Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαΐου 20, 2013

Ὁ ψυχοπαθής κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας π. Ἰωάννης Ρωμανίδης





Ποιός εἶναι ὁ ψυχοπαθὴς κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψυχοπαθὴς κατὰ τὴν Πατερικὴ ἔννοια. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι κάποιος σχιζοφρενὴς γιὰ νὰ εἶναι ψυχοπαθής. Ὁ ὁρισμὸς τῆς ψυχοπάθειας ἀπὸ Πατερικῆς ἀπόψεως εἶναι ὅτι ψυχοπάθεια ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ δὲν λειτουργεῖ σωστὰ ἡ νοερὰ ἐνέργεια μέσα του. Ὅταν δηλαδὴ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ λογισμούς, ὄχι μόνο κακοὺς λογισμούς, ἀλλὰ καὶ καλοὺς λογισμούς.
 
Ὅποιος ἔχει λογισμούς, καλοὺς ἤ κακοὺς μέσα στὴν καρδιά του, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ Πατερικῆς ἀπόψεως εἶναι ψυχοπαθής. Ἂς εἶναι οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ ἠθικοί, ἀκόμη καὶ ἠθικώτατοι, ἀνήθικοι ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Δηλαδὴ κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅποιος δὲν ἔχει περάσει ἀπὸ κάθαρσι τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ δὲν ἔχει φθάσει σὲ κατάστασι φωτισμοῦ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ψυχοπαθής. Ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ψυχιατρικῆς. Ὁ ψυχοπαθὴς γιὰ τὸν ψυχίατρο εἶναι κάτι ἄλλο. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πάσχει ἀπὸ ψύχωσι, εἶναι ὁ σχιζοφρενής. Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὅμως ἕνας ποὺ δὲν ἔχει περάσει ἀπὸ κάθαρσι τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ δὲν ἔχει φθάσει σὲ φωτισμό, εἶναι νορμὰλ ἤ δὲν εἶναι νορμάλ; Αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα.
  
Ποιὸς εἶναι ὁ νορμὰλ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς στὴν Πατερικὴ παράδοσι; Ἂν θέλετε νὰ τὸ δῆτε αὐτὸ ξεκάθαρα, διαβάστε τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, διαβάστε τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μύρου, ἡ ὁποία τελεῖται στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τὴν Μεγάλη Πέμπτη• διαβάστε τὴν ἀκολουθία τῶν Ἐγκαινίων τῶν ἱερῶν ναῶν. Ἐκεῖ θὰ δῆτε τί σημαίνει ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ θὰ δῆτε ποιὸς εἶναι ὁ φωτισμένος. 
 
Ὅλες οἱ ἀκολουθίες καθὼς καὶ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται κυρίως σὲ τρεῖς πνευματικὲς καταστάσεις: Στὴν κάθαρσι ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ στὴν θέωσι τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Κυρίως ὅμως μιλοῦν γιὰ τὴν κάθαρσι καὶ τὸν φωτισμό, ἐπειδὴ οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκφράσεις τῆς λογικῆς λατρείας. Ὁπότε ὁ νορμὰλ Ὀρθόδοξος ποιὸς εἶναι; Ὁ βαπτισμένος, ἀλλὰ μὴ κεκαθαρμένος; Ὁ μὴ φωτισμένος; Ἤ ὁ κεκαθαρμένος καὶ φωτισμένος; Ὁ τελευταῖος φυσικά. Αὐτὸς εἶναι ὁ νορμὰλ Ὀρθόδοξος.
  
Ἄρα σὲ τί διαφέρουν οἱ νορμὰλ Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ὀρθοδόξους; Στὸ δόγμα; Ὄχι, βέβαια. Πάρτε τοὺς Ὀρθοδόξους, γενικά. Μεταξὺ τους ὅλοι ἔχουν τὸ ἴδιο δόγμα, τὴν ἴδια παράδοσι καὶ τὴν ἴδια κοινὴ λατρεία. Μέσα σὲ ἕναν ἱερὸ ναὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν π.χ. τριακόσιοι Ὀρθόδοξοι. Ἀπὸ αὐτοὺς ὅμως μόνο οἱ πέντε νὰ εἶναι σὲ κατάστασι φωτισμοῦ, ἐνῶ οἱ ἄλλοι νὰ μὴν εἶναι. Καὶ μάλιστα οἱ ἄλλοι νὰ μὴν ἔχουν ἰδέα τοῦ τί εἶναι κάθαρσις. Ὁπότε τίθεται τὸ ἐρώτημα: Οἱ νορμὰλ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ μεταξὺ αὐτῶν πόσοι εἶναι; Δυστυχῶς μόνο οἱ πέντε.

Κυριακή, Απριλίου 21, 2013

Ο χριστιανισμός που προωθεί ο διάβολος




Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ Θεόκλητε μοναχέ,


Εύχομαι το γράμμα μου να εύρη Σας και τον αγαπητόν μας Γέροντα Γαβριήλ υγιαίνοντας σωματικώς και πνευματικώς και τα του Μοναστηρίου πλήρως εν τάξει. Ο νους μου ευρίσκεται πάντοτε εις το Άγιον Όρος και με κάθε ευκαιρίαν προσπαθώ να διαφωτίσω τους γνωστούς μου περί αυτού. Πιστεύω ακραδάντως ότι η ζωντάνευσις της Ορθοδοξίας θα επέλθη μόνον διά της αναστηλώσεως του μοναχικού μας βίου. Ακριβώς επειδή η εν κόσμω Εκκλησία απεκόπη της μοναχικής παραδόσεως, εσημειώθη επί των ημερών μας η γνωστή κατάπτωσις της πνευματικής ζωής. Ο σατανάς έχει τόσον πολύ διαστρέψει την θεολογίαν των αιρετικών και των εκ της Δύσεως επηρεασμένων δήθεν ορθοδόξων, ώστε να νομίζουν τινές ότι η σωτηρία δεν είναι από το κράτος και τας χείρας του εχθρού, αλλά απο τον Θεόν. Ο Θεός έγινε άνθρωπος δια να μας σώση από τον εαυτόν Του!

Διά τούτο εις την Δύσιν εξέλιπεν η ασκητική ζωή. Ούτε νηστεύουν,ούτε προσεύχονται πολύ. Μόνον ζητούν την ευδαιμονίαν. Η κατάπτωσις της μοναχικής μας ζωής δεν οφείλεται, ως νομίζουν τινες, εις έλλειψιν αφοσιωμένων νέων. Υπάρχουν πολλοί που αφοσιώνονται εις την Εκκλησίαν. Επειδή όμως έχουν διεστραμμένην αντίληψιν περί σωτηρίας, προορισμού και αμαρτίας, δια τούτο αντί να πάνε στα Μοναστήρια πηγαίνουν στην «Ζωή», ή γίνονται κοσμοκαλόγηροι, δηλαδή κοσμικοί Αρχιμανδρίται και δυστυχώς σήμερα απο αυτούς βγαίνουν οι Επίσκοποι. Όταν υπάρχει εσφαλμένη Θεολογία, τότε ο χριστιανισμός καταντά δράσις.

Διά την περί Εκκλησίας Θεολογίαν των σημερινών μας Θεολόγων η μόνη απόδειξις ότι δεν απέθανεν η Ορθοδοξία είναι ο «Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» και η δράσις της «Ζωής». Η «Ζωή» είναι αναγκαία δια την περί Εκκλησίας Θεολογίαν των Θεολόγων των κλινόντων προς την Δύσιν. ΔιΌ αυτούς η έλλειψις της «Ζωής» είναι απόδειξις οτι εξέπνευσεν παντελώς η Ορθοδοξία. Τώρα ήδη ήρχισεν η «Ζωή» να κατακτά έδαφος εδώ εις την Αμερικήν και θα καρποφορήση, διότι όλη η εδώ ζωή είναι εν τω κόσμω δράσις και τίποτε άλλο. Ο μοναχικός βίος των ετεροδόξων εδώ είναι μεστά δράσεως τάγματα και καταγίνονται με ό,τιδήποτε εκτός από άσκησιν πνευματικήν, ώς την εκλαμβάνει η Ορθόδοξος Παράδοσις. Λοιπόν μέσα εις το καλούπι τούτο χωρεί άριστα η κίνησις της «Ζωής».

