Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Δημήτριος Στανιλοάε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Δημήτριος Στανιλοάε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιουνίου 26, 2013

Το Άγιο Πνεύμα και η Εκκλησία στη Διδασκαλία των Πατέρων. (Β΄)

Όπως ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός και ο Γρηγόριος Νύσσης έτσι και ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιβεβαιώνει ότι καθώς η διαφορά των γλωσσών στην ανοικοδόμηση του πύργου της Βαβέλ κατέστρεψε την κακή αρμονία που υπήρχε εκεί, έτσι στην Πεντηκοστή οι διάφορες γλώσσες χρησίμευσαν να φέρουν όλον τον γνωστό κόσμο σε ενότητα και να συγκεντρώσουν σε μία μοναδική σκέψη ό,τι είχε χωρισθεί. Εκχύνοντας την αγάπη του μέσα στις ψυχές, το Πνεύμα έθεσε τα θεμέλια και ανήγειρε πάνω σ’ αυτά το οικοδόμημα της Εκκλησίας.
Αλλά ο Χρυσόστομος αναπτύσσει και βαθαίνει αυτές τις οικείες έννοιες των Καππαδοκών Πατέρων και ιδιαίτερα την έννοια ότι τα μέλη του συνόλου είναι περισσότερο από απλώς διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά στην πραγματικότητα κατέχουν ένα κοινό στοιχείο που τα συνενώνει. Το σώμα χαρακτηρίζεται ακριβώς από την ενότητα ορισμένων εντελώς διαφορετικών μελών. Εάν τα μέλη δεν ήσαν διαφορετικά δεν θα υπήρχε καθόλου σώμα. Εάν τα μέλη ήσαν μόνον διαφορετικά, δεν θα σχημάτιζαν ενότητα και συνεπώς και γι’ αυτό τον λόγο δεν θα υπήρχε σώμα. Εμπνεόμενος από τους λόγους του Απ. Παύλου «ει δε ην τα πάντα εν μέλος, πού το σώμα;» (Α’ Κορ. ιβ ‘ 19), ο Χρυσόστομος λέει: «Αυτό δε που λέγει σημαίνει το εξής· εάν δε υπήρχε μεταξύ σας μεγάλη διαφορά, δεν θα είσαστε σώμα· εφόσον δε δεν θα είσαστε σώμα, δεν θα είσαστε ένα· εφόσον δε δεν θα είσαστε ένα δεν θα είσαστε ισότιμοι. Ώστε λοιπόν εάν όλοι είσαστε ισότιμοι, δεν θα είσαστε σώμα· εφόσον όμως δεν θα είσαστε ένα πώς θα είσαστε ισότιμοι; Τώρα όμως, επειδή δεν έχετε όλοι το ίδιο χάρισμα γι΄ αυτό είστε σώμα· αφού δε είστε σώμα, όλοι είστε ένα, και δεν διαφέρετε καθόλου μεταξύ σας ως προς το ότι είστε σώμα· ώστε αυτή η διαφορά είναι κατ’ εξοχήν που φέρει την ισοτιμίαν». (Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄)
the-holy-spirit-1
Εδώ ο Χρυσόστομος συλλαμβάνει τον παράδοξο χαρακτήρα ενός οργανικού συνόλου που αποκαλύπτεται συγχρόνως στην εσωτερική του διαφοροποίηση και στην ενότητά του. Το παράδοξο είναι ότι μέσα σ’ αυτό το οργανικό σύνολο η ισότητα όλων των μελών οφείλεται, ακριβώς στο γεγονός της διαφοροποιήσεώς τους. Για να κάνει σαφή επεξήγηση ο Χρυσόστομος λέει σ’ εκείνους που έχουν μικρότερα χαρίσματα να μη φθονούν εκείνους με τα μεγαλύτερα χαρίσματα. « Εάν όμως ακόμη στενοχωρείσαι, σκέψου ότι το δικό σου έργο εκείνος πολλές φορές δεν μπορεί να το κάνει. Ώστε και αν είσαι κατώτερος, πλεονεκτείς ως προς αυτό· και αν εκείνος είναι ανώτερος, είναι κατώτερος ως προς αυτό και έτσι επέρχεται ισότητα». (Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄)
Μετά τις παρατηρήσεις του για το παράδοξο ο Χρυσόστομος παρέχει μιαν εξήγηση. Η ισότητα τιμής μεταξύ των μελών οφείλεται στο γεγονός ότι επιτελούν ένα κοινό έργο, ότι τα μικρότερα μέλη παίρνουν μέρος στην εκπλήρωση μεγάλων έργων με την μεσολάβηση των μεγαλυτέρων μελών και ότι η αδιαίρετη αξία του κοινού επιτεύγματος εξαπλώνεται σαν φωτοστέφανο που στεφανώνει όλα τα μέλη που συμμετείχαν στο έργο. Διότι στο σώμα ακόμη και το έργο των πιο μικρών μελών πρέπει να εκτιμάται, γιατί αν δεν υπάρχουν, ακόμη και τα πιο σημαντικά μέλη πάσχουν. «Διότι τι είναι ευτελέστερο στο σώμα από τις τρίχες; Αν όμως αφαιρέσεις αυτές τις ευτελείς από τα φρύδια και τα βλέφαρα, θα αφανίσεις όλη την ωραιότητα του προσώπου και ο οφθαλμός δεν θα φαίνεται καθόλου ωραίος όπως πριν. Αν και η ζημιά βέβαια είναι ασήμαντη αλλά και έτσι καταστράφηκε όλη η ομορφιά· όχι δε μόνο η ομορφιά αλλά και κάτι που είναι απαραίτητο στους οφθαλμούς». (Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄).
Αυτό υπονοεί ότι η ενότητα του οργανισμού είναι σε όλα τα μέλη και συντηρείται απ’ όλα τα μέλη, και το συμπέρασμα του Χρυσοστόμου δεν αφήνει ασαφή σημεία στην επεξήγησή του: «Διότι κάθε ένα από τα μέλη μας έχει και ιδιαίτερη ενέργεια και κοινή, και ωραιότητα επίσης και ιδιαίτερη και κοινή υπάρχει μέσα μας». (Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄)
Αυτό είναι το μυστήριο της οργανικής ενότητας, και είναι επίσης το μυστήριο της Εκκλησίας ως συνόλου —αυτό το κοινό στοιχείο που συνενώνει τα μέλη, που εκλάμπει από αυτά όλα, και που διακονείται από όλα. Ο Χρυσόστομος ομιλεί για την ιδιαίτερη λειτουργία και την κοινή λειτουργία του κάθε μέλους σαν να ήσαν δύο διαφορετικά πράγματα. Αλλά η διάκριση αυτή μπορεί να γίνει μόνον στον νου. Στην πραγματικότητα, ακριβώς όσο κάθε μέλος εκτελεί την δική του ιδιαίτερη δραστηριότητα τόσο συντελεί στην ευεξία ολόκληρου του οργανισμού και αυτό είναι η κοινή δραστηριότητα. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνον με το γεγονός ότι κάθε μέλος κάνει την δική του εργασία με την βοήθεια ολόκληρου του οργανισμού, ή μάλλον ότι ολόκληρος ο οργανισμός εργάζεται δι’ εκάστου μέλους. Στην Εκκλησία το ίδιο Πνεύμα είναι αυτό που διεξάγει την κοινή δραστηριότητα μέσω κάθε πιστού. Ως εκ τούτου τα μέλη είναι ίσα στην τιμή διότι το έργο που γίνεται μέσω ενός συγκεκριμένου μέλους είτε είναι σπουδαία είτε ασήμαντη, ο ίδιος ολόκληρος οργανισμός είναι αυτός που την κάνει και κάθε μέλος είναι απαραίτητο κατά τον ίδιο τρόπο για την σύνθεση και διατήρηση του συνόλου.
«Μη πεις λοιπόν ότι ο τάδε είναι τυχαίος, αλλά σκέψου ότι είναι μέλος εκείνου του σώματος που συγκροτεί το παν· και όπως ο οφθαλμός, έτσι και αυτός ως μέλος κάνει το σώμα να είναι σώμα. Διότι όπου οικοδομείται το σώμα, κανείς δεν έχει τίποτε περισσότερο από τον πλησίον. Καθόσον δεν είναι αυτό που κάνει το σώμα, δηλαδή το να είναι άλλο μεν μεγαλύτερο, άλλο δε μικρότερο, αλλά το να είναι πολλά και διάφορα. Όπως δηλαδή εσύ, επιδή είσαι μεγαλύτερος συνιστάς το σώμα, έτσι και αυτός επειδή είναι μικρότερος. Ώστε η κατωτερότητα αυτού, αφού είναι απαραίτητη για να οικοδομήσει το σώμα, γίνεται για σένα ισότιμη στην ωραία αυτή συνεισφορά· διότι έχει για σένα την ίδια δυνατότητα· και είναι φανερό από εκεί» (Α΄Κορινθ. Ομιλ. ΛΑ΄).
Λόγω της παρουσίας και ικανότητας ολόκληρου του οργανισμού σε καθένα από τα μέλη του «και φαίνεται μεν ότι αυτά είναι ανεξάρτητα, ενώ είναι συνδεδεμένα με τελειότητα, και όταν καταστραφεί το ένα αφανίζεται μαζί και το άλλο. Πρόσεχε δε. Ας υποθέσουμε ότι οι οφθαλμοί είναι λαμπεροί, η παρειά χαμογελαστή, το χείλος ερυθρό και η μύτη ευθεία και το φρύδι μακρύ· εάν όμως βλάψεις οποιοδήποτε από αυτά, έβλαψες όλη την ωραιότητα γενικά από όλα και όλα γέμισαν από λύπη και όλα όσα πριν από αυτό ήταν ωραία θα φανούν άσχημα» (Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄).
Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδιαχώριστες οι λειτουργίες των μελών, γεγονός που καταδεικνύει ότι η ιδιαίτερη λειτουργία κάθε μέλους είναι συγχρόνως λειτουργία του συνόλου, μία κοινή λειτουργία του ενός οργανισμού και, κατά μιαν άποψη, και όλων των άλλων μελών εν ω μέτρω υποστηρίζει τις δικές του λειτουργίες.
«Εάν δε θέλεις να δεις να συμβαίνει το ίδιο και στη λειτουργία του χεριού, αφαίρεσε ένα δάκτυλο και θα δεις τα υπόλοιπα λιγότερο αποδοτικά και να μη μπορούν να κάνουν με τον ίδιο τρόπο όσα κάνουν. Επειδή λοιπόν η ζημιά ενός μέλους είναι κοινή βλάβη και κοινή ωραιότητα η σωτηρία, ας μη υπερηφανευόμαστε, ούτε να επεμβαίνουμε στις υποθέσεις των πλησίον. Διότι χάρις σε εκείνο το μικρό μέλος είναι καλό και ωραίο και το μεγάλο, και με τις βλεφαρίδες γίνεται ωραίος ο οφθαλμός. Ώστε όποιος πολεμά τον αδελφό, τον εαυτό του πολεμά, διότι οι συνέπειες της βλάβης δεν σταματούν σ’ εκείνον, αλλά και ο ίδιος δεν θα πάθει μικρότερη ζημιά…Και αυτήν την εικόνα του σώματος ας μεταφέρουμε τώρα και στην Εκκλησία και ας φροντίζουμε για όλους σαν να είναι δικά μας μέλη». (Α΄Κορινθ. Ομιλ. Λ΄).
Αλλού ο Χρυσόστομος ομιλεί γι’ αυτήν την ίδια αμοιβαία εξάρτηση ή κοινωνία μεταξύ των δραστηριοτήτων των διαφορετικών μελών: «Πάλιν, εάν οι οφθαλμοί πάθουν κάτι, όλα πονούν και όλα αδρανούν· και ούτε τα πόδια βαδίζουν, ούτε τα χέρια εργάζονται, ούτε η κοιλία απολαμβάνει τα συνήθη, αν και η πάθηση είναι των οφθαλμών…Διότι οι οφθαλμοί είναι συνδεδεμένοι με εκείνα, και κατά τρόπο άρρητο, πάσχει όλο το σώμα. Διότι, εάν δεν συνέπασχε δεν θα δεχόταν να φροντίζει εξ ίσου για όλα τα μέλη…Στεφανώνεται η κεφαλή και δοξάζεται ο όλος άνθρωπος· ομιλεί το στόμα και γελούν και ευφραίνονται οι οφθαλμοί· αν και η τιμή είναι της γλώσσας και όχι της ωραιότητας των οφθαλμών» (Α΄Κορινθ. Ομιλ. ΛΑ΄).
