Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 06, 2013

Μὲ ποιὸν τρόπο γνώρισε τὴν πίστη ὁ Ντοστογιέφκυ;




Νά ’σαι εἴκοσι δύο χρονῶν καί νά ’σαι θανατοποινίτης! Νά περιμένεις νά σέ κρεμάσουν! Ἡ ζωή μπροστά γεμάτη ὀμορφιά καί νειάτα καί ’σένα νά θέλουν νά σέ σκοτώσουν;

Καί γιατί τέλος πάντων; Γιατί θέλησες νά ὑπάρχει ἰσότητα καί σωστό στήν κοινωνία! Νά μήν ὑπάρχουν ἀφεντάδες καί…δοῦλοι. Νά ’μαστε ὅλοι ἴσοι. Καί νά ’ναι ὅλα ἴσια. Ὄχι στραβά κι ἀνάποδα.

Καί νά ’χεις κι αὐτές τίς κυροῦλες ἐδῶ τώρα στό τρένο πού σέ πάει στήν ἐξορία! Τσιμπούρια:
- «Πάρε ἀδερφέ ἕνα εὐαγγέλιο».

Δῶρο στό δίνουν! Νά τίς προσβάλλεις; Ρίξτο στήν τσέπη, πές «εὐχαριστῶ» καί φεύγα. Αὐτό καί κάνεις. Φεύγοντας ὅμως ἔμεινες μόνος σου στήν φυλακή! Ἐσύ πολιτικός κατάδικος θανατοποινίτης καί οἱ ἄλλοι ποινικοί κατάδικοι…κάθε καρυδιᾶς καρύδι.

Ἐδῶ καταλαβαίνεις στό πετσί σου τήν μοναξιά τοῦ πλήθους. Ἐδῶ ζεῖς τό ὅτι, τήν ἀποξένωση δέν τήν δημιουργοῦν τά χιλιόμετρα, ἀλλά ἡ διάθεση. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται δικός σου ὅταν ἔχετε τό ἴδιο περιεχόμενο καρδιᾶς ὄχι τήν ἴδια…στέγη. Ὅτι ἡ ζωή καί στά εἴκοσι, γεμάτη νειάτα κι ὀμορφιά, εἶναι ἀνυπόφορη χωρίς ἀγάπη.

Τά καταλαβαίνεις…θυμώνεις…καί καπνίζεις! Γιά νά καθαρίσεις τό τσιμπούκι σου κόβεις σελίδες ἀπό τό εὐαγγέλιο! Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἄχρηστο σοῦ φαίνεται. Παπαδοκουβέντες!! Χά-χά! Νά πού σέ κάτι φάνηκε χρήσιμο τό δῶρο τῶν γυναικῶν!

Μαζεύουν οἱ μέρες καί σὺ ἔχεις «σκίσει» ὅλο τό κατά Ματθαῖον καί κατά Μάρκον καθώς καί δεκατέσσερα κεφάλαια ἀπό τόν Λουκᾶ. Ἔχεις πλαντάξει. Μονοτονία, προσμονή θανάτου, τσιγάρο καί…μαυρίλα. Βαριεστημένος ἀφόρητα: «Δέ διαβάζω νά δῶ τί λέει;» σκέφτεσαι καί τό ἀνοίγεις.

Κι «ἀνοίγει» ἡ ζωή σου.

Ἕνας πατέρας ποὺ δέν ρωτάει «γιατί τό ’κανες;». Μιὰ ἀγκαλιά πού ἀνοίγει πρίν τῆς τό ζητήσεις. Μιὰ ἀγάπη χωρίς ὅρους καί ὅρια. Μιὰ θυσία πού βλέπει μέ στοργή τόν ἄλλον.

Τό δεκαπέντε κεφάλαιο τοῦ κατά Λουκᾶν εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ ἄσωτου υἱοῦ ἤ μᾶλλον τοῦ εὔσπλαγχνου πατέρα. Τό ὅτι εἶμαι ἄσωτος τό ξέρω. Ἀξία ἔχει πού μαθαίνω ὅτι Αὐτός δέν εἶναι ἀστυνόμος τῆς ζωῆς μου, ἀλλά πατέρας πού μέ ἀγαπᾶ.

Ἀλλάζουν ὅλα. Ἀποχτοῦν νόημα. Τελειώνει ἡ «ὀρφάνια». Δέν τρέχω καί ζῶ, τζάμπα! Ἡ ζωή γίνεται ὄμορφη ὄχι μόνο ἀπό τά νειάτα (ὑπῆρχαν καί πρίν), ἀλλά κι ἀπό τό νόημα πού ἀπόχτησε. Σέ λίγο θά μᾶς πεῖς: Ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει μονάχα νά ζεῖ μά θέλει καί νά ξέρει γιατί ζεῖ.
πηγη

Πέμπτη, Νοεμβρίου 07, 2013

Τὶ εἶναι ἡ Ἁγιότητα;



Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἔστω καὶ στοιχειώδη σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι συνηθισμένος ὅρος καὶ ἐπαναλαμβανόμενη λέξη, ἡ λέξη ἅγιος. Τὸν ἀκούει νὰ ἐπαναλαμβάνεται κατὰ κόρον σὲ ὅλες τὶς λατρευτικὲς εὐκαιρίες. Τὰ τροπάρια ἐπαναφέρουν σὲ ὅλους τοὺς χρόνους τὶς πτώσεις καὶ τὰ πρόσωπα τὸ ρῆμα ἁγιάζω καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ἁγιασμός, ἐνῶ στὶς ἀναγνώσεις τῶν ἀποστολικῶν περικοπῶν ὁ χριστιανὸς ἀκούει ἔκπληκτος τὴν προσφώνηση: "ἀδελφοὶ ἅγιοι" νὰ ἀπευθύνεται σ' αὐτόν.

Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, "ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν ἐστὶν" (Α΄ Θεσ. 4,3) καὶ "ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμὶ" (Α΄ Πετρ. 1, 15), εἶναι δύο θεμελιακὲς βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες οἱ χριστιανοὶ χτίζουν τὴν σχέση πίστεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀρχίζουν νὰ ἀγωνίζονται ἵνα σωτηρίας τύχωσιν (Β΄ Τιμ. 2,10).

Οἱ παραπάνω προτροπὲς εἶναι ἡ πυξίδα πλεύσεως γιὰ τοὺς χριστιανούς, ἀποτελοῦν ὄχι ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ὑγείας. Ἔτσι ἄλλωστε ἐκλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία τὶς "ἐντολὲς" τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὡς πρόσταγμα στρατιωτικῆς πειθαρχίας, ἀλλὰ ὡς πρόταση ἐλεύθερης ἐπιλογῆς καὶ ἀνταπόκρισης στὴν σταδιακὴ θεραπευτικὴ ἀποκατάσταση τῆς "ὑγείας".

Ἀτυχῶς, ἡ πλειονότητα τῶν σημερινῶν χριστιανῶν σκέφτεται διαφορετικά. Ἀξιολογεῖ τοὺς ἁγίους (τῶν ὁποίων μνημονεύει καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ ὀνόματα ἐξ αἰτίας τῶν τόσων ναῶν τους) ὡς ξένη ὑπόθεση. Κάτι σὰν τοὺς ἡμίθεους τῆς ἀρχαιότητας. Μία ὑπόθεση, μὲ τὴν ὁποία συνήθως σχετίζεται, γιὰ νά... ζητήσει ὑγεία (τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό!!) καλὴ πρόοδο τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν παιδιῶν του, γιατί ὄχι καί... λίγα χρήματα γιὰ τὸ ἐξοχικὸ καὶ τὸ δεύτερο ἁμάξι! Δηλαδὴ μία συναλλακτικὴ καὶ εἰδωλολατρικὴ σχέση. Οἱ προσφορὲς (κεριὰ -πρόσφορα - λάδι - ἀρτοκλασίες - εἰκόνες) ἔπαψαν πλέον νὰ εἶναι ἔκφραση ἀγάπης καὶ διάθεσης καὶ ἔγιναν .. "λάδωμα" γιὰ ἐπίτευξη σκοπῶν!

Ἁγιότητα, εἶναι ἡ ὁλοκάρδια ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τὶς φάσεις καὶ τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς μας. Ὅπου κι ἂν βρίσκομαι, πάντοτε στὶς διλημματικὲς ἀποφάσεις, θὰ γίνεται φανερὴ ἡ κατεύθυνση τῆς ζωῆς μου. Κάθε περιβάλλον, ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ μέχρι τὸ ὅποιο ἐργασιακὸ καὶ κοινωνικό, θὰ εἶναι δοκιμασία τῆς "ἁγιότητάς" μου. Τὸ "μὴ φοβεῖσθε, τοῦ γὰρ Θεοῦ εἰμὶ ἐγὼ" (Γεν. 50, 19) θὰ μένει αἰώνιο κριτήριο τῆς ποιότητος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. 

Ἂν αὐτὴ ἡ στάση δὲν εἶναι δεκτὴ καὶ κατανοητή, εἶναι ἀκύρωση τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἦρθε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ αὐξήσει τὶς τόσες θρησκεῖες ποὺ ὑπῆρχαν. Γιὰ νὰ καθιερώσει τυπικὰ καὶ μοτίβα ἄλλης (μιᾶς ἀκόμη) λατρείας. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο καὶ ἔγινε ἄνθρωπος "ἵνα ζωὴν ἔχωμεν καὶ περισσὸν ἔχωμεν" (Ἰωαν. 10,10). Δηλαδή, ἢ ὁ Χριστὸς εἶναι Ζωὴ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ὑποδεικνύει εἶναι ζωογόνος καὶ ζωοποιός, ἢ τί μὲ ἐνδιαφέρει μία ἀκόμη θρησκευτικὴ ἄποψη;!

Ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ καρδιὲς θέλουν νὰ ζήσουν. Οἱ νεαροί μας τὸ γράφουν ὡς προτροπὴ καὶ στοὺς τοίχους: "κάνε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ ὑπάρχεις & ΖΗΣΕ". Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔφερε ὁ Χριστὸς γενόμενος ἄνθρωπος τὴν δυνατότητα νὰ κληρονομήσουμε αἰώνια ζωή. Ὁλόκληρο τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια μιλάει γι΄ αὐτὴ τὴν ζωή. "Ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν" (Ἰωαν. 5, 24). "Ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον, ὁ δὲ ἀπειθὼν οὐκ ὄψεται ζωὴν" (Ἰωαν. 3,36).

Δὲν ὑπάρχουν δύο ζωές, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν "δύο Χριστοί". Ὁ Χριστὸς εἶναι ζωὴ καὶ Τὸν γνωρίζει κανεὶς καὶ Τὸν ὑπακούει ἐμπιστευόμενος τὸν λόγο Του τώρα, ὥστε νὰ ἰσχύσει τώρα, ὄχι ὅταν πεθάνει, τό: "μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν".

Ἁγιότητα, λοιπόν, εἶναι ὁ κόπος πρόσληψης τῆς Ζωῆς. Εἶναι ἡ θυσία ὑπακοῆς στὴν ζωοποιὸ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐγείρει "τοὺς νεκροὺς ἐκ τῶν μνημάτων τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας". Εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν αὐταπάτη τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης καὶ ἡ ἔμπονη πρόσληψη τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης τῆς θυσίας τοῦ Χρίστου. Εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ, στὸν ὀποῖο καὶ μὲ τὸν ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ σταυρώνουν τὸν "παλαιὸ ἄνθρωπο" μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τους προκειμένου νὰ μὴ "σταυρώνουν" τοὺς συνανθρώπους τους. Εἶναι ἡ συνειδητοποίηση ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε "ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς" (Ἰωαν. 6,51).


πηγή

Δευτέρα, Ιουνίου 24, 2013

Εσύ, μπαμπά, γιατί δεν κοινώνησες; π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος,



Πολλά χρόνια στην Εκκλησία. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Από μικρό στα χέρια και την αγκαλιά και μετά με το σχολείο στις Κυριακές και τις γιορτές. Παπαδάκι στο Ιερό τα τελευταία χρόνια του Δημοτικού και τα πρώτα του Γυμνασίου.

Κάποιοι πρόλαβαν και την… μακαρία εκείνη εποχή που ο εκκλησιασμός ήταν υποχρεωτική εκδήλωση σχολικής δραστηριότητας! Τότε που «παίρναν» απουσίες όσοι κοιμόντουσαν ή το σκάγαν καθ’ οδόν! Τότε που ήταν η Εκκλησία στοιχείο κοινωνικής ευπρέπειας και τάξεως! Μερικοί ακόμα τα θυμούνται με νοσταλγία! Υπήρχε… τάξη, σεβασμός, γινόταν το… σωστό, τώρα όλα… διαλύθηκαν, λένε!.

Όλα αυτά που όντως γίνονταν και λειτουργούσαν, όχι μόνο τώρα, αλλά και τότε, ήταν απαράδεκτα! Ήταν η τάξη του… Γυμνασιάρχη, όχι του Θεού! Υπήρχε σύγχυση λόγων και κινήτρων. Η διδασκαλία της πίστεως γινόταν αναγκαστική πορεία. Η ελευθερία του Χριστού (Όστις θέλει…) καταργούνταν χάριν της χρησιμοθηρικής «ωφελείας». Η Εκκλησία ήταν ένας διδακτισμός: Τι πρέπει να ξέρεις! Όχι τι πρέπει να ζήσεις..!
Η συνήθεια για κάμποσα χρόνια και για… κάμποσους, λειτούργησε. Δούλεψε ως ασυνείδητη εξάρτηση και κράτησε τα πράγματα. Βέβαια σε μια ασάφεια και απροσδιοριστία. Αυτοί που εκκλησιάζονταν συζητούσαν για το… καθήκον του εκκλησιασμού. Βρίσκονταν κάθε Κυριακή στο Ναό, αλλά δεν μπορούσαν να πουν για ποιό λόγο βρίσκονταν εκεί. Δεν είχαν δυνατότητα να «παρουσιάσουν» την… «εν ημίν ελπίδα». Ούτε γιατί ο Χριστός είναι Θεός της ζωής τους μπορούσαν να «δικαιολογήσουν». Σ’ όλα αυτά επιπρόσθετα η δυσκολία της γλώσσας έκανε την υπόθεση… «θέατρο»! Συνήθειες (ίσως) ιερές αποκτούσαν οι άνθρωποι. Συνείδηση όμως πώς να «βλέπουν» και πώς να ακούνε τον λόγο του Χριστού, σπανίως και λίγοι! Έτσι και όλα όσα έχουν σχέση με την Εκκλησία και τον Χριστό έμπαιναν τελικά στο χώρο της ασάφειας και της θρησκοληψίας! Φόβοι, αγωνίες, θεολογική ασυναρτησία ήταν (μήπως και είναι;) τα κίνητρα της σχέσεως.

Μέσα σ’ αυτήν τη σύγχυση και το κατ’ ουσίαν Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έχασε, περνώντας τα χρόνια, τον δυναμισμό της κοινής προσφοράς και έγινε… θέαμα και ακρόαμα ακατανόητο.
Θέαμα αφού οι χριστιανοί απλώς παρακολουθούν (σαν από… κερκίδες) χωρίς συμμετοχή ουδέ στο ΑΜΗΝ, που λέει ο Απόστολος (Α’ Κόρ. 14, 16)! Άγνωστοι, εν πολλοίς, μεταξύ τους… Χάθηκε η κοινότητα και η Εκκλησία έγινε… «τεκές»… προσευχομένων (υποτίθεται). Ο παπάς έπρεπε να τα τελεί όλα τυπικώς και οπωσδήποτε να κοινωνάει αφού δεν ξέραμε… τί να κάνουμε τα ΔΩΡΑ της Ευχαριστίας που τελέσθηκε!
Κατέληξε η Θεία Ευχαριστία ακρόαμα μουσικής πανδαισίας που «κάλυψε» το κενό της ακατανόητης γλώσσας με ηχητική ανακούφιση. Έγιναν τα ψαλλόμενα ένα λειτουργικό soundtrack! Μουσική χωρίς λόγια.
Όλα αυτά έσπρωξαν τον χριστιανό στον χώρο της ατομικής ευλάβειας. Έκαναν την υπόθεση προσωπική φιλοτιμία και ανάγκη. Η κοινότητα χάθηκε, και κάτω από το βάρος της ασυντόνιστης… ευσέβειας, δημιουργήθηκαν οι… θεούσες και οι άσχετοι! Η Μετάληψη έγινε αξιομισθία προσωπικής διαθέσεως. Χάθηκε αφού έγινε εκδήλωμα για δύο-τρείς φορές το χρόνο.
Πρέπει όμως όλοι να κοινωνάμε (οι χωρίς εμπόδιο πολύ μεγάλης αμαρτίας που μάς αποκόπτει από το σώμα της Εκκλησίας) όπως σαφέστατα φαίνεται στις ίδιες τις ευχές της Λειτουργίας: «…αξίωσέ μας με το δικό σου παντοδύναμο χέρι να μεταλάβουμε το άχραντο σώμα σου και το τίμιο αίμα σου, και μέσω ημών και όλος ο λαός». Γι’ αυτό, όπως είπαμε πηγαίνουμε στο Ναό, για να ενωθούμε με τον Χριστό και τούς αδελφούς μας. Αυτά είναι και το σωστό φρόνημα και η υγιής σχέση με την Ευχαριστία.
Το "σήμερα" δυστυχώς είναι οδυνηρό. Κοινωνεί ο παπάς και τα παιδάκια! Οι υπόλοιποι… Χριστιανοί κοιτάζουν από μακριά!
Άραγε τί θα πείτε στα παιδιά σας που τυχόν θα σάς ρωτήσουν:
- Εσύ μπαμπά-μαμά γιατί δεν κοινωνείς;
Ότι εσείς μεγαλώσατε; Ότι η μετάληψη αφορά μόνο τους μικρούς; Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι πείθετε με τέτοια… επιχειρήματα τα παιδιά; Εσείς πείθεστε;
Ας ξαναρχίσουμε μία σοβαρή σχέση με την Εκκλησία. Ας φύγουμε από τα… καθήκοντα και ας πάμε στη Ζωή που είναι ο Χριστός. Ας βάλουμε στόχο μια συνειδητή σχέση μαζί Του που αρχίζει με ειλικρινή αντιμετώπιση της πορείας και των πτώσεων κατ’ αυτήν (εξομολόγηση) και συνεχίζεται με την όσο γίνεται συχνότερη (γιατί όχι κάθε Κυριακή;) συμμετοχή μας στη Θεία Ευχαριστία. Όχι για να κάνουμε… ενέσεις αγιωσύνης με τη μετάληψη, αλλά να σχετισθούμε μ’ Αυτόν που θα μας οδηγήσει στον δρόμο του αγιασμού και της «ταύτισης» της καρδιάς μας με το δικό Του θέλημα και την δική Του καρδιά.
Σ’ όλη την Γραφή ο Χριστός αυτό και μόνο φωνάζει: Δος μου την καρδιά σου. Σε μάς μένει η απάντηση: Γεννηθήτω το θέλημά Σου. ΑΜΗΝ.
Με αγάπη και ευχές
ο Εφημέριος σας
π. Θεοδόσιος
(ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ)

Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2013

Πεντηκοστή-Ψυχοσάββατο π.Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος

Ὁ Χριστὸς "ἐπεξηγώντας" στοὺς Σαδδουκαίους τὸ μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν ἔλεγε ὅτι εἶναι Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακὼβ καὶ "οὐκ ἔστιν Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων" (Ματθ. 22, 32). Αὐτὴ τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθώντας ἡ Ἐκκλησία ἔθαπτε τοὺς βιολογικὰ νεκροὺς Χριστιανοὺς ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, ἐντός τοῦ ὁποίου τελοῦσε τὰ μυστήρια καὶ ἰδιαιτέρως τὴν Εὐχαριστία θεωρώντας ὅτι "παρὰ τῷ Θεῷ πάντες ζῶσι".