Δυστυχώς δεν έχομεν ούτε ένα ασκητήν ή μοναστήρι και δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα ζωντανόν Ορθοδόξου ζωής. Επομένως, ο τύπος ευσεβείας «Ζωής» ομοιάζει τόσον πολύ με την ευσέβειαν των ετεροδόξων, ώστε θα κάμει θραύσιν, εάν ριζωθή ...; ...; οι Έλληνες έχουν αφομοιωθή με τον ευδαιμονισμόν της Δύσεως και εις τα μάτια τους ο ευδαιμονισμός είναι θέλημα Θεού. Λοιπόν τί θα πάει να κάμει επάνω στους βράχους με ολονυκτίες και τα λοιπά; ...;.Νομίζω ότι θα λυπηθή ο διάβολος που δεν μας αρέσει ο χριστιανισμός που προωθεί, αλλά τί να γίνει; Δεν ημπορεί κανείς να αρέσει εις αυτόν, όταν θέλει να αρέσει στον Θεόν. Ωραία περιγράφει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος πώς ο σατανάς βοηθεί εις την προσευχήν και στα καλά έργα ωρισμένων.

Με την εν Χριστώ αγάπην
Ι. Ρωμανίδης

Σάββατο, Απριλίου 13, 2013

"Οἱ Χριστιανοὶ σήμερα ἔχουν φθάσει στὸ σημεῖο δύσκολα νὰ ξεχωρίζουν τοὺς πνευματικοὺς γιατροὺς ἀπὸ τοὺς κομπογιαννίτες"


Τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη
Ἡ σημερινὴ πνευματικὴ κατάστασις στὴν Ἑλλάδα
Τώρα  συμβαίνει νὰ βρισκόμαστε σὲ μία καμπὴ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ κομπογιαννίτης γιατρὸς (δηλαδὴ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ θεραπεύση ἢ νὰ καθοδηγήση σωστὰ πνευματικὸς πατὴρ) δὲν ἔχει ἐπίγνωσι ὅτι εἶναι κομπογιαννίτης. Ὁ κομπογιαννίτης ὅμως εἶναι σὲ θέση νὰ ἀναγνωρίση ἕναν πραγματικὸ γιατρό, ὅταν συναντηθῆ μὲ αὐτὸν ἢ ὄχι; Ἡ ἀπάντησις εἶναι, ὅτι, ἂν ἔχη πορρωμένη συνείδησι, δὲν θὰ τὸν ἀναγνωρίση. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος ἐγνώρισε μὲν τὸν Χριστόν, ἀλλὰ  ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Ὁ Ἰούδας δὲν κατάλαβε ποιὸς ἦταν ὁ Χριστός. Γιατί; Διότι πνευματικὰ δὲν ἦταν ἐν τάξει. Δηλαδὴ ὁ Ἰούδας ἀπεδείχθη κομπογιαννίτης καὶ οὔτε τὸν ἑαυτὸ τοῦ μπόρεσε νὰ σώση.
Σήμερα δίνει ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τὴν δυνατότητα σὲ κάποιον νὰ ἀνιχνεύση τὸν πραγματικὸ γιατρὸ καὶ νὰ τὸν διακρίνη ἀπὸ ἕναν κομπογιαννίτη; Δηλαδὴ μποροῦμε σήμερα νὰ ἀνιχνεύσωμε τὸν ἀληθινὸ πνευματικὸ πατέρα, ἐκεῖνον ποῦ εἶναι σὲ θέσι νὰ θεραπεύη, ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἄλλους; Ἢ ἀλλιῶς μποροῦμε σήμερα νὰ ἀνιχνεύσωμε τὸν ἅγιο μέσα στὸ πλῆθος;
Δύσκολο φαίνεται. Δηλαδὴ οἱ Χριστιανοὶ σήμερα ἔχουν φθάσει στὸ σημεῖο δύσκολα νὰ ξεχωρίζουν τοὺς πνευματικοὺς γιατροὺς ἀπὸ τοὺς κομπογιαννίτες. Καὶ φθάσαμε σ’ αὐτὴν τὴν κατάστασι, διότι ἀντικαταστήσαμε τὴν Πατερικὴ Θεολογία μὲ δυτικοῦ τύπου θεολογία, μὲθεολογία τῶν....

 δογμάτων, μὲ θεολογία τοῦ βιβλίου δηλαδὴ καὶ ὄχι ἐμπειρική, ἡ ὁποία δὲν ὁδηγεῖ στὴν κάθαρσι τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη. Καταδιώξαμε τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοσι καὶ τὴν ἀντικαταστήσαμε μὲ τὰ δόγματα ἢ μὲ τὴν ἠθικὴ (εὐσεβισμό). Καὶ αὐτὸ συνέβη ἀπὸ τοὺς χρόνους μετὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασι τοῦ 1821, μὲ πρωταίτιο τὸν Ἀδαμάντιο Κοραή.
 Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Πατερικὴ Θεολογία"

Τετάρτη, Μαρτίου 13, 2013

Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)- Ποιος είναι ο "προφήτης" στην Καινή Διαθήκη


Επάνω στην διδασκαλία της Εκκλησίας περί της θείας Χάριτος βασίζεται όλη η διδασκαλία Της περί της Αγίας Τριάδος, ως και περί της Ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου.

Λέγει ο απόστολος Παύλος: «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους…»49. Αργότερα επεκράτησε η άποψις ότι ο προφήτης του αποστόλου Παύλου ήταν ο επίσκοπος της Εκκλησίας των πρώτων Χριστιανών. Οπότε έχομε: Πρώτον τους Αποστόλους, μετά τους Επισκόπους και μετά τους Πρεσβυτέρους, οι οποίοι κατ’ αυτήν την άποψιν είναι οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας.

Αν τώρα διαβάσωμε το 14o κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου, βλέπομε ότι εκεί αναφέρεται σαφώς ότι στην ενορία της Κορίνθου υπήρχαν πολλοί προφήτες, χριστιανοί δηλαδή με προφητικό, προορατικό χάρισμα. Διότι γράφει: Να μιλήσουν οι προφήτες σε ομάδες των δύο ή των τριών50. Οπότε υπήρχαν τουλάχιστον τρεις προφήτες, ίσως και περισσότεροι, εξ ή επτά. Εδώ οι προφήτες της Κορίνθου δεν ήσαν όλοι τους επίσκοποι.

Όμως τι σημαίνει η λέξις προφήτες του αποστόλου Παύλου; Το τι σημαίνει φαίνεται από το γεγονός ότι σε άλλο σημείο γράφει ο απόστολος Παύλος ότι δεν έχει αποκαλυφθή το Μυστήριο του Θεού σε προηγούμενες γενεές, όπως αποκαλύφθηκε στην δική του, όπως αποκαλύφθηκε δηλαδή «νυν τοις αποστόλοις και προφήταις»51. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν είχε αποκαλυφθή στην Παλαιά διαθήκη, όπως αποκαλύφθηκε τώρα στους Αποστόλους και στους Προφήτες. Εδώ δηλαδή δεν μιλάει για τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά για τους Προφήτες της Εκκλησίας.

Αυτό σημαίνει ότι:

α) Απόστολος είναι εκείνος στον οποίο έχει αποκαλυφθή ο Χριστός εν δόξη. Γι’ αυτό στο 15o κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του απαριθμεί ο απόστολος Παύλος όλους εκείνους, στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός μετά την Ανάστασί Του, αλλά και μετά την Πεντηκοστή, διότι δεν κάνει διαφοροποίησι μεταξύ των εμφανίσεων του Χριστού προ της Πεντηκοστής και μετά την Πεντηκοστή.

