Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Δημήτριος Στανιλοάε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Δημήτριος Στανιλοάε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2012

Θεοτόκος η Αειπάρθενος (+Πρωτ. Δημήτριος Staniloae ) 3


πηγή


Υπάρχουν δύο ιδιότητες που ταιριάζουν στη Μητέρα του Θεού: αειπάρθενος και ταυτόχρονα Θεοτόκος. Και αυτές οι δύο ιδιότητες απορρέουν από το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός, που γεννήθηκε από αυτήν σαν άνθρωπος, είναι ο Υιός του Θεού, ο μονογενής. Να διακηρύττεις ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε από αυτήν, σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, από την ένωση μιας γυναίκας και ενός άνδρα, σημαίνει να τον υποτάσσεις σ’ αυτούς τους νόμους, επομένως, να μην τον αναγνωρίζεις ως Υιό του Θεού, αλλά να τον θεωρείς ως καθαρά ανθρώπινη φανέρωση μέσα στα όρια τούτου του κόσμου. Ο πολύ γνωστός προτεστάντης θεολόγος Κarl Barth υποστήριξε, αντίθετα από έναν άλλον προτεστάντη τον Εmil Brunner (Der Mitttler) την γέννηση του Ιησού Χριστού από την Παρθένο Μαρία, λέγοντας ότι ο γεννημένος εκ της Παρθένου Ιησούς, μας αποκαλύπτεται ως άνθρωπος και ταυτόχρονα ως κάτι διαφορετικό από μας. Η παρθενία της Μητέρας του Χριστού μας βεβαιώνει πως στο πρόσωπό του έχουμε ανάμεσα μας τον ασύλληπτο Θεό.
Εκτιμώντας αυτή την αναγνώριση του Barth οφείλουμε παρ’  όλα αυτά να παρατηρήσουμε ότι δεν βλέπει στη σύλληψη του Χριστού να υπεισέρχεται μια προετοιμασία της Μητέρας του, προετοιμασία βοηθημένη από την ενέργεια του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο ο Barth  δεν βγάζει κανένα συμπέρασμα σχετικά με τη γέννηση του Χριστού από  την Παρθένο, για τη σημασία που έχει η Παρθένος μέσα στο Χριστιανισμό. Μένει έτσι αυστηρά μέσα στα πλαίσια του Προτεσταντισμού. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς υπογράμμισαν αυτή την προετοιμασία της Παρθένου, μέσα στην οποία η ενέργεια του Θεού ενώθηκε με την ενέργεια εκείνης που θα γινόταν και πραγματικά έγινε η Μητέρα του Χριστού, καθώς και το γεγονός ότι αυτή η προετοιμασία ήταν μια νίκη    πάνω   στα   πάθη    που   θα    μπορούσαν να παρουσιαστούν και να αναπτυχθούν μέσα της και επομένως, να την εμποδίσουν να παραμείνει συλλαμβάνοντας το Χριστό,, στην κατάσταση της άσπιλης παρθενίας και να διατηρήσει την παρθενία της για πάντα. Επομένως η γέννηση του Σωτήρα από την Παρθένο δεν σημαίνει μόνο νίκη πάνω στους φυσικούς νόμους αλλά ακόμη τη δική της νίκη πάνω στα πάθη στα οποία υποτάσσεται γενικά ο άνθρωπος. Χάρη σ’ αυτό το γεγονός υπηρέτησε τη σύλληψη του Χριστού «μη φύσει σώματος μόνον, αλλά και νω και θελήσει». Και αυτή η συνεργασία εμψυχώθηκε από την αγάπη του Υιού του Θεού γι’ αυτήν και τη δική της αγάπη για κείνον.
Αλλά σ’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε διεξοδικότερα.
Προς το παρόν σημειώνουμε ότι υπάρχουν δύο πράξεις που υψώνουν το Χριστό πάνω από τους νόμους που βασιλεύουν στον κόσμο: Η γέννηση από την Παρθένο και η Ανάσταση. Και αυτοί που μαρτυρούν για τη γέννηση του Χριστού από την Παρθένο ανήκουν στην ίδια ομάδα μ’ αυτούς που μαρτυρούν για την Ανάστασή του. Συνεπώς και οι μεν και οι δε είναι της ίδιας αξιοπιστίας. Στην πρώτη ομάδα ειδικά, πηγή της γνώσης για τη γέννηση από την Παρθένο είναι η μαρτυρία της μητέρας του Χριστού. Ένας απ’ αυτήν την ομάδα, ο ευαγγελιστής Λουκάς, μετέφερε και μάλιστα γραπτά τον διάλογο ανάμεσα σ’ αυτήν και τον αρχάγγελο Γαβριήλ για το γεγονός της Γέννησης.
Επειδή και οι δύο πράξεις στηρίζονται στη μαρτυρία της ίδιας ομάδας δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστέψουμε τη μαρτυρία τους για την Ανάσταση και να αρνηθούμε τη μαρτυρία τους για τη γέννηση από την Παρθένο. Και μάλιστα, αν θεωρήσουμε ότι και οι δύο πράξεις έχουν ως θεμέλιο τη θεία δύναμη που ξεπερνά τους φυσικούς νόμους, και το θέλημα του Θεού να μας υψώσει πάνω από το απόλυτο καθεστώς της φύσης, κατά τον ίδιο τρόπο δεν έχουμε κανένα λόγο να δεχθούμε πως ο Χριστός αναστήθηκε αλλά δεν γεννήθηκε από την Παρθένο.
Ασφαλώς στην πράξη της Ανάστασης του Χριστού δεν βλέπουμε τη συνεργασία ενός άλλου. Αλλά παρ’ όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα μιας συμφωνίας της ενέργειας της ανθρώπινης φύσης του με τη θεία του ενέργεια που εμπεριέχει κι αυτή επίσης μια αγάπη αυτής της φύσης για το Θεό που έγινε υπόστασή της· αγάπη όμοια μ’ αυτή που υπάρχει ανάμεσα στη ψυχή  και στο σώμα μας.
Αλλά αυτή ή αγάπη προς το Θεό και η αγάπη του προς αυτήν νοιώθονται από την αγάπη του που φανερώθηκε ανάμεσα στην Παρθένο και τον Υιό του Θεού στο διάστημα της προετοιμασίας της για την παρθενική σύλληψη εκείνου ως ανθρώπου και μάλιστα μέσα στην πράξη αυτής της σύλληψης.
Η άγαπητική ένωση ανάμεσα στην Παρθένο και το Χριστό που κορυφώθηκε στην παρθενική σύλληψή του, πραγματοποίησε την συγκεκριμένη στιγμή την κάθαρση της Παρθένου από το προπατορικό αμάρτημα, κάθαρση που συνέπεσε με την αναμάρτητη σύλληψη του Χριστού. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στην Ανάσταση του Χριστού, καθ’  όσον ο θάνατός του δεν προκλήθηκε από ένα αμάρτημά του αλλά από τα αμαρτήματα των άλλων που τα σήκωσε πάνω του από αγάπη γι’ αυτούς. Βέβαια η Ανάσταση του Χριστού και η ελευθερία του από την αμαρτία οφείλονται κατά πρώτο λόγο στη θεία του υπόσταση, αλλά αυτή η υπόσταση συνάντησε μέσα στην αγάπη του για την ανθρωπότητα την αγάπη της μητέρας του και της ανθρώπινης φύσης, που πήρε απ’ αυτήν, αγάπη που μπόρεσε να δεχτεί την απελευθέρωση από την αμαρτία.
Όπως και νάναι, τόσο η γέννηση του Χριστού από  την Παρθένο όσο και η Ανάστασή του αποδεικνύουν πως είναι ο Υιός του Θεού και πως για να πραγματωθεί η πρώτη πράξη συνέβαλε και η μητέρα του. Έτσι η πράξη της Ανάστασης του Χριστού που αποτελεί τη βάση για τη μελλοντική μας Ανάσταση δεν θα είχε γίνει αν προηγουμένως δεν είχε συλληφθεί από την Παρθένο, κι αυτή η σύλληψη πραγματώθηκε με την θεία υπόσταση του Χριστού, στην οποία όμως συνέβαλε και η προετοιμασία της μητέρας του. Γιατί αν ο Χριστός δεν είχε αρχίσει την ανθρώπινη ζωή του από τη σύλληψη της Παρθένου, για την οποία είχε προετοιμασθεί η αγία Μητέρα του, δεν θα είχε αποδειχθεί ότι είναι ο Υιός του Θεού ή ότι ο Υιός του Θεού εισήλθε στον κόσμο, και σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα είχε γίνει η Ανάσταση.
Από αυτές τις δύο πράξεις αλλά και από τις δύο μαζί διαπεράστηκαν τα τείχη του κόσμου μας· από αυτές τις δύο, αλλά και από τις δύο μαζί αποδείχτηκε ότι αυτός ο κόσμος δεν έχει καταδικαστεί να μένει κλεισμένος στον εαυτό του. Χωρίς αυτές τις δύο πράξεις με τις οποίες ο Χριστός άρχισε και τέλειωσε την επίγεια ζωή του δεν θα είχαμε καμία απόδειξη συγκεκριμένη και μαρτυρημένη για την ύπαρξη ενός Θεού πάνω από τον κόσμο, που μπορεί να εισχωρήσει μέσα στον κόσμο και μπορεί να υψώσει αυτούς που είναι μέσα του πάνω από τον κόσμο.
Αυτός που αρχίζει τη ζωή του ως άνθρωπος υποταγμένος στους φυσικούς νόμους, δεν αποδεικνύεται πως είναι Θεός και επομένως δεν μπορεί ούτε να αναστήσει. Και ακόμη εκείνη που τον γέννησε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους δεν θα ήταν η μητέρα του Θεού. Η Μητέρα του Χριστού αποδεικνύει πως είναι η Μητέρα του Θεού από το γεγονός ότι τον γέννησε όντας Παρθένος.
Αλλά η ρίζα της γέννησης του Χριστού από την Παρθένο και  σε σύνδεσμο μ’ αυτήν της Ανάστασής του, που δείχνουν ότι υπάρχει ένας Θεός υπεράνω αυτού του κόσμου και επομένως ότι δεν είμαστε καταδικασμένοι να μας λιώσει ο θάνατος μέσα στον κόσμο, βρίσκεται μια σχέση του Θεού γενικά με τη δημιουργία και ειδικά με τον άνθρωπο, σχέση που απαιτεί να γίνει πιο ρητά περιγραπτή.
Αυτός ο κόσμος φαίνεται, με τις σοβαρές ελλείψεις του ή με τα όριά του στο ηθικό και οντολογικό πεδίο, τα αξεπέραστα από τις δικές του εσωτερικές δυνάμεις, ότι δεν μπορεί να είναι η μόνη μορφή ύπαρξης. Οι άνθρωποι δεν μπορούν γενικά να υψωθούν μόνοι τους σε μια πλήρη και οριστική ηθική καθαρότητα και κανείς δεν μπορεί να διαφύγει το θάνατο. Αλλά μ’ αυτές τις δύο ελλείψεις ή όρια είναι συνδεδεμένες και άλλες, που φαίνονται στην αδυναμία της φύσης να ικανοποιήσει πλήρως τις ανθρώπινες φιλοδοξίες. Ένα αίσθημα κενού συνοδεύει πάντα τον άνθρωπο. Όσα κι αν έχει αγαθά, όσο καλή κοινωνική θέση, όσες γνώσεις κι αν κατέχει, μένει πάντα ανικανοποίητος. Αλλά ακόμη και μέσα στην εμπειρία του κενού, του ορίου, της έλλειψης, συνοδευόμενων από την τάση του άνθρωπου προς την ολοκλήρωσή του, υπάρχει η συνείδηση πως πέρα από αυτό τον κόσμο πρέπει να υπάρχει ένα είδος πραγματικότητας που μπορεί να γεμίσει το κενό, που μέσα της δεν αισθάνεσαι την εμπειρία του ορίου, δεν νοιώθεις ποτέ την έλλειψη. Έτσι αποδεικνύεται ότι ο κόσμος αυτός δεν αποτελεί την τελική πραγματικότητα, πως δεν είναι το Απόλυτο που μπορεί να εξηγηθεί από μόνο του. Αυτή η πραγματικότητα η υπεράνω της εγκοσμιότητας των ελλείψεων και των ορίων είναι αυτό που ονομάζουμε Θεό.
Η αγιάτρευτη έλλειψη, έλλειψη οντολογική, από την οποία πάσχει αυτός ο κόσμος, που δείχνει ταυτόχρονα την ολοκληρωτική του εξάρτηση, μαζί με την τάση προς την απόλυτη ύπαρξη, είναι τόσο ολική που αυτός ο κόσμος πρέπει να θεωρείται ότι δεν έχει μέσα του το θεμέλιο της ύπαρξής του, αλλά δέχεται την ύπαρξη αποκλειστικά από το θέλημα ενός απόλυτου υποκειμένου. Με άλλα λόγια, αυτός ο κόσμος φαίνεται δημιουργημένος εκ του μηδενός από το απόλυτο υποκείμενο που έχει την εξουσία γι’ αυτό.
Αν αναγνωρίζαμε στον κόσμο, σε κάποιο μέτρο, ένα δικό του θεμέλιο ύπαρξης θα σήμαινε ότι δεν βλέπουμε πάνω από αυτόν κανένα απόλυτο υποκείμενο, αλλά θεωρούμε την πραγματικότητα αυτού του υποκειμένου ως το ήμισυ μιας δύναμης, επομένως θεωρούμε ότι κι αυτή υποφέρει από αγιάτρευτη έλλειψη. Σ’  αυτή την περίπτωση η έλλειψη θα ήταν συνδεδεμένη ανεπανόρθωτα με όλες τις υπάρξεις, πράγμα που θα σφράγιζε κάθε ύπαρξη με μια απουσία νοήματος. Μόνο αν θεωρήσουμε ότι αυτός ο κόσμος λαμβάνει την ύπαρξή του από μια απόλυτη πραγματικότητα, επομένως δεν έχει κανένα θεμέλιο μέσα του, οι ελλείψεις του μπορούν να εξηγηθούν ως προερχόμενες από μια ηθελημένη εξασθένιση του δεσμού με την απόλυτη πραγματικότητα που τον δημιούργησε και που τον συντηρεί.
Ο κόσμος είναι τόσο στενά εξαρτημένος από την υπερβατική πραγματικότητα, που δεν μπορεί να έχει έλθει στην ύπαρξη παρά ως καθαρό αντικείμενο (pur object), χωρίς καμία πρωτοβουλία της τάξεως του υποκειμένου κατά την έλευσή του στην ύπαρξη, παρ’ όλο που τα ενσυνείδητα όντα του κόσμου από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν δείχνουν την ελευθερία με την οποία είναι προικισμένα από την πράξη της δημιουργίας ή που δυνάμει έχει χαραχτεί μέσα τους. Στην πράξη της δημιουργίας η υπερβατική πραγματικότητα πρέπει να έχει ένα χαρακτήρα απόλυτου υποκειμένου, που δεν εξαρτάται καθόλου στη δημιουργική του πράξη ούτε από μια ανώτερη πραγματικότητα ούτε από κάποιο πράγμα τούτου του κόσμου, που δίνει στον κόσμο ύπαρξη εκ του μηδενός μ’ ένα τρόπο απόλυτα κυριαρχικό.

Ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχει από τη μια μεριά από μόνος του και από την άλλη να είναι το αποτέλεσμα της πράξης μιας ανώτερης πραγματικότητας. Αυτό θα σχετικοποιούσε και την ανώτερη πραγματικότητα, κάνοντάς την να εξαρτάται από μια άλλη ή από τον κόσμο ή από ένα νόμο στον οποίο θα ήταν υποταγμένη. Ο κόσμος δεν μπορεί σε κανένα ποσοστό να είναι απόρροια της υπερβατικής πραγματικότητας. Αυτό δεν θα εξηγούσε τις ελλείψεις του και θα τον καθιστούσε ανίκανο να ελευθερωθεί απ’ αυτές. Σε κάθε άλλη περίπτωση, εκτός από ένα υπερβατικό απόλυτο υποκείμενο, ολόκληρη η ύπαρξη θα είχε έναν πανθεϊστικό χαρακτήρα, αιώνια σχετικοποιημένο· θα είχε σφραγισθεί με τις ανεπανόρθωτες ελλείψεις και επομένως με την απουσία νοήματος. Δεν θα υπήρχε ένα απόλυτο υποκείμενο πάνω σε κάθε έλλειψη ικανό να υψώσει και τον κόσμο σε μια κατάσταση τελειότητας, αν ένα τέτοιο υποκείμενο δεν μπορούσε να δημιουργήσει κάτι εκ του μηδενός. Η δύναμη αυτής της πραγματικότητας θα είχε ένα όριο αφού θα βρισκόταν κλεισμένη στον εαυτό της. Αν όμως ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από ένα απόλυτο υποκείμενο, αποκλειστικά με το θέλημά του, επομένως όχι εξαναγκασμένο από κάτι άλλο, αυτό το υποκείμενο πρέπει να έχει επιλέξει ελεύθερα ένα αίτιο για τη δημιουργία του κόσμου. Γιατί διαφορετικά αυτό το υποκείμενο θα είχε οδηγηθεί από μια δύναμη στη δημιουργία του κόσμου, μια εσώτερη τυφλή δύναμη, επομένως δεν θα ήταν κυριολεκτικά υποκείμενο. Γιατί ανήκει στην ελευθερία να αποφασίσει ανάμεσα στα διαφορετικά αίτια που παρουσιάζονται στη σκέψη. Δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς τη σκέψη, ή χωρίς το λογικό που σκέπτεται. Με τη σειρά του το λογικό χωρίς την ελευθερία δεν έχει καμιά «λογικότητα». Αυτό διδάσκει ο χριστιανισμός βεβαιώνοντας ότι ο Πατέρας δημιούργησε τον κόσμο με το ρήμα του ή με το λόγο του. Αλλά αυτός ο λόγος έχει χαρακτήρα υπόστασης ή προσώπου, που οι Πατέρες ονομάζουν σύμφωνα με τη Γραφή (Φιλιπ. 2, 6) και «Μορφή» του Πατέρα. Σκέπτονται επομένως ότι μέσα σ’ αυτή την ίδια τη «Μορφή» ο Πατέρας αναγνωρίζει τον εαυτό του γιατί η αυτογνωσία ή η αυτοσυνειδησία ενός προσώπου δεν είναι δυνατή, ακόμη κι όταν πρόκειται για τον Θεό, αν δεν καθρεφτίζεται σ’ ένα άλλο πρόσωπο. Γι’  αυτό ο Θεός δεν μπορεί να δημιουργήσει ούτε τον κόσμο εκ του μηδενός, χωρίς το ρήμα του ή τον λόγο του, χωρίς να διακριθεί από έναν κόσμο που είναι δυνατόν να δημιουργηθεί με μια αυτογνωσία και ζωή καθ’ εαυτή. Διαφορετικά ο κόσμος δεν θα ήταν παρά μια ασυνείδητη απόρροια του Θεού. Αλλά το ρήμα με το οποίο ο Πατέρας δημιουργεί τον κόσμο εκ του μηδενός είναι ταυτόχρονα ο Υιός του. Και η αιτία για την οποία ο Πατέρας δημιουργεί τον κόσμο είναι η θέληση να απλώσει την πατρική αγάπη του και σε άλλους γιους. Ο Υιός καλείται ταυτόχρονα Λόγος γιατί δεν υπάρχει αληθινή σοφία στο Θεό που να μην εμπνέεται από την αγάπη και γιατί η λογικότητα που αντανακλάται μέσα στον κόσμο σκοτίζεται και η κατανόηση ανάμεσα στους ανθρώπους ελαττώνεται εκεί που δεν είναι παρούσα η αγάπη. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, δημιουργώντας τον κόσμο εκ του μηδενός με τον Λόγο του, που είναι ο Υιός του, τον δημιουργεί με μια σκέψη που είναι ταυτόχρονα η αγάπη προς αυτόν τον κόσμο. Έδειξε πιο άμεσα την αγάπη του για τον κόσμο δημιουργώντας τον άνθρωπο. Βέβαια, εφ’ όσον δημιούργησε και έναν κόσμο φυσικό για να χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο, άπλωσε την αγάπη του και προς αυτόν. Αλλά δημιουργώντας ειδικά τον άνθρωπο, κατ’ εικόνα του Υιού του, δεν μπορούσε να μη βάλει την άμεση αγάπη του προς τον άνθρωπο μέσα στην πράξη αυτής της δημιουργίας.  Άλλωστε, ακόμη και μέσα στα λόγια που απευθύνει στο Υιό του εν όψει της δημιουργίας του άνθρωπου: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν» εκδηλώνεται αυτή η αγάπη προς τον Υιό  ως σημείο αφετηρίας για τη δημιουργία του άνθρωπου, για τη δημιουργία ενός άλλου αγαπημένου υιού. Η αγάπη προς τον άνθρωπο συμπεριλαμβάνεται ακόμα και μέσα στην πρόσκληση    που    απευθύνεται    στο    Υιό    για να δημιουργήσουν μαζί αυτό το ον με αποτυπωμένη πάνω του την εικόνα του που καθρεφτίζεται στον Μονογενή Υιό του. Μέσα στην αγάπη εκδηλώνεται η πιο θετική δύναμη, η πιο δημιουργική δύναμη του Θεού που μπορεί να κάνει να εξέλθει ακόμη και εκ του μηδενός αυτό που αγαπάει. Η αγάπη με την οποίαν ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο συνεχίζεται ακόμη, όταν διακηρύττοντας ότι δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος (Γεν. 2, 18), του παρέχει «βοηθό κατ’ αυτόν», δίνοντας ύπαρξη στη γυναίκα όχι εκ του μηδενός αυτή τη φορά, αλλά από την πλευρά του Αδάμ. Η αγάπη δεν φαίνεται σ’ αυτήν την πράξη εκδηλωμένη μέσα στο διάλογο του Θεού με τον Αδάμ, γιατί αυτό θα τοποθετούσε τη γυναίκα σε κατώτερη θέση ως προς τον Αδάμ ακόμη και σ’ αυτή την πράξη της έλευσής τους στην ύπαρξη. Ο Θεός την φέρνει κι αυτήν στην ύπαρξη μόνο με την αγάπη που εκδηλώνει συνομιλώντας κατ’ ιδίαν με τον εαυτό του, το ίδιο όπως έκανε και με τον Αδάμ. Αλλά ο φυσικός δεσμός και ταυτόχρονα η συμπληρωματικότητα μεταξύ του άντρα και της γυναίκας, που είναι προορισμένοι από κοινού να συγκρατήσουν την αγάπη μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, αποτυπώθηκε στη γυναίκα απ’ το Θεό καθώς την έφτιαξε από την πλευρά του Αδάμ που βρισκόταν σε ύπνωση (Γεν. 2, 21). Η γυναίκα δεν έρχεται στην ύπαρξη με ενσυνείδητη πρωτοβουλία του Αδάμ, όπως ένα αντικείμενο από ένα υποκείμενο. Η ενότητα που συγκρατεί η αγάπη μεταξύ του άντρα και της γυναίκας έγινε αισθητή από το ανθρώπινο ζευγάρι ως προερχόμενη από το Θεόν, ήδη στην πρώτη στιγμή της ενσυνείδητης ύπαρξής τους ως ζευγαριού ή της εμφάνισης της γυναίκας μπροστά στον Αδάμ και εκφράστηκε από αυτόν με τα λόγια: «ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γεν. 2, 24).  Αλλά τα ανθρώπινα όντα που δεν ήρθαν στην ύπαρξη με μια αγάπη εκφρασμένη με λόγο ανάμεσα στο Θεό και σ’ αυτά, επειδή δεν υπήρχαν ακόμη τη στιγμή που ο Θεός κατευθυνόταν στην πράξη της δημιουργίας τους, αλλά με μια αγάπη του Θεού εμπνεόμενη από την προσμονή της ελεύθερης απάντησής τους στην αγάπη του, αποτυπωμένη δυνάμει μέσα τους, δεν απάντησαν στην αγάπη του Θεού με την αγάπη τους αλλά με την ανυπακοή τους, πράγμα που εξασθένησε και την μεταξύ τους αγάπη. Γι’ αυτό ο Θεός κατέφυγε σε μια αναδημιουργία των ανθρώπων με την οποία έδωσε μια νέα αρχή στην ύπαρξή τους κάνοντας χρήση αυτή τη φορά της διά λόγου αγάπης ανάμεσα σ’ αυτόν και κείνους, αφού τώρα υπήρχαν. Αυτό φέρνει μια ενότητα ανώτερη ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους.  Ο Υιός και το ρήμα του Θεού δεν έμεινε πια τώρα στη θέση εκείνου με τον οποίον ο Θεός δημιούργησε το ανθρώπινο γένος, αλλά έγινε ο ίδιος άνθρωπος, μένοντας ωστόσο και Υιός του Θεού, ώστε η αγάπη του Πατέρα προς αυτόν να μπορεί να συμπεριλάβει και την αγάπη του προς τον άνθρωπο και ακόμη η αγάπη του Υιού προς τον Πατέρα να συμπεριλαμβάνει και την αγάπη του ανθρώπου προς τον Πατέρα. Επομένως έθεσε σε ενέργεια πολύ μεγαλύτερη αγάπη προς τον άνθρωπο απ’ ότι στην πρώτη δημιουργία, όπου εκδήλωνε μόνο εξωτερικά τη δημιουργική του δύναμη στον άνθρωπο. Ο Υιός και το ρήμα του Θεού δεν έμειναν πια εξωτερικά στον άνθρωπο αλλά εσωτερικεύθηκαν μέσα του. Έτσι η ανθρωπότητα δεν θα μπορεί πια να χωριστεί από αυτόν ολοσχερώς στην αιωνιότητα. Η αξία του άνθρωπου και η αγάπη του Υιού προς την ανθρωπότητα θα μείνει στην αιωνιότητα γιατί ο Υιός του Θεού θα μείνει παντοτινά και άνθρωπος και κάθε φορά που αυτό ή εκείνο το πρόσωπο θα εκπέσει στην επίγεια ζωή του από τον δεσμό αγάπης με Εκείνον, θα μπορεί να επιστρέψει εύκολα σ’ αυτό το δεσμό, χάρη στη φυσική κοινωνία που υπάρχει μεταξύ του κάθε ανθρώπου και του Υιού του Θεού που έγινε άνθρωπος στην αιωνιότητα.
Αυτή η μέγιστη αγάπη, βαλμένη από το Θεό μέσα στην ανάπλαση του ανθρώπου, φάνηκε στον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος. Δημιουργείται τώρα ως άνθρωπος, όχι από μια αγάπη φανερωμένη μόνο από Αυτόν όπως στην περίπτωση του Αδάμ και της Εύας, αλλά από μια αγάπη διαλεγόμενη με την θηλυκή ύπαρξη από την οποία θα σχημάτιζε το σώμα του. Δεν δημιουργεί την ανθρωπότητά του από το μηδέν γιατί εκτιμούσε την υπάρχουσα ανθρωπότητα που ήθελε να τη σώσει κρατώντας τη φυσική συνέχεια μαζί της. Και αυτή η ανθρωπότητα υψώθηκε στην κορφή της αγάπης της γι’ αυτόν μέσα στην Παρθένο που είχε ζήσει προσμένοντας μόνον εκείνον. Ούτε όμως ήθελε να σχηματίσει το σώμα του αρχίζοντας από μια εμπαθή ένωση άνδρα και γυναίκας, αλλά το σχηματίζει από μια γυναίκα, όχι χωρίς την συνειδητή συναίνεσή της, όπως όταν δημιουργήθηκε το σώμα της Εύας από τον Αδάμ, αλλά με τη συναίνεση της υψωμένη σε κορύφωση αγάπης, που την δείχνει η άσπιλη παρθενία της, παρθενία που την κράτησε και την βάθυνε μέσα από μια ζωή ολοκληρωτικά δοσμένη στο Θεό, οδηγημένη με όλα τα κινήματα της ψυχής της αποκλειστικά προς αυτόν.
Όμως σ’ αύτη τη ζωή της Παρθένου δεν συγκεντρωνόταν μόνο η ενέργειά της αλλά συνοδευόταν και ενισχυόταν από την ενέργεια του «ρήματος». Η αγάπη της γι’ αυτόν συναντούσε τη δική του αγάπη γι’ αυτήν· αγάπη που στήριζε και θέρμαινε την αγάπη της γι’ αυτόν. Ο Θεός μπορούσε κι αυτή τη φορά να δημιουργήσει ένα σώμα με μόνη την εξουσία του. Και μάλιστα ακόμη περισσότερο τώρα που επρόκειτο για ένα σώμα δημιουργημένο γι’ αυτόν τον ίδιο. Αλλά δεν το κάνει, και προτιμάει να θέσει σε ενέργεια τη μέγιστη αγάπη του για τον άνθρωπο και να βοηθήσει αυτήν που θα τον γεννούσε να αυξήσει την αγάπη της γι’ αυτόν γιατί ήθελε να θέσει στην αρχή αυτής της νέας βαθμίδας της ανθρώπινης ύπαρξης την αγάπη, που γίνεται πλήρης όταν φανερώνεται όχι μόνον από μέρους του, αλλά και από μέρους του ανθρώπου. Γιατί η νέα ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να είναι τέλεια ή να φθάσει στην τελειότητα παρά μόνο αν θεμελιώνεται στην αγάπη. Αν η αγάπη του Θεού μπόρεσε να δημιουργήσει τον κόσμο εκ του μηδενός, αυτή η αγάπη μπόρεσε να δημιουργήσει τώρα ένα νέο ξεκίνημα της ανθρωπότητας για μια ύπαρξη ολότελα ανώτερη πάνω από τους φυσικούς νόμους.
Να πώς περιγράφει ο Νικόλαος Καβάσιλας την απαρχή της νέας σχέσης του Υιού του Θεού με την ανθρωπότητα, απαρχή που εγκαινιάζεται με τη σύλληψη της Παρθένου Μαρίας: «Αλλά το ακόμη πιο θαυμαστό είναι το εξής: Ο Θεός ούτε προειδοποίησε τον Αδάμ ούτε τον έπεισε να του δώσει την πλευρά, από την οποία έπρεπε να δημιουργηθεί η Εύα. Τον κοίμισε κι έτσι, έχοντάς του αφαιρέσει τις αισθήσεις, του απέσπασε το μέλος. Ενώ για να προχωρήσει στη δημιουργία του νέου Αδάμ δίδαξε προηγουμένως την Παρθένο και περίμενε την πίστη και την παραδοχή της. Για τη δημιουργία του Αδάμ πάλι συσκέπτεται με τον μονογενή του Υιό λέγοντας: «ποιήσωμεν άνθρωπον». Όταν όμως χρειάσθηκε να «εισαγάγη τον πρωτότοκον» -αυτόν τον «θαυμαστό σύμβουλο»- « στην οικουμένη», όπως λέγει ό Παύλος (Εβρ. 1, 6), και να πλάσει τον δεύτερο Αδάμ, παίρνει στην απόφαση του αυτή συνεργάτη την Παρθένο… Και με αυτόν τον τρόπο η σάρκωση του Λόγου ήταν το έργο όχι μόνο του Πατρός, που «ευδόκησε», και της δυνάμεώς του, που «επεσκίασε», και του Πνεύματος, που «επεδήμησε», αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου».
Υπήρξε πάντα τόσο ολοκληρωτικά αφοσιωμένη στο Θεό, που ο Θεός δεν μπορούσε να μην της απαντήσει δίνοντάς της ό,τι είχε καλύτερο. Προετοιμάστηκε τόσο δυναμικά για να γίνει νύμφη του που δεν μπορούσε να της το αρνηθεί. «Γιατί, αν η Πανάμωμη τήρησε όλα εκείνα που είχε υποχρέωση να τηρήσει, αν αποδείχθηκε άνθρωπος τόσο ευγνώμων και δεν παρέλειψε τίποτε απ’ όσα του χρωστούσε, πώς είναι δυνατόν να μη φερόταν εξίσου δίκαια και ο Θεός; Αν η Παρθένος δεν παρέλειψε τίποτε από αυτά που μπορούν να αναδείξουν τη Μητέρα του Θεού και τον αγάπησε με τόσο σφοδρό έρωτα, θα ήταν βέβαια εντελώς απίθανο να μη θεωρήσει ο Θεός υποχρέωσή του να της δώσει ισάξια αμοιβή, να γίνει υιός της». Και πλάθεται έτσι με λόγο μητρικό ο του Πατρός Λόγος, και κτίζεται με την φωνήν του κτίσματος ο Δημιουργός».
Η πνευματική ένωση με τον Υιό του Θεού μέσα σε όλο της το είναι την κατέστησε ένα είδος νύμφης του. Αυτή η ένωση μέσα στην αγάπη δημιούργησε μέσα της μια τόσο δυνατή παρουσία του «ρήματος» με το άγιό του πνεύμα και η αγάπη του για την ανθρωπότητα εντάθηκε τόσο πολύ, που άρχισε να σχηματίζεται ως άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν, έλκοντάς την μέσα στην σχηματιζόμενη υπόστασή του σαν ήταν η ίδια της η φύση: ανθρώπινη εικόνα της Θεότητας.
Αλλά ευρισκόμενη σ’ ένα τέτοιο βαθμό αγαπητικός ένωσης με τον Υιό που παίρνει τήν ανθρώπινη φύση του απ’ αυτή -αυτή που τον αγαπά τόσο δυνατά και που με τη σειρά του την αγαπά- δεν μπορεί να εκπέσει από αυτήν την αγάπη που την έκανε να τον προσμένει μένοντας Παρθένος, αλλά ταυτόχρονα και όντας νύμφη, και ακόμη μετά που έγινε μητέρα του.
Η καθαρή και τέλεια αγάπη της γι’ Αυτόν την έκανε να ενώσει μέσα της τη μητρότητα και την παρθενία, πράγμα αδύνατο για τις άλλες γυναίκες. Η αγάπη της για τον Υιό του Θεού, γεμάτη από την αγάπη του Υιού του Θεού γι’ αυτήν, ενώνει την παρθενία με τη γέννηση, εξηγώντας αυτό το μυστήριο που δεν κατανοείται από μια λογική που της λείπει η αγάπη· αυτή η αγάπη εξηγεί ακόμη το γεγονός ότι μένει πάντα Παρθένος, αν και έγινε Μητέρα και δε σκέφτηκε ποτέ παρά μόνο τον Υιό της. Γι’ αυτό εικονίζεται πάντα με τον Υιό της στα χέρια ή πλάι του  σε στάση προσευχής.
Γι’ αυτό απευθύνουμε σ’ αυτήν περισσότερο απ’ όσο σε όλους τους αγίους, τις προσευχές μας, βέβαιοι ότι η ένωση με το Υιό της, βασισμένη σε μια αγάπη πολύ μεγαλύτερη από την ένωση και την αγάπη ανάμεσα σε κάθε άλλο δημιούργημα και Εκείνον, την κάνει να εισακούεται περισσότερο από κάθε άλλον άγιο ή άγγελο από το Υιό της, όταν προσεύχεται για μας.

