Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014

Δος μοι τούτον τον ξένον του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σύρου κ.κ. Δωροθέου


Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν αναγάγει τον ξένο σε πρόσωπο ιερό και σεβαστό. Από τα Ομηρικά έπη έχουμε μαρτυρίες της στάσεως, που τηρούσαν οι ειδωλολάτρες πρόγονοί μας έναντι των ξένων, τους οποίους προστάτευε ο Ξένιος Δίας και προς τους οποίους έπρεπε να τηρήσουν ένα συγκεκριμένο τυπικό φιλοξενίας, με την σκέψη ότι μπορεί ο ξένος να είναι κάποιος ενανθρωπίσας θεός...
Αλλά όταν ενανθρώπισε ο αληθινός Θεός, αντιμετωπίστηκε όχι από αλλοεθνείς, αλλά από τους συμπατριώτες του, όχι από ειδωλολάτρες, αλλά από τον εκλεκτό και περιούσιο λαό του Θεού, ως ξένος!
Αυτή ακριβώς η λέξη, αυτός ο χαρακτηρισμός, αποτελεί σταθερό μοτίβο στη Χριστιανική Γραμματεία και Υμνολογία, καθώς εμπερικλείει όλο το μυστήριο της ανθρώπινης τραγωδίας, την κάθαρση της οποίας επέφερε ο επί Σταυρού κρεμασθείς Θεός.
Ο Ιησούς Χριστός, ο μέγας Αναμενόμενος, ήρθε στον κόσμο ως οικείος αλλά αντιμετωπίστηκε ως ξένος από τα ίδια τα δημιουργηματά Του, τα οποία, κατά μιά τραγική ειρωνεια σέβονταν τον κάθε ξένο!
Ακόμα και την ύστατη στιγμή του θανάτου Του, ήπιε μέχρι ρανίδος το πικρό ποτήρι της μοναξιάς και της αποξένωσης.
Μόνος στάθηκε απέναντι στον Πιλάτο, μόνος ήταν στους εξευτελισμούς και τα ραπίσματα, μόνος στο δρόμο προς το Γολγοθά, μόνος πάνω στο Σταυρό, μόνος στην αποκαθήλωση και την Ταφή!
Συγκλονιστικά λόγια του Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, όπως τα εκφράζει η Υμνολογία της Εκκλησίας: “Δωσ' μου αυτόν τον ξένο που ακόμη και μωρό όταν ήταν, ξένος θερωρούνταν... Δος μου αυτόν τον ξενο, σε τάφο να τον κρύψω, γιατί σαν ξένος δεν έχει το κεφάλι πού να γύρει ”!
Οι άνθρωποι αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν τον Ιησού σαν ξένο και παραμένει για πολλούς ο Μεγάλος Ξένος! «Εν τω κόσμω ην ...και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» αναφωνεί με πικρό παράπονο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης!
Όχι γιατί ο Θεός και Δημιουργός του παντός είναι ξένος προς τα ανθρώπινα και τον άνθρωπο, αλλά γιατί ο άνθρωπος είναι και αισθάνεται ξένος προς το Θεό!
Τόσο ξένος, που δεν Τον δέχεται και δεν Τον αναγνωρίζει, ακόμα και όταν θαυματοποιεί, όταν συγχωρεί, όταν ευεργετεί, όταν εκ νεκρών ανίσταται!
Αυτή η αποξένωση του ανθρώπου από το Θεό, σε συνδιασμό με την αγάπη και τη μέριμνα του Θεού προς αυτόν σηματοδοτεί το μέγεθος της αποτυχίας του ανθρώπου να παραμείνει κοντά στο Θεό-Δημιουργό του, αποκαλύπτει το μέγεθος των συνεπειών του λεγόμενου προπατορικού αμαρτήματος και εκφαίνει την άβυσσο της Θείας Φιλανθρωπίας.
Η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό είναι η αιτιακή αφετηρία της πάσης μορφής και φύσεως αλλοτρίωσής του, μιας αλλοτρίωσης, που δεν εκφράσθηκε μόνο απέναντι προς το Θεό, αλλά και προς τον εαυτό του, τη φύση και το συνάνθρωπό του.
Ο αλλοτριωμένος από το Θεό άνθρωπος, δεν γνωρίζει, δεν αναζητεί, αλλά και δεν ψηλαφεί το Θεό, και καταφεύγει σε συχνά ανόητα, πρωτόγονα και άλλοτε καταστροφικά υποκατάστατα και ανιστορικά θρησκεύματα, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι σβήνει τη δίψα της υπαρξιακής του αγωνίας.
Και αφού “χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται”, αλλά και όλα χάνονται, έχασε πρώτα-πρώτα τον εαυτό του!
Χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς, χωρίς το έρεισμα της πίστης, παραδέρνει στην ατομικη και κοινωνική του πραγματικότητα ως “άλλος”...
Ζει την απέραντη ψυχική ερημιά, περιπλανώμενος σε ένα κόσμο στερημένο από αξίες, σκοπό και ιδανικά.
Σε ένα κόσμο, στον οποίο ο άλλος δεν είναι αδελφός, αλλά “η κόλασή του” , σε ένα φυσικό περιβάλλον, που δεν το αισθάνεται σαν σπίτι του, αλλά σαν πηγή πλουτισμού και πεδίο ευρύ εκμετάλλευσης και προσπορισμού κέρδους.
Όλα τα διαχρονικά φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας, όλα τα προβλήματα, που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα δεν είναι τίποτ` άλλο, παρά συνέπειες οδυνηρές της παρακοής...
Στον κόσμο τούτο, ξένος δεν είναι ο Θεός, ξένοι είμαστε εμείς...
Η κοιλάδα αυτη του κλαυθμώνος, ο τόπος αυτός της εξορίας και τη οδύνης δεν είναι ο φυσικός μας χώρος! Δεν πλασθήκαμε γι` αυτόν, αλλά τον επιλέξαμε, όταν αρνηθήκαμε να “συγκατοικούμε” στον Παράδεισο, μαζί με το Θεό!
Και ήταν τόσο ψηλά τα τείχη, που υψώσαμε, τόσο βαθύ το χάσμα που ανοίξαμε, ώστε όχι μόνο δεν θέλαμε, αλλά και δεν μπορούσαμε να θέλουμε την επιστροφή προς τον Πατέρα,πρός την όντως ζωή!
Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου, σε λόγο του προς τη θεόσωμη ταφή του Κυρίου, παρουσιάζει τον Ιωσήφ να λέει προς τόν Πιλάτο τα εξής αποκαλυπτικά: “Δος μοι τούτον τον ξένον• εκ μακράς γαρ ήλθε της χώρας ώδε, ίνα σώση τον ξένον”.
O Ξένος ήρθε από μακριά για να σώσει τον ξένο...
Άπλωσε τα χέρια Του στο Σταυρό για να μας αγκαλιάσει όλους!
Άνοιξε τις ματωμένες παλάμες Του και ένωσε “τα το πριν διεστώτα”, τον άνθρωπο με το Θεό!
Και περιμένει, αιώνες τώρα, την προσωπική μας απάντηση στην πρόσκλησή Του, μια απάντηση, που θα ακυρώσει την επιλογή των Πρωτοπλάστων να γίνουν θεοί χωρίς Θεό!
† Ο ΣΥΡΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β'
Πηγή

«Τὸν Λῃστὴν αὐθημερόν, τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας Κύριε, κᾀμὲ τῷξύλῳ τοῦ Σταυροῦ, φώτισον καὶ σῶσόν με»

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ,
 τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν,
τοὺς ἐμπτυσμούς,
 τὰ ῥαπίσματα,
τὰ κολαφίσματα,
τὰς ὕβρεις,
τοὺς γέλωτας,
τὴν πορφυρᾶν χλαίναν,
τὸν κάλαμον,
τὸν σπόγγον,
τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους,
 τὴν λόγχην,
καὶ πρὸ πάντων,
τὸν σταυρόν,
καὶ τὸν θάνατον,
ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο,
 ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν. 

Τῇ ὑπερφυεῖ καὶ περὶ ἡμᾶς παναπείρῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
πηγή

«Ἥπλωσας τάς παλάμας καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα» Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευσταθίου

εσταυρωμένος

Ἐάν ρωτήσουμε ἕνα μικρό παιδάκι, πού δέ γνωρίζει ἀκόμη πολλά πράγματα, ἀλλά πού ὀσφραίνεται τήν ἀγάπη τῶν μεγαλύ­τερων ἀνθρώπων πού εἶναι κοντά του- καί μάλιστα τοῦ στοργικοῦ πατέρα καί τῆς ἀναντικατάστατης μητέρας του- πόσο τούς ἀγαπάει, τότε αὐτό ἁπλώνει καί τά δύο χεράκια του καί μέ τά λίγα λόγια πού γνωρίζει ἀπαντᾶ: «τόοοσο!».
Τά πανάγια χέρια τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἁπλωμένα ἐπάνω στό Σταυρό. Εἶναι τρυπημένα μέ τά φαρμα­κερά καρφιά καί γεμάτα αἵματα. Στάζουν κυριολε­κτικά μιά-μιά σταγόνα τό πανάχραντο αἷμα του, γιά νά ξεπλύνουν τά δικά μας ἀνομήματα, γιά νά γιατρέψουν τίς δικές μας πληγές, γιά νά θρέψουν τή δική μας ψυχή καί γιά νά ἐπιβεβαιώσουν μέ αὐτό τόν τρόπο τήν Ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου γιά τόν ἄνθρωπο.
Ὅταν, μετά τή θριαμβευτική Ἀνάστασή Του τήν ἴδια ἡμέρα τό ἀπόγευμα, ἔκανε τήν ἐμφάνισή του στούς φοβισμένους καί κλεισμένους στό ὑπερῶο μαθητές του, γιά νά βεβαιωθοῦν ἐκεῖνοι, ὅτι δέν ἦταν ἄλλος, οὔτε φάντασμα «ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας». Καί  ἐκεῖνοι,   βλέποντας  τά  πληγωμένα χέρια Του, τόν ἀναγνώρισαν καί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον».


