Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 04, 2011

Αγανακτισμένοι κληρικοί της Μητρόπολης Καλαβρύτων στο Σύνταγμα

Επιτέλους! Ένας μητροπολίτης, βγήκε από την Εκκλησία και βρέθηκε στο πλευρό των αγανακτισμένων πολιτών που κάθε μέρα, εδώ και δέκα μέρες, κατακλύζουν τις πλατείες. Ο αγωνιστής μητροπολίτης Καλαβρύτων κ.Αμβρόσιος, βρέθηκε την περασμένη Τετάρτη στην Πλατεία Φανερωμένης στο Αίγιο, στο πλευρό των αγανακτισμένων και προδομένων συμπολιτών του. Λίγο νωρίτερα είχε επισκεφθεί τους εργαζόμενους στην Ελληνική Βιομηχανία Όπλων. Στο προσωπικό του ιστολόγιο ο κ. Αμβρόσιος αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Σήμερα το βράδυ είχα την ευκαιρία να ευρεθώ στο πλευρό των εργαζομένων στην Ελληνική Βιομηχανία Όπλων ( ΕΒΟ), οι οποίοι στην πλατεία της Αγ. Λαύρας του Αιγίου  προέβησαν σε ειρηνική διαμαρτυρία, ζητώντας να μη κλείσει το εργοστάσιο. Με παρεκάλεσαν να πώ δυό λόγια και τότε είπα μεταξύ άλλων και τα εξής:
"Είχα την χαρά να παρευρίσκωμαι, όταν υπογραφόταν η Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως του Εργοστασίου, δηλ τότε που κατετίθετο ο θεμέλιος λίθος του κτιριακού  συγκροτήματος, αλλά και αργότερα στα επίσημα Εγκαίνια της ΕΒΟ! Με κανένα τρόπο λοιπόν δεν θα ήθελα να είμαι μάρτυς, εάν παρ ελπίδα ήθελε υπογραφή η Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του εργοστασίου τούτου. Γι αυτό λοιπόν είμαι εδώ. Για να συμπαρασταθώ στο δίκαιο αγώνα σας σε μια εποχή, που το πρόβλημα δεν είναι μόνο η περαιτέρω τύχη του εργοστασίου, αλλά και γενικώτερα η τύχη της Ελλάδος! Η τύχη της αγαπημένης μας Πατρίδος, η οποία μέ το 1ο Μνημόνιο ετέθη υπό ξενικήν κατοχήν και της οποίας το μέλλον προβλέπεται ακόμη πιό ζοφερό με το 2ο Μνημόνιο! Είμαι λοιπόν δίπλα σας, είμαι στο πλευρό σας! Μαζί θα αγωνισθούμε μέχρι την τελική νίκη!"
Στη συνέχεια όλοι οι παριστάμενοι μεταβήκαμε εν πομπή στην πλατεία Φανερωμένης, εκεί όπου σχεδόν κάθε βράδυ συγκεντρώνονται οι "Αγανακτισμένοι Πολίτες" για να δώσουμε και εκεί το στίγμα της παρουσίας μας και της ολόψυχης συμπαραστάσεώς μας. Απεκόμισα την εντύπωση, ότι οι παριστάμενοι με ανακούφιση εδέχθησαν την παρουσία του Ποιμενάρχου των". 

Πώς προσεύχεσαι; (Αγίου Κασσιανού του Ρωμαίου)




Αν παρακαλούσαμε κάποιον άρχοντα – όχι για να μας γλιτώσει τη ζωή μας, αλλά απλά για να μας κάμει κάποια μικρή «καλωσύνη», – δεν θα προσηλώναμε σ’ αυτόν τα μάτια μας και την καρδιά μας; Δεν θα «κρεμόμασταν» κυριολεκτικά οπό την όψη του προσώπου του, με έντονη προσοχή, για να εισπράξουμε τη συγκατάθεσή του έστω με ένα νεύμα του; Δεν θα τρέμαμε, μήπως κάποιος ακατάλληλος ή αδέξιος δικός μας λόγος τον ερεθίσει και του κόψει την καλή για μας διάθεση;
Αν βρισκόμαστε σε κάποιο δικαστήριο και είχαμε απέναντί μας τον αντίδικο, και εμείς την πιο κρίσιμη ώρα αρχίζαμε να βήχουμε, να φτύνουμε, να γελάμε, να χασμουριόμαστε ή να κοιμόμαστε, τότε, δεν θα έσπευδε αμέσως η άγρυπνη κακή διάθεση του αντιπάλου μας να ξεσηκώσει εναντίον μας την αυστηρή κρίση του δικαστή;
*    *    *
       Τώρα λοιπόν, που παρακαλούμε τον Ουράνιο Κριτή, τον αλάθητο μάρτυρα όλων των μυστικών της καρδιάς μας, και Τον ικετεύουμε να μας λυτρώσει οπό τον αιώνιο θάνατο – ενώ παράλληλα έχουμε απέναντι μας τον κακόβουλο και σκληρό κατήγορό μας διάβολο – δεν θα πρέπει να εντείνουμε την προσοχή και να κάνουμε όσο μπορούμε πιο θερμή την προσευχή μας; Δεν θα πρέπει να παρακαλούμε επίμονα τον Κύριο, να μας δώσει έλεος και ευσπλαχνία;
Τί λέτε; Δεν θα είμαστε και εμείς ασφαλώς ένοχοι – και μάλιστα όχι για κάποιο ελαφρό αμάρτημα, αλλά για μια πολύ σοβαρή ασέβεια – αν, την ώρα που στεκόμαστε ενώπιον του Θεού, παύουμε να έχουμε την αίσθηση της παρουσίας Του και νιώθουμε σαν να έχουμε μπροστά μας έναν κάποιον, …τυφλό και κουφό ακροατή;
*    *    *
       Διαφορετικά, γιατί δεν χύνουμε ούτε ένα δάκρυ για την χλιαρότητά μας ή για την οκνηρία, που μας απομακρύνει οπό την προσευχή;
Διαφορετικά, γιατί δεν το θεωρούμε πτώση μας, το ότι κατά τη διάρκεια της προσευχής αφήνουμε το νου μας να αιχμαλωτίζεται – έστω και για λίγο – οπό λογισμούς άσχετους και ξένους για τα λόγια της προσευχής μας;
Γιατί να μη θρηνούμε και να μη ζητάμε γι’ αυτή την πτώση μας το έλεος του Θεού;
Γιατί να μη καταλαβαίνουμε, τί μεγάλη ζημιά παθαίνει η ψυχή μας, όταν ξεφεύγει ο νους μας από τη μνήμη του Θεού, και καταντάει να σκέφτεται πράγματα άλλα; Δεν το καταλαβαίνουμε ότι έτσι μας εμπαίζουν οι δαίμονες;
Αυτά εμείς.
Αντίθετα οι άγιοι, έστω κι αν για μια στιγμή τους νικούσαν λογισμοί και τους αποσπούσαν ακούσια οπό την προσευχή, αυτό το θεωρούσαν σαν ένα είδος ιεροσυλίας. Και παρ’ όλο που με αστραπιαία ταχύτητα επανέφεραν τους «οφθαλμούς» της καρδιάς τους προς τον Θεό, κατηγορούσαν τους εαυτούς τους ότι είναι ασεβείς. Τα σκοτάδια των γήινων λογισμών, έστω κι αν ήσαν φευγαλέα, τους ήσαν κάτι το ανυπόφορο. Και απεχθάνονταν καθετί, που απομάκρυνε το νου τους οπό το Φως το Αληθινό.

Η Eκκλησία «κοντά» στην Γυναίκα

Με το πέρασμα των αιώνων, ο ισχυρός άνδρας κατεξουσίαζε την αδύναμη γυναίκα, η θέση της οποίας παρέμενε υποδεέστερη, όπως και αυτή του παιδιού. Ο Χριστιανισμός όμως ήρθε να διακηρύξει την ισονομία και ισοτιμία των δύο φύλων, υπερασπιζόμενος την θέση της γυναίκας, και η Εκκλησία -ως κοινωνία αγίων- βρίσκεται πραγματικά και ουσιαστικά δίπλα στην γυναίκα και την βοηθεί να βρει το αληθινό νόημα της ζωής και την αποστολή της.

