Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεμιστοκλής Μουρτζάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεμιστοκλής Μουρτζάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2016

ΑΜΑΡΤΑΝΟΝΤΕΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ



Πόσο εύκολο είναι να θεωρήσουμε κάθε άνθρωπο αδελφό μας;
 Η χριστιανική παράδοση το επισημαίνει, αναφερόμενη στο ποιον βλέπει ο Χριστός ως αδελφό Του: «εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»(Ματθ. 25, 40). Αδελφός είναι ο πεινών, ο διψών, ο ξένος, ο γυμνός, ο ασθενής, ο εν φυλακή, δηλαδή ο καθένας που έχει ανάγκη είτε από το περίσσευμα είτε από το υστέρημά μας. Ο Χριστός δεν αφήνει περιθώριο παρανόησης. Ο οποιοσδήποτε υστερεί σε σχέση με μας, αυτός που δεν μπορεί να είναι αυτάρκης, αλλά και ο οποιοσδήποτε βρίσκεται εν αδυναμία, είτε υλική είτε πνευματική, είτε εν μοναξιά  (ο «ασθενής» και ο «ξένος») είναι αδελφός μας. Διασταλτικά, ο κάθε άνθρωπος. Και μας καλεί ο Χριστός να δούμε τον αδελφό μας, όπως Εκείνον, που είναι ο Δημιουργός μας και την ίδια στιγμή ο Αναγεννητής της ύπαρξής μας. Ο κάθε άνθρωπος είναι η ευκαιρία μας για την βασιλεία του Θεού, για να δώσουμε στον Χριστό από το περίσσευμα ή το υστέρημά μας και την ίδια στιγμή να χτίσουμε μαζί Του μια νέα συγγένεια. Από τη στιγμή που ο Χριστός προσέλαβε τη σάρκα μας, είμαστε ήδη συγγενείς μαζί Του, δηλαδή κεκλημένοι κοινωνώντας Τον να μετέχουμε και στη θεϊκή φύση.  Αρκεί να κάνουμε το βήμα της αγάπης προς Αυτόν, να Τον συναντήσουμε στα πρόσωπα των άλλων, των αδελφών Του και αδελφών μας.
Πόσο εύκολο είναι εφικτό; Είναι θέμα λόγου, κηρύγματος, θεωρητικής αποδοχή αυτής της μοναδικής αλήθειας;
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, επισημαίνει ορισμένα εμπόδια, τα οποία εκ πρώτης όψεως φαίνονται ασήμαντα, αλλά δείχνουν τις δυσκολίες της αγάπης.  Το πρώτο εμπόδιο είναι η τροφή. Η τροφή της ελεημοσύνης είναι αυτονόητο καθήκον του χριστιανού και δύσκολα κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει την ευθύνη να δώσουμε άρτο σε όσους δεν έχουν. Τι γίνεται όμως με την τροφή που είναι σημείο τήρησης των εντολών του Θεού, σημείο αυτοδικαίωσης, σημείο ξεχωρίσματος του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο;  Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια όσοι είχαν ασκητική διάσταση έναντι της τροφής, όσοι περιφρονούσαν την τροφή των ειδωλολατρών, αισθάνονταν ότι ο τρόπος που βλέπουμε το φαγητό κάνει τον άνθρωπο αποδεκτό ή όχι από τον Θεό, κάτι που είναι ξεκάθαρο ότι δεν ισχύει. «Βρώμα ου παρίστησι τω Θεώ» (Α’  Κορ. 8,8). Οι αυστηροί απέρριπταν οποιαδήποτε ειδωλολατρική τροφή, ιδίως αυτή που προέρχονταν από τις θυσίες (ειδωλόθυτα). Σκανδαλίζονταν όταν κάποιοι χριστιανοί, πιο ανοιχτοί στο μυαλό και τη νοοτροπία, καταλάβαιναν ότι η σχέση με τον Θεό δεν έχει να κάνει με την υλική επιβίωση και τον τρόπο της. Έτσι όμως προκαλούνταν διαμάχες και σχίσματα ανάμεσα στους Κορινθίους. Τυπολάτρες και πιο συντηρητικοί από την μία, ανοιχτοί και φιλελεύθεροι από την άλλη. Ο Παύλος δίνει την λύση της διακριτικής αγάπης. Της παραίτησης από το δικαίωμα της κατανάλωσης τροφών που σκανδαλίζουν, ώστε να μην δίνεται αφορμή λύπης και διαμάχης.
Το δεύτερο εμπόδιο είναι η απουσία προσωπικού παραδείγματος. Αυτός που γνωρίζει την αλήθεια και τη ζει, δε φτάνει μόνο να το αποδεικνύει θεωρητικά ή ιδεολογικά ή με επιχειρήματα. Χρειάζεται να συνδυάζει τη γνώση με την διακριτική αγάπη και πάλι. Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με παραίτηση από δικαιώματα. Από την αίσθηση ότι μπορούμε, επειδή ξέρουμε και ζούμε, να είμαστε απρόσεκτοι και υπερβολικοί έναντι των άλλων. Να μην μένουμε στη γνώση μας, αλλά να βλέπουμε πώς αυτή η γνώση επηρεάζει τις ζωές των άλλων, τις συνειδήσεις τους, τη δική τους πνευματική πρόοδο. Αυτός που αγαπά διακρίνεται από λεπτότητα. Από ευγένεια και σεβασμό έναντι του άλλου, ιδίως όταν ομολογεί την αλήθεια. Δεν αποκρύπτει κάτι. Γνωρίζει όμως να περιμένει, μέχρις ότου μπορεί να συνειδητοποιήσει την αλήθεια και ο ελάχιστος αδελφός. Το προσωπικό παράδειγμα έχει να κάνει με την υπέρβαση ενός ήθους οίησης, το οποίο ωθεί τους γινώσκοντες να κάνουν επίδειξη πνευματικής δύναμης εις βάρος των μη γινωσκόντων, ιδιαιτέρως αυτών που είναι ασθενείς. Και γίνεται η γνώση αφορμή και ευκαιρία για σκανδαλισμό, για ταραχή, ώστε να φτάσουν στην αυτοδικαίωση όσοι γνωρίζουν, αδιαφορώντας για την βραδύτητα ή την αδυναμία των ελαχίστων αδελφών να παρακολουθήσουν και να  συμπορευτούν ή να ανεχτούν.
Το τρίτο εμπόδιο είναι ακριβώς η απουσία ανοχής. Είναι η ορμητικότητα αλλαγής του τρόπου θέασης της ζωής από τους άλλους, χωρίς επίγνωση των δικών τους αδυναμιών. Και η απουσία της ανοχής συνεπάγεται την απουσία της συγχώρεσης. Συγχωρώ σημαίνει ότι ξέρω να περιμένω να φτάσει και ο άλλος εδώ που είμαι. Αλλά κι αν δεν θα μπορέσει να φτάσει και ίσως αυτό φαίνεται, θα κάνω εγώ τα βήματα που απαιτούνται ώστε να του απλώσω το χέρι. Κι αν ακόμη εκείνος δεν είναι έτοιμος να το δεχτεί, θα προσεύχομαι. Θα υπομένω την κακότητα ή την κριτική ή την ολιγότητά του, ακριβώς διότι αγαπώ. Είναι ο ελάχιστος αδελφός μου. Το καλύτερο θα ήταν η συναντίληψη. Όμως αν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, υπάρχει η ανοχή. Η αίσθηση όχι ότι εγώ είμαι ανώτερος από αυτόν, αλλά ότι είμαστε διαφορετικοί. Και ότι κληθήκαμε να διακονήσουμε και να συνυπάρξουμε σε έναν κόσμο που έχει τη σφραγίδα του Χριστού επάνω του, ασχέτως αν την αποδέχεται στην πράξη ή την απορρίπτει. Κληθήκαμε μάλιστα από τον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος ευδόκησε να γεννηθούμε και να ζούμε ο καθένας στην εποχή του. Διότι αν πιστεύουμε στην πρόνοια του Θεού, αυτή έχει να κάνει όχι μόνο με το τι ζητούμε στη ζωή μας, αλλά και με τον χρόνο στον οποίο υπάρχουμε. Δεν κληθήκαμε να ζούμε σε ένα ωραίο παρελθόν ή σε ένα μέλλον όπου τα πάντα θα είναι όπως τα θέλουμε εμείς. Το παρόν στο οποίο ζούμε ζητά την ανοχή μας για τους άλλους, τη συγχώρεση, την συνύπαρξη.
Απέναντι σε όλα αυτά ο κόσμος αντιτάσσει μία ζωή χωρίς Χριστό. Ανθρωπιστικές αξίες από την μία και έλλειψη πίστης και ελπίδας για την αιωνιότητα από την άλλη. Η τροφή είναι το πρόσχημα. Ότι ευθύνη των όσων πιστεύουμε είναι να την προσφέρουμε σε όλους τους άλλους, χωρίς όμως ο κόσμος να νοιάζεται για υπακοή στο θέλημα του Θεού. Η τροφή όμως, όταν τη βλέπουμε αυτόνομα, χωρίς τη θέληση για σχέση με τον Χριστό, σε όσους είναι ασκητικοί μπορεί να γίνει αρχή κατάκρισης, σκανδαλισμού, αυτοδικαίωσης, σε όσους όμως δεν πιστεύουν, αυτοσκοπός. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση απουσιάζει η ελευθερία. Αυτήν που δίνει η αγάπη και η κοινωνία με τον Χριστό. Γιατί σ’ αυτούς που πιστεύουν οι μεν γίνονται δέσμιοι στη νηστεία τους, οι δε αποδεικνύουν δια της τροφής ότι είναι ανώτεροι από εκείνους που σκανδαλίζονται. Από την άλλη, όσοι θεωρούν πως η τροφή είναι η αποστολή της Εκκλησίας ποτέ δε θα τη βρίσκουν αρκετή και πάντοτε θα θεωρούν ότι η Εκκλησία έχει εξαντλήσει την αποστολή της σ’  αυτήν, ενώ κάποιοι θα επαναπαύονται στο ότι η Εκκλησία τους τρέφει, χωρίς όμως να χρειάζεται από την δική τους πλευρά να ζήσουν την εμπιστοσύνη στον Θεό ως σημείο ευγνωμοσύνης για την αγάπη που λαμβάνουν.
Ο κόσμος αντιτάσσει ακόμη μία ζωή χωρίς προσωπικό παράδειγμα διακριτικής αγάπης. Κλειδί η εξουσία. Η άσκηση των δικαιωμάτων μου. Υπάρχω για να κυριαρχώ. Για να εκπληρώνω το θέλημά μου, ακόμη και εις βάρος των άλλων. Και όταν αυτοί δεν είναι όπως τους θέλω, τους κατακρίνω, τους περιθωριοποιώ, τους απορρίπτω.  Αλλά και δεν ανέχομαι εύκολα τον διαφορετικό. Ίσως γιατί κι  εκείνος δεν με ανέχεται. Κάποιος όμως καλείται να κάνει την αρχή. Κι αυτός είναι όποιος πιστεύει στον Χριστό. Μόνο έτσι ο πολιτισμός μας μπορεί να ανανοηματοδοτηθεί. Και να αντέξει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για τις επιλογές της εκάστοτε εξουσίας δε θα έχουμε άποψη. Είναι όμως άλλο η εξουσία, άλλο οι ελάχιστοι αδελφοί.
Ο Απόστολος Παύλος ζητά από όλους μας να έχουμε υπόψιν τον αδελφό μας:«αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και τύπτοντες αυτών την συνείδησιν ασθενούσαν, εις Χριστόν αμαρτάνετε»  (Α’  Κορ. 8, 12). Αμαρτάνοντας με αυτόν τον τρόπο στους αδελφούς και πληγώνοντας τη συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε στον Χριστό.  Μας ζητά να θυμόμαστε τον λόγο και το παράδειγμα του Χριστού και να νικάμε τα προσκόμματα στο να δούμε τον άλλο, ακόμη κι αν διαφωνεί μαζί μας, εντός ή εκτός Εκκλησίας, ως ελάχιστο αδελφό. Διακριτική αγάπη, παράδειγμα, ανοχή και συγχώρεση κάνουν τις σχέσεις μας να οδηγούνται εις Χριστόν. Για να έχει νόημα κάθε πνευματική μας προσπάθεια.    
  
