Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2011

Η ΘΕΟΣΕΒΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΕΙΛΙΑ



πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 16/9/2011

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση
ΣΤΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ἐποχή μας οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἐλάχιστα ἀναφέρονται στὸ Θεό. Πνιγμένοι ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ βασανιζόμενοι ἀπὸ τὸ καθημερινὸ ἄγχος, εἶναι ἀπρόθυμοι νὰ σκεφθοῦν τὸ Θεὸ καὶ νὰ πληροφορηθοῦν περισσότερα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Εἶναι ἀκόμα καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦν, ποὺ ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θέλουν νὰ τὸ πολυσκέφτονται. Ἀρνοῦνται νὰ ἀναθεωρήσουν τὴ ζωή τους, νὰ κόψουν συνήθειες καὶ νὰ πάρουν νέες κατευθύνσεις. Στὴ στάση τους αὐτὴ πρωτεύοντα ρόλο παίζει ἡ προκατάληψη ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀρνητικὴ εἰκόνα ποὺ ἔχουν σχηματίσει γιὰ τοὺς κληρικούς...

Οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι, ἔχοντας κλειστοὺς ὁρίζοντες καὶ μάταιους σκοποὺς στὴ ζωή τους, θεωροῦν τοὺς χριστιανοὺς δειλούς, ἀφοῦ δὲν ἁπλώνονται στὸν κόσμο καὶ δὲν ἀπολαμβάνουν τὴ ζωή. Τοὺς συκοφαντοῦν κιόλας καὶ ἀμαυρώνουν τὴν εἰκόνα τους, γιὰ νὰ μὴ εἶναι πειστικοὶ στὸ λαό. Αὐτὴ εἶναι ἡ τακτικὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν πιστεύουν.

Ἡ ἀλήθεια προφανῶς δὲν βρίσκεται στοὺς ἰσχυρισμοὺς τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων.Ἡ πραγματικότητα ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοὶ παίρνουν σταθερὲς ἀποφάσεις καὶ ἀρνοῦνται νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὸ ρεῦμα, ἀλλὰ βαδίζει κόντρα σ᾽αὐτό, δὲν εἶναι δειλός. Ὅπως πάλι ἐκεῖνος ποὺ ἀρνεῖται τὴ νοοτροπία τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων καὶ ἐπιλέγει τὴ φωτεινὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἔχει δύναμη στὴν ψυχή του καὶ μόνο δειλὸς δὲν εἶναι. Βέβαια, εἶναι ματαιοπονία ἡ προσπάθεια νὰ πείσει τοὺς ἀσεβεῖς νὰ δεχτοῦν τὸν ἡρωϊσμὸ τῶν χριστιανῶν καὶ τὴν ἀνωτερότητά τους στὸ ἦθος καὶ τὸν τρόπο ζωῆς. Ὡστόσο, οἱ καλοπροαίρετοι ἀπὸ αὐτοὺς ἴσως θελήσουν νὰ δεχτοῦν ὅτι οἱ χριστιανοὶ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς, ἔχουν πνευματικὸ ἀγώνα καὶ εἶναι ἄνθρωποι τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης.

Ὁ Φώτης Κόντογλου, ἀγανακτισμένος ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῶν κοσμικῶν πρὸς τοὺς πιστοὺς καὶ ἰδιαίτερα ὅτι εἶναι δειλοί, ἔλεγε: «Καὶ μὴ βιαστεῖς, ἄπιστε, νὰ πεῖς πὼς ἡ θεοσέβεια εἶναι δειλία, ἀλλὰ μάθε πὼς εἶνε κίνηση ἡρωϊκῆς ψυχῆς ἡ ὁποία δὲν ξεγελιέται μὲ τὰ ψεύτικα ψιμμύθια τοῦ κόσμου, καὶ δὲν εἰρηνεύει μὲ τὸ νὰ κλείνει τὰ μάτια της, σὰν τὸ καμηλοπούλι, στὴν ἀπάτη τῆς ματαιότητας, ἀλλὰ βλέπει καθαρὰ κι ἄφοβα πὼς δὲν ὑπάρχει σωτηρία ἔξω ἀπὸ τὸ στενὸ καὶ θλιβερὸ μονοπάτι. Γιὰ τοῦτο ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: “Οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ”», κι ὁ σοφὸς Σολομῶντας λέγει: «Δίκαιος ὡς λέων πέποιθε».

Τὸ πνεῦμα τοῦ ἡρωϊσμοῦ πρέπει νὰ καλλιεργεῖται συνεχῶς ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, ὅπου ἡ ἁμαρτία ἔγινε γιὰ τοὺς πολλοὺς κανόνας ζωῆς. Γιὰ νὰ ἀντισταθεῖς στὸ διάβολο καὶ τὰ ὄργανά του εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ὑπάρχει δύναμη στὴν ψυχὴ καὶ σταθερότητα στὸ νοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ σκληρὴ πραγματικότητα.

Σκληρή γλώσσα Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς τους επικριτές του διαλόγου με τους ετεροδόξους

 

Στα πλαίσια της επίσκεψής του στο Άγιον Όρος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέφθηκε σήμερα Σάββατο την Ιερή Μονή Μεγίστης Λαύρας. Έψαλε τρισάγιο στους τάφους των πατριαρχών εντός του περιβόλου της μονής, όπου φυλάσσονται οι κάρες τεσσάρων προκατόχων του στον πατριαρχικό θρόνο. Όπως μεταδίδουν πολλά ΜΜΕ και ειδησεογραφικές ιστοσελίδες ο Πατριάρχης " έστειλε αυστηρό μήνυμα προς τους σχισματικούς μοναχούς και επικριτές του διαλόγου μεταξύ των εκκλησιών". Τι ακριβώς είπε ο Πατριάρχης δεν είναι ακόμη γνωστό. Έχει πάντως ιδιαίτερη σημασία ότι ο Πατριάρχης επιλέγει ακόμη και μέσα από το Άγιον Όρος να επαναλάβει την υπέρ των διαλόγων θέση του και πρακτική.
Δυστυχώς η υποχωρητική στάση των Αγιορειτών...

που επισήμως τον δέχτηκαν χωρίς να προχωρήσουν σε έλεγχο του οικουμενιστικού του βηματισμού, φαίνεται τώρα να ενισχύει την φαναριώτικη θρασύτητα. Για να είμαστε πάντως δίκαιοι, υπάρχουν πλήθος Αγιορειτών μοναχών που είναι αντίθετοι με τις οικουμενιστικές πράξεις του Πατριάρχη Βαρθολομαίου αλλά και με την στάση της διοικητικής ηγεσίας του Αγίου Όρους απέναντί του.

Η τελευταία προσευχή του π.Δημητρίου Στανιλοάε(+5 Οκτωβρίου 1993)

undefined
Τα τελευταία λόγια του π.Δημητρίου Στανιλοάε(του μεγάλου ρουμάνου θεολόγου) τα οποία μαγνητοφωνήθηκαν το βράδυ της 4ης προς 5η Οκτωβρίου 1993(ημέρα της κοιμήσεως του) ήταν τα εξής:
«...να βγούμε από εδώ,να βγούμε από εδώ.Βγάλε μας από εδώ Κύριε...Βγάλε μας από εδώ,δεν θέλουμε να μείνουμε άλλο εδώ,δεν θέλουμε να μείνουμε άλλο εδώ.Κύριε βγάλε μας από εδώ...
 Μιλούμε για Σένα,Κύριε...μιλούμε για Σένα,Κύριε...,μiλούμε για Σένα,Κύριε...
 Είμαστε πλήρης χάριτος και αληθείας και ξυπνάμε,δεν κοιμόμαστε πια.
 Παναγία να βγούμε από εδώ...Ας σηκωθούμε...Παναγία δεν θέλουμε να μείνουμε εδώ...Παναγία δεν θέλουμε να μείνουμε...Παναγία θέλουμε να μείνουμε εδώ...Δεν θέλουμε να κοιμόμαστε πια...Μέχρι πότε θα μείνουμε;...μέχρι πότε θα μείνουμε;...δεν θέλουμε να μείνουμε εδώ...Δεν θέλουμε να μείνουμε εδώ...
Πλήρεις χάριτος και αληθείας
Αλοίμονο,αλοίμονο,αλοίμονο...Θέλουμε να σηκωθούμε...Πλήρεις χάριτος...Έχουμε και εμείς ενδύματα...Έχουμε ενδύματα...Κύριε...Πληρεις χάριτος και αληθείας...Πλήρεις χάριτος και θελήσεως να μιλήσω,τον λόγο της αληθείας.
 Μιλούμε για Σένα,Κύριε
Με θέληση....Πλήρεις χάριτος και αληθείας... Έλα,έλα,έλα...πλήρεις χάριτος και αληθείας...Έλα,έλα,έλα..Ας σηκωθούμε...Ας ξυπνήσουμε...Ας μιλήσουμε...Έλα,έλα ,έλα να μιλήσουμε,Κύριε...Έλα,έλα να μιλήσουμε Κύριε


(Το κείμενο αυτής της προσευχής το δημοσίευσε η κόρη του π.Δημητρίου,Λυδία Στανολοάε,στο βιβλίο ''„Lumina faptei din lumina cuvântului. Împreună cu tatăl meu, Dumitru Stăniloae“.)
www.proskynitis.blogspot.com/ΠΗΓΉ

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ;