Μιλώντας για «Εκκλησία», εμείς οι Ορθόδοξοι κύρια και πρωταρχικά εννοούμε τον Χριστό μέσα στον οπoίο τελεσιουργείται (άγιο) πνευματικά η ένωσή μας. Η Εκκλησία, κατά την ωραία εικόνα του Απ. Παύλου, είναι «σώμα Χριστού», κεφαλή του οποίου είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος το κατευθύνει και ενεργοποιεί, ενώ οι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, είναι τα κύτταρα αυτού του σώματος.
Σκοπός της Εκκλησίας είναι να προσεγγίσει τον άνθρωπο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του και να τον διακονήσει, όπως ο Χριστός, ώστε να πραγματοποιήσει την σωτηρία του. Γι’ αυτό από την γέννηση και την αναγέννηση δια του Βαπτίσματος, ως την τελευταία στιγμή της παρουσίας του πιστού στην ζωή «του παρόντος αιώνος», αλλά ακόμη και μετά την εκδημία του εις την Άνω Ιερουσαλήμ, η Εκκλησία, ως μάνα, προσφέρει συνεχώς την βοήθεια, συμπαράσταση και ανακούφιση στα τέκνα της, τόσο για τις καυτές καθημερινές ανάγκες, όσο και προπάντων για τον αγιασμό και την σωτηρία σύνολης της ανθρώπινης ύπαρξης. Προπάντων προσφέρει σωτήρια «πορεία ζωής» μέσα στον κυκεώνα των αλληλοσυγκρουόμενων και πολλές φορές απάνθρωπων προτάσεων ζωής του σύγχρονου κόσμου μας.
Η Εκκλησία επομένως, ως «ο Ιησούς παρατεινόμενος εις τους αιώνας» και «κοινωνία αγίων», δεν είναι δυνατόν να μην βρίσκεται κοντά και στην γυναίκα. Ιδιαίτερα μάλιστα βρίσκεται κoντά σ’ αυτήν, γιατί για αιώνες ανήκει -και ακόμη εκατομμύρια γυναικών ανήκουν- σε εκείνους που προσκαλεί με περισσότερη αγάπη και φροντίδα ο Χριστός, άρα και η Εκκλησία Του, δηλαδή στους ταλαιπωρημένους και βασανισμένους της ζωής: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11,22).
Η πρόσκληση-υπόσχεση αυτή του Χριστού και στην συνέχεια της Εκκλησίας έγινε εξ αρχής αποδεκτή από τον γυναικείο κόσμο με ικανοποίηση και χαρά, επειδή είχε συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Και είναι γνωστό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πρώτων Χριστιανών ήταν γυναίκες, γεγονός που διαπιστώνεται και από τα υποστηριζόμενα από τον κατήγορο του Χριστιανισμού και των Χριστιανών Κέλσο (2ο αι.), ο oπoίoς χαρακτήριζε τον Χριστιανισμό, υποτιμώντας τον, θρησκεία των γυναικών. Αυτή η ανταπόκριση στο εκκλησιαστικό κάλεσμα εκ μέρους των γυναικών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Απόδειξη, το πολύ υψηλότερο ποσοστό των εκκλησιαζομένων και δραστηριοποιημένων στην ενοριακή ζωή γυναικών έναντι των ανδρών.
Είναι γνωστό επίσης ότι επί αιώνες για την γυναίκα δεν υπήρχε κανένας άλλος χώρος, που να της πρόσφερε τόσες δυνατότητες έκφρασης των βαθύτερων αναζητήσεών της, αλλά και από πουθενά αλλού δεν αντλούσε αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία για να προχωρήσει στην ζωή, που τόση σκληρότητα έδειχνε, ιδιαίτερα γι’ αυτήν, απ’ ο,τι ο εκκλησιαστικός χώρος. Μέσα στον ναό, ατεvίζovτας π.χ. την εικόνα της Δέησης η της  Ανάστασης, διαπιστώνουμε ότι η προσέγγιση του μυστηρίου της σωτηρίας δεν είναι μονόπλευρα ανδρική, αλλά καλείται ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, άνδρες και γυναίκες, ισότιμα. Η μoρφή της Θεοτόκου, ιδιαίτερα, ο ρόλος της στο απολυτρωτικό έργο, οι δοξολογικοί ύμνοι στο πρόσωπό της, την διαβεβαίωναν -και την διαβεβαιώνουν- ότι η Εκκλησία διακηρύσσει και αναγνωρίζει την αξία και του γυναικείου προσώπου. Οι μορφές μαρτύρων και οσίων γυναικών, αγιογραφημένες στους τοίχους των ναών, η οι γιορτές τους, την έπειθαν -και την πείθουν- ότι υπάρχει δυνατότητα εκδίπλωσης των χαρισμάτων της, γιατί υπάρχει «μία αρετή (αγιότητα) ανδρός και γυναικός, επεί και η κτίσις αμφοτέροις ομότιμος, ώστε και ο μισθός ο αυτός αμφοτέροις», όπως διακηρύσσει ο Μέγας Βασίλειος. Αυτή μάλιστα την βασικότατη αρχή την διαπιστώνει συνεχώς, μια και η Θεολογία, η Λατρεία και η εν γένει εκκλησιαστική ζωή, αναγνωρίζουν, εξαγιάζουν και ανοίγουν ορίζοντες έκφρασης και ολοκλήρωσης κατά Χριστόν και της γυναίκας.
Ισοτιμία άνδρα – γυναίκας
Η Θεολογία της Εκκλησίας μας κηρύσσει την ισοτιμία, ομοουσιότητα και ισονομία του άνδρα και της γυναίκας. Στο βιβλίο της «Γενέσεως», διακηρύσσεται από τον θεόπτη Μωϋσή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27). Η κοινή φύση και αποστολή του άνδρα και της γυναίκας τους οδηγεί στην ισόνομη συζυγία και ένωση: «Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού και έσονται οι δυό εις σάρκα μίαν» (Γεν. 2,24). Η τελευταία μάλιστα φράση ενδιαφέρει ιδιαιτέρως, γιατί δεν αναφέρεται μόνο στην συμφωνία και αμοιβαιότητα, που αναπτύσσεται ανάμεσα στους συζύγους, αλλά υποκρύπτεται και η ισότιμη βιολογική συνεργασία και συμμετοχή των συζύγων στην δημιουργία της νέας προέκτασής τους, δηλ. των παιδιών. Και είναι γνωστό πλέον από την επιστήμη ότι οι σύζυγοι, προσφέροντας εξ ίσου το γενετικό υλικό, ως «ισοδύναμοι δότες», δημιουργούν «την σάρκα μία», το παιδί. Βρισκόμαστε έτσι μπροστά στην υποδήλωση της θαυμάσιας λειτουργίας του διαχωρισμού των χρωμοσωμάτων με μιτωτικές και μειωτικές διαδικασίες, για την δημιουργία του νέου ανθρώπου, ο οποίος έχει ισότιμες καταβολές και από τον άνδρα και από την γυναίκα. Άρα και σ’ αυτήν την παιδοποιία υπάρχει αμοιβαιότητα και ισοδύναμη συνεισφορά.
Η περιθωριοποίηση, υποτίμηση και υποδούλωση της γυναίκας στον άνδρα, αν και δημιουργήθηκαν ισότιμοι και ισόνομοι, οφείλεται -και κατά την διδασκαλία της Π. Διαθήκης- στην είσοδο της αμαρτίας στην ζωή των ανθρώπων. Μετά δηλ. το προπατορικό αμάρτημα, που ρίζα του είναι ο εγωισμός, οι άνθρωποι, ζώντας την ψευδαίσθηση της πανσοφίας και παντοδυναμίας τους, εγκλωβίστηκαν -και εγκλωβίζονται- στην εγωπάθειά τους, και μετέτρεψαν την παραδείσια αγαπητική κοινωνία σε ζωώδη συναγελασμό, όπου ο ισχυρότερος επιβάλλει εγωιστικά και εξουθενωτικά την θέλησή του στον ασθενέστερο. Έτσι, ο ισχυρότερος μυϊκά άνδρας επιβλήθηκε στην ασθενέστερη γυναίκα, καθορίζοντας μάλιστα συνήθειες και νόμους προς το ανδρικό συμφέρον. Με ειλικρίνεια και ρεαλισμό ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα διακηρύξει: «Άνδρες ήσαν οι νομοθετήσαντες, κατά γυναικών ενομοθέτησαν». Η ανισότητα, αδικία, εκμετάλλευση ήταν -και είναι- τόση, ώστε «ο βίος έγινε αβίωτος».
Ο ερχομός του Θεού στην γη είχε ως σκοπό να επαναφέρει και την γνησιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις και να αποκαταστήσει την αξία «άνθρωπος», είτε Ιουδαίος είναι αυτός, είτε Έλληνας, είτε δούλος, είτε ελεύθερος, είτε άνδρας, είτε γυναίκα» (Γαλ. 3,28). Γι’ αυτό ο Χριστός, μεταξύ πολλών άλλων, στηλιτεύει και αρνείται τις παραμορφωμένες αντιλήψεις, που το πέρασμα των αιώνων δημιούργησε για την γυναίκα. Στέκει με στοργή κοντά της, επαινεί και προβάλλει τα χαρίσματά της, την υπερασπίζεται απέναντι στην ανδρική αυθαιρεσία, όπως την μοιχαλίδα, διακηρύσσοντας συγχρόνως ότι η γνησιότητα της ζωής έχει τις ίδιες απαιτήσεις και από την γυναίκα και από τον άνδρα. Ακόμη, σε γυναίκες αποκαλύπτει τα μυστήρια της Θεολογίας και, επιβραβεύοντας την πιστότητα και θυσιαστική αγάπη τους, σ’ αυτές πρωτοεμφανίζεται μετά την ανάστασή του. Ο Χριστός επομένως, με την διδασκαλία και το παράδειγμά Του, έδωσε και πάλι στην γυναίκα την δυνατότητα να ξαναβρεί «το αρχαίον και πρωτόκτιστον κάλλος» της.
Φυσικά η Εκκλησία συνεχίζει το παράδειγμα Εκείνου, που όλως ιδιαιτέρως τίμησε την γυναίκα. Την τίμησε μάλιστα και την εξύψωσε τόσο, ώστε την έκαμε μητέρα Του, και ως πρωταρχικό και βασικό μέσον για να επικοινωνήσει με την ανθρωπότητα επέλεξε το κύριο γυναικείο λειτούργημα, την μητρότητα.
Δειγματοληπτικά αναφερόμεθα σε κάποιες θέσεις και πρακτικές της Εκκλησίας μας, στις οποίες διαπιστώνεται η εκ μέρους της υπεράσπιση και συμπαράστασή της στον γυναικείο κόσμο έναντι της ανδρικής αυθαιρεσίας, καθώς και η διακήρυξή της ως προς την ισότιμη ιδιαιτερότητα των δύο φύλων, η οποία όμως δεν οδηγεί στην ισοπεδωτική ομοιομορφία, η οποία κυρίως καταστρέφει την ομορφιά του γυναικείου φύλου.
Έτσι η κατάργηση της ιερής πορνείας εκ μέρους της Εκκλησίας και προπάντων η εξύψωση του θεσμού του γάμου από απλό κοινωνικό η βιολογικό γεγονός σε «μυστήριο μέγα» και «μυστήριο αγάπης», ενισχύει κατ’ εξοχήν την θέση της γυναίκας και αποκαλύπτει ότι η ετερότητα άνδρας – γυναίκα στην χριστιανική ζωή δεν οδηγεί στην εκμετάλλευση και υποτίμηση, αλλά στην γνήσια αγάπη, η οποία, κατά τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, «ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία (Α’ Κορ. 13, 5-6). Η γνήσια αγάπη επίσης «πάντα στέγει… (όλα τα σκεπάζει) και ουδέποτε εκπίπτει» (ποτέ δεν μειώνεται).
Αυτή η ποιότητα αγάπης απαιτείται φυσικά να αναπτύσσεται μεταξύ όλων των ανθρώπων, ιδιαιτέρως όμως μεταξύ των συζύγων. Στην αποστολική περικοπή, που διαβάζεται κατά την τέλεση του μυστηρίου του γάμου, ακούγονται και τα εξής: «Οι άνδρες οφείλουν να αγαπούν τις γυναίκες τους, όπως αγαπούν το ίδιο τους το σώμα. Όποιος αγαπά την γυναίκα του, τον εαυτό του αγαπά. Κανείς ποτέ δεν μίσησε το σώμα του, αλλά -αντίθετα- το τρέφει και το φροντίζει» (Εφ. 5,28-29). Και ολοκληρώνοντας ο Απ. Παύλος τις προτροπές του προς τους συζύγους, τους καλεί να αρθούν των αλλοτριωτικών τους καταστάσεων και συμπεριφορών και να φθάσουν στο ύψος της γνήσιας συζυγίας, δηλ. στην θυσιαστική αγάπη: «Ο άνδρας να αγαπά την γυναίκα του όπως αγαπά τον εαυτό του και η γυναίκα να σέβεται τον άνδρα της» (Εφ. 5,33).
Ακόμη και σ’ αυτές τις στενότερες συζυγικές οχέσεις, μέσα από τα ιερά κείμενα, η κάθε γυναίκα διαπιστώνει ότι η Εκκλησία υπεραμύνεται του αλληλοσεβασμού, της αλληλοκατανόησης και ισοτιμίας μεταξύ των συζύγων, αρνούμενη την εκ μέρους του άνδρα θεώρηση της γυναίκας ως «παιδιοποιητικής μηχανής» και «σκεύους ηδονής». Παρατηρεί ακόμη ότι ο εκκλησιαστικός λόγος την καθιστά πραγματική συ-ζυγο και συν-τροφο, όταν διακηρύσσει: «Για να απαγορεύεται η πορνεία, κάθε άνδρας πρέπει να έχει την γυναίκα του και κάθε γυναίκα πρέπει να έχει τον άνδρα της. Στην γυναίκα του πρέπει να αποδίδει ο άνδρας το συζυγικό του χρέος. Το ίδιο και η γυναίκα στον άνδρα της. Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της η ίδια, αλλά ο άνδρας της, παρόμοια και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του ο ίδιος, αλλά η γυναίκα του. Μη στερείτε ο ένας τον άλλο, παρά μόνο πρόσκαιρα και έπειτα από κοινή συμφωνία για να αφοσιωθείτε στην νηστεία και την προσευχή» (Α’ Koρ. 7,2-5).
Η ισότιμη αντιμετώπιση του άνδρα και της γυναίκας συνεχίζεται και στις δυσκολίες της συμβίωσης η τις αιτίες διαζυγίου: «Στους εγγάμους δίνω εντολή, όχι εγώ, αλλά ο Κύριος, η γυναίκα να μην χωρίζει από τον άνδρα της… Και ο άνδρας να μη διώχνει την γυναίκα του…». Και συνεχίζει ο Απ. Παύλος: «Αν ένας αδελφός έχει σύζυγο μη χριστιανή και αυτή συγκατατίθεται να μένει μαζί του, να μην χωρίσει, κι αν μία γυναίκα έχει σύζυγο μη χριστιανό, που συγκατατίθεται να μένει μαζί της, να μην τον χωρίσει… Που ξέρεις εσύ γυναίκα; Ίσως σώσεις τον άνδρα σου. Η που ξέρεις εσύ, άνδρα; Ίσως σώσεις την γυναίκα σου» (Α’ Κορ. 7,10-16). Τα κείμενα αυτά δεν είναι διακηρύξεις κάποιου σύγχρονου φιλοσόφου η κοινωνιολόγου, αλλά προτροπές χριστιανού πνευματικού πατέρα, του Αποστόλου Παύλου, γραμμένες πριν από δύο χιλιάδες χρόνια περίπου.
Η γυναίκα στην λατρεία
Τα ακούσματα αυτά, που έρχονται να βγάλουν την γυναίκα από την εκμεταλλευτική διάθεση του άνδρα, ενισχύονται με την παραμυθία και συμπαράσταση, που η ίδια βιώνει μέσα στις λατρευτικές ακολουθίες, που γι’ αυτήν ξεχωριστά έχει δημιουργήσει η Εκκλησία.
Και κατ’ αρχάς ας μείνουμε στο προστατευτικό αγκάλιασμα, που δέχεται εκ μέρους της Εκκλησίας αμέσως μετά τον τοκετό. Ο ιερέας σπεύδει στο προσκέφαλο της λεχώνας και, επικαλούμενος «τον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων» Χριστό, εύχεται για την σωματική και ψυχική υγεία της μητέρας και του νεογέννητου βρέφους. Στην συνέχεια θα την δεχθεί στον ναό έπειτα από σαράντα ημέρες, και θα απευθύνει προσευχή στον τριαδικό Θεό γι’ αυτήν και το νήπιο: «Σου δεόμεθα …, ην τω σω θελήματι διέσωσας δούλην σου, καθάρισον από πάσης αμαρτίας και από παντός ρύπου, προσερχομένην τη αγία σου Εκκλησία… ίνα ακατακρίτως αξιωθή μετασχείν των αγίων σου μυστηρίων…»). Έτσι η Μάνα-Εκκλησία ευλογεί την μητέρα και το παιδί, μετά τις ταπαιπωρίες του τοκετού και της λοχείας, καθαγιάζovτας και αποδεχομένη τον τοκετό, την γέννηση του «νέου πλάσματος του Θεού», συναγιάζοντας επίσης και το κατ’ εξοχήν γυναικείο λειτούργημα, την Μητρότητα.
Δεν θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθούν ως υποτίμηση και διάκριση εις βάρος της γυναίκας όλες εκείνες οι τελετουργίες, συνήθειες και απαγορεύσεις, όπως π.χ. η θεώρηση της γυναίκας ως ακάθαρτης κατά την περίοδο του βιολογικού της κύκλου η κατά την περίοδο της λοχείας, αλλά -αντίθετα- ως προστατευτικά μέσα υπέρ αυτής. Και αυτό καταδεικνύεται αν κανείς πρoσεκτικότερα διαβάσει τα ιερά κείμενα και προσεγγίσει αγιοπνευματικά την ορθόδοξη Θεολογία.
