Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουλίου 01, 2013

«Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού … Το σώμα και το αίμα του Χριστού» .



Η Εκκλησία, ως κοινωνία προσώπων, μας αναπτύσσει τη δυναμική του προσώπου μας μέσα στη Λειτουργική πορεία. Ο πληθυντικός των λειτουργικών ευχών δεν οδηγεί στη μαζοποίηση αλλά στη σχέση,στην ενότητα, στην κοινωνία.
Τώρα είναι η ώρα της προσωπικής κοινωνίας με τον Κύριο. Κανείς δεν μπορεί να Τον κοινωνήσει εκ μέρους μας. Όλοι μαζί, αλλά και προσωπικά, όχι ατομικά, μοναχικά, εγωιστικά, με μια ιδιωτική ευσέβεια.
«Νουν, ψυχή και καρδίαν αγίασον Σώτερ», για να βρεις χώρο κατάλληλο να ενοικήσεις ως Κύριος και Θεός που σώζει και ολοκληρώνει την ύπαρξη».
Η σιωπή συνοδεύει το γεγονός. Τι να σκεφτείς, τι να πεις, την ώρα της θείας μετάληψης; Είσαι πια όχι κοντά αλλά μέσα στον Κύριο κι Αυτός μέσα σου. «Ο τρώγων μου τη σάρκα και πίνων μου το αίμα, εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (Ιω.6, 56). Όλα τα μεγάλα γίνονται απλά, ανεπαίσθητα, σιωπηλά. Μόνο ο μέσα κόσμος βιώνει το «ετέρως ζειν» και πορεύεται προς την αιώνια ύπαρξη αγαλλώμενος για την ανεκλάλητη χαρά που ήδη έχει γευτεί και δυσκολεύεται πολύ να εκφράσει.

Από το βιβλίο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίας Τριάδος – Μετόχι Ι. Μονής Μαχαιρά. Τηλ. 00357-99607871

Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2013

Θεία Κοινωνία. Πραγματικό Σώμα & Αίμα ή σύμβολα;


Θεία Κοινωνία. Πραγματικό Σώμα & Αίμα ή σύμβολα;



Ανδρέου Θεοδώρου, Βασική Δογματική Διδασκαλία 
& 174. Πώς παρίσταται ο Χριστός στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας;

Η παρουσία του Κυρίου στη θεία ευχαριστία δεν είναι απλός συμβολισμός, αλλά παρουσία πραγματική. Ο Κύριος με όλη την υπόσταση του βρίσκεται πραγματικά στον άρτο και τον οίνο της ευχαριστίας κατά τη στιγμή του καθαγιασμού των τιμίων δώρων από τον ιερέα. Η ομολογία του Δοσιθέου περιγράφει άριστα το ζήτημα: «Τούτου εν τη ιερουργία πιστεύομεν παρείναι τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ου τυπικώς ουδ’ εικονικώς ουδέ χάριτι υπερβαλλούση, ώς εν τοις λοιποίς μυστηρίοις, ουδέ κατά μόνην παρουσίαν, καθώς τινες των Πατέρων ειρήκασι περί του βαπτίσματος, ουδέ κατ’ εναρτισμόν, ώστε ενούσθαι την θεότητα του Λόγου τώ προκειμένω της ευχαριστίας άρτω, καθώς οι από Λουθήρου λίαν αμαθώς και αθλίως δοξάζουσι, αλλ’ αληθώς και πραγματικώς, ώστε μετά τον αγιασμόν του άρτου και του οίνου μεταβάλλεσθαι, μετουσιούσθαι, μεταποιείσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι τον μέν άρτον εις αυτό το αληθές του Κυρίου σώμα, όπερ εγεννήθη εν Βηθλεέμ τής αειπαρθένου, εβαπτίσθη εν Ιορδάνη, έπαθε, ετάφη, ανέστη, ανελήφθη, κάθηται εκ δεξιών του Θεού και Πατρός, μέλλει ελθείν επί των νεφελών του ουρανού. τον δέ οίνον μεταποιείσθαι και μετουσιούσθαι εις αυτό το αληθές του Κυρίου αίμα, όπερ κρεμαμένου από του σταυρού εχύθη υπέρ της του κόσμου ζωής»
.

Από την περιγραφή της Ομολογίας ανακύπτει ανάγλυφη η περί θείας ευχαριστίας ορθόδοξη διδασκαλία. Ο Χριστός στη θεία ευχαριστία δεν είναι παρών τυπικά και εικονικά ή με το πλήρωμα της θείας χάριτος, όπως στα υπόλοιπα έξι μυστήρια της Εκκλησίας. αλλά βρίσκεται ο ίδιος πραγματικά παρών, στον μέν άρτο κατά το άχραντο σώμα του σε όλες τις φάσεις της αναπτύξεώς του από τη στιγμή που γεννήθηκε από την Παρθένο μέχρι της εκ δεξιών του Πατρός καθέδρας Του. στον οίνο δέ, κατά το αίμα Του που χύθηκε επάνω στο σταυρό.

Στο μυστήριο της ευχαριστίας τα φυσικά στοιχεία του άρτου και του οίνου χάνουν τη φυσική τους υπόσταση, η οποία μετατρέπεται στην ουσία της ανθρωπότητας του Χριστού, δηλαδή στο σώμα και το αίμα του. Αλλάζουν ουσία, γι’ αυτό και η μεταβολή καλείται «μετουσίωση». Το μόνο που παραμένει στα φυσικά στοιχεία είναι τα λεγόμενα συμβεβηκότα, αυτά που δεν ανήκουν στην ουσία αλλά την περιβάλλουν, οι φυσικές ποιότητες, όπως η μορφή, το βάρος, η οσμή, η γεύση κ.τ.λ. Αυτό είναι μέτρο της θείας παιδαγωγίας , η οποία καλύπτει κάτω από τα συμβεβηκότα την ουσία του κυριακού σώματος και αίματος, για να διευκολύνει την κοινωνία των πιστών, που σαν άνθρωποι ασθενείς δεν θα άντεχαν να μεταλάβουν γυμνά, δηλαδή όπως στην πραγματικότητα είναι, το σώμα και το αίμα του Κυρίου.

& 175. Τι φρονούν οι Προτεστάντες περί της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία;

Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανούς, Αρμινιανούς), οι οποίοι, εξετάζοντας ορθολογιστικά την έννοια των μυστηρίων, θεωρούν την ευχαριστία ώς απλή τελετή κατά την οποία καταγγέλλεται ο θάνατος του Κυρίου και με ύμνους πανηγυρίζονται και δοξάζονται τα λυτρωτικά του αποτελέσματα, οι άλλες προτεσταντικές Ομολογίες δέχονται την ευχαριστία ώς μυστήριο μεταδοτικό της θείας χάριτος, αν και διαφωνούν μεταξύ τους ώς πρός τον τρόπο της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία.

& 176. Τι είναι ο εναρτισμός (Impanatio);

Είναι δόγμα των Λουθηρανών, δια του οποίου καταβάλλεται προσπάθεια να ερμηνευθεί η πραγματική παρουσία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Στη θεία ευχαριστία.

Οι Λουθηρανοί δέχονται την ευχαριστία ώς μυστήριο, στο οποίο «εν τώ άρτω, συν τώ άρτω και υπό τον άρτον» (in pane, cum pane, sub pane) μεταδίδεται το σώμα του Χριστού στους μέν πιστούς εις σωτηρίαν, στους δέ απίστους εις κατάκριμα. Ομοίως εν τώ οίνο μεταδίδεται το αίμα του Κυρίου. Η παρουσία αυτή του Κυρίου δεν είναι μεν μετουσίωση, είναι όμως πραγματική και υποστατική και όχι απλώς δυναμική. Ώς παράδειγμα διασαφητικό οι Λουθηρανοί φέρουν το παράδειγμα της ένωσης των φύσεων στο Χριστό. Όπως δηλαδή στο χριστολογικό μυστήριο η θεία φύση ενώνεται με την ανθρώπινη χωρίς η μία να βλάψει την άλλη, έτσι και στην ευχαριστία ενώνονται τα στοιχεία του άρτου και του οίνου με το σώμα και το αίμα του Χριστού. Η παρουσία του Χριστού στο μυστήριο είναι μέν πραγματική, δεν γίνεται όμως σωματοειδώς, καταληπτώς και περιγραφικώς, αλλά κατά τρόπο πνευματικό, ακατάληπτο και υπερφυσικό. Επειδή δέ δεν συμβαίνει μετουσίωση, η παρουσία του Χριστού στο μυστήριο διαρκεί μόνο κατά την τέλεση της όλης διαδικασίας από τους ιδρυτικούς λόγους του Κυρίου μέχρι τη μετάδοση των τιμίων δώρων στους πιστούς. Έξω από τη χρήση αυτή (extra usum a Christo institutum) η παρουσία του Χριστού παύει να υφίσταται. Φυσική συνέπεια της διδασκαλίας αυτής είναι ότι τα ορατά είδη του άρτου και του οίνου της ευχαριστίας, επειδή δεν μεταποιούνται εις σώμα και αίμα Χριστού, δεν μπορούν και δεν πρέπει να είναι αντικείμενο προσκυνήσεως και λατρείας.

Στη διατύπωση της θεωρίας του οδηγήθηκε ο Λούθηρος από τη μία μεριά για ν’ αποφύγει τη θεωρία της μετουσιώσεως της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και από την άλλη τη συμβολική περί ευχαριστίας αντίληψη των άλλων προτεσταντικών Ομολογιών. Εντούτοις αντί να επιλύσει το πρόβλημα της παρουσίας του Χριστού, το έκανε περισσότερο πολύπλοκο και δυσνόητο. Απόβλητη κυρίως είναι η προσπάθεια ερμηνείας της θεωρίας με βάση το χριστολογικό δόγμα. Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι ένωση προσωπική (στο πρόσωπο του Θεού Λόγου), ενώ στον εναρτισμό είναι ένωση μυστηριακή, η οποία υπερβαίνει την νοητική του ανθρώπου κατάληψη. Από την άλλη μεριά η άρνηση προσκυνήσεως των τιμίων δώρων αντιβαίνει πρός το έθος και την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας.

& 177. Τι είναι οι Ubiquitas;

Είναι θεωρία λουθηρανική συναφής πρός τον εναρτισμό, διά της οποίας ομοίως καταβάλλεται προσπάθεια ερμηνείας της παρουσίας του Χριστού στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Ο όρος, παραγόμενος από τη λατινική λέξη ubique ( = παντού), αναφέρεται στο σώμα του Χριστού, το οποίο, ώς πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Η θεωρία είναι πολύ απλουστευτική, απόβλητη και εσφαλμένη.

Το χριστολογικό της υπόβαθρο είναι εντελώς σαθρό. Βασίζεται σε μία πολύ κακή αντίληψη περί αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο Χριστό. Ενώ κατά την ορθή αντίληψη οι φύσεις αντιδίδουν τα ιδιώματά τους η μία στην άλλη στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, μένοντας ασυγχύτως ενωμένες, κατά τη Λουθηρανική αντίληψη η αντίδοση γίνεται απ’ ευθείας στις φύσεις, πράγμα που οδηγεί στο μονοφυσιτισμό. Η ανθρώπινη φύση λαμβάνει ιδιότητες της θείας φύσεως, την παντοδυναμία, την πανσοφία και την πανταχού παρουσία, κινδυνεύουσα να εξέλθει των ορίων της πεπερασμένης της φύσεως.

Το σώμα του Χριστού, αν και εθεώθη στο μυστήριο του Χριστού, δεν έπαυσε οστόσο να είναι καθ’ αυτό σώμα πεπερασμένο και κτιστό. Έτσι, ορατό και περιγραπτό, φανερώθηκε στους μαθητές μετά την ανάσταση του Κυρίου, αναλήφθηκε στους ουρανούς και πρόκειται να επανέλθει στη γή για να κρίνει τον κόσμο. Ο Χριστός είναι εκείνος που με το σώμα και τη θεότητά του βρίσκεται πανταχού παρών και όχι μοναχή της η ανθρώπινη φύση.

Στα χωρία της Γραφής στα οποία στηρίζεται η Ubiquitas: «ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», «ο καταβάς αυτός έστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα», «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γής» δεν αναφέρονται στον άνθρωπο Χριστό ξεχωριστά, πράγμα που δεν θα είχε νόημα, αλλά στο Θεάνθρωπο Κύριο. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος κατά του Ευτυχούς και η Ζ’ κατά των Εικονομάχων, απορρύψασαι τα διδάγματα των αιρετικών ότι η σάρξ του Κυρίου ήταν άπειρη και απερίγραπτη, δίδαξαν ορθώς ότι η αντίδωση των ιδιωμάτων γίνεται συγκεκριμένα (δηλ. στο πρόσωπο του Χριστού) και όχι αφηρημένα. δηλαδή ότι ο Θεός έπαθε και όχι η θεότητα, ή ότι ο Θεός στην ανθρώπινη φύση του είναι πανταχού παρών και όχι η ανθρωπότητά Του.

Τέλος είναι αλλόκοτη η ιδέα ότι το σώμα του Κυρίου, ώς πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Αν ήταν έτσι, το σώμα του Κυρίου θα ήταν παρόν και σε κάθε φυσική τροφή και δεν θα υπήρχε λόγος να το μεταλαμβάνουμε ειδικά στη θεία ευχαριστία. Θα το τρώγαμε και στα λάχανα!

& 178. Τι φρονούν περί θείας ευχαριστίας οι υπόλοιποι Προτεστάντες;

Οι Αναμορφωτές, απορρίπτοντες όλοι την περί πραγματικής παρουσίας του Χριστού διδασκαλία του Λουθήρου, δεν έχουν ωστόσο ενιαία μεταξύ τους περί του μυστηρίου αντίληψη. Όπως και εις όλα τα άλλα ζητήματα, έτσι και εδώ επηρεάζονται λίγο πολύ από τις ιδιαίτερες θεολογικές και εκκλησιολογικές προκαταλήψεις τους.

Οι Ζβιγγλιανοί, φρονούντες ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν έχει ανάγκη από εξωτερικά μέσα και αγωγούς για να ενεργήσει στις ψυχές των ανθρώπων, διδάσκουν ότι τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι πραγματικά το σώμα και το αίμα του Κυρίου, αλλ’ εικονίζουν απλώς αυτά, όπως με εικονική έννοια λέγεται περί του Χριστού ότι είναι «η άμπελος η αληθινή» (ο Χριστός δεν είναι αμπέλι, αλλ’ εικονίζεται απλώς έτσι). Συνεπώς ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας δεν είναι εχέγγυα και όργανα της κοινωνίας του Χριστού, αλλ’ εικόνες αισθητές του σταυρωθέντος και αποθανόντος Χριστού. Στη μετάληψη δεν γίνεται πραγματική κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού αλλά μόνον όσοι πιστεύουν κοινωνούν των ευεργετημάτων του θανάτου του Κυρίου.

Ο Καλβίνος διδάσκει αντίθετα πράγματα από τον Ζβίγγλιο. Κατ’ αυτόν η μετάληψη δεν είναι αναμνηστικό δείπνο, αλλά δείπνο στο οποίο ο Χριστός μας μεταδίδει τη σάρκα και το αίμα του. Τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι μόνο εικόνες, αλλά εχέγγυα και σφραγίδες της πραγματικής παρουσίας του Κυρίου και της πνευματικής μετ’ αυτού ενώσεως των πιστευόντων. Η διδασκαλία αυτή του Καλβίνου φαίνεται να είναι η ίδια με την αντίστοιχη διδασκαλία του Λουθήρου. εντούτοις οι δύο διδασκαλίες διαφέρουν οξύτατα μεταξύ τους σε ένα κύριο και βασικό σημείο. Ενώ ο Λούθηρος διδάσκει εναρτισμό (μυστηριακή ένωση του σώματος και του αίματος του Χριστού), ο Καλβίνος διδάσκει μυστηριακή ένωση μόνο με τις ψυχές των πιστευόντων διά της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταβιβάζει σ’ εμάς το Χριστό όχι από το θυσιαστήριο, αλλ’ απ’ ευθείας από τον ουρανό. Σε όλες τις περι πτώσεις βασικό στοιχείο της λειτουργίας του μυστηρίου είναι η πίστη.