Δεν είναι εύκολο για τους ανθρώπους να αποδεχθούμε στην καρδιά μας ότι έχουμε αμαρτίες, ότι υπάρχει μολυσμός στην ψυχή και στο σώμα τους. Καθοδηγημένοι, βεβαίως, από την θρησκευτική παιδεία που έχουμε πάρει δεχόμαστε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι αμαρτωλός. Αυτό θεωρούμε ότι μπορεί να ισχύει για μας. Το πρόβλημα όμως έγκειται όταν έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο εαυτός μας είναι αμαρτωλός και ποιες είναι οι συγκεκριμένες αμαρτίες που έχουμε. Εκεί κρυβόμαστε πίσω από τις γενικότητες ή υποβαθμίζουμε την σημασία της αμαρτίας, θεωρώντας ότι υπάρχουν πιο αμαρτωλοί από εμάς (σύγκριση), ότι οι αμαρτίες μας είναι ασήμαντες (υποβάθμιση) ή ότι ο Θεός βλέπει πόσες καλοσύνες κάνουμε (αυτοδικαίωση) και θα διαγράψει τις αμαρτίες μας.
Υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι λειτουργούν με την αίσθηση της ενοχής. Συνειδητοποιούν ότι η αμαρτωλότητά τους είναι μεγάλη, με αποτέλεσμα να αισθάνονται απέναντι στο Θεό ένοχοι. Έτσι, εν ταπεινώσει ζητούν την ευσπλαχνία και την ελεημοσύνη του Θεού και μεταφέρουν αυτό το ήθος της ταπεινότητας στη σχέση τους με τους άλλους, μη κρίνοντάς τους, προσευχόμενοι γι’ αυτούς και συγχωρώντας τους εάν κάτι τους οφείλεται από εκείνους. Υπάρχουν όμως και άλλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους προηγούμενους, δέχονται δηλαδή ότι είναι αμαρτωλοί, όμως, στην προσπάθειά τους να φανούν «βασιλικότεροι του βασιλέως», ζητούν την τιμωρία όχι μόνο των ιδίων από το Θεό, αλλά και όλων των υπόλοιπων ανθρώπων. Γεμίζουν τελικά τις καρδιές τους από ένα πνεύμα ζηλωτισμού. Γιατί, κατά βάθος, θεωρούν ότι με την καταγγελία της αμαρτίας, με την εκζήτηση της δικαιοσύνης του Θεού, την οποία ταυτίζουν όχι με την αγάπη, αλλά με την τιμωρία και την εκδίκηση, προκειμένου να έρθει το δίκαιο, όπως το θεωρούν, θα συγχωρεθούν και οι δικές τους αμαρτίες, διότι όταν οι ίδιοι γίνονται σταυροφόροι του Θεού και της δικαιοσύνης, τότε ο Θεός θα παραβλέψει τα πταίσματά τους. Υπάρχουν και οι περισσότεροι που δεν θεωρούν ότι έχουν αμαρτίες, διότι δεν πιστεύουν ότι αυτές υπάρχουν.
Αυτές οι καταστάσεις συμβαίνουν στην ανθρώπινη ύπαρξη, ανάλογα με την στάση που λαμβάνει η καθεμιά έναντι της φράσης του Αποστόλου Παύλου: «υμείς ναός Θεού εστέ ζώντος» (Β’ Κορ. 6, 16). Ναός σημαίνει κατοικητήριο του Θεού. Ο Θεός δεν είναι θεός νεκρός, όπως τα είδωλα, τα θρησκευτικά, αλλά και κάθε λογής τα οποία κυριαρχούν στην ανθρώπινη ζωή (χρήμα, βιοτικές μέριμνες, μηχανισμοί, πρότυπα εκ των ΜΜΕ, πρότυπα ζωής). Είναι «Θεός ζων» και τον ζωντανό Θεό τον κοινωνούμε. Υπάρχει στη σκέψη και την καρδιά μας. Πλημμυρίζει το σώμα και την ψυχή μας. Μας μιλά δια των αισθήσεων και των λογισμών. Μας μιλά δια της παρουσίας Του στους άλλους ανθρώπους. Πρωτίστως, μας μιλά μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας. Και είναι δεδομένο ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται καθαρός σε σχέση με το Θεό. Αλλά μπορεί να νιώθει βέβαιος ότι ο καθαρός και Άγιος Θεός τον αγαπά και παραβλέπει κάθε αμαρτία και μολυσμό, εάν ο άνθρωπος το θελήσει και το ζητήσει. Γιατί πιο πάνω από την καθαρότητα και την αγιότητα είναι η ελευθερία.
Εάν λοιπόν η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη επιζητεί την αυτογνωσία, η οποία επέρχεται μόνο μέσα από την σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης με το Θεό και την επιθυμία να είναι «ναός του ζώντος Θεού», τόπος και τρόπος ελεύθερης αποδοχής Του εντός της, τότε θα αποδεχθεί εν ταπεινώσει την αμαρτωλότητά της, τόσο ως γενική κατάσταση, που σημαίνει την αποτυχία της να είναι αυτό που ο Θεός θέλει από αυτήν, δηλαδή αγαπώσα και αγωνιζόμενη να είναι καθαρή, δηλαδή να απωθεί κάθε τι που την χωρίζει από τον Δημιουργό της, όσο και τις συγκεκριμένες καταστάσεις, συμπεριφορές και στάσεις ζωής που αποτυπώνονται με τον όρο «αμαρτίες». Εάν παρασύρεται εκ του εγωισμού της με οποιαδήποτε μορφή κι αν αυτός εκφράζεται, και εξισώνει, δικαιώνει, συγκρίνει, υποβαθμίζει τον εαυτό της και την αμαρτωλότητά της σε σχέση με το Θεό και τους άλλους, τότε ο όποιος μολυσμός και η όποια αμαρτία την καθιστά ανελεύθερη και ενυπάρχει ο κίνδυνος αποδίωξης του ζώντος Θεού από αυτήν. Γιατί ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. 4,6).
Η ζωή μας είναι αγώνας καθαρισμού της ύπαρξής μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β’ Κορ. 7,1). Αυτός ο αγώνας επιτελείται μέσα στη ζωή της Εκκλησίας δια της αγάπης και των μυστηρίων. Αυτός ο αγώνας επιτελείται δια της προσπαθείας για αρετή και νίκη κατά της αμαρτωλότητάς μας. Επιτελείται με συναίσθηση ότι ο εγωισμός μας δεν μας οδηγεί στο Θεό, αλλά μας απομακρύνει από Αυτόν. Επιτελείται με την αγάπη προς τους άλλους, που συμπάσχουν. Με τη εκζήτηση τελικά του ζώντος Θεού, για να κατοικήσει στην ύπαρξή μας. Μπορεί ο κόσμος μας να λειτουργεί εξωστρεφώς, με την αγωνία της επιβίωσης, με την οργή για τα κακώς κείμενα, με την αναζήτηση ελπίδας στα ανθρώπινα πρόσωπα, να αρνείται να παραδεχθεί ότι η αμαρτία είναι υπαρκτή κατάσταση. Το κλειδί όμως βρίσκεται στη σχέση μας με το Θεό. Κι εκεί καλούμαστε να παλέψουμε, χωρίς να φοβόμαστε την αμαρτία, αλλά και χωρίς να υποτασσόμαστε σ’ αυτήν. Και ο Κύριος θα μας συνδράμει και θα αποδεχθεί την επιθυμία μας να κατοικήσει εντός μας, για να γίνει τελικά ο Θεός μας και εμείς ο λαός Του, ανακουφίζοντάς μας από τις αγωνίες και δίδοντάς μας νόημα και ελπίδα.

Κέρκυρα, 9 Οκτωβρίου 2011

Θεόπνευστο το Ευαγγέλιο (Κυριακή Γ ΄Λουκά)

1. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΘΕΟΥ
Ό απόστολος Παύλος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα διακηρύσσει ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα την θεοπνευστία του Ευαγγελίου πού κήρυττε. Λέει λοιπόν: Σας γνωστοποιώ, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιο πού σάς κήρυξα, «ούκ έστι κατά άνθρωπον», δεν απο τελεί ανθρώπινη επινόηση. Διότι όχι μόνο οι άλλοι Απόστολοι αλλά κι εγώ ό ίδιος δεν το παρέλαβα ούτε το διδά χθηκα από κάποιον άνθρωπο, αλλά το παρέλαβα κατευθείαν με αποκάλυψη του Θεού, ό Όποιος απευθείας μου αποκάλυψε τον Κύριο Ιησού.
Γιατί όμως το λέει αυτό ό απόστολος Παύλος; Διότι θέλει να καταστήσει σα φές ότι οι αλήθειες του Ευαγγελίου δεν αποτελούν αποκύημα κάποιων ανθρώπινων συλλογισμών αλλά αποκάλυψη του ιδίου του Θεού. Τα όσα κήρυξε ο ίδιος αλλά και οι άλλοι άγιοι Απόστο λοι, δεν είναι δικά τους λόγια, αλλά θεία διδάγματα που τούς τα αποκάλυψε ό Ίδιος ό Κύριος Ιησούς Χριστός. Βέβαια οι άλλοι Απόστολοι έζησαν τρία χρόνια μαζί με τον Κύριο, άκουσαν τις ουράνιες διδασκαλίες του, είδαν την αναμάρτητη ζωή του και το υπερφυσικά Θαύματα του. Και όλα αυτά τα κατέγραψαν οι ιεροί Ευαγγελιστές ως θεϊκή παρακαταθήκη. Ό απόστολος Παύλος όμως δεν έζησε μαζί με τον Κύριο κατά τα τρία χρόνια της δημοσίας δράσεως του· πώς λοιπόν γνώρισε και κατέγραψε στις Επιστολές του τις αλήθειες της πίστεως; Σ' αυτό ακριβώς το ερώτημα μας άπαντα ό ίδιος. Μας λέει ότι το Ευαγγέλιο πού κηρύττει το παρέλαβε με υπερφυσικές αποκαλύψεις πού του έκανε ό Ίδιος ό Κύριος, ό Όποίος του φανέρωσε τα μυστήρια της πίστεως. Και ό ίδιος τα κατανόησε, τα δίδαξε και τα κατέγραψε στις Επιστολές του. Γι΄ αυτό και άλλου λέει στον μαθητή του Τιμόθεο ότι όλη ή Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη. Θέλει δηλαδή να του τονίσει ότι δεν είναι απλώς ένα ιερό βιβλίο, αλλά το βι βλίο μέσα από το οποίο μιλάει ό Ίδιος ό Θεός. Οι Ιεροί συγγραφείς απλώς δάνεισαν τη γραφίδα τους για να μι λήσει ό Θεός. Το Άγιον Πνεύμα φώτιζε το νου τους και κινούσε το χέρι τους. Διαφορετικά δεν εξηγείται πώς τόσοι ιεροί συγγραφείς, οι περισσότεροι αγράμματοι, βρέθηκαν να έχουν μία ανεπανάληπτη σοφία και να παρουσιάζουν αλήθειες πού ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν γραφεί πουθενά από κανέναν άλλον. Πώς μπόρεσαν να φθάσουν σ' ένα τέτοιο άφθαστο πνευματικό μεγαλείο εννοιών και διδασκαλιών; Κανένας άλλος άνθρωπος στον κόσμο έκτος απ' αυτούς δεν μπόρεσε να πει τίποτε πιο μεγάλο από αυτά πού εκείνοι κατέγραψαν.
Κάθε φορά λοιπόν πού ανοίγουμε την Αγία Γραφή, θα πρέπει να συναισθανόμαστε με δέος ότι μέσα από αυτήν θα ακούσουμε τη φωνή του Ίδιου του Θεού και τί θέλει αυτός από εμάς, κατανοώντας ότι σε κάθε φράση της υπάρχουν νά ματα αίωνιότητος και αφθαρσίας πού μάς μεταγγίζουν μακαριότητα. Πού σταλά­ζουν σταγόνα-σταγόνα στην ψυχή μας τη Χάρη του Θεού. Και μάς μεταφέρουν από το σκοτάδι στο φώς, από τη θλίψη στη χαρά, από το θάνατο στη ζωή.
2. Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ
Στη συνεχεία ό απόστολος Παύλος εξηγεί ότι ή θεοπνευστία του Ευαγγελί ου πού κηρύττει αποδεικνύεται και από το παρελθόν του. Λέει συγκεκριμένα: Ασφαλώς θα έχετε ακούσει για τη διαγωγή πού έδειξα κάποτε, όταν ακολου θούσα το νόμο των Ιουδαίων. Ακούσατε ότι καταδίωκα με πάθος την Εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξολοθρεύσω. Και έδειχνα για τις παραδό σεις μας περισσότερο ζήλο από πολλούς άλλους συμπατριώτες μου, Όταν όμως ευαρεστήθηκε ό Θεός - ό Όποιος με διάλεξε από τότε πού ήμουν στην κοιλιά της μητέρας μου, και με κάλεσε χωρίς εγώ να είμαι άξιος για μια τέτοια εκλογή - «διά της χάριτος αυτού άποκαλύψαι τον υίόν αυτού έν έμοί», για να αποκαλύψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υίό του, για να Τον κηρύττω στα έθνη, αμέσως δεν συμβουλεύθηκα κάποιον άνθρωπο. Ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να συναντήσω τούς άλλους Αποστόλους, αλλά πήγα στην Αραβία και πάλι επέ­στρεψα στη Δαμασκό. Μετά άπα τρία χρόνια, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο, κι έμεινα κοντά του δεκαπέντε ήμερες. Άλλον από τούς Αποστόλους δεν είδα παρά μόνο τον άδελφόθεο Ιάκωβο.
Μέσα από όλα αυτά λοιπόν ό απόστολος Παύλος θέλει να μας πει ότι ή μεταστροφή του δεν μπορεί να εξηγηθεί με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με τις επανειλημμένες αποκαλύψεις πού δέχθηκε από τον Ίδιο τον Κύριο. Διαφορετικά δεν εξηγείται πώς αυτός ό διώκτης του Ευαγγελίου έγινε διαπρύσιος κήρυκας της χριστιανικής αλήθειας και ακούραστος διάκονος της Εκκλη σίας. Τον ξεχώρισε ό Θεός, διότι ήξερε τις εσωτερικές του διαθέσεις. Και του εμφανίστηκε προσωπικώς. Του αποκαλύφθηκε και εξωτερικά και του φανέρωσε και εσωτερικά τα μυστήρια της πίστεως. Μόνος του δεν θα μπορούσε πότε να κατανοήσει τις θείες αλήθειες. Του τις δίδαξε ό Ίδιος ό Θεός.
Τί έχει να πει όμως για μας αυτή ή μεταστροφή του θείου Παύλου; Ότι καν έναν άνθρωπο δεν πρέπει να κατακρίνουμε και να αποδοκιμάζουμε. Μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, μέσα στη Χάρη των ιερών Μυστηρίων οι διώκτες γίνονται Απόστολοι, οι βλάσφημοι άγιοι, οι εχθροί ζηλωτές διδάσκαλοι της πίστεως. Τα πάντα μπορεί να κάνει ή δεξιά του Ύψιστου. Σε όλους μας. Και σε μάς. Αρκεί να αφεθούμε στη Χάρη του Θεού και να ύπακούουμε στις κλήσεις του και στις προσταγές του.
«Ο ΣΩΤΗΡ» 1/10/2010

Κυριακή Γ Λουκά-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΗΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ -Αρχιμανδρίτου π. Επιφάνιου Οικονόμου


Tου Αρχιμανδρίτου της Ι.Μ. Δημητριάδος και Αλμυρού π. Επιφανίου Οικονόμου


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΗΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