Είναι φυσικά γνωστό ότι η ορθόδοξη Θεολογία δεν αποδέχεται την διάκριση «καθαρό» – «ακάθαρτο». Είναι όμως και μια πραγματικότητα ότι η σωματική ακαθαρσία, και μάλιστα όπως βιωνόταν σε παλαιότερους χρόνους, υπενθυμίζει την πνευματική ακαθαρσία. Ο χαρακτηρισμός της γυναίκας ως «ακάθαρτης» στις σχετικές ευχές δεν αναφέρεται στο γεγονός της γέννησης, το οποίο είναι ευλογία Θεού, που συνιστά εκπλήρωση θείας εντολής («αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», Γεν. 1,28) και αγιασμό της μητέρας, «η δε γυνή σωθήσεται δια της τεκvoγoνίας», Α  Τιμ. 2,15), αλλά υπαινίσσεται την εγγενή ροπή και κλίση του ανθρώπου προς την αμαρτία, γεγονός που συνοδεύει τον άνθρωπο και στις συζυγικές σχέσεις. Ήδη ο προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ, συνειδητοποιώντας την αμαρτητική αυτή ροπή, ακόμη και στην εκπλήρωση της ευλογίας για τεκνοποιία, διεκήρυσσε: «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7). Τον δαβιτικό λόγο, λοιπόν, υπαινίσσονται οι ευχές, όταν χαρακτηρίζουν ως «ακάθαρτη την λεχώ και τους αψαμένους αυτής…», γι’ αυτό και συμπληρώνει η ευχή: «εν ανομίαις συνελήφθημεν και δια ρύπου πάντες εσμέν ενώπιόν σου…». Αυτή την ερμηνεία δίνουν και οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, όπως π.χ. ο Θεοδώρητος Κύρου, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά: «Ου τοίνυν του γάμου κατηγορεί και την γαμικήν κοινωνίαν παρανομίαν καλεί, αλλά την έμφυτη ροπή προς το κακόν», που αμαυρώνει κάθε ανθρώπινη πράξη.
Μένοντας λίγο περισσότερο στο τόσο αρνητικά προβαλλόμενο αυτό θέμα (της «ακαθαρσίας»), πιστεύουμε ότι και λόγοι καθαρώς ιατρικοί οδήγησαν την Μάνα-Εκκλησία να συνεχίσει τις εβραϊκές περί «ακαθάρτου» διατάξεις, ώστε -«ντύνοντας» με θεϊκή εντολή την ιατρική δεοντολογία- να προστατεύει την γυναίκα στις «δύσκολες» αυτές «μέρες». Και είναι ιατρικό δεδομένο ότι χρειάζονται έξι εβδομάδες (δηλ. περίπου σαράντα μέρες) μετά τον τοκετό για την σωματική αποκατάσταση της εγκύου, διάστημα κατά το οποίο χρειάζεται η μητέρα ξεκούραση, φροντίδα, περιποίηση, ώστε ψυχικά και σωματικά να αποκατασταθεί. Ανάλογη προσοχή και ευαισθησία απαιτείται για την γυναίκα και κατά την σύντομη διάρκεια του βιολογικού της κύκλου.
Η Εκκλησία επίσης, ως «κοινωνία αγίων» και ζωντας την κοινοχρησία υλικών και πνευματικών αγαθών, προσφέροντας την ανιδιοτελή αγάπη, στέκεται με κατανόηση απέναντι και στο θέμα της μη απόκτησης παιδιών στα ανδρόγυνα. Δίνει έτσι την δυνατότητα της πνευματικής μητρότητας και πατρότητας (αναδοχή μέσω του βαπτίσματος η και υιοθεσία), ενώ συγχρόνως διακηρύσσει ότι «ου το τεκνοποιείν αλλά το τεκνοτροφείν ποιεί τους γονέας» (ιερός Χρυσόστομος). Την πνευματική μάλιστα μητρότητα η πατρότητα ο ιερός Χρυσόστομος την θεωρεί ανώτερη από την παιδοποιία, διότι το «τεκνοποιείν» είναι καρπός της φύσεως, ενώ το «τεκνοτροφείν» της προαιρέσεως. Και εδώ ακριβώς ταιριάζει απόλυτα το ακόλουθο σχόλιο δημοσιογράφου σχετικό με την χρήση της τεχνητής γονιμοποίησης: «Αντί για νωπά και κατεψυγμένα σπέρματα εγωϊσμού, δεν υιοθετούμε κανένα ορφανό; Στοιχίζει λιγότερα λεφτά, θέλει περισσότερη αγάπη».
Η Εκκλησία επίσης προσφέρει την στοργή, παρηγοριά και ανακούφιση στα μέλη της, όταν, ιδιαιτέρως μέσω της λατρείας, προσεγγίζεται και το θέμα του θανάτου, το οποίο κατ’ εξοχήν ταλανίζει την γυναίκα. Και κατ’ αρχάς η διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι στην γήινη πατρίδα είμαστε «οδίτες» και όχι «πολίτες», ότι δηλαδή η μόνιμη πατρίδα μας δεν είναι η παρούσα, αλλά η μέλλουσα, δεν την εγκλωβίζει στην προσωρινότητα και φθαρτότητα του παρόντος κόσμου, αλλά την προσανατολίζει σε μία στάση ζωής, όπου αξιολογεί πράγματα και καταστάσεις υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Έτσι, δεν κλείνεται στην προσωρινότητα, ούτε απολυτοποιεί τα παρόντα. Γι’ αυτό και οι δυσκολίες και τα τραγικά της ζωής, όπως ο βιολογικός θάνατος, χάνουν την φρικαλεότητά τους και αντιμετωπίζονται με την αγωνιστικότητα και την ήρεμη απαντοχή, που βιώνει εκείνος, ο οποίος ελπίζει, πιστεύει και προσδοκά την ανάσταση και την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό η γνήσια ορθόδοξη γυναίκα, μέσα απ’ αυτή την θεώρηση του θανάτου και της ζωής, αντλεί την δύναμη, ώστε ακόμη και όταν κατευοδώνει το μοναχοπαίδι της στο τελευταίο γήινο ταξίδι του, να έχει την δύναμη να το αποχαιρετά με την ευχή: «Καλή αντάμωση, παιδί μου»!
Επίσης η χριστιανή γυναίκα, όπως και κάθε πιστός, προετοιμάζεται και ασκείται, κυρίως μέσα στην λατρεία, για την χριστιανική αντιμετώπιση του βιολογικού της θανάτου, όταν π.χ. με ιδιαίτερη συγκίνηση ψιθυρίζει το αίτημα: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά… και καλήν απολογίαν…». Μετέχοντας μάλιστα συχνά στο «δείπνο της ζωής», δέχεται «το φάρμακο της αθανασίας», δηλ. το σώμα και αίμα του Κυρίου μας, ως «αντίδοτο του μη αποθανείν», δηλαδή του να μην δοκιμάσει τον αποτρόπαιο πνευματικό θάνατο. Η λατρεύουσα δε τον τριαδικό Θεό εκκλησιαστική σύναξη, ως ύστατη ανακούφιση του πιστού, προσφέρει την προσευχή της για λύση της επιθανάτιας αγωνίας. Έτσι πραγματώνεται ο αληθινά ευχάριστος θάνατος, η γνήσια «ευθανασία». Τέλος, η Μάνα Εκκλησία κηδεύει το «άπνουν σώμα» και «προπέμπει την ψυχήν» στο στερνό της ταξίδι, παρακαλώντας τον Θεό να συγχωρήσει τα αμαρτήματά της και να την κατατάξει… «μετά των αγίων Του».
Η γυναίκα στο εκκλησιαστικό έργο
Η χριστιανή γυναίκα επίσης, γνωρίζοντας την Θεολογία της Εκκλησίας και συμμετέχοντας στην λατρεία της, προχωρεί βαθιά πεπεισμένη ότι είναι «συνεργός» Θεού. Γίνεται μάλιστα βίωμά της ότι αυτή η ανακαίνισή της δεν απωθείται στην μέλλουσα ζωή, αλλά αρχίζει από το «εδώ και τώρα». Η ένταξή της στην Βασιλεία του Θεού, στην Εκκλησία, δεν αποτελεί αναμονή του μέλλοντος, αλλά ενεργοποίηση του παρόντος, και η επιδίωξη της σωτηρίας δεν σημαίνει αδιαφορία για τα προβλήματα και τις ανάγκες της καθημερινότητας. Γι’ αυτό και ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Εκκλησίας για ενεργοποίηση των χαρισμάτων της, ώστε να γίνει και εκείνη «συνεργός εις παν έργον αγαθόν».
Είναι γνωστό ότι η ενορία στην αυθεντικότητά της δεν είναι μία απλή λειτουργική σύναξη, αλλά εστία πνευματικής ζωής, τόπος σύναξης δημιουργών, καταφύγιο υποδοχής των μοναχικών, εμπερίστατων και απόκληρων της ζωής. Σ’ αυτή την «σύναξη» η γυναίκα ενθαρρύνεται να ασκήσει τις κλίσεις και τα χαρίσματά της σε ένα ευρύτατο φάσμα διακονημάτων στον λειτουργικό, ποιμαντικό, κατηχητικό, ιεραποστολικό και κοινωνικό τομέα. Στην εποχή μάλιστα, που ο επιστημονικός και ιδιαίτερα ο θεολογικός λόγος δεν είναι πλέον μονοπώλιο των ανδρών, η Εκκλησία καλεί και την γυναίκα να είναι παρούσα, συμμετέχοντας και στους χώρους εκείνους όπου αναπτύσσεται η θεολογική-εκκλησιαστική σκέψη για την αντιμετώπιση των πνευματικών και ηθικών προβλημάτων, που αναδύονται στην κοινωνία. Η παιδεία και χριστιανική αγωγή, εξάλλου, σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, της κρατικής και της εκκλησιαστικής, πραγματώνεται στην συντριπτική πλειοψηφία της από γυναίκες. Η προετοιμασία για τον γάμο, η πνευματική καθοδήγηση οικογενειών, η κατήχηση ενηλίκων και ανηλίκων, μέσω της ενορίας, είναι καρπός κυρίως των άοκνων προσπαθειών του γυναικείου κόσμου. Τα τελευταία επίσης χρόνια ανατίθεται και στις γυναίκες η εκπροσώπηση της Εκκλησίας και η μετάγγιση του πνεύματός της στις διορθόδοξες, διομολογιακές και διαχριστιανικές συζητήσεις και πρακτικές. Η έκφραση επίσης της χριστιανικής πίστης και του θεολογικού προβληματισμού όλο και περισσότερο καταγράφεται και δημοσιεύεται από τις χριστιανές γυναίκες.
Αλλά εκεί που κυρίως κάθε γυναίκα βρίσκει απεριόριστες δυνατότητες δράσης είναι στην φιλανθρωπία που ασκούν ο εκκλησιαστικός χώρος, αλλά και άλλοι κοινωνικοί φορείς. Συνυφασμένη η γυναικεία φύση κυρίως με την «λογική της καρδιάς», που οδηγεί στην θυσιαστική αγάπη, και σήμερα ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων αγίων μορφών της παράδοσής της, η χριστιανή γυναίκα αναλώνεται στο πυράκτωμα της αγάπης. Και είναι μία πραγματικότητα ότι το φιλανθρωπικό ενοριακό έργο βρίσκεται κατ’ εξοχήν στα γυναικεία χέρια.
Χρειάζεται φυσικά ακόμη πολύς δρόμος μέχρις ότου φθάσουμε στην δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων, όπου η ανάπτυξη όλων των χαρισμάτων, και των ανδρών και των γυναικών, θα επιφέρει την συναύξηση του όλου σώματος. Οι ποιμένες ιδιαίτερα οφείλουν να μην αρνηθούν τον υγιή φεμινισμό, γιατί τότε θα αρνούνταν την ίδια την γυναίκα και την θεϊκή καταγωγή της, αλλά οφείλουν να τον αναβαπτίσουν, αποκαθάρουν και φωτίσουν.
Είναι πλέον πραγματικότητα ότι στην μεταβαλλόμενη κοινωνία μας μεταβάλλονται τα γνωστά στερεότυπα των θεσμών και σχέσεων. Για την γυναίκα π.χ. η μητρότητα δεν είναι πια η μοναδική αποστολή της. Υπάρχει το επάγγελμα ως βιοπορισμός, η ως εξασφάλιση υλικής ανεξαρτησίας, αλλά συγχρόνως και η πρόκληση της προσωπικής ανέλιξης (καριέρας).
Ο αυστηρός επίσης καταμερισμός των ρόλων μεταξύ του πατέρα και της μητέρας παρουσιάζεται πολύ πιο υποτονικός και ο καθένας αναλαμβάνει εργασίες και ευθύνες, που παραδοσιακά ανήκαν στον άλλο. Η μητρότητα, επομένως, τείνει να αντικατασταθεί από την γονικότητα.
Αυτές τις νέες εμπειρίες των γυναικών, μαζί με την αυξημένη ελευθερία, που διαθέτουν, οφείλει ο εκκλησιαστικός χώρος, για να βρεθεί και πάλι ουσιαστικά κοντά στην γυναίκα, να τις διοχετεύσει ευεργετικά, ώστε να μην εκφυλισθούν σε αναρχία και σύγκρουση εγωισμών, κυρίως ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα. Αντίθετα, η υπόδειξη για συνεπή και συνεχή βίωση της συμπληρωματικότητας των δύο φύλων, μέσα στην ποικιλία των σχέσεων, που δημιουργούνται στον εργασιακό και οικογενειακό χώρο, πρέπει να είναι το κύριο εκκλησιαστικό μέλημα, όσον αφορά την διακονία του γυναικείου κόσμου.
Σήμερα το ειλικρινές πλησίασμα της Εκκλησίας θα βρει μεγαλύτερη απήχηση απ’ ο,τι πριν από λίγα χρόνια. Απογοητευμένη η γυναίκα από άλλους χώρους, που της υποσχέθηκαν πολλά, και τελικά την άφησαν μετέωρη, θα αποδεχθεί με ανακούφιση τις καλοπροοαίρετες εκκλησιαστικές προτάσεις και το ειλικρινές κάλεσμα για ουσιαστική δραστηριοποίηση. Τα προβλήματα ιδιαιτέρως που αφορούν τις διαφυλικές σχέσεις -όπως αντισύλληψη, άμβλωση, διαζύγιο- ας μη λύνονται μόνον από τους άνδρες. Ιδίως σ’ αυτά η άποψη της γυναίκας είναι σχεδόν κυριαρχική, γιατί αυτή σηκώνει και τις ανάλογες συνέπειες. Γι’ αυτό και πρέπει κατάλληλα να κατατοπιστεί, ώστε οι θέσεις-απόψεις της να ταυτίζονται με την αλήθεια.
Απαραίτητη είναι και η προσέγγιση του θέματος της διαθρυλούμενης «σεξουαλικής απελευθέρωσης». Η υπεύθυνη και ουσιαστική ενημέρωσή της θα την οδηγήσει με ωριμότητα στις επιλογές της για να μην καταντά σωματικό και ψυχικό ερείπιο. Η υπόδειξη προπάντων ότι το έμβρυο που μεγαλώνει στα σπλάχνα της είναι η πρώτη και πιο δυναμική φάση της ανθρώπινης ζωής, θα την απομακρύνει από τις οδυνηρότατες εμπειρίες και συνέπειες της άμβλωσης.
Και εδώ η Εκκλησία, όπως η παράδοσή της το απαιτεί -παράδειγμα η αγία Φιλοθέη- οφείλει ηθικά και υλικά να συμπαρασταθεί στον συγκλονιστικό προβληματισμό της γυναίκας, ιδιαίτερα της άγαμης, ώστε να κρατήσει το παιδί της, παρά τον φαρισαϊσμό -πολλές φορές- της κοινωνίας.
Αποδεικνύεται, νομίζω, ότι η Εκκλησία ως κοινωνία αγίων βρίσκεται πραγματικά και ουσιαστικά δίπλα στην γυναίκα και την βοηθά να βρει το αληθινό νόημα της ζωής και την αποστολή της. Αυτή η προσπάθεια, φυσικά, οφείλει να εντατικοποιηθεί. Και αυτό αφορά και την Πολιτεία και την επιστήμη. Πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί από όλους ότι οι γυναίκες δεν αποτελούν μόνο τον μισό πληθυσμό της γης, αλλά είναι και αυτές που κυοφορούν την ζωή και μυσταγωγούν την ποιότητά της. Ολοκληρωμένες γυναίκες εγγυώνται ευτυχισμένο παρόν και δυναμικό μέλλον. «Μέσα όμως στην οικονομία του Θεού θα διακηρύξει ο Απ. Παύλος, «ούτε ο άνδρας νοείται ανεξάρτητα από την γυναίκα, ούτε η γυναίκα ανεξάρτητα από τον άνδρα». (Α  Κορ. ll, ll). Η ανάγκη της εποχής μας είναι άνδρες και γυναίκες να ζήσουν την συμπληρωματικότητά τους και βοηθούμενοι από τους παραπάνω φορείς, προπάντων από την Εκκλησία, να κτίσουν ένα γνήσιο «σήμερα», το οποίο θα προοιωνίζεται για τα παιδιά τους, για τις γενιές που έρχονται, μια ζωή με ποιότητα και πληρότητα. Για τα παιδιά -το δεχόμαστε όλοι- αξίζει κάθε θυσία.
Άνδρες και γυναίκες, θυσιάζοντας τους εγωϊσμούς τους στον βωμό της Αγάπης, ας προχωρήσουν οραματιζόμενοι την γνήσια ανθρώπινη ζωή και για τις επόμενες γενεές, στο στέριωμα της οποίας οπωσδήποτε θα έχει συμβάλει δυναμικά και η γυναικεία δημιουργική παρουσία