Η πιό πάνω εικονική-συμβολική περί ευχαριστίας διδασκαλία των Προτεσταντών έρχεται σε οξεία αντίθεση με τον περί ευχαριστίας πραγματισμό της Αγίας Γραφής. Θα αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Μετά το θαύμα της διατροφής των πεντακισχιλίων στην έρημο ο Κύριος, ελέγχοντας τους παχυλούς Ιουδαίους ότι επιζητούν βρώματα υλικά, τους παρότρυνε να επιζητούν πνευματικές τροφές, εννοώντας στην αρχή το λόγο του και κατόπιν τη βρώση του σώματος και την πόση του αίματός Του. Τους είπε δέ «ο άρτος, όν εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής, η σάρξ μου εστίν» (Ιωάν. 6,51) και «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 6,54). Ότι πραγματικά εννοούσε τα λόγια αυτά ο Κύριος δείχνει η αντίδραση των ακροατών Του, οι οποίοι δυσφορώντας έλεγαν: «Πώς δύναται ούτος δούναι υμίν την σάρκα φαγείν» (Ιωάν. 6,52); Ομοίως και οι μαθητές: «σκληρός έστιν ο λόγος ούτος. τις δύναται αυτού ακούειν; « (Ιωάν. 6,60). Και ο Παύλος, αποκαλώντας το κυριακό δείπνο «κοινωνίαν» του σώματος και του αίματος του Χριστού, το βρίσκει ασυμβίβαστο πρός την κοινωνία των ειδωλοθύτων, που φυσικά δεν ήταν τροφή συμβολική αλλά πραγματική. Μάλιστα δέ τους τονίζει: «Ός άν εσθίη τον άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου» (Α’ Κορ. 11,27). Πώς ενοχοποιείται κάποιος όταν τρώγει κάτι που δεν είναι πραγματικό, αλλά εικονικό; Αλλά και κατά τους Πατέρες η Ευχαριστία, η προτυπωθείσα στην Π. Διαθήκη υπό του μάννα, του Πασχάλιου Αμνού, της θυσίας των Μελχισεδέκ κ.ά., αν και κατά την αίσθηση και τη γεύση φαίνεται απλός άρτος και οίνος, όμως δεν είναι έτσι αλλά το πραγματικό σώμα και το αίμα του Χριστού. την πραγματικότητα δέ αυτή την χρησιμοποιούσαν σαν επιχείρημα κατά των Δοκητών, που αρνούνταν τη σωματική φύση του Κυρίου.

Παρασκευή, Απριλίου 19, 2013

Γιατί πιστεύουμε στην Mεταβολή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού



Γιατί πιστεύουμε στην μεταβολή.

Σε αυτό το πρώτο άρθρο θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια σύντομη απάντηση σχετικά με την πίστη μας στην μεταβολή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού, μέσα από την Αγία Γραφή και την Πατερική μαρτυρία.

Όπως γράφει ο π. Ν. Σκρέττας· «Αυτής της Εκκλησίας είναι ανενδοίαστη διαχρονικά η πίστη ότι τα καθαγιασμένα δώρα, κατά την άκτιστη ενέργεια της Αγίας Τριάδος, είναι αυτό το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, στα οποία μετέχουν οι πιστοί με τη Θεία μετάληψη. Αυτή δε η μετουσία και η ένωση δεν είναι ούτε νοερή, ούτε εγκεφαλική, ούτε φανταστική, ούτε ενοραματική, ούτε μία οποιαδήποτε, δια των δυνατοτήτων του νου, μυστηριώδης θέαση του Χριστού, αλλά οντολογική και υπαρξιακή, σωματοειδής και πνευματική, περιγραπτή και απερίγραπτη, πραγματική πάντως ένωση και σύγκραση με το σχηματόγραπτον Σώμα και Αίμα του Χριστού» («Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής», σελ. 68).

Στο δεύτερο άρθρο που θα ακολουθήσει, θα εξηγήσουμε γιατί χρησιμοποιείτε ο όρος «αντίτυπα» στα Πατερικά κείμενα περί των τιμίων δώρων, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με δήθεν σύμβολα, όπως επίσης γιατί λέγεται το Σώμα και το Αίμα του Χριστού «πνευματικό».



Η πίστη στην μεταβολή των τιμίων δώρων σε αληθινό Σώμα και Αίμα Χριστού στηρίζεται στην ενανθρώπηση του Λόγου. Ο Λόγος του Θεού έγινε πραγματικά άνθρωπος για την σωτηρία μας. Με το σώμα Του έπαθε, με το Σώμα Του πέθανε, και με τον ένδοξο Σώμα της Αναστάσεως (το οποίο και κοινωνούμε) εγέρθηκε εκ νεκρών. Η σωτηρία μας, εν ολίγοις, οφείλεται στην ενανθρώπηση του Λόγου. «Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος, και αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών, διά να καταργήση διά του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, και ελευθερώση εκείνους, όσοι διά τον φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν» (Εβραίους, β 14-15).

Ο καθηγητής Χρήστος Ανδρούτσος, αναφέρει στην δογματική του· «…η μεν ευχαριστία δια την πραγματικήν παρουσίαν υπελήφθη ως συνέχεια άμα και επέκτασις του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως, αποτελούσα μετά του δόγματος της αγίας Τριάδας και του της ενσαρκώσεως το ύψιστον και αγιώτατον της Χριστιανικής θρησκείας μυστήριον» (Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σελ. 346).


Έτσι, ο άγιος Ιγνάτιος, του οποίου η θεολογία «φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας’’ (Α’ τόμος Πατρολογίας Παπαδόπουλου, σελ. 174), αντιμετωπίζοντας τους Γνωστικούς Δοκήτες οι οποίοι δεν δέχονταν ότι ο Ιησούς έλαβε πραγματικά σώμα, γράφει· «Καταμάθατε τους ετεροδοξούντας εις την χάρην Ιησού Χριστού την εις ημάς ελθούσα, πως ενάντιοι εισί τη γνώμη του Θεού. Περί αγάπης ου μέλει αυτοίς, ου περί χήρας, ου περί ορφανού, ου περί θλιβομένου, ου περί δεδεμένου ή λελυμένου, ου περί πεινώντος ή διψώντος. Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται δια το μη ομολογείν, την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ ημών παθούσα, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε…» (Αποστολικοί Πατέρες άπαντα τα έργα, τόμος 4ος, προς Σμυρναίους, VI- VII).

Οι ετεροδοξούντες Δοκήτες, δεν πίστευαν ότι η Ευχαριστία είναι η αναστημένη Σάρκα του Κυρίου διότι δεν πίστευαν στην ενανθρώπησή Του. Ο καθηγητής πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλος αναφέρει σχετικά· «…στη θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού φθάνει ο Ιγνάτιος, αντιμετωπίζοντας τις δοκητικές αντιλήψεις, που είχαν εισχωρήσει σε κύκλους εκκλησιαστικούς και που σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός έπαθε φαινομενικά μόνο. Η πραγματικότης του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της πραγματικής παρουσίας αυτού στην Ευχαριστία». (Α' τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 175).

Τα ίδια αναφέρει στην Δογματική του και ο Ανδρούτσος· «Προς τους Δοκήτας αρνουμένους μετά της σωματικής φύσεως του Κυρίου και την Ευχαριστίαν οι Πατέρες παρατηρούσιν ότι η Ευχαριστία είναι η σάρξ η εκ Μαρίας συλληφθείσα…» (Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σελ. 350).


Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, στηρίζει επίσης την μεταβολή στην ενανθρώπηση του Λόγου, χάρη στην οποία υπάρχει Ανάσταση σωματική. Ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος αποτελεί έναν από τους «γνησιώτερους και σημαντικώτερους θεολογικούς σταθμούς στην πορεία της Παραδόσεως των δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων», κατά τον Στ. Παπαδόπουλο
(Ά τόμος πατρολογίας, σελ. 294), γράφει: «…και προσλαμβανόμενα τον λόγον του Θεού, ευχαριστία γίνεται, όπερ εστί το σώμα και αίμα του Χριστού• ούτω και τα ημέτερα σώματα εξ αυτής τρεφόμενα, και τεθέμενα εις την γην, και διαλυθέντα εν αυτή, αναστήσεται εν τω ιδίω καιρώ, του Λόγου του Θεού την έγερσιν αυτοίς χαριζομένου εις δόξαν Θεού και Πατρός» (ΒΕΠΕΣ 5, σελ.161).
Όπως σχολιάζει ο Παπαδόπουλος για την θεολογία του αγίου Ειρηναίου, «Ο ρεαλισμός του Ειρηναίου εκτείνεται σε όλα τα θέματα που αφορούν την σωτηρία, ακριβώς διότι βασίζεται στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι πχ, η Θεία Ευχαριστία συνιστά γεγονός απόλυτα ρεαλιστικό, γι’ αυτό και καθιστά δυνατή την ανάσταση των νεκρών. Διότι δηλαδή γίνεται πραγματική μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού κατά την Ευχαριστία και διότι ο άνθρωπος κοινωνεί και μετέχει του πραγματικού Χριστού, είναι αληθινή η ανάσταση των νεκρών» (Α’ τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 298- 299).


Αλλά και ο άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυρας ομολογεί ότι η Θεία Ευχαριστία είναι πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, στηριζόμενος και αυτός στην ενανθρώπηση. «Ον τρόπον δια λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι’ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι [Α' Απολογία, 66]».

Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, τον μεγαλύτερο ερμηνευτή της αρχαίας Εκκλησίας, ο Χριστός μας τρέφει με το ίδιο Του το Σώμα για να μας πείσει ότι έλαβε την δική μας σάρκα.
«Ενί εκάστω των πιστών αναμίγνυσιν εαυτόν δια των μυστηρίων, και ους εγέννησεν, εκτρέφει δι’ εαυτού, και ουκ άλλω εκδίδωσι, και τούτω σε πείθων, ότι σάρκα έλαβε την σην». Και συνεχίζει· «Ουκ εστί ανθρωπίνης δυνάμεως έργα τα προκείμενα. Ο τότε ταύτα ποιήσας εν εκείνω τω δείπνω, ούτος και νυν αυτά εργάζεται, Ημείς υπηρετών τάξιν επέχομεν, ο δε αγιάζων αυτά και μετασκευάζων, αυτός». Δηλαδή, «Δεν είναι έργα ανθρωπίνης δυνάμεως όσα προτίθενται. Εκείνος ο οποίος έκαμε αυτά τότε εις εκείνο το Δείπνον, αυτός τελεί και τώρα τα μυστήρια αυτά. Εμείς επέχομεν θέσιν υπηρετών, ενώ εκείνος που τα αγιάζει και τα μεταβάλλει είναι Αυτός» (Ομιλία πβ στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 12).


Το χωρίο του ευαγγελιστή Ιωάννη  «η γαρ σάρξ μου αληθής εστί βρώσις και το αίμα μου αληθής εστί πόσις», ερμηνεύεται από τον Χρυσόστομο ως εξής:
«πιστώσασθαι αυτούς περί των ειρημένων, ώστε μη νομίζειν αίνιγμα είναι το ειρημένον και παραβολήν, αλλ’ ειδέναι ότι πάντως δει φαγείν το σώμα».
Μετάφραση: «θέλει να τους κάμει να πιστεύσουν εις τα λόγια του, ώστε να μη νομίζουν ότι αυτά είναι αίνιγμα και παραβολή, αλλ’ ότι πρέπει να ξεύρουν, ότι θα φάγουν το σώμα του οπωσδήποτε» (Έργα Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 13 Α, Ομιλία ΜΖ).

Αλλά και κατά τον μεγάλο νηπτικό μας Πατέρα, άγιο Γρηγόριο Νύσσης, πιστεύουμε ότι ο άρτος μεταποιείτε σε Σώμα Χριστού επειδή ενανθρώπησε ο Λόγος. «Καλώς ουν και νυν τον τω λόγω θεού αγιαζόμενον άρτον εις σώμα του Θεού Λόγου μεταποιείσθαι πιστεύομεν. Και γαρ εκείνο το σώμα άρτος τη δυνάμει ην, ηγιάσθη δε τη επισκηνώσει του λόγου σκηνώσαντος εν τη σαρκί. Ουκούν όθεν ο εν εκείνω τω σώματι μεταποιηθείς άρτος εις θεία μετάστη δύναμιν, δια του αυτού και νυν το ίσον γίνεται» (37ο κατηχητικός λόγος).




Η φράση του Κυρίου Ιησού Χριστού, όταν παρέδιδε το Μυστήριο στους αποστόλους, «λαβετε φαγετε τουτο εστιν το σωμα μου» και « τούτο γαρ εστιν το αίμα μου» (Ματθαίος, κη 26-28), κατανοείται από την αρχαία Εκκλησία ακριβώς όπως ειπώθηκε από τον Κύριο. «Αυτό είναι το Σώμα μου, αυτό είναι το Αίμα μου». Δεν είπε ότι είναι σύμβολα, ούτε είπε ότι είναι ‘’δια της πίστεως’’, αλλά είναι πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Όταν λέμε ότι κάτι είναι, σημαίνει ότι είναι πραγματικά.


Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «μια από τας μεγάλας μορφάς της αρχαίας Εκκλησίας, των οποίων η επίδρασις εις τον εκκλησιαστικόν βίον και την χριστιανικήν διδασκαλίαν υπήρξε αποφασιστική», κατά τον καθηγητή πατρολογίας Π. Χρήστου (Δ’ τόμος πατρολογίας, σελ. 339), γράφει: «Δεικτικώς είπε, τούτο μου εστί το σώμα και τούτο μου εστί το αίμα, ίνα μη νομίσεις τύπον είναι τα φαινόμενα, αλλά δια τινός αρρήτου του πάντα ισχύοντος Θεού μεταποιείσθαι εις σώμα και αίμα Χριστού κατά το αληθές τα παρενηνεγμένα» (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας-Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, Π Τρεμπέλα, σελ. 461- 462).

Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει: «Επεί ουν ο λόγος φησί, «τούτο εστί το σώμα μου», και πειθώμεθα και πιστεύωμεν, και νοητοίς αυτό βλέπωμεν οφθαλμοίς. Ουδέν γαρ αισθητόν παρέδωκεν ημίν ο Χριστός· αλλ’ εν αισθητοίς μεν πράγμασι, πάντα δε νοητά». Δηλαδή, «Όταν λοιπόν λέγει «τούτο εστιν το σωμά μου’’ (Ματθαίος, κστ 26), ας πειθώμεθα και ας πιστεύωμεν και ας το βλέπομεν με τους νοητούς οφθαλμούς μας. Διότι τίποτε το αισθητόν δεν μας παρέδωκεν ο Χριστός, αλλά με αισθητά μεν πράγματα, όλα όμως νοητά». Και στην συνέχεια αναφέρει: «Πόσοι νυν λέγουσι, εβουλόμην αυτού την μορφήν ιδείν, τον τύπον, τα ιμάτια, τα υποδήματα. Ιδού αυτόν οράς, αυτού άπτη, αυτόν εσθίεις. Και συ μεν ιμάτια επιθυμείς ιδείν, αυτός δε εαυτόν σοι δίδωσιν, ουκ ιδείν μόνον, αλλά και άψασθαι, και φαγείν, και λαβείν ένδον», που σημαίνει: «Πόσοι τώρα λέγουν· «ήθελα να ιδώ την μορφήν Του, τα χαρακτηριστικά Του, τα ενδύματα, τα υποδήματα! Να, τον βλέπεις, τον εγγίζεις, τον τρώγεις. Και συ μεν επιθυμείς να ιδείς ενδύματα, ενώ αυτός σου δίδει τον εαυτό Του, όχι μόνον να τον ιδής, αλλά και να τον πιάσεις και να τον φάγης και να τον πάρης μέσα σου». (Χρυσόστομος, ΠΒ ομιλία εις τον Ματθαίον, ΕΠΕ 12).


Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, που κατά τον καθηγητή Π. Χρήστου είναι «ο πλέον διακεκριμένος επίσκοπος Ιεροσολύμων κατ’ αυτήν την περίοδον, τα δε συγγράμματα του τον τοποθετούν εις την πρώτην σειράν των οικουμενικών διδασκάλων» (Δ’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 480), σχολιάζει το χωρίο ως εξής: «Αυτού αποφηναμένου και ειπόντος περί του άρτου· Τούτο μου εστί το σώμα, τις τολμήσει αμφιβάλλειν λοιπόν; Και αυτού βεβαιωσαμένου και ειρηκότος· Τούτο μου εστί το αίμα, τις ενδοιάσει ποτέ λέγων μη είναι αυτού το αίμα;» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Δ’ Μυσταγωγική Κατήχηση, PG 33, 1097).

Τέλος, ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας και ο Ζηγαβηνός, αναφέρουν: «Ου γαρ είπε, τούτο εστίν αντίτυπον, αλλά τούτο εστί το σώμα μου• αρρήτω γαρ ενεργεία μεταποιείται, καν φαίνηται ημιν άρτος. Επεί γαρ ασθενείς έσμεν και ουκ αν εδεξάμεθα κρέας εσθίειν ωμόν και ανθρώπου σάρκα, δια τούτο άρτος μεν ημίν φαίνεται, σάρξ δε τω όντι εστί» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας-Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, Π Τρεμπέλα, σελ. 461- 462).

«Ταύτα εισίν αυτό το σώμα και αυτό το αίμα. Ώσπερ γαρ υπερφυώς εθέωσε την προσληφθείσα σάρκα• ούτως απορρήτως μεταποιεί και ταύτα εις αυτό το ζωοποιών αυτού σώμα και εις το τίμιον αυτού αίμα» (Ζηγαβηνός-Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, Π.Τρεμπέλα, σελ. 461- 462).



 πηγή



Τετάρτη, Απριλίου 17, 2013

Περὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας Ἅγιος Νεκτάριος

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι μυστήριον, ἐν ᾧ ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ἀληθῶς καὶ κυρίως μεταδίδοται τοῖς μεταλαμβάνουσι τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἀοράτως ἐστὶ παρὼν ἐν τῷ μυστηρίῳ. Ὁ Ἰὼβ ἐν τῷ περὶ Ὀφφικίων λέγει: «Εὐχαριστία ἐστὶ μυστήριον λήψεως τοῦ μετουσιωθέντος ἄρτου καὶ οἴνου εἰς τὴν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σάρκα καὶ αἷμα, ἅπερ ἐναργῶς παριστῶσι τὴν ταφὴν καὶ τὴν τοῦ Κυρίου ἀνάστασιν». Τὸ Μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας λέγεται λειτουργία, διότι πᾶς ἱερεὺς καὶ πᾶσα τέλεσις τοῦ μυστηρίου ὑπὲρ παντὸς τοῦ πιστοῦ λαοῦ γίνεται καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν ζώντων καὶ ἐν Χριστῷ κεκοιμημένων ἐν τῷ Θεῷ προσφέρεται. Τὴν λειτουργίαν ταύτην πρῶτος ἐτέλεσεν ὁ ἄκρος καὶ μόνος ἅγιος Ἀρχιερεύς, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅστις προσήγαγε θυσίαν ἑαυτὸν τῷ Θεῷ καὶ Πατρί, θύτης καὶ θῦμα γενόμενος. Ἡ λειτουργία λέγεται καὶ διακονία, ὑπηρεσία, ὑπουργία, ἱερουργία, λέγεται ἔτι θυσία ἀναίμακτος, προσφορὰ καὶ λατρεία λογική, τίμια δῶρα καὶ ἁγία κοινωνία. Τελικὸν αἴτιον τῆς θείας λειτουργίας εἶναι τὸ μεταβαλεῖν τὴν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου οὐσίαν καὶ γενέσθαι αὐτὰ σάρκα καὶ αἷμα Χριστοῦ.

Ἡ θεία λειτουργία ἐπιτελεῖται: α) εἰς δόξαν καὶ αἶνον τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ εἰς μνήμην τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ κατὰ τὸ γεγραμμένον «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» β) εἰς ἁγιασμὸν τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἰς βασιλείας καὶ οὐρανῶν πλήρωμα, εἰς παῤῥησίαν εἰς Χριστόν, καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον γ) ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν εὐσεβῶς κεκοιμημένων ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὥσπερ φασὶν οἱ μακάριοι Πατέρες παρὰ τῶν ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων παρειληφέναι, ὡς Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης φησί, καὶ ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Χρυσόστομος ἐν ταῖς αὐτῶν ἁγίαις λειτουργίαις, καὶ δ) ὑπὲρ τῶν ζώντων ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, Ἀρχιερέων φημὶ καὶ Βασιλέων καὶ παντὸς τοῦ Χριστωνύμου λαοῦ (Ἰώβ). Πρὸς τέλεσιν τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀνάγκη εἶναι κατὰ τὴν Ἀποστολικὴν τῆς Ἐκκλησίας παράδοσιν να συνυπάρχωσι τέσσαρά τινα: α) Ἱερεὺς Ὀρθόδοξος κανονικῶς χειροτονηθείς, β) θυσιαστήριον ἢ ἀντιμήνσιον, γ) ἄρτος ἔνζυμος καὶ οἶνος ἄκρατος καὶ ὕδωρ, κατὰ τὸ γραφικὸν «εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» καὶ δ) πίστις ἀδιάκριτος καὶ ἀδίστακτος τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὑπερφυῶς εἰς τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου μεταβάλλεται. Πιστεύομεν περὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας: α) ὅτι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ἐν τῇ ἁγίᾳ Εὐχαριστίᾳ μεταβάλλονται κατ᾿ ἀνέφικτον δι᾿ ἡμᾶς τρόπον εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἀληθῶς, πραγματικῶς καὶ οὐσιωδῶς. β) Πιστεύομεν ὅτι οἱ μεταλαμβάνοντες εἰσδέχονται ὑπὸ τὸ εἶδος τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου τὸ ἀληθὲς Σῶμα καὶ τὸ ἀληθὲς Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δὴ κατὰ τρόπον πραγματικὸν καὶ σωματικῶς, οὕτως ὥστε τὸ Πανάγιον σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου εἰσέρχεται εἰς τὰ στόματα καὶ τὰ σπλάγχνα τῶν μεταλαμβανόντων, τῶν τε εὐσεβῶν καὶ τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὲν πρώτων εἰς σωτηρίαν, τῶν δὲ τελευταίων εἰς κατάκρισιν. γ) Εἰ καὶ ταυτοχρόνως πολλαὶ ἀνὰ τὴν οἰκουμένην τελοῦνται λειτουργίαι, οὐχὶ ὅμως πολλὰ Σώματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ἓν Σῶμα καὶ ἓν Αἷμα ὑπάρχει ἐν πάσαις ταῖς ἐπὶ μέρους ἐκκλησίαις τῶν πιστῶν. Τοῦτο δὲ γίνεται, οὐχὶ διότι τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου τὸ ἐν τοῖς οὐρανοῖς κατέρχεται ἐπὶ τὰ θυσιαστήρια, ἀλλὰ διότι ὁ ἄρτος τῆς προθέσεως, ὁ μεμερισμένος ἐν ἁπάσαις ταῖς ἐκκλησίαις, προτιθέμενος καὶ διὰ τῆς καθαγιάσεως μεταβαλλόμενος καὶ μετουσιούμενος, γίνεται ἓν καὶ τὸ αὐτὸ μετὰ τοῦ Σώματος τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς (κατὰ τὰ γράμματα τῶν Πατριαρχῶν, ἄρθρον 17). δ) Ὁμολογοῦμεν ὅτι ἡ Ἁγία Εὐχαριστία εἶναι θυσία ἀληθινή, ἐξιλαστική, προσφερομένη διὰ τὰς ἁμαρτίας πάντων τῶν ἐν πίστει ζώντων καὶ τεθνεώτων. Τὴν θείαν ταύτην καὶ ἱερὰν Μυσταγωγίαν προδιετύπουν τὰ ἑξῆς ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ: α) ὁ ἀμνός, ὁ ἐν τῷ νομικῷ Πάσχα ἐσθιόμενος, (Ἐξ. β´, Λευιτ. γ´, Ἀριθμ. η´, Δευτ. στ´ 2), β) τὸ μάννα (Ἐξ. στ´, Ἀριθμ. α´, Δευτ. η´), γ) ὁ ἄνθραξ, ὃν εἶδεν Ἡσαΐας ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου, ὃν ἄγγελος ἔλαβε διὰ λαβίδος καὶ ἥψατο τῶν χειλέων αὐτοῦ καὶ εἶπε: «τοῦτο ἥψατο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἁμαρτίας σου καὶ τὰς ἀνομίας σου περικαθαριεῖ» (Ἡσ. στ´), ὅπερ καὶ σήμερον ἔτι ὁ Ἱερεὺς λέγει πρὸς τοὺς μεταλαμβάνοντας. Τὸ θυσιαστήριον προδιετύπου τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, ὁ ἄνθραξ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ (ὡς καὶ σήμερον λέγομεν «ἄνθραξ γάρ ἐστι τοὺς ἀναξίους φλέγων»), τὰ Σεραφεὶμ δὲ τὸν Ἱερέα (Α´ Ἰω. α´ 7), δ) ἡ θυσία τοῦ Μελχισεδὲκ (Γεν. ιστ´ 16) ἥτις ἦν προδιατύπωσις τῆς μυστικῆς θυσίας, καὶ ε) αἱ περὶ ἀληθοῦς Πνευματικῆς θυσίας τῶν Προφητῶν (Μαλαχ. α´ 11).

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος λέγει περὶ τῆς ἁγίας Εὐχαριστίας τὰ ἑξῆς: «Εὐχαριστίας καὶ προσευχῆς ἀπέχονται (οἱ αἱρετικοὶ Δοκηταί) διὰ τὸ μὴ ὁμολογεῖν τὴν Εὐχαριστίαν σάρκα εἶναι τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ποθούσαν, ἣν τῇ χρηστότητι ὁ Πατὴρ ἤγειρεν». Ἀλλαχοῦ δὲ πάλιν ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καλεῖ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν. «Ἕνα ἄρτον κλῶντες, ὅς ἐστι φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ ζῆν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διὰ παντός» (πρὸς Ἐφεσ. §20). Ὁ δὲ Κοντογόνης ἀποφαίνεται, ὁρμώμενος ἐκ τῶν ῥήσεων τούτων τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, τάδε: «Εὐκόλως πειθόμεθα ὅτι ὁ Ἱερὸς Μάρτυς σκοπὸν ἔχει να βεβαιώσῃ τὴν ἀληθῆ τοῦ κυριακοῦ σώματος παρουσίαν ἐν τῷ τῆς θείας Εὐχαριστίας μυστηρίῳ, καὶ τῷ ὄντι, τὶ σαφέστερον ἤ τι βεβαιότερον δύναταί τις να εἴπῃ περὶ ταύτης τῆς ἀληθείας πρὸς τὰς νῦν ἐπικρατούσας δοξασίας χριστιανικῶν τινων θρησκειῶν ἢ ὅσα δογματίζει ἐνταύθα ὁ Ἰγνάτιος, τουτέστιν, ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἡ σάρξ, τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ σῶμα τὸ παθὸν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, τὸ ὁποῖον ἔπειτα ὁ Πατὴρ ἀνέστησεν;» (Φιλολογ. καὶ κριτ. ἱστορ. τῶν ἁγίων Πατέρων τόμ. α´ σελ. 113). Καὶ ὁ Ἱερομάρτυς Κυπριανὸς περὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας λέγει τὰ ἑξῆς: «Ὥστε οὓς παρορμῶμεν καὶ προτρεπόμεθα εἰς μάχην, μὴ καταλείπωμεν ἀόπλους καὶ γυμνούς, ἀλλὰ τῇ σκέπῃ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ σκεπάζωμεν, καὶ οὓς θέλομεν ἀσφαλεῖς νὰ ὦσι κατὰ τοῦ ἐναντίου, τῇ σκέπῃ τοῦ κορεσμοῦ τοῦ Κυρίου ὁπλίζωμεν, ἐπειδὴ πρὸς τοῦτο γίνεται ἡ Εὐχαριστία, ἵνα δύνηται να φυλάττῃ τοὺς μεταλαμβάνοντας. Διότι πῶς διδάσκομεν ἢ προκαλοῦμεν ἐκείνους να ἐκχέωσι τὸ ἑαυτῶν αἷμα ἐπὶ τῇ ὁμολογίᾳ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅταν ἀρνώμεθα αὐτοῖς, μέλλουσι νὰ ἐκστρατεύσωσι, τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Ἢ πῶς εἰς τοῦ μαρτυρίου τὸ ποτήριον ἐπιτηδείους ἐργαζόμεθα, ἐὰν μὴ πρότερον αὐτοὺς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δεχώμεθα εἰς κοινωνίαν τοῦ ποτηρίου τοῦ Κυρίου;» (Ἐπιστ. κεφ. 2). Καὶ αὖθις εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῆς Κυριακῆς προσευχῆς: «Προϊούσης τῆς προσευχῆς αἰτούμεθα καὶ λέγομεν: «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον». Τοῦτο δύναται καὶ πνευματικῶς καὶ ἁπλῶς να νοηθῇ, ἐπειδὴ καὶ ἑκατέρα ἡ ἑρμηνεία θείᾳ εὐδοκίᾳ λυσιτελεῖ εἰς σωτηρίαν. Διότι ἄρτος ζωῆς ὁ Χριστός ἐστι, καὶ ὁ ἄρτος οὗτος οὔκ ἐστι πάντων, ἀλλὰ ἡμέτερός ἐστι. Καὶ ὡς λέγομεν «Πάτερ ἡμῶν», ἐπειδὴ τῶν πιστευόντων Πατήρ ἐστιν, οὕτω καὶ ἄρτον ἡμῶν καλοῦμεν αὐτόν, ἐπειδὴ ὁ Χριστός ἐστιν ὁ ἄρτος τῶν πεινώντων, οἵτινες γεύονται τοῦ σώματος αὐτοῦ. Τοῦτον δὲ τὸν ἄρτον αἰτούμεθα να διδῶται ἡμῖν καθ᾿ ἑκάστην, ἵνα μὴ ὅσοι ἐν Χριστῷ ἐσμεν καὶ τὴν Εὐχαριστίαν ὡς τροφὴν σωτηρίας καθ᾿ ἑκάστην λαμβάνομεν, γενομένου μεταξὺ βαρύτερού τινος πλημμελήματος, καθ᾿ ὃν χρόνον ἀφεστῶτες καὶ μὴ κοινωνοῦντες ἀπεχόμεθα ἀπὸ τοῦ θείου ἄρτου, χωριζώμεθα ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, αὐτοῦ κηρύττοντας καὶ παραινοῦντος: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβὰς κτλ.». Ὅπως λοιπόν, λέγει, εἰς ζωὴν αἰώνιον τρώγει, ὅν τις τρώγη ἐκ τοῦ ἄρτου αὐτοῦ, (ὡς εἶναι πρόδηλον ὅτι ἐκεῖνοι ζῶσιν, οἵτινες τοῦ σώματος αὐτοῦ ἅπτονται καὶ τὴν Εὐχαριστίαν τῷ δικαίῳ τῆς κοινωνίας λαμβάνουσιν), οὕτω τουναντίον πρέπει να φοβώμεθα καὶ να προσευχώμεθα, μή τις, καθ᾿ ὃν χρόνον ἀφεστὼς χωρίζεται ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπομένη μακρὰν τῆς σωτηρίας αὐτοῦ ἀπειλοῦντος καὶ λέγοντος: «Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». Καὶ διὰ τοῦτο «τὸν ἄρτον ἡμῶν», τουτέστι τὸν Χριστόν, καθ᾿ ἑκάστην να διδῶται ἡμῖν αἰτούμεθα, ἵνα πάντοτε οἱ ἐν Χριστῷ μένοντες καὶ ζῶντες ἀπὸ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ καὶ τοῦ σώματος μὴ ἀπομακρυνώμεθα» (Περὶ Κυριακῆς προσευχῆς). 

