Ζούσε κάποτε στη Θηβαΐδα κάποιος που τον έλεγαν Παύλο και ήταν ευλαβής και φιλακόλουθος. Μέρα και νύκτα παρακολουθούσε την εκκλησία κι έκανε με προθυμία και τις υπόλοιπες ακολουθίες. Βλέποντάς τον έτσι οι γνωστοί του ευλαβείς και φιλακόλουθοι τοϋ λένε: «Κυρ-Παύλε, αφού ούτε γονείς έχεις ούτε γυναίκα θέλεις να πάρεις, γιατί δεν γίνεσαι μοναχός;» Κι αυτός τους απάντησε: «Καλά λέτε. Θα πάω να γίνω μοναχός». Έφυγε λοιπόν και ησύχασε σε κελλί μόνος του και δόθηκε στην άσκηση και τους υπόλοιπους κόπους και ήταν στο φρόνημα ακμαιότερος.
Βλέποντάς τον ο πονηρός δαίμονας έτσι αγωνιστή, άρχισε να του παρουσιάζεται στην φαντασία σαν άγγελος, να του προλέγει κάποια πράγματα και να τον εμπαίζει. Κι όταν ο δαίμονας κατάλαβε ότι τον έχει υποχείριο, του λέει: «Ο Χριστός αγάπησε υπερβολικά την άγια βιοτή σου και αύριο θα σε επισκεφθεί για να σου δώσει ένα χάρισμα ασκητικής διαγωγής. Εσύ λοιπόν βγες από το κελλί σου και προσκύνησέ τον και, αφού λάβεις το χάρισμα, μπαίνεις πάλι στο κελλί σου». Την επομένη λοιπόν βγαίνει από το κελλί του και βλέπει μία παράταξη, τάχα, από αγγέλους λαμπαδηφόρους και ένα πύρινο τροχό και στη μέση του τροχού να φαίνεται το σχήμα κάποιου, τον οποίο υπέθεσε ότι είναι ο Χριστός. Και μόλις επρόκειτο να σκύψει για να τον προσκυνήσει, τότε ένα χέρι, που φάνηκε μέχρι τον καρπό, τον χτύπησε και τον έσπρωξε προς τα πίσω, για να μη προσκυνήσει. Και πέφτοντας στη γη κοιτάζει προσεκτικά και δεν βλέπει ούτε τους λαμπαδηφόρους αγγέλους ούτε τον πύρινο τροχό. Κατάλαβε τότε τον εμπαιγμό του δαίμονα και έμεινε σ’ εκείνη τη θέση κλαίγοντας δύο μερόνυχτα και λέγοντας στο Θεό: «Αλλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, αμάρτησα και έχασα όλους τους κόπους της ζωής μου και τι να κάνω δεν ξέρω».
Είχε ακούσει λοιπόν ότι στην ανώτερη (νοτιότερη) Θηβαΐδα ζούσε από πολλά χρόνια μόνος σ’ ένα αγρό ένας γέροντας αναχωρητής. Σκέφτηκε λοιπόν να πάει σ’ αυτόν και να του εμπιστευτεί αυτά που του συνέβησαν. Όταν λοιπόν έφτασε κοντά στον τόπο του αγίου έπεσε με το πρόσωπο στη γη και έκλαιγε λέγοντας: «Αμάρτησα, συγχώρεσέ με και προσευχήσου για μένα». Ο γέροντας όμως τού φώναζε: «Δεν μπορείς να έλθεις εδώ, κορόιδο των δαιμόνων. Μη πλησιάσεις προς τα εδώ». Και τον επέπληττε. Αυτός όμως παρέμενε πεσμένος στο έδαφος κλαίγοντας. Τον συμπάθησε λοιπόν ο άγιος και του λέει: «Αν είχες ξεκινήσει να μάθεις μια οποιαδήποτε τέχνη, δεν θα έπρεπε πρώτα να βρεις ένα τεχνίτη και να μάθεις από αυτόν τα μυστικά της; Πού όμως έφυγες και κατοίκησες μόνος σου χωρίς να εμπιστευθείς τους λογισμούς σου σε κανέναν; Κι αν δεν σε βοηθούσε ο Θεός και η δεξιά του αγίου αγγέλου, θα προσκυνούσες τον δαίμονα και θα έχανες τα λογικά σου και θα τριγύριζες στις πόλεις σαν τους δαιμονισμένους. Αλλά από δω και στο εξής ευχαρίστησε τον Θεό που σε βοήθησε και έλα να μπεις μέσα στο κοινόβιο».