Κέρκυρα, 6 Μαρτίου 2016 

Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2016

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑΝ ΘΑΝΑΤΟ...-π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός


Ο απροσδόκητος θάνατος του γνωστού τραγουδιστή γέννησε προβληματισμούς. Συγκίνηση, σχόλια πάνω στην ματαιότητα της ζωής, ένα αίσθημα αδικίας, οργή εναντίον εκείνων που τόλμησαν να τον κρίνουν για επιλογές του, θαυμασμός για το ότι υπήρξε ουσιαστικά αυτοδημιούργητος, κριτική από κάποιους για το ότι, παρασυρμένος από την επιπολαιότητα της νεότητας, δεν τήρησε τους κανόνες του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, θυμός για το κράτος που δεν συντηρεί τους δρόμους όπως πρέπει και... θέαμα. Όλα ένα θέαμα! Δηλώσεις ανθρώπων του χώρου, αναρτήσεις στο Facebook από επώνυμους και ανώνυμους, μία απόπειρα έκφρασης της κατάπληξης για την απώλεια, αίσθηση συμμετοχής με την παρακολούθηση της κηδείας.
              Είναι σύμπτωμα παρακμής της κοινωνίας μας ό,τι έγινε;
            Όσοι αντιτίθενται στην λαϊκο-ποπ κουλτούρα έσπευσαν να υπενθυμίσουν ότι καθημερινά στην άσφαλτο σκοτώνονται στην Ελλάδα πέντε άνθρωποι. Άλλοι σύγκριναν τον θόρυβο με το ότι ελάχιστοι ασχολήθηκαν με τους τρεις πιλότους που σκοτώθηκαν για την πατρίδα. Άλλοι πάλι επεσήμαναν ότι η κοινωνία μας εκφυλίζεται τόσο ώστε να θεωρεί ως πρότυπα τους διασκεδαστές. Να περιμένει από αυτούς να εκφράσουν συναισθήματα, απορρίψεις, ματαιώσεις. Ο τραγουδιστής δε μιλούσε για έρωτες που ήθελε να ζήσει, αλλά για έρωτες που χάθηκαν, ουσιαστικά εκφράζοντας ασυνείδητα την απογοήτευση της εποχής για την απώλεια της ευμάρειας, της άκριτης κατανάλωσης, της ικανοποίησης κάθε επιθυμίας. Υπήρξαν κι αυτοί που αρκέστηκαν να σχολιάσουν το κύμα συμπάθειας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως ένα ακόμη σημείο κατάρρευσης της παιδείας μας, διότι πολλοί νέοι, μαθητές και φοιτητές συμμετείχαν με τον τρόπο τους στη θλίψη.
         Για μία φορά ακόμη δεν ακούστηκε ο λόγος της Εκκλησίας. Ότι ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της ύπαρξης. Βεβαίως είναι χωρισμός. Απώλεια. Ιδίως ο απροσδόκητος, ο αιφνίδιος. Η πίστη στην ανάσταση απαλύνει κάπως τη θλίψη. Από την άλλη δεν μπορούμε παρά να φιλοσοφούμε πάνω στην ροπή που οδηγεί στην διαδοχή των πάντων από τον θάνατο. Και να αισθανόμαστε ότι κάθε στιγμή στη ζωή μας είναι κρίσιμη, όπως και μοναδική. Μετριούνται τα πάντα με την αγάπη που έχουμε και δείχνουμε. Με τη δημιουργικότητα που μας κάνει να γεννούμε αλήθεια και νόημα. Με τη δύναμη που η σχέση με τον Θεό μάς παρέχει. Με τη βεβαιότητα ότι όσα ελπίζουμε θα λάβουν υπόσταση, ακόμη κι αν τα πράγματα του μέλλοντος αιώνος δε φαίνονται.
        Δεν είναι παρακμή η λύπη μπροστά στον θάνατο. Παρακμή είναι να μην υπάρχει το νόημα της ανάστασης. Κι αυτή ξεκινά από το ότι δε βιώνουμε το αναστάσιμο ήθος, μικρότεροι και μεγαλύτεροι. Παραμένουμε στον θαυμασμό για τη δόξα και την επιτυχία, χωρίς να μπορούμε να σκεφτούμε ότι αυτά θα τελειώσουν, και αδιαφορούμε να ερμηνεύσουμε τη ζωή στην προοπτική της συνάντησης με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Εκεί όπου ο εαυτός μας συνειδητοποιεί ότι δεν είναι όλα ένα παιχνίδι, αλλά ότι χρειάζεται ευθύνη για να τον αγαπήσουμε ως εικόνα Θεού και να τον προστατέψουμε από το ψεύτικο. Πρωτίστως όμως να τον μπολιάσουμε όχι με την κατανάλωση κατασκευασμένων συναισθημάτων, όπως η σύγχρονη κουλτούρα επιτάσσει, αλλά με την αυθεντικότητα που πηγάζει από την καρδιά. Αυτή που αισθάνεται, μοιράζεται, δίνει και παίρνει, συγχωρεί, ακόμη κι αν πληγώνεται. Τότε πολλαπλασιάζονται τα χαρίσματα που ο Θεός μας δίνει και τα πάντα φωτίζονται αλλιώς!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 2 Μαρτίου 2016

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 29, 2016

Ψυχοσάββατο. Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου...


 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός / Προσκυνητής -ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ  ΚΟΣΜΟ




Ψυχοσάββατο. Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου. Ο θάνατος είναι άλλωστε για τη νοοτροπία της εποχής μας το τέρμα. Οι κεκοιμημένοι μάς πονούν, αλλά πρέπει να ζήσουμε. Να προχωρήσουμε. Και το μνημόσυνο είναι μόνο ατομική υπόθεση. Όταν συμπληρώνονται οι μέρες, οι σαράντα, ο χρόνος, θυμόμαστε. Πάμε στο ναό. Έρχονται και όσοι μας αγαπούν και όσοι αγαπούσαν τον κεκοιμημένο. Και φτάνει. Γιατί άραγε όλοι μαζί, να έχουμε δύο ημέρες το χρόνο στις οποίες να θυμόμαστε πάντας (όλους) τους κεκοιμημένους. 

Έτσι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων ορθοδόξων χριστιανών, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών, γονέων, προγονέων, πάππων, προπάππων, διδασκάλων, αναδόχων ημών εν τη πίστει...
Κι όμως. Στο ψυχοχάρτι του Σαββάτου των Απόκρεω, πριν την Κυριακή της ανάμνησης ότι θα έρθει η τελευταία Κρίση, όπως και το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή, πριν την Κυριακή του ξεκινήματος της παρουσίας της Εκκλησίας στον κόσμο, αποτυπώνεται όχι μόνο η μνήμη, αλλά και η ελπίδα. 

Μνήμη ότι οι αγαπημένοι μας ουκ απέθανον αλλά κοιμώνται. Μνήμη ότι η αγάπη δεν νικήθηκε από το θάνατο. Ότι μπορεί ένα κομμάτι μας να έφυγε μαζί του, να τάφηκε στο χώμα, κι όχι μόνο από όσους γνωρίσαμε, αλλά και από όλους όσους έζησαν πολύ πριν από εμάς, απ’ αιώνος, όμως τίποτε δεν τελείωσε. Επειδή Χριστός Ανέστη ο θάνατος εσκυλεύθη. Επειδή Χριστός Ανέστη θα βρεθούμε ξανά με όλους όσους προηγήθηκαν. Κοντά στον Θεό των πνευμάτων και πάσης σαρκός. Εν τόπω φωτεινώ και χλοερώ και αναψύξεως. Και δεν θα είναι η συνάντησή μας μόνο εν πνεύματι. Δικό μας και δικό τους. 


Θα έρθει η ώρα που το σώμα τους και το δικό μας θα βγούνε από τις κρύπτες του θανάτου. Και θα ενωθεί η συμφυΐα, σε έναν τρόπο αιώνιο και χωρίς μετατροπή. Όπου ο έσχατος εχθρός θα καταργηθεί. Και θα είναι η ύπαρξη συνάντηση με το Φως και την γλυκύτητα της ωραιότητος του προσώπου του Χριστού και των Αγίων Του. Η Εκκλησία που δεν θα είναι μόνο μια πρόσκληση ένταξης στο σώμα του Χριστού, αλλά το ίδιο το Σώμα από το οποίο δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε.
 

Προγευόμαστε αυτή την χαρά να είμαστε μέλη του Σώματος κάθε φορά που τελούμε την Θεία Λειτουργία. Αυτήν στην οποία πιστεύουμε και ζούμε το διαρκές παρόν της Βασιλείας του Θεού. Της συνάντησης ζώντων και κεκοιμημένων, αγίων και αμαρτωλών, μελίσματος και μη διαίρεσης, βρώσεως και μη δαπανήσεως εν τω Χριστώ. Μόνο που τα δύο αυτά Σάββατα νιώθουμε τους κεκοιμημένους πιο κοντά μας. Γιατί δεν είμαστε μόνο εμείς που έχουμε να θυμόμαστε. Αλλά όλο το σώμα του Χριστού. Και η μνημόνευση των ονομάτων, μακρόσυρτη υπό τον ήχο του «Κύριε ελέησον», μάς υπενθυμίζει ότι η αγάπη δεν είναι μόνο για τους οικείους και συγγενείς, αλλά για όλους που εν Χριστώ γίνονται οι κατεξοχήν οικείοι μας. Οι αδελφοί μας.
 

Ας βρεθούμε το απόγευμα της Παρασκευής και το πρωί του Σαββάτου στο ναό της γειτονιάς μας. Μεγαλύτεροι και μικρότεροι. Πρέπει να ζήσουμε, αυτό είναι δεδομένο. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος για μας δεν είναι τέρμα, αλλά μια στάση και ένα πέρασμα, ένα Πάσχα. Τη στάση την περνάμε μόνοι μας, ακόμη κι αν έχουμε την ώρα του θανάτου κοντά μας αυτούς που μας αγαπούνε. Ο θάνατος είναι η προσωπική μας έξοδος, στην οποία κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, να καταλάβει, να συντροφεύσει. Μία ροπή όμως είναι η στάση. Και μπαίνουμε στο πέρασμα της ανάστασης. Συντροφευμένοι από όσους έχουν προηγηθεί και πρωτίστως όσους αγάπησαν το Θεό και τον άνθρωπο. Κι αυτοί θα μας οδηγήσουν στο να αναγνωρίσουμε Εκείνον που θανάτω τον θάνατον επάτησε.
Ας Τον παρακαλέσουμε λοιπόν.


Και των κεκοιμημένων μνημόνευσον Σωτήρ μου, εν δόξη όταν έλθης. Των δικών μας και όλων των ανθρώπων. Να συναντιόμαστε στην αγάπη Σου! 

