Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Οκτωβρίου 11, 2011

Γιατί πάσχουν οι αθώοι; (Αγίου Φιλαρέτου Μόσχας)




Οι δοκιμασίες ενός αγαθού και αθώου ανθρώπου αποτελούν ένα από τα δύσκολα προβλήματα που θέτει ο παρών κόσμος στον σκεπτόμενο άνθρωπο. Βλέποντας έναν καλό άνθρωπο να υποφέρει, ένας καλός άνθρωπος συμπάσχει μαζί του, καθώς αισθάνεται συμπάθεια. Και έτσι από το ένα πρόβλημα αναδύεται ένα άλλο: για ποιό λόγο υποφέρει και αυτός; Αντιλαμβανόμενος κάτι τέτοιο εκείνος που η πίστη του είναι αδύναμη, πέφτει σε πειρασμό. Και βλέποντάς το αυτό, ένας άνθρωπος που έχει ροπή προς την αμαρτία λύνει το ζήτημα κατά τρόπο επικίνδυνο γι’ αυτόν: ποιό το όφελος, λέει, να είναι κανείς ενάρετος; Έτσι εκείνος που ρέπει στην απιστία λύνει το ακατανόητο πρόβλημα με ένα άλλο ασύγκριτα πιο ακατανόητο, λέγοντας ότι η τύχη κυβερνά τον κόσμο και τα έργα των ανθρώπων.
Ω εσύ, που είσαι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες! Ω εσύ, η πιο αγνή από τις θυγατέρες των ανθρώπων! Ακόμη και σε σένα ο σοφός γέρων Συμεών δεν δίστασε να θέσει τούτο το ζήτημα, λέγοντας: « Ναι, μια ρομφαία θα διαπεράσει και την δική σου καρδιά». Εκείνη η ημέρα,- εκείνη η τρομερή και φοβερή ημέρα, αλλά συνάμα ημέρα σωτηρίας- έλυσε για σένα το πρόβλημα αυτής της προφητείας. Οι άκανθοι του στεφάνου του Ιησού, τα καρφιά του σταυρού Του, η λόγχη που τον τρύπησε, οι πληγές Του, η οδυνηρή Του αναφώνηση, η ματιά Του καθώς πέθαινε- αυτά είναι τα σπαθιά που τρύπησαν την μητρική σου καρδιά τόσο βαθιά, όσο τέλεια ήταν η αγάπη σου, όσο ασύγκριτη ήταν η αγνότητά σου. Και τώρα που κατοικείς στη θεία δόξα του Υιού σου, το πρόβλημα του ασύγκριτου γεγονότος σού έχει ήδη εξηγηθεί: επειδή τώρα στο φως του Θεού θεωρείς γιατί ήταν απαραίτητο ακόμη και η δική σου καθαρή καρδιά να τρυπηθεί από τη ρομφαία, και πως αυτό εναρμονίζεται με την άπειρη σοφία, τη δικαιοσύνη και το έλεος της Θείας Πρόνοιας, καθώς και με τη δική σου αιώνια ευτυχία.
Ω εσύ, μητέρα του Φωτός! Φέρε μας εδώ κάτω μια σπίθα από το φως του Χριστού, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε κι εμείς το μυστήριο των επίγειων θλίψεων και καταστροφών, όχι τόσο γιατί θα το επιθυμούσε η περιέργειά μας, όσο γιατί είναι αναγκαίο για την ειρήνη και την σωτηρία μας.
Δεν θα υπήρχε κακό στον κόσμο, ούτε συμφορές στους ανθρώπους, αν δεν υπήρχε η αμαρτία· « δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν» (Ρωμ. 5, 12), λόγος στον οποίο περιέχεται το σύνολο των επίγειων θλίψεων και συμφορών. Εξ αιτίας της αμαρτίας ο άνθρωπος καταδικάστηκε σε αναγκαστικό και εξουθενωτικό μόχθο, αντί για μια ελεύθερη και εύκολη άσκηση: « εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου»( Γεν. 3, 19). Η αμαρτία γέννησε την ασθένεια: «εν λύπαις τέξη τέκνα» ( Γεν. 3, 16). Η αμαρτία γέννησε το θάνατο: « από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού. Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» ( Γεν. 2, 17).
Όμως ο άνθρωπος έχοντας χάσει την ευχαρίστηση της πρωτογενούς, αγνής του ύπαρξης, όπως και αυτή του σύμπαντος, έχασε και την κατανόηση της. Όπως το ψάρι που κινείται στο νερό, δεν γνωρίζει την καλύτερη και τελειότερη ζωή των ζώων που αναπνέουν τον αέρα, έτσι και η δυστυχισμένη ψυχή του ανθρώπου, βυθισμένη στον παχυλό και διεφθαρμένο κόσμο, και ζώντας σε αυτόν όπως το ψάρι στο νερό, δεν γνωρίζει την αιθέρια και αδιάφθορη ζωή του Παραδείσου. Από εδώ προέρχονται οι αμφιβολίες του νου, που διαλογίζεται βασισμένος μονάχα στις φυσικές του δυνάμεις, όσον αφορά στην πραγματικότητα μιας τέτοιας ζωής και στην δυνατότητα ύπαρξης της……
Μετά το γενικό ερώτημα των δοκιμασιών της ανθρωπότητας, όπως το γιατί οι δοκιμασίες υπάρχουν στο κράτος της Πρόνοιας, ο ερευνητικός νους θέτει δύο ιδιαίτερα ερωτήματα: πρώτον, γιατί υποφέρουν και οι αθώοι; Δεύτερον, γιατί εκείνοι που είναι ένοχοι δεν υποφέρουν ανάλογα με την ενοχή τους, και γιατί συχνά αυτοί που είναι λιγότερο ένοχοι υποφέρουν πολύ περισσότερο;
Προς τούτο ας εξετάσουμε την ανθρωπότητα, όχι με τη δική μας επιφανειακή ματιά, αλλά με τη βαθιά διεισδυτική ματιά των ανθρώπων που έχουν λάβει φώτιση από ψηλά. Με ποιά όψη εμφανίζεται η ανθρωπότητα σ’ αυτούς; «Πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» ( Ρωμ. 2, 23) λέγει ο άγιος Παύλος. «Τις γαρ καθαρός έσται από ρύπου» ρωτά ο Ιώβ και απαντά: «Αλλ’ ουδείς. Εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» ( Ιώβ 14, 4-5). «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησεν με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7) εξομολογείται ο Δαυίδ, χωρίς να φοβάται από αυτή τη διακήρυξη να καταπατήσει το νόμο της τιμής πρός τους γονείς.
Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ήδη αμαρτήσει με τον Αδάμ, ο οποίος καθώς γέννησε παιδιά αφού είχε αμαρτήσει, δεν μπορούσε να μεταβιβάσει σε αυτούς, χωρίς ένα θαύμα, εκείνο πού πλέον δεν κατείχε- την αγνότητα και το αδιάφθορον. Μα τους μεταβίβασε φυσικά αυτό που είχε και ο ίδιος- την αμαρτία και τη φθορά. Ίσως κάποιος από μας θα προσπαθούσε να ρωτήσει: «Πως είμαστε λοιπόν ένοχοι, έχοντας άθελα μας κληρονομήσει από τον Αδάμ την αμαρτία και τη φθορά;» Σε ένα τέτοιο, αν προσέχει τον εαυτό του, θα μπορούσε να του απαντήσει, αντί για μένα, η συνείδησή του, και να σφραγίσει τα χείλη του, γιατί η συνείδησή του μπορεί να επισημάνει στη ζωή του καθενός στιγμές που δεν ήμασταν πιστοί στις καλές παρορμήσεις μας, οι οποίες παρέμειναν ισχυρές ακόμη και μετά την κληρονομική κατάπτωση. «Μείζων εστίν ο Θεός της καρδίας ημών και γινώσκει πάντα». Και διακρίνει σε εμάς ακόμη κι εκείνες τις λεπτές ηθικές ακαθαρσίες, τις οποίες η συνείδηση, που περισσότερο ή λιγότερο έχει σκληρυνθεί, δεν μπορεί καν να αντιληφθεί. «Εάν ανομίας παρατηρήσης, Κύριε, Κύριε, τις υποστήσεται;» (Ψαλμ. 129, 3).
Με αυτή την σκέψη, το ερώτημα «Γιατί υποφέρουν και οι αθώοι;» όχι μόνο απαντάται, αλλά και ακυρώνεται. Διότι, αν κρίνουμε δίκαια, δεν υπάρχουν αθώοι επί της γης, και κατα συνέπεια όλοι εκείνοι που υποφέρουν, υποφέρουν γιατί λίγο-πολύ είναι ένοχοι, εκτός από Έναν, «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν», και του οποίου τα πάθη, απολύτως μυστικά, έχουν μια εξαιρετικά ευλογημένη σημασία για μας, διότι « Αυτός δε ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών και μεμαλάκισται διά τας ανομίας ημών. Παιδεία ειρήνης ημών επ’ αυτόν, τω μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν» (Ησαΐας 53, 5). Αυτός σήκωσε και φέρει τα βάρη που μας συνθλίβουν, κατορθώνοντας ταυτόχρονα να μας σηκώσει από την πτώση μας.
Όσο για το ερώτημα: « Γιατί άνθρωποι, οι οποίοι δεν είναι ενδεχομένως αναμάρτητοι, αλλά σε όλες τις εξωτερικές τους εκδηλώσεις αθώοι, υποφέρουν μερικές φορές υπέρμετρα;» απαντώ: Ποιός μπορεί να κατηγορήσει τη Θεία Πρόνοια για υπερβολή σε κάτι τέτοιο; Αν παραδεχτούμε ότι αυτός που υποφέρει δεν είναι αναμάρτητος, και αν ξέρουμε πως κάθε αμαρτία είναι μια παράβαση του νόμου, και γι’ αυτό μια ανταρσία κατά του θελήματος του Θεού, του Νομοθέτη, μια επανάσταση στη βασιλεία του Θεού, μια προσβολή εναντίον της αιώνιας μεγαλειότητος του Θεού, τότε πείτε μας, ποιά αμαρτία είναι τόσο μικρή για τον πρόσκαιρο πόνο, και ποιός πρόσκαιρος πόνος τόσο μεγάλος για την αμαρτία;
Κανείς δεν διαφωνεί πως όλες οι αμαρτίες δεν είναι εξίσου βαρειές και πως υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί ενοχής σε αμαρτίες του αυτού είδους. Όμως, ποιός ανάμεσά μας είναι ικανός να ζυγίσει ακριβοδίκαια αυτό το βάρος και να καθορίσει σωστά αυτό το βαθμό; Είναι απαραίτητο επομένως να βάλουμε στη ζυγαριά και να υπολογίσουμε, όχι μόνο την ορατή πράξη, αλλά και τις μή ορατές προθέσεις. Την κρυμμένη πρόθεση, την κρυφή σκέψη, την δύναμη και την αστάθεια, τη γνώση και την άγνοια, τις βοήθειες και τα εμπόδια, τη γοητεία που ασκεί το κακό και την ενθάρρυνση για το καλό, την έλλειψη προσοχής για τα πράγματα που δεν καταλάβαμε ακόμη και την απιστία σε αυτό που έχουμε διδαχτεί από την πείρα. Ισχυρογνωμοσύνη και μετάνοια, σκληροκαρδία και μεταμέλεια. Όμως για ποιόν είναι όλα αυτά δυνατά, εκτός από Εκείνον μόνο, τον ετάζοντα καρδίας και νεφρούς, τον Πανταχού Παρόντα και Παντογνώστη; Για να είμαστε επίσης σε θέση να μετρήσουμε το βάρος του πόνου, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας, εκτός από την ορατή του όψη, τον βαθμό ευαισθησίας αυτού που υποφέρει. Την ανεπάρκεια, την απουσία παρηγοριάς, ή αντιθέτως την αφθονία της, και κατά πόσο για τον εξωτερικό παρατηρητή υπάρχει στην παρηγοριά όριο και μέτρο. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να μιλάμε για υπερβολικό πόνο ανάλογο με το βάρος της αμαρτίας, αν όχι τυχαία και περιστασιακά;
Ο Θεός ορίζει τη ζωή του ανθρώπου, που μολύνθηκε από την αμαρτία, όχι μόνον ως Κριτής, του οποίου θα έρθει η ώρα με τη συντέλεια, αλλά ακόμη, και κυρίως, ως Μέγας Ιατρός, ο οποίος είναι Παρών σήμερα. Για το λόγο αυτό ορίζει στον άνθρωπο μέτρο δοκιμασίας και θλίψεως, μερικές φορές όχι μόνο ως ανταμοιβή των έργων του, αλλά σαν δόση φαρμάκου, ικανού να υπερνικήσει τη δύναμη της αμαρτωλής ασθένειας…
Επιπλέον, ο Μέγας Ιατρός προσφέρει τον Εαυτό του για τη θεραπεία της ασθένειας της ψυχής, όχι μόνο όταν είναι εμφανής, αλλά το βλέμμα Του διεισδύει στα βάθη της ψυχής που είναι αθέατα, στην ψυχή την ίδια, και ανιχνεύει εκεί το μικρό σπέρμα της αμαρτίας, πάθους, ισχυρογνωμοσύνης, αυτοϊκανοποιήσεως, ακόμη και το παραμικρότερο κράμα κακίας και ακαθαρσίας με καλές προθέσεις και διαθέσεις, και τραβά έξω, μέσω της δοκιμασίας, εκείνα τα άρρωστα στοιχεία, που μπορούν να θεραπευτούν, ώστε η ψυχή να οδηγηθεί σε μεγαλύτερη αγνότητα.
Μήπως δεν συμβαίνει να βλέπουμε ανθρώπους με τακτοποιημένη ζωή, που έχουν θεληματικά καταφύγει στο Θεό, να αποστερούνται από κάτι που πολύ αγαπούν- όπως για παράδειγμα, παιδί ή σύζυγο, επίγεια τιμή, δόξα ή περιουσία-, να παραδίδονται τόσο πολύ στη θλίψη, ώστε να επικεντρώνουν όλη τη ζωή τους σ’ αυτήν, και να μην είναι πλέον σε θέση να δυναμώσουν τον εαυτό τους μ’ εκείνες τις λογικές σκέψεις που δεν είχαν ανάγκη πρίν; … Τί σημαίνει αυτό; Ότι αγαπούσαν υπέρμετρα τους αγαπημένους τους, ότι τους αγαπούσαν περισσότερο από το Θεό, μολονότι δεν είχαν συνείδηση αυτού του πράγματος ούτε οι ίδιοι. Τα παιδιά τους, ο σύζυγος ή η σύζυγος, η τιμή, η δόξα ή η περιουσία ήταν τα είδωλα της καρδιάς τους. Τί απομένει λοιπόν σε Αυτόν, ο οποίος γνωρίζει την καρδιά και αγαπά τη ψυχή, από το να πάρει από μας το είδωλό μας, να αποσπάσει, ακόμη κι αν αυτό είναι τόσο οδυνηρό, την υπερβολική αγάπη για το πλάσμα από τη ψυχή, την οποία επιθυμεί να την γεμίσει θεϊκή αγάπη; Εκείνος αγαπά, ευσπλαγχνείται, αποκαθαίρει, θεραπεύει και προετοιμάζει για την ευτυχία. Ενώ εμείς κοιτάζουμε και λέμε: « Πόσο σκληρή είναι η επίσκεψή Του!».
Τέλος, πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχουν παθήματα που καθιστούν εντελώς αδύνατη την ερώτηση: « Για ποιό λόγο, για ποιό σκοπό;» Για τα οποία δεν χρειάζεται να κατηγορήσουμε έναν άνθρωπο, μα πρέπει να μάθουμε να δικαιώνουμε την Θεία Πρόνοια. Τέτοιες είναι οι δοκιμασίες του Ιώβ, των προφητών, των Αποστόλων, της Αγίας Παρθένου…
Πόσο παρηγορητικό και αξιόπιστο πειστήριο παρέχει η συνείδηση, όταν η φωτιά της δοκιμασίας δεν μπορεί να βλάψει το χρυσάφι της. Όταν στην κάμινο του πόνου η αγάπη πρός τον Θεό καίει πιο λαμπρά. Όταν, μέσω της εξωτερικής νέκρωσης της φύσεως, λάμπει εκεί η εσωτερική της χάριτος, και ο ουρανός που κατοικεί στον άνθρωπο στερεώνει μέσα του την ελπίδα του παραδείσου.
Πιστέψτε, ω εσείς άπειροι, ότι εκείνοι οι άνθρωποι δεν ψεύδονται, όταν μιλούν για την χαρά μέσα στον πόνο, και όταν στη φωτιά της δυστυχίας ψάλλουν και προσεύχονται στον Θεό με την ίδια βεβαιότητα, ελευθερία και αγαλλίαση, όπως έκαναν οι τρεις παίδες εν καμίνω στη Βαβυλώνα.