Παιδί και τηλεόραση

Β.Τ.: Π. Βασίλειε, μία ερώτηση συχνή από τους γονείς είναι αν τα παιδιά πρέπει να βλέπουν τηλεόραση. Πώς να αντιδράσουν οι γονείς όταν τα παιδιά ζητούν να δουν επίμονα τηλεόραση; Και συνήθως αυτό συμβαίνει. Είναι αλήθεια ότι είναι πολύ μεγάλο το πρόβλημα, πολύ μεγάλο το θέμα, γιατί όλα τα παιδιά βλέπουν τηλεόραση και ώρες που δεν πρέπει. Αλλά και τις ώρες πάλι που πρέπει, π. Βασίλειε, που ενδεχομένως έχει παιδικά προγράμματα, έρχονται οι διαφημίσεις άλλων έργων που πρόκειται να προβληθούν αργά το βράδυ και ίσως αυτές οι σκηνές βλάπτουν τα παιδιά, έστω και αν είναι μικρές. Δεν ξέρω, συμφωνείτε; Είναι έτσι τα πράγματα; Και ίσως να δημιουργούνται φόβοι και φοβίες στα παιδιά από αυτές τις σκηνές ή απ’ αυτά τα έργα, που ενδεχομένως βλέπουν τα παιδιά.
π.Β.Θ.: Αν σας πω για το παιδάκι που άκουσα να λέει ότι κοιμήθηκε στις 9 το βράδυ και ξύπνησε στις 12 για να δει ταινία αντιλαμβάνεστε πλέον ότι μιλάμε για εγκλήματα που διαπράττονται εις βάρος των παιδιών. Γενικά η τηλεόραση νομίζω είναι μία από τις πληγές της ελληνικής κοινωνίας, ο τρόπος δηλαδή με τον όποιο εμφανίστηκε και έγινε αποδεκτή και κατέλαβε την κεντρική θέση μέσα στο σπίτι και δεσπόζει στην οικογένεια. Είναι το πλέον δεσπόζον μέλος της οικογένειας. Η γνώμη της και η επιρροή της έχουν βαρύνουσα σημασία για όλους και επομένως αν έχει τόσο βαρύνουσα σημασία για τους μεγάλους, αντιλαμβάνεσθε πόσο δύσκολο είναι να μπουν τα όρια από τους μεγάλους απέναντι στα παιδιά.
Είναι μεγάλο το ζήτημα, η δύναμή της είναι πολλή και έχει πάρα πολλές δυνατότητες, μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά. Π.χ. πόσο ανοίγουν οι ορίζοντες ενός παιδιού και πόσα μπορεί να μάθει και πόσο μπορεί να καλλιεργήσει τη σκέψη του και τη γνώση του και τη φαντασία του και αν θέλετε πόσο πιο κοντά στο Δημιουργό μπορεί να έρθει βλέποντας εκείνο το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ για το βυθό ας πούμε ή άλλα για τη φύση, με την όμορφη εικόνα και τα κατάλληλα σχόλια. Ή πόση θα μπορούσε να είναι η δύναμη της τηλεόρασης εάν μέσα στα σήριαλ και τις ταινίες υπήρχαν ήρωες βγαλμένοι μέσα από την καθημερινή ζωή, οι οποίοι διαπνέονται και από κάποια ιδανικά πέρα από την καθημερινότητα και δεν εξαντλούνται τα σήριαλ και οι ταινίες στις δολοπλοκίες και στα σκάνδαλα μεταξύ των διαφόρων μελών μιας οικογένειας ή μιας κοινωνίας.
Β.Τ.: Και ιδιαίτερα στα σήριαλ αυτά, π. Βασίλειε, νομίζω ότι δεν παρουσιάζεται ποτέ μια σωστή οικογένεια και ολοκληρωμένη, συνεχώς διαζύγια κ.λπ.
π.Β.Θ.: Ακριβώς διαζύγια, ομοφυλόφιλοι, άπατες, όλη αυτή η κατάσταση. Λοιπόν είναι πραγματικά μια πληγή της ελληνικής κοινωνίας ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η τηλεόραση σήμερα και με τον ανταγωνισμό τον τρομερό που υπάρχει στα ιδιωτικά κανάλια με το κυνήγι της θεαματικότητας, να βάζουν όλοι περίπου τα ίδια πράγματα, τις ίδιες ώρες, να καλύψουν όλο το 24ωρο. Νομίζω ότι θα άξιζε τον κόπο, οι γονείς πραγματικά να κινητοποιηθούν και να απαιτήσουν να παραμείνει αλώβητη, τουλάχιστον η λεγομένη παιδική ζώνη, από διαφημίσεις.
Γιατί λέω «η λεγόμενη παιδική ζώνη»: Διότι ας μη νομίζουμε ότι και όλα «τα παιδικά» σε εισαγωγικά είναι πάντα παιδικά. Εκεί μπορεί κανείς να δει ποικίλα πράγματα, μπορεί να δει από τις ρομαντικές ιστορίες αγάπης μιας κοπέλας, η οποία περνάει από χίλιες δυσκολίες και βρίσκει στο τέλος τον καλό της, μέχρι και εξωγήινους και τερατόμορφες υπάρξεις οι οποίες καταστρέφουν, απειλούν τη γη κ.λπ. Υπάρχει μία ποικιλία προγραμμάτων και ορισμένα απ’ αυτά πράγματι δεν είναι παιδαγωγικά και ως προς την εικόνα που δίνουν και ως προς το περιεχόμενο.
Κακά τα ψέματα. Νομίζω ότι αν θέλουμε σήμερα να ενδιαφερθούμε σοβαρά για το τί βλέπουν τα παιδιά μας, θα πρέπει να ασχοληθούμε οι ίδιοι. Δηλαδή δεν μπορούμε να αρκούμαστε σ’ αυτό το οποίο το πρόγραμμα της εφημερίδας λέει «παιδικό πρόγραμμα» και να λέμε στο παιδί μας «εντάξει, πήγαινε εκεί και δες το». Θα πρέπει οι ίδιοι να έχουμε προσωπική γνώση, που σημαίνει ορισμένες φορές ότι θα καθίσουμε μαζί με τα παιδιά μας. Θα πάρουμε μία ιδέα (δειγματοληπτικά έστω, δεν μπορούμε να το κάνουμε και συνέχεια) του τι βλέπουν και κατόπιν θα το συζητήσουμε μαζί τους. Και αν δούμε ότι το πράγμα ξεπερνάει κάποια όρια, ίσως και θα απαγορεύσουμε κάτι μετά βέβαια από το σχετικό διάλογο με σκοπό το παιδί να πεισθεί.
Αλλά δεν είναι δυνατόν βέβαια να περιμένουμε το παιδί να πεισθεί πάντα για να έρθει μια απαγόρευση. Αν πρέπει να έρθει η απαγόρευση θα έρθει. Πρέπει εμείς όμως να έχουμε σωστά κριτήρια και να συζητούμε με το παιδί, έτσι ώστε, ει δυνατόν, να μπορέσει το παιδί να πεισθεί ότι δεν το βοηθάει αυτό το οποίο βλέπει. Έτσι θα έχουμε κάνει και το παιδί σύμμαχό μας και δεν θα έχουμε μονίμως γκρίνια και συγκρούσεις. Γενικά θα πρέπει να πούμε τώρα, στο θέμα τηλεόραση δεν ωφελεί μόνο η άρνηση. Δηλαδή δεν ωφελεί να λέμε στα παιδιά μας: «Όχι αυτό, όχι εκείνο, εκείνο βλάπτει, δεν είναι καλό». Αυτό βέβαια ισχύει και γενικότερα στην αγωγή. Δεν βοηθάμε τα παιδιά μας με το να τους λέμε μόνο ποιά είναι τα επικίνδυνα, αυτά τα οποία δεν ωφελούν και πρέπει να τα αποφεύγουν. Η αγωγή δεν είναι ένα σύνολο απαγορεύσεων. Η αγωγή ίσα-ίσα είναι ένα σύνολο θετικών μηνυμάτων και ερεθισμάτων. Μέσα σ’ αυτά θα υπάρχουν και κάποιες απαγορεύσεις. Αλλά θα είναι τα θετικά εκείνα που προσφέρουμε τόσα και τέτοια, ώστε να προσελκύσουν το παιδί και οι απαγορεύσεις να χάσουν πια το νόημά τους, να υπάρχουν από μόνες τους μέσα του.
Θέλω να πω μ’ αυτό, ότι δεν αρκεί απλώς να απαγορεύουμε στα παιδιά μας να δουν ορισμένα προγράμματα και νομίζουμε ότι κάναμε το καθήκον μας απέναντι σ’ αυτό που λέγεται τηλεόραση. Θα χρειαστεί να δίνουμε στα παιδιά μας θετικά ερεθίσματα τέτοια, που να κάνουν περιττό το να βλέπουν τα παιδιά μας αυτά τα πράγματα. Γιατί; Γιατί θα έχει παίξει με το γονιό του, θα έχει βγει μαζί του περίπατο, θα έχουν διαβάσει μαζί βιβλία. Θα έχουν παίξει αθλοπαιδιές ανάλογα με τήν ηλικία βέβαια πού ‘ναι το παιδί, θα έχουν πάει μαζί σ’ ένα σωστό παιδικό θέατρο, σε κάποια ψυχαγωγική εκδήλωση σωστή και όμορφη. Δηλαδή θα έχει το παιδί μυηθεί στη χαρά της ζωής και της συναναστροφής με το γονιό του, ώστε να μην αναζητεί κάποια ψήγματα «ψυχαγωγίας» μέσα σ’ αυτά τα οποία η τηλεόραση προβάλλει. Πάρα πολλά παιδιά καταφεύγουν σε ακατάλληλα προγράμματα στην τηλεόραση επειδή τους λείπει η επαφή με τους γονείς τους, επειδή δηλαδή οι γονείς τους βρήκαν την εύκολη λύση. Η τηλεόραση υπήρξε «σωτήρας» για πολλούς γονείς, γιατί δεν ασχολούνται με τα παιδιά τους και τα παιδιά τους είναι ήσυχα. Όχι απλώς δεν ασχολούνται αλλά είναι και ήσυχα, δεν κάνουν φασαρία, κάθονται μπροστά στο γυαλί.
Είναι μια πρόκληση η τηλεόραση τώρα, και δυστυχώς το κατάντημα στο οποίο βρίσκεται είναι μια πρόκληση που μπορεί να φέρει κάτι πάρα πολύ καλό. Μπορεί να φέρει δηλαδή την ουσιαστική ενασχόληση με τα παιδιά μας. Ποιό παιδί, τουλάχιστον της μεγαλούπολης, γνωρίζει τη φύση; Την έχουμε ξεχάσει σχεδόν και εμείς. Αν ένα παιδί αγνοεί τη φύση δεν το συγκινούν τα ντοκυμαντέρ. Αν όμως εμείς συνδεθούμε με τη φύση και συνδέσουμε και τα παιδιά μας και την αγαπούμε και βγαίνουμε συχνά και διαβάζουμε βιβλία και εγκυκλοπαίδειες κ.λπ. για τη φύση και μαθαίνει και το παιδί διάφορα περίεργα πράγματα για τα ζώα, τα φυτά, τα πουλιά, τα έντομα κ.λπ. θα το προσελκύσουν τα ντοκυμαντέρ και έτσι θα γνωρίσει τη φύση καλύτερα και ίσως να μην τα προσελκύσουν οι διάφορες φανταστικές περιπέτειες που μπορεί να είναι ακατάλληλες ακόμα και σε κινούμενα σχέδια.
Β.Τ.: Θα έλεγε κανείς όμως, π. Βασίλειε, πού να τα βρει τα ντοκυμαντέρ κανείς. Υπάρχει στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην Αμερική, ένα κανάλι που δείχνει 24 ώρες το 24ωρο ντοκυμαντέρ. Δυστυχώς εδώ στην πατρίδα μας τα ντοκυμαντέρ σπανίζουν και όπως είπατε μέσα στα ντοκυμαντέρ μπορεί να μπει μία σφήνα, διαφήμιση ενός άλλου έργου ή διαφημίσεις διάφορες που μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα στο παιδί. Ίσως όλοι θα ‘πρεπε να αντιδράσουμε. Όλοι θα πρέπει να αντιδράσουμε ώστε να γίνει κάτι θετικό και με τη δική μας την τηλεόραση, κάποιο κανάλι ίσως με ντοκυμαντέρ ή να προστεθούν περισσότερα τέτοια προγράμματα, γιατί είναι πολλοί οι γονείς που δυσανασχετούν με την τηλεόραση αλλά δυστυχώς έχει μπει μέσα στο σπίτι κι είναι δύσκολο να βγει. Είναι πολύ δύσκολο να κλείσει την τηλεόραση ο γονιός ή το παιδί.
π.Β.Θ.: Πάντως επιτρέψτε μου να πω εδώ, ότι η δυσκολία έγκειται κατά τη γνώμη μου στο γεγονός ότι και ο γονιός έχει γοητευθεί από την τηλεόραση. Δηλαδή η τηλεόραση εξασκεί μια σαγήνη και στον Έλληνα γονιό και γι’ αυτό είναι δύσκολο να κλείσει. Αν αυτός έμενε αλώβητος από τη σαγήνη που εξασκεί η τηλεόραση επάνω του, θα έκλεινε πιο εύκολα η τηλεόραση και θα πειθόταν και το παιδί να μη βλέπει πάρα πολλά και περιττά.
Β.Τ.: Άρα ταυτόχρονα, όπως πολύ σωστά τονίσατε προηγουμένως, θα έπρεπε να ασχοληθεί ο γονιός περισσότερο με το παιδί και να του δώσει άλλες ευκαιρίες για την ώρα που θα ήθελε να δει το παιδί τηλεόραση και θυμάμαι ένα περιστατικό.Μία κοπέλα μεγάλη μου είπε το εξής: Κάποτε μικρή που ήθελε να πάει σε ένα πάρτυ που έκαναν τα παιδιά του σχολείου, μόλις το άκουσε ο πατέρας της είπε: «‘Αχ βρω παιδί μου, και εγώ ήθελα να σας πήγαινα στο θέατρο που έχει ένα πολύ ωραίο έργο αυτή την ημέρα που είναι το πάρτυ». «Α, λέει η μικρή, μπαμπά εντάξει, οπωσδήποτε θα προτιμήσω το θέατρο, αφού θα μας πας εκεί» και ο μπαμπάς αυτός δεν ήταν πολύ μορφωμένος, αλλά είχε αγάπη πολλή και ενδιαφέρον. Μερικές φορές ίσως χρειάζεται να θυσιάσουμε εμείς τη δική μας διασκέδαση, το χρόνο μας και να μιλήσουμε περισσότερο με τα παιδιά, να ασχοληθούμε μαζί τους και να βγούμε έξω.
Δεν είναι εύκολο όταν δουλεύει κανείς και σε δύο δουλειές πολλές φορές να βγει έξω και να παίξει με το παιδί του. Είναι λίγο δύσκολο και χρειάζεται θυσία.