Τὰ ψυχοσάββατα καὶ τὰ μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων (ὅταν τελοῦνται μὲ τὸν σωστὸ τρόπο) εἶναι ἡ οὐσιαστικότερη φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται νὰ πάψουν νὰ εἶναι μονάδες, τμήματα, μέλη καὶ προσπαθοῦν νὰ ἑνωποιηθοῦν στὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ γίνουν ἀδέρφια. Νὰ γίνουν ἕνα σῶμα. Νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ ἀποσπασματικὸ καὶ νὰ γίνουν ὁλοκληρία. Νὰ βιώσουν τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πατέρα ὅταν παρακαλεῖ γιὰ τοὺς μελλοντικοὺς Χριστιανοὺς (ποὺ θὰ ὑπάρξουν ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν ἀποστόλων): "νὰ εἶναι ἕνα ὅπως ἐμεῖς (Πατὴρ καὶ Υἱὸς) εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας γιὰ νὰ πιστεύσει ὁ κόσμος ὅτι Σὺ μὲ ἔστειλες" (Ἰω 17, 21).

Αὐτὸ τὸ ἔργο, τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μεταξύ μας, γιορτάζουμε στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Ἅγιος Παράκλητος ἔρχεται μὲ τὴν Πεντηκοστὴ στὸν κόσμο καὶ στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀλήθεια τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ ὁ ὁποῖος κάνει δύσκολη τὴν ἑνότητα.

Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο φωτίζει καὶ ἁγιάζει τὶς καρδιὲς ὥστε νὰ μάθουν νὰ ἀγαποῦν καὶ ἔτσι νὰ μοιάσουν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κύκλου. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἀκτίνες τοῦ κύκλου. Ὅσο πορευόμαστε πρὸς τὸ κέντρο τοῦ κύκλου τόσο πλησιάζουμε καὶ μεταξύ μας. Ἐγγίζοντας πρὸς τὸν Χριστὸ "ἐν ταυτῷ" ἐγγίζουμε καὶ πρὸς ἀλλήλους. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ φωτίζει σ’ αὐτὴν τὴν διπλὴ πορεία ἐνδυναμώνοντάς μας στὸν κόπο τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴν ἐγωιστική μας αὐταπάτη. Μένοντας στὸν ἐγωισμό, μένουμε μόνοι. Ἀκίνητοι σὲ αὐταπάτη ἀεικινησίας. Ἀπλησίαστοι καὶ ἀδιάφοροι. Ξένοι. Μὲ μία καρδιὰ ποὺ γίνεται σιγὰ-σιγὰ "λίθινη". Ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, διὰ τοῦ προφήτη Ἰεζεκιήλ, κραυγάζει: "Δῶστε μου τὴν πέτρινη καρδιά σας καὶ θὰ τὴν κάνω σάρκινη" (Ἰεζ. 36, 26). Σὲ μᾶς μένει νὰ ἀνταποκριθοῦμε. Ἂν ναί, τότε θὰ ΄ρθεῖ καὶ θὰ κατοικήσει μέσα μας καὶ θὰ γεμίσει ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: "ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια" (Γαλ. 5, 22).

Ὅταν, λοιπόν, αὐτά, ἔστω καὶ κατ’ ἀρχὰς καὶ ἐν μέρει, ἀρχίσουν νὰ ὑπάρχουν στὰ μέλη-χριστιανοὺς τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἀρχίζει νὰ σαρκώνεται τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τότε οἱ Χριστιανοί, μέσα στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία Ἐκεῖνος τοὺς ἔδωσε καὶ γιὰ τὴν ὁποία χαίρουν• ἀγαποῦν καὶ νοιάζονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Γίνονται ἀδέρφια. Ἀποχτοῦν κοινότητα σκέψης καὶ τρόπου. Γίνονται κοινότητα σὲ ὅλα, στὴν χαρά, στὴν θλίψη, στὶς ἀνάγκες, στὴν ἄνεση. Τότε οἱ ἀρετὲς ποὺ φυτρώνουν σιγὰ-σιγὰ στὴν καρδιὰ ἀρχίζουν νὰ καρποφοροῦν καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (δικοί μας καὶ ξένοι) γίνονται ἀδέρφια μας.

Γνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία καὶ τὸ τρεπτὸ τῆς φύσεως οἱ χριστιανοὶ ἀγωνίζονται γιὰ ὅσο γίνεται μεγαλύτερη μετοχὴ στὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὄχι μηχανικά, μὲ μόνη τὴν μετοχὴ στὰ μυστήρια, ἀλλὰ οὐσιαστικά. Μὲ τὴν βοήθεια τῶν μυστηρίων, στὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸν ψυχοσωματικὸ ἐγωισμὸ ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀγάπη καὶ ἀνακόπτει τὴν πορεία πρὸς τὴν ἀδερφό.

Στὴν γιορτὴ λοιπὸν τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς ποὺ εἶναι φανέρωση τοῦ τρόπου τῆς Ἐκκλησίας, οἱ χριστιανοὶ (τὴν παραμονὴ) προσεύχονται γιὰ τοὺς ἀδερφούς τους ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἔχουν περάσει στὴν κατάσταση ποὺ προσδιορίζεται μόνον ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Στὸ μέτρο ποὺ κάποιος ἔγινε μέτοχος τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ, τόσο Τοῦ μοιάζει, τόσο ἄνεση ἔχει στὴν σχέση μαζί Του. Οἱ μάρτυρες καὶ οἱ Ἅγιοι, μεγάλη· οἱ ὑπόλοιποι χριστιανοί, ἀνάλογα. "Ἀστὴρ ἀστέρος, διαφέρει ἐν δόξῃ". Ἀτυχῶς κάποιοι, πολὺ λίγο ἢ καὶ ἐπικίνδυνα λίγο, ὥστε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι γι’ αὐτοὺς ξένο ἢ καὶ ἐνοχλητικό!

Ἔρχεται λοιπὸν τώρα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ προσεύχεται μὲ τὴν Εὐχαριστία τὴν παραμονὴ τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς, (ποὺ εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς δυνατότητος τῆς ἀνθρώπινης ἀλλαγῆς), καὶ παρακαλεῖ τὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὸν Δεσπότη Χριστό, γιὰ ὅλους ὅσοι βρίσκονται ἐνώπιόν Του: Νὰ παραβλέψει ἀδυναμίες. Νὰ συγχωρήσει λάθη. Νὰ παραγράψει ἁγνοήματα. Νὰ δώσει ζωή. Νὰ φέρει ἐλπίδα ἀναπαύσεως.

Ἡ Ἐκκλησία παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει. Ὁ Χριστὸς θέλει. Ἡ τραγωδία εἶναι ὅτι ἴσως κάποιος δὲν ἐπιθυμεῖ καμμιὰ ἀλλαγή… Ἀκόμα καὶ τὴν ἑπομένη μετὰ τὸ ψυχοσάββατο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅλη ἡ Ἐκκλησία γονατιστὴ παρακαλεῖ γιὰ ὅσους ἔχουν φύγει "Δέξου Κύριε δεήσεις καὶ ἱκεσίες καὶ ἀνάπαυσε ὅλους τοὺς γονεῖς, τοὺς ἀδερφούς, τὰ τέκνα ὅλων καὶ κάθε ἄνθρωπο, ὅλους ὅσους ἔχουν πεθάνει, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ…".

Ἡ συμμετοχή μας λοιπὸν στὴν γιορτὴ ἂς γίνει μία προσπάθεια κατανόησης τῆς σχέσης μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (κάθαρση-φωτισμό). Μετοχὴ στὰ χαρίσματά του ποὺ μόνον στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχουν καὶ δίνονται. Ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τοὺς ἀδερφούς μας δηλαδή, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους.

Κάποια στιγμὴ καὶ μεῖς θὰ χρειαστοῦμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Μὲ ἀγάπη καὶ εὐχὲς

ὁ ἐφημέριος

π. Θεοδόσιος

Τρίτη, Απριλίου 09, 2013

Μετάνοια καὶ μετάνοιωμα π. Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος





Κάποιος κλέβει δύο κότες ἀπὸ τὸ κοτέτσι τοῦ παπᾶ καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἀποφασίζει νὰ τὸ ἐξομολογηθεῖ!

- Πάτερ μου ἔκλεψα δύο κότες!

- Νὰ τὶς ἐπιστρέψεις, λέει ὁ παπάς.

- Πάτερ μου, τὶς θέλετε ἐσεῖς;

- Ἐγώ, τοῦ λέει ὁ παπάς. Ὄχι. Νὰ τὶς δώσεις σὲ κεῖνον ποὺ τὶς πῆρες.

- Ἐκεῖνος δὲν τὶς θέλει.

- Ἔ! Τότε κράτα τες.

Πάρα πολλὲς φορὲς ἡ διάθεσή μας εἶναι ἴδια. Νὰ ὑπεκφύγουμε! Γι’ αὐτὸ ἔκανα τὴν σκέψη, καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν περίοδο ποὺ διανύουμε, νὰ ποῦμε λίγες διασαφήσεις γι’ αὐτὸ τὸ πελώριο θέμα καὶ τὶς τόσες συγχύσεις ποὺ συνήθως ἔχει. Φανταζόμαστε ὅτι μὲ τὸ νὰ πάω νὰ ἐξομολογηθῶ πάω σ’ ἕνα δικαστήριο… Πολλοὶ ἄνθρωποι λένε κιόλας, ὅταν ἔρθουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, «πὼς θὰ μὲ δικάσεις τώρα παπούλη». Φανταζόμενοι ὅτι βρίσκονται μπροστὰ σ’ ἕνα, ἔστω τοῦ Θεοῦ, δικαστὴ φυσικὰ ἀγωνιοῦν καὶ φοβοῦνται ὅπως ὅλοι μας στὸ δικαστήριο. Ἐνῶ, ἂν θεωρήσουμε ὅτι ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἕνα δικαστήριο, εἶναι τὸ μόνο δικαστήριο ποὺ βγάζει μόνο ἀθώους. Γιατί στὴν ἐξομολόγηση πηγαίνει κάποιος γιὰ νὰ ἀθωωθεῖ. Δὲν πάει γιὰ νὰ καταδικαστεῖ. Ἀκριβῶς γιὰ νὰ προλάβει τὴν καταδίκη πάει. Πάει νὰ ἀθωωθεῖ πρὶν καταδικαστεῖ. Ὁπότε ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πόσο στραβὸ εἶναι, σὲ μιὰ τέτοια κίνηση γνησιότητας, νὰ μπερδεύει τὰ πράγματα εἴτε συνειδητὰ εἴτε ἀσυνειδήτως.

Πρὶν ποὺ ἀκούσαμε τὸ μικρὸ αὐτὸ ἀστεῖο ἢ ἀνέκδοτο, μᾶς φάνηκε πάρα πολὺ γελοῖο, νὰ λέει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔκλεψε τὶς κότες ἀπ’ τὸν ἴδιο τὶς θέλεις, νὰ ἀκούει τὸ ὄχι, καὶ νὰ γίνεται ἕνας κύκλος τυπικὰ ἐντάξει καὶ οὐσιαστικὰ διαστροφικός.

Ἀκριβῶς ὅμως, ἐδῶ μπαίνουν μερικὰ θέματα, ποὺ χρειάζονται ἐπεξηγήσεις. Τί σημαίνει μετάνοια. Τί εἶναι μετάνοια. Ἕνα θέμα γεμάτο παρανοήσεις. Καὶ ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ μακρύτερα.

Ἀκούγοντας τὴν λέξη τί λέμε ἀμέσως; Ὅτι αὐτὸ εἶναι μιὰ ἐκκλησιαστικὴ λέξη, μιὰ θρησκευτικὴ λέξη, εἶναι ἔκφραση τῆς θρησκευτικῆς γλώσσας. Πόσες γλῶσσες ὅμως ὑπάρχουν; Ἡ θρησκευτικότητά μας εἶναι μέσα στὴ ζωὴ ἢ ἔξω ἀπὸ τὴν ζωή; Μήπως εἶναι ξένη ἀπὸ τὴν ζωὴ τελικά; Πάρα πολλὲς φορὲς κάνουμε τὸ ἑξῆς μπέρδεμα: Φανταζόμαστε τὴν σχέση μας μὲ τὴν ἐκκλησία ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς μας ποὺ εἶναι κάπου σὲ μιὰ ἄκρη• σὲ μιὰ ἀφορμὴ ἐπετειακὴ (Χριστούγεννα-Πάσχα)• σ’ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ὁλόκληρους, ἀλλὰ μᾶς ἀφορᾶ, μονάχα κατὰ τὴν σκέψη ἢ σὲ κάποια ἄκρη τοῦ μυαλοῦ μας ἂν θέλετε. Καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, αὐτοὶ ποὺ περπατᾶνε στὸ τώρα (καὶ μεῖς στὸ τώρα περπατᾶμε, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ βρισκόμαστε στὸν κόσμο μας) φαντάζονται ὅτι τέτοιου εἴδους θέματα εἶναι δραστηριότητες ποὺ δὲν τοὺς ἀφοροῦν. Ἴσως ἐμεῖς φταῖμε γιὰ τὴν τοποθέτηση καὶ ἐκείνων. Ἐμεῖς ζοῦμε στραβὰ μέσα μας τὴν ὑπόθεση, τὴν ἐκλαμβάνουν καὶ κεῖνοι, ἀκόμα πιὸ στραβά. Καὶ βλέποντάς μας λένε: αὐτὰ ἐμένα δὲν μὲ νοιάζουν• δὲν ἔχω καμμία διάθεση νὰ σκάψω μέσα σὲ σκουπίδια. Γιατί φαντάζονται τὴν μετάνοια ἢ τὴν ἐξομολόγηση μιὰ ἐνασχόληση μὲ πράγματα ποὺ εἶναι σάπια, βρώμικα, λανθασμένα. Καταντοῦν λοιπὸν αὐτὰ τὰ θέματα ξύλινη γλώσσα. Ἔχει περάσει μιὰ ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ξύλινη, ἡ ὁποία λέει «πνευματικὴ ζωή», «ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος», «τί κάνεις μὲ τὴν πνευματική σου ζωή». Πόσες ζωὲς ἔχει ὁ ἄνθρωπος; Μία ἔχει, δὲν ἔχει δύο. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δύο ἄνθρωποι ὁ καθένας μας, ἕνας καθημερινὸς κι ἕνας κυριακάτικος• ἕνας ἐπίσημος κι ἕνας ἀνεπίσημος• ἕνας ποὺ φαίνεται κι ἕνας ποὺ κρύβεται• ἕνας ποὺ θέλει νὰ παρουσιάζεται κι ἕνας ποὺ λειτουργεῖ πίσω ἀπὸ τὸ παραβάν. Καὶ ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ μπερδέματα ξεκινᾶνε γιατί ὅπως εἶπα καὶ πρὶν ἡ θρησκευτική μας ζωὴ δὲν εἶναι ὅλη μας ἡ ζωή.

Προσέξτε ἐδῶ ὑπάρχει μία λεπτομέρεια ποὺ χρειάζεται ἐπεξήγηση.

Προσδιορίζοντας «θρησκευτικὴ ζωή», παθαίνουμε κρυάδα στὴ προοπτικὴ αὐτὸ ποὺ ξέρουμε ὡς θρησκευτικὴ ζωή, νὰ γίνει ὁλόκληρή μας ἡ ζωή. Γιατί φανταζόμαστε: πῆγα στὴν ἐκκλησία; Κρατάω καὶ μερικὰ πράγματα χοντρικῶς; Καλὰ εἶμαι. Ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ μπορῶ νὰ κάνω αὐτὸ ἐτοῦτο ἢ τ’ ἄλλο. Ὅμως ἡ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ ὑγεία τῶν πραγμάτων λέει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐκκλησία. Καὶ ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἅμα αὐτὸ δὲν τὸ ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ θὰ μπερδευτοῦμε.

Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ ἑξῆς μπέρδεμα: Τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία τὰ φανταζόμαστε ἰδέες καὶ πνευματικὰ θέματα. Ἐνῶ τὴν ζωὴ μας μία καθημερινότητα, ποὺ κυλάει στὸν δικό της τὸν ρυθμὸ καὶ μᾶς κλέβει καὶ μᾶς μπερδεύει ἂν θέλετε. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ φτιάξει πνευματικὴ ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους! Σκεφτεῖτε τὸ ἁπλούστατο: πόσες φορὲς χρησιμοποιοῦμε τὴν ἔκφραση «αὐτοὶ εἶναι πνευματικοὶ ἄνθρωποι» γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ γράμματα. Ἔτσι, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λέμε, καὶ «πνευματικὴ ζωὴ» γιὰ τὴν ἐνασχόληση θὰ λέγαμε μὲ τὰ θεολογικὰ γράμματα, ἐνῶ δὲν εἶναι αὐτὸ πνευματικὴ ζωή. Γιατί δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή. Ὑπάρχει ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ζωὴ χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ διαφοροποίηση ταξινομεῖται οὐσιαστικὰ ὄχι διανοητικὰ μόνον.

Ἐκκλησία εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς ὅμως Ἐκκλησία θεωροῦμε τὸν Πατριάρχη, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, τὸν Δεσπότη, τὸν κάθε παπά. Καὶ συγχρόνως θεωροῦμε ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν δυνατότητα νὰ κρίνει τοὺς πάντας. Εἶναι ἄλλωστε πιὸ εὔκολο αὐτό. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ δὲν θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία! Αὐτὸ εἶναι τὸ θεμελιακὸ λάθος. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ξεκινᾶνε ὅλα.

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι: Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἶναι μέλη• καὶ πρόβατα τῆς ἴδιας ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: ἡ διάκριση ποιμένες καὶ πρόβατα εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ τὸν Θεὸ «πάντες πρόβατα». Γιὰ τὸν Θεὸ ὅλοι πρόβατα εἶναι. Καὶ ὁ Πατριάρχης• καὶ τὸ παιδάκι ποὺ βαφτίστηκε σήμερα• καὶ ὁ ὁποιοσδήποτε παπποὺς καὶ γιαγιά• καὶ ὁ ὁποιοσδήποτε νέος ἢ γέρος• ὅλοι. Ἡ διάκριση ποιμένες-πρόβατα εἶναι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ σῶμα αὐτό, λοιπόν, ἔχει κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ μέλη ὅλους ἐμᾶς τοὺς ὑπολοίπους.