Αφού εξήγησε έτσι τους λόγους του Απ. Παύλου «είτε πάσχει έν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. ιβ’ 26), ο Χρυσόστομος επιμένει σ’ εκείνο το κοινό στοιχείο που όλα τα μέλη ζουν: «Διότι γι’ αυτό, λέγει, έκανε κοινή και τη φροντίδα με το ότι δημιούργησε ένωση μέσα σε τόση διαφορά, ώστε και σε όσα συμβαίνουν να υπάρχει στενή σύνδεση και κοινωνία. Διότι, εάν η φροντίδα για τον πλησίον είναι κοινή σωτηρία, κατ’ ανάγκην και η τιμή και η λύπη πρέπει να είναι κοινή. Τρία πράγματα λοιπόν απαιτεί εδώ· το να μη διαιρούνται, αλλά να είναι συνενωμένοι τελείως, το να φροντίζουν εξ ίσου ο ένας για τον άλλο και να θεωρούν όσα τους συμβαίνουν κοινά». (Α΄Κορινθ. Ομιλ. ΛΑ΄)
Από αυτές τις λίγες γραμμές του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου πρέπει να κρατήσουμε τη γενική ιδέα της παρουσίας και ενεργείας ολοκλήρου του οργανισμού σε κάθε μέλος. Αυτό το σύνολον (όλον) στο θέμα μας είναι η Εκκλησία. Διά της Εκκλησίας κάθε μέλος ολοκληρώνει το δικό του έργο, αλλά κατά τέτοιον τρόπο που συγχρόνως να γίνεται κοινό έργο, μία δραστηριότητα της Εκκλησίας για την Εκκλησία. Αυτό που δίνει στην Εκκλησία αυτόν τον χαρακτήρα της «ολότητας» είναι το Άγιο Πνεύμα, διότι, στην τελευταία ανάλυση, αυτό είναι που δίνει τα διάφορα χαρίσματα και συντελεί συνεπώς να χρησιμοποιούνται προς εξυπηρέτηση του συνόλου και να εμφανίζονται ως κοινά χαρίσματα προς χάριν του συνόλου. «Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα». (Α ‘ Κορ. ιβ ‘ 4). Το Πνεύμα είναι το ίδιο· είναι πλήρως σ’ ολόκληρη την Εκκλησία και πλήρως σε κάθε μέλος.
Επειδή το Πνεύμα είναι παρόν σε κάθε πιστό και έτσι είναι η δύναμη που συγκρατεί όλους μαζί, μπορούμε να πούμε ότι όλοι οι πιστοί βρίσκονται σ’ αυτό. Από αυτή την άποψη το Πνεύμα μοιάζει μ’ ένα είδος πνευματικού «περιβάλλοντος» στο οποίο όλοι συγκεντρώνονται, ή με μια γέφυρα που συνενώνει όλους. Ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Διότι το Πνεύμα ονομάζεται ο χώρος εκείνων που αγιάζονται», και ασφαλώς είναι το ζωογόνο υγρό ή «χώρος», μία ατμόσφαιρα μέσα στην οποία και από την οποία όλοι όσοι συγκροτούν την Εκκλησία ζουν και κινούνται πνευματικά.
Συναντούμε αυτή την ιδέα κατά εκπληκτικό τρόπο στον σύγχρονο διανοητή Μartin Buber που ομιλεί για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον άλλο μέσα σε μια «σφαίρα» την οποία και οι δύο μοιράζονται, αλλά η οποία εκτείνεται πέρα από την ιδιαίτερη περιοχή του ενός ή του άλλου. Κατά τον Βuber η εκπληκτική συνάντηση μεταξύ δύο δεν είναι κάτι συναισθηματικό, αλλά «οντολογικό» και αυτό το οντολογικό στοιχείο δεν βρίσκεται μέσα στις δύο υπάρξεις αλλά μεταξύ τους. Στον διάλογο μεταξύ δύο υπάρχει ένας τρίτος που υπερβαίνει το ατομικό και το κοινωνικό, και το υποκειμενικό και το αντικειμενικό. «Στη μικρή μεθόριο όπου το “Εγώ” και το “Εσύ” συναντώνται βρίσκεται το Βασίλειο του Μεταξύ». Αυτή η πραγματικότητα επιτρέπει την υπέρβαση του ατομισμού και του είδους κοινωνικής ζωής που είναι ολέθρια για τα πρόσωπα, ακριβώς όπως επιτρέπει την ίδρυση μιας αυθεντικής κοινωνίας. Μόνον μέσα σ’ αυτή τη ζωντανή σχέση ανανεώνεται η ζωή του ανθρώπου.
Αυτή η ζωντανή σχέση πραγματοποιείται μέσα στο Άγιο Πνεύμα γιατί και το ίδιο είναι ζωντανό. Είναι ζωή, αυτό που δίνει ζωή στους δύο (ή περισσότερους από δύο) που συναντώνται εν αυτώ, με την μόνη προϋπόθεση ότι αληθινά συναντώνται εν αυτώ. Ένας μόνος δεν μπορεί να μπει σ’ αυτό το περιβάλλον, διότι βρίσκεται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων και ποτέ δεν περικλείεται μέσα στα όρια του μοναχικού.
Συγχρόνως το Άγιο Πνεύμα είναι ένα Πρόσωπο μεταξύ των δύο. Είναι το Πρόσωπο που συντηρεί τη σχέση, όχι απλώς ένα απρόσωπο περιβάλλον. Ίσως, ακριβώς επειδή είναι το Πρόσωπο που συντηρεί σχέσεις, είναι το Πρόσωπο που δίνει ζωή. Διότι ένα πρόσωπο έρχεται στη ζωή πάντοτε και μόνον «μέσα σε μια σχέση». Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κατέχει κανείς το Άγιο Πνεύμα σε ατομική απομόνωση. Ως εκ τούτου το Πνεύμα δίνει τον εαυτόν του μέσα στην Εκκλησία της Καινής Διαθήκης ακριβώς όπως έκανε στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή, ειδικά για την εξυπηρέτηση της κοινότητας. Δίδεται προς χάριν του ιερατικού λειτουργήματος. Ακόμη και τα χαρίσματα του Μυστηρίου του Χρίσματος δίδονται για το γενικόν ιεράτευμα, για την ενίσχυση της διακονίας. Ο Σωτήρας έδωσε το Πνεύμα στους Αποστόλους από κοινού (Ιωάν. κ’ 22)· την ημέρα της Πεντηκοστής το Άγιο Πνεύμα κατήλθε στους Αποστόλους από κοινού· με τη σειρά τους οι Απόστολοι τουλάχιστον δύο απ’ αυτούς μαζί απένειμαν το Πνεύμα σ’ αυτούς που βαπτίσθηκαν (Πράξεις η’ 14-17)· και ακόμη μέχρι σήμερα το χρίσμα, με το οποίο όσοι λαμβάνουν τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος αλείφονται, καθαγιάζεται από ομάδα επισκόπων που αντιπροσωπεύουν ολόκληρη την Εκκλησία.
Όλοι έχουμε μέσα μας την παρόρμηση να υπερβούμε το εγώ μας και να είμαστε μέσα στον άλλον, αν και χωρίς να συγχέουμε τον εαυτό μας με τον άλλον ή τον άλλον με τον εαυτό μας. Είναι μόνον αμαρτία που τείνει να συγχέει άλλους μέσα στον εαυτό μας εκμηδενίζοντάς τους. Διότι όλοι μας θέλουμε να είμαστε «μεταξύ» του εαυτού μας και του άλλου, είμαστε πράγματι όλοι, κατά κάποιο τρόπο ακόμη ελλιπείς, μεταξύ του εαυτού μας και του άλλου.
Το Άγιο Πνεύμα κατέχει αυτή την ιδιότητα στον υψηλότερο και πληρέστερο βαθμό. Συγκεντρώνει στον εαυτό του το ένα και το άλλο. Είναι μεταξύ του ενός και του άλλου, αλλά ως κάτι περισσότερο από μόλις μία επιθυμία μεταξύ τους: είναι μία ζωντανή πραγματικότητα. Συνεπώς «ο τα πάντα πληρών» είναι και αυτός που εκπληρώνει την επιθυμία μας για κοινωνία. Εν αυτώ βρίσκουμε αληθινά μία θέση «μεταξύ» του εαυτού μας και του άλλου. Είναι το μέσο σημείο μεταξύ μας, το περιβάλλον μέσα στο οποίο πράγματι υπερβαίνουμε και το ένα και το άλλο. Αυτή η ιδιότητα του Αγ. Πνεύματος είναι εμφανής πρώτ’ απ’ όλα στην εσωτερική ζωή της Αγίας Τριάδος. Εκπορεύεται ή εκχύνεται συνεχώς από τον Πατέρα προς τον Υιό και εκλάμπει στον Πατέρα από τον Υιό στον οποίον αναπαύεται. Δεν εκπορεύεται και από τον Υιό, διότι παραμένει αιωνίως μεταξύ του Πατέρα και του Υιού. Δεν εκπορεύεται πέραν του Υιού επειδή δεν έχει πού να πάει. Και το Πνεύμα δεν μπορεί να εκπορεύεται από τον Υιό προς τον Πατέρα, διότι στις αμοιβαίες σχέσεις τους ο Πατέρας πρέπει να διατηρεί αμετάβλητη τη θέση του ως Πατέρας και ο Υιός την θέση του ως Υιός.
Ακριβώς επειδή το Πνεύμα δεν εκπορεύεται «και από τον Υιό», ούτε πέραν του Υιού, αλλά παραμένει ως ο δεσμός μεταξύ Πατέρα και Υιού, μας συγκεντρώνει εν τω Υιώ, το πρόσωπο του οποίου είναι πάντα εστραμμένο προς τον Πατέρα. Η κοινωνία μ’ εμάς και μεταξύ μας που ενεργεί δεν είναι κάτι εκτός από τον Υιό και την Αγία Τριάδα.
Διά του Πνεύματος εμείς, που έχουμε ενωθεί εν τω Υιώ, έχουμε μίαν υιική σχέση προς τον Πατέρα, όχι ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, προφανώς, ως φυσικοί υιοί που γεννήθηκαν από τον Πατέρα, αλλά όπως οι υιοί που έχουν υιοθετηθεί διά του Πνεύματος πράγμα που σημαίνει, έχουμε συγκεντρωθεί σε ένα κάτω από την ίδια επισκιάζουσα παρουσία του Πνεύματος στο οποίο είναι και ο Υιός και διά του οποίου ο Υιός συνδέεται προς τον Πατέρα. Σχετιζόμαστε μεταξύ μας ως αδελφοί και ο Ιησούς Χριστός είναι Αδελφός για όλους εμάς ανάμεσά μας.
Ο Σωτήρας έχει πει: «Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. ιη’ 20). Είναι «εν μέσω» δύο ή τριών (ή περισσοτέρων) εν τω αγίω Πνεύματι. Το Πνεύμα είναι ένα είδος «μέσου», ένα «περιβάλλον» για τους πιστούς. Μ’ αυτήν την έννοια λέει ο ιερέας στη θεία Λειτουργία «ο Χριστός είναι εν μέσω ημών». Όταν ο Χριστός είναι εν μέσω των πιστών Του με το Πνεύμα Του, δεν είναι σ’ ένα περιβάλλον απομονωμένο από την ύπαρξη του ανθρώπινου γένους· μάλλον, να είναι ο Χριστός «εν μέσω» σημαίνει ότι είναι σ’ ένα περιβάλλον, που συνενώνει τους ανθρώπους σε ένα, όπως μια γέφυρα που εκτείνεται μεταξύ τους.
Η Ορθοδοξία συνεπώς δεν εξηγεί την Εκκλησία από μία αποκλειστικώς χριστολογική άποψη: η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού μόνον επειδή το ίδιο Πνεύμα του Υιού έχει ενώσει όλα τα μέλη της εν Χριστώ ως αδελφούς Του και ως αδελφούς μεταξύ τους, και με αυτή την ενέργεια τους έχει όλους συνενώσει μέσα σε μία υιική σχέση προς τον Πατέρα.
(π. Δημητρίου Στανιλοάε, «Θεολογία και Εκκλησία», εκδ. Τήνος, σ.55-61).