π.Β.Θ.: Πράγματι, έχετε δίκιο, αλλά αξίζει τον κόπο. Δηλαδή εδώ έχουμε ίσως άλλο περιθώριο επιλογής. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα παιδιά μας σήμερα τρέφονται πνευματικά μόνο με την τηλεόραση, κατά κύριο λόγο με την τηλεόραση και πολλές φορές η τηλεόραση αποτελεί διέξοδο στην πλήξη τους. Λοιπόν, αν έχουν να κάνουν κάτι πιο ενδιαφέρον και πιο ευχάριστο θα βλέπουν λιγότερο τηλεόραση. Δηλαδή δεν είναι ένα θέμα που λύνεται μόνο με απαγορεύσεις ή μόνο με το να κλειδωθεί. Και δεν είναι μόνο το ντοκυμαντέρ, είναι και άλλα. Υπάρχουν πολύ χαριτωμένες και ευχάριστες ιστορίες για τα παιδιά και υπάρχουν ακόμα και κασέτες. Δηλαδή δεν είναι κακό, αν η οικογένεια έχει βίντεο. να νοικιάζει κατάλληλες κασέτες. Αλλά εδώ χρειάζεται να προσέξουμε και να μη θεωρούμε κατάλληλο οτιδήποτε υπάρχει στο βίντεο-κλαμπ της γειτονιάς μας. Χρειάζεται κόπος όπως σ’ όλα τα θέματα. Δηλαδή σ’ όλα τα θέματα που έχουν σχέση με την αγωγή χρειάζεται κόπος και προσωπική επένδυση του γονιού. Αν δεν τη δώσει, δεν μπορεί να πει ότι κάνει αγωγή στο θέμα αυτό. Νομίζω τα πράγματα είναι απλά. Αλλά έχουμε ξαναπεί ότι όσο χρόνο και κόπο δώσει, τόσο θα απολαύσει αργότερα τα αποτελέσματα της σωστής του αγωγής στα παιδιά του και βέβαια θα τα γευτεί και ο ίδιος.
πηγή: Πρωτ. Βασίλειος Θερμός, «Μαζί με τους γονείς», εκδ. Ακρίτας, σ. 125-132

Ο σκοπός της εργασίας

Η εργασία έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα για την κοινωνική ζωή του ανθρώπου. Άλλωστε ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ζωής δαπανάται στην εργασία. Γι’ αυτό η σωστή θεώρηση και άσκησή της είναι φυσικό να ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Χριστιανό.
undefined
Για να δούμε όμως σωστά την εργασία και να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη σπουδαιότητα της χριστιανικής θεωρήσεώς της, χρειάζεται να επιχειρήσουμε μια σύντομη αναδρομή στον προχριστιανικό κόσμο. Ειδικότερα είναι ανάγκη να δούμε, πώς έβλεπε την εργασία ο ειδωλολατρικός κόσμος, και πώς την έβλεπε ο κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης, που προετοίμασε τη φανέρωση της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο ειδωλολατρικός κόσμος, όπου διαδόθηκε ο Χριστιανισμός, δεν είχε γενικά θετική γνώμη για την εργασία. Στα αρχαία ελληνικά συνώνυμο της εργασίας είναι ο πόνος. Έτσι τονίζεται ο οδυνηρός και καταναγκαστικός χαρακτήρας της. Γι’ αυτό η εργασία θεωρούνταν κατάλληλη για τους δούλους και όχι για τους ελεύθερους πολίτες. Η δουλειά και η δουλεία συνδέονται άμεσα ως λέξεις και ως έννοιες. Η δουλειά προσιδιάζει στους δούλους. Και η δουλεία έχει ως κύριο γνώρισμα τη δουλειά. Ανάλογη σχέση έχουν και οι έννοιες πόνος και μόχθος με τους αντίστοιχους χαρακτηρισμούς πονηρός και μοχθηρός. Πόνος είναι πρωτίστως η εργασία. Και μόχθος είναι ο κόπος ή η κοπιώδης εργασία. Ο άνθρωπος του πόνου και του μόχθου, δηλαδή ο άνθρωπος της εργασίας, και μάλιστα της σκληρής σωματικής εργασίας, είναι «πονηρός» και «μοχθηρός». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί έχουν ως σήμερα αρνητική σημασία. Ακόμα και οι λεγόμενοι δημιουργοί, αυτοί δηλαδή που εργάζονταν για το δήμο και όχι για την ατομική καλλιέργεια τους, δεν είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση στην αρχαία ελληνική κοινωνία.
Η θετική αντίληψη που βλέπουμε να καλλιεργείται στη δημοκρατική Ελλάδα για τις δημόσιες δραστηριότητες, όπως και άλλες σποραδικές φωνές που κατέκριναν την οκνηρία και επαινούσαν την εργασία, δεν άλλαξαν τη γενικότερη αρνητική αντίληψη γι’ αυτήν. Η εργασία συνδέεται με τον καταναγκασμό, Οι ελεύθεροι και οι δυνατοί αναγκάζουν τους δούλους και τους αδύνατους να εργάζονται, για να καλύπτουν τις ανάγκες τους και να πραγματοποιούν τις επιδιώξεις τους.
Παρόμοιες αντιλήψεις για την εργασία υπήρχαν και στο ρωμαϊκό κόσμο. Με εξαίρεση τη γεωργία και την πολεμική τέχνη, που ήταν απαραίτητες για τους Ρωμαίους, όλες οι χειρωνακτικές εργασίες θεωρούνταν δουλειές για τους δούλους. «Οι έμποροι και οι μισθωτοί αποκλείονταν για λόγους αρχής από τα κρατικά αξιώματα. Μόνο τα επαγγέλματα που δεν είχαν σκοπό την απόκτηση χρημάτων θεωρούνταν αντάξια ενός ελεύθερου ανθρώπου. Οι γιατροί, οι αρχιτέκτονες και οι δάσκαλοι, που δεν έπαιρναν μισθό αλλά μια αμοιβή, θεωρούνταν ευυπόληπτοι».
Σε αντίθεση προς τον ειδωλολατρικό κόσμο η Παλαιά Διαθήκη βλέπει θετικά την εργασία. Ο ίδιος ο Θεός είναι Δημιουργός του κόσμου. Μια από τις εντολές του Δεκαλόγου συνιστά την εργασία, ενώ ταυτόχρονα καθιερώνει μια μέρα της εβδομάδας ως αργία. Συχνά τέλος στην Παλαιά Διαθήκη επαινείται η εργασία και κατακρίνεται η οκνηρία. Με την εργασία ο άνθρωπος μιμείται το Θεό και συμμετέχει στο δημιουργικό έργο του. Βέβαια η εργασία δεν είναι άσχετη με τον πόνο. Η επίπονη όμως εργασία εμφανίζεται μετά την αποστασία από το Θεό. Η εργασία του παραδείσου της τρυφής μετατρέπεται μετά τήν πτώση σε κοπιώδη βιοπάλη.
undefined
Το Ευαγγέλιο, ως μήνυμα της αγάπης, τοποθετεί και την εργασία στην προοπτική της αγάπης. Η φροντίδα του Θεού για τον άνθρωπο είναι μια συνεχής εργασία. «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται», λέει ο Χριστός, «καγώ εργάζομαι». Ακόμα ο Χριστός ασκεί το έργο του ξυλουργού. Και οι Χριστιανοί προτρέπονται να εργάζονται «μη την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον». Έτσι η εργασία υποτάσσεται στο σκοπό της υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι η τελείωσή του στην αγάπη κατά το πρότυπο τού Θεού της αγάπης. Ο Απόστολος Παύλος καυτηριάζοντας τους αργόσχολους της Θεσσαλονίκης που δεν εργάζονταν αλλά περιεργάζονταν τους άλλους γράφει: Όποιος δε θέλει να εργάζεται, αυτός ας μη τρώει κιόλας. Ο ίδιος, όπως γνωρίζουμε, ασκούσε το επάγγελμα του σκηνοποιού και εξυπηρετούσε όχι μόνο τις ανάγκες του, αλλά και τις ανάγκες των συνοδών του: «Ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται». Προτρέπει μάλιστα τους Χριστιανούς να εργάζονται τίμια με τα χέρια τους, για να μπορούν να βοηθούν και αυτούς που έχουν ανάγκη. Το ίδιο πνεύμα διαπιστώνουμε και στις μεταποστολικές χριστιανικές κοινότητες.
Όπως ήταν φυσικό, οι χριστιανικές θέσεις δεν μπορούσαν εύκολα να γίνουν αποδεκτές από την ειδωλολατρική κοινωνία. Ο γνωστός φιλόσοφος και πολέμιος του Χριστιανισμού Κέλσος κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα ειρωνευόταν τους κήρυκες του Χριστιανισμού πού απευθύνονταν σε ανθρώπους απλούς και χειρώνακτες. Άλλα και γενικότερα η ειδωλολατρική διανόηση περιφρονούσε την εργασία και τους χειρώνακτες. Αντίθετα οι Χριστιανοί τιμούσαν όχι μόνο την εργασία και τους εργαζόμενους, αλλά και τους περιφρονημένους δούλους, χαρακτηρίζοντάς τους ως αδελφούς.
Βέβαια ο άνθρωπος δεν υπάρχει για την εργασία, αλλά η εργασία για τον άνθρωπο. Ο Αδάμ, γράφει ο Μ. Αθανάσιος, δημιουργήθηκε όχι για να εργάζεται, αλλά πρωτίστως για να υπάρχει ως άνθρωπος· ύστερα έλαβε την εντολή να εργάζεται. Έτσι η εργασία, χωρίς ν’ αποτελεί το λόγο της υπάρξεως του ανθρώπου, συνιστά βασική λειτουργία της ζωής του και συντελεί στην καταξίωσή του. Η αργία είναι πρόφαση αμαρτίας. Όπως είναι αναγκαία για τον καθένα η καθημερινή τροφή, έτσι είναι αναγκαία και η κατά δύναμη εργασία.
Την άξια της εργασίας υπογράμμισε και ο μοναχισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι εξαρχής οι χριστιανοί αναχωρητές και στη συνέχεια οι μοναχοί στις σκήτες και τα κοινόβια θεωρούσαν απαραίτητη την εργασία. Ενώ όμως στην Ανατολή η εργασία παρέμεινε υποταγμένη στην άσκηση και την προσευχή, στη Δύση τοποθετήθηκε βαθμηδόν δίπλα στην προσευχή και προβλήθηκε με την αρχή «ora et labora» (να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι).
Η σπουδαιότητα της εργασίας επιβάλλει και ανάλογη φροντίδα για την εκλογή και την επιτέλεσή της. Η ανάληψη της εργασίας, η εκλογή του επαγγέλματος, απαιτεί περίσκεψη και προετοιμασία. Εξάλλου η άσκηση της εργασίας συνεπάγεται ευθύνη απέναντι στο Θεό και τους ανθρώπους. Τα «κατά σάρκα» έργα αποκτούν πνευματικό περιεχόμενο. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους μοναχούς, άλλα για όλους τους πιστούς. Άλλωστε δεν υπάρχει ιδιαίτερη ηθική για τους μοναχούς. Ο Χριστός δίδαξε το Ευαγγέλιο για όλους τους ανθρώπους. Και όταν κάποτε απάντησε και σε κατ’ ιδίαν ερώτηση των μαθητών, πρόσθεσε: «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω». Δεν μπορεί όμως ν’ αγνοηθεί ότι οι χριστιανικές θέσεις για το νόημα και το σκοπό της εργασίας διατυπώθηκαν κυρίως με βάση τη μοναστική πολιτεία, που αποτελεί την ιδεώδη κοινωνία για την Ορθοδοξία.
Η εργασία, παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, δεν πρέπει ν’ αποβλέπει στη συσσώρευση πλούτου, αλλά στην άσκηση της αγάπης. Όποιος είναι σε θέση να εργάζεται, οφείλει να προσφέρει σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη. Όποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν αξίζει ούτε να τρώει. Σκοπός της εργασίας δεν πρέπει να είναι το εγώ, αλλά ο πλησίον. Δεν πρέπει να είναι η ικανοποίηση των ατομικών αναγκών, αλλά η εκπλήρωση της εντολής της αγάπης· η κάλυψη των αναγκών του ενδεούς: «Σκοπός ουν εκάστω προκείσθαι οφείλει εν τω έργω η υπηρεσία των δεομένων, ουχί η ιδία αυτού χρεία». Όποιος φροντίζει για τον εαυτό του, καλλιεργεί τη φιλαυτία. Όποιος φροντίζει να εκπληρώσει την εντολή της αγάπης, εκδηλώνει φιλόχριστη και φιλάδελφη διάθεση. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος εργάζεται για τον πλησίον, από τη μια μεριά αποφεύγει το πάθος της φιλαυτίας και από την άλλη ανταποκρίνεται στην εντολή της φιλαδελφίας που ευλόγησε ο Χριστός λέγοντας: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».
Η φιλαυτία και η φιλαδελφία αποτελούν δύο αντίθετους πόλους, που προσδιορίζουν ανάλογα ολόκληρη τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλαυτία κάνει τον άνθρωπο να έχει ως στόχο της ζωής και της συμπεριφοράς του το εγώ. Η φιλαλληλία τον ανοίγει προς τον πλησίον. Ο φίλαυτος δεν είναι σε θέση ν’ αγαπήσει. Ο φιλάλληλος είναι ο άνθρωπος της αγάπης. Η φιλαυτία και η φιλαλληλία δεν περιορίζονται σε μεμονωμένες στιγμές ή εκδηλώσεις του ανθρώπου, αλλά διαποτίζουν ολόκληρη τη ζωή του. Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, ποιός από τους δύο αυτούς πόλους θα κατευθύνει τον άνθρωπο.
Καθένας είναι φυσικό ν’ αγαπάει τον εαυτό του. Γι’ αυτό η φιλαυτία θεωρείται αυτονόητη. Η φιλαυτία όμως οδηγεί σε αντίθεση προς τον πλησίον. Έτσι συγκρούεται με τη φιλαλληλία. Όπως και από την άλλη πλευρά η φιλαλληλία παραμερίζει το ατομικό συμφέρον. Έτσι συγκρούεται με τη φιλαυτία. Κι επειδή ο άνθρωπος δυσκολεύεται να παραμερίσει το συμφέρον του, θυσιάζει συνήθως τη φιλαλληλία στο βωμό της φιλαυτίας.
Ειδικότερα στην περιοχή της εργασίας η φιλαυτία εκδηλώνεται με την αναζήτηση του ατομικού κέρδους. Το κέρδος αποτελεί βασικό κίνητρο. Χωρίς αυτό ο άνθρωπος ραθυμεί, Στην Εκκλησία η επιθυμία του κέρδους δεν κατακρίνεται. Μεταφέρεται όμως σε άλλο επίπεδο. Στο επίπεδο που τοποθετήθηκε από το Χριστό: «Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι· θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ούρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν, ουδέ κλέπτουσιν». Ο θησαυρός για τον ουρανό δε γίνεται στον ουρανό αλλά στη γη. Και η εργασία γι’ αυτόν δεν είναι άσχετη με την καθημερινή εργασία ή την επαγγελματική ενασχόληση του ανθρώπου. Άλλωστε η εργασία καλύπτει συνήθως ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ζωής. Και το πνεύμα που διέπει τον άνθρωπο σ’ αυτήν εκφράζει και σφραγίζει ολόκληρη την προσωπικότητά του.
Όταν ο άνθρωπος περιορίζεται στην προσκαιρότητα, όταν όλο το ενδιαφέρον του συγκεντρώνεται στην ικανοποίηση των αισθήσεων και έχει στόχο το ατομικό συμφέρον, είναι φυσικό να υποτάσσει και την εργασία στην κάλυψη των πραγματικών ή φανταστικών αναγκών του. Ο πλησίον αντιμετωπίζεται ωφελιμιστικά. Κρίνεται χρήσιμος στο μέτρο που ικανοποιεί ιδιοτελή συμφέροντα. Δεν θεωρείται καθεαυτό. Πολύ περισσότερο δεν αποτελεί σκοπό της εργασίας του. Έτσι η χριστιανική διδασκαλία παρουσιάζεται ουτοπική.
Ποιός θέτει ως σκοπό της εργασίας την εξυπηρέτηση των άλλων; Ποιός παραμερίζει τις ανάγκες του, για να καλύψει τις ανάγκες του πλησίον; Μόνο σε μοναστήρια ή φιλανθρωπικά ιδρύματα μπορούν να βρεθούν τέτοιοι άνθρωποι. Στην περιοχή όμως των καθημερινών σχέσεών μας οι άνθρωποι αυτοί είναι μάλλον ανύπαρκτοι. Αλλά αυτοί είναι οι πραγματικοί Χριστιανοί. Να βγάλει κανείς τίμια το ψωμί του, είναι στοιχειώδες καθήκον. Άσχετα αν και αυτό κοντεύει στις μέρες μας να μετατραπεί σε σπάνια αρετή. Για όποιον όμως θέλει το τέλειο, υπάρχει υψηλότερος στόχος: «Του δε προς την τελείωσιν σπεύδοντας έστι νυκτός και ημέρας εργάζεσθαι, ίνα έχη μεταδιδόναι τω χρείαν έχοντι».
Τί συμβαίνει όμως με αυτόν τον άνθρωπο; Δεν αγαπάει τον εαυτό του, αλλά μόνο τους άλλους; Δεν εργάζεται για τον εαυτό του, αλλά μόνο για τους άλλους; Δεν ικανοποιεί τις δικές του ανάγκες, αλλά μόνο τις ανάγκες των άλλων; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Μη τοίνυν ζήτει το σον, ίνα εύρης το σον. Ο γάρ ζητών το εαυτού, ούχ ευρίσκει το εαυτού. Διό και Παύλος έλεγε, μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του πλησίον έκαστος· το γαρ οικείον συμφέρον εν τω του πλησίον συμφέροντι κείται, και το εκείνου εν τούτω». Μη ζητάς δηλαδή το δικό σου, για να βρεις το δικό σου. Γιατί όποιος ζητά το δικό του, δε βρίσκει το δικό του. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος έλεγε, κανείς να μην επιδιώκει το συμφέρον του αλλά το συμφέρον του άλλου. Γιατί το δικό του συμφέρον βρίσκεται στο συμφέρον του πλησίον, και το συμφέρον του πλησίον σ’ αυτό.
Όποιος εργάζεται για τον πλησίον, εργάζεται για τον αληθινό εαυτό του. Όποιος βοηθάει τον πλησίον, βοηθάει τον αληθινό εαυτό του. Όποιος αγαπάει πραγματικά τον πλησίον, αγαπάει πραγματικά τον εαυτό του. Η αληθινή αγάπη του εαυτού μας, η καλή φιλαυτία, περάνει από την αγάπη προς τον πλησίον. Όταν ζει κανείς ξεπερνώντας τη βιολογική του ατομικότητα, ζει αληθινά. Και μόνο όταν βρίσκει το συμφέρον του στο συμφέρον του πλησίον, βρίσκει το πραγματικό του συμφέρον.
Μια αφελής εκδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας μπορεί να οδηγήσει στην άποψη ότι ο Χριστιανισμός αδιαφορεί για την κοινωνική δικαιοσύνη ή ακόμα ότι προτρέπει τους οπαδούς του να γίνονται θύματα εκμεταλλεύσεως. Και η άποψη αυτή μπορεί να επικαλεσθεί παραδείγματα από τη ζωή των αγίων της Εκκλησίας. Γιατί οι άγιοι δέχθηκαν καρτερικά αδικίες σε βάρος τους. Και δέχθηκαν τις αδικίες αυτές από αγάπη, που γνωρίζει να είναι επιεικής προς τον πλησίον. Δεν ανέχθηκαν όμως ποτέ αδικίες σε βάρος του πλησίον. Δεν παρέμειναν ποτέ αδιάφοροι για την καταπίεση και την εκμετάλλευση των άλλων, και ιδιαίτερα των φτωχών και αδυνάτων. Και συμπεριφέρθηκαν έτσι, γιατί έκτος από την επιείκεια της αγάπης είχαν και την ανδρεία της αγάπης. Όταν σιωπά κανείς και δεν υπερασπίζεται αυτόν που αδικείται, δείχνει ανανδρία. Όταν όμως αδικείται και υπομένει, δείχνει επιείκεια.
Η κριτική των Πατέρων της Εκκλησίας για την κοινωνική αδικία και την εκμετάλλευση της εργασίας των φτωχών απευθύνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Κλέφτες και λωποδύτες, λέει ο Μ. Βασίλειος, δεν είναι μόνο όσοι κλέβουν τα πορτοφόλια ή όσοι ξεγυμνώνουν ανθρώπους, αλλά και όσοι έχουν στρατιωτικά, δημοτικά ή κρατικά αξιώματα και προβαίνουν σε κρυφές ή φανερές καταχρήσεις. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καυτηριάζοντας την αδικία και την εκμετάλλευση παρατηρεί: «Καταντήσαμε να μην κάνουμε σχεδόν τίποτε άλλο, παρά να φθείρουμε ο ένας τον άλλο και να βλάπτουμε τους κατωτέρους μας… Οι εξουσιαστές αυξάνουμε όλο και περισσότερο την καταπίεση των αδυνάτων, επιβάλλοντας βαρύτερους φόρους στους εργαζομένους. Ποιός στρατιωτικός αρκείται στο μισθό του; Ποιός άρχοντας δεν έχει το μάτι του στις άρπαγες; Αυτοί που ταΐζουν σκυλιά και τρέφουν γουρούνια καταβροχθίζουν σαν αγριογούρουνα και αιμοβόρα σκυλιά το βιός των απροστάτευτων. Γι’ αυτό υψώνουν οι φτωχοί τη φωνή τους ενάντια σε όλους σας· ενάντια σε σας που κατέχετε την εξουσία, σε σας που τους ακολουθείτε, σε σας που στρατεύεσθε, σε σας που υπηρετείσθε από αυτούς, γιατί δεν μπορούν να υποφέρουν την άσπλαχνη και μισάνθρωπη διάθεση των φοροεισπρακτόρων και τη συνεχή βία και αδικία που προέρχεται από σας τους ισχυρότερους τους».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας έλεγχαν και καυτηρίαζαν με παρρησία την κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση, ενώ οι ίδιοι υπέμεναν καρτερικά τις αδικίες που γίνονταν σε βάρος τους. Αγάπησαν τους άλλους, γι’ αυτό εξακολουθούν να είναι ζωντανοί. Ενώ ο κόσμος οχυρώνεται συνήθως στη φιλαυτία και περιορίζεται στα ιδιοτελή συμφέροντα, γιατί δεν τολμάει ν’ αγαπήσει. Και είναι τόλμη η αγάπη. Είναι η τόλμη που καταξιώνει και ολοκληρώνει τον άνθρωπο. Είναι η τόλμη που φέρνει στην κοινωνία τον παράδεισο. Η τόλμη όμως αυτή δεν μπορεί να υπάρξει μετέωρη. Χρειάζεται σημείο στηρίξεως. Και αυτό είναι η πίστη. Οι άγιοι της Εκκλησίας τόλμησαν την αγάπη και πρόσφεραν στην οικουμένη τους πολύτιμους καρπούς της, γιατί πίστεψαν στο Θεό που από αγάπη έγινε άνθρωπος, για να προσεγγίσει τον κάθε άνθρωπο με τη μορφή του πλησίον.
Για ν’ αγαπήσει κανείς το Θεό, πρέπει ν’ αγαπήσει τον πλησίον. Και αγαπώντας τον πλησίον εκπληρώνει την αγάπη του Θεού. Η αγάπη νικάει τη φιλαυτία και εξαφανίζει την ιδιοτέλεια, γιατί παραμερίζει το θάνατο και αποκαλύπτει την πληρότητα της ζωής: «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς· ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω». Η φιλαλληλία είναι μετοχή στην ανάσταση. Η απουσία της είναι παραμονή στο θάνατο.
Βέβαια δεν μπορεί να φθάσει κανείς διαμιάς από τη φιλαυτία στη φιλαλληλία. Μπορεί όμως να προσανατολίσει τη ζωή και τους σκοπούς του προς την κατεύθυνση αυτήν. Άλλωστε η φυσική φιλαυτία του ανθρώπου αποτελεί βασικό μέτρο για την ανάπτυξη της φιλαλληλίας. Με την εντολή της αγάπης καλείται ο άνθρωπος ν’ αγαπήσει τον πλησίον του «ως εαυτόν». Δεν μπορεί ν’ αγαπήσει κανείς τον πλησίον, αν δεν αγαπήσει προηγουμένως τον εαυτό του. Πρέπει όμως ν’ αγαπήσει σωστά τον εαυτό του, για ν’ αγαπήσει σωστά και τον πλησίον. Να εργάζεται για να καλύπτει σωστά τις ανάγκες του, ώστε να καλύπτει σωστά και τις ανάγκες των άλλων.
undefined
Αλλά πέρα από την αγάπη αυτήν υπάρχει και η αγάπη που κάνει να ξεχνιέται το εγώ για τον πλησίον. Υπάρχει η αγάπη που προχωρεί στη θυσία κατά το πρότυπο του Χριστού και των αγίων. Και με γνώμονα την αγάπη αυτήν τοποθετείται ως σκοπός της εργασίας ο πλησίον. Δεν αγνοούνται τα δεδομένα της καθημερινής ζωής. Ούτε παραγνωρίζονται τα εμπόδια και οι δυσκολίες των πιστών που ζουν μέσα στον κόσμο. Αλλά παρουσιάζεται ακέραια η αλήθεια της αγάπης, για να την πληροφορηθεί και ν’ ανταποκριθεί ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις και την προαίρεσή του. Προβάλλεται η κορυφή. Όχι γιατί όλοι μπορούν ν’ ανεβούν. Αλλά γιατί όλοι μπορούν να προσανατολιστούν προς αυτήν.
Το βιβλικό και πατερικό αυτό πνεύμα σφράγισε την ελληνορθόδοξη παράδοση. Πέρα από μικρότητες και διαφορές, πέρα από αδυναμίες και ακαταστασίες, το ελληνικό πνεύμα σεβάστηκε την ανιδιοτέλεια. Διαπιστώνεται στην ελληνική ιστορία. Διακρίνεται στο ελληνικό φιλότιμο. Διατηρείται στο ορθόδοξο κοινόβιο. Αλλά και από την άλλη πλευρά το πνεύμα της φιλαυτίας και του εγωκεντρισμού δεν επηρέασε λίγο την ατομική και την κοινωνική ζωή. Το πνεύμα αυτό, που θεσμοποιήθηκε στη Δύση μετά την Αναγέννηση και κυριάρχησε στο σύγχρονο κόσμο, τείνει να μετατρέψει τις κοινωνίες σε αθροίσματα ατομικά απομονωμένων ανθρώπων.
Όπως παρατήρησε ένας από τους μεγάλους θεωρητικούς της νεώτερης δυτικής οικονομίας, «δεν περιμένουμε το γεύμα μας από την καλωσύνη του κρεοπώλη, του ζυθοποιού ή του αρτοποιού, αλλά από το ενδιαφέρον τους για το δικό τους συμφέρον. Δεν απευθυνόμαστε στην ανθρωπιά τους, αλλά στη φιλαυτία τους. Ούτε τους μιλάμε ποτέ για τις ανάγκες μας, αλλά για τα συμφέροντά τους».(Alan Smith) Όλοι όμως γνωρίζουμε, πόσο σπουδαίο είναι, όταν εκτός από το συμφέρον υπάρχει στους ανθρώπους με τους οποίους συναλλασσόμαστε και η καλωσύνη. Όταν μπορούμε ν’ απευθυνόμαστε όχι μόνο στη φιλαυτία τους, αλλά και στην ανθρωπιά τους. Όταν μπορούμε να τους μιλάμε όχι μόνο για τα συμφέροντά τους, άλλα και για τις ανάγκες μας.
Η εποχή μας διαφέρει από την εποχή της Καινής Διαθήκης και των μεγάλων Πατέρων. Η διάρθρωση τής οικονομικής και κοινωνικής ζωής, τα μέσα και οι τρόποι παραγωγής και καταναλώσεως έχουν υποστεί ριζικές εξελίξεις και αλλαγές. Επιπλέον οι Πατέρες διατύπωσαν τις θέσεις τους για το νόημα και το σκοπό της εργασίας έχοντας υπόψη τους πρωτίστως τη μοναστική πολιτεία. Αυτά σημαίνουν, πως δεν μπορούν άκριτα να μεταφέρονται μέθοδοι και σχήματα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της εποχής εκείνης στην εποχή μας. Μαζί όμως και πάνω από αυτά υπάρχει το πνεύμα που κατευθύνει την κοινωνική ζωή και διαπνέει την εργασία και τον κοινωνικό σκοπό της: το πνεύμα της αγάπης και της ανιδιοτέλειας. Και το πνεύμα αυτό δεν είναι λιγότερο αναγκαίο ούτε λιγότερο επίκαιρο σήμερα.
πηγή: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ομοτ. Καθηγητή Παν/μίου, «Ορθόδοξη Θεολογία και κοινωνική ζωή», έκδ. Π. Πουρναρά-Θεσ/νίκη, σ. 97-109.