Ἐν ᾧ δὲ οὕτω ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς προτρέπεται πάντας να μὴ ἀπέχωνται τῆς θείας Κοινωνίας, ἀφ᾿ ἑτέρου νουθετεῖ τοὺς ἀναξίους να ἀπέχωνται ταύτης, πρὶν ἢ διαλλαγῶσι πρὸς τὸν Κύριον, πρὸς ὃν καὶ μόνον ἡμάρτησαν. Ὁ Κυπριανὸς πρὸς ὑπόδειξιν τοῦ μεγάλου κινδύνου τοῦ ἐπαπειλοῦντος τοὺς ἀναξίως μεταλαμβάνοντας ἀναφέρει τὴν τιμωρίαν δύο προσώπων, μιᾶς γυναικὸς καὶ ἑνὸς ἀνδρός, διηγούμενος ὡς ἑξῆς: «Ἡμῶν τελούντων τὴν θυσίαν, ἔλαθεν ὑπεισελθούσα τις θύσασα τοῖς εἰδώλοις, αὐτή, λαβοῦσα τὸν ἅγιον ἄρτον, οὐχὶ τροφήν, ἀλλὰ ξίφος ἑαυτῇ προσφερομένη καὶ ὥσπερ δηλητήριά τινα θανατηφόρα ἐντὸς τοῦ φάρυγγας καὶ τοῦ στήθους εἰσδεχομένη, ἤρξατο να ἄγχηται καὶ ἀσπαίρουσα καὶ τρέμουσα κατέπεσεν. Ἄλλος δέ τις ὑπεισδύσας, καὶ αὐτὸς ἐσπιλωμένος, τῆς θυσίας ὑπὸ τοῦ Ἱερέως τελουμένης, ἐτόλμησε μετὰ τῶν λοιπῶν να μετάσχῃ λάθρα τοῦ Ἁγίου Σώματος τοῦ Κυρίου, καὶ οὐκ ἠδυνήθη να φάγῃ καὶ να μολύνῃ, ἀλλ᾿ ἀνοίξας τὰς χεῖρας εὗρεν ὅτι ἔφερε τέφραν» (περὶ τῶν ἐκπεπτωκότων κεφ. 26). Τὸ μάλιστα ἀξιοσημείωτόν ἐστι ἀπόσπασμά τι ἐκ τῆς ἑρμηνείας εἰς τὰς Παροιμίας τοῦ ἁγίου Ἰππολύτου, ἐν ᾧ ὁ θεῖος πατὴρ λέγει περὶ τοῦ ἁγιωτάτου μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας τάδε: «...Καὶ ἡτοίμασε τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν, τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἁγίας Τριάδος κατεπαγγελλομένην καὶ τὸ τίμιον καὶ ἄχραντον αὐτοῦ σῶμα καὶ αἷμα, ὅπερ ἐν τῇ μυστικῇ καὶ θείᾳ τραπέζῃ καθ᾿ ἑκάστην ἐπιτελοῦνται, θυόμενα εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἀειμνήστου καὶ πρώτης ἐκείνης τραπέζης τοῦ μυστικοῦ θείου δείπνου. Τὸ δέ, ἀπέστειλε τοὺς ἑαυτῆς δούλους ἡ σοφία, ὁ Χριστὸς δηλονότι, συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος, ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός με, φάσκουσα, τοὺς Ἱεροὺς Ἀποστόλους δηλοῖ τοὺς εἰς τὸν σύμπαντα κόσμον διαδραμόντας, καὶ προσκαλέσαντας τὰ ἔθνη εἰς τὴν ἐκείνου ἐπίγνωσιν ἀληθῶς τῷ ὑψηλῷ καὶ θείῳ τούτῳ κηρύγματι. Τὸ δὲ καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπε, τοῖς μήπω κεκτημένοις τὴν τοῦ ἁγίου Πνεύματος δύναμιν δηλονότι, λάβετε, φάγετε τὸν ἐμὸν ἄρτον καὶ πίετε οἶνον, ὃν κεκέρακα ὑμῖν, τὴν θείαν αὐτοῦ σάρκα καὶ τὸ τίμιον αὐτοῦ αἷμα δέδωκεν ἡμῖν, φησίν, ἐσθίειν καὶ πίνειν εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (ἐκ τῆς Ἱστορ. διδασκ. Φιλάρετου Παγίδα τομ. α´ σελ. 187). Ἰουστίνος δὲ ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἀπολογίᾳ λέγει περὶ τῆς ἁγίας Εὐχαριστίας τὰ ἑξῆς: «Τῇ τοῦ ἡλίου λεγομένη ἡμέρᾳ, πάντων κατὰ πόλεις ἢ ἀγροὺς μενόντων, ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσις γίνεται καὶ τὰ ἀπομνημονεύματα τῶν Ἀποστόλων ἢ τὰ συγγράμματα τῶν Προφητῶν ἀναγινώσκεται μέχρις ἐγχωρεῖ. Εἶτα παυσαμένου τοῦ ἀναγινώσκοντος, ὁ προεστὼς διὰ λόγου τὴν νουθεσίαν καὶ πρόσκλησιν τῆς τῶν καλῶν τούτων μιμήσεως ποιεῖται. Ἔπειτα ἀνιστάμεθα κοινῇ πάντες καὶ εὐχὰς πέμπομεν, καί, ὡς προέφημεν, παυσαμένων ἡμῶν τῆς εὐχῆς, ἄρτος προσφέρεται καὶ οἶνος καὶ ὕδωρ, καὶ ὁ προεστὼς εὐχὰς ὁμοίως καὶ εὐχαριστίας, ὅση δύναμις αὐτῷ, ἀναπέμπει, καὶ ὁ λαὸς ἐπευφημεῖ λέγων τὸ «Ἀμήν» καὶ ἡ διάδοσις καὶ ἡ μετάδοσις ἀπὸ τῶν εὐχαριστηθέντων ἑκάστῳ γίνεται, καὶ τοῖς οὐ παροῦσι διὰ τῶν διακόνων πέμπεται. Οἱ εὐποροῦντες δὲ καὶ βουλόμενοι κατὰ προαίρεσιν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ ὃ βούλεται δίδωσι, καὶ τὸ συλλεγόμενον παρὰ τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται καὶ αὐτὸς ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καὶ χήραις καὶ τοῖς διὰ νόσον ἢ δι᾿ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις καὶ τοῖς ἐν δεσμοῖς οὖσι καὶ τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι κηδεμὼν γίνεται. Τὴν δὲ τοῦ ἡλίου ἡμέραν κοινὴ πάντες συνέλευσιν ποιούμεθα, ἐπειδὴ πρώτη ἐστὶν ἡμέρα, ἐν ᾗ ὁ Θεός, τὸ σκότος καὶ τὴν ὕλη τρέψας, κόσμον ἐποίησε, καὶ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἡμέτερος Σωτήρ, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἐκ νεκρῶν ἀνέστη» (Ἀπολογία πρώτη §67).

Ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος ἐν τῇ πρώτῃ μυσταγωγικῇ κατηχήσει λέγει: ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τῆς εὐχαριστίας πρὸ τῆς ἁγίας ἐπικλήσεως τῆς προσκυνητῆς Τριάδος ἄρτος ἦν καὶ οἶνος λιτός, ἐπικλήσεως δὲ γενομένης, ὁ μὲν ἄρτος γίνεται σῶμα Χριστοῦ, ὁ δὲ οἶνος αἷμα Χριστοῦ. Καὶ ἐν πέμπτῃ κατηχήσει μυσταγωγικῇ: «Διὰ τοῦτο γὰρ τὴν παραδοθεῖσαν ἡμῖν ἐκ τῶν Σεραφεὶμ θεολογίαν ταύτην λέγομεν, ὅπως κοινωνοὶ τῆς ὑμνῳδίας ταῖς ὑπερκοσμίοις γενώμεθα στρατιαῖς, ἵνα ἁγιάσαντες ἑαυτοὺς διὰ τῶν πνευματικῶν τούτων ὕμνων παρακαλῶμεν τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐξαποστείλαι ἐπὶ τὰ προκείμενα ἵνα ποιήσῃ τὸν μὲν ἄρτον σῶμα Χριστοῦ, τὸν δὲ οἶνον αἷμα Χριστοῦ, παντὸς γάρ, οὗ ἐὰν ἐφάψηται τὸ ἅγιον Πνεῦμα, τοῦτο ἡγίασται καὶ μεταβέβληται». Καὶ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐν τόμῳ ε´, λόγῳ πα´: «Ὅταν ἑστήκη πρὸ τῆς τραπέζης ὁ Ἱερεύς, τὰς χεῖρας ἀνατείνων εἰς τὸν οὐρανόν, καλῶν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῦ παραγενέσθαι καὶ ἅψασθαι τῶν προκειμένων, πολλὴ ἡσυχία, πολλὴ σιγή, ὅταν δίδη τὴν χάριν τὸ Πνεῦμα, ὅταν κατέλθῃ, ὅταν ἅψηται τῶν προκειμένων». Καὶ ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης: «ὁ τῆς προθέσεως ἄρτος, οἶνός τε καὶ ὕδωρ διὰ τῆς ἐπικλήσεως καὶ ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὑπερφυῶς μεταποιοῦνται εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ αἷμα, καὶ οὔκ εἰσι δύο ἀλλ᾿ ἓν καὶ τὸ αὐτό». Καὶ κατωτέρω: «εἰ δὲ καί τινες ἀντίτυπα τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον ἐκάλεσαν, ὡς ὁ θεοφόρος Βασίλειος, οὐ μετὰ τὸ ἁγιασθῆναι εἶπον, ἀλλὰ πρὸ τοῦ ἁγιασθῆναι, αὐτὴν τὴν προσφορὰν οὕτω καλέσαντες (βιβλ. δ´ περὶ μυστηρίων κεφ. στ´). Καὶ ἀληθῶς μέγας Βασίλειος ἀντίτυπα λέγει τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον ἐν τῇ αὐτοῦ λειτουργίᾳ πρὸ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μετὰ τὸ «Λάβετε φάγετε», καὶ μετὰ τὸ «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν» ἐκεῖ. Ἔνθα δέεται καὶ παρακαλεῖ, ἵνα ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ἁγιάσῃ τὰ δῶρα, ἔχει δὲ οὕτω «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα. Διὰ τοῦτο, Δέσποτα πανάγιε, καὶ ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ προσεγγίζομεν τῷ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ, καὶ προθέντες τὰ ἀντίτυπα τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ σου, σοῦ δεόμεθα καὶ σὲ παρακαλοῦμεν, ἅγιε ἁγίων, εὐδοκίᾳ τῆς σῆς ἀγαθότητος ἐλθεῖν τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα καὶ εὐλόγησαι αὐτὰ καὶ ἁγιάσαι» κτλ. Διότι, ὅτε μὲν ὁ Χριστὸς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ ἀποστόλοις «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου» καὶ «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου», τότε μὲν τέλειον ἦν ἑκάτερον, διότι εὐλόγησε πρότερον αὐτὰ καὶ ἡγίασεν ὁ Δεσπότης, ὡς ἡ λειτουργία του τε μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου λέγει: «Εὐλόγησας, ἁγιάσας, κλάσας, ἔδωκε τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις εἰπών: λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου καὶ πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου». Νῦν δὲ ὁ ἱερεὺς τῷ Πατρὶ διηγούμενος, ἱστορικῶς ταῦτα φθέγγεται». Καὶ αὖθις ὁ χρυσοῦς τὴν γλῶτταν Ἰωάννης, ἐν τόμῳ β´ ὁμιλία ν´ «προσερχώμεθα τοίνυν μετὰ πίστεως ἕκαστος ἀσθένειαν ἔχων, εἰ γὰρ ἡ του κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἁψαμένη τοσαύτην εἴλκυε δύναμιν, πόσῳ μᾶλλον οἱ ὅλον αὐτὸν κατέχοντες. Τὸ δὲ προσελθεῖν μετὰ πίστεως οὐ τὸ λαβεῖν ἐστι μόνον τὸ προκείμενον, ἀλλὰ καὶ τὸ μετὰ καθαρὰς καρδίας ἅψασθαι, τὸ οὕτω διακεῖσθαι, ὡς αὐτῷ προσιόντας τῷ Χριστῷ. Τὶ γὰρ εἰ μὴ φωνῆς ἀκούεις, ἀλλ᾿ ὁρᾷς αὐτὸν κείμενον; Μᾶλλον δὲ καὶ φωνῇς αὐτοῦ ἀκούεις, φθεγγομένου αὐτοῦ διὰ τῶν εὐαγγελιστῶν. Πιστεύσατε τοίνυν ὅτι καὶ νῦν ἐκεῖνο τὸ δεῖπνόν ἐστιν, ἐν ᾧ καὶ αὐτὸς ἀνέκειτο οὐδὲν γὰρ ἐκεῖνο τούτου διενήνοχεν. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο μὲν ἄνθρωπος ἐργάζεται, ἐκεῖνο δὲ αὐτὸς ἀλλὰ καὶ τοῦτο κακεῖνο αὐτός. Ὅταν τοίνυν τὸν ἱερέα ἐπιδιδόντα σοὶ ἴδῃς, μὴ τὸν ἱερέα νομίζε τὸν τοῦτο ποιοῦντα, ἀλλὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ χεῖρα εἶναι τὴν ἐκτεινομένην. Ὥσπερ γὰρ ὅταν βαπτίζη, οὐκ αὐτὸς σὲ βαπτίζει, ἀλλ᾿ ὁ Θεός ἐστιν ὁ κατέχων σου τὴν κεφαλὴν ἀοράτῳ δυνάμει, καὶ οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος, οὔτε ἄλλος τις τολμᾷ προσελθεῖν καὶ ἅψασθαι, οὕτω καὶ νῦν ὅταν γὰρ ὁ Θεὸς μόνος γεννᾷ, αὐτοῦ μόνον ἐστὶν ἡ δωρεά». Καὶ ἐν τῷ αὐτῷ τόμῳ, ὁμιλία πβ´. «Οὔκ ἐστιν ἀνθρωπίνης δυνάμεως ἔργα τὰ προκείμενα. Ὁ τότε ταῦτα ποιήσας ἐν ἐκείνῳ τῷ δείπνῳ οὗτος καὶ νῦν αὐτὰ ἐργάζεται ἡμῖν ὑπηρετῶν τάξιν ἐπέχομεν ἡμεῖς, ὁ δὲ ἁγιάζων αὐτὰ καὶ μετασκευάζων αὐτός ἐστι». Καὶ ἐν τόμῳ δ´. «Οὐδὲν πλέον ἔχει τὸ ἐν τῷ Πάσχα μυστήριον τοῦ νῦν τελουμένου, ἓν ἐστι καὶ τὸ αὐτῷ ἡ αὐτὴ τοῦ Πνεύματος χάρις ἀεὶ Πάσχα ἐστὶν (ἱστὲ οἱ μύσται τὸ εἰρημένον) καὶ ἐν Παρασκευῇ καὶ ἐν Σαββάτῳ καὶ ἐν Κυριακῇ καὶ ἐν ἡμέρᾳ Μαρτύρων ἡ αὐτὴ θυσία ἐπιτελεῖται. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον, φησί, τοῦτον ἢ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνετε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε οὐχ ὁρῶ καιροῦ περιέγραψε τὴν θυσίαν. Πῶς οὖν τότε, φησί, Πάσχα λέγεται; Ὅτι τότε ἔπαθεν ὁ Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν. Μηδεὶς τοίνυν ἑτέρως ἐκείνῳ προσίτω καὶ τούτῳ ἄλλως. Μία δύναμίς ἐστι, μία ἀξία, μία χάρις. Ἓν σῶμα καὶ τὸ αὐτό, οὐκ ἐκεῖνο τούτου ἁγιώτερον, οὐδὲ τοῦτο ἐκείνου ἔλαττον (πρὸς Τιμόθ. λογ. ε´). Εἰ δὲ μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως προσέρχεσθαι τοῖς θείοις καὶ φρικτοῖς τοῦ Χριστοῦ μυστηρίοις ἡ Ἐκκλησία προστάσσει τοῖς ἔξω τοῦ θυσιαστηρίου μεταλαμβάνουσι λαϊκοῖς, καὶ ζητεῖται αὐτοῖς πίστις, πολλῷ μᾶλλον τοῖς ἐνδὸν τοῦ βήματος ἱερεῦσι προσευχομένοις καὶ λέγουσι, κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου, τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου, μεταβαλῶν τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ. Μετὰ δὲ τὰ ῥήματα ταῦτα, εὐθὺς ἡ μετουσίωσις γίνεται καὶ μεταβάλλεται ὁ ἄρτος εἰς τὸ ἀληθινὸν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ οἶνος εἰς τὸ ἀληθινὸν αὐτοῦ αἷμα, ἐν οἷς μόνον τὰ φαινόμενα εἴδη μένει καὶ τοῦτο κατὰ θείαν οἰκονομίαν. Πρῶτον μέν, ἵνα μὴ βλέπωμεν Σῶμα Χριστοῦ, ἀλλὰ πιστεύωμεν ὅτι ἐστίν, οἷς εἶπε λόγοις ὁ Κύριος, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου καὶ τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου πιστεύοντες τῇ δυνάμει ἐκείνου καὶ τοῖς λόγοις μᾶλλον ἢ ταῖς ἡμετέραις αἰσθήσεσιν, ὅπερ ἡμᾶς εἰς τὸν μακαρισμὸν εἰσάγει τῆς πίστεως. Μακάριοι γάρ, φησίν, οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Δεύτερον δέ, μέλλοντος τοῦ ἀνθρώπου τῷ Χριστῷ ἑνωθῆναι διὰ τῆς μεταλήψεως τῆς τε σαρκὸς αὐτοῦ καὶ τοῦ αἵματος, εἶτ᾿ ἀποστρεφομένου φύσει τὴν τῶν ὠμῶν σαρκῶν κρεάτων μετάληψιν καὶ ἀηδῶς πρὸς ταύτας ἔχοντος, τὶ οἰκονομεῖ ὁ Δεσπότης, δίδωσιν ἡμῖν τὴν αὐτοῦ σάρκα, καὶ τὸ αὐτοῦ αἷμα εἰς βρῶσίν τε καὶ πόσιν τοῖς πιστοῖς κατὰ τὴν θείαν αὐτοῦ πρόνοιαν ὑπὸ τὰ φαινόμενα εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Τοὺς δέ γε μεταλαμβάνοντας τῶν Μυστηρίων, εἴτε ἱερεῖς, εἴτε λαϊκούς, ἐπίσης πάντας καὶ ἐκ τῶν δύο μεταλαμβάνειν, τοῦ τε σώματος δηλαδὴ καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου, ὡς αὐτὸς εἶπεν. «Ἀμὴν ἀμήν, λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Διότι οὕτω καὶ οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ Χριστοῦ παρέλαβαν, ὡς λέγει ὁ Παῦλος: «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου, ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε: Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ Σῶμα, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὠσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων: Τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Ἔτι μίαν τιμὴν καὶ προσκύνησιν τῷ Χριστῷ καὶ τοῖς φρικτοῖς προσφέρομεν μυστηρίοις καὶ ἀδιάφορον.