Τρίτη, Φεβρουαρίου 23, 2016

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ


Ένας από τους πιο ωραίους συμβολισμούς στην παραβολή του ασώτου υιού είναι και αυτός του δαχτυλιδιού, το οποίο ο Πατέρας δίδει εντολή να δοθεί στον νεώτερο υιό του, όταν επιστρέφει από το «ζην ασώτως». «Δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού» (Λουκ. 15, 22) είναι ο πατρικός λόγος. Προφανώς και ο ο άσωτος φορούσε δαχτυλίδι όταν έφυγε από το σπίτι του Πατέρα του. Το έχασε όμως ή το πούλησε προκειμένου να επιβιώσει στην μακρινή χώρα , όπου απεδήμησε για να ζήσει ελεύθερα, όπως πίστεψε, χωρίς την κοινωνία με τον Πατέρα. Και με την επάνοδό του στο πατρικό σπίτι, ο Πατέρας του προσφέρει αυτό το συμβολικό στοιχείο, για να δείξει και σε εκείνον και σε εμάς τρία χαρακτηριστικά, τα οποία είναι πολύτιμα για όλους.
                Το δαχτυλίδι συμβολίζει τη σφραγίδα του Πατέρα, το οικόσημο της οικογένειας στην οποία ο άσωτος έχει αποφασίσει να επανενταχθεί. Ο άσωτος επέλεξε αρχικά να διακόψει την κοινωνία με το σπίτι αυτό και με το Πρόσωπο στο οποίο το σπίτι ανήκει. Μόνο που δεν έλαβε υπόψιν ότι το σχήμα του σπιτιού δεν έχει ιδιοκτήτη με την έννοια της αποκλειστικότητας, αλλά η ιδιοκτησία διαχέεται σε εκείνους που έχουν γνήσια κοινωνία ως παιδιά μαζί του. Αυτό δηλώνει ο πατέρας με δύο κινήσεις στην παραβολή. Όταν του δίδει «το επιβάλλον μέρος της ουσίας» (Λουκ. 15,12) χωρίς να διαμαρτυρηθεί για το αίτημα του παιδιού του, χωρίς να αγωνιστεί να το μεταπείσει για το ολοφάνερα εσφαλμένο του αιτήματος και της επιλογής του, χωρίς να οχυρωθεί πίσω από το δικαίωμα του ιδιοκτήτη. Αλλά και όταν ο πρεσβύτερος υιός θα διαμαρτυρηθεί για την ευεργεσία του Πατέρα προς το νεώτερο, τότε και πάλι Εκείνος θα αναφωνήσει με τρυφερότητα και ένα αδιόρατο παράπονο: «τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστί» (Λουκ. 15,31).  Ο Θεός είναι ο δημιουργός και ο ιδιοκτήτης της ζωής και της ύπαρξής μας, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. Για το Θεό όμως δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα, όπως ξεκάθαρα μας λέει η παραβολή. Μας έπλασε εν αγάπη και ελευθερία και αυτή είναι η σφραγίδα Του επάνω μας. Να μας ανήκει ό,τι έχει ο Ίδιος, δηλαδή ο κόσμος, η κτίση, οι υπηρέτες -άγγελοι και πρωτίστως η σχέση Του μαζί μας. Σημείο της διάχυσης της ιδιοκτησίας το δαχτυλίδι, με το οποίο και Εκείνος μας δείχνει ότι μας αναγνωρίζει ως παιδιά και συγκληρονόμους και συνιδιοκτήτες της Βασιλείας του, αλλά και μας υπενθυμίζει ότι αυτή η σφραγίδα της αγάπης και της ελευθερίας είναι πάντοτε επάνω μας, εφόσον κι εμείς θέλουμε να είμαστε κοντά Του, θέλουμε να είμαστε μέλη του σώματός Του, που είναι η Εκκλησία.
                Το δαχτυλίδι είναι σημείο των ελεύθερων ανθρώπων και όχι των δούλων. Όταν οι άνθρωποι παντρευόμαστε δίδουμε ο ένας δαχτυλίδι στον άλλο όχι για να δείξουμε την δέσμευση ή την υποταγή ή την στέρηση της ελευθερίας μας, αλλά το αντίθετο ακριβώς. Ότι μέσα στη σχέση είμαστε ελεύθεροι να αγαπούμε και έχουμε επιλέξει την αγάπη ως την οδό της κοινής μας ζωής. Το σύμβολο αυτό πηγάζει από τη ζωή με το Θεό. Ο Θεός μας ελευθερώνει από τη ζωή των παθών, από την καταδίκη «του βόσκειν χοίρους» και «γεμίσαι την κοιλίαν από των κερατίων ων εσθίουσιν οι χοίροι» (Λουκ. 15, 15-16), όταν εμείς έχουμε αποφασίσει ότι η μετάνοια, η αλλαγή νοοτροπίας, η επιστροφή μας στη σχέση μαζί Του μας απελευθερώνει και όχι η ζωή μακριά Του. Και τότε λαμβάνουμε ως σημείο το δαχτυλίδι αυτό, το οποίο επιβεβαιώνει την απόφαση της ελευθερίας η οποία δεν γίνεται απομάκρυνση, αλλά μετάνοια, παραιτείται από τον εγωκεντρισμό του δικαιώματος να ζούμε όπως θέλουμε και γίνεται η υπακοή στο θέλημα του Θεού, το οποίο εκφράζεται με τόση αγάπη και τόσο σεβασμό στις πνευματικές μας πληγές, που υπερβαίνει πάσαν προσδοκίαν. Σημείο της ελευθερίας από τα πάθη και της μετανοίας το δαχτυλίδι, συνοδεύεται από την βρώση του σιτευτού μόσχου, δηλαδή του Χριστού, και του ευφρανθήναι, δηλαδή την μετοχή μας στη Θεία  Λειτουργία, που μας δίδει την χαρά, η οποία γίνεται διαρκής.
                Το δαχτυλίδι είναι το σύμβολο των ουρανίων χαρισμάτων, των καρπών του Αγίου Πνεύματος, τα οποία ο άνθρωπος λαμβάνει ως δωρεά από τον Θεό όταν ζει την ζωή της Εκκλησίας. Ο Θεός δεν μας αφήνει τραυματισμένους, ταπεινωμένους, γυμνούς στη ζωή και την κοινωνία μαζί Του. Δεν μας αφήνει προς παραδειγματισμό να φέρουμε τα σημεία της πτώσης και της απομακρύνσεώς μας από Εκείνον, αλλά μας αποκαθιστά σε μία κοινωνία στην οποία μας θέλει όσο το δυνατόν άξιούς του, δηλαδή παιδιά Του. Το δαχτυλίδι είναι ο αρραβώνας του Πνεύματος, το οποίο μας υιοθετεί και μας δίδει την δυνατότητα να χαιρόμαστε με την τα χαρίσματά Του, την πίστη, την ειρήνη, την χαρά, την μακροθυμία και κυρίως την αγάπη. Ο Θεός μας θέλει στολισμένους με την αγιότητα. Μας θέλει λαμπρούς. Ανταποκρίνεται στο αίτημα της επιστροφής μας, που γίνεται στην ουσία η προσευχή μας και μας δείχνει ότι κοντά Του δεν θα μας λείψει η χαρά την οποία αναζητήσαμε και αναζητούμε στην απομάκρυνση από την κοινωνία μαζί Του. Μόνο που αυτή η χαρά είναι πρωτίστως πνευματική. Πηγάζει από την δυνατότητα της κοινωνίας με το Καθαρό και το Παντέλειο Πρόσωπό του, μόνο που δεν μας εξουδενώνει, αλλά μας στολίζει. Και η χαρά αυτή γίνεται αιώνια, καθώς η Βασιλεία Του μας κρατά στην μετάνοια.
                Η καθημερινότητά μας γίνεται μία συνεχής απομάκρυνση από την κοινωνία με το Θεό είτε δια της αμαρτωλότητας είτε δια της εργασίας στον αγρό του κόσμου. Όπως ο νεώτερος υιός άφησε τον Πατέρα για να βρει την τερπνότητα μακριά Του, έτσι και ο πρεσβύτερος υιός δεν είχε την χαρά της κοινωνίας με τον πατέρα, δεν είχε καταλάβει πώς ο Πατέρας σκεπτόταν και δρούσε, διότι ο νους του ήταν μόνο στον εαυτό του, στην περιουσία, στην εργασία, στους φίλους του, στην κατάκριση των άλλων. Έτσι όταν διαπιστώνει ότι άλλη εικόνα είχε για το Πρόσωπο του Πατέρα, αρνείται την κοινωνία μαζί Του, αρνείται να είναι μέλος της οικογένειας. Αρνείται την μετάνοια του αδερφού του. Αρνείται τελικά και την μετοχή στα χαρίσματα του Πνεύματος, που η γιορτή που κάνει ο Πατέρας δείχνει.
Ο Χριστός μας υποδεικνύει δια της στάσεως του πρεσβυτέρου υιού ότι το δαχτυλίδι της σχέσης δεν είναι εύκολο να το κρατήσει κανείς. Και η ανάγνωση της παραβολής την περίοδο του Τριωδίου μας υπενθυμίζει ότι έχουμε ανάγκη επαναπροσδιορισμού του Ποιος και Τι είναι ο Πατέρας μας και πώς βλέπουμε τη ζωή στην Εκκλησία. Το δαχτυλίδι το οποίο μας δόθηκε στο βάπτισμα είναι στα χέρια μας. Είναι όμως δική μας ευθύνη να χαιρόμαστε βλέποντάς το και έχοντας του επάνω μας ή να το αφήσουμε ή να το θεωρήσουμε σημείο σκλαβιάς  και να αρνηθούμε την κοινωνία με τον Δωρητή. Ο εγωκεντρισμός του να ζητάμε την ιδιοκτησία μας με την ιδέα ότι δεν είμαστε καλά στο σπίτι του Πατέρα μας, με την ιδέα ότι δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε με τους άλλους που δεν φέρονται όπως εμείς θα θέλαμε, με την ιδέα ότι η χαρά βρίσκεται στην εκκοσμικευμένη κοινωνία, αποτελούν λόγους απεμπόλησης της χαράς του δαχτυλιδιού.  Όμως ο Πατέρας πάντοτε περιμένει και είναι έτοιμος να μας το ξαναδώσει. Αυτή ήταν, είναι και θα είναι η Θεϊκή Αγάπη που νοηματοδοτεί αληθινά τη ζωή μας.