Θεόφιλος Καΐρης (1784 -1853)

Λόγιος και θεολόγος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Σπούδασε στην Ευρώπη και δίδαξε στη Σμύρνη και το Αϊβαλί. Συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους οργάνωσε σχολείο στην Άνδρο. Λόγω της θρησκευτικής του διδασκαλίας υπέστη διώξεις που τελικά οδήγησαν στο θάνατό του.
Ο Θεόφιλος Καΐρης γεννήθηκε το 1784 στην Άνδρο. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Θωμάς, γονείς του ήταν ο πρόκριτος Καΐρης και η Αναστασία Καμπανάκη. Είχε τρεις αδελφούς, τους μετέπειτα μοναχούς Ευγένιο και Ιωασάφ, και το Δημήτριο καθώς και τρεις αδελφές τη Μαρία, τη Λασκαρώ και την Ευανθία, η οποία υπήρξε επίσης σημαντική διανοούμενη της εποχής. Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Άνδρο, στη Σχολή του Κάτω Κάστρου, από τον ιεροδιάκονο Ιάκωβο. Στα 1794 πεθαίνει ο πατέρας του. Ο αδελφός της μητέρας του και ανάδοχος του Σωφρόνιος Καμπανάκης, εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου Κυδωνιών (Αϊβαλί), τον παίρνει κοντά του ώστε να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του.
Στις Κυδωνίες, διδάχθηκε φιλολογία, φιλοσοφία, μαθηματικά και στοιχεία επιστημών από σημαντικούς δασκάλους, όπως το Γρηγόριο Σαράφη και το Βενιαμίν Λέσβιο, στη συνέχεια στη σχολή της Πάτμου και στη Χίο, παρακολούθησε τη διδασκαλία του Αθανάσιου Πάριου και του Δωρόθεου Πρωΐου. Στα 18 του χρόνια χειροτονείται μοναχός και αποκτά το όνομα Θεόφιλος.
Όμως το ανήσυχο πνεύμα του Έλληνα διαφωτιστή δεν αρκείτε στην Ελλάδα. Έτσι, το 1803, με τη συνδρομή του θείου του και της κοινότητας του Αϊβαλιού, έφυγε στην Ευρώπη για σπουδές. Αρχικά παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, μαθηματικών και φυσικής στην Πίζα, ενώ το 1807 πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του, όπου συνδέθηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή.
Το Φεβρουάριο του 1809 επέστρεψε στην Άνδρο και από εκεί το 1810 πήγε στο Αϊβαλί, προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντα σχολάρχη στην εκεί Ακαδημία, μετά την παραίτηση του Βενιαμίν Λέσβιου. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι τελικά αυτό έγινε, καθώς το 1811 καλείται να διευθύνει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, σχέδιο που τελικά δεν καρποφόρησε. Το 1812 ο Καΐρης βρίσκεται και πάλι στο Αϊβαλί, όπου διδάσκει στην Ακαδημία.
Με τη βοήθεια του Κοραή θα φροντίσει ώστε η Ακαδημία των Κυδωνιών να αποκτήσει πλούσια βιβλιοθήκη με ελληνικά και ξένα συγγράμματα, αλλά και όργανα χημείας, φυσικής, αστρονομίας και γεωγραφίας. Μάλιστα το 1819 ίδρυσε ακόμα και τυπογραφείο. Στην αυγή της Επανάστασης θα επιστρέψει στην Άνδρο, όπου και θα υψώσει αυτός πρώτος το λάβαρο της Επανάστασης.

