Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2017

Ο Χριστός και ο Παράς (Μαμωνάς) ...


mamonas.jpg
  O διάβολος έχει πολλές χάρες, και γι αυτό έχει και πολλά ονόματα. Το πρώτο όνομα του είναι Όφις, φίδι . Αυτό το όνομα είναι το πιο αρχαίο και δεν φανερώνει μια χάρη του μοναχά, αλλά όλες μαζί. Γιατί το φίδι είναι φαρμακερό κι ότι δαγκάσει το φαρμακώνει και το πεθαίνει .  Παρεκτός από αυτό το φίδι έχει ένα κορμί με πολλες βόλτες , που μ΄αυτές σφίγγει όποιον θέλει να σκοτώσει, κι αν αυτός ο δυστυχής τύχει να ξεφύγει από τη μια βόλτα, πέφτει στην άλλη.
T΄αλλα του ονόματα είναι ανάλογα τις χάρες που έχει αυτό το τρομερό πνεύμα. Λέγεται Διάβολος επειδή κατηγόρησε τον Θεό στους Πρωτόπλαστους κι από τότε ως τα τώρα δουλεύει με τη ραδιουργία.Λέγεται Σατανάς που θα επι εχθρός, γιατί είναι εχθρός τού Θεού και τουα ναθρωπίνου γένους. Λέγεται Βεελζεβούλ και Βελίαρ που θα πει Σιχαμερός. Λέγεται Πονηρός. Λέγεται Ανθρωποκτόνος. Λέγεται Μισόκαλος επειδή μισεί τα καλά και τα έμορφα.Λέγεται Απολλύων ήγουν χαλαστής.Τέλος λέγεται και Μαμωνάς που θα πεί Παράς. Μαμωνάς λεγότανε ένα σιχαμερό είδωλο που προσκυνούσανε οι ειδωλολάτρες της Συρίας, είδωλο του χρυσαφιού, του πλούτου, των λεφτών , της καλοπέρασης.

Ο Χριστός λοιπόν, τούτο τον Μαμωνά, τούτο τον χρυσό διάβολο μας τον έδειξε για τον πιο επικίνδυνο εχθρό του Θεού. Από τη μια μεριά έβαλε τον Θεό, κι από την άλλη έβαλε τον Μαμωνά. Τον ένα αντίκρυ στον άλλον.  «Κανένας, λέγει, δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο αφεντικά, γιατί ή τον έναν θα μισήσει και τον άλλον θα αγαπήσει ή θα αφοσιωθεί στον ένα και τον άλλον θα καταφρονήσει.Δεν μπορείτε να προσκυνάτε και τον Θεό και τον Μαμωνά».
Βλέπεις πως τούτη την φορά δεν βάζει ο Χριστός αντίκρυ στον Θεό τον μαύρο διάβολο ή τον Διάβολο αλλά βάζει τον Μαμωνά, το χρυσαφένιπο είδωλο. Και λέγει τούτα τα λόγια αφού είπε πρωτύτερα τούτα «Το λυχνάρι τού σώματος είναι το μάτι.Αν το μάτι σου είναι απλό (απονήρευτο) όλο το σώμα σου θα είναι φωτεινό.Και αν το μάτι σου είναι πονηρό όλο το σώμα σου θα είναι σκοτεινό.Αν λοιπόν το φως που υπάρχει μέσα σου είναι σκοτάδι, το σκοτάδι πόσο θάναι; ».
Ο Μαμωνάς είναι ο διάβολος τής φιλαργυρίας μα για να τον βάζει ο Χριστός τόσο ζωηρά αντίκρυ στον Θεό, θα πεί πως έχει μέσα του όλες τις καταραμένες κακίες , κατά τον λόγο που λέει «Μητέρα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία». Λοιπόν, ο Μαμωνάς είναι και όφις φαρμακερός , είναι και ανθρωποκτόνος, είναι και παμπόνηρος , είναι και ραδιούργος είναι και ψεύτης.
Από την καταραμένη αγάπη για τον Παρά πηγάζουνε όλα τα κακά , όλες οι συμφορές της ανθρωπότητας.
Αυτό είναι φανερό σε κάθε περίσταση, μα ιδιαίτερα σήμερα, σε τούτον τον αμαρτωλό αιώνα που ζούμε.
Αυτό το τέρας του Μαμωνά που καταπλακώνει σήμερα τον κόσμο , έχει πολλά κεφάλια σαν το θηρίο τής Αποκαλύψεως.Αλλά τα δύο από αυτά είναι τα πιο μεγάλα.Το ένα λέγεται Μεγαλομανία και το άλλο Χρυσαφολατρία. Αν κοιτάξεις όμως καλά θα δείς πως και αυτά τα δύο κεφάλια είναι ένα και μοναχό, σαν τού διπρόσωπου Ιανού. Γιατί φιλαργυρία και μεγαλομανία είναι δυό στρίγγλες σε ένα κορμί ενωμένες.
Τώρα ρίξε μια ματιά και δε ςποια είναι τα είδωλα της ανθρωπότητας , που τα προσκυνούνε με σιχαμερό υστερισμό οι άνθρωποι κάθε φυλής.Είναι κάποια πρόσωπα που δεν έχουνε απάνω τους άλλο τίποτε , παρεκτός από μεγαλομανία κι από λεφτά. Ωστόσο, τα ονόματα τους κι όλα τα καθέκαστσα της παραλυμένης ζωής τους τα μαθαίνουμε στο πιο απόμακρο μέρος τής οικουμένης. Είναι το καθημερινό ψωμί αυτής της ελεεινής ανθρωπότητας. Λατρεύονται σαν θεοί, κι ας μην είναι η ζωή τους παραπάνω από λίγους μήνες ή ένα δυο χρόνια το πολύ. Γιατί κείνοι που τους προσκυνάνε, τους βαρυούνται , και φανερώνουνε ολοένα άλλα είδωλα, που ξεθρονίζουνε τα παλιά.
Όλη λοιπόν αυτή η αηδιαστική λατρεία κι οι ύμνοι που αναπέμπονται σε αυτά τα ασήμαντα ανθρωπάρια, όλα γίνουνται γιατί πίσω από το κάθε είδωλο υπάρχει το χρήμα , για το οποίο λιμάζουνε όλοι , μικροί και μεγάλοι , αρσενικοί και θηλυκοί .  Ο Μαμωνάς τους μαγεύει όλους, τους τραβά σαν μαγνήτης. Βγάλετε αυτόν στην μπάντα και θα δείτε τι θ΄απομείνει από τα είδωλα που σας είπα. Αυτός αφιονίζει τους λατρευτές και βλέπουνε «εκρηκτική ομορφιά»  εκεί που υπάρχουνε μόνο κάποια ανέκφραστα πρόσωπα , «λεπτή  εξυπνάδα και χάρη» εκεί που υπάρχει βλακεία κι απανθρωπιά, «ευγενικά αισθήματα » εκεί που υπάρχει απανθρωπιά αναισθησία κι εκφυλισμός,  «ζωή και σφρίγος »  εκεί που υπάρχει ακολασία κι αποκτήνωση.
Ω κόσμε ! Σε τι ξεπεσμό έχεις καταντήσει...! Είσαι βουλιαγμένος μέσα στη λασπη και θαρρείς πως δροσίζεσαι μέσα σε κρυσταλλένια νερά.
Αλλά , τι είναι τέλος πάντων,αυτά τα πλάσματα που τα λατρεύει σήμερα η οικουμένη και καταγίνεται μ΄αυτά μέρα-νύχτα;Ποιές θυσίες κάνουνε για την ανθρωπότητα , κι αυτή τους λιβανίζει ;; Αυτά τα είδωλα είναι αληθινά είδωλα. αναίσθητα σε ό,τι τους κάνουνε οι λατρευτές τους. Μέσα τους είναι πεθαμένα , δεν έχουνε κανένα αίσθημα, δεν νοιώθουνε τίποτα για την ανθρωπότητα που ζει με κακοπάθηση, με αγωνία, μ΄ένα μελανό σύννεφο, μπροστά της κρύβει  που κρύβει από τα μάτια κάθε ελπίδα. Όσοι λατρεύουνε αυτά τα «άχθη αρούρης» , καλά παθαίνουνε από τα είδωλα τους, που τους βλέπουνε σαν σκουλήκια να σέρνουνται μπροστά τους. Τι φταίνε όμως όσοι άνθρωποι κρατούνε ακόμα κάποια ανθρωπιά  και γυρίζουνε το πρόσωπο τους με αηδία απ΄αυτή την ντροπή , και που διατηρούνε κάποια σοβαρότητα κι αγωνίζονται να φυσήξουνε στα παιδιά τους λίγη πνοή  και την απέχθεια στην ψευτιά , στον εκφυλισμό και στη φρικτή παραμόρφωση τού ανθρώπου ;;
Βλέπεις λοιπόν πως ο Μαμωνάς βασίλεψε πια στον κόσμο, από τη μιά άκρη ώς την άλλη, κι έκανε την καρδιά του ανθρώπου ένα σπήλαιο , γεμάτο οχιές και φρύνους ;;
Είπα πρωτύτερα πως ο Μαμωνάς έχει απάνω του όλες τις σιχαμερές χάρες τού Σατανά.Είναι ραδιούργος , είναι ψεύστης, είναι φονιάς είναι ανθρωποκτόνος.

Γιατί το πάθος των λεφτών  τα φέρνει όλα πίσω του.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ ,ΤΟ ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΕΙΔΩΛΑ.

Δευτέρα, Μαΐου 29, 2017

Ἡ πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης(Φώτης Κόντογλου)


Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.

Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.

Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.

Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.


Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.

Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.

Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου.


 Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!

Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.

Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.

Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.

Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.

Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.

Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.

Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε. Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.

Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους. Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.

Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;

Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες. Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.

Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.

Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ.
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2017

Ὁ Ἐλάχιστος τῆς Βασιλείας

Φώτης Κόντογλου
chamomile2[1][…]Οἱ παλαιοὶ ζωγράφοι ποὺ ζωγραφίζανε τὴ Δευτέρα Παρουσία, παριστάνουνε στὸν οὐρανὸ τὸν Χριστὸ καθισμένον στὸν θρόνο του γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, κι ἀπὸ τὶς δύο μεριὲς καθισμένους τοὺς Δώδεκα Ἀπόστολους. Ἀπὸ τὸ ὑποπόδιο τοῦ θρόνου βγαίνει ὁ πύρινος ποταμός, ποὺ μέσα σ’ αὐτὸν καίγουνται οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ τοὺς καταπίνει ὁ βύθιος δράκων. Οἱ ἀρχάγγελοι κράζουνε μὲ τὶς σάλπιγγες, καὶ σηκώνουνται ἀπὸ τὰ μνήματα οἱ νεκροὶ τρομαγμένοι. Ἕνας ἄγγελος τυλίγει τὸν οὐρανὸ σὰν νὰ ‘ναι χαρτί, κι ἄλλος ζυγιάζει τὶς ψυχές. Οἱ ἄνεμοι φυσοῦνε θυμωμένοι ἀπὸ τὶς τέσσερες μεριὲς τῆς οἰκουμένης, θηρία καὶ τέρατα καταβροχθίζουνε κεφάλια, χέρια, πόδια ἀνθρώπινα. Οἱ δαίμονες τρίζουνε τὰ δόντια τους. Ἡ κτίση ὅλη ταράζεται ἀπὸ τὰ θεμέλια της. Οἱ ψυχὲς τρέμουνε σὰν τὰ ξερὰ φύλλα ποὺ τὰ παίρνει ὁ δρόλαπας. Ὁ ἥλιος μαύρισε καὶ καρβούνιασε, καὶ τὸ φεγγάρι ἔσβησε. Φόβος καὶ τρόμος πλακώνει ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Μονάχα ἕνας ἄνθρωπος δὲν ταράζεται, ἕνα γεροντάκι, ταπεινὸ καὶ ἥσυχο, ποὺ ἀργοπερπατᾶ μὲ τὸ ραβδάκι του, μέσα στὴν κοσμοχαλασιά, καὶ πορεύεται θαρρετὰ πρὸς τὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ «Ἐλάχιστος», ὅπως εἶναι γραμμένο στὴν εἰκόνα, δηλαδὴ ὁ πιὸ τιποτένιος, ὁ πιὸ καταφρονεμένος σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τοῦτος ὁ «Ἐλάχιστος» εἶναι …, πού ἀνοίξανε οἱ πόρτες τ’ οὐρανοῦ γιὰ νὰ μπεῖ μέσα στὸν Παράδεισο.
 Ἀπὸ τὸ διήγημα,” Ὁ μπάρμπα-Μανώλης ὁ βασιλὲς