Τρίτη, Ιουλίου 31, 2012

Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι π.Δημήτριος Στανιλοάε


Ἡ νεώτερη ἐπιστήμη ἀπέδειξε τή λογικότητα τῆς ὕλης. Τά ἄτομα δέν θεωροῦνται πιά, ὅπως συνέβαινε στήν ἀρχαιότητα, ἄμορφα κομμάτια χωρίς καμιά ἐσωτερική ὀργάνωση, ἀλλά ἑνότητες ἐνεργητικές, ἀπαρτιζόμενες ἀπό ἄλλες ὑποδεέστερες μονάδες πού βρίσκονται σέ κινήσεις ἀμοιβαίων σχέσεων. Ἄν οἱ ὄγκοι καί οἱ ἐκτάσεις χάσουν τή σταθερή ἀμοιβαιότητα σχέσεων κατά τίς κινήσεις τους, δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ ὑλική μάζα, οὔτε κἄν ἐνέργεια, πού νἄναι σέ θέση νά παράγει τίς σταθερές ὑλικές ἑνότητες.

Παραμένει, ὡστόσο, ἀναμφίβολα τό ἐρώτημα: σέ τί συνίστανται οἱ πλαστικοί, αἰσθητοί καί ἐνεργητικοί αὐτοί τρόποι ὕπαρξης, στούς ὁποίους ἐκδηλώνεται ἡ λογικότητα πού συντηρεῖ τούς ὄγκους, τίς σταθερές καί περίπλοκες ἐκτάσεις τους, καί τίς συνεχεῖς κινήσεις; Οἱ τρόποι αὐτοί δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς μηδέν κι ὡστόσο δέν ὑπάρχουν ἀπό μόνοι τους, παραμένουν ἕνα μυστήριο πιό δυσεξέταστο καί δυσερμήνευτο ἀπ’ ὅτι κι αὐτή ἡ ἴδια ἡ λογικότητα.

Ταυτόχρονα, ἡ λογικότητα πού ἐκδηλώνεται στήν αἰσθητή πλαστικότητα δέν μπορεῖ νάχει τήν ἀφετηρία της παρά μόνο στή δύναμη κάποιου προσώπου ἀνώτερου ἀπ' αὐτήν, καί τοῦτο, γιατί μόνο τό πρόσωπο εἶναι ἀφ' ἑνός λογικό, ἀφ' ἑτέρου πάντα νέο στή λογικότητά του.


Γι' αὐτό, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν δίκιο ὅταν βεβαιώνουν πώς τά πράγματα ἔχουν τή βάση τῆς σύστασής τους σ’ ἕνα σύστημα προϋπαρχόντων λόγων πού περιέχονται στό ὑπέρτατο πρόσωπο, τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ λόγοι αὐτοί ἐκδηλώνονται ὄχι μόνο στή σταθερή καί ἰδιαίτερα πολύπλοκη ὀργάνωση τῶν πραγμάτων, ἀλλά καί στίς ἄπειρα ποικίλες ἔννοιές τους. Διότι τό κάθε πράγμα ἔχει μία ἔννοια διάφορη τοῦ ἄλλου. Αὐτή δέ τήν ἔννοια τήν ἐκφράζουμε μ' ἕνα λόγο, ἤ μ' ἕνα ἑνιαῖο σύνολο λόγων, μέ τούς ὁποίους διαστέλλουμε τό ἕνα πράγμα ἀπό τό ἄλλο, κατά τήν κοινοποίησή του σέ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Ἑπομένως, ὁ λόγος εἶναι ἡ ἔννοια τῶν πραγμάτων ποὺ κοινοποιεῖται μεταξύ τῶν προσώπων. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό δισήμαντο τοῦ ἑλληνικοῦ ὅρου "Λόγος", τόν ὁποῖο μεταχειρίζονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά προσδιορίσουν τόσο τήν ὀντολογική βάση ὅσο καί τήν ἔννοια τῶν πραγμάτων. Τά πράγματατα, λοιπόν, εἶναι αἰσθητές πραγματικότητες μέσα στίς ὁποῖες ἐκδηλώνονται λόγοι ὀργανοποιημένοι, καί ἔννοιες πού ἐκφράζονται μέ τούς λόγους.

Πράγματα καί πρόσωπα εἶναι λόγοι ἑνός δημιουργικοῦ Προσώπου. Οἱ ὀργανοποιημένοι λόγοι τῶν πραγμάτων φανερώνουν τήν ὑπεροχή τους ἔναντι τῶν πραγμάτων, ἀφοῦ αὐτά δέν ὑπάρχουν λόγω μιᾶς τυχαίας συγκέντρωσης τῶν στοιχείων πού τά συνιστοῦν. Κάποιο ἑνιαῖο καί λογικό σύστημα ὑπεροχικῆς δυνάμεως προσδιορίζει μέ ἀδιάκοπη συνέχεια τή σύσταση τῶν πραγμάτων, χρησιμοποιώντας τους αὐτούς, κι' ὡστόσο διάφορους τρόπους, σχηματίζοντας καί συμπυκνώνοντας τά αὐτά στοιχεῖα. Ἔτσι τά πράγματα εἶναι πλαστικές εἰκόνες τῶν λόγων.

Ἀλλά τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, στά ὁποῖα ἀπευθύνεται τό δημιουργικό Πρόσωπο μέ τά πράγματα πού δημιούργησε, δέν εἶναι μόνον οἱ εἰκόνες κάποιων λόγων, ἀλλά οἱ εἰκόνες τοῦ ἴδιου τοῦ δημιουργικοῦ Προσώπου, ἔτσι ὥστε τό Πρόσωπο ἐκεῖνο νάχει τή δυνατότητα ν' ἀπευθυνθεῖ σ' αὐτά, καί νάχει μαζί τους διάλογο γιά τούς λόγους τῶν δημιουργηθέντων πραγμάτων. Τοῦτο σημαίνει πώς στό δημιουργημένο πρόσωπο, παρά τήν ἰδιαίτερα πολύπλοκη σύστασή του, ὑπάρχει καί κάποια συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν πραγμάτων, καθώς καί ἐλευθερία γιά νά μπορεῖ τό πρόσωπο τοῦτο, νά συμπεριφέρεται ἐλεύθερα κατά τόν διάλογον. Ἐπίσης, αὐτό σημαίνει πώς τό δημιουργημένο πρόσωπο δέν εἶναι μόνο ἡ πλαστικότητα κάποιου λόγου ἀντικειμενικοῦ καί ἀσύνειδου, ἀλλά ἔχει καί κάποιο λόγο ἐνσυνείδητο μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά παρέμβει στά πράγματα τά ὀργανωμένα ἀπό τούς λόγους ἤ στήν ἴδια τήν ὀργάνωση ἤ λογικότητα.

Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου βεβαιώνει ὅτι τό σύστημα τῶν λόγων τῶν πραγμάτων δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἀντικειμενικό καί ἀπρόσωπο, ἀλλά ὅτι οἱ λόγοι φέρονται ἀπό κάποιο ὑποκείμενο πού ἔχει ἐντός του τήν ἐλευθερία καί τό ὁποῖο, ὡς ἀνώτατο Ὑποκείμενο, εἶναι ἡ πηγή καί τό στήριγμα τῆς λογικότητας κάθε πλαστικῆς τάξης τῶν πραγμάτων καί τῶν προσώπων. Ἄλλωστε, ἀπό τό γεγονός τοῦτο, ὅτι δηλαδή στόν κόσμο ὑπάρχει κάποια λογικότητα, προκύπτει ἀναγκαστικά ὅτι ὑπάρχει κάποιο ὑποκείμενο, ἤ ὑποστήριγμα, ἤ ὑπόσταση, πού ἔχει συνείδηση αὐτῆς τῆς λογικότητας. Μία λογικότητα χωρίς ὑποκείμενο πού νά τή συνειδητοποιεῖ καί χωρίς μιὰ τελική ὑπόσταση θἄταν παραλογισμός, ἀφοῦ δέν θάχε κανείς γνώση γι' αὐτή καί τό νόημά της. Γιά ποιόν λοιπόν λόγο θά ὑπῆρχε τότε κάποιο νόημα ἤ κάποια λογικότητα; Και πῶς θά μποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ; Συχνά λέγεται πώς ἡ ὀργάνωση τοῦ κόσμου εἶναι προϊόν τύχης. Μία κίνηση ὅμως, πού ὁδηγεῖ πάντα σέ κάποια λογική ὀργάνωση, ἔχει ἐντός της καί κάποια λογικότητα. Ἄν ὁ παρών κόσμος παρουσιάζει, σέ ὁποιοδήποτε μέτρο, τήν ὄψη κάποιας τύχης, τοῦτο συμβαίνει ἐπειδή ὁ κόσμος αὐτός δέν ἔφθασε ἀκόμη στόν πλήρη του λογικό στόχο.

Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς λογικότητας τοῦ παρόντος κόσμου, ἄν καί ἐλλιπὴς, ἀποδεικνύει ὅτι τούτη ἡ λογικότητα πρέπει νάχει τήν ἀρχή καί τό τέλος της σέ μία πλήρη καί τελική λογικότητα. Ἄν ὑπάρχει κάποια λογικότητα στόν κόσμο, τούτη πρέπει νά ἔχει ὑπεράνω αὐτῆς μιὰ πλήρη λογικότητα, ἐκείνη πού βρίσκεται στήν κορυφή κάθε λογικότητας. Κάθε λόγος διψᾶ γιά τήν τελική λογικότητα. Μέ τή δίψα του αὐτή, ὁ κάθε λόγος ἀναφέρεται σέ κάποια λογικότητα πού βρίσκεται ἤδη στό τέρμα της ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Ἀκόμα, ἡ τέλεια αὐτή προαιώνια λογικότητα δέν μπορεῖ παρά νάναι τό προσόν κάποιου προσώπου. Μέ τήν ἰδιότητα αὐτή καί μόνον προσελκύει πρός αὐτήν κάθε λογικότητα τοῦ κόσμου. Κάθε λογικότητα, ὡς οὐσιῶδες ἀρχικό καί τελικό συμπλήρωμα ἔχει τή γνώση, ἡ ὁποία εἶναι τό ἰδιαίτερο προσόν τοῦ προσώπου. Χωρίς τή γνώση ἡ λογικότητα στερεῖται παντός νοήματος -καί μάλιστα εἶναι ἄλογος.

Οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων, στήν πληρότητά τους, πρέπει νά 'ναι γνωστοί σέ κάποιο ἀπόλυτα ἐνσυνείδητο πρόσωπο, πού ἔχει πλήρη συνείδησή τους, ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Οἱ λόγοι, συνεπῶς, εἶναι τό περιεχόμενο κάποιας ὑπέρτατης συνείδησης. Εἶναι οἱ ἀκτίνες ἑνός τέλειου φωτός ἤ μιᾶς συνείδησης πού εἶναι καθαυτή τό ὑπέρτατο νόημα καί πού θέλει νὰ ’ναι περισσότερο γνωστή διά μέσου τῶν πραγμάτων μέ τά ὁποῖα ἐκδηλώνεται. Κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, κάθε δραστηριότητα πάνω στά πράγματα, κάθε καλλιτεχνία θὰ ’ταν ἐντελῶς ἄσκοπη στή περίπτωση πού ἡ λογικότητα τοῦ κόσμου δέν θα ’χε κάποιο πραγματικό νόημα. Καί τοῦτο θά συνέβαινε ἄν ἡ λογικότητα τοῦ κόσμου δέν εἶχε τήν ἀρχή καί τό ἐπίκεντρό της σέ μιὰ χωρίς τέλος συνείδηση καί γνώση, κι ἄν τό ἑνιαῖο καί πολύπλοκο νόημά της δέν ἀπευθυνόταν σέ δημιουργημένες προσωπικές συνειδήσεις.

Ἡ παρηγοριά δέ μέ τήν ἰδέα πώς αὐτή τούτη ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἀνύπαρκτης λογικότητας προσδίδει κάποιο ἐπαρκές νόημα στή ἀνθρώπινη ὕπαρξη, δέν εἶναι μιά παρηγοριά ἱκανοποιητική. Ἡ ἀναζήτηση κάποιου πράγματος μέ τή συνείδηση ὅτι δέν θά βρεθεῖ ποτέ καταντάει παραλογισμός. Ἄν, ἄφ τέρου, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀναγκάζεται καί ἐπιζητεῖ κάποιο νόημα, τοῦτο σημαίνει πώς ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου κραυγάζει γι' αὐτό τό νόημα, ἤ πώς δημιουργήθηκε γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἐφεύρεση ἑνός νοήματος. Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ πρός τήν πραγματοποίηση αὐτοῦ του σκοποῦ, στό βαθμό πού προχωρεῖ πρός τή συνειδητοποίηση ἑνός νοήματος, τοῦ ὁποίου ἔχει ἀπόλυτη γνώση ἡ ὑπερτάτη συνείδηση. Στήν περίπτωση πού θά ὑπῆρχε ἕνα τέτοιο πλῆρες νόημα καί μία τέτοια συνείδηση πού τό γνωρίζει ἀπόλυτα, τότε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο θάταν μία ὕπαρξη ἐνάντια στήν πραγματικότητα, διότι θ' ἀναζητοῦσε κάτι πού δέν ὑπάρχει. Θάταν μιά ὕπαρξη στερημένη νοήματος, τό ἀνθρώπινο φαινόμενο θά στερεῖτο νοήματος περισσότερο ἀπ'ὅλα τά φαινόμενα τοῦ κόσμου. Στήν περίπτωση αὐτή καί τά πράγματα θάταν ἐντελῶς παράλογα.