Οπότε το πρωταρχικό γνώρισμα του οποιουδήποτε Αποστόλου δεν ήταν μόνο ότι ήταν μαθητής του Χριστού προ της Σταυρώσεώς Του, αλλά και το γεγονός ότι ο Χριστός είχε αποκαλυφθή σ’ αυτόν εν δόξη μετά την Ανάστασί Του. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει: «Δεν γνωρίζω τον Χριστόν κατά σάρκα αλλά κατά πνεύμα»52. Διότι, για να γνώριζε τον Χριστόν κατά σάρκα, σήμαινε ότι θα έπρεπε να είχε συναναστραφή μαζί Του προ της Σταυρώσεώς Του, το οποίο δεν συνέβη με τον απόστολο Παύλο. Μετά την Σταύρωσι, Ταφή και Ανάστασί Του δεν γνωρίζομε τον Χριστόν κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα. Δηλαδή βλέπομε τον Χριστόν νοερώς με τα μάτια της ψυχής, καθώς και εν δόξη κατά την εμπειρία της θεώσεως.

β) Προφήτης είναι εκείνος, στον οποίο επίσης έχει αποκαλυφθή ο Χριστός. Όποτε εμφανίζεται ο Χριστός μετά την Ανάστασί Του, εμφανίζεται μέσα σε δόξα και αυτή ακριβώς η εμπειρία, που αποκτά κανείς όταν βλέπη τον Χριστόν εν δόξη, τον καθιστά αυτομάτως είτε Απόστολον είτε Προφήτην. Αυτό σημαίνει ότι ο προφήτης, για τον οποίο ομιλεί ο απόστολος Παύλος, είναι εκείνος, ο οποίος έχει φθάσει στην θέωσι. Και αυτό φαίνεται σαφώς από εκείνο που λέγει ο απόστολος Παύλος, πριν πη το «…ους έθετο ο Χριστός εν τη εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας…», που είναι το: «…είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη»53.

Εξ άλλου έχει γίνει πλέον αποδεκτό ότι αυτά, που γράφει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης για τους τότε επισκόπους, δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Δηλαδή ότι, όπως ο προφήτης του αποστόλου Παύλου είναι εκείνος που έχει φθάσει σε θέωσι, έτσι και για τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη επίσκοπος είναι εκείνος που έχει φθάσει στην θέωσι. Από αυτούς μάλιστα τους προφήτας του αποστόλου Παύλου προήλθαν οι τότε επίσκοποι της Εκκλησίας54.

Ο άγιος Νικήτας Στηθάτος μας πληροφορεί ότι υπάρχουν άνθρωποι, που έχουν χειροτονηθή κατ’ ευθείαν επίσκοποι από τον ίδιο τον Θεό, αν και από τους ανθρώπους δεν αναγνωρίζωνται ως επίσκοποι. Όμως είναι επίσκοποι· έχουν δηλαδή πνευματική εξουσία επισκόπου.

Φαίνεται ότι τότε στην ενορία της Κορίνθου υπήρχε μία αναταραχή, διότι όσοι είχαν γένη γλωσσών που είναι τα διάφορα είδη της νοεράς προσευχής ή μερικοί απ’ αυτούς νόμιζαν ότι μπορούσαν να εξισωθούν με όλους τους άλλους. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος, για να βάλη μία τάξι μέσα στην Εκκλησία, μας λέγει ότι πρώτοι μέσα στην Εκκλησία είναι οι Απόστολοι, μετά έρχονται οι προφήτες, μετά οι διδάσκαλοι και τελειώνει με τα γένη των γλωσσών .

Στα κεφάλαια 13, 14 και 15 της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του κάνει ο απόστολος Παύλος ολόκληρη ερμηνεία της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Από αυτό φαίνεται σαφώς ότι στις ενορίες του αποστόλου Παύλου όλα τα μέλη του Σώματος του Χριστού ήταν θεόκλητα55. Και τούτο, επειδή όλοι είχαν δεχθή την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά τους. Ήσαν δηλαδή θεόκλητα μέλη του Σώματος του Χριστού, αφού είχαν χειροτονηθή από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Και, όπως οι Απόστολοι έφθασαν σε δοξασμό, δηλαδή στην θέωσι, κατά τον ίδιο τρόπο οι προφήτες ήσαν εκείνοι, που επίσης είχαν φθάσει στην θέωσι, ενώ από τους διδασκάλους και κάτω ήσαν όσοι είχαν φθάσει μόνο σε φωτισμό.

Σημειώσεις



49. Α’ Κορ. 12, 28.
50. Α’ Κορ. 14, 29.
51. Εφ. 3, 5.
52. Β’ Κορ. 5, 16.
53. Α’ Κορ. 12, 26.
54. Βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, Τόμος Α’, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 7: «Επεκράτησε να λέγεται ο προεστώς προφήτης της ενορίας επίσκοπος και οι υπόλοιποι πρεσβύτεροι, ενώ στην αρχή συνηθίζετο να λέγωνται όλοι πρεσβύτεροι. Σημειωτέον ότι η Εκκλησία της Κορίνθου είχε τουλάχιστον πέντε προφήτες (Α’ Κορ. 14, 29). Δεν απασχολούν τον Παύλο τόσο τα ονόματα επίσκοπος ή πρεσβύτερος, αφού, ως προφήτες τους θεωρεί μαζί με τους αποστόλους, ως θεμέλια της Εκκλησίας (Εφ. 2, 20). Η χειροτονία τους, όπως στην περίπτωση των αποστόλων, ήτο κατ’ ευθείαν από τον Χριστό μέσω της θεώσεως (Εφ. 3, 5) και εν συνεχεία μέσω της αναγνωρίσεως της θεώσεως αυτής από τους συνθεουμένους».
55. Βλ. ένθ’ ανωτ., σ. 7: «Μάλιστα τονίζει (ο απόστολος Παύλος) ότι ο Θεός θέτει τον καθένα μέσα στην Εκκλησία. Αρχίζει με τους αποστόλους και προφήτας, που φθάσανε στη θέωσι και τελειώνει με τα ‘’γένη γλωσσών’’ (Α’ Κορ. 12, 28). Αυτά τα στάδια είναι αποτελέσματα του βαπτίσματος του Πνεύματος που διακρίνεται από το βάπτισμα του ύδατος, ως φαίνεται μέχρι σήμερα από τις ακολουθίες του βαπτίσματος και του χρίσματος. Οι ευρισκόμενοι στην απαρίθμηση αυτή αποτελούν το βασίλειο Ιεράτευμα. Οι ιδιώτες (Α’ Κορ. 14, 16), που είναι οι λαϊκοί δεν έχουν το βάπτισμα του Πνεύματος και δεν απαριθμούνται ακόμη από τον Παύλο μεταξύ των μελών, που έθεσε ο Θεός μέσα στην Εκκλησία».

Δευτέρα, Μαρτίου 11, 2013

π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας


Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Π. Ιωάννη Ρωμανίδη.


1Ο πρωτοπρεσβύτερος π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Ορθόδοξους θεολόγους του 20ού αιώνα και ανακαινιστής της Ορθόδοξης Θεολογίας, με την επιστροφή της στην γνησιότητα της αγιοπατερικής παραδόσεως.

Οι γονείς του ήταν από την Ρωμαϊκή Καστρόπολη της Αραβησσού της Καππαδοκίας. Γεννήθηκε στον Πειραιά, στις 2 Μαρτίου 1927. Έφυγε από την Ελλάδα και μετανάστευσε στην Αμερική, στις 15 Μαΐου 1927 (σε ηλικία 72 ημερών), με τους γονείς του και μεγάλωσε στην πόλη της Νέας Υόρκης στο Μανχάταν στην 46η οδό μεταξύ της 2ας και της 3ης Λεωφόρου. Ήταν απόφοιτος του Ελληνικού Κολεγίου Μπρούκλαϊν, Μασαχουσέτης, της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέηλ, Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (School of Arts and Sciences). Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου στην Θεσσαλονίκη και Επισκέπτης Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού του Πανεπιστημίου Μπαλαμάντ, του Λιβάνου από το 1970.
Σπούδασε ακόμη στο Ρωσικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου της Νέας Υόρκης, στο επίσης Ρωσικό Ινστιτούτο Αγίου Σεργίου στο Παρίσι και στο Μόναχο της Γερμανίας. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1951 και έκτοτε διακόνησε ως εφημέριος σε διάφορες ενορίες των ΗΠΑ. Μεταξύ των ετών 1958 και 1965 υπηρέτησε ως καθηγητής στη Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού, παραιτήθηκε όμως το 1965, διαμαρτυρόμενος για την απομάκρυνση του π. Γεωργίου Φλορόφσκι από την Σχολή.