    
πηγή

Κυριακή, Φεβρουαρίου 21, 2016

ΤΑ ΙΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΑ ΔΥΝΑΜΕΝΑ ΣΕ ΣΟΦΙΣΑΙ


                Στον λειτουργικό χρόνο υπάρχουν σημεία – κλειδιά. Είναι οι σημαντικές περίοδοι, κατά τις οποίες η Εκκλησία μας καλεί να κάνουμε πιο έντονο αγώνα να συναντήσουμε τον Χριστό, να αφήσουμε κατά μέρος τις βιοτικές μας προτεραιότητες, ακόμη κι αυτές που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, και να αφουγκραστούμε την κλήση του Χριστού προς το πρόσωπο του καθενός μας ως ευκαιρία μνήμης, αφύπνισης και ανακαίνισης τόσο του εαυτού μας, όσο και της ζωής μας εν γένει. Αυτά τα σημεία- κλειδιά περιλαμβάνονται στην διατύπωση του Αποστόλου Παύλου στην δεύτερη επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο ότι είναι «τα ιερά γράμματα, τα δυνάμενά σε σοφίσαι εις σωτηρίαν δια πίστεως της εν Χριστώ Ιησού»(Β’  Τιμ. 3, 15). Είναι ο λόγος του Θεού και η βίωσή του στη ζωή της Εκκλησίας  που μπορούν να κάνουν τον Τιμόθεο και τον κάθε χριστιανό σοφό, οδηγώντας μας στη σωτηρία δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό. Είναι η πνευματική μας παράδοση και παρακαταθήκη. Το ότι έχουμε ταυτότητα, γνωρίζουμε ποιοι είμαστε και τι ζητούμε στη ζωή και τον κόσμο μας. Είναι το ότι έχουμε πυξίδα στη ζωή μας. Είναι ότι ο χρόνος μας δεν είναι προσκολλημένος στο σήμερα, στο εγώ, στις ανάγκες και επιθυμίες μας, αλλά έχει οδοδείκτες που τον οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού, που του δίνουν νόημα.  
                Οι άνθρωποι όταν ακούνε για παράδοση ο νους τους πηγαίνει στην ύπαρξη ηθών και εθίμων. Στη διατήρηση δηλαδή εξωτερικά τύπων που απευθύνονται στη μνήμη μας. Και βεβαίως αυτό δεν είναι λανθασμένο. Διότι βάση της παράδοσης είναι η μνήμη. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Χριστός ζήτησε από τους μαθητές Του να ζούνε το μυστήριο της Ευχαριστίας, της κοινωνίας δηλαδή του Σώματος και του Αίματός Του «εις την εμήν ανάμνησιν»  (Λουκ. 22,19). Όταν όμως απουσιάζουν τα άλλα δύο στοιχεία των «ιερών γραμμάτων», η αφύπνιση και η ανακαίνιση, τότε η μνήμη γίνεται παγίδα. Διότι καθίσταται τύπος, επιφάνεια, κάποτε και φαρισαϊσμός. Ανάλογη είναι η απαίτηση η μνήμη να θεάται αυτόνομη, χωρίς την παρουσία της αγάπης, στο γράμμα και όχι στο πνεύμα της. Όταν δηλαδή την κρατούμε ως αυτάρκεια και την βλέπουμε πιο πάνω από τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, τραυματισμένη και αμαυρωμένη, ίσως νεκρωμένη, όχι όμως νεκρή. Η αυτάρκεια της μνήμης γεννά αυτοδικαίωση, όχι όμως επίγνωση των αληθινών μας μέτρων και τελικά αίτημα για συγχώρεσή μας από τον  Θεό και παροχή συγχώρεσης στον πλησίον που δεν μπορεί να τηρήσει αυτά που η μνήμη επιτάσσει.
                Τα ιερά γράμματα λειτουργούν αφυπνιστικά για τη συνείδησή μας, για να καθαριστεί δια της μετανοίας και της εκζητήσεως του ελέους του Θεού. Να κατανοήσει την δωρεά της ζωής και των χαρισμάτων που λάβαμε από τον Θεό και την ίδια στιγμή την σμικρότητά μας, διότι ο χρόνος μάς ταξιδεύει στις απαιτήσεις, στην διασκέδαση του παρόντος, στην καταξίωση με βάση την επιβίωση, την κατανάλωση, τον εγωκεντρισμό, την ικανοποίηση των επιθυμιών μας, που μας καθιστούν όχι συνοδοιπόρους των άλλων, αλλά παντογνώστες κριτές τους. Τα ιερά γράμματα γεννούν την κλήση του να γίνουμε ταπεινοί. Του να βλέπουμε τις πτώσεις, τις αποτυχίες μας διότι δεν είμαστε όπως ο Θεός μας θέλει, αλλά την ίδια στιγμή ο Θεός ουδέποτε έπαψε να μας αγαπά και μας καλεί να μη νικηθούμε από την όποια απόγνωση ή από την αίσθηση ότι αν δεν μπορούμε τα πάντα, δεν αξίζουμε τίποτα. Ζητά από εμάς να έχουμε επίγνωση, να κάνουμε το λίγο ή το πολύ που μπορούμε και να αφήσουμε στο έλεός Του τα υπόλοιπα. Αυτό το έλεος που μας καταδιώκει πάσας τας ημέρας της ζωής μας.       
                Τα ιερά γράμματα μας ζητούν να ανακαινιστούμε στην Εκκλησία, δια της μυστηριακής ζωής, της αγάπης και της φιλανθρωπίας, της προσευχής και της άσκησης που είναι σημάδια ότι ο εαυτός μας αφυπνίστηκε, κυρίως όμως μέσα από την στάση ζωής που γεννιέται στην Εκκλησία, ότι υπάρχουμε για να συναντούμε τον πλησίον μας, όποιος κι αν είναι αυτός. Και η ανακαίνιση μας γίνεται βάση για να δείξουμε αυτόν τον δρόμο και στον συνάνθρωπό μας, όπου κι αν τον βρίσκουμε. Στο σπίτι, στην εργασία, στην αναστροφή, ακόμη και στους διωγμούς που μπορεί να ζήσουμε, ακόμα κι αν ο πλησίον φέρεται εχθρικά εναντίον μας. Η ανακαίνιση έρχεται όταν αφήνουμε τον Θεό να δράσει εντός μας δια της χάριτός Του, όταν εν Αγίω Πνεύματι ζητούμε το θέλημά Του, όταν είναι παρών ο Χριστός και η αγάπη μέσα μας.  Τότε τα ιερά γράμματα γεννούν παρόν και μέλλον στη ζωή μας. Δεν είναι μόνο μνήμη, αλλά και βιωματική πορεία προς την Ανάσταση.
                Η περίοδος του Τριωδίου στην οποία εισερχόμαστε είναι σημείο- κλειδί στον λειτουργικό χρόνο. Από την στάση μας έναντί της δείχνουμε πόσο τα ιερά γράμματα, με τα οποία μεγαλώσαμε, ή  αποφασίσαμε να αποδεχθούμε λειτουργούν ως βάση η πνευματική μας παράδοση να έχει σχέση με το σήμερα. Δεν είναι αρκετή η τήρηση των τύπων. Διότι τότε  για τους πολλούς μπορεί να έχουμε ταυτότητα, άλλοτε σεβαστή, άλλοτε αφορμή περιφρόνησης, όμως αυτή η ταυτότητα δεν λειτουργεί λυτρωτικά και ανακαινιστικά εντός μας. Μπορεί να χαρακτηριζόμαστε χριστιανοί, να ξεχωρίζουμε από τους άλλους ανθρώπους, όμως η καρδιά μας να μην είναι ανακαινισμένη. Αυτό δε σημαίνει ότι στη λογική του τι είναι πιο αυθεντικό ή επιθυμητό θα πρέπει να περιφρονήσουμε  τα εξωτερικά ή να τα εγκαταλείψουμε. Αν όμως δεν τα συνδυάσουμε με την αγάπη, την μετάνοια, την ταπείνωση, θα μείνουν τύποι που δεν μας κάνουν σοφούς, οδηγώντας μας στη σωτηρία, αλλά δηλωτικά χαμένων ευκαιριών. Αν δεν περάσουμε από τη γνώση στην εμπειρία της κοινωνίας με τον Χριστό και τον πλησίον, η προσκόλληση στη παράδοση θα την κάνει να μοιάζει με  έναν  βράχο που θα μας επιτρέπει να προφυλαχθούμε από το κύμα, αλλά δεν θα μας μάθει να κολυμπούμε και να βγούμε στο λιμάνι της αιωνιότητας. Κι εδώ είναι ο σκοπός μας. Να αξιοποιούμε τους βράχους, για να μην καταβληθούμε από την κούραση και τους σταυρούς της ζωής, και να γίνονται αυτοί εφαλτήρια ώστε να παλέψουμε στη θάλασσα για να συναντήσουμε Αυτόν που μας έδωσε τα ιερά γράμματα, τον Κύριό μας.


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 12, 2016

Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα

πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός
  Σ’ ένα παλιό, δυναμικό τραγούδι, ο στίχος λέει: «φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα». Αυτό ζούμε όλοι και ιδιαιτέρως οι νέοι άνθρωποι στην εποχή μας. 
 Κι αν παλαιότερα ο φόβος ήταν απόρροια της απουσίας πληροφοριών για τον κόσμο που ετοιμαζόταν, σήμερα ο φόβος πηγάζει ακριβώς από την ύπαρξη και το άγχος που οι πολλές πληροφορίες φέρνουν.

Αυτό που δεν αλλάζει είναι «όλα όσα θα γίνουν για μας χωρίς εμάς». Ένας κόσμος σκληρός. 
    Ελκυστικός από την μία, με τα επιτεύγματα της τεχνολογίας και τις υποσχέσεις κάλυψης των επιθυμιών μας, των αναγκών μας, πραγματικών και τεχνητών, στον οποίο το μοτίβο «να περνάς καλά» είναι η ευχή και το ζητούμενο. 
   Αποκρουστικός από την άλλη, διότι ο άνθρωπος δεν είναι πρόσωπο, αλλά αόριστο ον, η ζωή και ο θάνατος του οποίου δε είναι τίποτα μπροστά στο θρίαμβο των μεγάλων μεγεθών: οικονομία, χρήμα, κατανάλωση σώματος και μυαλού, εικονική πραγματικότητα.

  Οι νεώτεροι από την μία χαίρονται την αμεριμνησία του Facebook, τον διάλογο με φωτογραφίες, την κινητικότητα και την έξοδο για διασκέδαση, την υπερπροβολή του προσωπικού προφίλ. Από την άλλη διαπιστώνουν τα αδιέξοδα μιας τέτοιας ζωής, όπως επίσης και την αδυναμία τους η χαρά να έχει διάρκεια. Και πίσω από όλη την εικονική ευτυχία, την εικονική κοινοποίηση πράξεων, σκέψεων, ιδεών, σχέσεων, αχνοφαίνεται ο κρυμμένος φόβος «να κάνω κι εγώ κάτι», «να δικαιολογήσω γιατί ζω», να μη μείνω «έξω του κόσμου», «έξω της παρέας των άλλων», «έξω της αποδοχής», χωρίς όμως τελικά «να μπορώ να ελέγξω κάτι από αυτόν τον κόσμο».

 Είμαστε όλοι δέσμιοι της πορείας αυτού του κόσμου. Μόνο αν βγούμε πολύ μπροστά, έχουμε ικανότητες έκτακτες, παίξουμε με τον τρόπο του συστήματος, θα μπορέσουμε να καλλιεργήσουμε ιδέες που μπορεί σε κάτι να φέρουν αλλαγή. Το πιο πιθανό όμως είναι να ακολουθήσουμε τα βήματα αυτού του κόσμου που θα κάνει για μας χωρίς εμάς.

Δέσμιοι, παρεκτός αν αισθανόμαστε ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Αν ακολουθούμε εκείνα τα καταπληκτικά μηνύματα ενός παλιού κειμένου, του 2ου αιώνα, της «προς Διόγνητον επιστολής», όπου περιγράφεται το μεγαλείο μιας ζωής στην οποία, ενώ τίποτα από όσα γίνονται δεν ελέγχεται, εντούτοις δεν μας επηρεάζει. 
Διότι γνωρίζουμε ότι τα πάντα πορεύονται μέσα από την διαύγεια της σχέσης με τον Χριστό. Της αγάπης που σε κάνει να αντέχεις. Που βγάζει έξω τον φόβο. Γιατί ξέρεις ότι ο κόσμος δεν μπορεί να σου περιορίσει την επιλογή να αγαπάς. Ότι ενώ είσαι πολίτης και παλεύεις για το καλύτερο, δεν ανήκεις στη νοοτροπία του κόσμου και γι’ αυτό δεν νικιέσαι από τη θλίψη της ήττας. Γιατί ενώ υπακούς στους νόμους, τους νικάς με τη ζωή σου. Γιατί χαίρεσαι επειδή δίνεις ζωή στους άλλους, ακόμη κι αν αυτοί σε περιφρονούν. Κι όλα αυτά επειδή υπάρχει η αύρα της πίστης, η παρουσία και η κοινωνία με τον Χριστό. 
 Νέοι και μεγαλύτεροι δε φοβόμαστε στον κόσμο που ζούμε. Διατηρούμε την αισιοδοξία της πίστης. Ενεργοποιούμε τις δυνάμεις της καρδιάς μας και του μυαλού μας και δεν κολλάμε στην εξάρτηση από τον μηχανισμό του κόσμου. Με ταπείνωση εμπιστευόμαστε τον Θεό και θα νικήσουμε, ακόμη κι αν χάσουμε! 