Ἄλλωστε, ἡ ἐντύπωση αὐτή τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος μέσα στήν πραγματικότητα, καί ἡ προσπάθεια δικαιολογίας τῆς φαινομενικῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος, εἶναι πράξεις τοῦ προσώπου καί ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ συνείδηση αὐτή τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος προϋποθέτει τή συνείδηση τοῦ νοήματος. Τά παρά πάνω προϋποθέτουν ἕνα πρόσωπο πού ἀπασχολεῖται μέ τό πρόβλημα τοῦ νοήματος, δηλαδή μία πραγματικότητα πού βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς σκέψης τοῦ νοήματος καί τῆς ἀναζήτησης τοῦ νοήματος. Ἡ φαινομενική αὐτή ἀπουσία τοῦ νοήματος ἀπαιτεῖ μία συνείδηση πού νά τήν ἐπιβεβαιώνει, καί μάλιστα ἕνα πρόσωπο ἀπασχολούμενο μέ τοῦτο. Ἀπ' αὐτό προκύπτει ὅτι τό πρόσωπο ἀναγκάζεται νά δώσει κάποιο νόημα καί στή φαινομενιική ἀπουσία νοήματος. Τοῦτο σημαίνει πώς ἡ συνείδηση τοῦ νοήματος εἶναι βαθύτερη ἀπό τό φαινόμενο τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος. Ἡ συνείδηση δέν θά μποροῦσε νά συλληφθεῖ ἀπό τή φαντασία χωρίς τήν ἀπασχόλησή της μέ τό νόημα. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος ἀπό τό πρόσωπο ταυτίζεται μέ τήν κατάφαση τοῦ νοήματος, καί ἡ ἴδια ἀποτελεῖ καί τή βάση τῆς θέσης τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος. Μόνη ἡ συνείδηση τοῦ προσώπου ἔχει τή δυνατότητα καί τῆς κατάφασης τοῦ νοήματος, καί τῆς ἄρνησης τοῦ νοήματος.

Ἴσως κάποτε, στήν τάση ἐπιβεβαίωσης τῆς ἀπουσίας τοῦ νοήματος, τό πρόσωπο συναισθάνεται ὅτι τό νόημα τῆς ὕπαρξης εἶναι βαθύτερο καί περιπλοκότερο ἀπό κάθε νόημα, πάντα πολύ ἁπλό, πού τό ἀντιλαμβανόμαστε στόν ἀτελεύτητο δρόμο μας πρός τήν ἐπίγνωση τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ νοήματος.

Ἐνεργητικά, τό νόημα τῆς ὑπέρτατης προσωπικῆς πραγματικότητας, ὡς πηγῆς ὁποιουδήποτε νοήματος, βρίσκεται στή βαθύτητα ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τήν τόσο πολύπλοκη σύνθεσή του, τά πολλαπλά συναισθήματα, τάσεις καί σκέψεις του. Ὅταν πρόκειται κανείς νά ἐκφράσει τό ὁλικό νόημα τοῦ Προσώπου αὐτοῦ ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι κανένα ἀπό τά ἐκφραζόμενα νοήματα δέν ἀποδίδει πιστά τό Πρόσωπο αὐτό, ἤ ὅτι τό περί οὗ ὁ λόγος πρόσωπο δέν ἔχει κανένα ἐκφραζόμενο νόημα. Καί ὅλο καί περισσότερο συναισθανόμαστε, ὅτι τό κάθε νόημα πού μποροῦμε νά σκεφθοῦμε μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση μίας ἀπουσίας νοήματος τῆς ἰδιαίτερα πλούσιας καί πλύπλοκης ὑπέρτατης ὕπαρξης. Πράγματι, σέ σχέση μέ τά νοήματα πού ἔχουμε σκεφθεῖ, κάθε νόημα αὐτῆς εἶναι καθ' ......ὑπεροχήν ἀπουσία τοῦ νοήματος, ὅπως λέει ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης.

Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ σχέση στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ὡς συμπαγές καί ἐνσυνείδητον ὑποκείμενον πρός τήν καθολική καί ἐνσυνείδητη λογικότητα τοῦ κόσμου τῶν πραγμάτων; Ὑπάρχει ὁ πειρασμός νά θεωρηθεῖ ὁ ὑποκειμενικός λόγος ἤ ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση ὡς τυχαῖος, πεπερασμένος καί σπάνιος αὐτοφωτισμός τῆς ἀντικειμενικῆς καί καθολικῆς λογικότητας τοῦ κόσμου.

Ἤδη μνημονεύσαμε, πώς μέσα στήν ἀδιάκοπη λογικότητα πού φέρεται πρός τό ἀπόλυτο τέρμα τοῦ κόσμου, τίποτα δέν παρουσιάζεται ὡς τυχαῖο. Τά πάντα στόν κόσμο ὑπάρχουν σύμφωνα μέ τό πρότυπο καί τή δύναμη κάποιας ὑπεροχικῆς λογικότητας, Ὡς ἐκ τούτου, οὔτε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, μέ τόν ὑποκειμενικό του λόγο σέ ὀντολογική σχέση πρός τήν ἀντικειμενική λογικότητα, μπορεῖ νά πραγματωθεῖ τυχαία, ἀλλά πραγματώνεται σύμφωνα πρός κάποιον ὑπεροχικό τύπο ἑνός συνειδητοῦ προσωπικοῦ λόγου. Τοῦτος πρέπει νά ἔχει ἐντός του τούς τύπους ὅλων τῶν ἀντικειμενικῶν λόγων τῶν ἀπροσώπων πραγμάτων, δεδομένου ὅτι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὡς εἰκών τοῦ ὑπερτάτου προσώπου, κατέχει τήν οὐσία καί τήν ἀντικειμενική λογικότητα τοῦ κόσμου τῶν πραγμάτων καί βρίσκεται σέ συνέχεια ὕπαρξης μέ τή λογικότητα τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο χαράζει τό χαρακτήρα τοῦ δικοῦ του προσώπου.

Ἄρα τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει, ἐκτός τῆς ἀντικειμενικῆς λογικότητας τῶν ἄλλων στοιχείων τοῦ κόσμου, τόν ὑποκειμενικό λόγο στενά συνδεδεμένο μ' ἐκείνη ἀλλά καί ταυτόχρονα διακεκριμένον ἀπ' αὐτή. Ὁ αὐτοσυνείδητος λόγος, ὁ λόγος πού βλέπει τόν Ἑαυτό του, καί οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων εἶναι ἐντελῶς διαφορετικοί, ἄν καί εἶναι στενά συνδεδεμένοι. Ὁ πρῶτος ἀποκαλύπτει, δικαιολογεῖ, συμπληρώνει καί δίνει κάποιο νόημα στήν ἀσύνειδη λογικότητα τῶν πραγμάτων, καθιστάμενος ἔρεισμά της, ὡς εἰκών τό δηνιουργικού καί συντηρητικοῦ Λόγου της. Ὁ λόγος αὐτός ἀνήκει σέ διαφορετικό ἐπίπεδο ἀπό κεῖνον τῆς ἀντικειμενικῆς ἀσύνειδης λογικότητας./ Ἀλλά τοῦτος συνδέεται μέ τό ἐπίπεδό του τελευταίου, ἐπειδή ὁ τελευταῖος ἔχει κάποια ὀργάνωση προσδιορισμ;νή στήν κατανόησή του ἀπό τόν ὑποκειμενικό λόγο, καί μπορεῖ νά συμβάλλει στήν ἐξέλιξη τοῦ ὑποκειμενικοῦ λόγου γιά τήν πλήρη αὐτοσεινήδησή του καί γιά τήν κοινωνία του μέ τό ἀνώτατο Πρόσωπο.

Ἡ διαφορά καί ἡ σχέση ἀνάμεσα στά δύο ἐπίπεδα εἶναι ἡ ἴδια ὅπως, γενικά, ἐκείνη ἀνάμεσα στό πρόσωπο καί τό ἀντικείμενο. Δέν πρέπει ν' ἀπορριφθεῖ οὔτε ἡ διαφορά οὔτε ὁ δεσμός ἀνάμεσά τους. Ἐπειδή, τόσο ἡ διαφορά ὅσο καί ὁ δεσμός εἶναι πραγματικά καί ἡ ἄρνηση τῆς μίας εἶναι ἡ ἄρνηση καί τοῦ δεύτερου, ἀποτελοῦν μιὰ κάποια ἑνότητα. Ἀλλά ὁ κόσμος τῶν ἀντικειμένων ἐξηγεῖται μέσω τοῦ προσώπου καί ὑπάρχει γιά τό πρόσωπο. Τό δέ πρόσωπο ἐπιζητεῖ μέ τήν τάξη τῶν ἀντικειμένων τή σχέση μ' ἕνα ἄλλο πρόσωπο, τό ὁποῖο βρίσκεται ἐπίσης πέρα καί πάνω ἀπό τήν τάξη τῶν πραγμάτων. Ἕνας κόσμος τῶν ἀντικειμένων, χωρίς ἕνα πρόσωπο πού νάναι σέ θέση νά τόν καταλάβει, καί χωρίς ἕνα ἄλλο πρόσωπο στό ὁποῖο νά μεταδώσει τήν κατανόηση τοῦ κόσμου αὐτοῦ, θάταν μιὰ ἀναποκάλυπτη λογικότητα, ἀναξιοποίητη καί χωρίς νόημα. Γιατί ὁ κόσμος τῶν ἀντικειμένων εἶναι μέσον διάβασης ἀπό τό ἕνα πρόσωπο στό ἄλλο, χωρίς τοῦτα νά ταυτίζονται. Καί ἕνα πρόσωπο χωρίς τό περιεχόμενο τῶν λόγων τῶν ἀντικειμένων θα’ταν ἕνας κενός ὑποκειμενισμός, θα’ταν κάτι τό ἀπόλυτα ὑποκειμενικό, χαμένο μέσα στόν ἑαυτό του, χωρίς τή δυνατότητα σχέσης μέ ἄλλα πρόσωπα. Ὁ ὑποκειμενικός λόγος, ἤ τό προσωπικό ὑποκείμενο, δέν μπορεῖ νάναι προϊόν τῶν πραγμάτων, ἐπειδή πάντα μέ τήν τάξη τῶν ἀντικειμένων ἐπιζητεῖται ἡ σχέση ἑνός προσώπου μέ τά ἄλλα πρόσωπα. Ἡ τάξη τῶν ἀντικειμένων προϋποθέτει τήν τάξη τῆς προσωπικῆς ἤ τῆς διαπροσωπικῆς συνείδησης. Ἀλλά, οὔτε τό δικό μας σύμπαν τῶν ἀντικειμένων εἶναι ἀνθρώπινο προϊόν. Ὁ ἄνθρωπος παράγει πράγματα ἀπό ἄλλα πράγματα πού ἤδη ὑπάρχουν. Παράγει ἰδέες καὶ μορφές μέ βάση τ' ἀντικείμενα καί τίς ἤδη ὑπάρχουσες μορφές, ἐφ' ὅσον τοῦτα ὑπάρχουν, γιά νά προσδιορίζει τίς σχέσεις μέ τ’ ἄλλα πρόσωπα.

Ἡ λογικότητα τῶν πραγμάτων (ἡ ἀντικειμενική) δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτή ἡ ἴδια λόγος ὑποκειμενικός, ἐπειδή θα’πρεπε ἤδη νά ὑπάρχει ἕνας τέτοιος λόγος ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου νά μετατραπεῖ ὁ ἀντικειμενικός λόγος σέ λόγο ὑποκειμενικό. Οὔτε ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο μπορεῖ νά μετατρέψει ἕνα πράγμα ἤ ἕναν ἀντικειμενικό λόγο σέ πρόσωπο ἤ λόγο ὑποκειμενικό. Μόνο ἐκ προσώπου καί κατ' εἰκόνα αὐτοῦ γίνεται ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπό τή μία τάξη στήν ἄλλη,

Κάποιος ὑποκειμενικός λόγος, πού θά μποροῦσε νά παραχθεῖ ἀπό κάποιον ἀντικειμενικό θά ἦταν δυνατόν καί ν' ἀφανίζεται ἀπό τόν ἀντικειμενικό λόγο καί τελικά τό πᾶν θά μετατρεπόταν στό παράλογο τῆς ἔλλειψης συνείδησης καί σχέσεων ἀνάμεσα σέ συνειδήσεις. Στήν περίπτωση αὐτή θα’λειπε ἀπό τήν λογικότητα ἡ πιό οὐσιώδης της πλευρά, καί μάλιστα, τό φῶς πού μπορεῖ νά τήν φωταγωγεῖ διαρκῶς, αἰώνια καί τέλεια. Καί ἄν τό φῶς αὐτό τῆς συνείδησης δέν ἀνήκει οὐσιαστικά στή λογικότητα, οὔτε ἡ λογικότητα, οὔτε ἡ συνείδηση μποροῦν νά ὑπάρχουν. Τοῦτα πρέπει αἰώνια να’ναι κατά τρόπο ἀνάλογο μαζί, κανένα νά μή γίνεται μεγαλύτερο ἀπό τό ἄλλο. 

Ἡ θεϊκή οὐσία καί τά θεῖα πρόσωπα συνυπάρχουν αἰώνια. Βέβαια ἡ οὐσία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τούς λόγους, ἀλλά ἡ ἐξήγηση εἶναι ἡ βάση τῶν λόγων. Καί ἡ ἀρχή ἑνός τέτοιου δεσμοῦ καί μιᾶς τέτοιας διάκρισης στό σχέδιο τῆς κτίσης βρίσκεται στό ἀνώτατο πρόσωπο τοῦ θείου Λόγου. Αὐτός εἶναι τό Ὑποκείμενο ἤ ὁ προσωπικός Λόγος, ἀσύγκριτα ἀνώτερός τοῦ δικοῦ μας λόγου. Ἀλλά σάν τέτοιος, Αὐτός εἶναι καί τό ἔρεισμα τῶν λόγων πού ἐκδηλώνονται στήν πλαστικότητα τῶν πραγμάτων. Τά πράγματα εἶναι οἱ εἰκόνες τῶν λόγων τοῦ Λόγου, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκών Του ὡς ὑποκειμένου ἐρείσματος τῶν λόγων αὐτῶν. Ὁ λόγος δημιουργεῖ ἐλευθέρως τὰ πράγματα μέ μία δυναμική πράξη παρενθέτοντας τούς λόγους Του σέ κάποια κίνηση ἀπό τήν ὁποία προκύπτουν οἱ πλαστικές εἰκόνες τους. Ὁ Ἴδιος δίνει καί στόν ἄνθρωπο τήν ὕπαρξη, χωρίς νά τό κάνει αὐτό μέ τήν πλαστικότητα κάποιου λόγου ἀλλά προβάλλοντας στήν ὕπαρξη τήν ζωντανή εἰκόνα Του ὡς Ὑποκειμένου, γιά νά ἔχει ἡ εἰκόνα αὐτή ἐντός της ἐν ἔργῳ καί ἐν δυνάμει τούς ἀντικειμενικούς λόγους, ὅπως τούς ἔχει ὁ ἴδιος ὁ θεῖος Λόγος, ἤ να’χει μέσα στή σύστασή της κάποια ὀντολογική σχέση πρός αὐτούς. Ὁ θεῖος Λόγος προβάλλει τήν εἰκόνα Του ὡς ὑποκείμενο γιά νά μπορεῖ νά βλέπει καί νά φέρει καί ἡ ἴδια, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, ἐντός της ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τούς λόγους Του, πού ἐκδηλώνονται στήν πλαστικότητα τῆς Ὕλης. Ὁ θεῖος Λόγος θέλει νὰ ’χει κάποιον συνομιλητή μέ τόν ὁποῖο νά μπορεῖ νά στοχαστεῖ τούς λόγους Του καί νά ἐπικοινωνεῖ μέσω αὐτῶν μαζί του. Αὐτός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς πραγματική εἰκόνα Του ὑποκείμενη, ἡ ὁποία φέρει μαζί της τούς λόγους καί παραχωρεῖ καί στόν ἄνθρωπο τίς εἰκόνες τῶν Λόγων του, μιλώντας μαζί του μέσω αὐτῶν, καί καλώντας τον νά τίς δεῖ καί νά τίς κατανοήσει, γιά νά κατανοήσει μέσῳ αὐτῶν ὅ,τι Αὐτός ὁ ἴδιος σκέπτεται καί γιά ν' ἀνεβάσει ἔτσι τόν ἄνθρωπο στήν καλλίτερη καί βαθύτερη γνωριμία Του καί σ' ἐπικοινωνία σκέψης καί ἀγάπης μ' Αὐτόν.