Κυριακή, Αυγούστου 14, 2016

Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου - Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου
«Ἐπὶ σοί Χαίρει, Κεχαριτωμένη. πᾶσα ἡ κτίσις»
«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων. χείλη δὲ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή». «Ἐσένα ποὺ εἶσαι ζωντανὴ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ σὲ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλὰ χείλια πιστὰ ἂς ψάλλουνε δίχως νὰ σωπάσουνε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ πεῖ τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ποὺ εἶπε «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ») κι ἂς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».
Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιὸ πολλοὶ σήμερα, τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ προσπέσουμε μὲ δάκρυα καυτερὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Θεόδωρο Δούκα τὸ Λάσκαρη, ποὺ σύνθεσε μὲ συντριμένη καρδιὰ τὸν παρακλητικὸ κανόνα:
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σὰν τὰ μελίσσια ποὺ τριγυρίζουνε γύρω στὴν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μὲ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καὶ πέσανε ἀπάνω στὴν καρδιά μου καὶ τὴν κατατρυπᾶνε μὲ τὶς φαρμακερὲς σαγίτες τους.
Ἄμποτε, Παναγiα μου, νὰ σὲ βρῶ βοηθό, νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὰ βάσανα». Μὰ ποιὸς ἀπὸ μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι’ ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Γυρεύουμε βoήθεια ἀπὸ τὸ κάθε τί, παρεκτῶς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τί βοήθεια μποροῦνε νὰ δώσουνε στὸν ἄνθρωπο τὰ εἴδωλα τὰ λεγόμενα «ἐπιστήμη» καὶ «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ἀναχωρητὴς λέγει: «Σ’ ὅλους τούς δρόμους ποὺ πορεύονται oἱ ἄνθρωποι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲv βρίσκουνε σὲ κανένα τὴν εἰρήνη, ὡς ποὺ vά σιμώσουμε στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Μὰ ἀλλοίμονο! οἱ πιὸ πολλοὶ ἄvθρωποι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δὲν ἔχει τὴν πίστη μέσα στὴν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια.
Γι’ αὐτὸ κι’ ὁ ὑμνογράφος ποὺ εἴπαμε, λέγει στὴν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμὴ προστασία, καὶ τὴν βοήθειαν δὸς μοι τῷ δούλω σου τῷ ταπεινῶ καὶ ἀθλίω».
«Ὅλα, λέγει τὰ δοκίμασα, μὰ κανένα πράγμα δὲ μπόρεσε νά μὲ ξαλαφρώσει. Γιὰ τοῦτο φωνάζω Ἐσένα μὲ θρῆνο πικρόν, καὶ λέγω: Πρόφτασε καὶ δόσε τὴ βοήθειά σου σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι’ ἄθλιο δοῦλο σου».
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρὰ τῶν πικραμένων, τὸ ραβδὶ τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων.
Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καρφώθηκε ἀπάνω στὸ ξύλο: κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καταφεύγουμε σὲ Κεiνη ποὺ τὴν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή», «Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα», «Ὀξεία ἀντίληψη», «Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καὶ χίλια ἄλλα ὀνόματα, ποὺ δὲν βγήκανε ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ τὰ στόματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ποὺ πιστεύανε καὶ ποὺ πονούσανε.
Μονάχα στὴν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μὲ τὸν πρεπούμενο τρόπο ἤγουν μὲ δάκρυα μὲ πόνο καὶ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπὸ κάθε λογῆς βάσανο. Κι’ ἀπὸ τούτη τὴν αἰτία τὸ ἔθνος μας στὰ σκληρὰ τὰ χρόνια βρίσκει παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὰ ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅλα στὸ Σταυρωμένο τὸ Χριστὸ καὶ στὴ χαροκαμένη μητέρα του, ποὺ πέρασε τὴν καρδιὰ τῆς σπαθὶ δίκοπο.
Σὲ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τὴν Παναγία μὲ τραγούδια κοσμικά, σὰν νάναι καμιὰ φιληνάδα τους, μὰ ἐμεῖς τὴν ὑμνολογοῦμε μὲ κατάνυξη βαθειά, θαρρετὰ μὰ μὲ συστολή, μὲ ἀγάπη μὰ καὶ μὲ σέβας, σὰν μητέρα μας μὰ καὶ σὰν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας νὰ τὴ δεῖ τί ἔχει μέσα καὶ νὰ μᾶς συμπονέσει.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, «τὸ χαροποιὸν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμὸς ὁ γλυκερός του ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καὶ ἡ δωδεκάτειχος πόλις».
Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικὸ περιβόλι ποὺ μοσκοβολᾶ ἀπὸ λογῆς λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καὶ τὰ πιὸ μυρουδικά, τὰ πιὸ ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καὶ μαζί της χαίρεται μὲ μία χαρὰ πνευματική:«Ἐπὶ Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος, ἡγιασμένε ναὲ καὶ παράδεισε λογικέ, παρθενικὸν καύχημα, ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη καὶ παιδίον γέγονεν ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἡμῶν».
Ἀπορεῖς τί νὰ πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτὴ τὴν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πὼς ὁ ἀγέρας, τὰ βουνά, oἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τὰ χωριὰ oἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματικὴ ἀπ’ αὐτὸ «τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτὴ «τὴν μανναδόχον στάμνον ποὺ ἔχει μέσα «μύρον τὸ ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μὲ τόνομά της, τὰ βουνά μας, οἱ κάμποι, τὰ νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπὸ τὰ ξωκκλήσια της, τὰ καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στὴ μάσκα καὶ στὴν πρύμη τὸ γλυκύτατο ὄνομά της. Ἀληθινὰ στὴν Ἑλλάδα μας «ἐπὶ Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «Γιὰ Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση. Σήμερα ποὺ κοιμήθηκες, θαρεῖς πὼς ἡ χαρὰ γίνηκε πιὸ μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σὲ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντὶ νὰ ἀποσκιάσει καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές μας.
Σήμερα τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στὰ κουρασμένα πρόσωπά μας, τὰ δέντρα σὰν νὰ γενήκανε πιὸ χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κύμα σὰν νὰ ἀρμενίζει πιὸ δροσερὸ μέσα στὸ πέλαγο καὶ ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, τὸ κάθε τί πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται..
Ὤ! Τί θάνατος λοιπὸν εἶναι αὐτός, ποὺ γέμισε τὴν οἰκουμένη καὶ τὶς καρδές μας μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀθανασίας! Καὶ καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδὸς σήμερα: «Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχᾶς ἡμῶν».
Ἀληθινὰ λέγει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτω σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς…».
Ἀλλὰ τὸ ξαναλέγω. Τί νὰ πεῖ κανένας πρῶτα καὶ τί ὕστερα, ἀπὸ τὰ τόσα πνευματικὰ ὑμνολογήματα ποὺ προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιὲς στὴν Παναγία, στὸ «Ρόδον τὸ ἀμάραντον», ποὺ μοσκοβόλησε καὶ ἁγίασε τὴν καταβασανισμένη τὴν Ἑλλάδα! Τὴν ὑμνολογήσανε μὲ τὰ λόγια, μὲ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴ ζωγραφική, μὲ τὸ σκαλισμένο ξύλο, μὲ τ’ ἀσήμι, μὲ τὸ μάλαμα, μὲ τὸ κηρομάστιχο, μὲ κάθε τίμιο κι’ ἁγιασμέvο πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμέψει στὸν ἄνθρωπο γιὰ νά μπορέσει νά δείξει τὴν ἀγάπη του, τὸ σέβας του, τὴ χαρά του, τὴν πίκρα του, κι’ ὅ,τι ἄλλο ἁγνὸ αἴσθημα ἔχει μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τὸ νὰ πιάσει κανένας νὰ τὰ ἱστορήσει καταλεπτῶς, θὰ ἤτανε σὰν νάθελε vα μετρήσει τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιὰ τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστὰ λουλούδια ἀπὸ τῆς ὑμνωδίας τὸ ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς»
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἂς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπὸ τὶς Καταβασίες τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ποὺ εἶναι τὸ βυζαντινώτατο, ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη πνευματικὰ πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλὰ ἐκείνη τὴν ἐξαίσια γ’ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καὶ ἐν τῇ θεία δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».
Οὐράνια ἀπηχήματα!:«Τοὺς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, ποὺ συγκροτήσανε ἕναν πνευματικὸ θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ζωντανὴ ὡς ἄφθονη πηγή. Καὶ μὲ τὴ θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νὰ φοσέσουνε τῆς δόξας τὰ στέφανα».
Ἀμὴ ἡ θ’ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δὲ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καὶ βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.»
Ἀμὴ ἐκεῖνα τὰ πανηγυρικὰ αὐτόμελα ποὺ ψέλνουνε στὸν ἑσπερινό τῆς Κοιμήσεως, μὲ μέλος θριαμβευτικὸ καὶ μὲ πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια! Ποιὸς χριστιανὸς Πίνδαρος τὰ σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλίμαξ πρὸς oυρανὸν ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σοῦ τὸ μέγα ἔλεος».
Ποταμὸς μέγας καὶ βουερὸς ἀναβρύζει καὶ μᾶς δροσίζει, καὶ πίνουνε νερὸ δροσερὸ ψυχὲς ξερὲς καὶ διψασμένες! Κύτταξε πάθος καὶ μεράκι ποὺ ξελοχίζει ἀπὸ καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντὶ νὰ κλάψει γιὰ τὴν Παναγία ποὺ εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στὴν κλίνη της, τυλιγμένη μὲ τὸ μαφόρι της μὲ κλεισμένα τὰ μάτια της ποὺ δίνανε παρηγοριὰ στὴν ἀνθρωπότητα, μὲ σταυρωμένα τὰ ἄχραντα χέρια της, ποὺ βαστάξανε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σὰν τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀντὶς λέγω νὰ κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς κείτεται στὸ μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μὲ δάκρυα στὰ μάτια, πλὴν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, ποὺ ἔχεις θησαυρισμένο τὸ ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου». Κ’ ὕστερα στρέφει στοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς λέγει μὲ τὸν ἴδιο πνευματικὸ οἶστρο. «Ἂς κράξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν Παναγία, ἔχοντας γιὰ πρωτοψάλτη τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ποὺ τὴ χαιρέτισε μὲ τὰ ἴδια λόγια κατὰ τὴ χαρoύμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι’ ἂς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ δωρίζει στὸν κόσμο μὲ ἐσένα, τὸ μέγα ἔλεος».
Θάνατος δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα πού εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς. Κι’ οὔτε μοιρολόγια καὶ ξόδια θρηνητερά, παρὰ χαρὰ ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη ποὺ ἔχει ἀπιθωμένον ἀπάνω της τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς καὶ τὸ κρασὶ τῆς ἀθανασίας, καὶ πίνουνε οἱ χριστιανοὶ καὶ μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καὶ δὲν βρίσκονται πιὰ μπροστὰ σένα λείψανο ποὺ τὸ κηδεύουνε, ἀλλὰ βρίσκονται στὴ Ναζαρέτ, στὸ σπίτι τὸ χαρούμενο καὶ τὸ μοσκοβολημένο ἀπὸ τὴν παρθενικὴ εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε ποὺ ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατὰ κείνη τὴν ἡμέρα πώγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καὶ κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σὰ νάναι ἀθάνατοι, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος!». Ἡ Κοίμησις γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σὲ χαρά!
Ναί, Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά, παρὰ μονάχα στὸ Χριστὸ κι’ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πώχει τὴ ρίζα του στὸν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρὲς εἶναι χαρὲς ψεύτικες, χωρὶς ρίζα. «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτη, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς. Ὅταν δὲ γεννήση τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν oὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν».
Τὰ μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα τώρα ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιά της καὶ μ’ αὐτὰ κλαίγει καὶ μ’ αὐτὰ χαίρεται. Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μεταλλαχτήκανε σὲ λογῆς λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καὶ βγήκανε ἀπὸ τὶς καιόμενες καρδιὲς τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καὶ εὐωδιάσανε τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἕναν γινήκανε ὕμνοι,ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰκονίσματα, σὲ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σὲ ἄλλον ψαλμός, σὲ ἄλλον ἐκκλησιὰ μὲ κουμπέδες καὶ μὲ ἁγιατράπεζα, σὲ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καὶ βουβὴ κατάνυξη.
Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ σταθήκανε πηγὴ καὶ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὸ θρηνητικὸ ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σὲ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὸ «Χαροποιὸν πένθος»: «Ὅποιος κλαίγει, λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος, καὶ πικραίνεται γιὰ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νὰ δεῖ στὴν ψυχὴ του τὴν oὐράνια καὶ θεία παρηγοριά. Κι’ αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ἀλάφρωση, ποὺ παρηγορὰ τὴν πονεμένη καὶ πικραμένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι καταφαρμακωμένη, σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστή.
Ὅποιος πορεύεται μ’ αὐτὴ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τὸ ἅγιο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μία ὄρεξη πσνεμένης καρδιᾶς, ποὺ γυρεύει μὲ μεγάλη θέρμη τὸν Θεὸ ὁπού τὸν ἐπιθυμὰ πάντα της. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴ χαριτωμένη καὶ τὴν ἥμερη καὶ τὴν ἅγια λύπη, ποὺ κάνει τὴν ψυχή σου νά θλiβεται ἀντάμα καὶ νὰ χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλὰ τὴν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι καὶ θαυμάζω, πῶς ἐτοῦτο ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, καὶ ποὺ φαίνεται πολὺ πικρὸ κι’ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καὶ σμιγμένη τὴ χαρά, καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τὸ κερὶ μὲ τὸ μέλι στὴν μελόπητα. Καὶ σέρνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιωθήκανε μὲ πόθο μεγάλον καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπη, καὶ φοβοῦνται νὰ μὴν τὴν χάσουνε, καὶ τὴν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ’ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ’ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τ’ ἀσημοχρύσαφα.
Εἶναι μία ἥμερη χαρὰ κ’ ἕνα θεϊκὸ χάρισμα. μὲ τὸ ὁποῖο στολίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους του, καὶ κάνει νὰ ἔχουνε μίαν ἀληθιvὴ χαρὰ καὶ ὄρεξη γιὰ τὸν Θεό, ποῦναι συντροφιασμένη μὲ κάποια θεραπευτικὴ λύπη ὁπού δὲν ἔχει μέσα τῆς καμιὰ σαρκικὴ ἀγάπη, παρὰ μονάχα μία παρηγοριὰ ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια. Μὲ τὴν ὁποία παρηγορὰ ὁ Θεὸς κρυφὰ ἐκείνους ποὺ συντρίβουνε μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση τὴν καρδιά τους».
Ἄμποτε νὰ τὴν ἀξιωθοῦμε κ’ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀμήν.

Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2016

"Παπικὴ Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἐξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας"

Τοῦ Φώτη Κόντογλου
Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸ ἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε. Γιατί, στὰ ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς μας, κι ἐπίμονος ἀντίμαχος, πού, σώνει καὶ καλά, θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία.
Οἱ δεσποτάδες ποὺ εἶπα πὼς τοὺς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας μὲ τοὺς Λατίνους, λένε πὼς τὸ κάνουνε ἀπὸ 'ἀγάπη'. Μὰ αὐτὸ εἶναι χονδροειδέστατη δικαιολογία καὶ καλὰ θὰ κάνουνε νὰ παρατήσουνε αὐτὰ τὰ ροσόλια τῆς 'ἀγάπης', ποὺ τὴν κάνανε ρεζίλι. Ὁ διάβολος, ἅμα θελήσει νὰ κάνει τὸ πιὸ πονηρὸ παιγνίδι του, μιλᾶ, ὁ ἀλιτήριος γιὰ ἀγάπη. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ λέγει κι αὐτὸς κάλπικα, γιὰ νὰ ξεγελάσει.
Τώρα, στὰ καλὰ καθούμενα, τοὺς ρασοφόρους μας στὴν Πόλη, τοὺς ἔπιασε παροξυσμὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς Ἰταλιάνους, ποὺ στέκουνται, ὅπως πάντα, κρύοι καὶ περήφανοι καὶ δὲν....
γυρίζουνε νὰ τοὺς δοῦνε αὐτοὺς τοὺς 'ἐν Χριστῷ ἀδελφούς', ποὺ ὅσα τοὺς κάνανε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Σταυροφόρων ἴσαμε τώρα, δὲν τοὺς τἄκανε μήτε Τοῦρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωχαμετάνος. Ἴσως καὶ οἱ δικοί μας νὰ κάνουν ἀπὸ παρεξηγημένη καλωσύνη.
Ὅπως εἶπα, οἱ περισσότεροι δικοί μας δὲν δώσανε καμμιὰ σημασία σ᾿ αὐτὲς τὶς φιλοπαπικὲς κινήσεις, ποὺ εἶναι θάνατος γιὰ τὸ γένος μας καὶ ποὺ τὶς κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάμεις ποὺ πολεμᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ μὲ τὰ λεπτά τους ἀγοράζουνε ὅλους, δὲν δώσανε λοιπὸν καμμιὰ σημασία, γιατὶ τὰ θεωροῦνε τιποτένια πράγματα, ἂν δὲν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασμένοι, ἄξια μοναχὰ γιὰ κάποιους στενοκέφαλους παλιοημερολογίτες καὶ φανατικοὺς ἀποπετρωμένους χριστιανούς. Τώρα τὰ μυαλὰ γινήκανε φαρδειά, καὶ καταγίνονται μὲ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ προβλήματα! "Θὰ καθόμαστε νὰ κυττάζουμε τώρα παπάδες κι Ὀρθοδοξίες"; Μὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς μέλει κι ἂν ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο κάθε ἑλληνικὸ πράγμα. Καὶ θὰ ἐξαφανισθεῖ ὄχι τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἀμερικανισμὸ ποὺ πάθαμε, ὅσο ἂν γίνουμε στὴ θρησκεία παπικοί. Γιατί γι᾿ αὐτοῦ πᾶμε. Παπικὴ Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἐξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας. Νά γιατί εἶπα πῶς εἶναι πολὺ σπουδαῖο ζήτημα αὐτὲς οἱ ἐρωτοτροπίες ποὺ ἀρχίσανε κάποιοι κληρικοὶ δικοί μας μὲ τοὺς παπικούς, κι ἡ αἰτία εἶναι τὸ ὅτι δὲν νοιώσανε τί εἶναι Ὀρθοδοξία ὁλότελα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δεσποτάδες.
το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Ιουνίου 17, 2016

ΚΑΛΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ Πετάξετε από πάνω σας την ψευτιά.



Τι μεγαλομανία σ᾿ έχει πιάσει, αδελφέ μου, και δεν βρίσκεις ησυχία και χτίζεις πατώματα απάνω στα πατώματα, κι έχεις δυο τρία αυτοκίνητα και κότερα και κάθε λογής μάταια πράγματα!
Γύρισε και κοίταξε και τον αδελφό σου, να δροσισθεί η ψυχή σου με την ευλογημένη καλοσύνη, που την ξεράνανε τα τσιμέντα, οι ψεύτικες κουβέντες, οι συμφεροντολογικές παρέες, οι συνοφρυωμένες αξιοπρέπειες.

Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες, τουλάχιστον να σιχαθείς την αδικία. Μην αδικείς. Η αδικία είναι σιχαμερή στρίγγλα, χωρίστρα των ανθρώπων, ανθρωποκτονία σαν τον πατέρα τον σατανά.
Τι θα δίνανε πολλοί απ᾿ αυτούς, που κερδίσανε τον κόσμο και χάσανε την ψυχή τους, για να νοιώσουνε ό,τι νοιώθουνε οι άλλοι που δεν χάσανε την ψυχή τους! Αν τύχει να ξεκόψει κανένας τέτοιος από ψεύτικη παρέα του και βρεθεί στη συντροφιά των απλών, των αχάλαστων, νοιώθει πως ζει αληθινά και σαν απογευθεί τα αγνά αισθήματα ύστερα από τη ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, που κάνει σαν τον άνθρωπο που ξαναγεννήθηκε, σαν τυφλός που είδε το φως του. Κάτι τέτοιοι δεν ξεκολλάνε πιά οι κακόμοιροι από τη συντροφιά των απλών, των γκαρδιακών ανθρώπων. Αλλά για να ξεμακρύνει από τα ψεύτικα πρέπει νάχει λίγη ψυχή. Αλλιώς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψευτιά. Ο άμμος της Σαχάρας, όση βροχή κι αν πέσει απάνω του, δεν φυτρώνει τίποτα.
Αν πεις πάλι σε έναν από τους άλλους, τους φτωχούς, να περάσει μισή ώρα με την παρέα των κοσμικών, καλύτερα έχει να το βάλεις στο μπουντρούμι, παρά να βλέπει και ν᾿ ακούγει εκείνα τα ψεύτικα κομπλιμέντα, τις ανάλατες συζητήσεις, τα κρύα χωρατά. Στη συναναστροφή που κάνουνε αυτοί οι ψευτισμένοι, θαρρείς πως τους χωρίζει ένας τοίχος τον έναν από τον άλλον. Ενώ οι άλλοι, που ζούνε μακριά από τον κόσμο, νοιώθουνε πως οι καρδιές τους γίνονται ένα, πως ακουμπά ο ένας απάνω στον άλλον και ξεκουράζεται. Αγαπά και αγαπιέται, χαίρεται και δίνει χαρά. Από πάνω από τη συντροφιά των σαρκικών ανθρώπων στέκεται ο διάβολος και τους κάνει να μιλάνε ολοένα για λεφτά και για τα όμοια, για να μη γροικήσουνε ούτε το φαγί που τρώνε. Από πάνω από τη συντροφιά των ταπεινών στέκεται ο Θεός, κι᾿ όλα είναι ευλογημένα.
Πετάξετε από πάνω σας την ψευτιά. Ανοίξετε τα πανιά, να τα φουσκώσει ο καθαρός αγέρας του πελάγου. Να δροσισθεί η ψυχή σας, να νοιώσετε πως ζητά αληθινά κι᾿ όχι ψεύτικα.

(Φώτης Κόντογλου.)

Πηγή

Τετάρτη, Απριλίου 27, 2016

Τὰ δυὸ δένδρα






Ζαλίζεται κανένας κι ἀπελπίζεται, βλέποντας σὲ ποιὸν καιρὸν ζοῦμε. Σ᾿ ἕναν καιρὸ ὁλότελα παλαβὸν καὶ σκοτισμένον ποὺ ἡ τρέλλα κι ἡ ἀνοησία ἔχουνε κυριαρχήσει ἐπάνω σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο...

Κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι κι ἀπορῶ πῶς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πηγαίνουνε μπροστά, πὼς προοδεύουνε σὲ ὅλα, ἐνῶ στ᾿ ἀλήθεια πηγαίνουνε ὅλο καὶ πίσω, κατεβαίνουνε ὅλο καὶ παρακάτω;...

Ἀπ᾿ ὅλα λείπει κάποια οὐσία, κάποια νοστιμάδα, ποὺ εἴχανε ἄλλη φορά, λείπει ἡ θέρμη τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης, γιατὶ ἅπλωσε ἡ ψύχρα τοῦ θανάτου, ἡ ἀπιστία στὸν Θεὸ κι ἡ πίστη στὴ μηχανή.

Ἡ μηχανὴ στόμωσε τὰ αἰσθήματά μας καὶ σφάλισε μέσα μας τὴν πηγὴ ποὺ ἀνάβρυζε κάθε ἀληθινὴ πνευματικὴ χαρά. Σκότωσε τὴν ἁπλότητα. Ἡ μηχανὴ εἶναι ψυχρὴ γιατὶ εἶναι γέννημα τοῦ μυαλοῦ, γέννημα τῆς «ψυχρῆς λογικῆς». Πῶς νὰ μὴν παγώση ὁ μέσα μας ἄνθρωπος καθισμένος ἐπάνω στὸν Βόρειο Πόλο τοῦ μυαλοῦ; Θυσιάσαμε τὰ πρωτοτόκια γιὰ νὰ φᾶμε τὴ φακή. Χαλάσαμε τὸν μέσα μας ἄνθρωπο γιὰ νὰ βολέψουμε μόνο τὸν ἀπ᾿ ἔξω ἄνθρωπο. Σβήσαμε τὴν ἀπὸ μέσα φωτιὰ πού μας ζέσταινε, γιὰ νὰ ἀνάψουμε ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μας μιὰ φωτιὰ ψυχρή, ποὺ δὲ ζεσταίνει, καὶ θαρροῦμε πὼς θὰ ζεσταθοῦμε κυττάζοντας τὴν ψεύτικη φεγγοβολή της. Πιστέψαμε πὼς ἔτσι θὰ βροῦμε τὴν ἄκρη τῶν δεινῶν μας καὶ πάσα εὐτυχία, κι ἀντὶς αὐτό, περιπλεχθήκαμε σὲ μεγάλες ἀγωνίες καὶ σὲ βάσανα καινούρια ποὺ δὲν τὰ ξέραμε πρωτύτερα. Ἀλλὰ μία φορὰ ποὺ πήραμε αὐτὸν τὸν δρόμο, τραβᾶμε τὸν κατήφορο ὅλο με περισσότερη φόρα, ἂν καὶ βλέπουμε πὼς ὁ δρόμος ποὺ περπατᾶμε εἶναι ἔρημος καὶ κρύος. Γυρεύουμε νὰ βροῦμε ξεκούραση τρέχοντας ἀπάνω σὲ τριβόλους, ὀνειρευόμαστε περιβόλια στὴ Σαχαλίνα ποὺ δὲν φυτρώνει τίποτα...

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ κρυάδα σκεπάζει σήμερα ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ χέρια του, μὲ τὸ μυαλό του καὶ μὲ τὴν καρδιά του. Κύτταξε τὰ σπίτια του, τ᾿ ἁμάξια του, τ᾿ ἅρματά του, τὰ ροῦχα του, τὰ καράβια του, τὰ μαγαζιά του, τὰ βιβλία του, ὅλα ὅ,τι κάνει. Ἂν ὑπάρχει ἀκόμα πουθενὰ λιγοστὴ πνοή, λιγοστὴ ζεστασιά, αὐτὴ βγαίνει ἀπ᾿ ὅ,τι βαστᾶ ἀπ᾿ τὰ περασμένα, εἴτε στὸ χτίριο, εἴτε στὸ καράβι, εἴτε στὴ ζωγραφική, εἴτε στὸ βιβλίο, ἀπ᾿ ὅ,τι γεννήθηκε τότε ποὺ ἤτανε πιὸ ἁπλὸς καὶ πιὸ ἀληθινός.