(«Η Θεολογία της καρδιάς» – Άγιος Φιλάρετος Μόσχας, Κηρύγματα και Ομιλίες, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2008).

Παγκοσμιος ξεσηκωμος

η εγκαθιδρυση της παγκοσμιας νεας ταξης;

Εικόνα
Το κυρίως πιάτο που σας είχαμε αναφέρει πριν λίγες μέρες στο άρθρο εδώ έρχεται και θα είναι καταστροφικό!
Εδω και αρκετές μέρες έχει ξεκινήσει ένα «παγκόσμιο κίνημα» ,βασισμένο στο Ισπανικό realdemocracy ya που έχει σαν σημαία του το Ήρθε ο καιρός να ενωθούμε για τις 15 Οκτωβρίου.Ήδη έχουν δηλώσει την συμμετοχή τους 308 πόλεις απο 40 χώρες παγκοσμίως.
Το βιντεάκι απο το κίνημα είναι αυτό:
Όπως δηλώνουν οι ίδιοι,προτρέπουν τον κόσμο να βγει παγκοσμίως στις πλατείες και να ξεσηκωθεί εναντίον του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος και της οικονομικής ελιτ που εκμεταλεύεται τους λαούς.Δεν αμφισβητούμε τα κίνητρα,αλλα τον τρόπο επίτευξής τους.Κάθε τέτοιου είδους δράση είναι βούτυρο στο ψωμί κάποιων για να προωθήσουν τα σχέδια τους και ποτε δεν έλυσε το πρόβλημα,αντίθετα έβαλε στο παρασκήνιο τις δράσεις που πραγματικά δίνουν λύσεις και όταν ξεφουσκώσει,αφήνει πίσω του το αίσθημα της απογοήτευσης.
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί που μετά απο την παγκόσμια καταστροφή μας ζητάνε και την παγκόσμια αντιδρασή μας;
Ποιοι θέλουν να ενώσουν όλη την ανθρωπότητα ενάντια στα πολιτικά συστήματα για την επαναφορά της δήθεν δημοκρατίας;
Ποιοι είναι αυτοί που θέλουν να δημιουργήσουν το απόλυτο χάος σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και για ποιόν λόγο;
Τα έχουμε πεί πολλές φορές όμως οι περισσότεροι ακόμα δεν λένε να εννοήσουν το τί παίζεται πίσω απο τις πλάτες μας.
Μας χρησιμοποιούν!!!
Εμείς θα δώσουμε την αφορμή για όλα τα μέτρα που θέλουν να εφαρμόσουν!
Εμείς θα τους δώσουμε πάτημα ώστε να υλοποιησουν τα σατανικά τους σχέδια!
Εμείς θα βάλουμε την σφραγίδα στο να φέρουν την νέα τάξη με τον παγκόσμιο ηγέτη που θα μας βγάλει απ όλα τα αδιέξοδα!
Θέλετε Επανάσταση Έλληνες;
Θέλετε να διώξουμε την τρόικα και τους πολιτικούς που έχουν καταστρέψει την χώρα μας;
Θέλετε να εναντιωθούμε στην νέα εποχή που θέλουν να μας φέρουν;
Τότε δεν θα πρέπει να ταυτιστούμε με κάνενα παγκόσμιο κίνημα και να οργανωθούμε επιτέλους μόνοι μας ως ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!!!
Δεν πρέπει να οδηγηθούμε για ακόμη μια φορά σαν πρόβατα στα δικά τους κινήματα και τερτίπια.
Ο καιρός πλησιάζει και θα πρέπει να πάρουμε τις τελικές αποφάσεις και γρήγορα,διαφορετικά θα τις πάρουν άλλοι για εμάς.
Γιατί λοιπόν να περιμένουμε τις 15 Οκτωβρίου για να «ξυπνήσουμε»;
Γιατί πάντα βγαίνουμε στους δρόμους μόνο, όταν μας το ζητούν τα παγκόσμια κινήματα;
Γιατί όταν Ελληνικά κινήματα κάνουν προσπάθειες δεν τους δίνει σημασία κανείς;
ΤΟΣΟ ΠΡΟΒΑΤΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ;
Δεν είμαστε άξιοι πλέον να κάνουμε τίποτα ως Έλληνες;
Σε ολόκληρη την ιστορία μας ΠΑΝΤΑ μόνοι μας αντιμετωπίζαμε όλες τις μάχες και ΠΑΝΤΑ βγαίναμε νικητές!
Τωρα λοιπόν γιατί να μην δώσουμε ακόμη μια μάχη μόνοι μας και ενωμένοι όπου μπορούμε να βγούμε νικητές και περιμένουμε κινήματα απο το εξωτερικό, όπου θα είναι και οι καθοδηγητές μας;
Αλήθεια, τυχαίο είναι ότι και αυτό το κίνημα δημιουργήθηκε στην Ισπανία όπως και το κίνημα των αγανακτισμένων;
Δεν νομίζω!!!
«ΕΞΕΓΕΡΘΕΙΤΕ, ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΤΕ! ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΤΕ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ»,ΕΛΕΓΕ Ο ΣΤΕΦΑΝ ΕΣΕΛ, Ο ΗΓΕΤΗΣ ΤΩΝ «ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΩΝ»!
Τωρα το λένε ποιο κομψά:
Ήρθε ο καιρός να ενωθούμε… θα συναντηθούμε στους δρόμους για να ξεκινήσουμε την παγκόσμια αλλαγή που όλοι θέλουμε!
Τους διαβεβαιώνουμε λοιπόν απο τώρα ότι σίγουρα θα την φέρουν την παγκόσμια αλλαγή που επιζητούν, αλλά δεν θα έχει καμία σχέση έτσι όπως την φαντάζονται!
Αντιθέτως θα έρθουν πόλεμοι,σεισμοί-καταποντισμοί,πείνα,φτώχεια και εννοείται ο «Μεσσίας» της ανθρώπητας!!!
Έλληνες γρηγορείτε,ενωθείτε και αφυπνιστείτε ,διότι έρχονται πολύ δύσκολοι καιροί και θα πρέπει να δώσουμε μεγάλη μάχη για να βγούμε νικητές.
Δεν ταυτιζόμαστε με κανένα παγκόσμιο κίνημα και ΑΠΕΧΟΥΜΕ στις 15 Οκτωβρίου απο όλες τις πλατείες ως ενδειξη ανεξαρτησίας απο το παγκόσμιο αυτό κίνημα!
Έστω και τώρα να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις όπου θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα!
Κάλλιο αργά παρά ποτέ!!!!
Υ.Γ.: Τυχαίο ότι η ΕΛ.ΑΣ. μπήκε σε ύψιστη επιφυλακή περιμένοντας προβοκάτσια τις επόμενες ημέρες;
Τυχαίο ότι οι anonymous έστειλαν μήνυμα στους Άγγλους για επανάσταση στις 15/10/2011;
Τυχαίο επίσης είναι ότι οι anonymous στις 5/11/2011 θα ρίξουν το facebook;
Tυχαίο και ότι οι ημερομηνίες μας βγάζουν 11;
Εσείς αποφασίζετε!!!

Στο παρακάτω link μπορείτε να δείτε το κανάλι όπου ανεξάρτητοι δημοσιογραφοι σε όλον τον κόσμο θα καλύπτουν την παγκόσμια εξέγερση!!!
http://www.livestream.com/globalrevolution
Mιλάμε για καλά οργανωμένα πράγματα…
filoumenos

Πιθανά να είχε σωθεί ο Λαός και η Χώρα, εάν…

Οφείλουμε πριν απ’ όλα να μη χάσουμε το θάρρος μας, τα μυαλά μας και την ψυχή μας. Γι’ αυτό μας χρειάζεται και το χιούμορ… Όμως, θα μπορούσε να σωθεί ο Λαός και η Χώρα:
1) Εάν υπήρχε πρόβλεψη ή προφύλαξη…
undefined
2) Εάν υπήρχε πρόνοια να διαβαστεί το παρακάτω “σχέδιο” όχι από τα πάνω προς τα κάτω – που φαντάζει φυσιολογικό -, αλλά ανάποδα. Δηλαδή από τα κάτω προς τα πάνω που φαντάζει όμως πολύ λογικό…
undefinedΑ
Απόδειξη για τον παππού:
undefinedΑπόδειξη για τον εγγονό:
undefinedΑπόδειξη για τα αφεντικά (τους):
undefined

Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα

Ἰωάννης Ζηζιούλας (Μητροπολίτης Περγάμου)



…Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων», εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…

Ἡ λέξη «ἅγιος» ἢ «ἁγιότητα» παραπέμπει σὲ κάτι ἐντελῶς ἄσχετο καὶ ξένο πρὸς τὴν ἐποχή μας, πρὸς τὸν πολιτισμὸ καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῆς ἐποχῆς μας φιλοδοξεῖ νὰ κάνει τὰ παιδιὰ του «ἅγιους»; Ποιὸ ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας καὶ τὰ ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργοῦν τὴν ἁγιότητα ἢ τὴν προβάλουν ὡς ὅραμα καὶ πρότυπο; Ὁ «ἐπιτυχημένος» ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, τὸ ἰδανικό τῆς σύγχρονης παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, δὲν εἶναι κἄν ὁ «καλὸς κ’ ἀγαθὸς» τῶν κλασσικῶν χρόνων. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐξασφαλίζει χρήματα, ἀνέσεις καὶ κοινωνικὴ προβολὴ - αὐτὸ θέλουν οἱ γονεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά τους, σ’ αὐτὸ κυρίως ἀποβλέπουν τὰ ἐκπαιδευτικά μας συστήματα, αὐτὸ καλλιεργοῦν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας, αὐτὸ ὀνειρεύεται ἡ πλειονότητα τῶν νέων μας.

Πράγματι, σὲ μία κοινωνία, ἡ ὁποία βιώνει ὡς τὸ σοβαρότερο πρόβλημά της τὴν ἀνεργία, καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ ἄγχος πῶς νὰ αὐξήσει τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα, τὸ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἅγιους καὶ ἁγιότητα ἀποτελεῖ πρόκληση, ἂν ὄχι πρόσκληση σὲ γέλωτα καὶ χλευασμό. Οὕτως, ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμονημένο ὅραμα».

Λησμονημένο γιατί κάποτε ὑπῆρχε, γιατί αὐτὸ ἐνέπνεε τὸν πολιτισμό μας, διότι οἱ ἄνθρωποί μας ἄλλοτε ζοῦσαν μὲ τοὺς ἁγίους καὶ ἀντλοῦσαν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ μέτρο τοῦ πολιτισμοῦ τους, αὐτοὶ ἦταν οἱ ἥρωες, οἱ μεγάλοι πρωταθλητές, οἱ «διάσημοι ποδοσφαιριστὲς» καὶ «στὰρ» τῶν χρόνων τους. Τώρα ἔχουν μείνει μόνο τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων μας, καὶ αὐτὰ «κουτσουρεμένα» καὶ ἀλλοιωμένα ἐπὶ τὸ ξενικώτερον, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν πλέον νὰ γιορτάζουν, ὄχι τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων τους, μὰ τὰ δικά τους προσωπικὰ γενέθλια. Σὲ μία τέτοια ἐποχὴ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν ἁγιότητα; Ὁ λόγος του θὰ πέσει στὸ κενό.

Μά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, πῶς νὰ μὴ μιλήσει κανεὶς γιὰ κάτι τόσο κεντρικὸ καὶ θεμελιῶδες γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ; Γιατί ἡ πίστη μας χωρὶς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται. Διότι, ἂν λησμονήσουμε τὴν ἁγιότητα, δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο, ἡ «ἐκκοσμίκευσή της» εἶναι πλέον ἀναπόφευκτη.

Ἀλλὰ ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μόνο «λησμονημένη» στὶς μέρες μας, εἶναι ὅταν καὶ ὅπως γίνεται λόγος γι’ αὐτήν, καὶ παρεξηγημένη. Τί σημαίνει ἁγιότητα, ὅταν τὴ δεῖ κανεὶς ὡς εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς βίωμα καὶ πρόγευση τῶν ἐσχάτων;




Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα

Ἂν ρωτήσει κανεὶς τυχαία τοὺς ἀνθρώπους στὸν δρόμο τί ἀποτελεῖ κατὰ τὴ γνώμη τους «ἁγιότητα», ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ λάβει κατὰ κανόνα εἶναι περίπου ἡ ἑξῆς: ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάνει ἁμαρτίες, ποὺ τηρεῖ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἠθικὸς ἀπὸ κάθε ἄποψη, μὲ μία φράση: «δὲν ἁμαρτάνει». Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις στὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητας προστίθεται ἕνα στοιχεῖο καὶ μὲ χροιὰ μυστικισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐσωτερικὰ βιώματα, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ «θεῖον», περιέρχεται σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, μὲ λίγα λόγια ζεῖ ὑπερφυσικὲς καταστάσεις καὶ ἐνεργεῖ ὑπερφυσικὲς πράξεις.

Ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας φαίνεται νὰ συνδέεται στὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων μὲ κριτήρια ἠθικολογικὰ καὶ ψυχολογικά. Ὅσο πιὸ ἐνάρετος εἶναι κανείς, τόσο πιὸ ἅγιος εἶναι. Καὶ ὅσο πιὸ χαρισματικὸς εἶναι κάποιος καὶ ἐπιδεικνύει ἱκανότητες ποὺ δὲν τὶς ἔχουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι (ὅπως νὰ διαβάζει τὴ σκέψη μας, νὰ προβλέπει τὸ μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισσότερό μᾶς κάνει νὰ τὸν θεωροῦμε «ἅγιο». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ ἀντίστροφα: ὅταν διαπιστώσουμε κάποιο ἐλάττωμα στὸν χαρακτήρα ἢ τὴ συμπεριφορὰ κάποιου (ὅτι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τὸν διαγράφουμε ἀπὸ τοὺς «ἁγίους». Ἢ ἂν δὲν ἐκδηλώσει ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, μᾶς ξενίζει καὶ ἡ σκέψη ἀκόμη ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι ἅγιος.

Ἡ κοινὴ καὶ διαδεδομένη αὐτὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἁγιότητα δημιουργεῖ ὁρισμένα βασικὰ ἐρωτηματικά, ὅταν τὴ θέσουμε στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεώς μας. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ ἀπὸ αὐτά:

1. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνίσταται κυρίως στὴν τήρηση τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, τότε γιατί ὁ Φαρισαῖος κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἐνῶ δικαιώθηκε ὁ Τελώνης στὴ γνωστὴ σὲ ὅλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὸν Φαρισαῖο «ὑποκριτή», ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔλεγε ψέματα, ὅταν ἰσχυριζόταν ὅτι τηροῦσε πιστὰ τὸν Νόμο, ὅτι ἔδινε τὸ 1/10 τῆς περιουσίας του στοὺς πτωχοὺς καὶ ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅσα τοῦ ζητοῦσε ὁ Θεὸς ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος δὲν παρέλειπε νὰ ἐφαρμόσει. Ὅπως ἐπίσης δὲν ἔλεγε ψέματα ὅταν χαρακτήριζε τὸν τελώνη ἁμαρτωλὸ - ὅπως καὶ ὁ τελώνης τὸν ἑαυτὸ του - γιατί πράγματι ὁ τελώνης ἦταν ἄδικος καὶ παραβάτης τῶν ἠθικῶν κανόνων.

