Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2011

ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΣ, ΠΡΟΕΔΡΕ; - Νίνα Γεωργιάδου

 


 Τ’ αληθινά δάκρυα απεχθάνονται το φως της δημοσιότητας.

Σάββατο, Οκτωβρίου 29, 2011

Ἡ λύτρωση ἀπὸ τὴν ἀπιστία (Λουκ. 16.19-31)

Ἡ λύτρωση ἀπὸ τὴν ἀπιστία (Λουκ. 16.19-31)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))



Τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ Λαζάρου

Ὁ πλούσιος της παραβολῆς αὐτῆς (Λκ.16.19-31) εἶχε ζήσει μιὰ ἄσκοπη, ἄδεια καὶ ἀνόητη ζωὴ καὶ ὅταν μπῆκε στὴν αἰωνιότητα ἀνακάλυψε ὅτι δὲν εἶχε ἀποκομίσει τίποτα ἀπὸ τὴ γῆ· μέσα του εἶχε μία ἔρημο, ἕνα κενό. Γεμάτος φρίκη γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μόνοι ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε ἀκολουθοῦσαν τὴν ἴδια πορεία καὶ θὰ κατέληγαν στὸν ἴδιο τόπο τῆς ἀπομόνωσης, στὴν κατάσταση ἐκείνη τοῦ ἐσωτερικοῦ κενοῦ, στρέφεται στὸν Ἀβραὰμ μὲ τὸ αἴτημα νὰ σταλεῖ ἕνας μάρτυρας ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα γιὰ νὰ προειδοποιήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς συγγενεῖς του.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀβραὰμ ἀπευθύνεται καὶ σ' ἐμᾶς: «Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πάνω στὴ γῆ γνώριζαν τὸ Θεὸ καὶ ποὺ ἀνάγγειλαν τὶς ὁδούς Του σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν «ὦτα ἀκούειν». Γιατί δὲν ἀκοῦν ἐκείνους;» Ὁ πλούσιος ὅμως λέει: «Ὄχι, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετὸ· θὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν μόνο ἂν τοὺς ἐπισκεφτεῖ ἕνας ἀπό τοὺς νεκρούς».

Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δὲ θὰ μπορέσει νὰ πείσει τὸν ἄλλο ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς, ἂν τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ἔχει παραθεωρήσει ἄλλες μαρτυρίες. Τὰ λόγια αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν τόσο σ' ἐμᾶς ὅσο καὶ στὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς.

Ἔχουμε πίσω μας χιλιάδες χρόνια ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἔχουμε τὶς μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Καινῆς, ἔχουμε τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, πιστεύουμε ὅμως παρ' ὅλ' αὐτὰ τελείως στὸ μήνυμα τῆς ζωῆς τὸ ὁποῖο ἔφερε στὴ γῆ; Ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, στάθηκε μπροστὰ μας ζωντανὸς δίνοντας μαρτυρία γιὰ τὴ μία καὶ μοναδικὴ ἄξια τοῦ τώρα καὶ τῆς αἰωνιότητας, ἐμεῖς ὅμως ἀκοῦμε ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρονιὰ σὲ χρονιὰ καὶ ὅλο καὶ περιμένουμε κάτι διαφορετικό.

Πολὺ συχνὰ ἀκούω τοὺς ἀνθρώπους νὰ λένε: «Ἔχω πράγματι διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχω ἀκούσει κηρύγματα, ἔχω διαβάσει αὐτὰ ποὺ ἔγραψαν οἱ ἅγιοι, θὰ πιστέψω ὅμως μόνο ἄν μοῦ συμβεῖ ἕνα θαῦμα». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια ἀλλοίμονο, δὲν εἶναι ἀλήθεια. Δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ πιστέψουμε οὔτε καὶ σ' ἕνα θαῦμα γιατί αὐτὴ ἡ ζωὴ ΕΙΝΑΙ ἕνα θαῦμα, εἶναι γεμάτη θαύματα, γεμάτη ἀπὸ θεϊκὲς ἐνέργειες, τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ παρ' ὁλ' αὐτὰ ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε.

Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα στὴ γῆ, ἡ ἀγάπη, πάντοτε μᾶς ἐμπνέει μᾶς δίνει χαρά, εὐχαρίστηση καὶ παρ' ὅλ' αὐτὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ζωὴ τῆς γῆς ἤ τῆς αἰωνιότητας δὲν ἔχει ἄλλο νόημα ἀπὸ τὴν ἀγάπη κι ἔτσι ἐξακολουθοῦμε νὰ γεμίζουμε τὶς ζωές μας μὲ πράγματα ποὺ σιγὰ-σιγὰ τὴν καταστρέφουν. Τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη τὴν κάνουμε ρηχὴ ὥστε τίποτα νὰ μὴν ἀπομένει ἀπὸ τὸ ὑπέροχο φεγγοβόλημα τῆς θεϊκῆς ἤ τῆς γήινης ἀγάπης. Αὐτὸ ὅμως εἶναι κάτι ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε, εἶναι ἕνα θαῦμα τὸ ὁποῖο σὲ κάποιο στάδιο ἔχει ἀγγίξει τοῦ καθενός μας τὴ ζωή: γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη τῶν γονιῶν μας κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία, Ἴσως τὴν ἀγάπη κάποιου γνωστοῦ ἤ πιθανὸν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ν' ἀγαπήσαμε κάποιον εἴτε νὰ συναντήσαμε τὸ Χριστὸ ἔστω καὶ γιὰ μιὰ σύντομη στιγμὴ καὶ νὰ ἐκπλαγήκαμε μὲ τὴν ἀγάπη Του· ἡ ἀγάπη γλυκοχαράζει παντοῦ, παντοῦ ἀκτινοβολάει κι ἐμεῖς χαιρόμαστε καὶ ζοῦμε μέσα της γιὰ μιὰ στιγμὴ - ἔπειτα ξεχνᾶμε ὅτι μὲ τὴν παρουσία της εἶχε γεμίσει τὰ πάντα καὶ ὅτι μόνο ἡ ἀγάπη ἔχει νόημα. Οὔτε καὶ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς πείσει τελείως!

Ἂς μὴν περιμένουμε λοιπὸν ἄλλο θαῦμα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἂς δώσουμε προσοχὴ στοὺς ἀληθινοὺς καὶ ζωογόνους λόγους Του, ἂς θεωρήσουμε ὅλα τ' ἄλλα ἀσήμαντα κι ἂς συγκεντρώσουμε τὶς δυνάμεις μας στὸ ἕνα πράγμα «οὗ ἔστι χρεία» (Λκ.10.42)· ἡ γῆ θὰ ἔχει γίνει τότε οὐρανός, ὁ οὐρανὸς θὰ ’χει ἀγκαλιάσει ὅ,τι τὸ πολύτιμο τῆς γῆς αὐτῆς κι ἡ ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ θὰ ’χει γίνει δική μας

Επιστολή του Μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ προς τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου


Ἐν Κυθήροις τῇ 21ῃ Ὀκτωβρίου 2011
Ἐξοχώτατον
κ.Γεώργιον Παπανδρέου
Πρωθυπουργόν
Μέγαρον Μαξίμου
εἰς Ἀθήνας
Ἐξοχώτατε κ. Πρωθυπουργέ,
Προάγομαι ἐν τιμῇ πρός τό ὑψηλόν ἀξίωμα σας, ὡς Μητροπολίτης τῆς ἀκριτικῆς πρός νότον Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων, ἀφουγκραζόμενος καθημερινά τόν πόνο καί τήν δοκιμασία, τίς ἐφιαλτικές ἀνησυχίες καί ἀγωνίες καί τά αἰσθήματα ἀνασφαλείας τοῦ μικροπληθυσμικοῦ λαοῦ μας τῆς παραμεθορίου πρός νότον περιοχῆς, πού ταυτίζονται μέ τόν προβληματισμό καί τήν ἀντιμετώπισι ὅλων αὐτῶν ἀπό ὁλόκληρο τόν ἑλληνικό λαό, νά θέσω, ἐν συναισθήσει τῶν ποιμαντικῶν μου εὐθυνῶν, ὑπ΄ ὄψιν ὑμῶν τά ἀκόλουθα:

1. Ἐν ὄψει τῆς ρυθμίσεως τοῦ νέου ἑνιαίου μισθολογίου παρακαλεῖσθε θερμότατα νά παρέμβετε οὕτως, ὥστε τά ἀκριτικά πρός νότον νησιά μας τῶν Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων νά συμπεριληφθοῦν στίς παραμεθόριες περιοχές τῆς Ἑλληνικῆς μας Πατρίδος δυνάμει τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ Νόμου 287/1976 (ΦΕΚ 78 Α' 1976) καί τῆς ἐπεκτάσεώς του μέ τίς Κοινές Ὑπουργικές Ἀποφάσεις ΔΙΔΑΔ/Φ.42/2175/11943, 11639 καί 11981/20-12-1995 (ΦΕΚ 1054 Β' 1995) μέ ὅσα εὐεργετικά ἀποτελέσματα τοῦτο συνεπάγεται διά τόν ἐλαττούμενον πληθυσμόν των, ἤ τουλάχιστον νά συνεχίζουν νά θεωροῦνται ὡς Προβληματική Α' περιοχή δυνάμει τῆς ἰσχύουσας μέχρι σήμερα Κοινῆς Ὑπουργικῆς Ἀποφάσεως ΔΙΔΑΔ/Φ.50/265/29847/30-10-1992 (ΦΕΚ 667 Β' 1992) καί νά μήν ἐλαττωθῇ τό ὕψος τοῦ ἀφορολογήτου, ἀλλά νά ἰσχύσῃ στό μέλλον ὅ,τι ἴσχυε μέχρι σήμερα.
2. Λόγῳ τῶν βαρέων καί ἀβαστάκτων φορολογιῶν στούς μισθούς, τίς συντάξεις καί τά ἐπιδόματα τῶν μισθωτῶν καί τῶν συνταξιούχων, καθώς ἐπίσης καί λόγῳ τῶν συμπτύξεων Ὀργανισμῶν καί Ὑπηρεσιῶν, ἀπολύσεων καί μεταθέσεων, ὡς καί τῆς ἀπειλῆς τῆς ἐφεδρίας, ἀπειλεῖται μέ μεγάλη συρρίκνωσι ἡ ὕπαιθρος νησιωτική χώρα καί πρό τῶν πυλῶν εὑρίσκεται τό κῦμα τῶν μεταναστεύσεων νέων ἀνθρώπων καί οἰκογενειῶν εἰς τήν ἀλλοδαπήν καί
3.Τά νησιά μας, τά Κύθηρα καί Ἀντικύθηρα, ἔχουν μείνη ἤδη χωρίς τήν ἀπό Πειραιᾶ - Κύθηρα - Ἀντικύθηρα - Κρήτη ναυσιπλοϊκή των συγκοινωνία, λόγῳ τοῦ ὅτι τό F/E πλοῖο «ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ» «ἕδεσε» στόν Πειραιᾶ, ἐπειδή καθυστεροῦν οἱ ὀφειλόμενες σχετικές ἐπιδοτήσεις γιά τίς ἄγονες γραμμές καί ἔτσι παρακωλύεται ἡ διά θαλάσσης συγκοινωνία μας μέ τό πρῶτο λιμάνι τῆς πατρίδος μας, τόν Πειραιᾶ καί μέ τήν Κρήτη.
Κύριε Πρωθυπουργέ τῆς Ἑλλάδος μας,
S.O.S Παρακαλοῦμε θερμότατα νά θέσετε αὐθωρεί καί παραχρῆμα τέρμα στήν βαρειά καί ἀσήκωτη φορολογία. Ἐκτελώντας ρόλον κυματοθραύστου  ἐμποδίσατε ἐδῶ  καί τώρα τό διογκωμένο κῦμα τῶν μεταναστεύσεων. Δώσατε κίνητρα καί ἐλπίδα στόν λαό μας πού μοχθεῖ, τήν ἀγροτιά μας, τούς μικρο-μεσαίους ἐπιχειρηματίες, στούς ἀνθρώπους τοῦ μόχθου τῶν ἀκριτικῶν καί παραμεθορίων περιοχῶν μας. Ἡ πατρίδα μας κινδυνεύει σοβαρά. Ἕνας ἄλλος φοβερός πόλεμος - ὁ οἰκονομικός- τήν βομβαρδίζει καθημερινά. Σπεύσατε.
Μέ  τιμή καί ἐγκάρδιες εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ


ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΣ:
1.      Ἀντιπρόεδρον Κυβέρνησης καί Ὑπουργόν Οἰκονομικῶν  κ.Εὐάγγελον Βενιζέλον.
2.      Ὑπουργόν Ἐσωτερικῶν κ.Χάρην Καστανίδην.
3.      Ὑπουργόν Δημόσιας Διοίκησης καί Ἀποκέντρωσης κ.Ἰωάννην Ραγκούσην.
4.      Ὑπουργόν Ἀνάπτυξης, Ἀνταγωνιστικότητας καί Ναυτιλίας κ.Μιχάλην Χρυσοχοΐδην.
5.      Βουλευτές Α' Πειραιῶς
 
 
ΠΗΓΗ ΑΚΤΙΝΕΣ

Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16.19-31)

Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16.19-31)
Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)



Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ


Ἀσφαλῶς, ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου δὲν ἀπαντᾶ στὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας. Δὲν κρίνει, δὲν δὲν ἀξιολογεῖ καὶ δὲν ἑρμηνεύει τὰ οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ μεγέθη τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλωστ, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αὐτὰ καθ΄ ἑαυτὰ κριτήρια γιὰ τὸν Θεό. Ἑστιάζει, ὅμως, στὴ σχέση του μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ στὴν εὐθύνη τῆς διαχείρησής τους.


Ὁ κίνδυνος τῆς ἐξάρτησης ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ

Τὸ πρόβλημα τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι ὅτι ὑπῆρχε ἕνας πλούσιος καὶ ὁ φτωχὸς Λάζαρος. Ἀναρίθμητοι πλούσιοι καὶ φτωχοὶ ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν ὅσο διαρκεῖ τὸ παρεχόμενο σχῆμα τοῦ κόσμου μας, οἱ ἁμαρτωλὲς οἰκονομικές του δομὲς καὶ οἱ ἄδικες κοινωνικές του συνθῆκες. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι σὲ κάθε ἐποχὴ οἱ πλούσιοι συνήθως ἀδιαφοροῦν γιὰ τοὺς φτωχούς. Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς δὲν ἔχει ὄνομα, γίνεται ἀπρόσωπος μέσα στὴν ἀδιαφορία του γιὰ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἴσως βέβαια, νὰ μὴν τὸν ἐκμεταλλεύεται, νὰ μὴν τὸν ἀδικεῖ, ὅμως τὸν ἀγνοεῖ καὶ τὸν περιφρονεῖ καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἴδιο ἐπιλήψιμο. Ὀχυρωμένος μέσα στὰ πλούτη του, ἔχει τὴν ψευδαίσθηση καὶ τὴν αὐταπάτη ὅτι μὲ τὰ ἀγαθά του καὶ τὰ δικά του ἀνθρώπινα στηρίγματα θὰ ἐξασφαλίσει μιὰ ζωὴ εὐδαιμονίας. Μιὰ τέτοια πίστη παγιδεύει τὸν ἄνθρωπο σ’ ἕνα ὑπαρξιακὸ ψέμα καὶ ἔτσι χάνει τὸ νόημα τῆς ζωῆς.