Στα χρόνια της Επανάστασης

Το 1819 μυείται στη Φιλική Εταιρεία και, μόλις ξεσπά η Επανάσταση, φεύγει από το Αϊβαλί. Στις 10 Μαΐου πρωτοστατεί στην κήρυξη της επανάστασης στην πατρίδα του και φεύγει για την Πελοπόννησο. Συμμετέχει στην Α΄ Εθνοσυνέλευση και το 1822 τραυματίζεται στην εκστρατεία του Ολύμπου.

Στις εθνοσυνελεύσεις που ακολούθησαν, ο Καΐρης συμμετέχει ως «πληρεξούσιος παραστάτης» της Άνδρου και γίνεται μέλος του Βουλευτικού Σώματος. Η τελευταία του εμφάνιση στα πολιτικά
πράγματα είναι στην Αίγινα, στις 11 Ιανουαρίου 1828, όταν αναλαμβάνει να προσφωνήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια, που έφτανε στην Ελλάδα ως κυβερνήτης, με ένα λόγο διαπνεόμενο από φιλελεύθερο πνεύμα. Το 1835 αρνήθηκε την παρασημοφόρησή του από το βασιλιά Όθωνα, ως διαμαρτυρία για τη μη συνταγματική διακυβέρνηση της χώρας, ενώ δύο χρόνια αργότερα αρνήθηκε την έδρα της φιλοσοφίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το Ορφανοτροφείο

Από νωρίς ο Καΐρης είχε συλλάβει την ιδέα για την ίδρυση ορφανοτροφείου και σχολείου στην Άνδρο. Από το 1827 ξεκίνησε περιοδείες στα ελληνικά νησιά για την εξεύρεση πόρων και από το 1831, αφού πρώτα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Το Ορφανοτροφείο άρχισε τη λειτουργία του επίσημα στις 6 Ιανουαρίου του 1836 και πολύ σύντομα η φήμη του εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις ελληνικές παροικίες. Στο Ορφανοτροφείο εφαρμοζόταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας, ενώ ο ίδιος ο Καΐρης δίδασκε φιλοσοφία, φιλολογία, μαθηματικά και αστρονομία. Στο διάστημα αυτό ο Καΐρης διαμόρφωσε το δικό του, ιδιαίτερο φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα, γνωστό ως «Θεοσέβεια».

Η θεοσέβεια

Ο Καΐρης διαμόρφωσε ένα θεολογικό σύστημα που το ονόμασε «Θεοσέβεια». Το σύστημα αυτό ανέτρεπε βασικά δόγματα της ορθόδοξης θεολογίας: τη θεότητα του Χριστού, την Αγία Τριάδα, τα μυστήρια και τις εκκλησιαστικές τελετές. Συνέταξε δικό του υμνολόγιο και ευχολόγιο σε δωρική διάλεκτο. Επίσης, εισήγαγε νέο ημερολόγιο που το χρησιμοποιούσαν οι μαθητές του στην καθημερινότητά τους, κατάργησε τις εικόνες στους ναούς και τις αντικατέστησε με ρητά και αξιώματα, όρισε νέους κανονισμούς στην ανέγερση των ναών και την ίδρυση φιλανθρωπικών καταστημάτων. Παράλληλα, δίδασκε και τις αρχές των άλλων θρησκειών, χωρίς να ασκεί καμία κριτική σε αυτές. Το φιλοσοφικό – θεολογικό σύστημά του στηριζόταν στις αρχές του φιλελεύθερου χριστιανισμού και του ιδεαλιστικού ανθρωπισμού.
Ο Δημήτριος Ι. Πολέμης αναφέρει:
«Η θεοσέβεια είχε την ιδικήν της δογματικὴν θεολογίαν. Απέρριπτε βεβαίως την Καινὴν Διαθήκην και ολόκληρον την παράδοσιν της Εκκλησίας, Ορθοδόξου και μη. Είχεν επίσης ίδιον τελετουργικὸν με ναούς, «θειαγοὺς» και ύμνους (ες δωρικὴν διάλεκτον αλλ’ ουσιαστικώς εμπνευσμένους εκ της ορθοδόξου υμνολογίας δια της  απαλείψεως κάθε αναφοράς ες τον Χριστόν, την Παναγίαν και τους Αγίους), ίδιον ημερολόγιον και τα παρόμοια, τα οποία έξω του μικρού κύκλου μερικών μαθητών και φίλων του Καΐρη ουδένα ήτο δυνατὸν να συγκινήσουν και να ελκύσουν. Με τον θάνατον του Καΐρη θνήσκει και η θρησκεία του˙ μόνον ὁ Γλαυκωπίδης έμεινε πιστὸς έως θανάτου».
Το ανωτέρω απόσπασμα του Δ. Ι. Πολέμη για τον Θ. Καΐρη  περιλαμβάνεται  στον τόμο, Αλληλογραφία Θεοφίλου Καΐρη, εκδιδομένη υπό Δ. Ι. Πολέμη, Μέρος έκτον: Προσωπογραφικά, Άνδρος: Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2003, 138-148.

Η δίωξη και ο θάνατός του

Ο Θεόφιλος Καΐρης δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την ιδέα της βασιλείας στο νέο κράτος. Άλλωστε κάτι τέτοιο μαρτυρά και η άποψη του Κωνσταντίνου Οικονόμου, πνευματικού ανθρώπου της εποχής, ιδιαίτερα στενού του φίλου (ο οποίος και στη συνέχεια έγινε ένας από τους πιο σφοδρούς του πολέμιους), πως δηλαδή ο μοναχός «εφαίνετο σφόδρα δημοκρατικός».
Ο Βασιλιάς, θέλοντας ίσως και να εξευμενίσει τον κοσμοκαλόγερο ο οποίος τον αντιμετώπιζε ως εκπρόσωπο των ξένων δυνάμεων, του προτείνει το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος για την προσφορά του στην πατρίδα. Σε μία ιδιαίτερη διπλωματική επιστολή, ο Καΐρης αρνείται το παράσημο και πιέζει περίτεχνα τον βασιλιά να υιοθετήσει Σύνταγμα. Η φωτισμένη προσωπικότητα έχει ήδη δημιουργήσει πολλούς εχθρούς. Ο Όθωνας είχε στείλει από νωρίς έμπιστους συμβούλους του, προκειμένου να πάρει πληροφορίες για την περίφημη ήδη τότε σχολή του. Ο Γερμανός καθηγητής φιλοσοφίας Brandis, που τον παρακολούθησε για λογαριασμό του Στέμματος σε διαλέξεις του, επιστρέφοντας σημείωσε χαρακτηριστικά: «Εάν επί μίαν ακόμη τριετίαν διδάξη ο Καΐρης, ο βασιλεύς Όθων θα φύγη από την Ελλάδα»!
Την αρχή στη σειρά επιθέσεων κατά του Θεόφιλου Καΐρη έδωσε η ίδια η εκκλησία. Η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδας απαίτησε από τον Καΐρη δήλωση μετανοίας και ομολογία πίστεως. Η απάντησή του ήταν οργισμένη: Επιτρέπεται εν ευνομουμένω κράτει, καυχουμένω μάλιστα επί ανεξιθρησκία, να ερευνά τις την συνείδησιν του ετέρου και να ζητή έγγραφον ομολογίαν της πίστεώς του; Αν τούτο επιτρέπεται, ας ομολογήσωμεν ότι δεν αφιστάμεθα πολύ της εποχής των δικαστηρίων της Ιεράς Εξετάσεως. Όπως ήταν φυσικό, οι συντηρητικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι, κατάφεραν να κατηγορηθεί για αίρεση και ίδρυση νέας θρησκείας,  με αποτέλεσμα να τεθεί υπό περιορισμό στη Σκιάθο, ενώ το Ορφανοτροφείο διαλύθηκε. Ένα χρόνο αργότερα τέθηκε υπό περιορισμό για μια διετία στη Θήρα και ακολούθησε η καθαίρεση και ο αναθεματισμός του ίδιου και της διδασκαλίας του.
Το Μάρτιο του 1842 ο Καΐρης αναχώρησε για το εξωτερικό μέχρι τον Ιούνιο του 1844. Όταν το Σύνταγμα καθιέρωσε την ανεξιθρησκία, επέστρεψε στην Άνδρο. Εκεί ασχολήθηκε και πάλι με το Ορφανοτροφείο, όπου είχαν παραμείνει ακόμα λίγα ορφανά, και προσπάθησε να διαδώσει τη «Θεοσέβεια», προκαλώντας όμως οξύτατες αντιδράσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν να παραπεμφθεί σε δίκη στη Σύρο το Δεκέμβριο του 1852, κατηγορούμενος «επί προσηλυτισμώ και διαδόσει νέας θρησκείας αγνώστου». Καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών.  Τη νύχτα όμως της 9ης προς 10η Ιανουαρίου του 1853 πέθανε και τον έθαψαν κοντά στο Λαζαρέτο (νοσοκομείο) της Σύρου, ενώ την επόμενη ημέρα οι Αρχές άνοιξαν τον τάφο και τον γέμισαν με ασβέστη, για να εμποδίσουν τους μαθητές του να τελέσουν κανονική νεκρώσιμη λειτουργία. Δέκα μέρες αργότερα, ύστερα από προσφυγή του αδελφού του Δημητρίου Καΐρη, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του δικαστηρίου της Σύρου και η μνήμη του αποκαταστάθηκε.

Εργογραφία
Ο Καΐρης έγραψε πολλά φιλοσοφικά και επιστημονικά έργα:
  • Γνωστική ή των του ανθρώπου γνώσεων σύντομος έκθεσις, (Αθήνα 1849).
  • Στοιχειά Φιλοσοφίας ή των περί τα όντα γενικώτερον θεωρουμένων τα στοιχειωδέστερα, (Αθήνα 1851).
  • Φιλοσοφικά και Φιλολογικά, (Πάτρα 1875, το πρώτο μέρος με τον τίτλο Φιλοσοφικά επανεκδόθηκε στην Αθήνα το 1910).
Σχετικά με τη «Θεοσέβεια», έγραψε τέσσερα βιβλία που εκδόθηκαν στο Λονδίνο:
  • Θεοσεβών προσευχή, (1848).
  • Επιτομή της θεοσεβικής διδασκαλίας και ηθικής, (1852).
  • Διαγωγή θεοσεβούς, (1852).
  • Θεοσεβών προσευχαί και ιερά άσματα, (1852).
Επίσης, ο Καΐρης άφησε σε χειρόγραφη μορφή τη Φυσική, μια Πραγματεία Ποσοτικής.
Βιβλιογραφία :
  • Δημαράς Κ.Θ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 1977.
  • Κιτρομηλίδης Π., Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Αθήνα 1999.
  • Πασχάλης Δ., Θεόφιλος Καΐρης. Ιστορική και φιλοσοφική μελέτη, Αθήνα 1928 (ανατ. 2000).
  • Κουμαριανού Α., “Η ελευθεροφροσύνη του Θεόφιλου Καΐρη”, Εποχές, 46, Φεβρουάριος 1967, 184-200.
  • Αργυροπούλου Ρ., “Θεόφιλος Καΐρης”, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Αθήνα 1991, 205-206.
  • Θεόφιλος Καΐρης, Γνωστική. Στοιχεία Φιλοσοφίας, εισαγωγή, επιμέλεια: Νικήτας Σινιόσογλου, Άνδρος 2008.

