλαμβάνοντες ἔχωμεν χάριν, δι' ἧς λατρεύωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας». (Εβρ. 12, 28) Η αιδώς και η ευλάβεια αναφέρονται στη διάθεσή μας απέναντι στο Θεό. Από μόνη της η αιδώς έχει την έννοια του σεβασμού και του δέους. Να «ντραπούμε» το Θεό.
Στην Α΄ προς Τιμόθεον«Ὡσαύτως καὶ γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεί». (Α΄ Τιμ. 2,9) Εδώ αναφέρεται στο ντύσιμο και το στόλισμα των γυναικών κατά τη δημόσια λατρεία.
Ο Ζιγαβηνός ερμηνεύει: «Λέγοντας δε (ο απόστολος Παύλος) εν καταστολή κοσμίω, μετά αιδούς και σωφροσύνης, απαγόρευσε  όσα καλλυντικά επαλείφονται στα μάγουλα και τα βαψίματα  των ματιών και το λικνιστό βάδισμα και τη χαύνη, προκλητική φωνή».
Και συνεχίζει ο Χρυσόστομος: «και το φιλήδονο βλέμμα, που είναι πλήρες από κάθε πορνική διάθεση, το επιμελημένο ανασήκωμα της καλύπτρας του προσώπου, τη ζώνη την εντυπωσιακή, τα εξεζητημένα υποδήματα». (Π. Τρεμπέλα, Υπομνήματα)
Ο απόστολος Παύλος αναφέρεται παρακάτω και σε άλλου είδους καλλωπισμούς. Την επιτηδευμένη κόμμωση, τα χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια, τα πολυτελή ρούχα. Και καταλήγει πως τα αγαθά έργα ενώπιον του Θεού είναι ο καλύτερος στολισμός.

Τετάρτη, Ιουλίου 08, 2015

Ἁγιογραφικὰ σταχυολογήματα περὶ πλεονεξίας


Γράφει ὁ Σάββας Ἠλιάδης
Ἡ  πλεονεξία εἶναι πάθος τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τῆς ψυχῆς, γιὰ συνεχῆ ἀπόκτηση πέρα ἀπὸ τὰ ἀναγκαία τῆς ζωῆς. 
Δὲν εἶναι ἀπόλυτα συνδεμένη μὲ τὸν πλοῦτο ἢ τὴν ἀνέχεια, ἀλλὰ ἐπιθυμία, ποὺ βασανίζει τὴν καρδιά του «νὰ ἔχεις πάντοτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀρκεῖ, δηλαδὴ τοῦ ἀναγκαίου» (Ζιγαβηνός).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴ θεωρεῖ ὡς τὴ χειρότερη ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη. 
Ὅλα τὰ ἄλλα μποροῦν νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῶ αὐτὴ ἀπομακρύνει τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ἀφοῦ τὴ θέση τοῦ Θεοῦ τὴν παίρνει ὁ πλοῦτος, τὸ χρῆμα, ὁ ὑλισμὸς καὶ τὰ λοιπὰ «ἐράσμια» τοῦ κόσμου.
Ἡ πλεονεξία εἶναι ὕπουλο πάθος
Εἶναι ὕπουλο πάθος, γι΄ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκᾶ 12,15). Δὲν ἀφήνει περιθώρια ἐπιλογῆς ὁ Κύριος καὶ μᾶς ἀποκλείει ἀπαρχῆς, ἐντελλόμενος: «Ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, τουτέστι μικρᾶς τε καὶ μεγάλης», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.
 «Βόθρον γὰρ ἠμὶν ὑπέδειξε διαβολικὸν τὴν πλεονεξίαν», λέει πάλι ὁ ἴδιος ἅγιος. Δηλαδὴ εἶναι λάκκος, ποὺ σκάβει ὁ διάβολος, γιὰ νὰ πέσουμε μέσα σὰν τὰ θηράματα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, καθόσον εἴμαστε ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀπολαύσουμε καὶ νὰ...
παρατείνουμε τὸν παρόντα βίο, προσπαθώντας νὰ ἀποκτήσουμε τὰ πλείονα καὶ τὰ πλεῖστα.
Ἡ πλεονεξία εἶναι φιλοχρηματία καὶ αἰσχροκέρδεια «καὶ ἐν πλεονεξία πλαστοῖς λόγοις ὑμᾶς ἐμπορεύσονται, (οἱ ψευδοπροφῆται) οἶς τὸ κρίμα ἔκπαλαι οὐκ ἀργεῖ, καὶ ἡ ἀπώλεια αὐτῶν οὐ νυστάξει». (Β΄ Πέτρ. 2,3)
«Λέγοντας πλεονεξία ἐδῶ, ἐννοεῖ τὴν αἰσχροκέρδεια τῶν ψευδοπροφητῶν. Διότι ἡ πλεονεξία ἄλλοτε σημαίνει τὴν ἀδικία, ἄλλοτε ἁπλῶς τὸ κέρδος. Γι΄ αὐτὸ κατάλληλα πρόσθεσε τὸ “θὰ σᾶς κάνουν ἐμπορεύματα”». (Οἰκουμένιος)
                                              
  Ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἀναφέρει μαζὶ μὲ ἄλλα πάθη καὶ τὴ χαρακτηρίζει εἰδωλολατρία: «Νεκρώσατε οὒν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν ἤτις ἐστὶν εἰδωλολατρία» (Κολοσ.3,5).
 «Εἶναι ἴδιος μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες ὁ πλεονέκτης, διότι τὴν ἴδια ὕλη προσκυνοῦν καὶ φροντίζουν καὶ οἱ δύο», λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας.
«Ὀνομάζει δὲ εἰδωλολατρία τὴν πλεονεξία, διότι ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν (οἱ πλεονέκτες) τὴν ὑπακοὴ στὸ Θεό, γίνονται δοῦλοι τοῦ χρήματος». (Ἅγιος Ι. Δαμασκηνὸς)
«Οἱ μὲν Ἕλληνες προσκύνησαν τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ, ὁ δὲ πλεονέκτης προσκυνάει τὸ δικό του δημιούργημα. Διότι δὲν ἔκανε ὁ Θεὸς τὴν πλεονεξία, ἀλλὰ ἡ δική μας ἀπληστία. Λοιπὸν αὐτὸς ποὺ λατρεύει τὸ ἀργύριο καὶ τὸ χρυσάφι εἶναι εἰδωλολάτρης». (Οἰκουμένιος)
Εἶναι εἰδωλολατρία ἐπίσης ἡ πλεονεξία, διότι ὑπηρετεῖ τὸ διάβολο, τὸ μαμμωνά, τὸ θεὸ τοῦ χρήματος: «Ὀνόμασε εἰδωλολατρία τὴν πλεονεξία (ὁ Ἀπόστολος) σύμφωνα μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου, “κανένας δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύει σὲ δύο κυρίους΄ καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸ μαμμωνά”». (Θεοδώρητος)
Καὶ ὁ Χριστὸς «ἀποκάλεσε τὸ μαμμωνὰ κύριο, διδάσκοντας ὅτι, αὐτὸς ποὺ ὑπηρετεῖ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, τιμᾶ τὸν πλοῦτο σὰν Θεὸ» (Θεοδώρητος), ἄρα εἶναι εἰδωλολάτρης.
                                             