Γιατὶ, ὅπως τὸ κάθε πράγμα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος ὅσο στέκεται μέσα στὰ φυσικὰ σύνορά του. «Μὰ ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ φυσικὰ σύνορά του;» ρωτᾶνε πολλοί. «Μήπως δὲν βρίσκεται μέσα στὰ σύνορά του κάνοντας ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάνει κι ὅ,τι θέλει νὰ κάνει;» Κατὰ τὴ δική μου τὴν ἁπλὴ γνώμη δὲν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στὰ σύνορά του κάνοντας ὅ,τι μπορεῖ καὶ ὅ,τι θέλει. Εἶναι σὰν τὸ μωρὸ παιδί, ποὺ σὰν τ᾿ ἀφήσεις νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, γρήγορα θὰ γκρεμισθεῖ καὶ θὰ σκοτωθεῖ. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ περηφάνεια θὰ τὸν σπρώξει σ᾿ ἕνα δρόμο ποὺ δὲν εἶναι γιὰ τὰ πόδια του. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Θεὸς τοῦ ἔβαλε σύνορο, γιὰ νὰ μὴν πάγει στὴν καταστροφή του. Τοῦ ῾δωσε νόμο πού, σύμφωνα μ᾿ αὐτόν, χρωστᾶ νὰ πορεύεται. «Ἂν ἀκούσετε αὐτὰ ποὺ λέγω, εἶπε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς θὰ φᾶτε. Μὰ ἂν δὲν μ᾿ ἀκούσετε, θὰ σᾶς φάγει ἡ μάχαιρα (ὁ θάνατος)». Νά, γύρισε καὶ κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶχε στολίσει μὲ τόσα ψεύτικα στολίδια «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος». Γέμισε τὸν κόσμο ἀπὸ μηχανές, δοῦλες τάχα ποὺ ὑπηρετᾶνε τὸν ἀφέντη τους. Μὰ ποτὲ δὲν ἤτανε ὁ ἄνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο ἀπροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχὸς σὲ ἀληθινὰ πλούτη!

Δὲν εἶναι παράξενο τὸ πῶς γίνεται, ὑστέρα ἀπὸ τόσα μέσα, ὑστέρα ἀπὸ τέτοια μηχανικὴ ἁρματωσιά, ποὺ ζαλίσθηκε κι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ὅ,τι μπόρεσε νὰ κάνει, νὰ μὴ βρίσκει ἡσυχία κι ἀνάπαυση ἐνῶ ἴσια-ἴσια γι᾿ αὐτὴν τὴν ἡσυχία τοῦ τά ῾φτιαξε; Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ὅσα κάνει γιὰ τὸ καλό του, γυρίζουνε σὲ κακό...

Ἔβαλε ὅλη τὴν τέχνη του καὶ φιλοτέχνησε ἕνα στεφάνι μαλαματένιο καὶ στολισμένο μὲ τὰ πιὸ ἀκριβὰ πετράδια, γιὰ νὰ τὸ φορέσει στὸ κεφάλι του σὰν νικητὴς τῆς φύσης καὶ τῆς «τυφλῆς μοίρας» ποὺ θαρρεῖ πὼς κυβερνᾶ τὸν κόσμο, καὶ μόλις τὸ βάζει στὸ κεφάλι του γίνεται στέφανος ἐξ ἀκανθῶν ποὺ τρυπᾶ τὰ μηλίγκια του καὶ τὸ μέτωπό του τὸ γεμάτο περηφάνεια, καὶ τρέχει τὸ αἷμα στὰ μάτια του ποὺ θαρρούσανε πὼς τὰ βλέπανε ὅλα, ὡς τὴν ἄκρη τοῦ παντός.

Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ κρυμμένο αὐτὸ χέρι ποὺ τὰ ἀλλάζει ὅλα καὶ τὰ κάνει ἀνάποδα ἀπὸ τοὺς πόθους του, ποὺ κάνει ἄμμο τὸ χρυσάφι του, ποὺ τὸν ἐξευτελίζει καὶ τσαλαπατᾶ τὴν περηφάνειά του; Καὶ ποῦ ὅσο περισσότερο περηφανεύεται, τόσο χειρότερος εἶναι ὁ ἐξευτελισμός του; Καὶ ποὺ ἀντὶ νὰ παίρνει ἀντάμειψη γιὰ τὰ μεγάλα καὶ τὰ τρανὰ ποὺ κατορθώνει νὰ κάνει, παιδεύεται σκληρὰ σὰν νὰ τὸν βρίσκει ἡ τιμωρία γιὰ κάποια μεγάλη ἁμαρτία ποὺ ἔκανε; Κι ὄχι μονάχα δὲν στρέφει πίσω ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ πῆρε ἀλλὰ τρέχει καὶ μὲ περισσότερο πεῖσμα, κι ἂς εἶναι ματωμένα τὰ πόδια του. Ὁ ἴδιος «ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος» ποὺ ἀπάτησε τοὺς πρωτόπλαστους καὶ τοὺς παρακίνησε νὰ ἀπογευθοῦνε ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς Γνώσης λέγοντάς τους πὼς θὰ γίνουνε Θεοί, ὁ ἴδιος ὄφις μιλᾶ στὸ αὐτὶ τῆς ἀνθρωπότητας κάθε φορὰ ποὺ σταματᾶ κουρασμένη σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο ποὺ δὲν βγάζει πουθενά, καὶ τὴν μποδίζει νὰ πάρει ἄλλον δρόμο πιὸ ταπεινόν, πιὸ εἰρηνικόν, πιὸ ἥμερον, καὶ τῆς λέγει:

«Ἐσὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶσαι γιὰ τὴν ταπεινὴ ζωὴ ποὺ ζοῦνε τὰ ἁπλὰ τὰ πλάσματα ὁποῦ ὑποτάζονται στὸ θέλημα Ἐκείνου, ποὺ τὰ ἔπλασε. Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει κανένα σύνορο, ἐσὺ εἶσαι ὁ κύριος τοῦ παντός, ἐσὺ βάζεις σύνορα γιὰ τὰ ἄλλα πλάσματα. Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει νόμος· ἡ δική σου ἡ θέληση εἶναι ὁ νόμος. Ἡ ὑποταγὴ κι ἡ ταπείνωση εἶναι μιζέριες ποὺ πρέπουνε σὲ σκλάβους, κι ὄχι σὲ σένα ποὺ σκλαβώνεις τὰ πάντα καὶ τὰ κάνεις νὰ δουλεύουνε στὴν ὑπηρεσία σου. Κύτταξε τί φοβερὰ κι ἀπίστευτα πράγματα ἔφτιαξε ἡ περηφάνειά σου. Μπορεῖ νὰ φτιάξει τέτοια θαυμαστὰ πράγματα ἡ ταπείνωση;

Μὴν κυττᾶς πὼς εἶσαι ματωμένος καὶ γεμάτος ἀγωνία, καὶ πὼς δὲν κάθισες ἀκόμα ἐπάνω στὸν χρυσὸ θρόνο τῆς δόξας σου. Τράβα μπροστά! Νά, κοντεύεις νὰ φτάξεις! Θὰ γίνεις Θεὸς καὶ θὰ ὑποταχθοῦνε ὅλα σε σένα. Μὴν πιστεύεις στὰ παραμύθια. Παραμύθι εἶναι πὼς ὑπάρχει Θεὸς ἄλλος ἀπὸ μένα κι ἀπὸ σένα ποὺ σὲ προσκαλῶ νὰ βασιλέψεις μαζί μου.... Μὴν θαρρεῖς πῶς θὰ σὲ θρέψει τὸ δέντρο τῆς Ζωῆς, ὅπως σοῦ εἴπανε. Μὴν τρῶς πιὰ ἀπ᾿ αὐτὸ μαζί με τ᾿ ἄλλα τὰ ζῶα. Παράτησέ το αὐτὸ τὸ δένδρο. Πάρε καὶ φάγε ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς Γνώσης, γιὰ νὰ γίνεις Θεός. Αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε νὰ φυλαχθεῖς καὶ νὰ μὴ φᾶς ἀπὸ τὸν καρπό του, τὸ ἔκανε ἀπὸ ζήλεια γιὰ νὰ σ᾿ ἔχει στὶς προσταγές του, γιὰ νὰ μὴν ἀνοίξεις τὰ μάτια σου...».

«Τί ἔκανες μὲ τὴ Γνώση ποὺ ἀπόχτησες τρώγοντας ἀπὸ τὸ δέντρο της; Ἔκανες τοῦτον τὸν κόσμο σου, εἶναι πιὸ τέλειος ἀπὸ κεῖνον τὸν χοντροκαμωμένον ποὺ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς μὲ τὸ δέντρο τῆς Ζωῆς. Κύτταξε τί θαυμαστὲς μηχανὲς ἔβαλες στὴν ὑπηρεσία σου, καὶ βγάλε ἀπὸ τὸ μυαλό σου αὐτὸ ποὺ δυνάμωσε μονομιᾶς σὰν ἄκουσες τὰ λόγια μου κι ἔφαγες ἀπὸ τὸ δέντρο τὸ δικό μου. Μὴν χασομερᾶς, μὴν διστάζεις, μὴν σταματᾶς μέρα-νύχτα...»

«Νά ῾χεις πάντα στὸ νοῦ σου πὼς οἱ περήφανοι δὲν θέλουνε νὰ καθίσουνε στὴ μάντρα ποὺ τὴ λένε Παράδεισο γιατὶ εἶναι πλασμένοι γιὰ τὸ δικό μου βασίλειο ποὺ τὸ λένε Κόλαση. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ μὲ λέγανε μία φορὰ Ἑωσφόρο, δηλαδὴ Αὐγερινό, καὶ τώρα μὲ λένε Σατανᾶ. Ἀπὸ τὸ πεῖσμα μου γκρεμίσθηκα, γιατὶ θέλησα νὰ στήσω τὸν θρόνο μου πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Μὰ δὲν μετάνοιωσα, γιατὶ ἂν μετάνοιωνα θὰ γινόμουν σκλάβος, σὰν κι αὐτούς, ποὺ εἶναι γεννημένοι γιὰ νὰ κάθουνται μέσα στὴ μάντρα τοῦ Παραδείσου. Ἔτσι κι ἐσύ, θὰ ματώνεσαι καὶ θὰ κατρακυλᾶς στὴ λάσπη τὴν ὥρα ποὺ θαρρεῖς πὼς ἔγινες ἀφέντης τοῦ κόσμου, μὰ δὲν θὰ σκύψεις τὸ κεφάλι σου. Γιατὶ ἐγὼ εἶμαι «ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος» με τὶς πολλὲς βόλτες στὸ μακρὺ κορμί μου, κι ἂν γλυτώσεις ἀπὸ τὴ μιά, σὲ σφίγγω μὲ τὴν ἄλλη καὶ σὲ ξαναφέρνω στὸ θέλημά μου. Ἐγὼ θὰ παλεύω ἕως τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Θέλω νὰ σ᾿ ἔχω παντοτεινὰ στὴν προσταγή μου, καὶ στὸ τέλος θὰ μὲ φχαριστήσεις, γιατὶ θὰ νικήσουμε μία μέρα, καὶ θὰ κάνουμε τὸν κόσμο ὅπως τὸν θέλουμε ἐμεῖς, κι ὄχι ὅπως τὸν θέλησε Αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε νὰ μὴν φᾶς ἀπὸ τὸ ἁψὺ τὸ δέντρο μου, παρὰ νὰ θρέφεσαι ἀπὸ τὸ μαλαχτικὸ δέντρο τῆς Ζωῆς, ποὺ τὰ φύλλα του τ᾿ ἀργοσαλεύει εἰρηνικὰ τὸ ἥμερο ἀγέρι τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἁπλότητας, καὶ δὲν τὰ ταράζει ποτὲς ὁ ἀνεμοστρίφουλας τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς παρακοῆς, ποὺ ἀναμαλλιάζει τὸ δέντρο τῆς Γνώσης, τὸ δέντρο τὸ δικό μου...».

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2016

Φώτης Κόντογλου: "Οἱ φι­λο­πα­πι­κές κι­νή­σεις, εἶ­ναι θά­να­τος γι­ά τό Γέ­νος µας"


Tοῦ Φώ­τη Κό­ντο­γλου 
Με­γά­λο, πο­λύ µε­γά­λο καί σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι ἕ­να ζή­τη­µα πού δέν τοῦ δώ­σα­νε σχε­δόν κα­θό­λου προ­σο­χή οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ῞Ελ­λη­νες. Κι αὐ­τό εἶ­ναι τό ὅ­τι ἀ­πό και­ρό ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι δι­κοί µας κλη­ρι­κοί νά θέ­λουν καί νά ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά δέ­σουν στε­νές σχέ­σεις µέ τούς πα­πι­κούς, πού ἐ­πί τό­σους αἰ­ῶ­νες µᾶς ρη­µά­ξα­νε. 
Γι­α­τί, στ᾿ ἀ­λη­θι­νά, δέν ὑ­πάρ­χει πι­ό µε­γά­λος ἀ­ντί­µα­χος τῆς φυ­λῆς µας, κι ἐ­πί­µο­νος ἀ­ντί­µα­χος, πού, σώ­νει καί κα­λά, θέ­λει νά σβή­σει τῆν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α. Οἱ δε­σπο­τά­δες πού εἶ­πα πώς τούς ἔ­πι­α­σε, ἄ­ξα­φνα κι ἀ­να­πά­ντε­χα, ὁ ἔ­ρω­τας µέ τούς Λα­τί­νους, λέ­νε πώς τό κά­νου­νε ἀ­πό «ἀ­γά­πη». Μά αὐ­τό εἶ­ναι χον­δρο­ει­δε­στά­τη δι­και­ο­λο­γί­α καί κα­λά θά κά­νου­νε νά πα­ρα­τή­σου­νε αὐ­τά τά ρο­σό­λι­α τῆς «ἀ­γά­πης», πού τήν κά­να­νε ρε­ζί­λι. ῾Ο δι­ά­βο­λος, ἅ­µα θε­λή­σει νά κά­νει τό πι­ό πο­νη­ρό παι­γνί­δι του, µι­λᾶ, ὁ ἀ­λι­τή­ρι­ος γι­ά ἀ­γά­πη. ῞Ο,τι εἶ­πε ὁ Χρι­στός, τό λέ­γει κι αὐ­τός κάλ­πι­κα, γι­ά νά ξε­γε­λά­σει. Τώ­ρα, στά κα­λά κα­θού­µε­να, τούς ρα­σο­φό­ρους µας στήν Πό­λη, τούς ἔ­πι­α­σε πα­ρο­ξυ­σµός τῆς ἀ­γά­πης γι­ά τούς ᾿Ι­τα­λι­ά­νους, πού στέ­κου­νται, ὅ­πως πά­ντα, κρύ­οι καί πε­ρή­φα­νοι καί δέν γυ­ρί­ζου­νε νά τούς δοῦ­νε αὐ­τούς τούς «ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φούς», πού ὅ­σα τούς κά­να­νε ἀ­πό τόν και­ρό τῶν Σταυ­ρο­φό­ρων ἴ­σα­µε τώ­ρα, δέν τούς τἄ­κα­νε µή­τε Τοῦρ­κος, µή­τε Τά­τα­ρος, µή­τε Μω­µα­χε­τᾶ­νος. ῎Ι­σως κι οἱ δι­κοί µας νά κά­νουν ἀ­πό πα­ρε­ξη­γη­µέ­νη κα­λω­σύ­νη.