Ἔχει πολύ βάθος αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Ἀνα­στημένου Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του. Τόσο με­γάλη εἶναι ἡ σημασία της, ὥστε, γιά νά ἐμπεδωθεῖ ἡ πεποίθησή τους στήν Ἀνάστασή Του καί νά θεριέψει ἡ πίστη τους στή θεότητά Του, ἐπανέλαβε τήν ἐμφάνισή του «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ», παρόντος καί τοῦ ἀπουσιάζοντος ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνισή Του Θωμᾶ. Χρησιμοποιεῖ, μάλι­στα, τόν ἴδιο τρόπο, γιά νά κάνει καί ἐκείνου ὄχι μόνο τή χαρά ἀληθινή ἀλλά καί τήν πίστη πιό στέρεα καί πιό μεγάλη.
«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ, φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου». Ὁ Θωμᾶς, γεμάτος ἔκπληξη καί πλημμυρισμένος ἀπό μιά ἀνείπωτη χαρά, ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Μερικοί, μάλιστα, ἑρμηνευτές ἀναφέρουν ὅτι, ὅταν ὁ Θωμᾶς εἶδε τά πληγωμένα χέρια τοῦ Κυρίου καί βέβαια τά πόδια καί τήν πλευρά Του, τίποτε δέν ἄγγιξε, ἀλλά πείσθηκε καί ὁμολόγησε καί τήν ὁμο­λογία αὐτή ἐπαναλάμβανε στό κήρυγμά του σέ κάθε εὐκαιρία καί τελικά τήν ὑπέγραψε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τά σημαδεμένα καί πλη­γωμένα ἀπό τά καρφιά χέρια τοῦ Κυρίου ἔγιναν αἰτία νά τόν ἀναγνωρίσουν οἱ μαθητές Του ἀνα­στημένο πλέον, νά τόν πιστεύσουν γιά «Κύριό τους καί Θεό τους» καί νά γίνουν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του, προσφέροντας γι’ αὐτή τήν αὐταπάρνησή τους, τόν κόπο καί τόν ἱδρῶτα τους, μά πρό πάντων τή μαρτυρία τοῦ ὀρθόδοξου λόγου τους, τήν ἐνάρετη βιοτή τους καί τό μαρτυρικό τους αἷμα.
Ἡ κοινωνία μας καί σήμερα, γιά νά πιστέψει καί νά ἐμπιστευθεῖ κάποιον καί γιά νά τόν παραδεχθεῖ, κοιτάζει τά χέρια του, μέ μεταφορική, βεβαίως, ἔννοια, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι:
α) Καθαρά, ὄχι ἐξωτερικά, ἐπιδερμικά, ὅπως ἦταν τοῦ Πιλάτου. Ἐκεῖνος «λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χεῖρας αὐτοῦ λέγων ἀθῶος εἰμί ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου». Ἦταν ὅμως δυνατό νά χαρακτηρισθοῦν τά χέρια του καθαρά, ἀφοῦ μέ τή δική του ὑπογραφή συντελέσθηκε τό μεγαλύτερο ἔγκλημα πάνω στή γῆ; Μπορεῖ νά τό εἶπε, ὅτι εἶναι ἀθῶος, ἀλλά εἶναι ὁ μέγας ἔνοχος, γιατί, ἐνῶ τρεῖς φορές ὁμολογεῖ καί ἀναγνωρίζει τήν ἀθωότητά Του, λέγοντας πρός τούς Ἰουδαίους «ἐγώ οὐδεμίαν κατηγορίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ», ἐν τούτοις «παραδίδει αὐτόν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Τά χέρια εἶναι καθαρά, ὅταν δέν ἐνέχονται σέ ψευδορκίες, σέ ἁρπαγές, σέ χειροδικίες, σέ λαθροχειρίες, σέ κλεψιές, σέ ἐγκληματικές ἐνέργειες καί σέ ἄλλα ἀνομήματα πού διαπράττονται μ’ αὐτά.
Πόσο, ἀλήθεια, εἶναι ἀξιοπρόσεκτο τό ἐπίγραμμα πού ἦταν χαραγμένο στή βρύση μπροστά στό ναό τῆς ἁγίας Σοφίας στήν Κων/πολη: «Νίψον ἀνομήματα μή μόναν ὄψιν» .
β) Νά εἶναι ἐργατικά. Μέ καύχηση ἐν Κυρίῳ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔδειχνε τά ἐργατικά καί ροζια­σμένα χέρια του στούς ἀνθρώπους καί πρόσθετε διδακτικά «Ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσιν μετ’ ἐμοῦ ἐξέθρεψάν με αἱ χεῖρες αὗται».
Εἶναι ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἡ ἐργασία, ἡ ὁποία καί τήν ὕλη ἀξιοποιεῖ καί τήν ἀρετή προάγει. Παίρνει ὁ ἐπιπλοποιός ἕνα ἄμορφο ξύλο καί, ἀφοῦ μέ προσοχή καί γιά πολλές ὧρες τό σμιλέψει, δημιουργεῖ ἕνα πανέμορφο ἔπιπλο καί στολίζει μέ αὐτό τό σπίτι μας, τό Ναό μας, τό χῶρο τῆς δουλειᾶς μας.
Ταυτόχρονα, βοηθάει τόν ἄνθρωπο στήν καλ­λιέργεια τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τούς πειρασμούς, πού πέφτουν ἐπάνω του τίς στιγμές τῆς ἀργίας καί τῆς ἀπραξίας του. Νά γιατί οἱ πατέρες ἔλεγαν, ὅτι «ὅποιος δέν ἔχει δουλειά τοῦ εὑρίσκει ὁ διάβολος ἀπασχόληση» καί ὁ λαός μας μέ τή σοφία του ἐπιβεβαιώνει, λέγοντας ὅτι «στοῦ τεμπέλη τήν καρδιά φτιάχνει ὁ διάβολος φωλιά», ἐνῶ οἱ πρόγονοί μας ἐπιγραμματικά δίδα­σκαν, ὅτι «ἡ ἀργία ἐστί μήτηρ πάσης κακίας». Ἰδίως γιά τούς νέους ἀνθρώπους ἡ ἀπραγία εἶναι κατάσταση ἐγκληματική, ἀφοῦ σπαταλοῦν τόν πο­λύτιμο χρόνο τους ἀσκόπως τότε πού πρέπει νά βάζουν γερά θεμέλια, γιά τή μετέπειτα ζωή τους. Γιά αὐτό ἕνας παιδαγωγός ἔλεγε σ’ ἕναν πατέρα: «θέλεις νά σώσεις τό παιδί σου; Γέμισέ του δημι­ουργικά τίς ὧρες».
γ) Ἐπίσης τά χέρια μας, γιά νά μᾶς παραδεχθοῦν καί ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι, πρέπει νά ὑψώ­νονται σέ θέση προσευχῆς συχνά -πυκνά. Οἱ μεγάλοι ἀγωνιστές, ὅσιοι καί ἀσκητές, ὕψωναν τά χέρια τους στήν προσευχή γιά ὧρες πολλές. Τέτοια ἦταν ἡ ἀφοσίωσή τους, ὥστε ἡ ἀκινησία τῶν χεριῶν τους, πού διαρκοῦσε πολλές ὧρες ξεγελοῦσε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πού ἄρχιζαν νά συγκεν­τρώνουν ὑλικά, γιά νά κάνουν τή φωλιά τους στίς ἀνοιχτές παλάμες τῶν ἀσκητῶν.
Βέβαια δέν εἶναι ὁ μόνος τρόπος προσευχῆς τά ἁπλωμένα χέρια, εἶναι ὅμως δηλωτική ἡ στάση αὐτή τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τόν πλάστη καί Θεό μας, ἀφοῦ κατά τή διάρκειά της παίρνει μέρος ὅλος ὁ ψυχοσωματικός μας κό­σμος.
δ) Ἀκόμη τά χέρια μας πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνο καθαρά ἀπό ἀδικίες, ἀλλά καί στολισμένα μέ τίς ἀγαθοεργίες καί μέ τίς φιλάνθρωπες ἐνέργειές μας, πού ἀποσκοποῦν στή συμπαράσταση τοῦ ἐμπερί-στατου συνανθρώπου μας, πού δέν εἶναι, οὔτε ξένος, οὔτε πολύ περισσότερο ἐχθρός μας, ἀλλά ἀδελφός μας, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἑνός πατέρα παι­διά.
Εἶναι εὐλογημένα καί ἁγιασμένα τά χέρια πού μεταβάλλουν τά ψυχρά χρήματα σέ ζεστό φαγητό, σέ μανδήλι γιά τά δάκρυα τῶν πονεμένων, σέ φάρ­μακο γιά τήν ἀρρώστια τοῦ δοκιμαζομένου, γιά ψωμί τοῦ πεινασμένου, γιά στέγη τοῦ ἀστέγου καί γιά βακτηρία τοῦ γέροντα.
Αὐτά τά χέρια θεωροῦνται τά πιό ὄμορφα καί τά πιό ὡραῖα καί μακάρι νά τά ἀγαπήσουμε, νά τά ἀσπασθοῦμε καί νά τά κάνουμε δικά μας.
Κάποτε στό σπίτι μιᾶς ἀρχόντισσας συγκεντρώ­θηκαν γυναῖκες, γιά νά περάσουν ἕνα ὄμορφο ἀπόγευμα, πίνοντας καφέ καί συζητώντας. Σέ κά­ποια στιγμή μιά ἀπό αὐτές εἶχε τή «φαεινή» ἰδέα νά κάνουν ἕνα «διαγωνισμό», γιά νά ἀποδειχθεῖ ποιᾶς τά χέρια θά ἦταν τά πιό ὡραῖα. Ἐπειδή ἡ καθεμία θεωροῦσε τά δικά της, ὡς τά καλύτερα καί δέν κατέληγαν σέ συμπέρασμα, ἀποφάσισαν νά ἐρωτήσουν τό γέροντα πατέρα τῆς κυρίας πού φιλοξενοῦσε τήν παρέα. Ἐκεῖνος, πεπειραμένος καί σοφός, τούς εἶπε: «Δῶστε μου προθεσμία νά βγῶ στίς φτωχογειτονιές καί νά ρωτήσω τούς φτω­χούς, τούς μοναχικούς, τούς πονεμένους, τούς πο­λύτεκνους καί τότε θά σᾶς πῶ ποιᾶς τά χέρια εἶναι ὀμορφότερα».
Μακάρι νά παύσουμε νά βλέπουμε ἀκίνητο τόν Κύριό μας στό Σταυρό. Μακάρι νά θελήσουμε νά βλέπουμε καί τούς ἁγίους μας νά κινοῦνται καί νά μήν εἶναι ἀκίνητοι καί κρεμασμένοι στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μας.
Εἶναι ἀνάγκη νά βλέπουμε μέ τά μάτια τοῦ Χρι­στοῦ μας, νά ἀκοῦμε μέ τά αὐτιά του, νά μιλᾶμε μέ τό στόμα του, νά περπατᾶμε μέ τά πόδια του, νά δουλεύουμε μέ τά χέρια του καί νά ἀγαπᾶμε μέ τήν καρδιά του.
Τότε οἱ ἄνθρωποι θά μᾶς παραδεχθοῦν, τότε ἀπό τή ζωή μας θά ὠφελοῦνται καί ἀπό τό λόγο μας θά διδάσκονται. Μή λησμονοῦμε αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο: «τοῦ Βασιλείου ὁ λόγος ἀκουγόταν σάν βροντή, γιατί ὁ βίος του ἔλαμπε σάν ἀστραπή».
Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου: » ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΙΟ ΔΡΑΜΑ»

Η άγνωστη ιστορία του Ιούδα

Το κείμενο που ακολουθεί, προέρχεται από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αντίγραφο του οποίου απόκειται στο Κελλί του του Αγίου Γοβδελά του Πέρσου της Ιεράς Μονής Ιβήρωνν, το οποίο αντέγραψε και εξέδωσε δίς ο Αγιορείτης (†) Ιερομόναχος Αβέρκιος το 1895 και 1896 στην Βάρνα.
Κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ.
Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.
Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. 
Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει. Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. 
Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε  γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας. 
Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του. Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν. 
Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα. 
Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ. Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα. Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ.
 Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της. 
Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν. Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. 
Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του. Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του. Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ : «γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα» (Ψαλμός 108, 9). 
Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια. Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. 
Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.

ΠΗΓΗ : Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων, Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του    εκ Ρώμης, Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει, Εν Βάρνη 1896, σσ. 78 - 85.
πηγή  το είδαμε εδώ

περιγραφή του Ιησού Χριστού από τον διοικητή της Ιουδαίας



Η περιγραφή του Ιησού Χριστού από τον διοικητή της Ιουδαίας

Ανατριχίλα προκαλεί το γράμμα του διοικητή της Ιουδαίας, που βρέθηκε στη Βιβλιοθήκη των Λαζαριστών της Ρώμης.
Ο Πούλβιος Λέντουλος, διοικητής της Ιουδαίας, πριν από τον Πόντιο Πιλάτο το έστειλε στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Τιβέριο και στο οποίο περιγράφεται η μορφή του Ιησού Χρίστου.

Το πρωτότυπο, στα λατινικά, βρίσκεται στη βιβλιοθήκη Cesarini στην Ρώμη.

Διαβάστε το σε μετάφραση:

"....Μεγαλειότατε Καίσαρα, Άκουσα ότι επιθυμείς να μάθεις αυτά που σου γράφω για κάποιον άνθρωπο που είναι πολύ ενάρετος κι ονομάζεται Ιησούς Χριστός, τον οποίο ο Λαός θεωρούσε προφήτη, οι μαθητές Του όμως Τον θεωρούσαν Θεό κι έλεγαν ότι είναι Υιός του Θεού, Δημιουργός του ουρανού και της γης κι όλων κι ότι βρίσκεται παντού.
Είναι αλήθεια Καίσαρα ότι ακούγονται κάθε μέρα θαυμάσια πράγματα για τον Ιησού.