Αγαπητοί μου εν Κυρίω αδελφοί,

Ενώπιον μίας νεκρικής πομπής βρίσκεται ο Ιησούς, κατά την σημερινή Ευαγγελική διήγηση, καθώς εισέρχεται στην πόλη της Ναίν. Μια χαροκαμένη μάνα οδηγεί το νεκρό παιδί της στην τελευταία του κατοικία και οι κάτοικοι της περιοχής συμμετέχουν στο πένθος, καλούμενοι να παρηγορήσουν και να μοιραστούν τον πόνο της τραγικής γυναίκας. Ο Κύριος του ελέους και της αγάπης σπλαχνίζεται τη μητέρα και, με τη Θεϊκή Του δύναμη και εξουσία, ανασταίνει το νεκρό παιδί. Το αποδίδει ζωντανό και υγιές στην έκπληκτη μητέρα του, προκαλώντας, παράλληλα, τον θαυμασμό στον απλό λαό, ο οποίος θεώρησε ότι ο Θεός επισκέφθηκε την πόλη του, στο πρόσωπο ενός μεγάλου προφήτη.
Η περικοπή προσφέρει πολλές αφορμές για θεολογική ερμηνεία και προσέγγιση και την εξαγωγή ωφέλιμων συμπερασμάτων. Θα επικεντρώσουμε τη σκέψη μας, όμως, στο γεγονός της εξοδίου πομπής και ακολουθίας και θα το μεταφέρουμε στα σύγχρονα δεδομένα. Θα αναφερθούμε στην προσπάθεια που καταβάλλεται από δήθεν εκσυγχρονιστικούς κύκλους της πατρίδας μας για την εισαγωγή της λεγόμενης «πολιτικής» κηδείας στις συνήθειες του τόπου και του λαού μας. Μάλιστα, το ζήτημα αυτό τίθεται στο πλαίσιο της ευρύτερης συζήτησης που από καιρού εις καιρόν διεξάγεται, με αποσπασματικό τρόπο, για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας και το ενδεχόμενο του διαχωρισμού τους.
Η πρόταση για την εισαγωγή της «πολιτικής» κηδείας κρούει ανοικτές θύρες καθώς στην πατρίδα μας το δημοκρατικό πολίτευμα σέβεται τα ιδεολογικά δεδομένα του καθενός, χωρίς να τού επιβάλει πρακτικές που αντιστρατεύονται τη συνείδησή του. Την ίδια στιγμή και η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εκβιάζει, ούτε υποχρεώνει τον οιονδήποτε ν’ ακολουθήσει τις αρχές της παράδοσής της, αν αυτές προσκρούουν στην προσωπική του κοσμοθεωρία. Ως εκ τούτου, στην πατρίδα μας ο κάθε πολίτης έχει την άνεση και την ελευθερία, είτε είναι πιστός Χριστιανός είτε όχι, με μία απλή του δήλωση, όσο βρίσκεται στη ζωή ή με δήλωση της οικογενείας του, μετά το θάνατό του, να επιλέξει να κηδευτεί με θρησκευτικό τρόπο, με την τέλεση δηλ. της νεκρωσίμου ακολουθίας, είτε με πολιτικό τρόπο, απηλλαγμένο από το γνωστό Εκκλησιαστικό τυπικό. Μπορεί ο Αστικός Κώδικας να μην έχει θεσμοθετημένη σχετική διάταξη νόμου, δεν το απαγορεύει, όμως, σεβόμενος τα προσωπικά πιστεύω του καθενός. Για του λόγου το αληθές, αναφέρουμε δύο πρόσφατα παραδείγματα ιστορικών στελεχών του Κ.Κ.Ε. που κηδεύτηκαν με πολιτικό τρόπο. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η λεγόμενη «πολιτική» κηδεία ούτε απαγορεύεται από την Πολιτεία, ούτε και κινεί την αντίδραση της Εκκλησίας. Αντιθέτως, είναι θεμιτή όταν πρόκειται για πρόσωπα που δεν είχαν ποτέ την παραμικρή σχέση μαζί Της. Επομένως, η εμμονή για την διά νόμου θεσμοθέτηση του πολιτικού τρόπου κηδείας και ταφής είναι υπερβολική και αδικαιολόγητη και προφανώς σχετίζεται με την συστηματική προσπάθεια αποϊεροποίησης της Ελληνικής κοινωνίας.
Μια και ο λόγος, όμως, για την μετά θάνατον φροντίδα της Εκκλησίας προς τα μέλη της, είναι ευκαιρία ν’ αναφερθούμε στο σκεπτικό της που μεταφράζεται σε συγκεκριμένες πράξεις και τελετές από τη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος πορεύεται από την πρόσκαιρη στην αιώνια ζωή. Η εξόδιος ακολουθία, ίσως η πιο περιεκτική και μεστή υψηλών νοημάτων ακολουθία της Εκκλησίας μας, αποτελεί σαφή διακήρυξη της βεβαιότητας της Αναστάσεως. Σημαίνει, παράλληλα, τη συμμετοχή της Εκκλησιαστικής κοινότητας στο πένθος της οικογένειας, που είναι και πένθος της Εκκλησίας και συνιστά τον τελειότερο τρόπο αποχαιρετισμού και κατευοδώσεως του ανθρώπου, διά της προσευχής. Από τη διαδικασία αυτή πολλαπλώς ωφέλιμοι εξέρχονται οι δύο παράγοντες της εξοδίου τελετής, ο κηδευόμενος και οι συμμετέχοντες σ’ αυτή, καθώς παρουσιάζονται ως επί σκηνής να συζητούν για τη ματαιότητα αυτού του κόσμου, για τον πρόσκαιρο χωρισμό και την γλυκύτητα της αιωνίου ζωής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν την ωφέλεια που δοκιμάζει η ψυχή όταν γίνεται «στόχος» της προσευχής των ανθρώπων. Στην περίπτωση αυτή, είτε αναψύχεται από τη δροσιά που εκπέμπει η αγάπη του Εκκλησιαστικού Σώματος, καθόσον πρόκειται για δοκιμαζόμενες υπό το βάρος της αμαρτίας ψυχές, που βρίσκονται ενώπιον της όντως Αλήθειας, είτε εδραιώνονται, πλέον, στην ασφάλεια της αγιότητας που εκπέμπει η παρουσία του Θεού, καθόσον πρόκειται για ψυχές καθαρές. Η εξόδιος ακολουθία, λοιπόν, ωφελεί και εκείνον που έζησε πλησίον και εκείνον που έζησε μακράν του Θεού.
Ωφελεί, όμως και τους παρισταμένους, καθώς, αν έχουν τις πνευματικές τους αισθήσεις ανοικτές, γίνονται μάρτυρες του μεγαλείου της Ορθοδόξου Θεολογίας γύρω από το μυστήριο του θανάτου, όπως εκφράζεται διά της υπέροχης εξοδίου ακολουθίας. Σ’ αυτήν μπορεί ο καθένας να συνειδητοποιήσει την αξία της ζωής, να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές του, να βιώσει την μηδαμινότητά του, ν’ απαξιώσει την δουλεία της ύλης και να καταξιώσει το πνεύμα. Μπορεί να τοποθετήσει υπεύθυνα τον εαυτό του έναντι Θεού και ανθρώπων, αναλογιζόμενος τις χάρες και τις δωρεές που του προσφέρει ο Θεός καθημερινά, είτε μέσα από τις ευχάριστες, είτε μέσα από τις δυσάρεστες στιγμές της ζωής. Για εκείνους που δε βιώνουν τη ζωή της Εκκλησίας ίσως τα παραπάνω να ηχούν περίεργα. Πρόκειται, όμως, για την εμπειρία Της, την οποία καλόν είναι να μην κρίνουμε πριν δοκιμάσουμε, όχι με πνεύμα εξέτασης και κριτική διάθεση αλλά με ταπείνωση και πνεύμα μαθητείας.


Αμήν!

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ «Νεανίσκε σοι λέγω, εγέρθητι. Και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν» (Λουκ. Ζ’14-15)

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ



«Νεανίσκε σοι λέγω, εγέρθητι. Και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν» (Λουκ. Ζ’14-15)
Ο Χριστός, σύμφωνα με την σημερινή ευαγγελική περικοπή, ανέστησε τον νεκρό νέο και τον έδωσε στην μητέρα του. Αυτό το θαύμα, όπως όλα τα θαύματα του Χριστού, δείχνει το μεσσιανικό του έργο, την ουσιαστική και τελική κατάργηση του θανάτου και την ζωοποίηση του ανθρώπου. Αυτό βασικά είναι και το έργο της Εκκλησίας, αφού η αγιότης και η δύναμη της Κεφαλής (του Χριστού) μεταβιβάζεται στην Εκκλησία. Έτσι η Εκκλησία έχει σκοπό να καταργεί τον θάνατο, να ανασταίνει τον άνθρωπο και να τον αφθαρτίζει. Αυτό λέγεται παιδεία και αγωγή. Γι’ αυτό η Ορθόδοξη παιδεία – αγωγή προς όλους και ειδικά προς τους νέους έχει αναστάσιμο χαρακτήρα.
Στην συνέχεια θα δούμε μερικές πτυχές του θέματος, όπως το ότι η Ορθόδοξη παιδεία και αγωγή δεν νοείται έξω από την Εκκλησία, έξω από την θεία Λειτουργία και έξω από την Κοινότητα.

Ορθόδοξη αγωγή και Εκκλησία

Η Ορθόδοξη πορεία δεν είναι ανθρώπινη, που σημαίνει ότι δεν έχει κέντρον της τον άνθρωπο, αλλά Θεανθρώπινη, που σημαίνει ότι κέντρον της έχει τον Θεάνθρωπο Χριστό, και δι’ Αυτού επιδιώκει την λύση όλων των προβλημάτων. Ο σκοπός ης Θεανθρώπινης παιδείας – αγωγής ταυτίζεται με τον σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η συνεχής μεταμόρφωση της κτίσεως και του ανθρώπου.

Η Ορθόδοξη παιδεία σαν κύριο μέλημά της έχει την θέωση του ανθρώπου. Συνεπώς το ενδιαφέρον της στρέφεται στην καρδιά και όχι στην ξηρά λογική. Δεν επιδιώκει την αύξηση των νοησιαρχικών γνώσεων, αλλά προτάσσει την πραγμάτωση της προσευχής του Δαβίδ «καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός» και ζει τον μακαρισμό του Χριστού «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’, 8). Φροντίζει πρώτα για την κάθαρση της καρδιάς από τις φθοροποιές ενέργειες των παθών, οπότε ακολουθεί ο φωτισμός του νου, ο οποίος φωτιζόμενος «θεωρεί» την δόξα του Θεού.

Βασικές αρετές είναι η ταπείνωση και η αγάπη. Οι άγιοι, που είναι εραστές και εφαρμοστές αυτής της παιδείας, είναι ταπεινοί και αγαπούν όλο τον κόσμο, θυσιαζόμενοι καθημερινώς, ενώ οι κάτοχοι της ανθρώπινης παιδείας διακατέχονται από τον εωσφορικό εγωισμό της γνώσεως της κατά κόσμον σοφίας, που κυριολεκτικά σκοτώνει, καθώς επίσης διακρίνονται για το ατομικό συμφέρον.

Ακόμη σκοπός της Θεανθρώπινης παιδείας δεν είναι να κάνει τον άνθρωπο καλόν καγαθόν, αλλά να τον οδηγήσει στον όντως Αγαθόν δηλ. τον Χριστό και έτσι να γίνει κατά χάριν θεός. Δεν ξεκινάει από την νοοτροπία ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του μερικά καλά στοιχεία που πρέπει να αξιοποιηθούν, αλλά από την αλήθεια ότι απομακρύνθηκε από τον Θεό ζει στην μεταπτωτική κατάσταση, κυριαρχείται από την τυραννία του διαβόλου, ζει την παρά φύση ζωή, είναι νεκρός, ζει την ανούσιο ανυπαρξία. Γι’ αυτό επιζητεί την ζωοποίηση του νεκρού από την αμαρτία ανθρώπου, την ελευθέρωσή του από την τυραννία του διαβόλου και την ένωσή του με τον άγιο Τριαδικό Θεό. Έτσι η Ορθόδοξη παιδεία δεν νοείται ανεξάρτητα από την Εκκλησία, δεν μπορεί να αναπτυχθεί έξω από τον λυτρωτικό της χώρο.


Ορθόδοξη αγωγή και θεία Λειτουργία

Αυτή η συνεχής μεταμόρφωση του ανθρώπου και της φύσεως, που είναι βασικός σκοπός της παιδείας και της Εκκλησίας γίνεται δια των αγίων μυστηρίων και ιδίως δια της θείας Ευχαριστίας, που αποτελεί το κέντρον της πνευματικής ζωής, το κέντρον όλων των μυστηρίων και το μυστήριο, που ταυτίζεται με την Εκκλησία, αφού την εκφράζει πραγματικά.