Καὶ καθάπερ ὁ Κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων Πέτρος ἐκ στόματος τῶν Ἀποστόλων πάντων εἶπεν αὐτῷ: Σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, οὕτω καὶ ἡμεῖς λατρεύοντες τῷ σώματι καὶ αἵματι τοῦ Δεσπότου, λέγομεν ἕκαστος ἡμῶν. «Πιστεύω Κύριε καὶ ὁμολογῶ, ὅτι σὺ εἰ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ». Καὶ προσέτι τὸ μυστήριον τοῦτο προσφέρεται θυσία ὑπὲρ πάντων τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ζώντων τε καὶ κεκοιμημένων ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου. Οἱ καρποὶ τοῦ μυστηρίου τούτου εἶναι τρεῖς: α´) Ἡ ἀνάμνησις τοῦ πάθους καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ εἰρημένον «Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ» β´) Ὁ ἱλασμός, διότι τὸ μυστήριον τοῦτο ἱλασμὸς ἡμῖν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, εἴτε ζώντων εἴτε τεθνεώτων, γίνεται· λέγει γὰρ ἡ θεία γραφὴ «Τεκνία μου, ταῦτα γράφω ὑμῖν, ἵνα μὴ ἁμάρτητε καὶ ἐάν τις ἁμάρτῃ, παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν Πατέρα Ἰησοῦν Χριστὸν δίκαιον, καὶ αὐτὸς ἱλασμός ἐστι περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν οὐ περὶ τῶν ἡμετέρων δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ὅλου τοῦ κόσμου». Καὶ ἀλλαχοῦ: «ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον, ἵνα ζήσωμεν δι᾿ αὐτοῦ». Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. γ´) Ὁ καθαρισμός, διότι τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας (Α´ Ἰω. α´ 7). Ὁ θεῖος Γρηγόριος λέγει περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας: «Τὸ γὰρ ἱερώτατον τοῦ Χριστοῦ δῶρον καλῶς ἐσθιόμενον τοῖς πολεμοῦσι μέν ἐστιν ὅπλον, ἀποδημοῦσι δὲ ἐπάνοδος, τοὺς ἀσθενεῖς ἐνισχύει, τοὺς ἐῤῥωμένους εὐφραίνει, τὰς νόσους ἰᾶται, τὴν ὑγείαν διαφυλάττει, διὰ τούτου γινόμεθα πραότεροι, πρὸς διόρθωσιν σπουδαιότεροι, πρὸς τοὺς πόνους μακροθυμότεροι, θερμότεροι πρὸς τὴν ἀγάπην, πρὸς γνῶσιν ἀγχινούστεροι, προθυμότεροι πρὸς ὑπακοήν, ὀξύτεροι πρὸς τὴν τῶν χαρισμάτων ἐνέργειαν». Ὁ τῶν Νυσσαέων φωστὴρ Γρηγόριος λόγον ποιεῖται περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας ἐν λόγῳ ζ´ εἰς τοὺς μακαρισμούς. Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Οὐχ ἁπλῶς ἐσθίειν προστέτακται, ἀλλὰ καὶ διακρίνειν τὸ τοῦ Κυρίου παρακελευόμεθα σῶμα, δηλονότι σαρκὸς μολυσμὸν καὶ πνεύματος ἀποθεμένους καὶ δοχεῖον τοῦ πνευματικοῦ μύρου παρασκευάσαντας ἑαυτούς, οὕτω τῇ καθαρᾷ προσεγγίσαι θυσίᾳ (ὁμιλία περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος) ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α´ Κορ. ια´ 29). Τὴν ἱερὰν τῆς λειτουργίας τελετὴν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας πατέρες παρέδωκαν καλεῖσθαι θυσίαν ἀναίμακτον. Ἐπίσης παρέδωκαν καλεῖσθαι θυσιαστήριον τὴν ἁγίαν τράπεζαν, ἐφ᾿ ἧς ἡ τελετὴ τῆς ἱερᾶς ἐπιτελείται λειτουργίας. Τὴν ἔννοιαν τῆς θυσίας ἐκφράζουσι σαφῶς καὶ καθαρῶς ἅπασαι αἱ σῳζόμενοι λειτουργικοὶ βίβλοι, εἰ οὖν θυσία ἡ ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης προσφερομένη, ἄρα ἐστὶ ζῶσα, εἰ δὲ ζῶσα, ἄρα ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μετουσιοῦνται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου φέρονται τὰ ἑξῆς ἐκφραστικὰ περὶ τῆς πίστεως τῆς ἀρχαιοτάτης Ἐκκλησίας: «Καὶ ὅταν σφραγίζη τὸν ἄρτον λέγει ἰδοὺ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, σφαγιασθεὶς ὑπὲρ τῆς του κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Πλανῶνται ἄρα οἱ λέγοντες ὅτι οὐ μετουσιοῦνται, ἀλλ᾿ ὅτι τῇ αἰσθήσει τῆς ψυχῆς ἀντιλαμβανόμενοι ἐν πίστει μεταλαμβάνουσι. Οἱ ἀρνούμενοι τὴν μετουσίωσιν τοῦ ἄρτου καὶ οἴνου εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ ἀρνοῦνται τὴν ἔννοιαν τῆς θυσίας, διότι ἐὰν δὲν ἐγένετο μετουσίωσις, πῶς ὁ ψιλὸς ἄρτος καὶ οἶνος ἐκλήθη θυσία, πῶς δὲ ἡ ἁγία τράπεζα ἐκλήθη θυσιαστήριον, πῶς δέ, μὴ μετουσιωμένων, πίστει ἐσθίουσι τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ; Πῶς δὲ τῇ αἰσθήσει τῆς ψυχῆς ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἐσθίουσι τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἄρτον ἁπλοῦν καὶ οἶνον κοινὸν ἐσθίοντες καὶ πίνοντες; Πῶς δὲ ἄνευ θυσίας ἐσθίουσι καὶ πίνουσι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ; Βεβαίως τῇ φαντασίᾳ ἐσθίουσι καὶ πίνουσι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, πράγματι δὲ ἐσθίουσι καὶ πίνουσιν ἄρτον καὶ οἶνον κοινόν. Οἱ ἀρνούμενοι τὴν θυσίαν ἀθετοῦσι τὴν πίστιν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὁ μέγας Βασίλειος ἐν τοῖς κατ᾿ ἐπιτομὴν ὄροις, ἐρωτήσει ροβ´, ποταπῷ φόβῳ ἢ ποίᾳ πληροφορίᾳ μεταλάβωμεν τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀποκρινόμενος λέγει: «Τὸν μὲν φόβον διδάσκει ἡμᾶς ὁ Ἀπόστολος λέγων, ὁ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου, τὴν δὲ πληροφορίαν ἐμποιεῖ ἡ πίστις τῶν ῥημάτων τοῦ Κυρίου εἰπόντος, «τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Τὶ πρὸς ταῦτα λέγουσιν οἱ ἀθετοῦντες τὴν ἀρχαίαν πίστιν; Ἐὰν οὐδεμία ἐγένετο μεταβολὴ τῆς οὐσίας τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, κοινωνεῖ δὲ τῇ αἰσθήσει τῆς ψυχῆς ὁ πιστεύων, ὁ δὲ μὴ πιστεύων οὐδὲν καρποῦται, ὡς μὴ εἰσδεχόμενος πίστει τὸ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, τότε πρός τι ὁ φόβος, ἀφοῦ εἰς οὐδεμίαν ἔρχεται ἐπικοινωνίαν πρὸς τὸ θεῖον; Ἀλλὰ μὴ πρὸς τοὺς πιστεύοντας μόνον τὴν μετὰ τοῦ σώματος νοερὰν ἐπικοινωνίαν εἴρηκεν; Ἀλλ᾿ ἐὰν πρὸς τούτους μόνον τὴν ἐντολὴν δίδωσι, τότε οἱ μὴ πιστεύοντες τῇ κοινωνίᾳ ἁμαρτάνουσιν ἐσθίοντες ἀναξίως, οἱ δὲ μὴ πιστεύοντες τῇ ἐπικοινωνίᾳ δὲν ἁμαρτάνουσιν ἀλλ᾿ ἐὰν οἱ πιστεύοντες τῇ κοινωνίᾳ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἁμαρτάνουσιν, ὡς ἀναξίως εἰσδεχόμενοι πίστει τὸ ὑπὸ τὸν ἄρτον καὶ ἐν τῷ ἄρτῳ καὶ μετὰ τοῦ ἄρτου σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ ὑπὸ τὸν οἶνον τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, τότε πῶς, ἀνάξιοι ὄντες πρὸς κοινωνίαν, τῇ πίστει κοινωνοῦσι τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου; Ἡ πίστις αὐτῶν μετέδωκε τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου; Καὶ ἐν ᾧ ἡ πίστις τοῦ ἀναξίου μέγα τι εἰργάσατο καὶ θαυμαστόν, ἐγένετο αὐτῷ πρόξενος κρίματος ταῦτα, δι᾿ ἡμᾶς εἰσιν ἀκατάληπτα καὶ ἀκατανόητα, ἡ πίστις τοῦ ἀναξίου νὰ δύνηται νὰ φέρῃ εἰς ἐπικοινωνίαν τὸν ἀνάξιον πρὸς τὸ θεῖον, καὶ ἡ αὐτὴ πίστις νὰ γίνηται πρόξενος κρίματος. Τὸν χαρακτῆρα τῆς πίστεως ταύτης ἡμεῖς ἀδυνατοῦμεν να νοήσωμεν ἀλλ᾿ ἄραγε καὶ ἡ του ἀξίου πιστοῦ πίστις ἔχει τὴν δύναμιν να μεταδώσῃ ὑπὸ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Δύναται ἡ πίστις τοῦ πιστοῦ τοῦ ἐσθίοντος ἄρτον καὶ οἶνον να καταστήσῃ αὐτὸν τῇ αἰσθήσει τῆς ψυχῆς κοινωνὸν τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου; Δύναται λοιπὸν πᾶς Χριστιανὸς ἄξιος ἢ ἀνάξιος να παραθέτη ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ἐσθίων καὶ πίνων ἐξ αὐτῶν να κοινωνῇ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου; Δύναται λοιπὸν πᾶς πιστὸς ἄξιος ἢ ἀνάξιος, ὁσάκις ἂν βούληται, να λέγῃ, κοινωνῷ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ να κοινωνῇ; Πόθεν τοῦτο ἔμαθον; Παρὰ τίνος ἐδιδάχθησαν; Ἐν τίνι βίβλῳ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀνέγνωσαν; Πῶς ἄνευ θυσίας, ἄνευ θυσιαστηρίου θυσίαν ἐπετέλεσαν; Πῶς ἄνευ ἱεραρχίας ἱερεῖς ἀνεδείχθησαν; Πῶς ἄνευ εὐχῆς τὴν κοινωνίαν παρεσκεύασαν; Πῶς δὲ ἡ βούλησις, ἡ ἀντικαταστήσασα κατὰ μέγα μέρος τὴν πίστιν, τὴν τοῦ Χριστοῦ παρουσίαν ἐθαυματούργησεν; Ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐν τῷ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν παράδοσιν τῶν μυστηρίων λόγῳ λέγει: «Πάρεστι Χριστὸς καὶ νῦν ἐκεῖνος ὁ τὴν τράπεζαν ἐκείνην κοσμήσας, οὗτος καὶ ταύτην διακοσμεῖ νῦν ὥστε τράπεζα, ἱερὸν θυσιαστήριον ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ κατακοσμούμενον ἀπαιτεῖται πρὸς τέλεσιν τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ οὐχὶ ἁπλῆ βούλησις καὶ πίστις», ἀκούσωμεν δέ τὶ ἐν συνεχείᾳ λέγει ὁ ἅγιος Πατὴρ «οὐ γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὁ ποιῶν τὰ προκείμενα γενέσθαι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὁ σταυρωθεὶς ὑπὲρ ἡμῶν Χριστός». Ταῦτα ἂς ἐνωτισθῶσι καλῶς οἱ τῆς Καλβινικῆς κακοδοξίας διδάσκαλοι, οἱ πάντα ἄνθρωπον αὐθαιρέτῳ γνώμῃ τελετουργὸν τοῦ μυστηρίου ἀναδεικνύοντες. Καὶ αὖθις «σχῆμα πληρῶν ἕστηκεν ὁ ἱερεὺς τὰ ῥήματα ἐκεῖνα φθεγγόμενος τῆς προσευχῆς». Ὥστε καὶ ἱερέως ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας ἀναδεδειγμένου δεῖται τὸ μυστήριον καὶ προσευχῆς πῶς λοιπὸν πᾶς τις δι᾿ αὐθαιρέτου γνώμης γίνεται κοινωνὸς τοῦ μυστηρίου; Τολμηρὰ δοξασία. Καὶ αὖθις «ἡ δύναμις καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐστιν». Ὥστε οὐδ᾿ ὁ ἱερεὺς αὐτός, ἀλλ᾿ ἡ δύναμις καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἡ τελειοῦσα τὸ μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας καὶ μεταποιοῦσα τὸν ἄρτον καὶ οἶνον εἰς σῶμα καὶ εἰς αἷμα Χριστοῦ. Ἐὰν οὖν ἡ δύναμις καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μεταποιῇ τὸν ἄρτον καὶ οἶνον εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, πῶς ἡ αὐθαίρετος βούλησις καὶ ἡ πίστις τοῦ ἀξίου καὶ τοῦ ἀναξίου προκαλεῖ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ καθιστᾷ τὴν κοινωνίαν Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου; Οἱ ταῦτα λέγοντες πλανῶνται πλάνην δεινήν. Ἐν τῇ ἀποδοκιμασίᾳ καὶ κατακρίσει τῆς ἐπ᾿ ὀνόματι Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως Πατριάρχου Κων/πόλεως ἐκδοθείσης Καλβινικῆς ὁμολογίας πίστεως, φέρονται τὰ ἑξῆς: «Εἰ τοίνυν εἰρήκει ὁ Σωτήρ, ὁ ἄρτος οὗτός ἐστι τὸ σῶμά μου, ἦν ὅν τις ἴσως τοῖς τοῦ Καλβίνου μύσταις φαινομένη τοῦ κακῶς φρονεῖν πρόφασις εἰπὼν δέ, «τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα», πᾶσαν ἀπέκοψε πρόφασιν. Καὶ δῆλον ὅτι καὶ τῆς κυριολεξίας ἡ ἔμφασις καὶ τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας ἡ δύναμις καὶ τῶν Ἀποστόλων ἡ παράδοσις καὶ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἡ γνησία πίστις καὶ τῆς ἱερᾶς λειτουργίας ἡ ἀδιάκοπος χρῆσις καὶ πάντων τῶν θεοπνεύστων διδασκάλων ἡ σύμψηφος ἀπόφασις βιάζεται ὁμολογεῖν, τοῖς ῥήμασι τοῖς Δεσποτικοῖς μὴ ἐνδέχεσθαι νοῦν ἕτερον ἐνθεωρεῖσθαι ἢ τὸν σημαινόμενον κατὰ τὸ γράμμα. Τοῦτον οὖν τὸν τρόπον σημαντικὸς ὣν καὶ ἐναργής ἐστιν ὁ του Χριστοῦ λόγος ἤ φησι καὶ Χρυσόστομος ἐν τῷ εἰς τὴν προδοσίαν λόγῳ ὅτι σχῆμα πληροῖ ὁ Ἱερεὺς τὰ Δεσποτικὰ φθεγγόμενος ῥήματα ῥηθέντα γὰρ ἅπαξ παρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἐξ ἐκείνου καὶ μέχρι τῆς αὐτοῦ παρουσίας καθ᾿ ἑκάστην τράπεζαν ταῖς Ἐκκλησίαις ἁγιάζει τὴν θυσίαν, τοῦ Ἱερέως δηλαδὴ πάλιν ἐκεῖνα φθεγγομένου ἐναργὲς λοιπὸν ὁ σημαίνει ὁ του Χριστοῦ λόγος, καὶ σημαίνει σῶμα, οὐκ ἄρτου οὐσίαν μεταποιεῖ γὰρ ἐξ ἀνάγκης τὴν οὐσίαν τοῦ ἄρτου εἰς θείου σώματος οὐσίαν καὶ τοῦτό ἐστιν ἡ μετουσίωσις, μυστήριον τῆς παντοδυνάμου μεγαλοπρεπείας τοῦ Χριστοῦ τῷ ὄντι ἐπάξιον καὶ λόγῳ ἀνέκφραστον καὶ λογισμοῖς ἀνθρωπίνοις ἀπερινόητον.