Ἐμεῖς βαπτιστήκαμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν καταλαβαίναμε τὰ πράγματα. Γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας… ἀσυνειδήτως. Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ τὴ στιγμή, ἂς μὴ φοβόμαστε νὰ λέμε τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους, περνάει τὴν σύγχυσή του νὰ μὴ ξέρει ποιοὶ εἶναι μέλη της. Γιατί; Βαπτίζοντας νήπια, δὲν ξέρει ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ τὴν πορεία τους. Ἀπὸ ποῦ ἄρχισε ὁ νηπιοβαπτισμός; Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὅλη ἡ κοινωνία ἔγινε χριστιανική. Ὅμως προσέξτε: ἡ κοινωνία τῶν ἐνηλίκων ἔγινε χριστιανική. Καὶ ὅταν ἔγινε ἡ κοινωνία τῶν ἐνηλίκων χριστιανική, μετὰ αὐτονοήτως καὶ τὰ παιδιὰ τους τὰ ἔκαναν χριστιανοὺς καὶ κείνους. Ὅμως τώρα, ἡ κοινωνία τῶν ἐνηλίκων εἶναι χριστιανική; Οἱ ἐνήλικες ξέρουν μὲ σαφήνεια ποιὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ποιὰ ἡ σχέση τους μὲ τὴν Ἐκκλησία; Μὴ κοροϊδευόμαστε. Βαφτίζουμε τὰ μωρὰ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ γονιοῦ. Γιατί ὁ ἀνάδοχος ἔχει καταντήσει τυπικὴ διαδικασία ἀπὸ παλιά, ἀκόμα κι ἂν παλαιότερες γενεὲς σεβόντουσαν τὸν νονὸ (κι ἐγὼ θυμᾶμαι τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα μου, νὰ μὲ βάζει παπὰ ὄντας, νὰ φιλάω τὸ χέρι τῆς νονᾶς μου). Δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία παλαιότερα πῶς περπατοῦσε; Ἐγὼ γινόμουνα χριστιανὸς κι ὁ γείτονάς μου ἔβλεπε ὅτι κάτι ἄλλαξε στὴν ζωή μου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ τὸν ἐνδιέφερε κι αὐτόν, ἔλεγε: «Ρὲ παιδί μου κάτι τρέχει στὴν ζωή σου. Τί ἔγινε;». Κι ἔλεγα ἐγώ: «ἔγινα χριστιανός». Τότε καὶ αὐτὸς ἔλεγε: «θέλω νὰ γίνω κι ἐγὼ χριστιανός». Καὶ τί γινότανε; Τὸν ἔπαιρνα ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν πήγαινα στὸν Δεσπότη καὶ τοῦ ἔλεγα: «ἀναδέχομαι τὴν εὐθύνη νὰ γίνει κι αὐτὸς μέλος τῆς Ἐκκλησίας». Ἐγγυόμουν, θὰ λέγαμε, ἐγὼ (ἀνάδοχος σημαίνει ἐγγυητὴς) νὰ γίνει κάποιος χριστιανός. Ἀναδεχόμουνα τὴν εὐθύνη τῆς δικῆς του πορείας. Καὶ κατ’ ἐπέκταση ὅτι ἐγὼ ἀναλάμβανα καὶ νὰ τὸν κατηχήσω ὥς ἕνα βαθμό. Πλὴν τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔκανε ἐπισήμως κατήχηση. Φαντάζεστε; Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Κύριλλος ἔχει γράψει κατηχήσεις πελώριες. Λέει ἡ Ἱστορία ὅτι ὁ ναὸς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ χωροῦσε 3000 ἀνθρώπους, γέμιζε κατηχουμένους ὅλο τὸν χρόνο μέχρι νὰ ρθεῖ ἡ ὥρα τῆς βαπτίσεως. Καὶ τὸ νὰ γίνει ἕνας μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ὑπόθεση ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.

Τώρα εἶναι ἰδιωτικὴ ὑπόθεση. Ὅποτε ὁ γονιὸς ἀποφασίσει πάει καὶ βαφτίζει τὸ μωρό του καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ ἀγνοεῖ. Καὶ γι’ αὐτὸ εἴπαμε πρὶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν τραγωδία νὰ μὴ ξέρει τὰ μέλη της καὶ τί πορεία εἶχαν ἀπὸ τὸ βάπτισμα καὶ μετά. Μπορεῖ ὁ πιτσιρίκος νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ μὴ πιστεύει τίποτα. Οὔτε στὸν Χριστό, οὔτε στὸν διάβολο, ὅπως λέμε ἁπλά. Ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ τὸν ἔχουμε γραμμένο στὰ χαρτιά μας ὅτι βαφτίστηκε καὶ ἄρα εἶναι χριστιανός. Καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἀρχίζουν ὅλες οἱ συγχύσεις καὶ ὅλα τὰ μπερδέματα.

Βαπτίζομαι σήμαινε πεθαίνω γιὰ ἕνα τρόπο ζωῆς. Γι’ αὐτὸ εἴπαμε πιὸ πρίν. Δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωὴ καὶ μὴ πνευματικὴ ζωή. Ὑπάρχει ζωὴ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ ζωὴ χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.

Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀποφάσιζε νὰ γίνει χριστιανός, ἀποφάσιζε ὅτι θὰ ζεῖ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὸν τρόπο ποὺ λέει ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τὸν τρόπο τὸν ὁποῖο βιοῖ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ μέλη της. Αὐτὸ εἶναι ποὺ εἴπαμε πιὸ πρίν. Ἔβλεπαν τὴν ἀλλαγὴ κι ἤθελαν καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ἀλλάξουν. Καὶ γινόνταν ἔτσι χριστιανοί. Καὶ ἡ Ἐκκλησία τοὺς βάφτιζε μιὰ ἡμέρα ποὺ γινόταν ἡ Θεία Λειτουργία. Ὅπως καὶ τοὺς πάντρευε μιὰ μέρα ποὺ γινόταν ἡ Θεία Λειτουργία. Γι’ αὐτὸ τὰ δύο αὐτὰ μυστήρια, τὸ βάφτισμα καὶ ὁ γάμος ἀρχίζουν μὲ τὸ εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς. Ἔχει μείνει ἡ Χειροτονία μέσα στὴν Θεία Λειτουργία. Τὰ ἄλλα δύο μυστήρια, ὁ γάμος καὶ τὸ βάπτισμα, ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὴν Λειτουργία. Κακῶς! Κάκιστα! Ἡ Εὐχαριστία συναρμόζει τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τους.

Σήμερα τὸ νὰ εἶμαι ἢ νὰ μὴν εἶμαι χριστιανὸς εἶναι ὑπόθεση δική μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀλλαγή, ἡ ἀλλοίωση, ἂν θέλετε, τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ ὁ καθένας τώρα ἀξιολογεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς χριστιανό. Τὸ λέει μόνος του. Τὸ ἀποφασίζει μόνος του. Τὸ περιγράφει μόνος του. Δὲν διανοῆται, οὔτε καταλαβαίνει τί σημαίνει ἡ λέξη ἀφορισμὸς (ἀφορισμὸς σημαίνει: ἡ κατάσταση ἔχει ὅρια-σύνορα. Ἀφορισμὸς σημαίνει βγάζω κάποιον ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα). Ἔχει βγεῖ αὐτὸς μόνος του καὶ ἡ Ἐκκλησία οὐσιαστικὰ κάνει διαπιστωτικὴ πράξη. Ὅπως κάνει ὁ γιατρὸς διαπιστωτικὴ πράξη γιὰ κάποιον ποὺ πέθανε. Δὲν πέθανε ὁ ἄνθρωπος ἐπειδὴ ἔγραψε ὁ γιατρὸς βεβαίωση θανάτου. Ἔχει πεθάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ μετὰ γράφει ὁ γιατρὸς βεβαίωση θανάτου. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀφορίζει ὅπως λέμε. Αὐτὰ ἐμᾶς ἔχουν καταντήσει νὰ μᾶς εἶναι ἄγνωστες λέξεις. Ἐνῶ εἶναι αὐτονόητα. Ἅπαξ καὶ δὲν εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν πιστεύει στὸν Χριστό, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι χριστιανός. Ἅμα δὲν πιστεύει τὸν Χριστὸ Θεὸ καὶ δὲν πιστεύει στὴν Ἀνάσταση, ἀπὸ ποῦ κι ὥς ποῦ εἶναι χριστιανός; Τὰ ὑπόλοιπα ὅλα δὲν εἶναι κουβεντολόι;

Βαφτίζομαι, λοιπόν, σημαίνει: πεθαίνω γιὰ ἕνα τρόπο ζωῆς. Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ περιγράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μὲ μιὰ πάρα πολὺ ὡραία εἰκόνα. Ἔλεγε, λοιπόν: Τί μου λὲς ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος ὅταν κλωτσᾶς σὰν γαΐδαρος; Ὅταν εἶσαι λαίμαργος σὰν ἀρκούδα; Ὅταν εἶσαι μνησίκακος σὰν καμήλα; Ὅταν ἁρπάζεις σὰν λύκος; Ὅταν δαγκώνεις σὰν σκορπιός; Ὅταν εἶσαι ὕπουλος σὰν ἀλεποῦ; Κι ὅταν ἔχεις δηλητήριο χειρότερο ἀπὸ τῆς ὀχιᾶς; Αὐτὰ εἶναι τὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι πεθαίνανε γινόμενοι Χριστιανοί. Πέθαινε ἀπὸ τὸ νὰ δαγκώνει, νὰ κλωτσάει, νὰ εἶναι μνησίκακος, νὰ λαιμαργεῖ, νὰ ἁρπάζει, νὰ εἶναι ὕπουλος, νὰ ἔχει δηλητήριο μὲς τὴν ψυχή του. Ἢ τουλάχιστον αὐτὸ ἀποφάσιζε νὰ κάνει. Ὅταν λοιπὸν αὐτὸ τὸ ἀποφάσιζε, ἀπὸ κεῖ καὶ μετά, μετὰ ἀπὸ μιὰ δοκιμασία κι ἀφοῦ συνειδητοποιοῦσε τί πιστεύει, ἀπὸ τὴν διδασκαλία ποὺ γινόταν στὴν κατήχηση, ὁ ἄνθρωπος βαφτιζόταν. Δηλαδή, τὸν βουτοῦσαν μέσα στὰ νερὰ τοῦ ἁγιασμοῦ, γιὰ νὰ ἀναγεννηθεῖ σ’ ἕνα καινούργιο τρόπο ζωῆς. Νὰ ἀποχτήσει τὴν δυνατότητα τῆς μυστηριακῆς σχέσης μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι τὸ μυστήριο-κιβωτὸς τῆς Σωτηρίας. Ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει σωτηρία.

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Τί ἐκάναμε στὸ βάπτισμα; Ταφήκαμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε μαζί του σὲ ἕνα καινούργιο τρόπο ζωῆς. Πόσοι ἀπὸ μᾶς ἔχουν σαφῆ ἀντίληψη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος; Οὔτε ἐμεῖς οἱ παπάδες μερικὲς φορές. Κι ἐμεῖς ἀκόμα ζοῦμε μὲ ἕνα τρόπο ποὺ εἶναι σὰν νὰ μὴν εἴχαμε βαφτιστεῖ ποτέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὑπόδειγμα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ζεῖ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ὁ τρόπος ποὺ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Πάρα πολλὲς φορὲς βέβαια διεκδικοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὸ ρόλο τοῦ ἀνήλικου. Μᾶς βολεύει. Θέλουμε ὁ παπὰς ἢ ὁ Δεσπότης ἢ ὁ Πατριάρχης νὰ εἶναι ἄψογος τέλειος καὶ ἅγιος, οὕτως ὥστε ἐμεῖς τὰ ἀνήλικα νὰ βλέπουμε μονίμως παράδειγμα ζωῆς. Χρειάζεται νὰ εἶναι. Ἀλλὰ δὲν πρέπει αὐτὸ νὰ γίνεται γιά μᾶς, δικαιολογία στὸ νὰ μὴν ἀλλάξει ἡ κατάστασή μας ἢ νὰ θεωροῦμε δικαιολογημένη τὴν κατάστασή μας. Πάρα πολλὲς φορὲς τὸ λάθος κάποιου λειτουργεῖ μέσα μας ὡς δικαιολογία στὸ νὰ μείνουμε ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε κι αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιαστικό μας λάθος. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ παπάδες καλύτεροι. Ναί. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὅταν δὲν εἴμαστε εἶναι δικαιολογία γιὰ κάποιον νὰ μὴν εἶναι καὶ κεῖνος. Αὐτὸ μόνο σὲ ἀνήλικους συμβαίνει. Τὰ παιδάκια χρειάζονται μονίμως ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ περπατήσουν κάθε βῆμα. Ὑποτίθεται ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει γίνει χριστιανὸς καὶ εἶναι ἐνήλικας δὲν χρειάζεται μονίμως ἕνα παράδειγμα. Χρειάζεται βοηθό. Ναί. Ἀλλὰ δὲν χρειάζεται μονίμως ἕνα παράδειγμα.

Εἴπαμε λοιπὸν πρὶν ὅτι ζῶ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία ἢ ζῶ χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Βαφτίζομαι ἀποφασίζοντας νὰ ζήσω μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι μαγικὰ μὲ ἀκούμπησε ἡ Κίρκη καὶ ἄλλαξαν τὰ πάντα μέσα μου. Ἡ ἀπόφαση νὰ γίνω χριστιανὸς δὲν μὲ ἔφτασε στὸ τέλος τῆς πορείας. Ἡ ἀρχὴ τῆς πορείας δὲν εἶναι κατάληξη τῆς πορείας. Τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι ἁγιότητα διὰ μιᾶς. Αὐτὸ πάρα πολλὲς φορὲς συγχέουν οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ τοὺς δώσαμε καὶ μεῖς τέτοιες αὐταπάτες, καὶ λένε: καὶ πᾶς καὶ στὴν Ἐκκλησία! Αὐτὸ δὲν λέει τίποτα. Δείχνει ἁπλῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν δούλεψε ποτὲ μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν κατάλαβε πόσο δύσκολο εἶναι νὰ μαζέψει κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν βάλει στὸν τρόπο ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γι’ αὐτὸ λέει εὔκολες κουβέντες. Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἐκεῖ. Τὸ πρόβλημα εἶναι μέ μᾶς.

Ὅταν, λοιπόν, εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία, κι ἔχουμε βαφτιστεῖ, καὶ περίπου προσπαθοῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε αὐτὰ τὰ πράγματα, ἔρχεται κάποια στιγμὴ ἕνα δίλημμα: Νὰ κάνω αὐτὸ ἢ νὰ κάνω τὸ ἄλλο. Τὸ δίλημμα ἔρχεται μὲς στὴν ψυχή μας ὡς μία πρόταση. Σὰν ἕνα βέλος θὰ λέγαμε ποὺ μᾶς στοχεύει ποῦ; Ἐκεῖ ποὺ πονᾶμε. Ἐκεῖ ποὺ ἂν ἀκουμπήσεις μιὰ χορδὴ θ’ ἀρχίσει νὰ βγάζει ἕνα ἦχο. Σ’ ὅποια θέματα: ἄλλος στὴν κακία, ἄλλος στὸν φθόνο, ἄλλος στὰ σωματικά, ἄλλος στὰ ψυχικὰ πάθη. Ἔρχεται λοιπὸν ἕνα δίλημμα: Νὰ κάνω ἢ νὰ μὴ κάνω κάτι. Κι ἐπειδὴ δὲ μάθαμε ποτὲ μας νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ δὲν ξέρουμε μὲ σαφήνεια ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἐξασφάλιση ἐκείνου, ἀλλὰ εἶναι ζωὴ δική μας, ἀποφασίζουμε τὸ λάθος.

Καὶ κάνουμε τὴν ἁμαρτία. Ἁμαρτία τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι ἀποφάσισα νὰ κάνω κάτι ποὺ δὲν τὸ κάνει ὁ Χριστός. Δηλαδή. Ἅμα ὁ Χριστὸς εἶναι ζωὴ καὶ κάτι δὲν τὸ κάνει, ἐγὼ κάνοντάς το, ἀρνοῦμαι τὴν ζωή. Ἅμα δὲν ξεκαθαρίσει μέσα στὴν ψυχὴ μας αὐτό, δὲν θὰ καταλάβουμε ποτὲ πόσο οὐσιαστικὸ γεγονὸς εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ πόσο μᾶς ζημιώνει. Τὶς περισσότερες φορὲς τὴν ἁμαρτία τὴν φανταζόμαστε ὅπως τὸν κώδικα ὁδικῆς κυκλοφορίας, δηλαδὴ περνᾶμε καμμιὰ φορὰ σὲ λάθος δρόμο ἢ μὲ πράσινο ἢ μὲ κόκκινο δὲν ξέρω ἐγὼ ἀναλόγως, καὶ κάναμε μιὰ παράβαση. Μὰ ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι μιὰ παράβαση ἑνὸς κώδικα, εἶναι ἀλλοίωση τῆς ζωῆς, γι’ αὐτὸ εἶπα πιὸ πρὶν ὁ Χριστὸς ζεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐμεῖς κάνουμε κάτι ἄλλο ποὺ δὲν εἶναι αὐτό, ἄρα δὲν ἔχουμε ζωή. Ἄρα ἡ ἁμαρτία τί εἶναι; Θάνατος. Αὐτὸ βέβαια ἐπειδὴ δὲν ἔχει βιολογικὰ ἀποτελέσματα καὶ μεῖς μονάχα τὰ βιολογικὰ μετρᾶμε δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε. Γιατί πάρα πολλὲς φορὲς ἐμεῖς μὴ ἐμπιστευόμενοι τὸν λόγο Του ἔχουμε μονάχα ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτὰ ποὺ ὑποτίθεται βλέπουμε. Κι ὁ Χριστὸς κάνει συγκατάβαση στὴν κατάστασή μας καὶ κάνει ἕνα θαῦμα σωματικὰ ἐντυπωσιακὸ (θεραπεία τοῦ Παραλύτου) γιὰ νὰ πιστοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι τοῦ εἶχε προηγουμένως συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες. Καὶ ὁ Θεὸς συγχώρησε πρῶτα τὶς ἁμαρτίες γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι εἶναι βαρύτερο γεγονὸς ἡ ψυχικὴ παράλυση ἀπὸ τὴν σωματική. Ἐπειδή, λοιπόν, ἐμεῖς δὲν βλέπουμε τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου, ποὺ φέρνει στὴν ψυχή μας ἡ ἁμαρτία, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ζυγιάσουμε. Καὶ τὸ βλέπουμε ἐντελῶς ἀδιάφορα (καλά, ναί! Ἔκανα λάθος… ἢ τί νὰ κάνεις ἄνθρωπος εἶσαι). Ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ τὰ πράγματα λειτουργοῦν ἐντελῶς στραβά.