Αυτό σημαίνει, πως η Ορθόδοξη αγωγή δεν είναι η ξηρά διδασκαλία μερικών έστω ορθοδόξων γνώσεων, ούτε η διδασκαλία για μια καλή κοινωνική ανατροφή και στους καλούς τρόπους συμπεριφοράς, αλλά στη βίωση του Θεού, στην απόκτηση της μακαρίας Θεώσεως, στο να «πάθει» τα θεία. Και επειδή η θέωση, που είναι η στενοτάτη ένωση με τον Θεό, στην επίγεια ζωή του ανθρώπου κορυφώνεται στην θεία Ευχαριστία, και επειδή η θεία Ευχαριστία έχει θεοποιητική ενέργεια, γι’ αυτό δεν νοείται εκκλησιαστική αγωγή έξω από αυτήν.

Με αυτό που λέμε θέλουμε να τονίσουμε την αλήθεια ότι η αγωγή της Εκκλησίας προς τους νέους δεν πρέπει να έχει σαν σκοπό τη δημιουργία μιας καλής συντροφιάς ή την προφύλαξή τους από το «κοσμικό πνεύμα», αλλά να τους οδηγήσει στην Εκκλησία και στην θεία Ευχαριστία. Κάθε έργο της Εκκλησίας πρέπει να ξεκινά από το Θυσιαστήριο και να οδηγεί τον άνθρωπο σ’ αυτό.

Έτσι με την Ορθόδοξη αγωγή χαράσσονται βαθειά στην ψυχή του νέου οι θόλοι του ιερού ναού. Εισχωρεί στην ψυχή του και νοτίζει όλες τις ενέργειές της η λατρευτική ατμόσφαιρα και κυρίως η ευχαριστιακή ζωή. Ο νέος, που δέχεται την Ορθόδοξη αγωγή, ζυμώνεται με το αναλόγι, το Ιερό Βήμα την υπηρεσία μέσα στον Ναό, την αγιογραφία κλπ. Αισθάνεται σαν πατέρα του τον Επίσκοπο και τον Εφημέριό του.

Επαναλαμβάνουμε πως η Ορθόδοξη αγωγή δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από το λατρευτικό και ευχαριστιακό χώρο, δεν μπορεί να νοηθεί έξω από το μυστηριακό πνεύμα της Εκκλησίας, που είναι η συνεχής μετάληψη της θείας ζωής. Η θεία Ευχαριστία και η αναστροφή μέσα στον Ιερό Ναό δεν είναι μερικές Κυριακάτικες ευκαιρίες, σαν ένα παράρτημα στην όλη εβδομαδιαία εργασία, αλλά ο πραγματικός χώρος της Ορθόδοξης αγωγής. Τα εντευκτήρια, όπως και τα γραφεία, πρέπει να νοηθούν σαν δευτερεύοντες βοηθητικοί χώροι, που συνδέονται στενά με τον Ναό, εμπνέονται απ’ αυτόν και οδηγούν σ’ αυτόν.


Ορθόδοξη αγωγή και κοινότητα

Η Ορθόδοξη αγωγή δεν νοείται και έξω από την Εκκλησιαστική – λατρευτική κοινότητα. Η Εκκλησία είναι οικογένεια και ο νέος πρέπει να ζει αυτήν την οικογενειακή ζωή και να δέχεται από κοινού την διδασκαλία και την τροφή. Το πνεύμα της κοινότητος, της οικογένειας, πρέπει να βιώνεται και να αναπτύσσεται, γιατί είναι το μόνο που μπορεί να προσφέρει ζεστασιά και παρηγοριά στον νέο και δεν του αφήνει περιθώρια αναζητήσεως αυτού του κλίματος σε άλλες κοινωνίες.

Στην θεία Λειτουργία ο νέος μαθαίνει την οικογένειά του στην οποία ανήκει ο παππούς του, ο πατέρας του, τα μικρότερα αδέλφια του και τα νήπια. Ανήκουν όλοι οι άνθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής στάθμης. Ανήκουν ακόμη όλοι οι Ορθόδοξοι που ζουν σε διαφορετικά έθνη και που τυχόν θα τους συναντήσει στον Ναό. Η παρουσία του γέροντος και το κλάμα του νηπίου μέσα στη θεία Λειτουργία αφήνει βαθειά βιώματα στον νέο.

Γι’ αυτό, όπως έχει σημειωθεί από Ορθόδοξο μελετητή, οι μεμονωμένες ευχαριστιακές συνάξεις (μόνον για παιδιά κλπ) διασπούν αυτήν την κοινωνία, την αδελφότητα, και την οικογενειακή ζωή και είναι μια αίρεση «εν μέση Ορθοδοξία». Είναι το ίδιο σαν να ετοιμάζονται στο σπίτι δυο τραπέζια, ένα για τα παιδιά και ένα για τους μεγάλους, πράγμα που διασπά την ενότητα της οικογένειας. Η Ορθόδοξη αγωγή πρέπει να βοηθά τον νέο να αναζητά και να βρίσκει την ζωή, τον Θεό, την διδασκαλία όχι στις ιδιαίτερες γι’ αυτόν συγκεντρώσεις, αλλά μέσα στην Κοινότητα, μέσα στο σώμα του Χριστού.

Το θέμα έχει πολλές διαστάσεις. Μερικές μόνο πτυχές τονίσαμε και μάλιστα επιγραμματικά. Τελειώνοντας λέμε ότι, όπως ο Χριστός ανέστησε τον νέο και τον έδωσε στην μητέρα του, έτσι και η Ορθόδοξη αγωγή, με την Χάρη του Χριστού, ανασταίνει τον νέο και τον προσφέρει στην Μητέρα του, την Εκκλησία, για να ζει στην μητρική της αγάπη.


(Απόσπασμα από το βιβλίο «Όσοι Πιστοί»)

Θανατος και ανασταση-† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

π. Αυγ.+π. Λ. ιστΔΙΣΤΑΖΩ, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω. Γιατὶ ἔχουμε φθάσει σὲ χρόνια σὰν ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα μιὰ προφητεία λέει, ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔχουν τὰ αὐτιά τους ἀνοιχτὰ γιὰ τὸ διάβολο ἀλλ’ ὄχι γιὰ τὸ Χριστό (πρβλ. Β΄ Τιμ. 4,4). Ἐν τούτοις θὰ τολμήσω νὰ πῶ μερικὰ λόγια πρὸς ὠφέλειαν. Κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν ὅλοι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ δέκα· κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν οἱ δέκα, θὰ μ᾽ ἀκούσῃ ἕνας. Ἕνας νὰ μ᾽ ἀκούσῃ, φτάνει, εἶνε μεγάλος ὁ μισθός. Διότι, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, μιὰ ψυχὴ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν ὁρατὸ κόσμο (βλ. Ματθ. 16,26· Μᾶρκ. 8,37). Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ θὰ μιλήσω. Τί θὰ πῶ;