Ἡ ἐπίμοχθη καὶ ἀγωνιώδης προσπάθεια γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴ χρήση τῶν ἀγαθῶν ποὺ θὰ τοῦ προσφέρουν εὐτυχία δὲν ἀποδίδει τὸν ἀναμενόμενο καρπό. Ὅποιος ἐπιδιώκει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ στηρίξει τὴ ζωὴ του τὴν χάνει ὁριστικὰ. Μιὰ τέτοια ἀντίληψη εἶναι ματαιοπονία καὶ παταγώδης ἀποτυχία, ποὺ τὴν πληρώνει κάποτε μὲ τὴν ψυχή του, γιατί "ὁ πεποιθὼς ἐπὶ πλούτῳ οὗτος πεσεῖτε". Τὰ ἀναποδογυρίσματα τῆς ζωῆς εἶναι ἀπρόβλεπτα καὶ οἱ παραχωρήσεις τοῦ Θεοῦ ἀνερμήνευτες. Ἔρχονται, λοιπόν, στιγμὲς ποὺ οἱ γήινες βεβαιότητες (ἀγαθά, περιουσίες, ἐπενδύσεις καὶ κάθε ἐγκόσμιο στήριγμα) ἐκμηδενίζονται καὶ οἱ ἐκπλήξεις γίνονται τραγικές. Τότε ἡ αὐτάρκεια καὶ ἡ αὐτοπεποίθηση ἀπογυμνώνονται καὶ διαψεύδονται. Γιατί ἡ βεβαιότητα καὶ ἡ ἀσφάλεια δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ νομίζουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιό Του. Ὁ ἄνθρωπος διασώζεται στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, στὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας.


Ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεό.

Ἡ περίπτωση τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου φανερώνει μιὰ σχέση δυνατῆς ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό. Δὲν ἐγκωμιάζεται ἡ φτώχειά του, ἀλλὰ ἡ ἀρετή του. Μέσα στὶς στερήσεις καὶ τὶς ἄθλιες συνθῆκες τῆς ζωῆς του, δὲν διαμαρτύρεται ποὺ ὑποφέρει. Ἡ καρτερικὴ ὑπομονή του στὸ σκληρὸ καὶ ἄδικο πρόσωπο τῆς ζωῆς δὲν εἶναι ἀδυναμία καὶ παθητικότητα, ἀλλὰ δύναμη ποὺ ἀντέχει χτυπήματα. Ἁπαλαγμένος ἀπὸ συμπλέγματα κατωτερώτητας, δὲν ζηλεύει καὶ δὲν φθονεῖ τὸν πλούσιο, ποὺ ἀπολαμβάνει μιὰ ζωὴ ποὺ αὐτὸς στερεῖται. Δὲν ἀντιδρᾶ βίαια, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ζητᾶ νὰ ἁρπάξει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει. Μέσα στὴν ἐξαθλίωση καὶ τὴ δυστυχία του, δὲν στρέφεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σκληρότητας τῶν ἀνθρώπων. Στηρίζει τὴν ἐλπίδα του σὲ Ἐκεῖνον, γιὰ νὰ ὑπερνικήσει τὴν ἐγκατάλειψη, τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀναλγησία τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ἦταν πράγματι τρομακτική: «ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ», ἀκόμη καὶ τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Ὁ Λάζαρος γίνεται γιὰ ἐμᾶς ὁ τύπος ἐκεῖνος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀπαγκιστρωμένος ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς πέφτει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐλεύθερος ἀπ' ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ὅταν μᾶς λείψουν μᾶς ὁδηγοῦν στὴ διεκδίκηση, στὴν ὀργή, στὴ βία καὶ τελικὰ στὴν ἀπόγνωση.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ὀρθὴ καὶ ζωντανὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ μᾶς βοηθᾶ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καὶ τῆς ἀδιαφορίας μέσα στὴν ὁποία πνιγόμαστε. Ὁ πλοῦτος ἢ ἡ φτώχεια ἢ ἡ εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία μας δὲν εἶναι μόνο εὐμετάβλητες καταστάσεις ζωῆς, εἶναι καὶ εὐκαιρίες, γιὰ νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιατί αὐτὸ εἶναι ἡ καταδίκη μας καὶ ὁ θάνατός μας. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ τὸν παραβολικὸ λόγο τοῦ πλουσίου, ποὺ ξέχασε τὸν φτωχὸ Λάζαρο καὶ ἔχασε τὸν πραγματικό του ἑαυτὸ καὶ τὴν σωτηρία του.

Ναυπάκτου: «Το τρίτη δόση, η πέμπτη δόση, μου θυμίζουν δόσεις ναρκωτικών»

 


 Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, μετά το πέρας της παρέλασης χθες Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου 2011, τόνισε: «Είναι πραγματικά η ημέρα σήμερα πάρα πολύ μεγάλη. Οι Ευρωπαίοι παλαιότερα έλεγαν ότι αν μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες πολεμάνε ως ήρωες, τώρα μπορεί να λέμε ότι οι ήρωες πολεμάνε ως Έλληνες.»
«Αλλά δυστυχώς η Πατρίδα μας τον τελευταίο καιρό βρίσκεται σε πολύ μεγάλη δυσκολία. Εγώ θέλω να πω ότι έχουν ευθύνες πάρα πολλοί που φθάσαμε μέχρι εδώ», πρόσθεσε ο κ. Ιερόθεος.
Επίσης ανέφερε: «Θεωρώ ότι αυτό που λέμε η τρίτη δόση, η πέμπτη δόση, η έκτη δόση, μου θυμίζουν λίγο τα ναρκωτικά, τις δόσεις των ναρκωτικών. Αλλά δυστυχώς όπως στα ναρκωτικά θύματα είναι πάντα οι άνθρωποι-χρήστες;.»
«Δεν θα τιμωρηθούν οι έμποροι των ναρκωτικών, των ψεύτικων ιδεολογιών; Και μπορώ να σας πω ότι ιδιαιτέρως σήμερα, και στην παρέλαση αλλά και πρίν, σκέπτομαι κυρίως τα νέα παιδιά. Τα θύματα αυτής της καταστάσεως είναι τα νέα παιδιά, που το μέλλον τους είναι πάρα πολύ ζοφερό», υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου.
Σε άλλο σημείο ο λόγιος Ιεράρχης, ανέφερε ότι «και γι' αυτό ευθύνονται εκείνοι τους οποίους ψηφίσαμε και ψηφίζουμε για να διαφεντεύουν τον λαό και όμως δεν πρόσεξαν και έφθασαν την χώρα σε αυτή την κατάσταση.»
Ενώ κλείνοντας σημείωσε: «Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που χρειάζεται σήμερα είναι η ψυχραιμία, η νηφαλιότητα και να δούμε πώς θα βρούμε τα ψυχικά αποθέματα τα οποία έχουμε (από) την παράδοσή μας και τον πολιτισμό μας για να αντιμετωπίσουμε κάθε καλβινισμό που μας έρχεται από την Ευρώπη.»
Romfea.gr 

Πολίτες προς Πειραιώς: "Σεβασμιώτατε ξύπνα τους, είσαι ήρωας" (Video)

 


Γράφει ο Αιμίλιος Πολυγένης - 14.18
Ένταση επικράτησε σήμερα και στον Πειραιά κατά τη διάρκεια της μαθητικής παρέλασης, σε ένδειξη διαμαρτυρίας από αγανακτισμένους πολίτες οι οποίοι καθημερινά βλέπουν τα όνειρα τους, να καταστρέφονται από τις αποφάσεις της σημερινής κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα στο Πειραιά οι επίσημοι αποδοκιμάστηκαν έντονα, ενώ στο τέλος της παρέλασης υπήρξε ένταση.
Επίσης μια ομάδα φοιτητών είχε απλώσει πανό απέναντι από την εξέδρα των επισήμων, ενώ ο κόσμος καλούσε τους μαθητές να στρέψουν αλλού το βλέμμα.
Δεσπότη ξύπνα τους!
Ως ήρωα υποδέχθηκε ο λαός του Πειραιά τον Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, ο οποίος μετά το πέρας της παρέλασης καταχειροκροτήθηκε από το αγανακτισμένο πλήθος.
«Δεσπότη μας ξύπνα τους, είσαι ήρωας», φώναζε το πλήθος προς τον Μητροπολίτη.
Να σημειωθεί ότι ο κ. Σεραφείμ ενώ όλοι φύγανε με συνοδεία των ΜΑΤ, ο ίδιος πήγε με τα πόδια να συναντήσει το λαό.
«Είμαι μαζί σας, η Εκκλησία είναι κοντά στο λαό της», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, απευθυνόμενος προς τους Πειραιώτες.
Τέλος να αναφερθεί ότι το πλήθος, φώναζε χαρακτηριστικά: «Σεραφείμ, Σεραφείμ! Κάνε μια προσευχή να φύγουν τα λαμόγια».



Απούσα η ενιαία και δυνατή φωνή από τους μητροπολίτες

του Κώστα Ζαφειρίου
Τα πρωτοφανή και απαράδεκτα επεισόδια που αμαύρωσαν την Εθνική μας επέτειο, έστειλαν και ένα μήνυμα στην Εκκλησία: ο λαός σέβεται (τουλάχιστον ακόμα) το ράσο. Ουδείς κληρικός, ανεξαρτήτως αξιώματος, αποδοκιμάστηκε. Και αυτό ,στους καιρούς που ζούμε, είναι ένα θετικότατο μήνυμα.Η εξήγηση θα μπορούσε να είναι από πολύ απλή έως και πολύπλοκη, αλλά δεν είναι του παρόντος.

Όμως αυτό το σεβασμό που εισέπραξαν από το λαό οι δεσποτάδες και άλλοι υψηλόβαθμοι κληρικοί που εμφανίσθηκαν ως εκπρόσωποί τους στις εξέδρες, οφείλουν να...σεβαστούν και οι μητροπολίτες και να τον ανταποδώσουν. Πώς; Με μια φωνή, με μια ενιαία και δυνατή φωνή που να εκφράζει την πλειοψηφία του λαού, μια ενιαία φωνή που να δίνει ελπίδα στους αδυνάμους, που καλούνται να επιβιώσουν μέσα σε "κολασμένες μέρες" κατά δήλωση ανωτάτων κυβερνητικών παραγόντων.
Δυστυχώς όμως ο λαός, διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει από τους θρησκευτικούς ταγούς ενιαία και δυνατή φωνή. Αντιθέτως υπάρχουν πολλές και παράφωνες αρχιερατικές απόψεις, ακόμη και για θέματα που αφορούν την Εκκλησία και τους εκπροσώπους της. "Αφού δεν μπορούν να βρούν τα του οίκου τους, θα βοηθήσουν εμάς;" είναι το ερώτημα του απλού κόσμου. Και το ερώτημα είναι εύλογο γιατί...
Γιατί αίφνης εμφανίζεται μητροπολίτης υποστηρίζοντας την άποψη πως η Εκκλησία θα πρέπει να αναλάβει τη μισθοδοσία των κληρικών! "Ποιός εξουσιοδότησε τον μητροπολίτη να κάνει αυτή τη δήλωση;"αναρωτήθηκε άλλος μητροπολίτης που υποστηρίζει πως το κράτος έχει συμβατική υποχρέωση απέναντι στον κλήρο και θα πρέπει να συνεχίσει να καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών"
"Ναι, είναι ώρα να γίνει διαχωρισμός Εκκλησίας Κράτους", υποστηρίζει άλλος μητροπολίτης για να βρεί όμως αντίθετους πολλούς άλλους.
"Να έχουμε άποψη για τα εθνικά μας θέματα", υποστηρίζουν κάποιοι δεσποτάδες, "να έχουμε άποψη και επί κυβερνητικών αποφάσεων", υποστηρίζουν επίσης κάποιοι άλλοι δεσποτάδες, για να πάρουν την απάντηση από άλλους μητροπολίτες, πως "ο λόγος των μητροπολιτών πρέπει να είναι η φωνή του Ευαγγελίου ".
Ογδόντα και πλέον μητροπολίτες, δεν έχουν ενιαίο λόγο με αποτέλεσμα ο λόγος τους να είναι αδύναμος. Η "ιερή"πολυφωνία (που αφορά τους μισούς μητροπολίτες γιατί οι άλλοι σιωπούν χρόνια τώρα ) και η διαφωνία σε βασικά θέματα, είναι ενδεικτική της απόλυτης απουσίας σύμπνοιας ή της απουσίας πολιτικής. Και στους καιρούς που ζούμε η Εκκλησιαστική Πολιτική (όρος άγνωστος) κρίνεται απαραίτητη.Και βέβαια τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και προς το καλύτερο, αν αρχιμανδρίτες και μητροπολίτες γνώριζαν πως για την ανάρρησή τους σε υψηλότερα αξιώματα, λόγο έχει και ο λαός.

Το`ῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ.16,19-31)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)



Ἡ παραβολὴ αὕτη συμπληροῖ τὰ προηγούμενα περὶ πλούτου λεχθέντα ἰδίως δὲ τὴν παραβολὴν τοῦ ἀπίστου οἰκονόμου δεικνύουσα τὴν χρῆσιν τῶν περισσευόντων ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ κάμωσιν οἱ πλούσιοι καὶ ποῦ θὰ καταντήσωσιν οὗτοι, ἐὰν ἀμελήσωσι τὰ πρὸς τοὺς πτωχοὺς καθήκοντά των. Ἐμμέσως δὲ δὲν παύει νὰ ὑπονοοῦνται ὑπὸ τὸν κολαζόμενον πλούσιον τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν Ἀβραὰμ πατέρα, οἱ πλούσιοι Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι θὰ κολασθῶσι, διότι εἶναι σκληροὶ εἰς τοὺς πτωχούς.

Ἡ παραβολὴ αὕτη ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἄνθρωπὸς τις ἦν» ἦτο «πλούσιος καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Πορφύρα ἦτο τὸ ἐξωτερικὸν ἔνδυμα ἀπὸ ὕφασμα βαμμένον μὲ τὸν πανάκριβον ἐρυθρὸν χυμὸν κογχύλης τῆς θαλάσσης ἐκ Τύρου, ἡ ὁποία ὠνομάζετο πορφύρα. Βύσσος δὲ ἦτο τὸ λευκὸν σάν τὸ χιόνι ἐσωτερικὸν φόρεμα ἐκ λεπτοῦ λινοῦ Αἰγυπτιακοῦ ὑφάσματος (1). Ἑπομένως ἔνδυμα καὶ τροφὴ τοῦ πλουσίου τούτου ἦσαν πολυτελέστατα. Ἡ ζωὴ του ἦτο καθημερινὴ ἑορτή! Ὁ πλούσιος εἶναι ἀνώνυμος, διότι «γέγραπται οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου». Ψάλμ. 15,4. Τοὺς ἀσεβεῖς ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὐδὲ νὰ ὀνομάσῃ.

Ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτὸν «πτωχὸς τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος» ἦτο κάποιος πτωχός, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Λάζαρος «ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος». Ἡ ἀθλιότης τοῦ πτωχοῦ τούτου συνίστατο εἰς τὸ ὅτι «ἐβέβλητο» ἦτο πεταγμένος «πρὸς τὸν πυλῶνα» εἰς τὴν μεγάλην στοὰν τοῦ ἀνακτόρου τοῦ πλουσίου καὶ «ἡλκωμένος» γεμᾶτος ἀπὸ πληγάς. Ὁ πυλών, ἡ μεγάλη στοά, εἶναι δεῖγμα τοῦ μεγαλείου του ἀνακτόρου τοῦ πλουσίου. Ἐπιτρέπων ὁ πλούσιος οὗτος νὰ μένῃ ὁ πτωχὸς Λάζαρος εἰς τὸν πυλῶνά του εἶχε πρὸς αὐτὸν κάποια συμπάθειαν, εἶχε ὅμως καὶ σκληρότητα, διότι πλὴν τῶν συμφορῶν αὐτῶν ὁ πτωχὸς οὗτος ὑπέφερε καὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν, διότι «ἐπεθύμει χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου». Τόση ἦτο ἡ περιφρόνησις τοῦ πλουσίου τούτου πρὸς τὸν πτωχόν, ὥστε οὐδὲ οἱ ὑπηρέται του ὅταν μετὰ τὸ φαγητὸν ἐτίναζαν τὰ τραπεζομάνδηλα εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Λάζαρος, ἐφρόντιζον διὰ τὸν πτωχὸν αὐτόν. Τοὐναντίον μάλιστα! Τὰ τιναζόμενα πλησίον τοῦ Λαζάρου ἀποκόμματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἠδύνατο νὰ λάβῃ αὐτός, εἵλκυον τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα ἀφῄρουν αὐτὰ ἀπὸ αὐτόν. Μόνον ψίχαλά τινα ἠδύνατο ὁ Λάζαρος νὰ λαμβάνῃ.

Ἀλλὰ τὸ κορύφωμα τῆς δυστυχίας τοῦ Λαζάρου ἦτο ὅτι «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» τὰ σκυλιὰ ἔγλυφον τὰς πληγάς του, προφανῶς, ἵνα πίνωσι τὸ αἷμά του. Πόση ἀηδία δι’ ἡμᾶς καὶ πόση συμφορὰ δι’ ἐκεῖνον ἦτο ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν κυνῶν! Ἀλλὰ τὸ ὕψιστον σημεῖον τῆς συμφορᾶς τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου εἶναι, ὅτι ἑκάστη τῶν συμφορῶν του εἶχεν ἀπέναντί της ἀντίθετον μεγαλεῖον τοῦ πλουσίου. Παλάτιον εἶχεν ὁ πλούσιος, εἰς τὸ ὕπαιθρον ἦτο ὁ Λάζαρος. Χορτασμὸς ὑπῆρχεν εἰς τὸν μέν, πεῖνα εἰς τὸν δέ. Καλπάζουσα ὑγεία εἰς τὸν μέν, πληγαὶ εἰς τὸν δὲ κ.λ.π. Ὁ πτωχὸς ὅμως οὗτος Λάζαρος ὑπέμεινε τὴν συμφοράν του!

«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ». Ὁ πτωχὸς ἀποθανών μετεφέρθη οὐχὶ ὑπὸ τινος ἀγγέλου ἀλλὰ ὑπὸ πολλῶν ἀγγέλων τιμῆς ἕνεκεν, εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. «Κόλπος» τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι ἡ ἀγκάλη τοῦ πεφιλημένου πατριάρχου Ἀβραάμ, ὅπου ὁ πτωχὸς Λάζαρος κλίνει τὴν κεφαλήν του. Τοῦτο ἐκφράζει τὴν στενωτάτην σχέσιν καὶ τὴν τρυφερωτάτην ἀγάπην πλουσίου Ἀβραὰμ καὶ πτωχοῦ Λαζάρου, τὴν μακαριότητα τοῦ παραδείσου, ὅπου ἀναπαύονται ἐλεήμονες πλούσιοι καὶ ὑπομονητικοὶ πτωχοί. «Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη». Εἰς τὸν ἀποθανόντα πλούσιον ἔγινε ἐπίσημος κηδεία, ἐνῷ διὰ τὸν Λάζαρον οὐδὲ ἁπλοῦς ἐνταφιασμός. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν εὐτυχίαν τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, ὁ πλούσιος εὑρίσκεται ἐν τῷ ᾋδη εἰς τὴν κόλασιν. «Ἐν τῷ ᾃδῃ ἐπάρας» σηκώσας «τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ» βλέπει «τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ» εἰς τὴν ἀγκαλιά του «καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε˙ Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με» λυπήσου με «καὶ πέμψον» στεῖλε τὸν «Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ». Οὐδὲν βασανιστικώτερον τοῦ διὰ πυρὸς βασανιστηρίου. Τόση ἦτο ἡ διὰ πυρὸς βάσανος ἐν τῇ κολάσει, ὥστε βάψιμον μόνον δι’ ὕδατος τοῦ ἄκρου τοῦ δακτύλου τοῦ Λαζάρου, θὰ ἐδρόσιζε τὸν τηγανιζόμενον ἐκεῖ πλούσιον! Ὁ πλήρης δούλων ἐδῶ πλούσιος, ἱκέτης ἐκεῖ γίνεται !

Ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾶ˙ «τέκνον μνήσθητι» παιδί μου ἐνθυμήσου «ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά». Σὺ ἐπέρασες καλά εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον καὶ ὁ Λάζαρος ἄσχημα. Ἐκτός τῆς συμπαθοῦς κλήσεως ὁ Ἀβραὰμ ὀνομάζων αὐτὸν «τέκνον» οὐδὲν ἄλλο δύναται νὰ προσφέρῃ. Πόσον τρομερόν! Διὰ λόγους λοιπὸν δικαιοσύνης ὁ μὲν Λάζαρος «νῦν ὧδε παρακαλεῖται» παρηγορεῖται, ἀναπαύεται τώρα ἐδῶ «σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι» σὺ δὲ ὑποφέρεις. Ὁ Ἀβραὰμ συνεχίζει: «Ἐν πᾶσι τούτοις» πλὴν αὐτῶν, ἂν δηλαδὴ εἶχον τὴν ἐπιθυμίαν νὰ σὲ βοηθήσω, δὲν δύναμαι, διότι «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται» ὑπάρχει μεταξὺ μας ἀδιάβατον χάος, «ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι» ὥστε ὅσοι θέλουν νὰ περάσωσιν «ἔνθεν» ἀπὸ ἐδῶ «πρὸς ὑμᾶς» πρὸς σᾶς «μὴ δύνωνται» δὲν δύνανται «μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν» οὔτε οἱ ἀπὸ τῆς κολάσεως «πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν» δύνανται νὰ ἔλθωσι πρὸς ἡμᾶς. Ὑπάρχει χάσμα ἀνυπέρβλητον μεταξύ μας. Τὸ χάσμα, τὸ χάος τοῦτο τὸ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἀδιάβατον σημαίνει, ὅτι ἡ καταδίκη τοῦ πλουσίου εἶναι ὁριστική, διότι δὲν δύναται νὰ ἐνδιαφερθῇ οὐδεὶς τῶν ἐν τῷ Παραδείσῳ δι’ αὐτόν.

Ὁ πλούσιος ἀπαντᾷ˙ « ἐρωτῶ οὖν σε» σὲ παρακαλῶ λοιπὸν τουλάχιστον «Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν» νὰ στείλῃς αὐτὸν «εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου». Δὲν τολμᾷ νὰ παρακαλέσῃ τὸν ἴδιον τὸν Λάζαρον. «Ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρεται αὐτοῖς» ἵνα κηρύξῃ εἰς αὐτοὺς ἐντόνως, «ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου». Ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾷ. «Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας» τὰ βιβλία τοῦ Νόμου καὶ τοὺς προφήτας «ἀκουσάτωσαν αὐτῶν» ἂς τὰ διαβάσουν. Ὁ πλούσιος ἀνταπαντᾷ καὶ λέγει: «Οὐχὶ πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐὰν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν». Ἡ ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν γνωστοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰσχυρότερα τῶν βιβλίων. Ὁ Ἀβραὰμ ἀπεστόμωσε τὸν πλούσιον καὶ ἔκλεισε τὴν παραβολὴν εἰπών. «Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν» ἐὰν δὲν ἀκούωσιν τὰ βιβλία τοῦ Νόμου καὶ τοὺς προφήτας «οὐδὲ ἐὰν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ, πεισθήσονται». Ὅταν παρέλθῃ ἡ πρώτη ἐντύπωσις ἐκ τοῦ θαύματος, κατόπιν εἰς τοὺς μὴ ἔχοντας καλὴν διάθεσιν παραμένει ἡ ἀπιστία. Τόσην δύναμιν δηλαδὴ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή, ὥστε εἶναι ἰσχυρότερα καὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, διότι μετ’ ὀλίγον θὰ ἀναστήσῃ τὸν Λάζαρον, τὸν ἀδελφὸν Μαρίας καὶ Μάρθας, καὶ ὅμως οὐδόλως θὰ πιστεύσωσιν οἱ Φαρισαῖοι. Οἱ Φαρισαῖοι οἱ ἐκτιμῶντες πολὺ τὸν πλοῦτον καὶ ζητοῦντες θαῦμα ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, ἵνα πιστεύσωσιν εἰς τὸν Χριστόν, ἀκούοντες, ὅτι ὁ πλούσιος ἐκολάσθη καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰσχυρότερος τῶν θαυμάτων, θὰ ᾐσθάνθησαν ἀρκετὸν κτύπημα.



Θέμα: Πλούσιοι — πτωχοί.

Ὡραιότατη ἡ παραβολὴ αὕτη διὰ τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος τῶν νοημάτων καὶ τὴν φωτεινότητά της. Διά νὰ ἴδῃ τις τὰ βάθη τῶν θαλασσῶν πρέπει νὰ εἶναι δύτης, τὰ δὲ ὕψη τοῦ Οὐρανοῦ νὰ ἔχῃ τηλεσκόπιον.Ἡ παραβολὴ αὕτη ἔχει μεγάλην φωτεινότητα λόγῳ τῶν ὡραίων ἀντιθέσεων, ἵνα φωτίζῃ τὰ βάθη καὶ ὕψη τῶν νοημάτων. Ἴδωμεν ἀμφότερα.

Α) Ἡ Παραβολή. Ἔχομεν τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν ἀνώνυμον πλούσιον.

α) Ὁ Λάζαρος. Ἦτο πτωχός, ἄρρωστος, ἄστεγος, ἔρημος. Ἦτο τόσον πτωχός, ὥστε ἐπεθύμει νὰ χορτάσῃ ἐκ τῶν ψιχίων. Ἦτο τόσον ἄρρωστος, ὥστε ἦτο καὶ πληγωμένος. Ἦτο καὶ ἀδύνατος, ὥστε « ἐπιόντας τοὺς κύνας ὁρῶν, ἀμύνασθαι δὲ οὐκ ἰσχύων » κατὰ τὸν Χρυσόστομον. Δὲν ἠδύνατο νὰ ἀποκρούσῃ τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα ἐπλησίαζον αὐτόν. Ἑπομένως εἶχεν ὄχι μόνον πληγάς καὶ ἀσθένειαν, ἀλλὰ καὶ ἐσχάτην ἀδυναμίαν. Ἐπίσης ἦτο τελείως ἄστεγος, ὥστε δὲν εἶχεν οὔτε μίαν καλὺβην. Ἦτο εἰς τὸν πυλῶνα τοῦ πλουσίου δηλαδὴ εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἦτο τόσον ἔρημος, ὥστε δὲν ὑπῆρχε «ὁ λόγῳ παρακαλῶν, ὁ ἔργῳ παραμυθούμενος, οὐ φίλος, οὐ γείτων, οὐ συγγενής, οὐ τῶν ὁρώντων οὐδεὶς » κατὰ τὸν Χρυσόστομον. Παρηγορίαν δὲν εἶχεν ἀπὸ κανένα καὶ τὸ χειρότερον οὗτος ἔβλεπε «παρασίτους» τεμπέληδες, «κόλακας, ἱκέτας δούλους ἀναβαίνοντας, θορυβοῦντας, μεθύοντας, πηδῶντας » εἰς τὸ παλάτιον τοῦ πλουσίου, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Ὁ Λάζαρος ἦτο ἕνας ζωντανὸς νεκρός. Ἀπέθανε! Βλέπομεν αὐτὸν μετὰ ταῦτα μεταφερόμενον οὐχὶ ὑπὸ ἑνός, ἀλλὰ ὑπὸ πολλῶν ἀγγέλων, τιμῆς ἕνεκεν, εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ ὑπὸ τῶν σκυλιῶν γλυφόμενος φέρεται εἰς τὰ χέρια τῶν Ἀγγέλων, ὁ ἐν πενίᾳ τότε, ἐν τρυφῇ τώρα, ὁ ἐν ἐρημίᾳ τότε, μετὰ Ἀγγέλων τώρα, ὁ ἐν νόσῳ τότε, ἐν ὑγείᾳ καὶ αἰωνίᾳ μακαριότητι τώρα, ὁ ἀγωνιζόμενος τότε, στεφανούμενος τώρα !

β) Ὁ πλούσιος. « Ἱκέτης τοῦ πένητος ἐκεῖ ἐγένετο » ὁ πλούσιος ἔγινε ἐκεῖ ζητιάνος τοῦ ἐδῶ πτωχοῦ! « Καὶ τίνος πένητος;» καὶ τίνος πτωχοῦ ἔγινε ἐπαίτης; «Τοῦ λιμώττοντός ποτε» τοῦ πεινασμένου ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ «τοῦ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου δεομένου» τοῦ ζητιάνου τῆς τραπέζης ἤ «τοῦ τοῖς στόμασι τῶν κυνῶν προκειμένου» τοῦ εὑρισκομένου ἐδῶ μετὰ σκυλιῶν, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Ἐδῶ ἀπὸ συχαμάρα ὁ πλούσιος δὲν ἐκυττοῦσε τὸν πένητα, ἐκεῖ ἀπὸ ἐντροπὴν δὲν τολμᾷ νὰ ἀπευθυνθῇ εἰς τὸν ἴδιον τὸν Λάζαρον, ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ Ἀβραὰμ τὴν ἱκεσίαν ὑποβάλλει. Ὄχι μόνον ἱκέτης, ἀλλὰ καὶ πένης ἐκεῖ εἶναι ὁ πλούσιος. Πενέστερος πάντων καὶ τοῦ ἐδῶ Λαζάρου. Ὁ πλούσιος ἐκεῖ δὲν ἔχει ὄχι σταγόνα ὕδατος, ἀλλ’ οὐδὲ βάψιμον ἄκρου δακτύλου, ἵνα δροσισθῇ. Ὄχι μόνον δὲν ἔχει, ἀλλὰ ζητεῖ καὶ δὲν λαμβάνει.