῞Ο­πως εἶ­πα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι δι­κοί µας δέν δώ­σα­νε καµ­µι­ά ση­µα­σία σ᾿ αὐ­τές τίς φι­λο­πα­πι­κές κι­νή­σεις, πού εἶ­ναι θά­να­τος γι­ά τό γέ­νος µας καί πού τίς κι­νή­σα­νε οἱ κα­τα­χθό­νι­ες δυ­νά­µεις πού πο­λε­µᾶ­νε τόν Χρι­στό καί πού µέ τά λε­πτά τούς ἀ­γο­ρά­ζου­νε ὅ­λους, δέν δώ­σα­νε λοι­πόν καµ­µι­ά ση­µα­σί­α, γι­α­τί....τά θε­ω­ροῦ­νε τι­πο­τέ­νι­α πρά­γµα­τα, ἄν δέν εἶ­ναι κι οἱ ἴ­δι­οι ἀ­γο­ρα­σµέ­νοι, ἄ­ξι­α µο­να­χά γι­ά κά­ποι­ους στε­νο­κέ­φα­λους πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες καί φα­να­τι­κούς ἀ­πο­πε­τρω­µέ­νους χρι­στι­α­νούς. Τώ­ρα τά µυ­α­λά γι­νή­κα­νε φαρ­δει­ά, καί κα­τα­γί­νο­νται µέ ἄλ­λα, κο­σµοϊ­στο­ρι­κά προ­βλή­µα­τα! «Θά κα­θό­µα­στε νά κυτ­τά­ζου­µε τώ­ρα πα­πά­δες κι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­ες»; Μά αὐ­τούς δέν τούς µέ­λει κι ἄν ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ἀ­πό τόν κό­σµο κά­θε ἑλ­λη­νι­κό πρᾶ­γµα. Καί θά ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ὄ­χι τό­σο εὔ­κο­λα µέ τόν ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµό πού πά­θα­µε, ὅ­σο ἄν γί­νου­µε στή θρη­σκεί­α πα­πι­κοί. Γι­α­τί γι᾿ αὐ­τοῦ πᾶ­µε. Πα­πι­κή ῾Ελ­λά­δα θά πεῖ ἐ­ξα­φά­νι­ση τῆς ῾Ελ­λά­δας. Νά γι­α­τί εἶ­πα πώς εἶ­ναι πο­λύ σπου­δαῖ­ο ζή­τη­µα αὐ­τές οἱ ἐ­ρω­το­τρο­πί­ες πού ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι κλη­ρι­κοί δι­κοί µας µέ τούς πα­πι­κούς, κι ἡ αἰ­τί­α εἶ­ναι τό ὅ­τι δέν νοι­ώ­σα­νε τί εἶ­ναι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α ὁ­λό­τε­λα, µ᾿ ὅ­λο πού εἶ­ναι δε­σπο­τά­δες.

Τό κα­κό εἶ­ναι πώς ὁ λα­ός δέν πῆ­ρε, κα­λά-κα­λά, εἴ­δη­ση γι­ά τή συ­νω­µο­σί­α. Ποι­ός νά τόν πλη­ρο­φο­ρή­σει ἀ­φοῦ οἱ γραµ­µα­τι­σµέ­νοι τά θε­ω­ροῦ­νε αὐ­τά τά πρά­γµα­τα ἀ­νά­ξι­α γι­ά τή µο­ντέρ­να σο­φί­α τους, καί τρέ­χουν ση­µαι­ο­φό­ροι σέ κά­θε νε­ω­τε­ρι­σµό;

᾿Α­πό τό­τε πού ἀρ­χί­σα­νε οἱ λυ­κο­φι­λί­ες ἀ­νά­µε­σα στούς δι­κούς µας καί στούς πα­πι­κούς (καί ση­µεί­ω­σε πώς οἱ δι­κοί µας φα­γω­θή­κα­νε πρῶ­τοι νά πι­ά­σου­νε σχέ­ση µέ τούς Λα­τί­νους σάν νά πή­ρα­νε ἀ­πό κά­που δι­α­τα­γή, κι ὁ­λο­έ­να µι­λᾶ­νε γι­ά «τόν δι­ά­λο­γον» µα­ζί τους, δί­χως νά ξέ­ρου­νε κα­λά-κα­λά τί λέ­νε), ἀ­πό τό­τε λοι­πόν, ἀ­κοῦ­µε, κά­θε τό­σο, κά­τι πρά­γµα­τα θε­α­τρι­κά, ἄ­νο­στα, ἀ­νό­η­τα, δί­χως καµ­µι­ά σο­βα­ρό­τη­τα, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ λε­γό­µε­νη «Δι­ά­σκε­ψις τῆς Ρό­δου», τά νέ­α πα­ρεκ­κ­λή­σι­α τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ, κ.τ.λ. Στή Ρό­δο πή­γα­νε οἱ δι­κοί µας µέ σκο­πό νά που­λή­σουν τήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, γι­α­τί γι᾿ αὐ­τούς εἶ­ναι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νη µορ­φή τοῦ Χρι­στι­α­νι­σµοῦ, δη­λα­δή ἕ­νας βλά­χι­κος χρι­στι­α­νι­σµός, καί ν᾿ ἀρ­χί­σουν τόν «δι­ά­λο­γον», πού νά τό ν πά­ρει ἡ εὐ­χή αὐ­τόν τόν «δι­ά­λο­γον». Καί τί κά­να­νε; Τί­πο­τα! Λό­γι­α πολ­λά καί χα­µέ­να, πού νά ντρέ­πε­ται κι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ῞Ελ­λη­νας ᾿Ορ­θό­δο­ξος.

Προ­χθές πά­λι µά­θα­µε πώς ὁ Πά­πας ἐ­γκαι­νί­α­σε ἕ­να νέ­ο πα­ρεκ­κ­λή­σι­ο στό Βα­τι­κα­νό καί ἔ­βα­λε γι­ά εἰ­κό­νες (µή χει­ρό­τε­ρα!) τίς φω­το­γρα­φί­ες τοῦ Πά­πα καί τοῦ ᾿Α­θη­να­γό­ρα, «ὁ ὁ­ποῖ­ος ἵ­στα­ται ὄ­πι­σθεν τοῦ Πο­ντί­φη­κος»! Φα­ντα­σθεῖ­τε πα­ρεκ­κ­λή­σι­ο µέ φω­το­γρα­φί­ες (τί ἀ­κα­λαί­σθη­τα πρά­γµα­τα!). ῾Ο Πά­πας λοι­πόν θά προ­σεύ­χε­ται µπρο­στά στίς δι­κές του φω­το­γρα­φί­ες! Δη­λα­δή τρελ­λά­θη­καν οἱ ἄν­θρω­ποι! Αὐ­τά δέν τά κά­να­νε µή­τε οἱ ἀ­ρα­πά­δες τῆς ᾿Α­φρι­κῆς. Συλ­λο­γί­ζο­µαι πό­ση σο­βα­ρό­τη­τα ἔ­χουν οἱ Μου­σουλ­µᾶ­νοι στή θρη­σκεί­α τους, καί ποῦ κα­τα­ντή­σα­νε τή θρη­σκεί­α τοῦ Χρι­στοῦ αὐ­τοί οἱ ἀ­θε­ό­φο­βοι ᾿Ι­τα­λι­ά­νοι, πού προ­σκυ­νᾶ­νε ἀ­γάλ­µα­τα τῆς Πα­να­γι­ᾶς µέ κοκ­κι­νά­δι­α, µέ σκου­λα­ρί­κι­α καί µέ δα­χτυ­λί­δι­α. Κι ἐ­µεῖς οἱ ᾿Ορ­θό­δο­ξοι, πού φυ­λά­ξα­µε τό βα­θύ µυ­στή­ρι­ο τῆς εὐ­σέ­βει­ας, τώ­ρα, στά κα­λά κα­θού­µε­να, πᾶ­µε νά γί­νου­µε ἕ­να µ᾿ αὐ­τούς πού γε­λοι­ο­ποι­ή­σα­νε τόν Χρι­στό ὅ­σο κα­νέ­νας ἄ­θε­ος.

᾿Αλ­λά, ἀ­πό ποῦ νά πι­ά­σει κα­νέ­νας καί ποῦ νά τε­λει­ώ­σει; ῞Ο­σοι ἤ­τα­νε ἕ­ως τώ­ρα ἀ­δι­ά­φο­ροι γι­ά τή θρη­σκεί­α καί γι­ά τήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α, καί πού πολ­λοί ἀπ᾿ αὐ­τούς τίς πε­ρι­παί­ζα­νε µά­λι­στα, ὅ­λοι αὐ­τοί γι­νή­κα­νε ἔ­ξα­φνα πα­πό­φι­λοι, καί µα­σᾶ­νε σάν µα­στί­χι τήν ψεύ­τι­κη λέ­ξη «ἀ­γά­πη». Με­γα­λύ­τε­ρο ρε­ζι­λί­κι δέν ἔ­γι­νε. ᾿Ε­µεῖς οἱ ἄλ­λοι πού εἴ­µα­στε κολ­λη­µέ­νοι ἀ­πό νε­ό­τη­τος στήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α µας, εἴ­µα­στε στε­νο­κέ­φα­λοι, µο­χθη­ροί, γυ­µνοί ἀ­πό ἀ­γά­πη κι ἀ­πό ἀ­λη­θι­νή εὐ­σέ­βει­α. ῾Η µό­δα εἶ­ναι τώ­ρα νά φαί­νε­σαι ἄν­θρω­πος τῆς ἐ­πο­χῆς µας, πού ἔ­νοι­ω­σε τά «αἰ­τή­µα­τά» της. [...]

Πί­στη ἀ­σά­λευ­τη στήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, πού ἐ­µεῖς οἱ προ­κοµ­µέ­νοι τήν πή­ρα­µε κλη­ρο­νο­µι­ά καί τήν που­λᾶ­µε «ἀ­ντί πι­να­κί­ου φα­κῆς» καί ἀ­σπα­σµοῦ τῆς πα­ντό­φλας τοῦ Πά­πα! Μά σέ τέ­τοι­ο ση­µεῖ­ο ἐκ­φυ­λι­σθή­κα­µε; Αἰ­τί­α εἶ­ναι ἡ ἔµ­φυ­τη µα­ται­ο­δο­ξί­α µας, πού µᾶς κά­νει νά θέ­λου­µε νά φαι­νό­µα­στε ἔ­ξυ­πνοι συγ­χρο­νι­σµέ­νοι, προ­ο­δευ­τι­κοί, κι ὄ­χι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νοι. Μέ τή συ­ναί­σθη­ση τῆς κα­τω­τε­ρό­τη­τας πού ἀ­πο­χτή­σα­µε, φο­βό­µα­στε σάν τόν δι­ά­βο­λο µή­πως µᾶς ποῦ­νε «πα­λι­ά µυ­α­λά, πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες, κα­θυ­στε­ρη­µέ­νους». Καί τρέ­χου­µε νά πᾶ­µε πρῶ­τοι σέ κά­θε κί­νη­ση πού περ­νᾶ γι­ά «µο­ντέρ­να», θέ­λεις µί­µη­ση τῆς «ἀ­φη­ρη­µέ­νης ζω­γρα­φι­κῆς», θέ­λεις ἀ­κα­τα­λα­βί­στι­κες «λο­γο­τε­χνί­ες» (κα­η­µέ­νη λο­γο­τε­χνί­α, ποῦ κα­τά­ντη­σες!), θές φι­λο­πα­πι­σµός, θές ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµός, στά πά­ντα, στά ντυ­σί­µα­τά µας (πρό πά­ντων τῆς νε­ο­λαί­ας), στόν τρό­πο πού µι­λᾶ­µε καί σκε­πτό­µα­στε, ἀ­κό­µα καί στίς χει­ρο­νο­µί­ες. Δη­λα­δή, κα­τα­ντή­σα­µε µαϊ­µοῦ­δες τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους «ἐν ὀ­νό­µα­τι τῆς προ­ό­δου καί τῆς θαυ­µά­σι­ας ἐ­πο­χῆς µας».