Ἔτσι, ὅπως ὁ Λόγος ὡς ὑποκείμενος, εἶναι "ὑπόσταση" τῶν λόγων Του καί ἔμμεσα τῶν πραγμάτων, διότι αὐτά δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν παρά μόνο μέσα σ' Αὐτόν ὡς ἔρεισμα, μέ τόν ἴδιον τρόπο Αὐτός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς "ὑπόσταση" ἤ ὡς ἔρεισμα τῶν πραγμάτων, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά μεταβάλλει τά πράγματα μέσα στό πλαίσιο τῶν λόγων τους, χωρίς βέβαια νά γίνει ἡ τελευταία ἀρχή τους. Ὁ κόσμος ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο μέ τρόπο ἀνάλογο, σέ τελευταία ἀνάλυση, μ' ἐκεῖνον πού ὑπάρχει μέσα στό Λόγο. Ὁ κόσμος ὑπάρχει μέ τίς ρίζες του στό ἀόριστο βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὑπάρχει στό ἀόριστο βάθος τοῦ Λόγου. Γι' αὐτό ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προχωράει ἀτελεύτητα στή γνώση τοῦ κόσμου, προοδεύοντας, ὡς ἐκ τούτου, καί στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, καί τοῦ θείου Λόγου.

Ὁ κόσμος ὑπάρχει στό θεῖο Λόγο μέ δύο τρόπους: ἄμεσα καί διά τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀφ' ἑτέρου ὁ Λόγος εἶναι στόν κόσμο ἄμεσος καί διά τοῦ ἀνθρώπου, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἐπίσης στόν κόσμο ἄμεσος καί διά τοῦ Λόγου. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει: Ὁ Θεός θέλει νά εἶναι Αὐτός γιά τήν ψυχή, ὅτι εἶναι ἡ ψυχή γιά τό σῶμα (Καί γιά ὅσα βρίσκονται σέ σχέση μέ τό σῶμα -δική μου σημείωση). Ὁ δημιουργός θέλει νά φανερωθεῖ μέσα ἀπ' ὅλα εὑρισκόμενος μέσα σέ ὅλα κατά τρόπο κατάλληλο, διά τῆς ἀνθρωπότητος. Θέλει νά εἶναι τό πᾶν ἐν πᾶσι, περισυλλέγοντας τά πάντα καί δίδοντας εἰς τά πάντα τήν ἐν αὐτῷ ὑπόσταση. "Καί γένηται τά πάντα ἐν πᾶσιν αὐτός ὁ Θεός πάντα περιλαβὼν καί ἐνυποστήσας ἑαυτῷ". "Γι' αὐτό τό σκοπό δημιούργησε τόν ἄνθρωπο". (P.G. 91, 1092. Βλ Φιλοσοφικά καί Θεολογικά Ἐρωτήματα, Ἀθήνα 1978 , σ.σ.198-9).

Καί γι' αὐτό τό σκοπό ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει τόν κόσμο ὅπως ὁ Λόγος, προσδέχεται ὅμως τόν κόσμο ἐντός του, καί βρίσκεται σέ ὀντολογικό σύνδεσμο μαζί του, μάλιστα ἔχει δεχθεῖ τή δύναμη νά ὁδηγεῖ τόν κόσμο πρός ἕνωση ὅλο καί πιό στενότερη μαζί του καί μέ τό Λόγο, σέ συνεργασία μέ τό Λόγο, ἤ ὁ Λόγος ὁδηγεῖ τόν κόσμο πρός τόν ἑαυτό Του μέ βάση τό σύνδεσμό Του μέ τόν ἄνθρωπο, σ' ἕνωση ὅλο καί στενότερη μέ τόν Ἑαυτό του διά τοῦ ἀνθρώπου καί σέ συνεργασία μέ τόν ἄνθρωπο. Ἀπό αὐτά προκύπτει ὅτι ἡ μεγάλη εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου διά τόν κόσμο, ὡς μέσον αὐξήσεώς του, σημαίνει τήν αὔξηση μέσα στό Θεό.

Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε πρίν ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τοῦτο εἶναι ἡ ἀπόδειξή του ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός του, καί τοῦ ὅτι ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν κόσμο εἶναι ἀπό τὸ Θεό, ἀλλά καί ἀπόδειξή του ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ ἀπό τήν ἀρχή μέ τό Θεό μέσῳ τοῦ κόσμου. Ἐπίσης, τοῦ ὅτι ὁ κόσμος φτάνει στόν ὕψιστο βαθμό του, ἤ στό μεγαλύτερό του βάθος, ἀπ' τό ὁποῖο μπορεῖ νά προχωρήσει πρός τό Θεό, μέσα στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή βρίσκεται ἀπ' τήν ἀρχή, ἤδη, φορτωμένος μέ κάποια εὐθύνη γιά τόν κόσμο. Ἀλλ' αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος δυνάμει προϋπάρχει τοῦ κόσμου, ὑπονοεῖται μέσα στό σχέδιό του ἤ μέσα στό Λόγο πού προχωρεῖ στή δημιουργία τοῦ κόσμου. Ὁ Λόγος, δυνάμει, εἶχε μπροστά Του τόν ἄνθρωπο ὅταν ἄρχιζε τή δημιουργία τοῦ κόσμου, διότι δημιουργεῖ τόν κόσμο γιά τόν ἄνθρωπο ἤ γιά τόν διάλογο καί τή συνεργασία μέ τόν ἄνθρωπο, καί μάλιστα γιά νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέσῳ τοῦ κόσμου, πρός τό Θεό. Ὁ Λόγος κατά κάποιον τρόπο προσφέρει στόν ἄνθρωπο τόν κόσμο ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται παρών στή σκέψη τοῦ Λόγου σάν τό μελλοντικό ὑποκείμενο γιά τό ὁποῖο δημιουργεῖ τόν κόσμο ἤ ὡς συν-ὑποκείμενο, ὡς σύντροφός Του μέσῳ τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ κόσμος δημιουργεῖται ὡς μέσον διαλόγου μαζί του.

Στό Λόγο, ὡς ὑπόσταση βασική τοῦ δημιουργηθέντος κόσμου ἤ καλλίτερα στίς σχέσεις τοῦ Λόγου μετά τοῦ κόσμου, βρίσκεται δυνάμει καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ δημιουργηθεῖσα ὑπόσταση ἤ ἡ συνέταιρος ὑπόσταση τοῦ Λόγου μέσω τοῦ κόσμου. Ἤ μέσα στή θεία ὑπόσταση τοῦ κόσμου εἶναι καί ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ κόσμου, ἡ πραγματική καί διαλογική εἰκόνα τῆς πρώτης καί θεμελιώδους ὑπόστασης τοῦ κόσμου. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καί δημιουργός του κόσμου. Γι' αὐτό δημιουργεῖται ὅταν ὁ κόσμος εἶναι ἤδη τετελεσμένος στίς ὀντολογικές του συστάσεις.

Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση προέρχεται, γιά νά τό ποῦμε ἔτσι, ἀπό τόν ἴδιο τό Λόγο καί τόν κόσμο, ὄχι μόνον ἀπό τόν κόσμο, διότι εἶναι ἀνώτερος τοῦ κόσμου, οὔτε μόνο ἀπό τό Λόγο, διότι προέρχεται ὀντολογικά συνδεδεμένος μέ τόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τή στενή σχέση τοῦ Λόγου μέ τόν κόσμο τήν ὁποία ἱδρύει ὁ Λόγος χάρη στήν πράξη τῆς δημιουργίας. Ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση παίρνοντας τή θέση ἑνός "ἐγώ" ὡς πρός τόν κόσμο, θέση πού ἔχει καί ὁ Λόγος, εἶναι ταυτόχρονα ἕνα "ἐσύ" γιά τό Λόγο καί ὁ Λόγος ἕνα "ἐσύ" γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί ἔτσι συνδέονται τά πρόσωπα στόν ἐλεύθερο διάλογο.

Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἄνθρωπος δέν παράγεται ὅπως ἕνα ἀντικείμενο, ἀλλά καλεῖται νά ὑπάρξει διά τοῦ Λόγου. Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο εἶναι, ἄς ποῦμε, μία διαλογική πράξη, μία ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στήν κλήση τοῦ Λόγου. Μιλώντας στόν Ἑαυτό του ὅπως πρός τό "ἐσύ", ὁ Λόγος παραχωρεῖ πραγματική ὕπαρξη σ' αὐτό τό "ἐσύ". Ἀφοῦ κατασκεύασε τόν ὕψιστο βιολογικό ὀργανισμό, ὁ Λόγος, μιλώντας ἐντός του, τυπώνει ταυτόχρονα τή σφραγίδα τῆς ὑπόστασής Του ἐπάνω σ' αὐτόν, καί ὁ ἄνθρωπος ἀπαντώντας ἀναδύεται ὡς πρόσωπον.

Ὁ Λόγος ἐνεφύσησε στό πρόσωπο τοῦ μέλλοντος ἀνθρώπου τή ζωή του ὡς πνευματική σχέση μαζί Του καί ὁ ἄνθρωπος ἔδωσε μέσω τοῦ προσώπου του τήν ἀπάντησή του. Ὁ Λόγος προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ μία ὕπαρξη ἀδιάρρηκτης σχέσης μαζί Του καί μετά τοῦ κόσμου, διότι καί βρίσκεται καί θά βρεθεῖ μέσα σ' αὐτή τή σχέση ὅλο καί περισσότερο καί κατ' ἀπόλυτο τρόπο μέσω τῆς σάρκωσής Του καί τῆς θέωσης τοῦ κόσμου στήν αἰώνια ζωή. Μέ τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ἀκριβέστερα, μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου σὰ βάση γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Λόγος ἔθεσε τίς προϋποθέσεις τῆς ἐνανθρώπησής Του καί τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.

Ὁ ἄνθρωπος ὄντας ἡ λογική καί ἐνσυνείδητη ὑπόσταση (ἤ ἔρεισμα) εἰκόνα τῆς θείας ὑπόστασης, εἶναι προικισμένος μέ τή νοερή ψυχή. Τά πράγματα δέν ἔχουν ψυχή, διότι δέν ἔχουν ἕναν ὑποκειμενικό καί αὐτοσεινήδητο λόγον, ἀλλά μόνο ἀντικειμενικό καί ἀσύνειδο. Τά πράγματα ἀνήκουν στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκτείνεται καί πάνω στά πράγματα. Οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων δέν ἔχουν ἔρεισμα, ἤ ὑπόσταση ἀπό μόνοι τους. Οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων ἀποτελοῦν περιεχόμενο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως τά πρότυπα ἤ οἱ βάσεις τους ἀποτελοῦν περιεχόμενο τοῦ προσώπου τοῦ θείου Λόγου. Μόνο ἕνα ὑποκείμενο πού ἔχει συνείδηση ὅτι ἐμπεριέχει τούς ἀντικειμενικούς λόγους τῶν πραγμάτων ἔχει ψυχή, καί εἶναι ὁ σταθερός κομιστής τους, ὅμοια μέ τό θεῖο προσωπικό Λόγο.

Τά ζῶα ἐκτός ἀπό τή λογικότητά τους, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ἀντικειμενικά στήν πλαστικότητα καί τήν αἰσθητικότητά τους ἔχουν καί κάποια αἰσθητικότητα ὑποκειμενική, εἴτε ἁπλά βιολογική ψυχή. Ἀλλά ἡ αἰσθητικότητα αὐτή φωτίζεται κατά κάποιο τρόπο ἀπό τή σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, ἐφ' ὅσον ἔχουν ὡς ἔρεισμα καί κέντρο τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἐκ τούτου, ἀνάμεσα σ' αὐτά καί τόν ἄνθρωπο ἐμφανίζονται σχέσεις συμπαθείας, κι αὐτό ἐπειδή τά αἰσθήματά τους συμμετέχουν κατά κάποιο τρόπο στ' ἀνθρώπινα αἰσθήματα ἤ ἐπειδή τά ἀνθρώπινα αἰσθήματα, καί μέσα ἀπ' αὐτά ὁρισμένες ἀκτίνες τῆς συνείδησης τῆς ἀνθρώπινης νοερῆς ψυχῆς. ἐπεκτείνονται σ' αὐτά.

Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μιλοῦσε γιά κάποια κλίμακα τῆς ὕπαρξης, ἡ ὁποία κατεβαίνει ἀπό τό δημιουργημένο πνεῦμα στά ζῶα, στά φυτά, καί στά μεταλλεύματα. Τοῦτο δέν σημαίνει κάποιον ἐξευτελισμό νεοπλατωνικό τῆς οὐσίας, ἀλλά κατάφαση τῆς πληρότητας τῆς ὕπαρξης μέσα στό πρόσωπο ἀμέσως μόλις αὐτή ἀποκτήσει συνείδηση. Οἱ ἀντικειμενικές πραγματικότητες κάθε βαθμοῦ (τά πράγματα, τά φυτά, τά ζῶα) δέν ἔχουν κάποια σταθερότητα ὑποκειμενική, καί κάποιο πλῆρες νόημα ἐντός τους, ἐπειδή ἡ λογικότητά τους δέν εἶναι γι' αὐτά, ἀλλά γιά τίς ἐνσυνείδητες ὑπάρξεις. Ἄν ἡ λογικότητά τους θα’ταν γι' αὐτή τήν ἴδια, θα’ταν παράλογη. Αὐτά ἔχουν τήν ὑποστατική τους βάση στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλά καί ἡ λογικότητά τους εἶναι σέ σχέση μέ τό πρόσωπο, ἀφοῦ μόνο στό πρόσωπο βρίσκεται τό νόημά τους ἤ ἡ συμπλήρωση τῆς λογικότητας τῆς ὕπαρξής τους.

Ὥστε ὁ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν κόσμο ἐντός του "ἐν ἔργῳ" καί "ἐν δυνάμει", ἀλλάζοντας αὐτή τή σχέση συνεχῶς "ἐν ἔργῳ", διότι ἔχει ἐντός του τήν ἀπόλυτη λογικότητα. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στή θέση αὐτή ὄχι ὡς πρόσωπο ξεχωριστό ἀλλά "ἐν κοινωνίᾳ" μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ λογικότητα τῆς ὕπαρξης σημαίνει καί κάποια ἁρμονία τῶν μερῶν τοῦ συνόλου στό ὁποῖο ἀνήκει, καί ἁρμονία τῶν συνειδήσεων, δηλαδή ἀγάπη. Οἱ ἄνθρωποι φωτίζουν συγχρόνως τόν κόσμο καί ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους σύμφωνα μέ τίς συμβουλές τῆς ἀποκάλυψης τοῦ ἑνιαίου τῆς πραγματικότητας, ἡ ὁποία ἔχει τό βάθος της στό θεῖο ἄπειρο ἀπό τό ὁποῖο ἔρχονται καί στό ὁποῖο συγκροτοῦνται ὅλοι καί ὅλες. Οἱ ἄνθρωποι φωτίζονται βαθμηδόν στή συνεργασία αὐτή, καί τελειοποιοῦνται καί ἑνώνονται μέσα στήν ἀγάπη καί, ὡς ἐκ τούτου, ὅλο καί περισσότερο κάνουν τόν κόσμο ἀνάμεσά τους διαφανῆ καί συνάμα κάνουν διαφανές τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου, πού φέγγει μέσῳ ὅλων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Καί τοῦτο συμβαίνει ὄχι μέσῳ κάποιου θεωρητικοῦ φωτισμοῦ τῶν πραγμάτων, ἀλλά μέσῳ τῆς ἰδιαίτερης χρήσης τῶν πραγμάτων ὡς δώρων. "Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα". Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι μέ μία τέτοια χρήση τῶν πραγμάτων καί τῶν ἑαυτῶν τους οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν στήν κατανόηση τοῦ κόσμου καί τῶν ἑαυτῶν τους καί στήν ἀμοιβαία τους προσέγγιση καθώς καί στήν κατανόηση τοῦ Θεοῦ καί στήν προσέγγισή Του μέ ἀγάπη, ὡς πρός τόν Δωρητή τῶν ὑπάρξεών τους

Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ κόσμος βαθμηδόν ἀνθρωποποιεῖται, θεοποιεῖται καί προσωποποιεῖται, γίνεται μέσον διαφανές ἀνάμεσα στά πρόσωπα ἤ γίνεται μία πραγματικότητα κοινή ὅλο καί περισσότερο ἐσωτερική, πού φέρει γιά κάθε ἕνα τοὺς ἀγαπητούς χαρακτῆρες τῶν ἄλλων, ὅπως αἰσθάνονται καί τώρα ἐκεῖνοι πού ἀγαπιοῦνται μεταξύ τους.