2. Παρόμοιο ἐρώτημα προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «ἅγιος» ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς ἐπιστολές του. Ἀπευθυνόμενος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Γαλατίας κ.λπ., ὁ Παῦλος τοὺς καλεῖ «ἁγίους». Στὴ συνέχεια ὅμως τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν κατονομάζει μύρια ὅσα ἠθικὰ ἐλαττώματα τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἐπικρίνει δριμύτατα. Στὴν πρὸς Γαλάτας μάλιστα ἐπιστολὴ φαίνεται ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάσταση τῶν ἐκεῖ «ἁγίων» ἦταν τόσο ἀπογοητευτική, ὥστε νὰ ἀναγκάζεται ὁ Παῦλος νὰ τοὺς γράψει: «εἰ γὰρ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθεῖτε»! Πῶς συμβαίνει νὰ καλοῦνται οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ «ἅγιοι», ὅταν εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ καθημερινή τους ζωὴ δὲν ἦταν σύμφωνη μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἴδιας τῆς πίστεώς τους; Θὰ διανοεῖτο ἄραγε κανεὶς στὶς μέρες μας νὰ καλοῦσε «ἅγιον» ἕναν ἀπὸ τοὺς χριστιανούς;

3. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα, τότε θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀναζητήσει καὶ νὰ τὴ βρεῖ κανεὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἐνεργοῦν ὑπερφυσικὲς πράξεις. Οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι μάντεις καὶ φακίρηδες, οὔτε κρίνεται ἡ ἁγιότητά τους ἀπὸ τέτοια «χαρίσματα». Ὑπάρχουν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἀναφέρονται θαύματα, ἐνῶ ὑπῆρξαν θαυματοποιοί, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ἀναγνωρίστηκαν ὡς ἅγιοι. Εἶναι, σχετικά, πολὺ ἐνδιαφέροντα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α’ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως πολλοὶ σήμερα, ἐντυπωσιάζονταν ἀπὸ ὑπερφυσικὲς ἐνέργειες: «καὶ ἐὰν ἔχω πίστιν ὥστε ὅρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμί». Τὸ νὰ διατάξεις ἕνα βουνὸ νὰ μετακινηθεῖ, εἶχε πεῖ ὁ Κύριος ὅτι εἶναι δυνατόν, ἂν ἔχεις πίστη «ὡς κόκκον σινάπεως». Δὲν εἶναι ὅμως ἀπὸ μόνο του δεῖγμα ἁγιότητας, δὲν εἶναι τίποτα «οὐδέν», ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς ἀγάπης, κάτι δηλαδὴ ποὺ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος χωρὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες μπορεῖ νὰ ἔχει. Θαυματουργία καὶ ἁγιότητα δὲν ταυτίζονται, οὔτε συνυπάρχουν κατ’ ἀνάγκη.

4. Παρόμοια ἐρωτηματικὰ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ σύνδεση τῆς ἁγιότητας μὲ ἀσυνήθεις καὶ «μυστικὲς» ψυχολογικὲς ἐμπειρίες. Πολλοὶ ἀνατρέχουν σήμερα στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες γιὰ νὰ συναντήσουν ἐξαϋλωμένους «γκουρού», ἀνθρώπους ἐξαίρετης αὐτοπειθαρχίας, ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τοὺς θεωρεῖ αὐτοὺς ἁγίους, ὅσο βαθιὲς καὶ ὑπερφυσικὲς καὶ ἂν εἶναι οἱ ἐμπειρίες τους, καὶ ὅσο σπουδαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρετή τους.

Ἔτσι τελικὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα: ὑπάρχουν ἅγιοι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν ἡ λέξη «ἅγιος» σημαίνει αὐτὸ ποὺ γενικὰ ὁ κόσμος νομίζει καὶ ποὺ περιγράφουμε πιὸ πάνω (δηλαδὴ ἠθικὸς βίος, ὑπερφυσικὰ χαρίσματα καὶ ὑπερφυσικὲς ἐμπειρίες), τότε πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι καὶ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας (Ἴσως μάλιστα συχνότερα ἐκτὸς παρὰ ἐντός). Ἂν πάλι θελήσουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι δυνατὴ μόνο στὴν Ἐκκλησία, τότε πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὸ νόημα τῆς ἁγιότητας πέρα ἀπὸ τὰ κριτήρια ποὺ ἀναφέρουμε πιὸ πάνω, πέρα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις καὶ ἐμπειρίες.



Ἂς δοῦμε, λοιπόν, πῶς ἀντιλαμβάνεται ἢ Ἐκκλησία μας τὴν ἁγιότητα.


Ὁ ὅρος «ἅγιος» ἔχει μία ἐνδιαφέρουσα ἱστορία. Ἡ ρίζα τῆς λέξεως στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι τὸ αγ-, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγονται μία σειρὰ ἀπὸ ὅρους, ὅπως τὸ ἁγνός, τὸ ἄγος κ.λπ. Τὴ βαθύτερη σημασία τῆς ρίζας αὐτῆς τὴν κρατάει τὸ ρῆμα ἄζεσθαι, ποὺ σημαίνει τὸ δέος σὲ μία ἀπόκρυφη καὶ φοβερὴ δύναμη (Αἰσχύλου, Εὐμ. 384 κ. ἑ.), τὸ σέβας πρὸς τὸν φορέα τῆς Δύναμης (Ὁμήρου, Ὀδύσ. 9,200 κ. ε.) κ.λπ. Ἔτσι στὸν ἀρχαῖο ἑλληνισμὸ ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ τὴ δύναμη, μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Otto ἀποκαλεῖ mysterium fascinosum et tremendum - αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ ταυτόχρονα ἕλξη καὶ φόβο.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ σημιτικὴ λέξη, ποὺ μεταφράζεται ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα μὲ τὸ «ἅγιος» εἶναι τὸ godes, ποὺ συγγενεύει μὲ τὴν ἀσσυριακὴ kuddushu, καὶ ποὺ δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ριζικά, καθαιρῶ (ἐξ οὗ καὶ ἡ σύνδεση μὲ τὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα). Τὰ ἅγια πράγματα εἶναι αὐτὰ ποὺ τὰ ξεχωρίζει κανεὶς ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα - κυρίως στὴ λατρεία - καὶ τὰ ἀφιερώνει στὸν Θεό.

Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφὴ προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ σημασία ποὺ συναντοῦμε στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες (τὸ δέος, τὸν φόβο, τὸν σεβασμὸ πρὸς μία ἀνώτερη δύναμη) καὶ συνδέει τὴν ἔννοια τοῦ «ἁγίου» μὲ τὴν ἀπόλυτη ἑτερότητα, τὸ ἀπολύτως Ἄλλο, πράγμα ποὺ τελικὰ ὁδηγεῖ τὴν Ἁγία Γραφὴ στὴν ταύτιση τοῦ «ἁγίου» μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο. Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός, καὶ ἀπ’ Αὐτὸν καὶ μόνο καὶ τὴ σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε ἁγιότητα. Γιὰ νὰ δηλωθεῖ μάλιστα μὲ ἔμφαση ἡ πίστη αὐτὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἠσαΐας, ὁ προφήτης τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ) καλεῖ τὸν Θεὸ τρεῖς φορὲς ἅγιο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, ποὺ σημαίνει στὴ μορφὴ τοῦ ἑβραϊσμοῦ, τῆς τριπλῆς ἐπαναλήψεως, ἀπείρως ἅγιος (πρβ. τὸ 777 καὶ τὸ ἀντίθετό του 666, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσος λόγος καὶ τόσος τρόμος γίνεται σήμερα).

Συνεπῶς γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἁγιότητα ταυτίζεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι μὲ τὸν ἄνθρωπο ἢ τὰ ἱερὰ πράγματα, ὅπως στὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμό, γίνεται πρόσωπο, καὶ μάλιστα στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὴν ὁποία οἱ Πατέρες ταυτίζονται καὶ τὸ τρεῖς φορὲς ἅγιος τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα. Ἡ ἁγιότητα, συνεπῶς, γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, ἀλλὰ θεοκεντρική, καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἠθικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο σπουδαῖα καὶ ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς προσωπικῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό. (Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἡ Θεοτόκος ὀνομάζεται «Παναγία» ἢ καὶ «Ὑπεραγία» - ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές Της, ἀλλὰ γιατί αὐτή, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο, ἑνώθηκε προσωπικὰ μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ δίνοντας σάρκα καὶ αἷμα στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ).

Ἡ ἁγιότητα λοιπὸν δὲν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀτομικὸ κτῆμα κανενός, ὅσο «ἅγιος» κι ἂν εἶναι κανεὶς στὴ ζωή του, ἀλλὰ θέμα σχέσεως προσωπικῆς μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Του ἁγιάζει ὅποιον Ἐκεῖνος θέλει, χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ κάτι ἄλλο, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἁγιασμένου. Ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, οἱ ἄνθρωποι δὲν συνεισφέρουμε τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ, ὁ δὲ κόπος καὶ ἡ ἄσκησή μας δὲν παράγει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἁγιότητά μας, ἀφοῦ μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν σκύβαλο χωρὶς καμιὰ ἀξία.

Αὐτὴ ἡ ταύτιση τῆς ἁγιότητας μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴ χριστιανικὴ πίστη ὁδηγεῖ στὴ σύνδεσή της μὲ τὴν ἴδια τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἁγιότητα σημαίνει πλέον τὸ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὡς πρῶτο αἴτημα τῆς Κυριακάτικης προσευχῆς δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου». Ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἐσχατολογική, δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴν τελικὴ κατάσταση τοῦ κόσμου, εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε στὸ «Πάτερ ἡμῶν» εἶναι νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ ἔλθει ἡ στιγμὴ ποὺ ὅλος ὁ κόσμος θὰ πεῖ μαζὶ μὲ τὰ Χερουβεὶμ αὐτὸ ποὺ εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ Ἠσαΐας στὸ ὅραμά του: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου! ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

Οἱ ἅγιοι δὲν ἐπιζητοῦν τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δοξάζει τοὺς ἁγίους, ὄχι μὲ τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια Του τὴ δόξα. Οἱ ἅγιοι ἁγιάζονται καὶ δοξάζονται ὄχι μὲ μία ἁγιότητα καὶ μία δόξα ποὺ πηγάζει ἀπὸ μέσα τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ δόξα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ (πρβ. βυζαντινὴ ἁγιογραφία - χρήση φωτὸς ἀπ’ ἔξω πρὸς τὰ ἔσω κ.λπ.). Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴ θέωση τῶν ἁγίων.

Ὅπως ἀποσαφηνίστηκε κατὰ τὶς ἡσυχαστικὲς ἔριδες τοῦ 14ου αἰώνα, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴ δυτικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιὰ «κτιστὴ» χάρη, δηλαδὴ χάρη καὶ δόξα ποὺ ἀνήκει στὴν ἴδια τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δημιουργία, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως τὴν ἀνέπτυξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ οἱ ἄλλοι ἡσυχαστὲς τῶν χρόνων ἐκείνων, ἀντιλαμβάνεται τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ ἅγιοι καὶ τὴ δόξα ποὺ τοὺς περιβάλλει ὡς «ἄκτιστες» ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς τὸ φῶς καὶ τὴ δόξα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ πραγματικὸς ἅγιος, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐπιζητεῖ μὲ κανένα τρόπο τὴ δική του δόξα, ἀλλὰ μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐπιζητεῖ κανεὶς τὴ δική του δόξα, χάνει τὴν ἁγιότητά του, γιατί σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἁγιότητα σημαίνει μετοχὴ καὶ κοινωνία στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ - αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε θέωση. Κάθε ἁγιότητα ποὺ στηρίζεται στὶς ἀρετές μας, στὴν ἠθική μας, στὰ προσόντα μας, στὴν ἄσκησή μας κ.λπ. εἶναι δαιμονική, καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς γίνεται φανερὸ γιατί ἡ κατ’ ἐξοχὴν πηγὴ τῆς ἁγιότητας βρίσκεται στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἂς ἀναλύσουμε κάπως τὴ θέση αὐτή.

Εἴπαμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι οἱ ἅγιοι δὲν διαθέτουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλὰ μετέχουν στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουμε ἁγίους, παρὰ μόνον μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἡγιασμένων.

Ὅταν τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. γίνονταν συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ κύριο ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς καὶ ὄχι κτίσμα, ἦταν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἁγιάζεται, ἀλλὰ μόνον ἁγιάζει. Ἂν ἁγιαζόταν, θὰ ἦταν κτίσμα, διότι τὰ κτίσματα, καὶ συνεπῶς καὶ οἱ ἄνθρωποι, δὲν ἁγιάζουν, ἀλλὰ ἁγιάζονται. Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του, ποὺ διασώζεται στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἀκοῦμε στὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ «δώδεκα Εὐαγγέλια» τῆς Μ. Πέμπτης, λέγει τὴ βαρυσήμαντη φράση πρὸς τὸν Πατέρα: «ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, κατ’ ἐπέκταση) ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Τὰ λόγια αὐτὰ λέγονται λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἔχουν δὲ εὐχαριστιακὸ νόημα: ὁ Χριστὸς μὲ τὴ θυσία Του ἁγιάζει ὁ ἴδιος (ὡς Θεὸς) τὸν ἑαυτό Του (ὡς ἄνθρωπος) γιὰ ν’ ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς κοινωνώντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ Θεία Εὐχαριστία ἁγιαζόμεθα, δηλαδὴ γινόμαστε ἅγιοι κοινωνώντας μὲ τὸν ἕναν καὶ μόνον ἅγιο, τὸν Χριστό.

Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκαλυπτικὸ σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τοῦ τί εἶναι ἁγιότητα, ἀπὸ τὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως, ὅταν ὑψώνει τὸ Τίμιο Σῶμα λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Θ. Κοινωνία: «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Αἷμα Του εἶναι ἅγια καὶ προσφέρονται στοὺς «ἁγίους», τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς κοινωνίαν. Ἡ ἀπάντηση τοῦ λαοῦ στὴν ἐκφώνηση αὐτὴ εἶναι συγκλονιστική, καὶ συνοψίζει ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω: «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ἕνας εἶναι μόνον ἅγιος, ὁ Χριστὸς - ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ - καὶ ἡ ἁγιότητά Του, στὴν ὁποία καλούμεθα νὰ συμμετάσχουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, δὲν ἀποβλέπει σὲ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός). Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν ἁγιότητα στὸ ἀποκορύφωμά της. Μὲ τὴν ὁμολογία «εἷς ἅγιος», κάθε ἀρετή μας καὶ κάθε ἀξία μας ἐκμηδενίζονται μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ μόνου ἁγίου. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ προσερχώμεθα στὴ Θ. Κοινωνία χωρὶς προπαρασκευὴ καὶ ἀγώνα γιὰ τὴν ἄξια προσέλευσή μας. Σημαίνει ὅμως ὅτι ὅσο καὶ ἂν προετοιμαστοῦμε, δὲν γινόμαστε ἅγιοι προτοῦ κοινωνήσουμε. Ἡ ἁγιότητα δὲν προηγεῖται τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, ἀλλ’ ἕπεται. Ἂν εἴμαστε ἅγιοι πρὶν κοινωνήσουμε, τότε πρὸς τί ἡ Θ. Κοινωνία; Μόνον ἡ μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἁγιάζει, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ Θ. Κοινωνία. Ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ πηγάζει μία σειρὰ ἀπὸ ἀλήθειες ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα μας.

Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι κατανοοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γιατί, ὅπως ἀναφέραμε στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μας, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται «ἅγιοι», παρὰ τὸ ὅτι δὲν χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἠθικὴ τελειότητα. Ἐφ’ ὅσον ἁγιότητα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σημαίνει μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὑπὲρ ἡμῶν ἁγιάζει ἑαυτὸν μὲ τὴ θυσία Του, ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μετέχουν στὸν ἁγιασμὸ αὐτὸ μποροῦν νὰ καλοῦνται «ἅγιοι».