Το Άγιο Πνεύμα και η Εκκλησία στη Διδασκαλία των Πατέρων. (Α΄)

Οι Πατέρες δείχνουν μια καταπληκτική ενότητα σκέψεως στον τρόπο που μιλούν για την σχέση του Αγίου Πνεύματος με την Εκκλησία. Σ’ ερμηνευτικά σχόλια των γεγονότων της Πεντηκοστής, ο Αγ. Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός λέει ότι ή οι ακροατές όλοι καταλάβαιναν στις δικές τους γλώσσες αυτά που οι Απόστολοι έλεγαν σε μία μόνον γλώσσα, ή οι Απόστολοι μιλούσαν στις διαφορετικές γλώσσες αυτών που ήσαν παρόντες. (Ο Γρηγόριος αποκλίνει προς την δεύτερη αυτή άποψη). Οπωσδήποτε, όμως, όπως ακριβώς η εμφάνιση της ποικιλίας των γλωσσών στην οικοδομή του πύργου της Βαβέλ εσήμαινε ότι όσοι βρίσκονταν εκεί δεν μπορούσαν πλέον να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, έτσι κατά την ίδρυση της Εκκλησίας η ίδια ποικιλία των γλωσσών έγινε το μέσον διά του οποίου επιτεύχθηκε αρμονία μεταξύ όλων των παρευρισκομένων εκεί, διότι όλοι καταλάβαιναν το ίδιο πράγμα. «Διότι από ένα και το αυτό πνεύμα η ίδια κατανόηση εκχύθηκε σε όλους και όλοι επαναφέρονται σε μία μόνον αρμονία (εις μίαν αρμονίαν πάλιν συνάγεται)».
pentikosti
Ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης στην ερμηνεία του αυτών των ίδιων γεγονότων της Πεντηκοστής, δηλαδή της καθόδου του Αγ. Πνεύματος με την μορφή πύρινων γλωσσών και το κήρυγμα των Αποστόλων στις διάφορες γλώσσες των παρευρισκομένων εκεί λέει, ότι διά του Αγίου Πνεύματος «εκείνοι που ήσαν χωρισμένοι σε πολλές διάφορες γλώσσες εντελώς ξαφνικά είχαν την ίδια κοινή γλώσσα με τους Αποστόλους (ομογλώσων τοις μαθηταίς γεγενημένων). Διότι ήταν ανάγκη αυτοί, που είχαν σπάσει την ενότητα της γλώσσας (την ομοφωνία) όταν κτιζόταν ο πύργος, να επιστρέψουν σ’ αυτήν την ενότητα την στιγμή της πνευματικής ανοικοδομήσεως της Εκκλησίας».
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με την γέννηση ενός κοινού τρόπου σκέψεως σ’ εκείνους που προσέρχονται στην πίστη, που τους κάνει να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, παρ’ όλες τις διαφορές εκφράσεως που ενδέχεται να υπάρχουν μεταξύ τους. Γι’ αυτούς που μπήκαν στην Εκκλησία την πρώτη Πεντηκοστή αυτό το φαινόμενο συνέβη συγχρόνως με την γέννηση της Εκκλησίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε ακριβώς διά της εμφυσήσεως σ’ όλους τους πιστούς μιας κοινής αντιλήψεως, μιας αντιλήψεως που συμμερίζονταν και οι πιστοί και οι Απόστολοι κατά το ίδιο μέτρο. Κατ’ αυτήν την έννοια η Εκκλησία είναι το αντίθετο του Πύργου της Βαβέλ: η πρώτη ένωνε αυτούς που συμφωνούσαν να εργάζονται στην οικοδομή της και να οικοδομηθούν σ’ αυτή, ενώ η δεύτερη τους χώριζε, τους έκανε αδύνατο να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο και έτσι τους στερούσε από αυτή την κοινή αντίληψη. Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι ο συγγραφέας του The Shepherd of Hermas επίσης παρέστησε την Εκκλησία ως έναν πύργο στον οποίο είναι οικοδομημένοι όλοι όσοι έχουν τον ίδιο κοινό νου.
Αυτό το κοινό πνεύμα που ανήκει σ’ αυτούς που έχουν μπει στην Εκκλησία δεν σημαίνει όμως ομοιομορφία σ’ όλα τα πράγματα. Το γεγονός ότι όλοι εκείνοι που έλαβαν την ίδια αντίληψη διατήρησαν τις διαφορετικές τους γλώσσες συμβολίζει αυτή την ενότητα μέσα σε ποικιλομορφία.
Η ίδια ενότητα μέσα σε ανομοιότητα εκφράζεται άμεσα από την διαφορά των δωρεών που εκχύνονται από το ίδιο Πνεύμα. Διότι, παρ’ όλα αυτά, είναι το ίδιο Πνεύμα που συνδέει όλους αυτούς που είναι προικισμένοι με διαφορετικές δωρεές. Ένας που λαμβάνει ένα συγκεκριμένο δώρο χρειάζεται το χάρισμα ενός άλλου για να αξιοποιήσει το δικό του και να συμπληρώσει αυτό που του λείπει. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο ίδιος άνθρωπος με το χάρισμά του συντελεί στην πλήρη χρησιμοποίηση του χαρίσματος ενός άλλου, βοηθώντας έτσι τον αδελφό του στην ιδιαίτερή του πληρότητα. Λόγω των διαφορετικών δωρεών που έχουν λάβει όλοι εξαρτώνται από το ίδιο Πνεύμα καθώς και ο ένας από τον άλλον.
Μετά την εξέταση της «αρμονίας» που δημιουργήθηκε την Πεντηκοστή και που βασίλευε μεταξύ των Αποστόλων και του πλήθους των πιστευσάντων και που πράγματι ακόμη βασιλεύει μεταξύ εκείνων που ήλθαν μετά από αυτούς, ο Αγ. Γρηγόριος Νανζιαζηνός συνεχίζοντας λέει: «Και υπάρχει μια διάκριση μεταξύ των δωρεών, διότι χρειάζεται ένα άλλο χάρισμα για να διακρίνει κανείς ποιό είναι το καλύτερο χάρισμα». Ο Γρηγόριος εδώ ακολουθεί πλήρως τον Απ. Παύλο που είπε ότι μερικοί μιλούν ενώ άλλοι κρίνουν και ερμηνεύουν, προσθέτοντας, αφού είχε κάνει σύγκριση μεταξύ των διαφορετικών χαρισμάτων και των διαφόρων μελών του σώματος: «ει δε ην τα πάντα εν μέλος, πού το σώμα; νυν δε πολλά μεν μέλη, εν δε σώμα». (Α’ Κορινθ. ιβ ‘ 19-20).
Το Πρόσωπο, που δημιουργεί ένα μοναδικό Σώμα από όλους τους πιστούς που ο καθένας είναι προικισμένος με το δικό του διαφορετικό χάρισμα, είναι το Άγιο Πνεύμα. Συνδέει τους ανθρώπους τον έναν με τον άλλον και δημιουργεί στον καθένα την συνείδηση ότι ανήκει σ’ όλους τους άλλους. Εντυπώνει στους πιστούς την πεποίθηση ότι το χάρισμα του καθενός υπάρχει χάριν των άλλων· το Πνεύμα είναι ο πνευματικός δεσμός μεταξύ των ανθρώπων, η ενοποιούσα δύναμη που ενώνει το σύνολον, η δύναμη συνοχής στην κοινότητα. Όπως ακριβώς τα όργανα του σώματος έχουν μέσα τους μία δύναμη που τα συγκρατεί όλα μαζί, έτσι το Άγιο Πνεύμα, παρόν μέσα στους πιστούς, είναι η δύναμη που τους κρατά μαζί σ’ ένα σύνολο και τους κάνει να συνειδητοποιούν το γεγονός ότι η ολοκλήρωση είναι δυνατή μόνον μέσω των άλλων. Αυτή η συστατική δύναμη του όλου σώματος, η «δύναμις του όλου», η συνθετική δύναμη, υπάρχει σε καθένα από τα μέρη και παντού στην ενότητα που μαζί αποτελούν: πάρεστι εν τω όλω. Αυτό είναι που δίνει στην Εκκλησία τη φύση ενός συνόλου, και απ’ όλα τα μέρη της σχηματίζει μια μοναδική ενότητα και με αυτό τον τρόπο της δίνει τον χαρακτήρα της καθολικότητας που εκφράζει την ελληνική λέξη γι’ αύτη την έννοια της ολότητας: καθολικότητα (καθ’ όλον).
Λόγω αυτής της ποικιλίας τα χαρίσματα συμπληρώνουν το ένα το άλλο και ικανοποιούν κάθε πνευματική ανάγκη των πιστών και ολόκληρης της Εκκλησίας. Αυτό είναι που κάνει την Εκκλησία ένα εύρυθμο σύνολον. Όλοι οι πιστοί που έχουν λάβει δωρεές, και συνεπώς λειτουργήματα, μέσα στην Εκκλησία υποτάσσονται στο όλο σώμα και το διακονούν. Μέσα σε κάθε μέλος βλέπουμε το Πνεύμα που είναι παρόν σ’ ολόκληρη την Εκκλησία και που επιθυμεί να ικανοποιούνται οι ανάγκες ολόκληρης της Εκκλησίας διά της αδιάκοπης δραστηριότητας κάθε πιστού. Το γεγονός ότι το Πνεύμα που είναι παρόν μέσα σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, ενεργεί επίσης μέσα στον έναν ή τον άλλον κληρικό, δεν κάνει καθόλου λιγότερο εξηρτημένον από το Πνεύμα που είναι παρόν μέσα σ’ ολόκληρη την Εκκλησία τον πιστόν αυτόν.
Ο Μέγας Βασίλειος εκφράζει αυτές τις έννοιες με τα ακόλουθα λόγια: «Δεν είναι σαφές και αναμφισβήτητο ότι η τάξις της Εκκλησίας διατηρείται διά του Αγίου Πνεύματος; Διότι έδωσε στην Εκκλησία, λέει, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων… (Α’ Κορινθ. ιβ ‘ 28). Αυτή η διευθέτηση και προικοδότηση των δωρεών έχει αποφασισθεί από το Πνεύμα». Το Πνεύμα δημιουργεί τις γεμάτες χάρη δομές της Εκκλησίας, αλλά ακριβώς ως δομές της Εκκλησίας, ως μέλη του Σώματος, υποταγμένες στο Σώμα και με τις οποίες και διά των οποίων εκφράζεται η ζωή του Σώματος. Το Σώμα του Χριστού δεν είναι καθόλου ένα χάος χωρίς δομές, αλλά από την άλλη μεριά, αυτές οι δομές δεν είναι ανεξάρτητες από το Σώμα ούτε υπάρχει καμία δομή ανώτερη από το Σώμα.
Οι πιστοί μπορούν να παραμένουν ενωμένοι λόγω της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, η ίδια δύναμη με την οποία παρίσταται στα διάφορα χαρίσματα, εν ω μέτρω είναι παρών ολοσχερώς σε κάθε άνθρωπο. Ο Αγ. Βασίλειος επιμένει σ’ αυτήν την έννοια: «Αυτός (το Άγιο Πνεύμα) είναι πλήρως (όλον) στον καθέναν και πλήρως παντού».
Αλλά το Πνεύμα παρευρίσκεται πλήρως σε κάθε μέλος με ένα διαφορετικό χάρισμα, ή με αμοιβαίως ανεξάρτητες δωρεές που, ούτε εξομοιώνουν όλα τα μέλη, ούτε τους επιτρέπουν να εργάζονται απομονωμένα το ένα από το άλλο, διότι ούτε ένα μέλος δεν μένει ανεξάρτητο από τα άλλα. Ο Μέγας Βασίλειος εκφράζει αυτή την έννοια υιοθετώντας την εικόνα του Απ. Παύλου των μελών του σώματος που συγκρατούνται από την ενωτική δύναμη του όλου: «Αλλά το Πνεύμα γίνεται επίσης κατανοητό ως όλον υπάρχον εις τα μέρη διά της διανομής των χαρισμάτων. Διότι αν και οι δωρεές και η χάρη που ο Θεός μας έχει δώσει μπορεί να διαφέρουν, είμαστε βεβαιότατα μέλη ο ένας του άλλου. Συνεπώς “ου δύναται δε οφθαλμός ειπείν τη χειρί· χρείαν σου ουκ έχω• ή πάλιν η κεφαλή τοις ποσίν· χρείαν υμών ουκ έχω” (Α’ Κορ. ιβ’ 21). Αλλά όλα μαζί συγκροτούν το πλήρες Σώμα του Χριστού εν τη ενότητι του Πνεύματος και παρέχουν αμοιβαίως το ένα στο άλλο από τα χαρίσματά τους το όφελος που καθένα χρειάζεται (αλλήλοις δε αναγκαίαν την εκ των χαρισμάτων αντιδίδωσιν ωφέλειαν)». Εδώ ο Μέγας Βασίλειος λύνει με πίστη το πρόβλημα πως να επιτευχθεί ενότητα μεταξύ των μελών της Εκκλησίας χωρίς να γίνονται όλοι ομοιόμορφοι. Ακριβώς όπως οι σωματικές λειτουργίες συνδέονται ειδικά με τα διάφορα μέλη του σώματος, έτσι στην Εκκλησία χαρίσματα και λειτουργήματα δεν περιφέρονται από το ένα μέλος στο άλλο. Και όμως, την «ωφέλεια» που απορρέει από αυτά την μοιράζονται όλα τα μέλη, ακριβώς όπως στο σώμα το χέρι παραμένει χέρι με τη δική του λειτουργία και το πόδι παραμένει πόδι, αλλά το καθένα από αυτά εκτελώντας τον προορισμό του ωφελείται και από την λειτουργία των άλλων μελών και από τη ζωτική δύναμη του όλου σώματος, και επίσης μεταδίδει με τη σειρά του στα άλλα μέλη και σ’ ολόκληρο το σώμα την ωφέλεια της δικής του ειδικής λειτουργίας.
Ο Αγ. Βασίλειος συνεχίζει: «Ο Θεός έβαλε καθένα από τα μέλη στο σώμα όπως θέλησε. Αλλά τα μέλη συμμερίζονται μια κοινή ευθύνη για το ίδιο πράγμα. Φροντίζουν το ένα για το άλλο και συμμετέχουν σε μια πνευματική κοινωνία, διότι κατέχουν μέσα τους μία κοινή σύμπνοια. Ως εκ τούτου «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α΄ Κορ. ιβ ‘ 26). Και το ίδιο ισχύει και για εμάς, είμαστε ως μέρη ενός συνόλου (εν όλω) εν τω Πνεύματι «και γαρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν» (Α’ Κορινθ. ιβ’ 13).
Στην πνευματική τους κοινωνία (πνευματική κοινωνία – κοινωνία εν τω Πνεύματι) και την κοινή συμπάθεια, τα μέλη του Μυστικού Σώματος, δηλαδή τα μέλη της Εκκλησίας, βιώνουν την ενότητα που συμμερίζονται ως ακέραιο σύνολον. Αυτή η ενότητα, παραγόμενη και διατηρούμενη από το Πνεύμα και μέσα στο Πνεύμα, επεκτείνεται μεταξύ τους σ’ ένα επίπεδο πνευματικής εμπειρίας.
Το Άγιο Πνεύμα είναι το «Πνεύμα της κοινωνίας», δηλαδή, της ενότητας ενός συνόλου στο οποίο τα μέλη δεν λειώνουν μαζί για να σχηματίσουν ένα μόνο μέρος. Μ’ αυτή την έννοια η καθολικότητα μπορεί επίσης να εκφραστεί ως κοινωνία. Καθολικότητα δεν είναι ενότητα γνήσια και απλή· είναι ένα ορισμένο είδος ενότητας. Υπάρχει μια ενότητα ενός συνόλου στο οποίο τα συστατικά μέρη δεν είναι διαφορετικά, ή η ενότητα μιας ομάδας που συγκρατείται από εξωτερική επιβολή, ή που διαμορφώθηκε σε ενότητα από ομοιόμορφα στοιχεία που το καθένα συνυπάρχει με τα άλλα. Η καθολικότητα δεν είναι τίποτε απ’ αυτά. Διακρίνεται από μία αδιαφοροποίητη ενότητα επειδή είναι ειδικού είδους, η ενότητα της κοινωνίας. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει χάσει αυτήν την έννοια της καθολικότητας ως κοινωνίας, διότι το δόγμα του πρωτείου του Πάπα και της εκκλησιαστικής αυθεντίας (magisterium) κάνουν αδύνατη την κοινωνία όλων των μελών της Εκκλησίας σε όλα. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία παραμένει ικανοποιημένη με την ενότητα που χαρακτηρίζει ένα σώμα κάτω από επιβολή, και έχει αντικαταστήσει την ενότητα της κοινωνίας (καθολικότητα) με παγκοσμιότητα με την έννοια της γεωγραφικής επεκτάσεως. Η ενότητα της κοινωνίας είναι η μόνη ενότητα που ταιριάζει στην αξιοπρέπεια των προσώπων που συμμετέχουν στην ένωση. Είναι η μόνη ενότητα που δεν υποτάσσει το ένα πρόσωπο στο άλλο ή στην οποία το καθίδρυμα δεν νοείται ως κάτι εξωτερικό ή ανώτερο και καταπιεστικό για τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτό. Στην ενότητα της κοινωνίας τα πρόσωπα ενώνονται με ισότητα και το καθίδρυμα είναι η έκφραση της κοινωνίας τους. Μέσα στην ενότητα της κοινωνίας οι δομές είναι κοινότητες προσώπων με παρόμοια λειτουργήματα.
Συνεχίζεται…
(π. Δημητρίου Στανιλοάε, «Θεολογία και Εκκλησία», εκδ. Τήνος, σ.50-55).

Σάββατο, Μαΐου 11, 2013

Δέν φθάνουμε στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς! π.Δημήτριος Στανιλοάε







Στό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού διαβάζουμε τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ἀκοῦμε: «Μηδείς θρηνήτω πτωχείαν, ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος».

Ὅπως, λοιπόν, πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση ἡ ζωή ὅλων εἶχε ἕνα ἀνολοκλήρωτο νόημα, ἔτσι τώρα ἡ Ἀνάσταση γεμίζει τούς πάντες καί τά πάντα μέ φῶς καί χαρά, γιατί, ὅταν ἕνα μόνο μέρος τοῦ κόσμου ἀποκτᾶ τό πλῆρες νόημά του, αὐτό τό πλῆρες νόημα ἐκπέμπεται στά πάντα.

Μέ τήν Ἀνάσταση μιᾶς μονάχα ὕπαρξης -τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ- ὁ χρόνος, πού ξετυλίγεται μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐπανάληψης τῆς σύνθεσης καί τῆς χωρίς νόημα ἀποσύνθεσης, ἔγινε χρόνος, πού ὁδεύει πρός τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή• τό φῶς πού ἔφερε στήν ἀνθρωπότητα ὁ Χριστός δείχνει τό στόχο, πρός τόν ὁποῖο ὁ χρόνος ὁδηγεῖ ὅλα ὅσα ζοῦν μέσα στό χρόνο. Ὁλόκληρος ὁ χρόνος κι ὁλόκληρος ὁ κόσμος δέν φαντάζουν πιά σάν ἀδιάκοπη ροή ἀνάμεσα στίς γεννήσεις καί στούς θανάτους, ἀλλά σάν μιὰ πραγματικότητα φωτισμένη ἀπό νόημα, σάν μιὰ ὁδός πρός τήν ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων μέσα στήν Ἀνάσταση καί τήν αἰώνια καί πλήρη ζωή, σάν παραμονές τῆς μεγάλης δίχως τέλος γιορτῆς.

Ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου, τῆς χρονιᾶς ὁλόκληρης ἀποτελοῦν γιορτές ἤ σταθμούς μιᾶς πορείας πού φέρνει προοδευτικά στή μεγάλη γιορτή, τήν τελική καί αἰώνια. Τό φῶς τῆς αἰώνιας γιορτῆς ρίχνει τίς ἀκτίνες του σ’ ὅλες τίς μέρες. Ἤ μ’ ἄλλα λόγια, ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου ἀποτελοῦν προεόρτια, πού μᾶς προετοιμάζουν προοδευτικά γιά τήν ἔσχατη Κυριακή, γιά τήν αἰώνια ζωή μέσα στό φῶς, πού ἀποκαλύφθηκε μέ τήν Ἀνάσταση, ἔτσι ὅπως οἱ μέρες τῆς ἑβδομάδας, οἱ μέρες οἱ ἀφιερωμένες στούς ἁγίους, ἀποτελοῦν προπαρασκευαστικές γιορτές γιά τή συνάντηση μέ τό Χριστό, πού συμβολίζει καί προεικονίζει ἡ Κυριακή ἡμέρα.

Ἔτσι, ὅπως ἡ χαρά τῆς Ἀνάστασης ξεπερνᾶ κάθε χαρά καί σκεπάζει κάθε λύπη, τό φῶς της ξεπερνᾶ ὅλα τά φῶτα, πού γεννᾶ ἡ σκέψη καί ἡ φυσική φαντασία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ὅλες οἱ φιλοσοφικές ἐξηγήσεις γιά τήν ὕπαρξη καί ὅλες οἱ ὀμορφιές, πού ἀνακαλύπτει μέσα της ἡ καλλιτεχνική φαντασία. Μά ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τά ἀτελῆ φῶτα τῆς Ἀποκάλυψης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στή Παλαιά Διαθήκη μία πύρινη στήλη ὁδηγοῦσε ἀπό τήν ἐπίγεια σκλαβιά σέ μία ἐπίγεια ἐξωτερική ἐλευθερία καί ὁ Μωϋσῆς γνωστοποιοῦσε τίς βουλές τοῦ Θεοῦ, πού ἔμενε κρυμμένος μέσα στό γνόφο. Μέ τήν Ἀνάσταση ὁ ἴδιος ὁ Ἥλιος τῆς ὕπαρξης φανερώθηκε ὁλόλαμπρος καί φώτισε ἄπλετα τή δημιουργία ὁλόκληρη, ὁδηγώντας ἤδη ἀπό τούτη τήν ἐπίγεια ζωή στό ξεπέρασμά της, στήν πληρότητα τῆς ζωῆς. «Ἀντί στύλου πυρός, δικαιοσύνης ἀνέτειλεν Ἥλιος• ἀντί Μωϋσέως Χριστός, ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Θεοτοκίον Κυριακῆς του Πάσχα).