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
3 Φεβρουαρίου 2016
το είδαμε εδώ

Σάββατο, Δεκεμβρίου 26, 2015

ΚΑΤΑΛΥΣΕΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΟΥΤΟΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΑ ΕΘΗ



                Ο Χριστός υπήρξε από την αρχή της επίγειας ζωής Του «σημείον αντιλεγόμενον» για τον κόσμο. Πρωτίστως οι θρησκευόμενοι της εποχής Του, δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν γιατί ήρθε και Ποιος τελικά ήταν.  Θεώρησαν ότι ήταν ένας ανατροπέας της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Ότι ήρθε για να γκρεμίσει τον ναό ως τόπο λατρείας του Θεού και άρα ήταν ένας βλάσφημος αρνητής της πατροπαραδότου παραδόσεως των Εβραίων και την ίδια στιγμή ότι θα άλλαζε τους θεσμούς, τις συνήθειες, τα έθιμα που ο Μωυσής, η υπέρτατη αυθεντία για τους τυπολάτρες, είχε καθορίσει. «Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος καταλύσει τον τόπον τούτον και αλλάξει τα έθη ά παρέδωκεν ημίν Μωυσής» (Πράξ. 6, 14).  Στο πρόσωπο του Χριστού έβλεπαν την απειλή εκείνη που θα έκανε την πίστη τους να κλονιστεί, τον λαό που τους ακολουθούσε να σκανδαλιστεί και να βρεθεί σε σύγχυση και την ίδια στιγμή να απειλείται ο ίδιος ο Θεός ουσιαστικά και η σταθερότητα της θρησκείας τους από το Πρόσωπό Του. Γι’  αυτό και τον σταύρωσαν. Γι’  αυτό και οδήγησαν στο μαρτύριο πολλούς από όσους Τον ακολούθησαν, μεταξύ των οποίων και τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, τον διάκονο. Η πίστη στον Χριστό αισθάνονταν ότι απειλούσε τελικά και τη δική τους υπόσταση, τη δική τους ταυτότητα μέσα στον κόσμο.
                Δεν ήταν κατ’  ανάγκην κακό το κίνητρο των κατηγόρων του Χριστού, των κατηγόρων του Στεφάνου, των κατηγόρων των χριστιανών. Εμφορούνταν από έναν ζήλο ου κατ’  επίγνωσιν. Ταύτιζαν την ύπαρξή τους με τη διατήρηση της παραδόσεώς τους. Κάθε απόκλιση από αυτήν θεωρούσαν ότι μπορούσε να κλονίσει το κύρος και την αυθεντία της πίστης τους και έβλεπαν στο πρόσωπο του κάθε τολμητία τον κίνδυνο και για τους ίδιους και για όσους ακολουθούσαν την πίστη τους. Έκαναν ένα μεγάλο λάθος, το οποίο επαναλαμβάνουν όσοι σε κάθε εποχή αισθάνονται ότι η θρησκευτική πίστη κινδυνεύει από όσους την ερμηνεύουν διαφορετικά. Απολυτοποιούν το γράμμα και αφήνουν στην άκρη όχι μόνο το πνεύμα, αλλά και το Πρόσωπο το οποίο εκφράζει το διαφορετικό. Στην περίπτωση του Χριστού και του ακολούθου Του, πρωτομάρτυρος Στεφάνου, διαστρέβλωσαν τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, μη βλέποντας ότι τόσο τον ναό όσο και τον νόμο ο τριαδικός Θεός έδωσαν στους ανθρώπους. Ότι ο Θεός προηγείται και όχι ο νόμος. Ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο και μάλιστα τον καθέναν και όχι μόνο τους Εβραίους. Ότι οι θεσμοί, τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις υπάρχουν για να βοηθούν τους ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεό και όχι για να τηρούνται επιφανειακά και εξωτερικά, για να αγκιστρώνουν τους ανθρώπους στο γράμμα τους και να μην τους αφήνουν να δούνε το βάθος, που είναι η αγάπη του Θεού για τον καθέναν, ακόμη κι αν δεν είναι έτοιμος και ώριμος να δει πίσω από το γράμμα το Πρόσωπο. Γιατί έβλεπαν διατάξεις, τυπικά, τον ναό ως τόπο και δεν έβλεπαν το Πρόσωπο του Θεού που υποδείκνυε τον τρόπο, ακόμη και μέσα από τον νόμο. Την συγκατάβαση που αγιάζει ακόμη και τους τύπους, γιατί πηγάζει από την Αγάπη.
                Ο Θεός δίνει τους νόμους και τον ναό. Ο Θεός καταργεί την αξία τους και ανα-νοηματοδοτεί τη ζωή του κόσμου και των ανθρώπων. Γι’  αυτό και το μόνο που είναι σταθερό είναι η πίστη. Και μετά τον ερχομό του Χριστού, η Εκκλησία. Αυτή αγιάζει δια των μυστηρίων της, τα οποία έχουν και το τυπικό στοιχείο, αλλά δε λειτουργούν μαγικά, διότι προϋποθέτουν την αγάπη προς τον Θεό και την εκζήτηση της παρουσίας Του, τουλάχιστον όταν ο άνθρωπος είναι σε θέση να συναισθανθεί τι θέλει από τη ζωή του. Αυτή μπορεί να αλλάξει και τον τόπο λατρείας και τους θεσμούς και τα ήθη και τις παραδόσεις, κινούμενη από αγάπη και με γνώμονα τη σωτηρία του κόσμου. Η Εκκλησία είναι η αυθεντία και όχι οι θεσμοί. Η Εκκλησία ως τρόπος φανέρωσης και παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, στηριγμένη στο Αίμα του Υιού και Λόγου του  Θεού που μεταμορφώνει, αγιάζει και σώζει τον άνθρωπο, αλλά και στο μυστήριο της Θείας οικονομίας, το οποίο ο Πατήρ ηυδόκησεν, ώστε να πραγματοποιηθεί. Και είναι η αγάπη το κίνητρο της Εκκλησίας, διότι αυτή μόνο μπορεί να φανερώσει την αλήθεια, όχι για να διασώσει προνόμια ούτε διότι αλλιώς κινδυνεύει η πίστη, αλλά για να λυτρώσει τον άνθρωπο από τον θάνατο. Δεν σώζουν οι τύποι, αλλά η κοινωνία με τον Θεό.
                Ο Χριστός, μέσα στο όλο απολυτρωτικό Του έργο, τόνισε ότι «το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο,  ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27). Ο λόγος αυτός, όπως και η όλη στάση Του έναντι της τυπολατρίας, έκανε αυτούς που αισθάνονταν χρήσιμοι μόνο ως τηρητές των τύπων, αυτούς που έχουν τους τύπους ως ταυτότητά τους, να Τον απορρίψουν. Εκτός από τους μιμητές τους, τυπολάτρες, φανατικούς και φοβικούς, υπάρχουν και εκείνοι που επικρίνουν τους προηγούμενους, αλλά που βολεύονται με την ύπαρξή τους, για να δικαιολογούν  τη δική τους απιστία έναντι του Θεού. Ταυτίζοντας την πίστη με την τυπολατρία, την απορρίπτουν διότι έχει τυπολάτρες! Όταν πάλι η πίστη υπερβαίνει την τυπολατρία, βρίσκουν άλλες προφάσεις για να παραμείνουν αρνητές. Ζητούν από την πίστη να επιβεβαιώνει την ακρίβεια της διδασκαλίας της, όμως όταν αυτό γίνεται δεν τους αρέσει, διότι κρίνονται. Κι έτσι, προτιμούν να ζούνε χωρίς Χριστό, για να πορεύονται κατά το θέλημά τους.
                Άλλοι πάλι, κρατούνε τους τύπους, για να είναι εντάξει με την ιστορία, την παράδοση, τα καθιερωμένα, αλλά η καρδιά τους προσπερνά αδιάφορα τον Χριστό. Γιορτάζουν, όχι όμως για να αλλάξουν, αλλά για να ξεχάσουν για λίγο τη ζωή και τα προβλήματά της κι έτσι θα παραμείνουν αδιάφοροι έναντι της αδικίας, του θανάτου, της αμαρτίας, της απουσίας της αγάπης. Δε θα κάνουν κακό, αλλά θα παραμείνουν ακόλουθοι μιας ζωής η οποία δεν  έχει αιωνιότητα. Δεν έχει Χριστό.
                Οι κατηγορίες, η δίκη και το μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου, όπως και όλων των χριστιανών μαρτύρων, αναδεικνύουν το «σημείον αντιλεγόμενον» της παρουσίας του Χριστού. Οι διώκτες  υπήρξαν άλλοτε οι θρησκευτικοί τυπολάτρες, άλλοτε οι εχθροί της πίστης, διότι αυτή ζητά αγάπη και όχι εξουσία, και οι οποίοι αξιοποίησαν ως υλικό  κατηγορίας είτε τους τύπους είτε την απουσία τους. Υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι ακολουθούν τους τύπους, αλλά όχι την αγάπη και το ήθος της σωτηρίας που ο Χριστός ως Θεανθρώπινο Πρόσωπο έφερε στον κόσμο. Παραμένουν αδιάφοροι για την Εκκλησία και αισθάνονται ικανοποιημένοι επειδή δεν παραβιάζουν  τα θέσμια.  Μάρτυρες όπως ο άγιος Στέφανος, μας δείχνουν ότι χρειάζεται ζέουσα καρδιά, που χωρίς να περιφρονήσει όσους τύπους βοηθούν στην προσέγγιση του Θεού, θα εμμείνει στην αγάπη, στην κοινωνία με τον Γεννηθέντα Κύριο στην Εκκλησία, με οποιοδήποτε κόστος. Ας κρίνουμε τους εαυτούς μας και ας αποφασίσουμε και πώς  γιορτάζουμε και πώς βλέπουμε την πίστη.πηγ
Κέρκυρα, 27 Δεκεμβρίου 2015      

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 11, 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ


                                                
Οι μεγαλύτεροι θα θέλαμε οι νέοι της εποχής να έχουν πρότυπα. Να μπορούν να έχουν υπ’ όψιν τους μορφές οι οποίες θα τους εμπνέουν, θα τους καθοδηγούν, αλλά και θα τους αφυπνίζουν από μία παθητικότητα, η οποία τους εγκλωβίζει στον εαυτό τους, στις μικροπαρέες τους, στην ενασχόληση με την εικόνα τους. Ο τρόπος που οι νέοι μεγαλώνουν και οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις τους δύσκολα τους επιτρέπει να έχουν και να αναζητούν πρότυπα, αλλά μόνο να καταναλώνουν εικόνες. Ίσως διότι δε γνωρίζουν μορφές εξαιρετικές, δυναμικές και που να οδηγούν την ίδια στιγμή στο Αιώνιο και όχι μόνο να ικανοποιούν την ανάγκη για μία, ξεχωριστή έστω, πρόσκαιρη πορεία.
Μία τέτοια μορφή είναι ο άγιος Σπυρίδωνας. Ένας καθημερινός άνθρωπος του 4ου αιώνα μ.Χ., ο οποίος εξακολουθεί να τιμάται από όλη τη χριστιανική οικουμένη, Ανατολή και Δύση, απανταχού της γης. Δεν είναι μόνο η αφθαρσία του λειψάνου του, το οποίο βρίσκεται στην Κέρκυρα, σημείο της Ανάστασης και της αιωνιότητας, μυστήριο ανεξήγητο με τη δύναμη της λογικής. Είναι η ίδια η ζωή του, που τον καθιστά μία ύπαρξη προσιτή σε όλους, οικειότερη όμως στους νέους ανθρώπους, καθώς συνδυάζει έναν μοναδικό ηρωισμό και ένα χάρισμα ερμηνείας του κόσμου και βίωσης της Αλήθειας που συναρπάζει και εμπνέει.
Ένας νέος θα μπορούσε να αντλήσει από τη ζωή του αγίου Σπυρίδωνα αξίες όπως η απλότητα και η εργατικότητα. Η πίστη που σε κάνει να ερμηνεύεις αλήθειες δύσκολες όπως το δόγμα της Αγίας Τριάδος με την παρομοίωση με το κεραμίδι. Η δύναμη της ελεημοσύνης και της αγάπης που σε κάνει να παρακαλείς τον Θεό και να μετατρέπει το φίδι σε χρυσάφι για να μην στερηθεί ο φτωχός το ψωμί από την ακαρδία του πλούσιου. Της συγχώρεσης γι’ αυτόν που επιχειρεί να σου αφαιρέσει ό,τι σου ανήκει και την ίδια στιγμή της προσφοράς που τον κάνει να συγκινηθεί και να μετανιώσει για την αρπακτικότητά του, για την πορεία της ίδιας του της ύπαρξης. Της αγάπης για τον Θεό που σε κάνει να προσεύχεσαι με τόση θέρμη, ώστε άγγελοι να σε συντροφεύουν την ώρα που γίνεται η λειτουργία και οι ιερές ακολουθίες. Της έγνοιας για τον τελευταίο άνθρωπο, που σε κάνει να συζητάς ακόμη και με νεκρούς, για να μην χάσει την ελπίδα του αυτός που την έχει ανάγκη. Κυρίως όμως της παρουσίας του Χριστού στη ζωή σου που σε κάνει να αντέχεις δοκιμασίες, φυλακίσεις, κόπους και να γίνεσαι δοχείο χάριτος.
Τίποτε δεν είχε και τα πάντα κατείχε. Έδωσε γη και πήρε ουρανό. Αλλά και τιμήθηκε και τιμάται από τη γη. Να μια μορφή ανυπέρβλητης αξίας, η οποία μπορεί να κάνει τους σύγχρονους νέους που δεν γνωρίζουν πώς να εκδηλώσουν την ευαισθησία τους, την αγάπη τους, την αγωνία για δικαιοσύνη, την αναζήτηση της ελπίδας, την ανάγκη για συνύπαρξη και συγχώρηση, να βρούνε βοηθό και εμπνευστή. Τους νέους που θέλουν αλήθειες, αλλά δεν αισθάνονται έτοιμοι να συναντήσουν την όντως Αλήθεια, τον Χριστό που εμπνέει τους αγίους και τους κρατά ζωντανούς αιώνια. Ας τολμήσουμε να τους παρουσιάσουμε τέτοια πρότυπα και ας τους αφήσουμε να αποφασίσουν αν τους τελικά τους ταιριάζουν. 


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα « Ορθόδοξη Αλήθεια», 
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015 
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Πηγή

Πέμπτη, Αυγούστου 13, 2015

Η ΜΗΤΡΟΘΕΟΣ ΝΕΚΡΟΦΟΡΟΣ ΜΥΡΙΖΟΥΣΑ


                Η πίστη είναι στηριγμένη στο παράδοξο.  Υπερβαίνει τα όρια, τα μέτρα της λογικής. Μας οδηγεί στην υπέρβαση των φυσικών όρων, αυτών που ο ανθρώπινος νους μπορεί να συλλάβει και να αποδεχθεί. Γι’ αυτό και ονομάζεται πίστη το παράδοξο.Παρότι έχει τη δική του λογική, για όσους επιμένουν να βλέπουν τον κόσμο και τη ζωή μόνο με τον λόγο, απαιτείται ένα άλμα για να το αποδεχθεί κάποιος. Είναι όπως η τέχνη. Μπορεί κάποιος να εξηγήσει την ακολουθία των μουσικών φθόγγων  που συνθέτουν ένα μουσικό αριστούργημα, δεν μπορεί όμως να εξηγήσει γιατί αυτή ακολουθία συγκινεί, γαληνεύει, ομορφαίνει, ενίοτε και νοηματοδοτεί τη ζωή. Η πίστη, όπως και η τέχνη, είναι τα δώρα του Θεού στον άνθρωπο για να μην νικηθεί από τον ορθολογισμό. Να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει μία πραγματικότητα καμωμένη και από υλικά του παρόντος κόσμου, τα οποία όμως συναντιούνται με τον Άχρονο, ο Οποίος είναι την ίδια στιγμή ο Δημιουργός και Ανακαινίζων τα πάντα και τους πάντες και μας υποδέχεται σε έναν τρόπο που δεν θα έχει τέλος, φθορά, θάνατο. Όπου οι απορίες του νου θα απαντηθούν όχι με λογικές και φιλοσοφικές κατηγορίες, αλλά δια της αγάπης. Όπου η ζωή θα γίνει μόνο χαρά και τα πάντα θα είναι πεπληρωμένα φωτός.
        Πριν φτάσουμε όμως εκεί, ο καθένας μας καλείται να οικειωθεί το παράδοξο. Να το αποδεχθεί με εμπιστοσύνη. Να το μοιραστεί στη ζωή της Εκκλησίας. Να το γιορτάσει. Να το αφήσει να μιλήσει στην ύπαρξή του. Να μην επιτρέψει στο ορθολογιστικό να κλείσει τις πόρτες στο αιώνιο.  Να ακολουθήσει δηλαδή την οδό που ακολούθησε το πιο ξεχωριστό πρόσωπο στην ανθρώπινη ιστορία: η Υπεραγία Θεοτόκος.  
Όλη η ζωή της Παναγίας υπήρξε η βίωση του παράδοξου: η πίστη να συναντά το ανθρώπινο και να το ξεπερνά μέσα από την παράδοση του προσώπου της στο θέλημα του Θεού, συνειδητά και ασυνείδητα.   Όπως αναφέρει ένας από τους ωραιότερους ύμνους της εορτής της Κοιμήσεώς της: «πώς γαρ η απείρανδρος βρεφοτρόφος αγνεύουσα; πώς δε η μητρόθεος νεκροφόρος μυρίζουσα;» (Κάθισμα του Όρθρου). Πώς αυτή που δεν δοκίμασε σχέση με άνδρα βρέθηκε να ανατρέφει βρέφος (τον Χριστό) και την ίδια στιγμή να παραμένει αγνή και παρθένος; Πώς αυτή που έγινε μητέρα του Θεού, δοκιμάζει τα μύρα των νεκρών φέρουσα την νέκρωση του σώματός της; Η Παναγία βιώνει την μητρότητα άνευ ανδρός. Παραμένει Παρθένος και την ίδια στιγμή ανατρέφει το παιδί της. Ζει δηλαδή το παράδοξο να γεννά χωρίς ο φυσικός νόμος της μείξης να ισχύει γι’ αυτήν. Και ενώ γεννά παραμένει παρθένος. Άφθορος ο τόκος. Ζει ό,τι είναι η φυσική αποστολή και κατάσταση της γυναίκας και την ίδια στιγμή την υπερβαίνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον θάνατό της. Ζει την νέκρωση, το σώμα της βιώνει τα ανθρώπινα έθιμα, ακολουθεί δηλαδή την φύση του καθενός ανθρώπου η οποία συνδέεται με τον θάνατο, και την ίδια στιγμή το σώμα της θα μεταστεί στον ουρανό, με τρόπο παράδοξο, ακατανόητο και άγνωστο για όλους μας. Μυστήριο η μητρότητα και η παρθενία. Μυστήριο η αφθαρσία του σώματος και η μετάστασή του στον ουρανό. Και στις δύο περιπτώσεις είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος και η δύναμη του Θεού που καθιστούν το μυστήριο πραγματικότητα που μόνο η πίστη μπορεί να παρουσιάσει και να ερμηνεύσει. Στη μεν γέννηση του Υιού της συμμετέχει συνειδητά η ίδια. Στην κοίμησή της δεν είναι αυτή που μπορεί να επιλέξει την μετάσταση και την άφθορο νέκρωση, αλλά ο Υιός και Θεός της που την τιμά.    
Αυτό το παράδοξο στην Υπεραγία Θεοτόκο δεν είναι μυστήριο που αφορά μόνο στην ίδια. Στο πρόσωπό της γίνεται η πρόσκληση από τον Θεό σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, στον καθένα μας, να ακολουθήσει το παράδοξο. Να εμπιστευθεί Αυτόν που δημιούργησε τους φυσικούς νόμους και Αυτόν που μας ανακαινίζει χορηγώντας μας ζωή μέσα από την υπέρβασή τους. Και γι’ αυτό η Υπεραγία Θεοτόκος γίνεται η μετά θάνατον ζώσα, από την οποία ευχόμαστε να σωθούμε κι εμείς ως κληρονομία της. Αρκεί να εμπιστευθούμε Αυτόν που μας δίνει τη δυνατότητα να βιώσουμε το παράδοξο.  Να Του επιτρέψουμε να γεννηθεί στις καρδιές μας αφήνοντάς Του χώρο όπως η Παναγία, δηλαδή προφέροντας το ΝΑΙ σ’ Αυτόν με απόλυτα ελεύθερη επιλογή, νικώντας κάθε λογισμό αμφιβολίας, έτοιμοι για κάθε θυσία, λέγοντας ΝΑΙ στην δεδομένη για μας Αγάπη Του, η οποία δεν φαίνεται πάντοτε καθαρά, αλλά χρειάζεται κύηση, χρόνο να αναπτυχθεί στη ζωή μας και να της ξαναδώσει την χαμένη παρθενία της καρδιάς. Να γίνει υπέρβαση της αμαρτίας, η οποία μας κάνει να πιστεύουμε ότι το δικό μας θέλημα, ο δικός μας νους, τα δικά μας χαρίσματα είναι πιο πάνω από Εκείνον. Και την ίδια στιγμή, καθώς ο καθένας μας βαδίζει άλλοτε πιο αργά και άλλοτε πιο γρήγορα προς τον προσωπικό του θάνατο, δηλαδή στην στιγμή κατά την οποία τίποτε δε θα λειτουργεί επάνω μας, αλλά θα είμαστε απόλυτα παραδομένοι στο έλεός Του, να μην απελπιζόμαστε, να μην νικιόμαστε από τη βεβαιότητα της φθοράς, ούτε να προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας με τους τρόπους εκείνους που ξορκίζουν τον χρόνο, όπως είναι τα πάθη, οι απολαύσεις, η άνευ νοήματος διασκέδαση, η παράδοση στις άνευ αγάπης επιθυμίες μας. Όπως η Παναγία, να Τον εμπιστευόμαστε κάθε στιγμή της ζωής μας και να φέρουμε μέσα μας την ελπίδα της Ανάστασης, συνοδευμένη από τη βεβαιότητα της αιωνιότητας. Η Παναγία τη ζει και ψυχικά και σωματικά. Εμείς θα την ζήσουμε αρχικά ψυχικά και πνευματικά και μετά την ανάσταση των νεκρών ως πλήρεις υπάρξεις. Αρκεί  τα πάντα εντός μας να γίνουν αγάπη προς Εκείνον, προσευχή στην Υπεραγία Θεοτόκο και κανείς φόβος και καμία λύπη δε θα μας εμποδίσουν να κοινωνήσουμε τον Αιώνιο.  
Εορτάζουμε το Πάσχα του καλοκαιριού. Εορτάζουμε την δύναμη του παράδοξου, που ονομάζεται πίστη. Βιώνουμε τα θαύματα της Υπεραγίας Θεοτόκου ποικιλοτρόπως. Κυρίως όμως την ζούμε μέσα από   πρόσωπο εκείνο που άνοιξε το δρόμο, ώστε τίποτε να μην εμποδίζει τον άνθρωπο να κάνει την υπέρβαση, να πιστέψει και να νικήσει μαζί της, στη ζωή της Εκκλησίας και στην κοινωνία με τον Υιό και Θεό της, τη φθορά και τον θάνατο. Και είναι η πίστη απόφαση και δώρο. Μόνο που δεν είμαστε μόνοι μας. Εκείνη μεσιτεύει για τον καθέναν μας. Και η μεσιτεία της λυτρώνει, αρκεί να είμαστε έτοιμοι, στην άκρη του μυαλού και της καρδιάς μας, να αφεθούμε στο μυστήριο. Της Αγάπης και της Ανάστασης που γίνονται αιωνιότητα και προσωπική μας.