(Φώ­τη Κό­ντο­γλου «Μυ­στι­κά ἄν­θη», ἐκ­δ. «Ἀ­στήρ», σελ. 51-53)
 

Τρίτη, Μαρτίου 01, 2016

Ὁ Ἐλάχιστος τῆς Βασιλείας

Φώτης Κόντογλου
chamomile2[1][…]Οἱ παλαιοὶ ζωγράφοι ποὺ ζωγραφίζανε τὴ Δευτέρα Παρουσία, παριστάνουνε στὸν οὐρανὸ τὸν Χριστὸ καθισμένον στὸν θρόνο του γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, κι ἀπὸ τὶς δύο μεριὲς καθισμένους τοὺς Δώδεκα Ἀπόστολους. Ἀπὸ τὸ ὑποπόδιο τοῦ θρόνου βγαίνει ὁ πύρινος ποταμός, ποὺ μέσα σ’ αὐτὸν καίγουνται οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ τοὺς καταπίνει ὁ βύθιος δράκων. Οἱ ἀρχάγγελοι κράζουνε μὲ τὶς σάλπιγγες, καὶ σηκώνουνται ἀπὸ τὰ μνήματα οἱ νεκροὶ τρομαγμένοι. Ἕνας ἄγγελος τυλίγει τὸν οὐρανὸ σὰν νὰ ‘ναι χαρτί, κι ἄλλος ζυγιάζει τὶς ψυχές. Οἱ ἄνεμοι φυσοῦνε θυμωμένοι ἀπὸ τὶς τέσσερες μεριὲς τῆς οἰκουμένης, θηρία καὶ τέρατα καταβροχθίζουνε κεφάλια, χέρια, πόδια ἀνθρώπινα. Οἱ δαίμονες τρίζουνε τὰ δόντια τους. Ἡ κτίση ὅλη ταράζεται ἀπὸ τὰ θεμέλια της. Οἱ ψυχὲς τρέμουνε σὰν τὰ ξερὰ φύλλα ποὺ τὰ παίρνει ὁ δρόλαπας. Ὁ ἥλιος μαύρισε καὶ καρβούνιασε, καὶ τὸ φεγγάρι ἔσβησε. Φόβος καὶ τρόμος πλακώνει ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Μονάχα ἕνας ἄνθρωπος δὲν ταράζεται, ἕνα γεροντάκι, ταπεινὸ καὶ ἥσυχο, ποὺ ἀργοπερπατᾶ μὲ τὸ ραβδάκι του, μέσα στὴν κοσμοχαλασιά, καὶ πορεύεται θαρρετὰ πρὸς τὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ «Ἐλάχιστος», ὅπως εἶναι γραμμένο στὴν εἰκόνα, δηλαδὴ ὁ πιὸ τιποτένιος, ὁ πιὸ καταφρονεμένος σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τοῦτος ὁ «Ἐλάχιστος» εἶναι …, πού ἀνοίξανε οἱ πόρτες τ’ οὐρανοῦ γιὰ νὰ μπεῖ μέσα στὸν Παράδεισο.
 Ἀπὸ τὸ διήγημα,” Ὁ μπάρμπα-Μανώλης ὁ βασιλὲς

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 29, 2016

Ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀφθαρσίας







Βαθειὰ μελαγχολία αἰσθάνεται κανένας, βλέποντας μὲ πόση ἀγάπη καὶ μὲ τί ζῆλο καταγίνονται οἱ ἄνθρωποι νὰ χτίσουνε τὰ σπίτια τους καὶ τὰ ἐξοχικά τους, νὰ τὰ στολίσουνε ἀπ’ ἔξω κι ἀπὸ μέσα, νὰ βάλουνε ἔμορφα ἔπιπλα, ἀκριβὰ χαλιά, βιβλιοθῆκες, ἔργα τῆς τέχνης, πολυέλαια καὶ πολύφωτα, νὰ φυλάξουνε στὰ ντουλάπια τὰ καλὰ τὰ ροῦχα τους, τὰ δικά τους καὶ τῶν παιδιῶν τους, νὰ στολίσουνε τὶς κάμαρες μ’ ἕνα σωρὸ ἀγαπημένα πράγματα, ποὺ τὰ ξεσκονίζουνε μὲ προσοχὴ μὴν τύχει καὶ πάθουνε τίποτα, νὰ περιποιηθοῦνε τοὺς κήπους τους, μ' ἕναν λόγο νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι, οἱ καημένοι, μ' ὅλη τὴν ψυχή τους στὸ νὰ κάνουνε τὴν κατοικία τοὺς εὐχάριστη, γιὰ νὰ περάσουνε καλὴ ζωὴ μὲ τὴν οἰκογένειά τους καὶ μὲ τοὺς φίλους τους.

Σὰν καθήσουνε στὸ τραπέζι μὲ τὰ καλὰ τὰ φαγητὰ καὶ μὲ τὰ πιοτά, λάμπουνε τὰ πρόσωπά τους, τὰ στόματά τους δὲν σωπαίνουνε ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ νοιώθουνε, καὶ σὰν ἀποφᾶνε, πιάνουνε τὰ τραγούδια καὶ τὰ ἀστεῖα. Πολλοὶ παίζουνε χαρτιὰ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ τὸ πρωὶ εἶναι σὰν ἄρρωστοι. Ἄλλοι ἔχουνε μανία μὲ τὶς πίπες, ἄλλοι μὲ τ’ αὐτοκίνητα, ἄλλοι μὲ τὸ ψάρεμα, ἄλλοι μὲ τὸ κυνήγι, ἄλλοι μὲ τὰ θέατρα, ἄλλοι μὲ τὰ ἀθλητικὰ κι ἄλλοι μὲ ἄλλα.

Στὴ συνοικία ποὺ κάθουμαι, τὸ κάθε σπίτι ἔχει κι ἕναν κῆπο, μικρὸν ἢ μεγαλύτερον. Καμμιὰ φορὰ κάνω ἕναν μικρὸν περίπατο κι ἐκεῖ ποὺ σιγοπερπατῶ, κυττάζω τὰ διάφορα σπίτια. Τὸ καθένα ἔχει τὴ φυσιογνωμία του. Τὰ περισσότερα εἶναι περιποιημένα, βαμμένα μὲ ἔμορφα χρώματα, μὲ καλοκαμωμένες πόρτες καὶ παράθυρα, μὲ ἀερικὲς βεράντες, κι ἂν εἶναι κανένα παράθυρο ἀνοιχτό, βλέπεις ἀπὸ μέσα, σὲ κάποια ἀπ' αὐτά, κανένα συμπαθητικὸ ἔπιπλο, καμμιὰ παλιὰ βιβλιοθήκη, δύο τρία κάντρα καλά, ποὺ ἀνάμεσά τους βρίσκεται καὶ καμμιὰ προσωπογραφία. Κι ἀπ’ ὅλα τοῦτα νοιώθεις πὼς ἐκεῖ μέσα ὑπάρχει οἰκογενειακὴ ἱστορία, πὼς περάσανε κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦνε, αὐτοὶ ποὺ φτιάξανε ἐκείνη τὴ ζεστὴ φωλιὰ μὲ τὰ καθέκαστά της, ποὺ τ' ἀγαπήσανε πολύ, μὰ ποὺ μ' ὅλη τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ τοὺς δίνανε, ἦρθε μία μέρα ποὺ τ' ἀφήσανε καὶ φύγανε βιαστικά, δίχως νὰ κυττάξουνε πίσω τους.

Σὰν ἀρχίζει ἡ ἄνοιξη ξώλαμπρα κι ἡ καρδιὰ μας καταλαβαίνει πιὸ γλυκὰ τὴ ζωή, στέκουμαι γιὰ μιὰ στιγμὴ κοντὰ στὸν τοῖχο τοῦ κήπου κανενὸς σπιτιοῦ, ποὺ ἔχει πολλὰ λουλούδια ποὺ μοσχοβολᾶνε. Ἂν εἶναι Κυριακὴ ἢ γιορτή, ὁ σπιτονοικοκύρης σκάβει, κλαδεύει, ποτίζει, περιποιέται τὰ λουλούδια, ἀφωσιωμένος στὴ δουλειά του, εὐτυχισμένος. Πολλὲς φορὲς τὸν βοηθᾶ ἡ γυναίκα του, ὁ γυιός του ἢ ἡ κόρη του. Βλέπεις καὶ χαίρεσαι τὴν εἰρηνικὴ ζωὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων κι ἀπὸ μέσα σου παρακαλεῖς τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ τὴ χαροῦνε.

Μά, τὴν ἴδια στιγμή, ἔρχεται στὸν νοῦ σου ἡ σκέψη πὼς ὅλα αὐτὰ στέκουνται στὸν ἀγέρα, καὶ φτάνει ἕνα φύσημα γιὰ νὰ ἐξαφανισθοῦνε ὅλα καὶ τ' ἀναπαυτικὰ σπίτια κι οἱ ὡραῖοι κῆποι καὶ οἱ χαρούμενες συναναστροφὲς καὶ τὰ πλούτη, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τάχουνε. Μιὰ μαύρη ἀντάρα σκεπάζει τὴν καρδιά μου, ἡ σκέψη τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ θολώνει τὰ μάτια μου καὶ μὲ δακρυσμένα μάτια κυττάζω ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ λουλούδια τοῦ μαντρότοιχου ἐκείνους τοὺς εὐτυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἀφωσιωμένοι στὴν εὐτυχία τους, ἀνύποπτοι ἀπ' ὅ,τι συλλογίζουμαι κι ἀπ' ὅ,τι γίνεται γύρω τους. Μπορεῖ νὰ περάσω ἀπὸ δῶ ὓστερ' ἀπὸ λίγες μέρες καὶ νὰ δῶ κολλημένο δίπλα στὴν πόρτα ἐκεῖνο τὸ χαρτὶ μὲ τὴ μαύρη κορνίζα.

Λοιπόν, πῶς νὰ μὴν ἀναστενάξεις, πῶς νὰ ψευτογελάσεις τὸν ἑαυτό σου, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κι ὅλα ὅσα κάνει κι ὅσα ἀγαπᾶ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο εἶναι κρεμασμένα ἀπάνω σ' ἕνα ἀνεμοδαρμένο καλάμι μὲ μία τρίχα τῆς ἀράχνης; Ἀλλοίμονο! Δὲν ὑπάρχει τίποτα σίγουρο σὲ τοῦτον τὸν ψεύτικο τὸν κόσμο! Καλὰ τὰ εἴπανε ὅλα ἴσκιους, ὄνειρα, φαντασίες, ξεγελάσματα. Τὴ ματαιότητά τους τὴν παράστησε καλὰ ὁ προφήτης Δαυὶδ καὶ πιὸ καλὰ ἀκόμα ὁ γυιὸς του ὁ Σολομώντας. «Ἐγώ, λέγει, ἔγινα βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ κι ἔδωσα τὴν καρδιά μου στὸ νὰ ἐρευνήσω καὶ νὰ ἐξετάσω μὲ σοφία ὅλα ὅσα γίνουνται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γιατί ὁ Θεὸς ἔδωσε μία πικρὴ συλλογὴ ποὺ τρώγει τοὺς ἀνθρώπους. Εἶδα λοιπὸν ὅλα τὰ χτίσματα ποὺ ἔγιναν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα καὶ πόθος τῆς ψυχῆς... Κι ἐγὼ ἔχτισα παλάτια, φύτεψα ἀμπέλια, ἔκανα κήπους καὶ περιβόλια καὶ ἔβαλα μέσα κάθε λογῆς δέντρο. Ἔκανα βρύσες, συντριβάνια, ἀπόχτησα ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες καὶ κοπάδια ζῶα τόσα πολλὰ καὶ μεγάλα, ποὺ δὲν τὰ εἶχε κανένας ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ μένα. Μάζεψα χρυσάφι κι ἀσήμι, πλούτη πολλῶν βασιλιάδων. Εἶχα τραγουδιστάδες καὶ τραγουδίστριες ποὺ εὐφραίνουνε τοὺς ἀνθρώπους, κεραστὲς καὶ κεράστριες ποὺ κερνούσανε τὰ πιοτά. Ἔγινα μεγάλος βασιλιὰς καὶ μεγάλωσα παραπάνω ἀπ’ ὅσους σταθήκανε πρὶν ἀπὸ μένα στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἀπόχτησα καὶ σοφία. Κι ὅ,τι ζητήξανε τὰ μάτια μου δὲν τοὺς τὸ στέρησα καὶ τὴν καρδιά μου δὲν τὴν μπόδισα ἀπὸ καμμιὰ εὐχαρίστηση κι ἀπολαψη. Καὶ γύρισα καὶ κύτταξα ἐγὼ ἀπάνω σὲ ὅλα ὅσα ἔκανα καὶ νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα».

Ναί. Ὅλα χάνουνται, ὅλα τρίβουνται, ὅλα γίνουνται σκόνη. Ὅλα τὰ καταπίνει ὁ θάνατος. Τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὰ δόντια αὐτῆς τῆς ρόδας ποὺ γυρίζει βουβὰ κι ἀλέθει τὰ πάντα.