Και τον πήρε ο γέροντας σ’ ένα απ’ τα κοινόβια της Θηβαΐδος και τον παρέδωσε στον Ηγούμενο λέγοντας: «Δος του το μαγειρείο για επτά χρόνια, για να δουλέψει στην εντολή του Χριστού και να υπηρετήσει τους αδελφούς». Στον δε Παύλο είπε: «Μετά από επτά χρόνια έρχομαι και σου λέω τι να κάνεις». Κι όταν συμπλήρωσε τα επτά χρόνια, έρχεται ο γέροντας και λέγει στον αββά: «Δος του ένα κελλί έξω από το κοινόβιο». (Γιατί τα μοναστήρια της Θηβαίδος έχουν μικρά αναχωρητικά κελλιά, ώστε όταν γεράσουν κάποιοι στην άσκηση, να περνούν σ’ αυτά τις πέντε μέρες της εβδομάδας· το Σαββατοκύριακο όμως έρχονται μέσα στο κοινόβιο με τους αδελφούς). Και του λέει ο γέροντας: «Κάθισε επτά χρόνια στο αναχωρητικό κελλί και μετά έρχομαι και σου λέω τι να κάνεις». Κι όταν ξεπλήρωσε κι αυτή την εντολή, ήλθε ο γέροντας και του λέει ο αββάς Παύλος: «Τί ορίζεις να κάμω»; Τότε του λέει ο γέροντας: «Δεν με χρειάζεσαι πια· το άγιο Πνεύμα που κατοικεί μέσα σου θα σου τα διδάξει όλα».
Επειδή λοιπόν τον τίμησαν πολύ εξαιτίας αυτού του λόγου, έφυγε στη Σκήτη. Και ήλθαν εκεί οι πατέρες του κοινοβίου και τον παρακάλεσαν και τον πήραν πίσω. Και αφού επέστρεψε και είδε ότι αυξάνεται πολύ η τιμή που του γίνεται από την αδελφότητα, έφυγε πάλι στη Σκήτη. Αφού λοιπόν έμεινε στην έρημο της Σκήτης, συνέβη να τον επισκεφθούμε μαζί με άλλους τρεις πατέρες, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο Γέροντάς μου που ήταν σε προχωρημένη ηλικία. Δεν είχε ούτε ψωμί ούτε χύτρα ούτε τίποτε άλλο για τις ανάγκες του σώματος, αλλά καθώς μας πληροφόρησε ο γείτονάς του ασκητής (γιατί σ’ εκείνον διανυκτερεύσαμε λόγω του κόπου της οδοιπορίας), ο αββάς Παύλος, όπου πήγαινε, δεν είχε τίποτε από αυτόν εδώ τον κόσμο, ούτε εργόχειρο ούτε βιβλίο ούτε γευόταν τίποτε τις πέντε μέρες της εβδομάδος —και ήταν και μεγαλόσωμος. Είπαμε λοιπόν στον αδελφό: «Κάνε εσύ αγάπη και πάρε από το κελλί σου ό,τι χρειαζόμαστε για να έχουμε κάτι να βάλουμε στο στόμα μας, όταν φθάσουμε στο κελλί του καλόγηρου». Πήρε λοιπόν τα αναγκαία και ήλθε μαζί μας. Μας έλεγε δε ότι ούτε νερό δεν είχε ποτέ στο κελλί του. Κι όταν κάποτε τον επισκέφτηκαν σε καιρό καύσωνα κάποιοι που είχαν διασχίσει την έρημο και διψούσαν πολύ, μη έχοντας νερό τους σπλαχνίσθηκε και σηκώθηκε και προσευχήθηκε· και, ω του θαύματος, ο Θεός έδωσε νερό εκεί που προσευχόταν και ήπιαν και ξεδίψασαν.
Πήγαμε λοιπόν και τον χαιρετήσαμε και χαρήκαμε με τις συμβουλές του και τα κατορθώματά του, κι αφού πήραμε την ευχή του, επιστρέψαμε ευχαριστώντας τον Θεό, που δοξάζει όσους Τον λατρεύουν με καθαρότητα. Αυτός ας αξιώσει και μας να κερδίσουμε την αιώνια ζωή ακολουθώντας στα ίχνη εκείνων που τον ευαρέστησαν.
(Κείμενο, F. Nau- L. Glugnet, Vies et Recits, Revue de l’ Orient Chretien, τομ. 10, σ. 47-49)