Κέρκυρα, 15 Αυγούστου 2015

Σάββατο, Αυγούστου 08, 2015

ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ, Η ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Ι' ΜΑΤΘΑΙΟΥ)



              Ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα στην θρησκευτική παράδοση και στη ζωή της Εκκλησίας είναι και αυτό των δαιμονίων. Πρόκειται για πνευματικές υπάρξεις οι οποίες συνυπάρχουν με τους αγγέλους, τους ανθρώπους, τον κόσμο ολόκληρο. Υπάρξεις χωρίς ελπίδα αλλού παρά μόνο στον εαυτό τους. Υπάρξεις χωρίς νόημα παρά την προσέλκυση προς το μέρος τους όλων των δημιουργημάτων του Θεού. Υπάρξεις που αποσκοπούν τελικά στον κατεξουσιασμό του κόσμου, στην επικράτηση σε έναν ανταγωνισμό από την δική τους πλευρά έναντι του Θεού, με σκοπό την απόλυτη νίκη. Υπάρξεις που δεν αγαπούνε, αλλά  που επιθυμούνε να οικειοποιηθούν ό,τι δεν τους ανήκει, να δώσουν τον δικό τους τρόπο μιας ελευθερίας χωρίς Θεό κι αγάπη, για να παρηγορηθούν για την απουσία του Θεού από την πορεία τους. Υπάρξεις που προσανατολίζονται σε μία ευτυχία κατεδάφισης, γκρεμίσματος των πάντων, απαισιοδοξίας, απελπισίας. Υπάρξεις που ζητούν τις ψυχές μας, αλλά και που θα ήθελαν τα χαρίσματά μας να λειτουργούν αυτοκαταστροφικά, που υφίστανται με την ψευδαίσθηση ότι θα συγκροτήσουν έναν στρατό ο οποίος θα τους βοηθήσει να νικήσουν τον Θεό, να υποτάξουν τα πάντα.  Και είναι δημιουργήματα του Θεού, όπως και οι άγγελοι και οι άνθρωποι. Αρνήθηκαν την ευχαριστία, την δοξολογία, την αγάπη προς τον Θεό και διάλεξαν την υποκατάστασή Του στην πορεία του κόσμου. Διάλεξαν να κυριεύουν τον χρόνο, στον οποίο ο Θεός έβαλε τα πάντα, μόνο και μόνο για να δικαιωθούνε για την επιλογή τους να αρνηθούν. Και δεν βλέπουν ότι ο Θεός τις αγαπά ώστε ακόμη και έτσι να τις αφήνει ελεύθερες στην πορεία του πνευματικού θανάτου.
            Οι δαίμονες συμβάλλουν στην καλλιέργεια των παθών. Είναι οι εχθροί που σπέρνουν ζιζάνια στο χωράφι της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν μπορούν να δούνε το μέλλον, διότι δεν πιστεύουν στον Θεό, δεν Τον εμπιστεύονται, αλλά επιζητούνε μόνο με τις δικές τους δυνάμεις να προχωρήσουν. Έτσι κρίνουν τα πάντα με βάση το παρόν. Έχουν βεβαίως τα στοιχεία του ενώπιόν τους και έτσι μπορούν να προβλέψουν κάπως τι θα συμβεί. Ωστόσο, δεν αποδέχονται τον λόγο του Θεού για την καινοποίηση των πάντων, για την τελική τους ήττα, δεν μετανοούν, διότι δεν έχουν πίστη. Ο τελικός αγώνας τους είναι μάταιος. Όμως η απιστία τους γεννά και την διαστροφή της σύνολης ύπαρξης. Δεν είναι μία ηρωικά απελπισμένη προσπάθεια ο αγώνας τους για νίκη έναντι του Θεού και του κόσμου Του. Είναι μία απόφαση αυτοδικαίωσης, όχι γιατί η ζωή κρίνεται στο δίκαιο και το άδικο, στο ιδεολογικό πρότυπο, στο σωστό και το λανθασμένο, αλλά διότι κατ’ αυτά η ζωή κρίνεται στην δικαίωση του ΕΓΩ τους. Και το κύριο σημείο της απιστίας είναι η απολυτοποίηση του ΕΓΩ μας. Η αίσθηση ότι είμαστε αυτόφωτοι και ότι όλος ο κόσμος υπάρχει για να δικαιωθούμε. Η απουσία τελικά ταπείνωσης.
          Αν δούμε τον κόσμο μας θα διαπιστώσουμε πόσο το δαιμονικό πνεύμα ενυπάρχει στις κινήσεις μας, στον τρόπο που διαχειριζόμαστε τα χαρίσματά μας,  στην αυτοκαταστροφικότητα της μελαγχολίας και της κατάθλιψης, στη συνεχή ενασχόληση με το ΕΓΩ μας, στο θρίαμβο των παθών που βαφτίζουμε δικαιώματα, στην περιθωριοποίηση της αγάπης και στην απόρριψη των άλλων, διότι δεν είναι όπως εμείς, στην απιστία, που χαρακτηρίζει  πολλούς. Και την ίδια στιγμή, στην δίψα για παρόν, για εδώ και τώρα.Στην απουσία υπομονής για το μέλλον. Στον εγκλωβισμό στο σήμερα και τις απαιτήσεις του, μόνο που αυτό είναι χωρίς Θεό. Ακόμη και στην θρησκευτικότητά μας, συχνά απαιτούμε από τον Θεό να δείξει την παρουσία Του εδώ και τώρα, να φανερώσει την εξουσία Του και δεν περιμένουμε με ταπεινοσύνη να εμπιστευθούμε την αγάπη Του, να την εφαρμόσουμε στη ζωή μας, να καταστήσουμε το δικό Του Πρόσωπο, το Θεανθρώπινο του Χριστού το σημείο της αναφοράς μας και όχι το δικό μας ΕΓΩ. Ομνύοντας στην ελευθερία μας, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, αφήσαμε κατά μέρος την πίστη και διαλέγουμε την ταύτισή μας με έναν πολιτισμό ο οποίος φαινομενικά αγαπά τον άνθρωπο, του προσφέρει τις αγορές, τα επιτεύγματα, την επιστήμη, τη δυνατότητα για ποιότητα ζωής, αλλά τον αφήνει στο παρόν και δεν του επιτρέπει να πορευτεί προς την αιωνιότητα. Έτσι παγιδευόμαστε στον δαιμονικό τρόπο και αφήνουμε κατά μέρος την πίστη που αλλάζει τα πάντα και εντός και εκτός μας.
        Ο Χριστός, μετά την Μεταμόρφωσή Του, κατέβηκε από το όρος Θαβώρ και εκεί συνάντησε έναν πατέρα, που είχε φέρει το παιδί του στους μαθητές Του, για να εκβάλουν το δαιμόνιο που το είχε κυριεύσει. Δαιμόνιο αυτοκαταστροφής. Δαιμόνιο εξουσιασμού της νεανικής ύπαρξης, η οποία είχε χάσει την ελευθερία της. Δαιμόνιο ασθενείας. Δαιμόνιο πόνου. Με τα σημερινά δεδομένα αυτό το δαιμόνιο θα ήταν μία αρρώστια του σώματος, η επιληψία, η οποία αντιμετωπίζεται δια της επιστήμης. Και τότε όμως και σήμερα η αρρώστια του ανθρώπου και έκρινε και κρίνει αυτό που μας χαρακτηρίζει: την ύπαρξη πίστης και την πορεία της καρδιάς μας. Γι’ αυτό και ο Κύριος, όταν ο πατέρας Του αναγγέλλει τον καημό του και την αποτυχία των μαθητών να θεραπεύσουν το παιδί του, θα ζητήσει να Του παρουσιάσουν τον νέο άνθρωπο και θα αναφωνήσει:  «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ᾿ υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών;  Καὶ επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς, και εξήλθεν απ' αυτού το δαιμόνιον και εθεραπεύθη ο παις από της ώρας εκείνης».(Ματθ. 17, 17-18). «Γενιά άπιστη και διεστραμμένη, ώ πότε θα είμαι μαζί σας; ώς πότε θα σας ανέχομαι;... Ο Ιησούς επιτίμησε το δαιμόνιο, και βγήκε απ’ αυτόν. Από κείνη την ώρα το παιδί γιατρεύτηκε». Ο Χριστός δεν κάνει επιστημονική ιατρική διάγνωση, αλλά βλέπει την κατάληψη της καρδιάς των ανθρώπων από το πνεύμα της απιστίας, από την εγωτική δικαίωση, από την άρνησή τους να δούνε την προτεραιότητα του Θεού. Και θεραπεύει το δαιμονικό πνεύμα που χωρίζει, δίνοντας ίαση στο παιδί και αφήνοντας τον πατέρα και τους μαθητές με τον προβληματισμό για την πίστη τους.
          Οι άνθρωποι σήμερα, όταν γίνεται λόγος για δαιμόνια, σκεφτόμαστε υπερφυσικές υπάρξεις, με απόλυτη δύναμη, οι οποίες μας καταστρέφουν σωματικά. Έχουμε περιέργεια για το πώς θα βγούνε από όσους έχουν καταλάβει και οι πολλοί θεωρούμε τον εαυτό μας άτρωτο. Γι’ αυτό και η βιομηχανία του πολιτισμού προβάλλει εικόνες εξορκισμών, προς εντυπωσιασμό, τρόμο και κέρδος. Αξιοποιεί δαιμονικά τα δαιμόνια, για να πετύχει αυτό που τα δαιμόνια επιδιώκουν: την απιστία, τον κατεξουσιασμό, την παντοδυναμία του ΕΓΩ και τελικά την εμφύσηση της απουσίας του Θεού από τις ζωές μας. Δεν μπορούμε να υποψιαστούμε ότι οι δαίμονες όντως υπάρχουν και ότι επιδρούν στην καθημερινότητά μας, ενσπείροντας την ασθένεια της απιστίας, της άρνησης της αγάπης,  του  εξουσιασμού του εαυτού μας και των άλλων με γνώμονα το παρόν. Γι’ αυτό και η ανάγκη της πίστης εξακολουθεί να είναι κομβική. Ας αξιοποιήσουμε την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας, την προσευχή, τη νηστεία, ας εκζητήσουμε την πίστη στον Κύριό μας, για να μπορέσουμε, στηριγμένοι στην ταπείνωση και την κοινωνία μαζί Του, να διακρίνουμε και να αφήσουμε κατά μέρος κάθε δαιμονικό πνεύμα και τρόπο.