Η εκλογή του για την Έδρα της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έγινε στις 12 Ιουνίου 1968, αλλά δεν διωρίζετο, διότι κατηγορείτο ως "κομμουνιστής". Τελικά ο διορισμός του έγινε το 1970. Το 1984, για προσωπικούς λόγους παραιτήθηκε με πλήρη σύνταξη.
Απεβίωσε την 1 Νοεμβρίου 2001, αφήνοντας πίσω του πλούσιο θεολογικό και ιστορικό έργο.
Το έργο του [Επεξεργασία]

Έχει συγγράψει πλήθος μελετών, πολλές από τις όποιες είναι ακόμη ανέκδοτες και πρέπει να συνεκδοθούν σε σειρά τόμων. Τα κατάλοιπά του είναι ανάγκη να ασφαλισθούν διότι έχουν πολλά να προσφέρουν και αποκαλύψουν. Η διδακτορική του διατριβή περί του Προπατορικού Αμαρτήματος κυριολεκτικά επαναστατική, άνοιξε νέους δρόμους στην Ορθόδοξη Θεολογία, ακολούθησαν δε τα βιβλία του για την Ρωμιοσύνη, που είχαν την ίδια σημασία, για τον χώρο της Ιστορίας. Και των δύο αυτών χώρων, την έρευνα και κατανόηση, ανανέωσε ο π. Ιωάννης.

Το έργο και η προσφορά του στην επιστήμη έχουν διερευνηθεί συστηματικά στη διδακτορική διατριβή του Andrew Sopko, Prophet of Roman Orthodoxy – The Theology of John Romanides, Canada, 1998.
Εξ ίσου όμως μεγάλη υπήρξε η συμβολή και η προσφορά του στην Ορθόδοξη Εκκλησία με τη συμμετοχή του στους Θεολογικούς Διάλογους με Ετερόδοξους, ιδιαίτερα με τον Αγγλικανισμό, αλλά και αλλόδοξους (Ιουδαϊσμό και Ισλάμ). Το γεγονός δε, ότι μητρική του γλώσσα ήταν η Αμερικανική (Αγγλική), του εξασφάλιζε την άνεση που χρειαζόταν, για να αναπτύσσει με κάθε ακρίβεια τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συμμετείχε επίσης στο Διάλογο με την Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία (1978 κ.ε.) Στους Διάλογους αυτούς φαινόταν η ευρεία γνώση του στην πατερική παράδοση, αλλά και των παραχαράξεών της, στην Ανατολή και τη Δύση, κατ' εξοχήν δε η γνώση της Θεολογίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ακρογωνιαίου λίθου της Ορθόδοξης παράδοσης.

Ο π. Ιωάννης υποστήριζε την σχέση Θεολογίας και αγιοπνευματικής εμπειρίας και τους σταθμούς της πνευματικής πορείας των Αγίων: κάθαρσις - φωτισμός - θέωσις, ως προϋπόθεση των Οικουμενικών Συνόδων και της αυθεντικής αποδοχής των, κάτι που θεωρούσε ότι έχει χαθεί στη Δύση, αλλά και στη δυτικίζουσα, κατά τη γνώμη του, σημερινή Ορθόδοξη θεολογική σκέψη. Η στροφή αυτή στην πατερικότητα, ως εκκλησιαστική γνησιότητα, συνέχισε και συνεπλήρωσε την ανάλογη κίνηση του π. Γεωργίου Φλορόφσκι, την πορεία του οποίου ακολούθησε στον οικουμενικό Διάλογο, θεωρούμενος και αυτός συχνά ενοχλητικός και όχι εύκολος συνομιλητής

Εποχή προ και μετά Ρωμανίδη 

Η σημασία του θεολογικού του έργου (διδακτικού, συγγραφικού, αγωνιστικού) κάνει πολλούς μελετητές να μιλούν για εποχή προ και μετά τον π. Ρωμανίδη. Διότι θεωρούν ότι εφερε αληθινή τομή και ρήξη με το σχολαστικό παρελθόν της Ελλαδικής Ορθοδοξίας, που λειτουργούσε ως βαβυλώνιος αιχμαλωσία στη θεολογία της. Η διατριβή του σφράγισε αποφασιστικά αυτή την αναγεννητική πορεία, σε σημείο, που και αυτοί οι για διαφόρους λόγους επικριτές ή ιδεολογικά αντίπαλοί του, να προδίδουν στα γραπτά τους την επιρροή του π. Ιωάννου στη θεολογική τους σκέψη.

Συγκεκριμένα, ο π. Ιωάννης:
α) Επανέφερε στον ακαδημαϊκό θεολογικό χώρο την προτεραιότητα της πατερικής εμπειρικής θεολογήσεως, παραμερίζοντας τον διανοητικό - στοχαστικό - μεταφυσικό τρόπο θεολογήσεως,
β) Συνέδεσε την ακαδημαϊκή θεολογία με την λατρεία και την φιλοκαλική παράδοση, καταδεικνύοντας την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πνευματικής ζωής και τον ποιμαντικό - θεραπευτικό χαρακτήρα της δογματικής θεολογίας.
γ) Διείδε και υιοθέτησε στη θεολογική μέθοδο τον στενό σύνδεσμο δόγματος και ιστορίας και γι' αυτό μπόρεσε να κατανοήσει όσο λίγοι την αλλοτρίωση και πτώση της θεολογίας στη Δυτική Ευρώπη, που επήλθε με την φραγκική κατάκτηση και επιβολή. Η καλή γνώση της ιστορίας, εξ αλλού, Φραγκοσύνης και Ρωμιοσύνης (προοριζόταν για καθηγητής της Ιστορίας στο Γέηλ) τον βοήθησε να διαπιστώσει και αναλύσει τη διαμετρική διαφορά Φράγκικου και Ρωμαίικου πολιτισμού, εισάγοντας ρωμαίικα κλειδιά στη διερεύνηση της ιστορίας και του πολιτισμού.
δ) Βοήθησε, έτσι, την πληρέστερη έρευνα και του Ελληνισμού, έξω από τις κατασκευασμένες δυτικές θέσεις, με την ορθή - ως απόλυτα τεκμηριωμένη - χρήση των ιστορικών ονομάτων του Ελληνικού έθνους, της σημασίας και δυναμικής τους στην Ιστορική του πορεία.

Οι ετερόδοξοι 

Είναι γεγονός, ότι οι ετερόδοξοι ανεγνώριζαν περισσότερο από τους Ορθοδόξους την προσωπικότητα του π. Ιωάννου και τη σημασία του για την Ορθοδοξία. Εθεωρείτο ο καλύτερος ορθόδοξος ερευνητής του ιερού Αυγουστίνου, που βοηθούσε και τη δυτική θεολογία στην κατανόηση του, χαρακτηρίσθηκε δε "ο μεγαλύτερος σίγουρα των εν ζωή Ορθοδόξων θεολόγων, του οποίου τα συγγράμματα αποτελούν κριτική μελέτη του έργου του Αυγουστίνου υπό το φως της πατερικής Θεολογίας". Πρέπει δε να λεχθεί, ότι στον π. Ιωάννη οφείλεται η σπουδαία επισήμανση, ότι η διδασκαλία του Βαρλαάμ του Καλαβρού, για τις θεοπτικές εμπειρίες των προφητών ως "φαινομένων φυσικών, γινομένων και απογινομένων" ανάγεται στο Περί Τριάδος έργο του ι. Αυγουστίνου.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2013

π. Ι. Ρωμανίδης: Για την Εκκλησία είτε ο άθεος μαρξισμὸς είτε η δεξιά μασωνία είναι το ίδιο πράγμα.