Δημήτρης Νατσιός, Η διά βίου βλακεία και αμάθεια


Η διά βίου βλακεία και αμάθεια
Επειδή στους μαθητές, στα παιδιά αρέσουν τα παραμύθια, πολλές φορές διαβάζουμε στην τάξη τους ωραιότατους και διδακτικότατους μύθους του Αισώπου, τους οποίους η δια βίου αμάθεια και ανοησία τους έχει προγραμμένους από το Δημοτικό Σχολείο. Οι μύθοι του Αισώπου όμως ενθουσιάζουν τα παιδιά και κυρίως, παιδαγωγούν «ανεπαισθήτως» χωρίς εκείνα τα αχώνευτα «πρέπει» και «πρέπει». (Ο Ελύτης έλεγε περί αυτού «να πιάσω πρέπει από το γιώτα και να το γδάρω ως το πι»). Το πλατωνικό θέσφατο «τέρπειν άμα τε και διδάσκειν», το να γίνεται, δηλαδή, η διδασκαλία με ευχάριστο τρόπο, βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή του στους αισώπειους μύθους.
Παρένθεση. Θα μπορούσαν οι ποικιλώνυμοι «τζιτζιφιόγκοι» που έγραψαν τα τρισάθλια βιβλία - περιοδικά ποικίλης ύλης - να βάλουν, για παράδειγμα, τους μύθους και στο αρχαίο κείμενο, στην ΣΤ΄ τάξη, ώστε οι μαθητές να εξοικειώνονται και να οικειώνονται το αρχαίο αθάνατο πνεύμα, αλλά και την αρτιμελή μορφή ορθογραφίας, το λεγόμενο πολυτονικό. Κρατώ ακόμη στα χέρια μου με συγκίνηση και το χρησιμοποιώ πολλές φορές στην τάξη εκείνο το θαυμαστό βοήθημα για το μάθημα των Θρησκευτικών της Στ΄ Δημοτικού, το βιβλίο που τιτλοφορείται «Ευαγγελικές Περικοπές». Διάβαζε ο μαθητής στον πρόλογο του βιβλίου: «Αξίζει κανείς από αυτήν την ηλικία να εργάζεται με όλη του την καρδιά για να πλησιάζει τις αλήθειες του Ευαγγελίου. Το Ευαγγέλιο ζωντανεύει τον άνθρωπο, που το πιστεύει και το παραδέχεται. Ας ζητάμε και τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του Ιησού Χριστού, γιατί μόνον έτσι ολοκληρώνεται η συμμετοχή μας σ’ ένα ζωντανό μάθημα, που θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε μεθαύριο σωστά και νικηφόρα τη ζωή μας!»». Ωραία λόγια, προσάναμμα για μια εμπνευσμένη και ζωντανή διδασκαλία. Και στο κάθε κεφάλαιο περιεχόταν το πρωτότυπο κείμενο- στο πολυτονικό- δίπλα του η μετάφραση, απλή κατανοητή και ευμνημόνευτη, ακολουθούσε ανάλυση και επεξεργασία πλαισιωμένη με κείμενο Πατέρων της Εκκλησίας. Πράγματα σοβαρά, από ανθρώπους που έφκιαχναν σχολειά για να γιομίζει ο μαθητής προκοπή κι αρετή και όχι σκύβαλα, άξια «της απιστίας και της παραλυσίας» (Μακρυγιάννης) σαν αυτό που περιέχει βιβλίο γλώσσας Γ΄ Δημοτικού και μου το διάβασε εμβρόντητη και απελπισμένη δασκάλα της τάξης. Μεταφέρω την «αριστουργηματική» ποιητική σύλληψη, γραμμένη από την τάχα και συγγραφική ομάδα.
«Έχω μιλιά, έχω λαλιά
και ξέρω από έξω ελληνικά.
Γνωρίζω επίσης Ινδικά
που τα έχω μάθει από τη μαμά.
Μα από όλα πιο καλά
μου αρέσουν τα αγγλικά.
Αν δεν βαριόμουν να πετώ
ταξίδια θα έκανα σωρό.
Θα το έσκαγα από το κλουβί
γυρίζοντας σε όλη τη γη»
(Τετράδιον Εργασιών, α΄ τεύχος, σελ. 34). Πρόκειται βεβαίως για τις γνωστές πολυπολιτισμικές μπούρδες, αερολογίες (και σχιζοφρένειες) που τα απάτριδα, καλοπληρωμένα και αργυρώνητα σαΐνια του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου πέρασαν στα βιβλία για να διδάξουν στους μαθητές την ανοχή και τον σεβασμό στους άλλους, στους ξένους. Μα η αυταπάρνηση και το φιλότιμο διδάσκεται πολύ καλύτερα με μιαν ανάγνωση της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη, όμως αυτό δημιουργεί άλλο πρόβλημα. Εμπίπτει στην ορθόδοξη προπαγάνδα όπως θα έλεγε και το προοδευτικό ασκέρι. Τέλος πάντων, κλείνει η παρένθεση. Ήδη άρχισε να μας πιάνει το ελληνικό μας και ελπίζω μαζί με τα καθάρματα της πολιτικής να γλιτώσουμε και από τα ψυχοφθόρα και βλακώδη βιβλία που ταλαιπωρούν δασκάλους και μαθητές.
Μιλούσα για τους μύθους του Αισώπου. Τα παιδιά, αυτήν την εποχή, έχουν πολλές απορίες. Πολλά βιώνουν και δράματα στο σπίτι. Έχω ακούσει μαθητές με σκυμμένο το κεφάλι, με θλίψη και φόβο, να μου ιστορούν την απόλυση του γονιού τους. Μαυρίζει η καρδιά μας, κλαίμε μαζί τους, τι να κάνουμε; Είναι τα πιο αθώα και ανυπεράσπιστα θύματα της πολιτικής αλητείας που μας κατάντησε ζήτουλες της οικουμένης. Οι παντοειδείς – ακηδες απολαμβάνουν τα κλεμμένα και φτωχότατες, έντιμες οικογένειες στερούνται κυριολεκτικά και τον επιούσιον άρτον. Το αμείλικτο ερώτημα των παιδιών είναι το πώς φτάσαμε ως εδώ; «Πέρυσι ο μπαμπάς μου, κύριε, είχε δουλειά. Ήμασταν μια χαρά. (και με ένα μισθό). Τώρα τι άλλαξε;». Τι να πεις του παιδιού και να το καταλάβει; Σίγουρα δεν τα έφαγε μαζί με τον κυρ- Πάγκαλο. Γι’ αυτήν την ερώτηση επιστράτευσα, για να απαντήσω, τους μύθους του Αισώπου. Στο μύθο που διάβασα εντόπισα το κακό στην ατιμωρησία, στην έλλειψη Δικαιοσύνης. Τόνισα στους μαθητές μου ότι «εν δικαιοσύνη συλλήβδην πάσα αρετή», έλεγε ο Θεόγνις ότι όλες οι αρετές είναι θυγατέρες της Δικαιοσύνης. Αν την διδαχθούμε από μικροί, εξ απαλών ονύχων, θα είναι στολίδι για όλη μας τη ζωή. Ο μύθος που παραθέτω τους έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και χαράχτηκε στη μνήμη τους. (Το διαπίστωσα ρωτώντας να μου τον διηγηθούν μετά από 2-3 εβδομάδες. Όσοι έχετε παιδιά στο Δημοτικό ρωτήστε τα να σας αφηγηθούν ένα κείμενο που διάβασαν στο βιβλίο γλώσσας και το θυμούνται. Δεν θυμούνται τίποτε και με το δίκιο τους. Με τόση σαβούρα και τα λίγα καλά πνίγονται). Παραθέτω πρώτα το αρχαίο κείμενο, να καμαρώσουμε λίγο για το αρχαίο κλέος.
Τίτλος: «Παις κλέπτης και μήτηρ».
«Παις εκ διδασκαλείου την του συμφοιτητού δέλτον αφελόμενος τη μητρί εκόμισε. Της δε ου μόνον αυτόν μη επιπληξάσης, αλλά και επαινεσάσης αυτόν εκ δευτέρου ιμάτιον κλέψας ήνεγκεν αυτή. Έτι δε μάλλον αποδεξαμενης αυτής προϊών τοις χρόνοις ως νεανίας εγένετο, ήδη και τα μείζονα κλέπτειν επεχείρει. Ληφθείς δε ποτέ επ’ αυτοφώρω και περιαγκωνισθείς επί τον δήμιον απήγετο. Της δε μητρός επακολουθούσης αυτώ και στερνοκοπούσης, είπε βούλεσθαι τι αυτή προς το ους ειπείν και προσελθούσης αυτής ταχέως του ωτίου επιλαβόμενος καταδήξας αφείλετο. Της δε κατηγορούσης αυτού δυσσέβειαν, είπερ μη αρκεσθείς οις ήδη πεπλημμέληκε και την μητέρα ελωβήσατο, εκείνος υπολαβών έφη. Αλλ’ ότε σοι πρώτον την δέλτον κλέψας ήνεγκα, ει επέπληξας μοι, ουκ αν μέχρι τούτου εχώρησα και επί θάνατον ηγόμην.
Ο λόγος δηλοί, ότι το κατ’ αρχάς μη κολαζόμενον επί μείζον αύξεται». Απόδοση στην νεοελληνική
«Ένα παιδί έκλεψε στο σχολείο την πλάκα ενός συμμαθητή του και την πήγε στη μάνα του. Αυτή, όχι μόνο δεν το μάλωσε, αλλά το επαίνεσε κι από πάνω. Έτσι αυτό έκλεψε για δεύτερη φορά ένα πανωφόρι και της το
έφερε. Αυτή το δέχτηκε ακόμη πιο πρόθυμα κι έτσι, με το πέρασμα του χρόνου, όταν έγινε το παιδί έφηβος, επιχειρούσε πια μεγάλες κλοπές. Μια φορά τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω κι αφού τον έδεσαν πισθάγκωνα τον τραβούσαν στον δήμιο. Η μάνα του τον ακολουθούσε και στηθοκοπιόταν. Τότε εκείνος της είπε πως θέλει κάτι να της πει στ’ αυτί και, όταν εκείνη έτρεξε γρήγορα κοντά του, της δάγκωσε το αυτί και το έκοψε. Κι ενώ εκείνη τον κατηγορούσε για την ασέβειά του, επειδή δεν είχε αρκεστεί στα ανομήματά του, αλλά τώρα τραυμάτισε και τη μάνα του, εκείνος γύρισε και της είπε: Αν με μάλωνες τότε που έκλεψα για πρώτη φορά την πλάκα, δεν θα ‘φτανα στο σημείο να με σέρνουν στον θάνατο. Ο μύθος σημαίνει ότι εκείνο που δεν τιμωρείται απ’ την αρχή, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις».
Αν στην χαραυγή της δεκαετίας του ’80, όταν κάποιες ζιβαγκοφόρες λίγδες και το προοδευτικό κηφηναριό που τους ανέδειξε, τιμωρούνταν αμείλικτα, από την παρακοιμώμενη της εξουσίας, Δικαιοσύνη, για τα δωράκια και την αναίσχυντη παρανομία, η «φιλτάτη πατρίς» (Κάλβος) δεν θα εξάπλωνε σήμερα την χείρα ψωμοζητούσα. Λέω των μαθητών μου, και παρηγοριούνται τα ελληνάκια μου, ότι τώρα η πατρίδα θέλει την βοήθεια όλων μας. Και τους μιλώ για τον γέροντα Παϊσιο, λέω τα λόγια του και ακούν τα παιδιά.
«Κλείνουμε λάθος την αντωνυμία. Λέμε:
εγώ
εσύ
αυτός
το σωστό είναι:
αυτός
εσύ
εγώ».
Τουρκοκρατίες, Κατοχές και Μνημόνια «ξεπλένονται» μόνον όταν είμαστε στο εμείς ή στο ημών.
Νατσιός Δημήτρης, δάσκαλος -Κιλκίς

Τα τρία αδέλφια της Λύσης και της Εκκλησίας

undefined
Του π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
«Το μαύρο ράσο δεν σώζει καθόλου. Εκείνος που φορεί άσπρα ρούχα και έχει το πνεύμα της υπακοής, της ταπεινώσεως και της αγιότητος, αυτός είναι πραγματικός μοναχός του εσωτερικευμένου μοναχισμού».
Η επισήμανση αυτή του αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ, είχε εφαρμογή στα τρία αδέλφια από τη Λύση: τον Παναή, το Βασίλη και την Τρυφωνούν.
Χωρίς να απορρίπτουν το Μοναχισμό ως θεσμό, τον οποίον σέβονταν αληθινά, τον ζούσαν μέσα στον κόσμο, αγωνιζόμενοι να διατηρήσουν την ακτημοσύνη, την παρθενία και την υπακοή, δηλαδή τις μοναχικές αρετές.
Η σχέση τους ως κατά σάρκα αδελφών, δεν τους εμπόδισε να έχουν και την κατά πνεύμα συγγένεια, αυξανόμενη με την κοινοβιακή τους ζωή, τις αγρυπνίες και τις προσευχές, τη λειτουργική και μυστηριακή τους ζωή.
Μεγαλύτερος στην ηλικία ο Παναής, είχε το διακόνημα του Γέροντα ανάμεσά τους, έχοντας το χάρισμα της καθοδήγησης, της διάκρισης, της σύνεσης. Ο Βασίλης αναλάμβανε τις εξωτερικές δουλειές, τα οικονομικά και τις απαραίτητες μέριμνες. Η Τρυφωνού είχε το διακόνημα του μαγειρέματος, του συγυρίσματος και της φιλοξενίας των ανθρώπων που συνέρρεαν «του ακούσαι λόγον Κυρίου» από τον Παναή και τον Βασίλη.
Γιατί η δική τους κοινοβιακή, πνευματική ζωή δεν αφορούσε μόνο τους ίδιους. Ξεπερνούσε τα σύνορα του σπιτιού και γινόταν εκκλησιαστική, δηλαδή για όλους. Η μετά χαράς και αγάπης υποδοχή όσους τους επισκέπτονταν, αλλά και η μετά δακρύων προσευχή για τους πονεμένους και όλο τον κόσμο, τους κατάτασσε στη χορεία των ανθρώπων του θεού που δεν γνωρίζουν το «εμόν» αλλά το «υμών».
Ο Γέρο-Παναής αναχώρησε από τον κόσμο αυτό στις 30 Δεκεμβρίου 1989 σε ηλικία 85 χρόνων. Ο Γέρο-Βασίλης στις 27 Αυγούστου 2003 σε ηλικία 97 χρόνων. Η γιαγιά Τρυφωνού στις 29 Μαΐου 2004 σε ηλικία 84 χρόνων, κατά τον εσπερινό της Πεντηκοστής – της γιορτής που αγαπούσε ιδιαίτερα και πάντα γιόρταζε.
Η αναφορά σε τρία αδέλφια που έμειναν ανύπαντρα μέσα στον κόσμο, μπορεί να μην έχει καμιά σημασία. Η παρουσία τους όμως ως ανθρώπων του Θεού, που τα λόγια τους ήταν η έκφραση της εμπειρίας τους, είναι για όλους δύναμη κι ελπίδα. Γιατί σήμερα που παρατηρείται έντονα η διάσταση λόγων και έργων, οι αληθινοί τηρητές του ευαγγελίου και σιωπώντες κηρύττουν, αλλά και κηρύττοντας ζωογονούν, «ως εξουσίαν έχοντες»(Μάρκ.1,22)
Κι ακόμα, το γεγονός ότι έζησαν κατά Θεό, ζώντας μέσα στον κόσμο, φανερώνει το εφικτό του ευαγγελικού Λόγου και αποκαλύπτει την πνευματική οκνηρία όσων υποστηρίζουν το αντίθετο.
Αν ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του πορεία, κάθε χριστιανός, όπου γης, ταξιδεύει προς το Θεό. «Πνευματικά είμαστε πάντοτε σε κίνηση. Ταξιδεύουμε μέσω του εσωτερικού χώρου της καρδιάς σ’ ένα ταξίδι έξω από το χρόνο και μέσα στην αιωνιότητα. Ο Χριστιανισμός είναι η οδός της ζωής» (Επίσκοπος Κάλλιστος Ware).
Τα τρία αδέλφια της Λύσης ,ο Παναής, ο Βασίλης και η Τρυφωνού , που είναι πια και της Κύπρου και της Εκκλησίας ολόκληρης, χωρίς προβολή και διαφήμιση, έγιναν φως και δείκτες που φανερώνουν την όντως οδόν της Ζωής. Πορευόμενοι οι ίδιοι προς το Φως, αποτασσόμενοι ουσιαστικά τα πράγματα του κόσμου και την ίδιά τους την ψυχή, όρισαν «καθ’ εαυτούς τον θάνατον» (Ισαάκ Σύρου) και υπήρξαν αληθινά για το Χριστό και τους αδελφούς τους κατά πνεύμα.
Γι’ αυτό και η όποια αναφορά γίνεται γι’ αυτούς, δεν γίνεται απλά για να τους τιμήσουμε, αλλά για να υπομνήσουμε την ευλογία της παρουσίας των ανθρώπων του θεού ανάμεσά μας, πού είναι εν Αγίω Πνεύματι παρουσία Θεού.

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...