Μὲ τὴν ἴδια «λογική», στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς Εὐχαριστίας ἔλαβαν τὸ ὄνομα «τὰ ἅγια» (πρβ. τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις»), παρὰ τὸ ὅτι ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν εἶναι ἅγια. Καὶ μὲ τὴν ἴδια αἰτιολογία ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς ἐπίσης ἀπένειμε τὸν τίτλο «ἅγιος» στοὺς ἐπισκόπους. Πολλοὶ σκανδαλίζονται σήμερα ὅταν λέμε «ὁ ἅγιος δεῖνα» (ἕνας δημοσιογράφος ποὺ εἶχε ὡς κύριο ἔργο του νὰ προβάλλει σκάνδαλα ἐπισκόπων, εἶχε καθιερώσει τὴ γραφὴ ὁ ἅγιος - ἐντὸς εἰσαγωγικῶν – δεῖνα. Πλήρης ἄγνοια τῆς σημασίας τοῦ ὅρου ἅγιος). Ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί εἰκονίζει στὴ Θ. Εὐχαριστία τὸν μόνον ἅγιο, ὡς εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς καθήμενος εἰς τόπον καὶ τύπον Θεοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο. Ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἐκείνη ποὺ δικαιολογεῖ τὸν τίτλο «ἅγιος». Ὁ Ὀρθόδοξος λαός, πρὶν ὑποστεῖ τὴ διάβρωση τοῦ εὐσεβισμοῦ, δὲν εἶχε καμία δυσκολία νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ γλώσσα τοῦ εἰκονισμοῦ, καὶ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο ἐκείνου, ποὺ τὸν εἰκονίζει μέσα στὴ Θ. Λειτουργία, δηλαδὴ στὸν ἐπίσκοπο.

Ἔτσι ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων». Σ’ αὐτὴν ἀποβλέπει ἡ ἄσκηση τῶν ὁσίων, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ποτὲ σκοπός, ἀλλὰ μέσο πρὸς τὸν σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τὸ σημεῖο αὐτὸ λησμονεῖται καὶ παραβλέπεται ἀπὸ πολλοὺς σύγχρονους θεολόγους, ἀκόμα καὶ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, τείνουν νὰ ταυτίσουν τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἄσκηση.

Ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας ὅμως εἶναι εὔγλωττη. Ἐπὶ σαράντα χρόνια ἀσκήθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅταν κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν ἅγιο, τότε ἐτελεύτησε τὸν βίο ἔχοντας ἁγιασθεῖ. Ὁ σκοπὸς τῆς ἀσκήσεώς της ἦταν ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Θὰ ἦταν ἁγία ἡ ὁσία Μαρία, ἂν εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη ἀλλὰ δὲν εἶχε κοινωνήσει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον ἀρνητική.

Ἀλλὰ ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς καταστάσεως ἐκείνης, στὴν ὁποία θὰ ἁγιάζεται καὶ θὰ δοξάζεται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση αἰώνια καὶ ἀδιάκοπα ὁ «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ

Τι σημαίνει νὰ ἀνήκω στὴν Ἐκκλησία;


Ἱερεμίας Φούντας (Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλουπόλεως)



- Ἐρ.: Ἂν κανεὶς πιστεύει στὸν Χριστό, διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι καλὸς χριστιανός;

Ἀπ.: Ὄχι! Χριστιανισμὸς δὲν σημαίνει νὰ πιστεύουμε θεωρητικὰ μερικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε ὅσα πολὺ ὡραῖα γράφει σχετικὰ ὁ Φλορόφσκυ: «Ὁ Χριστιανισμὸς ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχεν ὡς συγκεκροτημένη πραγματικότης, ὡς κοινότης. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Χριστιανὸς ἐσήμαινεν ἀκριβῶς τὸ νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν κοινότητα. Κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του, ὡς ἀπομονωμένον ἄτομον, ἀλλὰ μόνον μαζὶ μὲ τοὺς "ἀδελφούς", εἰς συνάφειαν μὲ αὐτούς. Unus Christianus - nullus Chtistianus. Ἡ προσωπικὴ πεποίθηση ἤ ἀκόμη ἕνας κανὼν ζωῆς δὲν καθιστοῦν τὸ ἄτομον Χριστιανόν. Ἡ χριστιανικὴ ὕπαρξις προϋποθέτει ἐν-σωμάτωσιν, συμμετοχὴν εἰς τὴν κοινότητα.

Αὐτὸ πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ προσδιορισθῆ: εἰς τὴν ἀποστολικὴν κοινότητα, δηλαδὴ εἰς μίαν κοινωνίαν μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ τὸ μήνυμά των. Ἡ χριστιανικὴ "κοινότης" συνεκλήθη καὶ συνετάγη ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ἰησοῦν κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς του, καὶ ἀπὸ αὐτὸν τῆς ἐδόθη ἕνας, ἔστω καὶ προσωρινός, καταστατικὸς χάρτης διὰ τῆς ἐκλογῆς καὶ τοῦ διορισμοῦ τῶν Δώδεκα, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν ὀνομασίαν, ἤ μᾶλλον τὸν τίτλον τῶν "Ἀποστόλων", διότι ἡ "ἀποστολὴ" τῶν Δώδεκα δὲν ἦταν μόνον μία ἁπλὴ ἀποστολή, ἀλλ' ἀκριβῶς μία ἐντολὴ ποὺ δι' αὐτὴν περιεβλήθησαν μὲ "ἐξουσίαν" (Μκ. 3, 15• Μθ. 10, 1• Λκ. 9, 1). Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὡς διορισμένοι "μάρτυρες" τοῦ Κυρίου (Λκ. 24, 48• Πρ. 1, 8) μόνον οἱ Δώδεκα ἐδικαιοῦντο νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν συνοχὴν τόσον τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, ὅσον καὶ τῆς ζωῆς τῆς κοινότητος. Ἡ κοινωνία, ἑπομένως, μὲ τοὺς Ἀποστόλους ἀπετέλει βασικὸν σημεῖον τῆς πρώτης "Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ" εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ (Πρ. 2, 42).

Χριστιανισμὸς σημαίνει "κοινὴ ζωή". Οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ θεωροῦν ἀλλήλους ὡς "ἀδελφοὺς" (αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ὀνόματά τους), ὡς μέλῃ ἑνὸς σώματος, στενὰ συνδεδεμένα. Ἑπομένως ἡ ἐλεημοσύνη ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρῶτον σημεῖον, ἡ πρώτη ἀπόδειξις καὶ τεκμήριον αὐτῆς τῆς συναδελφώσεως. Δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κοινότης, σῶμα, ἀδελφότης, "κοινωνία", coetus fidelium»



- Ἐρ.: Γιατί λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας νὰ πιστεύουμε στὴν Ἐκκλησία («Πιστεύω... εἰς μίαν... Ἐκκλησίαν»), ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, ὅπως τὴν καθορίσαμε, ἡ δὲ πίστη, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἀπόδειξη πραγμάτων μὴ βλεπομένων; (βλ. Ἑβρ. 11, 1).

Ἀπ.: Πρῶτα-πρῶτα τὸ ρῆμα «πιστεύω», ποὺ λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας, ἔχει κυρίως τὴν ἔννοια «ἐμπιστεύομαι». Καὶ πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐμπιστευόμαστε στὴν Ἐκκλησία, στὸν θεῖο αὐτὸν ὀργανισμὸ - Θεῖο ὀργανισμὸ καὶ ὄχι ἀνθρώπινη ὀργάνωση - στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ σ' ὅσους καθαγιάζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ὁρατή. Καὶ αὐτό, λοιπόν, τὸ ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀόρατη, καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία ἀντικείμενο πίστης. Γιατί αὐτὴ εἶναι ταμιοῦχος τῆς ἀόρατης θείας Χάρης καὶ χρειάζεται πίστη γιὰ νὰ παραδεχτοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ βλέπουμε.

Ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ ὁρατὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι περιλαμβάνει ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν πάνω στὴν γῆ, εἶναι ὅμως καὶ ἀόρατη, γιατί περιλαμβάνει καὶ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ πίστη καὶ ἁγιότητα καὶ βρίσκονται στὸν οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ζεῖ καὶ ὑπάρχει καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ καὶ εἶναι κατὰ μὲν τὴν μία ὄψη τῆς οὐράνια καὶ ἀόρατη, «θριαμβεύουσα Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται, κατὰ δὲ τὴν ἄλλη ὄψη της ἐπίγεια καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορικὴ κοινωνία, «στρατευομένη Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται. Καὶ ἡ ἐπὶ γῆς ὅμως στρατευόμενη καὶ ἡ εἰς τὸν οὐρανὸ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία εἶναι μία κοινωνία ἁγίων.



- Ἐρ.: Ποῦ βασιζόμαστε στὴν ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ταυτόχρονα καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανό;

Ἀπ.: Σ' αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει στοὺς χριστιανούς: «Ἔχετε προσέλθει στὸ ὄρος τῆς Σιὼν καὶ στὴν πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ, καὶ σὲ μυριάδες ἀγγέλων, σὲ πανήγυρη καὶ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, οἱ ὁποῖοι εἶναι γραμμένοι στὸν οὐρανὸ καὶ στὸν Θεό, τὸν κριτὴ ὅλων καὶ στὰ πνεύματα τῶν δικαίων, ποὺ ἔχουν γίνει τέλειοι καὶ στὸν μεσίτη τῆς Νέας Διαθήκης, τὸν Ἰησοῦ» (Ἑβρ. 12, 22-24).



- Ἐρ.: Κατὰ τὰ παραπάνω μποροῦμε νὰ διαιρέσουμε τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή;

Ἀπ.: Ὄχι, δὲν διαιρεῖται ἡ Ἐκκλησία. Παραθέτουμε σὲ μετάφραση τὰ ὅσα ὡραῖα γράφει πάνω σ' αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ δογματολόγος καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ διαιρεῖται σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή. Γιατί ὑπάρχει μία καὶ μόνο μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ ἀδιάσπαστα καὶ συνηνωμένα στοιχεῖα: Τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀόρατο ἀφ' ἑνὸς καὶ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικὸ καὶ ὁρατὸ ἀφ' ἑτέρου, ὅπως ἀκριβῶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως ἡ θεία καὶ ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως σ' ἕνα ζωντανὸ ὀργανισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ στοιχεῖο ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικό, ποὺ εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἐκδήλωση τοῦ πρώτου καὶ τὸ ἀναγκαῖο ὄργανο γιὰ τὶς σωτηριώδεις ἐνέργειες τῆς Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶναι θεῖο, πνευματικό, ἀόρατο καὶ αἰώνιο καθίδρυμα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριὰ εἶναι μία κοινωνία ἀνθρώπων περιγραπτὴ καὶ ἐμπειρικὴ καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορική. Καὶ εἶναι μὲν ἀόρατη ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ἀόρατη εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Κύριος, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐνοικεῖ σ' αὐτὴ· ἀόρατη εἶναι ἡ ὑπάρχουσα σ' αὐτὴ θεία Χάρη, ποὺ δικαιώνει καὶ ἁγίαζει καὶ σῴζει. Περιλαμβάνει δὲ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ ἀόρατο τμῆμα της στὸν οὐρανό, καὶ ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ δυό, καὶ τὸ οὐράνιο καὶ τὸ ἐπίγειο τμῆμα, συναποτελεῖται τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία πνευματικὴ ἑνότητα γιὰ τὴν μία θεία Κεφαλή της καὶ τὸ ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τὴν κατευθύνει εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθεια. Εἶναι ὅμως συνάμα ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁρατὴ καὶ περιγραπτὴ ὡς στρατευόμενη πάνω στὴν γῆ καὶ ἐπεργαζομένη τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων γιατί μὲ αἰσθητὰ σημεῖα μεταδίδει τὴν θεία Χάρη, ἔχει δὲ λατρεία καὶ ἐξωτερικὴ ὀργάνωση (στὴν ὁποία ἐνεργοῦν καὶ συνεργοῦν Θεὸς καὶ ἄνθρωποι) ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, δηλαδὴ τὴν ποιμένουσα Ἱεραρχία καὶ τοὺς ποιμαινομένους πιστούς, ὅλους ἀδιακρίτως τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς (Σύνοψις τῆς Δογματικῆς... σ. 81).



- Ἐρ.: Πῶς διαβεβαιωνόμαστε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία;

Ἀπ.: Κατὰ πρῶτον, ἀπ' αὐτό: Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, γεμάτος χάρη καὶ ἀλήθεια («πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»), καὶ γεμίζει ἐπίσης καὶ τὸ Σῶμα Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μὲ παρόμοια χάρη καὶ ἀλήθεια (βλ. Ἰωάν. 1, 14.17).

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας «Τὸν ἔκανε Κεφαλὴ ὑπεράνω ὅλων στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Σῶμα Του, τὸ συμπλήρωμα ἐκείνου ποὺ γεμίζει τὰ πάντα ἐν πᾶσι» (Ἐφεσ. 1, 22.23).

Καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος λέει στοὺς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας: «Προσέχετε, λοιπόν, τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὁλόκληρο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀπέκτησε μὲ τὸ δικό Του Αἷμα» (Πράξ. 20, 28).



- Ἐρ.: Πῶς ἐμεῖς διαβεβαιωνόμαστε ἀκόμη ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία ἀκόμη μέχρι τώρα καὶ θὰ κατοικεῖ σ' αὐτὴν μέχρι τέλος τοῦ κόσμου;

Ἀπ.: Τὸ διαβεβαιωνόμαστε ἀπὸ τὰ ἑπόμενα λόγια του Ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἀποστόλου Του: «Θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου καὶ οἱ πύλες τοῦ Ἅδου δὲν θὰ τὴν καταβάλουν» (Ματθ. 16,18). «Ἰδοὺ Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου» (Ματθ. 28, 20). «Σ' Αὐτόν, τὸν Θεὸ τὸν Πατέρα, ἂς εἶναι ἡ δόξα στὴν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σ' ὅλες τὶς γενεὲς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων. Ἀμὴν» (Ἐφεσ. 3, 21).

Ένα διαμάντι απ' το θησαυρό της Ρωσίας!...


Ο Όσιος στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα (10 Οκτωβρίου 1891)




Εισαγωγή του blog μας: Η Όπτινα είναι ένα από τα πιο σημαντικά μοναστήρια της Ρωσίας και ολόκληρης της Ορθοδοξίας. Σημαντικό από άποψη πνευματικότητας, αφού έδωσε στο βασανισμένο ρωσικό λαό μια σειρά κορυφαίων αγίων διδασκάλων της αγάπης και του χριστιανικού πνευματικού αγώνα, ιδιαίτερα κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Την Όπτινα την έκλεισαν οι αθεϊστές μετά την επανάσταση του 1917. Ο τελευταίος στάρετς (= γέροντας, πνευματικός διδάσκαλος), ο άγ. Νεκτάριος της Όπτινα, κοιμήθηκε ενώ ήταν εξόριστος.
Κάποιοι μαθητές του αγίου αυτού ασκητή, του οσίου Νεκταρίου ("όσιος" = άγιος που στην επίγεια ζωή του ήταν μοναχός), έφυγαν στην Αμερική και μετέφεραν εκεί τη χριστιανική ματιά του. Αυτή την κληρονομιά έλαβε και ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, που -μαζί με τον π. Γερμανό Ποντμοσένσκυ- έγραψαν αρκετά για την ερειπωμένη τότε Όπτινα στον Ορθόδοξο Λόγο, στο περιοδικό τους.
Η Όπτινα επιστράφηκε στη Ρωσική Εκκλησία από τη σοβιετική κυβέρνηση στις 12 Νοε. 1987. Όλοι οι άγιοι της παλαιάς εποχής αναγνωρίστηκαν επίσημα ως άγιοι και γιορτάζονται στις 11 Οκτωβρίου (Σύναξη) και ο καθένας την ημέρα της μνήμης του. Είναι οι άγιοι: Μωυσής, Αντώνιος, Λεωνίδας (Λεβ), Μακάριος, Ιλαρίων, Αμβρόσιος, Ανατόλιος Α΄, Ισαάκ Α΄, Ιωσήφ, Βαρσανούφιος, Ανατόλιος ο Νέος, Νεκτάριος, Νίκων ο Ομολογητής (που καταδιώχθηκε από τους σοβιετικούς) & Ισαάκ ιερομάρτυρας (τουφεκίστηκε το 1937). Επίσης το 1918 αποκεφαλίστηκε ο αρχιμανδρίτης Παντελεήμων της Όπτινα, ένας από τους αμέτρητους αγίους νεομάρτυρες επί σοβιετικού καθεστώτος. Ίσως υπάρχουν κι άλλοι άγιοι απ' την Όπτινα. Εκεί μόνασε π.χ. ο αγιασμένος Τούρκος μοναχός Νικόλαος, που βασανίστηκε τρομερά στην Τουρκία επειδή εγκατέλειψε το Ισλάμ.
Τη νύχτα του Πάσχα, 18 Απρίλη 1993, τρεις ενάρετοι νέοι μοναχοί της Όπτινα δολοφονήθηκαν τελετουργικά από σατανιστές. Η ιστορία τους εδώ.