* * *

Ὑπάρχει μιὰ λέξις ποὺ κάνει τὸν κόσμο νὰ τρομάζῃ. Ποιά εἶν’ αὐτή; Εἶνε ἡ λέξις θάνατος. Ὅταν ἀκούσουν θάνατο, ταράζονται, ἀνησυχοῦν. Σ᾽ ἕνα χωριὸ ποὺ περιώδευα ὡς νέος ἱε­ροκήρυκας, κάπου στὸ λόγο μου εἶπα τὴ λέξι θάνατος, κι ἀμέσως ἄκουσα κάποιον νὰ λέῃ μὲ φρίκη «Χτύπα ξύλο». Νομίζουν, ὅτι ἔτσι ὁ θάνατος θ’ ἀπομακρυνθῇ. Ὁ θάνατος ὅμως ἔρχεται· εἶνε γεγονός.
Πότε ἔρχεται; Ἔρχεται ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸν περιμένουμε. Ἔρχεται τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα, ἔρχεται τὸ πρωΐ, ἔρχεται στὴν ἐργασία ποὺ κάνει ὁ καθένας, ἔρχεται τὸ μεσημέρι, σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα. Ἄγνωστο εἶνε τὸ πότε θὰ παραδώσουμε τὸ πνεῦμα στὸ Θεό.
Τί εἶνε ὁ θάνατος; Εἶνε ἐκμηδένισις; Οἱ ἄ­πιστοι λένε ἐκμηδένισις. Πέθανες; λέει· πάει τελείωσε. Ἐμεῖς δὲ λέμε ἔτσι. Ἐμεῖς λέμε, ὅτι πέρα τοῦ τάφου ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Τὸ σῶμα δι­αλύεται στὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ μένει ἀθάνατος καὶ αἰωνία. Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα θὰ ἐπανέλθῃ στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο θ’ ἀναστη­θ. Ὑπάρχει ἀνάστασις.
Ἔχετε ἀποδείξεις; ρωτοῦν οἱ ἄπιστοι. Ἔ­χουμε. Τί ἀποδείξεις; Τριῶν εἰδῶν. Ἔχουμε πρῶτον παραδείγματα ἀπὸ τὴ φύσι, ἔχουμε δεύτερον προφητεῖες ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, καὶ τρίτον ἔχουμε τὰ σχετικὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ναί, ὑπάρχει ἀνάστασις. Τὸ φωνάζει ὁ κάθε σπόρος. Τί εἶνε ὁ σπόρος; Ἕνα μικρούτσικο πραγματάκι. Τὸ σπέρνεις μέσα στὴ γῆ, σαπίζει, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βγαίνει ἕνα στάχυ ποὺ ἔχει ἄλλοτε τριάντα, ἄλλοτε ἑξήντα, ἄλ­λοτε ἑ­κατὸ κουκκιά, καὶ βλέπεις τὸ καλοκαίρι τὰ σπαρτὰ νὰ κυ­ματίζουν σὰν μιὰ πράσινη θάλασσα, ἕνα ὡ­ραῖο θέαμα. Κάποιος ἄπιστος ἐ­πιστήμων πῆ­γε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔφθασε σ᾽ ἕνα κελλί, ὅ­που ὁ καλόγερος ἦταν φιλανθής. Καθὼς ἡ αὐλὴ εὐωδίαζε ἀπὸ πολύχρωμα λου­λούδια, λέει στὸν ἐπισκέπτη του· ―Ξέρεις ἀπὸ ποῦ βγῆ­καν ὅλα αὐτά; ―Ἀπὸ ποῦ; ―Περίμενε νὰ σοῦ δείξω. Πάει λοιπὸν καὶ τοῦ φέρνει ἕνα κουτί. Μέσα σ’ αὐτὸ εἶχε σπόρους. Ἂν ἔ­χετε δεῖ, οἱ σπόροι εἶνε συχνὰ μικρότεροι κι ἀπ’ τὸ κεφά­λι τῆς καρφίτσας. Κι ὅμως μέσα στὸ μικρὸ ἐ­κεῖνο σπόρο κρύβεται ἕνα ἄνθος, ἕνα φυτό, ἢ καὶ ἕνα δέντρο πελώριο. Πῶς; Ὅλη ἡ ἐπιστήμη νὰ μαζευτῇ, ἕνα σπόρο δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ. Τὸ παράδειγμα αὐτὸ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος. Ἀμφιβάλλεις, λέει, ὅτι θ᾽ ἀ­ναστηθῇ ὁ νεκρός; Δὲς τὸ σπόρο. Ὅπως ὁ σπό­ρος πέφτει μέσ᾽ στὴ γῆ, σαπίζει καὶ μετὰ φυτρώνει καὶ γίνεται ἕνα ὡ­ραῖο στάχυ ἢ δέν­τρο, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος θάπτεται καὶ σαπίζει μέσα στὸ χῶμα, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ σαπισμένο αὐτὸ σῶ­μα θὰ προέλθῃ μιὰ μέρα ἕνα νέο ὡραιότατο σῶμα (βλ. Α΄ Κορ. 15,36-38). Ὅλη ἡ φύσις κηρύττει τὴν ἀνάστασι. Ὁ ἥλιος ποὺ ἀνατέλλει τὸ πρωΐ, ἡ σελήνη ποὺ βγαίνει τὴ νύχτα, τὰ ἄστρα ποὺ λάμπουν στὸ στερέωμα, ὅλο τὸ σύμπαν αὐτὴν διαλαλεῖ.
Ἀλλὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν ἀναγγέλλουν καὶ οἱ προφη­τεῖες. Μιὰ τέτοια προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶνε ἐκείνη ποὺ ἀκοῦμε τὸ Μέγα Σάββατο. Τί λέει; Ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ βρέθηκε σὲ μιὰ πεδιάδα ποὺ ἦταν γεμάτη νεκρὰ ὀστᾶ, καὶ ἀκούει φωνή· ―Τὰ ὀστᾶ αὐτὰ μποροῦν νὰ ζωντανέψουν; ―Σύ, Κύριε, λέει, τὸ ξέ­ρεις αὐτό. Ὁ Θεὸς τὸν διατάζει· ―Κήρυξε, μίλησε στὰ ὀστᾶ. Καὶ τότε ἔγινε σεισμός, τὰ ὀστᾶ πλησίασαν μεταξύ τους, συναρμολογήθηκαν καὶ ἔγιναν σκελετοί. Ἔπειτα πῆραν νεῦ­ρα καὶ καλύφθηκαν μὲ σάρκες καὶ δέρμα. Τοὺς ἔλειπε ὅμως ἡ ψυχή. Τέλος τοῦ δίνει ἐντολὴ νὰ κηρύξῃ πάλι, καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ σώματα ἀναστήθηκαν. Τὸ ὅραμα αὐτὸ εἶνε μιὰ προφητεία περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν (βλ. Ἰεζ. 37,1-10).
Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο ἐπιχείρημα ποὺ δείχνει ὅτι ὁ θάνατος νικήθηκε εἶνε οἱ θαυ­μαστὲς νεκραναστάσεις ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Ἔ­χουμε τρία τέτοια θαύματα ποὺ ἐνήργησε σὲ ἄλ­λους ἀνθρώπους. Τὸ πρῶτο εἶνε, ὅτι ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου. Τὸ δεύτερο εἶνε αὐ­τὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς χήρας τῆς Ναΐν· ποὺ ἡ μάνα του τὸν εἶ­χε μονάκριβο, ἔκλαιγε γοε­ρῶς, καὶ ὁ Χριστὸς τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13). Τὸ τρίτο εἶνε, ὅτι ἀνέστησε τὸν φίλο του τὸν Λάζαρο, ποὺ ἦταν «τε­ταρταῖος» μέσα στὸ μνῆμα (Ἰωάν. 11,39). Τέλος ὁ Χριστός, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπέστη τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν τριήμερο ταφή, ἀνέστησε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
Ὑπάρχει λοιπὸν ἀνάστασις! Ὅσο εἶστε βέβαιοι ὅτι αὔριο ξημερώνει Δευτέρα, τόσο νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος δὲν πρέπει νὰ λέγεται θάνατος· πρέπει νὰ λέγεται ὕπνος. Ἡ μάνα βλέπει τὸ παιδάκι της νὰ κοιμᾶται. Κλαίει; Δὲν κλαίει· γιατὶ ξέρει, ὅτι θὰ ξυπνήσῃ ζωηρὸ καὶ δρο­σᾶ­το σὰν τὸ λουλούδι. Καὶ γι’ αὐτὸ τὰ νεκροταφεῖα δὲν πρέπει νὰ λέγωνται νεκροταφεῖα· πρέπει νὰ λέγωνται κοιμητήρια. Ὕπνος εἶνε ὁ θάνατος, λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἅγι­ος Κοσμᾶς, καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ κλαῖνε γι’ αὐτὸν ἀπαρηγόρητα. Ὅπως ξυπνᾷ κάποιος ποὺ κοιμᾶται, ἔ­τσι καὶ ὅλοι οἱ νεκροὶ μιὰ μέρα θ᾽ ἀ­ναστηθοῦν, γιὰ νὰ κριθοῦν καὶ νὰ λάβῃ καθένας κατὰ τὰ ἔργα του· «καὶ ἀ­­πελεύσονται (οἱ ἐξ εὐωνύμων) εἰς κόλασιν αἰ­ώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζω­ὴν αἰώνιον» (Ματθ. 25,46).
Γεγονὸς λοιπὸν εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀ­νάστασις κάθε θνητοῦ, ἡ κοινὴ ἀ­νάστασις. Καὶ αὐτὸ ὁμολογοῦμε κάθε φορὰ ποὺ λέμε τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως· «Προσδο­κῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλον­τος αἰῶνος· ἀμήν».

* * *

Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ. Καὶ κηρύττω μὲ τὴν ἐλ­­πί­δα ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ δὲ θὰ πέσουν στὸ κενό. Διότι, γιὰ νὰ πιστέψῃ κάποιος στὴν ἀνάστασι, χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις
⃝ Ἐλπίζω, ὅτι μεταξύ σας κανείς δὲν εἶνε ἄ­θε­ος· ὅλα γύρω μας φωνάζουν, ὅτι Ὑ­πάρχει Θεός, κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
⃝ Ἐλπίζω, ὅτι μεταξύ σας κανείς δὲν εἶνε ἀ­σε­βὴς καὶ βλάσφημος. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει σὲ ἀνάστασι καὶ κρίσι, δὲ βλαστημάει τὸν Κριτή. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Δι­ότι δὲ φταίει μόνο ἐκεῖ­νος ποὺ βλαστημάει· φταίει κι ὁ ἄλλος ποὺ τὸν ἀκούει καὶ δὲ διαμαρτύρεται. Ὁ ἅγι­ος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει, ὅτι τὸ βλάσφημο δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀνεχώμεθα. Ἂν ὑβρίσῃς, λέει, Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ! Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐστηρότερος, προτρέπει· Ὅταν ἀκοῦς βλάσφημο συμβούλε­ψέ τον μιά, δυό, τρεῖς φορές. Δὲν συνετίζεταιι; Τότε, ἔ­χεις χέρι; χτύπα τὸ βλάσφημο. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάσφημο, θ᾽ ἁγιάσῃ!
⃝ Ἐλπίζω ἀκόμη ὅτι ἐκκλησιάζεσθε. Εἶστε τίμιοι καὶ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι. Εὐλογημένη ἡ δουλειά· ὁ γεωργὸς στὸ χωράφι, ὁ τσοπᾶνος στὰ πρόβατα, ὁ ψαρᾶς στὰ δίχτυα, ὁ ἐργάτης στὸ ἐργοτάξιο. Ὅλη τὴν ἑβδομάδα δουλειά. Ξημέρωσε ὅμως Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα; Φτερὰ στὰ πόδια, ὅλοι στὴν ἐκκλησία! Ὅ­ποιος λέει «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», αὐτὸς ἐκ­κλησιάζεται ἀνελλιπῶς. Κανείς νὰ μὴν ἀπουσιάζῃ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. 168 ὧρες ἔ­χει ἡ ἑβδομάδα, 1 ὥρα ζητάει ὁ Θεός. Τόσο δι­αρκεῖ ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εὐχῶν…». Ἔ­λα λοιπὸν στὴν ἐκκλησία, νὰ πῇς ἕνα Δόξα σοι ὁ Θεός», ἕνα εὐχαριστῶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ σοῦ χαρίζει. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· θά ᾽ρθουν χρόνια δύσκολα ποὺ θ’ ἀξίζῃ «μιὰ φού­χτα ἀλεύρι – μιὰ φούχτα χρυσάφι». Τόσα δει­νὰ μᾶς ἀπειλοῦν, τόσα κακὰ μᾶς περιμένουν.
⃝ Ἐλπίζω τέλος ὅτι ποθεῖτε τὴν ἄνω Ἰερουσα­λήμ. Ἀγαπᾶτε τὴν ἐ­πίγεια πατρί­δα μας, γιὰ τὴν ὁποία καυχώμεθα ὅτι ἐμεῖς χτίσαμε Παρθενῶ­να καὶ Ἁγιὰ Σοφιὰ ὅταν οἱ ἄλλοι λαοὶ ζοῦσαν σὲ σπηλιὲς καὶ τρώγανε βελανίδια. Ἀλλ’ ἂν ἀ­γαποῦμε τὴν πατρίδα αὐτὴ μιὰ φορά, πόσῳ μᾶλλον τὴν οὐράνια καὶ αἰωνία πατρίδα μας;
Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν αὐτὴ ὡς ἐπίσκοπος σᾶς εὐλογῶ. Εὐλογῶ τὰ σπίτια σας, τὶς οἰκογένειές σας, τὶς ἐργασίες σας, καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ εἶνε πάντα μαζί σας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον Ιερό Ναὸ του Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης 10-10-1993)