Ανασταίνει νεκρούς και θεραπεύει αρρώστους, με μια Του λέξη. Είναι άνδρας, μέτριου αναστήματος, όμορφος στην όψη και αρχοντικός, ιδιαίτερα το πρόσωπο Του, ώστε όσοι Τον κοιτούν, τους προκαλεί … Τα μαλλιά Του είναι μέχρι τα αφτιά Του και πίσω φτάνουν μέχρι τους ώμους, καστανά και λαμπερά, διαχωρίζονται κατά το έθιμο των Ναζωραίων.

Το μέτωπο του είναι καθαρό και γαλήνιο, το πρόσωπο Του χωρίς σημάδια και αγάπη και σεβασμό. Η μύτη και τα χείλη Του είναι κανονικότατα. Τα γένια Του είναι πυκνά, καστανά και μακριά, που χωρίζουν στη μέση. Το βλέμμα Του είναι σοβαρό και προκαλεί σεβασμό, είναι δε δυνατό σαν ακτίνα . Όταν είναι αυστηρός, κανείς δεν μπορεί να Τον ατενίσει κι όταν μαλώνει του ήλιου. Κάποιον κλαίει…Τα χέρια και τα μπράτσα Του είναι όμορφα. Όταν συνομιλεί τους ικανοποιεί όλους, δεν εμφανίζεται συχνά, αλλά όταν αυτό συμβαίνει είναι μετριόφρων κι έχει το ωραιότερο παράστημα του κόσμου.

Είναι ωραίος, όπως κι η μητέρα Του, η οποία είναι η ωραιότερη γυναίκα. Εάν όμως η Μεγαλειότητα σου Καίσαρα θέλει να Τον δει, όπως μου είχες γράψει, πες το μου για να σου Τον στείλω αμέσως. Αν και ποτέ δεν έκανε σπουδές, ξέρει όμως κάθε επιστήμη. Περπατάει ξυπόλητος και ασκεπής. Πολλοί σαν Τον βλέπουν γελάνε, αλλά όταν στέκονται μπροστά Του τρέμουν και Τον θαυμάζουν.

Λένε ότι ποτέ ξανά δεν έχει εμφανιστεί στα μέρη αυτά άνθρωπος σαν κι Αυτόν. Επίσης λένε οι Εβραίοι ότι ποτέ δεν δόθηκαν συμβουλές ούτε κηρύχθηκε Διδασκαλία σαν την δική Του, πολλοί δε από τους Ιουδαίους Τον θεωρούν θεό. Άλλοι πάλι λένε ότι είναι εχθρός σου Καίσαρα. Λένε επίσης ότι Αυτός ποτέ δεν δυσαρέστησε κάποιον.
Όλοι όσοι Τον γνωρίζουν λένε ότι τους ευεργέτησε. Παρόλα αυτά Καίσαρα είμαι πρόθυμος να υπακούσω στην Μεγαλειότητα σου κι ό,τι με διατάξεις θα το κάνω. Εκανε το καλό"

Πέθανε ο Χριστός επάνω στο σταυρό; Η μαρτυρία των ευαγγελίων.


του Δρ.Θεολογίας Αθανάσιου Μουστάκη

Στο διαδίκτυο, ο προσεκτικός αναγνώστης, μπορεί να εντοπίσει διάφορα κείμενα, τα οποία ασχολούνται με το γεγονός της σταυρώσεως, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι ο Χριστός δεν πέθανε επάνω στο σταυρό, αλλά ότι ναρκώθηκε και μετά από λίγες ώρες ανένηψε με τη βοήθεια των φίλων και μαθητών του.

Ας δούμε τρία από τα επιχειρήματα που συνήθως προβάλλονται ως αποδεικτικά του ότι ο Χριστός δεν πέθανε στο σταυρό λίγο πιο προσεκτικά για να εντοπίσουμε τις αδυναμίες τους:


Α. Ο Χριστός ναρκώθηκε με σφουγγάρι που περιείχε ναρκωτικές ουσίες δίνοντας έτσι την εικόνα του νεκρού, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν. Ως ενισχυτικό της άποψης αυτής προσάγεται το χωρίο Ιωάννη 19:29-30, σύμφωνα με το οποίο διψώντας ο Χριστός πάνω στο σταυρό κάποιος, που ήταν συνεννοημένος από πριν, του προσέφερε να πιεί όξος με ένα σφουγγάρι που στερέωσε πρόχειρα σε ένα καλάμι. Μόλις έγινε αυτό είπε «τετέλεσται» και αμέσως πέθανε. Οι υποστηρικτές αυτής της ερμηνείας θεωρούν ότι εκείνη τη στιγμή, ενώ βρισκόταν πάνω στο σταυρό, ναρκώθηκε ο Χριστός δίνοντας την εικόνα του πεθαμένου, αν και δεν ήταν.

Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους πρέπει να διευκρινίσουμε ότι πριν ξεκινήσει η διαδικασία της σταυρικής εκτέλεσης όντως έδιναν στον κατάδικο ναρκωτικές ουσίες για να καταστείλουν τις αντιδράσεις του και να εξελιχθεί πιο εύκολα η σταύρωση. Εξάλλου, ο σταυρωμένος, μετά από κάποιες ώρες συνερχόταν και ζούσε το βασανιστικό και πολύωρο μαρτύριο του σταυρού.

Στο Χριστό προσέφεραν τέτοιο μείγμα; Βεβαίως, αλλά σύμφωνα με τη μαρτυρία των ευαγγελιστών Ματθαίου και Μάρκου δεν δέχθηκε να το πιει:

α) «ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν οἶνον μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἠθέλησεν πιεῖν» Ματθαίου 27:34.

β) «καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὃς δὲ οὐκ ἔλαβεν» Μάρκου 15:23

Οι δύο αυτοί ευαγγελιστές αναφέρουν και το περιστατικό της προσφοράς όξους στο Χριστό λίγο πριν πεθάνει. Έχουμε, λοιπόν, τις εξής αναφορές:

α) όταν κάποιος από αυτούς που παρακολουθούσαν την εκτέλεση άκουσε το Χριστό να φωνάζει τον Πατέρα Του με απόγνωση, έτρεξε και παίρνοντας κάποιο από τα σφουγγάρια που, ίσως είχαν οι στρατιώτες για τη νάρκωση του καταδίκου, το βούτηξε στο ξύδι και του το προσέφερε: «λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν» Ματθαίου 27:48. Δεν μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής αν ανταποκρίθηκε ο Ιησούς σε αυτή την πράξη, η οποία μάλλον είχε ως κίνητρο τον επιπλέον βασανισμό και τον εμπαιγμό του Χριστού, καθώς συνοδεύεται από την ειρωνεία «ἄφες ἴδωμεν εἴ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτῷ».

β) με το ίδιο ακριβώς τρόπο περιγράφει και ο ευαγγελιστής Μάρκος το περιστατικό: «δραμὼν δε τις γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτὸν λέγων· ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν». Η μοναδική διαφορά είναι ότι σε αυτή την περιγραφή αυτός που προσφέρει το όξος είναι το ίδιο πρόσωπο που ειρωνεύεται το Χριστό.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς δεν αναφέρει την άρνηση του Χριστού να πιεί την αρχικά προσφερόμενη ναρκωτική ουσία, αλλά μόνο τον εμπαιγμό εκ μέρους των στρατιωτών με την προσφορά όξους: «ἐνέπαιξαν αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι, ὄξος προσφέροντες αὐτῷ» (Λκ 23:36)

Ούτε ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει την άρνηση του Χριστού να πιεί προ της σταυρώσεως την ναρκωτική ουσία. Παραθέτει μόνο την προσφορά του όξους και σημειώνει ότι αυτό έγινε μόνο μετά το «διψῶ» που φώναξε ο Χριστός: «σκεῦος ἔκειτο ὄξους μεστόν· σπόγγον οὗν μεστὸν τοῦ ὄξους ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. ὅτε οὗν ἔλαβε τὸ ὄξος εἶπεν· . . .» (Ιω. 19:29-30).

Από τις παραπάνω παρατηρήσεις μπορούμε να οδηγηθούμε στα εξής συμπεράσματα:

1. Σαφώς διαχωρίζεται η ναρκωτική ουσία που δινόταν στους καταδίκους, από το όξος που προσεφέρθη στον Ιησού κατά τη διάρκεια του εμπαιγμού Του.

2. Περιγράφεται, κατά το δυνατό, η ναρκωτική ουσία ως «οἶνος μετὰ χολῆς μεμιγμένος» ή ως «ἐσμυρνισμένος οἶνος».

3. Το όξος, που Του προσφέρεται λίγο πριν από το τέλος, χαρακτηρίζεται μόνο έτσι, χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό.

4. Ο Χριστός αρνήθηκε να πιεί τον «ἐσμυρνισμένον οἶνον». Αυτό διαπιστώνεται εύκολα και από τη δυνατότητα που είχε να ομιλεί πάνω στο σταυρό και, μάλιστα, να απευθύνεται στους παρακειμένους και να τους δίνει οδηγίες (Παναγία και άγ. Ιωάννη), αλλά και από όλους τους λόγους που απηύθυνε επάνω από το σταυρό.

5. Το ίδιο το χωρίο 19:30 του ευαγγ. Ιωάννη, το οποίο προσάγεται ως επιχείρημα υπέρ της απόψεως ότι ο Χριστός ναρκώθηκε επάνω στο σταυρό, δηλώνει ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί, καθώς ο Χριστός λέγει το «τετέλεσται», έχοντας συνείδηση του τι συνέβαινε, ενώ ο ναρκωμένος δεν γνωρίζει πότε ακριβώς θα χάσει τις αισθήσεις του, και στη συνέχεια γέρνει το κεφάλι παραδίδοντας το πνεύμα.

6. Οι δύο ευαγγελιστές αναφέρουν την αρχική άρνηση και οι τέσσερεις τον σπόγγο με το όξος. Σε περίπτωση που επρόκειτο για προσπάθεια νάρκωσης του Χριστού, βρίσκω ότι θα ήταν πιο λογικό να παραλειφθεί το περιστατικό με το όξος και όχι να προβάλλεται και από τους τέσσερεις ευαγγελιστές.

Β. Αν και η σταύρωση ήταν ένας τρόπος εκτέλεσης που ολοκληρωνόταν μετά πολλές ώρες ή μετά από μέρες με το θάνατο του καταδίκου από ασφυξία, ο Χριστός πέθανε πολύ σύντομα.

Πράγματι ο Χριστός πέθανε μετά από τρεις περίπου ώρες στο σταυρό. Η παραμονή Του επάνω στο σταυρό προτού παραδώσει το πνεύμα, ήταν από ώρας 6ης έως ώρας 9ης, δηλαδή από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 3 το απόγευμα (Μτθ. 27:45, Μρκ. 15:33, Λκ. 23:44).




Εύλογο είναι να αναρωτηθούμε γιατί ο Χριστός πέθανε τόσο γρήγορα επάνω στο σταυρό. 


Πρώτα από όλα ο Χριστός δεν ήταν κάποιος σκληροτράχηλος στρατιώτης ή ληστής ή δούλος. Η αντοχή Του ήταν περιορισμένη. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το τελευταίο εικοσιτετράωρο ήταν ιδιαίτερα δύσκολο γι’ Αυτόν. Αμέσως μετά το Μυστικό Δείπνο, έχουμε την μετάβαση στο όρος των Ελαιών την προσευχή και τη σύλληψη. Οι συνθήκες της συλλήψεως ήταν σκληρές, καθώς ο κατάδικος προπηλακιζόνταν με σκαιότητα. Πέρασε όλο το βράδυ άυπνος, συρόμενος από κριτήριο σε κριτήριο. Οι μετακινήσεις του εκείνο το βράδυ, μέσα στην Αγία Πόλη, ήταν 5-6 χιλιόμετρα, τα οποία διήνυσε συρόμενος και δερόμενος.