Οι νεομάρτυρες του Πάσχα του 1993. Εικόνα τους χωρίς φωτοστέφανο, αφού δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένοι ως άγιοι (διακριτικά ο αγιογράφος κάτι υποδήλωσε). Από εδώ.

Και τώρα, η ιστορία του στάρετς Αμβρόσιου (από το ιστολόγιο του Προσκυνητή).

Ο στάρετς Αμβρόσιος θεωρείται ο κορυφαίος από τους γέροντες της Όπτινα. Είχε τίς αρετές που είχαν όλοι οί άλλοι γέροντες μαζί καί μάλιστα στο ύψιστο σημείο τους. Διακρινόταν για την αγία ταπείνωση του, την αγνότητα του νου καί της καρδίας, την αγάπη του πού ξεχείλιζε, καθώς καί για την αυτοθυσία πού έδειχνε για τη σωτηρία του πλησίον του.
Λόγω της μεγάλης ταπεινοφροσύνης του ο Κύριος τον προί­κισε με πνευματικά χαρίσματα, με τα όποια θεράπευε τίς ψυχές που υπόφεραν. Διάβαζε τίς καρδιές, γνώριζε τα παρελθόντα καί τα παρόντα καί προγνώριζε τα μέλλοντα των ανθρώπων. Πρόσφερε στους συνομιλητές του τον αληθι­νό, άποκαλυμμένο λόγο του Θεού. Τόσο μεγάλα ήταν τα χαρίσματα του, ώστε κοντά του, στο ταπεινό κελλάκι του, έφταναν κάθε μέρα εκατοντάδες άνθρωποι για να τον δουν καί να τον ακούσουν. Ανάμεσα τους ήταν κι οι συγγραφείς Ντοστογιέφσκυ, Τολστόι, Λεόντιεφ, Σολόβιεφ, Κιρεγιέφσκυ κ.ά.
Ο Ντοστογιέφσκυ τόσο πολύ ενθουσιάστηκε με την επίσκεψη του στην Όπτινα, ώστε στο τελευταίο έργο του, τους «Αδελφούς Καραμάζωφ», περιέγραψε πιστά την πνευ­ματική εικόνα του μοναστηρίου καί του στάρετς Αμβροσίου. Ο πασίγνωστος π. Ζωσιμάς του έργου δεν ήταν άλλος από το στάρετς Αμβρόσιο, τα λόγια καί τίς συμβουλές του οποί­ου ο Ντοστογιέφσκυ έβαλε στο στόμα του ήρωα του. ["Νεκρός": εμφανισιακά όμως, ο Ντοστ. περιγράφει το στάρετς Ζωσιμά όπως έναν άλλο μεγάλο άγιο της ίδιας εποχής, τον ταπεινό έγγαμο ιερέα Αλέξιο Γκνεούσεβ].

Ο άγ. Αμβρόσιος

Ο στάρετς γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1812 στο χωριό Λιπόβιτς του Ταμπώφ. Ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά του Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Γρένκωφ καί στο βάπτι­σμα του 'δωσαν το όνομα Αλέξανδρος, προς τιμήν του αγί­ου Αλεξάνδρου Νέφσκυ.
Ο Αλέξανδρος ήταν από μικρός πολύ ζωηρός, γεμάτος ορμητικότητα καί ζωτικότητα, σωστό ζιζάνιο. Οι Γρένκωφ δεν πίστευαν ποτέ πως ένα τέτοιο ζωηρό παιδί θα μπορούσε να είχε σπουδαία εξέλιξη. Το οικογενειακό περιβάλλον πάντως επέδρασε θετικά επάνω του. Το σπίτι τους ήταν κατά κάποιο τρόπο ενοριακό κέντρο. Ο πάππους του ήταν ιερέας, ο πατέρας του ψάλτης. Στό αναλόγιο της εκκλησίας μαζί με τον πατέρα ανέβαιναν καί τα παιδιά κι έψαλλαν μαζί του. Ο Αλέξανδρος έμαθε το αλφάβητο προτού πάει στο σχολείο από το Ψαλτήρι καί το Μέγα Ωρολόγιο [το οποίο δες εδώ].



Τα πνευματικά καί διανοητικά χαρίσματα του δεν άργη­σαν να φάνουν. Τόσο στο ενοριακό σχολείο του Ταμπώφ όσο καί στο σεμινάριο της ίδιας πόλης οπού φοίτησε για έξι χρό­νια, διακρίθηκε ιδιαίτερα καί αποφοίτησε από τους πρώτους. Ιδιαίτερη κλίση είχε κυρίως στα θεολογικά καί φιλοσοφικά μαθήματα.
Μετά το σεμινάριο δούλεψε λίγα χρόνια σαν δάσκαλος. Μέσα του όμως δεν ικανοποιούνταν με το έργο αυτό. Είχε βαθύτερες ανησυχίες καί κυρίως τον απασχολούσε μια υπόσχεση που είχε δώσει όταν, τελειόφοιτος στο σεμινάριο, είχε αρρωστήσει πολύ βαριά κι υποσχέθηκε στο Θεό πώς αν γίνει καλά θα φορέσει το μοναχικό σχήμα.
Ο Αλέξανδρος πήγε στο μοναστήρι της Όπτινα σε ηλικία 27 ετών. Τον δέχτηκαν με αγάπη καί σε λίγες μέρες του ανέθεσαν σαν προσωρινό διακόνημα ν' αντιγράψει το βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία», πού είχε μεταφραστεί από την ελληνική.
Σύντομα τον έκαναν δόκιμο καί του ανέθεσαν να διακονεί [=υπηρετεί] στο κελλί του στάρετς Λεωνίδα, να διαβάζει τίς ακολουθίες καί να βοηθάει στο ζυμωτήριο. Μετά από λίγο καιρό τον έστειλαν να ζήσει στη σκήτη του μοναστηρίου, όπου του ανά­θεσαν το διακόνημα του μαγείρου.
Ο Αλέξανδρος παρατηρούσε τη μοναχική ζωή καί προ­σπαθούσε να τη μάθει καί να τη βιώσει όσο καλύτερα καί πιστότερα μπορούσε. Σημαντικός δάσκαλος σ' αυτό το θέμα ήταν ο στάρετς Λεωνίδας, τον οποίο ο Αλέξανδρος προσπα­θούσε με κάθε τρόπο να τον πλησιάζει. Μα κι ο στάρετς τον εκτίμησε από την πρώτη στιγμή καί τον συμπάθησε. Κι επειδή ό ίδιος ήταν πολύ ηλικιωμένος, τον παράδωσε στο στάρετς Μακάριο, πού 'ταν άριστος καθοδηγητής ψυχών.
Λένε πώς όταν τον είδε ο γέροντας Λεωνίδας, φώναξε κοντά του τον π. Μακάριο καί του είπε:
- Ο νέος αυτός έρχεται κοντά σε μας τους γέροντες. Εγώ είμαι ηλικιωμένος, φεύγω άπ' αυτή τη ζωή. Τον παραδίνω σε σένα. Καθοδήγησε τον όσο καλύτερα μπορείς. Θα σου φανεί χρήσιμος.
Ο γέροντας Μακάριος τον πρόσεξε ιδιαίτερα. Του εμφύτεψε τη σοφία της ταπεινοφροσύνης καί τον κράτησε στη σκήτη ως το θάνατο του.
Σύντομα ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε κοντά του πως το πρώτο καί κύριο καθήκον του αληθινού μονάχου ήταν η εκκοπή του θελήματος ["Νεκρός": Δηλ. -το λέω απλά- η απόχτηση της αρετής να παραμερίζεις το θέλημά σου όταν πρέπει. Σ' αυτό εξασκείται ο μοναχός όσο είναι μαθητής ("υποτακτικός"), κάνοντας απόλυτη υπακοή στον πνευματικό δάσκαλό του (στο γέροντά του) σε όλα τα θέματα. Φυσικά, αυτό το κάνει με τη θέλησή του, αν δεν του αρέσει μπορεί ν' αφήσει το συγκεκριμένο γέροντα ή και το συγκεκριμένο μοναστήρι και να πάει αλλού κ.τ.λ. - όμως κάτι τέτοιο μάλλον θα ζημίωνε την πνευματική του πρόοδο]. Κι η πρώτη του άσκηση στη μοναχι­κή αυτή αρετή ήταν η τοποθέτηση του στο διακόνημα του βοηθού μαγείρου. Αυτός, ένας πρώην διδάσκαλος, να δουλεύει τώρα στο μαγειρείο της σκήτης ως βοηθός μάγειρα! Ο Αλέξανδρος όμως είχε ενστερνιστεί κιόλας το σκοπό καί το νόημα του μοναχισμού καί τα δεχόταν όλα ευχάριστα καί με αξιοζήλευτη υπομονή καί υπακοή.


Το φθινόπωρο του 1841 άφησε το μαγειρείο, γιατί ορί­στηκε διακονητής του στάρετς Μακαρίου. Πολύ σύντομα στη συνέχεια έγινε μοναχός καί μετονομάστηκε Αμβρόσιος. Στίς 2 Φεβρουαρίου του 1843 ό π. Αμβρόσιος χειροτονή­θηκε διάκονος, ενώ στα τέλη του 1845 (9 Δεκεμβρίου), στην ηλικία των τριάντα τριών χρόνων, χειροτονήθηκε Ιερο­μόναχος.
Πολύ σύντομα μετά τη χειροτονία του καί μετά τίς ουρά­νιες εμπειρίες πού έζησε ως λειτουργός πια ό π. Αμβρόσιος, άρπαξε ένα δυνατό κρυολόγημα πού εξελίχτηκε πολύ άσχη­μα. Τον καθήλωσε για τρία περίπου χρόνια στο κρεβάτι. Είναι θαύμα το ότι επέζησε, αλλά ή υγεία του από τότε έγι­νε πολύ εΰθραστη.

Είκοσι χρόνια έκανε υποτακτικός του στάρετς Μακαρίου ο π. Αμβρόσιος. Είκοσι χρόνια μαθητείας σ' έναν πραγμα­τικά μεγάλο δάσκαλο. Ο υποτακτικός θαύμαζε την ταπεί­νωση, την υπομονή, την αγάπη και την αυταπάρνηση του γέροντα του καί προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον μιμηθεί. Σάν φίλεργη μέλισσα δούλευε άοκνα κοντά του καί ρουφού­σε κάθε λόγο που έβγαινε από τα χείλη του σοφού καί αγίου αύτού ανθρώπου. Εκείνη την περίοδο ο μεγάλος στάρετς ασχολήθηκε με την έκδοση των πατερικών έργων που είχε μεταφράσει από την ελληνική ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ. Καί σαν άριστος γνώστης καί διδάσκαλος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ο π. Αμβρόσιος, μαζί με το φιλόσοφο Ίβάν Κιρεγιέφσκυ, ήταν οι κυριότεροι βοηθοί του σ' αυτό το «έργο του Θεού» όπως το αποκαλούσε.

Οι άγιοι Γέροντες της Όπτινα (από εδώ, όπου και μία από τις προσευχές τους).

Έτσι ο π. Αμβρόσιος εμπλούτισε ακόμα περισσότερο το νου του με το απόσταγμα της σοφίας των αγίων πατέρων. Ήταν μια ενασχόληση που τον ευχαριστούσε πολύ καί τον έκανε να θαυμάσει μα καί να ενστερνιστεί τον πλούτο της πατερικής σοφίας. Κι όλη αυτή ή γνώση του φάνηκε πολύ χρήσιμη αργότερα, όταν ό Θεός οικονόμησε να διακονήσει κι αυτός ως γέροντας.
Το 1860 ήταν μια θλιβερή χρονιά για την Όπτινα. Ο στάρετς Μακάριος, που με την παρουσία του, τη σοφία του καί την αγιότητά του ξεκούραζε κι ωφελούσε πλήθος ψυχές, ήρθε η ώρα ν' αναπαυτεί από τους κόπους καί τους ασκητι­κούς αγώνες του καί να παρουσιαστεί στο νυμφίο Χριστό που τόσο αγάπησε από τη νεότητά του.

Προτού κοιμηθεί ακόμα ο στάρετς Μακάριος, είχε αρχί­σει να προετοιμάζει τον π. Αμβρόσιο για να τον διαδεχτεί στο διακόνημα της πνευματικής καθοδήγησης. Τον τελευ­ταίο καιρό έστελνε πολλά από τα πνευματικά του παιδιά να τον συμβουλεύονται καί να συζητούν τα προβλήματα τους μαζί του. Κι ή θητεία του π. Αμβροσίου κοντά στους μεγά­λους στάρετς Λεωνίδα και Μακάριο τον είχαν προετοιμάσει κατάλληλα για το έργο αυτό.

Έτσι, μετά την κοίμηση του στάρετς Μακαρίου, τα πολυάριθμα πνευματικά του παιδιά άρχισαν φυσιολογικά να τρέχουν κοντά στον καινούργιο γέροντα για να κορεσουν την πνευματική τους δίψα. Κι ο π. Αμβρόσιος αποδείχτηκε άξιος συνεχιστής καί διάδοχος του γέροντα του.
Η φήμη του νέου στάρετς άρχισε να διαδίδεται παντού.
Γύρω στα 1890 ο στάρετς άρχισε να μη νιώθει καλά. Η προχωρημένη ηλικία του, οι κόποι που κατέβαλε, οι αρρώστιες που είχε περάσει κι η πολύχρονη άσκηση βάραιναν πάνω στο πολύπαθο κορμί του. Αυτό το τελευταίο διάστημα που ο στάρετς έμενε στο Σαμορντίνο συνέπεσε ν' αντιμετωπίσει καί πολλές θλίψεις, πού τον κατέβαλαν ακόμα περισσότερο.
Η ανατολή του ηλίου της 11ης Όκτωβρίου του 1891 ήταν η τελευταία της επίγειας ζωής του στάρετς. Γύρω στίς 11 η ώρα το πρωί του διάβασαν την ευχή «εις ψυχορραγούντα» ["Νεκρός": προσευχή για γαλήνιο θάνατο. Διαβάζεται για άνθρωπο που βρίσκεται στα τελευταία του. Θα έλεγα πως είναι η μόνη αποδεκτή από την Ορθοδοξία προσπάθεια "ευθανασίας", στην οποία φυσικά ο άνθρωπος δεν προκαλεί το θάνατο, αλλά εκφράζει μόνο την επιθυμία του & η υπόθεση αφήνεται στο θέλημα του Θεού]. Όλα έδειχναν πως η ψυχή του προετοιμαζόταν να χωριστεί από το σκήνωμα της. Ο ετοιμοθάνατος στάρετς πήρε μια βαθιά ανάσα καί μετά σήκωσε με κόπο το δεξί του χέρι, το ακούμπησε στο μέτωπό του, μετά στο στήθος, στο δεξί του ώμο καί κατέληξε κουρασμένο στον αριστερό. Ήταν η σταυρική επισφράγιση της γήινης πορείας του, το «τετέλεσται» της νίκης. Σέ λίγα λεπτά παρέδωσε την αγία ψυχή του ειρηνικά στα χέρια του Θεοΰ. Στό πρόσωπο του εκείνη τη στιγμή είχε ζωγραφιστεί μια ύπερκόσμια χαρά καί στα χεί­λη του διακρινόταν ένα ουράνιο χαμόγελο. Το πνευματικό κενό πού άφησε πίσω του ήταν πολύ μεγάλο.