Ἡ ἐν Κων/πόλει Ἱερὰ Σύνοδος ἡ ἐπὶ Διονυσίου Πατριάρχου Κων/πόλεως συγκροτηθεῖσα τὸ 1672 ἐν τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας λέγει ταῦτα: «Περὶ τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας πιστεύομεν καὶ ὁμολογοῦμεν ἀδιστάκτως, ὅτι τὸ ζῶν σῶμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πάρεστιν ἀοράτως πραγματικὴ παρουσία ἐν τῷ μυστηρίῳ. Ἐν γὰρ τῷ εἰπεῖν τὸν λειτουργοῦντα Ἱερέα μετὰ τὰ Κυριακολόγια, «ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου, τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου, μεταβαλῶν τῷ πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ», τότε τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὑπερφυῶς καὶ ἀῤῥήτως ὁ μὲν ἄρτος μεταποιεῖται εἰς αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ ἴδιον σῶμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ πραγματικῶς καὶ ἀληθῶς καὶ κυρίως, ὁ δὲ οἶνος εἰς τὸ ζωηρὸν αἷμα αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸν ὅλον τὸν Χριστὸν πιστεύομεν εἶναι τὸν προσφέροντα καὶ προσφερόμενον καὶ προσδεχόμενον καὶ διαδιδόμενον ἁπαξάπασι, καὶ ὁλόκληρον ἀπαθῶς ἐσθιόμενον. Οἱ μέντοι ἀξίως μεταλαμβάνοντες αὐτοῦ ζωοποιοῦνται, ἑνούμενοι αὐτῷ τῷ Χριστῷ οἱ δὲ ἀναξίως, κατακρίνονται καὶ εἰς ὄλεθρον ῥίπτουσιν ἑαυτούς. Ὅπερ μυστήριον καὶ λατρεία ἐστὶ καὶ λέγεται. Καὶ θεοπρεπῶς ἐν αὐτῇ λατρεύεται τὸ τεθεωμένον σῶμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ θυσία προσφέρεται ὑπὲρ πάντων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ζώντων καὶ κεκοιμημένων». 

Καὶ ὁ Δοσίθεος δὲ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ὁμολογία λέγει περὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας τὰ ἑξῆς: «Πιστεύομεν τὸ πανάγιον μυστήριον τῆς ἱερᾶς Εὐχαριστίας, ὅπερ ἀνωτέρω κατὰ τάξιν τέταρτον ἐθέμεθα, ἐκεῖνο εἶναι, ὅπερ ὁ Κύριος παρέδωκε τῇ νυκτί, ᾗ παρεδίδου ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς του κόσμου ζωῆς. Λαβὼν γὰρ ἄρτον καὶ εὐλόγησας ἔδωκε τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ Ἀποστόλοις εἰπών, «λάβετε, φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου». Καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας εἴρηκε «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Τούτου ἐν τῇ ἱερουργίᾳ πιστεύομεν παρεῖναι τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν οὐ τυπικῶς, οὐδ᾿ εἰκονικῶς, οὐδὲ χάριτι ὑπερβαλλούσῃ, ὡς ἐν τοῖς λοιποῖς μυστηρίοις, οὐδὲ κατὰ μόνην παρουσίαν, καθώς τινες τῶν Πατέρων εἰρήκασι περὶ τοῦ βαπτίσματος, οὐδὲ κατ᾿ ἀναρτισμόν, ὥστε ἑνοῦσθαι τὴν θεότητα τοῦ Λόγου τῷ προκειμένῳ τῆς Εὐχαριστίας ἄρτῳ ὑποστατικός, καθὼς οἱ ἀπὸ Λουθήρου λίαν ἀμαθῶς καὶ ἀθλίως δοξάζουσιν ἀλλ᾿ ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς, ὥστε μετὰ τὸν ἁγιασμὸν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου μεταβάλλεσθαι, μετουσιοῦσθαι, μεταποιεῖσθαι, μεταῤῥυθμίζεσθαι τὸν μὲν ἄρτον εἰς αὐτὸ τὸ ἀληθὲς τοῦ Κυρίου σῶμα, ὅπερ ἐγεννήθη ἐν Βηθλεὲμ ἐκ τῆς Ἀειπαρθένου, ἐβαπτίσθη ἐν Ἰορδάνῃ, ἔπαθεν, ἐτάφη, ἀνέστη, ἀνελήφθη, κάθηται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, μέλλει ἐλθεῖν ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, τὸν δ᾿ οἶνον μεταποιεῖσθαι καὶ μετουσιοῦσθαι εἰς αὐτὸ τὸ ἀληθὲς τοῦ Κυρίου αἷμα, ὅπερ κρεμάμενου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἐχύθη ὑπὲρ τῆς του κόσμου ζωῆς. Ἔτι μετὰ τὸν ἁγιασμὸν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου οὐκ ἔτι μένειν τὴν οὐσίαν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἴδει καὶ τύπῳ, ταυτὸν εἰπεῖν, ὑπὸ τοῖς τοῦ ἄρτου συμβεβηκόσιν. Ἔτι αὐτὸ τὸ πανακήρατον τοῦ Κυρίου σῶμα καὶ αἷμα μεταδίδοσθαι καὶ εἰσδύειν εἰς τὸ στόμα καὶ τὸν στόμαχον τῶν μετεχόντων εὐσεβῶν καὶ ἀσεβῶν πλὴν τοῖς μὲν εὐσεβέσι καὶ ἀξίοις ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον προξενεῖν τοῖς δ᾿ ἀσεβέσι καὶ ἀναξίοις κατάκρισιν καὶ κόλασιν αἰώνιον παραχωρεῖν. Ἔτι τέμνεσθαι μὲν καὶ διαιρεῖσθαι εἴτε χερσὶν εἴτε καὶ ὀδοῦσι τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, κατὰ συμβεβηκὸς μέντοι, ἤτοι κατὰ τὰ συμβεβηκότα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, καθ᾿ ἃ καὶ ὁρατὰ καὶ ἁπλὰ εἶναι ὁμολογοῦνται, καθ᾿ ἑαυτὰ δὲ μένειν ἄτμητα πάντοι καὶ ἀδιαίρετα. 

Ὅθεν καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία φησὶ μερίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας, δηλονότι ἀξίως, ἁγιάζων. Ἔτι ἐν ἑκάστῳ μέρει καὶ τμήματι ἐλαχίστῳ τοῦ μεταβληθέντος ἄρτου καὶ οἴνου οὐκ εἶναι μέρος τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου, βλάσφημον γὰρ τοῦτο καὶ ἄθεον, ἀλλ᾿ ὅλον ὁλικῶς τὸν Δεσπότην Χριστὸν κατ᾿ οὐσίαν, μετὰ ψυχῆς δηλονότι καὶ θεότητας, ἤτοι τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον. Ὅθεν καὶ πολλῶν γινομένων ἐν τῇ οἰκουμένῃ ἐν μιᾷ καὶ τῇ αὐτῇ ὥρᾳ ἱερουργιῶν, μὴ γίνεσθαι πολλοὺς Χριστοὺς ἢ πολλὰ σώματα Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστὸν παρεῖναι ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς, καὶ ἐν Αὐτῷ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα ἐν πάσαις ταῖς κατὰ μέρος τῶν πιστῶν ἐκκλησίαις καὶ τοῦτο οὐχ ὅτι τὸ ἐν οὐρανοῖς τοῦ Δεσπότου ἐν τοῖς θυσιαστηρίοις κάτεισι σῶμα, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ τῆς προθέσεως ἐν πάσαις ταῖς κατὰ μέρος ἐκκλησίαις προκείμενος ἄρτος μεταποιούμενος καὶ μετουσιούμενος μετὰ τὸν ἁγιασμὸν γίνεται καί ἐστιν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ τῷ ἐν οὐρανοῖς. Ἓν γὰρ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ἐν πολλοῖς τόποις καὶ οὐ πολλά, καὶ διὰ τοῦτο τὸ μυστήριον τοῦτο μάλιστά ἐστι καὶ λέγεται θαυμαστὸν καὶ πίστει μόνῃ καταληπτόν, οὗ σοφίσμασι σοφίας ἀνθρωπίνης τὴν ματαίαν καὶ ἀνόητον ἐν τοῖς θείοις περιέργειαν ἀποσείεται ἡ εὐσεβὴς καὶ θεοπαράδοτος ἡμῶν θρησκεία. Ἔτι αὐτὸ τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου τὸ ἐν τῷ τῆς Εὐχαριστίας μυστηρίῳ ὀφείλειν τιμᾶσθαι ὑπερβάλλοντας καὶ προσκυνεῖσθαι λατρευτικῶς. Μία γὰρ ἡ προσκύνησις τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου. Ἔτι εἶναι θυσίαν ἀληθῆ καὶ ἰλαστικὴν προσφερομένην ὑπὲρ πάντων τῶν εὐσεβῶν, ζώντων καὶ τεθνεώτων καὶ ὑπὲρ ὠφελείας πάντων, ὡς κεῖται ῥητῶς ἐν ταῖς τοῦ μυστηρίου προσευχαῖς ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων τῇ Ἐκκλησίᾳ παραδοθείσαις κατὰ τὴν πρὸς αὐτοὺς διαταγὴν τοῦ Κυρίου. Ἔτι καὶ πρὸ τῆς χρήσεως εὐθὺς μετὰ τὸν ἁγιασμὸν καὶ μετὰ τὴν χρῆσιν τὸ φυλαττόμενον ἐν ταῖς ἱεραῖς θήκαις πρὸς μετάληψιν τῶν ἀποδημῆσαι μελλόντων ἀληθὲς εἶναι τοῦ Κυρίου σῶμα, καὶ κατὰ μηδὲν διάφορον ἑαυτοῦ, ὥστε πρὸ τῆς χρήσεως μετὰ τὸν ἁγιασμόν, ἐν τῇ χρήσει καὶ μετὰ τὴν χρῆσιν, εἶναι κατὰ πάντα τὸ ἀληθὲς τοῦ Κυρίου σῶμα. Ἔτι τῇ μετουσίωσις λέξει οὐ τὸν τρόπον πιστεύομεν δηλοῦσθαι, καθ᾿ ἣν ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταποιοῦνται εἰς τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, τοῦτο γὰρ ἄληπτον πάντη καὶ ἀδύνατον, πλὴν αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῖς πιστεύουσιν ἀμάθειαν ἅμα καὶ ἀσέβειαν ἐπιφέρει, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μετὰ τὸν ἁγιασμὸν οὐ τυπικῶς οὐδ᾿ εἰκονικῶς, οὐδὲ χάριτι ὑπερβαλλούσῃ, οὐδὲ τῇ κοινωνίᾳ ἢ τῇ παρουσίᾳ τῆς θεότητας μόνης τοῦ Μονογενοῦς μεταβάλλεται εἰς τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου, οὐδὲ συμβεβηκός τι τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἰς συμβεβηκός τι τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ κατὰ τίνα τροπὴν ἢ ἀλλοίωσιν μεταποιεῖται, ἀλλ᾿ ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς καὶ οὐσιωδῶς γίνεται ὁ μὲν ἄρτος αὐτὸ τὸ ἀληθὲς τοῦ Κυρίου σῶμα, ὁ δ᾿ οἶνος αὐτὸ τὸ τοῦ Κυρίου αἷμα, ὡς εἴρηται ἀνωτέρω. Ἔτι μὴ γίνεσθαι ὑπὸ τίνος ἅλλου τὸ τῆς Ἱερᾶς Εὐχαριστίας τοῦτο μυστήριον, εἰ μὴ μόνον ὑπὸ Ἱερέως εὐσεβοῦς καὶ ὑπὸ εὐσεβοῦς καὶ νομίμου ἐπισκόπου τὴν Ἱερωσύνην λαβόντος, καθ᾿ ὃν τρόπον ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία διδάσκει. Αὕτη ἐστὶν ἐν συντόμῳ ἡ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ περὶ τοῦ μυστηρίου τούτου δόξα καὶ ἀληθὴς ὁμολογία καὶ ἀρχαιοτάτη παράδοσις, ἣν οὐ δεῖ κολοβοῦσθαι κατ᾿ οὐδένα τρόπον ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν βουλομένων καὶ ἀποσειομένων τοὺς νεωτερισμοὺς καὶ τὰς βεβήλους τῶν αἱρετικῶν κενοφωνίας, ἀλλ᾿ ἀναγκαίως σώαν καὶ ἀδιάσειστον τηρεῖσθαι τὴν νομοθετηθεῖσαν παράδοσιν. Τοὺς γὰρ παραβαίνοντας ἀποποιεῖται καὶ ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία» (Ὁμολογίας Δοσιθέου ὅρος ΙΖ´).