Παλιότερα ἡ σχέση ἑνὸς ἀνθρώπου μὲ τὴν Ἐκκλησία δήλωνε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωὴ καὶ ὁ τρόπος της εἶναι κι ἐκεῖνος τρόπος ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἔκανε μιὰ ἁμαρτία ὁ πνευματικός, ὁ πρεσβύτερος τῆς μετανοίας ὅπως λεγόταν τότε, τί τοῦ ἔβαζε ὡς ἐπιτίμιο; Τοῦ ἔβαζε τὸ ἐπιτίμιο νὰ μὴ κοινωνήσει (ποιὸν ἄνθρωπο ἀπασχολεῖ σήμερα τὸ νὰ μὴν κοινωνήσει; Μήπως καὶ τὸ ἀντιμετωπίζει καὶ ψιλοειρωνικά. Ἔ! Καλὰ μήπως καὶ μεταλαβαίνω; Μιὰ φορὰ τὸ χρόνο. Κι ἄν μοῦ ἀπαγορεύσεις νὰ μεταλάβω, χάθηκε ὁ κόσμος; Τοῦ χρόνου. Καλὰ νὰ εἴμαστε θὰ μεταλάβω τὸν ἄλλο χρόνο). Εἴδατε πῶς ἔρχεται σιγὰ σιγὰ ἡ ἀλλοίωση καὶ τὸ ξεκόμμα. Χριστιανὸς σήμαινε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ γιόρταζε τὴν Ἀνάσταση κάθε Κυριακή• πήγαινε στὴν Εὐχαριστία καὶ μετεῖχε στὴν Εὐχαριστία• κι ἂν δὲν πήγαινε τρεῖς φορές, χωρὶς λόγο ὑγείας, ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀπέκοπτε ἀπὸ τὸ σῶμα της. Ποιὸν ἀπασχολεῖ ἀπὸ μᾶς αὐτὸ τὸ θέμα τώρα; Ἀκόμα περισσότερο, ποιὸν ἀπασχολεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τοῦ λέει ὁ πνευματικὸς μετὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια ἁμαρτία δὲν θὰ κοινωνήσει; Σάμπως κοινωνοῦσε πρίν, γιὰ νὰ μὴν κοινωνήσει μετά;

Συνεπῶς ἡ οὐσιαστικὴ σχέση καὶ ἐκδήλωση ἦταν: Ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ τρόπου ζωῆς καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς ἐκφράζεται μὲ τὴν μετοχὴ στὴν Εὐχαριστία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ζωή. Κοινωνόντας τί κάνουμε; Ἀποχτᾶμε ζωὴ καὶ μεῖς. Γι’ αὐτὸ ἡ ἁμαρτία μὲ ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πνευματικὸς βάζει ἐπιτίμιο τὸ νὰ μὴ κοινωνήσω γιὰ ἕνα διάστημα. Καὶ μπαίνει τὸ θέμα: πόσο μᾶς πονάει αὐτό; Ἢ πόσο μᾶς ἀπασχολεῖ; Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν ὅλα τὰ προηγούμενα εἶναι μοιραῖο νὰ μὴ μᾶς ἀπασχολεῖ καθόλου. Δὲν ὑπάρχει ὁ Χριστὸς ὡς ζωή• ὁ ἄλλος τρόπος ζωῆς• δὲν ὑπάρχει Εὐχαριστία στὴ ζωή μας• δὲν ὑπάρχει Ἀνάσταση τὴν Κυριακή• τὶς περισσότερες φορὲς ἀκόμη καὶ τὰ παιδιά μας γιὰ νὰ τὰ πείσουμε νὰ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία τοὺς λέμε ὅτι «πρέπει νὰ πᾶνε». Τί σημαίνει πρέπει; Γιατί πρέπει; Ἅμα δὲν συνειδητοποιήσει ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴν καθημερινότητα, γιατί θὰ πάει στὴν Ἐκκλησία; Καὶ θὰ τὸ δεῖ, εἴπαμε στὴν ἀρχή, στὸ πρόσωπο κάποιου ἄλλου. Αὐτοῦ ποὺ τοῦ προτείνει τὸ νὰ πάει τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία.

Κοιτᾶμε κατάματα τὴν ἁμαρτία μας τώρα. Καὶ ἔχουμε μιὰ διπλὴ δυνατότητα. Σὲ πρώτη φάση, φυσικὰ μετανοιώνουμε, ἢ μερικὲς φορὲς μετανοιώνουμε γι’ αὐτὸ ποὺ κάναμε. Πιστεύετε ὅτι αὐτὸ φτάνει; Γιατί μετανοιώνουμε; Γιατί ἀπ’ αὐτὸ ποὺ κάναμε, μέσα μας γεννήθηκαν ἐνοχές• καὶ τύψεις. Αὐτὸ τὸ στάδιο, εἶναι ἕνα πολὺ ἀρχικὸ στάδιο ποὺ μπορεῖ πάρα πολὺ εὔκολα νὰ διαστραφεῖ. Πῶς νὰ διαστραφεῖ; Νὰ γίνει ἕνα ἐγωιστικὸ μετάνοιωμα. Νὰ ἀρχίσουμε νὰ συχτιρίζουμε, ὅπως λέμε ἁπλά, τὸν ἑαυτό μας γιατί κάναμε ἐμεῖς (ἐγὼ νὰ κάνω τέτοιο πράγμα;), καὶ γέρνει τὸ βάρος ὄχι σ’ αὐτὸ ποὺ ἔκανα, ἀλλὰ στὸ ἐγώ. Καὶ τελικὰ οἱ ἐνοχὲς λειτουργοῦν μονάχα ὡς ἕνα ἀνακουφιστικὸ «ξέσκισμα». Δὲν λειτουργοῦν ὡς μετάνοια. Κυριολεκτικῶς σὰν ἕνα ἀνακουφιστικὸ ξέσκισμα. Κάνουμε ἕνα ξέσκισμα τῶν σαρκῶν μας ἐντὸς εἰσαγωγικῶν τὸ ὁποῖο μᾶς δημιουργεῖ ἀνακούφιση. Καὶ συνεπῶς, ἕνα μετάνοιωμα. Δὲν εἶναι μετάνοια. Ἡ ζωὴ ἡ ἀνθρώπινη εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἕνα σωρὸ μετανοιώματα, τὰ ὁποία δὲν φέραν τίποτα στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἐκεῖνο τὸ σαρκαστικὸ ἀστεῖο ποὺ λέει: τὰ λάθη εἶναι γιὰ νὰ ξαναγίνονται. Δὲν γεννοῦν τίποτε ὅταν ἀντιμετωπιστοῦν μὲ αὐτὸν τὸν στραβὸ τρόπο. Ὑπάρχουν δύο πρόσωπα στὴν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ ποὺ προσδιορίζουν τὸ ὑγιὲς καὶ τὸ λάθος. Θὰ μιλήσουμε γι’ αὐτὰ ἀμέσως παρακάτω.



Τώρα ἂς δοῦμε: μετάνοια τί εἶναι; Μετάνοια σημαίνει ὅτι κατάλαβα ὅτι ἔφυγα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τώρα εἶμαι στὸν θάνατο. Καὶ τί πρέπει νὰ κάνω; Νὰ ἐπιστρέψω «ὅθεν ἐξῆλθον» ποὺ λέει, νὰ ξαναγυρίσω ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἔφυγα. Τί εἶναι αὐτό; Νὰ γυρίσω ξανὰ στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας μου; Ὁ Χριστός. Θυμηθεῖτε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Εἶναι τὸ 15 κεφάλαιο τοῦ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου. Διαβάστε το πολλὲς φορές. Ἔχει κι ἄλλα δύο παραδείγματα ἐκεῖ. Τὴν παραβολὴ μὲ τὸ πρόβατο ποὺ χάθηκε στὰ βουνὰ καὶ τὴν παραβολὴ μὲ τὴ δραχμὴ ποὺ εἶχε μιὰ κυρία καὶ τὴν ἔχασε κλπ, καὶ τὸ τρίτο κομμάτι εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Ἡ παραβολὴ περιγράφει ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ σωστὸ τρόπο μετανοίας. Δηλαδὴ ἐπιστροφῆς στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Ἅμα κανεὶς δὲν τὸ κατανοήσει αὐτὸ ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ θὰ μείνει ἡ μετάνοια ἀκριβῶς ἕνα νοσηρὸ μετάνοιωμα καὶ δὲν θ’ ἀλλάξει τίποτα. Θὰ συχτιρίσουμε τὸν ἑαυτὸ μας πολλὲς φορὲς καὶ θὰ μείνουμε ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε. Ἐνῶ ἡ μετάνοια σημαίνει ἐπιστρέφω ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἔφυγα. Ἐπιστρέφω ξανὰ στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἀναγνωρίζω τὸν πατέρα μου ὡς ζωὴ καὶ ἐπιστρέφω σ’ Αὐτόν, γιατί μένοντας μακρυὰ του πεθαίνω. Καὶ εἶπα πιὸ πρὶν ὑπάρχουν δύο πρόσωπα στὴν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ ποὺ προσδιορίζουν τὴν κατάσταση.

Τὸν ἕνα πρόσωπο εἶναι ὁ Ἰούδας καὶ τὸ ἄλλο πρόσωπο εἶναι ὁ Πέτρος. Φαντάζεστε ὅτι ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀναίσθητος καὶ ἀσυνείδητος ὁ ὁποῖος ἐν ψυχρῷ πῆγε καὶ Τὸν πρόδωσε. Γιατί αὐτοκτόνησε; Ἀναίσθητοι ἄνθρωποι δὲν αὐτοκτονοῦν. Ἂν θέλετε εὐαίσθητοι αὐτοκτονοῦν. Ἀλλὰ ἡ εὐαισθησία δὲν σημαίνει ἀπαραιτήτως προσόν. Οὔτε εἶναι ποιότητα. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ἐγωισμὸς ἐκλεπτυσμένος. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος μπαίνοντας σ’ αὐτὴν τὴν λογική τοῦ μετανοιώματος συχτήρισε τὸν ἑαυτό του καὶ εἶπε: «Ἔλεος, ρέ, σύ. Τί ἔκανα; Γιὰ 30 δεκάρες πούλησα Αὐτὸν μὲ τὸν ὁποῖο ἔφαγα ψωμὶ κι ἁλάτι γιὰ τρία χρόνια. Γιατί; Μὲ ξεχώρισε ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Μοῦ συμπεριφέρθηκε σκάρτα; Καὶ γὼ πῆγα καὶ τὸν πούλησα γιὰ 30 δεκάρες;» Καὶ πνιγμένος μεσὰ στὶς ἐγωιστικές του τύψεις, στὶς ἐνοχὲς ποὺ γέννησε στὴν ψυχὴ του αὐτὴ ἡ πράξη, ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα ἀδιέξοδο καὶ τὸ ἀδιέξοδο τὸν ἔφερε στὴν τραγωδία τῆς αὐτοκτονίας.

Ὁ Πέτρος εἶχε κάνει ἴσως χειρότερα πράγματα ἀπὸ τὸν Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας εἶχε κι ἕνα πάθος ὁ ἔρημος καὶ προσπαθώντας νὰ τὸ ἱκανοποιήση βρέθηκε σ’ αὐτὴ τὴ τραγωδία. Ὁ Πέτρος ὁρκιζόταν μπροστὰ στὰ κοριτσόπουλα, γέρος ἄνθρωπος, 50 χρόνων, ὅτι, μὰ τὸν Θεό, δὲν τὸν ξέρω. Ἦταν ἀδιανόητο πράγμα γιὰ Ἑβραῖο νὰ ὁρκιστεῖ. Θυμηθεῖτε τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλεγε «οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ». Καὶ τώρα μπροστὰ σὲ ἕνα κοριτσόπουλο, μιὰ δούλη μικρή, ποὺ τοῦ λέει «Ἄ! καὶ σὺ ἀπ’ αὐτοὺς παρέα τους εἶσαι. Σὲ καταλαβαίνω καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία σου Γαλιλαῖος εἶσαι», αὐτὸς νὰ ὁρκίζεται, νὰ καταναθεματίζει καὶ νὰ ὀμνύει, ὅτι δὲν Τὸν ξέρω. Μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς κι ἐκεῖνος βρέθηκε στὴν ἴδια κατάσταση ἐνοχῶν. Ὅμως οἱ ἐνοχές του δὲν μπῆκαν στὸ ἀδιέξοδο τῶν τύψεων τῶν προσωπικῶν. Κατάλαβε ὅτι ἔκανα τὸ λάθος τῆς ζωῆς μου. Ὅμως ἂν μείνω ἐδῶ τὰ πράγματα θὰ πᾶνε πολὺ στραβὰ καὶ πρέπει νὰ ἐπιστρέψω στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Ὁ ἕνας εἶχε τύψεις καὶ μετανοιώματα, ὁ ἄλλος εἶχε μετάνοια σωστὴ καὶ ἐπιστροφή. Γιατί μετάνοια ἀκριβῶς αὐτὸ σημαίνει: τὴν ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἔφυγα.

Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλάβουμε, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ περπατήσουμε μέσα μας τὴν μετάνοια. Εἶναι μοιραῖο ὅτι στὴν ἀρχή, ὅταν κανεὶς κάνει ἕνα λάθος, θὰ γεννηθεῖ μέσα στὴν ψυχὴ του ἐνοχικὸ βίωμα, ἐνοχικὸ αἴσθημα. Θὰ καταλάβει ὅτι εἶναι ἔνοχος. Ὅταν αὐτὸ ὅμως δὲν καλλιεργηθεῖ οὕτως ὥστε ἀπὸ ἐνοχή, ἐγωιστικὴ ἂν θέλετε μερικὲς φορές, ἀπὸ ἕνα στεῖρο μετάνοιωμα ποὺ δὲν γεννάει τίποτα δὲν μεταφερθεῖ στὸ νὰ γίνει μιὰ μετάνοια, ποὺ σημαίνει νὰ καταλάβω ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔκανα ἦταν θάνατος καὶ λάθος καὶ κάτι ποὺ ἐμένα, ὄχι τὸν Θεό, ζημιώνει. Ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου δὲν ζημιώνεται κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνον ἐγώ, τότε κινδυνεύει γιὰ ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα.

Πάρα πολλὲς φορὲς ἐμεῖς μέσα στὸ μυαλὸ μας πιστεύουμε ὅτι ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ ἀφορᾶ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἁμαρτία πάλι ἀφορᾶ τὸν Θεό. Εἶναι λάθος αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καὶ ἡ ἀρρώστια εἶναι δική μας καὶ μπήκαμε ἐκεῖ γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε. Ὁ Γιατρὸς εἶναι ὑγιής, δὲν τοῦ κάναμε χάρη ποὺ μπήκαμε στὸ νοσοκομεῖο. Οἱ ἐντολὲς Του εἶναι τὰ φάρμακά μας. Οὔτε ὅταν πάρουμε τὰ φάρμακά μας τὸ κάνουμε γιὰ κεῖνον γιὰ νὰ εἶναι ἱκανοποιημένος. Ὁ Χριστὸς ἐρχόμενος στὸν κόσμο φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς πολλὲς φορὲς φανταζόμαστε ὅτι κάνουμε εἴτε τὴν νηστεία μας, εἴτε τὸν κόπο μας, εἴτε τὴν προσευχή μας ἢ ὀ,τιδήποτε ἄλλο γιὰ Κεῖνον. Καὶ μερικὲς φορὲς ὅτι μᾶς γυρεύει Ἐκεῖνος γιὰ δικό Του λογαριασμὸ καὶ ἀπαίτηση πράγματα. Ἐνῶ δὲν εἶναι ἔτσι. Αὐτὸ εἶναι θεμελιακὸ λάθος.Δὲν γυρεύει ὁ Γιατρὸς ἀπὸ μένα, ἀπό σᾶς, ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄρρωστο νὰ τηρήσει ἕνα τρόπο ἀγωγῆς θεραπευτικῆς ἐξαιτίας δικῆς του ἰδιοτροπίας, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεραπευτεῖ ὁ ἄρρωστος.

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ μὲς στὴν Ἐκκλησία. Ἅμα αὐτὰ δὲν ταξινομηθοῦν σωστὰ ὅπως εἶπα πιὸ πρὶν δὲν θὰ περάσουμε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ στὴν μετάνοια καὶ ἀπὸ τὴν μετάνοια στὸ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μας. Νὰ καταλάβουμε ὅτι αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς, ἡ ἁμαρτία, μᾶς ἀποκόπτει ἀπὸ τὸν Ζωή. Ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ δὲν εἶναι σκέψεις. Ἄλλοτε καλές, ἄλλοτε λιγότερο καλές, ἄλλοτε ἐνοχικές, ἄλλοτε μετανοιώματα, ἢ εἶναι συναισθήματα! Πάω σὲ μία Προηγιασμένη ποὺ εἶναι μισοσκότεινα, εἶναι πολὺ ὄμορφα, ξεκουράζεται κανείς. Πάω σὲ ἕνα ἑσπερινὸ εἶναι ἥσυχα καὶ κατανυκτικά, γαληνεύω. Μὲ αὐτὰ θὰ μποῦμε σὲ μία λογικὴ ἀνακουφιστική, ἂν τὰ δέχτουμε, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμη μερικὲς φορές, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπολύτως ὑγιής. Πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν νὰ ἐξομολογηθοῦν ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἐνοχῶν τους κι ὅταν ποῦνε αὐτὸ ποὺ ἔχουν λένε: ἄχ! Ἀνακουφίστηκα. Ἢ προτρέποντας κάποιον νὰ πάει νὰ ἐξομολογηθεῖ τοῦ λένε: Πήγαινε νὰ ἐξομολογηθεῖς, μετὰ θὰ αἰσθανθεῖς νὰ πετᾶς. Θὰ αἰσθάνεσαι πάρα πολὺ ἄνετα. Μπορεῖ κι αὐτὰ νὰ συμβαίνουν πολλὲς φορές, ἀλλὰ ξέρετε καὶ σὲ ψυχολόγο νὰ πηγαίνατε πάλι θὰ «πετάγατε» καὶ πάλι θὰ αἰσθανόσασταν ἀνακούφιση. Τὸ θέμα ὅμως τῆς μετανοίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς, δὲν εἶναι ἕνας ψυχολογισμὸς τὸ πῶς αἰσθάνθηκα. Γιατί ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ δὲν εἶναι συναισθήματα. Εἶναι ρεαλιστικὴ ζωή. Εἶναι καθημερινότητα. Εἶναι τρόπος ζωῆς. Ἅμα αὐτὸ δὲν τὸ συνειδητποιήσουμε δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ἀγαπήσουμε σωστά. Μετὰ θὰ ψάχνουμε πῶς θὰ ἀνακουφιστοῦμε, ἀλλὰ ἡ ἀνακούφιση δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε ἀλλαγή. Μετάνοια σημαίνει ἄλλαξα τὴν ζυγαριὰ ποὺ ζυγιάζω τὰ πράγματα. Αὐτὸ ποὺ θεωροῦσα κέρδος, κατάλαβα ὅτι ἦταν ζημιὰ καὶ τὸ πετάω.

Μπορεῖ κανεὶς καμμιὰ φορὰ ἀδελφοί μου νὰ ἐξομολογηθεῖ ἀκόμη ἀπὸ ἐγωισμό, γιὰ νὰ τακτοποιήση τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Θεό, ὄχι γιὰ νὰ ἀλλάξει. Πάρα πολλὲς φορὲς οἱ παπάδες ἀκοῦν τὴν προτροπή: διάβασέ μου παπούλη μιὰ εὐχή. Νὰ τὴν κάνεις τί; Τί θὰ πεῖ διάβασέ μου μιὰ εὐχή; Ὑπὲρ τίνος; Ἔχουμε ἀκριβῶς μιὰ μπερδεμένη σχέση καὶ μιὰ εὐχὴ θὰ τὴν τακτοποιήση καὶ θὰ κοιμόμαστε πιὸ ἥσυχα; Δὲν εἶναι αὐτὸ μετάνοια. Δὲν εἶναι ὁ λόγος νὰ γίνει κάποιος χριστιανός, ἢ νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία, τὸ νὰ αἰσθανθεῖ καλύτερα. Εἶναι νὰ συνειδητοποιήση τί εἶναι ζωὴ καὶ τί εἶναι θάνατος καὶ νὰ μάθει σιγὰ σιγὰ νὰ προτιμάει τὴν ζωή.