Ἔχει λεχθεῖ σωστά πώς ἡ Καλή Ἀγγελία, τό Εὐαγγέλιο τῶν χριστιανῶν, συμπυκνώνεται στό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ὡς τό θεμέλιο τῆς βεβαιότητας ὅτι καί ἐμεῖς θά ἀναστηθοῦμε. Καί μόνο αὐτό νά εἶχε φέρει στόν κόσμο ὁ χριστιανισμός, θά εἶχε προσφέρει ἄπειρα περισσότερα, ἀπ’ ὅλα ὅσα πρόσφεραν στό κόσμο ὅλες οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες σ’ ὅλες τίς ἐποχές. Γι’ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν σάν ἀποστολή τους τή μαρτυρία γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 1,22). Ἀναμφίβολα αὐτό τό ἄγγελμα ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν «καλό» ἄγγελμα. Ὄχι γιατί ἀναγγελλόταν ἡ ἀνάσταση ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου, γιατί δέν θά μποροῦσε νὰ θεμελιωθεῖ ἡ ἐλπίδα ὅλων στό γεγονός τῆς ἀνάστασης ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια ἀνάσταση δέν θά ἦταν μιὰ ἀνάσταση γιά πάντα μέσα στήν πληρότητα τῆς θείας ζωῆς, ἀλλά μιὰ ἐπανάληψη τῆς ζωῆς στήν κατάσταση τοῦ παρόντος, ἤ σέ μιὰ κάπως διαφορετική κατάσταση, ἀλλά ὁπωσδήποτε σχετική. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν καλό Ἄγγελμα, γιατί ἦταν ἡ ἀνάσταση Ἐκείνου πού, ὄντας ἄνθρωπος, ἦταν καί Θεός καί ὡς Θεός μπορεῖ νά μᾶς κάνει μετόχους στήν ἀνάστασή Του. Γιατί ἡ δική μας μελλοντική ἀνάσταση, θεμελιωμένη πάνω στή δική Του, θά εἶναι μετοχή στήν ἀνθρώπινη ζωή Του, ὑψωμένη ὡς τή ζωή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως στόν ὕψιστο καί ἀπόλυτο βαθμό της.

Οἱ Ἀπόστολοι, μαρτυρώντας τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μαρτυροῦσαν τήν ἀνάσταση τοῦ Θεοῦ πού ἐνανθρώπησε, γιατί μαρτυροῦσαν ὅλα τά σημεῖα καί τούς λόγους, μέ τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός φανέρωσε τή θεότητά Του, στή διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ἀφοῦ ἔζησαν κοντά Του «ἐν παντί χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε ἐφ’ ἡμᾶς» (Πράξεις 1,21). Μονάχα αὐτή ἡ ἀνάσταση μποροῦσε νά εἶναι ἡ ἀνάσταση μέσα στήν πληρότητα τῆς ζωῆς καί μονάχα αὐτή θεμελιώνει ἤ ταυτίζεται μέ τή χαρά πού πληροῖ τά πάντα.

Οἱ γυναῖκες φεύγουν ἀπ’ τό μνῆμα ὄχι μόνο γεμάτες χαρά, ἀλλά καί τρέμοντας ἀπό φόβο. Γιατί ἡ χαρά τους συνέχεται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου, ἀπό τήν αἴσθηση ὅτι μέσα στήν κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας, ξεπηδάει μία ἐντελῶς διαφορετική κατάσταση. Ἡ χαρά τους δέν εἶναι μιὰ συνηθισμένη χαρά, μιὰ χαρά πού ἀφήνει τόν ἄνθρωπο μέσα στά ὅρια τῆς συνηθισμένης ζωῆς του. Ὁ Χάιντεγγερ κάνει διάκριση ἀνάμεσα στό «φόβο» (furcht) γιά κάτι πού ἀνήκει στόν κόσμο, καί στόν τρόμο (angst) μπροστά στή θάνατο πού θέτει τέρμα στήν ὕπαρξή μας, μέσα στό κόσμο. Ἡ χαρά πού ἔνιωσαν οἱ γυναῖκες στό ἄγγελμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνάμεικτη μ’ ἕνα τέτοιο τρόμο, πού τίς ἔθετε μπροστά σέ μία κατάσταση τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κόσμου. Ἀλλά αὐτός ὁ τρόμος δέν τίς συνέθλιψε, γιατί δέν προερχόταν ἀπό ἕνα αἴσθημα κενοῦ, χάους, ἀλλά ἦταν τρόμος μέσ’ στή χαρά, γιατί τόν προξενοῦσε ἡ αἴσθηση πώς μιὰ ἄλλη ὕπαρξη ἀναβλύζει, πού ἡ πληρότητά της ξεπερνᾶ τή συνηθισμένη ὕπαρξη. «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς νέας ἄφθαρτης ζωῆς» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τή Μεγάλη Πέμπτη.

Ἀλλά ἡ ὕπαρξη στήν πληρότητά της δέν κλείνει μέσα της μόνο μιὰ πληρότητα χαρᾶς, ἀλλά καί μιὰ πληρότητα φωτός. Μιὰ ὕπαρξη πού ἔχει ὅρια, περιορίζει τή γνώση τοῦ νοήματός της. Ἐξάλλου, ἕνας τρόπος ὕπαρξης περιορισμένος, δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τά ὅριά του, προοδεύοντας σταδιακά• δέν μπορεῖ ἑπομένως νά φθάσει οὔτε στή γνώση τοῦ πλήρους νοήματός της, οὔτε στό πλῆρες φῶς μέ μιὰ τέτοια πρόοδο. Δέν φθάνει κανείς στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς. Δέν μποροῦμε νά φθάσουμε τήν πληρότητα ζωῆς καί ἑπομένως τήν πληρότητα χαρᾶς καί φωτός, παρά μόνο μ’ ἕνα ἅλμα, πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό πραγματοποιήσουμε ἀλλά πού τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, πού κάνει τήν ὕπαρξή μας νά μετέχει διά τῆς χάριτος στή ζωή Του.

Τρίτη, Απριλίου 16, 2013

Περὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς π.Δημήτριος Στανιλοάε

κεῖ ποὺ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς συναντοῦν τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ


Ὅσα ἀκολουθοῦν ἀποτελοῦν κατὰ ἕνα μέρος, πληροφορίες προερχόμενες ἀπὸ ἕναν Ρουμάνο μοναχό, καὶ κατὰ ἕνα ἄλλο, στοχασμοὺς πάνω στὶς πληροφορίες αὐτές.

Ἡ καρδιακὴ προσευχὴ, γιὰ τὴν ὁποία ἐκεῖνος ὁ μοναχὸς μιλοῦσε ἐκ πείρας, ἔχει τὶς βάσεις της κατὰ κύριο λόγο στὴν παράδοση τῶν πατέρων τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ καθαρὴ προσευχὴ σχετίζεται μὲ τὴν ἐπανασύνδεση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Δὲν πρέπει ὁ νοῦς νὰ παραμένει ἀπομονωμένος -οὔτε κι ἡ καρδιά. Προσευχὴ ποὺ προέρχεται μόνο ἀπὸ τὸ μυαλὸ εἶναι ψυχρή. Προσευχὴ ποὺ προέρχεται μόνο ἀπὸ τὴν καρδιὰ εἶναι καθαρὰ συναισθηματικὴ· εἶναι προσευχὴ ποὺ ἀγνοεῖ ὅσα μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ὅσα μᾶς δίνει καὶ ὅλα ὅσα θὰ μᾶς δώσει ἐν Χριστῷ. Εἶναι προσευχὴ χωρὶς ὁρίζοντα καὶ προοπτικὴ, προσευχὴ ποὺ δὲν ξέρει γιὰ ποιὸ λόγο νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, γιατί νὰ Τὸν δοξάσει καὶ τί νὰ Τοῦ ζητήσει. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι ἐξατμίζεται μέσα στὸ ἀπρόσωπο ἄπειρο – μία αἴσθηση ποὺ ἀγνοεῖ κάθε ἀντάμωμα μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ μιὰ τέτοια προσευχὴ δὲν εἶναι στὴν οὐσία προσευχή. 

Πρέπει ἐπίσης νὰ ξεκαθαρίσουμε πὼς αὐτὴ ἡ συνάντηση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἄνοδο τῆς καρδιᾶς στὸν νοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν κάθοδο τοῦ νοῦ στὴν καρδιά. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι ἡ καρδιὰ ποὺ βρίσκει τὴν ἀνάπαυσή της στὸν νοῦ, ἀλλὰ ὁ νοῦς ποὺ βρίσκει τὴν ποθητὴ ἀνάπαυσή του στὴν καρδιὰ (ἢ καλύτερα ἐκεῖ ποὺ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς συναντοῦν τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ). 

Σίγουρα οἱ Πατέρες κάνουν λόγο καὶ γιὰ μία διάνοιξη τοῦ νοὸς πρὸς τὸ ἄπειρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ φαίνεται πὼς ἕνα τέτοιο ἄνοιγμα λαμβάνει χώρα στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς. Ὁ νοῦς ἀναζητώντας τὸν Θεὸ ἐνεργοποιεῖ τὰ ἀπέραντα βάθη τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ καθιστᾶ κατάλληλα γιὰ τὸν Θεὸ -τὸν μόνο πραγματικὰ Ἀπέραντο καὶ Ἄπειρο. «Ἄβυσσος ἄβυσσον καλεῖ». Ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπροσπέλαστη χωρὶς τὴν ἀγάπη Του γιά μᾶς. Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς καλεῖ τὴ δική μας ἀγάπη· καὶ ἡ καρδιά, τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς ἀγάπης, εἶναι ὁ τόπος ὅπου βιώνουμε τὴν ἀγάπη Του. 

Ὅμως ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ μία καρδιὰ πού, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει κατέλθει ἐντός της ὁ νοῦς, γνωρίζει ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπεραντοσύνη εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἰσέρχεται σὲ σχέση στενῆς κοινωνίας μαζί μας μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ κάνει τὸν νοῦ νὰ κατέρχεται καὶ νὰ ἀναπαύεται, στὴν καρδιά. Στὴν καρδιὰ εἶναι ποὺ συναντᾶ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἡ καρδιὰ ποὺ ἀναπαύεται στὸν νοῦ, γιατί κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε πὼς ἡ αἴσθηση τῆς ἀπεραντοσύνης τοῦ Θεοῦ ἔχει γίνει μία θεωρία παγωμένη ἀπὸ τὴ σκέψη. Δὲν εἶναι ἡ αἴσθηση ποὺ πρέπει νὰ παγώσει ἀπὸ τὴ σκέψη, ἀλλὰ εἶναι ἡ σκέψη ποὺ πρέπει νὰ ζεστάνει τὸν ἑαυτὸ της μέσα στὴν καρδιακὴ αἴσθηση, ἐπικοινωνώντας ἀληθινὰ μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ δώσει σ’ αὐτὴ τὴν αἴσθηση συγκεκριμένο περιεχόμενο. 

Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, θὰ λέγαμε πὼς ὅταν ὁ νοῦς ἔχει κατέλθει στὴν καρδιά, δὲν ἀνταμώνουμε πλέον τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ ἰδέες, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐπίγνωση τῆς παρουσίας Του, ποὺ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ὑποβάλουμε τὶς σκέψεις μας στὴ δοκιμασία τῆς πραγματικότητας. Ἐδῶ, ἡ αἴσθηση μιᾶς ἀκατόρθωτης πραγματικότητας, ποὺ δοκιμάζει ὁ νοῦς, ἐξανεμίζεται ἀπὸ τὴν ἄμεση παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ ἢ οἱ ἰδέες μας γιὰ Ἐκεῖνον βρίσκουν τὸ πλήρωμά τους στὴ ζωντανὴ συναίσθηση τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ, ποὺ διεισδύει ἐντός τους καὶ τὶς μπολιάζει. Τὸ πραγματικὸ παίρνει τὴ θέση τῆς ἰδέας καὶ ταυτόχρονα τὴν ἐπαληθεύει. Ἡ ἰδέα παύει νὰ μπαίνει ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ τὸν Θεό. Συνεπῶς, ἡ καρδιὰ εἶναι γιὰ τὸν νοῦ ἕνα εἶδος αἰσθητηρίου ὀργάνου στὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ σώματος εἶναι τὰ ἐργαλεῖα ἐκεῖνα, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀντιλαμβανόμαστε καὶ νὰ αἰσθανόμαστε τὶς ἐπιμέρους πραγματικότητες, μὲ τὶς ὁποῖες ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ τὸ σῶμα μας.

Ὡστόσο, πολλὰ ἐμπόδια ὀρθώνονται μπροστὰ στὸν νοῦ ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ εἰσέλθει στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς, καὶ νὰ ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ, διεισδύοντας πέρα ἀπὸ τὶς ἰδέες καὶ ταυτόχρονα ἐπαληθεύοντας τὸ περιεχόμενο αὐτῶν τῶν ἰδεῶν. Αὐτὰ τὰ ἐμπόδια προέρχονται κατὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ σωματικὰ αἰσθητήρια ὄργανα ἢ τὶς φαντασίες, ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὰ σωματικὰ αἰσθητήρια ὄργανα καὶ διαμορφώνονται κατὰ τὸ πρότυπό τους. 

Ἐκτὸς αὐτοῦ, τὰ ἐμπόδια προέρχονται κι ἀπὸ τὴ δυσκολία τοῦ νοῦ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἴδιες του τὶς ἰδέες, ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ μέσα του μὲ τρόπο φυσικὸ – σκοπὸς τους βέβαια δὲν εἶναι νὰ τὸν φυλακίζουν, ἀλλὰ νὰ τὸν παραπέμπουν καὶ νὰ τὸν ὑποψιάζουν γιὰ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμα βιωθεῖ.

Οἱ αἰσθήσεις καὶ οἱ φαντασίες, ποὺ ἐμποδίζουν τὸν νοῦ νὰ εἰσέλθει στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ φτάσει στὴν καθαρὴ ἢ καρδιακὴ προσευχή, εἴτε παράγονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἴτε ἑλκύουν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἢ τοῦ δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι βρίσκεται κοντὰ σὲ μία καλὴ ἐνέργεια ἢ κοντὰ σὲ μία ἀληθινὴ συνάντηση μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα δὲν ὁδηγοῦν κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἄλλωστε καὶ οἱ Πατέρες συνιστοῦν στοὺς μοναχοὺς νὰ εἶναι σὲ ἐπιφυλακὴ ἀκόμα καὶ ἔναντι ἐκείνων τῶν παραστάσεων ποὺ μοιάζουν καλές· τοὺς προτρέπουν νὰ μὴν ἐμπιστεύονται κανένα εἶδος φαντασίας ἢ ἐντύπωσης. 

Κι ἀκόμα, γιὰ τοὺς Πατέρες, ἐμπόδιο ὄχι λιγότερο ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ νοῦ στὴν καρδιὰ εἶναι καὶ οἱ διαλογισμοὶ -ἀκόμα καὶ οἱ θεολογικοὶ διαλογισμοί. Πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς προσεκτικός, ὥστε νὰ μὴν ἀγκυλώνεται στὸν θεολογικὸ στοχασμὸ ἢ νὰ μὴν διολισθαίνει σ’ αὐτόν, τὴν ὥρα ποὺ πρέπει νὰ πάει νὰ προσευχηθεῖ ἢ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς. Ὁ στοχασμὸς περὶ τοῦ Θεοῦ διακόπτει τὴν ἄμεση σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἢ τὴ συνάντηση μαζί Του. Μὲ τὸν θεολογικὸ στοχασμὸ ὁ ἄνθρωπος κλείνεται στὸν ἑαυτό του.

Οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὴ μονολόγιστη εὐχή. Δὲν πρόκειται γιὰ ἕναν στοχασμό, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἴδια τὴ συνείδηση, ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Θὰ μποροῦσε ὡστόσο κανεὶς νὰ ὀνομάσει αὐτὴ τὴν ἐνσυνείδητη ἐμπειρία «στοχασμό», διότι δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνα συγκεχυμένο συναίσθημα ἢ μία αἴσθηση ἀπώλειας τοῦ ἑαυτοῦ στὸ πέλαγος ἑνὸς ἀνέκφραστου βιώματος, ἀλλὰ εἶναι ἡ συνείδηση τῆς συνάντησης μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ. Εἶναι μία ἐπίρρωση τῆς πραγματικότητας ἀπὸ τὴν σκέψη. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀπεραντοσύνη δὲν χάνομαι, γιατί εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς ἀγάπης ἑνὸς Θεοῦ προσωπικοῦ, στὸν ὁποῖο ἀπαντῶ μὲ τὴ δική μου προσωπικὴ ἀγάπη. Διότι ἡ καρδιὰ εἶναι ἀκριβῶς ὁ τόπος ὅπου βιώνουμε τὴν ἀγάπη τοῦ ἄλλου καὶ ὅπου ἀποκρινόμαστε σ’ αὐτήν. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀπεραντοσύνη δὲν χάνω τὸν ἑαυτό μου, διότι εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη ἑνὸς προσωπικοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὸ ἀγαλλίαμά μου. Ἐξαρτῶμαι ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του ὅπως ἐξαρτῶμαι καὶ ἀπὸ τὸ ἔλεός Του, διότι κατέναντι τοῦ προσώπου Του συνεχίζω νὰ αἰσθάνομαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἀπειροελάχιστος.

Αὐτὴ ἡ συνάντηση μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ συναίσθηση τῆς ἀπέραντης διαφορᾶς μου ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὴ ἡ ἀνάγκη ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἔλεός Του, ἐκφράζεται στὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ τόπος ἀπ’ ὅπου ἐκπηγάζουν τὰ αἰσθήματα καὶ ἑπομένως καὶ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία συνεπάγεται συνάντηση μὲ τὸν ἄλλο. Κι ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη εἶναι μπολιασμένη μὲ μία ἀπέραντη ὁρμή, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπαυτεῖ πλήρως παρὰ μονάχα στὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, τὴ θεία Ἀπεραντοσύνη.

Ὅμως ἀπὸ τὴν καρδιὰ ἐκπηγάζει καὶ ἡ θλίψη, καὶ μέσα στὴν καρδιὰ γίνεται ἡ θλίψη αἰσθητή. Ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιὰ δοκιμάζει θλίψη γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ γιὰ τὴν προσβολὴ ποὺ Τοῦ προξενεῖ λόγω τῆς ἁμαρτίας. Μέσα στὴν καρδιὰ του ὁ ἄνθρωπος θρηνεῖ καὶ ζητᾶ συγχώρηση. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀναβλύζουν τὰ δάκρυα· τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας ἀλλὰ καὶ τὰ δάκρυα τῆς χαρᾶς. Στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς, ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται ἀπὸ τὴ δυσκαμψία τοῦ μυαλοῦ. Ὡστόσο, ἂν ἡ καρδιὰ διολισθήσει σὲ ἕνα κατώτερο ἐπίπεδο, μετατρέπεται σὲ τόπο τῶν παθῶν, τὰ ὁποῖα προσκολλοῦν τὸν ἄνθρωπο στὸν κόσμο καὶ τὸν ἑαυτό του. Τὰ πάθη συνεπάγονται προσήλωση ἀπόλυτη σὲ πράγματα καὶ πρόσωπα σχετικά. Συνεπῶς, ὅπως ἀκριβῶς ἡ καρδιὰ μπορεῖ νὰ ἀκτινοβολεῖ τὴν ἀπόλυτη ἀγάπη, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μπορεῖ νὰ ἐκπέμπει ἀπέραντο μίσος ἀπέναντι σὲ ὅ,τι τὴν ἐμποδίζει νὰ προσκολλᾶται ἁμαρτωλὰ στὰ ἀντικείμενα τοῦ πόθου της. Ἀπὸ τὴν καρδιὰ προέρχονται οἱ ἀγαθὲς σκέψεις καὶ τὰ καλὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ οἱ λογισμοὶ τῆς ἀπληστίας, τοῦ μίσους, καθὼς καὶ οἱ φονικὲς διαθέσεις. Ἀκόμα καὶ οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ τὰ λόγια χρωματίζονται ἀπὸ τὴν καρδιὰ μὲ ἕνα τόνο ἀπόλυτο, ἔστω κι ἂν ἀναφέρονται σὲ πράγματα σχετικά. Ὅμως αὐτὴ ἡ ἀπέραντη προσκόλληση σὲ πράγματα σχετικά, δὲν μπορεῖ νὰ κορέσει τὴν πραγματικὰ ἀπόλυτη δίψα τῆς καρδιᾶς. Μόνο ἡ συνάντηση τῆς καρδιᾶς μὲ τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει αὐτὴ τὴ δίψα. Ἑπομένως, ἡ καρδιά, λόγω τῆς ἱκανότητάς της πρὸς τὸ ἀπόλυτο, πρέπει νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν προσήλωση σὲ πράγματα σχετικά.

Στὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, τὸ ἀπόλυτο προσλαμβάνεται ὡς ἀπεριόριστη χαρὰ καὶ φῶς δίχως ὅρια. Τὰ λόγια μόνο ὑπαινικτικὰ μποροῦν νὰ ἐκφράσουν τὴ χαρὰ αὐτή, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε περιορισμό. Αὐτὸ τὸ συναίσθημα τῆς χαρᾶς, τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς ἀπέραντης ταπείνωσης, μποροῦν νὰ τὸ ἐκφράσουν τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ -καὶ πάλι ἀτελῶς. Ὅμως αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία δὲν εἶναι ἡ ἐξεύρεση τῶν κατάλληλων λέξεων, ἀλλὰ αὐτὴ καθαυτὴ ἡ βίωση τῆς χαρᾶς, τῆς εὐγνωμοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης ἢ κι ἀκόμα τῆς ἀπέραντης ὀδύνης ποὺ γεννᾶ ἡ ἁμαρτία. Οἱ λέξεις πλέον, γιὰ κεῖνον ποὺ τὶς προφέρει, δὲν ἀποτελοῦν ἕνα ἀντικείμενο στοχασμοῦ. Δὲν ὀρθώνονται μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μέσω αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος ἀπευθύνεται στὸν Θεό, ποὺ εἶναι παρών. Κι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀναπληρώνει ὅ,τι λείπει.

Τώρα πλέον, οἱ λέξεις προφέρονται καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὑπερβαίνονται,. Συνεπῶς, δὲν μᾶς ξεγελοῦν δίνοντάς μας τὴν ἐντύπωση μιᾶς δικῆς τους, αὐτόνομης πραγματικότητας, ἀλλὰ ἀποτελοῦν τὴν ἔκφραση μιᾶς ἄμεσης ἐπαφῆς μὲ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσοχή μας δὲν κατευθύνεται πρὸς τὶς λέξεις ἀλλὰ πρὸς τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο ἐκεῖνες ἀπευθύνονται μέσα στὰ ὅρια ἑνὸς διαλόγου. Ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ζήσουμε αὐτὸ τὸν διάλογο καὶ χωρὶς λέξεις.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μοναχός, στὸν ὁποῖο ἀναφέρθηκα στὴν ἀρχή, ἔλεγε πὼς σ’ ἕνα προχωρημένο πνευματικὸ στάδιο, μπορεῖ κανεὶς ἀκόμα καὶ νὰ σταματήσει τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ -μόνο τὸ περιεχόμενό της χρειάζεται νὰ διατηρηθεῖ. Στρέφεται στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ εἶναι Τὸν δοξάζει, ἐκφράζει ἐνώπιόν Του τὸ θάμβος, τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ταπείνωσή του. Αὐτὴ ἡ κατάσταση τῆς ἐσώτατης αἴσθησης ἐκφράζεται πιὸ ἀποτελεσματικὰ μὲ τὴ συμμετοχὴ ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξης παρὰ μὲ τὰ λόγια, διότι αὐτὸ ποὺ ἐκφράζεται ὑπερβαίνει τὰ λόγια. Εἶναι προσευχὴ καθαρή, προσευχὴ ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξης, ποὺ φανερώνει ἔτσι τὴ συναισθηματική της ἔξοδο ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα, ἀπ’ ὅλες τὶς σκέψεις, ἀκόμα κι ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό, πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὴ ἡ ἔξοδος βιώνεται μέσα στὴν καρδιὰ μὲ μία ἐντονότατη προσευχητικὴ κατάσταση. Ἐντός τοῦ τόπου τῆς καρδιᾶς, ἡ ὕπαρξη ὠθεῖται πρὸς τὸν Θεὸ φορτισμένη μὲ ἕνα ἀπεριόριστο αἴσθημα ἀγάπης.
πηγή

Παρασκευή, Απριλίου 12, 2013

Άνθρωπος, δημιουργία και Δημιουργός π. Δημήτριος Στανιλοάε


Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, επειδή ο άνθρωπος αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ ολόκληρης της δημιουργίας και του Θεού. Στον άνθρωπο θα συγκεντρωθούν τα πάντα. Ο άνθρωπος έχει από την αρχή μία οντολογική σχέση με την υπόλοιπη κτίση και μία δίψα να τελειοποιήσει αυτήν τη σχέση. Σε αυτόν υπάρχει η ικανότητα να ενωθεί με όλα και έτσι να τα οδηγήσει όλα στον Θεό ενωμένα με τον εαυτό του. Εδώ έγκειται το μεγαλείο του ανθρώπου ως «ιερέως» από ολόκληρη και για ολόκληρη την κτίση ενώπιον του Θεού.
Με την προοπτική αυτής της ενώσεως των κτισμάτων με τον Εαυτό Του -δια του ανθρώπου- έφερε ο Θεός σε ύπαρξη την δημιουργία. Τα μέρη της δημιουργίας είναι μέρη του ανθρώπου και βρίσκουν κοντά του την πλήρη ενότητα. Δεν αποτελούν τέλειο κόσμο παρά μέσω του ανθρώπου και έχοντας άρρηκτη σχέση με αυτόν, αφού δεν είναι ο άνθρωπος μέρος του κόσμου, αλλά τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου αποτελούν μέρη του ανθρώπου.
pr. Dimitru Staniloae
Ο άνθρωπος δεν είναι ένας μικρόκοσμος δίπλα στον μεγαλόκοσμο ή μέσα στο πλαίσιο του, αλλά ο κυρίως κόσμος, εφόσον δίνει μία πλήρη ενότητα και ένα τέλειο νόημα σε όλα τα στοιχεία της δημιουργίας. Δεν πλαισιώνει ο άνθρωπος την υπόλοιπη δημιουργία ή κάποιο από τα μέρη της ούτε είναι προσαρτημένος σε αυτήν, αλλά αντιθέτως όλα τα μέρη της δημιουργίας πλαισιώνουν τον άνθρωπο και είναι προσαρτημένα σε αυτόν. Και αυτό πραγματώνεται εφόσον όλη η κτίση «ενοποιηθεί» με αυτόν και «ανθρωποποιηθεί». Διότι τα χέρια του ανθρώπου εκτείνονται πέρα από όλες τις διαστάσεις της δημιουργίας, είναι περιεκτικότερος απ’ ότι όλη η άψυχη κτίση αφού φθάνει ως τον Θεό και γίνεται μεσίτης μεταξύ του Δημιουργού και της κτίσεως.
Ο άνθρωπος ανακαλύπτει το νόημα της δημιουργίας ως νόημα που τον καταξιώνει. Το νόημα της δημιουργίας είναι το μέτρο του ανθρώπου, και αυτός ανακαλύπτει το ανθρώπινο νόημα της και τον προορισμό της, κατ’ αρχάς ανθρώπινο και κατόπιν θείο ή καλύτερα θεανθρώπινο. Το πλήρες νόημα της δημιουργίας το ανακαλύπτει ο άνθρωπος, αλλά το ανακαλύπτει μόνο εν Θεώ.
Ο άνθρωπος έχει αυτόν τον ενοποιητικό ρόλο επειδή διαθέτει κοινά στοιχεία με όλη τη δημιουργία. Εξάλλου και η ίδια η κτίση συμβάλλει στη βιολογική υποστήριξη και στον πνευματικό εμπλουτισμό του, αφού μπορεί μέσω αυτής να υψώσει το πνεύμα του στο θεϊκό άπειρο και να επιζητήσει να συγκεντρώσει όλα στον εαυτό του ακόμα και σε αυτό το άπειρο, ή να διαχύσει διά του εαυτού του το θεϊκό άπειρο σε αυτήν. Το ανθρώπινο πνεύμα έχει αυτήν την ενοποιητική δύναμη, επειδή έχει συγγένεια με τήν κτίση· αλλά και επειδή ενώνεται με το θειο Πνεύμα που περιέχει τα πάντα και που δίνει στον άνθρωπο την κατανόηση των πάντων.
Διά του ανθρώπου ο κόσμος ανάγεται στον Θεό
Στη «δυναμική» αυτή ενέργεια της ενώσεως των πάντων, ο άνθρωπος γίνεται το εργαστήρι στο οποίο όλα προσαρμόζονται και αρθρώνονται στο πνεύμα του και μέσω αυτού στον Θεό. Έτσι, γίνεται φανερό ότι ο Θεός δεν κάνει κάτι με τη δημιουργία χωρίς τον άνθρωπο. Θέλει να βλέπει τον κόσμο συγκεντρωμένο στον άνθρωπο, καλλιεργημένο από τον άνθρωπο, ανθρωποποιημένο και αναφερόμενο σε Αυτόν διά του ανθρώπου. Αυτή η ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, καθώς και η ενότητα όλων των πραγμάτων του κόσμου, δεν πραγματοποιείται με μία απλή εξωτερική σύνδεση, αλλά με μία κατανόηση, προεργασία και μεταμόρφωση των πάντων στο μέτρο του ανθρώπου σε σχέση με τον Θεό. Σχετικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο προετοιμάζονται τα ξύλα ή οι πέτρες με τα οποία πρόκειται να κατασκευαστεί το σπίτι, στο οποίο θα είναι τοποθετημένα τα παράθυρα που θα ανοίγονται στον εξωτερικό χώρο για να εισέλθει ο αέρας και το φως. Μόνο ο άνθρωπος είναι ανοικτός και ανάγει με το πνεύμα του τον κόσμο στο θεϊκό άπειρο. Μόνο ο άνθρωπος επιζητεί διά της σχετικότητός του να πληρωθεί από το θείο Απόλυτο χωρίς να αναζητεί κάτι άλλο εκτός από αυτό. Και μόνο αυτός επιζητεί την εκπλήρωση αυτής της δωρεάς και για τον κόσμο. Επειδή μόνο το θείο Απόλυτο είναι ταυτόχρονα η υπέρτατη συνείδηση και το φως και εξηγεί τον κόσμο και τον άνθρωπο υπό την ιδιότητα αιτίας και τελικού σκοπού.
Μόνο εν τω Θεώ ο άνθρωπος συμμετέχει στο απόλυτο και βλέπει να ερμηνεύεται και ο κόσμος κατά απόλυτο τρόπο. Βέβαια, δεν κερδίζει μόνο ο άνθρωπος από τον κόσμο, άλλα και ο κόσμος από τον άνθρωπο, διότι όπως «γεμίζει» αυτός από κόσμο, έτσι φωτίζεται και ο κόσμος μέσω αυτού. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τον κόσμο, διότι ο τελευταίος γίνεται οδός προς τον Θεό και προετοιμασία για την κατανόηση του Θεού.
Ο άνθρωπος όμως δεν σταματάει ως αυτό το σημείο. Ο κόσμος δεν έχει την ικανότητα να τον οδηγήσει σε άμεση κοινωνία με τον Θεό. Ο άνθρωπος κατευθύνει τον κόσμο προς τον Θεό. Ο ίδιος είναι που διεγείρει βαθύτερα ερωτήματα και μεγαλύτερες ορέξεις από όσα του δημιουργούν η ύπαρξη και οι απολαύσεως του υλικού κόσμου.
Πρέπει λοιπόν ο άνθρωπος να ξεπεράσει τον κόσμο και αυτός τον βοηθά σε αυτό δια της σχετικότητός του. Όμως μόνο ο άνθρωπος βιώνει τα υπαρξιακά ερωτήματα και αισθάνεται την ανάγκη της υπερβάσεως τους. Ο κόσμος δημιουργεί ερωτήματα, αλλά όχι στον εαυτό του. Αυτός είναι δημιουργημένο αντικείμενο, όχι υποκείμενο διψασμένο για το Άπειρο όπως ο άνθρωπος.
( Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ τ. 26, Απρίλιος- Ιούλιος 2008 σ. 146-147)