Τὴν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ ἐκύρωσεν ἡ πρώτη, ἡ τρίτη καὶ ἡ ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τονίζουσι δὲ ὅτι ὁ ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ ἄρτος καὶ οἶνος μεταβάλλεται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Ἐν ἁπάσαις ταῖς ἀρχαίαις λειτουργίαις καὶ ἐν αὐταῖς ταῖς τῶν ἀποσχισθεισῶν Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουσιν εὐχαὶ πρὸς μεταβολὴν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀλλὰ πλὴν ὅλων τούτων ἡ μυστικὴ πληροφορία τῶν ἐπαξίως κοινωνούντων, αὐτὴ μόνη μαρτυρεῖ τὸ ἀληθὲς φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Μέγεθος καὶ ἀξία τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τὸ παραδοθὲν παρὰ τοῦ Κυρίου μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι τὸ ἀνώτερον ὅλων τῶν μυστηρίων εἶναι τὸ θαυμασιώτερον τῶν θαυμάτων, ὅσα ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐξετέλεσεν, εἶναι τὸ ὑψηλότερον ἐξ ὅσων ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐπενόησεν, εἶναι δὲ καὶ τὸ τιμιώτερον ὅλων τῶν χαρισμάτων, ὅσα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐχαρίσατο τοῖς ἀνθρώποις, διότι τοῦτο ὑπερέχει ὅλων τῶν ἄλλων κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ὑπερβασίαν τῶν ὅρων τῆς φύσεως, διότι πάντα μὲν τὰ θαύματα προέρχονται ἐξ ὑπερβασίας νόμων τινῶν τῆς φύσεως, τὸ μυστήριον ὅμως τῆς θείας μεταλήψεως ὑπερέβη πάντας, διὸ καὶ δικαίως τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων καὶ τὸ μυστήριον τῶν μυστηρίων δύναται να κληθῇ καὶ να θεωρηθῇ. Ὁ Ἀριστοτέλης ὁρίζων τοὺς τρόπους τῆς ὑπάρξεως τῶν φυσικῶν πραγμάτων ἀνάγει αὐτοὺς εἰς δέκα, οὓς ὀνομάζει κατηγορίας, εἰσὶ δὲ αἱ ἑξῆς: οὐσία, ποσόν, ποιόν, πρός τι, πού, πότε, κεῖσθαι, ἔχειν, ποιεῖν, (εἴτε ἐνεργεῖν) καὶ πάσχειν.

Τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας ὑπερβαίνει πάντας τοὺς εἰρημένους τύπους διὸ καὶ δικαίως θαῦμα θαυμάτων δύναται να κληθῇ. Καὶ ἰδοὺ ἡ ἀπόδειξις. Θαῦμα κατὰ τὴν οὐσίαν διότι τὰ ἅγια δῶρα, ἐνὼ πρὸ τῆς εὐλογίας εἰσὶν οὐσία ἄρτου καὶ οἴνου, μετὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τὸν ἁγιασμὸν εἶναι οὐσία τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Θαῦμα κατὰ ποσὸν διότι ὅλον τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἰς ὅλον τὸν ἅγιον ἄρτον καὶ ἐπίσης ὁλόκληρον εἰς πᾶσαν μερίδα. Θαῦμα κατὰ ποιὸν διότι αἰσθανόμεθα μὲν τὴν ποιότητα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἀλλὰ τρώγομεν καὶ πίνομεν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Θαῦμα κατὰ πρός τι δηλαδὴ κατὰ τὴν σχέσιν, διότι εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν εἶναι μὲν αὐτὸς ὁ Υἱός, ὃν ἐγέννησεν ἐν χρόνῳ ἡ Παρθένος Μαρία, πλὴν ἐνταῦθα δεν γεννᾶται κυρίως ἐκ πατρὸς ἢ μητρός, ἀλλὰ τελεσιουργεῖται μυστηριωδῶς, ὥστε ἐν τῷ τρόπῳ τῆς μετουσιώσεως, ἤτοι τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καὶ οἴνου εἰς σῶμα αὐτοῦ, δεν ἀναφέρεται οὔτε εἰς πατέρα οὔτε εἰς μητέρα. Θαῦμα κατὰ τό ποῦ διότι ὁ αὐτὸς Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι καὶ εἰς τὸν Οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν Γῆν, καὶ ὁ αὐτὸς εἰς τὸ Ἱερὸν ἡμῶν θυσιαστήριον. Θαῦμα κατὰ τὸ πότε διότι ὡς σῶμα Χριστοῦ εἶναι ἄφθαρτον καὶ ἀθάνατον ὡς αἷμα Χριστοῦ εἶναι πηγὴ ζωῆς αἰωνίου ἀλλὰ διαμένουσι τὰ θεῖα ἰδιώματα ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ ἐνόσω διαμένουσι τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Θαῦμα κατὰ τὸ κεῖσθαι διότι εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν θεωρεῖται ὁ Ἰησοῦς κείμενος ἐν τῇ φάτνῃ, ὡς γεννηθείς, ὡς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ὡς πάσχων, ὡς ἀναστὰς καὶ ἀνερχόμενος εἰς οὐρανούς, ὡς ἀναληφθεὶς καὶ καθήμενος ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός, ὡς Υἱὸς καὶ Θεός. Θαῦμα κατὰ τὸ ἔχειν διότι τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου ἔχει ἐξωτερικὴν περιβολὴν τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Θαῦμα κατὰ τὸ ποιεῖν (εἴτε ἐνεργεῖν), διότι ἡ μετάληψις τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐγγίζει μὲν τὴν αἴσθησιν, ἀλλ᾿ ἁγιάζει τὸ πνεῦμα. Θαῦμα τέλος κατὰ τὸ πάσχειν, διότι ὁ θεῖος ἄρτος μελίζεται μέν, ἀλλ᾿ ὡς σῶμα Χριστοῦ δεν διαιρεῖται, τρώγεται μέν, ἀλλ᾿ ὡς σῶμα Χριστοῦ δεν δαπανᾶται. Ὅθεν ἡ θεία Εὐχαριστία, ἐπειδὴ ὑπερβαίνει πάντας τοὺς ὅρους ἢ τὰς κατηγορίας, ὑφ᾿ ἃς ἐκδηλοῦνται οἱ νόμοι τῆς φύσεως, εἶναι τὸ μεγαλύτερον ὅλων τῶν θαυμάτων, ἐπίσης εἶναι καὶ τὸ ὑψηλότερον, ἐπειδὴ ὑπερβαίνει πᾶσαν κατάληψιν. Τὸ μέγεθος τοῦ θαύματος τούτου θέλει γίνει καταληπτόν, ἐὰν λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν ἕτερον θαῦμα. Ἡ ἐκ Παρθένου γέννησις τοῦ Σωτῆρος εἶναι μὲν θαῦμα, διότι δεν ἐννοοῦμεν, τίνι τρόπῳ γεννᾶται ἐν χρόνῳ καὶ ἐκ γυναικὸς ὁ ἀΐδιος Θεός, νοοῦμεν ὅμως, ὅτι γεννᾶται, διότι βλέπομεν αὐτὸν τέλειον ἄνθρωπον, ὑπερβαίνει μὲν πολλοὺς ὅρους, ἢ πολλὰς κατηγορίας, ἀλλὰ μένουσι καί τινες, ὑφ᾿ ἃς ἀντιλαμβανόμεθα αὐτοῦ. Εἰς τὸ μυστήριον ὅμως, τῆς θείας μεταλήψεως κρύπτεται οὐ μόνον ἡ θεότης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνθρωπότης ὥστε εἶναι μυστήριον τῶν μυστηρίων, τὸ κατὰ πάντα τρόπον ἀπόκρυφον, τὸ ὑπερβαῖνον πάντας τοὺς ὅρους τῆς φυσικῆς γνώσεως· διὰ τοῦ μυστηρίου τούτου ὁ Θεὸς ἔδειξεν εἰς ἡμᾶς, ὡς δυνατός, τὸ μέγιστον κράτος τῆς θείας αὐτοῦ παντοδυναμίας, ὡς σοφὸς δέ, τὸ μέγιστον ὕψος τῆς θείας ἀγαθότητος. Τοῦτο τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὑποδείξαντες δὲ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ, ἤδη μεταβαίνομεν εἰς τὴν ὑπόδειξιν τοῦ τρόπου καθ᾿ ὃν πρέπον εἷναι να προσερχώμεθα εἰς τὴν μετάληψιν αὐτοῦ.



Πῶς πρέπει να προσερχώμεθα εἰς τὴν μετάληψιν τῶν θείων μυστηρίων

Τὸν τρόπον, καθ᾿ ὃν ἀνάγκη να προσερχώμεθα εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν, διδάσκει ἡμᾶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, λέγων: «Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω, καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω, ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α´ Κορ. ια´ 28-29). Ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἑρμηνεύων τοῦτο τὸ ῥητὸν λέγει τὰ ἑξῆς: «Ἐνδὸν ἐν τῷ συνειδότι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ τὰ πάντα ὁρῶντος ποιοῦ τὴν κρίσιν καὶ τῶν ἡμαρτημένων τὴν ἐξέτασιν, καὶ πάντα τοῦ βίου ἀναλογιζόμενος ὑπὸ τοῦ νοῦ τὸ κριτήριον ἄγε τὰ ἁμαρτήματα, διώρθου τὰ πλημμελήματα, καὶ οὕτω μετὰ καθαροῦ συνειδότος τῆς Ἱερᾶς ἅπτου τραπέζης καὶ τῆς ἁγίας μέτεχε θυσίας. Σὺ σεαυτοῦ γενοῦ κριτὴς καὶ τῶν βεβιωμένων ἀκριβὴς δικαστής, ἐρευνᾷ τὸ συνειδὸς καὶ τότε δέχου τὸ δῶρον. Ἂν τοῦτο κατορθώσωμεν, δυνησόμεθα μετὰ καθαροῦ συνειδότος καὶ τῇ Ἱερᾷ ταύτῃ καὶ φρικτῇ τραπέζῃ προσελθεῖν καὶ τὰ ῥήματα ἐκεῖνα τὰ τῇ εὐχῇ συνεζευγμένα μετὰ παῤῥησίας φθέγξασθαι, ἴσασιν οἱ μεμυημένοι τὸ λεγόμενον διὸ τῷ ἑκάστου συνειδότι καταλιμπάνω εἰδέναι, πῶς μὲν κατορθωκότες τὴν ἐντολὴν μετὰ παῤῥησίας προέσθαι ταῦτα δυνάμεθα κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τὸν φοβερόν». Ἂς ἐξετάζῃ λοιπὸν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ συνείδησιν πρῶτον, ἵνα γνωρίσῃ τὴν ἠθικὴν αὐτοῦ κατάστασιν καὶ τὴν σχέσιν αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ, καὶ ἂν εὕρῃ αὐτὰς ἐν θεαρέστῳ καταστάσει, ἂς προσέλθῃ νὰ κοινωνήσῃ, ἄλλως ἂς ἐπιφυλαχθῇ διότι οὐδὲν κοινὸν μεταξὺ ἁγίου καὶ ἐναγοῦς.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νουθετῶν τοὺς Κορινθίους μὴ ἐτεροζυγεῖν ἀπίστοις, ἤτοι μὴ λαμβάνειν συζύγους ἀπίστους, λέγει «Τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαρ;» (Β´ Κορ. στ´ 14), ὥστε τίς κοινωνία ἁμαρτωλῷ πρὸς τὴν θείαν μετάληψιν; Ὅτι δὲ μετ᾿ εὐλαβείας πρέπει να προσερχώμεθα, διδάσκει ἡμᾶς αὐτὸς ὁ Θεός, διατάξας τῷ Μωϋσῇ να μὴ πλησίασῃ τῇ καιομένῃ βάτῳ ὑποδεδεμένος, ἀλλὰ να λύσῃ τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν αὐτοῦ εἰς σημεῖον εὐλαβείας διότι ὁ τόπος, ἐν ᾧ ἵστατο ἦν ἅγιος. «Μωϋσῆ! Μὴ ἐγγίσῃς ὧδε, λύσαι τὸ ὑπόδημά σου ἐκ τῶν ποδῶν σου ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας ἐπ᾿ αὐτοῦ, γῆ ἁγία ἐστί» (Ἐξ. γ´ 3). Ὀφείλομεν ἄρα πλησιάζοντες να προσερχώμεθα μετὰ πάσης εὐλαβείας, καθαροὶ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἵνα ἀξίως μεταλαμβάνωμεν, διότι ἀφοῦ ὁ Θεὸς διέταξε τῷ Μωϋσῇ να λύσῃ τὸ ὑπόδημα, ἵνα πλησίασῃ τόπον ἅγιον, πόσον ὀφείλεις σύ, Χριστιανέ, να λύσῃς πάντα δεσμὸν ἁμαρτίας, ἵνα δεχθῇς ἐν σοὶ ὅλον τὸν Θεόν; Διότι ὁ Ἅγιος ἐκεῖνος ἄρτος οὐχὶ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἐστί; Καὶ τὸ ἅγιον ποτήριον οὐχὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου ἐστί; «Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας, ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; τὸν ἄρτον, ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι;» (Α´ Κορ. ι´ 16). Πῶς λοιπὸν θὰ πλησίασης μὲ βεβαρημένην συνείδησιν τὸ πῦρ, τὸ φλέγον ἀναξίους; Ἄνθραξ γάρ ἐστι τοὺς ἀναξίους φλέγων. Ὅθεν λῦσον πάντα πρὸς τὸν πλησίον σου δεσμὸν ἔχθρας, λῦσον πᾶσαν ἄδικον συναλλαγήν, ἀπόδος τὸ ἀλλότριον, ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίει χρηστότητα, ἐπίστρεψον εἰς τὸν Κύριον καὶ πρόσελθε, ἵνα ἁγιασθῇς ὅλος, φωτισθῇς καὶ γίνῃς ταμεῖον τῆς θείας χάριτος, ἵνα ἑνωθῇς μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ἵνα μείνῃς ἐν αὐτῷ καὶ αὐτὸς ἐν σοί. «Ὁ τρώγων μου τὸ σῶμα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει καγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. στ´ 54). Χαρακτὴρ τοῦ ἐπαξίως μεταλαμβάνοντος. Ὤ! Πόσον εὐδαίμων καὶ μακάριος δέον να λογίζηται ὁ ἐπαξίως τῶν θείων μεταλαμβάνων μυστηρίων! Οὗτος ἐξέρχεται τοῦ ναοῦ ὅλος ἀνακαινισθείς, διότι τὸ πῦρ τῆς θεότητος, τὸ διὰ τῆς θείας μεταλήψεως κοινωνῆσαν μετὰ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὰς μὲν ἁμαρτίας αὐτῆς κατέφλεξεν, αὐτὴν δὲ θείας ἐνέπλησε χάριτος, τὰς φρένας ἡγίασε, τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἐνίσχυσε, τὸν νοῦν διεφώτισε καὶ τὴν καρδίαν τῷ φόβῳ τοῦ Θεοῦ καθήλωσε καὶ τέλος ἀνέδειξε σκήνωμα πνεύματος μόνου. Ὁ ἐπαξίως κοινωνήσας ἔλαβεν ὡς ἀῤῥαβῶνα τὴν οὐράνιον βασιλείαν, εὑρίσκεται δὲ ἐνδεδυμένος τὴν θείαν πανοπλίαν, ἥτις προφυλάττει αὐτὸν ἀπὸ παντὸς κακοῦ καὶ πάσης τοῦ πονηροῦ ἐπιβουλῆς, καὶ καθιστᾷ ἐπίφοβον καὶ αὐτοῖς τοῖς δαίμοσιν. Ἡ καρδία τοῦ ἐπαξίως κοινωνήσαντος πληροῦται χαρᾶς ἀφάτου καὶ θυμηδίας ἀῤῥήτου, οὗτος μόνος αἰσθάνεται τὴν ἐπελθοῦσαν ἀλλοίωσιν, ἐπὶ δὲ τῷ ἀνακαινισμῷ αὐτοῦ εὐφραίνεται. Αἱ ἀρεταὶ πᾶσαι περικοσμοῦσι τὴν καρδίαν αὐτοῦ, πόθος δὲ αὐτοῦ εἶναι ἡ μετὰ τοῦ Κυρίου ἕνωσις. Ἡ ψυχικὴ γαλήνη, ἣν δίδωσιν ἡ συναίσθησις τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ διαλλαγῆς καὶ κοινωνίας, καὶ ἡ βασιλεύουσα ἐν αὐτῷ οὐρανία εἰρήνη, κατοπτρίζονται ἐπὶ τοῦ ἱλαροῦ προσώπου, τοῦ ἐπαξίως κοινωνήσαντος, πᾶσα δὲ αὐτοῦ ἡ ἐξωτερικὴ ὄψις μαρτυρεῖ τὴν ἐσωτερικὴν αὐτοῦ ἠθικὴν κατάστασιν, ἁγνότης καὶ ἀθῳότης, δύο περιστέφουσαι αὐτὸν χάριτές εἰσιν, αἳ πρὸς πάντας περὶ αὐτοῦ ὁμιλοῦσαι. Ἰδοὺ ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀληθῶς καὶ ἐπαξίως μεταλαμβάνοντος, τοιαῦτα τὰ ἀποτελέσματα τῆς θείας μεταλήψεως.