Η μαστίγωση είχε απίστευτη σκληρότητα. Διαβάσαμε σε κάποιο κείμενο στο διαδίκτυο, ότι η μαστίγωση ήταν μία τυπική διαδικασία για τους Ιουδαίους και εκτελούνταν από ιερέα με 39 κτυπήματα. Πράγματι υπάρχει και αυτή η μαστίγωση που εφαρμόστηκε στον απ. Παύλο και διασώζεται στην καθομιλουμένη μας γλώσσα με τη φράση «έλαβε τεσσαράκοντα παρά μία». Είναι ξεκάθαρο ότι η μαστίγωση που προηγήθηκε της σταυρώσεως δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Τη διατάζει ο Πιλάτος και την εκτελούν οι στρατιώτες του ρωμαϊκού στρατού. Ας δούμε τις σχετικές αναφορές:

α) «τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸς Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπείραν» (Μτθ. 27:27).

β) «ὁ δὲ Πιλᾶτος . . . παρέδωκεν τὸν Ἰησοῦν φραγγελώσας ἵνα σταυρωθῇ. Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστιν πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν» (Μρκ. 15:15-16).

γ) «ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρώδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας περιβαλὼν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ» (Λκ. 23:11).

δ) «τότε οὗν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσεν» (Ιω. 19:1).

Με τη βοήθεια των παραπάνω αναφορών μπορούμε να προχωρήσουμε στις εξής διαπιστώσεις:

1. Η μαστίγωση δεν έγινε από τους Ιουδαίους ιερείς.

2. Στις τρεις περιπτώσεις την αναθέτει ο Πιλάτος στους στρατιώτες του και στη μία την αναλαμβάνουν οι στρατιώτες του Ηρώδη Αντίπα, ο οποίος ήταν υποτελής βασιλιάς της Ρώμης.

3. Δεν έγινε με τάξη, αλλά ο Χριστός παραδόθηκε σαν παιχνίδι στα χέρια των στρατιωτών, οι οποίοι έπεσαν όλοι επάνω Του. «Συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπείραν» όπως παρατηρούν οι ευαγγελιστές. Αυτό σημαίνει ότι τον παρέλαβε ένας λόχος στρατιωτών και μόνο όταν όλοι αυτοί κουράστηκαν από τη «διασκέδαση» τον επέστρεψαν στον Πιλάτο.

4. Δεν επρόκειτο για απλή μαστίγωση, αλλά «συμπληρώθηκε» από ειρωνείες, κτυπήματα με καλάμι, χρήση του ακάνθινου στεφανιού.

5. Το όργανο της μαστίγωσης ήταν το «φραγγέλιο». Ας μην πηγαίνει ο νους μας σε ένα ραβδί ή σε ένα σχοινί με το οποίο χτυπούσαν τον κρατούμενο. Πρόκειται για ένα όργανο από πολλά πλεγμένα κομμάτια δέρματος, στην άκρη των οποίων ήταν προσαρμοσμένα μεταλλικά αντικείμενα (σφαιρίδια, κομμάτια μετάλλου, λεπίδες) ή οστάρια. Κατά τη χρήση το «φραγγέλιο» ξέσκιζε τον μαστιγούμενο, μέχρι του σημείου που φαίνονταν τα οστά του.




Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδοηγούν στα εξής συμπεράσματα σχετικά με το αν ήταν δυνατό ο Χριστός να πεθάνει τόσο σύντομα επάνω στο σταυρό:

1) Η μαστίγωση και το ακάνθινο στεφάνι πρέπει να Του είχαν προκαλέσει φοβερή απώλεια αίματος.

2) Τελικά, δεν μπόρεσε να σηκώσει το σταυρό και αναγκάστηκαν, ακόμη και οι εκτελεστές της σταύρωσης, να το παραδεχθούν και να αναθέσουν αυτό το καθήκον στον Σίμωνα από την Κυρήνη παρά την πρακτική να μεταφέρει ο κατάδικος το σταυρό στον τόπο της εκτέλεσης.

3) Δεν μαρτυρείται μαστίγωση για τους άλλους σταυρωμένους, οι οποίοι θα είχαν περάσει το προηγούμενο βράδυ στη φυλακή περιμένοντας το τέλος.

Είναι προφανές, καθώς ο θάνατος στο σταυρό προκαλούνταν από ασφυξία, ότι ο Χριστός, όταν προσηλώθηκε στο σταυρό δεν θα είχε πλέον τη δύναμη να αγωνιστεί να στηριχθεί στα πόδια Του. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμη και αυτές οι τρεις ώρες, μάλλον πρέπει να θεωρηθούν πολλές.

Γ. Δεν Του έσπασαν τα πόδια για να μπορέσουν να τον επαναφέρουν αργότερα χωρίς να έχει κάποιο πρόβλημα.


Μετά το θάνατο του Χριστού στο σταυρό, καθώς οι ώρες περνούσαν και πλησίαζε το Σάββατο, το οποίο θα εμολύνετο από τα νεκρά σώματα σε κοινή θέα, οι ευσεβείς Ιουδαίοι ζήτησαν να κατεβούν τα σώματα από τους σταυρούς. Για το λόγο αυτό οι στρατιώτες ανέλαβαν να ελέγξουν την κατάσταση των τριών σταυρωθέντων. Στους μεν δύο που εμφανῶς ζοῦσαν έσπασαν τα πόδια για να επιταχύνουν το θάνατο, ενώ στην περίπτωση του Χριστού, ο οποίος φαινόταν ήδη νεκρός, χρειάζονταν να βεβαιωθούν. Το καθήκον αυτό ανέλαβε ένας από τους στρατιώτες, ο οποίος καταφέροντας ένα ισχυρό πλήγμα στο πλευρό του Χριστού δεν είδε κάποια αντίδραση από τον ίδιο, αλλά μόνο υγρό, το οποίο είχε συγκεντρωθεί στους πνεύμονες και στη θωρακική κοιλότητα και μετά το χτύπημα της λόγχης χύθηκε στο έδαφος. Αν το πλήγμα του στρατιώτη δεν ήταν ισχυρό, αλλά απλό τσίμπημα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, δε θα είχε προκαλέσει την εκροή του υγρού και ο αυτόπτης μάρτυρας Ιωάννης δεν θα μπορούσε να παραθέσει τη μαρτυρία του (19:34-35).

Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι ο θάνατος του Χριστού αναφέρθηκε στον Πιλάτο, στα πλαίσια επίσημης ενημέρωσης, από έμπειρους στρατιώτες, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν ψευδώς, ένα θάνατο ο οποίος δεν είχε συμβεί. Στο απόσπασμα δεν μετείχε μόνο ο στρατιώτης που λόγχισε το Χριστό, ο οποίος κατά τη θεωρία κάποιων συμμετείχε στη συνομωσία, αλλά και άλλοι στρατιώτες, πιθανότατα με αξιωματικό επικεφαλής, οι οποίοι έπρεπε όλοι να είναι ενήμεροι για να μπορούν να συγκαλύψουν την περίπτωση του να είναι ο ένας από τους σταυρωμένους απλώς αναίσθητος και όχι νεκρός.



Αντιλαμβανόμαστε ότι όλα αυτά δεν ήταν δυνατό να συμβούν. Για λίγους θανάτους από την αρχαιότητα μπορούμε να είμαστε τόσο βέβαιοι όσο για το θάνατο του Ιησού. Εξάλλου για ποιο λόγο κάποιοι θα μπορούσαν να σχεδιάσουν αυτή την απάτη; Μήπως αυτά που έζησαν οι χριστιανοί μετά την Ανάσταση ήταν ζηλευτά και ευχάριστα; Το αντίθετο! Διωγμοί, φυλακίσεις, μαρτύριο, θάνατος. Θα ήταν δυνατό όλα αυτά να στηριχθούν επάνω σε μία απάτη;

Υπάρχουν πολλά ακόμη που θα μπορούσαμε να πούμε σχετικά για τη σταύρωση, όπως για μαρτυρίες μη χριστιανών συγγραφέων, οι οποίοι αναφέρουν το σκοτάδι που ξαφνικά απλώθηκε στη γη. Πέρα από αυτά, όμως, είναι ξεκάθαρο ότι η μαρτυρία των ευαγγελίων δείχνει ότι ο Χριστός ετελειώθη επάνω στο σταυρό χωρίς καμία αμφιβολία

Εξάλλου αυτό που ενδιαφέρει κυρίως, σε μία τέτοιου είδους ανάρτηση, είναι να δώσουμε κάποια εναύσματα για να δούμε το Πάθος μέσα από μία οπτική η οποία σεβόμενη την παράδοση της Εκκλησίας μάς βοηθά να κατανοήσουμε τη σκληρότητα της σταύρωσης και τη σημασία της θυσίας του Χριστού για τη σωτηρία μας.

Καλή Ανάσταση!

Δρ.Θεολογίας Αθανάσιος Μουστάκης
 

ΣΥΣΤΑΥΡΟΥΜΕΝΟΙ ή ΑΝΑΣΤΑΥΡΟΥΝΤΕΣ ;