Σάββατο, Ιουλίου 25, 2015

ΟΥ ΧΡΕΙΑΝ ΕΧΟΥΣΙΝ ΑΠΕΛΘΕΙΝ (ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΜΑΤΘΑΙΟΥ)


 Ο χορτασμός περισσότερων από πέντε χιλιάδες ανθρώπων με πέντε άρτους και δύο ψάρια αποτελεί το θαύμα εκείνο δια του οποίου ο Χριστός έδωσε ορατό σημείο της θεϊκής Του δύναμης σε μαζικό επίπεδο. Συνήθως τα θαύματα του Χριστού είναι προσωπικά. Απευθύνονται σε ένα ή δύο ανθρώπους κάθε φορά. Εδώ πρόκειται για ένα θαύμα το οποίο προκαλεί απεριόριστο θαυμασμό και στη συνέχεια ενθουσιασμό τέτοιο, που οι άνθρωποι θα επιχειρήσουν να ανακηρύξουν τον Χριστό ως τον επίγειο βασιλιά τους. Τους έδωσε τη δυνατότητα να έχουν, έστω και για μία ημέρα, την επίγεια τροφή τους, άκοπα, άφθονα, αναπάντεχα. Οι άνθρωποι νιώθουν ότι η επιβίωση κοντά στον Χριστό είναι εξασφαλισμένη. Οι υλικές τους ανάγκες μπορούν να καλυφθούν, χωρίς κόπο, χωρίς αγωνία, χωρίς άγχος. Γιατί να μην είναι ο Χριστός ο άρχοντάς τους, γενναιόδωρος, ικανός να πολλαπλασιάσει το ελάχιστο και να τους θρέψει μέχρι κορεσμού;  Ο Χριστός θα αρνηθεί βεβαίως κάτι τέτοιο, προκαλώντας και την οργή τους, αλλά θα φύγει από ανάμεσά τους, δείχνοντάς τους ότι ο αληθινός σκοπός της κοινωνίας Του με τον κόσμο δεν είναι η επιβίωση του ανθρώπου αλλά ο Άρτος της Ζωής, η αγάπη που γίνεται άνοιγμα αιωνιότητας, με απλοχεριά, πληρότητα και την ίδια στιγμή με μοναδική προϋπόθεση την πείνα για Θεό, που κάνει όποιον το επιθυμεί να εγκαταλείψει τη ζωή του, την εργασία του, τις κοσμικές του προτεραιότητας, για να ακούσει τον λόγο του Χριστού και να κοινωνήσει το Πρόσωπό Του. 
Προκαλεί εντύπωση, εκτός των άλλων, η απάντηση του Χριστού στους μαθητές Του, όταν εκείνοι Τον παρακαλούν να επιτρέψει στους ανθρώπους να πάνε στα γύρω χωριά, καθώς βρίσκονταν σε έρημο τόπο, για να αγοράσουν φαγητά για να φάνε, αφού ήδη η ημέρα είχε περάσει. «Ου χρείαν έχουσιν απελθείν . δότε αυτοίς υμείς φαγείν» (Ματθ. 14, 16), είναι ο λόγος του Κυρίου.  Δε υπάρχει λόγος να φύγουν, δώστε τους εσείς να φάνε.
Αυτός ο λόγος «ου χρείαν έχουσιν απελθείν» ήταν και είναι ένα σπουδαίο μήνυμα του Χριστού προς όλους τους ανθρώπους. Πρωτίστως είναι ένα μήνυμα προς όλους όσους στη ζωή τους έχουν την καλή, την καλοπροαίρετη αναζήτηση. Αυτούς οι οποίοι θέλουν από τον Χριστό και την Εκκλησία την αλήθεια, αλλά νιώθουν ότι οι βιοτικές μέριμνες τους τραβούνε προς τον κόσμο, την εργασία, την καθημερινή φροντίδα. Αυτούς που ζούνε τον πειρασμό ότι καλή είναι η πίστη, παρηγορεί για λίγο τον άνθρωπο, του δίνει τη δυνατότητα να βρει την αλήθεια, όμως δεν φτάνει, διότι οι υλικές ανάγκες, η επιθυμία να χαρούμε αυτή την έστω πρόσκαιρη ζωή, είναι πολύ ισχυρή. Ο Χριστός προτρέπει όλους να παραμείνουν κοντά Του. Είναι η πρόνοιά Του, είναι ο φωτισμός και η στήριξή που δίνει σε όσους θέλουν να Τον αποδεχτούν και να Τον κοινωνούν στην καρδιά τους, είναι η δύναμη που δίνει η παρουσία Του σε όσους ζητούν να αντέξουν στις δυσκολίες της επιβίωσης χωρίς να απελπίζονται, χωρίς να τις καθιστούν άγχος και προτεραιότητα, είναι η επίγνωση ότι η ζωή στην οποία έχουμε κληθεί να υπάρχουμε είναι και μία πρόσκληση μαρτυρίας της όντως αλήθειας που είναι Εκείνος, με τους λόγους, τα έργα, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα. 
Ου χρείαν έχουσιν απελθείν. Οι άνθρωποι αναζητούμε νόημα στην καθημερινότητα του πολιτισμού. Πιστεύουμε πως ο Χριστός και η Εκκλησία δεν μπορούνε να αγγίξουν τις συντεταγμένες της ζωής. Πιστεύουμε ότι η σχέση με τον Χριστό και η ζωή της Εκκλησίας μας υποχρεώνουν να είμαστε απομονωμένοι,  περιθωριακοί και συμβιβασμένοι, όμως και μόνο η παρουσία μας κοντά Του και στην Εκκλησία αποτελεί μία πράξη αληθινής αντίστασης, η οποία δείχνει ποιο είναι το νόημα της ύπαρξης:  να αγαπούμε, να ελπίζουμε, να στεκόμαστε με επίγνωση ποιος είναι ο κόσμος, ποια η ζωή και τι θέλει ο Θεός που μας δημιούργησε και μας δίνει την ευκαιρία να αναστηθούμε να κάνουμε για να είμαστε κοντά Του.  Δεν έχουμε λοιπόν ανάγκη να φύγουμε και να αναζητήσουμε νόημα εκτός της ζωής του Θεού, αφού μόνο αυτή μας δίνει πληρότητα, μόνο αυτή μας τρέφει προς ζωήν αιώνιον.
Ου χρείαν έχουσιν απελθείν. Είναι μία συνεχής προτροπή του Χριστού προς όλους όσους θέλουμε να είμαστε χριστιανοί να δώσουμε στους ανθρώπους την δική Του τροφή, την αιώνια, χωρίς να αρνηθούμε να συνδράμουμε και στην υλική τροφή. Να μπορέσουμε να συνδυάσουμε αρμονικά τόσο την τροφή του πνεύματος όσο και την συμβολή, έστω και στο μέτρο του προσκαίρου και εφικτού, και στην αντιμετώπιση των υλικών αναγκών των ανθρώπων και μάλιστα εκείνων που διψούν για Θεό. Η Εκκλησία δεν κλείνει την πόρτα της αγάπης σε κανέναν. Όμως είναι σημαντικό και οι άνθρωποι, οι οποίοι επιθυμούν να λάβουν από την Εκκλησία, να μην την βλέπουν μόνο με την ιδιοτέλεια της πρόσληψης, αλλά και με την επιθυμία της σωτηρίας. Ο ανθρωπισμός της εποχής μας θεωρεί ρατσισμό το να κλείσει κάποιος την πόρτα στους άλλους ανθρώπους, που δεν ακολουθούν τις ιδέες, τον τρόπο ζωής μας, την ταυτότητά μας, τις παραδόσεις μας και όντως μια τέτοια στάση ζωής είναι απάνθρωπη, σκληρή και ανάλγητη. Όμως, ως πότε οι άνθρωποι θα οχυρώνονται πίσω από το λαμβάνειν, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να ακούσουν για την πίστη, να αναζητήσουν Ποιος είναι Αυτός ο Οποίος ωθεί τους χριστιανούς να αγαπούνε και να προσφέρουν όσο μπορούν, από το περίσσευμα ή το υστέρημά τους.  
Ζούμε σε μία εποχή στην οποία οι άνθρωποι απαιτούν από την Εκκλησία την ύλη. Θεωρούν υποχρεωμένους τους χριστιανούς να προσφέρουν ό,τι έχουν και δεν έχουν. Λησμονούν ότι η ύλη πρόσκαιρα καλύπτει τις ανθρώπινες ανάγκες, διότι μόνο αναστέλλει χωρίς να εξαλείφει τον θάνατο. Και δεν τολμούμε ως χριστιανοί να υποδείξουμε τόσο στους εαυτούς μας να μην έχουμε άγχος, όσο και στον πολύ κόσμο που κουνά το δάχτυλο προς την Εκκλησία και ζητά, κάποτε και με θράσος και με υπερβολή, ότι αξίζει να δει γιατί η Εκκλησία θέλει να προσφέρει, θέλει να αγαπήσει και Ποιον Θεό κηρύττει. Διότι δεν είναι μία αφ’ εαυτού πρωτοβουλία ούτε ένας ανθρωπισμός η μαρτυρία της πίστης, αλλά ο συνδυασμός της κοινωνίας με τον Χριστό και της συνολικής, πληρωτικής αγάπης που βλέπει τον άνθρωπο και στον παρόντα και στον αιώνιο χρόνο. Εκείνοι οι άνθρωποι που άκουσαν τον Χριστό για μία ολόκληρη ημέρα έλαβαν την ευλογία να χορτάσουν και την υλική τους πείνα. Όμως ο Χριστός αρνήθηκε να θεοποιήσει  και να εκμεταλλευτεί την δυνατότητα θαυματουργικά να δίνει στους ανθρώπους την τροφή και διότι δεν θα ήταν ελεύθεροι να Τον αποδεχτούν ή να Τον απορρίψουν αλλά και διότι θα αλλοτριωνόταν εντελώς το μήνυμα που ήρθε να δώσει:  ότι σώζει η πείνα γι’  Αυτόν ως τον Άρτο της ζωής, ότι έχει νόημα να λάβεις τα υλικά μόνο όταν μπορείς να τα αξιοποιήσεις προς όφελος της ύπαρξής σου σε συσχετισμό με την ανάσταση και την αιωνιότητα. Αυτό είναι τελικά και το νόημα της αληθινής αγάπης την οποία προσφέρει ο Θεάνθρωπος σε αντιδιαστολή με την μερική, πρόσκαιρη και συναισθηματική αγάπη που ο ανθρωπισμός του κόσμου δίνει. Κι αυτή βεβαίως χρειάζεται. Δεν λυτρώνει όμως και δεν αφυπνίζει αληθινά τον άνθρωπο, για να κάνει μέσα του την επανάσταση της σωτηρίας, της αλλαγής, της αντίστασης στο συμβιβασμό της επιβίωσης.

Κέρκυρα, 26 Ιουλίου 2015
t

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...