Καλὰ γιὰ τοῦτα τὰ σπίτια καὶ γιὰ τὰ χειροπιαστὰ ὑπάρχοντά μας, ποὺ χάνουνται καὶ σβήνουνε σ' ἕνα ἀνοιγοκλείσιμο τοῦ ματιοῦ. Μὰ σάμπως ἀντέχουνε περισσότερο στὸ φύσημα τοῦ θανάτου τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ἔργα μας, ποὺ θέλουμε νὰ βροῦμε σ’ αὐτὰ ἀποκούμπι καὶ παρηγοριά, ἀπελπισμένοι ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὰ ὑλικά, τὰ χεροπιαστά; Ὡστόσο, καμμία διαφορὰ δὲν ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ τοῦτα καὶ σὲ κεῖνα! Τὰ πάντα ματαιότης! Τίποτα δὲν θὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴν καταβόθρα. Μήτε οἱ φιλοσοφίες, μήτε τὰ ποιήματα, μήτε τὰ σοφὰ βιβλία, μήτε τὰ θαυμαστὰ χτίρια, μήτε τὰ ἐξαίσια ἀγάλματα, μήτε οἱ λαμπρὲς ζωγραφιές, ὅλα τοῦτα ποὺ τὰ λέμε ἀθάνατα, μήτε οἱ ἐξουσίες κι οἱ ἄρχοντες, μήτε ἡ δόξα καὶ τὰ φημισμένα ὀνόματα, ποὺ θαρροῦνε ὅσοι τ’ ἀποχτήσανε πὼς γινήκανε ἀθάνατοι, πὼς γλυτώσανε ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση! Ξεγελάσματα καὶ ψευτοπαρηγοριές. Μέσα στὴν καταβόθρα ποὺ τὰ ρουφᾶ ὅλα, θὰ χαθοῦνε μία μέρα κι οἱ Μεγάλοι Ἀλέξανδροι κι οἱ Ὅμηροι κι οἱ Αἰσχύλοι κι οἱ Εὐριπίδηδες κι οἱ Φειδίες κι οἱ Πολύκλειτοι καὶ μαζί τους θὰ ἐξαφανιστοῦνε κι οἱ Παρθενῶνες κι οἱ ἁγιὲς Σοφιὲς κι οἱ Ἰλιάδες κι οἱ Ὀδύσσειες, μ' ἕναν λόγο ὅ,τι βρίσκεται στὸν κόσμο καὶ στὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων. Ἄβυσσο βουβὴ κι ἄσπλαχνη θὰ τὰ καταπιεῖ καὶ μὴν περιμένεις καμμιὰ παρηγοριά. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πασκίζουμε νὰ σώσουμε κάτι ἀπὸ τὴ φοβερὴ καταδίκη, γιὰ νὰ τὸ ἔχουμε γιὰ παρηγοριά, ὅπως κάνουμε μὲ τὰ λεγόμενα μεγάλα ἔργα τῆς τέχνης μας, καὶ τὰ λέμε, οἱ δυστυχεῖς, ἀθάνατα, γιατί τὰ διατηροῦμε στὴν ὕπαρξη ἢ στὴ μνήμη μας χίλια εἴτε δύο χιλιάδες χρόνια, ποὺ εἶναι σὰν τὶς λίγες μέρες ποὺ παίρνει χάρη ὁ κατάδικος, ὥς ποὺ νὰ ἔρθει ἡ ὥρα του.

Ὁ κακόμοιρος ὁ ἄνθρωπος φράζει τὰ μάτια του γιὰ νὰ μὴ δεῖ τί τὸν περιμένει. Δὲν ὑπάρχει πιὸ θλιβερὸ πράγμα ἀπὸ τὸν θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ τὸν θεωροῦνε μεγάλον καὶ ἀπέθαντον καὶ τοῦ ψέλνουνε «Αἰωνία ἡ μνήμη!». Αὐτὸ τὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη» τὸ ἀκοῦμε σὰν νὰ λέγει: «Αἰωνία ἡ λήθη καὶ ἡ ἐξαφάνισις».

Βλέποντας λοιπὸν πρῶτα τὸν ἑαυτό μου κι ὕστερα τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ καταγινόμαστε ὅλοι μὲ πρόσκαιρα καὶ ψεύτικα πράγματα καὶ μάλιστα μὲ τέτοιον ζῆλο σὰν νὰ ἔχουμε νὰ ζήσουμε αἰώνια, κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι: Ἄραγε, μοναχὰ αὐτὰ τὰ ψεύτικα καὶ τὰ πρόσκαιρα πράγματα ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἢ ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα; Τόση ἀγάπη, τόση ἀφοσίωση νὰ δίνεται ἀπὸ τὸν κακόμοιρον τὸν ἄνθρωπο σὲ κάποια πράγματα ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ χαθοῦνε σὲ κάθε στιγμή, δὲν εἶναι κρῖμα; Ἂν ἤξερε λοιπὸν πὼς ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα πράγματα, πόση θὰ ἤτανε ἡ εὐτυχία του καὶ τότε ἡ ἀγάπη του σὲ κεῖνα τὰ ἀληθινὰ δὲν θάτανε ἀκόμα πιὸ μεγάλη;
Ναί, ἀλλὰ οἱ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουνε πὼς ὑπάρχουνε ἀλλὰ ἀπὸ τοῦτα τὰ προσωρινά, κάποια ποὺ βρίσκουνται σὲ ἕναν ἄλλον ἀληθινὸν κόσμο, ποὺ τὸν νομίζουνε γιὰ ψεύτικον οἱ δυστυχισμένοι ποὺ εἶναι γαντζωμένοι στοὺς ἴσκιους, γιατί δὲν πιστεύουνε πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι πιὸ σίγουρο ἀπὸ τοὺς ἴσκιους.

Ὤ! Πόσο ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ δίνουνε ὅλη τὴ φροντίδα τους στὸ τίποτα! Αὐτοὶ εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ποὺ δὲν τὸν πιστέψανε, ἀκούγοντας τὸν νὰ λέγει: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», «Δὲν ἔχουμε, ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ ζωή, πολιτεία ποὺ νὰ μείνει, νὰ βαστάξει ἐπὶ πολὺν καιρό, ἀλλὰ ζητοῦμε ἐκείνη ποὺ βρίσκεται στὴν ἄλλη ζωή». Δὲν ὑπάρχουνε ἐδῶ, σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, μήτε πολιτεῖες, μήτε παλάτια, μήτε σπίτια, μήτε ἄλλα χτίρια, μήτε χτήματα, μήτε παπόρια, μήτε πλούτη, μήτε τίποτα, ποὺ νὰ μὴν εἶναι πρόσκαιρο, ἕτοιμο νὰ χαθεῖ σὲ μία στιγμή. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ ὅλα σ' αὐτὸν εἶναι ἀληθινά, σίγουρα, αἰώνια, γιατί ἀντέχουνε στὴ φθορά, ἐπειδὴ ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει μήτε καιρός, μήτε ἡ κόρη του ἡ φθορά, ἀλλὰ ὅλα ἐκεῖ εἶναι ἄφθαρτα, ἀκατάλυτα, αἰώνια, παντοτινὰ καινούρια, παντοτινὰ νέα.

Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτά; Εἶναι ἐκεῖνα ποὺ «μάτι δὲν τὰ εἶδε κι αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε καὶ ποὺ δὲν τὰ ἔνοιωσε ἡ καρδιὰ κανενὸς ἀνθρώπου, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πιστέψανε στὰ λόγια του καὶ τὸν ἀγαπήσανε». Αὐτοὶ δὲν καταγίνουνται μὲ «μάταια καὶ ψευδῆ», μὲ ἴσκιους καὶ μὲ ξεγελάσματα, ἀλλὰ χτίζουνε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο σὲ κεῖνον τὸν ἄλλον ἄλλος σπίτι, ἄλλος παλάτι, ἄλλος πολιτεία, ἄλλος φυτεύει ἀμπέλι, ἄλλος περιβόλι, ἄλλος κῆπο, ποὺ δὲν χάνεται ποτέ. Αὐτοὶ εἶναι «οἱ ἔχοντες ἐλπίδα», γιὰ τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὴ λέγει «μακαρίαν ἐλπίδα», ἐπειδή, ἀληθινά, ὅποιος τὴν ἔχει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, εἶναι μακάριος. Αὐτὸς πατεῖ ἀπάνω στὴ στερεὴ πέτρα ποὺ δὲν θὰ σαλευθεῖ στὸν αἰώνα.

Ὡστόσο, ὅσοι καταγίνουνται μοναχὰ μὲ τὰ πρόσκαιρα τούτης τῆς ζωῆς καὶ δὲν πιστεύουνε στὰ αἰώνια τῆς ἄλλης τῆς ζωῆς, σὰν πεθάνει κανένας χριστιανὸς ποὺ δὲν ἔδωσε πολλὴ σημασία σ' ἐκεῖνα ποὺ ἀφωσιωθήκανε αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι, ἀλλὰ προσπάθησε ν' ἀποχτήσει τὰ ἀληθινὰ καὶ τὰ σίγουρα, ζώντας μὲ τὴν ἐλπίδα τους, σὰν ἀποθάνει λοιπὸν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, τὸν περιπαίζουνε καὶ λένε πὼς δὲν χάρηκε τοῦτον τὸν κόσμο, ἐπειδὴ εἶχε γυρισμένα τὰ μάτια του στὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι ἀνύπαρχτος γιὰ ἐκείνους ὁπού τὸν περιπαίζουνε. Μὰ πολλὲς φορὲς ὁ χριστιανὸς ποὺ πέθανε μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, ἁγιάζει καὶ φανερώνεται στοὺς ἄπιστους, ἢ στ' ὄνειρό τους ἢ στὸν ξύπνο τους, ἐρχόμενος ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο καὶ τότε καταλαβαίνουνε οἱ ἔξυπνοι πὼς ἡ ἐξυπνάδα τους ἤτανε ἀνοησία καὶ πὼς ὁ περιγελασμένος ἤξερε καλὰ ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια. Σ' αὐτὰ ἀπάνω, λέγει ὁ Σολομώντας τὰ παρακάτω λόγια:

«Τότε θὰ σταθεῖ ὁ δίκαιος μὲ πολλὴ παρρησία μπροστὰ σ' ἐκείνους ποὺ τὸν πικράνανε καὶ ποὺ λέγανε πὼς κοπίαζε μάταια. Σὰν τὸν δοῦνε, θὰ ταραχθοῦνε καὶ θὰ φοβηθοῦνε πολὺ καὶ θ' ἀπορήσουνε πῶς γλύτωσε. Τότε θὰ ποῦνε στὸν ἑαυτό τους, μετανοιώνοντας κι ἀναστενάζοντας: Τοῦτος δὲν ἤτανε ποὺ κάποτε τὸν εἴχαμε γιὰ νὰ γελοῦμε καὶ ποὺ τὸν περιπαίζαμε ἐμεῖς οἱ ἄμυαλοι; Τὴ ζωὴ του τὴ θεωρήσαμε γιὰ τρέλλα καὶ τὸ τέλος του γιὰ ἄτιμο; Πῶς λοιπὸν λογαριάσθηκε ἀνάμεσα στὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ κι ἡ κληρονομιά του μὲ τοὺς ἁγίους; Ὥστε πλανηθήκαμε ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ τὸ φῶς τῆς δικαιοσύνης δὲν ἔλαμψε ἀπάνω μας κι ὁ ἥλιος δὲν ἀνατειλε γιά μᾶς. Γεμίσαμε ἁμαρτίες, περπατήσαμε στοὺς δρόμους τοῦ χαμοῦ καὶ πορευθήκαμε σὲ ἐρημιὲς ἀπάτητες, ἀλλὰ τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου δὲν τὸν γνωρίσαμε. Σὲ τί μᾶς ὠφέλησε ἡ περηφάνεια; Καὶ τί κερδίσαμε ἀπὸ τὰ πλούτη κι ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία μας; Ὅλα ἐκεῖνα περάσανε σὰν ἴσκιος καὶ σὰν τὴ φωνὴ ποὺ σβήνει καὶ χάνεται. Σὰν τὸ καράβι ποὺ σκίζει τὸ κυματιστὸ νερὸ καὶ ποὺ σὰν περάσει, δὲν μπορεῖ κανένας νὰ βρεῖ κανένα σημάδι του, μήτε τὸ αὐλάκι τῆς καρίνας του μέσα στὰ κύματα. Ἢ σὰν τὸ ὄρνιο ποὺ πετᾶ στὸν ἀγέρα καὶ δὲν ἀφήνει πίσω του κανένα σημάδι ἀπὸ τὸ πέρασμά του, παρὰ χτυπᾶ δυνατὰ τὸν ἀγέρα μὲ τὶς φτεροῦγες του καὶ τὸν σκίζει μὲ βουητὸ καὶ πίσω του δὲν φαίνεται κανένα χνάρι ἀπὸ τὸ πέρασμά του. Ἔτσι κι ἐμεῖς, γεννηθήκαμε καὶ σβήσαμε καὶ κανένα σημάδι ἀπὸ καλὴ πράξη δὲν εἴχαμε νὰ δείξουμε, ἀλλὰ ξοδέψαμε τὴ ζωὴ μας μέσα στὴν κακία μας. Γιατί ἡ ἐλπίδα ποὺ ἔχει ὁ ἀσεβὴς εἶναι σὰν τὸ χνούδι ποὺ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος καὶ σὰν τὴν πάχνη ποὺ τὴ σκορπᾶ ἡ ἀνεμοζάλη».

Ἀλλὰ μ' ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴ ματαιότητα τούτης τῆς ζωῆς, ἐμεῖς δὲν τὰ πιστεύουμε, καὶ πᾶμε, ἀληθινά, σὰν τοὺς στραβοὺς στὸν Ἅδη. Ἂς φωνάζει ἡ πονετικιὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τὴν ἄλλη: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσιν. Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν. Ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν». (Ματθ. στ', 19). «Ὅπου, λέγει, βρίσκεται ὁ θησαυρός σας, δηλαδὴ τὰ πράγματα ποὺ εἶναι γιὰ σᾶς πολύτιμα καὶ τ' ἀγαπᾶτε, ἐκεῖ θὰ βρίσκεται κι ἡ καρδιά σας».