Πλεονεξία καὶ σαρκικὰ πάθη
Παίρνει ὅμως καὶ ἄλλες προεκτάσεις, καθὼς τώρα πιὸ καθαρὰ συνδυάζεται μὲ τὶς σαρκικὲς παραβάσεις: πορνεία, ἀσέλγεια, μοιχεία κὰ πάσα ἀκαθαρσία:
«οἵτινες, ἀπηλγηκότες, ἑαυτοὺς παρέδωκαν τὴ ἀσελγεία εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης ἐν πλεονεξία». (Ἐφεσ. 4,19) Ἡ πώρωση ὁδηγεῖ στὴν πνευματικὴ ἀναλγησία (ἀπηλγηκότες= δὲν αἰσθάνονται τὸν πόνο τῆς συνείδησης). Πόσο εὐεργετικὸς εἶναι ὁ πόνος! Εἶναι ἡ προειδοποίηση γιὰ νὰ τρέξουμε στὸ γιατρό, γιὰ μετάνοια. Αὐτὴ ἡ ἀναλγησία ὁδηγεῖ στὴν  ἀχορτασιὰ κάθε ἀκαθαρσίας.
«Λέγοντας δὲ ἀκαθαρσία  ἐν πλεονεξία, νομίζω πὼς ἐννοεῖ τὴ μοιχεία», λέει ὁ Ὠριγένης.
«Οἱ πλεονέκτες τολμοῦν κάθε εἴδους ἁμαρτία μέχρι τὴν ὑπερβολή, κάνοντας κατάχρηση τοῦ διεφθαρμένου βίου ποὺ διάγουν. Διότι ὁ Ἀπόστολος ὀνόμασε πλεονεξία τὴν ἔλλειψη τοῦ μέτρου». (Θεοδώρητος)
«πορνεία δὲ καὶ πάσα ἀκαθαρσία ἢ πλεονεξία μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμίν, καθὼς πρέπει ἁγίοις» (Ἐφεσ. 5,3) Δὲν ὠφελεῖ καὶ μᾶλλον βλάπτει, ἔστω καὶ ἁπλῶς νὰ ἀναφερόμαστε σὲ αὐτὰ τὰ πάθη.
Παρεκκλίνοντας ἐλαφρῶς ἀπὸ τὸ θέμα, βλέπουμε ὅτι σήμερα συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Χριστιανοὶ βαπτισμένοι καὶ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ σαρκικὰ καὶ τὰ χρήματα.  Τὸ χειρότερο δὲ σήμερα πολλοὶ λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ ἀμνηστεύουν καὶ θεωρητικὰ τὴν πορνεία, λέγοντας πὼς πορνεία εἶναι μόνο ἡ ἐπὶ πληρωμὴ σαρκικὴ πράξη.
Ὅπως καὶ ἀλλοῦ ἔτσι καὶ ἐδῶ ἡ πλεονεξία εἶναι συνδυασμένη μὲ τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὴν πορνεία.  Ἴσως καὶ διότι «ἡ  πλεονεξία εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθό της  φιλοσαρκίας. Γὶ΄ αὐτὸ  θέλουν τόσα πολλά, γιὰ νὰ ἔχουν λόγο νὰ τὰ ξοδέψουν στὶς ἡδονές». (Ἅγιος Ι. Δαμασκηνὸς)
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναφερόμενος στοὺς ψευδοδιδασκάλους, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα πάθη τοὺς ἀποδίδει καὶ αὐτὸ τῆς πλεονεξίας μὲ πολὺ βαρὺ χαρακτηρισμό: «ὀφθαλμοὺς ἔχοντες μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, δελεάζοντες ψυχᾶς ἀστηρίκτους, καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας ἔχοντες, κατάρας τέκνα!» (Β΄ Πέτρ. 2,14)
«Ἡ καρδία τους δὲν εἶναι ἐξασκημένη σὲ τίποτε ἄλλο, παρὰ στὴν πλεονεξία γιὰ  ἀσέλγειες ἢ καὶ ἁρπαγὴ κτημάτων». (Οἰκουμένιος)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πάλι, παροτρύνοντας τοὺς χριστιανοὺς πρὸς τὴν ἁγνότητα καὶ τὴ φιλαδελφία, ταυτίζει τὴν πλεονεξία μὲ τὴν παράβαση τοῦ γάμου, δηλαδὴ τὴ μοιχεία: «νὰ μὴν ἁμαρτάνει καὶ ἐκμεταλλεύεται (πλεονεκτεῖν) τὸν ἀδελφό του στὰ ζητήματα αὐτά, διότι ὁ Κύριος θὰ εἶναι ὁ δίκαιος τιμωρὸς γιὰ ὅλα αὐτά, καθὼς καὶ σᾶς εἴπαμε καὶ τονίσαμε προηγουμένως» (A΄ Θεσ, 4,6)
«Ἐδῶ ὀνόμασε πλεονεξία τὴ μοιχεία. Διότι ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ κάτι ποὺ δὲν τοῦ ἀνήκει αὐτὸς ποὺ ὑπονομεύει ξένο γάμο καὶ ληστεύει τὴ συζυγικὴ κλίνη, ποὺ ἀνήκει σὲ ἄλλον». (Θεοδώρητος)
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χαρακτηρίζει ληστὴ τὸν πλεονέκτη στὴν περίπτωση τῆς μοιχείας: «Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν καθένα μία γυναίκα καὶ ἔβαλε φυσικὰ ὅρια, τὴ συνεύρεση μὲ αὐτὴν τὴ μία. Ἄρα ἡ συνεύρεση μὲ ἄλλη εἶναι παράβαση τοῦ θείου νόμου καὶ ληστεία καὶ πλεονεξία».
                                     