Church
 Στην διαδικασία της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως έχουμε μπροστά μας μία επιστήμη. Αυτό το πράγμα όμως μπορεί να πολιτικοποιηθεί;
Δηλαδή μπορεί οι Ορθόδοξοι να πουν πχ. ότι μόνο οι Αριστεροί μπορούν να έχουν νοερά προσευχή; Ή ότι εκείνος που έχει νοερά προσευχή είναι υποχρεωμένος να είναι Αριστερός η Δεξιός;
Όχι, βέβαια.
Οπότε έχομε μία επιστήμη, που λέγεται Ορθοδοξία, η οποία δεν μπορεί ποτέ να συσχετισθεί με την Πολιτική. Διότι ο αγαπών τον συνάνθρωπό του μεριμνά για τον συνάνθρωπό του, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός ως προς τις πεποιθήσεις του. Εκείνο που απασχολεί τον Ορθόδοξο Χριστιανό στα ιδεολογικά θέματα είναι πρώτα- πρώτα το εάν η Εκκλησία έχει την ελευθερία να κάνει το έργο Της, που είναι το να θεραπεύει τους αρρώστους Της. Η Εκκλησία πρέπει να την έχει αυτήν την ελευθερία.Εκείνη λοιπόν η ιδεολογία που εμποδίζει την Εκκλησία να κάνει το έργο Της είτε αυτή λέγεται άθεος Μαρξισμός είτε δεξιά Μασονία, για την Εκκλησία είναι το ίδιο πράγμα. Είναι εχθρός Της και οφείλει εξ ίσου να αμυνθεί. Συμβαίνει σήμερα να έχουμε από το ένα μέρος τους Δεξιούς, που κατευθύνονται από τους Μασόνους, και από το άλλο μέρος τους….Αριστερούς, που κατευθύνονται από την Μόσχα, η οποία επίσημα τουλάχιστον ανέχεται σήμερα την θρησκεία, αλλά επιτρέπει ανέντιμη προπαγάνδα εναντίον της. Πώς π.χ. η παλαιά μητρόπολις του Λένινγκραντ, η μητρόπολις της Τσαρικής Ρωσίας έγινε μουσείο αθεΐας; Αυτός δυστυχώς είναι ο κομμουνισμός στην πράξη. Δεν είναι βέβαια υποχρεωμένος ο κομμουνισμός να εφαρμοσθεί έτσι, όμως στην πράξη εφαρμόζεται πάντα εις βάρος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία όμως, όταν αντιμετωπίζει ανέντιμο αγώνα εναντίον της, είναι υποχρεωμένη να αμυνθεί.
Λοιπόν, σύμφωνα με τα προηγούμενα, είναι υποχρεωμένη η Εκκλησία να υποστηρίξει κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία; Όχι βέβαια. Η ιατρική επιστήμη οφείλει να υποστήριξει οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα ενδιαφερθεί για την υγεία του λαού σωματική και ψυχική. Ο γιατρός ως γιατρός είναι υποχρεωμένος να έχει ιατρικά κριτήρια στην περίπτωση αυτή.
Σημείωση: το κείμενο γράφτηκε ενώ υπήρχε ακόμα η Σοβιετική Ένωση
Από το Βιβλίο: Πατερική Θεολογία του π. Ιωάννη Ρωμανίδη

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2013

Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)



Μέρος Πρώτον: Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας

22. Περί των δύο ειδών της αποκαλύψεως
Γι’ αυτό έχομε δύο ειδών αποκαλύψεις. Έχομε την αποκάλυψι, που είναι η νοερά ευχή και έχομε και την αποκάλυψι, που είναι η θέωσις. Βέβαια η δεύτερη αποκάλυψις, που είναι ο δοξασμός και η θέωσις, αυτή είναι το βασικό κλειδί, με το οποίο κατανοούμε πλήρως την αποκάλυψι του φωτισμού. Έτσι βλέπομε εδώ ότι συναντούμε μία αντίληψι περί αποκαλύψεως και περί θεοπνευστίας, η οποία είναι καθαρώς εμπειρική και τίποτε άλλο.
Όμως σ’ αυτή την εμπειρία της θεώσεως ο Θεός δεν αποκαλύπτει λέξεις ούτε αποκαλύπτει κάποια καινούργια ορολογία. Γιατί; Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, δεν προσεύχεται με καινούργιες λέξεις, που φέρνει μαζί Του, αλλά προσεύχεται με γνωστές λέξεις μέσα στον άνθρωπο παρμένες μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Π.χ. την ευχή, με την οποία προσεύχεται ο άνθρωπος, με την λογική του, αυτήν την ίδια ευχή χρησιμοποιεί και το Πνεύμα το Άγιο και τότε η ίδια ευχή γίνεται ευχή της καρδιάς! Λέγει δηλαδή ο καλόγερος: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», με το μυαλό του. Όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην καρδιά του, τότε αυτή η ίδια η φράσις θα γίνη η ευχή της καρδιάς του. Θα προσεύχεται πλέον η καρδιά του και όχι το μυαλό του με αυτήν την φράσι. Έτσι όταν το Πνεύμα του Θεού προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, προσεύχεται με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε προηγουμένως ο άνθρωπος αυτός. Γι’ αυτό και έχομε την παράδοσι αυτή της ευχής, που γίνεται είτε με ψαλμό είτε με αυτοσχέδια λόγια προσευχής. Τότε αυτός ο ίδιος ψαλμός ή τα λόγια της προσευχής γίνονται η ευχή της καρδιάς του ανθρώπου.
Οπότε στην εμπειρία του φωτισμού δεν έχομε αποκάλυψι καμμιάς νέας λέξεως ή ορολογίας. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι ήλθε στους Πατέρες το Πνεύμα το Άγιο και απεκάλυψε την ορολογία: Μία ουσία και τρεις υποστάσεις ή το ομοούσιο. Αυτή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά είναι μία θεολογική ορολογία, που χρησιμοποιήθηκε για να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες τους αιρετικούς. Δεν είναι αποκάλυψις από το Θεό, αφού η ίδια η φώτισις δεν είναι αποκάλυψις από τον Θεό. Απλώς στην κατάστασι της φωτίσεως γίνεται μία σύνθεσις των ήδη γνωστών ρητών και νοημάτων στον άνθρωπο προερχομένων από την παράδοσι της ευσεβείας (από όσα δηλαδή γνωρίζει περί της πίστεώς του), ρητών και νοημάτων είτε της Παλαιάς Διαθήκης είτε της Καινής Διαθήκης. Χρησιμοποιούνται δε ονόματα παρμένα από την κοινή εμπειρία, ώστε όλοι να τα κατανοούν.
Στην θέωσι όμως όλα τα ρητά και τα νοήματα καταργούνται, όταν αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Θεός. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν ο άνθρωπος θεολογή45, θεολογεί βάσει της εμπειρίας που έχει συσσωρεύσει μέσα του, βάσει της συμμαρτυρίας του Αγίου Πνεύματος που έχει μέσα του, καθώς και βάσει της εμπειρίας των θεουμένων, που έχει κατατεθή μέσα στην παράδοσι της Εκκλησίας. Στην δε Θεολογία του αυτή, εφ’ όσον ο ίδιος βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού, χρησιμοποιεί ως οδηγούς τους θεουμένους. Δηλαδή τα ρητά και τα νοήματα που εχρησιμοποίησαν και παρέδωσαν στην Εκκλησία οι θεωθέντες ή οι ζώντες θεούμενοι.
Εδώ τώρα έχομε το βασικό κλειδί της Πατερικής παραδόσεως: Ο θεολογών βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού και θεολογεί βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων (Παλαιά και Καινή Διαθήκη και κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας). Προσεύχεται επίσης βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων. Έτσι εξηγείται το γιατί η πιο σπουδαία προσευχή της Εκκλησίας είναι οι Ψαλμοί του Δαυΐδ. Οι Ψαλμοί είναι το θεμέλιο της Λειτουργικής ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετά έχομε τις πνευματικές ωδές, τους ύμνους κλπ, για τα οποία ομιλεί ο απόστολος Παύλος.
Όλα αυτά μαζί είναι η υποδομή της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, η οποία χειραγωγεί και προετοιμάζει τον άνθρωπο, ώστε να έλθη στην κατάστασι φωτισμού, εφ’ όσον αγωνισθή και καθαρισθή από τα πάθη του. Και, όταν έλθη στην κατάστασι φωτισμό, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτές τις ευχές, τους ύμνους και τις προσευχές που ακούει στην εκκλησία. Δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο στην κατάστασι φωτισμού με τις ευχές και προσευχές της Λειτουργικής παραδόσεως. Και, όταν κανείς βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάστασι του φωτισμού, τότε θεολογεί. Όχι απλώς βάσει της προσωπικής του εμπειρίας, αλλά βάσει προσωπικής εμπειρίας, στην οποία όμως συμμαρτυρεί το Πνεύμα το Άγιο.
Οπότε τώρα βάσει αυτής της βεβαιότητας μελετά τα συγγράμματα των θεουμένων, που είναι η Παλαιά Διαθήκη, η Καινή Διαθήκη, τα Πατερικά κείμενα, τα Πρακτικά των Συνόδων της Εκκλησίας, οι βίοι και οι λόγοι των Αγίων, τα Λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας και τότε μπορεί και κάνει πλέον σωστή ερμηνεία. Και, αν τύχη και ο ίδιος να έχη την εμπειρία της θεώσεως, τότε μπορεί όχι μόνον να ερμηνεύη σωστά, αλλά και να θεολογή σωστά, οπότε και γίνεται θεολόγος της Εκκλησίας.
Άρα υπάρχει μία βασική διαφορά μεταξύ εκείνου που έχει φθάσει στην θέωσι, που είναι ο αληθινός θεολόγος, και του θεολογούντος, εκείνου δηλαδή που είναι στην κατάστασι φωτισμού, έστω και αν έχη και αυτός μία μικρή γεύσι από την εμπειρία της θεώσεως. Οπότε θεολογεί ο θεολόγος, αλλά θεολογούν και οι θεολογούντες. Επειδή όμως θεολογούν και οι θεολογούντες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι θεολόγοι. Θεολόγος κατά κυριολεξίαν θα γίνη, όταν φθάση στην κατάστασι της θεώσεως και δη τον Χριστόν εν δόξη, οπότε του αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια, όση μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίση σ’ αυτήν την ζωή. Διότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια, η οποία είναι ενυπόστατη.
Μέχρις ότου λοιπόν γίνη θεούμενος, είναι απλώς θεολογών, δηλαδή φοιτητής της Θεολογίας. Πτυχιούχος αυτής της Θεολογίας είναι ο θεούμενος. Σήμερα βέβαια πτυχιούχοι της θεολογίας είναι όσοι έχουν πάρει ένα πτυχίο Θεολογικής Σχολής κάποιου Πανεπιστημίου. Αυτοί αυτοαποκαλούνται θεολόγοι, όμως δεν έχουν καμμία σχέσι με τους όντως θεολόγους, της Πατερικής παραδόσεως. Ως προς το ποιος είναι κατά αλήθειαν θεολόγος, αν κανείς χρησιμοποιήση τα κριτήρια του αποστόλου Παύλου ως και των Πατέρων της Εκκλησίας π.χ. του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τότε θα δη ότι η σημερινή μοντέρνα Ορθόδοξη Θεολογία, που είναι επηρεασμένη από την Ρωσική Θεολογία, δεν είναι Πατερική Θεολογία, αλλά μία παραμόρφωσις της Πατερικής θεολογίας, διότι γράφτηκε από ανθρώπους, που δεν είχαν τις παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις. Μόνο λοιπόν αν χρησιμοποιήση κανείς αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, μπορεί να αποκτήση κάποια αντικειμενικότητα στην έρευνα και στα συμπεράσματά του.