 
***

 
Πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ ἁπλὰ δὲν μποροῦσε νὰ παρασταθῆ ἡ ματαιότητα τούτου τοῦ κόσμου, ἀπ' ὅσο τὴν παρέστησε ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου ποὺ καρπίσανε τὰ χτήματά του καὶ ποὺ ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀναπαύου, φάγε, πιές, εὐφραίνου». Μὰ μία νύχτα, ἀναπάντεχα, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ποὺ δὲν τὸν λογαρίαζε ὁλότελα ὁ πλούσιος: «Αὐτὴ τὴ νύχτα ζητοῦνε τὴν ψυχή σου ἀπὸ σένα. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασες, ποιὸς θὰ τὰ χαρεῖ;». Καὶ λέγει ἔπειτα ὁ Κύριος: «Αὐτὰ θὰ πάθει ὅποιος θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ δὲν φροντίζει ν' ἀποχτήσει τὸν ἄφθαρτο πλοῦτο τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ καλὰ ἔργα καὶ πίστη σὲ ὅσα λέγει ὁ Κύριος.

Κι ἀκόμα πιὸ ζωηρὰ καὶ καταλεπτῶς μίλησε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ἕνας πλούσιος, εἶπε, ντυνότανε μ' ἀκριβὰ καὶ μὲ λαμπρὰ φορέματα καὶ διασκέδαζε κάθε μέρα. Ἤτανε κι ἕνας φτωχὸς λεγόμενος Λάζαρος, ποὺ κειτότανε πεταγμένος κοντὰ στὴν πόρτα τ' ἀρχοντικοῦ, πληγιασμένος καὶ πολεμοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτανε ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ὅπως βλέπεις, τὸν πλούσιο δὲν τὸν λέγει ὁ Κύριος μὲ τ' ὄνομά του, ἀλλὰ λέγει «ἕνας πλούσιος», ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὅμοιούς του, ἐνῶ τὸ φτωχὸ τὸν τιμᾶ καὶ τὸν λέγει μὲ τ' ὄνομά του, καὶ τ' ὄνομά του εἶναι Λάζαρος, δηλαδὴ τ' ὄνομα τ' ἀγαπημένου φίλου του ποὺ τὸν ἀνάστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, γιὰ νὰ δείξει τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη του σ' αὐτόν.

Καὶ δὲν ἔφθανε πὼς ἤτανε πεινασμένος ὁ δυστυχισμένος ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ εἶχε καὶ τοὺς σκύλους ποὺ γλείφανε τὶς πληγές του.

Τὸ λοιπόν, πέθανε ὁ φτωχὸς ὁ Λάζαρος καὶ τὸν πήγανε οἱ ἄγγελοι στὴν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. (Ὁ Κύριος λέγει ἀπότομα καὶ μ' ἕναν λόγο πὼς θάφτηκε καὶ τοῦτο, γιατί ἤτανε ἄνθρωπος σαρκικὸς κι ἡ σάρκα θάβεται). Καὶ κεῖ ποὺ βρισκότανε στὸν Ἅδη καὶ βασανιζότανε, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρο στὴν ἀγκάλη του. Καὶ τότε φώναξε: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βουτήξει τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα μου, γιατί βασανίζομαι σὲ τούτη τὴ φλόγα». Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀβραάμ: «Τέκνο μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ ἀπόλαψες τὰ καλὰ στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος τὰ κακά. Τώρα, τοῦτος παρηγοριέται κι ἐσὺ βασανίζεσαι. Ἀλλά, παρεκτὸς ἀπ' αὐτό, ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καὶ σ' ἐσᾶς ὑπάρχει ἕνα μεγάλο χάσμα κι ἔτσι ὅσοι θέλουνε νὰ ἔρθουνε ἀπὸ δῶ σὲ σᾶς δὲ μποροῦνε, μήτε ὅσοι θέλουνε νὰ περάσουνε ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ τὸ κάνουνε». Τότε εἶπε ὁ πλούσιος: «Σὲ παρακαλῶ, νὰ στείλεις τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἐπειδὴ ἔχω πέντ’ ἀδέρφια, νὰ τοὺς πεῖ τί τραβῶ ἐδῶ χάμω, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουνε καὶ κεῖνοι σὲ τοῦτον τὸν τόπο μὲ τὰ βασανιστήρια». Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ: «Ἔχουνε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες. Ἂς ἀκούσουνε τί λένε». «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, μὰ ἂν κανένας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς παρουσιασθεῖ σ' αὐτούς, θὰ μετανοήσουνε». Τότε ὁ Ἀβραὰμ τοῦ εἶπε: «Ἂν δὲν ἀκοῦνε τί λένε ὁ Μωϋσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε ἂν ἀναστηθεῖ κανένας ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ πιστέψουνε».

Πόσο καθαρά, μὲ πόση ἁπλότητα μιλᾶ τὸ γλυκύτατο στόμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὥστε νὰ τὸν καταλαβαίνει ὁ κάθε ἄνθρωπος! Καὶ εἶδες πὼς στὸ τέλος λέγει ὁ δίκαιος Ἀβραὰμ στὸν πλούσιο πώς: «ἀφοῦ τ' ἀδέρφια σου δὲν πιστεύουνε σὲ ὅσα εἴπανε ὁ Μωυσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε κι ἂν σηκωθεῖ κανένας πεθαμένος καὶ τοὺς πεῖ γιὰ ἄλλη ζωὴ καὶ γιὰ κόλαση καὶ γιὰ παράδεισο, μήτε τότε θὰ πιστέψουνε». Ὁ Κύριος ὁ παντογνώστης ἤξερε καλὰ τί σκληρὸ πράγμα εἶναι ἡ ἀπιστία καὶ πὼς ἀπ’ αὐτὴ χάνουνται οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ τοῦτο, τότε ποὺ μίλησε στοὺς Ἀποστόλους πρὶν ν' ἀναληφθεῖ, στέλνοντάς τους νὰ κηρύξουνε τὸ Εὐαγγέλιο, εἶπε: «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὅποιος πιστέψει στὸν Θεὸ καὶ στὰ λόγια του, θὰ σωθεῖ, γιατί θὰ κάνει αὐτὰ ποὺ παραγγέλνει ὁ Κύριος, ἐνῶ ὅποιος ἀπιστήσει, θὰ κατακριθεῖ, θὰ κολασθεῖ, γιατί, ἀφοῦ δὲν πιστεύει, θὰ κάνει ὅ,τι εὐχαριστᾶ τὸ σῶμα του καὶ τὴ σαρκικὴ ὄρεξή του, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς.

Μὰ ὁ ἄπιστος ἔχει τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του βουλωμένα καὶ δὲν ἀκούει αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὴ σωτηρία της. Γιὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς συχνοέλεγε: «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω». Κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Τί σημασία ἔχει λοιπὸν τὸ ὅτι δὲν πιστέψανε κάποιοι; Μήπως ἡ ἀπιστία τους θὰ καταργήσει τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θεὸς θὰ βγεῖ ἀληθινός, ἐνῶ ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης, κατὰ τὸ γεγραμμένο: «Ὅπως ἂν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε», (Ρωμ. γ', 3), ποὺ εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαυίδ, ὅπου λέγει στὸν Θεὸ πώς: «Ἐσὺ Κύριε, θὰ δικαιωθεῖς γιὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπες, καὶ θὰ νικήσεις σὰν κριθεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ βγεῖ ψεύτης». Κι ἀλλοῦ λέγει ὁ ἀγγελόγλωσσος Παῦλος: «Οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. Τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη. Διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν. Τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται». (Ρωμ. ζ', 5). Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λέγει: «Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν». (Α' Κορινθ. α', 18). Μωρία, ἀνοησία, λέγει, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γιὰ ὅσους πηγαίνουνε στὸν χαμό τους, γιατί, ἂν ἤτανε ἀλλοιῶς, θὰ πιστεύανε σ' αὐτὸν καὶ θὰ προσπαθούσανε νὰ σωθοῦνε.

Καὶ παρακάτω πάλι λέγει τὸ ἴδιο: «Ψυχικὸς (σαρκικὸς) ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστιν». (Α' Κορινθ. β', 14). Καὶ σὲ ἄλλο μέρος λέγει: «Εἰ δὲ καὶ ἔστι κεκαλυμμένον τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον» (Β' Κορινθ. δ', 13). Δηλαδή: Τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καθαρὴ καὶ ἁπλὴ καὶ μοναχὰ γιὰ ὅσους εἶναι ἄπιστοι (χαμένοι), γι' αὐτοὺς εἶναι σκεπασμένη καὶ σκοτεινή. Παρακάτω λέγει: «Τὰ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια». (Β' Κορινθ. δ', 18). «Ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ Πνεύματος, τὸ δὲ Πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός. Ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε, ταῦτα ποιῆτε». (Γαλάτ. ε', 17). «Ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν, ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον». (Γαλάτ. στ', 8). «Ἐλπίδα μὴ ἔχοντες καὶ ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῶ», λέγει στοὺς Ἐφεσίους, «πὼς ἕναν καιρὸ ἤσαστε χωρὶς Χριστό, ξένοι τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, μὴν ἔχοντας ἐλπίδα καὶ ἄθεοι στὸν κόσμο». (Ἐφεσ. β', 11). Στὸν Τίτο γράφει: «Ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα, ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι, προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν». (Τίτ. β', 11). «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις». (Ἑβρ. θ', 27).

Κι ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέγει: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ». (Ἰακώβου ε', 1).

Κι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει: «Ἤξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί». (Β' Πέτρου γ', 10).

Τέλος, ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης γράφει: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». (Α' Ἰω. γ', 14).

Βλέπετε, ἀγαπητοί, πόσα εἶναι γραμμένα στὰ ἅγια βιβλία τῆς θρησκείας μας, αὐτὰ κι ἄλλα πολλά, γιὰ νὰ πιστέψουμε στὴ μέλλουσα αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ μὴν εἴμαστε προσκολλημένοι σὲ τούτη τὴν πρόσκαιρη; Πῶς, λοιπόν, θὰ βροῦμε ἀπολογία στὴν ἀπιστία μας; Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν». (Ἰω. ιε', 22). «Ἂν δὲν ἐρχόμουνα, λέγει, καὶ δὲν μιλοῦσα, ἁμαρτία δὲν θὰ εἴχανε οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχουνε πρόφαση γιὰ τὴν ἁμαρτία τους».

Μαθαίνουμε τόσα καὶ τόσα μάταια πράγματα, ἡ περιέργειά μας δὲν ἀφήνει τίποτα χωρὶς νὰ τὸ ἐξετάσει καὶ μόνο τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ σωτηρία μας δὲν βρίσκουμε καιρὸ νὰ τὸ διαβάσουμε καὶ νὰ τὸ μάθουμε. Γιὰ νὰ γιατρέψουμε τὴν πιὸ παραμικρὴ ἀρρώστεια τοῦ κορμιοῦ μας, ψάχνουμε καὶ βρίσκουμε τὸν γιατρὸ καὶ τὸ γιατρικό, μὰ γιὰ τὸ τί θὰ γίνει ἡ ψυχή μας σὰν πεθάνουμε καὶ μὲ τί τρόπο θὰ τὴ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴν καταδίκη, δὲν δίνουμε καμμιὰ προσοχὴ κι οὔτε νοιαζόμαστε καθόλου. Καταγινόμαστε μὲ ψευτιές, ἐνῶ τὴν ἀλήθεια ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε νὰ τὴ μάθουμε ὅπως τρέχει νὰ βρεῖ τὸ νερὸ ὁ διψασμένος, δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ τὴ γυρέψουμε! Γιὰ τοῦτο εἴμαστε ἄξιοι νὰ καταδικαστοῦμε πολλὲς φορὲς καὶ σὰν θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸν Κύριο, τρέμοντας, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ μᾶς ρωτήσει ἂν τὸν ξέρουμε, θὰ ποῦμε τότε μὲ κλάμματα: «Πότε σὲ εἴδαμε, Κύριε;». Κι Ἐκεῖνος θὰ μᾶς πεῖ: «Κἀγώ, οὐκ οἶδα ὑμᾶς», «Κι ἐγώ, δὲν σᾶς γνωρίζω».

«Ζητήσατε τὸν Κύριον, ὦ κατάδικοι καὶ κραταιώθητε τῇ ἐλπίδι, ζητήσατε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ μετανοίας καὶ ἁγιασθήσεσθε τῷ ἁγιασμῷ τοῦ προσώπου αὐτοῦ καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν ἀποκαθαρισθήσεσθε. Δράμετε πρὸς Κύριον ὅσοι ἐν ἁμαρτίαις ὑπεύθυνοι, τὸν δυνάμενον συγχωρεῖν ἁμαρτήματα. Μεθ' ὅρκου γὰρ εἴρηκε διὰ τοῦ προφήτου λέγων: Ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος. Οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν. Καὶ πάλιν: Ὅλην τὴν ἡμέραν διεπέτασα τὰς χεῖρας μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. Ὅλη τὴ μέρα ἅπλωνα τὰ χέρια μου στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν θέλανε νὰ ἀκούσουνε τὰ λόγιά μου».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...