Ποῦ εἶναι τὰ δύσκολα; Ὅτι μάθαμε ἀνάποδα. Καὶ φανταζόμαστε τὸν θάνατο ζωή. Καὶ τὴν ἁμαρτία κέρδος. Καὶ μέχρι νὰ μάθουμε τὸ σωστὸ εἶναι δύσκολα. Καὶ μέχρι νὰ τὸ περπατήσουμε, ἀκόμη πιὸ δύσκολα. Καὶ μέχρι νὰ τὸ σταθεροποιήσουμε ἀκόμη περισσότερο. Γι’ αὐτὸ ἐξομολογούμαστε πολλὲς φορές. Γιατί πολλὲς φορὲς κάνουμε τὰ ἴδια λάθη. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἅγιος ἐκεῖ στὸ Γεροντικό: Πάτερ κάνω τὰ ἴδια πράγματα, τὰ εἶπα μιὰ φορὰ, τὰ ξαναέκανα. Τὰ ξαναεῖπα, τὰ ξαναέκανα. Πόσες φορὲς θὰ γίνει αὐτό; Τοῦ ἁπαντᾶ ὁ ἅγιος: μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ Θεὸς ὄρθιο. Ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ἀπὸ ἐγωισμό, ὁ ἐγωισμὸς χώνεται παντοῦ, λέμε: πάλι τὰ ἴδια θὰ πάω νὰ πῶ; Ἀμάν. Θὰ μ’ ἔχει βαρεθεῖ κι ὁ παπάς. Ἐνῶ τὸ πρόβλημα ἀκριβῶς δὲν εἶναι ἂν σὲ βαρέθηκε ἢ δὲν σὲ βαρέθηκε ὁ παπάς. Τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ ἀκούει νέα καὶ ἐντυπωσιακὰ πράγματα ὁ παπάς. Τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ βοηθήσει κάποιον νὰ μάθει νὰ περπατάει. Ἄλλωστε αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος νὰ ἔχω πνευματικό.

Τί σημαίνει ὅτι ἔχω πνευματικό; Εἴδατε τί γίνεται στὰ γήπεδα. Ὅλοι οἱ ἀθλητὲς ἔχουν ἕνα προπονητή. Ὁ προπονητὴς τοὺς βοηθάει νὰ μάθουν σωστὰ τὸ ἄθλημα μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολοῦνται. Καὶ ὁ πνευματικὸς κάθε χριστιανοῦ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ λόγο ἔχει. Κανέναν ἄλλο. Νὰ τὸν βοηθήσει νὰ μάθει σωστὰ τὸν τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι νὰ ἔχουμε καλὸ πρόσωπο στὸν πνευματικὸ ἢ μὴ μᾶς κακοχαρακτηρίσει. Δὲν εἶναι ἐκεῖ τὸ ζητούμενο. Ἡ σχέση δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική. Δὲν κάναμε ἕναν πνευματικὸ γιὰ νὰ μᾶς λέει μπράβο, τί καλὰ ποὺ τὰ κάνες, τί καλὰ ποὺ τὰ ’πες, εἶσαι μιὰ χαρά! Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐμεῖς νὰ πνιγόμαστε στὴν ντροπή: πῶς τώρα θὰ πάω νὰ τοῦ πῶ ξανά, ξέρεις ἔκανα αὐτὸ κι αὐτό.

Ἄλλωστε ὅσο πιὸ εἰλικρινὴς εἶναι κανεὶς τόσο πιὸ γρήγορα περπατάει. Γιατί; Τί ἐμποδίζει τὸ περπάτημα; Τὸ βάρος. Εἴτε χοντρὸς εἶναι κανεὶς σὰν ἐμένα, εἴτε βάρος κουβαλάει στὴν πλάτη, αὐτὸ ἐμποδίζει τὸ περπάτημα. Ὅσο κανεὶς ἐξομολογεῖται εἰλικρινῶς τόσο λιγότερο βάρος κουβαλάει στὴν πλάτη, ἄρα τόσο πιὸ γρήγορα περπατάει. Τὰ πράγματα ἁρμοδένονται σὲ μία λογικὴ συνέχεια. Ὅταν τὰ κατανοήσουμε στὴν σωστή τους βάση, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ θὰ τὰ περπατᾶμε μιὰ χαρά. Ἀκόμα καὶ τὸ λάθος μας θὰ γίνεται ἀφορμὴ γιὰ νὰ τοποθετηθοῦμε σωστότερα. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἐκείνη ἡ κουβέντα ποὺ λέει ἕνας παλαιὸς ἅγιος «μακάρια ἁμαρτία», γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Γιατί ἔγινε ἀφορμή, λέει ἐκεῖνος βέβαια, γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Ἀλλὰ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὸ μερικὲς φορὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνει ἕνα λάθος ἢ μία ἁμαρτία καὶ αὐτὸ νὰ τὸν μεγαλώσει. Ἂν τὸ δεῖ σωστὰ μπορεῖ νὰ τὸν μεγαλώσει. Ἂν τὸ δεῖ λάθος μπορεῖ νὰ κολλήσει. Καὶ κεῖ εἶναι τὸ πρόβλημα γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν πρέπει κανεὶς νὰ χρονίζει σὲ κατάσταση ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἕως τὸ σήμερον καλεῖται• μετανοήσατε ἵνα μὴ σκληρήνῃ ὑμᾶς ἡ ἁμαρτία». Ἐνῶ ἔχετε ἀκόμα στὰ χέρια σας τὴν σημερινὴ ἡμέρα ζωῆς, ἀλλάξτε τρόπο ζωῆς, λέει, γιὰ νὰ μὴ σᾶς σκληρήνει ἡ ἁμαρτία καὶ μετὰ εἶναι δύσκολες οἱ κινήσεις ἐλευθερίας.

Ὑπάρχει ἕνας ἅγιος, ποὺ εἶναι καὶ δικός μας ἅγιος, ἔζησε στὴν Γαλλία, ὁ ἅγιος Μαρτῖνος. Γιὰ μᾶς εἶναι λιγάκι ἄγνωστος, ἀλλὰ δὲν ἔχει σημασία. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἦταν στρατιωτικὸς πρῶτα. Εἶχε γίνει ἕνα θαῦμα στὴ ζωή του μὲ τὸν Χριστό. Τύλιξε ἕναν γυμνὸ νεκρὸ μὲ τὴν κάπα του καὶ ὁ Χριστὸς μετὰ τοῦ παρουσιάστηκε φορώντας τὴν κάπα ποὺ εἶχε δώσει στὸν γυμνὸ ἐκεῖνος. Αὐτός, λοιπόν, ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος στὴν Τουρώνη ὅπως λεγόταν τότε, τὴν σημερινὴ Τοὺρ τῆς Γαλλίας. Αὐτός, λοιπόν, στὰ γεράματά του, ὄντας Δεσπότης τῆς περιοχῆς, εἶχε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε θαύματα. Ὅπως ξέρετε, ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μαζεύονται ζητιάνοι. Ὅταν, λοιπόν, μετὰ τὴν Λειτουργία ἔβγαινε ὁ Δεσπότης ἀπὸ τὸν ναό, παρουσιαζόταν τὸ ἑξῆς ἀπίθανο θέαμα: ἕνας κουτσός, μόλις συνειδητοποιοῦσε ὅτι βγαίνει ὁ Δεσπότης, ἔφευγε τρέχοντας. Οἱ ἄνθρωποι λέγανε: Μὰ τί στὸ καλὸ κάνει αὐτός; Μόλις ὁ Δεσπότης πάει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὁ κουτσὸς φεύγει τρέχοντας. Κάποια, λοιπόν, μέρα οἱ παπάδες τὸν πιάσανε καὶ τοῦ λένε: Καλὰ γιατί ὅταν βγαίνει ὁ Δεσπότης φεύγεις τρέχοντας. Καὶ ἀπαντάει αὐτός: Τί λέτε; Νὰ βγεῖ ὁ Δεσπότης νὰ μὲ δεῖ καὶ νὰ μὲ κάνει καλά; Μετὰ πῶς θὰ ζητιανεύω;

Τραγωδία! Ἔτσι εἴμαστε καὶ μεῖς. Μὴ τὰ ψάχνετε. Καὶ μεῖς φοβόμαστε νὰ μὴ μᾶς κάνει καλὰ ὁ Χριστὸς καὶ μετὰ θὰ μᾶς λείψει ἡ «πνευματικὴ ζητιανιὰ» στὴν ἁμαρτία. Συνηθήσαμε στὴν κατάστασή μας καὶ δὲ θέλουμε οὔτε ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς τὴν ἀλλάξει. Βέβαια δὲν εἴμαστε κουτσοὶ σὰν τὸν ζητιάνο τοῦ ἁγίου Μαρτίνου, ἀλλὰ ἔχουμε ἄλλα προβλήματα, τὰ ὁποῖα τὰ κουβαλᾶμε στὸν ἐσωτερικό μας χῶρο καὶ εἶναι ἀκόμα χειρότερα. Γιατί εἶναι πιὸ δύσκολα. Τὸ νὰ ἔχουμε μιὰ ἐξωτερικὴ ἀναπηρία εἶναι καὶ ἔλεος καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Τὰ ἐσωτερικὰ εἶναι τὰ πιὸ δύσκολα.

Στὸν προφήτη Ἰεζεκιὴλ ὑπάρχει τὸ ἑξῆς τὸ ὁποῖο φανερώνει τὴν κατάστασή μας. Μία ἡμέρα ὁ Θεὸς εἶπε στὸν προφήτη Ἰεζεκιήλ: πήγαινε νὰ πετάξεις τὰ εἴδωλα ἀπὸ τὸν ναό. Λέει: Κύριε, δὲν ὑπάρχουν εἴδωλα στὸν ναό. Τοῦ λέει: Δὲν ὑπάρχουν εἴδωλα στὸν ναό; Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ πάω στὸν ναό. Τὸν πηγαίνει, μπαίνουν μέσα στὸν ναὸ καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ τοῦ λέει: Κύριε δὲν ὑπάρχουν εἴδωλα πουθενά. Τοῦ λέει: Κοίταξε κατὰ τὸν Βορρᾶ. Κοίταξε ὁ Προφήτης. Τοῦ λέει: βλέπεις αὐτὴ τὴν τρύπα ἐκεῖ ποὺ ἔχει ὁ τοῖχος. Ναί. Ὄρυξον αὐτή. Δηλαδὴ ἄνοιξέ την. Τὴν ἄνοιξε καὶ ὁ προφήτης ἔμεινε ἔκπληκτος γιατί ἀπὸ μέσα ὑπῆρχε ἕνας χῶρος στὸν ὁποῖο ὑπῆρχαν «μάταια καὶ βδελύγματα» ὅπως λέει τὸ κείμενο. Δηλαδὴ ὑπῆρχαν εἰδώλια ψευδῶν θεῶν βδελυκτὰ στὸ Θεό. Ἦταν εἴδωλα ποὺ κάποιοι παλιότεροι τὰ εἶχαν ἀκόμη καὶ μέσα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ κρύψει.

Ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι καθένας ἀπό μᾶς. Βαπτιζόμενος γίνεται ναὸς τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποιος μὲ τὴν ἁμαρτία φθείρει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ θὰ ’χει προβλήματα μετὰ στὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό. Ἔ! Λοιπὸν καὶ κεῖ μέσα στὸν ναὸ μερικὲς φορὲς ὑπάρχουν μάταια καὶ βδελύγματα. Καὶ μέσα στὴν δική μας καρδιὰ χρειάζεται νὰ σκύψουμε καὶ νὰ δοῦμε τί κουβαλᾶμε καὶ νὰ πᾶμε παραμέσα. Νὰ δοῦμε: εἶναι καθαρὰ τὰ πράγματα ἢ ἔχουμε μάταια καὶ βδελύγματα; Καὶ ἂν ἔχουμε εἰλικρίνεια θὰ καταλάβουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ψαλμὸς 103 ποὺ διαβάζουμε σὲ κάθε ἑσπερινό: Θὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ καρδιὰ μας εἶναι θάλασσα μεγάλη καὶ εὐρύχωρος ἐκεῖ ἑρπετὰ ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Καὶ τὰ ἑρπετὰ φυσικὰ δὲν εἶναι τὰ διακοσμητικὰ κατοικίδια! Οἱ ἄνθρωποι τώρα ἔχουν διαστραφεῖ καὶ μαζεύουν τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ χαϊδεύουν. Μαζεύουν κροκοδειλάκια, ποντικάκια… Ὅ,τι θέλουν. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι παλαιότερα, ὄντας ὑγιῶς τὰ θεωροῦσαν ἀπαράδεκτα. Θάλασσα λοιπὸν εἶναι ἡ καρδιὰ μας μερικὲς φορὲς γεμάτη ἑρπετά.

Πῆγαν στὸν ἅγιο Ποιμένα, κάποιοι χριστιανοί. Τὸν ρωτήσανε τί χρειάζεται κανεὶς γιὰ νὰ γίνει χριστιανός. Τί ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει χριστιανός; Καὶ κεῖνος εἶπε: Οὐ δεόμεθά τινος, εἰ μὴ νηφούσης διανοίας. Δηλαδή. Δὲν χρειαζόμαστε τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα μυαλὸ τὸ ὁποῖο ἀντιλαμβάνεται τί συμβαίνει γύρω του. Νήφει. Εἶναι νηφάλιο, δηλαδή, νὰ μπορεῖ νὰ καταλαβαίνει τί συμβαίνει γύρω του. Αὐτὸ χρειάζεται, λέει, κανεὶς γιὰ νὰ σωθεῖ.

Ἐμεῖς πιστεύουμε πολλὲς φορὲς ὅτι ἡ μετάνοια σημαίνει θὰ τὰ πῶ καὶ θὰ τελειώσουν. Ὄχι. Θὰ τὰ πῶ καὶ θὰ τὰ παραγράψει ὁ Χριστός, ἀλλὰ δὲν θὰ τελειώσουν. Οἱ συνεπαγωγὲς μιᾶς ἁμαρτίας θὰ ὑπάρχουν καὶ θὰ εἶναι ἀπαραίτητος ἀγώνας γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε. Συγχώρηση σημαίνει παραγραφὴ τοῦ χρέους ἀλλὰ δὲν σημαίνει γίνομαι πλούσιος!

Δηλαδή, ἔπεσα καὶ ἔσπασα τὸ πόδι μου. Ἂν αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία, τὸ λέω μεταφορικά, καὶ πάω στὸν Χριστὸ καὶ τοῦ λέω ἔσπασα τὸ πόδι μου. Μοῦ λέει ἐντάξει. Ἐγὼ τὸ παραγράφω, τὸ παραβλέπω. Ἀλλὰ πρέπει ἐσὺ νὰ μάθεις νὰ κάνεις ὑπομονὴ καὶ νὰ προσέχεις τὸ τσάκισμα μέχρι νὰ κλείσει. Γιατί ἂν κάνεις ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μου παραγραφῆς τὸν «νταή», ὅτι τώρα περπατᾶς, θὰ πέσεις καὶ θὰ σπάσεις καὶ τὸ ἄλλο τὸ πόδι.

Πάρα πολλὲς φορὲς ἡ μετάνοιά μας εἶναι στρεβλὴ καὶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Φανταζόμαστε ὅτι ἡ παραγραφὴ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὸν Χριστὸ σημαίνει ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑλοποιήσουμε δυναμικὰ τὴν ἀπόφαση τῆς ἀλλαγῆς. Ἄλλωστε αὐτὸ εἴπαμε καὶ πιὸ πρὶν σημαίνει μετάνοια. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ αἰγυπτία προβάλλεται στὰ μάτια τῶν χριστιανῶν, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γι’ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ λόγο. Γιὰ τὸν δυναμισμὸ μιᾶς μετάνοιας, ἡ ὁποία σημαίνει ὑπομονή, ἐπιμονὴ καὶ ἀγάπη τοῦ κόπου. Ὅλα αὐτὰ πάντα ἦταν δύσκολα, νὰ εἴμαστε ρεαλιστές, στὴ σημερινὴ ἐποχὴ εἶναι καὶ ἀπεχθῆ. Κανεὶς δὲν ἀκούει εὔκολα τὴν λέξη ὑπομονή. Τὴν λέξη ἐπιμονὴ ἀπὸ ἐγωισμὸ καμιὰ φορὰ τὴν ἀκούει. Ἀλλὰ ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἀκόμη πιὸ δύσκολα φεύγει ἀπὸ μία ψυχολογικὴ διάθεση νὰ μπεῖ, στὸ ὅτι πρέπει ἡ ζωή του νὰ προσαρμοστεῖ πλήρως, καὶ νὰ εὐθυγραμμιστεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ζωὴ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ θάνατος εἶναι ἡ ἁμαρτία.
πηγή

Τετάρτη, Μαρτίου 06, 2013

Ἡ Εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος



«Χαίρετε! Εἶμαι ὁ Τζίμυ Μπράουν καὶ σᾶς κάλεσα ἀπόψε ἐδῶ. Δὲ μὲ ξέρετε οὔτε σᾶς ξέρω. Κι ὅμως ὅλοι δεχτήκατε αὐτὴ τὴν πρόσκληση καὶ οὔτε ἕνας σας δὲν ἀναρωτήθηκε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ μᾶς καλεῖ. Ἀλλὰ ὅλοι σας παραβλέψατε αὐτὴ τὴ λεπτομέρεια προκειμένου νὰ μὴ λείψετε ἀπὸ μία ἀκόμη ἐκδήλωση. Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ γι' αὐτὸ σᾶς κάλεσα. Μπορεῖτε νὰ συνεχίσετε. Καλή σας νύχτα!»

Εἶναι μία πρόσκληση-φάρσα, ποὺ κάνει ἕνας ἄνθρωπος στὴν Ἀστόρια τῆς Ἀμερικῆς, ὁ Τζίμυ Μπράουν, ἡ ὁποία λέει ἀκριβῶς ὅτι ἐπειδὴ ἀντιλαμβάνεται ὅτι κάποιους θὰ τοὺς ἐνδιέφερε μία ἐκδήλωση, τοὺς στέλνει μία πρόσκληση. Αὐτοὶ μαζεύονται χωρὶς νὰ ξέρουν ποιὸς εἶναι ὁ προσκαλῶν καὶ γιατί.

Ἀτυχῶς, ἐκκλησιαστικὰ βρισκόμαστε σὲ μία ἀναλογία δεδομένων! Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς στέλνουμε πρόσκληση στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴ Λειτουργία, ποὺ οὔτε τοὺς ξέρουμε οὔτε μᾶς ξέρουν. Ἢ ἂν θέλετε, (σὲ ἕνα ἄλλο μεγαλύτερο καὶ οὐσιαστικότερο ἐπίπεδο), μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς μία πρόσκληση, Ἐκεῖνος ξέροντάς μας καὶ ἐμεῖς ἀγνοώντας Τον.
 