Δευτέρα, Απριλίου 08, 2013

«ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ»


ΣΤΟ ΦΩΣἈπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο
Πρωτ. Δημητρίου Στανιλοάε (†),
«Στὸ φῶς τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως»,
ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος,
Κύμη 1984, σελ. 30-32

… Στήν Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία, ὅλα τά πρόσωπα καί ὅλα τά πράγματα, μέσῳ τοῦ σταυροῦ, θυσιάζονται καί προσφέρονται. Οἱ χριστιανοί, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ζητοῦν τήν δύναμη νά φερθοῦν μέ καθαρότητα ἀπέναντι στόν κόσμο. ᾿Ακόμη διαδηλώνουν τήν θέλησή τους, νά ὑψωθοῦν μέ τήν προσπάθειά τους, ὥς τήν συνάντηση αὐτῆς τῆς δύναμης· νά δοξάσουν τόν Θεό μέ ὅλες τους τίς πράξεις καί τίς ὀδύνες μέσα στόν κόσμο, ἀκόμη καί μέ τό θάνατό τους· νά ζήσουν καί νά πεθάνουν γιά τόν Θεό, νά ἐκδηλώσουν μέ κάθε τρόπο, ὅτι θυσιάζονται σ᾿ ᾿Εκεῖνον. ῾Η ᾿Εκκλησία διά τοῦ σταυροῦ ἁγιάζει τά πάντα· τό νερό, μέ τό ὁποῖο ραντίζει τούς πιστούς, τίς τροφές, τά σπίτια, τά περιβόλια καί τά χωράφια μέ τούς καρπούς τους, τά δῶρα πού προσφέρονται στόν Θεό. ῾Ο σταυρός ὅλα τά ἁγιάζει, τά καθαίρει στό βαθμό πού καθαίρονται, καθιστώντας τόν Θεό διάφανο, Κύριό τους. ῾Ο σταυρός τά θέτει, μέσα ἀπό ὅλα τά πράγματα, σέ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Τά πάντα προσφέρονται ὡς δῶρα στόν Θεό. ῞Ολες οἱ λατρευτικές ἀκολουθίες ἀρχίζουν καί τελειώνουν μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅλες οἱ κύριες χειρονομίες τῆς λατρείας συνοδεύονται ἀπό τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιατί ἡ ἴδια ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ κατέρχεται διά τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ στόν βαθμό, πού κάνοντάς το, Τόν ἐπικαλούμαστε. Μ᾿ αὐτό τό σημεῖο οἱ πιστοί ἔρχονται νά συναντήσουν τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ποσχόμενοι νά προσφερθον καθαρήθυσία στόν Θεό, νά φερθον μέ καθαρότητα σέ κάθε πράξη τους μέσα στόν κόσμο. Γι᾿ αὐτό, τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν ἐπίκληση τῆς ῾Αγίας Τριάδας. Γιατί αὐτή ἐνεργεῖ τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί ἀπό αὐτή κατέρχεται ἡ θεία δύναμη, πού ἐνεργεῖ μέσα στόν κόσμο, γιά νά τόν ἐξαγιάσει καί νά τόν μεταμορφώσει. Αὐτή φανερώνεται διά τοῦ σταυροῦ μέσα στόν κόσμο.
῾Η δύναμη τοῦ σταυροῦ καθαίρει ὄχι μόνο τούς πιστούς καί τή σχέση τους μέ τόν κόσμο, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν κόσμο. Διά τοῦ σταυροῦ ἀποδιώχνονται οἱ δαίμονες, πού προξενοῦν τό κακό καί ἐκτοξεύουν τούς πειρασμούς μέσα ἀπό τό νερό, τό κρασί, τούς καρπούς, τά ἀνθρώπινα πρόσωπα.
…