Τα λείψανα των Αγίων στάρετς της Όπτινα

Μετά την απελευθέρωση της Ρωσίας από τον αθεϊστικό ζυγό το 1989, έγινε η εκταφή του καί ανακηρύχτηκε άγιος. Σήμερα τον ευλαβούνται πολύ καί τον προσκυνούν παντού. Το ιερό λείψανό του αναπαύεται στο καθολικό [=κεντρικό ναό] της Όπτινα που λειτουργεί ξανά κι έχει περίπου εκατό μοναχούς.

Πηγή: το βιβλίο του Πέτρου Μπότση, Πατερικό της Όπτινα.


Δες και: Από τις διδαχές των στάρετς (από την εξαιρετική σελίδα του Συλλόγου Ορθοδόξων Τυφλών Ελλάδας).
Νεότεροι και σύγχρονοι Γέροντες στην Ελλάδα (& όχι μόνο). Η φωτο στην επικεφαλίδα εκείνου του blog εικονίζει τον άγιο Αμβρόσιο.

Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης ‐ ένας εκπρόσωπος ενός ιδιότυπου νηπτικού «ενοριακού μυστικισμού»


Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης ‐ ένας εκπρόσωπος ενός ιδιότυπου νηπτικού «ενοριακού μυστικισμού»



Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Μεταξύ των αγιασμένων μορφών του 20ου αιώνα εξέχουσα θέση κατέχει ο ευλαβέστατος και όσιος εφημέριος του χωριού Πλάτανος παπα‐Δημήτρης Γκαγκαστάθης.
Πρόκειται για μια οσιακή μορφή, καίτοι έζησε ως έγγαμος στον κόσμο.
Υπήρξε προικισμένος με πολλά χαρίσματα, με πολλή επιμέλεια, καθαρότητα συνειδήσεως, άλαλο πίστη, βαθειά ταπείνωση και με πληρότητα αγάπης στο Θεό και τον πλησίον.
Γεννήθηκε στις αρχές του αιώνος μας, και συγκεκριμένα γεννήθηκε το 1902 στο χωριό Πλάτανος, όπου αργότερα, επί 42 συναπτά έτη,εχρημάτισε ο καλός ποιμήν των λογικών προβάτων.
Εκοιμήθη το 1975, στις 29 Ιανουαρίου εν ειρήνη.
Ο Πλάτανος είναι μια μικρή κωμόπολη, ένα μεγάλο χωριό,15 χιλιόμετραδεξιά από την πόλη των Τρικάλων, στη Θεσσαλία.
Ο πατήρ Δημήτριος είχε σημεία θαυμαστά από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Κι αυτά που παρέλαβε από το Θεό τα καλλιέργησε με φιλότιμο, τα αύξησε και πάντοτε ταπεινά και για τη δόξα του Θεού και μόνον.
Όταν ο Θεός βρει τέτοια σκεύη τα αξιοποιεί, τα πλουτίζει και χαριτώνεται η ζωή τους και κοντά σ’ αυτούς και όσοι πλησιάζουν σ’ αυτές τις πνευματικές θερμάστρες, σ’ αυτά τα λιμάνια.
Ο παπα-Δημήτρης δεν έτυχε σπουδών. Με δυσκολίες τελείωσε το δημοτικό στο χωριό του. Ήταν βοσκός προβάτων. Όπου κι αν βρισκόταν είχε μνήμη Θεού, μνήμη θανάτου και έκλεινε τα πρόβατα στη στάνη και πήγαινε με δάκρυα και εκκλησιαζόταν. Όταν αυτό δεν μπορούσε να το κάνει, γονάτιζε εκεί που ήταν στα βουνά και έκλαιγε, ζητώντας το έλεος του Θεού, διότι βρισκόταν μακράν του οίκου του Θεού. Διάβαζε με πολλή κατάνυξη βίους αγίων και τους αισθανόταν φύλακες, ευεργέτες και προστάτες. Είχε αίσθηση ζώσα της παρουσίας των. Τους κρατούσε κοντά του η καθαρότητα του βίου του. Και όπως τόνιζε η εργασία φέρνει την αξία. Αισθανόταν πώς θα πρέπει να τον προστατεύουν οι άγιοι και δεν έκανε τίποτε εάν δεν ξεκινούσε από το Θεό κι εάν δεν κατέληγε στο Θεό. Δηλαδή, αν έφευγε το πρωί για να φυλάξει τα πρόβατα, θα περνούσε πρώτα από τους Ταξιάρχες, ένα ναό του 1600 μ.Χ, κατανυκτικό, με τοιχογραφίες, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του.
Εκεί, έμαθε για το Θεό και από την ευλαβέστατη γιαγιά του και τους ευσεβείς γονείς του τα ιερά γράμματα .
Έλεγε: «να με προστατεύετε, να με φυλάξετε, να γυρίσω και πάλιν στον οίκο σας, να σας πω το ευχαριστώ». Πρώτα στον οίκο του Θεού και μετά στις δουλειές και πάλιν στον οίκο του Θεού και μετά στο σπίτι. Αυτό ήταν το πρόγραμμα της ζωής του.
Βασικός σταθμός στην ζωή του παπα-Δημήτρη ήταν η γνωριμία του με τον Γέροντα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη.
Ο σεβάσμιος λευῒτης αποτελούσε πρόσωπο αξιοσέβαστο και ιερό για τον Γέροντα αλλά και για την αδελφότητα του Μεγάλου Μετεώρου και κατόπιν της Σιμωνόπετρας και της Ορμύλιας.
Η γνωριμία των δύο πατέρων ξεκινά από την εγκαταβίωση του π.Αιμιλιανού στα Μετέωρα ,έναν χώρο οικείο για τον π.Δημήτριο ,καθώς εκεί εξομολογούνταν από τα πρώτα κιόλας χρόνια της πολυκύμαντης και περιπετειώδους ζωής του.
Τον νεαρό ιερομόναχο Αιμιλιανό εντυπωσίασε βαθύτατα η ευλάβεια του παπα Δημήτρη προς τους Ταξιάρχες ,προστάτες αγίους του χωριού του, η απλότητα, η οικείωσή του προς τα «ιερώς τελούμενα» ,
η άσκηση και η ταπείνωσή του. Όταν μετά από λίγο αυτός ο ενάρετος ιερέας άρχισε να εξομολογείται στον Γέροντα,διατηρώντας αυτόν τον πνευματικό δεσμό μέχρι το οσιακό του τέλος ,αποκάλυψε σε εκείνον τα εσώτατα των νηπτικών,προσευχητικών και λατρευτικών βιωμάτων του.
Η ζωή του ,όπως γράφει ο ίδιος ο Γέροντας γι΄αυτόν ,ήταν μια χειραγωγία από την Θεία Χάρη ,ώστε να αναδεικνύεται όργανο έκφρασης του Αγίου Πνεύματος. (Κατηχήσεις Τόμος 1ος)
Ο παπα‐Δημήτρης εκφράζει απόλυτα έναν νηπτικό εγκόσμιο ασκητισμό αν καί έγγαμος εφημέριος με πλείστες ενοριακές και οικογενειακές υποχρεώσεις.
Πρόκειται για μια πνευματικότητα με κέντρο την μικρή ενορία ,η οποία δεν εμποδίζει την εσωτερική –μυστική εμπειρία και κινείται σε δύο επίπεδα,
Το πρώτο αφορά την συνεπή και ακριβέστατη λειτουργική ζωή ,παράληλα με μια κοινωνικότητα που αποδείκνυαν τα έργα φιλανθρωπίας ( οἰκονομικές ἐνισχύσεις,ἐνοριακή βιβλιοθήκη κ.τ.τ. ),η μέριμνα για το ποίμνιό του και η ενασχόλησή του για την λύση των ποικίλων προβλημάτων των ενοριτών
Το δεύτερο αφορά στην προσωπική του πνευματική καλλιέργεια μέσω της πολύωρης και ολονύκτιας προσευχής και της άσκησης .
Ο Γέροντας δέ διστάζει να χαρακτηρίσει τον παπα‐Δημήτρη σαν ζωντανό καί ενεργό μυστήριο ,σάν νέο Μωϋσή ,που ζούσε μέσα στο θειο γνόφο, πάντοτε «ἀκέραιος, ἀνέλικτος, ἀσυγκατάβατος, σταθερός».(Kατηχήσεις –Τόμος 1ος)
Σημαντικό επίσης στοιχείο της προσωπικότητας του π.Δημητρίου Γκαγκαστάθη ,πέρα από την προσωπική βίωση των μυστηρίων του Θεού, ήταν και οι σχέσεις φιλίας και αδελφοσύνης που ανέπτυξε με σπουδαίες και εξέχουσες προσωπικότητες ,όπως οι « ὁσίως βιώσαντες» π. Φιλόθεος Ζερβάκος, π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης καί π. Ιουστῖνος Πόποβιτς(μέσω των πνευματικών του τέκνων π. Ἀθανασίου και π. Ἀμφιλοχίου) με τους οποίους διατηρούσε επαφή είτε επισκεπτόμενος, είτε δι’ αλληλογραφίας, ζητώντας συμβουλές , πνευματική ενίσχυση ακόμα και έλεγχο των πνευματικῶν του εμπειριῶν.
Ιδιαιτέρως αγαπούσε τα ιερά προσκυνήματα και τις ιεραποδημίες, εμπέδωνε γνωριμίες με πρόσωπα ιεραποστολικής δράσης, και ενίσχυε κάθε προσπάθεια διαδόσεως του θελήματος του Θεού.
Θά έλεγε κανείς πως με τον τρόπο του συγκροτοῦσε ένα πνευματικό δίκτυο μεταδόσεως βιωμάτων και αλληλοενισχύσεως, διαβλέποντας προφητικά τή ματαιότητα , τή σύγχυση καί τα αδιέξοδα τῆς σύγχρονης κοινωνίας.

Διάφορα άλλα περιστατικά με τον π.Δημήτριο Γκαγκαστάθη
Ένα βράδυ έκανε τους χαιρετισμούς της Παναγίας στους φίλους του Ταξιάρχες.
Ύστατο μπροστά στην Ωραία Πύλη βλέπων προς την εικόνα της Παναγίας του τέμπλου και έψαλλε. Συνήθιζε να ψάλει και το Θεοτόκε Παρθένε….
Κατά την στιγμή εκείνη παρουσιάστηκε μια γυναίκα, τον έπιασε από το χέρι και τον γύρισε ακριβώς απέναντι από την Ωραία Πύλη, που βρίσκεται τοιχογραφημένη η Κοίμηση της Θεοτόκου και εξαφανίσθηκε.
Ο Θεός όμως ήδη του είχε στείλει την πρόσκληση για το Ουράνιο Δείπνο που του ετοίμαζε.
-Την 1ην Ιουνίου 1963 λειτούργησε στην ιερά μονή της Άγιας Τριάδος Μετεώρων. Κατά την ώρα του χερουβικού η Αγια Τράπεζα έβγαλε άρωμα, γιατι Εκει ήταν και ένα μικρό κουτάκι με λείψανα Αγίων.
Έβγαινε ως ένας μικρός στύλος καπνού, που ευωδίαζε όλο το Ναό. Κατανυκτική Λειτουργία που δεν περιγράφεται.
Να η Θρησκεία μας φωνάζει ότι είναι ζωντανή.
-Όλη την βδομάδα που εργαζόμουν το κεφάλι μου και το δεξί μου χέρι ευωδίαζε.
Την 7ην Ιουνίου Παρασκευή, εργαζόμουν όλη την μέρα στο κτήμα μου μακριά από τον κόσμο.
Όλη την μέρα έψαλλα διάφορα κατανυκτικά τροπάρια και προ παντός της Θεοτόκου.
Δεν αισθανόμουν ούτε κούραση, ούτε πεινά, ούτε και τον καύσωνα της μέρας, γιατι ήλθα Εκει που έπρεπε την κατάνυξη.
Εκάθησα λίγο να ξεκουραστώ Εκει και ακούω μια φωνή να λέγει.
«είσαι ευπρόσδεκτος όπως έλθεις στο Αγιον Όρος, στην μεγάλη μου εορτή.
Θα γράψεις στους Δανιηλαίους και αυτοί θα σε τακτοποιήσουν.
Τώρα σε περιμένω να έρθετε».
19. Ενθύμιο Θερμοκρασίας.
Την 23ην Αυγούστου ημέρα Σάββατο και 24ην Κυριακή, έκανε ζέστη μεγάλη
47 βαθμούς και κινδύνευε ο κόσμος να χαθεί. Λίβας δυνατός ξέρανε τα αμπέλια και σχεδόν τα λαχανικά μποστάνια και δεντροφυτείες. Τα χάλασε τα περισσότερα.
Μεγάλο κακό. Τα νερά λιγόστεψαν.
Αυτά έγινα παρά του Θεού προς γνώση και συμμόρφωση
-Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας την 15 Αυγούστου 1959 παίρνοντας την εικόνα της Παναγίας, για να σηκώσουμε το ύψωμα άρχισε να σείεται το τέμπλο επί 30 λεπτά. Πρωτοφανές αυτό.
Συνέβη και το 1931 την ώρα που ο δάσκαλος Χρήστος Ντάσκος έψαλε το,
«Οτε η μετάστασις του αχράντου σου σώματος»,
δάκρυσε ο Πέτρος μέχρι που τελείωσε το ύψωμα και τα δάκρυα τα πήραμε με το βαμβάκι.
Την 18ην Αυγούστου 1959 ενώ λειτουργούσα στους Ταξιάρχες περί την 4ην της νυκτός, μόλις πλησίασα την Ωραία Πύλη, βλέπω στο αριστερό μέρος και ακολουθούσε ένα εύμορφο παιδάκι μικρής ηλικίας και χάθηκε σαν σκιά, και κρότος ακούστηκε πάνω από την κανδήλα της Παναγίας και άρχισε να σείεται μέχρι το τέλος της Λειτουργίας.
-Και την 26 Σεπτεμβρίου ώρα 4ην την νύχτας που λειτουργούσα στους Ταξιάρχες είδα κατά την ώρα της δοξολογίας να στέκεται το ίδιο παιδάκι μπροστά στην προσκομιδή και χάθηκε σαν καπνός.
(ΠΗΓΗ.ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ-Έκδοσις Ορθοδοξη Κυψέλη)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2011

Ορθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωής - Μέρος Α'-Του Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καί Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Ορθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωής - Μέρος Α'
Του Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καί Αγ. Βλασίου Ιεροθέου
Η αυτοσυνειδησία στόν άνθρωπο είναι πολύ σημαντικό γεγονός, γιατί ένας πού δέν έχει συνείδηση ή δέν γνωρίζει τί κάνει καί έχει τό ακαταλόγιστο δέν είναι αληθινός άνθρωπος. Οι νεκροί δέν έχουν ενεργή τήν συνείδηση, αλλά καί όσοι πλησιάζουν πρός τόν θάνατο έχουν απώλεια συνειδητότητας. Ο άνθρωπος πρέπει νά γνωρίζη επαρκώς ποιός είναι, από πού κατάγεται, ποιά είναι η σχέση του μέ τό περιβάλλον, νά θέτη όρια μέ τούς ανθρώπους πού τόν περιβάλλουν, αλλά καί νά αποκτά γέφυρες επικοινωνίας μέ αυτούς, χωρίς νά αλλοτριώνεται, χωρίς νά χάνη τήν ταυτότητά του.