ΣΥΣΤΑΥΡΟΥΜΕΝΟΙ  ή  ΑΝΑΣΤΑΥΡΟΥΝΤΕΣ ;
π. Β. Σπηλιόπουλος
 
    Η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας είναι αυτή που εκφράζει και υποστασιοποιεί την πίστη και το βίωμα Της.  Στη Λειτουργική ζωή ζει κανείς αυτό που διδάσκει η Εκκλησία, ζει τα ελπιζόμενα και επηγγελθέντα, ζει την ίδια την Βασιλεία του Θεού.  Ακριβώς για τον λόγο αυτό οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι Θείοι Πατέρες, οι οποίοι ζούσαν το αυθεντικό Ορθόδοξο βίωμα, «έχτισαν» κατά τέτοιο τρόπο όλη την Λειτουργική Ζωή ώστε οι δυνάμενοι και βουλόμενοι να διδάσκονται, βιωματικά, το βίωμα αυτό.  Είναι, λοιπόν, θρασύ τόλμημα που αγγίζει τα όρια της βλασφημίας η οποιαδήποτε αυθαίρετη αλλαγή και επέμβαση συμβεί στις λειτουργικές διατάξεις.  Οποιαδήποτε αλλαγή δεν αλλοιώνει απλώς το τυπικό - τον τύπο αλλά αλλοιώνει το φρόνημα, το βίωμα, την πίστη, αυτό το ίδιο το Ευαγγέλιο.
«Εἰ γάρ ἐπιχειρήσαιμεν τά ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μή μεγάλην ἔχοντα τήν δύναμιν παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἄν εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δέ εἰς ὄνομα ψιλόν περιϊστῶντες τό κήρυγμα» λέει ο Μ. Βασίλειος και ποιος μπορεί να τον αμφισβητήσει;
Δυστυχώς, όμως, μέσα στη λειτουργική ζωή παρεισφρέουν πολλές φορές στοιχεία τα οποία όχι μόνο είναι καινοφανή και καινοτόμα αλλά, πράγματι, αποδεικνύουν ότι η παραμικρή αλλαγή αλλοιώνει το Ορθόδοξο βίωμα.  Βέβαια μερικά από αυτά έχουν τόσο πολύ εδραιωθεί που η απομάκρυνσή τους θα δημιουργούσε μεγάλη αναστάτωση και αντιδράσεις καλό είναι όμως να τα γνωρίζουμε ούτως ώστε αφενός μεν να μην τα επεκτείνουμε, να μην τα διογκώνουμε ακόμα περισσότερο και αφετέρου, όπου και όποτε είναι δυνατόν, να τα απομακρύνουμε με διάκριση, κατήχηση και υπομονή.
Όσο κι αν ακουστεί περίεργο ένα από αυτά τα στοιχεία είναι η συνηθισμένη έξοδος του Εσταυρωμένου Κυρίου κατά τον Όρθρο της Μ. Παρασκευής που είθισται να τελείται στους ενοριακούς ναούς, κατ’ άκραν οικονομίαν και κατά παράβαση της τάξεως, το βράδυ της Μ. Πέμπτης. 
Η έξοδος αυτή και περιφορά του Εσταυρωμένου, που γίνεται μετά το πέμπτο ευαγγελικό ανάγνωσμα τελέσθηκε για πρώτη φορά το 1864 στον πατριαρχικό ναό και, όσο κι αν σήμερα θεωρείται δεδομένη, ασφαλώς χρειάστηκε πολλά χρόνια για να γενικευθεί ενώ στις περισσότερες Ιερές Μονές δεν τελείται μέχρι και σήμερα. 
Το πρώτο βασικό της πρόβλημα είναι αυτός ο ίδιος ο Εσταυρωμένος ο οποίος περισσότερο θυμίζει άγαλμα και πολύ λιγότερο εικόνα οπότε, όπως είναι ευνόητο, ήδη παραβιάζει και διδάσκει λανθασμένα περί των ιερών εικόνων, περί ζητήματος δηλαδή δογματικού. Είναι εντελώς νέο εφεύρημα που ήλθε να αντικαταστήσει τον Σταυρό, με τον ζωγραφισμένο όμως και όχι αποσπώμενο Σώμα του Κυρίου, που βρισκόταν στην κορυφή του εικονοστασίου-τέμπλου.  Είναι καλό να τα γνωρίζουμε αυτά, ακόμη κι αν δεν έχουμε την τόλμη να τα διορθώσουμε, ακριβώς διότι εσχάτως τον Εσταυρωμένο Κύριο ακολούθησε το άγαλμα του Νυμφίου, ή της Θεοτόκου και άλλων αγίων αποδεικνύοντας ότι το ένα λάθος πατά πάνω στο προηγούμενο.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι με την έξοδο αυτή έχουμε πιστή αναπαράσταση γεγονότων εν είδει θεάτρου γεγονός που απάδει προς την ορθόδοξη παράδοσηΚαι φυσικά και εδώ δεν λείπει η φαντασία ώστε την έξοδο του Εσταυρωμένου να ακολουθήσει η τελετή της Αποκαθηλώσεως, την οποία ακολούθησε ο ενταφιασμός του Σώματος, πολλές δε φορές με χέρια που κλείνουν προς τα μέσα, στον επιτάφιο αντί του κεντητού υφάσματος, που ακολούθησε η τέλεση της αποκαθήλωσης σε Όρη και σε βουνά ως παράσταση, που ακολούθησε ακόμη και η αναπαράσταση των παθών στις στάσεις της λιτανείας του επιταφίου.  Όλα τα παραπάνω, και άλλα που δεν γνωρίζουμε ή που αύριο θα εφεύρουν «ευρηματικοί» ιερείς προς συγκέντρωση πλήθους, γίνονται σε ορθόδοξους Ναούς, ακόμη και μονές, από Ορθοδόξους ιερείς που διδάσκουν μη ορθόδοξα τους πιστούς.
Ας δούμε όμως μερικές διατάξεις τυπικών και γνώμες σοβαρών λειτουργών επί του θέματος:
Στο ισχύον τυπικό του Βιολάκη, ένα από τα πιο καινοτόμα και λιγότερα αυστηρά, αναφέρεται ασφαλώς το τυπικό της εξόδου του Εσταυρωμένου αλλά σε υποσημείωση αναφέρονται τα παρακάτω:
«Ἐν τῶ πατιαρχικῶ ναῶ (ὡς καί ἐν Ἁγίω Ὅρει μέχρι τοῦδε) ἡ ἔξοδος αὕτη τοῦ Ἐσταυρωμένου οὐκ ἐγίνετο μέχρι τῆς πατριαρχείας Σωφρονίου τοῦ ἀπό Ἀμασείας (1864), καθόσον οὔτε τό Τριώδιον σημειοῖ τοιαύτην τινά τάξιν, οὔτε τό ἀρχαῖον Τυπικόν ἤδη ὅμως καθιερώθη, οὕτως είπεῖν, καί ὁ λαός φαίνεται ποθῶν ἵνα εὐλαβῶς προσκυνήση τῆ ὥρα ταύτη τόν διά τάς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἀναρτηθέντα ἐπί ξύλου τοῦ Σταυροῦ Θεάνθρωπον» (τυπικόν της του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Γεωργίο Βιολάκη, σελ. 404, ὑποσημείωση 1). 
Ας σημειωθεί εδώ ότι τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρει η υποσημείωση είναι αναμφισβήτητα ας μας επιτραπεί όμως να αμφισβητήσουμε το κατά πόσον είναι αδύνατη η επαναφορά στην κανονική τάξη και το κατά πόσο ο πιστός λαός επιθυμεί «ἵνα εύλαβῶς» προσκυνήσει. Δάκρυα συναισθηματικά που διαρκούν μερικά λεπτά και δεν οδηγούν στη μετάνοια και σε αλλαγή του βίου είναι πλάνη.  Ας σημειωθεί επίσης ότι, όπως είναι ευνόητο, παλαιότερες εκδόσεις του ιδίου τυπικού δεν αναφέρουν τίποτα απολύτως για την καινοφανή αυτή τελετή.
Ευνόητο, όμως, τυγχάνει και το γεγονός ότι κανένα παλιό τυπικό δεν αναφέρει το παραμικρό για την έξοδο του Εσταυρωμένου και κανένα παλαιό λειτουργικό βιβλίο.  Ειδικότερα το πρώτο τυπικό του αγίου Σάββα δε θα μπορούσε να γνωρίζει την λιτανεία αυτή.  Ας δούμε όμως τον υπέροχο σχολιασμό του π. Δοσιθέου, ηγουμένου της μονής Τατάρνης και ακραιφνή γνώστη του τυπικού αλλά και τηρητού , σχετικώς με το θέμα:
«…Εἰς τάς ἱερᾶς Μονάς δέον ὅπως παραφυλάττητται ἡ ἀρχαία τάξις.  Μία ἱερά εἰκών τῆς Σταυρώσεως εἰς τό προσκυνητάριον ἤ εἰς τό μέσον τοῦ Ναοῦ ἀρκεῖ.  Ἐξ’ ἄλλου εἰς τάς ἱεράς Μονάς δεν πρέπει ἵνα ὑπάρχη Ἐσταυρωμένος ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης, εἰ μή μόνον λιτανευτικός Σταυρό. Σημείωσαι δ’ ὅτι ἡ κοπή τοῦ Σώματος εἰς τό περίγραμμα αὐτοῦ δεν ἀντέχει εἰς ὀρθόδοξον κριτικήν, διότι ὀλίγον ἀπέχει τοῦ ἀγάλματος, ἐγγίζον τό εἴδωλον.  Ἄφες, σύ ὁ τυπικάρης, διά τούς τοῦ κόσμου ἐνοριακούς Ναούς τούς ἐξ’ ἀνθέων (πολλάκις πλαστικῶν) στεφάνους, τήν ὀχλοβοήν τῶν ἀνασταυρούντων καί τούς ψευδεῖς καί ἐπίπλαστους συναισθηματισμούς, τούς στεναγμούς καί τά δάκρυα τῶν γυναικαρίων τῶν ἀεί ποτέ μανθανόντων καί οὐδέποτε εἰς εὐσέβειαν ἐλθεῖν δυναμένων.  Ἡμεῖς ἀρκούμεθα εἰς τήν θεολογίαν τῶν τροπαρίων, εἰς τήν χαρμολύπην τῶν κανόνων καί εἰς τάς ἑεμηνείας τῶν ἀναγνωσεων» (Τυπικόν του οσίου και θεοφόρου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ ἡγιασμένου, ἔκδοσις Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης, σελ. 402).
Φρονούμε ότι ο πανοσιολογιότατος δεν θα μπορούσε να περιγράψει τόσο καλά και τόσο σύντομα την κατάσταση που προκαλεί και την αλλοίωση που εισάγει η καινοφανής αυτή λιτάνευση.  Φρονούμε επίσης, όσο κι αν ο πατήρ διακριτικά μόνον το δήλωσε και εμμέσως, ότι ασφαλώς ούτε σε ενοριακό Ναό αρμόζουν τα στεφάνια, οι βοές, τα ψεύτικα δάκρυα και τα συνακόλουθα και ευχόμαστε κάποτε να εκλείψουν.
Τέλος ας δούμε τι αναφέρει σχετικώς το Αγιορείτικο Τυπικόν της εκκλησιαστικής ακολουθίας, που εξέδωσαν για λογαριασμό του Ιερού Κελλίου Ευαγγελισμού Καρυών Αγίου Όρους οι εκδόσεις «Καστανιώτη». 
«Ἐκ τοῦ 1864 ἔτους τῆς Πατριαρχείας Σωφρονίου τοῦ ἀπό Ἀμασείας, εἰσήχθη ἡ ἔξοδος „Ἐσταυρωμένου” εἰς τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως καί εἰς τάς κατά τόπους Ἐκκλησίας - κατά μίμησιν ἴσως τῶν Δυτικῶν Λιτανειῶν Ἐσταυρωμένων ἀγαλμάτων.  Αὕτη ἡ τάξις ἐπικρατεῖ ἐσχάτως εἰς πολλάς μονάς, ὡς εἰς τό Πρωτάτον.  Πλην ὅμως ἡ συνήθεια αὕτη τῆς ἐξαιρετικῶς πομπώδους καί δραματικῆς ἐξόδου τοῦ Ἐσταυρωμένου σώματος, ἰδιαίτατα ὡς γίνεται σήμερον εἰς τάς ἐνορίας, ἀπάδει πρός τήν λιτότητα καί ἡγιασμένην ἁπλότητα τῆς Ὀρθοδοξίας». (σελ.216, υποσημείωση 32).  Καί βέβαια το ίδιο τυπικό τονίζει ότι, τουλάχιστον, σε όποιες μονές τελείται – κακώς - η  έξοδος του Εσταυρωμένου τελείται με σεβασμό και λιτότητα και δεν τελείται, ή δεν θα έπρεπε να τελείται, η αποκαθήλωση και τα υπόλοιπα δρώμενα.
Ας έχουμε λοιπόν υπόψιν το πόσο ξένα προς την ορθόδοξη λειτουργική παράδοση και την εν γένει ορθόδοξη πνευματικότητα είναι όλα αυτά και ας προσπαθήσουμε αν όχι να διορθώσουμε τουλάχιστον να μην τα  αναπαράγουμε, προσθέτοντας και άλλα, μεγαλώνοντας  την απόσταση από γνήσιο ορθόδοξο λειτουργικό βίωμα.  Ας τελούνται απλά και αθόρυβα.
 
Πηγές φωτογραφιών:        1 2 3 4 5 6


 πηγή

Ἡ Δίκη τοῦ Χριστοῦ: μιὰ Νομικὴ Ἀνάλυση


Δερμοσονιάδης Χρῆστος (Δικαστής)


 


Ὅταν ὁ Πιλάτος βεβαιώθηκε γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ θέλησε νὰ τὸν ἀπολύσει τότε οἱ Ἰουδαῖοι φώναξαν: «Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι Θεοῦ υἱὸν ἑαυτὸν ἐποίησε.» (Ἰωάν.10,7). Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ σημερινὴ θέση τῶν Ἑβραίων.

Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστὸς παρέβη πράγματι τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ δίκαια κατεδικάσθη σὲ θάνατο. Εἶναι δυνατὸν ὅμως ἡ ἀνθρώπινη Δικαιοσύνη νὰ ἔφθασε σὲ τέτοια ἀντίθεση πρὸς τὴ Θεία Δικαιοσύνη ὥστε νὰ καταδικάσει σὲ θάνατο τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου νὰ θανατώσει τὸ Δημιουργό; Τὸ βασικὸ λοιπὸν ἐρώτημα εἶναι ἂν ἡ δίκη τοῦ Χριστοῦ ἤτανε μία δίκαιη δίκη, κατὰ τὸ ἀνθρώπινο μέτρο, ἂν δηλαδὴ ἔγινε σύμφωνα μὲ τὸ νόμο καὶ τὴ δικονομία.

Ἡ δικαιοσύνη τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ βρισκόταν σὲ ἀρκετὰ ψηλὸ ἐπίπεδο. Τὸ Ρωμαϊκὸ Δίκαιο σὲ λίγα θέματα ὑστεροῦσε ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐρωπαϊκὸ δίκαιο καὶ τὸ ἑβραϊκὸ ἤτανε ἱεροκρατικὸ καὶ στηριζόταν στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο.