Σημειώσεις

45. Και απαγορεύεται να θεολογή, αν δεν βρίσκεται τουλάχιστον στην κατάστασι του φωτισμού. Την Πατερική αυτή θέσι εκφράζει άριστα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στο γνωστό απόσπασμα του Α’ Θεολογικού του λόγου εναντίον των Ευνομιανών «Ου παντός, ω τούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός· ουχ ούτω το πράγμα εύωνον και τω χαμαί ερχομένων. Προσθήσω δε, ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ’ έστιν ότε και οις και εφ’ όσον. Ου πάντων μεν ότι και εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον» (Λόγος ΚΖ’, Θεολογικός Α’, PG. 36, 16 Α-Β).

Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2013

Τι είναι η εμπειρία της θεώσεως Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)


Крст је сила  

Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+) 

 Μέρος Πρώτον: Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας

19Τι είναι η εμπειρία της θεώσεως
Αλλά και στην Δυτική παράδοσι έχομε την Μεσαιωνική Σχολαστική Θεολογία, η οποία συγχέει τα κατηγορήματα κτιστό και άκτιστο με τα κατηγορήματα μεταβλητό - αμετάβλητο. Σ’ αυτούς, γίνεται ταύτισις των μεν με τα δε. Η Θεολογία τους αυτή είναι Αριστοτελικο-Πλατωνική.
Ο Αριστοτέλης ομιλεί για ακίνητον κινούν. Υπάρχουν, λέγει, περίπου 49 ακίνητα, τα οποία είναι καθαρή ενέργεια και δεν κινούνται καθ’ εαυτά, αλλά προκαλούν κίνησι σε άλλα. Κινούν δηλαδή τα άλλα δια της έλξεως, όπως ο μαγνήτης. Η εντελέχεια είναι εκείνη που πραγματοποιεί την κίνησι σε κάθε χώρο που υπάρχει. Δι’ αυτής εκείνο, που είναι δυνάμει, γίνεται ενεργεία. Όπως π.χ. ο σπόρος του δένδρου, που είναι δυνάμει δένδρο, όταν πέση στην γη και βρη κατάλληλες συνθήκες αναπτύξεως, φυτρώνει και γίνεται ενεργεία δένδρο. Οπότε, όταν είναι δυνάμει δένδρο, δεν έχει τελειοποιηθή ακόμη, διότι δεν έχει συμπληρωθή η εξέλιξις της εντελεχείας μέσα του. Η τελειοποίησις του σπόρου επιτυγχάνεται, όταν γίνεται δένδρο.
Υπάρχουν όμως κατά τον Αριστοτέλη τα ακίνητα κινούντα, τα οποία δεν έχουν μέσα τους αυτό το δυνάμει, αλλά είναι καθαρή ενέργεια από την φύσι τους. Υποστηρίζει ότι πάντοτε υπήρχαν και θα υπάρχουν και κινούν τα πάντα δια της έλξεως. Το κάθε τι που μεταβάλλεται από δυνάμει σε ενεργεία βαδίζει προς την τελειότητά του και η ελκτική δύναμις που οδηγεί προς αυτήν την τελειότητα έχει ως αρχή της τα ακίνητα κινούντα. Αυτά λέγει ο Αριστοτέλης.
Τώρα βλέπομε στους Νεοπλατωνικούς τις ίδιες ιδέες επάνω σε αυτά τα θέματα, τις ιδέες δηλαδή του Αριστοτέλη. Ο Πλάτων δεν ασχολήθηκε με αυτό το θέμα απ’ ότι ξέρομε. Στους Πατέρες της Εκκλησίας όμως βλέπομε έναν άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο οποίος κατηγορείται ότι πλατωνίζει και νεο-πλατωνίζει και ο οποίος μας λέγει ξεκάθαρα ότι ο Θεός δεν είναι μόνον ένα ακίνητον κινούν, αλλά είναι και κινούμενον. Δηλαδή ο Θεός όχι μόνον κινεί όλα τα άλλα, αλλά και ο ίδιος κινείται, δηλαδή ότι έχει και ένα παθητικό στοιχείο μέσα του ο Θεός. Αυτά βέβαια τα γράφει εναντίον των Αριστοτελικών και των Νεοπλατωνικών. Αυτό είναι μια τρανή απόδειξις ότι ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης δεν έχει καμμία σχέση με τον Νεοπλατωνισμό, αν και χρησιμοποιή την γλώσσα των Νεοπλατωνικών.
Αυτή η ιδέα λοιπόν ότι ο Θεός δεν είναι μόνον ακίνητον κινούν, αλλά και κινούμενον, που είναι αίρεσις για τους Νεοπλατωνικούς και Αριστοτελικούς, σημαίνει, ότι οι Πατέρες δεν φιλοσοφούν, εφ’ όσον υπερβαίνουν την αρχή της μη αντιφάσεως. Για τους Πατέρες η έκφρασις ότι ο Θεός είναι μεν ακίνητον κινούν, αλλά και κινούμενον, σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα κατηγορήματα, τα οποία να μπορούμε να αποδώσωμε στον Θεόν, καθώς και ότι, εάν αυτό επιχειρηθή, τότε περιπίπτομε σε λογικές αντιφάσεις. Αυτή όμως η αλήθεια περί Θεού δεν προέρχεται από την φιλοσοφία, αλλά από την εμπειρία της θεώσεως. Γιατί; Διότι γνωρίζουν οι Πατέρες από την εμπειρία τους ότι τα νοήματα, που χρησιμοποιούμε για τον Θεό, καταργούνται, όταν αντικρύζωμε τον ίδιο τον Θεό, εκείνην δηλαδή την πραγματικότητα που είναι ο ίδιος ο Θεός.
Οπότε τα νοήματα περί Θεού, που χρησιμοποιούμε είναι μόνο τα μέσα για να βοηθήσουν κάποιον να δη τον Θεόν. Τότε, όταν κάποιος δη τον Θεόν, η πίστις και η ελπίς καταργούνται και μένει μόνον η αγάπη. Αυτό το λέγει ξεκάθαρα ο απόστολος Παύλος37. Η πίστις δηλαδή προς τον Θεόν μαζί με όλα τα συναφή νοήματα της, καθώς και η ελπίδα προς τον Θεό μαζί με όλα τα συναφή νοήματά της καταργούνται, όταν κανείς βλέπη τον Θεόν, που είναι η Αγάπη. Τα νοήματα αντικαθίστανται τότε από την ίδια την θέα του αγαπωμένου. Τότε ο άνθρωπος δοξάζεται, δηλαδή βλέπει τον Χριστό εν δόξη, και μετέχει στην δόξα του Χριστού. Υφίσταται μέθεξι Θεού.
Οι άνθρωποι συνήθως αντιμετωπίζουν τους συνανθρώπους των με βάση τις ήδη διαμορφωμένες γι’ αυτούς αντιλήψεις. Αντιθέτως, εκείνος που αντικρύζει τον Χριστόν κατά την εμπειρία της θεώσεως, δηλαδή εκείνος στον οποίον αποκαλύπτεται ο Χριστός με την δεδοξασμένη Θεανθρώπινη Του φύσι, δεν μπορεί να κρατήση τότε στον νου του κανένα ανθρώπινο νόημα ή προηγούμενη γνώμη, που ενδεχομένως είχε σχηματίσει για τον Χριστό, διότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στην υλική ή άϋλη δημιουργία, τίποτε το κτιστό εκτός από το ανθρώπινο σώμα του Χριστού, που να μοιάζη με την άκτιστη πραγματικότητα της δόξης του δεδοξασμένου Χριστού, τον οποίον τώρα αντικρύζει. Απλώς δέχεται τον Χριστό όπως τον βλέπει. Ούτε να Τον περιγράψη μπορεί ούτε να μιλήση γι’ Αυτόν με αντικειμενικότητα μπορεί. Διότι δεν υπάρχουν ανθρώπινες λέξεις, που να μπορούν να περιγράψουν την άκτιστη πραγματικότητα του Χριστού, της θεϊκής φύσεως του Χριστού. Και τούτο, επειδή δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε το εξής: Η εμπειρία της θεώσεως στην Χριστιανική παράδοσι δεν έχει καμμία σχέσι με κανενός είδους έκστασι. Δεν είναι έκστασις ούτε έχει να κάνη με το λογιστικό του ανθρώπου μόνο, διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως μετέχειόλος ο άνθρωπος και το σώμα του δηλαδή, με όλες τις αισθήσεις του εν πλήρει λειτουργία. Ο άνθρωπος, όταν βλέπη τον Χριστό εν δόξη, βρίσκεται σε κατάστασι πλήρους εγρηγόρσεως. Οπότε δεν βλέπει μόνο η διάνοια του ανθρώπου, αλλά βλέπει και το σώμα του ανθρώπου.