 Πλεονεξία εἶναι καὶ ἡ ἀναγκαστικὴ ἐλεημοσύνη
Πόσο εὐλογημένα μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή! Νὰ ποιὰ ἄλλη μορφὴ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ πλεονεξία: 
Τῆς ἀκούσιας ἐλεημοσύνης, τῆς κὰτ΄ἀνάγκην. Ὅταν κάποιος δίνει χωρὶς προαίρεση, χωρὶς χαρά, χωρὶς ἱλαρότητα, κατέχεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας. «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τὴ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». (Β΄ Κoρ. 9,7)
«Γὶ΄ αὐτὸ θεώρησα ἀναγκαῖο νὰ παρακαλέσω τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἔρθουν πρωτύτερα σὲ σᾶς καὶ νὰ φροντίσουν γιὰ τὴν προσφορὰ ποὺ ὑποσχεθήκατε, ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμη σὰν προσφορὰ ποὺ δίνεται μὲ ἀγάπη καὶ προαίρεση καὶ ὄχι ἀναγκαστικὴ» (Β΄ Κoρ. 9,5)
«Αὐτὸς ποὺ δίνει ἐλεημοσύνη χωρὶς τὴ θέλησή του, εἶναι σὰν τὸν πλεονέκτη». (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας) καὶ «ὡς βρισκόμενος στὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, παραμένει ἀνίατος» (Θεοδώρητος)
                   
Ποιὰ θὰ εἶναι ἡ κατάληξη τῶν πλεονεκτῶν κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή;
«οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὒχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (A΄ Κoρ.6,10)
«τοῦτο γὰρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὃ ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 5,5)
Τέλος, ὡς ἐπισφράγισμα ὅλων τῶν παραπάνω θέτουμε τὸ ἀποστολικό: «ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας». (A΄ Τίμ. 6,6)
Ὁ τέλειος συνδυασμὸς τῶν δύο ἀρετῶν, ὡς ἀσφαλὴς δικλίδα κατὰ τῆς πλεονεξίας: εὐσέβεια καὶ αὐτάρκεια, μὲ τὶς ὁποῖες πορεύτηκε καὶ θὰ συνεχίζει νὰ πορεύεται τὸ γένος τῶν Ρωμιῶν, παρὰ τὶς δύσκολες κατὰ τὰ ἀνθρώπινα συνθῆκες, ποὺ βιώνει τὸν καιρὸ αὐτό.
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 7-7-2015

Το είδαμε εδώ

Κυριακή, Ιουνίου 28, 2015

Οι απόστολοι Φίλιππος και Ανδρέας παρηγοριά μας στην «κρίση»