* * *

Πάρα πολλὲς φορὲς μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἂν ἕνας ἄνθρωπος ρωτήσει γιατί θὰ πρέπει νὰ πάει τὴν Κυριακὴ στὴν Εὐχαριστία, τοῦ ἀπαντᾶμε: «Αὐτὸ εἶναι τὸ καθῆκον κάθε Χριστιανοῦ». Καὶ φυσικά, ἐπειδὴ πλέον οἱ ἄνθρωποι δὲ θέλουν νὰ ἔχουν καὶ δὲ δέχονται νὰ ὑλοποιοῦν καθήκοντα στὴ ζωή τους, ἔχουν διαγράψει ἀπὸ τὴν προοπτική τους τὸ θέμα. Ἴσως ἀντιδρώντας καὶ ὑγιῶς! Ἐπειδὴ ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα καθῆκον! Ἂν δὲν εἶναι κάτι περισσότερο, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ὑπάρχει. Ἂν δὲν ἔχει κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὴν ζωή μου, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ συμμετάσχω.

Γράφει σὲ κάποιο φίλο του χριστιανὸ ἕνας ἀναρχικός: «δὲν καταλαβαίνω γιὰ ποιὸ λόγο πᾶνε οἱ Χριστιανοὶ κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία». Τοῦ ἁπαντᾶ ἐκεῖνος: «Προφανῶς, κάποια βιβλία πού σοῦ ἀρέσανε τὰ ξαναδιαβάζεις. Ἔ, λοιπόν, ἔτσι καὶ οἱ Χριστιανοί, ξαναδιαβάζουμε τὴ Λειτουργία, ὅπως ἕνα συγκλονιστικὸ βιβλίο! Κάποιοι ἀποφασίσαμε κάθε Κυριακὴ νὰ τὴν ξαναδιαβάζουμε μαζί». Ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοση, ἀπ' τὸν Ἰουστίνο ποὺ εἶναι στὸν πρῶτο αἰώνα, εἶναι σαφὲς ὅτι οἱ Χριστιανοὶ κάθε Κυριακὴ «ξαναδιαβάζουν τὴ Λειτουργία». Ὅλοι μαζί.

Στὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν, κεφάλαιο τρίτο, περιγράφεται ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Προφήτη Ἠλία, στὸ ὁποῖο ὁ προφήτης κάποια στιγμὴ καταδιωκόμενος ἀπὸ τὴν Ἰεζάβελ (τὴν βασίλισσα τοῦ τόπου) καταφεύγει στὸ Χωρήβ, δηλ. στὸ ὄρος Σινά. Κάποια στιγμὴ κουράζεται καὶ ἀπὸ τὴν κούραση τὸν παίρνει ὁ ὕπνος. Λίγο πολὺ τὸ θυμάστε τὸ περιστατικό. Τὸν ξυπνάει κάποιος καὶ τοῦ λέει: «Ἀνάστηθι καὶ φάγε». Καὶ σηκώνεται καὶ τρώει. Καὶ λέει τὸ κείμενο ἐκεῖ, Γ΄ Βασιλειῶν 19 κεφάλαιο 8ος στίχος: «Καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ ἰσχύι τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας». Τί ἀναλογία μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ δύο θέματα; Ἄμεση καὶ ἀπόλυτη. Καὶ ἐμᾶς μᾶς καταδιώκει κάποιος νὰ λάβει τὴν ψυχή μας. Ὁ «κύριος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ τόπου» ἂν δὲ συνειδητοποιήσουμε ποῦ θὰ μπορέσουμε νὰ σώσουμε τὴν ψυχή μας, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἔχουμε ἤδη μπερδευτεῖ.

Νὰ κάνω μία παρένθεση. Ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος, Ἕλληνας στὴν καταγωγή, ὁ ὁποῖος ἔχει περάσει στὴ διεθνῆ βιβλιογραφία μὲ τὸ ὄνομα Γκουρτζίεφ. Καὶ ὑπάρχει καὶ ἕνα ἵδρυμα καὶ στὴν Ἀθήνα μὲ τὸ ὄνομά του, τὸ ἵδρυμα Γκουρτζίεφ, ὁ ὁποῖος ἦταν πνευματιστής, ἦταν ἀποκρυφιστής. Ἔχει μία μέθοδο, τὴ μέθοδο Γκουρτζίεφ. Αὐτὸς σὲ κάποιο βιβλίο του περιγράφει τὸ ἑξῆς:

«Μία μέρα περπάταγα στὴ Μόσχα καὶ χιόνιζε. Καὶ ὅπως ἔκανε κρύο, προσπαθοῦσα νὰ συντομεύσω τὴ διαδρομή. Στὸ δρόμο, ὅμως, συνάντησα τὸ διάβολο. Ὁ ὁποῖος ἦταν κοκαλιάρης, ρακένδυτος καὶ ἔτρεμε. Καὶ τότε τοῦ εἶπα:

- Καλὰ σὲ αὐτὰ τὰ χάλια κατάντησες;

Κι ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε:

- Ἐδῶ καὶ 500 χρόνια, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουνε ψυχή. Καὶ μὴ ἔχοντας τί νὰ πάρω, ἔχω καταντήσει κοκαλιάρης.

Εἶναι ἀλληγορία ἡ εἰκόνα, ἀλλὰ εἶναι τρομερή. Ὁ Γκουρτζίεφ εἶναι σχεδὸν στὸν 20° αἰώνα. Θέτει ἕνα χρονικὸ ὅριο μὲ τὰ λόγια του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ ξεκινάει ὁ Διαφωτισμὸς καὶ ἡ Ἀναγέννηση καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ρεύματα, τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν νὰ πείσουν τὸν ἄνθρωπο ὅτι «κανεὶς δὲν καταδιώκει νὰ λάβει τὴν ψυχή του», ὅπως λέει στὸν Προφήτη Ἠλία. Δὲ χρειάζεται καμία βρώση, ἡ ὁποία θὰ τὸν ἐνισχύσει σὲ αὐτὴ τὴν πορεία πρὸς ἕνα ὄρος στὸ ὁποῖο θὰ μπορέσει νὰ σωθεῖ.

Ὁ Προφήτης Ἠλίας πάει στὸ Χωρήβ, στὸ Σινά. Ἔχει προηγηθεῖ στὸ Σινὰ ὁ Μωϋσῆς. Τὸ Χωρὴβ εἶναι τὸ ὄρος τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ τὰ δεδομένα τὰ ἐκκλησιαστικὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστος Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐνεργεῖται πρὸ αἰώνων. Ἐνεργεῖτο καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γι' αὐτὸ ἔχουμε Ἁγίους ἀπ' τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐνεργεῖται καὶ στὴ Νέα Διαθήκη. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ ὁποίου ἡ σκιὰ φωτίζει τὴν Παλαιὰ καὶ οἱ ἐνέργειες φωτίζουν τὴ Νέα. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε: Τὸν ρωτάει ὁ Μωϋσῆς: πές μου ποιὸς εἶσαι, τί θὰ πῶ κατεβαίνοντας ἂν μὲ ρωτήσουν; Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ λέει: Πὲς τους εἶμαι ὁ Ὤν. Καὶ γράφει ὁ Ἰωάννης στὴν Πάτμο ὅτι ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε ὅτι Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Ὤν. Αὐτὸς ποὺ μιλάει στὸ Χωρὴβ καὶ αὐτὸς ποὺ μιλάει στὴν Πάτμο. Εἶναι ὁ ἴδιος.

Τὸ ὄρος λοιπόν, τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία. Καταφεύγοντας ἐκεῖ θὰ σώσουμε τὴν ψυχή μας, γιατί κάποιος στὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς καταδιώκει νὰ τὴ λάβει. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ γελοιοποιήσαμε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀντίληψη τοῦ περιεχομένου τῆς λέξεως ψυχή. Εἴτε ἀγωνιώντας ἂν τὴν ἀποδέχεται ὡς ὑπαρκτὴ ἡ ψυχιατρική, εἴτε ἰδεολογικοποιώντας την, ὄντας ἐμεῖς πλατωνιστές. Οὐσιαστικὰ ἔχοντας ἁγνοήσει τὸ σῶμα μὴ πιστεύοντας καλὰ καλὰ στὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων γιατί πιστεύουμε ὅτι ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ ψυχή μας καὶ εἶναι…ἀθάνατη, τότε ὅλα καλὰ εἶναι! Χωρὶς νὰ καταλαβαίνουμε ὅτι χωρὶς σῶμα μία ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ καὶ χωρὶς ψυχὴ ἕνα σῶμα εἶναι ἀνενεργὸ καὶ νεκρό.

Ἡ Εὐχαριστία, λοιπόν, εἶναι τὸ ὄρος τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ποὺ καταφεύγει ὁ κάθε Ἠλίας ἀπό μᾶς, προκειμένου νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν «Ἰεζάβελ» ποὺ τὸν καταδιώκει. Καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἶναι μία καθολικὴ ὅραση. Δηλαδή, ἕνας τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ μαθαίνουν νὰ βλέπουν τὰ πάντα. Ὅ,τι συμβαίνει γύρω τους. Συνδέεται μὲ ὅλα, ὅπως συνδέεται ἡ καρδιὰ μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Καὶ βέβαια στὸ Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία.

Τί σημαίνει ὅμως Ἐκκλησία; Ἂν εἶναι ἕνα ἀκόμα ἰδεολόγημα, δὲν τὸ χρειάζεται ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος. Ἂν δὲ σαρκώνεται κάπου, ἂν δὲν περπατάει στὸ τώρα, τί νὰ τὸ κάνει ὁ ταλαίπωρος σημερινὸς ἄνθρωπος; Ὡς ἱστορικὴ ἀνάμνηση, δὲν τὸ θέλει. Ἡ παράδοση δὲν τὸν ἀπασχολεῖ. Τὸ παρελθὸν του εἶναι ἂν ὄχι ἀδιάφορο, πάντως ἄγνωστο. Ἂν δὲν καταλάβει τὸ 6ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην, ὅπου ὁ Χριστὸς περιγράφει ὅλη τὴ διδασκαλία γιὰ τὴν Εὐχαριστία, ἀπὸ ποῦ καὶ ὥς ποῦ ἐμεῖς, θὰ τοῦ ποῦμε, ἔλα νὰ λειτουργηθεῖς τὴν Κυριακή;. Ὅταν ὁ Φίλιππος λέει στὸ Ναθαναὴλ «ἔρχου καὶ ἴδε» τὸν καλεῖ νὰ δεῖ κάτι, νὰ τὸ ψηλαφήσει.

Ἐμεῖς, ποῦ τὸν καλοῦμε; Ποῦ νὰ 'ρθει; Σὲ ἕνα χῶρο ποῦ κανεὶς δὲν ξέρει κανέναν; Σὲ ἕνα “γήπεδο” στὸ ὁποῖο οὐσιαστικά μᾶς ἔφερε τὸ κοινὸ θέαμα, ὅπως συνδέει τοὺς θεατὲς τοῦ ποδοσφαίρου ὁ ποδοσφαιρικὸς ἀγώνας; Σὲ ἕνα χῶρο στὸν ὁποῖο ὁ νεαρὸς ποὺ πάει φοιτητὴς σὲ ἄλλη πόλη καὶ πάει στὴ Λειτουργία, χρειάζεται μετὰ τὴ Λειτουργία νὰ βγεῖ ἀπέναντι στὸ περίπτερο νὰ πάρει τσιγάρα γιὰ νὰ τοῦ πεῖ κάποιος καλημέρα!!! Στὴν ἐκκλησία δὲν τοῦ εἶπε. Εἶναι ὀδύνη αὐτό. Ὁ ναὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς μικρότερους τῆς Θεσσαλονίκης. Χωράει 50 ἀνθρώπους. Κανένας δὲ ρώτησε: καλὰ ποῦ βρέθηκες ἐσὺ ἐδῶ; Τί εἶσαι, ποιὸς εἶσαι; Κάτσε νὰ ποῦμε μία καλημέρα. Κάτσε νὰ σὲ κεράσουμε κάτι. Καὶ ἐδῶ εἶναι μὲ συγχωρεῖτε νὰ τὸ πῶ, τὸ «γινάτι» ποὺ λέμε. Τόσο συχνὰ βλέπουμε ἕνα νεαρὸ στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ μᾶς ἀφήνει ἀδιάφορους ἡ παρουσία του;
 
* * *

Ὅταν ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἀφήνει τὸ κρεβάτι του, ξεκινάει μία πορεία, νὰ σαρκωθεῖ ἡ Ἐκκλησία κάπου. Ὅταν ἀφήνει τὴ βολή του, τὴν ἄνεσή του, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ξεκινάει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ Λατρεία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τὸ ζεῖν κατὰ Χριστόν. Καὶ ὁ Φλωρόφσκυ φτάνει νὰ λέει τὴν τρομερὴ κουβέντα: ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει μεμονωμένα ἄτομα. Ἀκούει μονάχα τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἐπεξηγεῖ. Ἂν δὲν τὸ καταλάβουμε αὐτό, λέει, δὲ θὰ συνειδητοποιήσουμε ποτὲ τί σημαίνει μνημόσυνο! Πῶς «σαρκώνεται» μὲ τὸν οὐσιαστικότερο τρόπο, ἡ Ἐκκλησία στὴν προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ποὺ ἔχουν φύγει ἤδη. Προσευχὴ ἀτομικὴ κάνουν ὅλοι, καὶ οἱ εἰδωλολάτρες κι ὅλα τὰ θρησκεύματα. Γι' αὐτὸ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι μαζευόμαστε οἱ πάντες. Ζῶντες καὶ νεκροὶ ἐκεῖ σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις. Οἱ βιολογικὰ ζωντανοὶ καὶ οἱ βιολογικὰ πεθαμένοι.



 



Οἱ Χριστιανοὶ μαζευόντουσαν σὲ ἕνα ναό. Εἶχαν ζωγραφίσει στοὺς τοίχους τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπ' ἔξω ἀπ' τοὺς τοίχους τοῦ ναοῦ εἶχαν θάψει τοὺς συγγενεῖς τους. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν μία. Ἐμεῖς τώρα, δεχτήκαμε νὰ πᾶνε τὰ νεκροταφεῖα σὰν σκουπιδότοποι ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις. Δεχτήκαμε νὰ σπάσει ὁ κύκλος ὁ ὁποῖος ὑλοποιοῦσε τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στὴν πράξη καὶ ὁρατὰ καὶ νὰ χαιρόμαστε γιατί γίναν εὐπρεπῆ τὰ περίβολα τῶν ναῶν.

Καὶ φεύγει ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ἀπ' τὸ κρεβάτι του καὶ ἔρχεται στὴν Ἐκκλησία καὶ τί κάνει ἐκεῖ; Γίνεται ἀτυχῶς μία σύναξη θεατῶν! Κάθονται οἱ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα τώρα ποὺ γίναμε καὶ ἐμεῖς μοντέρνοι καὶ βάλαμε καθίσματα, κάθονται καὶ σηκώνονται -ἄλλη ἱστορία αὐτὴ- σὰν τὶς αἴθουσες τῶν ὀργανώσεων. Μαζεύονται θεατές. Μονάχα θεατές; Μουγκοὶ θεατές. Στὸ γήπεδο κάποιος φωνάζει καὶ λιγάκι, πετάει καὶ τίποτα καὶ ἐκτονώνεται. Ἐδῶ εἶναι μουγκὸς θεατής. Μονάχα μουγκὸς θεατής; Καὶ ἀλλόγλωσσος.

Ἕνα σημερινὸ νεαρὸ 18 χρονῶν, ἂν τοῦ κλείσουμε τὰ αὐτιὰ καὶ τὰ μάτια καὶ τὸν βάλουμε μέσα σὲ ἕνα ναό, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται ποῦ εἶναι, τί θὰ καταλάβει; Τίποτα ἀπολύτως. Νὰ ὑπονοιαστεῖ τὸ μυστήριο; Ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ ποῦ νὰ τὸ ὑπονοιαστεῖ; Χρειάζεται μία πρόσβαση στὸ μυαλὸ του τὸ μυστήριο. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «πῶς δὲ πιστεύσωσι χωρὶς κηρύσσοντος;» Ναί, ἀλλὰ τὸ κήρυγμα δὲ γίνεται σὲ γλώσσα ἄδηλη! Γιατί ὁ ἴδιος λέει ὅτι «ἂν σάλπιγξ ἄδηλον φωνὴ δῷ, οὐδεὶς ἑτοιμασθήσεται πρὸς πόλεμον». Ἅμα δὲν τὸ καταλαβαίνει τὸ σάλπισμα ὁ φαντάρος, δὲ θὰ ἑτοιμαστεῖ νὰ πάει στὸν πόλεμο. Οἱ προσευχὲς τῆς Λειτουργίας καὶ τῶν Μυστηρίων εἶναι τὸ οὐσιαστικότερο κήρυγμα. Ἐμεῖς τὸ ξεχάσαμε αὐτό. Θρησκειοποιήσαμε τὸ μυστήριο, βάλαμε ἕνα τελετουργὸ καὶ κάναμε τοὺς ἄλλους θεατές. Μουγκούς, ἀλλόγλωσσους, χωρὶς νὰ συμμετέχουν, χωρὶς νὰ λένε οὔτε τὸ ἀμήν. Ἀκόμα-ἀκόμα, οὔτε τὸ Πιστεύω, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ Εὐχαριστία.

Ὁμολογοῦμε ὅλοι ποὺ μαζευτήκαμε, τὴν ἴδια πίστη; Ἄραγε δὲν ἰσχύει ἐκεῖνο ποὺ λέει ἕνας Ρῶσος ἅγιος: τὸ Πιστεύω δὲ σοῦ ἀνήκει ἅμα δὲν τὸ ἔχεις ζήσει. Δὲν εἶναι ἡ κάρτα μέλους γιὰ νὰ περάσεις. Δὲν εἶναι τὸ passport γιὰ νὰ μπεῖς σὲ ἕνα χῶρο. Κάποια στιγμὴ πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλοι μας, καὶ περισσότερο ἐσεῖς οἱ νεαρότεροι καὶ οἱ λαϊκοί, θὰ πρέπει νὰ ἀπαιτήσετε μερικὰ πράγματα νὰ ἀλλάξουν. Ὅταν ὁ παπὰς λέει ἀνοησίες στὸ κήρυγμα θὰ πρέπει νὰ τοῦ πεῖτε ὅτι λέει ἀνοησίες. Καὶ ὅτι δὲν εἶστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὸν ἀκοῦτε. Ἂν δὲν κατανοεῖ τὴν ἀνάγκη ἡ ἐνορία νὰ εἶναι μία κοινότητα καὶ ὄχι ἕνα θρησκευτικὸ «φαστφουντάδικο» ἢ θὰ τὸ καταλάβει ἤ… θὰ φύγει. Ἂν δὲν εἶναι πατέρας, ἀλλὰ «δημόσιος προσευχητὴς» θὰ τοῦ πεῖτε ὅτι μπορεῖτε καὶ μόνοι σας. Ἂν ἔχει οἰκονομικὲς ἀπαιτήσεις θὰ τοῦ πεῖτε ὅτι συνήθως στὰ σπίτια οἱ πατεράδες δίνουν χρήματα στὰ παιδιὰ καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο.