Τὰ ἑβραϊκὰ δικαστήρια ἤτανε πολυμελῆ. Ἀνώτατο Δικαστήριο ἦταν τὸ Μέγα Συνέδριο ποὺ εἶχε καὶ ἄλλες ἐξουσίες. Ἕδρευε στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπετελεῖτο ἀπὸ 120 μέλη μὲ πρόεδρο τὸν Ἀρχιερέα καὶ εἶχε στὴ διαταγὴ του στρατιωτικὴ δύναμη, τὴν κουστωδία.

Οἱ θανατικὲς καταδίκες τῶν ἑβραϊκῶν δικαστηρίων ἔπρεπε νὰ ἐπικυρωθοῦν ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ ἐξουσία ὅπως ἀναφέρεται στὸ βιβλίο “Ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ” τοῦ θεολόγου Δημήτριου Καππαῆ.

Ἡ θανατικὴ ποινὴ προβλεπόταν γιὰ ἀρκετὰ ἀδικήματα ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ λαοῦ σπανίως ἐπιβαλλόταν. Ἡ ἐκτέλεση γινόταν μὲ διάφορους τρόπους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πιὸ βασανιστικὸς καὶ ἐξευτελιστικὸς ἦταν ὁ θάνατος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ὁ ὁποῖος συνηθίζετο ἀπὸ τὰ Ρωμαϊκὰ δικαστήρια, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἐνδοιασμοὺς στὴν ἐπιβολὴ θανατικῆς καταδίκης.

Κατὰ τὴν ἑβραϊκὴ δικονομία ἡ προανάκριση ἦταν ἄγνωστη καὶ δὲν ὑπῆρχε δημόσιος κατήγορος. Ἡ ἀπόφαση δὲν μποροῦσε νὰ στηριχθεῖ στὴν παραδοχὴ τοῦ κατηγορουμένου ἀλλὰ μόνο στὶς μαρτυρίες.

Ἡ δίκη διεξαγόταν μέρα, μὲ ἀνοικτὲς τὶς πόρτες, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Ξεκινοῦσε μὲ τοὺς μάρτυρες ὑπερασπίσεως καὶ ἀκολουθοῦσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, ποὺ ἔπρεπε νὰ δώσουν σαφῆ καὶ πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας τὸ δεξί τους χέρι πάνω στὸ κεφάλι τοῦ κατηγορουμένου καὶ σὲ περίπτωση θανατικῆς καταδίκης ἔπρεπε νὰ συμμετέχουν στὴν ἐκτέλεση καὶ νὰ ρίξουν τὶς πρῶτες πέτρες, ἐὰν ἡ θανάτωση θὰ γινόταν μὲ λιθοβολισμό.

Ὁ Κατηγορούμενος ἐθεωρεῖτο ἀθῶος μέχρι τὴν τελική του καταδίκη, ἐδικαιοῦτο νὰ μιλήσει, νὰ φέρει μάρτυρες καὶ νὰ τύχει καλῆς μεταχείρισης.

Κατὰ τὴ γνώμη τῶν συγγραφέων δὲν ἐτηροῦντο πρακτικὰ ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ καταδίκη ἐκδιδόταν μὲ γραπτὸ διάταγμα. (Κοντογόνη: Ἑβραϊκὴ Ἀρχαιολογία, Β’4). Πάντως διάταγμα καταδίκης τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει βρεθεῖ.

Οἱ Δικαστὲς ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀμερόληπτοι, δίκαιοι καὶ μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς νὰ ὑπερασπίζουν τὸν κατηγορούμενο. Σὲ περίπτωση θανατικῆς καταδίκης ἀνεβάλλετο ἡ τελικὴ ἀπόφαση γιὰ τὴ μεθεπόμενη μέρα καὶ ἐὰν ἐπικυρωνόταν ἡ θανατικὴ καταδίκη ἡ ἐκτέλεση ἔπρεπε νὰ γίνει τὴν ἄλλη μέρα καὶ ὄχι αὐθημερόν. Ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς ἀκροάσεως μέχρι τὴν ἐκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.

Στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης συνόδευε τὸν κατηγορούμενο ἔφιππος δικαστής, ποὺ καλοῦσε τὸ λαὸ νὰ ἀναφέρει ἀμέσως στὸ Δικαστήριο, τὸ ὁποῖο συνεδρίαζε ἐκείνη τὴν ὥρα, ὁτιδήποτε ἐλαφρυντικὸ γιὰ τὸν κατηγορούμενο καὶ τότε σταματοῦσε ἀμέσως ἡ ἐκτέλεση.

Αὐτὰ γιὰ τὴ Δικαιοσύνη στὸ Ἰσραήλ.

Πρέπει ὅμως νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι στὰ χρόνια τῆς ρωμαϊκῆς ὑποτέλειας ὑπῆρχε μεγάλη φαυλότητα καὶ ἠθικὸς ξεπεσμός, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἄρχοντες νὰ εἶναι πρόσωπα φαῦλα, ποὺ ἐξασφάλιζαν τὴ θέση τους δωροδοκώντας τοὺς Ρωμαίους ἡγεμόνες. Οἱ Δικαστὲς δὲν εἶχαν πλέον τὴν ἐντιμότητα καὶ τὴν ἀνθρωπιὰ ποὺ εἶχαν οἱ προκάτοχοί τους. Ὁλόκληρο τὸ ἔθνος βρισκόταν σὲ ξεπεσμὸ καὶ ἀθλιότητα.

Μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου πολλοὶ Ἰουδαίου πίστεψαν στὸν Χριστό. «Συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισσαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον. Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; …. Εἰς δὲ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας, ἀρχιερεὺς ὤν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς …. ὅτι συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται.» (Ἰω. ΙΑ’48-50)
«Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν.» (Ἰω. ΙΒ’10)

Καὶ ἡ στρατιωτικὴ κουστωδία, μαζὶ μὲ ἔνοπλους ὑπηρέτες, ὅταν συνέλαβε τὸν Ἰησοῦν δὲν τὸν ἔφερε στὸ δικαστήριο ἀλλὰ στὸν πεθερὸ τοῦ ἀρχιερέα, τὸν Ἄννα, ποὺ ὑπηρέτησε στὸ παρελθὸν σὰν ἀρχιερέας.

Καὶ ὁ Ἄννας, χωρὶς νὰ ἔχει καμιὰ ἐξουσία ἄρχισε ἀνάκριση γιὰ νὰ βρεῖ αἰτία ἐναντίον τοῦ συλληφθέντος. Κι ὁ Χριστὸς ἀπαντᾶ. «Ἐπερώτησον τοὺς ἀκηκοότας» «ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν». (Ἰω. ΙΗ’,20).

Ἡ ἀπάντηση δὲν ἄρεσε καὶ ἕνας ὑπηρέτης ἐρράπισε τὸν Ἰησοῦν λέγοντας «οὕτως ἀποκρίνη τῷ ἀρχιερεῖ;» Σὲ λίγη ὥρα ὁδήγησαν τὸν Χριστὸ στὸ σπίτι τοῦ ἀρχιερέα Καϊάφα καὶ μέχρις ὅτου μαζευτοῦν τὰ μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου οἱ ὑπηρέτες ἔδερναν, ἔβριζαν καὶ κορόιδευαν τὸν Χριστό. Τὸ ἑβραϊκὸ δίκαιο ἀπαγόρευε τὴν ἀνάκριση καὶ τὴν κακοποίηση τοῦ κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).

Καὶ ἄρχισε ἡ συνεδρίαση τοῦ Ἀνωτάτου Ἑβραϊκοῦ Δικαστηρίου μὲ ἄλλες τρεῖς δικονομικὲς παραβάσεις.
Τὸ Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στὸ σπίτι τοῦ ἀρχιερέα καὶ ὄχι στὸ κτίριο τοῦ Δικαστηρίου καὶ συνεδρίασε νύκτα, πράγμα ἀπαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρὶς νὰ προϋπάρχει σαφὴς κατηγορία ἀπὸ δύο τουλάχιστον μάρτυρες, ὅπως ἀπαιτοῦσε ἡ δικονομία.

Μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες ποὺ διαστρέβλωσαν τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέρας ἐγερῶ αὐτόν» (Ἰω. Β’19), ποὺ ὁπωσδήποτε ἐλέχθηκε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ ἰδίου καὶ ὄχι γιὰ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος.

Οἱ μαρτυρίες ὅμως δὲν ταιρίαζαν μεταξύ τους, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δόθηκαν ἀντικανονικὰ μὲ τὴν ταυτόχρονη παρουσία καὶ τῶν δύο μαρτύρων. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ καταδικαστοῦν σὲ θάνατο οἱ ψευδομάρτυρες σύμφωνα μὲ τὸ Δευτερονόμιον (ΙΘ’ 18-21). «καὶ ἰδοὺ μάρτυς ἄδικος ἐμαρτύρησεν ἄδικα, ἀντέστη κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ ποιήσετε αὐτῶ ὅν τρόπον πονηρεύσατο ποιῆσαι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ …. Καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται ….»

Τὸ Συνέδριο ἀποφάσισε ὅτι δὲ μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ σ’ αὐτοὺς τοὺς μάρτυρες καὶ ὁ Πρόεδρός του, ὁ ἀρχιερέας Καϊάφας, ἐρώτησε τὸ Χριστὸ «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Σὺ εἴπας …. Τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε. Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;” (Ματθαίου ΚΣΤ’ 63).

Ἡ ὁμολογία τοῦ κατηγορούμενου, ἂν τέτοια θεωρηθεῖ ἡ ἀπάντησή Του, δὲν ἀποτελοῦσε κατὰ τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο ἀπόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες «ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρήμα» (Δευτερονόμιον ΙΘ’ 15).

Δὲν ὑπῆρξε καθόλου ὑπεράσπιση, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἀπαραίτητο μέρος τῆς δικαστικῆς διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Τὴν ὑπεράσπιση τὴν ἀνελάμβανε ἕνας τουλάχιστον ἀπὸ τοὺς δικαστὲς γιὰ νὰ μὴν μείνει κανένας κατηγορούμενος ἀνυπεράσπιστος.

Ὁ ἀρχιερέας «διέρρηξε τὰ ἱμάτιά του» πράγμα ποὺ ἀπαγορεύει ὁ Μωσαϊκὸς νόμος στοὺς ἱερεῖς (Λευϊτικὸν 6, ΚΑ’10).

Καὶ τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου ἀπεκρίθησαν «ἔνοχος θανάτου ἐστὶ» (Ματθαίου ΚΣΤ’ 67).

Ἡ ψηφοφορία ἔγινε ταυτόχρονα, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ γίνει μὲ τὴ σειρά, ἀπὸ τὸ νεότερο δικαστὴ πρὸς τοὺς παλαιότερους γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεαστοῦν μεταξύ τους.

Μετὰ τὴν καταδίκη ἄρχισαν ἄλλα ἔκτροπα «καὶ ἤρξαντο τινὲς ἐμπτύειν αὐτῳ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ προφήτευσον ἡμῖν τὶς ἐστὶν ὁ παίσας σε. Καὶ οἱ ὑπηρέται ραπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον» (Μάρκον ΙΔ’ 65).

Γιὰ νὰ τηρήσουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισσαῖοι τὰ προσχήματα περίμεναν νὰ ξημερώσει καὶ συνεδρίασαν πάλιν γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν τὴν καταδίκη στὸ κτίριο τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ. «Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωΐ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ» (Μάρκον ΙΕ’,1).

Ὁ Χριστὸς συνελήφθη τὴν Πέμπτη τὸ βράδυ καὶ ἡ ἐπίσημη δίκη διεξήχθηκε, ὁλοκληρώθηκε καὶ ἐκτελέστηκε ἡ θανατικὴ ποινὴ μέσα στὴν ἴδια μέρα, τὴν Παρασκευή, κατὰ παράβαση τῶν κανόνων (Sanhedrin IV,I), ἐνῶ ἔπρεπε νὰ περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.

Γράφεται στὴν Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν πρὶν ἀπὸ τὸ 12ο Εὐαγγέλιο ὅτι: «Ἤδη βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρὰ κριτῶν ἀδίκων καὶ Ἰησοῦς δικάζεται καὶ κατακρίνεται Σταυρῷ. Καὶ πάσχει ἡ κτίσις ἐν Σταυρῷ καθορῶσα τὸν Κύριον. Ἀλλ’ ὁ φύσει σώματος δι’ ἐμὲ πάσχων, Ἀγαθέ, Κύριε, δόξα σοι.»