Αυτό επεκτείνεται καί στόν κοινωνικό, πολιτισμικό, εθνικό καί χριστιανικό τρόπο ζωής. Είναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε ποιοί είμαστε ως έθνος, ποιά είναι τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού μάς διακρίνουν από άλλα έθνη καί άλλους πολιτισμούς, σέ ποιά σημεία μπορούμε νά επικοινωνήσουμε μέ τά άλλα έθνη καί ποιά σημεία είναι αναπαλλοτρίωτα καί αδιαπραγμάτευτα. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί μέ τούς πολιτισμούς συμβαίνουν πολλά στό θέμα τής αφομοίωσης καί τής επίδρασης μεταξύ τους, όπως είναι η «πολιτισμική πρόσκτηση ή σύνθεση», η πολιτισμική μεταβολή καί η λεγόμενη «αφομοίωση» καί η πολιτισμική αλλαγή, ο λεγόμενος «αποεκπολιτισμός». Ο τίτλος τού θέματος έχει δύο κεντρικά σημεία, τό ένα «Ορθοδοξία καί Δύση», καί τό άλλο «ο τρόπος ζωής». Ενδιάμεσα θά δούμε καί τήν διαφορά πού υπάρχει μεταξύ αυτών τών δύο μεγάλων πολιτιστικών καί θρησκευτικών τρόπων ζωής.
1. Ορθοδοξία καί Δύση
Στήν αρχή πρέπει νά προσδιορισθή ότι οι έννοιες Ορθοδοξία καί Δύση δέν είναι αντίθετες, γιατί Ορθοδοξία έχουμε καί στήν Δύση, όπως τήν Δύση συναντάμε καί στόν ορθόδοξο χώρο. Μάλλον θά μπορούσαμε περισσότερο νά κάνουμε λόγο γιά Ρωμανία-Βυζάντιο καί λόγο γιά τήν Δύση. Πάντως, όταν ομιλούμε γιά τήν σχέση καί διαφορά μεταξύ Ρωμανίας-Βυζαντίου καί Δύσης πρέπει νά τήν προσδιορίσουμε από τρείς πλευρές. Η πρώτη είναι η γεωγραφική, αφού Ανατολή είναι τό ανατολικό μέρος τής Ευρώπης ή τού κόσμου καί Δύση τό δυτικό. Μέ τούς όρους αυτούς παλαιότερα γινόταν λόγος γιά τά δύο τμήματα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τό δυτικό καί τό ανατολικό. Έτσι, Δύση είναι ο Ευρωπαϊκός χώρος καί Ανατολή είναι η Μικρά Ασία καί η Μέση Ανατολή. Επίσης, πρέπει νά προστεθούν ο Βορράς καί ο Νότος. Η δεύτερη προσδιοριστική πλευρά είναι η χρονική-ιστορική, βάσει τής οποίας η ιστορία χωρίζεται σέ αρχαίους, μέσους καί νεωτέρους χρόνους, αφού κάθε χρονική-ιστορική περίοδος έχει τίς ιδιαιτερότητές της. Έτσι, στήν αρχαία Ελλάδα επικρατεί η αρχαία κλασσική φιλοσοφία, στούς μέσους χρόνους στήν Δύση έχουμε τήν εμφάνιση διαφόρων άλλων λαών, όπως οι Βησιγότθοι, οι Οστρογότθοι, οι Βάνδαλοι, οι Λογγοβάρδοι, οι Φράγκοι, καί στήν Ανατολή έχουμε τήν εμφάνιση άλλων λαών, όπως οι Άβαροι, οι Άραβες, οι Οθωμανοί κλπ. πού άσκησαν διάφορες επιδράσεις πάνω στούς χώρους αυτούς. Η τρίτη προσδιοριστική πλευρά είναι η πολιτισμική, αφού στούς δύο αυτούς γεωγραφικούς καί ιστορικούς χώρους, αναπτύχθηκαν ιδιαίτεροι πολιτισμικοί τρόποι ζωής, πού είχαν διάφορες επιδράσεις στούς ανθρώπους καί τούς λαούς. Έτσι, κάνουμε λόγο γιά έναν ιδιαίτερο τρόπο μέ τόν οποίο οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τόν Θεό, τόν άνθρωπο, τήν κοινωνία, τήν οικογένεια, τήν παιδεία κλπ.. Όσα θά πούμε στήν συνέχεια αναφέρονται κυρίως στήν τρίτη αυτή πλευρά, τήν πολιτισμική, πού μάς ενδιαφέρει εδώ, καί θά προστεθούν καί στοιχεία από τίς άλλες πλευρές.
2. Ιστορία καί θεολογία
Μεταξύ δυτικού καί ανατολικού ανθρώπου πράγματι υπάρχουν σαφείς διαφορές στόν τρόπο ζωής. Αυτό φαίνεται στόν τρόπο τής σκέψεως καί τής πράξεως, στόν τρόπο μέ τόν οποίο αντιμετωπίζει κανείς τόν Θεό, τόν άνθρωπο καί τόν κόσμο, στόν τρόπο μέ τόν οποίο διοργανώνει τήν κοινωνική του ζωή, καί επεκτείνεται καί σέ άλλους χώρους, όπως τήν οικογενειακή ζωή, τήν ψυχαγωγία κλπ. Γιά νά τό δούμε αυτό καλύτερα πρέπει νά εξετάσουμε τήν σχέση μεταξύ τής ιστορίας καί τής θεολογίας. Συμβαδίζουν στενά η ιστορία μέ τήν θεολογία. Άλλωστε, ο Χριστός ενηνθρώπησε μέσα στήν ιστορία, τόν χώρο καί τόν χρόνο, προσέλαβε τό θνητό καί παθητό σώμα, τό θέωσε καί τό απάλλαξε καί από τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα, μέ τήν Ανάσταση καί τήν Ανάληψή Του στούς ουρανούς. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τήν Εκκλησία, η οποία δέν προέρχεται από τόν κόσμο, αλλά κινείται καί εργάζεται στόν κόσμο καί τήν ιστορία. Αυτό συμβαίνει καί μέ τίς διαφορές μεταξύ Δύσεως καί Ανατολής, πού μάς ενδιαφέρει στό σημείο αυτό. Στόν χώρο πού εμφανίσθηκε ο Χριστιανισμός, δηλαδή στήν Παλαιστίνη κατ’ αρχάς καί στήν συνέχεια στόν ενιαίο χώρο τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρχαν τρία ρεύματα, ήτοι η εβραϊκή σκέψη, η ελληνική φιλοσοφία καί τό ρωμαϊκό δίκαιο. Καί τά τρία αυτά ρεύματα συναντήθηκαν μεταξύ τους καί αποτέλεσαν μιά ενότητα καί έναν πολιτισμό. Στήν πραγματικότητα η πρώτη συνάντηση έγινε μεταξύ ελληνισμού καί ρωμαϊκής σκέψεως, μάλιστα δέ η ελληνική γλώσσα μιλιόταν στήν Ρώμη από τόν 2ο αιώνα π.Χ., ώστε δέν ήταν αναγκαία η ύπαρξη μεταφραστών στήν Σύγκλητο. Ο Μ. Αλέξανδρος, μέ τήν επέκτασή του πρός ανατολάς, αλλά καί οι Έλληνες φιλόσοφοι καί διανοητές πού είχαν επηρεάσει τούς Λατίνους τής Δύσεως δημιούργησαν έναν κοινό πολιτισμικό τρόπο ζωής στόν τότε γνωστό κόσμο, στήν τότε οικουμένη. Μιλούσαν βασικά δύο γλώσσες, τήν ελληνική καί τήν λατινική.
Μέ τήν εμφάνιση τού Χριστιανισμού γίνεται καί μιά άλλη σύνθεση μεταξύ εβραϊκής καί ελληνιστικής σκέψεως, στήν πραγματικότητα ο Χριστιανισμός ονομάσθηκε τό τρίτο γένος, τό οποίο ένωσε τήν εβραϊκή καί τήν ελληνική σκέψη. Δέν είναι ο χρόνος κατάλληλος γιά νά δούμε πώς συνδέθηκαν τά τρία αυτά ρεύματα, όπως φαίνεται στήν διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου, τών Αποστολικών Πατέρων καί κυρίως τών μεγάλων Πατέρων τού 4ου αιώνος μ.Χ. Άς δούμε κατ’ αρχάς πώς διαμορφώθηκαν τά ιστορικά δεδομένα στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καί μετά πώς επηρέασαν τά δεδομένα αυτά τήν θεολογία, οπότε διαμορφώθηκε αυτό τό ιδιαίτερο ήθος μεταξύ Ανατολής καί Δύσεως. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επηρεασθή από τόν ελληνικό πολιτισμό καί αργότερα από τόν Χριστιανισμό. Μετά τούς διωγμούς τών τριών πρώτων αιώνων, ο Χριστιανισμός απέκτησε κύρος μέσα στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ιδίως μάλιστα όταν ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε τήν πρωτεύουσα τού Ρωμαϊκού Κράτους στήν πόλη τού Βυζαντίου, τήν οποία όμως μετονόμασε σέ Νέα Ρώμη, καί αργότερα προσέλαβε τήν ονομασία τού ιδρυτού της καί ονομάσθηκε Κωνσταντινούπολη. Δέν υπάρχει διαίρεση τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά απλώς μεταφορά τής πρωτεύουσάς της. Ήταν επόμενο η νέα Πρωτεύουσα νά αποκτήση μεγάλη δόξα, επειδή ήταν έδρα τού Αυτοκράτορος καί τής Συγκλήτου καί γι’ αυτό μέ τόν καιρό καί ο θρόνος τής Κωνσταντινουπόλεως απέκτησε τά ίσα πρεσβεία τιμής μέ τήν Παλαιά Ρώμη. Η μεταφορά, όμως, τής Πρωτεύουσας τού Ρωμαϊκού Κράτους στήν Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα νά αποδυναμωθή τό δυτικό τμήμα από πλευράς πολιτικής. Βεβαίως αποστέλλονταν, όταν χρειαζόταν, στρατεύματα γιά νά αντιμετωπισθούν διάφοροι εισβολείς, αλλά αυτό δέν ήταν εύκολο πάντοτε. Έτσι, κατέβαιναν από τό βορρά διάφορα φύλα, όπως οι Γότθοι, οι Βησιγότθοι, οι Οστρογότθοι, οι Βάνδαλοι, οι Λογγοβάρδοι καί τελικά οι Φράγκοι καί κατελάμβαναν διάφορα μέρη τού δυτικού τμήματος τής ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπάρχουν πολλά ιστορικά βιβλία πού τό παρουσιάζουν αυτό, απλώς θά αναφέρω τά όσα γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης καί ο Ζάκ λέ Γκόφ. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα καί στό βιβλίο «Διάλογοι» πού έγραψε ο Πάπας Ρώμης άγιος Γρηγόριος, ο επονομαζόμενος Διάλογος.
Μετά από επανειλημμένες εισβολές τών γερμανικών φύλων καί κατακτήσεις εδαφών, τελικά ο Καρλομάγνος κυρίευσε τό μεγαλύτερο μέρος τού δυτικού τμήματος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί ίδρυσε τήν Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τού Γερμανικού Έθνους. Βέβαια, καί ο Πάπας οικειοποιήθηκε τήν πολιτική εξουσία τού δυτικού τμήματος καί τελικά ξέσπασαν διαρκείς πόλεμοι μεταξύ τών Παπών καί τών Φράγκων Βασιλέων γιά τό βαθμό τής πολιτικής εξουσίας τού καθενός στά μέρη εκείνα. Τό σημαντικό είναι ότι οι Φράγκοι εισήγαγαν στήν Ευρώπη τό φεουδαλιστικό σύστημα διοικήσεως. Σύμφωνα μέ αυτό ο Ρήγας χώρισε τό Βασίλειό του σέ τμήματα καί τά έδωσε σέ διαφόρους ευγενείς, πολεμάρχους, δούκες, κόμητες, βαρώνους καί κατώτερους ιππότες. Μέ τόν καιρό δέ τά φέουδα αυτά αναγνωρίζονταν ως «κληρονομικά οικογενειακά δικαιώματά» τους. Πρόκειται γιά προσωπικές σχέσεις πού συνδέονταν μεταξύ τους ιεραρχικά. Τά χαρακτηριστικά στοιχεία τού φεουδαλιστικού συστήματος ήταν δύο. Τό πρώτον ήταν τό συμβόλαιο τής υποτέλειας, όπως φαινόταν στήν τελετή πού γινόταν, κατά τήν οποία ο υποτελής έδινε υπόσχεση ότι θά ανήκη στόν άρχοντα καί ανελάμβανε υποχρεώσεις «στήν διοίκηση, τή δικαιοσύνη καί τόν στρατό τού άρχοντα». Τό δεύτερο γνώρισμα ήταν τό φέουδο, δηλαδή η παραχώρηση ενός τμήματος γής καί αυτό φαινόταν από τήν προσφορά ενός αντικειμένου, όπως λάβαρο, σκήπτρο, ράβδος, δαχτυλίδι, μαχαίρι, γάντι, κομμάτι άχυρο κλπ.. Βασικές δέ αρχές τού φεουδαλιστικού συστήματος ήταν ο σεβασμός στήν δικαιοσύνη, η τάξη στήν δημιουργία καί, κατά συνέπεια, εκείνος πού διαταράσσει τήν τάξη προκαλεί τήν οργή τού άρχοντος καί αυτό απαιτεί τήν αποκατάσταση τής δικαιοσύνης πού γίνεται διά τής τιμωρίας, μέ τήν οποία ικανοποιείται η δικαιοσύνη καί επαναφέρεται η τάξη στήν δημιουργία.
Οι Φράγκοι ηγεμόνες μέ τίς στρατιωτικές επιδρομές απέκοψαν τό δυτικό τμήμα από τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, λάμβαναν τήν άδεια καί τήν ευλογία από τόν Πάπα, σημαντική δέ ήταν η στέψη τού Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα τά Χριστούγεννα τού έτους 800 μ.Χ. Επίσης, οι Φράγκοι χορήγησαν καί πολιτική εξουσία στόν Πάπα. Εκείνο πού πρέπει νά σημειωθή είναι ότι στήν εποχή μας τά πρώτα Κράτη πού απετέλεσαν τήν Ε.Ο.Κ. ήταν τά βασικά κράτη πού αποτελούσαν τό κράτος τού Καρλομάγνου, τήν αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τού Γερμανικού Έθνους. Στήν Ευρώπη σήμερα έχουν ως πρότυπο τόν Καρλομάγνο, ως προστάτη τής παιδείας τό κτήριο στίς Βρυξέλλες έχει τό όνομα τού Καρλομάγνου καί όσοι συντελούν στήν ενότητα τής Ευρώπης λαμβάνουν τό βραβείο τού Καρλομάγνου. Μετά τήν σύντομη αυτή ιστορική καί πολιτική ανασκόπηση άς δούμε καί τά θεολογικά δεδομένα πού διαμορφώθηκαν στό δυτικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ανύψωση τού Επισκόπου τής Νέας Ρώμης στά ίσα πρεσβεία τιμής μέ τόν Επίσκοπο τής Παλαιάς Ρώμης προκάλεσε τόν Πάπα, μέ αποτέλεσμα νά μήν παρίσταται προσωπικά σέ καμμιά Οικουμενική Σύνοδο, πού γινόταν στό ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά απέστελλε αντιπροσώπους. Ωστόσο υπήρχε ακόμη ενότητα μεταξύ τών Επισκόπων τής Παλαιάς καί Νέας Ρώμης, όπως αποδεικνύεται από τήν Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά καί τήν Η’ Οικουμενική Σύνοδο επί τού Μεγάλου Φωτίου. Σέ όλη τήν Αυτοκρατορία υπήρχε ενότητα στήν πίστη καί τόν ησυχασμό, οι πολίτες της ήταν δίγλωσσοι, δηλαδή ελληνόφωνοι Ρωμαίοι καί λατινόφωνοι Ρωμαίοι, αργότερα δέ προστέθησαν καί οι αραβόφωνοι καί σλαυόφωνοι Ρωμαίοι. Στήν Εκκλησία τής Παλαιάς Ρώμης υπήρχαν Πατέρες πού μιλούσαν τήν ελληνική γλώσσα καί Πατέρες πού μιλούσαν τήν λατινική γλώσσα, αλλά ήταν ορθόδοξοι. Ο ιερός Αυγουστίνος δέν εγνώριζε καθόλου τήν ελληνική γλώσσα, δέν μπορούσε νά παρακολουθήση τίς συζητήσεις πάνω στά δογματικά θέματα πού γίνονταν στό ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί γι’ αυτό, καίτοι έκανε αγώνες εναντίον τών αιρετικών, εν τούτοις εξέφραζε καί μερικές απόψεις πού δέν συντονίζονταν μέ τήν διδασκαλία τών ελληνόφωνων καί λατινόφωνων Πατέρων τής Εκκλησίας, ανατολής καί δύσεως.