Ὁ Λάζαρος ἐδῶ ψίχαλα ἐζήτει καὶ δὲν εἶχε. Ὁ πλούσιος ἐκεῖ βάψιμον ἄκρου δακτύλου ζητεῖ καὶ δὲν λαμβάνει. Ποῖον εἶναι πτωχότερον; Ψίχαλον ψωμιοῦ ἤ σταγόνα νεροῦ; Ψίχαλον ἐδῶ δὲν ἔδιδε ὁ πλούσιος. Σταλιὰ νερὸ ἐκεῖ δὲν ἔπαιρνε. Ἐδῶ «πλησίον ὄντα τὸν Λάζαρον παρέτρεχε. Ἐκεῖ πόρρω ὄντα καλεῖ». Πολλάκις ὁ πλούσιος, ὅταν ἔζη, εἰσερχόμενος καὶ ἐξερχόμενος τοῦ παλατιοῦ του δὲν ἔβλεπε τὸν παρὰ πόδας Λάζαρον. Ἐκεῖ μακρόθεν ὄντα καὶ τοιούτου χάους μεταξὺ τῶν εὑρισκομένου μετ’ ἀκριβείας βλέπει. Ἐδῶ ὁ πλούσιος ἐσυχαίνετο νὰ τὸν βλέπῃ. Ἐκεῖ ζητεῖ τὸν δάκτυλον τοῦ Λαζάρου, τὸν ὁποῖον πολλάκις ἔγλυψαν τὰ σκυλιά, νὰ τὸν βάλῃ εἰς τὸ ἄκρον τῆς γλώσσης του. Ὁ πλούσιος θέτων τὸν δάκτυλον τοῦ πτωχοῦ εἰς τὴν γλῶσσάν του ὄχι μόνον συχαμάρα καὶ ἐμετὸν δὲν αἰσθάνεται, ἀλλὰ δροσισμὸν τῆς γλώσσης του! Πορφύραν τότε ἐνεδύετο ὁ πλούσιος, ἐν τῇ φλογὶ τώρα ὀδυνᾶται. Φαγητὰ καὶ ποτὰ ηὔφρανον τότε τὴν γλῶσσάν του, ὀδύνη καίει αὐτὸν τώρα ἐκεῖ. Πόσον φῶς ἐκ τῶν ἀντιθέσεων αὐτῶν! Φῶς τὸ ὁποῖον κάμνει ὁρατὰ νοήματα βαθέα, ὑψηλὰ ὄχι μόνον εἰς ἐγγραμμάτους, ἀλλὰ καὶ εἰς ἀγραμμάτους.

Β) Ἡ Ζωή μας. Ποῖον τὸ βάθος τῶν νοημάτων; Ὠκεανός! Πανεπιστήμιον! Καὶ συγκεκριμένως: Ποῦ εἶναι οἱ σκληροὶ πλούσιοι καὶ ἀνυπόμονοι πτωχοί; Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ βλέπουν ἀπὸ συχαμάρα, νὰ σκεφθοῦν κἄν ἀπὸ φιλαργυρίαν τοὺς πτωχούς; Ποῦ εἶναι οἱ πτωχοί, οἱ ὁποῖοι βλέπουν καὶ σκέπτονται ἀπὸ ζήλεια καὶ φθόνον τοὺς πλουσίους; «Ὅταν ἴδῃς τινὰ ζῶντα ἐν πονηρίᾳ μηδὲν δὲ πάσχοντα δεινὸν μηδόλως ὑποφέροντα, μὴ μακαρίσῃς, ἀλλὰ δάκρυσον» κλαῦσον, λέγει ὁ Χρυσόστομος. «Ὅταν ἴδῃς τινὰ ἀρετῆς ἐπιμελούμενον» ὅταν ἴδῃς ἐνάρετόν τινα «καὶ μυρίους ὑπομένοντα πειρασμοὺς» καὶ ὑποφέροντα πολὺ «ζήλωσον» ζήλεψέ τον, λέγει πάλιν ὁ Χρυσόστομος. «Μὴ δὲ νομίζῃς ὅτι ἀπρονόητα εἶναι τὰ καθ’ ἡμᾶς» μὴ νομίσῃς, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν προνοεῖ. «Ὅταν ἴδῃς ἀσθενῆ ἐν ἕλκει καὶ μεθύοντα οὐ θαυμάζεις, οὐδὲ μακαρίζεις διὰ τὴν τρυφήν, ἀλλὰ δὶ’ αὐτὸ τοῦτο ταλανίζεις». Ὅταν ἴδῃς ἄρρωστον τινα μεθυσκόμενον δὲν μακαρίζεις διὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῆς μέθης, ἀλλὰ τὸν ἐλεεινολογεῖς. «Οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς λογίζου» ταῦτα σκέψου, ὅταν ἡ ψυχὴ ἀσθενὴς οὖσα τρυφᾷ, ἀσωτεύει.

«Ἡ παραβολὴ τοὺς μὲν πλουτοῦντας σωφρονίζει, τοὺς δὲ πτωχοὺς παραμυθεῖ. Ἐκείνους μὲν παιδεύουσα» τοὺς πλουσίους διδάσκουσα «μὴ μεγαλαυχεῖν» νὰ μὴ ὑπερηφανεύωνται «ὅταν πονηρευόμενοι μὴ δῶσιν ἐνταῦθα δίκην τῶν κακῶν πεπραγμένων» ὅταν δὲν τιμωρῶνται ἐδῶ διὰ τὰς ἀδικίας των. «Τούτους δὲ παραμυθουμένη» τοὺς πτωχοὺς δὲ παρηγοροῦσα «μὴ ταῖς ἑτέρων εὐπραγίαις θορυβεῖσθαι» ὥστε νὰ μὴ ταράσσωνται ὅταν βλέπουν νὰ καλοπερνοῦν οἱ ἄδικοι. «Μηδὲ νομίζειν, ὅτι ἀπρονόητα τὰ καθ’ ἡμᾶς» φωνάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῆς παραβολῆς ταύτης. Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι προσκολλημένοι εἰς τὰς ἀπολαύσεις των νομίζουν, ὅτι ἡ ζωὴ των δὲν ἔχει τέλος καὶ ὅταν τελειώσῃ, δὲν ὑπάρχει τίποτα πέραν τοῦ τάφου ;

Ἂς ἴδωσι τὸν πλούσιον τῆς παραβολῆς !

Ποῦ εἶναι οἱ πτωχοὶ μὲ τὰ πολλὰ βάσανα, οἱ ὁποῖοι νομίζουν, ὅτι δὲν ἔχουν τελειωμόν; Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι καὶ οἱ πτωχοί, οἱ μὲν ἀπὸ τὰς πολλάς ἀνέσεις των, οἱ δὲ ἀπὸ τὰ πολλὰ των βάσανα ἀπιστοῦντες εἰς τὸν Θεόν; Ἂς ἴδουν τὴν παροῦσαν παραβολήν, ὅπου ὅλα θὰ τελειώσουν καὶ διαφορετικὰ πέραν τοῦ τάφου θ’ ἀρχίσουν. Ποῦ εἶναι οἱ ἄδικοι ἰσχυροὶ καὶ οἱ ἀδικούμενοι ἀδύνατοι; Οἱ ἄδικοι ἰσχυροί, οἱ ὁποῖοι νομίζουσιν, ὅτι διαφυγόντες τὴν τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων, θὰ διαφύγωσι καὶ τὴν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι οἱ ἀδικούμενοι, οἱ ὁποῖοι θέλουσι νὰ εὑρίσκωσι πάντοτε τὸ δίκαιόν των ἐδῶ, ἀμέσως, τὴν αὐτὴν ἡμέραν καὶ ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἠδικήθησαν, χειροδικοῦντες, μὴ ὑπομένοντες τὸν χρόνον, τὴν αἰωνιότητα καὶ οὐδὲν τῷ Θεῷ ἀναθέτοντες; Ποῦ εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι πεθαίνουν γιὰ μεγαλεῖα καὶ πάσχουν ἀπὸ μαρασμόν, ὅταν δὲν δύνανται νὰ δράσουν κοινωνικῶς καὶ οὐδόλως βλέποντες τὴν ὑπομονὴν τῶν βασάνων, τὴν ἀφάνειαν, τὴν κρυφὴν ἐργασίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ πτωχὸς Λάζαρος; Ποίαν κοινωνικὴν δράσιν εἶχεν ὁ Λάζαρος; Ποίαν ἐμφάνισιν ὁ πλούσιος; Ποίαν τύχην ἔλαβεν ἕκαστος ἐξ αὐτῶν; Πλούσιε, τὸ ξεύρω, εἶσαι ὑψηλά. Εἶσαι τὰ μάτια τῆς κοινωνίας, διότι ὅλοι σὲ βλέπουν. Πτωχέ, εἶσαι ταπεινός. Εἶσαι ἡ πτέρνα. Τί ὡραιότερον τῶν ὀφθαλμῶν; Τί εὐτελέστερον τῆς πτέρνας; Ὅταν ὅμως δεχθῇ ἡ πτέρνα ἀγκάθι, ὁ ὀφθαλμὸς δὲν καταδέχεται νὰ κύψῃ, ἵνα ἀφαιρέσῃ τοῦτο; Καὶ σὺ πλούσιε, φρόντισε διὰ τὴν πτέρναν σου, τὸν πτωχόν!

Ἡμεῖς; Θαυμάζομεν τοὺς πλουσίους, ἀγαπῶμεν τὸν πλούσιον, ἀποστρεφόμεθα τοὺς πτωχοὺς ἴδιαν τὴν πτωχείαν. Πόσον σφάλλομεν!

Ὅτι ἡ εὐτυχία μας δὲν ὑπάρχει εἰς τὸν πλοῦτον, δεικνύει τὸ ἑξῆς : Ἕνας Ἄραψ, πρὶν ἀποθάνῃ, εἶχε συντάξει τὴν διαθήκην του καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: Ἔθεσα ὅλην μου τὴν περιουσίαν εἰς τὸ μεγάλον χρηματοκιβώτιον τοῦ γραφείου μου. Ὅσα περιέχει τὰ παραχωρῶ εἰς τὸν περισσότερον εὐτυχισμένον ἄνθρωπον τῆς γῆς. Μετὰ τὸν θάνατον του 10.000 πρόσωπα ἔτρεξαν εἰς τὸν δικαστὴν νὰ βεβαιώσουν, ὅτι ἦσαν οἱ πιὸ εὐτυχισμένοι τῆς γῆς καὶ ἑπομένως εἶχον δικαίωμα εἰς τὸν θησαυρόν. Ἤρχισαν οἱ φιλονικίες, τὰ κτυπήματα,οἱ φωνές. Ὁ δικαστὴς διὰ νὰ προλάβῃ χειρότερα, ἔσπευσε νὰ δηλώσῃ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος τῆς γῆς καὶ ἑπομένως ὁ θησαυρὸς ἀνήκει εἰς αὐτόν. Ἀνοίγει λοιπὸν τὸ χρηματοκιβώτιον καὶ εὑρίσκει μερικὰ χαλίκια μὲ ἕνα γράμμα, τὸ ὁποῖον ἔγραφε: «Ἂν ἦσο πραγματικὰ ὁ πιὸ εὐτυχισμένος τῆς γῆς θὰ εἶχες ἀνάγκην ἀπὸ τὰ χρήματά μου;»

Πράγματι ! Ἡ εὐτυχία εἶναι ἀνεξάρτητος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι εἶναι ἐσωτερική, ψυχικὴ καὶ πέραν τοῦ τάφου. Ἑπομένως ἡ εὐτυχία ὑπάρχει πλησίον τοῦ Χριστοῦ ἰδίως μετὰ θάνατον.



(1) Ἔξοδ. 20,1-31. 16,10.

Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16,19-31)

Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16,19-31)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))



 Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅπως κάθε παραβολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ μιλάει γιὰ τὴν κρίση, ἡ σημερινὴ παραβολὴ εἶναι πολὺ ἁπλὴ ὡς πρὸς τὸ νόημά της καὶ ταυτόχρονα θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐξετάσουμε βαθύτερα.

Τὸ ἁπλὸ νόημά της εἶναι τοῦτο: Εἴχατε στὴν γῆ ὅ,τι ἦταν καλό, ὁ Λάζαρος δὲν εἶχε τίποτα· ἑπομένως ἀποκτᾶ στὴν αἰώνια ζωὴ ὅλα τ’ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ εἶχαν λείψει στὴ γῆ καὶ ἐσεῖς τὰ στερῆστε. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν συνιστᾶ τὸ ἀληθινὸ καὶ βαθύτερο νόημα τῆς παραβολῆς.

Ποιὸς εἶναι ὁ πλούσιος; Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν κατεῖχε μόνο ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἡ γῆ μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει: πλοῦτο, καλὸ ὄνομα, κοινωνικὴ θέση ἀνάμεσα στοὺς συμπολίτες του· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν λαχταροῦσε κάτι ἄλλο. Ὅ,τι ἤθελε, ὅ,τι χρειαζόταν ἦταν ὁ ὑλικὸς πλοῦτος, μιὰ καλὴ θέση ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, τὸν θαυμασμό, μιὰ δουλικὴ ὑπακοὴ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦταν κατώτεροί του.

Ὁ Λάζαρος δὲν κατεῖχε τίποτα· ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παραβολὴ μαθαίνουμε ὅτι δὲν παραπονιόταν, δεχόταν ὅ,τι δὲν ἤθελε ὁ πλούσιος· ἔτρωγε τὰ ψίχουλα ἀπὸ τὸ τραπέζι του. Ἀλλὰ εἶχε μία ζωντανὴ ψυχή· ἴσως νὰ λαχταροῦσε κάτι περισσότερο: ποιὸς ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ ἔχει μία στέγη, νὰ ἔχει ἐξασφαλισμένη τροφή; Ἀλλὰ ἐκεῖνος δεχόταν ὅ,τι τοῦ ἔδιναν μὲ εὐγνωμοσύνη.

Καὶ ὅταν πέθαναν, τί πῆραν μαζί τους; Ὁ πλούσιος δὲν εἶχε τίποτα νὰ πάρει, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν νοιαζόταν γιὰ ὁ,τιδήποτε δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει ὁ κόσμος. Ὁ Λάζαρος πάντα ποθοῦσε περισσότερα ἀγαθὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἡ γῆ μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει: ἐπιθυμοῦσε δικαιοσύνη, εἰρήνη, ἀγάπη, συμπόνια, ἀλληλεγγύη- ὅλα ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Ὁ πλούσιος ζοῦσε μιὰ ζωὴ παρόμοια μ’ αὐτὴν ποὺ περιγράφεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς προφητεῖες: Ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπαχύνθη ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ λησμόνησε τὸν Θεό… Ὁ φτωχὸς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο· ἦταν τόσο φτωχὸς γιὰ νὰ ριζώσει στὴν γῆ- ἦταν ἐλεύθερος.

Αὐτὴ ἡ παραβολὴ λοιπὸν ἀφορᾶ ὅλους μας· διότι ὅλοι μας ἔχουμε μέσα μας τὸν πλούσιο καὶ τὸν Λάζαρο. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ πόσο πλούσιοι, πόσο ἀσφαλεῖς εἴμαστε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐὰν βρισκόμαστε τώρα ἐδῶ, πάει νὰ πεῖ ὅτι στὴν ψυχή μας, ὑπάρχει μία ἄλλη διάσταση ποὺ λαχταρᾶ κάτι ἄλλο. Ἀλλὰ μένει νὰ κάνουμε μία ἐρώτηση: Ἐὰν ἔπρεπε νὰ διαλέξουμε, τί θὰ διαλέγαμε; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ θεωροῦμε πολύτιμο; Εἶναι ἡ ἀσφάλεια ποὺ μέχρι τώρα ἡ γῆ μᾶς ἔχει προσφέρει- ἢ εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη, τὸ βάθος στὸ ὁποῖο κατανοοῦμε τὸν Θεό, ἡ κοινωνία μας μαζί Του, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον, ἡ συμπόνια – τόσα ἄλλα πράγματα ποὺ μᾶς ἔχει διδάξει τὸ Εὐαγγέλιο;

Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖο ὅπου ἀναφέρεται ἡ παραβολή, δὲν ἀναφέρεται μόνο σὲ δύο ἄνδρες ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἢ σὲ ἄλλους, ἀλλὰ ἀναφέρεται σὲ μᾶς προσωπικά: ποιὸς εἶμαι- ἢ ἐὰν προτιμᾶτε, καὶ ποὺ εἶναι τὸ πιὸ σωστὸ – ποιὸς ὑπερισχύει μέσα μου; Μοιάζω περισσότερο μὲ τὸν πλούσιο, τόσο ριζωμένος στὴ γῆ, ὥστε τὰ πράγματα ποὺ ἀφοροῦν τὸ πνεῦμα, τὴν αἰωνιότητα, ἢ πιὸ ἁπλὰ ὅ,τι εἶναι ἀληθινὰ ἀνθρώπινο ἔρχεται δεύτερο –ἢ εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους σημασία ἔχει ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινο, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο;

Κι ἔπειτα, ὑπάρχει κάτι ἄλλο στὴν παραβολή. Ὁ πλούσιος βλέποντας τὸν ἑαυτὸ του στερημένο ἀπὸ τὰ πάντα, στρέφεται στὸν Ἀβραὰμ καὶ λέει: «Στεῖλε τὸν Λάζαρο στοὺς ἀδελφούς μου ποὺ εἶναι ἀκόμα στὴ γῆ νὰ τοὺς εἰδοποιήσει, γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν σὲ τοῦτο τὸν τόπο τῆς βασάνου». Καὶ ὁ Χριστὸς λέει ὅτι ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος ἐπιστρέψει ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἐὰν δὲν ἄκουσαν ὅ,τι ἀποκαλύφθηκε στὸ παρελθόν, δὲν θὰ πιστέψουν, θὰ χαθοῦν μέσα στὶς ἁμαρτίες τους.