Κατὰ τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο ἡ Θεοποίηση ἀνθρώπου ἀποτελοῦσε βλασφημία καὶ ἀδίκημα. Ὁ κατηγορούμενος ὅμως ἐδικαιοῦτο ὑπεράσπιση.

Ὁ Χριστὸς ἔκανε ἀναρίθμητα θαύματα μπροστὰ στὸ λαό. Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸν ὑποδέχτηκαν μερικὲς μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ δίκη ψάλλοντας «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.» (Ἰω.ΙΒ’ 13).

Ἐξ ἄλλου ἡ ἀνθρωπότητα περίμενε τὸ Σωτήρα, «τὴν προσδοκία τῶν ἐθνῶν», «τὸν καθολικὸ διδάσκαλο» τοῦ Σωκράτη, τὸ «Λόγο» τοῦ Πλάτωνα, τὸν «Ἄγνωστο Θεὸ» τῶν Ἀθηναίων, τὸν «νέο Θεὸ» τῶν 3 μάγων, τὸν «Ἅγιο» τοῦ Κομφούκιου καὶ τὸν ἀναμενόμενο ἀπὸ ὅλους τοὺς Προφῆτες τοῦ Ἰσραὴλ «Μεσσία».

Οἱ μορφωμένοι ἑβραῖοι γνώριζαν καλὰ ὅλες τὶς προφητεῖες, ποὺ συνέκλιναν καὶ συμφωνοῦσαν ὅτι ὁ κατηγορούμενος Ἰησοῦς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας – Χριστὸς ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώσηπου Contra Apionem Lib. II 17.

Ἡ ζωή, ἡ διδασκαλία Του καὶ τὰ ἀπειράριθμα θαύματά Του δὲν χωροῦσαν καμιὰ ἀμφιβολία. Τὸ Μεγάλο Συνέδριο ὅμως ἀπαξιεῖ νὰ μελετήσει τὸ θέμα καὶ νὰ ἐξετάσει μήπως ἐνώπιόν του ἀντὶ Θεοποίηση ἀνθρώπου ἔχει ἐνανθρώπιση Θεοῦ. Μᾶλλον δὲν ἀπαξιεῖ, ἀλλὰ σὲ γνώση του καταδικάζει τὸ Μεσσία, ἐφ’ ὅσον ὁ ἀρχιερέας εἶχε πεῖ μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου «οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ …», ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸ βιβλίο «Ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ» τοῦ εἰσαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.

Πρεσβύτεροι καὶ Ἀρχιερεῖς κατεδίκασαν σὲ θάνατο τὸ Θεό τους καὶ δέσμιο τὸν ὁδηγοῦν στὸν ρωμαῖο Πιλάτο γιὰ νὰ ἐπικυρώσει τὴ θανατικὴ καταδίκη.

Μία νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινᾶ.

Ἤτανε πρωΐ τῆς Παρασκευῆς, τῆς προηγούμενης μέρας τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα, ποὺ ἔφεραν οἱ ἑβραῖοι τὸν Ἰησοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ Πραιτώριο. Οἱ ἑβραῖοι δὲν ἤθελαν νὰ μποῦν στὴν κατοικία εἰδωλολάτρη γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα καὶ στὴν ἐπιμονὴ τους ὁ ρωμαῖος ἡγεμόνας διέταξε καὶ τοποθέτησαν στὸ λιθόστρωτο μπροστὰ ἀπὸ τὸ Πραιτώριο τὴ δικαστική του ἕδρα γιὰ νὰ δικάσει ἐκεῖ τὸν κατηγορούμενο.

Κατὰ τὸ τυπολατρικὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο ἡ δικαστικὴ ἐξουσία ἦταν ἀπόλυτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἕδρα, τὴν τήβεννο καὶ τὴ σφραγίδα τοῦ δικαστῆ παρὰ μὲ τὸ ἄτομό του.

Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς δίκης παρατηρεῖται ἡ πρώτη δικονομικὴ παράβαση. Ὁ κατηγορούμενος ἤτανε δέσμιος κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δίκης ἐνῶ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὁ κατηγορούμενος ἀθῶος μέχρι τὴν καταδίκη. Καὶ ἀρχίζει ἡ δίκη μὲ τὴν ἐρώτηση τοῦ Πιλάτου: «τίνα κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου;»

Ἔπρεπε λοιπὸν οἱ ἑβραῖοι νὰ κατηγορήσουν τὸν Ἰησοῦν. Ἀλλὰ κατηγορία γιὰ βλασφημία δὲ θὰ ἐνδιέφερε τὸν ρωμαῖο ἡγεμόνα. Οὔτε θὰ ἐπέφερε θανατικὴ καταδίκη. Ὁ ἀρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ἐνώπιον τοῦ λαοῦ νέα, ἐντελῶς ψευδῆ, κατηγορία λέγοντας «τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν Βασιλέα εἶναι». (Λουκᾶ ΚΓ’, 2)

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Καϊάφα ἤτανε ἐντελῶς ψευδὴς γιατί τὸ Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τὸν Ἰησοῦν μὲ ἄλλη κατηγορία, τὴν βλασφημία.

Ἤτανε ψέμα ὅμως καὶ τὸ περιεχόμενό της, γιατί ὁ Χριστὸς εἶχε δώσει διαφορετικὴ ἀπάντηση στοὺς μαθητὲς τῶν Φαρισαίων, ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὴ ρωμαϊκὴ φορολογία «ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. ΚΒ’, 21)

Ἔπρεπε βάσει τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου νὰ γίνει γραπτὴ αἴτηση γιὰ εἰσαγωγὴ σὲ δίκη.

Ἔπρεπε νὰ ἀναφερθεῖ τὸ ὄνομα καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ κατηγορούμενου καὶ νὰ διατυπωθεῖ ἀκριβῶς ἡ κατηγορία.

Ἔπρεπε νὰ συνταχθεῖ πρωτόκολλο κατηγορίας.

Ἔπρεπε νὰ καθοριστεῖ ἡ μέρα τῆς δίκης καὶ νὰ κληθοῦν καὶ νὰ ἀκουστοῦν, ἐκείνη τὴ μέρα, οἱ μάρτυρες. (Δημαρᾶ: Ἱστορία Ρωμαϊκοῦ Δικαίου, Β 132).

Ἐὰν ὅμως θεωρηθεῖ ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ πρωτόδικη ὑπόθεση ἀλλὰ γιὰ ἐπικύρωση τῆς θανατικῆς καταδίκης τοῦ ἑβραϊκοῦ δικαστηρίου τότε ἡ εἰσαγωγὴ στὴ δίκη ἔπρεπε νὰ γίνει μὲ καταχώριση γραπτῆς αἴτησης μαζὶ μὲ τὴν πρωτόδικη ἀπόφαση.

Ὁ Πιλάτος δὲν ἔκανε τίποτε ἀπ’ αὐτά. Κατέβη ἀπὸ τὴν ἕδρα του, πράγμα ποὺ κατὰ τὸ Ρωμαϊκὸ Δίκαιο σήμαινε ὅτι δὲν ἔχει πλέον δικαστικὴ ἐξουσία, μπῆκε στὸ Πραιτώριο καὶ ἐκεῖ συνομίλησε μὲ τὸν κατηγορούμενο, μακριὰ ἀπὸ τὸ μαινόμενο πλῆθος τῶν ἑβραίων, ἐνεργώντας κάποιας μορφῆς ἀνάκριση.

«Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» (Λουκᾶ ΚΓ’ 3), ρώτησε ὁ Πιλάτος τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἀπεκρίθη «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου …. ἐγώ …. εἰς τοῦτο ἐλήληθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ». (Ἰω. ΙΗ’, 35 ἑπ.)

Τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ τὴν κατάλαβε ὁ Πιλάτος. Ὁ Χριστὸς ἤτανε πνευματικὸς ἡγέτης καὶ ὄχι κοσμικὸς ἄρχοντας. Ἔκρινε ἀμέσως ὅτι δὲν εὐσταθοῦσε ἡ κατηγορία καὶ δὲν ὑπῆρξε ὁ Ἰησοῦς ἔνοχος ἀντιποίησης ἐξουσίας.

Ὁ Πιλάτος ἐπιβεβαίωσε τὴ θέση του μὲ τὴ φράση ποὺ ἐξεστόμισε «τί ἐστιν ἀλήθεια;» Μία ἐρώτηση ποὺ δὲν περίμενε ἀπάντηση γιατί ἡ ἀλήθεια ἤτανε κατ’ ἐκεῖνον μία φιλοσοφικὴ οὐτοπία. Μὲ τὸ πρακτικὸ ρωμαϊκὸ πνεῦμα ποὺ τὸν χαρακτήριζε ὁ Πιλάτος βγῆκε ἀπὸ τὸ Πραιτώριο καὶ ἀθώωσε ἀμέσως τὸν κατηγορούμενο λέγοντας στοὺς Ἰουδαίους «ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ». (Ἰω. ΙΗ’ 38).

Ἔπρεπε ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀφεθεῖ ἀμέσως ἐλεύθερος.

Ὁ ὄχλος ὅμως δημιουργοῦσε μεγάλο θόρυβο μπροστὰ στὸ ἀνάκτορο ἐπιμένοντας στὴ θανατικὴ καταδίκη. Μέσα ἀπὸ τὶς φωνὲς ὁ Πιλάτος ξεχώρισε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἤτανε Γαλιλαῖος. Καὶ ἡ Γαλιλαία ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ Πιλάτου. Ἡ Γαλιλαία εἶχε ἄρχοντα, τετράρχη, τὸν ἐξηρτημένο βασιλιὰ Ἡρώδη τὸν Ἀντύπα.

Ὁ Πιλάτος λοιπὸν παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε ἀμέσως προηγουμένως ἀθωώσει τὸν Ἰησοῦν, ἐπικαλέστηκε τὴν τοπικὴ ἁρμοδιότητα τοῦ Ἡρώδη. Καὶ γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ κάθε εὐθύνη ἔστειλε τὸν Ἰησοῦν στὸν Ἡρώδη, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖνες τὶς μέρες στὴν Ἱερουσαλήμ. (Λουκᾶ ΚΓ’ 6-7)

Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀπάντησε σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Ἡρώδη, ποὺ ἀποκεφάλισε τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.
Ὁ πανοῦργος Ἡρώδης δὲν θέλησε νὰ ξαναβάψει τὰ χέρια του μὲ ἅγιο αἷμα καὶ ἀπεφάσισε ὅτι δὲν ἔχει ἁρμοδιότητα γιατί τὸ ἀδίκημα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ ἑβραϊκὴ καταδίκη του ἔγιναν ἔξω ἀπὸ τὰ δικά του σύνορα τῆς Γαλιλαίας.

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀθωώθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ ἐξουσία μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Ἡρώδη.

Ἀντὶ ὅμως νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερος ὁδηγεῖται καὶ πάλιν δέσμιος στὸν Πιλάτο, ἀφοῦ ὁ Ἡρώδης καὶ οἱ στρατιῶτες του τὸν ἐξευτέλισαν καὶ τοῦ φόρεσαν βασιλικὸ μανδύα (Λουκᾶ ΚΓ’ 11) πράγματα ἐντελῶς ἀπαράδεκτα μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ κατηγορούμενου, ἔστω καὶ γιὰ ἔλλειψη τοπικῆς ἁρμοδιότητας.

Ὁ Πιλάτος βγῆκε στὸν ἐξώστη τοῦ Πραιτωρίου καὶ ἀθώωσε γι’ ἄλλη μία φορὰ τὸν Ἰησοῦν λέγοντας «ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ οὐδὲ Ἡρώδης. Ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστι πεπραγμένον αὐτῷ». (Λουκᾶ ΚΓ’ 15-16)

Οἱ Ἰουδαῖοι φώναζαν περισσότερο καὶ στὸ δίλημμα τοῦ Πιλάτου προστέθηκε καὶ τὸ μήνυμα τῆς γυναίκας του Πρόκλας “μηδὲν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ. Πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ’ ὄναρ δι’ αὐτόν” (Ματθαίου ΚΖ’ 20).
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανὴ καὶ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της ὡς ἁγίας στὶς 27 Ὀκτωβρίου.