«Μη κλαίε, και προσελθών ήψατο της σορού ... και είπε· νεανίσκε σοι λέγω εγέρθητι» (Λουκ. ζ΄ 13 – 14) Κυριακή Γ Λουκά Ιερά Μητρόπολις Πάφου

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Β΄ Κορ. στ΄ 16 – 18, ζ΄ 1
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λουκ. ζ΄ 11 – 16

«Μη κλαίε, και προσελθών ήψατο της σορού ... και είπε· νεανίσκε σοι λέγω εγέρθητι» (Λουκ. ζ΄ 13 – 14)

Ιδιαίτερα σημαντικά τα όσα διαδραματίζονται σήμερα στην πύλη της Ναΐν. Δυο συνοδείες με αντίθετη κατεύθυνση και διαφορετικά συναισθήματα συναντώνται στην είσοδο της πόλης. Η μια συνοδεία συνοδεύει το θύμα του θανάτου, που ήταν ο μοναχογιός μιας χήρας. Το γεγονός του θανάτου από τη μια και από την άλλη το γεγονός ότι ο νεκρός ήταν νεαρός και το μοναχοπαίδι μιας χήρας γυναίκας, καθιστούσε καταθλιπτική την ατμόσφαιρα. Πόνος πολύς και ασταμάτητο κλάμα, ιδιαίτερα από τη μητέρα του νεκρού. Η άλλη συνοδεία ακολουθούσε τον Κύριο της ζωής και την ελπίδα του κόσμου.
Ιδιαίτερα σημαντική αυτή η συνάντηση, γιατί ο Κύριος της ζωής βρίσκεται αντιμέτωπος με τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα του ανθρώπου, που είναι η λύπη και ο θάνατος. Και τα δύο τα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά, αφού ο ίδιος είναι «η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν. ια΄ 25) και παράλληλα, γιατί ο επικεφαλής της συνοδείας είναι ο Ιησούς για τον οποίο είπε ο προφήτης Ησαΐας ότι: «Και τω ονόματι αυτού έθνη ελπιούσι» (Ματθ. ιβ΄ 21). Και στ’ όνομά του θα στηρίξουν τα έθνη την ελπίδα τους.
Αυτή τη διπλή ιδιότητα του Ιησού, ως της ελπίδας του κόσμου, αλλά και ως κυρίαρχου της ζωής και του θανάτου, επιβεβαιώνονται με δυο προστακτικές εντολές. Η πρώτη προς την πονεμένη μητέρα του νεκρού, με τα λόγια «μη κλαίε», και η δεύτερη προς το νεαρό νεκρό, με τα λόγια «νεανίσκε σοι λέγω εγέρθητι». Νεαρέ σε διατάζω να σηκωθείς.
Δυο προστακτικές εντολές μέσα από τις οποίες εκφράζεται η βεβαιότητα για το γεγονός που θα ακολουθούσε σε λίγο. Δηλαδή η ανάσταση του νεαρού. Κατά συνέπεια, η προτροπή «μην κλαις», θα ήταν άκαιρη και αφύσικη την ώρα που οδηγεί το παιδί της στην τελευταία του κατοικία. Το «μην κλαις» δεν απαγορεύει το κλάμα. Απαγορεύει την υπερβολική λύπη η οποία μας οδηγεί στην ολιγοπιστία ή και την απιστία. Το «μην κλαις» είναι μήνυμα ελπίδας ότι θα ακολουθήσει η ανάσταση, γιατί ο Ιησούς είναι η ανάσταση και η ζωή και η ελπίδα του κόσμου.
Το σημερινό θαύμα, όπως και εκείνα της αναστάσεως της κόρης του Ιάειρου και του Λαζάρου, καθώς και της Αναστάσεως του Ιησού, στέλνουν σε όλους το ελπιδοφόρο μήνυμα της νίκης κατά του θανάτου και της αναστάσεως όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Η νέα ελπίδα που δημιουργείται είναι σημαντική και για μας, όπως και για κάθε άνθρωπο δια μέσου των αιώνων. Γιατί, ο θάνατος είναι μια κατάσταση προσωρινή. Είναι σαν ένας ύπνος μεγαλύτερης διάρκειας, μετά από τον οποίο θα ακολουθήσει η ανάσταση. Άρα, ο θάνατος είναι μια έξοδος κι ένας χωρισμός προσωρινός. Αυτό το ελπιδοφόρο μήνυμα μεταφέρεται και σε μας μέσα από την Αποστολική περικοπή της νεκρώσιμης ακολουθίας. «Ου θέλομεν δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα. Ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός του κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13 – 14). Δηλαδή, «θέλουμε να ξέρετε, αδελφοί, τι θα γίνει με αυτούς που πέθαναν, για να μη λυπάστε κι εσείς όπως και οι άλλοι, που δεν ελπίζουν πουθενά. Γιατί, αφού πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι κι ο Θεός αυτούς που πέθαναν πιστεύοντας στον Ιησού θα τους αναστήσει για να ζήσουν μαζί του». Αυτή η ελπίδα είναι ιδιαίτερα σημαντική για όλους. Γιατί αυτή η ελπίδα δίνει ουσία και περιεχόμενο στη ζωή μας. Δίνει ουσία και περιεχόμενο στην πίστη μας. Διαφορετικά, κατά τον Απόστολο Παύλο, «αν η χριστιανική ελπίδα μας περιορίζεται μόνο σ’ αυτή τη ζωή, τότε είμαστε οι πιο αξιοθρήνητοι απ’ όλους τους ανθρώπους. Η αλήθεια όμως είναι πως ο Χριστός έχει αναστηθεί κάνοντας την αρχή για την ανάσταση όλων των νεκρών» (Α΄ Κορ. ιε΄ 19 – 20). Έτσι, ο θάνατος που εξακολουθεί να επηρεάζει τη ζωή μας και να φαίνεται ότι κυριαρχεί, στην πραγματικότητα, κατά τον υμνωδό: «βασιλεύει αλλ’ ουκ αιωνίζει άδης του γένους των βροτών». Ο θάνατος δεν είναι στην πραγματικότητα αθάνατος. Ο θάνατος είναι προσωρινός, γι’ αυτό τόσο ο Κύριος, όσο και ο Απόστολος Παύλος τον χαρακτηρίζουν σαν ένα ύπνο. Ένα παρατεταμένο ύπνο. Αυτός ο ύπνος θα τερματισθεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, οπότε ο θάνατος, που είναι ο τελευταίος και μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, θα καταργηθεί. Κατά τον Απόστολο Παύλο: «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». Ο Κύριος απευθυνόμενος στους μαθητές του τους λέει: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται, αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν» (Ιωάν. ια΄ 11). Αναφερόμενος πάλι ο Κύριος στο θάνατο της κόρης του Ιάειρου θα πει στους θορυβημένους ανθρώπους: «Αναχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει» (Ματθ. θ΄ 24). Τέλος, παρηγορώντας την αδελφή του Λαζάρου Μάρθα, θα της πει ότι: «Αναστήσεται ο αδελφός σου ... Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσετε και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα, πιστεύεις τούτο;» (Ιωάν. ια΄ 23 – 26). Ο αδελφός σου θα αναστηθεί ... Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή... Το πιστεύεις αυτό;
Την ίδια διαβεβαίωση δίνει και σε μας ο Κύριος ότι θα αναστηθεί το αγαπημένος μας πρόσωπο που πέθανε. Την ίδια όμως στιγμή μας θέτει το ίδιο ερώτημα: «Πιστεύεις τούτο;» Τότε «μη κλαίε» θα μας πει, όπως είπε σήμερα και στη χήρα της Ναΐν. Γιατί, ο Κύριος δεν περιορίστηκε μόνο στον παρήγορο λόγο, αλλά προχώρησε και στο ελπιδοφόρο έργο με την ανάσταση του γιου της.
Αδελφοί μου, το «νεανίσκε σοι λέγω εγέρθητι» δεν ήταν μια εγωϊστική πράξη, αλλά μια εκδήλωση φιλανθρωπίας. Ήταν μια πρόσκληση του νικητή της ζωής προς τον ηττημένο από το θάνατο άνθρωπο και την ίδια στιγμή ένα δυνατό μήνυμα ελπίδας για όλους τους ανθρώπους δια μέσου των αιώνων. Όποιος αποδέχεται αυτή τη διδασκαλία, τότε δεν αγωνιά για το θάνατο, αλλά μέσα από την «εν Χριστώ ζωή» επιδιώκει την αιώνια σύνδεση μαζί του.
Αδελφοί μου, είμαστε θνητοί σε σχέση με την παρούσα ζωή. Όμως την ίδια στιγμή είμαστε πλασμένοι για την αιωνιότητα. Παρ’ όλα αυτά δεν ενεργούμε σα «μελλοθάνατοι» αλλά σαν άνθρωποι που προσδοκούν «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Με αυτή την πίστη ας βελτιωνόμαστε συνεχώς. Ακόμα και έναντι του θανάτου όταν τον επιτρέπει ο Κύριος. Ακόμα και τότε ας γίνεται αφορμή για στενότερη σύνδεση με το Θεό. Αμήν.
Θεόδωρος Αντωνιάδης