Αν διαβάσετε το βιβλίο του Ιώβ, θα δήτε εκεί να αναφέρεται ότι «η σαρξ του Ιώβ είδε τον Θεόν»38. Δηλαδή μετείχε και το σώμα του Ιώβ στην όρασι της δόξης του Θεού. Αυτή είναι μία πάρα πολύ καλή Εβραϊκή παράδοσις. Κατά τη διάρκεια του δοξασμού του ανθρώπου, δηλαδή κατά την εμπειρία αυτής της θεώσεως ο άνθρωπος, το σώμα του ανθρώπου δεν χάνει την επαφή με το περιβάλλον του. Αυτό όμως υπό την προϋπόθεσι ότι ο άνθρωπος από προηγούμενες παρόμοιες εμπειρίες είχε συνηθίσει στο να βλέπη την δόξα του Θεού. Μόνο αρχικά κατά τις πρώτες εμπειρίες αποπροσανατολίζεται ο άνθρωπος και μπορεί ακόμη και προσωρινά να τυφλωθή από την υπερβολική λαμπρότητα του ακτίστου Φωτός, χωρίς όμως να χάνη τις νοερές του αισθήσεις. Νοερά σκέφτεται κανονικά, όπως σκέπτεται ο καθένας. Οι σωματικές του αισθήσεις όμως μπορούν να πάθουν μία αλλοίωση, επειδή ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη συνηθισμένος στο άκτιστο Φως, και να τυφλωθή προσωρινά, όπως συνέβη στον απόστολο Παύλο, όταν είδε για πρώτη φορά τον δεδοξασμένο Χριστό στην πορεία του προς την Δαμασκό. Τότε δεν τυφλώθηκε με την έννοια ότι καταστράφηκαν τα μάτια του, αλλά τυφλώθηκε προσωρινά από την υπερβολή της λαμπρότητας του Φωτός, δηλαδή της δόξης του Χριστού. Και, όταν επανέκτησε τις αισθήσεις του, τότε ξαναείδε κανονικά. Δεν του συνέβη δηλαδή κανένα θαύμα και ξαναείδε. Απλώς δεν έβλεπε για ένα διάστημα, επειδή θαμπώθηκε.
Το άκτιστο Φως, όταν οράται, είναι πολύ πιο φωτεινό σε έντασι από το φως του ηλίου και διαφορετικής φύσεως από αυτό. Είναι το ίδιο το Φως της Μεταμορφώσεως. Αλλά το Φως αυτό δεν είναι καν φως, όπως το εννοούμε, όπως το γνωρίζομε εμείς το φως. Γιατί; Διότι υπερβαίνει το φως!
Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην κατάστασι αυτή του δοξασμού, όταν παρέλθη η όρασις του Φωτός, συνεχίζει να συναναστρέφεται κανονικά με τους άλλους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, για όσο διάστημα συνεχίζεται αυτή η θεωτική ενέργεια επάνω του. Αυτό το βλέπομε καθαρά στους βίους των Αγίων. Βλέπομε δηλαδή ότι, όταν βρίσκεται ο άνθρωπος σε υπέρ φύσιν κατάστασι, συνεχίζει να συναναστρέφεται τους άλλους γύρω του με μόνη τη διαφορά ότι δεν τρώγει, δεν πίνει, δεν κοιμάται, δεν πηγαίνει για φυσική του ανάγκη κατά την διάρκεια της καταστάσεως αυτής, διότι βρίσκεται σε υπέρ φύσιν κατάστασι και τον συντηρεί στην ζωή μόνη η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Οπότε, αν αυτή η κατάστασις διαρκέση π.χ. 40 ημέρες και 40 νύχτες, όπως συνέβη στον Μωϋσή στο όρος Σινά39, αυτός ο άνθρωπος για τόσες ημέρες και νύχτες δεν κοιμάται, δεν κουράζεται, δεν τρώει, δεν πίνει κλπ. Είναι δηλαδή ελεύθερος από τα αδιάβλητα πάθη, τα φυσικά πάθη του σώματος. Και τούτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε μία αναστολή της λειτουργίας του πεπτικού συστήματος καθώς και του ύπνου και ο άνθρωπος γίνεται επίγειος άγγελος. Κατά τα άλλα όμως συμπεριφέρεται όπως οι άλλοι. Περπατάει, μιλάει, συναναστρέφεται με τους άλλους, μπορεί να διδάσκη κλπ. και ταυτόχρονα να βρίσκεται και στην κατάστασι αυτή.
Στην λαϊκή παράδοσι, προ παντός στα χωριά και δη στα παληά χρόνια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στα μέρη της Μικράς Ασίας, έχομε περιγραφές, που ο παπάς του χωριού βρέθηκε σε τέτοια κατάστασι κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Όμως συνέχισε να διαβάζη, να ψάλλη, να κάνη τις εκφωνήσεις, να λέγη τις προσευχές και να τελειώνη την ακολουθία. Γιατί; Διότι, ναι μεν κατά την εμπειρία της θεώσεως σταματάει η νοερά ευχή, η αδιάλειπτος δηλαδή καρδιακή προσευχή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι υποχρεωτικά σταματάει η λογική λατρεία, δηλαδή η λογική προσευχή, η προσευχή που γίνεται με το μυαλό, με την διάνοια, εφ’ όσον αυτή γίνεται για την κατήχησι των άλλων. Βέβαια για τον ίδιο τον παπά, που έρχεται σε θέωσι κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, δεν χρειάζεται πλέον η λογική προσευχή, χρειάζεται όμως για τους άλλους που παρακολουθούν την Λειτουργία. Έτσι ο παπάς συνεχίζει να τελή την Θεία Λειτουργία και να την τελειώνη.
Αυτές τις περιγραφές της λαϊκής παραδόσεως μερικοί σημερινοί σνομπ θεολόγοι του Πανεπιστημίου τις κοροϊδεύουν, χωρίς να ξέρουν ότι σ’ αυτά τα θέματα η λαϊκή παράδοσις είναι μέσα στα πλαίσια των εμπειριών του φωτισμού και της θεώσεως, για τις οποίες υπάρχει από πίσω μία ολόκληρη Πατερική παράδοσις, που μας ερμηνεύει θεολογικά αυτά τα φαινόμενα.
Λοιπόν βλέπομε ότι σ’ αυτά τα φαινόμενα δεν έχομε καμμία ταύτισι με τις εκστάσεις των Νεοπλατωνικών, ακόμη και της Μέσης Πλατωνικής Σχολής, αν λάβωμε υπ’ όψιν όσα λέγει ο άγιος και μάρτυς Ιουστίνος ο Φιλόσοφος σαν κλειδί της ερμηνείας της διδασκαλίας της Μέσης Πλατωνικής Σχολής. Διότι υπάρχει η άποψις, μεταξύ των ιστορικών της φιλοσοφίας ότι ο Πλατωνισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά ότι ο Πλατωνισμός θρησκειοποιείται με τον Νεοπλατωνισμό, από τον Πλωτίνο δηλαδή και τους μαθητές του.
Εάν όμως διαβάσωμε τον Ιουστίνο μάρτυρα, εκεί στον «Διάλογο προς Τρύφωνα», στην αρχή του περιγράφει ο άγιος Ιουστίνος πώς έγινε ο ίδιος οπαδός της Πλατωνικής φιλοσοφίας, πώς βρήκε έναν Πλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος ανέλαβε να τον διδάξη και ότι περίμενε από στιγμή σε στιγμή να δη τον Θεό! Αυτό σημαίνει ότι ο Ιουστίνος μάρτυς, που έζησε αρκετό καιρό πριν από την εμφάνισι της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, ησχολείτο με πνευματική γυμναστική, με πνευματικά γυμνάσματα, και πίστευε ότι δι’ αυτών από στιγμή σε στιγμή θα πάθαινε μία έκστασι και ότι έτσι θα έβλεπε τον Θεόν!
Αυτό σημαίνει ότι ο διδάσκαλός του δεν ήταν ένας απλός φιλόσοφος, αλλά μάλλον ένα είδος πνευματικού πατέρα-καθοδηγητή, γκουρού θα λέγαμε σήμερα, ο οποίος τον ωδηγούσε σε θρησκευτικές εμπειρίες, που για μας δεν είναι παρά δαιμονικές εμπειρίες. Στουςησυχαστές θεολόγους γίνεται μεγάλη συζήτησις γύρω από αυτά τα θέματαΈτσι βλέπομε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά να κατηγορή τις εκστατικές εμπειρίες των Πλατωνικών ως δαιμονικές. Σήμερα, επειδή αυτή η ορολογία, η λέξις «δαιμονικές», δεν χτυπάει σε μερικούς καλά στ’ αυτιά τους, μπορούν να την αντικαταστήσουν με την λέξι παραισθητικές ή παραψυχολογικές, σύμφωνα με την σημερινή ορολογία της Ψυχιατρικής ή της Παραψυχολογίας, διότι είναι πράγματι παραισθήσεις αυτά τα πράγματα, που παθαίνουν όσοι επιζητούν την έκστασι. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας όμως όλα αυτά είναι καθαρά δαιμονικά φαινόμενα.