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2012

π. Δημήτριος Στανιλοάε,Η Εκκλησία ως όργανο διατήρησης της Αποκάλυψης

Η Παράδοση όμως δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς Εκκλησία. Αφού η Παράδοση είναι στην ουσία της επίκληση και έλευση του Αγίου Πνεύματος στους ανθρώπους, και αποστολική κι αυθεντική εξήγηση του περιεχομένου της Γραφής, βάσει της εφαρμογής, της μυστηριακής και πνευματικής βίωσης του περιεχομένου της από τους πιστούς, δεν απορεί να υπάρχει χωρίς τους ανθρώπους που πιστεύουν στην Αποκάλυψη, που πιστεύουν δηλαδή στον Χριστό και στο έργο Του που συντελείται μέσα τους διά του Αγίου Πνεύματος. Όμως αυτοί δεν επικαλούνται και δεν δέχονται μεμονωμένοι τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι. Δεν πιστεύουν μεμονωμένοι στην έλευση και στο έργο του Χριστού μέσα τους. Δεν κάνουν μεμονωμένοι προσπάθειες να προετοιμαστούν με μια ηθική ζωή για την επίκληση και αποδοχή του Αγίου Πνεύματος και για τη διάπλασή τους κατ’ εικόνα του Χριστού. Όλα αυτά τα κάνουν και τα βιώνουν οι πιστοί στην κοινότητα, που είναι η Εκκλησία. Η κοινότητα αυτή έπρεπε να ιδρυθεί από την εποχή των Αποστόλων, για να έχουν οι Απόστολοι σε ποιούς να παραδώσουν την εξήγηση αυτή της Αποκάλυψης, σε ποιόν να την εφαρμόσουν, σε ποιόν να μεταδώσουν τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι. Αν δηλαδή το κήρυγμα και το αποστολικό έργο αποτελούν μέρος της Αποκάλυψης, η Αποκάλυψη εξακολουθεί να συμπληρώνεται στην Εκκλησία μετά τη συγκρότησή της. Γι’ αυτό η Εκκλησία είναι ο φορέας της Παράδοσης, ο φορέας που θέτει σε εφαρμογή την Αποκάλυψη. Η Εκκλησία αρχίζει με την Παράδοση και η Παράδοση αρχίζει με την Εκκλησία.
Ταυτόχρονα όμως ο «ενεργών» την Παράδοση είναι και ο Θεός. Εφόσον ο ενεργών την Παράδοση είναι ο Θεός, η Εκκλησία είναι ένας φορέας που υποστηρίζει την Παράδοση, ή το έργο του Πνεύματος που τελείται και μεταδίνεται στην Εκκλησία διά, και κατά την πορεία, της Παράδοσης. Η Εκκλησία όμως είναι και ενεργός φορέας της Παράδοσης, εφόσον επικαλείται και δέχεται κατ’ εξακολούθηση το έργο του Πνεύματος με τα δικά της μέσα στο όνομα των πιστών και για χάρη των πιστών, εφόσον προετοιμάζεται για την επίκληση και αποδοχή Του και κάνει προσπάθειες να διαμορφωθεί όλο και περισσότερο κατ’ εικόνα Χριστού διά του έργου του Πνεύματος.
Η Παράδοση, χωρίς την Εκκλησία, ως ενεργό φορέα της, δεν θα μπορούσε να υπάρχει και θα έπαυε να βιώνεται και να μεταδίδεται, θα έπαυε να υπάρχει πια. Με τη σειρά της η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να υπάρχει και δεν θα υπήρχε χωρίς την Παράδοση. Η Παράδοση ως συνεχής εφαρμογή του περιεχομένου της Γραφής ή μάλλον της Αποκάλυψης, είναι ένα ιδίωμα της Εκκλησίας. Η Παράδοση, ως περιεχόμενο, αποτελεί τον τρόπο που μ’ αυτόν διατηρείται η πληρότητα της αποκάλυψης του Χριστού, ο Χριστός ως πληρότητα της συγκεκριμένης Αποκάλυψης· ενώ η Παράδοση, ως μετάδοση, εξασφαλίζει την επέκταση του περιεχομένου αυτού διά της πίστεως. Και οι δύο αυτές πλευρές της Παράδοσης εξασφαλίζονται διά της Εκκλησίας. Οι Προτεστάντες, απορρίπτοντας την Εκκλησία, έχασαν την Παράδοση τόσο ως μετάδοση, ως ζωντανή διαδοχή της πίστης — επειδή η πίστη του ενός γεννάται από την πίστη του άλλου — όσο και ως πληρότητα της Αποκάλυψης, επειδή δεν δέχονται πια την πλήρη κατανόηση της Γραφής, που την διατήρησε η Εκκλησία εξαρχής με την ακέραιη εφαρμογή της διά μέσου τής Παράδοσης.
Χωρίς τη βίωση όμως της Παράδοσης με πίστη ούτε το περιεχόμενο της Γραφής θα ήταν πια ζωντανό, λειτουργικό και πνευματικά κατανοητό. Η Γραφή διατηρείται ζωντανή και καρποφορούσα διά της Παραδόσεως, ενώ η Παράδοση υπάρχει βιούμενη από την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι ο χώρος, όπου αποτυπώνεται το περιεχόμενο της Γραφής ή της Αποκάλυψης διά της Παραδόσεως. Η Γραφή, ή η Αποκάλυψη, έχουν ανάγκη την Παράδοση, ως μέσο ενεργοποίησης του περιεχομένου τους, και την Εκκλησία, ως αυθεντικό φορέα που βιώνει τήν Παράδοση και ως χώρο όπου αποτυπώνεται το περιεχόμενο της Γραφής ή της Αποκάλυψης. Αλλά και η Εκκλησία έχει ανάγκη από τη Γραφή, για να αναζωογονηθεί δι’ αυτής, για να προοδεύσει στη γνώση και στην εν Χριστώ βίωσή της, για να κάνει όλο και πιο πλούσια την εφαρμογή της Γραφής στη ζωή της διά της Παραδόσεως. Η Εκκλησία, η Γραφή και η Παράδοση είναι αδιάρρηκτα ενωμένες. Η Γραφή απορροφάται στη ζωή της Εκκλησίας διά της Παραδόσεως. Η Γραφή ενεργοποιείται και παίρνει τη μορφή της συγκεκριμένης βίωσης στην Εκκλησία με την Παράδοση. Η Γραφή όμως ενεργοποιείται στην Εκκλησία, εφόσον η Εκκλησία έχει διά του Αγίου Πνεύματος μία συνεχή πρωτοβουλία που μ’ αυτήν ενεργοποιεί τη Γραφή, και η πρωτοβουλία της αυτή εκφράζεται συγκεκριμένα στην Παράδοση. Ταυτόχρονα όμως η πρωτοβουλία διεκδικείται και από τη Γραφή. Το Άγιο Πνεύμα είναι ενεργό στην Παράδοση, εφόσον είναι ενεργό στην Εκκλησία, όπου η Παράδοση βιώνεται. Με το έργο Του στην Εκκλησία, που βιώνει την Παράδοση, το Άγιο Πνεύμα κάνει και τη Γραφή ενεργό ή κάνει τη Γραφή να έχει ανάγκη την Εκκλησία. Η Εκκλησία, η Παράδοση και η Γραφή περιπλέκονται σε ένα σύνολο και το έργο του Πνεύματος είναι η ψυχή αυτού του συνόλου. Στο σύνολο αυτό όμως το Πνεύμα δίνει περισσότερη πρωτοβουλία στην Εκκλησία. Η Εκκλησία κινείται από το Άγιο Πνεύμα και η κίνησή της πραγματοποιείται στην Παράδοση και με την Παράδοση και αναζωογονείται μέσα από τη σχέση της με τη Γραφή.
Η Εκκλησία εξηγεί και εφαρμόζει το αυθεντικό περιεχόμενο της Γραφής με την αποστολική Παράδοση που η ίδια η Γραφή διαφυλάττει, Παράδοση που έδωσε την αυθεντική ερμηνεία και εφαρμογή της Γραφής. Η Παράδοση αυτή όμως συγκρότησε και διατηρεί την Εκκλησία, ενώ η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να φυλάττει το περιεχόμενο της Γραφής στο αυθεντικό του νόημα, έτσι όπως της το μετέδωσε η αποστολική Παράδοση, από την οποία δεν μπορεί να παρεκκλίνει.
Η Γραφή υπάρχει και εφαρμόζεται διά μέσου της Εκκλησίας. Χωρίς την Εκκλησία δε θα υπήρχε η Γραφή. Ο κανόνας της Γραφής οφείλεται στην Εκκλησία, στη μαρτυρία της. Η Γραφή γράφτηκε στην Εκκλησία και η Εκκλησία έδωσε μαρτυρία για την αποστολική της αυθεντικότητα. Η Εκκλησία έχει την άμεση καταγωγή της στο έργο των Αποστόλων, που καθοδηγείται και εμψυχώνεται από το Άγιο Πνεύμα, όταν εφαρμόζεται για πρώτη φορά η Αποκάλυψη και η αποστολική Παράδοση. Η Εκκλησία δε γεννήθηκε με τη μεσολάβηση της Γραφής. Η Γραφή γεννήθηκε μέσα στους κόλπους και προς όφελος της Εκκλησίας, σαν καταγραφή ενός μέρους της αποστολικής Παράδοσης, ενός μέρους της Αποκάλυψης, για να τρέφει την Εκκλησία και να την διατηρεί στον αυθεντικό Χριστό που μεταδίδεται μέσα από όλη την Παράδοση.
Η αποστολική Παράδοση εμφανίζεται ταυτόχρονα με την Εκκλησία και η Εκκλησία ταυτόχρονα με την αποστολική Παράδοση ως εφαρμογή της Αποκάλυψης στην πράξη. Γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να πει κανείς ποιά από τις δύο κράτα την άλλη, αλλά μόνο θεωρητικά μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ τους. Η Γραφή δε γεννάται ταυτόχρονα με την Εκκλησία, αλλά αργότερα μέσα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία δίνει εγγύηση από την πρώτη στιγμή για τη Γραφή, ότι αποτελεί αυθεντικό μέρος της Παράδοσης. Επομένως την προστατεύει, όπως προστατεύει και την Παράδοση δίδοντας εγγύηση γι’ αύτη. Τελικά όμως η Εκκλησία τρέφεται από τη Γραφή, όπως τρέφεται από όλη την Παράδοσή της,
Η Εκκλησία εμφανίζεται ταυτόχρονα με την Παράδοση, επειδή η Παράδοση είναι η Αποκάλυψη ενσωματωμένη σε μία κοινότητα πιστών ανθρώπων. Η Αποκάλυψη δεν μπορεί να ενσωματωθεί παρά ταυτόχρονα με τη συγκρότηση μιας κοινότητας πιστών ανθρώπων που την αποδέχονται και την εφαρμόζουν στη ζωή τους. Δεν υπάρχει μια κοινότητα ανθρώπων που να δέχεται την εφαρμογή της Αποκάλυψης, πριν αρχίσει η εφαρμογή της ως Παράδοση. Η αυθεντική, θεμελιώδης και κανονική μορφή εφαρμογής της Αποκάλυψης ανήκει κι αυτή στην Αποκάλυψη, την Αποκάλυψη που οδηγήθηκε στο τέλος της, από όπου τίθεται επί το έργον η δύναμή της. Γι’ αυτό η Παράδοση δεν μπορεί να μεταποιηθεί ή να εγκαταλειφθεί, επειδή μία μεταποίηση ή μία εγκατάλειψη της θα ισοδυναμούσε με ακρωτηριασμό της Αποκάλυψης, με ακρωτηριασμό στην πληρότητα της εφαρμογής της και στην αυθεντικότητά της και αυτό θα σήμαινε ακρωτηριασμό της Εκκλησίας.
Η ίδια η Εκκλησία ως ενοποιημένη Αποκάλυψη βιωμένη από μια ανθρώπινη κοινότητα, είναι μέρος της Αποκάλυψης και συγκεκριμένα είναι το τέρμα στο οποίο ολοκληρώνεται και αρχίζει να καρποφορεί η Αποκάλυψη. Έπρεπε ο Υιός του Θεού να φτάσει στο τέρμα του λυτρωτικού, αποκαλυπτικού έργου Του, στην ανάσταση και την ανάληψή Του ως ανθρώπου, για να στείλει το Πνεύμα Του με το οποίο μεταβιβάζει στους ανθρώπους την υπαρκτική κατάστασή Του, την τελική αποκάλυψή Του, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα, με την έλευση του Πνεύματος στους ανθρώπους, την Εκκλησία. Αν η έλευση του Πνεύματος του Χριστού — ως εκδήλωση του ακτινοβόλου δυναμισμού της τελείως λυτρωμένης εν Χριστώ ανθρώπινης φύσης — είναι η τελευταία ενέργεια της Αποκάλυψης του έργου του Χριστού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, η συγκεκριμένη γέννηση της Εκκλησίας, ως απαρχή της επέκτασης της δύναμης της τελείους λυτρωμένης εν Χριστώ ανθρωπότητας, ανήκει κι αυτή στην τελευταία ενέργεια φανέρωσης της έν Χριστώ σωτηρίας.
Η Αποκάλυψη γεννά την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι ο συγκεκριμένος και συνεχής χώρος όπου επεκτείνεται λυτρωμένη η εν Χριστώ ανθρωπότητα. Με σκοπό την επέκταση αυτή η Εκκλησία δημιουργεί την όλη οργάνωση των ουσιαστικών της δομών, έργο που εκπληρώθηκε και εφαρμόστηκε με την αρχική Παράδοση, μέρος της οποίας μόνο καταγράφτηκε αργότερα στη Γραφή, στην Καινή Διαθήκη. Η Εκκλησία, διατηρώντας έτσι την αποστολική Παράδοση, διατήρησε και την ακεραιότητα της Αποκάλυψης, αν και η ίδια η Εκκλησία είναι έργο της Αποκάλυψης.
Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Χριστό, στο πρόσωπο του οποίου αποκορυφώθηκε και συγκεντρώθηκε η Αποκάλυψη ενεργειών και λόγων. Η Αποκάλυψη όμως συνεχίζει τη συμπλήρωσή της μέσα στην Εκκλησία, σε εκείνο το μέρος που αναφέρεται στη μορφή που μ’ αυτή μπορεί να αποκρυσταλλωθεί ως ένωση των πιστών με τον Χρίστο, στη μορφή, δηλαδή, των ουσιαστικών της δομών, οργανικά δεμένων με το περιεχόμενο της Αποκάλυψης, ως η πιό γνήσια εφαρμογή της. Η Εκκλησία παραμένει ο χώρος όπου εφαρμόζεται μέχρι το τέλος του κόσμου η Αποκάλυψη και όπου προσφέρεται η λυτρωτική δύναμη του Χριστού διά του Αγίου Πνεύματος. Παραμένει ως χώρος όπου ορισμένοι άνθρωποι επικαλούνται και δέχονται τον Χριστό και αυξάνουν «εν Αυτώ», και συμμορφώνονται έχοντάς Τον σαν πρότυπο. Μ’ αυτή την έννοια η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στο τέλος της εν Χριστώ εκπλήρωσης του λυτρωτικού σχεδίου, εγκαινιάζει και οδηγεί στην καινούργια φάση της εφαρμογής αυτού του σχεδίου της Αποκάλυψης, μέχρι το τέλος του κόσμου. Είναι η φάση της Αποκάλυψης που ενεργεί ως Παράδοση. Φορέας του δυναμισμού αυτού της Αποκάλυψης είναι το Άγιο Πνεύμα διά της Εκκλησίας, ή η Εκκλησία διά του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα δε θα γεννιόταν και δε θα εξακολουθούσε να υπάρχει η Εκκλησία, με την ιδιότητα του χώρου όπου επεκτείνεται η δύναμη, και η επιρροή της Αποκάλυψης. Το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που οδήγησε την Αποκάλυψη στην ολοκλήρωσή της όσον άφορα το περιεχόμενο, δίνοντας ύπαρξη στην Εκκλησία με τις ουσιαστικές της δομές, ως σώμα του Χριστού· το Πνεύμα πάλι είναι που συνεχίζει να διατηρεί την Αποκάλυψη καρποφορούσα διά της Εκκλησίας. Μέχρι και την Ανάληψη του Χριστού, η Αποκάλυψη συγκεκριμενοποιήθηκε πλήρως εν Χριστώ. Με τη γέννηση της Εκκλησίας την Πεντηκοστή και στη συνέχεια, το Άγιο Πνεύμα μάς γνωρίζει τον Χριστό με όλα όσα έχει Αυτός να μας προσφέρει, και μας γνωρίζει επίσης το έργο Του για την επέκταση των αγαθών Του σε μας. Το γεγονός της συγκρότησης της Εκκλησίας διά του Αγίου Πνεύματος και του καθορισμού των δομών της διά των αποστόλων, διαφαίνεται από την Αποκάλυψη, ως η πλήρης αγαθότητα του Θεού που προσφέρεται σε μας «εν Χριστώ». Η συγκρότηση της Εκκλησίας και η οργάνωση των δομών της κάνει δυνατή για μας, τους πιστούς, τη μετάδοση των αγαθών του Χριστού.
Το Άγιο Πνεύμα συνεχίζει, μ’ αυτή την έννοια, την Αποκάλυψη του Χριστού με την πράξη της συγκρότησης της Εκκλησίας και με την πρακτική οργάνωση των δομών της, ή με την αρχική εφαρμογή τους, έπειτα δε, διατηρώντας την Εκκλησία σαν μόνιμο χώρο δύναμης της Αποκάλυψης, ολοκληρώθηκε εν Χριστώ κατά τρόπο τέλειο ως περιεχόμενο και ως πρακτική εφαρμογή. Έτσι το Άγιο Πνεύμα διατηρεί την Εκκλησία πιστή απέναντι στην ολοκληρωμένη εν Χριστώ Αποκάλυψη, απέναντι στη Γραφή και στην Παράδοση, που φανερώνουν και μεταδίδουν τον Χριστό. Ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τη Γραφή και την Παράδοση σαν μέρη και σαν όψεις του ιδίου συνόλου.
Η Εκκλησία κινείται στο χώρο της Αποκάλυψης, ή της Γραφής και της Παράδοσης· η Γραφή αποκαλύπτει το περιεχόμενό της στο χώρο της Εκκλησίας και της Παράδοσης· η Παράδοση είναι ζωντανή στο χώρο της Εκκλησίας. Η ίδια η Αποκάλυψη καρποφορεί μέσα στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι ζωντανή στο χώρο της Αποκάλυψης. Η συνύφανση αυτή εξαρτάται από το έργο του ιδίου Αγίου Πνεύματος του Χριστού, που συνόδεψε τον Χριστό κατά τη διάρκεια της Αποκάλυψης ή κατά τη διάρκεια του λυτρωτικού έργου Του. Το Άγιο Πνεύμα ολοκλήρωσε αυτό το λυτρωτικό έργο συγκροτώντας την Εκκλησία, ενέπνευσε την καταγραφή ενός μέρους της Αποκάλυψης και συνεχίζει να πραγματοποιεί την ένωση του Χριστού με εκείνους που πιστεύουν και την ανάπτυξή τους εν Αυτώ. Συνεχίζει να διατηρεί την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, να την αναζωογονεί όσον άφορα την εφαρμογή του αναλλοίωτου περιεχομένου της Αποκάλυψης ως Παράδοση και να την βοηθά να εμβαθύνει διά της γνώσεως και βιώσεως στο περιεχόμενο της Αποκάλυψης και της Γραφής.
Η Εκκλησία κατανοεί αλάθητα το νόημα της Αποκάλυψης επειδή αυτή η ίδια είναι έργο της Αποκάλυψης, έργο του Αγίου Πνεύματος, και επειδή κινείται στο χώρο της Αποκάλυψης όντας οργανικά ενωμένη μ’ αυτήν. Το Άγιο Πνεύμα, που μαζί με τον Χριστό ενεργεί την Αποκάλυψη, είναι εκείνο που συγκροτεί την Εκκλησία και εμπνέει τη Γραφή, εργάζεται μέσα της, βοηθώντάς την να κατανοεί και να αφομοιώνει αυθεντικά και πρακτικά το περιεχόμενο της Αποκάλυψης, τον Χριστό στην πληρότητα των δωρεών Του. Η Εκκλησία κατανοεί το αυθεντικό νόημα του περιεχομένου της Αποκάλυψης, επειδή το Πνεύμα διατηρεί μέσα της την επίγνωση της βιωμένης πληρότητας της Αποκάλυψης, που απόλυτα καθορίστηκε εν Χριστώ. Δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης Εκκλησία χωρίς τη φανέρωση της θεανθρώπινης τελειότητας του Χριστού που βρίσκεται σ’ αυτήν, και δεν μπορεί να εκδηλωθεί και να ενεργοποιηθεί η φανέρωση αυτής της τελειότητας παρά μόνο στην Εκκλησία. Και η θεανθρώπινη αυτή πληρότητα εκδηλώνεται και ενεργείται διά του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό το λόγο ο άγιος Είρηναίος είπε: «Ubi ecclesia, ibi Spiritus Sactus et ibi veritas» (seu Christus), ή «Ubi Spiritus, ibi ecclesia et veritas»,(όπου Εκκλησία, εκεί Πνεύμα Άγιο και αλήθεια του Χριστού, ή όπου Πνεύμα, εκεί Εκκλησία και αλήθεια).
Ο άγιος πατριάρχης Νικηφόρος ο Ομολογητής λέει: «Οίκος Θεού η του Θεού Εκκλησία δηλαδή καθά δοκεί και τω θείω Παύλω Τιμοθέω επιστέλλοντι, εν οις ειδέναι έφασκε, πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος (Α’ Τιμ. 3, 15)… Ούτω δη θεοειδής ων ο οίκος επ’ άκρων των ορέων των υψηλών και διαβεβηκότων εν θεωρία καθίδρυται, ων τα φρονήματα και νοήματα των επιγείων και ταπεινών υπερανεστήκεσαν, προφητών τε άγιων και αποστόλων, λαμπρώς δια­φαινόμενα, εφ’ ων ως θεμελίων της πίστεως η εκκλησία του Θεού οικοδομουμένη επεστήρικται». Ο ίδιος άγιος παρατηρεί ότι οι ίδιοι οι απόστολοι βρίσκονται στην Εκκλησία, όπου ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, σταλμένοι εκ Χριστού από την Εκκλησία, εκ Χριστού που ενεργεί διά του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Ξεκινώντας από τον λόγο: «Εκ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ» (Ησ. ’2, 3) και εφαρμόζοντάς τον στην Εκκλησία σαν εικόνα της ουρανίου Ιερουσαλήμ λέει: «Εκ γαρ ταύτης της αισθητής, οία τύπου ούσης της άνω Ιερουσαλήμ, ο θείος λόγος εμφανώς εξελήλυθε, πάντα αναλαβών της οικουμένης τα πέρατα· ενταύθα γαρ άπαντα τα της σωτηρίας ημών επράχθη μυστήρια… Εντεύθεν και οι ιεροί απόστολοι, τα έθνη ως μαθητεύσοντες, εξεπέμφθησαν εκπορεύεσθαι, την λείαν εκείνην και ευθυτάτην και σωτήριον οδόν αυτοίς ανακαθαίροντες» .
(π. Δημήτριος Στανιλοάε, «Ο Θεός ο κόσμος και ο άνθρωπος». Εκδ. Αρμός, σ. 97-106)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2012