Ὁ Πιλάτος παρουσίασε τὸ Χριστὸ καὶ τὸ ληστὴ Βαρραβὰ μπροστὰ στὸ λαὸ καὶ ρώτησε ποιὸν ἀπὸ τοὺς δύο νὰ ἀπολύση γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα. Καὶ ἀκούγονταν ἀκόμη δυνατότερες οἱ φωνὲς τοῦ ὄχλου ποὺ ζητοῦσε τὴν ἀπόλυση τοῦ Βαρραβᾶ καὶ τὴ θανάτωση τοῦ Ἰησοῦ.

Ὁ σκληρὸς τύρρανος, ποὺ ἤτανε ταυτόχρονα ἄβουλος καὶ ἀναποφάσιστος, διέταξε νὰ μαστιγωθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Ἡ μαστίγωση ἤτανε σκληρὴ ποινὴ ποὺ συνόδευε τὴν ἔσχατη ποινὴ τῆς σταυρώσεως. Μποροῦσε νὰ ἐπιβληθεῖ καὶ σὰν αὐτοτελὴς ποινή. Σὲ καμιὰ περίπτωση ὅμως δὲ μποροῦσε νὰ ἐπιβληθεῖ σὲ πρόσωπο ποὺ ἀθωώθηκε ἢ ἔστω σὲ κατηγορούμενο πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ καταδίκη του. Ἡ νομοθεσία τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι, θέμα 1ον καὶ τίτλος 6ος θέμα 7ον) ἤτανε σαφὴς καὶ παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνὲς ποὺ θὰ ντροπιάζουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ εἰδικότερα τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἀκολούθησαν. Μετὰ ἀπὸ τὸ βάναυσο φραγγέλωμα στὴν αὐλὴ τοῦ Πραιτωρίου ἔντυσαν τὸ ματωμένο σῶμα τοῦ ἐνανθρωπίσαντος Θεοῦ μὲ βασιλικὴ χλαμίδα, στεφάνωσαν τὴν κεφαλὴ τοῦ αἰώνιου Βασιλέα μὲ ἀκάνθινο στεφάνι καὶ βασάνισαν καὶ ἐξευτέλισαν τὸν ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. (Ἰω. ΙΘ’ 1-3)
Ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης, ὁ Πιλάτος, βγῆκε πάλι ἀπὸ τὸ Πραιτώριο, κάθισε στὴν δικαστικὴ ἕδρα στὸ ὕψωμα τοῦ Λιθόστρωτου καὶ ἀπευθυνόμενος στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὸν ὄχλο «λέγει αὐτοῖς. Ἴδε ὁ ἄνθρωπος. Ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλάτος. Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε. Ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῶ αἰτίαν. Ἀπεκρίθησαν αὐτῶ οἱ Ἰουδαῖοι: ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν.» (Ἰω.ΙΘ’ 6-7)

Ὁ Πιλάτος ἀθώωσε τὸ Χριστὸ γιὰ ἄλλη μία φορά, ἀλλὰ πάλι δὲν τὸν ἀπέλυσε. Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι παραδέχθηκαν ὅτι ὁ κατηγορούμενος βρέθηκε ἀπὸ τὸ Μέγα Συνέδριο ἔνοχος θανάτου κατὰ τὸ Μωσαϊκὸ δῆθεν Νόμο γιατί ἀπεκάλεσε τὸν ἑαυτὸ του υἱὸ Θεοῦ, πράγμα ποὺ ἀπέκρυψαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτή.

Ὁ Πιλάτος παρέβη τὴ βασικὴ νομικὴ ἀρχὴ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου «non bis in idem» (ὄχι δὶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως) καὶ ξαναμπῆκε στὸ Πραιτώριο γιὰ νὰ ἀνακρίνει καὶ πάλι τὸν Ἰησοῦν.

Ἡ νέα ἀπροσδόκητη κατηγορία ὅτι «ἑαυτὸν υἱὸν Θεοῦ ἐποίησε», ἡ ἐπιβλητικὴ προσωπικότητα τοῦ Κυρίου, ἡ γαλήνη ποὺ ἀκτινοβολοῦσε, τὸ μήνυμα τῆς γυναίκας τοῦ Πιλάτου καὶ ὁ θρησκευτικὸς φανατισμὸς τῶν Ἰουδαίων συγκλόνισαν καὶ σύγχισαν τὸν Πιλάτο.

Ὁ Πιλάτος συνομίλησε πάλι μὲ τὸν Κύριο. Ὁ κατηγορούμενος δὲν ἤτανε συνηθισμένος ἄνθρωπος καὶ μιλοῦσε σὰν νὰ εἶχε θεϊκὴ ἐξουσία. Ὁ κατηγορούμενος ἤτανε ἀνώτερος ἀπὸ τὸ δικαστή του. «Ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ Πιλάτος ἀπολύσαι αὐτόν.» (Ἰω. ΙΘ’ 13)

Ξανακάθησε ὁ Πιλάτος στὴ δικαστικὴ ἕδρα καὶ ἄνοιξε νέα συζήτηση μὲ τὸν ὄχλο σὲ μία τελευταία προσπάθεια νὰ ἀποφύγει τὴ σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ. «οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες. ἐὰν τοῦτον ἀπολύσης οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τὸ Καίσαρι» (Ἰω.ΙΘ’ 13).

Τὸ τελευταῖο τέχνασμα τῶν ἑβραίων συγκλόνισε τὸν Πιλάτο γιατί βρισκόταν σὲ κάποια δυσμένεια τοῦ αὐτοκράτορα Τιβερίου (Ἰωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) καὶ ἀποφάσισε ἀμέσως νὰ σώσει τὸ τομάρι του παρὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴ δικαιοσύνη. Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ βάρος τῆς ἄδικης καταδίκης δὲν ἐξέδωσε δικιά του ἀπόφαση ἀλλὰ “λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων. Ἀθῶος εἰμὶ ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου. Ὑμεῖς ὄψεσθε. Καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε. Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἠμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν. Τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαρραβᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῆ.» (Ματθ. ΚΖ’ 24)

Ἐὰν θεωρηθεῖ ὅτι ἡ πράξη τοῦ Πιλάτου νὰ νήψει τὰ χέρια του καὶ νὰ ἐπιτρέψει στοὺς Ἑβραίους νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ θανατικὴ καταδίκη τότε πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι κατεδικάσθη ὁ Ἰησοῦς σὲ θάνατο ἐπὶ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ ἐπειδὴ παρουσιαζόταν σὰν βασιλέας, πράξη ἀντίθετη πρὸς τὴν Lex Julia Majestatis καὶ τὰ Crimina Imminutae Majestatis.

Καὶ ἀκολούθησε ἡ ἐκτέλεση. Οἱ ἄνθρωποι σταύρωσαν τὸν ἴδιο τὸ Θεό τους. Καὶ στάθηκαν οἱ Ἑβραῖοι ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ ἔβριζαν καὶ κοροΐδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄ 31) «Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι.» Παραδεχόταν δηλαδὴ καὶ ἐνώπιον τοῦ Σταυροῦ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔκανε θαύματα καὶ ἔσωσε ἄλλους.
Σταυρώθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀνεστήθη. Τί ἀπέγιναν ὅμως οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ὑπόλογοι γιὰ τὴν ἄδικη καταδίκη Του;

Ὁ προδότης Ἰούδας ἐπέστρεψε στὸν Ναό, ἔριξε πίσω τὰ τριάκοντα ἀργύρια καὶ κρεμάστηκε σὲ δένδρο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ αὐτοκτόνησε.

Στὸ βίο τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς (Μέγας Συναξαριστής, Ἔκδοση ε΄, Τόμος 7ος, σελ. 425) ἀναφέρεται ὅτι πῆγε στὴ Ρώμη καὶ κατήγγειλε στὸν Τιβέριο Καίσαρα τὸν Πόντιο Πιλάτο καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς. Ὁ Καίσαρας ἀκούοντας γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ γνωρίζοντας ὅτι κατὰ τὸν χρόνο τῆς σταύρωσης, ἔγινε σκότος σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη διέταξε τὴν προσαγωγὴ τοῦ Πιλάτου, τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα στὴ Ρώμη. Ὁ Καϊάφας πέθανε κατὰ τὸ ταξίδι καὶ ὁ Ἄννας ἐκτελέστηκε στὴ Ρώμη. Ὁ Πιλάτος φυλακίστηκε ἔξω ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ πέθανε στὴν φυλακή. Ἀντίθετα στὰ «χρονικὰ» τοῦ Ζωναρᾶ, βιβλίο Στ’, γράφεται ὅτι ὁ διάδοχος τοῦ Τιβερίου ὁ Καλλιγούλας ἐξόρισε τὸν Πιλάτο στὴν Γαλλία καὶ στὸ Γ’ βιβλίο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Εὐσεβίου γράφεται ὅτι ὁ Πιλάτος ὅταν ἦταν ἐξόριστος στὴν Γαλλία ἦρθε σὲ ἀπόγνωση καὶ αὐτοκτόνησε.
Αὐτὰ λοιπὸν γιὰ τὴ δίκη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴ δίκη τῶν δικαστῶν Του, στὴν ὁποία ὁ Αὐτοκράτορας κατεδίκασε τοὺς δικαστὲς καὶ κατὰ συνέπεια αὐτὴ ἡ ἀπόφαση ἀποτελεῖ τὴν ἕβδομη καὶ τελικὴ ἀθώωση τοῦ Χριστοῦ.

Στὴν ἑβραϊκὴ δίκη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 ἀπὸ τὶς παραβάσεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.

Στὴ δίκη τοῦ Πιλάτου σημειώσαμε ἄλλες 16 σοβαρὲς παραβάσεις τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου.

Ἡ ὅλη ὅμως διεξαγωγὴ τῶν δικῶν, ἀπὸ τὴ βραδινὴ σύλληψη μέχρι τὴν μεσημβρινὴ Σταύρωση, οἱ ψευδεῖς καὶ ἐναλλασσόμενες κατηγορίες, ἡ συνεχὴς ἐναλλαγὴ τῆς δίκης καὶ τῆς ἀνάκρισης, ἡ μεταφορὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ σπίτια τῶν ἀρχιερέων στὸ Πραιτώριο, στὸ λιθόστρωτο, στὸν Ἡρώδη, οἱ βασανισμοὶ τοῦ κατηγορουμένου καὶ ἡ Σταύρωσή Του ἐνῶ βρέθηκε 6 φορὲς ἀθῶος ἀπὸ τὸν Πιλάτο καὶ τὸν Ἡρώδη, δὲν μποροῦν νὰ χαρακτηριστοῦν σὰν δίκη, οὔτε σὰν παρωδία δίκης ἀλλὰ σὰν τὸ μεγαλύτερο κακούργημα τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τὴν αἰώνια ντροπὴ ποὺ βαρύνει τὸν κόσμο ὅλο. Μεγαλύτερο ἔγκλημα δὲ μποροῦσε νὰ διαπράξει ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ὅμως τὸν Σταυρὸ τοῦ θανάτου μετέτρεψε ὁ Κύριος σὲ ξύλο τῆς ζωῆς καὶ τὸ μέγα ἔγκλημα τὸ μετέτρεψε σὲ Θεῖο Σχέδιο Σωτηρίας γιά μᾶς, τοὺς δημίους Του.
Τίποτε ἀντάξιο τῆς θυσίας Του δὲν ἔχουμε νὰ τοῦ ἀντιπροσφέρουμε καὶ περιοριζόμαστε στὸ μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως. Τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι «ἐφ’ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» ἀλλὰ μᾶς προσφέρεται γιὰ νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας …….

Εὐχόμαστε ἡ Σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου μας νὰ σώσει ἐμᾶς ἀπὸ τὴν δικαία καταδίκη.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...