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ« Νεανίσκε, σοι λέγω εγέρθητι».-Ιερά Μητρόπολις Πάφου

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ
Απόστολος: Β’ Κορ. ια' 31 - ιβ’ 9
Ευαγγέλιο: Λουκ. ζ΄ 11 - 16
«Νεανίσκε, σοι λέγω εγέρθητι».
Πράξεις και φαινόμενα υπερβολικά, ασυνήθιστα, ακατανόητα, θεωρούνται και ονομάζονται θαύματα. Στη μακραίωνα ιστορία του ο άνθρωπος παρατηρώντας τη φύση και τα φαινόμενα που την χαρακτηρίζουν, δημιούργησε και κατέγραψε νόμους που εφαρμόζονται για κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Φαινόμενα λοιπόν που βρίσκονται έξω από τους νόμους αυτούς που συνέταξε ο άνθρωπος στηριζόμενος στην παρατήρηση, προκαλούν την δίκαια έκπληξή του. Χαρακτηρίζονται θαύματα, παράξενα, υπερφυσικά. Διδαγμένος ο άνθρωπος, να παρακολουθεί συνήθη φαινόμενα, όσο έντονα κι αν είναι, επαναλαμβανόμενα όμως, αδυνατεί να κατανοήσει ή να πιστέψει κάτι που είναι έξω από αυτά που γνωρίζει. Είναι συνεπώς το θαύμα μια προσωρινή, περιορισμένη, συγκεκριμένη ανατροπή ή αναστολή ισχύος γνωστών φυσικών νόμων. Αναφέρονται στα ευαγγέλια θαύματα μικρότερης σημασίας, όπως η θεραπεία μιας ασθένειας, άλλα μεγαλύτερης σημασίας, όπως η θεραπεία παραλυτικών και τα πιο σημαντικά, η ανάσταση νεκρών, σαν αυτή που ακούσαμε σήμερα στην ευαγγελική περικοπή του Λουκά.
Το πρόβλημα που προκύπτει για την ανθρώπινη λογική, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι πώς και γιατί μπορεί να αναστέλλεται η λειτουργία των φυσικών νόμων. Υπάρχει μέθοδος, απαιτείται προϋπόθεση; Έπειτα, γιατί δεν υπάρχει τακτική επανάληψη αυτής της αναστελλόμενης ισχύος των εξωφυσικών πραγματικοτήτων σε παρόμοιες ή ανάλογες περιπτώσεις; Και τρίτο ερώτημα: Ποιος είναι εκείνος ο παράγων που έχει την δυνατότητα να καταργεί την συνεχή ακολουθία των φυσικών νόμων, όπως τους παρατηρήσαμε από τότε που βρεθήκαμε κάτοικοι σ’ αυτή τη γη;
Στη σημερινή περικοπή, λοιπόν, περιγράφει απλά και με απόλυτη σαφήνεια ο ευαγγελιστής Λουκάς, ένα πολύ σημαντικό θαύμα, μια ανάσταση νεκρού. «Και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού, και αύτη ην χήρα». Μεταφερόταν, ανάμεσα στο πλήθος των κατοίκων της πόλεως Ναϊν, το μοναχοπαίδι μιας χήρας. «Και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαχνίσθη επ’ αυτή και είπεν αυτή. Μη κλαίε». Την είδε ο Κύριος μας να κλαίει απαρηγόρητη, την λυπήθηκε μέσα από την ψυχή Του, και της είπε: Μην κλαις». Σε πολλά θαύματα θεραπείας ασθενών, ακούμε τον Κύριο, να στηρίζει την θεραπεία στην πίστη. «Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω». Στην σημερινή περίπτωση, δεν χρειάστηκε να ζητήσει κάτι τέτοιο. Είδε την χαροκαμένη χήρα να χάνει το στήριγμά της, το μοναχοπαίδι της. Λυπήθηκε βαθιά βλέποντάς την να κλαίει γοερά. Η προϋπόθεση είναι η πολύ μεγάλη ανάγκη και η δικαιολογημένη αβάσταχτη θλίψη της χήρας. Αυτά αποτελούν για τον Κύριο έναν από τους λόγους θαυματοποιΐας. Η μέθοδος για τον Εξουσιαστή του κόσμου, απλή: «Νεαρέ μου, σε σένα το λέγω, σήκω όρθιος». Τελείως απλά, αλλά κατηγορηματικά, ως «ξουσίαν χων» δίνει εντολή στον νεκρό που δεν επιδέχεται αντίρρηση. Γι’ αυτό και ο νεαρός που μέχρι πριν λίγο ήταν νεκρός, ανεκάθισεν στο νεκροκρέβατο, που τον μετέφερε και άρχισε να ομιλεί, προκαλώντας την έκπληξη, τον φόβο και τέλος την δοξολογία του Θεού. «Έλαβεν δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται…. και επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού». Τους κυρίεψε όλους φόβος και δόξαζαν τον Θεό γιατί ένας μεγάλος προφήτης παρουσιάστηκε. Γιατί ο Θεός ήρθε να σώσει τον λαό του. Ασφαλώς και άλλοι πολλοί είχαν πεθάνει εκείνες τις μέρες, ίσως όχι με τις ίδιες συνθήκες, ίσως μη αφήνοντας παρόμοια προβλήματα πίσω τους. Ωστόσο αυτόν έκρινε αναγκαίο και αποτελεσματικό να επαναφέρει στην ζωή και στη χαροκαμένη χήρα μητέρα του. Γιατί δεν ήθελε να ανατρέψει, ή και να καταργήσει τον νόμο της φυσικής φθοράς, που είναι άλλωστε αποτέλεσμα της αμαρτίας των πρωτοπλάστων, όπως μας το κληροδότησαν. Συνεπώς δεν γίνεται κανόνας, η οποιαδήποτε αναστολή των φυσικών νόμων, ή κάποιου από αυτούς, ούτε μπορεί να το απαιτήσουμε ως υποχρέωση του Κυρίου, όποτε βρισκόμαστε σε δυσκολία. «Έλαβε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν». Να δοξάσουν τον Παντοδύναμο Θεό. Ήταν και αυτός ο άλλος στόχος που πέτυχε το θαύμα. Έπειτα, την κατά περίσταση ανάγκη μας, αγαπητοί μου, την γνωρίζει πολύ καλύτερα από εμάς, ο Θεός. Δεν χρειάστηκε η χήρα, να Του το ζητήσει. Είναι επίσης φανερό ότι μόνο Εκείνος έχει την δύναμη να θαυματοποιεί. «Σοι λέγω», διατάσσει επιτακτικά τον νεκρό νεανίσκο. Η θαυμαστή όμως επενέργεια της θείας δύναμης εκτός από την κάλυψη κάποιας αναγκαιότητας, προϋποθέτει την προετοιμασία μας να την υποδεχτούμε. Χρειάζεται επιπλέον και η συμμετοχή μας και για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους. Η προσευχή μας για τον πλησίον μας, μπορεί να γίνει αφορμή να νοιώσει την θαυματουργική παρουσία του Κυρίου στη ζωή του. Είναι το θαύμα σαν μια αστραπή, που βρίσκει πρόσφορο σημείο να παραγάγει το αποτέλεσμά της. Η θερμή προσευχή του χριστιανού κατευθύνεται προς τον Εξουσιαστή των απάντων. Με την ακράδαντη πίστη του σε κάποιο σημείο η προσευχή μας στην πορεία της, και ανάλογα με την έντασή της, θα συναντήσει την χάρη του Θεού. Εκεί, σε εκείνο το σημείο θα γίνει το θαύμα, η ικανοποίηση της ανάγκης μας, και όχι μόνο, ή και κυρίως υλικής, αλλά κυρίως πνευματικής. Μπορεί λοιπόν και ανά πάσα στιγμή να σημειωθεί ένα θαύμα στη ζωή μας. Αρκεί να υπάρχει πίστη σταθερή, προσευχή θερμή και συνεχής. Αρκεί με πίστη να ζητούμε τη βοήθεια του Θεού, που βρίσκεται πάντα κοντά μας και γνωρίζει καλά τι ακριβώς και πότε το έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό μην απογοητευόμαστε, όταν περνούμε δύσκολες στιγμές. Ο Θεός είναι πάντοτε μαζί μας. Αμήν
Δ.Γ.Σ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...