Η ανάγκη της συγχώρησης και η ανακαίνιση της Εκκλησίας


Ο Κύριος μας συνέδεσε άρρηκτα τη συγχώρηση που παρέχει ο Θεός με αυτή που οφείλουμε να παρέχουμε σ’ όσους μας έχουν προκαλέσει κακό. Στην πραγματικότητα, τα αμαρτήματα για τα οποία ζητάμε συγχώρηση από τον Θεό αφορούν, τις περισσότερες φορές, κακά πουέχουμε προξενήσει, στους ανθρώπους. Συνεπώς, οφείλουμε να ζητάμε συγχώρηση γι’ αυτά όχι μόνο από τον Θεό άλλα και από όσους έχουμε βλάψει, με τις αμαρτίες μας. Σε διαφορετική περίπτωση ο Θεός δεν μας συγχωρεί.
Πίσω από τους ανθρώπους που έχουμε βλάψει συναντάμε πάντοτε τον Θεό, και πίσω από τις αμαρτίες που διαπράττουμε έναντι του Θεού βρίσκουμε πάντοτε τους ανθρώπους. Παραβαίνοντας το θέλημα του Θεού, κάμπτουμε τις ηθικές αντιστάσεις των ανθρώπων δίνοντάς τους ένα κακό παράδειγμα. Ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται ανάρμοστα στον Θεό, κάνει το ίδιο και στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, ενώ συμβάλλει στην αύξηση της αδιαφορίας τους προς τον Θεό.
Έτσι, προκειμένου να μας συγχωρήσει για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει ενώπιον του, ο Θεός μας ζητά να αιτούμαστε πρώτα τη συγχώρηση από τους συνανθρώπους μας. Αν όμως προκειμένου να λάβουμε τη Θεία συγχώρηση έχουμε ανάγκη την ανθρώπινη, τότε και οι άλλοι άνθρωποι έχουν ανάγκη τη δική μας προκειμένου να λάβουν τη συγχώρηση από τον Θεό.
Για να λάβουμε τη συγχώρηση από τον Θεό πρέπει συγχρόνως να συγχωρέσουμε τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας και να ζητήσουμε συγγνώμη από αυτούς που έχουμε βλάψει. Δεν αρκεί να συγχωρούμε, χρειάζεται επιπλέον να ζητάμε τη συγχώρηση από τους άλλους. Τόσο η μία όσο και η άλλη πράξη μας είναι πολύ δύσκολες. Είναι πολύ πιο εύκολο να ζητάμε συγχώρηση από τον Θεό, διότι Εκείνος μας «επιβάλλεται» , κατά κάποιον τρόπο, λόγω της μεγαλοπρέπειάς Του και επειδή εύκολα αναγνωρίζουμε την εξάρτηση μας από Εκείνον, σε θεωρητικό επίπεδο -δεν μιλώ για όσους δεν πιστεύουν αλλά για τους πιστούς. Αντιθέτως είναι πολύ δύσκολο ακόμα και για εμάς τους πιστούς να αποφύγουμε την περιφρόνηση προς τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν μας επιβάλλονται προβάλλοντας το μεγαλείο τους με τρόπο εμφανή. Ακόμα, ανάμεσα στις δύο πράξεις, τη συγχώρηση που οφείλουμε να δίνουμε στους άλλους ανθρώπους και την ανάγκη να ζητάμε τη δική τους συγχώρηση, η δεύτερη είναι η δυσκολότερη. Όταν οι άλλοι μ μας ζητούν τη συγχώρηση, μοιάζουν να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και αυτό αγγίζει την καρδιά μας καθώς τονώνει την έπαρσή μας. Όμως το να ζητάμε οι ίδιοι συγχώρηση μας υποχρεώνει να κατέλθουμε από το βάθρο της φαινομενικής ανωτερότητάς μας και να αναγνωρίσουμε την εξάρτησή μας από τους άλλους.
Η ίδια έπαρση κρύβεται τόσο πίσω από την άρνησή μας να συγχωρήσουμε όσο και από τη δυσκολία να ζητήσουμε συγχώρηση. Όμως δίνοντας άφεση δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι παραιτούμαστε από την έπαρσή μας· ενώ αν κάνουμε ένα βήμα παραπάνω φτάνοντας να ζητήσουμε εμείς συγχώρηση τότε έχουμε εξαλείψει κάθε ίχνος της έπαρσης μας. Σε αυτή μονάχα την περίπτωση η καρδιά μας συγκινείται ειλικρινά και ολοκληρωτικά χωρίς κανένα αμφιταλαντευόμενο κίνητρο.
Αρνούμενοι να δώσουμε ή να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών κάνουμε την ψυχή ολοένα και πιο σκληρή. Το κακό που μας έχει προξενήσει ο πλησίον και παραμένει στη μνήμη μας, αποτελεί μία ακαθαρσία που βρίσκεται μέσα μας και μας δηλητηριάζει συνεχώς, εξαπλώνοντας τη δυσοσμία της στην ύπαρξή μας. Η εκτυφλωτική λάμψη ή το σκότος που προέρχεται από αυτό το δηλητήριο, μας τυφλώνει εμποδίζοντάς μας να αντικρίσουμε τον άλλο καθαρά. Έτσι δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον Θεό ούτε να αγαπηθούμε από τους άλλους.
Μόνο η ειλικρινής συγχώρηση διαλύει αυτό το ξένο σώμα στην ψυχή μας και απομακρύνει το δοκάρι από τα μάτια μας. Επομένως μόνο η αγάπη του Θεού μπορεί να μας δώσει την άφεση. Ο άββάς Ησαΐας λέει: «Να μην έχεις μοχθηρότητα για τον άνθρωπο για να μην είναι μάταιοι οι κόποι σου. Κράτησε την καρδιά σου καθαρή προς όλους τους ανθρώπους για να δεις μέσα σου την ειρήνη του Θεού. Διότι, όπως ακριβώς το δηλητήριο διαχέεται σε όλο του το σώμα και φτάνει στην καρδιά, αν τύχει και τσιμπηθεί κάποιος από σκορπιό, έτσι και το δηλητήριο της μοχθηρίας πληγώνει την ψυχή του ανθρώπου και απειλεί να την καταστρέψει εξαιτίας του κακού που έχει υποστεί. Έτσι αυτός που δεν θέλει να ματαιοπονεί τινάζει αμέσως από πάνω του αυτό το σκορπιό , δηλαδή τη μοχθηρία και την κακοβουλία».
Το κακό που έχουμε κάνει στον άλλο αναστατώνει και αυτό ακόμα την ψυχή μας. Μας κάνει ανήσυχους. Μας εμποδίζει να κοιτάξουμε τον άλλο καθαρά στα μάτια. Κάθε φορά που τον συναντάμε νιώθουμε αμήχανα καθώς υποψιαζόμαστε ότι κρατάει μέσα του τη θύμηση από το κακό που του έχουμε κάνει. Η έπαρσή μου είναι και πάλι αυτή που με εμποδίζει να έχω καθαρές σχέσεις μαζί του. Αρκεί όμως να του ζητήσω συγχώρηση και αυτό θα οδηγήσει και τους δυο μας σε σχέσεις ανοικτές, άμεσες και ελεύθερες. Αν επιμείνω στην έπαρσή μου χωρίς να ζητήσω συγχώρηση , δεν μπορώ να σταθώ ενώπιον του Θεού και να τον αντικρίσω με το πρόσωπο και την καρδιά καθαρή. Πίσω από το αίτημα για συγχώρηση πρέπει να βρίσκεται ένα ειλικρινές αίσθημα μετανοίας. Η μετάνοια φέρνει θλίψη στα μάτια, μια θλίψη μετάνοιας, που όταν εκδηλώνεται, τα μάτια μας αποκτούν ένα βλέμμα άμεσο και διαυγές. Με αυτή την ευθύτητα της ειλικρινούς μετανοίας πρέπει να στέκομαι ενώπιον του Θεού ζητώντας την άφεση, που έχω προηγουμένως ζητήσει από τον πλησίον. Οι αμαρτίες μου προς τον Θεό είναι αναρίθμητες και συνεχείς. Όλα όσα έχω προέρχονται από τον Θεό και θα όφειλα να τα προσφέρω σε Εκείνον και στους ανθρώπους. Θα όφειλα να Τον δοξάζω συνεχώς για τις ευεργεσίες Του μέσω των λόγων και των έργων μου· όμως δεν το κάνω. Γι’ αυτό λοιπόν η μετάνοιά μου πρέπει να είναι αδιάκοπη όπως και η παράκληση για τη συγχώρηση και το έλεος Του. Να γιατί ο μοναχός της Ανατολής επικαλείται το έλεος του Θεού προσευχόμενος αδιαλείπτως. Έτσι, βλέπουμε τον Μεγάλο Αντώνιο τη στιγμή που πεθαίνει να ζητά λίγο χρόνο ακόμα για να μετανοήσει. Καθώς λοιπόν τα αμαρτήματα προς τον Θεό αποτελούν ταυτοχρόνως αμαρτήματα προς τους ανθρώπους και αντιστρόφως, τα αμαρτήματα προς τους ανθρώπους είναι και αυτά συνεχή και πρέπει να ζητάμε διαρκώς συγχώρηση για αυτά.
Εν τέλει μου είναι δύσκολο, σε οποιαδήποτε στιγμή της σχέσης μου με τον πλησίον, να πω ότι έχω συμπεριφερθεί κατά τρόπο άψογο ή ότι έχω κάνει κάθε καλό που όφειλα ή μπορούσα να κάνω για τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστράφηκα. Όταν λοιπόν κάποιος μου καταλογίζει μία συμπεριφορά, την οποία δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν κακή, δεν θα πρέπει να την αρνηθώ αλλά να αναγνωρίσω την ενοχή μου. Α ν μη τί άλλο, το λάθος μου είναι ότι έδωσα (άθελα μου έστω) την εντύπωση αυτής της κακής συμπεριφοράς. Ο αββάς Ησαΐας λέει:«Αν από επιπολαιότητα ο αδερφός σου αποδώσει μία κατηγορία, δέξου τη με χαρά· και αν εξετάσεις τον συλλογισμό του σύμφωνα με την κρίση του Θεού θα διαπιστώσεις ότι έχεις αμαρτήσει». Είναι δύσκολο να διαβεβαιώσω ότι δεν έχω καμία ευθύνη για τη δημιουργία των αναπόφευκτων όσο και συνεχών κακών που αναφύονται μέσα στους ανθρώπους και πληγώνουν και εμένα τον ίδιο. Μου είναι δύσκολο να ομολογήσω ότι η συμπεριφορά μου, οι σκέψεις και τα λόγια μου προς τους άλλους είναι όλα άψογα· ακόμα, ότι έχω δώσει στους άλλους τη δέουσα προσοχή, ώστε να μην τους δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αδιαφορώ για αυτούς. Όλοι αμαρτάνουμε προς όλους. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να μετανοούμε για τη συμπεριφορά μας προς τους άλλους. Αυτός είναι και ο λόγος που ζητάμε πάντοτε από τους ιερείς να μας μνημονεύουν κατά την προσκομιδή της Θείας Λειτουργίας, και από όλους τους ανθρώπους που γνωρίζουμε να προσεύχονται για εμάς· όπως ακριβώς οφείλουμε και εμείς να θυμόμαστε , όσο μπορούμε, στις προσευχές μας όσους γνωρίζουμε και γενικότερα όλους τους ανθρώπους. Η προσευχή μας για τους άλλους συνεπάγεται τη συγχώρηση προς εκείνους, και η παράκλησή μας να προσεύχονται για εμάς συνεπάγεται τη δική τους συγχώρηση προς εμάς.
Προσευχόμαστε για όσους γνωρίσαμε κι έχουν πεθάνει και διαμέσου της προσευχής μας τους συγχωρούμε, προσδοκώντας παράλληλα να εξασφαλίσουμε από όσους θα βρίσκονται στο μέλλον εν ζωή και ευρύτερα από ολόκληρη την Εκκλησία τη μετά θάνατον προσευχή για εμάς. Τους ζητάμε με αυτόν τον τρόπο να μας δίνουν συγχώρηση μετά τον θάνατό μας όχι στιγμιαία αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Προσευχόμαστε επίσης για τους προγόνους μας, για κάθε ψυχή εν πίστει κεκοιμημένου, επιθυμώντας να προσεύχονται μελλοντικά και για εμάς κάποιοι άλλοι, όσο θα διαρκεί το ανθρώπινο γένος. Η αδιαφορία προς τους νεκρούς αποτελεί και αυτή μια αμαρτία που μας βασανίζει.
Οι έμμεσες και οι άμεσες ανθρώπινες σχέσεις εμπεριέχουν τις αδυναμίες που έχουν όλοι οι άνθρωποι· αυτό που επιζητούμε, στον χώρο της Εκκλησίας τουλάχιστον, είναι να περικλείουν αυτές οι σχέσεις , οι οποίες δεν διακόπτονται με τον θάνατο, την αμοιβαία συγχώρηση, την προσευχή δηλαδή όλων προς όλους, έτσι ώστε ο Θεός να μας δώσει πλήρη άφεση αμαρτιών.
Αυτό ακριβώς αποτελεί μία σημαντική πτυχή της καθολικότητας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εξαγνίζεται διαρκώς μέσα από αυτή την προσευχή όλων προς όλους, μέσα από τη συνεχή και αμοιβαία μετάνοια όλων. Η καθαρότητα ή η αγιότητα της Εκκλησίας αποτελούν δυναμικά στοιχεία της ζωής της. Οι αμαρτωλοί δεν απομακρύνονται από το σώμα της Εκκλησίας, αφού δεν υπάρχουν άλλωστε μέλη της που να μην αμαρτάνουν όλοι συμμετέχουν σε αυτήν την προσπάθεια εξαγνισμού μέσω της μετανοίας, της αμοιβαίας συγχώρησης και της προσευχής όλων προς όλους, την οποία απευθύνουμε στον Θεό για να μας δώσει άφεση αμαρτιών. Η Εκκλησία δεν είναι μία κοινωνία άκαμπτη και ακίνητη αλλά μία κοινότητα σε κίνηση, που αποτελείται από ανθρώπους που αμαρτάνουν και ταυτόχρονα εξαγνίζονται μέσω της αμοιβαίας προσευχής -όχι για κάποιες αόριστες αμαρτίες αλλά για τα αμαρτήματα , τις ατελείς πράξεις και την αδιαφορία που εκδηλώνουν προς συγκεκριμένα πρόσωπα.
Μέσα σε αυτή τη ζώσα οικογένεια, εμφανίζονται συνεχώς δυσχέρειες, οι οποίες όμως ξεπερνώνται καθώς εμβαπτίζονται μέσα στη θάλασσα της αγάπης καθενός από εμάς, μέσα στην αμοιβαία αγάπη των μελών της. Όλοι αμαρτάνουν και όλοι όμως συμβάλλουν στον εξαγνισμό: μέσω του αιτήματος της συγχώρησης, μέσω της απόδοσης της συγχώρησης, μέσω της κοινής και αμφίδρομης προσευχής υπέρ της δικής τους συγχώρησης. Η αμαρτία δεν είναι μία κατάσταση που παγιώνεται. Όσοι αμαρτάνουν δεν μπορούν να αφεθούν στην αδιαφορία αλλά ωθούνται να ζητήσουν συγχώρηση. Η συνείδηση τους, που κινητοποιείται από το Άγιο Πνεύμα, τους οδηγεί σε αυτό το αίτημα. Έτσι χάρη στη μετάνοια, η αμαρτία ήδη από την εμφάνισή της αρχίζει να διαλύεται. Διαλύεται από τα αλλεπάλληλα κύματα συγχώρησης, προσευχής και αγάπης τα οποία καθοδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο όλοι παρακινούνται από το Άγιο Πνεύμα, που τους ενώνει. Το Άγιο Πνεύμα είναι ο παράγοντας αυτής της διαπροσωπικής ζωής που κατευθύνεται προς την αγνότητα και δεν μπορεί ποτέ να συμφιλιωθεί με την αδιαλλαξία ή την ακαμψία των σχέσεων εντός της Εκκλησίας. Είναι Πνεύμα ελευθερίας, διαπροσωπικής σχέσης, που αναπτύσσεται μέσα στην ελευθερία της αγάπης και δεν συμβιβάζεται με την αδιαλλαξία και τις άκαμπτες συμπεριφορές της δυσπιστίας και της αποστασιοποίησης. Τέτοιες συμπεριφορές δυσπιστίας και αποστασιοποίησης δημιουργούνται και συντηρούνται από την έπαρση, η οποία ούτε ζητά ούτε δίνει συγχώρηση. Εκεί που βασιλεύουν τα πάθη (παρότι τα πάθη μοιάζουν πολύ ευέλικτα) κυριαρχεί μια δυσκαμψία και μια έλλειψη ελευθερίας, που μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να κάμψει, καθώς Εκείνο δίνει στους ανθρώπους το χάρισμα να παραχωρούν και να ζητούν συγχώρηση, υπερπηδώντας την έπαρσή τους και τα υπόλοιπα εγωιστικά πάθη τους.
Η αμφίδρομη συγχώρηση και η προσευχή από όλους προς όλους δεν ακυρώνουν μόνο την αμαρτία· αντιπροσωπεύουν επίσης και την πνοή της αγάπης, που ανοίγει την ψυχή του ενός προς τον άλλο. Μιλώντας για την πνοή του Αγίου Πνεύματος εννοούμε ότι αυτό φέρνει την αγάπη, τη ζωή και την ελευθερία. Η πραγματική ελευθερία είναι συνδεδεμένη με την αγάπη και εκεί που υπάρχει αγάπη βρίσκεται κατεξοχήν το αγαθό, η πηγή κάθε καλού λογισμού, λόγου και πράξης. Εκεί βρίσκεται η ζωή, που είναι πλήρης δυναμισμού, διαθέσιμη σε όλους, απελευθερωμένη από κάθε έπαρση και εγωιστικό πάθος.
Με αυτόν τον τρόπο, η Εκκλησία ανανεώνεται χάρη στο Άγιο Πνεύμα, μέσω της αμφίδρομης συγχώρησης και προσευχής. Ανανεώνεται διαρκώς και επανασυνδέει τους εσωτερικούς δεσμούς της αγάπης μεταξύ των μελών της. Με άλλα λόγια ανασυγκροτεί την εσωτερική της ενότητα, αρμονία και καθολικότητα.
Η αδυναμία της χριστιανικής ψυχής να αντέξει την αμαρτία και το κακό που προκαλεί στους άλλους, και η ανάγκη της να ζητήσει και να δώσει συγχώρηση, φανερώνουν την εγγενή ικανότητα της Εκκλησίας να εξαγνίζεται, να ανανεώνεται και να ανασυγκροτεί συνεχώς την ενότητα και τους εσωτερικούς δεσμούς της, προκειμένου να αποτελεί συνεχώς μια εν Χριστώ αρμονία. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται το μυστήριο της αντοχής της μέσα στον χρόνο και της αέναης ανανέωσής της.
Πηγή: π. Δημήτριος Στανιλοάε, «Προσευχή και ελευθερία», εκδ. Εν πλω.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...