Πῶς, αὐτὴ ἡ παραβολὴ δὲν ταιριάζει κατὰ τρόπο τραγικὸ μὲ τὴν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων ὅταν στέκονταν συνωστισμένοι ὅπως τὸ ἄλεσμα γύρω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ὅπου πέθαινε ὁ Κύριος. Κάποιοι ἦταν πιστοί, ὁ δικός Του λαὸς - ἀλλὰ ποῦ βρίσκονταν; Εἶχαν σκορπίσει. Κάποιοι ἦταν μαθητές Του, μὲ πίστη ποὺ ἔφτανε στὸ βάθος τῆς ὕπαρξής τους, μὲ καρδιακὴ πίστη, οἱ γυναῖκες ποὺ Τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει – στάθηκαν σὲ ἀπόσταση· μοναχὰ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Ἰωάννης, στάθηκαν δίπλα στὸν Σταυρό.

Ἀλλὰ μέσα στὸ πλῆθος, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιερέα, τοὺς Φαρισαίους ποὺ εἶχαν καταδικάσει τὸν Θεό, ἔλεγαν: «Κατέβα τώρα ἀπὸ τὸν Σταυρὸ – καὶ θὰ πιστέψουμε…» Πόσοι πολλοὶ σκέφτηκαν: μόνον ἐὰν κατέβαινε ἀπὸ τὸν Σταυρό, θὰ πιστεύαμε χωρὶς νὰ παίρναμε κανένα κίνδυνο, θὰ πιστεύαμε μὲ ἀσφάλεια, μὲ σιγουριά· θὰ πιστεύαμε καὶ θ’ ἀκολουθούσαμε Κάποιον ποὺ τώρα ἡττημένος, στιγματισμένος, ἔχοντας δεχθεῖ τὴν ἀπόρριψη τῶν ἀνθρώπων, κρέμεται στὸν Σταυρὸ ἀνάμεσα σὲ δύο ληστές; Δὲν μποροῦμε…

Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς παραβολῆς· καὶ ποὺ μᾶς ἀποδεικνύει ἡ ζωὴ τόσων πολλῶν ἀνθρώπων.

Ποῦ βρισκόμαστε; Εἴμαστε προετοιμασμένοι νὰ πιστέψουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ; Εἴμαστε ἕτοιμοι, αἰχμάλωτοι τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἀνείπωτης, ἀνέκφραστης ὀμορφιᾶς τῆς προσωπικότητας τοῦ Χριστοῦ, νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ κάθε κίνδυνο; Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ κίνδυνος εἶναι πολὺ μεγάλος: Θὰ στιγματιστοῦμε, θὰ μᾶς κοροϊδέψουν, θὰ εἴμαστε ξένοι, οἱ ἄνθρωποι θὰ μᾶς θεωροῦν ἀλῆτες τῆς γῆς, ὄχι προσκυνητὲς τοῦ Οὐρανοῦ· εἴμαστε ὅμως ἕτοιμοι νὰ τὸ κάνουμε αὐτό;

Πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τὶς δύο αὐτὲς ὄψεις τῆς παραβολῆς· γιατί διαφορετικὰ ἡ παραβολὴ εἶναι ἄσχετη μέ μᾶς - καὶ ὅμως, ἔχει τόσο πολὺ σχέση μὲ τὴ ζωή μας.

Ἂς τὴν σκεφτοῦμε βαθιά, κρίνοντας τὴν συνεχῶς. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς κρίνει μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς καταδικάσει. Ὁ Θεὸς μᾶς προετοιμάζει πραγματικὰ καὶ μᾶς ζητᾶ ἕνα πράγμα: Ν’ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀλήθεια! Δὲν ἀποδεχόμαστε ἕναν κόσμο ποὺ εἶναι μία χίμαιρα! Μὴν ἀποδέχεστε τὸν ἑαυτό σας, ἐνῶ ἡ ζωὴ σας παραμένει μιὰ ζωὴ ἀπατηλή: νὰ εἶστε ἀληθινοὶ καὶ τότε θὰ γίνετε παιδιὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ σπουδαῖο, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές τοῦ Χριστοῦ, υἱοὶ καὶ κόρες τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ· καὶ ἀγγελιοφόροι τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ κάτι μεγαλύτερο; Καὶ ὅμως αὐτὸ εἶναι ποὺ προσφέρεται σὲ ὅλους μας καὶ στὸν καθένα χωριστά. Τί θαῦμα! Τί χαρά! Πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ἀρνηθοῦμε; Ἀμὴν
 



5th of November 1989
 

In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

As every of Christ's parables of the judgement today's parable has got a very simple aspect and at the same time should be reflected on a deeper level.

The simple aspect is this: you have had on earth all that was good, Lazarus has had nothing; he therefore receives in eternity all the goods which he has lacked on earth and you are deprived of it. But this is not the real and deeper meaning of it.

Who is this rich man? It is a man who not only possessed all that the earth could give him: wealth, a good name, a status among his follow-citizens; it is a man who craved for nothing else. All he wanted, all he needed was material wealth, a good standing among men, reverence, admiration, a slavish obedience of those who were under him.

Lazarus possessed nothing; but from the parable we see that he did not complain, he received what the rich man needed not; he ate the crumbs from his table. But — he had a living soul; perhaps did he crave for more: who doesn't want to have a roof, who doesn't want to have the security of food? But he received what was given with gratitude.

And when they died, what did they take with them? The rich man had nothing to take because he had never had any concern for anything that the earth couldn't give. Lazarus had always longed for more than the earth could give: for justice, for peace, for love, for compassion, for human brotherhood — for all those things which make the human being human. The rich man was in ф condition which is described in one of the prophecies: Israel has grown fat with wealth and has forgotten God... The poor man could do no such thing; he was too poor to be rooted into the earth — he was free.

Now, this applies to all of us; because all of us we possess within ourselves both the rich man and Lazarus. On the one hand, how much we have, how rich we are, how secure, how opulent. On the other hand, if we are here, it means that there is another dimension within our soul that longs for something else. But the question is to be asked: if we had to choose — what we would choose? What is what we really treasure? Is it security which the earth so far has given us — or is it the vastness, the depth of understanding, communion with God, love of our neighbour, compassion — so many other things which the Gospel has taught us?

And this is where the parable refers not only to two men of the past, or to others than we are, it refers to us personally: who am I, — or if you prefer, which is more fair — who predominates in me? Am I more like the rich man, so rooted into the earth that the things of God, the things of the spirit, the things of eternity, or simply, what is truly human comes secondly — or am I one of those for whom what to be human matters more than anything?

And then, there is another thing in the parable. The rich man, seeing himself devoid of all, of every thing turns to Abraham and says, Send Lazarus to my brothers who are still on earth to give them a warning, that they may not come to this place of torment... And Christ says, Even if one came back from the dead, if they have not listened to what has been revealed in the past, they will not believe, they will perish in their sin...

How, that echoes in a tragic way with the situation in which people were when they stood as a milling crowd around the Cross on which Christ was dying. Some were believers, His own people — but where were they? They had fled. Some were His disciples faithful at the core of their being, faithful with their hearts, the women who had followed Him — they stood at a distance; only the Mother of God and John stood by the Cross.

But in the crowd there were such who, together with the High Priest, the Pharisees who had condemned Christ, were saying: Descend now from the Cross — and we shall believe... How many thought: If He only did that, we could believe without taking any risk, believe with security, safely; believe and follow One Who had already won His victory; but can we, can we possibly believe and follow One Who now, defeated, reviled, rejected hangs on the Cross between two criminals? We can't...

That is what the parable says; and which is shown in the life of so many.

Where do we stand? Are we prepared to believe Christ's word? Are we prepared, captured by the beauty, the ineffable, the unutterable beauty of Christ's personality to follow Him at all risk? And risk, we know, is great: we will be reviled, we will be laughed at, we will be strangers, people will think that we are tramps on earth, not that we are pilgrims of Heaven; but are we prepared to do this?

We must give thought to these two aspects of the parable; because otherwise it is irrelevant, it has nothing to do with us — and yet, so much it has!

Let us think of it, deeply, standing judgement before it. God does not judge us in order to condemn. God presents us with reality and asks of us only one thing: Respond to reality! Do not accept a world which is a mirage! Do not accept yourself while you remain a mirage: be real, and then you will be children of the Kingdom.

And what can be greater: brothers and sisters of Christ, sons and daughters of the Living God; and messengers — messengers of God on earth. Can we hope for anything greater? And yet — this is what is offered to each and all of us! What a wonder, what a joy! How can we turn away from this? Amen.



Κυριακή Ε΄Λουκά - Η παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου.


Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκά 16, 19-31

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από το 16ο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ιερού Ευαγγελίου. Στους στίχους αυτούς αναπτύσσεται η παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου.
«Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσαν μου». Ποιος είναι άραγε αυτός ο τόσο τραγικός άνθρωπος, που εκλιπαρεί για λίγες μόνο σταγόνες νερό; Μόνο αυτοί που βασανίζονται τόσο πολύ, εκλιπαρούν για κάτι τόσο λίγο, τόσο μικρό. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι άλλος από τον πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.

Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος διακρινόταν για τα πολλά του λεφτά, το πολυτελές αρχοντικό, τα πανάκριβα ρούχα, τις πολυδάπανες δεξιώσεις. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί πως «ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Το πρώτο ύφασμα ήταν βαμμένο στην κόκκινη βαφή των κοχυλιών και το δεύτερο ήταν φτιαγμένο με το πανάκριβο λινάρι, που προερχόταν από τη μακρινή Ινδία. Το χρόνο του τον διέθετε στα καθημερινά γλέντια και τις διασκεδάσεις, αφού σκοπός της ζωής του έγινε το ξέφρενο κυνήγι της ηδονής και των υλικών απολαύσεων.
Και όμως! Πολύ κοντά του, κάτω σχεδόν από τα πόδια του, εκτυλισσόταν ένα αληθινό δράμα. Στην αυλόπορτα του σπιτιού του, κείτεται ένας άρρωστος άνθρωπος, πληγωμένος, άστεγος, κουρελιάρης, σχεδόν ανάπηρος μιας και δεν μπορεί να διώξει τα αδέσποτα σκυλιά που γλείφουν τις πληγές του και επιτείνουν ακόμη περισσότερο το μαρτύριό του.
Ενώ λοιπόν ο πλούσιος «ευφραινόταν λαμπρώς», ο Λάζαρος « ήν επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου». Δεν μας λέει ο ευαγγελιστής ότι χόρταινε με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου, αλλά ότι θα επιθυμούσε να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Άρα ούτε τα άχρηστα περισσεύματα δεν του τα δίνανε! Τα σκυλιά είχανε ίσως περισσότερο χατίρι παρά αυτός ο πολύπαθος άνθρωπος…
Κάποιος άλλος στη θέση του φτωχού Λαζάρου θα φθονούσε τον πλούσιο. Θα τα έβαζε ίσως και με τον ίδιο το Θεό: γιατί σ’ άλλους να δίνει ευμάρεια, και σ’ άλλους μόνο βάσανα; Τέτοιες όμως σκέψεις είναι εντελώς ξένες προς το Λάζαρο, που υπομένει με πολλή εγκαρτέρηση το σκληρό του μαρτύριο. Σηκώνει αγόγγυστα το βαρύ του σταυρό. Ζει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του αυτό, που χρόνια πριν αναφώνησε ο Ιώβ: « Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας ( Ιώβ 1,21)».  
Ο Λάζαρος μέσα απ’ τις δοκιμασίες της φτώχειας, της αρρώστιας, της εγκατάλειψης, πραγματοποίησε το σκοπό της ύπαρξής του: πέτυχε την προσωπική του σωτηρία και λύτρωση. Έτσι λοιπόν, όταν πεθαίνει οδηγείται από πλήθος αγγέλων στην αγκαλιά του Αβραάμ και γίνεται πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών. Αυτός είναι και ο λόγος που μνημονεύεται στο Ιερό Ευαγγέλιο με το όνομά του, ενώ ο πλούσιος, παρά τις τόσες γνωριμίες, το τόσο του κύρος μεταξύ των ανθρώπων, είναι ουσιαστικά τόσο ασήμαντος, ώστε να μην αναφέρεται καν το όνομά του. 
Μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η λανθασμένη διαχείριση του πλούτου αποβαίνει ολέθρια για τον άνθρωπο. Ο πλούσιος της παραβολής νόμισε ότι τα αγαθά που είχε ήταν απόλυτα δικά του, γι’ αυτό και τα κρατούσε τόσο εγωιστικά. «Απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου», του απαντά ο πατριάρχης Αβραάμ, δηλώνοντας ευθέως και την αιτία της καταδίκης του. Τα πλούτη του έγιναν τείχη πανύψηλα, που τον εμπόδιζαν να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του και κατά συνέπεια με τον ίδιο τον Πλάστη του.
Η προσκόλληση στον πλούτο είναι σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος αποτέλεσμα της απιστίας (Κλίμακα, Λόγος 16, 2). Όταν ο Αββάς Ησαΐας ρωτήθηκε τι είναι φιλαργυρία, αποκρίθηκε : «Το να μην έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό ότι φροντίζει για σένα, να έχεις χάσει τις ελπίδες για την εκπλήρωση των υποσχέσεών Του και να έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου» ( Γεροντικό, Αββάς Ησαΐας 8). Η φιλαργυρία γίνεται «ρίζα πάντων των κακών» ( Α΄ Τιμ. 6, 10) και απ’ αυτή τρέφονται οι αναρίθμητες παραφυάδες των άλλων παθών, όπως της φιληδονίας, της σκληροκαρδίας και της αλαζονείας.
Μήπως όσα προαναφέρθηκαν σημαίνουν πως όσοι κατέχουν χρήματα πολλά ή περιουσία είναι εκ προοιμίου καταδικασμένοι για το «πύρ το εξώτερον»; Όχι βέβαια!  Ο ίδιος ο Αβραάμ, που αναφέρεται στην παραβολή, είχε πλούτο πολύ, αλλά τον διαχειρίστηκε σωστά με την απλοχεριά και τη φιλοξενία του, όχι μόνο σε γνωστούς αλλά και αγνώστους (βλ. Γένεση 18, 1-15). Το ίδιο έπραξαν τόσοι άλλοι, όπως ο Λώτ, ο Ιώβ, η Δορκάς… Δεν θεώρησαν τον εαυτό τους ιδιοκτήτη, αλλά μόνο διαχειριστή ξένης περιουσίας που ο Κύριος τους εμπιστεύτηκε.
Στις μέρες μας παρατηρούμε πως πολλές οικογένειες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, εξαιτίας της κρίσης που έχει επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία και των απολύσεων ή των τραγικών μειώσεων του ημερομισθίου που αυτή συνεπάγεται. Στη διπλανή μας πόρτα ίσως κάποιοι βιώνουν το δράμα του Λαζάρου. Ας μη μιμηθούμε τον πλούσιο της παραβολής. Ας προσπαθήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, να μοιραστούμε μαζί τους ό,τι ο Θεός μας εμπιστεύθηκε. Και αυτό ας το κάνουμε με χαρά: «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός (Β΄ Κορ. 9,7)».