Ἀλλά ἐπειδή ὁ ἐγωϊσμός, στόν ὁποῖο ἔπεσε ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀποτελεῖ μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν ἑνοποίηση καί μεταμόρφωση τοῦ κόσμου μέσα στήν κοινωνία τῶν προσώπων ὁ Λόγος πού ἔχει ἐντός του τούς λόγους τῶν πραγμάτων καί δημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ κάποια ὅμοια ἱκανότητα, γίνεται ἄνθρωπος ἤ ἄμεση ὑπόσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί μέσῳ αὐτῆς ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔχει ἔτσι καί ὡς ἄνθρωπος τόν κόσμο μέσα του ἀπόλυτα φωτιζόμενον ἐντός Του. Ὡς ἐκ τούτου, ἀποκαθιστᾶ καί τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἕνωση πρός τόν Ἑαυτό του στήν ἰδιότητα τῶν συνυποστάσεων τοῦ κόσμου, ἀφοῦ αὐτοί μέσῳ τῆς πίστης συμφυτεύονται ἐκ νέου σ' Αὐτόν ὡς θεία Ὑπόσταση, δηλαδή συμφυτεύονται στήν τελική δική τους καί τοῦ κόσμου ὀντολογική ὑπόσταση· ἀλλά μέσα σ' Αὐτόν ἑνώνονται καί μέ τήν κεντρική ἀνθρώπινη ὑπόσταση.

Ἑνώνονται μ' Αὐτόν καί ἀνάμεσά τους μέ δύο τρόπους. Συνενώνονται, πρῶτα, μαζί Του καί ἀνάμεσά τους ὡς κοσμοφόροι. Ἐν Χριστῷ ὁ κόσμος γίνεται ξανά --καί γίνεται περισσότερο ἀπ' ὅτι στή ἀρχή-- ἐσωτερικός σέ ὅλους ὅσους ζοῦν μέσα σ' Αὐτόν καί, μεταμορφούμενος ἀπό τήν θεότητά Του, γίνεται διαφανής γιά τόν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ καί γιά τούς ἀνθρώπους. Ἄν, ὕστερα, μόνον ἡ προσωπική συνείδηση προβάλλει πάνω στόν κόσμο τό φῶς τοῦ νοήματος, ἀναμφίβολα μόνον ἀπό τό πρόσωπο τοῦ τά πάντα γνωρίζοντος σαρκωθέντος Λόγου προβάλλεται καί πάνω στή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων, πού βρίσκονται σέ κοινωνία, τό ἀπόλυτο φῶς ὅσον ἀφορᾶ στήν ὕπαρξή τους καί στήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου.

Τό πρόσωπο εἶναι ἀτέλειωτος καί ἀνεξάντλητος πυρήνας πού προσπαθεῖ νά ἐπικοινωνήσει καί ὅταν ἐπικοινωνήσει ἀκτινοβολεῖ ἀπ’ αὐτό ἕνα φῶς πάντοτε νέο καί ἀτέλειωτο, ἐφ' ὅσον βρίσκεται σέ σχέση ὀντολογική μέ τό Θεῖο Πρόσωπο, τήν ἀπέραντη πηγή τοῦ φωτός. Ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου ἔχει τή βάση της στήν ὑπέρτατη ἄφθαρτη ἑνότητα τοῦ Λόγου, καί ὄχι μέσα στά ὑλικά στοιχεῖα τά ὁποῖα διαλύονται μέ τόν θάνατο, ὅπως καί τά πράγματα ἔχουν τήν ἑνότητά τους ὄχι στά στοιχεῖα πού τά ἀποτελοῦν, ἀλλά στούς λόγους τοῦ Λόγου. Ἄν τά πράγματα φωτίζουν μέ τά νοήματά τους τίς ἑνότητες πού τά ἀντιπροσωπεύουν, τόσο περισσότερο τά πρόσωπα φωτίζουν τίς μοναδικές τους ὑπάρξεις καί τά πράγματα, ὄχι μόνο μέ τά νοήματά τους, ἀλλά καί μέ τή συνείδηση πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους καί γιά ὅλους τοὺς ἄλλους. Τά νοήματα γίνονται φωτεινά μόνο γιά τά ἐνσυνείδητα μάτια πού τά βλέπουν. Σέ μιὰ τυφλή κόρη, ὅσο κι ἄν αὐτή εἶναι ὄμορφη, λείπει τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τῆς ὀμορφιᾶς, τό ἐνσυνείδητο φῶς τῶν ματιῶν της.

Τό πρόσωπο τοῦ Λόγου μέ τήν ὑπέρτατη συνείδησή του γιά ὅλα τά νοήματα εἶναι τό πιό φωτεινό ἀπ' ὅλες τίς πραγματικότητες. Καί εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός ὅλων τῶν νοημάτων καί ὅλων τῶν συνειδήσεων καθώς καί ὅλων τῶν ὁρατῶν καί πνευματικῶν καλλονῶν. Ἄν δέ, μόνο τό πρόσωπο δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη πάντων λαβαίνοντας συνείδηση τῶν νοημάτων τους, πολύ περισσότερο δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη πάντων τό πρόσωπο τοῦ Λόγου.

Ἰδού, λοιπόν, γιατί μέσα στήν πνευματικότητα καί τή λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό φῶς εἶναι τόσο δοξασμένο ἡ δέ πηγή τοῦ φωτός ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ 'Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, καί πρίν ἀπ' ὅλους ὁ 'Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος τόνισαν τή σημασία τοῦ θείου φωτός στόν πνευματικό βίο, μέ βάση τούς ψαλμούς καί τά ἔργα τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννη, ἡ δέ ὀρθόδοξη Λειτουργία μιλάει συχνά γιά τή θέα τοῦ θείου φωτός, ὡς τήν ὑπέρτατη ἀφορμή τῆς πνευματικῆς καί αἰώνιας χαρᾶς.

Τό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός μέ τήν ὑπέρτατη συνείδησή του, μέ τήν ἀγάπη τοῦ χωρίς σκιά ἐγωϊσμοῦ, μέ τό ὑπέρτατο νόημα τῆς ὕπαρξης τήν ὁποία ἔχει καί τήν ὁποία μεταδίδει στούς πάντες μαζί μέ τή ζωή του. Μέσα στό πρόσωπό Του ὑπάρχουν "οἱ λόγοι" τῶν πάντων. Μέσα στόν ἀναστημένο Χριστό οἱ πάντες καί τά πάντα πλημμυρίζουν ξανά μέ φῶς, διότι τό σῶμα του ἔγινε διαφανές γιά τή θεότητά του καί γιά τούς λόγους τῶν πάντων.
πηγή

Κυριακή, Απριλίου 22, 2012

Δέν φθάνουμε στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς! Δημήτριος Στανιλοάε (Πρεσβύτερος(+))





Στό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού διαβάζουμε τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ἀκοῦμε: «Μηδείς θρηνήτω πτωχείαν, ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος».

Ὅπως, λοιπόν, πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση ἡ ζωή ὅλων εἶχε ἕνα ἀνολοκλήρωτο νόημα, ἔτσι τώρα ἡ Ἀνάσταση γεμίζει τούς πάντες καί τά πάντα μέ φῶς καί χαρά, γιατί, ὅταν ἕνα μόνο μέρος τοῦ κόσμου ἀποκτᾶ τό πλῆρες νόημά του, αὐτό τό πλῆρες νόημα ἐκπέμπεται στά πάντα.

Μέ τήν Ἀνάσταση μιᾶς μονάχα ὕπαρξης -τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ- ὁ χρόνος, πού ξετυλίγεται μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐπανάληψης τῆς σύνθεσης καί τῆς χωρίς νόημα ἀποσύνθεσης, ἔγινε χρόνος, πού ὁδεύει πρός τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή• τό φῶς πού ἔφερε στήν ἀνθρωπότητα ὁ Χριστός δείχνει τό στόχο, πρός τόν ὁποῖο ὁ χρόνος ὁδηγεῖ ὅλα ὅσα ζοῦν μέσα στό χρόνο. Ὁλόκληρος ὁ χρόνος κι ὁλόκληρος ὁ κόσμος δέν φαντάζουν πιά σάν ἀδιάκοπη ροή ἀνάμεσα στίς γεννήσεις καί στούς θανάτους, ἀλλά σάν μιὰ πραγματικότητα φωτισμένη ἀπό νόημα, σάν μιὰ ὁδός πρός τήν ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων μέσα στήν Ἀνάσταση καί τήν αἰώνια καί πλήρη ζωή, σάν παραμονές τῆς μεγάλης δίχως τέλος γιορτῆς.

Ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου, τῆς χρονιᾶς ὁλόκληρης ἀποτελοῦν γιορτές ἤ σταθμούς μιᾶς πορείας πού φέρνει προοδευτικά στή μεγάλη γιορτή, τήν τελική καί αἰώνια. Τό φῶς τῆς αἰώνιας γιορτῆς ρίχνει τίς ἀκτίνες του σ’ ὅλες τίς μέρες. Ἤ μ’ ἄλλα λόγια, ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου ἀποτελοῦν προεόρτια, πού μᾶς προετοιμάζουν προοδευτικά γιά τήν ἔσχατη Κυριακή, γιά τήν αἰώνια ζωή μέσα στό φῶς, πού ἀποκαλύφθηκε μέ τήν Ἀνάσταση, ἔτσι ὅπως οἱ μέρες τῆς ἑβδομάδας, οἱ μέρες οἱ ἀφιερωμένες στούς ἁγίους, ἀποτελοῦν προπαρασκευαστικές γιορτές γιά τή συνάντηση μέ τό Χριστό, πού συμβολίζει καί προεικονίζει ἡ Κυριακή ἡμέρα.

Ἔτσι, ὅπως ἡ χαρά τῆς Ἀνάστασης ξεπερνᾶ κάθε χαρά καί σκεπάζει κάθε λύπη, τό φῶς της ξεπερνᾶ ὅλα τά φῶτα, πού γεννᾶ ἡ σκέψη καί ἡ φυσική φαντασία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ὅλες οἱ φιλοσοφικές ἐξηγήσεις γιά τήν ὕπαρξη καί ὅλες οἱ ὀμορφιές, πού ἀνακαλύπτει μέσα της ἡ καλλιτεχνική φαντασία. Μά ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τά ἀτελῆ φῶτα τῆς Ἀποκάλυψης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στή Παλαιά Διαθήκη μία πύρινη στήλη ὁδηγοῦσε ἀπό τήν ἐπίγεια σκλαβιά σέ μία ἐπίγεια ἐξωτερική ἐλευθερία καί ὁ Μωϋσῆς γνωστοποιοῦσε τίς βουλές τοῦ Θεοῦ, πού ἔμενε κρυμμένος μέσα στό γνόφο. Μέ τήν Ἀνάσταση ὁ ἴδιος ὁ Ἥλιος τῆς ὕπαρξης φανερώθηκε ὁλόλαμπρος καί φώτισε ἄπλετα τή δημιουργία ὁλόκληρη, ὁδηγώντας ἤδη ἀπό τούτη τήν ἐπίγεια ζωή στό ξεπέρασμά της, στήν πληρότητα τῆς ζωῆς. «Ἀντί στύλου πυρός, δικαιοσύνης ἀνέτειλεν Ἥλιος• ἀντί Μωϋσέως Χριστός, ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Θεοτοκίον Κυριακῆς του Πάσχα).

Ἔχει λεχθεῖ σωστά πώς ἡ Καλή Ἀγγελία, τό Εὐαγγέλιο τῶν χριστιανῶν, συμπυκνώνεται στό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ὡς τό θεμέλιο τῆς βεβαιότητας ὅτι καί ἐμεῖς θά ἀναστηθοῦμε. Καί μόνο αὐτό νά εἶχε φέρει στόν κόσμο ὁ χριστιανισμός, θά εἶχε προσφέρει ἄπειρα περισσότερα, ἀπ’ ὅλα ὅσα πρόσφεραν στό κόσμο ὅλες οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες σ’ ὅλες τίς ἐποχές. Γι’ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν σάν ἀποστολή τους τή μαρτυρία γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 1,22). Ἀναμφίβολα αὐτό τό ἄγγελμα ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν «καλό» ἄγγελμα. Ὄχι γιατί ἀναγγελλόταν ἡ ἀνάσταση ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου, γιατί δέν θά μποροῦσε νὰ θεμελιωθεῖ ἡ ἐλπίδα ὅλων στό γεγονός τῆς ἀνάστασης ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια ἀνάσταση δέν θά ἦταν μιὰ ἀνάσταση γιά πάντα μέσα στήν πληρότητα τῆς θείας ζωῆς, ἀλλά μιὰ ἐπανάληψη τῆς ζωῆς στήν κατάσταση τοῦ παρόντος, ἤ σέ μιὰ κάπως διαφορετική κατάσταση, ἀλλά ὁπωσδήποτε σχετική. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν καλό Ἄγγελμα, γιατί ἦταν ἡ ἀνάσταση Ἐκείνου πού, ὄντας ἄνθρωπος, ἦταν καί Θεός καί ὡς Θεός μπορεῖ νά μᾶς κάνει μετόχους στήν ἀνάστασή Του. Γιατί ἡ δική μας μελλοντική ἀνάσταση, θεμελιωμένη πάνω στή δική Του, θά εἶναι μετοχή στήν ἀνθρώπινη ζωή Του, ὑψωμένη ὡς τή ζωή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως στόν ὕψιστο καί ἀπόλυτο βαθμό της.

Οἱ Ἀπόστολοι, μαρτυρώντας τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μαρτυροῦσαν τήν ἀνάσταση τοῦ Θεοῦ πού ἐνανθρώπησε, γιατί μαρτυροῦσαν ὅλα τά σημεῖα καί τούς λόγους, μέ τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός φανέρωσε τή θεότητά Του, στή διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ἀφοῦ ἔζησαν κοντά Του «ἐν παντί χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε ἐφ’ ἡμᾶς» (Πράξεις 1,21). Μονάχα αὐτή ἡ ἀνάσταση μποροῦσε νά εἶναι ἡ ἀνάσταση μέσα στήν πληρότητα τῆς ζωῆς καί μονάχα αὐτή θεμελιώνει ἤ ταυτίζεται μέ τή χαρά πού πληροῖ τά πάντα.