Ἀτυχῶς ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ ἔχουμε μπεῖ στὴ λογική τῆς ἀπαίτησης ἀποδοχῆς, ἐκ τῆς ἰδιότητος! Ὄχι ἐκ τῆς ποιότητος. Θεωροῦμε ὅτι ἡ Θεία Χάρις εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἐνεργεῖ κατὰ τὴν ἐντολή. Διαβάζουμε στὴν Εὐχαριστία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου «καὶ μὴ διὰ τὰς ἐμᾶς ἁμαρτίας κωλύσεις τὴν Χάριν Σου ἀπὸ τῶν προκειμένων Δώρων» καὶ δὲν τὸ πιστεύουμε. Τὸ θεωροῦμε αὐτονόητο ὅτι θὰ τελεστεῖ.

Τέλος πάντων. Ἀναφέρουμε τὴ ζωή μας στὸ Χριστό, λέμε. Ἀρχίζει μετὰ τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως ἡ Ἀναφορά. Ποιὰ ἀναφορά; Οἱ ἄνθρωποι δὲν ξέρουν τί εἶναι τὸ πρόσφορο καλὰ καλά, δὲν τοὺς εἶναι πλέον καὶ συστατικὸ συντήρησης τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἦταν παλιότερα τὸ ψωμί! Ποιὰ ἀναφορά; Νὰ μεταβληθεῖ. Ποῦ νὰ μεταβληθεῖ; Καὶ πῶς νὰ μεταβάλει ἐμένα; Πότε συμμετεῖχα; Πρὶν ἀπὸ χρόνια; Ἂν δὲ συμμετέχω στὴν Εὐχαριστία, θὰ μεταβληθῶ πῶς; Λέμε τελειώνοντας τὴν Λειτουργία, εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιο. Εἴδομεν! Εἴδομεν καί… δὲν τὸ εἴδομεν. Σίγουρα πάντως δὲν ἐλάβομεν! Πῶς «ἐλάβομεν πνεῦμα» ἂν δὲ λέμε καλημέρα στὸ διπλανό; Αὐτὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τὸ ἐπουράνιο; Νὰ μὴ λέμε καλημέρα σ' αὐτὸν ποὺ βρίσκεται δίπλα μας ἢ τὸν σπρώξαμε γιὰ νὰ προλάβουμε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν νὰ μεταλάβουμε, γιατί μπροστὰ μας ἦταν γέρος καὶ σαλιάρης;

Πάρα πολλὲς φορὲς διαβάζουμε τὴν μετάληψη πρὶν νὰ μεταλάβουμε καὶ ἐκεῖ στὸν ἅγιο Συμεών, λέμε: «Καὶ θεοῖ με καὶ τρέφει». Ποιόν, ἐμένα; Ὄχι ἐμένα. Ἐκεῖνον! Ἐκεῖνον τὸν ἁγ. Συμεών. Ἔλεγε ὁ μακαρίτης ὁ πάτερ Ἰωάννης Ρωμανίδης: ἄπειροι ἄνθρωποι ἔχουν τὴ φράγκικη ἀντίληψη ὅτι τὰ μυστήρια εἶναι ἐνέσεις θεώσεως. Ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς κάνει ἔνεση ἁγιασμοῦ μὲ τὸ ζόρι. Θέλοντας καὶ μή. Ἅπαξ καὶ καταπιεῖς μία κουταλιὰ Εὐχαριστία ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἀλλάζουν ὅλα.

Πᾶμε ἄπειρες φορὲς στὴ Λειτουργία καὶ δὲ συμμετέχουμε στὴν Εὐχαριστία. Καὶ πῶς φαίνεται ὅτι δὲ συμμετέχουμε; Στὴ διαδοχὴ τῶν γενεῶν. Ἔσπασε ἡ διαδοχὴ τῶν γενεῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία! Ἀπὸ χίλιους ἄλλους λόγους ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς δεῖ (πολιτισμικὰ ἢ κοινωνιολογικὰ ἢ ἱστορικά), ἀλλὰ κι ἀπ' τὸν οὐσιαστικὸ αὐτὸ λόγο γιὰ τὸ σήμερα, ὅτι δὲν ἔχουμε νὰ ποῦμε στὸ παιδί μας γιὰ ποιὸ λόγο νὰ ἔρθει. Δὲ χορτάσαμε ἐμεῖς. Ἅμα δὲ χορτάσω πῶς θὰ μοιράσω τὸ ψωμὶ στὸν ἄλλο; Ἐπειδὴ ἡ δική μου συνήθεια μὲ ξαναπάει κάθε Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία; Δὲν τοῦ φτάνει αὐτουνοῦ ἡ δική μου διάθεση. Θέλει νὰ τὸ καταλάβει. Νὰ τὸ ζήσει. Νὰ συμμετάσχει.

Ἔλεγε ἕνας νεαρὸς φοιτητὴς ἰατρικῆς: Στὸ σπίτι μας δὲν εἴχαμε καμία σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, δὲ μύρισα ποτὲ λιβάνι, δὲν εἶχα δεῖ ποτὲ εἰκόνα, ἐπειδὴ πήγαινα ἰατρικὴ δὲν εἶχα μάθει τίποτε ἀπὸ ἀρχαῖα ἑλληνικά, καὶ τώρα μοῦ λὲς ἐμένα νὰ βρεθῶ σὲ ἕνα χῶρο ὁ ὁποῖος ἔχει ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ αἰσθάνομαι ἄνετα. Πῶς; Πῶς νὰ αἰσθανθεῖ ἄνετα;

Ἀδελφοί μου, ὁ Χριστὸς ἔγινε «ξένος», καὶ «κηπουρός». Ὄχι ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἦταν ξένος ἢ κηπουρός. Ἀλλὰ ἐπειδὴ κάποιοι δὲν Τὸν ἔβλεπαν ὅπως ἦταν. Τὰ δικά τους μάτια δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν δοῦν. Αὐτοὶ Τὸν ἔβλεπαν ὡς ξένο καὶ ὡς κηπουρό. Ἀτυχῶς, εἴμαστε σὲ αὐτὴ τὴ φάση. Οἱ ἄνθρωποι πλέον τὸ Χριστὸ τὸν βλέπουν ὡς ξένο. Τὸν βλέπουν ὡς κηπουρὸ μιᾶς ἄλλης αὐλῆς. Ἐμεῖς, ἀτυχῶς, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας. Ὅτι ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου. Τὸν γνωρίσανε στὴν Εὐχαριστία.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα κατηγορούμενοι οἱ χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς τῆς Καρχηδόνας, ὅτι, παρὰ τὶς ἀπαγορεύσεις τοῦ Διοκλητιανοῦ συγκεντρώθηκαν τὴν Κυριακή, ἀπάντησαν: "Δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς τὸ Δεῖπνο τοῦ Κυρίου".

Σήμερα ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ὅσων δηλώνουν χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι παραδέχονται ὅτι σπάνια πηγαίνουν στὴν Κυριακάτικη Εὐχαριστία. Ὅμως ἡ Εὐχαριστία, λέει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀρχὴ ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 22, 2013

Η Αρχιερωσύνη και η Εκκλησία ως ενιαίο Σώμα Χριστού.(Ένα απόσπασμα από το αξιόλογο άρθρο του π.Θεοδοσίου Μαρτζούχου)


αρχείο λήψης

Απόσπασμα  από το άρθρο «Ἀποκατάσταση τοῦ… ἀδελφοῦ-Σχόλια γιά μιά καριέρα πού ἔληξε ἀδόξως!

(Ο τίτλος του άρθρου είναι για το ιστολόγιο)
……………………………………………………………………………..
“Οὐαί εἰς ἡμᾶς” (ἐφώναξεν ὁ Πατριάρχης καί μετ᾿ αὐτοῦ συμφώνως οἱ Ἱεράρχαι, ὅτε παρά τινων, ἐπροβλήθη ἀμαθής τις καί ἀνάξιος πρός ἀρχιεράτευσιν) – Οὐαί εἰς ἡμᾶς ἄν καταστήσωμεν τυφλόν ὁδηγόν εἰς τούς πλανωμένους! 
Ὁ ἀμπελών τῆς Ἱερωσύνης δέν εἶναι τῆς μετανοίας ἀμπελών, εἰς τόν ὁποῖον πρέπει νά δεχώμεθα πᾶσαν ὥραν ἀδιακρίτως τούς τυχόντας ἐργάτας μισθωτούς. Οὐδέ πρέπει νά γίνωνται Ἀρχιτρίκλινοι οἱ ἐν ταῖς πλατείαις κείμενοι χωλοί καί ἀνάπηροι ψωμοζῆται, τούς ὁποίους ἡ φιλανθρωπία τοῦ οὐρανίου Οἰκοδεσπότου προσκαλεῖ μόνον ὡς συνδαιτημόνας εἰς τήν θείαν αὐτοῦ τράπεζαν νά τραφῶσι. 
Μακράν τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου ὅσοι, πρίν γένωσι τῆς πίστεως μαθηταί, συνωθοῦνται νά προβληθῶσι τῶν κακῶν τῆς ἀμαθίας διδάσκαλοι· καί, πρίν μάθωσι νά κωπηλατῶσι τό σκαφίδιον τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας, ἐπιβάλλονται νά κυβερνῶσι τήν ἱεράν καί μεγάλην τῆς τῶν ψυχῶν οἰκονομίας ὀλκάδα! 
Μακράν οἱ σπουδαρχοῦντες τοιχωρύχοι τῆς Ἐκκλησίας, οἵτινες εἰσελθόντες ἐν σχήματι ποιμένων κινδυνεύουσι νά θυσιάζωσιν, ὄχι ἑαυτούς ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν προβάτων, ἀλλά τά πρόβατα ὑπέρ τῆς ἑαυτῶν ὠφελείας και τρυφῆς. 
Ὦ Σῶτερ, Σῶτερ, ἀποδίωξον καί τώρα έκ τοῦ ναοῦ σου, ἄν τινες τολμήσωσι νά εἰσέρψωσιν, ὄχι νά ἱερατεύσωσιν ἁγνῶς καί ἀξίως, ἀλλά μᾶλλον νά κατεμπορεύωνται τά ἅγια, ὡς ἄν τινες κάπηλοι καί τραπεζίται!
……………………………………………………………………………..
Κων. Οἰκονόμου, τοῦ ἐξ Οἰκονόμου-Λόγοι τόμ. Α’
(Ἐπιμέλεια Θεοδ. Σπεράντζα-ΑΘΗΝΑΙ 1972, σελ. 37)
Μέσα σ᾿ αὐτές τίς λίγες γραμμές, ἀπό τόν Λόγο τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου εἰς τό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ μάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’, περιγράφεται σαφέστατα ἡ ἀπαίτηση τῆς Ἐκκλησίας γιά ποιότητα ζωῆς τῶν ἀρχιερέων!
………………………………………………………………………..
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα ἑνιαῖο σῶμα.
Κληρικοί καί λαϊκοί.
Καμμία πλευρά δέν ὑπάρχει χωρίς τήν ἄλλη.
Διοικοῦντες οἱ κληρικοί.
Ὄχι ὅμως αὐθαιρέτως καί ἐν ἀγνοία (ἀκόμα χειρότερα, ἐναντίον) τῶν διοικουμένων!
Μάλιστα ὅταν οἱ… διοικούμενοι δέν εἶναι ἀδιάφορη μᾶζα, ἀλλά ποιμαινόμενοι ἀδελφοί.
Ἡ διάκριση ποιμένες καί πρόβατα εἶναι κατά τό ἀνθρώπινο, ἀφοῦ γιά τόν Χριστό, “πάντες πρόβατα”.
Ὁ ποιμένας ἔχει μεγαλύτερη εὐθύνη, ὄχι περισσότερα δικαιώματα!
Ἔχει περισσότερο κόπο, ὄχι μεγαλύτερες τιμές καί ἄνεση!
Ἔχει, πρέπει νά ἔχει, μεγαλύτερη ἀρετή καί νά εἶναι “στῦλος τοῦ θυσιαστηρίου” καί ὄχι “κάλαμος σαλευόμενος ὑπό τῶν ἀνέμων τῆς πονηρίας”!
Τά τελευταῖα χρόνια, μέ ἔναρξη καί ἀφορμή γνωστή διατριβή, ἔχουμε μιά θεολογική ὑπερέξαρση τοῦ ἐπισκοπικοῦ διακονήματος, λές καί μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία χωρίς ποίμνιο μιά καί οἱ, τῆς τοιαύτης θεολογικῆς τοποθετήσεως, θιασῶτες ὑποστηρίζουν, ὅτι δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς ἐπίσκοπο (!;).
Καί μονοδιάστατα ἑρμηνεύοντας τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, φωνάζουν: ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία!
Καί πρέπει νά συναρμόζονται “ὥσπερ χορδαί κιθάρᾳ”!
Σωστά ὅλα αὐτά.
Ὅμως οὔτε οἱ χορδές μόνες τους “βγάζουν ἦχο”, ἀλλά οὔτε καί ἡ κιθάρα χωρίς χορδές εἶναι σέ κάτι χρήσιμη! Ἴσως μόνο γιά νά “σπᾶμε” τά κεφάλια τῶν διαφωνούντων!
Ἄς διαβάσουμε ἐπιτέλους τό τυπικό τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού ἔχει δημοσιευθεῖ ἤδη ἀπό τό 1935 καθώς καί τίς ἀπαντήσεις τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου στούς Σιναΐτες, γιά να προσγειωθοῦμε στήν Ἀποστολική Διδασκαλία τῆς ὑπευθυνότητας τῶν Πρεσβυτέρων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἀλλά ταῦτα, οὐ τοῦ παρόντος.
Σήμερα βρισκόμαστε σέ μιά Ἐκκλησία, πού ἔχει μέν μέλη της βαπτισμένους ἀνθρώπους, ἀλλά στήν πραγματικότητα ανθρώπους μέ ἀσάφεια πίστεως καί ζωῆς!
Ἀκατήχητοι σχεδόν οἱ πάντες, μετά τήν ἀνατροπή τῆς λογικῆς τάξεως: πρῶτα κατήχηση καί μετά βάπτισμα· μέ βάπτισμα καί προσπάθεια (ἐξ ὑστέρων) κατηχήσεως, ζοῦν, οἱ ὑποτιθέμενοι χριστιανοί μας, σέ μιά θεσμική πολιτιστική (ἐθνική;) σχέση μέ τήν Ἐκκλησία.
Αὐτό δίνει τήν “δυνατότητα” ἑνός κλήρου ἄσχετου μέ τό “Σῶμα”, ἐπικαθήμενου σ᾿ αὐτό καί κατ᾿ ἐπέκτασιν… καριερίστα!
Σέ μιά τέτοια συνθήκη “ἐκκλησιαστικῆς” ζωῆς ἀναφύονται πολλαπλασίως τά φαινόμενα πού περιγράφει ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος: “πρίν μάθωσι νά κωπηλατῶσι τό σκαφίδιον τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας, ἐπιβάλλονται νά κυβερνῶσι…”.
Τήν ὅλη σύγχυση ἐπιτείνει ἡ “θεολογική” διδασκαλία τῆς… ἁμαρτωλότητας!
Ὅτι δηλαδή, ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ποιός εἶναι αὐτός πού θά κρίνει κάποιον ἄλλον;
Εἶναι Ἄλλου οἰκέτης!
Σ᾿ αὐτές τίς κουτοπόνηρες… “θεολογίες”, πού θέλουν νά καμώνονται ἄγνοια γιά τήν εὐθύνη τῆς διακονίας τῶν θυσιαστηρίων καί παραβλέπουν ἠθελημένα τήν καθαίρεσιν τῶν κληρικῶν, ὡς κάθαρσιν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί “ἅρσιν ἐκ μέσου” τῶν σκανδάλων, ὑπάρχει ἡ σύγχυση τῆς ἁμαρτωλότητας μέ τήν “κατ᾿ ἐνέργειαν” ἁμαρτία.
Ἁμαρτωλότητα εἶναι ἡ γνώση τῆς ἀποστάσεως μας ἀπό τόν τρόπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἐσωτερικῆς διψυχίας.
Τό βίωμα τῶν ὅσων μέ χωρίζουν ἀπό τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ.
["Καί γυναῖκα, οὐ γινώσκω καί παρθένος οὐκ εἰμί" (Μ. Βασίλειος)].
Κατ᾿ ἐνέργειαν ἁμαρτία εἶναι ἡ διάπραξη ἁμαρτιῶν (ψυχικῶν καί σωματικῶν) πού ἄν μέν εἶμαι ἁπλός χριστιανός, μέ ἀποκόπτουν ἀπό τήν Εὐχαριστία, ἄν δέ εἶμαι κληρικός, μοῦ στεροῦν τήν Ἱερωσύνη.
“Ὁ ἀμπελών τῆς Ἱερωσύνης δέν εἶναι τῆς μετανοίας ἀμπελών,… Οὐδέ πρέπει νά γίνωνται Ἀρχιτρίκλινοι οἱ ἐν ταῖς πλατείαις κείμενοι χωλοί καί ἀνάπηροι ψωμοζῆται…” (Κ. Οἰκονόμος).
Ὁ ἱερέας καί πολύ περισσότερο ὁ Ἀρχιερέας συνειδητοποιώντας τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀπό τήν μιά παρακαλεῖ “… καί μή διά τάς ἐμάς ἁμαρτίας κωλύσης τήν χάριν Σου ἀπό τῶν προκειμένων Δώρων…”, καί ἀπό τήν ἄλλη ὅταν περιπέσει σέ κατ᾿ ἐνέργειαν ἁμαρτία (αἵρεση, φθόνος, κλοπή, πλοῦτος, κακία, σαρκικές ἁμαρτίες,) καθαιρεῖται τῆς Ἱερωσύνης.
Ἡ μετάνοια γιά “κατ᾿ ἐνέργειαν” ἁμαρτίες εἶναι διαδρομή λυτρώσεως, εἶναι “ὁ δύσκολος τοῦ γυρισμοῦ του ὁ δρόμος κι ἡ ἱστορία τῆς ψυχῆς του ἡ μυστική” (Κ. Χιωτέλη: Ἀνατολικοί Δρόμοι, Τοῦ ἀσώτου).
Ἀφορᾶ τούς πάντες.
Ὅταν βεβαίως εἶναι γνήσια ἡ μετάνοια, δέν ἐπιτρέπει διακονία Ἱερωσύνης γιά τίς προαναφερθεῖσες ἁμαρτίες, ἀκριβῶς ἐκ τῆς γνησιότητός της!
Γιατί ἀλλιῶς “… μήτε Φαρισαῖοι σωστοί, μήτε Τελῶνες εἴμαστε· μά ἕνα μεῖγμα ἀνίερο κι ἀπ᾿ τά δυό…” (Κ. Χιωτέλη: Ἀνατολικοί Δρόμοι, Ἐπί τῶν γεγονότων).
……………………………………………….
ἀρχιμ. Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος
(πάλαι πρωτοσύγκελλος  τοῦ Πρεβέζης Μελετίου)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 19, 2013

Περίοδος Τριωδίου- σκέψεις ,π.Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος


…Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος κι ἡ κόλαση εἶναι ἐδῶ…
(λαϊκὸ τραγούδι)

(ἢ …ὅπως ὁ τσοπάνος χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια...)
(Τὸ εὐαγγέλιο)

Πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ παλαιότερα καὶ τώρα, ἀρνούμενοι μιὰ μεταφυσικὴ ἐκδοχὴ συνέχισης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου σὲ κατάσταση Παραδείσου (τέλεια εὐδαιμονία) ἢ σὲ κατάσταση κολάσεως (ταλαιπωρία ἀπόλυτης μόνιμης μοναξιᾶς) καὶ θέλοντας νὰ «γελάσουν» μὲ τὶς λαϊκότροπες χαλκογραφίες ποὺ παρίσταναν τὴν κόλαση σὰν ἕνα «τόπο» φωτιᾶς καὶ μαρτυρίων σωματικῶν καὶ τὸν Παράδεισο σὰν ἕνα «κῆπο» μὲ φρεσκοκουρεμένο γκαζὸν γεμάτο ὄμορφα λουλούδια στὸν ὁποῖον περιδιάβαιναν ἀργόσχολοι χαζούληδες γεμάτοι...ἀρετές, ἰσχυρίζονται ὅτι τέτοια πράγματα εἶναι ἀνυπόστατα καὶ συνεπῶς «ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος κι ἡ κόλαση εἶναι ἐδῶ»!