Διακόνου Ανδρέα Παπαμιχαήλ- Μητρόπολη Κωνσταντίας

Προς πολιτικούς και "παπαγαλάκια" που ...ονειρεύονται μειοψηφίες: Να τι έγινε στην παρέλαση στην Πάτρα

 

Του Νάσου Π. Νασόπουλου

Προς πολιτικούς και "παπαγαλάκια" που ...ονειρεύονται μειοψηφίες: Να τι έγινε στην παρέλαση στην Πάτρα  Του Νάσου Π. Νασόπουλου
Όταν είσαι κλεισμένος στο γραφείο σου, είναι λογικό να μην μπορείς να παρακολουθήσεις τι συμβαίνει στους δρόμους, τι γίνεται μέσα στην κοινωνία. Είτε ανήκεις στο ΠΑΣΟΚ, είτε στη ΝΔ, είτε είσαι πολιτικός, είτε δημοσιογράφος, συμπεριφέρεσαι σα να ήλθες από το διάστημα και βλέπεις τα πράγματα όπως θα ήθελες να είναι επειδή έτσι σε συμφέρει και όχι όπως πραγματικά είναι.
Δεν ξέρω τι έγινε χθες στην Θεσσαλονίκη. Ξέρω καλά, όμως, τι έγινε στην Πάτρα.
Και το ξέρω καλά, γιατί ήμουν εκεί, μαζί με τον κόσμο.
Ε, λοιπόν σας λέω, ότι δεν ήταν κάποια μειοψηφία αυτή που απαίτησε την απομάκρυνση των επισήμων από την παρέλαση.
Ναι, την πρωτοβουλία πήραν διακόσιοι περίπου διαδηλωτές, αλλά γρήγορα στο πλευρό τους βρέθηκαν σχεδόν όλοι οι πολίτες που είχαν κατέβει να δουν τα παιδιά τους να παρελαύνουν.
Όχι, δεν ήσαν κάποιοι ακραίοι τύποι οι διαδηλωτές που αδιαφορούν για τους θεσμούς και τα εθνικά σύμβολα.
Αν τους βλέπατε με πόση ένταση χειροκροτούσαν όταν παρήλαυνε το μπλοκ με τους σημαιοφόρους μαθητές, αν τους ακούγατε με πόσο πάθος τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο όταν τελείωσε η παρέλαση, θα καταλαβαίνατε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήσαν οι συνήθεις «διεθνιστές ταραξίες» που κάνουν «λαμπόγιαλο» οτιδήποτε θυμίζει έθνος και εθνικά σύμβολα.
Στην Πάτρα ζήσαμε στιγμές που έφεραν δάκρυα σε πολλά μάτια. Σε πολλές χιλιάδες μάτια.
Για πρώτη φορά είδα τόσους πολλούς ανθρώπους να τραγουδάνε μαζί τον εθνικό ύμνο και να τους έρχεται λυγμός και να δακρύζουν.
Για πρώτη φορά είδα τόσους πολλούς ανθρώπους να ξεσπούν σε ζωηρά και παρατεταμένα χειροκροτήματα μόλις είδαν την Ελληνική σημαία.
Για πρώτη φορά είδα τόσους πολλούς ανθρώπους να ξεσπούν σε ζωηρά και παρατεταμένα χειροκροτήματα μόλις εμφανίστηκαν στην παρέλαση οι νεαροί Κύπριοι που ζουν στην Αχαΐα.
Για πρώτη φορά είδα τόσους πολλούς ανθρώπους να ξεσπούν σε ζωηρά και παρατεταμένα χειροκροτήματα και να ακολουθούν την μπάντα του Δήμου όταν, στο τέλος της παρέλασης, άρχισε να παιανίζει το "όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες".
Πριν αρχίσετε να γράφετε δηλώσεις οι πολιτικοί και να κάνετε σχόλια οι δημοσιογράφοι, δείτε το παρακάτω βίντεο από τη χθεσινή παρέλαση στην Πάτρα. Ίσως καταλάβετε ότι «έξω δεν βρέχει», απλά είναι πολλοί αυτοί που πλέον άρχισαν να φτύνουν!
Δείτε προσεχτικά την παρακάτω φωτογραφία με την έκφραση του μικρού παιδιού. Σας δείχνει για «ακροαριστερός» ο πιτσιρικάς;
Εμένα μου δείχνει για οργισμένος.
Φυσικά, δεν κατανοεί τι ακριβώς συμβαίνει, δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οικονομικά μέτρα.
Όμως, σίγουρα, κάθε φορά που βλέπει και ακούει τον πατέρα και την μητέρα του καταλαβαίνει ότι κάτι έχει αλλάξει στη ζωή της οικογένειάς του. Και έχει αλλάξει προς το χειρότερο.
Και αυτό, τον θυμώνει. Ναι, ακόμα και τον πιτσιρικά με το γλυκύτατο προσωπάκι.
Αφήστε λοιπόν τους δήθεν καθωσπρεπισμούς και τις τάχα βαθυστόχαστες αναλύσεις μέσα από τα γραφεία και αντιληφθείτε ότι αυτός ο κόσμος έφτασε στα όρια του.
Έφτασε στα όριά του και για να ηρεμήσει δεν αρκούν οι από καθέδρας νουθεσίες. Αφήστε δε που καταλαβαίνει, ότι αυτές οι νουθεσίες έναν και μόνο σκοπό εξυπηρετούν: να τους «ψήσετε» μήπως και γλυτώσετε από την οργή τους.
Είτε είστε πολιτικοί που ευθύνεστε για τη σημερινή κατάντια της Ελληνικής κοινωνίας, είτε είστε δημοσιογράφοι που διαπλεκόμενοι με τους πολιτικούς έχετε μεταβληθεί σε παπαγαλάκια τους, πάρτε το χαμπάρι ότι ο κόσμος δεν «ψήνεται» και δεν συγκρατείται πλέον. Και φοβάμαι ότι από δω και πέρα, εντάσεις σαν τη σημερινή, θα είναι πολύ συχνές.
Ωστόσο, να σας πω και τούτο: καταλαβαίνω ότι ενοχληθήκατε γιατί εσείς ήσασταν ο στόχος των αγανακτισμένων, αλλά η παρέλαση μια χαρά κύλησε στην Πάτρα. Χωρίς έκτροπα, δίχως φασαρίες.
Και μάλιστα διέκρινες στο πρόσωπο των ανθρώπων ένα αίσθημα ικανοποίησης και ελευθερίας. Ίσως, γιατί αυτός ο κόσμος σας είπε αυτό που είχε μέσα του.
Ο μόνος που κατάλαβε τι έγινε χθες, ήταν ο Μανώλης Γλέζος, τη δήλωση του οποίου φυσικά, αγνόησαν επιδεικτικά ή πέρασαν στα ψιλά οι διαπλεκόμενοι ενημερωτές των μεγάλων Αθηναϊκών συγκροτημάτων. Ναι, αγνόησαν τη δήλωση του ανθρώπου-σύμβολο του αντικατοχικού και αντιφασιστικού αγώνα, γιατί τους προκάλεσαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον οι νουθεσίες των κατ’ επάγγελμα πολιτικών. Τέτοιος ξεπεσμός, τόση κατάντια.
ΥΓ. Φοβάμαι, κύριοι πολιτικοί και διαπλεκόμενα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια, ότι θα σας βόλευε αν υπήρχαν και οι γνωστοί «μπαχαλάκηδες» που τα κάνουν γυαλιά-καρφιά και διαλύουν κάθε εκδήλωση κοινωνικής αγανάκτησης. Όμως, οι «μπαχαλάκηδες» δεν είχαν πάρει …εντολή (καταλαβαίνετε τι εννοώ, κύριοι της εξουσίας) και τους πήρε ο ύπνος. Τους πήρε ο ύπνος τους «μπαχαλάκηδες», αλλά ξύπνησε ο υπόλοιπος λαός. Επιτέλους…

Δείτε στο βίντεο πόσος και τι κόσμος ήταν στην Πάτρα...

Παρατηρείστε τον γλυκύτατο πιτσιρικά. Για '"ακροαριστερό'" τον κόβετε;

Κυριακή Ε΄ Λουκά – Υπάρχει κι΄άλλη ζωή!



ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΙ ΑΛΛΗ ΖΩΗ!
«Νῦν δέ (Λάζαρος) ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι»
   Ὁ  Λάζαρος «παρακαλεῖται» καὶ ὁ πλούσιος «ὀδυνᾶται». Ὁ ἕνας ἀπολαμβάνει παρηγορία καὶ ἀνακούφιση, ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ὁ ἄλλος δοκιμάζει ἀφόρητη θλίψη καὶ ὀδύνη, τρόμο καὶ φρίκη. Αὐτὲς οἱ δύο ἀντιθετικὲς καταστάσεις ἀντικατοπτρίζουν τὴν πραγματικότητα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.
    Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι, προσκολλημένοι στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις, δὲν πιστεύουν στὴν ζωὴ μετὰ θάνατον. «Ἐδῶ εἶναι ἡ Κόλαση, ἐδῶ κι ὁ Παράδεισος», φωνάζουν σαρκαστικά. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅμως, χρησιμοποιώντας αὐτὴ τὴν πρωτότυπη καὶ πολὺ διδακτικὴ Παραβολή, μᾶς ἀποκάλυψε σαφῶς ὅτι ὑπάρχει ζωὴ μετὰ θάνατον. Ὑπάρχει καὶ Παράδεισος καὶ Κόλαση.
   Τί εἶναι ὅμως ἡ Κόλαση καὶ τί ὁ Παράδεισος; Καὶ τί ὀφείλουμε ἐμεῖς νὰ κάνουμε; Νά τὸ θέμα ποὺ θὰ ἐξετάσουμε στὴν ὁμιλία μας αὐτή.

1. ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
   Παράδεισος καὶ Κόλαση λοιπόν. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἶναι ἡ Κόλαση, τόπος ὀδύνης ψυχικῆς καὶ μαρτυρίου αἰωνίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ «γέεννα», «τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται» (Μάρκ. θ ́ 4344). Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ «ἄσβεστον πῦρ» βρισκόταν ὁ πλούσιος καὶ ζητοῦσε ἔστω μία σταγόνα νεράκι γιὰ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα του, ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς ἀφόρητης ὀδύνης ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται αἰωνίως ἀπὸ τὴν ἔνοχη συνείδησή του, ἡ ὁποία τὸν πλημμυρίζει μὲ τύψεις γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Παράλληλα ὑποφέρει κι ἀπὸ τὰ πάθη του, ποὺ μένουν ἀνικανοποίητα, ἐπιτείνοντας τὰ αἰώνια βάσανά του.
   Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος εἶναι ὁ Παράδεισος, δηλαδὴ ἡ αἰώνια ζωὴ μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ὁποίου οἱ δίκαιοι «ὄψονται τὸ πρόσωπον» (Ἀποκ. κβ ́ 4). Ἐκεῖ στὸν Παράδεισο οἱ δίκαιοι θὰ ζοῦν συντροφιὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους καὶ αὐτὸ θὰ τοὺς χαρίζει ἀνάπαυση, χαρὰ καὶ εὐτυχία. Αὐτὸ δηλώνει ἡ ἔκφραση «εἰς τοὺς κόλπους Ἀβραάμ». Μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἦταν φίλος τοῦ Θεοῦ, πατέρας ὅλων τῶν πιστῶν στὸν Θεὸ ἀνθρώπων, ὑπάρχει ἡ ἀπέραντη εὐτυχία καὶ μακαριότητα.
2. ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ
    Πῶς ὅμως καθορίζεται ἡ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρεθοῦμε μετὰ θάνατον; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει εἴτε στὴν αἰώνια κόλαση εἴτε στὴν αἰώνια εὐτυχία; Εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας στὸν κόσμο αὐτό. Ἂν ζοῦμε μιὰ ζωὴ ἀτομικιστικὴ καὶ ὑλιστική, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν μετανοοῦμε, τότε στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ ἔχουμε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὸν πλούσιο τῆς Παραβολῆς. Ἂν ὅμως ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ζητοῦμε ταπεινὰ τὸ ἔλεός του καὶ ὑποδηλαδὴ ὅπου θὰ βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ γεμάτο δόξα καὶ λαμπρότητα καὶ ἡ δόξα αὐτὴ θὰ ἀντικατοπτρίζεται καὶ στοὺς ἴδιους, ὥστε νὰ λάμπουν «ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιγ´ 43) καὶ ὑπομένουμε μὲ πίστη τὰ δεινὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὅπως ὁ πτωχὸς Λάζαρος, τότε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ εὐτυχία στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ.
   Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ θὰ κρίνει τὸ αἰώνιο μέλλον μας φαίνεται ξεκάθαρα καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου περὶ τῆς ἡμέρας τῆς Κρίσεως. Ἐκεῖ ὁ δικαιοκρίτης Κύριος θὰ ἀνταμείψει τοὺς «εὐλογημένους τοῦ Πατρός» του γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειχναν ἐνόσῳ ζοῦσαν, ἐνῶ ἀντίθετα θὰ καταδικάσει «εἰς κόλασιν αἰώνιον» αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἐγωϊστικά, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους, καὶ παρέμειναν ἀμετανόητοι (Ματθ. κε´ 31-46).
  Ἄρα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή μας κρίνεται τὸ αἰώνιο μέλλον μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προειδοποιεῖ αὐστηρά: «Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται• ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» (Γαλ. ϛ´ 7). Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαπατήσει τὸν Θεὸ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἐκεῖνο ποὺ θὰ σπείρει κάθε ἄνθρωπος, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσει. Καὶ συνεχίζει: «Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας» (στίχ. 10). Συνεπῶς, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη καὶ ἔχουμε καιρό, ἂς κάνουμε πρὸς ὅλους τὸ καλό.
    Ἡ σημερινὴ Παραβολὴ πρέπει νὰ μᾶς συγκλονίσει. Τὸ τραγικὸ κατάντημα τοῦ πλουσίου ἀποτελεῖ ἕνα μήνυμα πρὸς ὅλους ὅσοι ζοῦν ἐπιπόλαια, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον τους. Εἶναι καιρὸς λοιπὸν νὰ μετανοήσουμε! Νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὴν αἰώνια σωτηρίας μας. Τώρα! Πρὶν περάσουμε τὰ σύνορα αὐτοῦ τοῦ κόσμου• διότι τότε θὰ εἶναι πλέον πολύ-πολὺ ἀργά…
 «Ο ΣΩΤΗΡ»,15/10/2011

Κυριακή Ε. Λουκά – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αστερίου Επισκ. Αμασείας, εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον.