Οἱ γυναῖκες φεύγουν ἀπ’ τό μνῆμα ὄχι μόνο γεμάτες χαρά, ἀλλά καί τρέμοντας ἀπό φόβο. Γιατί ἡ χαρά τους συνέχεται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου, ἀπό τήν αἴσθηση ὅτι μέσα στήν κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας, ξεπηδάει μία ἐντελῶς διαφορετική κατάσταση. Ἡ χαρά τους δέν εἶναι μιὰ συνηθισμένη χαρά, μιὰ χαρά πού ἀφήνει τόν ἄνθρωπο μέσα στά ὅρια τῆς συνηθισμένης ζωῆς του. Ὁ Χάιντεγγερ κάνει διάκριση ἀνάμεσα στό «φόβο» (furcht) γιά κάτι πού ἀνήκει στόν κόσμο, καί στόν τρόμο (angst) μπροστά στή θάνατο πού θέτει τέρμα στήν ὕπαρξή μας, μέσα στό κόσμο. Ἡ χαρά πού ἔνιωσαν οἱ γυναῖκες στό ἄγγελμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνάμεικτη μ’ ἕνα τέτοιο τρόμο, πού τίς ἔθετε μπροστά σέ μία κατάσταση τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κόσμου. Ἀλλά αὐτός ὁ τρόμος δέν τίς συνέθλιψε, γιατί δέν προερχόταν ἀπό ἕνα αἴσθημα κενοῦ, χάους, ἀλλά ἦταν τρόμος μέσ’ στή χαρά, γιατί τόν προξενοῦσε ἡ αἴσθηση πώς μιὰ ἄλλη ὕπαρξη ἀναβλύζει, πού ἡ πληρότητά της ξεπερνᾶ τή συνηθισμένη ὕπαρξη. «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς νέας ἄφθαρτης ζωῆς» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τή Μεγάλη Πέμπτη.

Ἀλλά ἡ ὕπαρξη στήν πληρότητά της δέν κλείνει μέσα της μόνο μιὰ πληρότητα χαρᾶς, ἀλλά καί μιὰ πληρότητα φωτός. Μιὰ ὕπαρξη πού ἔχει ὅρια, περιορίζει τή γνώση τοῦ νοήματός της. Ἐξάλλου, ἕνας τρόπος ὕπαρξης περιορισμένος, δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τά ὅριά του, προοδεύοντας σταδιακά• δέν μπορεῖ ἑπομένως νά φθάσει οὔτε στή γνώση τοῦ πλήρους νοήματός της, οὔτε στό πλῆρες φῶς μέ μιὰ τέτοια πρόοδο. Δέν φθάνει κανείς στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς. Δέν μποροῦμε νά φθάσουμε τήν πληρότητα ζωῆς καί ἑπομένως τήν πληρότητα χαρᾶς καί φωτός, παρά μόνο μ’ ἕνα ἅλμα, πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό πραγματοποιήσουμε ἀλλά πού τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, πού κάνει τήν ὕπαρξή μας νά μετέχει διά τῆς χάριτος στή ζωή Του

Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2011

Άνθρωπος, δημιουργία και Δημιουργός. (+ Πρωτ. Δημητρίου Στανιλοάε)


Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, επειδή ο άνθρωπος αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ ολόκληρης της δημιουργίας και του Θεού. Στον άνθρωπο θα συγκεντρωθούν τα πάντα. Ο άνθρωπος έχει από την αρχή μία οντολογική σχέση με την υπόλοιπη κτίση και μία δίψα να τελειοποιήσει αυτήν τη σχέση. Σε αυτόν υπάρχει η ικανότητα να ενωθεί με όλα και έτσι να τα οδηγήσει όλα στον Θεό ενωμένα με τον εαυτό του. Εδώ έγκειται το μεγαλείο του ανθρώπου ως «ιερέως» από ολόκληρη και για ολόκληρη την κτίση ενώπιον του Θεού.
Με την προοπτική αυτής της ενώσεως των κτισμάτων με τον Εαυτό Του -δια του ανθρώπου- έφερε ο Θεός σε ύπαρξη την δημιουργία. Τα μέρη της δημιουργίας είναι μέρη του ανθρώπου και βρίσκουν κοντά του την πλήρη ενότητα. Δεν αποτελούν τέλειο κόσμο παρά μέσω του ανθρώπου και έχοντας άρρηκτη σχέση με αυτόν, αφού δεν είναι ο άνθρωπος μέρος του κόσμου, αλλά τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου αποτελούν μέρη του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος δεν είναι ένας μικρόκοσμος δίπλα στον μεγαλόκοσμο ή μέσα στο πλαίσιο του, αλλά ο κυρίως κόσμος, εφόσον δίνει μία πλήρη ενότητα και ένα τέλειο νόημα σε όλα τα στοιχεία της δημιουργίας. Δεν πλαισιώνει ο άνθρωπος την υπόλοιπη δημιουργία ή κάποιο από τα μέρη της ούτε είναι προσαρτημένος σε αυτήν, αλλά αντιθέτως όλα τα μέρη της δημιουργίας πλαισιώνουν τον άνθρωπο και είναι προσαρτημένα σε αυτόν. Και αυτό πραγματώνεται εφόσον όλη η κτίση «ενοποιηθεί» με αυτόν και «ανθρωποποιηθεί». Διότι τα χέρια του ανθρώπου εκτείνονται πέρα από όλες τις διαστάσεις της δημιουργίας, είναι περιεκτικότερος απ’ ότι όλη η άψυχη κτίση αφού φθάνει ως τον Θεό και γίνεται μεσίτης μεταξύ του Δημιουργού και της κτίσεως.
Ο άνθρωπος ανακαλύπτει το νόημα της δημιουργίας ως νόημα που τον καταξιώνει. Το νόημα της δημιουργίας είναι το μέτρο του ανθρώπου, και αυτός ανακαλύπτει το ανθρώπινο νόημα της και τον προορισμό της, κατ’ αρχάς ανθρώπινο και κατόπιν θείο ή καλύτερα θεανθρώπινο. Το πλήρες νόημα της δημιουργίας το ανακαλύπτει ο άνθρωπος, αλλά το ανακαλύπτει μόνο εν Θεώ.
Ο άνθρωπος έχει αυτόν τον ενοποιητικό ρόλο επειδή διαθέτει κοινά στοιχεία με όλη τη δημιουργία. Εξάλλου και η ίδια η κτίση συμβάλλει στη βιολογική υποστήριξη και στον πνευματικό εμπλουτισμό του, αφού μπορεί μέσω αυτής να υψώσει το πνεύμα του στο θεϊκό άπειρο και να επιζητήσει να συγκεντρώσει όλα στον εαυτό του ακόμα και σε αυτό το άπειρο, ή να διαχύσει διά του εαυτού του το θεϊκό άπειρο σε αυτήν. Το ανθρώπινο πνεύμα έχει αυτήν την ενοποιητική δύναμη, επειδή έχει συγγένεια με τήν κτίση· αλλά και επειδή ενώνεται με το θειο Πνεύμα που περιέχει τα πάντα και που δίνει στον άνθρωπο την κατανόηση των πάντων.

Διά του ανθρώπου ο κόσμος ανάγεται στον Θεό
Στη «δυναμική» αυτή ενέργεια της ενώσεως των πάντων, ο άνθρωπος γίνεται το εργαστήρι στο οποίο όλα προσαρμόζονται και αρθρώνονται στο πνεύμα του και μέσω αυτού στον Θεό. Έτσι, γίνεται φανερό ότι ο Θεός δεν κάνει κάτι με τη δημιουργία χωρίς τον άνθρωπο. Θέλει να βλέπει τον κόσμο συγκεντρωμένο στον άνθρωπο, καλλιεργημένο από τον άνθρωπο, ανθρωποποιημένο και αναφερόμενο σε Αυτόν διά του ανθρώπου. Αυτή η ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, καθώς και η ενότητα όλων των πραγμάτων του κόσμου, δεν πραγματοποιείται με μία απλή εξωτερική σύνδεση, αλλά με μία κατανόηση, προεργασία και μεταμόρφωση των πάντων στο μέτρο του ανθρώπου σε σχέση με τον Θεό. Σχετικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο προετοιμάζονται τα ξύλα ή οι πέτρες με τα οποία πρόκειται να κατασκευαστεί το σπίτι, στο οποίο θα είναι τοποθετημένα τα παράθυρα που θα ανοίγονται στον εξωτερικό χώρο για να εισέλθει ο αέρας και το φως. Μόνο ο άνθρωπος είναι ανοικτός και ανάγει με το πνεύμα του τον κόσμο στο θεϊκό άπειρο. Μόνο ο άνθρωπος επιζητεί διά της σχετικότητός του να πληρωθεί από το θείο Απόλυτο χωρίς να αναζητεί κάτι άλλο εκτός από αυτό. Και μόνο αυτός επιζητεί την εκπλήρωση αυτής της δωρεάς και για τον κόσμο. Επειδή μόνο το θείο Απόλυτο είναι ταυτόχρονα η υπέρτατη συνείδηση και το φως και εξηγεί τον κόσμο και τον άνθρωπο υπό την ιδιότητα αιτίας και τελικού σκοπού.
Μόνο εν τω Θεώ ο άνθρωπος συμμετέχει στο απόλυτο και βλέπει να ερμηνεύεται και ο κόσμος κατά απόλυτο τρόπο. Βέβαια, δεν κερδίζει μόνο ο άνθρωπος από τον κόσμο, άλλα και ο κόσμος από τον άνθρωπο, διότι όπως «γεμίζει» αυτός από κόσμο, έτσι φωτίζεται και ο κόσμος μέσω αυτού. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τον κόσμο, διότι ο τελευταίος γίνεται οδός προς τον Θεό και προετοιμασία για την κατανόηση του Θεού.
Ο άνθρωπος όμως δεν σταματάει ως αυτό το σημείο. Ο κόσμος δεν έχει την ικανότητα να τον οδηγήσει σε άμεση κοινωνία με τον Θεό. Ο άνθρωπος κατευθύνει τον κόσμο προς τον Θεό. Ο ίδιος είναι που διεγείρει βαθύτερα ερωτήματα και μεγαλύτερες ορέξεις από όσα του δημιουργούν η ύπαρξη και οι απολαύσεως του υλικού κόσμου.
Πρέπει λοιπόν ο άνθρωπος να ξεπεράσει τον κόσμο και αυτός τον βοηθά σε αυτό δια της σχετικότητός του. Όμως μόνο ο άνθρωπος βιώνει τα υπαρξιακά ερωτήματα και αισθάνεται την ανάγκη της υπερβάσεως τους. Ο κόσμος δημιουργεί ερωτήματα, αλλά όχι στον εαυτό του. Αυτός είναι δημιουργημένο αντικείμενο, όχι υποκείμενο διψασμένο για το Άπειρο όπως ο άνθρωπος.

( Περιοδικό «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ», τ. 26)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2011

Ο Σταυρός στην αθωότητα και στην ενοχή .(Του Πρωτοπρ. Δημητρίου Στανιλοάε, Καθηγητή της Θεολ. Σχολής Βουκουρεστίου)

 