Οι απόστολοι Φίλιππος και Ανδρέας παρηγοριά μας στην «κρίση»
Ηλιάδης Σάββας, δάσκαλος
Πριν από το θαύμα του χορτασμού των πέντε χιλιάδων ανδρών, ο Χριστός είχε  έναν μικρό  διάλογο με τον απόστολο Φίλιππο. Τον ρώτησε : «Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι;»( Ιωαν.6,5),και εκείνος του απάντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ».( Ιωαν.6,7)
 Ο Χριστός τον ρώτησε, όχι γιατί δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, αλλά «πειράζων αυτόν», δοκιμάζοντας δηλαδή αυτόν και βυθομετρώντας να δει ποια αντίληψη έχει σχηματίσει μέχρι την ημέρα εκείνη για το διδάσκαλό του, απ΄ όσα σημεία και διδάγματα είδε και άκουσε. Σημειώνει ο ευαγγελιστής αυτήν τη συζήτηση, πριν από το μεγάλο σημείο, για τον ίδιο λόγο που  όλοι  οι ευαγγελιστές σημειώνουν πόσο απιστούν οι μαθητές, όταν πληροφορούνται ότι ο Ιησούς αναστήθηκε.

Αυτές οι ιστορικές λεπτομέρειες φανερώνουν ότι οι μαθητές ούτε την Ανάσταση ούτε αυτό το σημείο περίμεναν.Ο Φίλιππος κάνει υπολογισμούς, ο Ανδρέας λέει ότι τα τρόφιμα που υπάρχουν είναι μηδέν για το πλήθος. Ούτε φαντάζονται το υπερφυσικό γεγονός που θα συμβεί ούτε καμιά προετοιμασία υπάρχει.( Στ. Σάκκος, ερμηνευτικές σημειώσεις εις το κατά Ιωάννην)
Ρωτάει ο άγιος Χρυσόστομος: «Για ποιο λόγο ο Κύριος ρωτάει το Φίλιππο;». Και δίνει την απάντηση ο ίδιος:«Γνώριζε ποιοι από τους μαθητές είχαν  ανάγκη από ακόμη περισσότερη διδασκαλία».
Ακόμη, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας: «Για να  γυμνάσει στην πίστη το μαθητή».
 Και ο άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας συμπληρώνει: «Ήθελε να κάνει γνωστό στο Φίλιππο ποια είναι η πίστη που έχει».
Βλέπουμε καθαρά  από τα σχόλια των τριών αγίων ερμηνευτών πως ο μαθητής του Χριστού παρουσίαζε έλλειμμα πίστης, παρόλο που έζησε μαζί του συγκλονιστικά θαύματα και άκουσε όλες τις διδασκαλίες του.
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας δίνει το χαρακτήρα του Φιλίππου: «Ο Φίλιππος είναι ερευνητικός ως προς τα πνευματικά και φιλομαθής, αλλά δε διαθέτει την οξύτητα, ώστε να μπορέσει να κατανοήσει με ζέση τα θεϊκά πράγματα».
Επιμένουμε κι εμείς ερευνώντας και αναζητώντας αυτόν το δύσκολο καιρό την ενημέρωση, με αγωνία για τα επίκαιρα, που δεν συνδέεται όμως και με τα θεϊκά. Μας κατατρώει η αγωνία, αλλά αντιστεκόμαστε, ο καθένας για δικό του λόγο, χωρίς να αποδεχόμαστε την αλήθεια, την πραγματικότητα: Την ελλιπή  πίστη  και  ελπίδα μας στην αγάπη, στην παντοδυναμία και στην αδιάλειπτη παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Μοιάζουμε στο Φίλιππο.
Και σχολιάζει ο  άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Όταν άκουσε (ο Φίλιππος) το “πόθεν ἀγοράσωμεν” τον συνεπήρε αυτομάτως   πειρασμός και περιορίστηκε να  δει  ως μόνο τρόπο λύσης τον διά των χρημάτων».
Ο δε Ζιγαβηνός: «Κοίτα  την αδυναμία  της σκέψης του Φιλίππου, να μην μπορεί να αντιληφθεί τη δύναμη της θεότητας».