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφ. Ιστ. 19 – 31.
Είπεν ο Κύριος: «άνθρωπος τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δέ τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος, και επιθυμών χορτασθήναι απο των ψιχίων των πιπτόντων απο της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. Εγένετο δέ αποθανείν τον πτωχόν, και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ. Απέθανε δέ και ο πλούσιος και ετάφη. Και εν τω άδη, επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ απο μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος, και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Είπε δέ Αβραάμ: τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά. Νύν δέ ώδε παρακαλείται, σύ δέ οδυνάσαι. Και επι πάσι τούτοις, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δέ: ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου’ έχω γάρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μή και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ: έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. Ο δέ είπεν: ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις απο νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δέ αυτώ: ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.»
Απόδοση.
Είπε ο Κύριος, «Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: ‘‘πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά’’. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: ‘‘παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν• ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς’’. Είπε πάλι ο πλούσιος: ‘‘τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων’’. Ο Αβραάμ του λέει: ‘‘έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών• ας υπακούσουν σ’ αυτά’’. ‘‘Όχι, πατέρα μου Αβραάμ’’, του λέει εκείνος, ‘‘δεν αρκεί• αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν’’. Του λέει τότε ο Αβραάμ: ‘‘αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν’’».
Επιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.
Ομιλία του Οσίου πατρός ημών Αστερίου Επισκόπου Αμασείας, περί της αναφοράς του κατά Λουκάν Ευαγγελίου εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον.
Ο Θεός και Σωτήρ ημών εκπαιδεύει τους ανθρώπους όχι μόνον με αποφατικά και δογματικά θεσπίσματα, ώστε να μισούν την κακίαν και να αγαπούν την αρετήν, αλλά χρησιμοποιώντας και διαφωτιστικά υποδείγματα, παραδίδει με σαφήνεια τα μαθήματα της αγαθής βιοτής. Μας βοηθεί έτσι με έργα και με λόγους, να προαχθούμε στην κατάληψη της αγαθής και φιλοθέου ζωής. Πράγματι, αφού επανειλημμένως μας έχει παραγγείλει με το στόμα των Προφητών και των Ευαγγελιστών, αλλά και με την φωνήν την ιδικήν του, να αποστρεφώμεθα μεν τον υπερήφανον και υπεροπτικόν πλούτον, την δε φιλάνθρωπον διάθεση και την συνδυασμένην με την αρετήν πτωχεία να την αγαπούμε, έτσι και τώρα για να κάμει ακόμη πιο αξιόπιστον την συμβουλή για το καλόν, τεκμηριώνει τον λόγον με πρακτικά υποδείγματα, και με μίαν διήγηση περιγράφει τον πλούσιον και τον πτωχόν. Μας παρουσιάζει την αγάπη του ενός προς τις τιμές και τις απολαύσεις, σε συνδυασμό με την τεθλιμμένην ζωήν του άλλου, αλλά και την κατάληξη που είχε ο καθένας, για να ερευνήσωμε σε ποίον από τους δύο αυτούς αντιθέτους τρόπους ζωής υπάρχει η αλήθεια, και να γίνωμε συνετοί κριταί του εαυτού μας.
«Άνθρωπός τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Με την χρήση δύο συντόμων ονομάτων ο λόγος εμπαίζει και διακωμωδεί την πλαδαρά και άμετρον διάχυσιν όσων πλουτούν κακώς. Διότι της μεν πορφύρας το χρώμα είναι πολυδάπανον και εξεζητημένον, της δε βύσσου η χρήσις τουλάχιστον δεν είναι αναγκαία. Εκείνοι όμως που εχουν εκλέξει τον ορθόν και απερίεργον τρόπον ζωής, αρέσκονται και αγαπούν να χρησιμοποιούν μόνον τα αναγκαία, να αποφεύγουν δε τον συρφετόν της ματαίας κενοδοξίας, καθώς και την πολυδάπανον διαβίωσιν, ως μητέρα της κακίας. Και για να γνωρίσωμε σαφέστατα την δύναμη του λεγομένου, ας καθορισθεί πρώτα η χρήσις των ενδυμάτων, ποία είναι τα οριά της και ποίοι οι κανόνες τους οποίους ακολουθούν οι συνετοί. Τι λέγει λοιπόν ο νόμος του δικαίου; Ο Θεός εδημιούργησε το πρόβατον με πλουσίαν κόμη και πολύ μαλλί. Πάρτο αυτό, κόψτου το μαλλί και δώστο στην υφαντικήν τέχνη. Κατασκεύασε με αυτό χιτώνα και ιμάτιον, ώστε να αποφεύγεις την ταλαιπωρίαν του χειμώνος και την βλάβη από τον καύσωνα. Εάν πάλι χρειάζεσαι και ένα ελαφρότερον ένδυμα κατά την εποχήν του θέρους, ο Θεός έδωσε την χρήσιν του λινού για μεγαλυτέραν άνεσιν. Σου είναι πολύ εύκολον να αποκτήσεις από αυτό το υλικόν όμορφο κάλυμμα για το σώμα σου, το οποίον θα σε ενδύει, και συγχρόνως θα σε δροσίζει με την ελαφρότητά του. Και όταν θα τα απολαύσεις αυτά, απόδωσε στον Κτήστιν ευχαριστία για το ότι όχι μόνο μας εδημιούργησεν, αλλά και για την ασφάλεια της ζωής μας εφρόντισεν. Αν όμως αφήσεις το πρόβατον και το μαλλί του και τα άλλα αναγκαία παρασκευάσματα για τα οποία έχει προνοήσει ο δημιουργός των όλων, και παρεκκλίνοντας σε ανοήτους επιθυμίες επιζητείς την βύσσον και συνάγεις τα νήματα των περσικών σκωλήκων, υφαίνεις δε αέρινον ιστόν αράχνης, και ερχόμενος στον βαφέα του προσφέρεις μεγάλες αμοιβές για να θηρεύσει κοχλίες από την θάλασσα και να βάψει με το αίμα αυτού του ζώου το ενδυμά σου, αυτό είναι χαρακτηριστικόν ανθρώπου υπερβολικά φιλοκτήμονος, ο οποίος σπαταλά την περιουσίαν του, και δεν έχει πού να διαθέσει το περίσσευμά της. Και για τούτο ευλόγως αυτός ο άνθρωπος μαστιγώνεται από το Ευαγγέλιον κατηγορούμενος ως βλαξ και θηλυπρεπής, αφού καλλωπίζεται με στολισμούς αθλίων κορασίων…
Στην πορφύρα δε και την βύσσον προσέθεσε το oτι ετρυφούσε κάθε ημέρα λαμπρώς. Οπωσδήποτε και τα δύο αυτά φανερώνουν μίαν και την αυτήν εσωτερικήν διάθεση, ο άχρηστος δηλαδή και εξεζητημένος στολισμός των ενδυμάτων, και η ηδυπαθής υποδούλωσις στην γαστέρα και τον φάρυγγα.
Η τρυφή λοιπόν είναι πράγμα που αντίκειται στην φιλάρετο ζωήν, φανερώνει δε μαλθακότητα και σύγχυσιν, άμετρον απόλαυση και ήθος δουλοπρεπές. Και όταν μεν αυτό ακούγεται, φαίνεται ωσάν να είναι ένα και το αυτό πράγμα. Όταν όμως εξετάζεται κατά μέρος και προσδιορίζεται ακριβώς, βλέπουμε ότι συνίσταται από πολλήν και ποικίλην και πολυκέφαλον κακίαν. Διότι τρυφή ημπορεί να υπάρξει και χωρίς την παρουσία πολλών υλικών αγαθών. Είναι δε αδύνατον να συσσωρεύσει κανείς υλικόν πλούτο χωρίς να αμαρτήσει, εκτός εάν συμβεί μία σπανία περίπτωσις, να έχει κάποιος και πλούτον άφθονον και να τηρεί με ακρίβεια το δίκαιον, όπως ο Ιώβ. Αυτός λοιπόν που ζει με τρυφήν χρειάζεται πρώτον οικίαν πολυτελή, στολισμένην όπως οι νύμφες με ψηφίδες και λίθους και χρυσόν, με προσανατολισμό κατάλληλον, ανάλογο με τις εναλλαγές των εποχών του έτους. Διότι πρέπει τον χειμώνα να κατοικεί σε μέρος ευήλιον και στραμμένον προς τις ακτίνες του νότου, η θερινή του όμως κατοικία πρέπει να βλέπει προς βορράν ώστε να αερίζεται από λεπτές και συγχρόνως ψυχρές βορεινές αύρες. Εκτός τούτου χρειάζονται πολυτελή καλύμματα για να ενδύουν τα βάθρα, τις κλίνες, τα στρώματα, τις θύρες. Πράγματι, όλα όσα έχουν, και τα άψυχα, τα ενδύουν επιμελώς, ενώ την ίδια στιγμήν οι πτωχοί ενδύονται ελεεινώς. Πρόσθεσε επί πλέον σ’ αυτά και αναλογίσου τον άργυρο των σκευών, τον χρυσόν, την πολυδάπανον προμήθεια των φασιανών, τον οίνον από την Φοινίκη, ο οποίος ρέει άφθονος για τους πλουσίους και πανάκριβος, από τις αμπέλους της Τύρου. Και εκτός τούτων, όλην την προπαρασκευήν της απολαύσεως, την οποίαν μόνον όσοι την μεταχειρίζονται ημπορούν να κατονομάσουν επιμελώς. Αυξανομένη δε καθημερινώς η τρυφή επί το πολυπλοκώτερον, χρησιμοποιεί στα φαγητά αρώματα από την Ινδίαν, ούτως ώστε οι μυροπώλες υπηρετούν τους μαγείρους περισσότερον από ό,τι οι ιατροί. Εδώ βάλε στο νου σου το πλήθος που περικυκλώνει κάθε τραπέζι, τους τραπεζοποιούς, τους οινοχόους, τους ταμίες και όσους πληρώνονται από αυτούς, τους μουσικούς, τις μουσικές, τις χορεύτριες, τους αυλητάς, τους γελωτοποιούς, τους κόλακες, τους παρασίτους, όλον τον συρφετόν που ακολουθεί την ματαιότητα.
Για να αποκτηθούν όλα αυτά, πόσοι πτωχοί αδικούνται! Πόσοι ορφανοί γρονθοκοπούνται! Πόσες χήρες δακρύζουν! Πόσοι σπαράσσονται δεινώς και τρέχουν στην αγχόνη! Και η ψυχή αυτών των ανθρώπων ωσάν να εγεύθη κάποιο νερό της λήθης, λησμονεί ολοτελώς τον εαυτόν της, δηλαδή ποία είναι και με τι έχει συζευχθεί, και ότι κάποτε αυτή η συζυγία της θα λυθεί, και όταν αναδημιουργηθεί το σώμα θα συγκατοικήσει πάλι μαζί του. Όταν έλθει ο κατάλληλος καιρός, και το απαραίτητον πρόσταγμα το οποίον την αποσπά από την κοινωνία με το σώμα, τότε γίνεται απολογισμός όλης της ζωής και ανωφελής μετάνοια, κατόπιν εορτής. Διότι η μεταμέλεια οφελεί τότε, όταν εκείνος που αλλάζει γνώμην έχει εξουσίαν της διορθώσεως. Όταν όμως η διόρθωσις γίνει ακατόρθωτος, η λύπη είναι άχρηστος, και ματαία η μετάνοια.
«Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος». Και συνεχίζοντας ο λόγος τον χαρακτηρίζει όχι απλώς πτωχόν, δηλ. εστερημένον από δαπάνες και από την κτήση των αναγκαίων, αλλά επί πλέον και κατεχόμενον από οδυνηράν ασθένειαν, και σωματικώς καταβεβλημένον, χωρίς οικία, χωρίς οικογένεια, χωρίς θεραπεία, πεσμένον στην πύλη του πλουσίου. Και πολύ επιμελώς διεκτραγωδεί στην συνέχεια της διηγήσεως τις συμφορές του πτωχού, για να στηλιτεύσει την σκληρότητα εκείνου που δεν τον ελεεί.
Διότι όποιος δεν υποφέρει καθόλου, ούτε συμπάσχει εμπρός στην λιμοκτονία και την ασθένειαν, είναι άλογον θηρίον το οποίον κακώς έχει λάβει μορφήν ανθρώπου, και με την προαίρεσή του διαψεύδει την φύση, ή μάλλον είναι και από τα ίδια τα θηρία πιο ασυμπαθής, αφού και οι χοίροι αισθάνονται κάποιαν λύπην όταν σφάζεται ένας χοίρος, και βλέποντας το θερμόν αίμα να ρέει, γρυλλίζουν μελαγχολικά. Και οι βόες περικυκλώνουν τον φονευόμενον ταύρον, εκδηλώνοντας τον πόνο τους με έναν μυκηθμό γεμάτον πάθος. Τα δε σμήνη των γερανών, όταν κάποια σύντροφός τους πίπτει στην παγίδα, πετούν γύρω από την κρατουμένην και γεμίζουν τον αέρα με μία θρηνητικήν κραυγή, ζητώντας την ομόφυλο και σύντροφό τους. Και ο άνθρωπος, το λογικόν και ήμερον ζώον, το οποίον έχει αποστολήν να ομοιωθεί με τον Θεόν προοδεύοντας στην αγαθότητα, φροντίζει τόσον ολίγον για τους συνανθρώπους του στις οδυνηρές περιστάσεις των συμφορών τους!