Ταῦτα ἔχων τις ὑπ᾿ ὄψιν, πόσον δεν οἰκτείρει, οὐχὶ πλέον τοὺς ἀναξίως μεταλαμβάνοντας, ἢ τοὺς μὴ δυναμένους ἐκ κωλύοντας ἁμαρτήματος να μεταλάβωσιν, ἀλλὰ τοὺς ἐξ ἀδιαφορίας καὶ περιφρονήσεως, οὕτως εἰπεῖν, πρὸς τὴν ἐκ τῆς θείας μεταλήψεως προσγινομένην ὠφέλειαν, ψυχικήν τε καὶ σωματικὴν ἀπέχοντας τῆς θείας Εὐχαριστίας, διότι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς ἐπιδρᾶ καὶ ἐπὶ τῆς ὑγείας τοῦ σώματος, ὡς γινώσκομεν ὅτι συμβαίνει, καὶ τανάπαλιν - τὶ εἴπωμεν περὶ αὐτῶν; Τὶ καλέσωμεν αὐτούς; Εἰς ποίαν τάξιν χριστιανῶν κατατάξωμεν αὐτούς; Ἡ στάσις αὐτῶν πρὸς τὸν χριστιανισμὸν εἶναι τοιαύτη, ὁποίαν μόνον οἱ ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι ἔχουσιν, ἀλλ᾿ ἄραγε οὗτοί εἰσιν ἀληθεῖς χριστιανοί; Τοῦτο ἡμῖν ἄδηλον ὅ,τι δὲ ἡμεῖς δυνάμεθα να γινώσκωμεν εἶναι, ὅτι οἱ τοιοῦτοι πελαγοδρομοῦσιν ἄνευ πυξίδας, ἄνευ πηδαλίου καὶ ἄνευ κυβερνήτου, οὐαὶ δὲ αὐτοῖς τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτε ἐπαναστήσεται κατ᾿ αὐτῶν ἡ θάλασσα καὶ πνεύσουσιν ἰσχυροὶ οἱ ἄνεμοι καὶ τὰ κύματα κατακλύσουσι τὸ σκάφος αὐτῶν. Ἔρημοι τότε καὶ ἐστερημένοι τῆς θείας παρηγορίας, θέλουσιν ἀτενίζει μὲ ὀφθαλμὸν ἔνδακρυν καὶ μὲ βλέμμα ἀπελπισίας τὰ ἀνοιγόμενα πρὸ τῶν ποδῶν αὐτῶν βάραθρα τὰ ἀπειλοῦντα καταπόντισμον καὶ παντελῆ ἀφανισμόν. Πρὸς τοὺς τοιούτους μίαν ἔχομεν να ἀποτείνωμεν ἀδελφικὴν συμβουλήν, να σπεύσωσι να κοινωνήσωσιν, ὅπως σωθῶσι, διότι οὐδεμία ἑτέρα ὑπάρχει σωτηρίας ἔξοδος.



Μετὰ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν

Μετὰ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν ὕμνησον εὐθὺς καὶ εὐχαρίστησον τὸν Κύριον, διότι σὲ Ἠξίωσε να γίνης κοινωνὸς τοῦ σώματος καὶ αἵματος αὐτοῦ, δι᾿ ἀξίων τῇ ἡμέρᾳ ἔργων δίελθε αὐτὴν καὶ ἁγίασον αὐτὴν καὶ ἔχε αὐτὴν ὡς παράδειγμα καὶ διὰ τὰς λοιπὰς τοῦ βίου σου ἡμέρας, μὴ ἀνεχθῇς τοῦ λοιποῦ να λυπήσῃς τὸν Ἄγγελον τὸν φύλακα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός σου ἐπιστρέφων εἰς τὰς πρώτας σου κακίας, ὡς ἐς λουσαμένη ἐπὶ τὸν βόρβορον, καὶ ὡς κύων ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, διότι δύσκολος ἔσται ἡ ἐπιστροφή σου, μὴ εἴπῃς, ὅτι καὶ πάλιν μετανοῶ καὶ πάλιν καθαρίζομαι, διότι οὐχὶ ἀπολύτως ἐκ τῆς ἰδίας σου ἐξαρτᾶται θελήσεως ἡ μετάνοιά σου καὶ ἡ σωτηρία σου, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ, διότι εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου δύο ἐνεργοῦσι παράγοντες, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου. Ὅθεν δέον ἀμφότεροι να συνεργασθῶσιν, ὅπως τὸ τῆς σωτηρίας ἀποτέλεσμα ἐπέλθῃ, ἡ σωτηρία ἄρα ἡμῶν, ὡς μὴ ἐξαρτωμένη ἀπολύτως ἐκ τῆς ἡμετέρας βουλήσεως, δεν διατελεῖ ὑπὸ τὰς διαθέσεις ἡμῶν, διὸ καὶ δεν δυνάμεθα να φρονῶμεν, ὅτι εἴμεθα κύριοι τῆς σωτηρίας ἡμῶν καὶ ὅτι, ὁπόταν εἶναι ἡμῖν ἀρεστόν, δυνάμεθα να μετανοῶμεν καὶ ἐπιστρέφωμεν ἀπὸ τῶν πονηριῶν ἡμῶν πρὸς τὸν Κύριον, οὐχί! οὐχί! Ἀληθές, ὅτι ὁ Κύριος πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, ἀναμένει δὲ τὴν μετάνοιαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅτι εἶπεν, «οὐ θέλω θελήσει τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν», ἀλλ᾿ ἀναμένει τὸν ἁμαρτωλὸν τὸν ἐξ ἀγνοίας ἁμαρτάνοντα, ἢ τὸν ἐν γνώσει μὲν ἁμαρτάνοντα συνεπείᾳ ἠθικῆς ἀδυναμίας, ἀλλὰ μὴ ὀλιγωροῦντα διὰ τὰ ἴδια ἁμαρτήματα, οὐχὶ δὲ καὶ τὸν ἐν γνώσει ἁμαρτάνοντα καὶ περὶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ ὀλιγωροῦντα, ἐπειδὴ ὁ τοιοῦτος οὐδέποτε θέλει μετανοήσει, διότι ἐπὶ σαθρῶν ὅλως θεμελίων οἰκοδομεῖ, καὶ διότι φρονεῖ, ὅτι τὸ γῆρας θέλει φέρει τὴν ἐξάλειψιν τῶν παθῶν, τὴν ἄρσιν τῶν ἐλατηρίων πρὸς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν εὔκολον προπαρασκευὴν αὐτοῦ πρὸς τὴν μετάνοιαν, τὴν ἄγουσαν πρὸς τὴν σωτηρίαν, φρονεῖ δὲ ὅτι ἡ φυσικὴ ἀδυναμία πρὸς διάπραξιν τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν σωτηρίαν! Πόσον πλανῶνται οἱ τοιοῦτοι! Πόσον ἀπέχουσιν οὗτοι τοῦ ἀληθοῦς πνεύματος τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἑπομένως πόσον ὀλίγον δύνανται να ὀνομασθῶσι χριστιανοί! Πόσον δὲ ἀπέχουσι καὶ τοῦ τῶν χριστιανῶν κλήρου! Οἱ τοιοῦτοι πλανῶνται ἀναμένοντες μετάνοιαν καὶ σωτηρίαν, γνωστὸν γενέσθω αὐτοῖς ὅτι σωτηρία οὔκ ἐστιν αὐτοῖς, διότι οὐδὲ μετάνοια ἔσται, καὶ ἰδοὺ διατί, διότι οἱ τοιοῦτοι δεν ἐξετίμησαν τὸν χριστιανισμόν, εἰσὶ δὲ οἱ κατὰ τοῦ Πνεύματος βλασφημήσαντες, διότι βλασφημία κατὰ τοῦ Πνεύματος δεν εἶναι μόνον τὸ ἀπρεπῶς περὶ αὐτοῦ λαλήσαι καὶ ἀντειπεῖν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐμμένειν τινὰ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν ἀδιάφορον καὶ ἀμετανόητον, διότι ὁ μὴ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν μετανοῶν, οὗτος οὐ μόνον τὸν θεῖον προσβάλλει νόμον, ἀλλὰ καὶ τὸν νομοθέτην περιφρονεῖ καὶ περιυβρίζει, ἀπαξιῶν να δώσῃ δίκας τῶν πεπραγμένων ἐπ᾿ αὐτοῦ.

Ὁ λόγος τῆς πλάνης τοῦ ἀναβάλλοντος τὴν μετάνοιαν εἶναι ἡ τε ἄγνοια τοῦ πνεύματος τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ τῆς σημασίας τῆς μετανοίας, διότι οὖτος ἀγνοῶν τὸ χριστιανικὸν δόγμα, «Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίει χρηστότητα», καὶ τὸ «ἅγιοι γίνεσθε», καὶ τὸ «φρόνιμοι γίνεσθε» καὶ ὅλας τὰς λοιπὰς χριστιανικὰς ἐντολάς, δι᾿ ὧν προτρεπόμεθα εἰς τὴν ἀρετήν, φρονεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς περὶ τῶν σωμάτων μόνον φροντίδα ποιεῖται καὶ ὅτι αὐτὰ ζητεῖ να ὦσιν ἀπηλλαγμένα ῥύπου, ὅθεν δήποθεν καὶ ἂν προσλαμβάνεται οὖτος, εἴτε ἐκ τῆς ἀσθενείας τοῦ σώματος εἴτε ἐξ ἑτέρου τινὸς κωλύματος, ὅτι δὲ οὕτω φρονοῦσι, τοῦτο δείκνυται ἐκ τῶν σκέψεων καὶ τῶν φρονημάτων αὐτῶν, μάλιστα δὲ ἐκ τῆς περιλαλήτου καταστάσης πλέον φράσεως, ὅταν γηράσωμεν οὐχὶ δι᾿ αὐτῆς θέλουσι να φανερώσωσι τὸν χρόνον τῆς ἀδυναμίας καὶ ἀνικανότητος πρὸς ἁμαρτίαν; Οὐχὶ λοιπὸν ἀληθές, ὅτι οὖτοι οὐδὲ μίαν περὶ πνευματικοῦ βίου ἔχουσι γνῶσιν; Οὐχὶ ἀρετὴν θεωροῦσιν ὡς τῷ Θεῷ ἀρέσκουσαν, τὴν ἀνικανότητα πρὸς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ὅπως δήποτε ἀποχὴν ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἄνευ ὅμως τῆς μορφώσεως τῆς καρδίας, ἄνευ τῆς προσκτήσεως ἀρετῶν καὶ ἄνευ ἀγώνων, ἄνευ τελειώσεως κτλ.; Ἡ ἀκριβὴς αὐτὴ ὁμολογία αὐτῶν περὶ τοῦ τρόπου, καθ᾿ ὃν ἀντελήφθησαν τὸ πνεῦμα τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, διαβεβαιοῖ ἡμᾶς καὶ περὶ τῆς ἀληθείας, τῆς ἀγνοίας τῆς σημασίας τῆς μετανοίας, οὗτοι ταυτίζουσι τὴν μετάνοιαν μετὰ τῆς ἀδυναμίας πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, διὸ καὶ νομίζουσιν, ὅτι εὑρίσκονται ἐν μετάνοιᾳ μὴ κατεργαζόμενοι τὰ πονηρά, ἔστω καὶ ἐξ ἀδυναμίας καὶ ἀνικανότητος, διότι ἄλλως δεν θὰ ἐφρόνουν ὡς ἀποφαίνονται. Τὸ τιθέναι τὴν μετάνοιαν ἐν τῇ ἀδυναμίᾳ, ἤτοι τὸ λέγειν θὰ μετανοήσω ὅταν γηράσω, τοῦτ᾿ αὐτὸ δηλοῖ, ὅτι δεν ἔχει ὁ λέγων γνῶσιν τῆς σημασίας τῆς λέξεως, διότι ἡ μετάνοια ἐνῶ εἶναι προϊὸν τοῦ συναισθητικοῦ, οὗτοι ἐξαρτῶσιν αὐτὴν ἐκ τοῦ βουλητικοῦ, ἂν εἶναι λοιπόν ποτε δυνατὸν να ὁρίσωσιν ὅ,τι δεν ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς βουλήσεως αὐτῶν, καὶ ἂν δύνανται να μετανοήσωσιν, ἀφοῦ ἡ συναίσθησις καθεύδη. Πόσον πλανᾶται, ὅστις νομίζει, ὅτι δύναται, χωρὶς να διεγερθῇ ἡ συναίσθησις, νὰ ἀποφασισῃ τὴν μετάνοιαν αὐτοῦ. Ἐὰν ἡ συναίσθησις δὲν διεγερθῇ, εἰς μάτην ἀποφασιζει περὶ τῆς μετανοίας του, ἡ μετάνοια προσκαλουμένη φεύγει, ἀδύνατον ἄρα ὁ τοιοῦτος να τύχῃ σωτηρίας. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἐννοήσῃ ὁ τοιοῦτος, ὅτι ἡ συναίσθησις εἶναι ὁ παράγων τῆς μετανοίας, οὐχ ἧττον, ἐὰν παραμέλησῃ τὴν ἰκανοποίησιν τῆς προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης, πάλιν δεν δύναται να μετανοήσῃ, διότι ὁ Θεὸς διὰ τὴν μεγάλην κακίαν τοῦ πολλάκις ἁμαρτήσαντος καὶ μὴ ἰκανοποιήσαντος τὴν θείαν δικαιοσύνην δεν ἐγείρει ἐκ τοῦ ληθάργου τὴν ναρκωθεῖσαν καρδίαν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐγκαταλείπει αὐτόν, ὅπως μὴ ἐπιστρέψῃ, ἰαθῇ καὶ σωθῇ, ἀνάγκη ἄρα οἱ ὀρεγόμενοι σωτηρίας καὶ μελλούσης ζωῆς να μὴ ἀναβάλλωσι τὴν μετάνοιαν αὐτῶν, ἀλλὰ να σπεύδωσι να μετανοήσωσι καὶ ἔργα ἀξία τῆς μετανοίας να πράττωσι, δι᾿ ὧν ἡ θεία ἰκανοποιεῖται δικαιοσύνη.
πηγή




  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...