Οι Φράγκοι τόν 8ο αιώνα, μετά τήν πολιτική κυριαρχία τους στό δυτικό τμήμα, απεφάσισαν νά διαφοροποιήσουν τήν Ευρώπη πολιτιστικά καί θεολογικά. Έτσι, υιοθέτησαν τίς απόψεις τού ιερού Αυγουστίνου, τού μόνου εκκλησιαστικού συγγραφέως πού δέν γνώριζε ελληνικά, αλλά λατινικά, καί είχε επηρεασθή από τόν νεοπλατωνισμό. Σημαντικό ορόσημο αυτής τής διαφοροποίησης ήταν η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος περί τής θεολογίας τών ιερών εικόνων. Είναι γνωστόν ότι η Οικουμενική αυτή Σύνοδος, στήν οποία συμμετείχαν καί οι εκπρόσωποι τού Πάπα, οι οποίοι καί υπέγραψαν τά Πρακτικά, απεφάσισε τήν τιμητική προσκύνηση τών ιερών εικόνων καί όχι τήν λατρεία τους. Ο Καρλομάγνος έδωσε αμέσως εντολή στούς θεολόγους τού επιτελείου του (Αλκουΐνο καί Θεοδούλφο) νά αναιρέσουν τίς αποφάσεις τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι, εγράφησαν τά γνωστά Libri Carolini μέ τά οποία εσκεμμένως κατηγορούσαν τήν Οικουμενική Σύνοδο ως αιρετική. Στήν συνέχεια ο Καρλομάγνος συνεκάλεσε στήν Φραγκφούρτη τό 794 μ.Χ. Σύνοδο στήν οποία συμμετείχαν οι Επίσκοποι τής επικράτειάς του, αναγνώσθηκαν τά Libri Carolini καί καταδικάσθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος.
Είναι σημαντικό τό γεγονός ότι ενώ στά Libri Carolini οι κάτοικοι τού ανατολικού τμήματος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν Ρωμαίοι, στά Πρακτικά τής Συνόδου τής Φραγκφούρτης ονομάσθηκαν Γραικοί. Δηλαδή, μεταξύ 787 καί 794 έγινε η μεγαλύτερη πλαστογραφία στήν ιστορία εναντίον ενός έθνους. Μάλιστα δέ οι Γραικοί ονομάσθηκαν αιρετικοί ως Έλληνες-ειδωλολάτρες, επειδή δήθεν λατρεύουν τίς ιερές εικόνες, καί στήν συνέχεια εγράφησαν τά γνωστά συγγράμματα Contra errores Grecorum, σύμφωνα μέ τήν αντίληψή τους ότι οι Φράγκοι είναι Ρωμαίοι καί Ορθόδοξοι. Βεβαίως, στό ανατολικό τμήμα εξοκολουθούσαν νά αποκαλούν τούς εαυτούς τους Ρωμαίους μέχρι τής πτώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόν 14ο αιώνα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ονομάζει τούς ορθοδόξους κατοίκους τής Μικράς Ασίας, πού είχαν αιχμαλωτισθή στούς Οθωμανούς, Ρωμαίους, ενώ Βυζαντινοί χαρακτηρίσθηκαν τόν 16ο αιώνα, μετά τήν πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως, τό 1562, από τόν φράγκο ιστορικό Ιερώνυμο Βόλφ. Μετά από αυτό, στήν Σύνοδο τού Άαχεν τό 809, οι Φράγκοι εισήγαγαν τό Filioque, μέ αποτέλεσμα νά διαφοροποιηθή τελείως τό δυτικό τμήμα, όχι μόνον πολιτικά, αλλά καί θεολογικά, από τό ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτό πού συνηθίσαμε νά ονομάζουμε Βυζάντιο. Ο 9ος αιώνας είναι μιά κρίσιμη εποχή πού δείχνει όλες αυτές τίς αποσχιστικές τάσεις, καί κυρίως αυτό φαίνεται έντονα τήν εποχή τού Μ. Φωτίου. Τότε εκδηλώθηκαν φανερά όλες οι επεκτατικές τάσεις τών Φράγκων ηγεμόνων, αλλά καί οι υπερφίαλες απόψεις τών Παπών καί πραγματικά ο Μέγας Φώτιος υπήρξε μιά μεγάλη φυσιογνωμία πού διέθετε εξυπνάδα, γνώση, διακριτικότητα καί μαχητικότητα. Αλλά, δυστυχώς τό ρεύμα τής ιστορίας, όπως καθορίσθηκε από τούς Φράγκους ηγεμόνες, τήν πολιτική τών Παπών καί τήν εξασθένηση τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από ανατολικούς εχθρούς, υπερέβαινε όλους.
Πάντως, στήν αρχή ο Πάπας τής Ρώμης αντιδρούσε εναντίον τών ενεργειών τού Καρλομάγνου γιά τήν καταδίκη τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά ο Καρλομάγνος είχε μεγάλη πολιτική καί στρατιωτική δύναμη καί επέβαλε τίς απόψεις του. Τελικά, ύστερα από διάφορες αλλαγές, οι Φράγκοι επέβαλαν φιλοφράγκους καί Φράγκους Πάπες στόν θρόνο τής Ρώμης, οι οποίοι εισήγαγαν τό 1009 τό Filioque στό Σύμβολο τής Πίστεως, οπότε έχουμε τήν θεολογική απόσχιση τού δυτικού τμήματος από τό ορθόδοξο ανατολικό τμήμα, ουσιαστικά τήν απόσχιση καί τήν ακοινωνησία τής Παλαιάς Ρώμης από τήν Νέα Ρώμη καί τά Πατριαρχεία τής Ανατολής. Επομένως, όταν εξετάσουμε μέ προσοχή όλη αυτήν τήν πολιτική καί θεολογική διαφοροποίηση τών Φράγκων, παρατηρούμε ότι στήν αρχή έχουμε σχίσμα μέσα στό δυτικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μεταξύ Πάπα Ρώμης καί Φράγκων, καί στήν συνέχεια έχουμε υποδούλωση τής δυτικής Εκκλησίας στούς Φράγκους ηγεμόνες καί τήν τελική απομάκρυνση τής Παλαιάς Ρώμης από τήν Νέα Ρώμη. Η πολιτική απόσχιση οδήγησε καί στήν εκκλησιαστική απόσχιση.
Οι Φράγκοι θεολόγοι, πού βρίσκονταν στό περιβάλλον τού Καρλομάγνου, υιοθέτησαν, όπως αναφέρθηκε, τίς απόψεις τού ιερού Αυγουστίνου, καί έτσι δημιουργήθηκε ο λεγόμενος σχολαστικισμός, πού έλαβε τό όνομα από τίς σχολές πού αναπτύχθηκαν τότε στά Πανεπιστήμια, καί είχε κέντρο τήν λογική, τόν ορθολογισμό. Αυτό σημαίνει ότι απέβαλαν τόν ησυχασμό, ως μέθοδο γνώσεως τού Θεού, καί υιοθέτησαν τόν ορθολογισμό. Αυτό καλλιεργήθηκε έντονα από τόν 11ο έως τόν 13ο αιώνα καί βασικοί σχολαστικοί θεολόγοι ήταν ο Ανσελμος Καντερβουρίας, ο Αβαιλάρδος, ο Αλβέρτος ο Μέγας, ο Θωμάς Ακινάτης, ο Δούνς ο Σκώτος, ο Γουλιέλμος Όκκαμ. Μαζί μέ τόν ορθολογισμό, ως μέθοδο γνώσεως τού Θεού, εισήχθηκε στόν δυτικό Χριστιανισμό καί ο φεουδαλισμός στήν θεολογία καί αναπτύχθηκε από τούς δύο θεολόγους, πού αναφέραμε πρό ολίγου (Άνσελμο Καντερβουρίας καί Θωμά Ακινάτη), η θεωρία περί εξιλεώσεως τής θείας δικαιοσύνης. Σύμφωνα μέ αυτήν τήν θεωρία ο Θεός εκλαμβάνεται ως ο απόλυτος καί μέγας φεουδάρχης ο οποίος είναι η υψίστη δικαιοσύνη, δημιούργησε τήν τάξη στήν δημιουργία καί η διατήρηση αυτής τής τάξεως αποτελεί τήν ύψιστη δικαιοσύνη. Όμως, η αμαρτία επέφερε τήν διατάραξη αυτής τής τάξεως καί τής δικαιοσύνης τού Θεού, ο Θεός εξοργίσθηκε γι’ αυτήν τήν ανταρσία τού ανθρώπου καί έπρεπε νά τιμωρήση τόν άνθρωπο, οπότε η ενανθρώπηση τού Χριστού καί η σταυρική θυσία Του εξιλέωσε τήν τρωθείσα θεία δικαιοσύνη καί επανέφερε τήν τάξη στήν δημιουργία.
Βεβαίως, αυτό τό θεολογικό σύστημα είχε συνέπεια καί στήν πρακτική ζωή τού δυτικού ανθρώπου. Μέ τίς θεωρίες αυτές δικαιολογούνται οι τάξεις καί διακρίσεις στήν κοινωνία – πλούσιοι καί πτωχοί– ως δοσμένες από τόν Θεό, εισάγεται ο απόλυτος προορισμός, αφού ο Θεός έχει προορίσει τόν καθένα νά σωθή ή νά καταδικασθή, σύμφωνα μέ τό προαιώνιο σχέδιό Του, καί θεσπίζεται η θεωρία τής εξιλέωσης τής θείας δικαιοσύνης. Όλα αυτά δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα στήν ζωή τών δυτικών ανθρώπων, αφού δικαιολόγησαν διάφορες στυγνές δικτατορίες καί απολυταρχίες. Έπειτα, ο καθένας δέν αγωνιζόταν, μέ τήν Χάρη τού Θεού, νά οδηγηθή από τήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί τήν θέωση, όπως διδάσκουν οι Πατέρες τής Εκκλησίας, αλλά αναζητούσε νά εξιλεωθή καί στήν πραγματικότητα αγωνιζόταν μέ τήν αυτοεξέταση νά καταλάβη άν ήταν προορισμένος από τόν Θεό νά σωθή ή νά καταδικασθή, όπως αναλύει πολύ εκφραστικά ο Max Weber αυτήν τήν διαστροφή στήν θεολογία καί τήν ζωή. Η διαστροφή τού μυστηρίου τής εξομολογήσεως, η ρατσιστική ιδεολογία στήν κοινωνία, η ύπαρξη τών δουλοπαροίκων πού όφειλαν νά ικανοποιούν τόν Θεό, είναι απόρροια αυτής τής θεωρίας. Επίσης, τά ορθολογιστικά καί ψυχολογικά συστήματα πού αναπτύχθηκαν στήν πορεία τού χρόνου ήταν αποτέλεσμα αυτής τής νοοτροπίας. Πρόκειται γιά πολιτική, θεολογική καί πολιτιστική διαφοροποίηση τής Δύσεως από τήν ορθόδοξη Ανατολή.
Στήν Ορθόδοξη Παράδοση εξακολουθεί, μέχρι σήμερα, νά παραμένη η ορθόδοξη ησυχία ως μέθοδος γνώσεως τού Θεού, αλλά νά ισχύουν καί όλα τά στοιχεία τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως τά είχαν καθορίσει οι Τοπικές καί Οικουμενικές Σύνοδοι, καί τά ανέλυσαν διεξοδικά οι Πατέρες τής Εκκλησίας. Αυτό συντονιζόταν μέ τήν αρχαία κοινή παράδοση τήν οποία είχαν οι ελληνόφωνοι καί λατινόφωνοι Πατέρες τής αρχαίας Εκκλησίας. Πράγματι, στό βιβλίο τού αγίου Γρηγορίου Διαλόγου, Πάπα Ρώμης, πού φέρει τόν τίτλο «Διάλογοι», φαίνεται καθαρά η ορθόδοξη πίστη καί η παράδοση τής ορθοδόξου ησυχίας πού βίωναν οι Επίσκοποι, οι Κληρικοί, οι μοναχοί καί οι λαϊκοί στήν Δύση, τουλάχιστον, μέχρι τόν 7ον αιώνα. Επίσης, φαίνονται οι καταστροφές καί οι βανδαλισμοί πού έκαναν τά διάφορα γερμανικά φύλα πού κατέβαιναν από τόν Βορρά, ήτοι οι Γότθοι, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Λογγοβάρδοι καί Φράγκοι, από τούς οποίους οι μέν Φράγκοι ήταν τυπικά ορθόδοξοι, αλλά είχαν άγνοια τής Ορθοδοξίας, οι δέ υπόλοιποι ήταν Αρειανοί. Οι Πατέρες τής Εκκλησίας πού απέκοψαν τήν δυτική Εκκλησία από τόν κορμό τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, λόγω τών αλλοιώσεων στήν πίστη καί τήν ζωή, δικαιώθηκαν από τήν άλλη μεγάλη επανάσταση καί απόσχιση από τόν κορμό τού δυτικού Χριστιανισμού, πού έγινε τόν 16ο αιώνα, μέ τούς Μεταρρυθμιστές, τούς Προτεστάντες. Οι ομάδες αυτών τών Χριστιανών αντέδρασαν στίς αυθαιρεσίες τού Πάπα καί απέρριψαν όλα τά στοιχεία τής Ιεράς Παραδόσεως, τά Μυστήρια, τά δόγματα, τίς ιερές εικόνες. Έτσι, μαζί μέ τόν σχολαστικισμό τών Παπικών εισήχθη στήν Δύση, μέ τούς Προτεστάντες, καί ο ηθικισμός.
Ο σχολαστικισμός πού είχε κέντρο τήν λογική τού ανθρώπου καί στό θέμα τού Θεού, ανέπτυξε τήν φιλοσοφία, μέ τήν απόρριψη τής θεολογίας τών Πατέρων τής Εκκλησίας, καί ανέπτυξε όλα τά φιλοσοφικά συστήματα καί τίς ιδεολογίες πού συναντάμε μέχρι σήμερα στόν δυτικό κόσμο. Ο ηθικισμός τών Προτεσταντών οδήγησε τούς ανθρώπους σέ μιά υποκριτική συμπεριφορά, αφού προφασίζονταν ότι είναι αναγεννημένοι, ενώ μέσα τους οργίαζαν τά πάθη. Καί οι δύο αυτές τάσεις, μέ τόν ιδιαίτερο ρόλο της η κάθε μία, οδήγησε στήν ανάπτυξη τής ψυχολογίας, τής ψυχανάλυσης καί τής ψυχοθεραπείας. Φυσικά, μαζί μέ τόν σχολαστικισμό καί τόν ηθικισμό, ως αντίδραση, αναπτύχθηκε ο ουμανισμός, η αναγέννηση, ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, ο νεωτερισμός, η μετανεωτερικότητα καί άλλα ρεύματα. Έτσι, στόν δυτικό χώρο επικρατεί σήμερα μιά θρησκευτικότητα πού στηρίζεται στόν ορθό λόγο καί τήν ηθική, ένας ουμανισμός πού εκφράζεται μέ τόν τονισμό τών ανθρωποκεντρικών στοιχείων, ένας αγνωστικισμός πού εκφράζεται μέ τήν αδιαφορία, μιά αθεΐα πού αντιτίθεται σέ όλα τά ρεύματα τά οποία εμποτίζονται από τό θρησκευτικό στοιχείο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ιστορία συμπλέκεται στενά μέ τήν θεολογία καί δημιουργεί ένα ιδιαίτερο ποικιλόμορφο πολιτιστικό τοπίο καί ιδιαίτερα κοινωνικά δεδομένα. Αυτά επηρεάζουν τόν τρόπο σκέψεως τών ανθρώπων, αλλά καί τόν τρόπο τής ζωής τους. Δέν μπορεί κανείς νά δή τόν δυτικό άνθρωπο έξω από αυτά τά δεδομένα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...