Εκείτετο λοιπόν ο πονεμένος αυτός και ευγνώμων πτωχός χωρίς πόδια, διότι αν είχε θα έφευγε από τον απεχθή εκείνον και υπερήφανον, θα άλλαζε τόπον αντί της ξενοκτόνου εκείνης πύλης που ήταν κλεισμένη για τους πτωχούς, στερημένος από χέρια, χωρίς να έχει καν παλάμη να απλώσει για ελεημοσύνην, με φραγμένα και αυτά τα όργανα της φωνής, παράγοντας μόνον έναν βραχνό και τραχύν ήχον από το στήθος, με ακρωτηριασμένα όλα τα μέλη του, απομεινάρια κακής ασθενείας, μελαγχολικόν δείγμα της ανθρωπίνης αδυναμίας. Αλλά όμως ούτε ο κατάλογος αυτός των συμφορών κατέστη δυνατόν να συγκινήσει εκείνον τον άκαμπτον, αλλά παρέβλεπε σαν κάποιον λίθο τον άνθρωπον, αμαρτάνοντας χωρίς πρόφαση. Διότι δεν ημπορούσε να προβάλει την κοινήν και πρόχειρον δικαιολογίαν ότι δεν εγνώριζα, δεν είχα πάρει είδηση, διέφευγε της προσοχής μου ότι ο πτωχός υποφέρει. Γιατί εκείνος εκείτετο εμπρός στην πύλη, θέαμα για τους εισερχομένους και τους εξερχομένους, για να καταστήσει αναπολόγητον τoν υπερήφανον εκείνον. Επιθυμούσε και τα ψιχία της τραπέζης, και ούτε αυτά ημπορούσε να απολαύσει, αλλά ενώ ο πλούσιος εκινδύνευε να διαρραγεί από την πλησμονήν, ο πτωχός έλιωνε από την πείνα. Είναι καλόν και δίκαιον να αναθέσωμε σε εκείνην την Χαναναίαν από την Φοινίκη να διδάξει τον μισάνθρωπον πλούσιον, λέγοντάς του εκείνα που έχουν γραφεί, δηλαδή: Ω, αχαρακτήριστε και υπερήφανε, «και τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Και συ δεν εθεώρησες άξιον αυτής της δωρεάς ούτε τον αδελφόν, τoν συνάνθρωπόν σου; Αλλά οι μεν κύνες ετρέφοντο επιμελώς, οι φύλακες ιδιαιτέρως, οι κυνηγοί του χωριστά, και υπό στέγην κατοικούσαν και κλίνην και υπηρέτες διέθεταν, ο καθένας από τους οποίους είχε την αποστολήν του. Η δε εικόνα αυτή του Θεού, είχε ριφθεί στο χώμα παρημελημένη και καταπατουμένη, αυτή που διεπλάσθη από τoν αριστοτέχνην και δημιουργόν των όλων με το ίδιο του το χέρι, όπως αξιοπίστως τεκμηριώνει ο Μωυσής στην Γένεση.
Και αν ετελείωνε μέχρις εδώ το διήγημα του Λαζάρου, και αυτή ήταν η φύσις των πραγμάτων, ώστε η ζωή μας να περιορίζεται στην ανωμαλίαν αυτού του κόσμου, θα άφηνα παραπονούμενος δυνατές φωνές, πως εμείς που δημιουργηθήκαμε ομότιμοι, διάγουμε τόσον άνισα μαζί με τους συνανθρώπους μας. Επειδή όμως πτωχέ μου αδελφέ, τα υπόλοιπα είναι ωραία να τα ακούσει κανείς, αφού πρώτα στενάξεις για τα προηγούμενα, ετοιμάσου να ευθυμήσεις, μαθαίνοντας την μακαρίαν απόλαυση του συμπτώχου σου. Διότι θα ακούσεις για το ακριβές δικαστήριον του δικαίου κριτού, στο οποίο στενάζει αυτός που έζησε μέσα στα πάθη και τις ηδονές, και τρυφά εκείνος που μοχθούσε. Ο καθένας τους αποκομίζει αυτά που του αξίζουν.
«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι υπό των αγγέλων εις τoν κόλπον του Αβραάμ». Βλέπεις τους διακονητάς του δικαίου και πτωχού, και τους υπηρέτες της μεταστάσεώς του; Άγγελοι ανέλαβαν να τον προστατεύουν, οι οποίοι βλέποντας προς αυτόν με προσήνεια και πραότητα, προεδήλωναν με το σχήμα τους την απόλαυση και την αίνεση που τον αναμένει. Διότι μετεφέρθη και ετοποθετήθη στις αγκάλες του πατριάρχου Αβραάμ, πράγμα που παρέχει αφορμήν απορίας σε όσους ερευνούν τα βάθη των Γραφών. Πράγματι, εάν όλοι οι δίκαιοι που φεύγουν από την ζωήν αυτήν, μετεφέροντο στoν ίδιον τόπον, η αγκάλη αυτή θα ήταν πολύ μεγάλη, η εκτασίς της θα ήταν άπειρος, εάν βεβαίως έμελλε να χωρέσει όλον το πλήθος των οσίων. Εάν όμως αυτό είναι εντελώς αδύνατον, διότι μια ανοικτή αγκάλη, δύσκολα περικλείει και έναν ακόμη άνθρωπο, το πολύ δε δύο βρέφη, τότε εδώ πρόκειται για κάποιαν θαυμαστήν θεωρίαν, η οποία δια μέσου της εικόνος της αισθητής αγκάλης, μας χειραγωγεί σε κάποια νοητήν πραγματικότητα. Τι εννοεί δηλαδή με αυτό; Ο Αβραάμ, λέγει, δέχεται όσους είχαν θεάρεστον τρόπον ζωής εδώ. Ειπέ μας, λοιπόν, ω θεσπέσιε Λουκά (σου απευθύνομαι σαν να είσαι παρών και να σε βλέπω), γιατί ενώ οι δίκαιοι είναι πολλοί και παλαιότεροι από τoν Αβραάμ, αυτήν την τιμήν την επεφύλαξε γι’ αυτόν που είναι μεταγενέστερος, αποσιωπώντας τoν Ενώχ, τoν Νώε, και όσους άλλους ηκολούθησαν τoν ίδιον τρόπον ζωής;
Αλλά σε αντιλαμβάνομαι νομίζω, και δεν απομακρύνει από το θέμα μας η εξήγηση που έχω στο νου μου. Επειδή δηλαδή ο Αβραάμ ήταν δούλος του Χριστού, και αυτός εδέχθη τις φανερώσεις του Χριστού περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και το μυστήριον της Τριάδος διετυπώθη αρκετά φανερά στην σκηνή τούτου του γέροντος, τότε που εφιλοξένησε τους τρείς αγγέλους ως άνδρες οδοιπόρους. Και γενικώς από πολλά μυστικά αινίγματα, αυτός ο άνθρωπος έγινε οικείος του Θεού, ο οποίος μετά από χρόνια εφόρεσε την σάρκα, και δια μέσου του ανθρωπίνου τούτου παραπετάσματος ομίλησε φανερά στους ανθρώπους. Γι’ αυτό λέγει ότι ο κόλπος, η αγκάλη του, είναι ωσάν γαλήνιος λιμένας και ακύμαντον αναπαυτήριον των δικαίων. Διότι η σωτηρία όλων μας και η ελπίς και η προσδοκία του μέλλοντος αιώνος είναι ο Χριστός, ο οποίος ως γνωστόν εβλάστησεν ανθρωπίνως από την σάρκα του Αβραάμ. Και μου φαίνεται ότι η τιμή που αποδίδει ο λόγος προς τoν γέροντα, έχει αναφοράν στoν Σωτήρα, ο οποίος είναι και κριτής και μισθαποδότης της αρετής, και προσκαλεί τους δικαίους με την ευγενικήν φωνή του λέγοντας: «Δεύτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».
«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν». Είναι διπλή η έννοια της πτωχείας του Λαζάρου. Δηλώνει αφ’ ενός μεν την έλλειψη των αναγκαίων, αφ’ ετέρου δε την μετριοφροσύνην και την ταπεινότητα του ήθους. Μην οικειοποιείται λοιπόν τον έπαινον της αρετής εκείνος που είναι άπορος από υλικά αγαθά, και πτωχός σε χρήματα, ούτε να νομίζει ότι θα του αρκέσει η πτωχεία για να σωθεί. Διότι δεν επαινείται ο κατ’ ανάγκην πτωχός, αλλά θαυμάζεται εκείνος που έχει και εσωτερικήν μετριοφροσύνην. Επειδή σε αυτούς που απλώς είναι άποροι, έχουν όμως διαγωγήν ακαλλιέργητον και δεν αγωνίζονται για την αρετήν, η αναγκαστική ακτημοσύνη τους γίνεται εφόδιον πολλών και πονηρών τολμημάτων. Και μάλιστα εγώ, όποτε έχω παρευρεθεί σε επίσημο δικαστήριον, είδα ότι όλοι οι κλέπτες και οι σωματέμποροι, οι λωποδύτες και αυτοί οι δολοφόνοι, είναι πτωχοί, χωρίς οικία και οικογένεια. Ως εκ τούτου είναι ολοφάνερον ότι η Γραφή εδώ μακαρίζει τον πτωχόν εκείνον ο οποίος υπομένει τους μόχθους με ψυχήν φιλόσοφον, καρτερεί δε με γενναιότητα τις διάφορες περιστάσεις της ζωής, και δεν καταφεύγει σε καμμίαν κακουργία για να χαρίσει στην σάρκα την απόλαυση της τρυφής. Αυτόν εννοεί σαφώς ο Κύριος στον πρώτον μακαρισμόν, όταν λέγει «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Ούτε λοιπόν κάθε πτωχός είναι δίκαιος, αλλά εκείνος που είναι σαν τον Λάζαρον, ούτε κάθε πλούσιος είναι καταδικασμένος, αλλά αυτός που ζεί με προαίρεσιν ομοίαν με εκείνην που είχεν ο σύγχρονος του Λαζάρου.
Και ολοφάνεροι μάρτυρες τούτου είναι όσοι είχαν την εμπειρίαν αυτή στην ζωή τους. Πράγματι, ποίος ήταν πλουσιώτερος από τον Ιώβ; Αλλά όμως η περισσή ευπορία ούτε απεξένωσε τον άνδρα αυτόν από την δικαιοσύνην, ούτε, με έναν λόγον, τον εξώρισεν από την αρετήν. Ποίος ήταν πτωχότερος από τον Ισκαριώτη; Και όμως δεν τον οφέλησε καθόλου η πτωχεία στην σωτηρία του, αλλά μολονότι συνανεστρέφετο με τους ένδεκα πτωχούς φιλοσόφους και μάλιστα με τον ίδιον τον Κύριον, ο οποίος επτώχευσεν αυτοπροαιρέτως, παρεξετράπη από την κακήν του προαίρεση στη φιλαργυρία και από αυτήν εραδιούργησε και την προδοσίαν.
Αξίζει όμως να εξετάσωμε συνετώς και την εκφορά που έγινε στον καθένα τους όταν απέθαναν. Ο μεν πτωχός λοιπόν όταν εκοιμήθη είχεν αγγέλους να τον προστατεύουν και να τον υπηρετούν, οι οποίοι τον οδηγούσαν με καλές ελπίδες στον τόπον της αναπαύσεως. «Ο δε πλούσιος αποθανών», λέγει, «ετάφη». Με κανένα καταλληλότερον τρόπον δεν θα ημπορούσε η Γραφή να περιγράψει, και μάλιστα μονολεκτικώς, την άδοξο κατάληξη του πλουσίου. Διότι όταν ο αμαρτωλός αποθνήσκει, όντως θάπτεται, επειδή είναι χοϊκός κατά το σώμα, γήινος δε και κατά την ψυχήν, αφού με την συμπάθεια προς την σάρκα, έχει υποβιβάσει την φυσικήν υπεροχή της ψυχής προς τα υλικά, και δεν αφήνει καμμίαν αγαθήν ανάμνηση της ζωής του, αλλά καλύπτεται από άδοξο λήθη, και έχει το ίδιο τέλος με τα βοσκήματα. Διότι όπως ο τάφος δέχεται το σώμα, έτσι και ο άδης την ψυχή: δύο σκοτεινά δεσμωτήρια που μοιράζονται του πονηρού ζώου την τιμωρίαν. Και ποίος δεν θα κατηγορούσε τον άθλιον για την απερισκεψία του; Όσον ευρίσκετο επάνω από το χώμα, εκαυχάτο, υπερηφανεύετο, περιφρονούσε όλους τους οικείους και συνανθρώπους του, και θεωρούσε σχεδόν σαν μύρμηκες και σκώληκες όποιους συναντούσε, έτοιμος να διαρραγεί από την κενοδοξίαν. Όταν όμως απεσπάσθη από την ζωήν αυτή, και εστερήθη σαν μαστιγωμένος δούλος από εκείνα που δεν του ανήκαν, των οποίων από μωρίαν ενόμιζε πως είναι κύριος, τότε κρημνίζεται στην αντίρροπο της υπερηφανείας ταπεινότητα, και εκφωνώντας γραώδεις οδυρμούς επικαλείται διαρκώς και ανωφελώς τον Πατριάρχην, λέγοντας: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψει το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξει την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη», ζητώντας έλεος, το οποίον δεν έδωσε τότε που είχε πρόχειρον την εξουσία να ευεργετεί. Και είχε την αξίωση να έλθει βοηθός του κατά του πυρός ο Λάζαρος, επιθυμώντας να απομυζήση τον δάκτυλο του λεπρού, δροσισμένον με λίγο νερό. Αυτές είναι οι απερισκεψίες των φιλοσωμάτων, αυτό είναι το τέλος των φιλοπλούτων.
Οφείλει λοιπόν όποιος είναι συνετός και ανησυχεί για το μέλλον, να αποφύγει την πείραν των ομοίων κακών, θεωρώντας την παραβολήν, ως φάρμακον που μας προφυλάσσει από την ασθένεια, και να ασκήσει την συμπάθεια και την φιλανθρωπίαν ως αιτίαν της μελλούσης ζωής. Διότι ο λόγος μας εξέθεσε δραματικώς την νουθεσίαν, αναφερόμενος σε ορισμένα πρόσωπα, ώστε να διδαχθούμε εμψύχως, με ζωντανά υποδείγματα, τον νόμον της αγαθής βιοτής και ποτέ να μη καταφρονήσωμε τα παραγγέλματα της Γραφής, ωσάν να εκφοβίζουν δήθεν μόνον λεκτικώς, χωρίς να προάγουν την απειλήν σε τιμωρία. Γνωρίζω πράγματι, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δελεάζονται από παρόμοιες υποψίες, και χαρίζουν στον εαυτόν τους ανεμπόδιστον την εξουσία του να αμαρτάνουν. Αλλά από ό,τι είδαμε εδώ, η Γραφή διδάσκει ότι καμμία συγγνώμη δεν ημπορεί να ελαφρύνει εκείνην την κόλασιν, ούτε εκείνη η φιλανθρωπία ελαττώνει την ορισμένην τιμωρίαν, εάν μάλιστα πρέπει να τεκμηριώσωμε τον λόγον από αυτά που είπεν ο Πατριάρχης.
Διότι αν και τόσο πολλές ικεσίες και μύριες ελεεινές φωνές ήκουσε από τον πλούσιον, ούτε από τους οδυρμούς του εκάμφθη, ούτε τον εξέβαλε από την οδύνην, εκείνον που πικρώς εμαστίζετο, αλλά με αυστηρόν φρόνημα επεκύρωσε την δικαίαν κρίσιν, λέγοντας ότι ο Θεός ετοποθέτησε τον καθένα εκεί που του άξιζε. Και σε σένα μεν, ο οποίος απελάμβανες την ζωήν σου εις βάρος των ξένων συμφορών, ορίσθησαν αυτά τα βασανιστήρια ως καταδίκη για τα πλημελήματά σου. Σε εκείνον δε, ο οποίος εμόχθησε εκεί και κατεπιέσθη, και εγεύθη την πικρία σε όλην την ένσαρκο ζωήν του, απενεμήθη εδώ γλυκεία και ευφρόσυνος κατάστασις. Όμως εκτός αυτού, υπάρχει και χάσμα μέγα, το οποίον τους εμποδίζει να έλθουν σε επαφή μεταξύ τους, και χωρίζει τους τιμωρούμενους από τους τιμώμενους, για να διάγουν ξεχωριστά, έχοντας καθαράν την απόλαυση των αγαθών και των κακών.
Πιστεύω δε ότι η αισθητή παραβολή, αποτελεί υπαινιγμό νοητής θεωρίας. Δεν πρέπει δηλαδή να εννοήσωμε κάποιαν τάφρο την οποίαν έχουν ανοίξει οι άγγελοι, όπως γίνονται τα χαρακώματα μεταξύ των εχθρικών στρατοπέδων, αλλά ο Λουκάς έθεσε την εικόνα του χάσματος για να τονίσει την σαφή διάκριση, το ότι δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ αυτών που έζησαν ενάρετα και των άλλων. Επισφραγίζει δε αυτήν την εξήγησή μας και ο Ησαίας λέγοντας «Μη ουκ ισχύει η χείρ Κυρίου του σώσαι, ή εβάρυνε το ους αυτού του μη ακούσαι; Αλλά τα αμαρτήματα υμών, διϊστώσιν ανά μέσον υμών και ανά μέσον του Θεού».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 337 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...