Καθένας μας εξετάζοντας τον εαυτό του ειλικρινά, δεν μπορεί παρά   να ομολογήσει πως σκέφτεται  όπως ο Φίλιππος. Μας συνεπήρε ο πειρασμός με την οικονομική κρίση. Δείχνουμε αδυναμία και περιθωριοποιούμε αυτό που θα έπρεπε να είναι το κέντρο της καρδιάς μας και της σκέψης μας, δηλαδή η δύναμη του Θεού. Στραμμένοι προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση, αποστρεφόμενοι  το χέρι που μας προτείνει ο Θεός διά της αγίας του Εκκλησίας, προσπαθούμε να παρηγορηθούμε από τις πανταχόθεν εκ του πονηρού εκπεμπόμενες «ειδήσεις» και υποσχέσεις, «πειθόμενοι μόνον επ΄ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων». Αλλά  έτσι θα παραμένουμε διαρκώς στο αδιέξοδο. Αυτό δε το αδιέξοδο θα δημιουργεί την  αγωνία και τον εκνευρισμό με διάθεση για εκτόνωση στον αδελφό, στον πλησίον και εν τέλει ,συνεπικουρούντος και του πονηρού, την έχθρα,  χωρίς  να υπάρχουν πραγματικές, ουσιαστικές διαφορές. Η αναφορά στον ίδιο Θεό της αγάπης με εμπιστοσύνη θα μας σκεπάσει από κάθε κακό που παραφυλάει σε τέτοιες δύσκολες  στιγμές.
Με τον ίδιο τρόπο σκέφτεται και μιλάει ο Ανδρέας. « λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου·  Ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;».( Ιωαν.6,8-9)
 Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει: «Κατά τον ίδιο τρόπο με το Φίλιππο και πιστεύει και σκέφτεται ( ο Ανδρέας)... Διότι αφού δεν κατάλαβε ούτε τη δύναμη ούτε ακόμη από τα μέχρι τώρα μεγαλουργήματα, ότι μπορεί να τα κάνει όλα ο Ιησούς... ενημερώνει για τα πράγματα που έχει το παιδάκι  και τελικά φαίνεται ελλιπής στην πίστη». (Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην)
Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να δούμε  τη στάσης μας σε σχέση με αυτή των αποστόλων, για να πάρουμε θάρρος. Να καταλάβουμε  πως και οι άγιοι ήταν σαν κι εμάς και υπήρξαν στιγμές και περιστάσεις που φάνηκαν  ελλιπείς στην πίστη   και πως έχουμε τη δυνατότητα να διορθώσουμε. Να συνέλθουμε και να στραφούμε προς  την αγία μας Εκκλησία, η οποία διαθέτει όλα τα μέσα για την ψυχική και σωματική ισορροπία. Εκεί, στους Αγίους και στα μυστήρια, για να έχουμε πρώτα στην καρδιά την πραγματική ελευθερία.
Διότι μετά από αυτόν το διάλογο ακολούθησε  το θαύμα και χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Και ενώ περίμεναν με υπομονή να πάρουν την πνευματική τροφή  του λόγου Του, εκείνος προνοούσε ήδη, να μην τους λείψει και η σωματική τροφή.
 Είναι απίθανο να το περιμένουμε κι εμείς; Καθόλου! Ήδη συμβαίνει στην καρδιά μας και θα συνεχίσει να συμβαίνει και να μεγαλώνει το θαύμα , σε πείσμα των άσπονδων «φίλων» μας. Αρκεί να μην ξεχνούμε τους δύο μαθητές του Κυρίου, που  γίνανε  οι δάσκαλοί  μας. Τον Φίλιππο και τον Ανδρέα, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την αγάπη του Χριστού. Γίνονται οι παρηγορητές μας αυτές τις δύσκολες ώρες και η κινητήρια δύναμη, να στρέψουμε το νου και την καρδιά μας στο Χριστό, στο όνομα του οποίου βαφτιστήκαμε και να ακουμπήσουμε με εμπιστοσύνη στην αγάπη Του και στην παντοδυναμία Του. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού» (Ψαλ. 33,11).
Ηλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...