Κάνεις από μας δεν μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό του στη θέση του Χριστού που είναι μια κατάσταση ολοκληρωτικής καθαρότητας, έχοντας τη μοναδική ικανότητα του «αίρειν τον σταυρόν» χωρίς οποιανδήποτε προσωπική αμαρτία. Μόνον ο Χριστός γνώρισε την κατάσταση αυτή, μόνον σ’ Αυτόν είναι ο σταυρός πραγματικά «δύναμις Θεού», όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. Α΄ 18). Μόνον σ’ Αυτόν ο σταυρός έχει τη δύναμη να ξεριζώνει το κακό από τις ρίζες του. Σε μας, η καθαρότητα είναι πάντοτε αναμεμιγμένη με την ακαθαρσία, η αθωότητα με την ενοχή, κι ο σταυρός έρχεται σε μας κατά κύριο λόγο από τα λάθη μας, λόγω των αμαρτιών μας και της παρουσίας της ακαθαρσίας μέσα στην καθαρότητα που μας δίνει ο Θεός. Έρχεται επίσης σε μας διά της ευθύνης με την οποία πολεμούμε χάριν των πλησίον μας, ώστε να τους φέρουμε κι αυτούς σε πιο αληθινές πεποιθήσεις. Και υποφέρουμε κατά τον αγώνα για τη δική μας αύξηση στην τελειότητα, ενώ ο Χριστός υπόφερε αποκλειστικά για τους άλλους, για την τελειότητα και τη σωτηρία τους.
Ο σταυρός που μετέφερε ο Χριστός «εν πλήρει καθαρότητι και αθωότητι» είναι άδικος και δεν μπορεί να έχει τον τελευταίο λόγο.
(δηλαδή το άδικο δεν επικρατεί με τον σταυρικό του θάνατο, αλλά η ανάσταση που ακολουθεί αποκαθιστά τα πράγματα στη σωστή τους θέση). Ο σταυρός τον οποίο εμείς σηκώνουμε λόγω της αμαρτωλότητάς μας είναι δίκαιος, και είναι ακόμα περισσότερο δίκαιος όσο πιο μεγάλη είναι η αμαρτωλότητά μας. Ο σταυρός μας μπορεί να ελαφρύνει διά της δυνάμεως του σταυρού του Χριστού, ο οποίος τον μετέφερε όντας τελείως καθαρός και αθώος. Και είναι ο Χριστός εκείνος που θα μας σηκώσει, αν δεν παραμείνουμε ριζωμένοι στην κακία μας.
Η πλήρης καθαρότητα και αθωότητα του Χριστού είναι γεμάτη από υπερβάλλουσα δύναμη, η οποία αποκαλύπτεται στο γεγονός ότι ο Χριστός μετέφερε τον σταυρό από αγάπη προς την ανθρωπότητα και με κανένα λόγο για να καταβάλει ή να ξεριζώσει οτιδήποτε κακό υπήρχε μέσα του. Επειδή δεν υπήρχε τίποτε κακό στο Χριστό, γι’ αυτό η δύναμη του σταυρού και της αγάπης του μπορούν να μεταδοθούν σ’ όλους τους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι ν’ ανοίξουν τις καρδιές τους στο Χριστό, που υποφέρει γι’ αυτούς. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει: «Εκείνος που θανατώνεται για τις αμαρτιών του, υποφέρει δίκαια. Αλλ’ εκείνος που υποφέρει όχι για τις αμαρτίες του, εθελοντικά δέχεται το θάνατο που «είσηλθεν εις τον κόσμον» λόγω της αμαρτίας, και έτσι καταβάλλει την αμαρτία, και, με την θεία οικονομία, παρέχει χάρη σ’ όλη την ανθρώπινη φύση με την οποία αυτή καταβάλλει την αμαρτία». (Ερωτ. προς Θαλάσσιον 22, Μigne. Ρ.G. 90).
Η δύναμη που απορρέει από το μέχρι θανάτου πάθος προστέθηκε, στο Χριστό, στη δύναμη της πλήρους καθαρότητας της ανθρώπινής του φύσεως, ή μάλλον, πρέπει να κατανοηθεί κάτω από το πρίσμα της καθαρότητας αυτής η όποια καθ’ εαυτή περιέχει την υπέρτατη ανθρώπινη δύναμη της αγάπης. Αυτή δίνει στην ανθρώπινη φύση, την οποία ο Υιός του Θεού προσέλαβε, τη δύναμη να καταβάλει το θάνατο «εν Αυτώ και δι’ Αυτού». «Εν Αυτώ και δι’ Αυτού», η δύναμη αυτή μεταδίδεται στην ανθρώπινη φύση με όλους εκείνους που είναι ενωμένοι με το Χριστό. Σ’ αυτούς καταστρέφει την αμαρτία και συνεπώς καταστρέφει το θάνατο. Διότι αμαρτία σημαίνει εγωισμός. Και η αγάπη, η γνήσια αγάπη του Χριστού, υπερβαίνει και καταστρέφει κάθε εγωισμό, κάθε εγωπάθεια.
Ο ένας από τους δύο ληστές που είχαν σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό είπε: «ημείς μεν δικαίως, άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνωμεν, ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν» (Λουκ. ΚΓ΄ 41). Τα λόγια αυτά μας λένε ότι δεν υπάρχει κανείς έκτος από τον Χριστό που να μην είναι υπόχρεος να μεταφέρει το σταυρό του δίκαια και λόγω κάποιας ενοχής. Αν οι πλησίον μας υποπτεύονται τις σκέψεις και τις προθέσεις μας, είναι σχεδόν πάντοτε αλήθεια ότι οι σκέψεις μας σε σχέση μ’ αυτούς ή σε σχέση με τους άλλους, δεν είναι γεμάτες από τέλεια αγάπη. Αν μας κριτικάρουν, αυτό γίνεται γιατί δεν τους έχουμε βοηθήσει πάντοτε στις δικές τους δύσκολες περιστάσεις. Είναι σχεδόν πάντα σίγουρο ότι δεν τούς δώσαμε ολόκληρη τη βοήθεια που είμαστε σε θέση να τους δώσουμε και δεν είχαμε ανοίξει σ’ αυτούς την καρδιά μας. Αν ξεχνούν τη βοήθεια που τους προσφέραμε, είναι γιατί εμείς οι ίδιοι δεν χαιρόμαστε για τα καλά πράγματα που συνέβησαν σ’ αυτούς λόγω της βοήθειας που ήμασταν ικανοί να τους δώσουμε. Αν κάποια ένταση ή ψυχρότητα υπάρχει ανάμεσα σε μένα κι ενός άλλου προσώπου, είναι σχεδόν σίγουρο ότι εγώ είμαι τουλάχιστον εν μέρει η αιτία αυτής της εντάσεως ή ψυχρότητας, ή τουλάχιστον ότι δεν έχω κάνει όλα εκείνα που μπορούσα για να απαλλαγώ απ’ αυτήν. Οι κακές σχέσεις ανάμεσα σε μένα και σ’ άλλους ανθρώπους, σχεδόν πάντα έχουν τις ρίζες τους σε μένα όπως και στους άλλους. Οφείλω να υποφέρω την εχθρότητα των άλλων ανθρώπων όχι μόνον σαν ένα σταυρό που τον μεταφέρω για τον εαυτό μου, μα σαν ένα σταυρό που μεταφέρω και γι’ αυτούς, εφόσον μεταφέρω το σταυρό αυτό επειδή, λόγω του είδους του προσώπου που είμαι, δεν έχουν την ικανότητα να έχουν με μένα τις σχέσεις που θα επιθυμούσαν να έχουν. Κάθε σταυρός που έχει σώζουσα δύναμη είναι σταυρός τον οποίο μεταφέρω όχι μόνο λόγω των δικών μου αμαρτιών αλλ’ επίσης λόγω των αμαρτιών των άλλων. Θα λυγίζω και θα κάμπτομαι μεταφέροντας τον πλησίον μου μαζί με το σταυρό του, και λυγίζοντας και καμπτόμενος σχηματίζω νοερά την οριζόντια γραμμή, την ταπεινώνουσα γραμμή του σταυρού, ώστε εκείνος που μεταφέρω να μπορεί να σχηματίζει την κάθετη γραμμή ενώ τον μεταφέρω στους ώμους μου. Η ηθική μας ασθένεια και αδυναμία, η ανεπαρκής ευθύνη μας απέναντι στον Θεό και τους πλησίον μας, αυτά σχηματίζουν το σταυρό μας.
Όπως ακριβώς ο άνθρωπος που δεν θα δεχτεί την ευθύνη του για τους άλλους δεν θα δεχτεί τον ανθρώπινο όρο -τον πραγματικό ανθρώπινο όρο- έτσι και ο άνθρωπος που αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ένοχο απέναντι στους άλλους, ποτέ δεν αποτυγχάνει να γίνει πραγματικά άνθρωπος. Διότι αυτός που αναγνωρίζει τον εαυτό του σαν ένοχο αναγνωρίζει τη δική του προσωπική ευθύνη και την ανεπάρκειά του να τη φέρει εις πέρας, ενώ εκείνος που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του σαν ένοχο αδυνατεί να αναγνωρίσει, τον εαυτό του σαν υπεύθυνο. Ένας τέτοιος στις ενέργειες του άνθρωπος δεν ανταποκρίνεται στο Θεό, και αρνιέται να παραδεχτεί ότι δεν έχει αποκριθεί όπως όφειλε, στο παρελθόν, στο Θεό και τους άλλους. Διότι είναι σίγουρο ότι, λόγω της ανθρώπινής μας καταστάσεως μετά την πτώση, δεν ανταποκριθήκαμε πλήρως και ικανοποιητικά ούτε στο Θεό ούτε στον πλησίον μας. Αναγνωρίζοντας το λάθος μας αρχίζουμε να ζούμε την πραγματική προσωπική μας σχέση του διαλόγου με το Θεό. Αλλά αν δεν αναγνωρίζουμε το λάθος μας, τότε, αυτό σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε την ευθύνη μας. Μ’ αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος δείχνει ότι αρνιέται τον ρόλο υπεύθυνου συνομιλητή στο διάλογο της σχέσεως με το Θεό, και ότι δεν αναγνωρίζει πια το Θεό σαν εκείνον που απευθύνει σ’ αυτόν ένα λόγο και που περιμένει την απάντησή του.
Αρνούμενος αυτή τη σχέση με το Θεό, ο άνθρωπος εκπίπτει εντελώς από τον ανθρώπινο όρο, διότι ό αληθινός ανθρώπινος όρος συνίσταται στην ικανότητά μας να ακούμε το λόγο του Θεού, να εισερχόμαστε σε προσωπική σχέση με το Θεό· συνεπώς, χάνει επίσης την ικανότητα να ακούει το λόγο του πλησίον προς αυτόν και να εισέρχεται σε αληθινή σχέση μ’ αυτόν. Εκπίπτει από την πραγματικότητα σε μια ζοφερή ψευδο-πραγματικότητα, στο «σκότος το εξώτερον». Κι έδώ βρίσκουμε μια άλλη δοκιμασία, ένα άλλο σταυρό, άλλα αυτός είναι ένας ανεπιθύμητος σταυρός, ένας σταυρός χωρίς ελπίδα. Το εγωιστικό, εγωπαθές πρόσωπο υποφέρει πολύ περισσότερο από εκείνον που επιθυμεί να βοηθά τους άλλους. Αρνούμενοι σχέσεις με τους άλλους φεύγουμε από την πραγματικότητα, γιατί η πραγματικότητα του κόσμου και αυτού του προσώπου μας μπορεί αληθινά και πλήρως να βιωθεί όταν είμαστε ενήμεροι της ευθύνης μας και του λάθους μας, και είμαστε πρόθυμοι να μεταφέρουμε το σταυρό μας για τους άλλους.

(Πηγή: Περιοδικό «Ορθόδοξη μαρτυρία», εκδ. Παγκυπρίου συλλόγου Ορθοδόξου παραδόσεως – Οι φίλοι του αγ. Όρους)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2011

Ο Θεός αποκαλύπτει το νόημα του Σταυρού (Πρωτ. Δημητρίου Στανιλάε)

 


(Πρωτ. Δημητρίου Στανιλάε, Καθηγ. Θεολογικής Σχολής Βουκουρεστίου)

Στο τέλος μόνο ο Θεός είναι αυτός που μπορεί να εξηγήσει τις θλίψεις του δικαίου, και το κάνει με τις πολλές ερωτήσεις που απευθύνει στον Ιώβ, οι οποίες, όλες, επισύρουν την προσοχή του Ιώβ στο Δωρεοδότη. Ο Θεός πράγματι λέει στον Ιώβ: «Όλα μου τα δώρα είναι θαυμάσια, αλλά ο σκοπός του θαυμασμού που προκαλούν είναι να αποκαλύπτουν την άπειρη σοφία και μεγαλοσύνη εκείνου που τα δίνει».
«Ο Ιώβ παίρνοντας το λόγο λέει στον Κύριον: Γνωρίζω ότι όλα μπορείς  να τα κάνεις και δεν υπάρχει κάτι αδύνατο σε Σε… Ποιός άλλος εκτός από σένα θα αναγγείλει σε εμένα εκείνα τα οποία δεν γνώριζα; τα μεγάλα και θαυμαστά τα όποια δεν ήξερα;… Μέχρι τώρα μόνον με τα αυτιά μου άκουα για Σε. Τώρα όμως Σε είδαν τα μάτια  μου. Γι’ αυτό ελεεινολόγησα τον εαυτό μου, έλυωσα από ψυχική συντριβή, αισθάνομαι ότι είμαι χώμα και στάχτη.» (Ιώβ ΜΒ΄ 1 -3, 5-6)
Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τη στιγμή αυτή ο Ιώβ σκεφτόταν το Θεό εν πολλοίς με τους ίδιους όρους με τους οποίους άλλοι είχαν μιλήσει γι’ αυτόν. Τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει το Θεό καθ’ εαυτόν, πέρα απ’ όλα του τα δώρα. Το δωρεοδότη κάθε πράγματος. Για να κερδίσει αυτόν τον υπέρτατο θησαυρό, έπρεπε να χάσει για ένα χρονικό διάστημα όλη του την περιουσία. Έχασε το σεβασμό των άλλων, έχασε την υγεία του, τα πλούτη του, το κάθε τι, για να δει το Θεό σ’ όλη του τη μεγαλειότητα και σοφία, σ’ όλη του τη θαυμάσια φύση. Όσο έχανε τα πάντα δεν αμφέβαλλε για το Θεό κι έτσι κατέληξε να δει τον αποφατικό, ανέκφραστο χαρακτήρα του Θεού, ο οποίος είναι πέρα από κάθε ανθρώπινη αντίληψη. Είδε το Θεό μ’ ένα τρόπο ανώτερο απ’ ό,τι είναι δυνατό να τον δει κανείς απλώς μέσω των δώρων του. Τον είδε με άμεσο τρόπο μέσω των παθημάτων του.
Ο πιστός χρειάζεται συνεχώς να κάνει αφαίρεση των πραγμάτων του κόσμου τούτου, χρειάζεται να βάζει τα πράγματα του κόσμου τούτου στην παρένθεση της λησμονιάς, για να σκεφθεί το Θεό ο οποίος είναι πάνω από κάθε ανθρώπινη αντίληψη. Αλλά κάποτε είναι αναγκαίο ο ίδιος ο Θεός να επεμβαίνει για να θέτει στο περιθώριο τη μικρή σε σχέση με το Θεό αξία των πραγμάτων του κόσμου τούτου, την παροδική, πρόσκαιρή τους φύση σε αντίθεση με την αιωνιότητα του Θεού, για να μας δείξει πιο καθαρά την άπειρη υπεροχή του Θεού σε σύγκριση με τα δώρα του και την ανέκφραστη παρουσία του ανάμεσά μας. Σε τέτοιες περιπτώσεις μας φαίνεται πως ο ίδιος ο Θεός μας εγκαταλείπει. Αυτό γίνεται γιατί κάποτε προσκολλόμαστε στα πράγματα τόσο, που δεν μπορούμε να δούμε πλέον το Θεό. Κάποτε δημιουργούμε τόσο στενό δεσμό μεταξύ του Θεού και των πραγμάτων που δίνει, ώστε ταυτίζουμε το Θεό με αυτά τα πράγματα και ξεχνούμε τελείως το Θεό αυτόν καθ’ εαυτόν, και έτσι, αν ο Θεός δεν μας δείχνει πια το ενδιαφέρον του με το να μας δίνει δώρα, μας φαίνεται σαν να μας έχει εγκαταλείψει. Για το λόγο αυτό ο σταυρός μας φαίνεται σαν σημείο εγκαταλείψεώς μας από το Θεό. Αλλά μπορεί να συμβεί και το ότι ο Θεός πραγματικά αποσύρεται από το οπτικό μας πεδίο για να δοκιμάσει και ενδυναμώσει την επιμονή της αγάπης μας προς αυτόν.
Ακόμη και ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πάνω στο σταυρό είχε αυτό το αίσθημα της πλήρους εγκαταλείψεως από το Θεό. Αλλά ο Κύριος Ιησούς ποτέ δεν μείωσε την αγάπη του για το Θεό.
Στην πραγματικότητα ο Θεός ουδέποτε μας εγκαταλείπει, σ’ οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρισκόμαστε. Είναι πιθανόν να εξαφανιστεί για ένα χρονικό διάστημα, για μια στιγμή, από τον ορίζοντά μας, από την αντίληψή μας. Αλλά ο Θεός τον οποίον συνήθως σκεφτόμαστε με τα δεδομένα της δημιουργίας θα εμφανιστεί  σ’ εμάς στη συνέχεια, στην αληθινή μεγαλειότητα της δόξης του, που είναι απερίγραπτη και ανέκφραστη με ανθρώπινες σκέψεις και λέξεις. Να, γιατί στο Άσμα Ασμάτων αναφέρεται ότι κάποτε ο Θεός κρύβεται και στη συνέχεια αποκαλύπτεται μ’ ένα ανώτερο και πιο ένδοξο τρόπο:
«Στην κλίνη μου ευρισκομένη κατά την νύκτα αναζήτησα εκείνον τον οποίον αγάπησε η ψυχή μου. Αναζήτησα αυτόν αλλά δεν τον βρήκα. Τον φώναξα αλλά δεν με ήκουσε. Θα σηκωθώ από την κλίνη μου και θα περιδιαβώ τις αγορές και τις πλατείες της πόλης. Θα αναζητήσω εκείνον που αγάπησε η ψυχή μου. Πράγματι αναζήτησα αυτόν παντού αλλά δεν τον βρήκα. Με συνάντησαν οι νυκτοφύλακες που  περιπολούν  στην πόλη και τους ρώτηαα. Μήπως είδατε εκείνον τον οποίον αγάπησε η ψυχή μου; Απομακρύνθηκα λίγο απ’ αυτούς και δεν άργησα να βρω εκείνον που αγάπησε η ψυχή μου. Τον κράτησα με τα χέρια μου και δεν τον άφησα, μέχρις ότου τον οδήγησα στο σπίτι  της μητέρας μου,  στο εσωτερικό δωμάτιο αυτής που με γέννησε». (Άσμα Ασμάτων Γ΄)
Μόνον τότε ερχόμαστε σε μια σχέση με το Θεό, που είναι πράγματι προσωπική σχέση, μια σχέση που είναι πάνω απ’ όλα τα δημιουργήματα. Αυτή η σχέση με το Θεό δεν κυριαρχείται πια από υλικές εικόνες. Οι ιδέες μας για τα πράγματα και τα δώρα που δίνει ο Θεός εξαφανίζονται εντελώς μέσα στο φως αυτού του ίδιου του Θεού.  Εξαγνισμένοι με τον τρόπο αυτό δίνουμε τον εαυτό μας τελείως στο Θεό και ανυψωνόμαστε στο διάλογο της αγάπης μ’ αυτόν αποκλειστικά. Τότε αισθανόμαστε ότι ο Θεός είναι απείρως μεγαλύτερος από όλα του τα δώρα και όλα του τα δημιουργήματα, και ότι σ’ αυτή τη σχέση μ’ αυτόν έχουμε ανυψωθεί σ’ ένα διαφορετικό πνευματικό επίπεδο στο οποίο ξανακερδίζουμε  όλα όσα έχουμε χάσει.
Ο Χριστιανός που έχει μέσα  του την αγάπη του Θεού, και που έτσι έχει αγάπη για κάθε πρόσωπο -εκείνη την αγάπη που είναι μια άφθαρτη και ανεξάντλητη πραγματικότητα- αισθάνεται μεγαλύτερη αγαλλίαση απ’ όλες τις χαρές που μπορούν να προξενήσουν τα πράγματα του κόσμου, μεγαλύτερη χαρά από αυτήν που η ίδια η ύπαρξή του, ζώντας σαν απομονωμένο άτομο, μπορούσε ποτέ να του προσφέρει. Αυτό είναι το γεγονός το οποίο ανακαλύπτουν οι δίκαιοι μέσα στις θλίψεις τους. Αυτός ο σταυρός δίνεται στον άνθρωπο, ώστε ο ίδιος να καταλήξει να ανακαλύψει το Θεό σ’ ένα άλλο επίπεδο, σ’ ένα αποφατικό βάθος, αλλά και για να δείξει στους άλλους ανθρώπους ότι υπάρχουν εκείνοι που μπορούν να είναι προσκολλημένοι στο Θεό μ’ αυτό τον τρόπο ακόμη κι αν όλα  τα υπάρχοντά τους τα έχουν πάρει, κι ακόμη κι όταν ο ίδιος ο Θεός φαίνεται ότι έχει εξαφανισθεί από το οπτικό τους πεδίο

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...