Ἂς δοῦμε ὅμως… τὸ τραγούδι ἀναλυτικά!

Ὁ Χριστὸς στὸ 25ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου περιγράφει μὲ τρεῖς εἰκόνες τὴν σχέση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεό.

Στὴν εἰσαγωγικὴ καὶ πρώτη (κεφ. 25,1-13) μὲ τὴν γνωστὴ παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων θέτει τὸ θέμα ὄχι τῆς θεωρητικῆς μόνον ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν συνάντηση μὲ τὸν Δημιουργὸ-Νυμφίο τους (ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου), ἀλλὰ καὶ τὸ θέμα τῆς οὐσιαστικῆς προετοιμασίας γι’ αὐτὴν τὴν συνάντηση (ἔλαιον...εἰς τὰ ἀγγεῖα). Δὲν φτάνει μόνον νὰ περιμένεις• χρειάζεται νὰ ἔχεις τὰ ἀναγκαῖα γι’ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ὥστε νὰ μὴ ἀποδειχθεῖς...ἀνόητος (μωραὶ παρθένοι). Ἀρχικὴ λοιπὸν προϋπόθεση εἶναι νὰ εἶσαι στὴν ἑτοιμότητα τῆς ἀγάπης γιὰ μία...αἰφνίδια ἔκκληση-συνάντηση!

Στὴν δεύτερη εἰκόνα (κεφ. 25, 14-30) περιγράφεται τὸ μυστήριο τοῦ ἐκ Θεοῦ...γονιδιώματος, ἀφοῦ Αὐτὸς δίνει στὸν ἕνα «πέντε τάλαντα», στὸν δεύτερο «δύο τάλαντα» καὶ στὸν τρίτο «ἕνα τάλαντο». Κανεὶς δὲν ξέρει ἀπὸ ποῦ καὶ γιατί προέκυψαν σ’ αὐτὸν τὰ ὅποια προσόντα-τάλαντά του. Τὸ βάρος ἄλλωστε γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν πέφτει στὸ πόσα ἔχεις ἀλλὰ στὸ τί τὰ κάνεις! Κι ἐδῶ ἔχουμε δύο στάσεις-ἀντιμετωπίσεις. Κάποιους ποὺ κοπιάζουν νὰ αὐξήσουν τὰ δοθέντα (τὰ πέντε-δέκα, τὰ δύο-τέσσερα) καὶ κάποιους ποὺ κλείνονται στὸν ἑαυτό τους καὶ θάβουν στὸ κλουβὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ τους τὴν δωρεά. Ἡ κατάληξη γιὰ τοὺς πρώτους εἶναι «εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου», ἐνῶ γιὰ τοὺς δεύτερους «τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον».

Καὶ ἐρχόμαστε στὴν καταληκτικὴ τρίτη εἰκόνα (κεφ. 25, 31-46) στὴν ὁποῖα τὸ πλαίσιο τῆς σχέσεως τίθεται δυναμικὰ καί... μονόπλευρα, «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» καὶ «ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται ὡς Ἥλιος ἀνατέλλων. Μία κίνηση ζωοποιοῦ δυναμισμοῦ ἀνεξάρτητου ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς καὶ ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν κτισμάτων. Κάτω ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς τοῦ ἀληθινοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης Χριστοῦ «συναχθήσονται... πάντα τὰ ἔθνη».

Ὁ φυσικὸς ἥλιος μὲ τὴν παρουσία καὶ τὸ φῶς του ἀποσαφηνίζει ὅσα μέσα στὸ σκοτάδι ποὺ προηγεῖται εἶναι στὰ μυαλὰ καὶ στὰ μάτια πολλῶν ἀνθρώπων, σὲ μπέρδεμα καὶ παρανόηση. Καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἔνδοξη παρουσία Του «ξεχωρίζει» τοὺς ἀνθρώπους «ὥσπερ ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων». Δὲν φτιάχνει «πρόβατα» καὶ «ἐρίφια». Τὰ βρίσκει. Ἡ δική του παρουσία ἁπλῶς κάνει σαφῆ τὴν ποιοτική τους διαφορὰ καὶ αὐτὸ ποὺ μέχρι τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν σὲ σύγχυση, ἀσάφεια καὶ ἀνάμιξη (τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ὁ πόνος καὶ ἡ καλωσύνη, τὸ δάκρυ καὶ ἡ σκληρότητα, ὁ θάνατος καὶ ἡ εὐζωΐα γενικῶς τὸ σκάνδαλο τοῦ κόσμου μας) τώρα πλέον ἀποκτᾶ τὴν πραγματικὴ μόνιμη καὶ σαφῆ θέση του.

Αἰωνιότητα δὲν εἶναι κάτι• εἶναι ΚΑΠΟΙΟΣ. Εἶναι ὁ Χριστός. Ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ μετὰ θάνατον ζωὴ εἶναι ἡ σχέση μαζί Του. Ὅμως ὑπάρχει σχέση ἀγάπης ἐξ ὁμοιότητος καὶ σχέση ἀπέχθειας ἀπὸ φιλαυτία. Ἐκεῖνος ἀγαπᾶ ὅλους μονίμως καὶ διαρκῶς μὲ τὴν ἴδια ἔνταση. Στὸ ἴδιο μέτρο καὶ τὴν Παναγία καὶ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ ποιότητα τῆς σχέσης μας μαζί Του, ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς. Ἑξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θυσία μας νὰ ἀποκτήσουμε «ἔλαιον» στὰ ἀγγεῖα τῆς ὕπαρξής μας. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν κόπο μας νὰ διπλασιάσουμε τὸ «τάλαντο» ποὺ μᾶς ἔδωσε. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀποκτήσαμε δουλεύοντας τὶς ἀρετὲς ποὺ μᾶς ὑπέδειξε τὸ θέλημά Του ὥστε νὰ ἔχουμε «μάθει» νὰ ἀγαπᾶμε. Ἐκεῖνος εἶναι ἀγάπη. Ἐμεῖς μιμούμενοι τὸν τρόπο καὶ τὶς ἐντολὲς Του ἀποκτᾶμε ἀγάπη καὶ ἔτσι Τοῦ μοιάζουμε. Γινόμαστε παιδιά Του. Ἡ συνάντησή μας μαζί Του εἶναι χαρὰ «ἀνεννόητος» (ποὺ δὲν τὴν χωράει, δηλαδή, ἀνθρώπινο μυαλό). Γίνεται ἡ σχέση Παράδεισος. Ὅμως ὅλος αὐτὸς ὁ κόπος ξεκινάει ἀπὸ ἐδῶ. «Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος...».

Καὶ στὶς δύο κατηγορίες-τοποθετήσεις τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει τὸ ἴδιο «ἐρωτηματολόγιο»: Νοιάστηκες τὸν πεινασμένο καὶ τὸν διψασμένο; Τὸν ξένο; Τὸν μετανάστη; Τὸν γυμνό; Τὸν ἄρρωστο; Τὸν φυλακισμένο; Στὰ πρόσωπα ὅλων αὐτῶν ὁ Χριστὸς «ταυτοποίησε» τὸν ἑαυτό Του. Ὅσοι εἶχαν δουλέψει στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν (νηστεία-ἐγκράτεια, ὄχι ὡς καταξιωτικὰ κατορθώματα ἀλλὰ ὡς τρόπο ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν φιλαυτία μετὰ τὰ ὁποῖα ἡ προσευχὴ γίνεται σχέση μετοχῆς στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ), εἶχαν βγεῖ στὴν ἁπλωσιὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχαν ἀποκτήσει ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη• ἀνταποκρίθηκαν στὸ «ἐρωτηματολόγιο» τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν χαρὰ τῆς συνάντησης μὲ γνώριμο πρόσωπο. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔγινε αἰώνια καὶ μόνιμη πηγὴ αὔξουσας εὐτυχίας. Τὸ φῶς δὲν χορταίνεται!

Ὅσοι κλείστηκαν στὴν αὐταπάτη τῆς ἐγωιστικῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης γιὰ νὰ μὴ χάσουν καὶ θυσιάσουν καὶ κουραστοῦν, αὐτὴ ἡ αὐτοερωτικὴ τους τοποθέτηση τοὺς ἔκανε νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν Σταυρικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἀντίθετα, ἡ παρουσία Του τοὺς ἐνοχλεῖ γιατί τὸν φαντάζονται καὶ Αὐτὸν ὡς κάποιον ποὺ κλέβει τὴν...στάχτη τῆς σβησμένης καὶ κρύας ἀγάπης τους γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ἔτσι γίνεται γι’ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς «ἀνέκφραστος ὀδύνη»! Κόλαση ἄπειρες φορὲς χειρότερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἡ ἀφέλεια τῶν λαϊκῶν λιθογραφιῶν περιέγραφε μὲ εἰκόνες φωτιᾶς καὶ δυσωδίας. Τὸ «πῦρ τὸ ἐξώτερον» γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει τὸ εὐαγγέλιο, εἶναι «φωτιὰ» ὑπαρξιακῆς αἰώνιας ταλαιπωρίας στὸν ἐγκλεισμὸ τῆς ἀπόλυτης μόνιμης μοναξιᾶς, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶναι… φοῦρνος. Ὅταν ὁ ἄλλος γιὰ μᾶς δὲν εἶναι παρὰ ἐκμεταλλεύσιμη εὐκαιρία (ἐπαγγελματικά, ἐρωτικά, κοινωνικὰ) τότε ἔχουμε πάρει τὸν δρόμο γιά... τὴν Κόλαση. Ὅπως ὁ Παράδεισος ἔτσι καὶ ἡ κόλαση, «εἶναι ἐδῶ»!

Κάθε πρωὶ βγαίνει ὁ ἥλιος γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν ἐγὼ ὅμως καταστρέψω τὰ μάτια μου μὲ τὰ χέρια μου, τὸ ὅτι δὲν θὰ τὸν βλέπω ἀκόμα καὶ ὅταν βγεῖ, παρὰ μόνον ὡς σκοτάδι, δὲν εἶναι ρύθμιση Ἐκείνου ἀλλὰ δική μου ἐπιλογή.

Ἡ ἁμαρτία καταστρέφει τὴν δυνατότητα μετοχῆς στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ διὰ τῆς ἁμαρτίας (ψυχικῆς ἢ σωματικῆς) ἐγκλωβιζόμαστε στὸν ἑαυτό μας. Ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι φόβος γιὰ ἡλικιωμένους μπροστὰ στὸ ἄγνωστο τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὑπαρξιακὴ ἀναπηρία ποὺ στερεῖ τὴν δυνατότητα ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο νὰ μπορεῖ νὰ γευτεῖ τὴν χρηστότητα τοῦ Κυρίου.

Πλέον πρέπει νὰ διορθώσουμε τὸ λαϊκὸ τραγούδι: «Ἐδῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος κι ἡ κόλαση ἐδῶ»! Ὁ Χριστὸς δὲν στέλνει κανένα στὴν κόλαση. Μόνοι μας διαλέγουμε νὰ ζήσουμε μακριά Του.


Ἀδελφοί μου,

Ἂς κάνουμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά Του (ποὺ ἐμᾶς...ἑξασφαλίζει) κέντρο καὶ τρόπο τῆς ζωῆς μας.

Ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ «καβούκι» τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε.

Ἂς χαροῦμε μὲ τὴν μεγαλειώδη προοπτική τῆς συνάντησης μαζί Του. Βραχυπρόθεσμα στὸ Πάσχα ποὺ ἔρχεται. Μόνιμα, στὴν ἀγκαλιὰ Αὐτοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΩΝ.

 
Μὲ ἀγάπη καὶ εὐχὲς

ὁ ἐφημέριος σας

π. Θεοδόσιος

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2013

Γιορτὴ Ὑπαπαντῆς, Ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου π.Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος




 




Ἀγαπητοὶ Ἐνορίτες.

Δεύτερος πλέον μήνας τῆς καινούργιας χρονιᾶς! Καὶ ξεκίνησε μὲ τὴν Γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ στὶς 2 Φεβρουαρίου. Εἶναι πολὺ μεγάλη Γιορτή. Ὑποδέχεται τὸν Χριστὸ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ σ' ὅλο του τὸν βίο ἔχει αὐτὴν τὴν προσδοκία περιεχόμενο ζωῆς. Ἐκεῖνος Τὸν περίμενε καὶ Τὸν δέχτηκε. Ἄραγε ἐμεῖς Τὸν περιμένουμε; Εἶναι ἡ ζωὴ μας ἀναμονὴ τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Συμεὼν περίμενε τὸν Χριστὸ περιεχόμενο καὶ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς του. Ἐμεῖς ἀτυχῶς ἀλλοῦ ἑστιάζομε τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς μας. Ἄλλα ἀποτελοῦν τὶς προτεραιότητές μας.

Πῶς ὑποδέχεται, "ὑπαντᾶ" ἄραγε κάποιος τὸν Χριστό; Τί προϋποθέσεις χρειάζονται γιὰ νὰ Τὸν συναντήσει; Τί περιμένει ἀπ' Αὐτόν;

Πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ζωή μας σήμερα μπερδεύτηκε καὶ δὲν περιμένει τὸν Χριστό. Ἄλλα πράγματα περιμένει. Σύγχυσις κυριαρχεῖ στὰ κριτήριά μας. Στὶς ἐπιδιώξεις μας. Στὶς ἐπιθυμίες μας. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ὑπόθεση εἰδικοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ ἡλικιωμένους καὶ ἀφελεῖς.

Ἐμεῖς ξύπνιοι καὶ προσγειωμένοι, ὅπως θέλουμε νὰ πιστεύουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, δὲν ἔχουμε διαθέσιμο χρόνο γιὰ τέτοιες ἀσχολίες. Ἂν δὲν κυνηγᾶμε χρηματικὲς ἐπεκτάσεις, ψάχνουμε ἀπολαύσεις πάσης φύσεως. Ἂν δὲν τρέχουμε στὸν ξέφρενο ρυθμό μας, ἐπιδιώκουμε διακοπές. Ἂν δὲν εἴμαστε ἀπασχολημένοι μὲ τὰ τόσα ποὺ τριβελίζουν τὸ κεφάλι μας, διαβάζουμε τὶς "πάνσοφες" ἐφημερίδες μας ποὺ ἀπαντοῦν σ' ὅλα τὰ θέματα. Σπουδαῖα καὶ ἀστεῖα. Σοβαρὰ καὶ γελοῖα. Ἐνδιαφέροντα καὶ ἀδιάφορα. Καὶ οἱ ὁποῖες, τὸ σπουδαιότερο, μᾶς διαφωτίζουν καὶ γιὰ τὶς "ἔρευνες" ποὺ ἔχουν γίνει καὶ "ἀπέδειξαν" τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔτσι καὶ μεῖς πληροφορημένοι "ἔγκυρα" γινόμαστε ἐνημερωμένοι, καὶ "γνωρίζοντες". Πλέον τί σχέση νὰ ἐπιδιώξουμε; Πῶς νὰ γιορτάσουμε; Τὸ σπουδαιότερο, ποιὸν νὰ γιορτάσουμε;

Ἀδελφοί μου, ἂς μείνουμε λιγάκι μόνοι μὲ τὸν ἑαυτό μας. Ἂς ἀφουγκραστοῦμε τὴν συνείδηση καὶ τὴν καρδιά μας. Ἂς σκεφτοῦμε: Ἄραγε μὲ μία τέτοια πορεία ἔγινε ἡ ζωή μου καλύτερη; Ἀπόκτησε περιεχόμενο; Χαρά, γαλήνη, ἠρεμία; Ἔδιωξα τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ζωή μου καὶ λοιπὸν ὀμόρφηνε ἡ ζωή μου; Μήπως ἐρήμωσε; Μήπως γέμισε κακίες; Μήπως οἱ σχέσεις μου γίναν προβληματικές; Μήπως ἡ ψυχή μου εἶναι ἀνάστατη;

Ἡ Γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρωτηματικά. Χρειάζονται ἀπάντηση! Μὲ εἰλικρίνεια. Καὶ μὲ δυναμισμό. Οἱ διαπιστώσεις μποροῦν νὰ εἶναι διάγνωση ἀλλὰ δὲν εἶναι θεραπεία. Ἡ θεραπεία θέλει ἀπόφαση καὶ κόπο.

Ἔστω καὶ ἂν μᾶς εἶναι ξένη ἡ Γιορτή, ἂς τὴν πάρουμε ἀφορμὴ νὰ μὴν συνεχίσει νὰ μᾶς εἶναι ξένος ὁ Χριστός.

Ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ σημαίνει: Εἰλικρίνεια ἀναζήτησης. Μεθοδικὴ ἀναζήτηση. (Δὲν πάει κανεὶς στὸ βουνὸ γιὰ ... ψάρια!) Ὕπαρξη βοηθοῦ σ' αὐτὴν τὴν πορεία. (Πνευματικός). Συνέπεια στὴν "θεραπευτικὴ ἀγωγὴ" ποὺ θὰ μᾶς δώσει.

Ὅταν αὐτὰ γίνουν, τότε ἡ καρδιά μας θὰ ἀρχίσει νὰ φωτίζεται ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὅλα θὰ γίνουν Φῶς Χριστοῦ. Τότε ἡ προσδοκία τῆς Ὑπαπαντῆς Του θὰ γίνη χαρὰ τῆς ζωῆς μας. Τότε τὸ πρόσωπό Του θὰ γίνη τὸ πιὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο. Τότε κάθε θυσία γιὰ Αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶμε δὲν θὰ εἶναι κόπος ἀλλὰ χαρά. Τότε ἡ Εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς δὲν θὰ εἶναι καθῆκον ἀλλὰ αὐτονόητη ἐκδήλωση ζωῆς.

Ἂς σκύψουμε πάνω σὲ ὅλα αὐτά. Ἀφορμὲς εἶναι γιὰ προβληματισμό. Ἂς τὰ ἐπεκτείνουμε καὶ σὲ περισσότερο βάθος καὶ ἔκταση.

Ὁ Χριστός, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος εἶναι τὰ μόνα θέματα ποὺ χρειάζονται ἀπάντηση, ἔλεγε ἕνας ὄντως σοφὸς ἄνθρωπος τοῦ περασμένου (...εἰκοστοῦ ) αἰώνα.

Μὲ εὐχὲς γιὰ "ὑπάντηση" τοῦ Χριστοῦ ἀπ' ὅλους μας
 
Ὁ Ἐφημέριος π. Θεοδόσιος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...