Σημειώσεις

37. Α’ Κορ. 13, 13.
38. Ιώβ 42, 5.
39. Έξοδος 34, 28-31.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2013

Τό ρωμαΐικον φιλότιμον ἒγινε δουλοπρέπεια!




Τό ρωμαΐικον φιλότιμον
 μετετράπ ες γραικυλιστικήν
 φέλειαν ξ αίτίας τς
σφαλμένης ψηλς κτιμήσεως
 καί τςβασίμου μπιστοσύνης
 το Γραικο ες τόν δυτικόν
 πολιτισμόν. 
 νεοέλληνας μέ τήνμπιστοσύνην
 του ες τό νύπαρκτον φιλότιμον
 τν ξένων χει τήν πνευματική δομή τοπροδότου. 
ρκε νά το δοθ  εκαιρία νά συνάψ φιλίαν μέ 
«φιλότιμον φιλέλληνα».

πό πατριωτικόν νθουσιασμόν θα θελήσ νάφελήσ 
καί νά σώσ τήν λλαδίτσα του καί νά ξασφαλίσ τήν
 ποστήριξιν το φιλέλληνος τούτου, το τά λέγει λα.
λλά ντί νά ποκτήσ ργανον, γίνεται ργανον. 
Δέν ρκε τούτου, λλά καί πιστεύει κραδάντως 
τι  προδοσία του ατή εναι  ψιστός πατριωτισμός.

Ο χοντες σχέσεις μέ τούς Γραικύλους Ερωπαοι καί
 μερικάνοι βλέπουν σαφς τό φιλότιμον, λλά 
δυστυχς στη δουλοπρεπ του μορφή, καί τόκλαμβάνουν
 ρθς ς δουλοπρέπεια δυνάτου καί ς μορφήν 
φαινομενικς μεγαλοψυχίας. Ες τήν οσίαν  Γραικός 
καί  Ρωμός χουν τόν διον φιλότιμον καί πομένως τόν
 διον ρωισμόν καί τήν διαν νδρείαν.  διαφορά μεταξύ των 
εναι τι  Γραικός χει ασθήματα κατωτερότητος ναντι...

τν Ερωπαίων καί μερικάνων, διότι πεδουλώθη
 πολιτιστικς δεχόμενος τόν Γραικισμόν, ν  Ρωμός 
τοναντίον γνωρίζει τήν νωτερότητα τς Ρωμοσύνης 
του καί οδέποτε δέχθ νά γίν  Γραικύλος ξένου 
πολιτισμο.

(π.ωάννου Ρωμανίδου, Ρωμοσύνη)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...